.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗΣ ΠΟΡΝΗΣ

Αναμνήσεις από τα κάτεργα 
της Σιβηρίας

Φυλακισμένη:
–Παππούλη, θα ήθελα να σας μιλήσω. Αλλά θα ήθελα να μιλήσουμε πρόσωπο προς πρόσωπο.
–Καλά, της λέω, αν θέλετε μπορούμε και τώρα, εδώ στην εκκλησία.
–Όχι, παππούλη, τώρα δεν μπορώ· αν μπορούσατε να έλθετε αύριο το απόγευμα, θα σας χρωστούσα μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Δέχθηκα την παράκλησή της και την επόμενη μέρα πήγα στην φυλακή να την δω. Με περίμενε. Παρακάλεσα να μας ανοίξουν την εκκλησία. Μπήκαμε μέσα. Η δεσμοφύλακας έμεινε έξω.
–Παππούλη! Τυραννιέμαι μέχρι τρέλας. Η ψυχή μου βασανίζεται, η ζωή μου αναποδογυρίζει. Σας καταριόμουν και σας έβριζα για τα κηρύγματά σας. Τι μου έχετε κάνει; Γιατί αναστατώσατε τη ψυχή μου; Ω, είμαι μεγάλη αμαρτωλή! Κύριε, βοήθησέ με, ειρήνευσε τα βάσανά μου. Ας έλθει το συντομότερο ο θάνατός μου. Ω, Κύριε, σώσε με, την αμαρτωλή!

Την παρακάλεσα να ησυχάσει και όταν ξαναβρήκε τον εαυτό της, άρχισε να μου διηγείται την ιστορία της ζωής της:

«Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι πλούσιοι. Ζούσαμε καλά. Ήμασταν πέντε αδέλφια: τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Εγώ, ήμουν η μικρότερη. Ο Θεός με προίκισε με εξυπνάδα και ομορφιά. Όταν ήμουν στην έκτη τάξη του γυμνασίου αρραβωνιάστηκα μ’ έναν φοιτητή της ιατρικής. Δύο χρόνια περάσαμε καλά, αλλά μετά χωρίσαμε. Ήταν πολύ ζηλιάρης, όμως εν μέρει είχε δίκιο. Τα πειράγματα των ανδρών πολύ γρήγορα με έβγαλαν από τη σωστή κατεύθυνση. Όταν χωρίσαμε με τον άνδρα μου δεν παραδόθηκα ανοιχτά στην πορνεία, αλλά αποφάσισα να ικανοποιώ τα πάθη μου κρυφά. Έχτισα στη Μόσχα ένα ξενοδοχείο. Εκεί, μάζεψα πολλές κοπέλες, τις οποίες έναντι αμοιβής έδινα σε άνδρες. 
Στην αρχή, τις λυπόμουν και είχα τύψεις συνειδήσεως, αλλά μετά, με το πέρασμα του χρόνου, έπαψα να δίνω σημασία σ’ όλα αυτά και παραδόθηκα ολοκληρωτικά σ’ αυτό το τρομερό εμπόριο. Ω, αγαπητέ μου πατερούλη, πόσα δυστυχισμένα μάτια τώρα νιώθω ότι με κοιτάζουν με παράπονο και με ρωτάνε: “Γιατί μας βασάνιζες;”». [Κλαίει…]


Όταν ησύχασε, συνέχισε τη διήγησή της:
«Πώς, παππούλη, ο Θεός ανέχεται ακόμα τις αμαρτίες μου! Εγώ, πάνω από διακόσιες κοπέλες διακόρευσα και κατέστρεψα τη ζωή τους. Ακόμα, τριάντα οικογένειες κατέστρεψα, δύο κοπέλες δηλητηρίασα και μία σκότωσα. Στο τέλος, αποφάσισα να σκοτώσω και τον εραστή μου, για να μην τον πάρει καμιά άλλη. Ο εραστής μου, ήταν ένας δεκαεφτάχρονος σπουδαστής. Γι’ αυτό το έγκλημα βρέθηκα εδώ στα κάτεργα. Μέχρι να έλθω εδώ στη φυλακή της Τσιτά, ήμουν ήσυχη. Τώρα όμως, μετά τα κηρύγματά σας, η φωνή της συνειδήσεώς μου με ελέγχει. Οι κοπέλες εκείνες που βασάνιζα, σαν να στέκονται τώρα, εδώ μπροστά μου, με τον πόνο ζωγραφισμένο στα μάτια τους. Αυτό εμένα μου προκαλεί τρομερό και ανυπόφορο πόνο. Αγαπητέ μου πατερούλη, τι πρέπει να κάνω για ν’ ανακουφίσω έστω και λίγο τον πόνο μου;».


Της απάντησα:
«Λοιπόν, περιστεράκι μου! Να μετανοήσετε ειλικρινά και να εξομολογηθείτε. Στην εξομολόγησή σας πρέπει να πείτε όλα όσα μπορείτε να θυμηθείτε από τη νεανική σας ηλικία. Όλα όσα έχετε στην καρδιά σας πρέπει να τα πείτε ενώπιον του Θεού. Όλα: μέχρι και την παραμικρή αμαρτία. Αν και θα αισθάνεστε ντροπή και θα είναι δύσκολο για σας να το κάνετε, όμως πρέπει να το κάνετε! Και κάτι άλλο: στις αμαρτίες που νομίζετε ότι είναι οι πιο σοβαρές, οι πιο επαίσχυντες και οι πιο βδελυρές από τις άλλες, πρέπει ιδιαίτερα να σταθείτε σ’ αυτές, για να τις γνωρίζει ο Πνευματικός από κάθε πλευρά. Αυτό θα είναι το πρώτο πνευματικό σας φάρμακο. Το δεύτερο: διαβάστε ολόκληρο το ιερό Ευαγγέλιο δύο φορές. Και το τρίτο: πρωί και βράδυ να προσεύχεσθε κατ’ αυτό τον τρόπο: “Κύριε, σώσε κι εμένα την αμαρτωλή!”. Να μη λέτε πολλές προσευχές, αλλά να προσεύχεσθε με θερμότητα και μετά βλέπουμε…».

Την επισκέφθηκα μετά από δύο εβδομάδες. Άρχισε να αισθάνεται λίγο πιο καλά. Αποφάσισε να εφαρμόσει τις συμβουλές μου. Εξομολογήθηκε. Όμως την Θεία Κοινωνία ακόμα δεν της Την επέτρεψα. Όχι, επειδή την θεωρούσα ανάξια, αλλά για να στερεωθεί μέσα της η μετάνοια. Ήθελα να σταθεροποιήσω μέσα της τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας. Της αγόρασα ένα Ευαγγέλιο και την παρακάλεσα να το διαβάσει δύο φορές και, ταυτόχρονα, να προσεύχεται στον Θεό. Την είδα ξανά σε μία εβδομάδα. Τα αποτελέσματα ήταν φανερά. Ήταν χαρούμενη και ήσυχη. Όμως υπήρχε ακόμα κάτι που βάραινε τη ψυχή της. Την Κυριακή, ειδικά γι’ αυτήν, διάβασα στη Θεία Λειτουργία το απόσπασμα εκείνο του Ευαγγελίου, που λέει για την πόρνη που έπλενε τα πόδια του Χριστού. Στο τέλος της Λειτουργίας, ο Θεός με βοήθησε να κάνω ένα δυνατό κήρυγμα για την αγάπη του Θεού που συγχωρεί τα πάντα. Όλοι μέσα στην εκκλησία έκλαιγαν, έκλαιγε κι εκείνη. Στο τέλος της ομιλίας μου είπα στους φυλακισμένους να γονατίσουν, γονάτισα κι εγώ ο ίδιος, στράφηκα προς την εικόνα του Χριστού, στο τέμπλο, και με δυνατή φωνή είπα:


«Κύριε! Να, που και αυτοί οι κατάδικοι στέκονται ενώπιόν Σου. Μεταξύ τους υπάρχουν και τέτοιοι σαν εκείνη την πόρνη, η οποία μέχρι τη στιγμή που Σε συνάντησε, παραδιδόταν στην αμαρτία, πουλούσε τη ψυχή και το σώμα της· δουλεύοντας στον κόσμο αυτό, βούλιαζε στην αμαρτία. Όλ’ αυτά, μέχρι τη στιγμή που γνώρισε Εσένα, τον πανάγαθο Σωτήρα των αμαρτωλών. Αλλά, μόλις Σε είδε, πέφτει στα πόδια Σου και με δάκρυα θερμά Σε ικετεύει και Σου ζητά, Κύριε, συγνώμη! Επίβλεψε, Κύριε, και αυτούς τους αμαρτωλούς. Και αυτοί προσφέρουν τώρα τα δάκρυά τους στα πόδια Σου. Εσύ συγχωρείς τα πάντα. Άνοιξε το στόμα Σου και πες προς αυτούς: “Τέκνα Μου! Συγχωρούνται οι αμαρτίες σας για την αγάπη σας σε Μένα!”».

Όλο το εκκλησίασμα έκλαιγε. Εκείνη η καημένη η γυναίκα έχασε τις αισθήσεις της κι έπεσε κάτω σαν νεκρή. Η Λειτουργία είχε τελειώσει. Η κατάδικη για πολλή ώρα ακόμα δεν μπορούσε να ησυχάσει. Σε τρεις μέρες την επισκέφθηκα και πάλι. Με χαιρέτισε με δάκρυα στα μάτια και μου είπε, ότι, όταν διαβάζει το ιερό Ευαγγέλιο, αισθάνεται την αγάπη του Θεού και θέλει να χύσει ενώπιόν Του ακόμα περισσότερα δάκρυα μετανοίας.

Μετά, με έστειλαν σε μία αποστολή στα κάτεργα και γύρισα στην Τσιτά σε ένα μήνα. Όταν επέστρεψα, την βρήκα πολύ στενοχωρημένη. Νόμιζε ότι δεν θα γυρίσω. Την επόμενη Κυριακή ακόμα μία φορά την εξομολόγησα και την κοινώνησα των Αχράντων Μυστηρίων. Η ημέρα εκείνη ήταν η πρώτη ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Χάρηκε πάρα πολύ και μετά ομολογούσε συχνά: «Ποτέ στη ζωή μου δεν υπήρξε παρόμοια μέρα!».


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ

[Αρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος:
«Από όσα είδα και έζησα…
(Αναμνήσεις από την ιεραποστολή μου
στα κάτεργα της Σιβηρίας)»,
κεφ. 7ο, 79–83,
εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη»,
Θεσσαλονίκη (1998;).]