.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τι απάντησε ο Κύριος Ιησούς Χριστός γιά τον Οικουμενισμό στον αγιασμένο γέροντα π. Εφραίμ Κατουνακιώτη!

Συγκεκριμένο σημείο από το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της συνέντευξης του Καθηγητή της Δογματικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.,κ. Δημ. Τσελεγγίδη στον Διευθυντή Προγράμματος του Ρ/Σ της Πειραϊκής Εκκλησίας κ. Λυκούργο Μαρκούδη. (24-02-2016)
π. Ἐ­φραίμ Κα­του­να­κι­ώ­της «ἄνωθεν ἀποκάλυψη»

Στή συ­νέ­χεια, θά πῶ κά­τι, τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει νά κά­νει μέ προ­σω­πι­κή κα­τά­θε­ση.
Συν­δε­ό­μου­να ἐ­πί δε­κα­ε­τί­ες μέ τόν π. Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ἦ­θος καί τό φρό­νη­μα εἶ­ναι ἐ­γνω­σμέ­να.
Εἶ­ναι ἐ­γνω­σμέ­νο, ἐ­πί­σης, ὅ­τι εἶ­χε κι αὐ­τός «πνευ­μα­τι­κή τη­λε­ό­ρα­ση».
Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ ἐ­μέ­να, πολ­λές φο­ρές πή­γαι­να μέ τήν πρό­θε­ση, νά θέ­σω κά­ποι­α ἐ­ρω­τή­μα­τα πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­να, μέ μί­α ἀ­ξι­ο­λο­γι­κή σει­ρά, καί χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τό δι­κό μου λε­ξι­λό­γιο.
Καί ὅ­ταν πή­γαι­να κον­τά του, χω­ρίς νά τοῦ θέ­σω κἄν τήν ἐ­ρώ­τη­ση, μοῦ ἀ­παν­τοῦ­σε μέ αὐ­τήν τή δι­α­δο­χή τῶν ἐ­ρω­τη­μά­των πού εἶ­χα καί μέ τό λε­ξι­λό­γιό μου. (!)
Τό λέ­ω, ὡς προ­σω­πι­κή πεί­ρα. Δέν ἀ­πο­τε­λεῖ κά­τι και­νο­φα­νές. Αὐ­τό συ­νέ­βαι­νε καί μέ πολ­λούς ἄλ­λους.
Κά­πο­τε, λοι­πόν, νε­α­ρός τό­τε κα­θη­γη­τής στή Θε­ο­λο­γι­κή, μι­λᾶ­με τώ­ρα πρίν ἀ­πό τριά­ντα χρό­νια, τοῦ εἶ­πα τό ἑ­ξῆς.
Ἐ­πει­δή καί στή Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή, ἰ­δι­αί­τε­ρα τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, τό κλῖ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀν­θεῖ, εἶ­χα κά­ποι­α ἔν­το­να προ­βλή­μα­τα καί ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἐ­πει­δή ἔ­βλε­πα νά ἐκ­προ­σω­πεῖ­ται ἀ­πό σε­βα­στούς, κα­τά τά ἄλ­λα, κα­θη­γη­τές.
Φυ­σι­κά, τό­σο ἡ συ­νεί­δη­σή μου ὅ­σο καί οἱ γνώ­σεις μου ἀν­τι­δροῦ­σαν μέν, ἤ­θε­λα ὅ­μως, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή μου θέ­ση, νά ἔ­χω καί τήν χα­ρι­σμα­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση, πρᾶγ­μα τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­κα­να καί σέ πά­ρα πολ­λά ἄλ­λα θέ­μα­τα.
Τόν ρώ­τη­σα, λοι­πόν, ἐ­πί τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου, μή­πως μπο­ρεῖ νά μοῦ πεῖ τί πρᾶγ­μα εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός.
Μοῦ ἀ­πήν­τη­σε ἀ­πε­ρί­φρα­στα καί χω­ρίς καμ­μί­α δυ­σκο­λί­α:
«Αὐ­τήν τήν ἐ­ρώ­τη­ση, παι­δί μου, μοῦ τήν ἔ­χει κά­νει κι ἕ­νας ἀ­κό­μη νω­ρί­τε­ρα ἀ­πό σέ­να.
Ἐ­γώ, ἐ­δω­πέ­ρα ἐ­πά­νω, βρί­σκο­μαι σα­ράν­τα χρό­νια στά βρά­χια.
Ἔ­χω ξε­χά­σει καί τά ἑλ­λη­νι­κά μου»- ση­μει­ω­τέ­ον τε­λεί­ω­σε σχο­λαρ­χεῖ­ο-«ἀλ­λά μ’ αὐ­τό τό θέ­μα δέν ἔ­χω ἀ­σχο­λη­θεῖ.
Γι’ αὐ­τό, ἐ­πει­δή ἔ­πρε­πε νά τό ἀ­παν­τή­σω, ἀ­φοῦ δέ­χτη­κα ἐ­ρώ­τη­μα καί δέν εἶ­χα κα­μί­α γνώ­μη πά­νω στό θέ­μα, πῆ­γα στό κελ­λί μου καί προ­σευ­χή­θη­κα καί ρώ­τη­σα τόν Χρι­στό νά μέ πλη­ρο­φο­ρή­σει τί εἶ­ναι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός.
Πῆ­ρα τήν ἀ­πάν­τη­σή του, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ἔ­χει πνεῦ­μα πο­νη­ρί­ας καί κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πό ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα».
Καί τόν ρώ­τη­σα, πῶς ἀ­κρι­βῶς πι­στο­ποι­ή­θη­κε αὐ­τό.
Μοῦ ἀ­πάν­τη­σε, πώς «με­τά τήν προ­σευ­χή γέ­μι­σε τό κελ­λί μου ἀ­πό ἀ­φό­ρη­τη δυ­σω­δί­α, ἡ ὁ­ποί­α μοῦ ἔ­φερ­νε ἀ­σφυ­ξί­α στήν ψυ­χή, δέν μπο­ροῦ­σα νά ἀ­να­πνεύ­σω πνευ­μα­τι­κά».
Τόν ρώ­τη­σα, ἄν αὐ­τό ἦ­ταν ἕ­να ἔ­κτα­κτο γε­γο­νός γι’ αὐ­τόν ἤ ἄν ἔ­τσι τοῦ ἀ­παν­τᾶ ὁ Χρι­στός σέ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις καί μέ βε­βαί­ω­σε, ὅ­τι «σέ ὅ­λες τίς πε­ρι­πτώ­σεις, πού εἶ­ναι μπλεγ­μέ­νες μέ μά­για, μέ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κα­τά­στα­ση, στήν ὁ­ποί­α μέ εἰ­σά­γει.
Με­ρι­κές φο­ρές ὑ­πάρ­χει καί λε­κτι­κή ἀ­πάν­τη­ση, ἀλ­λά στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση καί ἔ­χω ἀ­πό­λυ­τη τή βε­βαι­ό­τη­τα, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός δέν ἔ­χει τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο, ἀλ­λά τό πνεῦ­μα τό ἀ­κά­θαρ­το».
Αὐ­τό πού λέ­γω αὐ­τή τή στιγ­μή, θά μπο­ροῦ­σε νά πεῖ κα­νείς, ἐν­δε­χο­μέ­νως, ὅ­τι ἔ­χει χα­ρα­κτῆ­ρα ἐν­τυ­πώ­σε­ων.
Σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ, ὅ­τι χά­ρη­κα πά­ρα πο­λύ, ἐ­πει­δή αὐ­τό, πού εἶ­πε σέ μέ­να προ­σω­πι­κά, τό εἶ­δα κα­τα­γραμ­μέ­νο καί ἀ­πό τήν εὐ­λα­βῆ συ­νο­δεί­α του, πού δη­μο­σί­ευ­σε ἕ­ναν τι­μη­τι­κό Τό­μο γύ­ρω ἀ­πό τό πρό­σω­πό του, τήν πνευ­μα­τι­κό­τη­τά του καί τά λό­για του.
Πι­στο­ποι­εῖ­ται λοι­πόν καί ἀ­πό ἐ­κεῖ, ἀλ­λά ἐ­γώ τό δι­ε­σταύ­ρω­σα καί μέ ἄλ­λους ἀ­ξι­ό­πι­στους θε­ο­λό­γους, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νέ­βη νά τό ἀ­κού­σουν προ­σω­πι­κά.
Δέν τό ἔ­χω πεῖ δη­μο­σί­ᾳ μέ­χρι τώ­ρα, ἀλ­λά τό ἔ­φε­ραν ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα, πού μέ ἀ­ναγ­κά­ζουν νά τό πῶ.
Βε­βαί­ως, αὐ­τό ἔ­παι­ξε ἀ­πο­φα­σι­στι­κό ρό­λο στήν στά­ση μου ἀ­πέ­ναν­τι στόν Οἰ­κου­με­νι­σμό.
Ἐ­γώ, βε­βαί­ως, ὡς κα­θη­γη­τής, ὡς ἐ­πι­στή­μων, ὀ­φεί­λω σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση νά τό ἀ­να­κρί­νω τό θέ­μα μέ ἐ­πι­στη­μο­νι­κά κρι­τή­ρια καί νά τεκ­μη­ρι­ώ­νω τήν ἄ­πο­ψή μου ἐ­πι­στη­μο­νι­κά καί αὐ­τό κά­νω καί στά μα­θή­μα­τά μου, βῆ­μα πρός βῆ­μα.
Ὅ­μως θε­ω­ρῶ, πώς ἡ κα­τά­θε­ση αὐ­τή εἶ­ναι ση­μαν­τι­κή, για­τί γί­νε­ται μέ τρό­πο χα­ρι­σμα­τι­κό ἀ­πό ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν γνω­ρί­ζει κά­τι γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τό τό πρό­βλη­μα, δέν ἔ­χει δι­α­βά­σει, δέν ἔ­χει ἀ­κού­σει, ἀλ­λά κα­τα­θέ­τει τήν ἄ­με­ση πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α του.