.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο Τούρκος αξιωματικός που αγίασε

(Από τον βίο του μοναχού Νικολάου της Όπτινα)


Το όνομά του ήταν Γιουσούφ Αμπτνούλ Ογκλί, ήταν Τούρκος μουσουλμάνος από το Μπιτλίς, κοντά στο Ερζερούμ. Γεννήθηκε το 1820. Μια σειρά από θαύματα και όνειρα, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία, τον έκαναν να ενδιαφερθεί για το χριστιανισμό, τον οποίο αρχικά γνώρισε στην αρμένικη εκδοχή του, λόγω γειτνίασης και φιλίας με Αρμένιους χριστιανούς.
Στο Ικόνιο, όπου υπηρετούσε ως ταγματάρχης του τουρκικού στρατού, προσπάθησε να γνωρίσει μεταφυσικές εμπειρίες, ακολουθώντας την παράδοση των δερβίσηδων. Όμως όλες οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες, αφήνοντάς τον πνευματικά κενό.
Στο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1853-1856) αιχμαλωτίστηκε και οδηγήθηκε στη Ρωσία. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να μάθει για την ορθοδοξία και μάλιστα να τη γνωρίσει από κοντά, να μιλήσει με άξιους ιερείς, αλλά και με τον όσιο Φιλάρετο, τον διά Χριστόν σαλό, που ζούσε στην Τούλα. Απόκτησε επίσης μερικά βιβλία και εικόνες. Όταν απελευθερώθηκε, επέστρεψε στο Ερζερούμ, στη σύζυγο και στο παιδί του, νιώθοντας πλέον στην καρδιά του χριστιανός, όχι μουσουλμάνος. Προσευχόταν διαβάζοντας τους Χαιρετισμούς στο Χριστό και την Παναγία κοντά στις εικόνες τους και στην εικόνα του αγίου Νικολάου, τον οποίο σεβόταν ιδιαίτερα. Συναντούσε επίσης κρυφά χριστιανούς και συζητούσαν για τη χριστιανική πίστη.
Όμως ο πεθερός του, που ήταν μουφτής, έμαθε για το ενδιαφέρον του για το χριστιανισμό και για τα βιβλία που διάβαζε και τον κατάγγειλε στις αρχές. Συνελήφθη, καθαιρέθηκε από αξιωματικός και καταδικάστηκε σε διακόσιους ραβδισμούς! Στο χείλος του θανάτου, παρέμεινε στο νοσοκομείο για έξι μήνες, ενώ τα φρικτά σημάδια δεν έσβησαν ποτέ από το σώμα του (και η θέα τους συγκλόνισε τους μοναχούς της Όπτινα όταν, μετά την κοίμησή του το 1893, του έβγαλαν τα ρούχα για να τον αλλάξουν). Φυλακίστηκε κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, που τις επιδείνωνε η συμπεριφορά των συγκρατουμένων του. Στη συνέχεια, μετά από μετακινήσεις και περιπέτειες, στο δρόμο για την εξορία, κάποιοι Αρμένιοι χριστιανοί δωροδόκησαν το συνοδό του και πέτυχαν την απελευθέρωσή του.
Μετά από νέες περιπέτειες, ταξίδια, οδοιπορίες και κυνηγητά, και αφού είχε ταξιδέψει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατέφυγε ξανά στη Ρωσία, όπου τελικά, το 1874, εκπλήρωσε τον πολυετή πόθο του και βαφτίστηκε χριστιανός. Μπαίνοντας στο ναό του αγίου Νικολάου του Καραντίν για τη βάφτισή του, αναγνώρισε την εκκλησία που είχε δει σε όνειρο πριν από δεκαετίες και, στην εικόνα του αγίου Νικολάου, αναγνώρισε τον ιερέα που τον είχε κοινωνήσει στο όνειρό του.
Ταξίδεψε για κάποια χρόνια μέσα στη Ρωσία ως προσκυνητής και περνώντας από το σπουδαίο μοναστήρι της Όπτινα (αυτό το φυτώριο αγίων) μίλησε με το μεγάλο πνευματικό διδάσκαλο της Ρωσίας άγιο Αμβρόσιο, ο οποίος του πρότεινε να μονάσει εκεί. Έτσι εντάχθηκε στην αδελφότητα της μονής, με την καθοδήγηση δύο άλλων μεγάλων αγίων, των γερόντων Ανατόλιου και Βαρσανούφιου. Με προτροπή του αγίου Ανατόλιου, διηγήθηκε λεπτομερώς τη ζωή του στον άγιο Βαρσανούφιο, ο οποίος, καθώς φαίνεται, την κατέγραψε στο χειρόγραφο που έφτασε ώς εμάς.
Ως μοναχός αγωνίστηκε σκληρά στην επιστήμη της νοεράς προσευχής, αντιμετώπισε σκληρές δαιμονικές επιθέσεις και αξιώθηκε σε ουράνιες οπτασίες, τις οποίες κοινοποίησε στον πνευματικό του, τον άγιο Βαρσανούφιο.
Κοιμήθηκε στις 18 Αυγούστου 1893 και οι γέροντες Ανατόλιος και Βαρσανούφιος αναγνώρισαν ότι ήταν άγιος. Στο πρόσωπό του αναφέρθηκε αργότερα και ο σπουδαίος Ρώσος πνευματικός συγγραφέας Σέργιος Νείλος (1862-1929) στο βιβλίο του Ουράνιες φωνές, Τσάρσκογιε Σελό, 1905.



Συγκλονιστικά αποσπάσματα από το βιβλίο

«Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν»

...Μετά την κούρα μου ή υγεία μου χειροτέρεψε και οι πειρασμοί μεγάλωσαν. Ειδικά για τρεις μέρες δέχτηκα σφοδρούς πειρασμούς, για τους οποίους δεν γνώρισα πολλά πράγματα.
Γνώριζα από τα πατερικά κείμενα και από τον πνευματικό μου π. Άνατόλιο ότι όλοι οι αμαρτωλοί λογισμοί και σκέψεις προέρχονται από τους δαίμονες και πολλοί, χωρίς να ξέρουν, νομίζουν ότι είναι δικές τους σκέψεις. Τώρα όμως κατάλαβα από την πείρα μου ότι όλοι οι αμαρτωλοί λογισμοί, όπως της πορνείας, φθόνου, κακίας, βλασφημίας κ.λπ. έρχονται πράγ­ματι στο νου μας από τους δαίμονες και ο νους μας λες και αρχίζει να κάνει διάλογο μαζί τους.
Έτσι οι δαίμονες πολλές φορές γέμιζαν το κελί μου, μου έδειχναν βρώμικες οπτασίες ουρλιάζοντας, βλασφημώντας την Εκκλησία, την Παναγία, τον Χριστό. Άκουγα τις φωνές τους πολύ καθαρά, όπως ακούμε τις φωνές των απλών ανθρώπων, και τους έβλεπα με πραγματικά σώματα. Ό κύριος σκοπός τους ήταν να με αποσπάσουν με κάθε τρόπο από την προ­σευχή μου. Φρίκη και τρόμος γέμιζε τότε την ψυχή μου, επει­δή δεχόμουν τις πιο δυνατές επιδέσεις και πειρασμούς από τους δαίμονες, όταν άρχιζα να προσεύχομαι. οι πειρασμοί και οι δαιμονικές επιδέσεις συνεχίστηκαν όχι μόνον τη νύχτα αλ­λά και την ημέρα.

«Εγώ οράσεις επλήθυνα»

Την Πέμπτη, 13 Μαΐου, γύρω στις τρεις τη νύχτα, άρχισα να διαβάζω τους χαιρετισμούς του αγίου Νικολάου του θαυματουργού. Ό Κύριος μου έστειλε τέτοια ευλογία, πού είχα πολλά δάκρυα. Όλο το βιβλίο έγινε μούσκεμα από τα δά­κρυα μου. Όταν τελείωσα τον όρθρο, άρχισα να διαβάζω τον 50ό ψαλμό «Ελέησον με ο Θεός...» και μετά το σύμβολο της Πίστεως, Το διάβασα όλο και το τελείωσα με τις λέξεις «προσ­δοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν». Εκείνη τη στιγμή κάποιο αόρατο χέρι πήρε τα δικά μου χέ­ρια, τα σταύρωσε και το κεφάλι μου περικυκλώθηκε από φωτιά, πού έμοιαζε με το κίτρινο χρώμα του ουράνιου τόξου. Αυ­τή ή φωτιά δεν με έκαιγε, αλλά γέμιζε όλο το σώμα μου με ανείπωτη χαρά, τέτοια χαρά, πού δεν είχα νιώσει ποτέ. Αύτη τη χαρά δεν μπορούμε να τη συγκρίνουμε με καμιά χαρά του κόσμου τούτου. Δεν θυμάμαι μάλιστα πότε και πώς είδα τον εαυτό μου να μεταφέρεται σε κάποια άλλη, Θαυμάσια και πα­νέμορφη περιοχή, σ' ένα τοπίο γεμάτο φως. Δεν έβλεπα σ' αύ­τη την περιοχή τίποτα άπ' όσα έχω δει στη γη. Έβλεπα μόνο μία χωρίς όρια Θάλασσα φωτός. 
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν δίπλα μου, από την αρι­στερή πλευρά, δυο άνθρωποι. Ό ένας ήταν νέο παλικάρι, ο άλ­λος ήταν γέροντας. Πήρα τότε την πληροφορία ότι ο ένας ή­ταν ο άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σάλος και ο άλλος ή­ταν ο μαθητής του ο άγιος Έπιφάνιος. και οι δυο ήταν αμί­λητοι. Αμέσως είδα μπροστά μου ένα παραπέτασμα χρώμα­τος μπορντό. Κοίταξα ψηλότερα πάνω από το παραπέτασμα και είδα τον Κύριο Ιησού Χριστό. Καθόταν σε θρόνο και ή­ταν ντυμένος με πολύτιμα άμφια, πού έμοιαζαν του αρχιερέως, και στο κεφάλι φορούσε μίτρα. Δεξιά του Κυρίου στεκό­ταν ή Παναγία και αριστερά ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, φορώντας ρούχα πού έμοιαζαν με αυτά των εικόνων, Ό άγιος Ιωάννης κρατούσε στο ένα χέρι του το Σταυρό του Κυρίου. Αριστερά και δεξιά του Κυρίου είδα δυο πανέμορφους νέους, πού έλαμπαν από χαρά και κρατούσαν ρομφαίες όλο φως. Ε­κείνη τη στιγμή ή καρδιά μου γέμισε από ανείπωτη χαρά. Κοι­τούσα τον Σωτήρα και ένιωθα αγαλλίαση, μόνο και μόνο πού μπορούσα να βλέπω το πρόσωπο Του. Ό Κύριος φαινόταν στην ηλικία των τριάντα περίπου χρόνων. Έτσι συνειδητοποί­ησα ότι εγώ, ο μεγαλύτερος αμαρτωλός, ο χειρότερος και από σκύλο, αξιώθηκα από τον Κύριο μια τέτοια φιλανθρωπία, να βρίσκομαι μπροστά στο θρόνο της δόξας Του. Ό Κύριος με κοίταζε με τρυφερότητα, λες και ήθελε να μου δώσει δύναμη. Με το ίδιο βλέμμα με κοιτούσε ή Παναγία και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Άλλα ούτε από τον Κύριο, ούτε από την Παναγία, ούτε από τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή αξιώθηκα να ακούσω έστω και μία λέξη.
Ακόμα, είδα μπροστά στον Κύριο Ιησού τον ιερομόναχο της σκήτης μας, τον π. Νικόλαο Λοπάτιν, ο όποιος είχε πε­θάνει από το μεσημέρι της 10ης Μαΐου και δεν τον είχαμε α­κόμη ενταφιάσει, επειδή περιμέναμε να ρθεί ο αδελφός του από τη Μόσχα. Ό π. Νικόλαος έκανε μετάνοιες μπροστά στον Κύριο, μα δεν φορούσε τα μοναχικά ρούχα, αλλά τα ρούχα του δοκίμου. Στα χέρια του κρατούσε το κομποσχοίνι και ή κεφα­λή του ήταν ακάλυπτη. Αν του είπε κάτι ο Κύριος, ή Πανα­γία, ο άγιος Ιωάννης και οι δυο νέοι, δεν πρόσεξα.
Έπειτα κοίταξα δεξιά και είδα πάρα πολλούς ανθρώπους να πλησιάζουν κοντά μου. Καθώς πλησίαζαν, άρχισα ν' ακούω όμορφες, γλυκιές ψαλμωδίες, αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρί­σω τις λέξεις και τι ακριβώς έψελναν. Όταν πλησίασαν κοντά μου, μπορούσα να τους δω καλύτερα. Είδα τότε ότι μερικοί φο­ρούσαν άμφια αρχιερέων, ιερέων, μερικοί ήταν μοναχοί, ενώ άλ­λοι κρατούσαν κλαδιά. Είδα και αρκετές γυναίκες με πλού­σια και όμορφα ρούχα. Στα πρόσωπα αυτών των ανθρώπων αναγνώρισα πολλούς αγίους πού ήξερα από τις εικόνες: τον προφήτη Μωυσή, πού κρατούσε στο δεξί χέρι τις εντολές, τον προφήτη Δαβίδ, πού κρατούσε ένα μουσικό όργανο όμοιο με σαντούρι και έπαιξε ωραιότατες μελωδίες. Είδα και το δικό μου άγιο, τον άγιο Νικόλαο.
Μέσα σ' όλους αυτούς αναγνώρισα και μερικούς στάρετς της Οπτινα, πού είχαν ήδη κοιμηθεί, όπως τον Λεωνίδα, τον Μακάριο, τον Αμβρόσιο και μερικούς γέροντες της μονής πού ακόμη ήταν εν ζωή. Όλοι αυτοί οι άγιοι άνθρωποι του Θεού με κοιτούσαν. και τότε φάνηκε μπροστά μου, ανάμεσα σε μένα και το παραπέτασμα, μια μεγάλη, σκοτεινή και βαθιά άβυσσος, σαν χαράδρα, αλλά το σκοτάδι αυτής της χαράδρας δεν με εμπόδιζε να διακρίνω στο βάθος το βασιλιά του σκότους, έτσι όπως τον ζωγραφίζουν στις εικόνες. Στα χέρια του καθόταν ο Ιούδας, πού κρατούσε ένα σακούλι. Δίπλα του εί­χε τον ψευδοπροφήτη Μωάμεθ, πού φορούσε ένα ράσο πρά­σινου χρώματος και πάνω στο κεφάλι του ένα πράσινο τουρμπάνι. Γύρω από το σατανά, ο όποιος ήταν στο κέντρο της α­βύσσου, είδα πάρα πολλούς ανθρώπους διαφόρων ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, αλλά δεν αναγνώρισα κανέναν από τους γνωστούς. και μέσα από την άβυσσο ανέβαιναν σε μένα φω­νές απελπισίας και φρίκης, φωνές πού δεν μπορείς να περι­γράψεις με λόγια...

«Των αθεάτων τα κάλλη»

Αυτό το φρικτό δράμα τελείωσε. Ξαφνικά βρέθηκα σ' έναν άλλο τόπο, πού ήταν γεμάτος φως και έμοιαζε με τον τόπο πού είδα την πρώτη φορά. Τους αγίους Ανδρέα και Επιφάνιο δεν τους είχα πια δίπλα μου. Είναι δύσκολο να περιγράψω τι ομορφιά υπήρχε σ' αύτή την τοποθεσία. Μια ομορφιά πού δεν περιγράφεται και δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Εάν ε­μείς κάποιες φορές συναντούμε μεγάλη δυσκολία για να περιγράψουμε την ομορφιά της γης και δεν βρίσκουμε λόγια, παίρ­νουμε τότε χρώματα και ήχους και προσπαθούμε να την περιγράψουμε με αυτά τα μέσα. Πώς λοιπόν εγώ ο φτωχός μπο­ρώ να περιγράψω τις ομορφιές του παραδείσου; Είναι εξαιρε­τικά φτωχή ή γλώσσα του ανθρώπου, για να περιγράψει τη θαυ­μάσια αύτη εικόνα.
Είδα εκεί μεγάλα, πανέμορφα δέντρα, γεμάτα καρπούς. Ή­ταν το ένα πλάι στο άλλο σαν δεντροφυτεμένος δρόμος. Δεν μπορούσα να διακρίνω πού τελειώνει αυτός ο δρόμος. Από πάνω τα δέντρα αυτά ένωναν τα κλαδιά τους και δημι­ουργούσαν έναν καταπράσινο θόλο. Ό δρόμος ήταν στρωμέ­νος με κάτι πού έμοιαζε με καθαρό χρυσάφι. Ή γη έλαμπε.
Στα δέντρα ήταν πολλά πουλιά, πού έμοιαζαν λίγο με τα που­λιά των τροπικών χωρών, αλλά ήταν πολύ πιο όμορφα. Το κε­λάηδημα αυτών των πουλιών ήταν πολύ αρμονικό και καμιά μουσική της γης δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γλυκύτητα αυ­τών των ήχων. Κελαηδούσαν χωρίς λόγια.
Σ1 αυτό το μεγάλο κήπο υπήρχε κι ένας ποταμός. Το νερό ήταν πεντακάθαρο. Στο βάθος, ανάμεσα στα δέντρα, πρόσε­ξα όμορφες μονές. Έμοιαζαν με παλάτια. Θύμιζαν λίγο τα πα­λάτια πού είχα δει στην Κωνσταντινούπολη, μόνο πού αυτές οι μονές ήταν απερίγραπτης ομορφιάς. Το χρώμα των τοίχων ήταν μοβ κι έμοιαζαν με το ρουμπίνι. Ό παράδεισος μου θύμιζε κάπως τη σκήτη μας στην Οπτινα, οπού τα κελιά των μο­ναχών βρίσκονται σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο και ανάμεσα τους υπάρχουν οπωροφόρα δέντρα. Ποιος έφτιαξε τη σκήτη μας με αυτό το σχέδιο, δεν ξέρω.
Ό παράδεισος ήταν περιτριγυρισμένος από έναν τοίχο. Ε­γώ είδα μόνον τη νότια πλευρά. Στον τοίχο διάβασα τα ονό­ματα των 12 αποστόλων. Δεν θυμάμαι σε ποια γλώσσα ήταν γραμμένα. Είδα επίσης κι έναν άνθρωπο πού ήταν ντυμένος με λαμπρά ρούχα και καθόταν σ' ένα θρόνο λευκού χρώμα­τος. Ήταν περίπου 60 χρονών, αλλά το πρόσωπο του, παρό­λο πού ήταν άσπρα τα μαλλιά του, ήταν σαν πρόσωπο ενός παλικαριού. Γύρω του ήταν πάρα πολλοί φτωχοί, στους ο­ποίους μοίραζε κάτι. Τότε μία φωνή μου είπε ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν ο άγιος Φιλάρετος ο Ελεήμων. Έκτος άπ' αυτόν, δεν αξιώθηκα να δω κανέναν άλλον από τους αγίους κατοίκους του παραδείσου.
Στη μέση του παραδείσου είδα τον ζωοποιό Σταυρό με τον εσταυρωμένο Κύριο. Ένα αόρατο χέρι μου έδειξε να προ­σκυνήσω το Σταυρό. Πράγματι γονάτισα μπροστά στο Σταυ­ρό και, καθώς προσκυνούσα, γέμισε ή καρδιά μου από ουρά­νια γλυκύτητα. Σαν μια θερμή φλόγα να γέμισε όλο το σώμα μου .
Ύστερα άπ' αυτό είδα μια μεγάλη μονή, πού έμοιαζε με τις άλλες μονές του παραδείσου, μόνο πού ήταν πολύ πιο ό­μορφη σε σύγκριση με τις άλλες. Ή στέγη έμοιαζε με το θόλο της εκκλησίας και ήταν τόσο ψηλή, πού χανόταν στον ουρανό. Σ' αυτή τη μονή, σ' έναν εξώστη είδα θρόνο περίλαμπρο, οπού καθόταν ή Βασίλισσα των Ουρανών. Γύρω της υπήρχαν πολύ όμορφοι νέοι με λαμπρά, κατάλευκα ρούχα και κρατού­σαν στα χέρια τους αντικείμενα πού έμοιαζαν με σκήπτρα, αλλά δεν ξεχώριζα τι ήταν ακριβώς. Ή Βασίλισσα των Ουρα­νών ήταν ντυμένη με τα ίδια ρούχα πού συνήθως ζωγραφίζε­ται στις εικόνες, μόνον πού ήταν πολύχρωμα. Στο κεφάλι της φορούσε στέμμα βασιλικό. Ή Βασίλισσα των Ουρανών με κοί­ταζε και κάτι μου έλεγε με τρυφερότητα, αλλά δεν αξιώθη­κα ν' ακούσω τα λόγια της.
Έπειτα κι άπ' αύτη την οπτασία αξιώθηκα να δω την Α­γία Τριάδα, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, έτσι όπως απεικονίζονται στις αγίες εικόνες, δηλαδή τον Πατέρα σαν σεβάσμιο γέροντα, τον Υιό σαν νεότερο άνδρα πού κρατού­σε στο δεξί χέρι τον ζωοποιό Σταυρό και το Αγιον Πνεύμα πού έμοιαζε με περιστέρι. Την οπτασία της Αγίας Τριάδος την είδα στον αέρα. Μου φάνηκε πώς περπατούσα πολύ χρόνο μέσα στον παράδεισο απολαμβάνοντας ομορφιές του παρα­δείσου, πού δεν χωράνε στο μυαλό του ανθρώπου.
Όταν τελείωσε αυτό το όραμα και ξαναβρέθηκα μόνος στο κελί μου, ευχαρίστησα τον Θεό για αυτή τη μεγάλη παρη­γοριά και χαρά πού αξιώθηκα να δω, εγώ ο μεγάλος αμαρτωλός. Όλη την υπόλοιπη ημέρα ήμουν εκτός εαυτού, από τη μεγάλη χαρά πού γέμιζε την καρδιά μου. Τίποτα δεν μπο­ρούσε να συγκριθεί μ' αυτή τη χαρά πού ένιωθα και πού δεν ξανάζησα στη ζωή μου.

Στάρετς Βαρσανουφίου, 
Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα, 
μτφρ. Ναταλία Νικολάου, 
επιμέλεια αρχιμ. Νεκτάριος Αντωνόπουλος