.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Γέροντας Ἰάκωβος τσαλικης: Ἡ θέση του γιὰ τὶς συμπροσευχὲς μὲ ἑτεροδόξους



«Ὅ­ταν ἔ­μει­νε γι­ά δι­α­νυ­κτέ­ρευ­ση στό Μο­να­στή­ρι ἕ­νας πα­πι­κός, ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ φέρ­θη­κε μέ ἀ­γά­πη. Ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης ἦ­ταν κα­λο­προ­αί­ρε­τος καί εἶ­χε πολ­λές ἀ­πο­ρί­ες. Ὁ Γέ­ρον­τας τοῦ ἐ­ξη­γοῦ­σε μέ κα­λωσύ­νη καί πρα­ό­τη­τα. Τό­τε τό Μο­να­στή­ρι δέν εἶ­χε τήν με­γά­λη τρά­πε­ζα πού ἔ­χει τώ­ρα, καί ἔ­τρω­γαν ὅ­λοι μα­ζί (μο­να­χοί, κλη­ρι­κοί, λα­ϊ­κοί) σέ μι­ά μι­κρή τράπε­­ζα (τρα­πε­ζα­ρί­α) στό ἰ­σό­γει­ο, δί­πλα στή βρύ­ση. Εἶ­χαν προ­πο­ρευ­θῆ ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι. Κά­θησαν στήν τρά­πε­ζα καί πε­ρί­με­ναν τόν Γέ­ρον­τα. Ὅ­ταν μπῆ­κε ὁ Γέ­ρον­τας μέ­σα, ὅ­λοι ση­κώ­θηκαν ἀ­πό σε­βα­σμό ἀλ­λά καί γι­ά νά γί­νη ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη προ­σευ­χή τῆς τρα­πέ­ζης. Ὁ Γέ­ρον­τας κά­θησε, εἶ­πε καί στούς ἄλ­λους νά κα­θή­σουν, ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό του καί ἄρ­χι­σε νά τρώ­η. Ὁ πα­πι­κός ἦ­ταν πι­στός. Παίρ­νει τό λόγο καί λέ­ει στό Γέ­ρον­τα: ”Γέροντα, δέν θά....
κά­νω­με προ­σευ­χή;”. Καί ὁ Γέ­ρον­τας ἤ­ρε­μα τοῦ ἀ­παν­τᾶ: ”Καλύ­τε­ρα νά κά­νω­με σι­ω­πή­”. Καί συ­νέ­χι­σε τό φα­γη­τό του. Ἄς κα­τα­νο­ή­σουν τό πνεῦ­μα τοῦ ἁ­γί­ου Γέ­ρον­τος ὅ­σοι ἐ­πι­μέ­νουν στίς συμ­προ­σευ­χές μέ ἑ­τε­ρο­δό­ξους». 

ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ