.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ



[…] Μετά την παρέλευση μιας βδομάδας και πλέον ετοιμάστηκα να αναχωρήσω. Δεν είχα προχωρήσει περισσότερο από πενήντα χιλιόμετρα, όταν μ’ έφτασε ένας στρατιώτης, τον οποίο ρώτησα πού πήγαινε. Μου είπε ότι επέστρεφε στο μέρος όπου είχε γεννηθεί, στην περιοχή του Καμενέτς Ποντόλσκ.

Προχωρήσαμε μαζί περίπου πέντε χιλιόμετρα σιωπηλοί, όταν παρατήρησα ότι κάπου-κάπου αναστέναζε πολύ βαθιά, σαν κάποια μεγάλη θλίψη να πίεζε τα στήθη του, ενώ γινόταν συγχρόνως όλο και πιο μελαγχολικός.

Τον ρώτησα γιατί ήταν τόσο λυπημένος κι εκείνος μου είπε:
«Καλέ μου φίλε, αφού κατάλαβες τη λύπη μου, εάν με βεβαιώσεις σε ό,τι έχεις ιερό ότι δεν θα πεις τίποτε ποτέ σε κανέναν, θα σου πω όλη τη ζωή μου, επειδή άλλωστε είμαι πολύ κοντά στο θάνατό μου».
Τον βεβαίωσα σαν χριστιανός ότι δεν θά ’λεγα ούτε το παραμικρό σε οποιονδήποτε και ότι θα ήμουν πολύ ευτυχής να του παράσχω όσες περισσότερες και καλύτερες συμβουλές μπορούσα.

Άρχισε να διηγείται:
«Λοιπόν ήμουν στρατιώτης και υπηρέτησα σ’ ένα μέρος, περίπου πέντε χρόνια, οπότε η εργασία εκεί έγινε εξαιρετικά σκληρή, συχνά δε με τιμωρούσαν για αμέλεια, που άρχισε να με καταλαμβάνει και για το πιοτό, που συνήθισα να πίνω. Μπήκε τότε στο κεφάλι μου η ιδέα να δραπετεύσω. Δεν άργησα να πραγματοποιήσω τη σκέψη μου αυτή κι έγινα λιποτάκτης. Από τότε έχουν περάσει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα έξι χρόνια κρυβόμουνα όπως μπορούσα κι έκλεβα διάφορα πράγματα από αποθήκες, από μπακάλικα και αγροικίες. Έκλεβα και άλογα. Φρόντιζα δε να πουλώ τα διάφορα κλοπιμαία με διάφορους τρόπους. Ό,τι χρήματα έπαιρνα τα έπινα, γενικά έκανα μια πολύ άσωτη ζωή και διέπραττα κάθε είδος αμαρτίας.


»Στην αρχή, πήγαινα καλά. Έπειτα, όμως, επειδή δεν είχα χαρτιά και ταυτότητα για να ταξιδεύω, με πιάσανε και με βάλανε στη φυλακή. Τέλος, κατόρθωσα να δραπετεύσω κι από εκεί. Για μεγάλη μου τύχη συναντήθηκα μετά μ’ έναν στρατιώτη που είχε απολυθεί από το στρατό και πήγαινε σπίτι του σε μια μακρινή διοικητική περιοχή. Φαινόταν άρρωστος, γιατί περπατούσε με δυσκολία. Με παρακάλεσε να τον βοηθήσω μέχρι το πλησιέστερο χωριό όπου θά ’βρισκε ένα μέρος για να ησυχάσει. Τον βοήθησα και φθάσαμε εκεί που επιθυμούσε. Ο αστυνομικός διευθυντής μού επέτρεψε να μείνουμε σε μία χορταρένια καλύβα, όπου ξαπλώσαμε για ν’ αναπαυθούμε εκείνη τη νύχτα. Όταν ξύπνησα το πρωί, κοίταξα τον σύντροφό μου, αλλά ήταν ακίνητος και ξυλιασμένος. Ήταν νεκρός. Μόλις το αντιλήφθηκα αυτό, έσπευσα να τον ψάξω για να βρω τα χαρτιά του και προ παντός το χαρτί της απολύσεώς του. Το πήρα μαζί με τα λίγα χρήματα που είχε κι εξαφανίστηκα μέσα σ’ ένα κοντινό δάσος, ενώ όλοι κοιμόνταν ακόμη.

»Τα χαρτιά ευτυχώς συνέπεσε να είχαν τέτοια χρονολογία και ηλικία, που να μπορώ να τα χρησιμοποιήσω εύκολα. Ευχαριστήθηκα πολύ γι’ αυτή μου την επιτυχία, επειδή θα μπορούσα τώρα, έχοντας χαρτιά, να ταξιδεύω παντού. Έτσι πήγα μέχρι τα βάθη του Αστραχάν. Εκεί αποφάσισα να παραμείνω κι έπιασα δουλειά εργάτου σ’ έναν ζωέμπορο, ηλικιωμένο άνθρωπο που ήταν εγκατεστημένος εκεί.


»Ο άνθρωπος αυτός ζούσε με την κόρη του, που ήταν χήρα. Μετά από ένα έτος ζωής κοντά του, νυμφεύθηκα τη χήρα κόρη του, έπειτα δε από λίγο καιρό ο γέρος πέθανε. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να συνεχίσουμε την επιχείρηση κι εγώ άρχισα πάλι να πίνω. Η γυναίκα μου έκανε κι αυτή το ίδιο. Σε διάστημα ενός χρόνου σπαταλήσαμε όσα μας είχε αφήσει ο γέρος πεθερός μου. Μετά από λίγο καιρό η σύζυγός μου αρρώστησε βαριά και πέθανε. Τότε εγώ πούλησα ό,τι είχε απομείνει, τα έφαγα κι έμεινα χωρίς πεντάρα. Άρχισα να πεινάω, οπότε ξαναγύρισα πίσω στην παλιά μου τέχνη. Τώρα, όμως, έκανα τον κλεπταποδόχο, γιατί είχα πια χαρτιά και ταυτότητα. Με το ξαναγύρισμα στο αμαρτωλό επάγγελμα, ξαναβρήκα και την παλιά μου αμαρτωλή ζωή. Οι επιτυχίες μου αυτές διήρκησαν ένα χρόνο. Αργότερα, όμως, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα. Έκλεψα ένα γέρικο άλογο από έναν ακτήμονα χωριάτη, έναν “Μπόμπιλο”, όπως τους λέμε, και το πούλησα για λίγα λεφτά.

»Με τα χρήματα που πήρα ήπια αρκετά σε μια μπυραρία κι ύστερα μου ήρθε η ιδέα να πάω σ’ ένα γειτονικό χωριό, όπου γινόταν ένας γάμος, με τον σκοπό να επιδοθώ σε κλοπές, όταν μετά τη διασκέδαση θα έπεφταν όλοι στον ύπνο. Πριν ακόμη δύσει ο ήλιος, μπήκα στο πλησιέστερο δάσος μέχρι να νυχτώσει. Ξάπλωσα εκεί κάπου για να περάσει η ώρα, αλλά με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω.

»Στον ύπνο μου είδα ένα όνειρο. Είδα ότι καθόμουν σ’ ένα πλατύ κι ωραίο χλοερό μέρος. Ξαφνικά παρατήρησα ότι ένα φοβερό σύννεφο άρχισε ν’ ανεβαίνει στον ουρανό. Σε λίγο ξέφυγε μια τόσο τρομερή βροντή κεραυνού απ’ αυτό το σύννεφο, ώστε σείστηκε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου κι έτρεμε. Εγώ νόμιζα σαν κάποιος να με αναποδογύρισε και να με κύλισε κάμποσες φορές πάνω στο χώμα. Έπειτα, το σύννεφο φάνηκε σαν να κατεβαίνει προς τα κάτω χαμηλά κι από μέσα πρόβαλλε σε λίγο η μορφή του πατέρα μου, που είχε πεθάνει πριν από είκοσι χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν στη ζωή του ένας εξαίρετος άνθρωπος και είχε υπηρετήσει τριάντα ολόκληρα χρόνια σαν εκκλησιαστικός επίτροπος στο χωριό μας.

»Προχώρησε προς το μέρος μου με μια έκφραση γεμάτη θυμό και αγανάκτηση που μ’ έκαναν να με κυριεύσει μεγάλος φόβος. Γύρω εκεί είδα ακόμα, διάφορους σωρούς από ποικίλα πράγματα που είχα κλέψει σε διάφορες εποχές. Η θέα τους με τρομοκράτησε ακόμη περισσότερο.
»Συγχρόνως φάνηκε κι ο παππούς μου να έρχεται προς το μέρος μου, να δείχνει τον πρώτο σωρό και να λέει: “Τι είναι αυτό; Τώρα θα το πληρώσεις!”. Τότε ξαφνικά το έδαφος βούλιαξε κάμποσο γύρω μου κι άρχισε να με πιέζει απ’ όλες τις πλευρές, τόσο σκληρά, ώστε δεν μπορούσα να υποφέρω τον πόνο και τη λιποψυχία που με κατέλαβαν. Φώναξα: “Λυπήσου με!”. Αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα, για δεύτερη φορά ο παππούς μου δείχνοντάς μου έναν άλλο σωρό επανέλαβε λέγοντας: “Τι είναι αυτό; Δώστε του μια σκληρότερη πληρωμή!”. Τότε αισθάνθηκα τόσο βίαιο και μαρτυρικό πόνο κι αγωνία, που δεν μπορούν να συγκριθούν με τίποτε παρόμοιο στη γη.
»Τέλος ο παππούς μου έφερε κοντά μου το άλογο που είχα κλέψει την προηγούμενη βραδιά και μου φώναξε: “Κι αυτό εδώ τι είναι; Βασανίσου, λοιπόν, τώρα όσο πιο σκληρότερα παίρνει!”. Αποτέλεσμα των λόγων αυτών ήταν ένας τόσο σκληρός, τραχύς κι εξαντλητικός πόνος, που είναι αδύνατο να περιγραφεί. Ήταν σα κάποιος να μού ’βγαζε τους τένοντας απ’ τις σάρκες μου, πράγμα που έκανε να κόβεται η αναπνοή μου απ’ τον πόνο που ακολουθούσε. Αισθάνθηκα ότι δεν θ’ άντεχα πλέον κι ότι θα έμενα πια αναίσθητος στο λάκκο αυτό, αλλά το άλογο την ίδια στιγμή μού ’δωσε ένα λάκτισμα στο μάγουλο, οπότε ξύπνησα τρέμοντας και σπαρταρώντας απ’ το φόβο σα το ψάρι.

»Στο μεταξύ, είχε όχι μόνο ξημερώσει, αλλ’ είχε βγει κι ο ήλιος δυο κοντάρια ψηλά στον ουρανό. Αυτόματα έκανα μια ακούσια κίνηση, πιάνοντας το μάγουλό μου, και είδα ότι ήταν πληγωμένο κι έτρεχε αίμα από την πληγή. Όλα τα μέρη επίσης του σώματός μου, που είχα δει στον ύπνο μου πως είχαν υποφέρει, τα αισθανόμουν σκληρά και πονεμένα σα να τα είχαν τρυπήσει χιλιάδες βελόνες. Βρισκόμουν σε κατάσταση τέτοιου τρόμου, που δεν μπορούσα να σηκωθώ. Το χτυπημένο μάγουλό μου έκανε αρκετό καιρό να περάσει κι ακόμα μέχρι τώρα μπορείς να δεις το σημάδι που άφησε. Να! Κοίταξέ το! Δεν υπήρχε σημάδι πριν από το περιστατικό αυτό.

»Έτσι, μετά απ’ αυτό το τρομακτικό όνειρο με καταλάμβαναν συχνά τύψεις και τρόμος. Μόνο που το θυμόμουν, έτρεμα· κι η αγωνία καταλάμβανε τη ψυχή και την καρδιά μου. Δεν ήξερα τι να κάνω, πώς νά ’βρισκα κάποια γαλήνη να ηρεμούσα. Το χειρότερο, όμως, όσο περνούσε ο καιρός τόσο μεγάλωνε κι ο φόβος μου κι η ταραχή. Άρχισα να αισθάνομαι ένα φόβο για τους ανθρώπους, γιατί με καταλάμβανε μια ντροπή για όσα είχα κάμει, νομίζοντας πως όλοι γνώριζαν το ελεεινό μου παρελθόν. Δεν μπορούσα πια ούτε να φάω ούτε να κοιμηθώ από αυτή τη συνεχή οδύνη της ψυχής μου. Είχα καταντήσει ένα σκιάχτρο. Σκέφτηκα να παραδοθώ στην αστυνομία και να ομολογήσω όλες τις κλοπές και τις απάτες μου. Νόμιζα ότι ο Θεός θα με συγχωρούσε αν λάβαινα τις ανάλογες τιμωρίες. Δεν είχα όμως το θάρρος να το κάμω, γιατί φοβόμουν τις ταλαιπωρίες της φυλακής. Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, έχασα κάθε είδος υπομονής και παρηγοριάς και σκέφτηκα να αυτοκτονήσω, αλλ’ έπειτα είδα ότι θα ήταν περιττή η αυτοκτονία, γιατί όσο περνούν οι μέρες όλο και χάνω δυνάμεις. Πιστεύω δε, ότι η ζωή που μου μένει είναι πια λίγη, επειδή οπωσδήποτε, έτσι όπως πάω, θα πεθάνω. Τώρα πηγαίνω στο χωριό μου να δω έναν ανεψιό μου και εκεί να πεθάνω στο μέρος που γεννήθηκα. Έχω έξι μήνες που ταξιδεύω και, κάθε μέρα που περνάει, με κάνει με κάνει περισσότερο αξιολύπητο. Τι λες εσύ φίλε μου για όλ’ αυτά; Τι πρέπει να κάνω; Στ’ αλήθεια, μου είναι αδύνατο πια να υποφέρω περισσότερο!».

Ακούγοντας όλη αυτή τη φοβερή και αληθινή ιστορία με κομμένη την αναπνοή μου, δόξασα τη σοφία και την αγαθότητα του Θεού που ενεργεί με τόσο ποικίλους και θαυμαστούς τρόπους για να φέρει τους αμαρτωλούς σε συναίσθηση.
Του είπα λοιπόν:
«Αδελφέ μου, έπρεπε τις ώρες του φόβου και του τρόμου και της αγωνίας σου να προσευχόσουν θερμά προς τον Θεό. Αυτό θα ήταν η μεγάλη και αποτελεσματική θεραπεία των δεινών σου».

«Αλήθεια! Στη ζωή μου –είπε– σκέφτηκα ότι θα ήταν καταστροφή για μένα να τολμήσω να προσευχηθώ απ’ ευθείας προς τον Θεό».

«Όχι, αδελφέ μου, όχι! Ο Σατανάς έβαλε στο μυαλό σου το φόβο και τις σκέψεις αυτές για την προσευχή. Αγαπητέ μου, δεν υπάρχει για το έλεος του Θεού όριο και, πραγματικά, λυπάται ο Θεός όταν δεν συναισθάνονται οι άνθρωποι και δεν καταλαβαίνουν να ζητήσουν το έλεός Του, για τους συγχωρήσει Εκείνος όλες τις αμαρτίες τους.
»Ο Θεός συγχωρεί χωρίς όριο αυτούς που μετανοούν. Δεν ξέρουν οι δυστυχείς άνθρωποι να προσευχηθούν, δεν ξέρουν να πουν την Προσευχή του Ιησού, το: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Εσύ θα κάνεις άριστα ν’ αρχίσεις να λες αυτή την προσευχή χωρίς διακοπή».

«Α, μάλιστα! Τη ξέρω αυτή την Προσευχή. Την έλεγα μερικές φορές που συνέβαινε να έχω ανάγκη από περισσότερο θάρρος, όταν επρόκειτο να κάνω κάποια κλεψιά!».

«Άκουσε, λοιπόν. Ο Θεός δεν σε κατέστρεψε όταν πήγαινες να κάνεις κάτι κακό κι έλεγες την Προσευχή αυτή. Πώς θα μπορούσε να προβεί στην καταστροφή σου, αφού η Προσευχή αυτή περιέχει τη λέξη του ελέους; Ο Σατανάς φρόντισε να σε κάνει να μη τη λες καθόλου· πρέπει δε να γνωρίζεις ότι, άσχετα με τις σκέψεις που έρχονται στο μυαλό σου, αν επιμένεις να λες τη νοερά Προσευχή του Χριστού, θα λυτρωθείς πολύ γρήγορα από τους τρόμους και από τ’ άλλα βάσανά σου και η γαλήνη του Θεού θα βασιλεύσει μέσα στη ψυχή σου. Θα γίνεις αφοσιωμένος του Θεού άνθρωπος και θ’ απαλλαγείς απ’ όλες τις αμαρτωλές σου συνήθειες και τα πάθη. Σε βεβαιώνω γι’ αυτό, γιατί έχω δει πραγματικά θαύματα στη ζωή μου απ’ αυτή την Προσευχή».

Μετά απ’ αυτά, του διηγήθηκα διάφορα περιστατικά, που έδειχναν την εξαίσια δύναμη που η Προσευχή του Ιησού είχε φέρει σε διάφορους αμαρτωλούς. Τέλος, τον έπεισα να έρθει μαζί μου στην Παναγία του Ποτσαέβ, το καταφύγιο των αμαρτωλών, για να εξομολογηθεί εκεί και να κοινωνήσει πριν φτάσει στο χωριό του.

Ο στρατιώτης μου, άκουσε όλα όσα του είπα με πολλή προσοχή, όπως τουλάχιστον κατάλαβα, και με χαρά συμφώνησε απόλυτα. Πήγαμε μαζί μέχρι το Ποτσαέβ, χωρίς να μιλά ο ένας προς τον άλλο, επειδή λέγαμε νοερά την Προσευχή του Ιησού σ’ όλο το διάστημα. Μια ολόκληρη μέρα βαδίζαμε έτσι. Την επόμενη αισθάνθηκε, όπως μου είπε, πολύ καλύτερα και για πρώτη φορά άρχισε να κυριαρχεί η ηρεμία μέσα του· ηρεμία, που ποτέ άλλοτε δεν την είχε αισθανθεί. Την τρίτη μέρα φτάσαμε στο Ποτσαέβ και τον συμβούλευα να μη διακόψει την Προσευχή ούτε κατά το διάστημα της μέρας ούτε τη νύχτα, όταν ήταν ξύπνιος. Τον βεβαίωσα δε ακόμη ότι το Πανάγιο Όνομα του Ιησού, που ο αόρατος εχθρός δεν μπορεί να το υποφέρει, θα τον ενδυνάμωνε για να σωθεί. Σ’ αυτό το σημείο τού διάβασα κι ένα κομμάτι από τη «Φιλοκαλία» που έλεγε ότι αν και οφείλουμε να λέμε πάντα την Προσευχή του Ιησού, είναι πολύ πιο απαραίτητο να τη λέμε όταν προπαρασκευαζόμαστε για την Αγία Κοινωνία.

Έκανε όπως του είπα και όπως του διάβασα κι ο Πνευματικός τού επέτρεψε να κοινωνήσει. Μετά ταύτα, από καιρό σε καιρό οι παλιές αμαρτωλές τάσεις και σκέψεις τον ενοχλούσαν, αλλά τις νικούσε εύκολα λέγοντας την Προσευχή αυτή. Την Κυριακή, για να σηκωθεί πρωί και για να προφθάσει τον Όρθρο, έπεσε να κοιμηθεί νωρίτερα αποβραδίς με τη νοερά Προσευχή στα χείλη. Εγώ έμεινα ξύπνιος και μ’ ένα ισχνό φως διάβαζα από τη «Φιλοκαλία».


Είχε περάσει καμιά ώρα όταν αντιλήφθηκα πως τον είχε πάρει πια ο ύπνος. Ξαφνικά, όμως, περίπου εικοσιπέντε λεπτά αργότερα, έδωσε ένα τίναγμα και σηκώθηκε όρθιος. Πήδησε κάτω απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε κατά πάνω μου με δάκρυα στα μάτια και με λόγια ευτυχίας στα χείλη μού είπε: «Ω, αδελφέ μου! Τι είδαν τα μάτια μου! Πόσο ήρεμος κι ευτυχισμένος είμαι τώρα! Πιστεύω πια τέλεια ότι ο Θεός επιθυμεί ζωηρά τη σωτηρία των αμαρτωλών και ότι η θεία Του στοργή προς αυτούς κατευθύνεται. Δόξα, Σοι, Θεέ μου! Δόξα νά ’χει τ’ Όνομά Σου!».

Τρόμαξα και χάρηκα συγχρόνως και τον ρώτησα να μου πει τι ακριβώς του είχε συμβεί.

«Μόλις με πήρε ο ύπνος» –μου είπε– «είδα πως ήμουν σ’ αυτό το χλοερό λιβάδι που υπέφερα τα μαρτύρια. Στην αρχή τρομοκρατήθηκα, αλλά είδα τώρα αντί για το σύννεφο, ένα λαμπρό ήλιο ν’ ανατέλλει κι ένα λαμπρότατο φως να φωτίζει γλυκά το λιβάδι. Τώρα υπήρχαν ακόμη μέσα στο λιβάδι κόκκινα τριαντάφυλλα κι άλλα όμορφα λουλούδια. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε πάλι ο παππούς μου και με κοίταξε με τόσο γλυκό βλέμμα, που ποτέ πριν δεν με είχε κοιτάξει άνθρωπος. Με χαιρέτησε και μου είπε: “Πήγαινε στο Ζιτομίρ, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εκεί στην εκκλησία θα σε προστατεύσουν. Κάθισε, λοιπόν, εκεί μέχρι το τέλος της ζωής σου και προσεύχου χωρίς ποτέ να σταματήσεις κι ο Θεός θα είναι μαζί σου”. Αυτά μου είπε κι αμέσως με σταύρωσε με το σημείο του σταυρού κι εξαφανίστηκε. Δεν μπορώ να εκφράσω το πόσο ευτυχισμένος είμαι τώρα. Αισθάνομαι σαν να ελαφρώθηκα από ένα φοβερό βάρος που είχα στη ψυχή μου. Τώρα μου φαίνεται πως μπορώ να πετάξω μέχρι τον ουρανό. Τη στιγμή που ξύπνησα, τώρα δα πριν από λίγες στιγμές, αισθάνθηκα τέτοια ειρήνη στην καρδιά και το μυαλό μου, που ποτέ πριν δεν είχα στη ζωή μου αισθανθεί. Τώρα τι πρέπει να κάνω; Δεν πρέπει να φύγω αμέσως για το Ζιτομίρ, όπως μου είπε ο παππούς μου; Θα φύγω, λοιπόν, αμέσως αφού εξασφάλισα την εσωτερική μου γαλήνη με τη νοερά Προσευχή».

«Μα, αδελφέ μου, στάσου!» –του είπα– «Ακόμη είναι νύχτα. Πώς μπορείς να ξεκινήσεις αμέσως, νύχτα καιρό; Κάθισε μέχρι το πρωί να πάμε στον Όρθρο να προσευχηθούμε κι ύστερα φεύγεις, με τη δύναμη του Θεού».

Έτσι, μετά απ’ αυτή τη συνομιλία, δεν κοιμηθήκαμε πια, αλλά πήγαμε στην εκκλησία, όπου κατά τη διάρκεια του Όρθρου προσευχηθήκαμε με δάκρυα στα μάτια κι όπως με βεβαίωσε αισθανόταν άρρητη γαλήνη και ότι προόδευε ειρηνικά στην Προσευχή του Ιησού. Μετά τη Θεία Λειτουργία κοινώνησε κι έπειτα έφαγε λίγο και ξεκίνησε για το Ζιτομίρ. Τον συνόδευσα μέχρι το δρόμο που αρχίζει γι’ αυτή την πόλη και τον κατευόδωσα με χριστιανική χαρά και αγάπη…

[«Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού»,
Μέρος 2ο, σελ. 185–194,
Μετάφραση:
Παντελεήμονος Καρανικόλα
Μητροπολίτου Κορίνθου
(1919–2006),
Εκδοτικός Οίκος
«Αστήρ»,
Αθήναι, 19663.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]