.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ



Αν θέλεις να χαριτωθεί και να παρηγορηθεί η ψυχή σου με τη χαριτωμένη και θεϊκή παρηγοριά, φρόντισε και αγωνίζου να αποκτήσεις στην καρδιά σου τη μελέτη της Νοεράς Προσευχής και πρόσεχε, όσο μπορείς, για να γραφεί και να τυπωθεί μέσα στην καρδιά σου το χαριτωμένο και παρηγορητικό όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Διότι με τον τρόπο αυτό θα κάνεις τους αγίους αγγέλους να σε ευλαβούνται και να σε αγαπούν. Διότι οι ίδιοι οι άγγελοι, επειδή ευλαβούνται και τιμούν το όνομα του Χριστού, ευλαβούνται και τιμούν και τον «τόπο» (=την καρδιά) που είναι γραμμένο αυτό το όνομα του Χριστού.

Και λοιπόν, αφού γράψεις στην καρδιά σου αυτή την Ευχή, η οποία είναι το όνομα του Χριστού, όχι μόνο θα σε έχουν οι άγγελοι σε ευλάβεια και τιμή, αλλά ακόμη θα σου γίνουν και φίλοι αχώριστοι σε όλη σου τη ζωή. Στους δρόμους και τα μονοπάτια θα σε συνοδεύουν αόρατα· τη νύκτα θα σε φυλάγουν από φόβο νυκτερινό και την ημέρα θα σε σκεπάζουν από «βέλος που πετιέται τη μέρα» (πρβλ. Ψαλμ. 90:5)· στις εργασίες σου θα σε βοηθήσουν και θα σε ενδυναμώσουν· στις ερωτήσεις θα σε συνετίσουν, για να μιλάς σοφά και ανεμπόδιστα· κατά την προσευχή θα στέκονται και αυτοί μαζί σου συμπροσευχόμενοι, χαρούμενοι, ικετεύοντας τον Ύψιστο για σένα· στους κινδύνους θα σου γίνουν παρηγοριά και ανέλπιστη σωτηρία. Αυτούς τους αγγέλους δεν τους βλέπεις οφθαλμοφανώς, όμως αντιλαμβάνεσαι τη βοήθειά τους. Μερικές φορές τους βλέπεις και φανερά, ανάλογα με τη ψυχική σου δύναμη και την καθαρότητα της καρδιάς σου.

Χαρά λοιπόν υπάρχει μέσα στη ψυχή σου, αν αποκτήσεις τέτοιους χαριτωμένους φίλους και τέτοιους δυνατούς φύλακες, οι οποίοι είναι διορισμένοι από τον Θεό να φυλάνε τη ψυχή σου, μέχρι να την παρουσιάσουν μπροστά στο Νυμφίο της Ιησού Χριστό, σα νύμφη αμόλυντη και καθαρή. Διότι όπως εσύ, αγαπητέ, απέρριψες από σένα κάθε σαρκικό θέλημα και μάταιη φροντίδα και δόθηκες ολωσδιόλου στη μελέτη της Ευχής και στην ενθύμηση του Θεού, έτσι και ο Θεός σε θυμάται πάντοτε και σε έχει για δικό Του άνθρωπο, γράφοντας το όνομά σου στο ανεξάλειπτο βιβλίο της θεϊκής Του ενθύμησης.

Γι’ αυτό, χαίρε αγαπητέ και πανηγύριζε, καθώς λέγει και ο Κύριος: «Να χαίρεστε γιατί τα ονόματά σας γράφτηκαν στους ουρανούς» (Λουκ. 6:20). Και λοιπόν, επειδή γράφτηκε το όνομά σου «στο βιβλίο της ζωής» (Φιλ. 4:3), με τη γραφή που έγραψες εσύ στο βιβλίο της καρδιάς σου το όνομά Του το θεϊκό, με την παντοτινή καρδιακή Ευχή, έχει ο Θεός στο εξής τη μέριμνά σου, ενδιαφερόμενος και φυλάγοντας με τη Χάρη Του τη ψυχή σου σαν κόρη οφθαλμού, από κάθε αμαρτία, «από κάθε πράγμα που πορεύεται επικίνδυνα στο σκοτάδι, από κάθε δαιμονικό σύμπτωμα που εμφανίζεται το μεσημέρι» (Ψαλμ. 70:6), γιατί φυλάγεις κι εσύ ανεξάλειπτα μέσα στο βάθος του εαυτού σου την αγάπη Του και την ενθύμησή Του· γεγονός για το οποίο είπε και κάποιος από τους Πατέρες κάποτε τα εξής:


Κάποιος αδελφός ήλθε σε έκσταση και είδε μια πολύ μεγάλη εκκλησία, στο μέσο της οποίας, ήταν ένας μεγαλοπρεπής και δοξασμένος Αρχιερέας, ντυμένος όλη την αρχιερατική στολή, μπροστά στη λαμπρότητα και την ομορφιά της οποίας, δένεται κάθε γλώσσα ανθρώπου. Τριγύρω Του, παραστέκονταν κάποιοι αστραπόμορφοι, από τους οποίους, άλλοι ήταν σαν διάκονοι και κρατούσαν στα χέρια τους απερίγραπτα θυμιατά, με τα οποία θυμιάτιζαν τον μακάριο εκείνον και ουράνιο Αρχιερέα και άλλοι ήταν σαν ιερείς, οι οποίοι στέκονταν ολόγυρά Του με μεγάλη ευλάβεια.

Ήταν όλοι αυτοί, θαυμάσιοι στη θεωρία, καθότι και μόνο η όψη τους ήταν φωτεινή και σεβάσμια· αλλά και τα άμφια που φορούσαν, άλλων ήταν λευκά σαν το χιόνι και καθαρά σαν το φως –ήταν λεπτά και καθαρά τόσο, που αν ήταν δυνατό να βρεθούν εδώ στη γη παρόμοια και να αφεθούν στον αέρα μόνα τους, αμέσως θα τα σήκωνε ο αέρας ψηλά και ποτέ πια δεν θα κατέβαιναν κάτω, από τη μεγάλη ελαφρότητα και άκρα λεπτότητα που είχαν, άλλων πάλι τα άμφια που φορούσαν ήταν άλλης όψης, την οποία, όχι μόνο γλώσσα πήλινη δεν μπορεί να διηγηθεί, αλλά ούτε νους μπορεί να τη χωρέσει μέσα του, διότι δεν υπάρχει κάποιο πράγμα να της μοιάζει πάνω στον κόσμο.

Άλλοι πάλι φορούσαν αστραφτερά άμφια, όπως αστράφτει η αστραπή· και άλλοι από αυτούς στέκονταν στα δεξιά του αρχιερέα, άλλοι στα αριστερά. Όμως, όλοι στέκονταν με πολλή ευλάβεια και σεμνότητα. Ο μακάριος εκείνος Αρχιερέας, τόσο ήταν δοξασμένος και τόσο υπερέβαινε τους άλλους στη δόξα και λαμπρότητα και στη χάρη, όσο ξεπερνάει ο ήλιος τα υπόλοιπα άστρα. Στεκόταν, λοιπόν, αυτός ο θαυμάσιος και ακατανόητος Αρχιερέας όρθιος και έβλεπε προς την ανατολή και έψελνε με μεγάλη φωνή και καθαρότητα κάποιο μέλος, λίγο σύντομα, παρά πολύ γλυκύτατο και ανεκδιήγητο. Ο Μοναχός εκείνος, βλέποντας αυτά τα ακατανόητα βρισκόταν σε έκπληξη και ακούγοντας τη γλυκύτατη αρμονία και την τερπνή μελωδία θαύμαζε.

Έτσι, από τον πολύ θαυμασμό του, ξεχνούσε τα λόγια που έψελνε εκείνος ο Αρχιερέας και δεν μπορούσε να συγκρατήσει στη μνήμη του ούτε καν ένα λόγο από όσα άκουγε, μολονότι έβαζε σε αυτό όλη του την προσοχή, διότι ήξερε μέσα του ότι επρόκειτο να χωριστεί από εκείνη τη μακαριότατη οπτασία και ότι θα του χρησιμεύσουν αυτά τα λόγια για την τωρινή ζωή. Τέλος πάντων, ακούγοντας και λησμονώντας, κράτησε στη μνήμη του μόνο ένα λόγο που είπε μεγαλόφωνα, στο τέλος, ο θαυμάσιος και μακάριος εκείνος Αρχιερέας. Είπε λοιπόν: «Όσο κανείς θυμάται και αγαπά τον Θεό, τόσο και αυτόν τον θυμάται και τον αγαπά ο Θεός». Και αμέσως ήλθε στον εαυτό του ο αδελφός και έλεγε ότι εκείνη την ώρα αισθανόταν μέσα στην καρδιά του κάποιο πυρ, το οποίο έκαιγε την καρδιά του σα τη λαμπάδα, καθώς λέγει: «Δεν φλεγόταν η καρδιά μας μέσα μας, όσο Αυτός μας μιλούσε στο δρόμο και μας ερμήνευε τις Γραφές;» (Λουκ. 24:32). Σε Αυτόν πρέπει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

[Ανωνύμου Ησυχαστού:
«Νηπτική Θεωρία»,
Λόγος ΙΒ΄, σελ. 150–155,
έκδοσις Ιερά Μονή Ξενοφώντος,
Άγιον Όρος, 20102.]