.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Προσευχόταν μετέωρη και, έλαμψε το πρόσωπο της!



Ο γέρο-Ιωσήφ ο Βατοπεδινός διηγήθηκε ότι συνάντησε μία γριούλα στα Γιάννενα που του είπε το έξης: «Προσεύχομαι στον Θεό. Και να θέλω δεν μπορώ να Τον ξεχάσω. Αλλά συμβαίνει και ένα άλλο με μένα. Όταν προσεύχωμαι, σηκώνομαι στον αέρα και στέκομαι ένα μέτρο ψηλά. Θέλω να κατεβώ αλλά δεν μπορώ. Για να κατέβω πρέπει να σταματήσω την προσευχή».
Άλλη ζώσα γερόντισσα προσεύχεται συνεχώς και διακονεί αρρώστους. Κάποτε υψώθηκε από το έδαφος ενώ προσευχόταν. Τρόμαξε, σταμάτησε την προσευχή της και μετά αμέσως προσγειώθηκε.

Παραμονή Θεοφανείων του 2000. Πρωτάγιαση (αγιασμός της παραμονής των Θεοφανείων). Στο Πήλιουρι, ένα χωριό της Χειμάρρας της Βορείου Ηπείρου, ο ιερέας κατεβαίνει από το αυτοκίνητο που τους μετέφερε ως εκεί και ετοιμάζεται ν” αγιάση τα σπίτια.
Μία ώρα και ένα τέταρτο έκαναν με το αυτοκίνητο για να φτάσουν. 
Το χωριό είναι κρυμμένο πάνω στα όμορφα ιστορικά Χειμαρριώτικα βουνά. 
Ο δρόμος τραχύς, επικίνδυνος. Το αυτοκίνητο αγκομαχούσε να ξεκολλήση από τις λάσπες, που δημιούργησε η βροχή τις προηγούμενες ημέρες. Είναι νέος Ιερεύς, μόλις πριν από δυό μήνες χειροτονημένος Πρεσβύτερος. Είχε έρθει από την Ελλάδα μαζί με τρεις φοιτητές για να βοηθούν στο αναλόγιο και για την μεταφορά των αναγκαίων για τις ιεροπραξίες στα χωριά της περιοχής και όπου άλλου θα χρειαζόταν.
Η πρώτη τους επίσκεψη ήταν ο ι. Ναός στην είσοδο του χωριού. Το άθεο καθεστώς τον έκαμε «σπίτι του λαού», έπειτα αποθήκη. Θλιβερό το θέαμα! Χορταριασμένα τα σκαλοπάτια, αμπαρωμένη η πόρτα. Κανένα σημάδι ζωής. Αφημένη, λες, στην φθορά του χρόνου για να καταστρέψη ότι άφησαν πίσω τους οι άθεοι.
Τα παιδιά έτρεξαν να χτυπήσουν τις πόρτες του χωριού, για να αναγγείλουν την άφιξη του ιερέα. Σε λίγο έγινε συναγερμός. Η μία νοικοκυρά με την άλλη μάθαιναν τα σπουδαία νέα. «Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια ήρθε παπάς να μας αγιάση», έλεγαν με δάκρυα στα μάτια. Άλλες έριξαν στρωσίδια στις εισόδους. Άλλες έκοψαν τα καλύτερα άνθη από τον κήπο τους για την υποδοχή. Όλοι περίμεναν στην εξώπορτα. Τα σκυλιά στις ολοκάθαρες αυλές συμμετείχαν στην χαρά. Το γαύγισμα τους χαρούμενο, διαφορετικό.
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε…», αντηχούσε σ” όλο το χωριό. Τα ράσα του παπά γέμισαν λάσπες, βάρυναν. Τα υποδήματα των φοιτητών και αυτά σκεπάστηκαν από την λάσπη. Και όμως όλοι χαίρονταν.
Πέρασαν τρισήμισι ώρες μέχρι να αγιάσουν όλα τα σπίτια. Έμεινε ένα σπίτι στην άκρη του χωριού, μακρυά λίγο. Κάποιοι είπαν ότι θα πάμε εμείς να τους δώσουμε τον αγιασμό γιατί είστε κουρασμένοι. Δεν έπρεπε να γίνη όμως έτσι. Δυό γυναίκες, μία γερόντισσα και η κόρη της περίμεναν τον ιερέα. Φίλησαν με λαχτάρα τον Σταυρό. Οδήγησαν τον ιερέα και την συνοδεία του σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Σε ένα από αυτά μία νέα ήταν κατάκοιτη στο κρεββάττι. «Πάτερ, η εγγονή μου», φωνάζει σπαρακτικά η γερόντισσα. «Είναι 18 ετών. Πολύ καλή κοπέλλα. Περνάει μία δοκιμασία αλλά είναι μεγάλος ο Θεός». 
Η μητέρα της δίπλα κλαίει βουβά. Θέλουν και οι δυό γυναίκες να πουν κάτι στον ιερέα αλλά διστάζουν:
-Θα θέλαμε, πάτερ, να σας ζητήσουμε κάτι. Η κοπέλλα που αγιάσατε μέσα στο δωμάτιο είναι ανάπηρη, τετραπληγική. Πριν από τρία χρόνια βαπτίστηκε. Από τότε νηστεύει αυστηρά και δεν έχει φάει κρέας. Τετάρτη και Παρασκευή ούτε λάδι. Προσεύχεται και περιμένει μήπως έρθη κάποιος ιερέας να την κοινωνήση. Λέγαμε λοιπόν μήπως η αγιότης σου θα μπορούσε.
-Αύριο, είπε ο ιερέας είναι Θεοφάνεια. Μεγάλη ημέρα. Κάτω στην Χειμάρρα θα είναι πολύς ο κόσμος. Θα κοινωνήσουν και στην συνέχεια θα ρίξουμε τον Τίμιο Σταυρό στην θάλασσα. Καταλαβαίνετε ότι θα αργήσουμε πολύ.
-Δεν πειράζει, πάτερ. Θα περιμένουμε όσο χρειαστεί. Όταν το μάθη η κοπέλλα μας, δεν πρόκειται από σήμερα ούτε νερό να πιή. Αυτό το λαχταράει. Λοιπόν τι λέτε;
Την άλλη μέρα, αργά το μεσημέρι, το ίδιο αυτοκίνητο με τους ίδιους ανθρώπους κατευθύνεται στο χωριό. Κανείς δεν μιλά. Φτάνουν. Περπατούν αρκετή ώρα μέχρι το σπίτι. Μπροστά προπορεύεται κάποιος με ένα κερί αναμμένο. Στο πλατύσκαλο του σπιτιού οι δυό γυναίκες κλαίνε από χαρά κάνοντας βαθιές μετάνοιες για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους. Βουβές, αμίλητες κάνουν τον σταυρό τους με σεβασμό και οδηγούν με προσοχή τον ιερέα στο δωμάτιο της κόρης.
«Μεταλαμβάνει η δούλη του Θεού Ελευθερία το Σώμα και το Αίμα του…». 
Όμως, πριν μεταδώση τα άχραντα μυστήρια ο λειτουργός του Θεού σταματά. Κάτι συμβαίνει. Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα του. Σαν κάτι να τα ενοχλή. Αφού άφησε την άγια λαβίδα στο άγιο Ποτήριο, έτριψε τα μάτια του που θαμπώνονταν εκείνη την στιγμή, διερωτώμενος καθ” εαυτόν με απορία δια το τι συμβαίνει. Τα μάτια της Ελευθερίας προσηλωμένα στο Άγιο Ποτήριο λάμπουν. Φεγγοβολούν τόσο πολύ, ώστε κατάπληκτος ο ιερέας να μην μπορή πλέον να διακρίνη το πρόσωπο της. Ένα φως υπέρλαμπρο με συνεχώς αυξανόμενη ένταση απλωνόταν σιγά-σιγά σε όλο το δωμάτιο. Αισθανόταν ότι τον ακουμπάει. Το χέρι του που ήταν κοντά αισθάνθηκε την θαλπωρή του. Τρόμαξε. Το φως εκείνο δεν είχε το χρώμα της φλόγας λαμπάδας αλλά ήταν λευκό, δυνατό, απαλό, όχι εκτυφλωτικό. Ήταν τόσο δυνατό που ο ιερέας δεν έβλεπε το πρόσωπο και το στόμα της.
Σαστισμένος και με μεγάλη προσπάθεια για να μην τρέμη το χέρι του, έχοντας στην μνήμη του το πρόσωπο της κοπέλλας, μεταδίδει την Θεία Κοινωνία. 
Κατάλαβε ότι κοινώνησε, όταν αισθάνθηκε ότι η άγια λαβίδα άγγιξε στα δόντια της μεταλαβούσης. «Ευχαριστώ πολύ, πάτερ», άκουσε στο βάθος του μυαλού του την φωνή της νεαρής κοπέλλας.
Είχε σκοπό να κατάλυση το Άγιο Ποτήριο στο δωμάτιο με το εικονοστάσι της οικογενείας. Αδύνατον. Σιωπηλά χαιρετά τις σπιτονοικοκυρές κάνοντας ένα νεύμα στους φοιτητές που τον βοηθούσαν, ότι πρέπει να φύγουν. Εκείνες παρακαλούν για να τους φιλοξενήσουν. Ο ιερέας όμως δεν ακούει. Κρατά σφιχτά στο δεξί του χέρι το Άγιο Ποτήριο και κατευθύνεται γοργά στο βάθος του μικρού δάσους που βρίσκεται πέρα από το σπίτι. Το ρίγος διαπερνά το σώμα του. Αναλογίζεται τι ήταν αυτό που του συνέβη; Καταλύει βιαστικά.
«Πάτερ, είστε καλά;» ρωτούν τα παιδιά. «Ναι, βέβαια, πάμε τώρα γιατί αργήσαμε…».