.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴν τὴ νικάῃ ὁ Χριστός·


ΠΟΛΕΜΕΙΣΤΕ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ



Ὅλοι ἁμαρτήσαμε, καὶ ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἂν μπορῆτε νὰ μοῦ βρῆτε στὸ χάρτη ἕνα νησάκι ποὺ νὰ μὴν τὸ βρέχῃ ἡ θάλασσα, ἄλλο τόσο θὰ μπορέσετε νὰ βρῆτε καὶ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ νὰ μὴν τὸν βρέχουν τὰ ἄγρια κύματα τῆς ἁμαρτίας. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς στὸ Θεό.

Ὁ ἕνας λοιπὸν σατανᾶς λέει· Δὲν ἔχεις ἀνάγκη τῆς μετανοίας ἐσύ… Φεύγει αὐτὸς κ᾿ ἔρχεται ὁ ἄλλος σατανᾶς.

Ὁ δαίμων τῆς ἀπελπισίας

Ποιός εἶνε ὁ ἄλλος; Εἶνε ὁ σατανᾶς τῆς ἀπελπισίας. Τί λέει αὐτός·
―Καλὴ εἶνε ἡ μετάνοια…
Καταλαβαίνετε τί κάνει; Διπλωμάτης μεγάλος εἶνε ὁ διάβολος. (Καὶ ἀκριβῶς ἡ διπλωματία εἶνε ἔργο τοῦ διαβόλου. Μαζεύονται ἐκεῖ στὰ Ἡνωμένα Ἔθνη οἱ διπλωμάται καὶ ἄντε νὰ συνεννοηθῇς. Δυὸ τσοπάνηδες καὶ δυὸ χωρικοὶ μποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν, ἀλλὰ οἱ διπλωμάται, ποὺ μεταχειρίζονται δεκαπέντε γλῶσσες καὶ μιλοῦν μὲ διάφορες γλῶσσες, εἶνε ἀδύνατον νὰ συνεννοηθοῦν· γιατὶ ἄλλα ἔχουν στὴν καρδιά, καὶ ἄλλα λένε μὲ τὸ στόμα. Εἶνε δίγλωσσοι καὶ «δίψυχοι», ὅπως λέει ἡ ἁγία Γραφή (Ἰακ. 1,8· 4,8).
Ἔρχεται λοιπὸν ὁ σατανᾶς αὐτὸς καὶ λέει·
―Καλὴ ἡ μετάνοια, ἀλλὰ εἶνε γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἐσύ; Ἐσὺ εἶσαι κολασμένος. Γιατὶ αὐτὰ ποὺ ἔκανες ἐσύ, πώ πω πω, δὲν τὰ ἔκανε κανένας ἄλλος στὸν κόσμο…
Θέλει νὰ ῥίξῃ τὸν ἁμαρτωλὸ στὴν ἀπόγνωσι καὶ στὴν ἀπελπισία.
Τί ἔχουμε νὰ ποῦμε;
Ὁ σατανᾶς αὐτὸς διώχνεται, ἐὰν διαβάσῃς τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Στοὺς βίους τῶν ἁγίων βλέπουμε ἁμαρτωλοὺς μεγάλους, ποὺ ἦταν βουτηγμένοι μέσα στὰ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, ἀλλὰ κατώρθωσαν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Νὰ ἀναφέρω παραδείγματα; Κορυφαῖα παραδείγματα εἶνε·
Τὸ ἕνα εἶνε ὁ Δαυΐδ. Τί ἔκανε; Ἔπεσε σὲ δύο μεγάλα ἁμαρτήματα· τὸ πρῶτο, ἀτίμασε τὴ γυναῖκα τοῦ ἄλλου, καὶ τὸ δεύτερο, τὸν σκότωσε. Ἔτσι ἔπεσε σὲ δύο μεγάλα ἁμαρτήματα καὶ ἔδωσε τὸ κακὸ παράδειγμα.
Ὑπάρχουν ἁμαρτήματα μεγαλύτερα ἀπ᾿ αὐτά; Καὶ ὅμως σώθηκε, ἐπειδὴ μετανόησε πραγματικῶς. Τὰ μεσάνυχτα, ἐνῷ κοιμόνταν ὅλοι, καὶ τὰ πουλιὰ κοιμόταν στὰ κλαδιά τους καὶ οἱ φυλακισμένοι στὶς φυλακές τους καὶ τὰ νήπια στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας των, ἕνας δὲν κοιμόταν. Ἔβγαινε στὴν ταράτσα τῶν ἀνακτόρων του καὶ κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα ἔλεγε τὸν πεντηκοστὸ (Ν΄) ψαλμὸ τῆς μετανοίας. Μετανόησε ὁ Δαυΐδ, καὶ ἐσώθη. Κάθε βράδυ μούσκευε τὸ προσκέφαλό του μὲ τὰ δάκρυά του.
Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Εἶνε ὁ Πέτρος. Τὸν βλέπουμε τὴ Μεγάλη Πέμπτη νὰ ἀρνῆται μὲ ὅρκο τὸ Χριστό· ὄχι μπροστὰ σ᾿ ἕνα βασιλιᾶ, ἀλλὰ μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέτρια. Ἀλλὰ μετανόησε, ἔκλαψε πικρά, καὶ τὸν συνεχώρησε ὁ Χριστός· καὶ ἔμεινε πάλι κορυφαῖος ἀπόστολος.
Θέλετε ἄλλο; Ἰδέστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἦταν διώκτης τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἀλλὰ μετανόησε κι αὐτὸς καὶ εἶπε, «ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15).
Καὶ ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸ Χριστό, ἀντὶ τριάκοντα ἀργυρίων, ἀλλὰ δὲν μετανόησε. Καὶ λέγει ὁ Χρυσόστομος· Ἐὰν ὁ Ἰούδας πήγαινε κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ ἔλεγε στὸ Χριστὸ τὸ «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον» (Ματθ. 27,4), καὶ ὄχι στοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, ὁ Χριστὸς θὰ τὸν συγχωροῦσε. Γιατὶ ὁ Ἰούδας αὐτοκτόνησε προτοῦ νὰ πῇ ὁ Χριστὸς τὸ «τετέλεσται» (Ἰωάν. 19,30). Θὰ μποροῦσε λοιπὸν νὰ πέσῃ στὰ γόνατα κάτω ἀπὸ τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ ν᾿ ἀσπασθῇ τὰ πανάχραντα πόδια του καὶ νὰ πῇ, «Κύριε, ἡμάρτησα· συχώρα με»· καὶ ὁ Χριστὸς θὰ τὸν συγχωροῦσε. Ἀλλὰ ἀπελπίστηκε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἀπελπισίας εἶνε ἡ αὐτοκτονία. Δέθηκε μὲ ἕνα σχοινὶ καὶ κρεμάστηκε. «Καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο» (Ματθ. 27,5), λέει τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἡ ἀπελπισία εἶνε ἡ παγίδα τοῦ διαβόλου. Γιατὶ καὶ γιὰ τὸ μεγαλύτερο ἁμαρτωλὸ ὑπάρχει συγχώρησις, ὑπάρχει ἔλεος. Μάλιστα, ὑπάρχει.
Σ᾿ ἕνα μοναστήρι πῆγε ὁ διάβολος τὰ μεσάνυχτα καὶ χτύπησε τὴν πόρτα ἑνὸς κελλιοῦ.
―Ποιός εἶνε; ρώτησε ὁ μοναχός.
―Ἐγὼ εἶμαι, εἶπε τὸ δαιμόνιο καὶ γελοῦσε.
―Τί θέλεις, τὸν ρωτᾷ, καὶ γιατί γελᾷς;
―Κακομοίρη, λέει στὸ μοναχό, ἄδικος ὁ κόπος σου. Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει μετάνοια. Κακῶς ἦρθες στὸ μοναστήρι. Ἔβγα ἔξω στὴν κοινωνία, γλέντησε τὴ ζωή σου, καὶ ἄσ᾿ τα αὐτά. Γιὰ ἄλλους εἶνε τὰ κομποσχοίνια, ὄχι γιὰ σένα…
Ἀνοίγει τὴν πόρτα ὁ μοναχός, παρουσιάζεται μπροστά του τὸ δαιμόνιο καὶ τοῦ ξαναλέει·
―Πῶς; Ἐσὺ ἐδῶ στὸ μοναστήρι; Σοῦ εἶπα, δὲν ὑπάρχει γιὰ σένα σωτηρία.
―Γιατί δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα σωτηρία; ἀπαντᾷ ὁ μοναχός.
Βγάζει ὁ διάβολος ἀμέσως τὸ τεφτέρι του.
―Ἐδῶ, τοῦ λέει, εἶνε γραμμένα τ᾿ ἁμαρτήματά σου (κι ἄρχισε ν᾿ ἀραδιάζῃ τὰ χρέη, τὰ ὁποῖα εἶχε δημιουργήσει διὰ τῶν ἁμαρτιῶν του ὁ μοναχός). Δὲν ἔκανες, τοῦ λέει, ἐκείνη κ᾿ ἐκείνη κ᾿ ἐκείνη τὴν ἁμαρτία; Τὶς ἔκανες. Ἔ, λοιπόν, ἐσὺ δὲν μπορεῖς νὰ σωθῇς…
Γεμᾶτο ἦταν τὸ τεφτέρι τοῦ διαβόλου ἀπὸ ἁμαρτίες. Κι ὁ μοναχὸς ἔκλαιγε σὰ᾿ μικρὸ παιδί.
Ξαφνικά, ἄστραψε τὸ κελλὶ ἀπὸ φῶς. Ἐμφανίσθηκε ὁ Ἐσταυρωμένος! Καὶ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, τρυπημένα καὶ ματωμένα, ἅρπαξαν τὸ τεφτέρι καὶ τό ᾿καναν χίλια κομμάτια. Κι ἀκούστηκε ἡ φωνή του·
―Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου!
Ἔτσι λύθηκε τὸ δρᾶμα τοῦ ταπεινοῦ μοναχοῦ καὶ ὁ διάβολος κατατροπώθηκε.
Αὐτὸ ποὺ σᾶς εἶπα παραβολικῶς δὲν εἶνε δικό μου. Εἶνε γραμμένο στὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, στοὺς Χαιρετισμούς, στὸ γράμμα Χῖ·
«Χάριν δοῦναι θελήσας
ὀφλημάτων ἀρχαίων
ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων
ἐπεδήμησε δι᾿ ἑαυτοῦ
πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὑτοῦ χάριτος·
καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον
ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·
Ἀλληλούϊα».
Χριστέ, λέει, ἦρθες νὰ μᾶς δώσῃς συγχώρεσι γιὰ ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας, γιὰ ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματα τῶν αἰώνων· καὶ κατέβηκες ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ πῆρες τὸ χειρόγραφο, πῆρες τὰ χρέη μας, καὶ τὰ ἔσχισες. Καὶ ἔτσι ἀπ᾿ ὅλα τὰ στόματα ἀκοῦς τὸ «Ἀλληλούϊα», αἰνεῖτε τὸν Θεόν.
Βλέπετε τί μεγάλα πράγματα λέει ἡ Ἐκκλησία μας; Συνεπῶς καμμία ἀπελπισία.
Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴν τὴ νικάῃ ὁ Χριστός· ὅπως ἡ θάλασσα, ὅταν παλεύῃ μὲ τὴ φωτιά, τὴ νικάει. Πάρτε ἕνα μεγάλο μαγκάλι μὲ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ ῥίξτε το στὴ θάλασσα· ἀμέσως θὰ σβήσῃ. Πάρτε ἕνα βουνὸ ὅπως τὸ Βίτσι καὶ κάντε το ὁλόκληρο κάρβουνα ἀναμμένα, καὶ πάρτε κατόπιν αὐτὸ τὸ ἀναμμένο βουνὸ καὶ ῥίξτε το στὸν ὠκεανό· θὰ σβήσῃ ἀμέσως. Ἡ θάλασσα νικάει τὴ φωτιά. Κάθε σταλαγματιὰ τοῦ τιμίου αἵματος, ποὺ πέφτει ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, εἶνε θάλασσα ἀγάπης καὶ οἰκτιρμῶν. Κάρβουνα ἀναμμένα εἶνε τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Ὁ ἕνας ἔχει ἁμαρτίες ἕνα μαγκάλι, ὁ ἄλλος ἔχει ἕνα καμίνι, κι ὁ ἄλλος ἔχει ἕνα βουνό.
Ῥῖξε, Χριστιανέ μου, τ᾿ ἁμαρτήματά σου, ὅσα καὶ ἂν εἶνε, στὴ θάλασσα. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν ἔχει μέτρο, θὰ συχωρέσῃ ὅλα τ᾿ ἁμαρτήματά σου. Πρὸς τί, λοιπόν, ἡ ἀπελπισία;
Ὁ ἕνας διάβολος, τῆς ὑπερηφανείας, λέει· Δὲν ἔχεις ἐσὺ ἀνάγκη ἀπὸ μετάνοια… Ὁ ἄλλος διάβολος, τῆς ἀπελπισίας, λέει· Γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει μετάνοια… Ἔρχεται κι ὁ τελευταῖος ὁ διάβολος· φεύγει ἕνας κ᾿ ἔρχεται ἄλλος…..

Απόσπασμα βιβλίου: ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ, 
του ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ σελ 108-111)