.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ὑποθῆκες ζωῆς

Μια μέρα εἶχε πάει στό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού βρίσκεται στήν περιοχή τῶν Χαλκουργείων. Ἐκεῖ τόν πλησίασε ἕνα παιδί, που ξεχώριζε γιά τήν ἀρετή του κι ἔτρεχε ἀκούραστα στίς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας. Τόν ἔλεγαν Νεόφυτο, κι ἦταν γιός ἑνός ἀπ’ τούς ὀνομαστούς ἄρχοντες.
-Πάτερ, τόν ρώτησε, τί νά κάνω γιά νά κερδίσω τή σωτηρία;
Ὁ γέροντας τόν κοίταξε μέ συμπάθεια καί τοῦ εἶπε:
-Πῶς ἐσύ, ἕνα ἁγνό παιδί, ζητᾶς συμβουλή ἑνός γέρου, πού σάπισε μέσα στήν ἁμαρτία;
-Ἡ Γραφή, πάτερ, λέει: «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι»140. Γι’ αὐτό λοιπόν ζητάω ν’ ἀκούσω κι ἐγώ ἕνα καλό λόγο ἀπὸ σένα, καί μήν περιφρονήσεις τήν ἀναξιότητά μου.
Συγκαταβαίνοντας τότε ὁ ὅσιος, τόν ρώτησε:
-Γιά πές μου πρῶτα-πρῶτα, τί σκέφτεσαι; Νά γίνεις μοναχός ἤ νά ζήσεις θεάρεστα μέσα στόν κόσμο;
-Τώρα σκέφτομαι νά ζήσω στόν κόσμο, πάτερ...ἔ, καί ἀργότερα.... ὅ,τι θέλει ὁ Θεός.
-Ἄν θέλεις νά κατοικήσεις ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, τοῦτα πρέπει νά φυλάξεις. Κανένα νά μήν κατηγορεῖς, νά μήν περιγελᾶς, νά μήν πικραίνεις. Νά μήν ὀργίζεσαι. Μή σκεφτεῖς ποτέ πώς ἔχεις κάποια ἀρετή. Φυλάξου νά μή λές, ‟ὁ τάδε ζεῖ καλά, ὁ δεῖνα ζεῖ ἄσωτα’’, γιατί αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει τό «μὴ κρίνετε»141. Ὅλους νά τούς βλέπεις μέ τό ἴδιο μάτι, μέ τήν ἴδια διάθεση, μέ τήν ἴδια σκέψη, μέ ἁπλή καρδιά. Ὅλους νά τούς δέχεσαι σάν τό Χριστό. Μήν ἀνοίξεις τ’ αὐτιά σου σέ ἄνθρωπο πού κατακρίνει, οὔτε, πολύ περισσότερο, νά εὐχαριστιέσαι μ’ αὐτά πού λέει. Ἐσύ νά κρατᾶς τό στόμα σου κλειστό. Λίγο νά μιλᾶς καί πολύ νά προσεύχεσαι. Μά οὔτε κι αὐτόν πού κατακρίνει ἤ κάνει ὁποιαδήποτε ἄλλη ἁμαρτία νά καταδικάσεις μέ τό λογισμό σου. Τά δικά σου σφάλματα νά βλέπεις πάντα καί τόν ἑαυτό σου μόνο νά καταδικάζεις καί νά ἐξουθενώνεις. Νά, ἔτσι θά κερδίσεις τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
-Ὅσα μοῦ εἶπες, πάτερ, εἶναι γιά τούς φτασμένους ἀγωνιστές, παρατήρησε μέ κάποια θλίψη τό παιδί. Πότε θά φτάσω κι ἐγώ, ὁ ταλαίπωρος, σέ τέτοια μέτρα, γιά νά εὐαρεστήσω τό Θεό;
-Μήν ἀπελπίζεσαι, παιδί μου, τόν παρηγόρησε ὁ ὅσιος. Ἀπό τά νιάτα δέν ζητάει ὁ Θεός παρά ταπείνωση κι ἁγνεία. Αὐτά φτάνουν. Κι ἐσύ λοιπόν, μαζί μέ τήν ἁγνότητά σου, ν’ ἀγωνίζεσαι καί γιά τήν ταπείνωση: Νά εἶσαι γλυκύς καί καλοσυνάτος μέ κάθε ἄνθρωπο, πράος, εἰρηνικός, σπλαχνικός. Νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό σου χειρότερο ἀπ’ ὅλους καί νά τόν βάζεις κάτω ἀπ’ ὅλους. Ἔτσι θά εἶσαι πραγματικά κοντά στό Θεό. Ἀγωνίσου ἀκόμα νά μή φαντάζεσαι ὅτι ἔφτασες στήν ἀρετή τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο ἅγιο, ἀλλά συνεχῶς νά λές στόν ἑαυτό σου:‟Ξέρεις, ψυχή μου, ὅτι ξεπεράσαμε καί τούς δαίμονες στίς ἁμαρτίες; Καί ὅτι δέν κάναμε οὔτε μιά τόσα δά καλή πράξη; Ἀλίμονό μας, δύστυχη! Τί θ’ ἀπολογηθοῦμε τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως;’’....
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ἔκανε μιά μικρή παύση καί ὕστερα συνέχισε:
-Καί τήν προσευχή σου, παιδί μου, νά τήν ἔχεις σάν τοῦ χειρότερου ἁμαρτωλοῦ. Γιατί ἁμαρτάνουμε βαριά ὅταν νομίζουμε πώς ἡ προσευχή μας εἶναι ἅγια καί καθαρή. Ἀκόμα κι ἄν κάνει κανείς σημεῖα καί τέρατα πρέπει νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀναπολόγητο, γιατί, ὅταν προσεύχεται, δίχως ἄλλο ἁμαρτάνει μέ τίς ἐσωτερικές αἰσθήσεις, μέ τίς κινήσεις τῆς καρδιᾶς καί μέ τούς ἄτοπους λογισμούς. Συχνά τό στόμα μιλάει στό Θεό καί ὁ νοῦς τρέχει ἀλλοῦ. Νά γιατί πρέπει πάντα νά θεωρεῖς τόν ἑαυτό οσυ ἁμαρτωλό καί νά λές μέ ταπείνωση στόν Κύριο: «Ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με καὶ ἀπὸ ἀλλοτρίων φεῖσαι τοῦ δούλου σου»142.... Πρόσεξε ὅμως, παιδί μου, κάτι ἄλλο: Ποτέ νά μήν εὐχαριστιέσαι μέ τά καλά σου ἔργα οὔτε νά ὑπολογίζεις σ’ αὐτά, γιατί δέν ξέρεις ἄν εἶναι εὐάρεστα ἤ ὄχι στό Θεό. Γι’ αὐτό καλύτερα νά στηρίζεσαι στή δύναμη καί τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, θεωρώντας τόν ἑαυτό σου χῶμα. Ἄχ! Πόσες ἁμαρτίες κάνουμε καί δέν τίς ξέρουμε! .... Λοιπόν, μέ τόν ἑαυτό σου νά τά βάζεις, ἀκόμα κι ὅταν βλέπεις κάποιον ἄλλο ν’ ἁμαρτάνει! Κι ἄν κανείς σέ βρίσει, σέ κατακρίνει ἤ σέ κοροϊδέψει, ὄχι μόνο νά μήν ἀντιδράσεις, ἀλλά νά προσθέσεις κι ἐσύ περισσότερες βρισιές καί κατηγορίες ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου!.. Νά, τοῦτα ὅλα ἄν ἐφαρμόσεις, ἔφτασες στήν τελειότητα!
-Πάτερ, ρώτησε τώρα ὁ Νεόφυτος, πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά νικάει κάθε πειρασμό τοῦ πονηροῦ;
-Ὅλοι οἱ πειρασμοί ἀντιμετωπίζονται μέ τή σιωπή καί τήν ταπείνωση. Τί μεγάλη ἀρετή ἡ σιωπή! Ἀλλά καί ἡ ταπείνωση; Ὅλα τά ἔργα τοῦ ταπεινοῦ εἶναι ἀρεστά στό Θεό καί θαυμαστά στούς ἀγγέλους Του, φρικτά ὅμως καί φοβερά στούς δαίμονες. Γίνε λοιπόν πολύ ταπεινός, καί τό Ἅγιο Πνεῦμα θά κατοικήσει μέσα σου καί θά νεκρώσει κάθε βιοτική μέριμνα. Τό νοῦ σου, παιδί μου, γιατί φοβᾶμαι πώς οἱ μέριμνες εἶναι πού σ’ ἐμποδίζουν πιό πολύ ἀπό τά ἔργα τοῦ Θεοῦ καί σέ παρασύρουν σ’ ἀνώφελα πράγματα. Σέ τί θά μᾶς ὠφελήσουν αὐτά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Σέ τίποτα! Καί μήπως μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος τή ζωή αὐτή γιά νά τήν σπαταλήσουμε μέ μάταιες φροντίδες; Ὄχι, βέβαια! Δῶσε λοιπόν ὁλόκληρο τόν ἑαυτό σου στό Θεό. Φρόντισε ἐσύ γιά τήν ψυχή σου, κι Ἐκεῖνος θά φροντίσει γιά τίς ὑλικές σου ἀνάγκες. «Τίς ἐξ ἡμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;»143 Πές ὅτι συνάξαμε μέσα στίς ἀποθήκες μας ὅλα τά καλά τοῦ κόσμου. Τί κερδίσαμε; Ἔρχεται ξαφνικά ὁ σκληρός ἀπαιτητής, ὁ θάνατος, καί τότε; Τ’ ἀφήνουμε ὅλα ἐδῶ καί πᾶμε νά κατοικήσουμε στόν τάφο! Καί τό μόνο πού θά μᾶς ἔχουν ἐξασφαλίσει θά εἶναι αἰώνια κόλαση!.... Αὐτά σοῦ τά λέει, παιδί μου, ὁ Θεός μέ τό στόμα ἑνός ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Κόψε λοιπόν ἀπό δῶ καί πέρα τίς περιττές φροντίδες, καί ζῆσε ὅπως θέλει Ἐκεῖνος.
Οἱ νουθεσίες αὐτές ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση στόν νεαρό Νεόφυτο κι ἔφεραν κατάνυξη στήν καρδιά του. Ἔπεσε στά πόδια τοῦ γέροντα καί τοῦ ἔβαλε μετάνοια, εὐχαριστώντας τον γιά ὅσα τόν δίδαξε. Μά κι ὁ ὅσιος ἔπεσε ταπεινά στά πόδια τοῦ παιδιοῦ καί τό ἀποχαιρέτησε στοργικά.
Ἀπό τότε ὁ Νεόφυτος περνοῦσε τόν περισσότερο καιρό μαζί μέ τόν ὅσιο. Πήγαινε συχνά καί στό κελλί του, ρουφώντας ἀχόρταγα τή θεϊκή διδαχή του, τή γλυκειά σάν τό μέλι. Μ’ αὐτά ἀνατράφηκε καί μεγάλωσε κι ἔγινε ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Καί τόσο ὁσιακά ἔζησε, ὥστε, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, παρέδωσε εἰρηνικά τήν ψυχή του στά χέρια Ἐκείνου πού ὑπηρέτησε ἀπό τά παιδικά του χρόνια.

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος
Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
(σελ.229-233)
Ἱερὰ Μονή Παρακλήτου
Ὠρωπος Ἀττικῆς 2004