.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Δ ὲ ν φ τ ά ν ε ι π ο ὺ ν η σ τ ε ύ ω;



Τὴ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στὴ οἱ Χρι­στια­νοὶ νη­στεύ­ουν καὶ προ­σεύ­χον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, προ­ε­τοι­μα­ζό­με­νοι γιὰ τὴν ὑ­πέρ­λαμ­πρη γι­ορ­τὴ τοῦΠά­σχα. 
Εἶ­ναι κα­λὸ αὐ­τό; 
Χρει­ά­ζε­ται τί­πο­τε ἄλ­λο; 

Ἂς γυ­ρί­σου­με στὰ χρό­νια τῆς βα­βυ­λώ­νειας αἰχ­μα­λω­σί­ας τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν. Ὁ δί­και­ος καὶ ἐ­λε­ή­μων Τω­βίτ, ἔ­χον­τας πε­ρι­πέ­σει σὲ ἐ­σχά­τη πτω­χεί­α καὶ τύ­φλω­ση, στέλ­νει τὸν γιό του Τω­βί­α σ’ ἕ­να μακρὺ τα­ξί­δι, ἀ­πὸ τὴ Νι­νευ­ὴ στοὺς Ρά­γους τῆς Μη­δί­ας, γιὰ νὰ εἰσπρά­ξει ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ πο­σό, ποὺ εἶ­χε πα­λι­ό­τε­ρα δα­νεί­σει ὁ Τω­βὶτ σὲ κά­ποι­ον Γα­βα­ήλ. Πρὶν ἀ­να­χω­ρή­σει, ἐπειδὴ δὲν εἶναι σίγουρο ἂν θὰ τὸν ξαναδεῖ, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λα, τὸν συμ­βου­λεύ­ει: 
- Ἀ­πὸ τὰ ὑ­πάρ­χον­τά σου, παι­δί μου, νὰ δί­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, χω­ρὶς νὰ φο­βᾶ­σαι κα­θό­λου. 
Νὰ μὴν ἀ­πο­στρέ­ψεις τὸ πρό­σω­πό σου ἀ­πὸ κα­νέ­να φτω­χὸ καὶ δὲν θὰ ἀ­πο­στρέ­ψει ὁ Θε­ὸς τὸ πρό­σω­πό του πο­τὲ ἀ­πὸ σέ­να. Ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ πλῆ­θος τῶν ὑ­παρ­χόν­των σου νὰ κά­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἂν ἔ­χεις λί­γα, μὴ φο­βη­θεῖς ἀ­πὸ αὐ­τὰ τὰ λί­γα νὰ δί­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Δὲν θὰ στε­ρη­θεῖς. Ὅ­ταν κά­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, θη­σαυ­ρί­ζεις γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου σὲ ἡ­μέ­ρα ἀ­νάγ­κης. Για­τὶ ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη σὲ λυ­τρώ­νει ἀ­πὸ τὸν θά­να­το καὶ δὲν σὲ ἀ­φή­νει νὰ εἰ­σέλ­θεις στὸ σκο­τά­δι του. Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη εἶ­ναι δῶ­ρο ἀ­γα­θὸ γιὰ ὅ­λους ἐ­κεί­νους ποὺ τὴν κά­νουν ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ. 
Στὴ συ­νέ­χεια ἕ­νας ἄγ­γε­λος τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ρα­φα­ήλ, μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς νεανία, συ­νο­δεύ­ει στὸ τα­ξί­δι τὸν Τω­βί­α, τὸν σώ­ζει ἀ­πὸ ποι­κί­λους κιν­δύ­νους, τοῦ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει μιὰ ὄ­μορ­φη καὶ ἐ­νά­ρε­τη σύ­ζυ­γο, τὴ Σάρ­ρα, εἰσπράτ­τει γιὰ λογαριασμό του καὶ τοῦ παραδίδει τὰ ὀ­φει­λό­με­να χρή­μα­τα, τὸν ξα­να­φέρ­νει σῶο καὶ ἀσφαλῆ στὸ σπί­τι του καὶ τέλος θε­ρα­πεύ­ει τὴν τύ­φλω­ση τοῦ πα­τέ­ρα του, τοῦ Τω­βίτ. Τὴν ὥ­ρα ποὺ τοὺς ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ, ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λες συμ­βου­λές, τοὺς λέ­ει: 
- Εἶ­ναι κα­λὸ πράγ­μα ἡ προ­σευ­χὴ μὲ νη­στεί­α. Ἀλ­λὰ δὲν φτά­νει αὐ­τό. Χρει­ά­ζε­ται ἐ­πὶ πλέ­ον ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ ἡ δι­και­ο­σύ­νη. Κα­λύ­τε­ρα νὰ κά­νεις ἐ­λε­η­μο­σύ­νες, πα­ρὰ νὰ μα­ζεύ­εις χρυ­σά­φι. Για­τὶ ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη γλυ­τώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὸν θά­να­το καὶ τὸν κα­θα­ρί­ζει ἀ­πὸ κά­θε ἁ­μαρ­τί­α. Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ κά­νουν ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καὶ ζοῦν μὲ δι­και­ο­σύ­νη, θὰ ζή­σουν πολ­λὰ χρό­νια (Τωβ. 4, 7-11· 12, 8-9). 
«Μα­κά­ριος εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ συμ­πα­θεῖ τὸν φτω­χό, τὸν πέ­νη­τα», λέ­ει καὶ ὁ ἐ­κλε­κτὸς τοῦ Θε­οῦ, ὁ βα­σι­λιὰς Δαυ­ΐδ. «Αὐ­τὸν θὰ τὸν λυ­τρώ­σει ὁ Κύ­ριος σὲ ἡ­μέ­ρα δύ­σκο­λη», σὲ ὥ­ρα δηλαδὴ κα­κιὰ (Ψαλμ. 40, 1). 
Ἂν θέ­λου­με κι ἐ­μεῖς νὰ ἔ­χει ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἡ ὅ­ποι­α μας πνευ­μα­τι­κὴ προ­σπά­θεια, εἴ­τε τώ­ρα τὴ Σα­ρα­κο­στή, εἴ­τε πάν­το­τε στὴ ζω­ή μας, ἂς βά­λου­με τὸν Θε­ὸ ἀ­σπί­δα καὶ προ­στα­σί­α μας μὲ τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Για­τὶ «δα­νεί­ζει Θε­ῷ ὁ ἐ­λε­ῶν πτω­χὸν» (Παρ.19,17). Προ­φά­σεις δὲν μπο­ροῦν νὰ στα­θοῦν μπρο­στὰ στὸν Θε­ό. Ὂ­λοι μπο­ροῦν καὶ πρέ­πει νὰ ἐ­λε­οῦν. Οἱ πλού­σιοι νὰ δί­νουν πολ­λὰ καὶ οἱ φτω­χοὶ λί­γα. Κα­νέ­νας δὲν ἐ­ξαι­ρεῖ­ται. 
Ἀλ­λὰ καὶ κα­νέ­νας δὲν ζη­μι­ώ­νε­ται. Οὔ­τε ὁ φτω­χός. Ἀν­τί­θε­τα ὅλοι πλου­τί­ζουν, κόν­τρα στὴν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή, μὲ τρό­πο ποὺ γνω­ρί­ζει μό­νο ὁ Θε­ός. Ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη πλου­τί­ζει πάν­τα, δὲν φτω­χαί­νει τὸν ἄν­θρω­πο. Ἰ­σχύ­ει ἐ­δῶ ἡ λο­γι­κὴ τοῦ Θε­οῦ. 
Ἂς ἀ­φή­σου­με λοι­πὸν στὴν ἄ­κρη κά­θε ὀ­λι­γο­πι­στί­α καὶ κα­κο­μοι­ριά. Ὁ Θε­ὸς θέ­λει ἐ­λε­ή­μο­να καρ­διά, γε­μά­τη οἰ­κτιρ­μοὺς γιὰ τὸν πλη­σί­ον καὶ θὰ τὴ ζη­τή­σει τὴν καρ­διὰ αὐ­τὴ ἀ­π’ τὸν κα­θέ­να μας κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως (Ματθ. 25, 31-46). Τό­τε ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη θὰ μᾶς λυ­τρώ­σει καὶ ἀ­πὸ τὸν αἰ­ώ­νιο θά­να­το. Ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ κά­ποι­α κα­κιὰ στιγ­μὴ τῆς ἐ­πί­γειας ζω­ῆς μας.
Τὸ στά­διο τῶν ἀ­ρε­τῶν ποὺ ἄ­νοι­ξε μὲ τὴν εἴ­σο­δο τῆς Σα­ρα­κο­στῆς, μᾶς πε­ρι­μέ­νει. Τὰ ἀ­θλή­μα­τα πολ­λά, ἀλ­λὰ κο­ρυ­φαῖ­ο πάν­το­τε ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ ἀ­γά­πη. Μὴ μεί­νου­με μό­νο στὴ νη­στεί­α. Ὅ,τι δη­λα­δὴ μᾶς στοι­χί­ζει λι­γό­τε­ρο, ἀλ­λὰ καὶ μᾶς φου­σκώ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ ἔ­παρ­ση. Οἱ φτω­χοὶ ἀ­δελ­φοί μας πε­ρι­μέ­νουν τὴν ἐ­λε­ή­μο­να δι­ά­θε­σή μας. Καὶ ὄ­χι μό­νο τὸ Πά­σχα, ἀλ­λὰ κα­θη­με­ρι­νά. Ἂς μὴν τοὺς ἀ­πο­γο­η­τεύ­ου­με.
Ἡ προ­σπά­θεια τῆς νη­στεί­ας γί­νε­ται «ζω­ῆς αἰ­ω­νί­ου πρό­ξε­νος», μό­νο ἐ­ὰν πα­ράλ­λη­λα «ἐ­κτεί­νω­μεν χεῖ­ρας εἰς εὐ­ποι­ΐ­αν. Οὐδὲν γὰρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων. Ἡ ἐλεημοσύνη, συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ρύεται τὸν ἄνθρωπον. Αὐτὴν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδὲν ἶσον. Ἱκανὴ γὰρ ὑπάρχει σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν» (Ἰ­δι­ό­μ. ἀ­πο­στίχων Αἴ­νων Πέμ­πτης Β΄ Ἑ­βδομ. Νη­στει­ῶν). Ἄλλωστε τὴν περίοδο αὐτὴ ψάλλουμε: «Δί­και­ος ἀ­νήρ, ὁ ἐ­λε­ῶν ὅ­λην τὴν ἡ­μέ­ραν» (Δο­ξα­στι­κὸ Αἴ­νων Ε΄ Κυρ. Νη­στει­ῶν), κα­τὰ τὸ πα­ράγ­γελ­μα τοῦ Δαυῒδ (Ψαλμ. 36, 26).
Δὲν φτάνει νὰ εἶναι μόνο εὐχάριστη ψαλμῳδία στὰ χείλη μας αὐτό. Ἂς τὸ βά­λου­με καὶ λί­γο πα­ρα­μέ­σα, στὴν καρ­διά μας.

Δημητρίου Μπόκου
(Σαρακοστὴ 2014)