.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Οἱ ἁλυσίδες ἔσπασαν…Ἔσκυψα καί τις σήκωσα…

«Οἱ ἁλυσίδες ἔσπασαν…Ἔσκυψα καί τις σήκωσα…Ἤθελα νά τὶς κρατήσω γιά λίγη ὥρα στά χέριά μου. Να τὶς κοιτάξω καλὰ γιά τελευταία φορά. Ἀποροῦσα πού μόλις πρὶν λίγο ἔδεναν τὰ πόδιά μου»
«…Ὅταν κοιτάζω πίσω στό παρελθὸν καὶ σκέφτομαι πόσος χρόνος πῆγε ἄσκοπα, πόσο χρόνο ἔχασα μὲ ἀπάτες, μὲ σφάλματα, μὴν ἔχοντας τί νά κάνω. Ὅταν σκέφτομαι πώς ἔχασα τὸν καιρό μου, χωρὶς νά ξέρω πῶς νά ζήσω, χωρὶς νά μπορῶ νά ἐκτιμήσω τὸν χρόνο. Ὅταν σκέφτομαι πόσο συχνὰ ἁμάρτησα ἀπέναντι στόν ἑαυτό μου καὶ στό πνεῦμα μου, τότε ἡ καρδιά μου ματώνει. Ἡ ζωή, ἀδελφέ μου, εἶναι ἕνα δῶρο, ἡ ζωὴ εἶναι εὐτυχία. Κάθε λεπτὸ θὰ ’πρεπε νά εἶναι ἕνας αἰῶνας εὐτυχίας. Τώρα ἀλλάζοντας ζωὴ ξαναγεννιέμαι σ’ ἕναν καινούριο ἄνθρωπο… Εὐλογοῦσα τήν μοίρα πού μ’ ἔστειλε στή μοναξιὰ χωρὶς τὴν ὁποία δὲ θὰ ἔκρινα τὸν ἑαυτό μου καὶ οὔτε θὰ ἔκανα τόσο αὐστηρὴ ἀναθεώρηση τῆς ζωῆς μου…»

Fyodor Dostoevsky