.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ὀρθοδοξία καί Ἰσλάμ

 († Γέροντας Γεώργιος Καψάνης)


Τοῦ ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη, καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς 
Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους

Πρόλογος
Ἐπικαλούμενος τήν εὐλογία τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν καί οἰκουμενικῶν διδασκάλων, τῶν ὁποίων σήμερα ἐπιτελοῦμε τήν μνήμη, γράφω τίς ταπεινές αὐτές γραμμές. Σέ κείμενο του ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ διαπιστώνει ὅτι ὑφίσταται χάσμα μεταξύ τῆς εὐσεβείας τῆς λατρευούσης Ἐκκλησίας καί τῆς ‟θεολογίας’’ ὡρισμένων θεολόγων (κληρικῶν καί λαϊκῶν) πού θεολογοῦν ἐρήμην καὶ ἀντίθετα πρός αὐτήν. Καί τό δυσάρεστο εἶναι ὅτι οἱ θεολόγοι αὐτοί δὲν ἐξέρχονται τοῦ περιβόλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά «θεολογοῦν» ἐν ὀνόματι Αὐτῆς. Ἔτσι ἐπέρχεται σύγχυσις στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἐπηρεασμός τοῦ φρονήματος, ὄχι μόνον ἁπλῶν πιστῶν, ἀλλά καί θεολόγων καί μάλιστα νέων φοιτητῶν τῆς θεολογίας, οἱ ὁποῖοι διδάσκονται ἀπὸ ὡρισμένες πανεπιστημιακές ἕδρες διδασκαλίες ξένες καί ἀντίθετες πρός τήν Ὀρθόδοξο θεολογία, ὅπως εἶναι ἡ ‟θεολογία’’ τῆς ἀπομυθεύσεως ἤ ἡ λεγόμενη θεολογία τῆς ἀπελευθερώσεως. Οἱ θεολόγοι αὐτοί δυστυχῶς γίνονται ἀνεκτοί καί κάποτε προβάλλονται ἀπό τήν ἐκκοσμικευμένη κοινωνία μας. Βλέπουμε νὰ ἐπικρατῆ καὶ μεταξύ Ὀρθοδόξων ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος (comprehensiveness ) τῶν Ἀγγλικανῶν, δηλαδή ἡ συνύπαρξις στήν ἴδια Ἐκκλησία μελῶν της πού πιστεύουν διαφορετικά ἤ καί ἀντίθετα δόγματα. Ἐάν ἡ περιεκτικότης (γνώρισμα τῆς ἀπιστίας καί τοῦ συγκρητισμοῦ) ἐπικρατήση καί στόν ὀρθόδοξο χῶρο, θά πρέπει νά...
θρηνήσουμε γιά τήν πτῶσι τῆς νέας Ἱερουσαλήμ καί τήν νέα βαβυλώνιο αἰχμαλωσία τοῦ νέου Ἰσραήλ τῆς Χάριτος. Καί γιά νά μή νομισθῆ ὅτι ὑπερβάλλω, θά ὑπενθυμίσω τήν περίπτωση δύο κοιμηθέντων Ἱεραρχῶν. Ἑνός Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς καί ἑνός Πατριάρχου τοῦ προσφάτως κοιμηθέντος Ἀλεξανδρείας Παρθενίου. 

Ὁ πρῶτος, σέ ‟Ὀρθόδοξο’’ Κατήχηση πού συνέγραψε, δέχεται τήν θεωρία τῶν κλάδων πού ἀνατρέπει τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καί ὁμιλεῖ εὐφήμως γιά τήν μασωνία. Ὁ δεύτερος, τουλάχιστον τρίς ἐχαρακτήρισε τόν Μωάμεθ ὡς ‟προφήτη’’ καί τό Κοράνιο ὡς ‟ἅγιο’’, ἐλθών σέ κραυγαλέα ἀντίθεση μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν Ἱερά Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱεράρχαι αὐτοί ἐξέπεσαν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Πίστι. Ποιοί ὅμως τούς ἤλεγξαν γι’ αὐτό; Καί πάλιν θά μνησθῶ τοῦ π. Φλωρόφσκυ πού ἔλεγε: «Δὲν ἔχουμε κρίσι θεολογίας, ἀλλά κρίσι πίστεως». 

Ἀναγινώσκοντες τά κείμενα τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξου καί Μουσουλμάνων εἴχαμε τήν ἴδια αἴσθησι. Εἴδαμε νά ἀποσιωπῶνται θεμελιώδεις ἀλήθειαι τῆς ἁγίας εὐαγγελικῆς καί ἀποστολικῆς μας Πίστεως. Εἴδαμε νά ἐπικρατῆ ἕνα πνεῦμα οὑμανιστικό, πού μᾶς θύμισε τόν δυτικό Βαρλαάμ. Ἐάν ὑπῆρχε σήμερα ἕνας Γρηγόριος Παλαμᾶς, θά ἐξοβέλιζε μέ τήν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος τήν ‟θεολογία’’ αὐτήν ἐκ μέσου τῆς Ἐκκλησίας. Γράφουμε μέ πόνο καί ἀγάπη. Ἀλλά δέν ἡμποροῦμε νά σιωπήσουμε. Ἐάν σιωπήσουμε, φοβούμεθα ὅτι θά εἴμεθα συνένοχοι. Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, γραμμένο τῇ ἐπιστασίᾳ μου ἀπό ἀδελφό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μας, ἐκφράζει τόν προβληματισμό μας. 

Λυπούμεθα ἄν κάποιοι στενοχωρηθοῦν ἀπ’ αὐτό. Ἀλλά κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο: «κρείσσων ἐπαινετός πόλεμος, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ». Ποτέ δέν θά ἠθέλαμε νά ἰδοῦμε τήν Ἐκκλησία μας ἀπό ‟ἑνότης τῆς Πίστεως καί κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’ νά ἐκπίπτῃ σέ οὑμανιστική θρησκευτική λέσχη. Ἐλπίζουμε ὅτι καί ἄλλοι Ποιμένες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχοντες ἔνοικον τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά ὀρθοτομήσουν τόν λόγον τῆς Ἀληθείας. Καιρός μαρτυρίας καί ὁμολογίας.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς 
Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους. 
†Ἀρχιμ. Γεώργιος


Ὀρθοδοξία καί Ἰσλάμ Κριτική προσέγγισις τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ διαλόγου 
ὑπό τό φῶς τῶν Ἁγίων Πατέρων
Ὁ ἀκαδημαϊκός διάλογος Ὀρθοδοξίας καί Ἰσλάμ, ὁ ὁποῖος πραγματοποιεῖται μέ τήν πρωτοβουλία τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Βασιλικῆς Ἀκαδημίας γιά τήν ἔρευνα τοῦ Ἰσλαμικοῦ Πολιτισμοῦ (Ἰορδανία), συνεπλήρωσε τήν πρώτη δεκαετία (1986-1996). Στό τέλος αὐτῆς τῆς δεκαετίας θεωροῦμε ἀπαραίτητη τήν θεολογική του ἀξιολόγησι.
Μελετῶντας τήν ἐξέλιξί του καί ἀναζητοῦντες τίς θεολογικές του προϋποθέσεις διαπιστώνουμε ὅτι προωθοῦνται τρόποι προσεγγίσεως τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Μουσουλμάνων βασιζόμενοι σέ ἕνα διαθρησκευτικό συγκρητισμό, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νά διαμορφώνεται τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ αἰῶνος.

Τόν συγκριτισμό αὐτόν ἐκφράζει μέ σαφήνεια ὁ Ἀστέριος Ἀργύριου, μελετητής τοῦ Ἰσλάμ καί καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Στρασβούργου. Ἀναφερόμενος στήν σύγχρονη ἰσλαμολογική ἔρευνα γράφει ὅτι οἱ ἰσλαμολόγοι ἀνεγνώρισαν στό Ἰσλάμ «τή θρησκεία πού δοξολογεῖ τόν ἴδιο μέ μᾶς Θεό, τό Θεό τοῦ Ἀβραάμ, τόν κοινό Πατέρα ὅλων τῶν πιστῶν»1. Εἶναι, ὡς γνωστόν, ἀποστολική ἡ πίστις ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ μόνη Ὁδός πρός τόν Θεό Πατέρα. Ἐν τούτοις ὁ καθηγητής Ἀργυρίου, σάν νά μή δέχεται τήν πίστι αὐτή, ἐρωτᾶ: «Τί λοιπόν θά ἐμπόδιζε τή σύγχρονη θεολογία νά ἀναγνωρίσει στό πρόσωπο τῆς θρηκείας τοῦ Μωάμεθ μίαν ‟ὁδόν πρός σωτηρίαν’’ τῶν ἀνθρώπων;»2. Διότι, «‟τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ’’ (Ἰωάν. 3, 8) καί ‟ἀνεξερεύνητα τά κρίματα τοῦ Θεοῦ καί ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὀδοί αὐτοῦ’’ (Ρωμ. 2, 33). Ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά χρησιμοποιήση τήν ‟ὁδόν σωτηρίας’’ ὅπου θέλει καί ὅποτε τό κρίνει σκόπιμο. Ἡ ἄπειρος πρός τούς ἀνθρώπους ἀγάπη του μπορεῖ νά ἀνοίξει ‟ὁδούς θεογνωσίας καί σωτηρίας’’ πού ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μας ἀδυνατεῖ νά ἐξιχνιάσει. Πῶς μποροῦμε λοιπόν νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ ἐμφάνιση καί ἡ δράση τοῦ μωαμεθανισμοῦ στόν κόσμο εἶναι ἔργο τοῦ Διαβόλου καί ὄχι τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἀντιχρίστου καί ὄχι του Χριστοῦ;»3.

Ἐπ’ αὐτῆς τῆς συγκρητιστικῆς βάσεως στηρίζονται καί οἱ τέσσερις θεολογικές του θέσεις, τίς ὁποῖες προτείνει ὡς σημεῖα ἀφετηρίας γιά ἕνα σύγχρονο χριστιανο-ισλαμικό διάλογο4.
Ὁ συγκρητισμός αὐτός ἔχει βρεῖ πρόσφορο ἔδαφος καί στόν χῶρο τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Ἀπό ὀρθόδοξο θεολόγο ὑποστηρίζεται γιά τήν μουσουλμανική θρησκευτικότητα ὅτι «δέν πρόκειται -ὅταν (τήν) βιώνουν σοβαρά καί μέ συνέπεια (οἱ Μουσουλμάνοι) – γιά τυφλή τήρηση ἐντολῶν, ἀλλά γιά δοκιμασμένους τρόπους ἐπίγνωσης καί βίωσης τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ θείου θελήματος, γιά πλήρωμα ζωῆς μέσα τους καί γύρω τους»5.

Στόν ἴδιο χῶρο κυκλοφοροῦν καί τολμηρότερες συγκρητιστικές ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες δημοσιεύονται χωρίς καμμία ὀρθόδοξη κριτική: «Γιά τό μέλλον ἕνα μόνο εἶναι βέβαιο: στό τέρμα τόσο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὅσο καί τῆς πορείας τοῦ κόσμου δέν θά στέκονται ὁ Βουδισμός, ἤ ὁ Ἰνδουϊσμός, ἀλλά οὔτε τό Ἰσλάμ καί ὁ Ἰουδαϊσμός. Ναί, οὔτε καί ὁ Χριστιανισμός. Καμιά θρησκεία. Ἀλλά μόνον ὁ ἴδιος ὁ Ἄρρητος….. Καί στό τέρμα δέν θά στέκεται πιά μεταξύ θρησκειῶν διαχωριστικά κάποιος προφήτης ἤ φωτιστής δέν θά στέκεται οὔτε ὁ Μωάμεθ οὔτε ὁ Βούδας. Μάλιστα, δέν θά στέκεται πιά διαχωριστικά οὔτε καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός….»6.

Ἡ ἔκδοσις τοῦ Κορανίου σέ ἑλληνική μετάφρασι μέ τίτλο ‟Τό ἱερό Κοράνιο’’ καί ἡ διαφήμισίς του ἀπό περιοδικό σπουδῆς στήν Ὀρθοδοξία, φανερώνει ὅτι τό πνεῦμα αὐτό ἔχει ἀρχίσει νά ἐπηρεάζῃ καί τήν θρησκευτική διανόηση στήν Ἑλλάδα, τήν στιγμή μάλιστα πού σύγχρονες ἐκδόσεις (1996) τοῦ Κορανίου στήν Εὐρώπη δέν τό τιτλοφοροῦν ὡς ἱερό. Ὅταν σέ ὅλα αὐτά προστεθοῦν καί οἱ χαρακτηρισμοί τοῦ Μωάμεθ ὡς προφήτου ἀπό Ὀρθοδόξους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτας, ὅπως π.χ. ἀπό τόν ἐκλιπόντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Παρθένιο, τότε εἶναι εὔλογο νά ἀνηχοῦμε καί γιά ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος καί ἐκκλησιαστικῶν ἀκόμη ἀνδρῶν.

Ὑπάρχουν ἰσχυρές ἐνδείξεις ὅτι ὁ διαθρησκευτικός αὐτός συγκριτισμός ἀπετέλεσε καί τήν θεολογική προϋπόθεση τοῦ ὑπ’ ὄψιν μας ὀρθοδοξο-ισλαμικοῦ διαλόγου. Οἱ πρωτεργάται τοῦ διαλόγου ἀρνοῦνται φραστικῶς τόν διαθρησκευτικό συγκρητισμό7. Στήν πραγματικότητα ὅμως διολίσθησαν σέ αὐτόν, ὅπως θά φανῆ ἀπό τήν κατώτερη ἀνάλυση.

Ὀρθοδοξο-ισλαμικός διάλογος, πορεία καί κατευθύνσεις
Τό 1986 ἀρχίζει ὁ διάλογος μέ ἕνα ὅραμα: νά συμβάλη στήν ἐλαχιστοποίηση τῶν θρησκευτικῶν συγκρούσεων σ’ ἕνα κόσμο θρησκευτικά ποικιλόμορφο, στήν εἰρηνική συνύπαρξι καί συνεργασία τῶν Χριστιανῶν μέ τούς Μουσουλμάνους8. Πρόκειται γιά μία ἐπαινετή πρωτοβουλία. Στόν κόσμο μας, ἄλλωστε, εἶναι κοινή προσδοκία ἡ εἰρήνη καί ἡ συνεργασία τῶν λαῶν. Δυστυχῶς ὅμως γιά τήν ἐπίτευξι τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ὁ διάλογος ἐβάδισε ὁδό ἄγνωστη μέχρι σήμερα στούς Ὀρθοδόξους λαούς.

Ἡ πορεία τοῦ διαλόγου μπορεῖ νὰ συνοψισθῆ διαγραμματικά στὰ ἑξῆς στάδια:
Ἡ προοπτική συνεργασίας δύο κόσμων θρησκευτικά ἑτερόκεντρων προϋποθέτει σημεῖα ἐπαφῆς. Γι’ αὐτό ὡς πρῶτο σημεῖο ἐπαφῆς προσδιορίσθηκε ἡ κοινή ἀντίληψις περί αὐθεντίας.
Ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ ἀναγνωρίζουν στόν Θεό καί στό θεῖο Νόμο τήν αὐθεντία σχετικά μέ τή ρύθμιση τῆς πολιτικῆς, οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν τους9.

Ἡ διαφορετική δογματική προσέγγισις τοῦ Θεοῦ καί τῆς σχέσεώς του μέ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο δημιουργεῖ πόλωση μεταξύ Χριστιανῶν καί Μουσουλμάνων. Ἡ ὑπέρβασις τῆς πολώσεως ἐπετεύχθη μέ τόν προσδιορισμό τῶν κοινῶν σημείων στήν πίστι τῶν δύο κόσμων.
Ὁ μονοθεϊσμός, ἡ πίστις στόν ἕνα Δημιουργό Θεό τῆς Βίβλου, ἡ ἑνότης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὡς δημιουργήματος τοῦ ἑνός Θεοῦ καί ἡ πίστις σέ μέλλουσα κρίση καί ζωή, θεωρήθησαν ὡς σημεῖα ἑνότητος Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ10.

Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἑνότητος ἦταν ἡ ἀναγνώρισις κοινῶν ἀνθρωπιστικῶν ἀξιῶν: τῆς ἐλευθερίας, τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς ἰσοτιμίας τῶν ἀνθρώπων καί, λόγῳ τῶν πολεμικῶν συκγρούσεων μεταξύ χριστιανικῶν καί μουσουλμανικῶν λαῶν πού ἔλαβαν χώρα κατά τήν διάρκεια τῆς δεκαετίας αὐτῆς, τῆς ἀξίας τῆς μετριοπαθείας11.
Σοβαρό ἐμπόδιο γιά τήν προώθηση τῶν ἀξιῶν τῆς μετριοπαθείας μεταξύ τῶν νέων θεωρήθηκαν οἱ ἐμπειρίες τῶν θρησκευτικῶν φορτισμένων συγκρούσεων καί δυναστεύσεων τοῦ παρελθόντος. Προτέθη ἡ κάθαρσις τῆς ἱστορικῆς μνήμης τῶν λαῶν ἀπό τίς ἐμπειρίες αὐτές12.

Ἡ Παιδεία καθορίστηκε ὡς τό προσφορώτερο μέσον γιά τήν κάθαρσι τῆς ἱστορικῆς μνήμης τῶν λαῶν καί τήν οἰκοδόμησι ἑνός νέου ἤθους στήν νέα γενιά, τοῦ ἤθους πού θά καθορίζεται ἀπό τό ὅραμα τοῦ παρόντος ὀρθοδοξο-ισλαμικοῦ διαλόγου13.
Οἱ πολιτικές ἡγεσίες ἤδη ἔχουν δρομολογήσει ἐκπαιδευτικά προγράμματα πρός αὐτή τή κατεύθυνσι. Στήν Ἑλλάδα τό Ὑπουργεῖο Παιδείας πρόκειται νά συγκροτήση ‟διαβαλκανικό σχολεῖο’’ στήν Κρήτη μέ σκόπό τήν προώθηση τῶν κοινῶν ἀνθρωπιστικῶν ἀξιῶν Ἰσλάμ καί Χριστιανισμοῦ μεταξύ τῶν νέων14.

Ὁ διάλογος τῶν Ὀρθοδόξων μέ τό Ἰσλάμ κατά τό παρελθόν
Κατά τήν μακραίωνη ἱστορική συνύπαρξι τῶν ὀρθοδόξων χριστιανικῶν καί τῶν μουσουλμανικῶν λαῶν ἡ Ὁρθόδοξος Ἐκκλησία μας βρισκόταν σέ ἕνα διαρκῆ ὀρθοδοξο-ισλαμικό ‟διάλογο’’. Ἡ Ἐκκλησία διαλέχθηκε γνήσια καί αὐθεντικά διά τῶν Ἁγίων της, οἱ ὁποῖοι ἐβίωσαν αὐθεντικά τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό κατενόησαν σέ βάθος τό δόγμα καί τό ἦθος τοῦ Ἰσλάμ.

Ἀντιπροσωπευτικά δείγματα αὐτοῦ τοῦ ‟διαλόγου’’ σέ διαφορετικές περιόδους τῆς ἰσλαμο-χριστιανικῆς ἐπικοινωνίας εἶναι οἱ διάλογοι πού πραγματοποίησαν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (Η΄ αἰώνας), ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς(ΙΔ΄ αἰώνας), ὁ ἱερός Γεννάδιος ὁ Σχολιάριος (ΙΕ΄ αἰώνας) καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (ΙΗ΄-ΙΘ΄ αἰῶνες). Ἡ ἐκπληκτική θεολογική ὁμοιομορφία τῶν διαλόγων αὐτῶν ἀποδεικνύει τό ἐνιαῖο πνεῦμα, κάτω ἀπό τό ὁποῖο διαλέγονται οἱ Ἅγιοι, ἀνεξαρτήτως ἀπό τήν ἱστορική περίοδο πού διανύει τό Ἱσλάμ καί ἀπό τήν πολιτική καί κοινωνική κατάσταση τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν.
Αὐτοί οἱ διάλογοι μποροῦν μέ ἀσφάλεια νά θεωρηθούν καί ἡ αὐθεντική ἔκφρασις τοῦ διαλόγου τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν μέ τό Ἰσλάμ.

Τά χαρακτηριστικά τῶν διαλόγων εἶναι τά ἑξῆς:
α) Τό Ἰσλάμ ἀντιμετωπίζεται μέ πνευματικά κριτήρια. Οὔτε ἡ πολιτική κατ’ ἀρχήν ὑπεροχή οὔτε καί ἡ μεταγενέστερη δουλεία τῶν Ὀρθοδόξων ἐπηρέασαν τήν κρίση τῶν Ἁγίων γιά τό Ἰσλάμ. Γιά τόν λόγο αὐτό δέν θεωροῦμε ἐπιτυχημένο τόν χαρακτηρισμό ὡρισμένων ἀντι-ισλαμικῶν ἔργων ὡς φανατικῶν, ὅπως π.χ. τοῦ ἁγίου Μάξιμου τοῦ Γραικοῦ. Πρόκειται γιά διαφορετική ἔκφρασι τοῦ διαλόγου, ὥστε νά ἀνταποκρίνεται σέ συγκεκριμένες ποιμαντικές ἀνάγκες.

β) Ὑπάρχει διαχρονική πιστότις στό Ὀρθόδοξο δόγμα, ἡ ὁποία παίρνει σέ κάθε διάλογο τήν μορφή ἀνασκευῆς τῆς πλάνης τοῦ Ἰσλάμ καί ὁμολογίας τοῦ δόγματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

γ) Ἡ ἀνωτερότης τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ προβάλλεται ὡς ἀπόδειξις τῆς ἀληθοῦς Πίστεως. Δέν παραδέχοντο οἱ Ἅγιοι κοινά ἀνθρωπιστικά ἰδεώδη στόν Χριστιανισμό καί στό Ἰσλάμ. Καί,

δ) Τό κίνητρο τῶν Ἁγίων γιά διάλογο μέ τό Ἰσλάμ εἶναι ἡ χριστοκεντρική ἀγάπη πρός τούς ἀλλοπίστους. Ποτέ ἡ ἀγάπη αὐτή δέν ἦταν ἀνθρωποκεντρική.

Τά κριτήρια αὐτά θεμελιώνονται στήν πίστι τῶν Ὀρθοδόξων στό Τριαδικό Θεό, στήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ. Θεμελιώνονται ἐπίσης στήν ἀγάπη, πού ἀπορρέει ἀπό τήν πίστι αὐτή καί προσφέρεται ἀπό τόν Χριστιανισμό ὡς τό ἀσφαλέστερο μέσον γιά τήν ἐπιδίωξι τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί συνεργασία μέ τούς Μουσουλμάνους, χωρίς νά τίθεται σέ κίνδυνο ἡ ἀκεραιότης τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία τῶν Ὀρθοδόξων. Θεμελιώνονται, τέλος, στήν ἐμπειρία ὅτι τά θρησκευτικά σχήματα πού δέν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι πλάνη καί ὁδοί ἀπωλείας.

Ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν αὐτόν τόν ὀρθοδοξο-ισλαμικό ‟διάλογο’’, ἀποροῦμε μέ τίς μεθοδεύσεις τοῦ συγχρόνου διαλόγου μέ τό Ἰσλάμ. Ἐπειδή παραθεωροῦνται οἱ ἀνωτέρω προϋποθέσεις θεωροῦμε ὅτι καί ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας δέν θά ἀποδεχθῆ τόν διάλογο. Ἡ Ἐκκλησία διαθέτει πλούσα πεῖρα ἀπό τήν μακραίωνη ἐπικοινωνία της μέ τό Ἰσλάμ, ἔτσι ὥστε εἶναι σέ θέσι νά διακρίνη τό πνεῦμα κάθε νέου διαλόγου.
Ἡ σύγκρισις τοῦ συγχρόνου ἀκαδημαϊκοῦ διαλόγου μέ τούς προαναφερθέντες διαλόγους μπορεῖ ἄριστα νά φανερώση τίς θεολογικές ἀστοχίες τοῦ συγχρόνου ἀκαδημαϊκοῦ ὀρθοδοξο-ισλαμικοῦ διαλόγου.

Συγκριτική προσέγγισις τοῦ διαλόγου
1) Διαθρησκευτικός συγκριτισμός.
Ὁ διάλογος κινεῖται σέ πλαίσια συγκριτικά. Στόν ὁρισμό τοῦ συγκριτισμοῦ κεντρική θέσι κατέχει ἡ ἀποδοχή ὅλων τῶν πίστεων καὶ ἡ ἀναγνώρισις τῆς Ἀληθείας σ’ ὅλες τίς πίστεις. Ἀπορρίπτεται ἡ ἔννοια τοῦ προσηλυτισμοῦ καὶ ἐπιδιώκεται ἕνωσις ἐπί πρακτικοῦ καὶ πραγματιστικοῦ ἐπιπέδου χωρίς ἑνότητα πίστεως. Ἡ πλουραλιστική κοινωνία δέν ἀνέχεται ἀπόλυτα μεγέθη, σχετικοποιεῖ τὰ πάντα, ἄρα καὶ τὴν ὀρθόδοξο πίστι. (πρβλ. Ἄρχιμ. Γεωργίου, Ὀρθόδοξος Μοναχισμός καὶ Ἅγιον Ὄρος, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, 1997, σελ. 43, 72).

Στὸν διάλογο τονίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν ἡ ἀνοχή τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τῆς ἄλλης πλευρᾶς15. Ἡ ἀνοχή αὐτή δὲν ἔχει ἁπλῶς τὸν χαρακτῆρα τῆς ἀνεξιθρησκείας. Δέν πρόκειται γιά σεβασμό τῶν προσώπων πού προτιμοῦν νὰ πρεσβεύουν τήν μία ἤ τήν ἄλλη πίστι.Πρόκεται γιά σχετικοποίησι τῆς Πίστεως.
Ὁ Σεβ. Ἑλβετίας εἶναι σαφής: «κατά βάθος, μία ἐκκλησία ἤ ἕνας τέμενος… ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξιωσι τοῦ ἀνθρώπου» (βλ. ὑποσημ.15).

Ἀναρρωτιέται ὁ Ὀρθόδοξος πιστός, ἐάν μιά τέτοια δήλωσις μπορεῖ νὰ γίνη ἀπό ἕνα Ὀρθόδοξο Χριστιανό. Ἡ πνευματική καταξίωσις τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι παρά ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ μετοχή τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ πνευματική κατάστασις εἶναι ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκήσεως, καί γενικῶς τῆς συσσωματώσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Πῶς ‟ἕνα τέμενος’’, ἡ ζωή δηλαδή κατά τήν διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ, θὰ ὁδηγήση τὸν ἄνθρωπο στήν πνευματική τελείωσι, στόν ἁγιασμό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει κάνει οὔτε τό πρωταρχικό βῆμα πρός αὐτήν τήν κατεύθυσνι, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καί τό Ἅγιο Βάπτισμα;

Ἡ αἰτία γιά τό θεολογικό αὐτό ὀλίσθημα εὑρίσκεται στήν ἐσφαλμένη παραδοχή ὅτι ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό τῆς Βίβλου, ἐνῶ στήν πραγματικότητα τό Ἰσλάμ ἀποτελεῖ ἄρνηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀρνεῖται τὸ τρισυπόστατον τοῦ Θεοῦ καί τήν θεότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὸ Ἰσλάμ δέν ἀποτελεῖ ἴσως πρόβλημα νὰ ἀναγνωρίση στούς Χριστιανούς τήν ἀληθινή πίστι ἐφ’ ὅσον ὁμολογοῦν μονοθεΐα χωρίς διευκρινήσεις περί τῶν προσώπων. Γιά τούς Χριστιανούς ὅμως εἶναι σοβαρωτάτη πλάνη νὰ περιορίσουν ἤ νά γενικεύσουν τήν Ὀρθόδοξο Πίστι ἁπλῶς σέ μονοθεϊσμό.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χαρακτηρίζει τήν μονοπρόσωπη μονοθεΐα τοῦ Ἰσλάμ κεκρυμμένη ἀσέβεια. Δυστυχῶς οἱ Ὀρθόδοξοι διεπράξαμε τό ὀλίσθημα αὐτό ἀπό τήν πρώτη ἀκόμη ἀκαδημαϊκή συνάντηση.Ἡ πίστις σέ ἕνα Δημιουργό Θεό, τόν Θεό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θεωρήθηκε τό σημεῖο ἑνότητος τῶν δύο θρησκειῶν16 καί χρησιμοποιήθηκε ὡς ἀφετηρία γιά τόν παρόντα διάλογο17.
Οἱ μουλουλμάνοι ὡδηγήθηκαν στήν σύγκλιση αὐτή κινούμενοι ἀκριβῶς πάνω στίς ἀρχές τῆς κορανικῆς διδασκαλίας. Εἶχαν ἀπέναντί τους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχθηκαν ὡς κοινή πίστη μαζί τους τόν μονοθεϊσμό, χωρίς σοβαρή ἐμμονή στό δόγμα τῆς Ἁγία Τριάδος. Γι’ αὐτό καί ἀποδέχθηκαν τήν σύγκλισι.

Ἐάν ὑποτεθῆ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπέμεναν στήν Ὀρθόδοξο Πίστι, ἡ σύγκλισις θά ἦταν ἀδύνατη. Γιά νά ἐπιτευχθῆ ἡ σύγκλισις, τονίσθηκε ἰδιαίτερα ἡ κοινή πίστις σέ ἕνα Θεό, ἐνῶ ἔμειναν ‟ψιλά γράμματα’’ ἡ Ὀρθόδοξος διδασκαλία περί Ἁγίας Τριάδος, περί τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ κλπ.
Ἐκφράσεις περί διαφορῶν σπανίως συναντῶνται στα κείμενα πού ἀναφέρονται στό διάλογο, ἀλλά καί αὐτές ὑποτονικές. Π.χ. «ὅπως ἐπίσης ἔχουν (ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ) καί πολλά σημεῖα διαφοροποιήσεως στό καθαρῶς θεωρητικό θρησκευτικό τους περιεχόμενο»18.

Ἐντελῶς διαφορετικά ὅμως διαλέχθηκαν οἱ Ἅγιοι μέ τό Ἰσλάμ. Ὡμολόγησαν ἀκριβῶς τήν Ὀρθδόδοξο Πίστι, σέ περιόδους μάλιστα πού οἱ Ὀρθόδοξοι θά εἶχαν λόγους νὰ ἀποσπάσουν εὐνοϊκώτερη συμπεριφορά ἐκ μέρους τῶν κυριάρχων Μουσουλμάνων ὑποτονίζοντας τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν ἔκαναν ἐν τούτοις οὔτε τήν παραμικρή ὑποχώρηση στά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, πρᾶγμα πού πολλές φορές τούς ἐστοιχισε καί τήν ἴδια τήν ζωή.

Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες εἶναι λαμπρά παραδείγματα. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συνοψίζει ὡς ἑξῆς τήν στάσι τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων: «Ἐκεῖνοι (οἱ παλαιοί μάρτυρες) διά τήν πίστιν τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐμαρτύρησαν; και οὖτοι ὁμοίως, ἐκεῖνοι διά τό ὄνομα, καί τήν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔχυσαν τό αἷμα τους; καί οὗτοι ὁμοίως· ἵνα μή λέγω ὅτι οὗτοι ἔχουσί τι περισσότερον ἀπό ἐκείνους καθ’ ὅτι ἐκεῖνοι μέν ἠγωνίσθησαν κατά τῆς πολυθεΐας, καί εἰδωλολατρείας, ἥτις εἶναι μία προφανής ἀσέβεια, ὅπου δύσκολα ἠμπορεῖ νὰ ἀπατήσῃ ἕνα λογικό νοῦν, οἷτοι δέ ἠγωνίσθησαν κατά τῆς τῶν ἀλλοπίστων μονοπροσώπου μονοθεΐας, ἥτις εἶναι μία κεκρυμμένη ἀσέβεια, ὁπού εὐκόλως δύναται νά ἀπατήσῃ τόν νοῦν»19

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶχε ἐκτενῆ συνομιλία μέ τούς ἐξισλαμισθέντας Χιόνας καί τούς παρεστῶτας Τούρκους. Τοῦ εἶχε ζητηθῆ νὰ ἐκθέση τήν Πίστι τῶν Χριστιανῶν.
Τό πρῶτο θέμα πού ἀνέπτυξε ὁ Ἅγιος ἦταν τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος: «Τό γοῦν μυστήριον τῆς καθ’ ἡμᾶς εὐσεβείας οὕτως ἔχει. Μόνος ὁ Θεός ἐστιν, ὁ ἀεί ὤν καί διαμένων εἰς τούς αἰῶνας… Αὐτός γοῦν ὁ Θεός, ὁ μόνος ἄναρχος, οὐκ ἔστιν ἄλογος· αὐτός ὁ Θεός, ὁ μόνος ἄναρχος, οὐκ ἔστιν ἄσοφος….».
Καί ὡλοκλήρωσε τήν περί Ἁγίας Τριάδος ὁμολογία του μέ τό ἑξῆς συμπέρασμα: «Οὐκοῦν ὁ Θεός τρία, καί τά τρία ταῦτα εἷς ἐστι Θεός καί Δημιουργός»20.

Στήν συνέχεια ὁ Ἅγιος συνεπλήρωσε τήν ἔκθεσι τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως μέ τήν διδασκαλία περί τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ ἀπαντῶν σέ ποικίλα ἐρωτήματα τῶν Τούρκων. Εἶναι σημαντικό νά λεχθῆ ἐδῶ ὅτι ὁ Ἅγιος δέν διελέγετο ἐπί ἴσοις ὅροις, ὅπως ἐμεῖς σήμερα, ἀλλά κάτω ἀπό συνθῆκες αἰχμαλωσίας, στερήσεων καί σωματικῶν κακώσεων21, καί παρ’ ὅλα αὐτά δέν ὑπέστειλε τό χριστιανικό του φρόνημα χάριν τῆς ὁποιαδήποτε γηίνης ἀπολαβῆς.

Ὁμιλοῦντες περί τοῦ Ἁγίου Γηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θεωροῦμε ἀπαραίτητο νά ἐπισημάνουμε τήν θλιβερά παρανόησι μιᾶς ἐκφράσεως τοῦ Ἁγίου. Ἐλέχθη ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος συνεφώνησε τάχα ὅτι «θά ἔλθῃ ποτέ ὁ χρόνος καθ’ ὅν θὰ ἐπέλθῃ ἡ μεταξύ αὐτῶν (Ὀρθοδόξων καί Ἰσλάμ) ἀλληλακατανόησις», τό ὁποῖον καί εὐχήθηκε νά ἔλθη σύντομα22. Μία τέτοια ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐξυπηρετεῖ βέβαια τούς στόχους τοῦ συγχρόνου ὀρθοδοξο-ισλαμικοῦ διαλόγου γιά «ἀλληλοκατανόησι».

Πρόκειται ὅμως γιά παρερμηνεία. Στήν συνέχεια τοῦ κειμένου ὁ Ἅγιος ἑρμηνεύει τόν λόγο του «ἔσται ποτέ ὅτε συμφωνήσομεν ἀλλήλοις», λέγοντας: «Συνεθέμην γάρ μνησθείς τῆς τοῦ ἀποστόλου φωνῆς, ὅτι ἐπί «τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· τοῦτο δ’ ἔσται πάντως ἐπί τῇ δευτέρᾳ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν, Ε.Π.Ε., τ. 7, σελ. 190). Αὐτά λέγει ὁ Ἅγιος, χωρίς νά ὑπονοῆ καμμία ἀλληλοκατανόηση συγκρητιστικοῦ τύπου, ἀλλά ἐννοῶν τήν πραγματική ἐπίγνωση τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ἰσλάμ.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἄν καί εἶναι συνοπτικώτερος στίς διατυπώσεις αὐτῶν τῶν δύο δογμάτων, ὅμως εὐθύς ἐξ ἀρχῆς προβαίνει σέ δραστικώτερη ἀνασκευή τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἰσλάμ περί τοῦ Θεοῦ καί περί τοῦ Χριστοῦ. Στήν συνέχεια ἀσχολεῖται καί μέ ἄλλα θέματα. Προφανῶς προτάσσει τά δογματικά ἐπειδή τά θεωρεῖ ὡς θεμελιωδέστερα τῶν ἄλλων23.

Τέλος ὁ Πατριάχης Γεννάδιος Σχολάριος σέ καιρούς κατ’ ἐξοχή δίσεκτους γιά τούς Ὀρθοδόξους, διελέχθη μέ ἀξιωματούχους Μουσουλμάνους καί στήν συνέχεια ἐπέδωσε δύο κείμενα μεταφρασμένα στήν ἀραβική, στά ὁποῖα: α) πραγματεύεται ἐκτενῶς περί τῆς μόνης σωτηρίου ὁδοῦ, τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν, καί β) ἐκθέτει συνοπτικῶς τήν Χριστιανική διδασκαλία. Στά κείμενα αὐτά παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία περί Ἁγίας Τριάδος καί περί τῆς θεανθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ μέ σαφήνεια καί ὡς μοναδική πίστις πού ὁδηγεῖ στήν σωτηρία.

Ἐκτός τούτων ὁ ἱερός Γεννάδιος ἄφησε καί τρίτο κείμενο-διάλογο, περί τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ κάποιον μουσουλμάνο λόγιο στρατιώτη24.
Ὅταν κάποιος συγκρίνει τό θεολογικό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο πραγματοποιεῖται ὁ σημερινός ὀρθοδοξο-ισλαμικός διάλογος, μέ τήν θεολογία πού διέπει ὅλους τούς ἀνωτέρω διαλόγους τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, διαπιστώνει μέ πολλή λύπη ὅτι προωθεῖται ἕνας σοβαρώτατος διαθρησκευτικός συγκριτισμός. Πρῶτον, διότι παρασιωπῶνται καί δέν συζητοῦνται τά καιριώτατα αὐτά θέματα τῆς Πίστεως, καί δεύτερον, διότι ἡ παραδρομή των ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ὑποδηλώνει «ἀναισθησία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ). Δέν φανερώνουν ἄραγε συγκριτισμό οἱ κατωτέρω ἐκφράσεις πού ἐνδεικτικῶς παραθέτουμε;

«Ὁ λόγος τῆς θρησκείας ἀποκαθιστᾶ τήν πνευματικήν ἰσορροπίαν τοῦ ἀνθρώπου»25. Ἀναρρωτώμεθα: καί ὁ λόγος τῆς θρησκείας τοῦ Ἰσλάμ;
«Οἱ δύο θρησκεῖες ἀποτελοῦν γιά τούς πιστούς τους δύο πλήρεις κύκλους πνευματικῆς ζωῆς….. Ἡ ἑτερόκεντρη αὐτή ἀφετηρία συντηρεῖ μία ἀναντίρρητη διπολικότητα στήν προσέγγιση ὅλων τῶν θεμάτων… Βεβαίως, ἡ προτροπή τῆς συμπτῶσεως τῶν κέντρων τῶν δύο κύκλων δέν εἶναι ὁρατή οὔτε στό ἐγγύς μέλλον. Ὑπάρχει ὅμως ἡ δυνατότητα οἱ ἑτερόκεντροι αὐτοί κύκλοι νά μή παραμείνουν ἁπλῶς ἑφαπτόμενοι, ἀλλά νά καταστοῦν τεμνόμενοι κύκλοι μέ συνεχῶς διευρυνόμενο τό κοινό τμῆμα τους»26. Δέν εἶναι λοιπόν πιθανόν νά γίνουν ὁμόκεντροι, ἔστω καί ἐάν ὁ Σεβ. Ἑλβετίας δέν τό βλέπει πιθανόν στό ἐγγύς μέλλον, ἐφ’ ὅσον ἤδη ἡ τομή τῶν κύκλων δέν ἀφορᾶ μόνο πρακτικά ζητήματα, ἀλλά καί θέματα πίστεως;

«Οἱ θρησκείες μας δέν εἶναι πρόθυμες νά διαταράξουν τή θεία εἰρήνη τοῦ οὐρανοῦ γιά νά ὑπηρετήσουν τήν ἀπαράδεκτη πολεμική ὑστερία τῶν ἀρχόντων τῆς γῆς»27. Ἀναρωτώμεθα: Ποιά κατάστασις χαρακτηρίζεται ὡς θεία εἰρήνη τοῦ οὐρανοῦ;

Σύμπτωσις ἀξιῶν: μοιραῖο σφάλμα ἤ τέχνασμα;
Ὑποστηρίχθηκε στόν διάλογο ὅτι ὁ Χριστιανισμός καί τό Ἰσλάμ ἔχουν κοινές ἀνθρωπιστικές, πνευματικές καί ἠθικές ἀξίες28. Τοῦτο θεωρήθηκε φυσικό ἐπακόλουθο τῆς κοινῆς πίστεως σέ ἕνα δημιουργό Θεό καί στήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὡς δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ29.
Δυστυχῶς τὸ ὀλίσθημα τῶν Ὀρθοδόξων στήν θεολογία ἔγινε ἀφετηρία γιά σφάλματα στήν ἀνθρωπολογία καί τήν ἠθική. Εἶναι ἄλλωστε γεγονός ὅτι ἡ ἠθική ἀπορρέει ἀπό τήν θεολογία.

Δέν ἔχουμε ἰδεῖ ἀκόμη δημοσιευμένα τά Πρακτικά τῶν ἀκαδημαϊκῶν συναντήσεων -ἀνεκοινώθη ὅτι θά δημοσιευθοῦν- γιά νά μπορέσουμε νά κρίνουμε τίς εἰσηγήσεις περί κοινῶν ἀξιῶν στό Ἰσλάμ καί στόν Χριστιανισμό ἐπί τῇ βάσει συγκεκριμένων θρησκειολογικῶν μελετῶν.
Θεωροῦμε πρός τό παρόν δεδομένη τήν κοινή ἀνακοίνωση τοῦ διαλόγου περί ὑπάρξεως κοινῶν ἀξιῶν στίς δύο πλευρές.

Δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε ὅτι στό Ἰσλάμ ὑπάρχουν ἠθικές ἀξίες. Ὁ φυσικός νόμος ἐδόθη σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐπειδή οἱ μουσουλμανικοί λαοί εἶναι πολύ κοντά μας, ἴσως ἔχουμε προσωπική γνῶσι γιά τήν θρησκευτικότητα, τήν καλωσύνη, τήν τιμιότητα, τήν φιλοξενία, τήν φιλανθρωπία τους κλπ.
Ἴσως μάλιστα σέ ὡρισμένες περιπτώσεις, οἱ ἠθικές αὐτές ἀρχές νά εἶναι πιό ἰσχυρές στόν μουσουλμανικό κόσμο. Πρέπει αὐτό νά μᾶς ἐλέγξη καί νά μᾶς προβληματίση.
Ἐν προκειμένῳ ὅμως ἔχει σημασία ἐάν οἱ ἀνθρωπιστικές καί ἠθικές ἀξίες πού ἀπορρέουν ἀπό τήν κορανική διδασκαλία συμπίπτουν μέ ἐκεῖνες πού ἀπορρέουν ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἡ θρησκειολογία ἔχει ἐπισημάνει σημαντικές διαφορές στήν ἠθική διδασκαλία μεταξύ Ἰσλάμ καί Χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος (Γιαννουλᾶτος) γράφει χαρακτηριστικά: «Πολλαί ἰσλαμικαί ἠθικαί ἀρχαί συμπίπτουν πρός τάς ὑπό τοῦ Χριστιανισμοῦ κηρυσσομένας, ἄλλαι εἶναι οὐδέτεραι, ἐνῷ ὡρισμεναι ἔρχονται εἰς σαφῆ ἀντίθεσιν πρός τό εὐαγγελικόν πνεῦμα. Ἰδιαιτέρως ἀμφισβητοῦνται καί σκανδαλίζουν τόν σύγχρονον ἄνθρωπον αἱ κοινωνικαί δομαί, αἱ ἀντιστρατευόμεναι εἰς τό δικαίωμα ἐλευθερίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί συγκεκριμένως, πρῶτον, ἡ σαφῆς ὑποτίμησις τῆς γυναικός καί ἡ σκανδαλώδης μονομέρεια ὑπέρ τοῦ ἀνδρός εἰς ζητήματα γάμου καί διαζυγίου· δεύτερον, ἡ ἐπίσημος θρησκευτική ἀναγνώρισις τοῦ θεσμοῦ τῆς δουλείας· τρίτον, ἡ θεολογική δικαίωσις τοῦ πολέμου, παρά τάς ἠπίας ἑρμηνείας καί διασαφήσεις, καί ἡ ἀνύψωσις ὡρισμένων μορφῶν του ὡς ‟ἱερῶν’’»30.

Εἶναι γνωστές, ἄλλωστε, οἱ διακηρύξεις ὡρισμένων ἰσλαμικῶν Κρατῶν καὶ πολλῶν ἰσλαμικῶν ὁμάδων περί ἀναλήψεως ἱεροῦ πολέμου κατά τῶν Χριστιανῶν κατά τήν διάρκεια τῶν προσφάτων πολεμικῶν συγκρούσεων στόν Περσικό Κόλπο καί στήν Βοσνία31.
Θά πρέπει ἐπίσης νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἀπό πλευρᾶς τῶν Μουσουλμάνων εἶναι εὔκολο νά ὑποστηριχθῆ ἡ σύμπτωσις ἀνθρωπιστικῶν καί ἠθικῶν ἀξιῶν Ἰσλάμ καί Χριστιανισμοῦ, διότι μπορεῖ νά ἀποδοθῆ στόν κοινό κατ’ αὐτούς μονοθεϊσμό τῶν δύο πίστεων.32

Ἀπό πλευρᾶς ὅμως τῶν Ὀρθοδόξων δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθῆ τέτοια σύμπτωσις, διότι καθ’ ἡμᾶς ὑπάρχει ἀγεφύρωτο χάσμα στήν περί Θεοῦ διδασκαλία μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Ἰσλάμ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κατά τόν διάλογό του μέ τόν Ἰσμαήλ, ἐγγονό τοῦ ἀμηρᾶ Ὀρχάν, κάνει ἀποφασιστική τομή στόν τρόπο ἐκτιμήσεως τῆς ἀξίας τῶν ἀγαθοεργιῶν. Ἡ ἐλεημοσύνη, λέγει, ἔχει πραγματική ἀξία ὅταν ἀπορρέει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἀληθινό Θεό33. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐξαρτᾶ ἄμεσα τήν ἠθική ἀπό τήν θεογνωσία, τὴν γνῶσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καί ὄχι ἁπλῶς ἀπό τήν πίστι σέ Θεό.

Γιά τόν λόγο αὐτόν ἀκριβῶς, ἀφοῦ ἀποδεικνύει τήν πλάνη τοῦ Ἰσλάμ ὡς πρός τά δόγματα τῆς πίστεως, συμπεραίνει κατόπιν ὁ Ἅγιος καί τήν ποιότητα τῆς ἠθικῆς του: «Ἐπεί γοῦν γνόντες περί ὧν ὁ λόγος τόν Χριστόν οὐχ ὡς Χριστόν ἐδόξασαν ἤ ἐσεβάσθησαν, ‟παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς ἀδόκιμον νοῦν’’ καί ‟πάθη ἀτιμίας’’, ὥστε βιοῦν αἰσχρῶς καί ἀπανθρώπως καί θεομισῶς καί, κατά τόν ἐκ παιδός ὑπό Θεοῦ μεμισημένον καί τῆς πατρικῆς εὐχῆς ἀπωσμένον Ἡσαῦ, ἐπί τόξῳ καί μαχαίρᾳ καί ἀσωτίᾳ ζῆν, ἐπεντρυφῶντας ἀνδραποδισμοῖς, φόνοις, λεηλασίαις, ἁρπαγαῖς, ἀκολασίαις, μοιχείαις, ἀνδρομανίαις. Καί οὐ μόνον αὐτοί τά τοιαῦτα πράττουσιν, ἀλλ’ ὤ τῆς παρανοίας, καί τόν Θεόν συνευδοκεῖν τούτοις οἴονται. Οὕτως ἐγώ περί τούτων διανοοῦμαι, τά κατ’ αὐτούς νῦν εἰδώς ἀκριβέστερον»34.

Στόν διάλογον πού εἴχε κάνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τόν Τασιμάνη (τοῦρκο κληρικό) ἀξιολογεῖ τήν ἠθική τοῦ ἱεροῦ πολέμου τοῦ Μωάμεθ καί τήν χαρακτηρίζει ἀλλοτρία πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γράφει: «Ἐξ ἀνατολῆς δέ κινήσας μέχρι δύσεως διῆλθε νικῶν, ἀλλά πολέμῳ καί μαχαίρᾳ καί φόνοις καί λεηλασίας και ἀνδραποδισμοῖς ἀνθρώπων καί ἀνδροκτασίαις, ὧν οὐδέν ἐκ τοῦ Θεοῦ ὄντος ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστί»35.

Δέν ἀρκεῖται μόνον στήν ἀξιολόγησι αὐτή, ἀλλά συγκρίνει τήν ἠθική βάσι τῆς ἐξαπλώσεως τοῦ Ἰσλάμ μέ τήν ἀντίστοιχη τοῦ Εὐαγγελίου. Γιά τήν πρώτη λέγει: «ὁμοῦ τε βίαν ἐπάγων καί τά καθ’ ἡδονήν προτεινόμενος (ὁ Μωάμεθ)», ἐνῶ γιά τήν Δευτέρα: «καίτοι τῶν τοῦ βίου σχεδόν ἁπάντων ἡδέων ἀπάγουσα (ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, δηλ. οἱ Ἀπόστολοι), μηδεμίαν αὕτη βίαν ἐπάγουσα, νικῶσα δέ μᾶλλον τήν ἀντεπαγομένην βίαν ἑκάστοτε»36. Εἶναι φανερό ὅτι ὄχι μόνο δέν ταυτίζονται, ἀλλά πολύ ἀπέχουν μεταξύ τους οἱ ἠθικές ἀρχές πού διέπουν τήν ἐξάπλωσι τοῦ Ἰσλάμ καί τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, σχολιάζων τήν οἰκογενειακή ἠθική τοῦ Ἰσλάμ, ἀποκαλύπτει τήν ταπεινότητά της καί κατακλείει τόν λόγο του συστελλόμενος νά ἀπαριθμήσει ὅσα ἀπρεπῆ γράφει ὁ Μωάμεθ στό Κοράνιο: «καί τόδε ποίησον καί τοιῶσδε, ἵνα μή πάντα λέγω, ὡς ἐκεῖνος αἰσχρά»37.
Ὁ ἱερός Γεννάδιος γιά τό θέμα αὐτό ἀφιερώνει σημαντικό μέρος τῆς πραγματείας του Περί τῆς μόνης ὁδοῦ πρός τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Ὁμιλῶν μέ πολλή προσοχή –διότι ἐπρόκειτο νά μεταφρασθῆ ἀραβιστί καί νά διανεμηθῆ στούς μουσουλμάνους ἀξιωματούχους- καί μέ περισσή ἐπιστημονικότητα, ἀποδεικνύει ὅτι ὁ εὐαγγελικός νόμος «τοῦ ἡμετέρου Ἰησοῦ, ἐτελείωσε δέ τήν ἀνθρωπίνην ὄρεξιν τῷ δοῦναι λόγους καί ὑποδείγματα τῶν ἀληθινῶν ἀρετῶν, αἵ μή μόνον τάς ἐξωτέρας ἐνεργείας ἡμῶν, ἀλλά καί αὐτάς τά ἐν τῇ ψυχῇ κινήσεις τάττειν καί ἀπευθύνειν πρός τόν Θεόν δύνανται…».

Καί συμπεραίνει: «εὐλόγως διά ταῦτα πιστεύομεν μόνον τόν εὐαγγελικόν νόμον τήν ὁδόν εἶναι τῆς σωτηρίας»38.
Στήν συνήθως προβαλλομένη ἔνστασι, ὅτι ὁ μέν εὐαγγελικός νόμος εἶναι ὁδός σωτηρίας, ἀλλά παρεποιήθη ἀπό τούς Χριστιανούς καί ἑπομένως ἡ κορανική διδασκαλία διορθώνει τίς παραποιήσεις αὐτές, ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος μέ ἀνυποχώρητη εὐθύτητα ἀπαντᾶ:
«Καί οὕτως…. γέγονε δῆλον, ὅτι μία καί τελειωτάτη τῆς σωτηρίας ὁδός ἐστιν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν αὐτῶν μαθητῶν, καί ὅτι ἐν τῇ τοιαύτῃ ὁδῷ οἱ τῇ διδασκαλίᾳ ταύτῃ ἠκολουθηκότες γεγόνασι πάντες, καί ὅτι νόμος τελειότατος ἐκ Θεοῦ εἰς ἀνθρώπους ἦλθεν ὁ εὐαγγελικός, καί οὗτος ἀπό τῶν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ χρόνων ἄχρι καί νῦν ἀδιάφθορος ἐν τοῖς πανταχοῦ μένει χριστιανοῖς, ἐν οἷς, εἰ καί πλείους αἱρέσεις εἰσίν, οὐ τὸ διαφόροις κεχρῆσθαι εὐαγγελίοις, ἀλλά τό διαφόρως νοεῖν τά ὁμοίως γεγραμμένα συνίστανται»39..

Ἀπό τά ἀνωτέρω συμπεραίνεται, νομίζουμε, μέ εὐκολία ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἐκπρόσωποι στόν σύγχρονο ὀρθοδοξο-ισλαμικό διάλογο δέν ἐπρόσεξαν σοβαρά, οὔτε τά πορίσματα τῆς θρησκειολογίας οὔτε, πολλῷ μᾶλλον, τήν κρίσι τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἠθικῆς τοῦ Ἰσλάμ. Φαίνεται ὅτι ἡ συμφωνία τους περί συμπτώσεως τῶν ἀνθρωπιστικῶν καί ἠθικῶν ἀξιῶν τῶν δύο κόσμων ἀποτελεῖ μοιραῖο ἐπακόλουθο τῆς δογματικῆς των πρῶτα συμπτώσεως ἤ σεσοφισμένη φόρμουλα γιά νά περάση ὁ διαθρησκευτικός συγκριτισμός ἀπό τήν θεωρία στήν πράξι40.

Ἀνθρωποκεντρική ἀντιμετώπισις
Ἀπό τίς προηγούμενες παραγράφους φαίνεται ὅτι ἕνα ἀνθρωποκεντρικό πνεῦμα διέπει τὰ φρονήματα τῶν Ὀρθοδόξων ἐκπροσώπων στόν διάλογο. Πρώτιστη βέβαια μαρτυρία εἶναι ἡ παράκαμψις τῶν θεολογικῶν προβλημάτων καί ἡ ἀβρόχιος ποσί διαπεραίωσις στά πρακτικώτερα ζητήματα στίς σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Μουσουλμάνων. Μαζί ὅμως μέ τά θεολογικά, ἔχουν παραθεωρηθῆ καί τὰ ἀνθρωπολογικά ζητήματα πού ἀντιμετωπίζονται πολύ διαφορετικά ἀπό τὸ Ἰσλάμ καί τόν Χριστιανισμό.

Ἡ ἀνθρωποκεντρική προσέγγισις τῶν προβλημάτων, ὅπως τῶν ἐντάσεων, τῶν συγκρούσεων καί τῶν ἀναμετρήσεων ἀνάμεσα στούς δύο κόσμους, δέν εἶναι λυτρωτική γιά τόν ἄνθρωπο. Ἀναστέλλει ἐνδεχομένως τήν ἀνάπτυξι καί τήν ἐπιδείνωσι θρησκευτικῶν ἀνταγωνισμῶν, δέν προσφέρει ὅμως τήν ἀληθινή λύτρωσι πού προσφέρει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Μέ τήν προοπτική τοῦ ἐν λόγῳ διαλόγου ὁλόκληρος ὁ ἰσλαμικός κόσμος, «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε», δέν μπορεῖ νά ἀποκομίση μήνυμα εὐαγγελικό-λυτρωτικό. Ἄλλωστε, ἀναγνωρίζοντας στούς ἀλλοπίστους τήν Ἀλήθεια, στεροῦμε ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τήν ἰδιότητα νά κηρύσση τό Εὐαγγέλιο πάσῃ τῇ κτίσει.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως εἴδαμε στά προηγούμενα, ἔδωσαν μεγάλη βαρύτητα στήν διακήρυξι τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς θεολογίας. Δέν περιορίσθηκαν σ’ αὐτήν, ἀλλά ἀνεσκεύασαν καί τίς ἀνθρωπολογικές πλάνες του Ἰσλάμ. Δέν τό ἔκαναν ἰδεολογικά. Δέν εἶχαν λόγους νά κηρύσσουν μία χριστιανική ἰδεολογία. Τό ἔπραξαν ἀπό ἀγάπη Χριστοῦ πρός τούς ἀλλοπίστους καί ποιμαντική εὐθύνη πρός τούς ὁμοτίμους.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔβλεπε ἀπό κοντά τά σοβαρά προβλήματα πού δημιουργοῦσε ἡ μουσουλμανική πλάνη στούς Χριστιανούς τῆς Συρίας καί τῆς Παλαιστίνης. Εἶναι εὔκολο νά ἀντιληφθοῦμε τόν ζῆλο του στούς διαλόγους πού πολλές φορές φαίνεται νά πραγματοποίησε μέ τούς Μουσουλμάνους. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στά πολύ μικρά σέ ἔκτασι ἀντι-ισλαμικά κείμενά του ἀντιμετωπίζει καίρια τίς σοβαρότερες θεολογικές ἀνθρωπολογικές καί σωτηριολογικές πλάνες τοῦ Ἰσλάμ.

Τό ἥμισυ τῆς Διαλέξεως Σαρακηνοῦ καί Χριστιανοῦ41 ἀφιερώνει στό θεμελιῶδες ἀνθρωπολογικό πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως. Κατά τήν χριστιανική διδασκαλία ἡ ἐλευθέρα βούλησις, τό αὐτεξούσιον, εἶναι ὀντολογικό στοιχεῖο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως.

Στήν συνεργία τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας μέ τήν θεία Χάρι εὑρίσκεται ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας. Τό Κοράνιο ἀρνεῖται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐλευθερία τῆς βουλήσεως. Τό καλό καί τό κακό κατά τήν κορανική διδασκαλία ἔχουν τήν αἰτία τους στόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ἡ ἁμαρτία δέν ἔχει γιά τό Ἰσλάμ ὀντολογικές ἐπιπτώσεις στήν ἀνθρωπίνη φύσι, ἀλλά ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἠθική παράβασι τοῦ νόμου.

Ἀκόμη καί οἱ μεταγενέστερες ἑρμηνεῖες τοῦ Κορανίου δέν κατώρθωσαν νά ὑπερπηδήσουν ὁριστικά τό σκάνδαλο τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ, διότι τό Κοράνιο ἀρνεῖται πεισμόνως νά ἀναγνωρίση καί νά ἀποδεχθῆ τήν δικαίωσι πού πραγματοποίησε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν σάρκωσι καί τό Πάθος Του.

Εἶναι προφανεῖς οἱ σωτηριολογικές συνέπειες τοῦ ἀπολύτου προορισμοῦ τῆς κορανικῆς διδασκαλίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀνατρέπει τήν πλάνη αύτή, ὄχι μόνο γιά νά μή ἀποδίδεται βλάσφημα ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ στό Θεό, ἀλλά καί διότι ἡ σωτήριος μετάνοια ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἐλεύθερο προσανατολισμό τοῦ αὐτεξουσίου μας στόν Θεό.

Δέν εἶναι τυχαῖο ἐπίσης ὅτι σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς διαλόγους τῶν Ἁγίων πού προσφέρονται ὡς πρότυπτα ἰσλαμο-χριστανικοῦ διαλόγου, τό πρόβλημα τῆς προφητικῆς ἀξίας τοῦ Μωάμεθ τίθεται εὐθύς ἐξ ἀρχῆς. Πολλοί νομίζουν ὅτι εἶναι θέμα πολεμικῆς τακτικῆς, γιά νά ὑποσκάψουν οἱ Χριστιανοί τά θεολογικά θεμέλια τοῦ Ἰσλάμ. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι. Πρόκειται γιά σοβαρώτατο σωτηριολογικό πρόβλημα.

Εἶναι δυστύχημα ὅτι τόν διάλογο σήμερα δέν ἔχει ἀπασχολήσει τό θέμα αὐτό, ἐξ ὅσων τοὐλάχιστον μποροῦμε νά γνωρίζωμε. Ἄς ἰδοῦμε ὅμως τήν ἰδιαίτερη σημασία τοῦ θέματος.
Γιά τό Ἰσλάμ ἡ προφητεία εἶναι ἕνα χάρισμα τοῦ Θεοῦ σέ ἐκλεκτούς Του μέ σκοπό νά ἐξαγγείλουν τήν σωτήριο βουλή στούς ἀνθρώπους. Ὁ Ἀδάμ, ὁ Νῶε, ὁ Δαβίδ, ὁ Ἀβραάμ, ὁ Χριστός καί ἔσχατος πάντων ὁ Μωάμεθ, εἶναι οἱ προφῆται τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν κλασική κορανική διδασκαλία.

Ὑποστηρίζεται ἐπίσης ἀπό μουσουλμάνους θεολόγους ὅτι ἡ προφητεία ἔχει δοθῆ καί σέ ἄλλους ἐκτός τῶν λαῶν τῆς Βίβλου ἄνδρες. Γι’ αὐτούς ὁ Βούδας, ὁ Ζωροάστρης, κ.ἄ. εἶναι ἐπίσης προφῆται τοῦ Θεοῦ μέ συγκεκριμένη ἀποστολή πρός τόν λαό τους42.

Ἡ διδασκαλία αὐτή περί προφητείας εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μέ τήν σωτηριολογία του Ἰσλάμ. Ἡ σωτηρία στό θρησκευτικό αὐτό σύστημα περιορίζεται στήν ὑπακοή (ἀπόλυτη ὑποταγή, ἰσλάμ) στόν ἕνα καί μοναδικό Θεό43, χωρίς νά συνδέεται μέ τήν ὀντολογική ἀνακαίνισι τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη καί ἡ μεταγενέστερη ἀντίληψις τοῦ Ἰσλάμ καί τοῦ σουφισμοῦ (μυστικισμοῦ τοῦ Ἰσλάμ) περί σωτηρίας, πού ἀπομακρύνεται συνεχῶς ἀπό τήν ἀρχαϊκή ἀντίληψι, δέν κατευθύνεται οὐσιαστικά πρός τήν ἀληθινή σωτηρία.
Κλίνει ἐφ’ ἑνός πρός τόν πανθεϊσμό, καί ἀφ’ ἐτέρου δέν ἐπιτυγχάνει νά ἀναγάγη τόν ἄνθρωπο στήν θεία Ζωή. Ἡ παχυλή βέβαια ζωή στόν παράδεισο τοῦ Ἰσλάμ δέν μπορεῖ νά νοηθῆ οὔτε ὡς ὀντολογική ἀνακαίνισις οὔτε ὡς σωτηρία ἀπό κάθε ἔμφρονα ἄνθρωπο.

Τήν διδασκαλία περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀντλεῖ τό Ἰσλάμ ἀπό τήν ἀντιχριστιανική ἰουδαϊκή καί τήν αἱρετική χριστιανική (ἀρειανική-νεοστοριανική) γραμματεία. Τόν δέχεται ὡς μέγα προφήτη, ὡς σφραγίδα τῆς ἁγιότητος, ὡς τόν μέλλοντα νά κρίνη τόν κόσμο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία. Τόν θεωρεῖ ἐπίσης Λόγο καί Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἀπό τήν παρθένο Μαρία (ὄχι τήν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλά τήν ἀδελφή τοῦ Μωϋσέως), διδάσκαλο τοῦ μονοθεϊσμοῦ, καί τέλος ἀναληφθέντα στούς οὐρανούς μέχρι τῆς δευτέρας ἀποτολῆς του γιά τήν κρίσι.

Ἀρνεῖται τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τόν Σταυρικό του θάνατο καί τήν Ἀνάστασι, διότι τά θεωρεῖ ἀνοίκεια καί βλάσφημα γιά ἕνα προφήτη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί βδελύσσεται τόν Τίμιο Σταυρό. Γιά νά στηρίξη ὅλη αὐτή τή διδασκαλία περί Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό Ἰσλάμ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ Χριστιανοί διαστρέβλωσαν μέ προσθαφαιρέσεις καί παραποιήσεις τό ἀρχικό Εὐαγγέλιο πού ἐκήρυξε ὁ Ἰησοῦς.

Ὅλα αὐτά τά παραδοξολγήματα θεωρήθηκαν κατά τόν ὑπ’ ὄψιν μας διάλογο σημεῖα διαφοροποιήσεως στό καθαρῶς θεωρητικό θρησκευτικό περιεχόμενο τῶν θρησκειῶν, ἐσωτερική ὑπόθεσις τῆς κάθε θρησκείας, καί δέν ἀξιολογήθηκαν.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τά στοιχεῖα ἀκριβῶς ἐκεῖνα πού συνιστοῦν τήν πεμπτουσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως εἶναι ἡ «μωρία τοῦ Σταυροῦ», τό Τριαδικόν τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ Λόγου, πού ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρωπίνη λογική καί δηλώνουν τήν ἐξ ἀποκαλύψεως προέλευσί του, ἀπορρίπτονται κατά τρόπον ἀπόλυτο ἀπό τό Ἰσλάμ πού ἐν τούτοις ἐπιμένει νά ἰσχυρίζεται ὅτι ἀποτελεῖ ἐξ ἀποκαλύψεως θρησκεία.

Ἡ οὐσία ὅμως τῆς ἀποκαλύψεως ἔγκειται στήν φανέρωσι τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ πού δέν μπορεῖ νά συλλάβη ὁ ἄνθρωπος. Ἀλήθειες πού συλλαμβάνει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ὑπάρχουν σέ ὅλες τίς θρησκεῖες πού δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος. Στίς περιπτώσεις αὐτές ἀκολουθοῦν καί θεοί ‟κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν’’ τοῦ ἀνθρώπου.

Τό ριζικῶς διάφορο στήν Ἐκκλησία εἶναι ὅτι δέν δημιουργεῖ τόν Θεό ‟κατ’ εἰκόνα’’ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά τηρήση τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί νά ἀποκαλύψη ἐντός του τά ἰδιώματα τῆς αὐθεντικῆς φύσεώς του, πού δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ44. Γι’ αὐτό οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ φαίνονται παράδοξες καί ἀφύσικες στόν ἐκπεσόντα ἄνθρωπο καί ἐν προκειμένῳ στούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται δόγματα καί ἠθικές ἀξίες προσαρμοσμένες στά μέτρα τοῦ ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου45. Ἁλλά καί γι’ αὐτό οἱ τηρηταί τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ κατ’ ἐξοχήν αὐθεντικοί καί καθολικοί ἄνθρωποι. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν καί εἰρηνεύουν μέ ὅλους χωρίς ὅρια.

Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς, πού εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν χριστιανική ἀρετή, δέν εἶναι λογικά κατανοητή καί γι’ αὐτό δέν γίνεται ἀποδεκτή ἀπό τό Ἰσλάμ. Καί ὁ Τριαδικός Θεός, πού ἀποτελεῖ τό πρότυπο τῆς ἐν κοινωνίᾳ ζωῆς τῶν ἀνθρώπων στήν Ἐκκλησία, εἶναι ἐπίσης ἀσύλληπτος καί γι’ αὐτό ἀπορρίπτεται ἀπό τό Ἰσλάμ.
Τέλος ὁ Θεός, πού γίνεται ἄνθρωπος καί πεθαίνει ὡς κακοῦργος στόν Σταυρό, εἶναι ἀκατανόητος καί ἡ ἀλήθεια αὐτή θεωρεῖται βλασφημία ἀπό τό Ἰσλάμ. Αὐτά ὅμως ἀποτελοῦν τά κατ’ ἐξοχήν γνωρίσματα τοῦ Χριστιανισμοῦ καί σέ αὐτά θεμελιώνεται ὁλόκληρο τό μυστήριο τῆς σωτηρίας καί ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου.

Ἄν αὐτά παραθεωρηθοῦν ἤ θεωρηθοῦν ἐσωτερική μόνον ὑπόθεσις τοῦ Χριστιανισμοῦ, τότε ποιός Χριστιανισμός ἀπομένει γιά νά διαλεχθῆ μέ τό Ἰσλάμ;
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅπως ἤδη ἀνεφέρθη ἀνασκευάζουν λεπτομερῶς ὅλες αὐτές τίς πλάνες. Ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός καί Υἱός τοῦ Θεοῦ καί, πιό συγκεκριμένα, Θεάνθρωπος46.
Ἀποδεικνύουν μέ Γραφικές μαρτυρίες ὅτι «πάντες οἱ προφῆται καί ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου προεφήτευσαν» (Ματθ. ια΄, 13), καί ἑπομένως ὁ Μωάμεθ δέν εἶναι προφήτης. Τό κάνουν αὐτο γιά δύο λόγους:

Πρῶτον, γιά νά ἀποδειχθῆ ὁ Μωάμεθ ψευδοπροφήτης47. Σύμφωνα μέ τόνἅγιο Ἰωάννη τόν Εὐαγγελιστή: «πᾶν πνεῦμα ὅ μή ὁμολογῇ Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι» (Α΄ Ἰω. 4,2) καί κατά τόνἅγιο Ἀπόστολο Πέτρο: «ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆται, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β΄ Πέτρ. 2,1). Γι’ αὐτό τόν λόγο καί σέ κάθε ἐρώτησι τῶν μουσουλμάνων, ἄν ἀναγνωρίζουμε τόν Μωάμεθ ὡς προφήτη, ἡ ἀπάντηση τῶν Ἁγίων εἶναι σταθερά ἀρνητική. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶςσημείωνει: «ἐκεῖνος (ὁ Ἰσμαήλ) ἤρετο πάλιν, εἰ δεχόμεθα καί ἀγαπῶμεν καί ἡμεῖς τόν προφήτην αὐτῶν Μεχούμετ. Ἐμοῦ δέ ἀπαγορεύσαντος, ἐκεῖνος τήν αἰτίαν ἐζήτει. Ἐμοῦ δέ καί πρός τοῦτο τήν ἀπολογίαν ἱκανήν ὡς πρός τόν ἀκούοντα παρασχόντος…»48.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀπορρίπτει τήν προφητική ἰδιότητα τοῦ Μωάμεθ, ἐπειδή δέν ἔχει τήν ἄνωθεν μαρτυρία, καί μέ κάποια εἰρωνεία δείχνει ἀφελῆ καί γελοῖο τόν ἰσχυρισμό ὅτι ἔλαβε κοιμώμενος τόν κοράνιο49.

Ὁ ἱερός Γεννάδιος μέ τήν διακριτική του σοβαρότητα συμπεραίνει: «οὕτως ἀρχήν μέν τῆς ἀνθρωπίνης καταστάσεως ὁ φυσικός ἦν νόμος, μεσότης δέ, ὁ διά Μωυσέως δοθείς, πέρας δέ καί τελειότης, ὁ τοῦ Χριστοῦ, καί ταύτῃ τῇ τελειότητι ἀμέσως ἐπακολουθήσειν πιστεύομεν τήν ἐν ἐκείνῳ τῷ μέλλοντι βίῳ τελειοτέραν κατάστασιν»50. Μέ αὐτό ἔκανε σαφές στούς Μουσουλμάνους ὅτι δέν ὑπάρχει μετά Χριστόν ἀνάγκη προφήτου γιά νά ἀποκαλυφθῆ ἡ σωτήριος βουλή τοῦ Θεοῦ. Οἱ μετά Χριστόν προφῆται εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς ἤδη γενομένης ἐν Χριστῷ σωτηρίας διά τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες, τέλος, ἔδιναν ἀπεριφράστως τήν ἀρνητική ἀπάντηση περί τῆς προφητικῆς ἰδιότητας τοῦ Μωάμεθ. Ἀναφέρομε χαρακτηριστικῶς μία: «Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὁ δέ Μωάμεθ, εἰς τόν ὁποῖον πιστεύετε ἐσεῖς, ἦταν ἄνθρωπος θνητός, ἄνθρωπος ἀγράμματος, καί εἰς τόν κόσμον τοῦτον δέν ἔκαμεν κανένα καλόν ἔργον, ἀλλ’ οὔτε ἕνα θαῦμα ἔκαμεν εἰς τόν καιρόν του, ὡσάν τούς ἄλλους προφήτας τοῦ Θεοῦ, τούς ὁποίους ἔχομεν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί, μόνον ἐσεῖς τόν ἐκάματε μέγαν καί τόν ἔχετε διά προφήτην. Ἀλλά μή γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, νά ἦτον ἐκεῖνος προφήτης, ἀλλά πολέμιος τοῦ Θεοῦ, καί μέ τάς μυθολογίας καί τά πλάσματά του, ἐφάνη ἀρεστός εἰς τόν ἁπλοῦν, καί ἄπρακτον λαόν, καί τόν ἀκολούθησαν, καθώς ἦτον προφητευόμενον διά λόγου του, ὅτι θέλει ἔλθη νά πλανέσῃ τόν κόσμον»51.


1. Κοράνιο καί χριστιανική πίστη. Σκέψεις πάνω στόν ἰσλαμοχριστιανικό διάλογο χτές καί σήμερα, περιοδ. ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, τεῦχ. 3 (1992), σελ. 40. 2. Δυνατότητες ἑνός νέου διαλόγου μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Μουσουλμανισμοοῦ, ΕΕ ΘΣΠΘ, τόμ. 24 (1979), σελ. 410. 3. Ἐνθ’ ἀνωτ. σελ. 408. 4. Ἐνθ’ ἀνωτ. σελ 407-411. 5. Γεωργίου Τσανανᾶ, Διδάσκοντος γιά τό Ἰσλάμ στό Λύκειο (Προϋποθέσεις -ἰδέες- προτάσεις), περιοδ. ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ τεῦχ. 3 (1992), σελ. 159. 6. Περιοδ. ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, Κείμενα- Ἀπόψεις, σελ. 163. 7. Ἐπίσκεψις, 368 (8.12.1986) σελ. 15. 8. Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Ἀκαδημαϊκός διάλογος Χριστιανῶν καί Μουσουλμάνων, ἀνάτυπον ἀπό τήν: Ἐπιστιμονική Παρουσία Ἐστίας Θεολόγων Χάλκης, τόμος Γ, Ἀθῆναι 1994, σελ.168. 9. Ἐνθ. ἀνωτ. σελ. 172. Βλ. καί Ἐπίσκεψις 368(8.12.1986), σελ.15. 10.Μητρ. Ἑλβετίας, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 174 καί Ἐπίσκεψις, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 16. 11. Μητρ. Ἑλβετίας, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 175 καί Ἐπίσκεψις 532 (30.06.1996), σελ. 18. 12. Μητρ. Ἑλβετίας, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 177 καί Ἐπίσκεψις 494 (31.7.1993), σελ. 18-19 καί 532 (30.6.1996), σελ. 15. 13. Ἐπίσκεψις 532 (30.06.1996), σελ. 15. 14. Ἐπίσκεψις 510 (31.10.1994), σελ. 9 καί 532 (30.6.1996), σελ. 20. 15. «Ὁ διάλογος δέν ἔχει τόν σκοπό ἱεραποστολικῆς προσπαθείας καί μεταστροφῆς. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται ὅπως εἶναι καί ὅπως θέλουν νά εἶναι, σύμφωνα μέ τήν βασική μουσουλμανική ρήση: «Σύ ἔχεις τήν θρησκεία σου κι ἐγώ τή δική μου» (Πρίγκηψ Χασσάν τῆς Ἰορδανίας, βλ. περιοδ. Ἐπίσκεψις 494 (31.7.93), σελ. 23). Καί ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἑλβετίας Δαμασκηνός μέ ἄλλες λέξεις ἐπαναλαμβάνει τά ἴδια: «Αὐτό δέ εἶναι ἀκριβῶς τό πνεῦμα τῶν συναντήσεων μεταξύ Μουσουλμάνων πού θέλουν νά γνωρίσουν τόν Χριστιανισμό καί Χριστιανῶν πού ἐπιθυμοῦν ἐννοήσουν τό Ἰσλάμ: Σεβασμός τοῦ ἄλλου, σεβασμός τοῦ ἑαυτοῦ μας, σεβασμός τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσέγγιση αὐτή μᾶς κάνει ξαφνικά νά ἀποκτήσουμε συνείδηση τοῦ γεγονότος ὅτι, κατά βάθος, μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος –χῶροι ταπεινώσεως, ὅπου ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει τήν μηδαμηνότητά του- ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου» (ἔνθ’ ἀνωτ.) Ἄν καί διακηρύσσεται στόν διάλογο ἡ ἀνοχή τῶν θρησκευτικῶν πεπειθήσεων, ὅμως δέν καταξιώνεται ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἰσλάμ καί ἀπό τίς σχέσεις του μέχρι σήμερα μέ τούς ὀρθοδόξους πληθυσμούς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ ἄρνησις τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας γιά κάθε Χριστιανό στή Σουηδική Ἀραβία καί σέ ἄλλες ἰσλαμικές χῶρες σήμερα εἶναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. 16. «Γιά τήν πλειοψηφία τῆς παγκοσμίου κοινότητος, ὁ μονοθεϊσμός ὁ ὁποῖος ἐκηρύχθη ἀπό τόν Χριστιανισμό, τόν Μουσουλμανισμό καί τόν Ἰουδαϊσμό προσέφερε ἐνωρίτατα ἕνα κοινό σημεῖο συννενοήσεως… Ἡ πίστη μας σέ ἕνα μοναδικό Θεό, ἡ πολύπλοκη φύση του Σύμπαντος, τοῦ ὁποίου δέν ἀποτελοῦμε παρά ἕνα ἀπειροελάχιστο τμῆμα, τέλος δέ καί τό μυστήριο τῆς μελλούσης ζωῆς ὑπῆρξαν ἀνέκαθεν ἕνας κοινός δεσμός πού μᾶς ἕνωσεν». (Ἐπίσκεψις 368 (8.12.86) σελ. 16). 17. «Ἐν τούτοις, ὑπάρχουν ὀρισμένα κοινά θεολογικά σημεῖα: Ποῖα εἶναι, ὅμως, τά κοινά σημεῖα τῶν δύο θρησκειῶν, τά ὁποῖα μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἀποβλέπωμε σέ μία οὐσιαστική προσέγγιση μεταξύ τους; Εἶναι ἡ πίστη στόν ἕνα ἀληθινό Θεό, Δημιουργό καί Κύριο τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας» (Μητρ. Ἑλβετίας, ἔνθ. ἀνωτ. σελ.185). 18. Μητρ. Ἑλβετίας, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ.171. 19.Νέον Μαρτυρολόγιον, ἐκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθῆναι 1961, σελ. 12. 20. Διάλεξις πρός τούς ἀθέους Χιόνας, Ε.Π.Ε. τ. 7, σελ 212 καί 216. 21. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 164. 22. Ἐπίσκεψις, 510 (31.10.1994) σελ. 7. 23. Περί αἱρέσεων, Ε.Π.Ε., τ. 2, σελ. 310-314. 24. Γιά τά τρία αὐτά κείμενα βλ. Γενναδίου Σχολαρίου, Ἅπαντα τά εὑρισκόμενα, ἐκδιδόμενα ὑπό τῶν Louis Petit, X.A. Siderides καί Martin Jugie, τόμος 3, Paris 1930, σελ.434-475. 25. Ἐπίσκεψις, 532 (30.6.1996) σελ.11 26. Μητρ. Ἑλβετίας, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 186. 27. Ἐπίσκεψις, 532 (30.6.1996) σελ. 15. 28. Ἐπίσκεψις, 532 (30.6.1996) σελ. 18, καί 494 (31.7.1993) σελ. 22. 29. Μητρ. Ἑλβετίας, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 174-175. 30. Ἀναστασίου Γιαννουλάτου, Ἐπισκόπου Ἀνδρούσης, Ἰσλάμ (θρησκειολογική ἐπισκόπισις), Ἀθῆναι 1975, σελ. 212. 31.Ἰωάννου Ταρνανίδη, Ὁ ἐθνικός ἀγώνας τῶν Σέρβων καί ἡ θρησκευτική του διάσταση, περιοδ. ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, τεῦχ. 3 (1992), σελ. 132-133. 32. Mohammad M. Shabestari, Μουσουλμάνοι καί Χριστιανοί στόν σύγχρονο κόσμο, μετάφρασις Β. Σταθοκώστα, περιοδ. ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, τεῦχ. 3,1992, σελ. 18-27. 33. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 172: «ἥκει τις ἔξωθεν καί τήν αἰτίαν ἐξαγγέλων τῆς αὐτοῦ ἀπαλείψεως, ‟νῦν’’, φησι, ‟μόλις ἠδυνήθην ἐκτελέσαι τήν παρά τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ κατά Παρακευήν ὡρισμένην τῆς ἐλεημοσύνης διάδοσιν’’. Κἀντεῦθεν περί ἐλεημοσύνης οὐκ ὀλίγος ἐκινήθη λόγος. Ὁ δέ Ἰσμαήλ, οὕτω γάρ ὁ τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ ὑϊδοῦς ἐκαλεῖτο, ‟σπουδάζεται’’ φησί πρός ἐμέ, ‟καί παρ’ ὑμῖν ἡ ἐλεημοσύνη;’’. Ἐμοῦ δέ εἰπόντος τήν ἐλεημοσύνην γέννημα εἶναι τῆς πρός τόν ὄντως Θεόν ἀγάπης, καί τόν μᾶλλον ἀγαπῶντα τόν Θεόν καί μᾶλλον ἐλεήμονα εἶναι καί ἀληθῶς, ἐκεῖνος ἤρετο πάλιν…». 34. Ἐνθ’ ἀνωτ. σελ 168. 35.Ἐπιστολή ὅτε ἐάλω, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 206. 36. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 190. 37. Περί αἱρέσεων, Ε.Π.Ε., τ. 2, σελ. 316. 38. Γενναδίου Σχολαρίου, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ 444-445. 39. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 452. 40. Ἐπίσκεψις 510 (31.10.94), σελ. 12: «Εἶναι δηλαδή μία σημαντική κίνηση τοῦ διαθρησκευτικοῦ μας διαλόγου γιά τό πέρασμα ἀπό τή θεωρία τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως στην ἐμπειρική βίωσή τους ἀπό τούς πιστούς». 41. Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, ΕΠΕ. Τόμ. 5ος , σελ 284 κ. ἐξ. 42. Γρηγορίου Ζιάκα, Προφητεία, ἀποκάλυψις καί ἱστορία τῆς σωτηρίας κατά τό Κοράνιον, ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσ/νικη 1976, σελ.160. 43. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 163. 44. Πρβλ. Ἄρχιμ. Σωφρονίου,Ἄσκηση καί Θεωρία, σελ. 121. 45. Βλ. Ἀστ. Ἁργυρίου, Δυνατότητες ἑνός νέου διαλόγου.., ἔνθ’ ἄνωτ. σελ. 399-400.
46. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησία, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ 166-168. 47. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ 182-188. 48. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 172. 49. Περί Αἱρέσεων, Ε.Π.Ε., τ. 2, σελ. 310. 50. Γενναδίου Σχολαρίου, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 444. 51. Νέον Μαρτυρολόγιον, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 62.


Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου Ἅγιον Ὄρος 1997