.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἡ δύναμη τῆς πίστης καὶ ἡ ἀδυναμία τῆς ἀπιστίας!


ΛΟΓΙΑ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΙ ΑΠΛΑ

Αὐτὰ εἶναι λόγια καθαρά, ἁπλά, σίγουρα, καὶ δείχνουν πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιό της διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Γιατί πῶς μπορεῖ νὰ ἔχει πίστη στὸν Χριστὸ ἕνας ἄνθρωπος, καὶ μαζὶ νὰ εἶναι κολλημένος στὰ χρήματα καὶ στὸ συμφέρον, πολλὲς φορὲς μάλιστα περισσότερο κι’ ἀπὸ τοὺς ἄθεους; Θὰ πεῖ πὼς νομίζει πὼς θὰ ξεγελάσει τὸν Θεό. Ἀλλὰ «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» δηλ., ὁ Θεὸς δὲν περιπαίζεται.
Καὶ ὅμως, ἡ πονηρὴ γνώμη τοῦ ἀνθρώπου ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ συμβιβάσει: Νὰ εἶναι γαντζωμένος καλὰ στὸ χρῆμα, δηλαδὴ στὸ διάβολο, ποὺ τὸν λέγει ὁ Χριστὸς μαμωνά, θεὸ τῆς φιλαργυρίας, καὶ τὸν ἴδιο καιρὸ νὰ παρουσιάζεται γιὰ χριστιανός, νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησιά, νὰ κάνει σταυροὺς καὶ μετάνοιες, νὰ κλαίει πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ξεγαντζωθεῖ ἀπὸ τὰ λεφτὰ κι’ ἀπὸ τὴ μανία τοῦ παρά. Λογικὴ δὲν χωρᾶ καθόλου σ’ αὐτούς. Εἶναι ὁλότελα ἀναίσθητοι καὶ πονηροί, κι’ ὅ,τι κάνουν τὸ κάνουν γιὰ νὰ τὸ ἔχουν δίπορτο, κι’ ὅ,τι κερδίζουν. «Βάστα γερά, σοὺ λέει, τὰ λεφτά, ποῦ εἶναι χειροπιαστά, ἄναβε καὶ κανένα κερί, κᾶνε καὶ καμιὰ μετάνοια, γιὰ νὰ΄ χεῖς τὸ μέσο καὶ μὲ τὸν Χριστό. Ἂν βγοῦνε ἀληθινά τα λόγια του γιὰ παράδεισο καὶ γιὰ κόλαση, ἔχουμε κι’ ἀπὸ κεῖ τὴ σιγουράντζα. Ὅ,τι καὶ νὰ γίνει, εἶναι κανένας κερδισμένος».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Ἄν, ἐλπίζουμε στὸν Χριστὸ μοναχὰ γιὰ τούτη τὴ ζωή, εἴμαστε οἱ πιὸ ἐλεεινοὶ ἄνθρωποι». Γιατί οἱ ψευτοχριστιανοί, παρακαλοῦνε τὸν Χριστὸ προπάντων γιὰ τὶς ὑποθέσεις τούτου τοῦ κόσμου, γιὰ τὶς δουλειές τους, γιὰ τὴ σωματικὴ ὑγεία τους, γιὰ τὰ παιδιά τους, καὶ μόλις σκοτεινιάσει ἡ κατάσταση, ἀρχίζουν τὰ παράπονα γιατί ὁ Χριστὸς κ’ ἡ Παναγία δὲν τρέξανε νὰ τοὺς βοηθήσουν στὶς δουλειές τους, πολλὲς φορὲς σὲ τέτοιες δουλειὲς ποὺ εἶναι ἀπάνθρωπες καὶ ποὺ τοὺς κάνουν νὰ κακουργοῦν καταπάνω στ’ ἀδέρφια τους.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει πάλι ἀλλοῦ: «Εἶναι καλό, νὰ στερεώνετε τὴν καρδιά σας μὲ τὴν ἐλπίδα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, κι’ ὄχι μὲ φαγητὰ (δηλαδὴ μὲ σαρκικὰ καὶ ὑλικὰ πράγματα), ποὺ μ’ αὐτὰ δὲν ὠφεληθήκανε ὅσοι ἀφιερώσανε τὴ ζωὴ τοὺς σ’ αὐτά, δηλαδὴ στὸ νὰ μαζέψουν χρήματα, ξεγελώντας τὸν ἑαυτό τους πὼς μ’ αὐτὰ ἐξασφαλίζονται». Γιατί «ἐπελθῶν γὰρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται».
Δὲν ὑπάρχει κανένα πράγμα πιὸ σίγουρο ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, κανένα. Ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας φανερώνει αὐτὴ τὴν ἀπελπιστικὴ ματαιότητα. Καὶ ὅμως, πόσοι ἄνθρωποι στὸν κόσμο κάθισαν καὶ σκεφθήκανε πάνω σ’ αὐτὸ τὸ φανερότατο καὶ σιγουρότατο φαινόμενο, στὴ ματαιότητα, ποῦ θὰ ΄πρεπε ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ τὸ ΄χεῖ μέρα – νύχτα μπροστά του; Μὰ ἐμεῖς κάνουμε σὰν τὸ καμηλοπούλι (στρουθοκάμηλο), ποὺ χώνει τὸ κεφάλι του στὸν ἄμμο γιὰ νὰ μὴ βλέπει τὸν φονιά του, καὶ θαρρεῖ πὼς κρύφτηκε ἀπὸ αὐτόν.
Πόσο ἀξιολύπητοι σ’ αὐτὸ ἀπάνω εἶναι οἱ σπουδαῖοι ἄνθρωποι τῆς γῆς! Ἐνῶ βλέπουν καθαρὰ πὼς τὸ βάραθρο ποὺ κατάπιε ὅλους τους σπουδαίους ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, καὶ πὼς τ’ ἀνοιχτὸ στόμα τοῦ περιμένει νὰ τοὺς καταπιεῖ κι’ αὐτούς, ἐκεῖνοι δός του καὶ καταγίνονται μὲ «μάταια καὶ ψευδῆ», μὲ πολιτικὲς πονηριές, μὲ πολέμους, μὲ ψευτομεγαλεία παιδιακίσια, καὶ μὲ ἀνοησίες, ποὺ διαλαλιοῦνται σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη. Ώ, ἀνοησία ἐκείνων ποὺ τοὺς λέει ὁ κόσμος σοβαρούς, μυαλωμένους, τετραπέρατους, μεγαλοφυεῖς! Τί φτώχεια ἀληθινὰ ἀπὸ κρίση κι’ ἀπὸ γνώση! Κι’ ἀπὸ τέτοιους κυβερνιέται, ὁ κόσμος. Ἢ οἱ ἄλλοι ποὺ καταγίνονται μὲ μανία στὶς μάταιες φιλοσοφίες καὶ στὶς τέχνες, καὶ τοὺς ἀποθεώνουν οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοὶ ποὺ δὲν ἔχουν κουκούτσι κρίση, ἐνῶ ξέρουν καλὰ πὼς δὲν θὰ περάσει πολὺς καιρὸς ποὺ θὰ σβήσουν ὅλοι ἀπὸ τὸν κόσμο!
Ἡ περηφάνια θολώνει τὴν κρίση. Κι’ ὅπου ὑπάρχει περηφάνια, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει πίστη! Κι’ ἂπ’ ὅπου λείπει ἡ πίστη, λείπει κ’ ἡ ἐλπίδα. Ἂν πιστεύανε οἱ ἄνθρωποι πῶς ἐκεῖνα ποὺ λέει ὁ Χριστὸς εἶναι ἀληθινά, δὲν θὰ κολλούσανε τόσο στὰ ἐπίγεια. Ἀλλά, κατὰ βάθος, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου εἶναι καλὰ γι’ αὐτούς, γιὰ νὰ εὐχαριστιοῦνται τ’ αὐτιὰ τοὺς μοναχά. Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέει: «Ἂν πιστεύεις πὼς ὁ Θεὸς προνοεῖ γιὰ σένα, τί μεριμνᾶς καὶ φροντίζεις γιὰ τὰ πρόσκαιρα καὶ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς σάρκας σου; Κι’ ἂν πάλι δὲν πιστεύεις πὼς ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ σένα, καὶ γιὰ τοῦτο φροντίζεις, χωρὶς ἐκεῖνον, γιὰ τὶς ἀνάγκες σου, εἶσαι ὁ πλέον ταλαίπωρος ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους. Ρίξε τὴ μέριμνά σου στὸν Κύριο, κι’ ἐκεῖνος θὰ σὲ θρέψει. Καὶ δὲν θὰ φοβηθεῖς ἀπ’ ὅποιον κίνδυνο κι’ ἂν ἔρθει καταπάνω σου». Καὶ συνεχίζει ὁ Ἅγιος: «Ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ἡ ψυχή σου σαλεύει μὲ φόβο, τόσο ποὺ νὰ δειλιάζει κι’ ἀπὸ ἕναν ἴσκιο. Γιατί ἡ πίστη εἶναι ἐκείνη ἡ δύναμη ἡ νοητή, ποὺ στηρίζει τὴν καρδιὰ στὸ φῶς τῆς διάνοιας καὶ ποὺ μὲ τὴ μαρτυρία τῆς συνειδήσεως, δίνει στὴν ψυχὴ πολλὴ πεποίθηση, ὥστε νὰ μὴ φροντίζει ἡ ἴδια γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ νὰ κρεμάσει στὸν Θεὸ τὴ φροντίδα της γιὰ ὅλα, χωρὶς νὰ μεριμνᾶ γιὰ τίποτα».
Ὁ Ἅγιος ποὺ τὰ λέει αὐτά, δὲν τὰ εἶπε μοναχά, ὅπως κάνουν οἱ περισσότεροι, ἀλλὰ τὰ ἔκανε στὴν πράξη, γιατί πῆγε κι’ ἀσκήτεψε ἀπὸ νέος στὴν ἔρημό της Μεσοποταμίας, χωρὶς νὰ φροντίσει ὁλότελα γιὰ τὴ συντήρησή του, κι’ ὅπως λέει ὁ ἴδιος, δὲν στερήθηκε τίποτα σ’ ὅλη τὴ ζωή του. Καὶ μάλιστα, σὰν τὸν πῆραν οἱ χριστιανοὶ μὲ τὸ στανιὸ καὶ τὸν κάνανε ἐπίσκοπό της Νινευῆ, δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ γύρισε πίσω στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἔρημο, κ’ ἐκεῖ τελείωσε τὴ ζωή του καὶ «ἐκοιμήθη πλήρης ἡμερῶν».
Ἀλλά, θὰ μοῦ πεῖ κανεὶς πὼς αὐτὰ γίνονταν τὸν παλαιὸ καιρό, καὶ πὼς σήμερα δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι μὲ τέτοια πίστη. Λοιπὸν τὸν διαβεβαιώνω πὼς ναί. Ὑπάρχουν καὶ στὴ σημερινὴ ἁμαρτωλὴ καὶ σαρκικὴ ἐποχὴ κάποιοι γνήσιοι μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀναθέσανε τὴ φροντίδα τῆς ζωῆς τους στὸν Κύριο. Ἐγὼ γνωρίζω κάμποσους τέτοιους, κ’ ἔχω πληροφορηθεῖ καὶ γιὰ ἄλλους πολλούς. Εἶναι ἀπίστευτο, καὶ ὅμως εἶναι ἀληθινό.
. . .
Λέει ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος. «Νὰ μὴν ἀδυνατίσει (νὰ μὴν κλονιστεῖ) ἡ πεποίθησή σου (ἡ ἐμπιστοσύνη σου) στὸν Προνοητή σου, στὸν Θεό. Γιατί τὰ οἰκονομεῖ ὁ Κύριος κατὰ θαυμαστὸ τρόπο, γιὰ τοὺς δικούς του ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ καὶ στὴν ἀκατοίκητη ἔρημο ἐξοικονομεῖ ἐκείνους ποῦ κάθονται μὲ τὴν πεποίθηση σ’ Αὐτόν, κι’ ὄχι στὴ βοήθεια ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους».
(Φώτης Κόντογλου, Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)