.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Δώσε μου τις αμαρτίες σου...

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΣΤΗΝ ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΒΗΘΛΕΕΜ




Νύχτα Χριστουγέννων. Ἕνας ἅγιος καὶ σοφὸς ἀσκητὴς προσεύχεται ἀπὸ ὥρα γονατιστὸς μέσα στὸ ἅγιο Σπήλαιο, στὴ Βηθλεέμ. Στὸ σπήλαιο ποὺ πρὶν ἀπὸ περίπου 400 χρόνια εἶχε φιλοξενήσει τὸν νεογέννητο Χριστό μας. Ὁ ἀσκητὴς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν μεγάλο Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸν ἅγιο Ἱερώνυμο, ποὺ κατέγραψε καὶ τὰ ὅσα συνέβησαν ἐκεῖ.

Ἐκείνη τὴ νύχτα ὁ Ὅσιος εἶχε ἀφήσει τὸ ἀσκητήριο του, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ ἅγιο Σπήλαιο, καὶ εἶχε ἀποφασίσει νὰ τὴν περάσει ξάγρυπνος καὶ προσευχόμενος μπροστὰ στὴν ἁγία Φάτνη.

Ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ: νὰ ἔλθει ὁ Ἴδιος στὴ γῆ, νὰ γίνει ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου καὶ τὰ νύχια τοῦ θανάτου!

Ἀπόλυτη σιωπὴ ἐπικρατοῦσε μέσα στὴ νύχτα στὸν ἱερὸ χῶρο...

Ξαφνικὰ ἀκούστηκε νὰ προφέρει τὸ ὄνομά του μιὰ γλυκιὰ φωνή:

–Ἱερώνυμε!

Ξαφνιάστηκε ὁ Ὅσιος... Κοίταξε παραξενεμένος γύρω του... Τίποτε... Δὲν ὑπῆρχε κανείς.

–Ἱερώνυμε! ξανακούστηκε ἡ φωνή...

Ναί! Ἐρχόταν ἀπὸ τὴν ἁγία Φάτνη... καὶ ἔκανε τὴν καρδιά του νὰ τρέμει συγκλονισμένη.

–Ἱερώνυμε, τί δῶρο θὰ μοῦ κάνεις ἀπόψε στὴ γιορτή μου;

Ἦταν πράγματι ἡ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ.

Ξέσπασε σὲ λυγμοὺς ὁ Ἅγιος:

–Ὦ Κύριε, τὸ ξέρεις ὅτι γιὰ Σένα τὰ ἄφησα ὅλα: τὸ παλάτι τοῦ αὐτοκράτορα, τὰ μεγαλεῖα τῆς Ρώμης, τὶς ἀνέσεις. Ἡ καρδιά μου, ἡ σκέψη μου, ὅλα σὲ Σένα εἶναι στραμμένα! Τί ἄλλο μπορῶ νὰ Σοῦ προσφέρω; Δὲν ἔχω τίποτε!

–Καὶ ὅμως, Ἱερώνυμε, ἔχεις κάτι ἀκόμα ποὺ μπορεῖς καὶ πρέπει νὰ μοῦ τὸ προσφέρεις... Αὐτὸ θὰ μὲ εὐχαριστήσει πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, καὶ αὐτὸ θέλω...

Ἔπεσε σὲ συλλογὴ ὁ Ὅσιος... Πέρασαν λίγα λεπτὰ καὶ μετὰ τόλμησε νὰ ψελλίσει:

–Κύριε, δὲν βρίσκω κάτι... Πές μου, τί θὰ μποροῦσα ἀκόμη νὰ Σοῦ προσφέρω καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ σκεφτῶ;

Μεσολάβησε μικρὸ διάστημα σιγῆς καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ξανακούστηκε:

–Ἱερώνυμε, τὶς ἁμαρτίες σου θέλω. Δῶσε μου τὶς ἁμαρτίες σου!

–Τὶς ἁμαρτίες μου; Τί νὰ τὶς κάνεις, Κύριε, τὶς ἁμαρτίες μου;

–Θέλω τὶς ἁμαρτίες σου γιὰ νὰ σοῦ τὶς συγχωρήσω, ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸ ἦρθα στὸν κόσμο, ἀπάν­τησε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐπικράτησε βαθιὰ σιωπή.

Συγκλονισμένος ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος ἄ­­­φησε τὰ δάκρυά του, δάκρυα εὐγνωμοσύνης, νὰ πλημμυρίσουν τὸν ἱερὸ χῶρο ὅλη τὴ νύχτα.

Ἄφησε καὶ σὲ μᾶς τὴν ἔμπρακτη παραγγελία νὰ μὴ λησμονοῦμε κάθε Χριστούγεννα τὸ ὡραιότερο δῶρο πρὸς τὸν Σωτήρα μας, τὴ μετάνοιά μας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος ἑορτασμὸς τῆς μεγάλης ἑορτῆς...


Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», Τεῦχ. 2057 Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», Τεῦχ. 2057