.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ



Εγερτήριο. Ξυπνώ με δυσκολία κι αρχίζω αμέσως την Ευχή. Προσπαθώ ν’ ανακαλύψω το μέτρο, αν αυτό υπάρχει. Πρέπει να ασκούμαι συνεχώς στην καρδιακή προσευχή. Συγκρούομαι με τον τρόπο, με τον οποίο μέχρι τώρα πλησίαζα τα πράγματα, τη ζωή. Δηλαδή διανοητικά και γνωσιολογικά· ενώ η Ευχή ενεργείται σε ένα άλλο επίπεδο, το οποίο δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να περιγράψω, ούτε θέλω να τ’ ονομάσω «διαισθητικό». Πρόκειται για άλλες διαστάσεις, όπου ο νους μεταβάλλεται σε «αλυσίδα». Πρέπει να εγκαταλείψω το συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας του. Διότι τον αντιλαμβάνομαι ως εφήμερο, παρόλο που, όντως, είναι μια πολύτιμη δωρεά. Εδώ όμως θα πρέπει να βρει τον εσώτερο σκοπό λειτουργίας του. Μου φαίνεται πως πάντοτε προχωρώ, δίνοντας προτεραιότητα σ’ αυτά που μου λέει το λογικό μου και όχι η καρδιά μου, που την τοποθετώ συνήθως σε δεύτερη θέση. Μα, αυτός είναι ο τρόπος που έμαθα, χάρη στον οποίο, μπόρεσα και επιβίωσα. Ή τουλάχιστον αυτό νομίζω. Ίσως δεν είχα άλλη δυνατότητα. Εδώ όμως, όχι ότι πρέπει ν’ απενεργοποιήσω αυτές τις ικανότητες, αλλά ν’ ανακαλύψω άλλες συμπληρωματικές και παράλληλα βασικές της ανθρώπινης υπόστασης. […]

Μετά από κάποια στιγμή αρχίζει να με κυριεύει ένα αίσθημα απελευθέρωσης. Η προσπάθειά μου να συνεχίσω την Ευχή έχει εξαφανιστεί και είναι σαν να προχωρεί μόνη της. Εγκαταλειπόμενος στην απελπισία της γνώσης της ανικανότητάς μου, βλέπω πως ο λογισμός υπακούει στη δύναμη της θέλησης. Βλέπω πως η Ευχή δεν ταυτίζεται με καμιά πρακτική, μέσω της οποίας κατορθώνεται ο σκοπός, αλλά ότι απλώς είναι και λειτουργεί. Εγκαθίσταται μια κατάσταση εσωτερικής ευφορίας. Και είναι μια αίσθηση πληρότητας, καθολικότητας, η οποία, εκτός από ψυχικά και εσωτερικά στοιχεία, έχει σαφώς και μια σωματική διάσταση.

Και πάλι η αναστροφή. Αρνούμενος το λογισμό μου, δημιουργήθηκε η εσωτερική εκείνη κατάσταση που άνοιξε την πύλη για το μεγαλύτερο και το υψηλότερο. Τελικά, η κάθε πράξη μας, δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτά που έχουμε φανταστεί και σ’ αυτά που σκοπεύουμε. Αυτό μου φαίνεται, βέβαια, πως ταιριάζει και σαν δικαιολογία για την ακηδία μου και για τον ύπνο μου που συνεχώς με κυριεύει.

Παρατήρησα πως τις τελευταίες μέρες, κάθε φορά ανοίγοντας τα βιβλία μου, διαβάζω αυτό που ταιριάζει με τη ψυχική μου κατάσταση. Είναι άραγε τυχαίο; Συγχρονισμός; Ή «διαβάζω» την σημασία των κειμένων με τον τρόπο που οι άνθρωποι ερμηνεύουν κάθε φορά το ωροσκόπιό τους; Αποφασίζω να παρατηρώ περισσότερο, για να διαπιστώσω τι ακριβώς συμβαίνει.

Όταν κοιτάζω πίσω μου τα χρόνια που πέρασαν, βλέπω πως οι δύσκολοι καιροί είναι αυτοί που τελικά παρείχαν μέσα τους τη δυνατότητα για μια περαιτέρω ανάπτυξη. Πιστεύω πως ό,τι χάνουμε, θα ξαναέρθει –ίσως με άλλη μορφή. Γι’ αυτό συχνά δεν λυπούμαι για κάτι που χάνω. Πώς εισήλθε στη ζωή μου ο π. Ε.; Πώς χάθηκε; Σε μια κατάσταση ευφορίας όπως η σημερινή, μου φαίνεται τόσο «λογικό» το παρελθόν. Ότι το κάθε πράγμα συνέβη με μια συγκεκριμένη σειρά που πάντοτε ταίριαζε και αναλογούσε στην περίπτωση. Πως, ευθύς εξ αρχής, όλα είχαν καθοριστεί να οδηγηθούν σ’ αυτό το σκοπό. Δεν ξέρω, ακόμη, το πώς βρέθηκα στο Άγιον Όρος μοναχός.

Στην οικογένειά μου δεν αναφερόμασταν σχεδόν ποτέ στην Εκκλησία και στην χριστιανική πίστη. Μόνο η γιαγιά μου ήταν φιλακόλουθη. Μερικές φορές, βέβαια, ερχόμουν σε κάποια επαφή με την Αγία Γραφή. «Εκεί», υπήρχε ένας Θεός που μιλούσε στους ανθρώπους. Όταν ήμουνα πολύ μικρός, ζήλευα γι’ αυτόν το «διάλογο». Όμως όλες οι παιδικές προσευχές μου παρέμεναν χωρίς απάντηση. Και άρχισα να απελπίζομαι και εγκατέλειψα την προσπάθεια.

Η εσωτερική αναζήτηση παρ’ όλα ταύτα συνεχιζόταν. Και ήλθε η στιγμή αυτή η αφελής παιδική πίστη να μεταβληθεί σε κραταιά απόφαση εγκατάλειψης των πάντων· ο σκοπός της ζωής μου! Μετά το Γυμνάσιο, πέρασα στις εξετάσεις της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Ήταν τόσο διαφορετικά από το σχολείο, το οποίο δεν μου άρεσε ποτέ. Έγινα ένας ενθουσιώδης, πρόθυμος σπουδαστής. Θα έπρεπε να ήταν αυτό που, χωρίς να το ξέρω, έψαχνα εδώ και πολύ καιρό: η πνευματική αφύπνιση, η απόκτηση της γνώσεως.

Τα μαθήματα (Ψυχολογία, Παιδαγωγική, Διδακτική κλπ), για τις ανάγκες των παιδιών της σχολικής ηλικίας, με απασχόλησαν ιδιαίτερα. Η ζωή μου φαινόταν προκαθορισμένη και ο μελλοντικός δρόμος χαραγμένος. Καθώς λοιπόν ένοιωθα ότι όλα ήταν «εντάξει», άρχισα να αναζητώ τον εαυτό μου. Ζούσα πλέον καταστάσεις που με απομόνωναν και δημιουργούσαν στους συσπουδαστές μου έναν «μύθο» γύρω από το πρόσωπό μου. Δεν υπήρχε τίποτε στην εικόνα του λογικού μου κόσμου, που να μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία της συμπεριφοράς μου. Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκαν και οι καθηγητές, οι οποίοι, ή προσπαθούσαν να με αποτρέψουν ή να ερμηνεύσουν διαφοροτρόπως και «επιστημονικώς» τη συμπεριφορά μου. Κι ήταν όλοι τους, ένας κι ένας!

Εν ριπή οφθαλμού βλέπω όλ’ αυτά που συνέβησαν στη ζωή μου. Βλέπω το σχέδιο του Θεού. Τη συνέπεια στην ακολουθία των πράξεων και των γεγονότων. Ναι, έτσι, θα έπρεπε να έχουν συμβεί. Ακριβώς όπως συνέβησαν. Πόσο τυφλός ήμουν μέχρι τώρα! Τόσα χρόνια! Και πόσο παρηγορητικό είναι για το παρόν, αλλά και για το μέλλον, το να ξέρω τις σχέσεις των πραγμάτων της ζωής μου, οι οποίες δημιούργησαν μια πολύ χειροπιαστή πραγματικότητα· τη μοναχική μου πορεία. Πάντοτε, στην κατάλληλη στιγμή, εμφανιζόταν κάποιος στη ζωή μου, για να διατηρήσει την εξέλιξή μου σε πορεία, να συμπορευθεί μαζί μου για ένα διάστημα στα μονοπάτια της σκέψης και της ιδιορρυθμίας μου.

Σε κάποια στιγμή η Ευχή με βγάζει απ’ αυτό το «διαστημικό ταξίδι» στο παρελθόν. Αρχίζω να βρίσκω σε κάθε λέξη, σε κάθε γράμμα της Ευχής μιαν ανεκλάλητη χαρά. Όλα, μου φαίνονται γεμάτα από χάρη. Η κάθε λέξη της Ευχής είναι γεμάτη από ζωή. Καταλαβαίνω πως ολόκληρη η Καινή Διαθήκη, ολόκληρη η γνώση μας για τον Θεό, συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτές τις πέντε λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!». Λέξεις, που τις ψιθυρίζω με πολύ μεγάλο σεβασμό.

Όλο και βαθύτερη η κατάσταση της εσωτερικής ευφορίας. Και το «κλειδί» γι’ αυτή τη βαθιά εσωτερική ευφορία, που είναι τόσο πολύτιμη, βρίσκεται στην ετοιμότητα της αποδοχής. Γιατί συνήθως οι δυσκολίες με τον εαυτό μας, προέρχονται από την αυτοαπομόνωσή μας, από την απτή στάση μας απέναντι στα πράγματα· η οποία, είναι μια πολύ συγκεκριμένη στάση και δεν επιτρέπει την έξοδο από τον εαυτό μας, για την αναγνώριση του νοήματος που κρύβεται πίσω από αυτά. Το να επιθυμείς κάτι, το βλέπω σωστό. Το να το έχεις ανάγκη όμως, όχι. Η ανάγκη σε φυλακίζει σε δεσμά άλυτα. Γιατί νά ’ναι τόσο δύσκολα, αφού στ’ αλήθεια είναι τόσο απλά; Η «γαλήνη της καρδιάς»· εδώ κι έναν χρόνο, δεν έχω κοιμηθεί τόσο ήρεμα!...

ΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ

[Μοναχού Φιλόθεου:
«Μοναχού Πορεία (Ημερολόγιο)»,
κεφ. Ε΄, σελ. 25–29,
Εκδόσεις «Άληστος»,
Θεσσαλονίκη 1997.]