.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο ΕΧΘΡΟΣ ΜΑΣ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΑΣ ΠΟΛΕΜΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΤΟΥ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΑ ΧΑΤΙΡΙΑ



Ο εχθρός μας ο διάβολος πάντοτε μας πολεμά. Πιο πολύ όταν δεν του κάνουμε τα χατίρια. Τότε από την κακία του βρίσκει χίλιους τρόπους να μας πειράξει.
Μια φορά γύριζα το βράδυ στο σπίτι, με χιόνι. Μου παρουσιάστηκε σαν χοίρος. Διαλύθηκε όμως σαν καπνός, μόλις έκανα το σημείο του Σταυρού. Κάποτε πάλι όταν λειτουργούσα, ακούω έξω να θορυβούν. Βγαίνω και βλέπω ότι χτίζανε πολυκατοικία Άλλος είχε μυστρί, άλλος φτυάρι. κλπ. τους
σταύρωσα και εξαφανίστηκαν τα πάντα.
Εν’ απόγευμα περνούσα από την πλατεία του χωριού και πήγαινα στο σπίτι μου. Βλέπω στο καφενείο πολλούς άνδρες, άλλοι πίνανε κρασί, άλλοι χαρτοπαίζανε. Οι σατανάδες ήταν γύρω – γύρω πάνω στα κεφάλια τους, σε έναν μάλιστα ήταν σαν αρκούδα.
Μια μέρα γύριζα απ’ το χωράφι και περνώντας έξω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου βλέπω ένα σατανά ξαπλωμένο. Τον ρωτώ, «τι κανείς εδώ»; Και μου απαντά:«Εγώ κάθομαι εδώ για να μην αφήνω κανένα να κάνει τον σταυρό του».
Μια φορά ήταν καλοκαίρι, με καλέσανε στο χωριό Κούρσοβο να κηδεύσω κάποιον. Όταν γύρισα στο χωριό μου στο δρόμο οι σατανάδες με πετροβολούσαν. Θέλανε να με σκοτώσουν. Άρχισα να λέγω τους Χαιρετισμούς και διαλύθηκαν σαν καπνός.


ΠΑΠΑ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ, 
εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ