.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ἀμέλεια...



«Δεινὸν ἡ ῥαθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια!…» 
(αἶν. Μ. Τετ.)

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, σᾶς πῶ ὅτι ἕνα περιστέρι ἔγινε κοράκι καὶ ἕνα κοράκι ἔγινε περιστέρι, δὲν θὰ τὸ πιστέψετε. Καὶ δικαίως.Διότι τέτοιες μεταβολὲς δὲν γίνονται στὴ φύσι. Τὸ περιστέρι μένει περιστέρι, τὸ κοράκιμένει κοράκι· ἡ τίγρις μένει τίγρις, τὸ ἀρνάκι μένει ἀρνάκι.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ στὴ φύσι δὲν συμβαίνουν τέτοιες μεταβολές, στὸν ἠθικὸ κόσμο συμβαίνουν· εἶνε μεταβολὲς ποὺ μᾶς κάνουν νὰ θαυμάζουμε.
Ἕνα τέτοιο θέαμα μᾶς παρουσιάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας· μᾶς δείχνει ἀπ᾿ τὸ ἕνα μέρος ἕνα περιστέρι ποὺ ἔγινε κοράκι, κι ἀπὸ τὸ ἄλλο ἕνα κοράκι ποὺ ἔγινε περιστέρι. Ποιό εἶναι τὸ κοράκι, ποιό εἶναι τὸ περιστέρι; Περιστέρι εἶναι ὁ Ἰούδας – ἔτσι τοὐλάχιστον φαινόταν ἐξωτερικῶς· αὐτὸς ἔγινε μαῦρος σὰν τὸ κοράκι. Καὶ ποιό τὸ κοράκι ποὺ ἔγινε περιστέρι;

Ἡ πόρνη· μαύρη σὰν τὸ κοράκι ἦταν, καὶ ἔγινε ἄσπρη σὰν τὸ περιστέρι. Ἀλλὰ πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ μεγάλη μεταβολή, ποὺ ὑπερβαίνει καὶ τὶς μεταμορφώσεις τοῦ Ὀβιδίου; Ἔγινε ἡ μεταβολή, ἡ ἠθικὴ αὐτὴ μεταμόρφωσις, διότι ὁ μὲν Ἰούδας πῆρε ὡς σύντροφο τὴ ῥαθυμία καὶ τὴν ἀμέλεια , ἐνῷ ἡ πόρνη πῆρε ὡς σύντροφο καὶ συνοδοιπόρο τὴ μετάνοια . Καὶ ὁ ὑμνῳδὸς θαυμάζει καὶ λέει· «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία! μεγάλη ἡ μετάνοια!» (αἶν. Μ. Τετ.) .
«Δεινὸν ἡ ῥαθυμία!». Φοβερὸ πρᾶγμα ἡ ἀμέλεια . Παντοῦ σὲ ὅλες τὶς ὑποθέσεις εἶναι φοβερὴ ἡ ἀμέλεια· ἰδίως ὅμως εἶνε φοβερὴ ὅταν κανεὶς ἀμελῇ στὴ μεγαλύτερη ὑπόθεσιτῆς ζωῆς μας, τὴ μετάνοια.
«Τὸ ζητούμενον ἁλωτόν, ἐκφεύγει δὲ τἀ μελούμενον» , ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι (Σοφοκλ., Οἰδ. τύρ., στ. 110-111). 
Δηλαδή, ἐκεῖνο ποὺ κυνηγᾷς τὸ πιάνεις, ἐνῷ ἐκεῖνο ποὺ τ᾿ ἀφήνεις καὶ τὸ παραμελεῖς, κάνει φτερὰ καὶ φεύγει, γίνεται πουλὶ ἄπιαστο. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καὶ στὸν Ἰούδα. Ὁ Ἰούδας εἶχε ὅλες τὶς προϋποθέσεις νὰ γίνῃ ἅγιος. Ἔζησε κοντὰ στὸ μεγαλύτερο διδάσκαλο τῶν αἰώνων, τὸ Χριστό. Ὁ Χριστὸς δὲν δίδασκε μόνο τὰ ὡραιότερα πράγματα, ἀλλὰ –τὸ σπουδαιότερο– ὅ,τι δίδασκε τὸ εἶχε ἐφαρμόσει πρῶτος στὴ ζωή του. Λαμπρά, λοιπόν, διδασκαλία καὶ ἄριστο παράδειγμα καὶ ἄριστο περιβάλλον εἶχε ὁ Ἰούδας. Ζοῦσε μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα πνευματική. Δὲν συναναστρεφόταν μὲ μέθυσους, πόρνους, κακοποιούς. Εἶχε καθημερινὴ συναναστροφὴ μὲ τὸν εὐαίσθητο Ἰωάννη, μὲ τὸ φλογερὸ Πέτρο, μὲ τὸ φιλότιμο Ἀνδρέα καὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους. Ἔτρωγε μαζί τους, προσευχόταν μαζί τους, μελετοῦσε μαζί τους τὶς ἅγιες Γραφές, κοιμόταν καὶ ξυπνοῦσε μαζί τους.
Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Ἰούδας ἔπεσε. Διέπραξε τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα· Ἐπρόδωσε τὸν Διδάσκαλο. Ἔπεσε ὁ Ἰούδας,  «καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτοῦ μεγάλη» (πρβλ. Ματθ. 7,27).
Καὶ γιατί ἔπεσε; Διότι ἀμέλησε. Δὲν πρόσεξε καλὰ τὸν ἑαυτό του, δὲν ἔλαβε τὰ κατάλληλα μέτρα. Ἀγαποῦσε μὲν τὸν Διδάσκαλο, ἀλλὰ ἐρωτοτροποῦσε καὶ μὲ τὸν διάβολο. Ὁ δὲ σατανᾶς εἶνε φοβερός. Ἐφαρμόζει τὸν τρόπο τοῦ δρυοκολάπτη. Τί εἶνε ὁ δρυοκολάπτης;
Ἕνα πουλὶ τοῦ δάσους. Καὶ τί κάνει; Μὲ τὴ μύτη, μὲ τὸ ῥάμφος του, χτυπάει γύρω – γύρω τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου. Κι ὅπου ἀντιληφθῇ ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ φλοιὸ εἶνε κούφιο, ἐκεῖ τρυπᾷ τὸ ξύλο καὶ τρώει τὰ ἔντομα ποὺ ὑπάρχουν. Τὸ ἴδιο κάνει κι ὁ σατανᾶς. Περιτριγυρίζει τὴν ψυχή μας κι ὅπου βρῇ ἀδύνατο μέρος, κουφάλα, ἐκεῖ βυθίζει μὲ τρόπο τὸ ῥύγχος του, δημιουργεῖ ῥῆγμα, κι ἀπὸ ᾿κεῖ ἀρχίζει τὸ ἔργο τῆς καταστροφῆς. Καὶ στὸν χαρακτῆρα λοιπὸν τοῦ Ἰούδα βρῆκε μία ἀδύνατη πλευρά. Ἡ ἀδύνατη πλευρὰ τοῦ Ἰούδα, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα του, ἦταν ἡ φιλαργυρία. Ἡ ψυχή του ἑλκυόταν ἀπὸ τὸ χρῆμα. Τὸ χρῆμα ἦταν ἡ ἀδυναμία του. Καὶ τὴν ἀδυναμία αὐτή δὲν προσπάθησε νὰ τὴν ἐξαλείψῃ. Δὲν πολέμησε τὸ σατανᾶ, ποὺ τοῦ παρουσίαζε νύχτα-μέρα ἐμπρός του τὴν εἰκόνα τοῦ χρυσοῦ. Ἀπὸ τὴν ἀμέλειά του ἄφησε τὴν ψυχή του ἀφύλαχτη. Ἔτσι ὁ σατανᾶς εἰσῆλθε στὴν καρδιά του. Μπῆκε ὅπως μπαίνει ὁ κλέφτης ὅταν ἀφήσουμε τὴν πόρτα ἢ τὸ παράθυρο ἀνοιχτά. Μπῆκε ὅπως ὁ πλημμυρισμένος ποταμὸς ποὺ σπάει τὸ φράγμα καὶ ὁρμᾷ ἀκράτητος στὸν κάμπο καὶ καταστρέφει τὰ πάντα. Μπῆκε ὅπως μπαίνει ὁ ἐχθρὸς στὸ φρούριο καὶ σφάζει τοὺς στρατιῶτες ὅταν οἱ φρουροὶ ἀποκοιμηθοῦν καὶ σταματήσουν νὰ φωνάζουν «φύλακες, γρηγορεῖτε». Αὐτὸ ἔπαθε ὁ Ἰούδας. Αὐτὸ παθαίνουν καὶ ὅλοι ὅσοι ἀμελοῦν καὶ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὴ σωτηρία τους. Ὁ διάβολος τοὺς δένει σήμερα λίγο, αὔριο περισσότερο, μεθαύριο ἀκόμη περισσότερο, ἕως ὅτου τοὺς δέσῃ τόσο σφιχτὰ καὶ πανοῦργα, ὥστε νὰ τοῦ παραδώσουν ψυχὴ καὶ σῶμα καὶ νὰ γίνουν αἰχμάλωτοί του διὰ τῶν παθῶν. Πόσο δίκιο ἔχει ὁ ὑμνῳδὸς ὅταν λέει· «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία»!Ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ Ἐκκλησία μᾶς δείχνει μία πόρνη καὶ μᾶς φωνάζει· «Μεγάλη ἡ μετάνοια!» . Εἶναι μεγάλη ἡ δύναμις τῆς μετανοίας. Διότι τί ἦταν ἡ πόρνη; Μία γυναίκα τῆς ἁμαρτίας, ἕνα σκουλήκι ποὺ κυλιόταν μέσα στὸ βόρβορο, ἕνα κουρέλι τοῦ δρόμου ποὺ τὸ πατοῦσαν ὅλοι, μία νυχτερίδα τῆς ἡδονῆς.Ὅπως ἡ νυχτερίδα βγαίνει στὰ σκοτεινά, ἔτσι καὶ ἡ πόρνη νύχτα ἅπλωνε τὰ δίχτυα της. Πόσες τέτοιες νυχτερίδες ὑπάρχουν καὶ σήμερα καὶ δουλεύουν στὰ καταγώγια τῆς διαφθορᾶς γιὰ νὰ πιάσουν στὰ δίχτυα τοὺς ἄμυαλους νέους ἀλλὰ καὶ γέρους. Ἀλλὰ τώρα; Ὤ, τώρα ἡ πόρνη μετανοεῖ!
Ὁ μαθητὴς καὶ ἀπόστολος φεύγει ἀπὸ τὸ Χριστό, ἐνῷ αὐτὴ τρέχει πρὸς τὸ Χριστό. Ἀλήθεια· ὅταν βλέπω πόρνες νὰ μετανοοῦν, θυμᾶμαι τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ· «Οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρ- ναι προάγουσιν ὑμᾶς (σᾶς ξεπερνοῦν) εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 21,31). 
Ὁ Ἰούδας ἔπεσε στὸ δρόμο καὶ δὲν ξανασηκώθηκε πιά· ἡ πόρνη, ποὺ εἶχε πέσει στὴ λάσπη, σηκώθηκε, ἄφησε «τὰ ἔργα τῆς αἰσχρᾶς ἁμαρτίας» (οἶκ. Μ. Τετ.), ἔτρεξε σὰν καλὸς δρομέας,  πέρασε τὸν Ἰούδα, προχώρησε στὸν ἅγιο δρόμο, καὶ τερμάτισε νικήτρια. «Μεγάλη ἡ μετάνοια!». Μετανόησε ὄχι ὅπως μετανοοῦμε ἐμεῖς· ἔδειξε μετάνοια πραγματική. Δὲν τὴ βλέπετε; Τὰ μαλλιά της, ποὺ τὰ στόλιζε καὶ τὰ ἔκανε πλοκάμια τοῦ διαβόλου, τὰ κάνει τώρα πετσέττα γιὰ νὰ σκουπίσῃ τὰ εὐλογημένα πόδια τοῦ Λυτρωτοῦ της. Καὶ τὰ μάτια της, μὲ τὰ ὁποῖα τόσους θὰ εἶχε παγιδεύσει στὴν ἀκολασία, τώρα τὰ κάνει βρύση ποὺ τρέχει δάκρυα. Κάθε δάκρυ κ᾿ ἕνα διαμάντι τοῦ οὐρανοῦ, κάθε ἀναστεναγμὸς καὶ μιὰ χαρὰ τῶν ἀγγέλων. Κλαίει. Καὶ μόνο κλαίει;  Κάνει καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ φανερώνει τὴ μετάνοιά της, τὴν ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσί της στὸ Χριστό. Ἀγοράζει ἕνα δοχεῖο μὲ τὸ καλύτερο μύρο. Αὐτὴ ποὺ ἄλλοτε ἦταν ἕνα κινητὸ μυροπωλεῖο τῆς ἁμαρτίας καὶ μὲ κολώνιες καὶ ἀρώματα τραβοῦσε κοντά της καὶ παγίδευε τοὺς ἄντρες, τώρα παίρνει τὸ δοχεῖο τοῦ μύρου, τὸ σπάει, καὶ χύνει ὅλο τὸ ἄρωμα στὸ Χριστό.
Ἀδελφοί μου! Δὲν ἐπιμένω περισσότερο στὴν περιγραφὴ τῆς μετανοίας τῆς πόρνης.Ὅπου φωνάζουν τὰ πράγματα, τὰ λόγια περιττεύουν. Τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, ποὺ ἀκοῦμε ἀπόψε, τί εἶνε; Εἶνε ἡ προσευχὴ τῆς πόρνης ποὺ μετανοεῖ· «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή… Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» . Ἂς τὸ κάνουμε τὸ τροπάριο αὐτὸ κ᾿ ἐμεῖς δική μας προσευχή, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὸ μεγαλεῖο του καὶ νὰ δοκιμάσουμε τὴ γλυκύτητά του. Ἀλλὰ πότε;
Ὅταν κ᾿ ἐμεῖς μετανοήσουμε ὅπως ἡ πόρνη καὶ ὅπως τόσοι ἄλλοι ἁμαρτωλοὶ ποὺ βρῆκαν στὴ μετάνοια τὸ λιμάνι τους. Λιμάνι σωτηρίας ἡ μετάνοια. Κάτι περισσότερο· εἶνε σωσίβιο. Κάθε ἁμαρτωλός, δηλαδὴ κάθε ἄνθρωπος (διότι τις «ζήσεται καὶ οὐχ ἁμαρτήσει»;- νεκρ. ἀκολ.), καθένας ἀπὸ μᾶς, εἶνε ἕνας ναυαγός, ποὺ παλεύει μέσ᾿ στὰ κύματα τῆς ἁμαρτίας καὶ κινδυνεύει νὰ γίνῃ τροφὴ τοῦ δράκοντα τῆς ἀβύσσου. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ δέχτηκε τὴν πόρνη καὶ τὸ λῃστή, στέκεται στὸ βράχο –δὲν τὸν βλέπετε;– καὶ ῥίχνει – τί; Ῥίχνει συνεχῶς σωσίβια· γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ κ᾽ἕνα σωσίβιο. 
Ἀδελφέ μου συναμαρτωλέ! Καὶ γιὰ σένα ἔχει σωσίβιο ὁ Χριστός! Ἅρπαξέ το ὅπως ἁρπάζει ὁ ναυαγὸς τὴ σανίδα. Ἐὰν τὸ κάνῃς, θὰ αἰσθανθῇς μία χαρὰ ποὺ ποτέ στὴ ζωή σου δὲν αἰσθάνθηκες. Ὁ Χριστὸς θὰ σὲ δεχθῇ. Οἱ ἄγγελοι θὰ χειροκροτήσουν, θὰ ξεκρεμάσουν τὶς κιθάρες τους, καὶ θὰ ψάλλουν· «Δόξα στὸ Χριστό, τὸ σωτῆρα τῶν ἁμαρτωλῶν· δόξα στὸ Λυτρωτή». Διότι μεγάλη χαρὰ γίνεται στὰ οὐράνια γιὰ μιὰ ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ (πρβλ. Λουκ. 15,7,10,32).
Εἴθε τὴ χαρὰ τῆς μετανοίας ὅλοι νὰ δοκιμάσουμε.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία συνετάχθη πιθανὸν τὸ 1962.