.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΣΟΥ;»



Ο γέρων Γελάσιος Σιμωνοπετρίτης (1904–1987) είχε την περισσότερη «θεωρία» απ’ όλους τους τελευταίους μοναχούς που κοιμήθηκαν στη Μονή της Σιμωνόπετρας. Ήταν ταλαιπωρημένος από τη ζωή. Καραβοκύρης στα νιάτα του, εγκατέλειψε το πλοίο του φορτωμένο στον Πειραιά –ύστερ’ από ένα όνειρο– και κίνησε για το Άγιον Όρος, δίχως να λογαριάσει τίποτε! Ήταν τότε μόλις τριάντα ετών.


Είδε την Παναγία πέντε φορές! Όχι στον ύπνο του, αλλά στην πραγματικότητα. Μάλιστα. Τον αξίωσε η Παναγία μας. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του είδε και τον άγιο Σίμωνα, ο οποίος του αποκάλυψε διάφορα που ο παππούλης τα μετέφερε στον Γέροντα Αιμιλιανό. Ήταν ένας άνθρωπος με πλούσιες πνευματικές εμπειρίες. Όλους εμάς τους νέους μάς βοήθησε πολύ να σταθεροποιηθούμε στη μοναχική μας ζωή και να έχουμε τη βεβαιότητα της συνεχούς παρουσίας της Παναγίας δίπλα μας.

Θυμάμαι που κάποτε είχε έρθει στο Μοναστήρι μας ένας παγκοσμίως γνωστός και τον ρώτησε:
–Τι κάνεις, πάτερ;
–Ετοιμάζομαι για τη ζωή!
–Μα εσύ πεθαίνεις, Γέροντα!...
Του είπε απορημένος και πήρε μια νέα ηχηρή απάντηση:
–Μα δεν ξέρεις, άρχοντά μου, ότι για τους χριστιανούς δεν υπάρχει θάνατος; Μόνο ζωή υπάρχει. Ο Χριστός τι μας είπε; «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή». Αφού πιστεύουμε στον Χριστό μας, που αναστήθηκε, τότε κι εμείς θ’ αναστηθούμε. Όσο εδώ ο έξωθεν άνθρωπος φθείρεται, ο έσωθεν ανακαινίζεται.
Ο επιφανής αυτός ξένος, τόσο ενθουσιάστηκε, που είπε αμέσως μετά: «Πράγματι, ο άνθρωπος αυτός βρήκε το νόημα της ζωής. Εμείς, εκεί έξω, τι κάνουμε;…».
Όπως ο απόδημος σκέφτεται πότε θα έρθει η ευλογημένη ώρα να γυρίσει πίσω στην οικογένειά του, στο περιβάλλον του, έτσι κι εμείς· σκεφτόμενοι ότι οι πρωτότοκοι αδελφοί μας βρίσκονται στον Ουρανό, περιμένουμε πότε θα έρθει η ώρα ν’ αποδυθούμε το φθαρτό ένδυμα και να ενδυθούμε τον ανακαινισμένο άνθρωπο. Περιμένουμε πότε θα πάμε κοντά στον Χριστό μας, να Τον προσκυνήσουμε. Να συναντηθούμε με την Παναγία μας, με τους αγίους και τους αγγέλους. Μόνο έτσι ο θάνατος είναι χαρμόσυνο γεγονός. Ενώ, αντίθετα, θάνατος χωρίς Χριστό, είναι όντως θάνατος. Θάνατος με Χριστό, είναι ζωή!

Μας διηγιόταν ότι το 1963 ο βασιλιάς Παύλος είχε καλέσει Αγιορείτες στ’ ανάκτορα, επ’ ευκαιρία της χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους. Πήγε σύσσωμη η Ιερά Κοινότητα. Παρίσταντο διάφοροι επίσημοι κοσμικοί. Στο τραπέζι καθόταν ένας μοναχός, ένας κοσμικός, ένας μοναχός, ένας κοσμικός. Δίπλα στον Γερο–Γελάσιο κάθισε ο Ηλίας Βενέζης. Ήσαν συμπατριώτες από την ευλογημένη αιολική γη, από τη Μικρασία. Ο παππούς καταγόταν από την Παλαιά Φώκαια.
Κάποια στιγμή ο Βενέζης τού λέει:
–Γέροντα, από πού είσαι;
–Από το Άγιον Όρος!
–Από ποιο Μοναστήρι;
–Από τη Σιμωνόπετρα είμαι.
–Από πού κατάγεσαι;
–Από τις Φώκαιες της Μικράς Ασίας.
–Τι λες, Γέροντα! Ώστε είσαι Αιγαιοπελαγίτης καλόγερος.
–Ναι. Του λόγου σου, ποιος είσαι;
–Ο Ηλίας Βενέζης.
–Δεν σε ξέρω, παιδί μου. Συμπάθα με!...
–Δεν πειράζει, παππού. Πες μου πόσα χρόνια έχεις στο Άγιον Όρος;
–Τριάντα τρία, ευλογημένε.
–Τριάντα τρία;
–Εε, ναι. Πολλά είναι;
–Δεν μου λες, Γέροντα· μετάνιωσες ποτέ που έγινες μοναχός;
–Τι λες, κυρ-Ηλία, τι λες; Εκατό φορές να γεννιόμουνα, πάλι καλόγερος θα γινόμουν! Άκου, λέει, να μετανιώσω!... Άμα ζήσεις μια γλύκα –δεν σου όλες όλες– από την καλογερική ζωή, ξετρελαίνεσαι και δεν σκέφτεσαι τίποτε άλλο. Τι μου λες τώρα εσύ…
Όλη αυτή η στιχομυθία έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση στον Βενέζη, που την επομένη Κυριακή στην επιφυλλίδα του στην «Ακρόπολη» έγραψε χρονογράφημα με τίτλο: «Ο Αιγαιοπελαγίτης ψαράς». Έκανε μάλιστα και σχετική εκπομπή.


Στα τελευταία του τον είχαμε στο λιμανάκι στη Δάφνη, σαν οικονόμο επιτηρητή της ξυλείας που παραδίδουμε στα φορτηγά. Ο παππούς είχε πάμπολλα γατιά. Όταν τον έβλεπες, έκανες τη σκέψη ότι ήταν ένας αποτυχημένος στη ζωή του. Κυκλοφορούσε πάντοτε λερωμένος, ατημέλητος, γεμάτος τρίχες από τα γατιά. Όπως καθόταν στην πολυθρονίτσα, οι γάτες σκαρφάλωναν σ’ ολόκληρο το σώμα του! Μάλιστα στο κεφάλι του ανέβαινε μια που τη φώναζε «Προσφυγοπούλα» και ήταν τυφλή. Όταν κοιμόταν ο Γέροντας δεν χρησιμοποιούσε ποτέ κουβέρτα, γιατί ογδόντα γατάκια ανέβαιναν και κοιμόνταν επάνω του! Γέμιζε γάτες… Μόνο το στόμα έμενε ακάλυπτο. Καθώς ανέπνεε, ανεβοκατέβαινε το γατοπάπλωμα αυτό! Το θέαμα ήταν κωμικό και χαριτωμένο. Για τους σημερινούς οικολόγους, ο παππούς ήταν ό,τι έπρεπε.
Μια φορά τον ρώτησα:
–Παππού ευλογημένε, τι τα κάνεις τόσα γατιά;
–Ε, κι αυτά δεν έχουν δικαίωμα να ζήσουν; Σάμπως εγώ τα γέννησα; Ο Θεός τα έφερε κι εγώ τα υπηρετώ!... μου απάντησε αφοπλιστικά.
Κάθε μέρα έριχνε το διχτάκι κι έπιανε ψάρια. Χρειαζόταν πέντε κιλά για τις γάτες του. Έβγαζε πολλά ψάρια. Έστελνε και σ’ εμάς στο Μοναστήρι, όσα δεν έδινε στα… γατιά!

–Μερικοί νομίζουν ότι είναι ζωοφιλία αυτό, παιδί μου!, μου είπε κάποια μέρα. Όμως δεν είναι έτσι. Απλώς πρέπει να έχω τη συνείδησή μου καθαρή έναντι στον Θεό, ο Οποίος μας διδάσκει την ευγνωμοσύνη. Είδες τι έγινε με τους δέκα λεπρούς; Οι εννέα, και για τον Χριστό και για την Ιστορία, ήταν και είναι απόντες. Εγώ, λοιπόν, από ευγνωμοσύνη διακονώ τα γατιά. Θα σου πω γιατί. Τότε που, επί δώδεκα χρόνια ήμουν στον αρσανά του Μοναστηριού, ψάρευα καθημερινά. Πάντοτε το καλύτερο μπαρμπούνι που έβγαζα, το έδινα σ’ ένα γατάκο πανέμορφο που είχα, τον «Μπουλούκο». Πανέξυπνος, με καταλάβαινε σαν να ήταν παιδάκι! Με μια ματιά που του έριχνα, καταλάβαινε τι ήθελα.
Κάποιος καλός χριστιανός είχε δώσει στο παππού μερικά χρήματα κι έτσι αγόρασε μια μηχανίτσα και την έβαλε στο βαρκάκι που είχε, το «Αραπάκι» του. Το είχε βάψει κατάμαυρο, καλογερικό! Όταν ο γάτος άκουγε τη μηχανίτσα της βαρκούλας, έτρεχε στο μουράγιο κι άρχιζε τα «νιάου–νιάου». Μόλις πλησίαζε το βαρκάκι, πηδούσε μέσα ο «Μπουλούκος». Ο παππούς τον περίμενε κρατώντας το μπαρμπουνάκι από την ουρά. Το έπαιρνε ο γάτος κι έβγαινε να το… περιποιηθεί με την ησυχία του. Ο Γέροντας τακτοποιούσε τη βάρκα και τα δίχτυα. Αυτό γινόταν καθημερινά. Κάποια μέρα έπιασε ένα πολύ μεγάλο μπαρμπούνι και ήταν χαρούμενος, που ο γατούλης του θα έκανε γλέντι τρικούβερτο.


Μας διηγείται ο ίδιος Γερο–Γελάσιος:
–Μόλις έφθασα, μ’ έκπληξη διαπίστωσα ότι ο γάτος δεν ήταν στο μουράγιο. Ξαφνιάστηκα. Βγήκα έξω με το κοντό ρασάκι και τα μπατζάκια μου ανεβασμένα μέχρι τα γόνατα. Πήρα το πανέρι με τα ψάρια και τράβηξα για το κελί μου. Ο «Μπουλούκος» στεκόταν κάτω από τη μουριά. Τ’ αυτιά του ήταν τεντωμένα και το τρίχωμά του όρθιο. Κοίταζε παράξενα, σαν κάτι να σκόπευε. Του κουνάω το μπαρμπούνι να τον δελεάσω, φωνάζοντας «ψιτ–ψιτ!». Τίποτε. Δεν έδωσε σημασία. Στεκόταν μαρμαρωμένος. Ούτε «ψιτ!» άκουγε, ούτε «ξεψιτ!». Καθώς πλησίασα την πόρτα κι έβαλα το χέρι μου στο πόμολο να την ανοίξω, δίνει ο γάτος ένα σάλτο από έξι μέτρα μακριά και προσγειώνεται μπροστά στα πόδια μου. Κάνω ασυναίσθητα ένα βήμα προς τα πίσω και τι να δω! Μπροστά στο κατώφλι της πόρτας είχε απλωθεί, πέρα-πέρα, μια μεγάλη οχιά. Καραδοκούσε το φίδι να διαβεί κάποιος το κατώφλι, για να τον πλήξει. Ο γάτος είδε την οχιά κι έστησε καρτέρι για να με προστατεύσει από το δάγκωμά της! Θαύμασα και συγκινήθηκα. Αμέσως με το ποδαράκι του άρχισε να τη χτυπά, ώσπου τη σκότωσε. Το φίδι όμως πριν ψοφήσει, πρόλαβε και δάγκωσε τον «Μπουλούκο». Αφού λοιπόν τη σκότωσε και την τράβηξε μακριά, ήρθε κι άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου και να νιαουρίζει παραπονιάρικα: «νιάου, νιάου, νιάου!...». Κατάλαβα. Πρόσεξα καλύτερα και είδα ότι το ποδαράκι του είχε αίμα. Πήρα το σουγιά, το έσχισα κοντά στο δάγκωμα και το πίεσα να βγει το δηλητήριο. Ύστερα του έβαλα λαδάκι και το έδεσα. Όμως ο «Μπουλούκος» πρήστηκε κι έγινε τρεις φορές χοντρότερος απ’ ό,τι ήταν. Συνεχώς έκλαιγε. «Βρε, θα ψοφήσει το γατί εξαιτίας μου!», σκεφτόμουνα κι ήμουν όλο στενοχώρια. Μια βδομάδα τον νοσήλευα. Μόλις πέρασε η βδομάδα, άρχισε να συνέρχεται και να τρώει λίγο, αλλά του έπεσαν όλα τα νύχια και το τρίχωμα. Έμεινε, ο καημένος, ένα άσχημο πράγμα. Εγώ όμως του είχα υποχρέωση, γιατί ήταν ο σωτήρας μου. Έτσι, όταν αργότερα πήγα στη Δάφνη, τον πήρα μαζί μου. Συμμαζεύθηκε και μια τυφλή γατούλα, η «Προσφυγοπούλα», κι έτσι δημιουργήθηκε αυτή η παροικία που βλέπεις σήμερα…

Τα δύο τελευταία χρόνια, λόγω καρδιακής ανεπάρκειας, έμεινε κλεισμένος στο κελάκι του. Του είχαμε βάλει κι ένα δέκτη ήχου κι έτσι άκουγε συνεχώς από το Καθολικό τις ακολουθίες. Ήταν πολύ φιλακόλουθος. Όλες τις άλλες ώρες της μέρας και της νύχτας έκανε συνεχώς προσευχή. Συχνά έβλεπε το άκτιστο φως! Τον ρωτούσαμε πώς είναι κι εκείνος έκλαιγε και μας έλεγε: «Αχ, να μπορούσα να σας το εξηγήσω! Δεν ξέρω γράμματα και δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Το αισθάνομαι σαν τις τουλίπες το μαλλί. Μου κάνει καρδιά να πάρω και να δώσω: Πάρε κι εσύ, πάρε κι εσύ, πάρε κι εσύ! Δεν μπορώ αλλιώς να σας το περιγράψω. Μόνο άμα το ζήσει κανείς, το καταλαβαίνει…».

Κάποια μέρα που ήμουν εφημέριος, πήρα αντίδωρο μετά την Απόλυση και του το πήγα. Τον βρήκα να κάθεται στον εξώστη. Η μέρα ήταν ωραιότατη. Ο Γέροντας καθόταν στην πολυθρονίτσα του κι έκλαιγε με λυγμούς.
Τον πλησίασα και τον ρώτησα:
–Γιατί κλαις, Γέροντα;
–Δεν μπορώ να σου πω τώρα, δεν μπορώ... Περίμενε να συνέλθω…
Τον άφησα για λίγο.
Μόλις συνήλθε, μου είπε με αγωνία:
–Θα πεθάνω, πάτερ Αθανάσιε. Ακούς; Θα πεθάνω!...
–Ποιος σου είπε ότι θα πεθάνεις;… Τον ρώτησα έκπληκτος.
–Ο Θεός, μου το είπε! μου απάντησε και συνέχισε: Να, όπως καθόμουν κι αγνάντευα τη θάλασσα με τους ψαράδες και χαιρόμουνα τα πουλάκια και τα λουλούδια κι έβλεπα τον ήλιο να βγαίνει από την κορφή του Άθωνα, είπα μέσα μου: «Θεέ μου! Τι ωραίος κόσμος! Για ποιον έπλασες αυτόν τον κόσμο;…». Ξαφνικά, μου ήρθε μια φωνή από τον Άθωνα, σαν εκατό κεραυνοί μαζί: «Για σένα, το πλάσμα Μου!». Μου πήγε πέντε-πέντε, παιδί μου. Κόντεψε να πάθει η καρδιά μου και να μείνω στον τόπο μου.
–Τι έκανες ύστερα, παππού;
–Εγώ, ο ανόητος, αντί να πάψω και να βουλώσω το στόμα μου, συνέχισα και ρώτησα τον Θεό: «Τι θέλεις από μένα το πλάσμα σου;». «Να με αγαπάς και να με φοβάσαι!». Συνέχισα με αναίδεια: «Πώς θέλεις να Σε αγαπώ και πώς θέλεις να Σε φοβάμαι;». «Να Με αγαπάς ως πατέρα σου και να Με φοβάσαι ως πλάστη σου!», απάντησε η φοβερή φωνή. Εε, μετά απ’ αυτό, είναι να μη πεθάνω;
Προσπάθησα να τον ηρεμήσω, λέγοντας:
–Παππού, ησύχασε. Αν ήτανε να πεθάνεις, θα είχε συμβεί από την πρώτη κιόλας στιγμή. Αφού ο Θεός σε άφησε, θα ζήσεις.

Όντως, έζησε άλλα δύο χρόνια. Διδαχθήκαμε πάρα πολλά από την οσιότητά του. Ήταν άνθρωπος του Θεού, ο οποίος είχε καταλάβει το σκοπό της ζωής του. Μας δίδασκε με τη σιωπή του και με τη ομιλία του και με τις ιστορίες του…

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ

[Μανώλη Μελινού:
«Αγιορείτες Ευλογείτε»,
–Σειρά «Πείρα Πατέρων»–,
κεφ. 2ο, σελ. 52–66,
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2004.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]