.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΘΛΙΨΗ καὶ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ

ΘΛΙΨΗ καὶ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ
Ψαλμὸς ΡΙΘ´ (119)

Τὸν Ψαλμὸ αὐτὸ ἀναπέμπει στὸ Θεὸ ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς ποὺ βρίσκεται αἰχμάλωτος στὴ Βαβυλώνα. Εἶναι αἰχμάλωτος, διότι εἶχε ἀποστατήσει ἀπὸ τὸν Θεὸ τῶν πατέρων του. Ὁ αἰχμάλωτος λοιπὸν λαὸς ἀνησυχεῖ καὶ λυπεῖται διότι παρατείνεται ἡ δουλεία του, καὶ παρακαλεῖ τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλευθερώσει: «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καὶ εἰσήκουσέ μου» (στίχ. 1). Ζώντας ὁ εὐ­σεβὴς Ἰσραηλίτης μέσα στὴ θλίψη τῆς αἰχμαλωσίας καὶ τῆς κακοπαθείας, συν­αισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητάτου καὶ ἀ­φήνει κραυγὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. Μιᾶς ψυχῆς κυριευμένης ἀπὸ πόνο, συντριβὴ καὶ ἀγωνία. Ἀφήνει κραυγὴ πρὸς τὸν μόνο Δυνατό, νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴ στυγνὴ τυραννία τῶν Βαβυλωνίων.

Ὤ! ἡ θλίψη! Στενοχωρεῖ καὶ πιέζει τὴν ψυχή. Ἀλλὰ εἶναι εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, «ἐπειδὴ συμμαζώνουσα τὸν νοῦν ἀπὸ τὰ ἔξω τοῦ κόσμου πρά­γματα καὶ συνθλίβουσα κατὰ τὸ ὄνομά της, ἤτοι συσφίγγουσα, καθὼς καὶ τὸ σωληνάρι συσφίγγει τὸ νερόν, κάμνει αὐτόν, ἤτοι τὸν νοῦν, νὰ ἀναβαίνῃ εἰς τὸν οὐρανόν»1. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ τὸ ἑξῆς παράδειγμα: Ὅπως τὰ νερά, ὅταν κυλοῦν σὲ πλατιὰ κοίτη καὶ ἔχουν ἄνεση καὶ κάθε εὐρυχωρία, δὲν ἀνεβαίνουν ψηλά· ὅταν ὅμως τὰ περιορίσουν καὶ τὰ πιέσουν ἀπὸ κάτω μὲ τὰ μηχανήματά τους οἱ ὑδραυλικοί, ἐξακοντίζονται στὰ ὕψη ταχύτερα καὶ ἀπὸ βέλος λόγῳ τῆς πιέσεως, ἔτσι καὶ ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου· ὅσο βρίσκεται σὲ ἄνεση, σκορπίζεται καὶ τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ, ὅταν ὅμως τὴν πιέσει δυνατὰ καὶ τὴν στενοχωρήσει κάποια θλίψη καὶ ἀγωνία, ἀναπέμπει πρὸς τὰ ὕψη προσ­ευχὴ ἁγία καὶ θερμή. Καὶ γιὰ νὰ πεισθεῖς ὅτι εἰσακούονται οἱ προσευχὲς ποὺ γί­νονται μέσα στὴ θλίψη, ἄκουσε τί λέγει ὁ προφήτης: «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καὶ εἰσήκουσέ μου»2. Ἀλλοῦ πάλι ὁ Δαβίδ, γιὰ νὰ φανερώσει τὸ κέρδος καὶ τὴν ψυχικὴ ἀνακούφιση ποὺ γεννῶνται ἀπὸ τὴ θλίψη, ἔλεγε· «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με» (Ψαλμ. δ´ 1)· Κύριε, ὅταν βρέθηκα μέσα στὴ θλίψη καὶ στενοχώρια, μὲ παρηγόρησες χαρίζον­τας ἀνακούφιση στὴν πιεσμένη καρδιά μου. Ἀλλὰ καὶ ὁ προφήτης Ἡσαΐας ἀναφωνεῖ: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθην σου» (Ἡσ. κϛ´ [26] 16)· στὴ θλίψη Σὲ θυμήθηκα!

Ἑπομένως, ὅπως οἱ τότε αἰχμάλωτοι λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν τους ἔχασαν τὴν ἐλευθερία τους καὶ τώρα δοκίμαζαν θλίψη μεγάλη στὴ Βαβυλώνα, κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὅταν καὶ σὲ μᾶς συμβεῖ κάποια θλίψη εἴτε ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων, ἀπὸ τὴν κακότητα τοῦ Πονηροῦ, εἴτε ἀπὸ κάποια ἀρρώστια, ἂς μὴ γογγύζουμε· οὔτε νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο ὅτι εἶναι αἴτιοι τῆς θλίψεώς μας, ἀλλὰ νὰ ἀνακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μήπως ἡ θλίψη εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ἁμαρτιῶν μας. Καὶ κυρίως νὰ στρεφόμαστε πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ μὲ θερμὴ προσευχὴ ἱκεσίας. Καὶ ταυτόχρονα νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν»· δηλαδή, ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ θλίψη ποὺ μοῦ παρεχώρησε καὶ γιὰ ὅ,τι ἄλλο τυχὸν ἐπακολουθήσει. Ἂν μὲ τέτοια εὐχαριστιακὴ διάθεση ἀπευθυνόμαστε στὸν ἅγιο Θεό, ἂς γνωρίζουμε ὅτι ἡ ὅποια θλίψη ἔχει νὰ μᾶς προσφέρει πολὺ μεγάλο κέρδος. Στὴ θλίψη οἱ προσευχὲς εἶναι καθαρότερες καὶ ἡ συμπάθεια τοῦ Θεοῦ μεγαλύτερη. Δὲν εἶναι δυνατὸν ν’ ἀνεβοῦμε στὸν οὐρανὸ ἀκολουθώντας τὴν ἄνετη καὶ χωρὶς λύπες καὶ δοκιμασίες ζωὴ τοῦ κόσμου.

Στὴ συνέχεια ὁ Ψαλμωδὸς παρακαλεῖ τὸν Θεό: «Ρῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας» (στίχ. 2)· γλύτωσε τὴν ψυχή μου ἀπὸ ἄδικα καὶ συκοφαντικὰ χείλη καὶ ἀπὸ γλώσσα ποὺ στήνει δολοπλοκίες. Χείλη ἄδικα ἦταν τὰ χείλη τῶν Βαβυλωνίων, κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, διότι προσέφεραν λατρεία στὰ εἴδωλα. Ἡ ἴδια γλώσσα, συνεχίζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ καὶ ὡς δολία, ἐπειδὴ δὲν λέει τίποτε ὀρθὸ σχετικὰ μὲ τὸν ἅγιο Θεό. Ὅμως χείλη ἄδικα καὶ δόλια εἶναι καὶ ἐκεῖνα τῶν συκοφαντῶν καὶ γενικῶς τῶν παρανόμων καὶ ὅλων ὅσοι ἐπιβουλεύον­ται τὴ ζωή, τὴν τιμὴ καὶ τὴν ὑπόληψη τῶν ἄλλων.

Πρόσεξε, διδάσκει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· ἐδῶ εἶναι φανερὴ ἡ εὐαγγελικὴ ἐκείνη προτροπή, «προσευχηθεῖτε καὶ παρακαλεῖτε τὸν Θεὸ νὰ σᾶς προφυλάξει γιὰ νὰ μὴν πέσετε σὲ πειρασμό» (Λουκ. κβ΄ [22] 40). Διότι τίποτε δὲν εἶναι ὅμοιο μὲ αὐτὸ τὸν πειρασμό, τὸ νὰ συναντήσεις δηλαδὴ ὕπουλο ἄνθρωπο. Ὁ ὕπουλος ἄνθρωπος εἶναι φοβερότερος καὶ ἀπὸ τὸ θηρίο. Διότι τὸ θηρίο εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται· ἐνῶ ὁ ὕπουλος καὶ δολερὸς ἄνθρωπος ἀποκρύπτει τὸ δηλητήριό του μὲ τὸ πρόσχημα τῆς καλοσύνης (…). Κυρίως δέ, προσθέτει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὀνομάσει ἄδικα τὰ χείλη ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα βλάπτουν τὴν ἀρετὴ καὶ ὁδηγοῦν στὴν κακία3.

«Πληγώνει τὴν καρδίαν ὡς ὀξὺ καὶ φαρ­μακερὸν ὄργανον ἡ δολία γλῶσσα», παρατηρεῖ ὁ Π. Ν. Τρεμπέλας. «Διότι, ἀφοῦ διὰ λόγων φιλικῶν καὶ κολακευ­τικῶν ἑλκυσθῇ ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ πληττομένου, εἰς ὥραν ποὺ αὐτὸς εἶναι ἀμέριμνος καὶ μόνον ἐκδηλώσεις ἀγάπης καὶ φιλίας περιμένει ἐκ μέρους τοῦ καιροφυλακτοῦντος νὰ τὸν κτυπήσῃ, δέχεται αἰφνιδίως τὸ ὀδυνηρὸν καὶ δηλητηριῶδες κτύπημα», τὸ ὁποῖο «εἶναι καὶ φαρμακερόν, διότι συνοδεύεται ἀπὸ ἄτιμον προδοσίαν»4.

Ἦταν πολὺ φυσικὸ ὁ εὐσεβὴς αἰχμάλωτος Ἰσραηλίτης ἐπάνω στὸν πόνο καὶ τὴν ἀπελπισία του νὰ καταφύγει στὸ Θεὸ καὶ νὰ Τὸν ἱκετεύσει: «Κύριε, ρῦσαι με ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας». Διότι μόνο ὁ Θεὸς ἐλέγχει τὶς καρδιὲς καὶ τὶς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ μόνο Αὐτὸς μπορεῖ, ὅταν θέλει, νὰ χαλιναγωγήσει καὶ νὰ ἐλέγξει τὴ γλώσσα τους. Ὁ Ψαλμωδός, ποὺ ἐμίσησε καὶ σιχάθηκε κάθε ἀδικία (βλ. Ψαλ. ριη΄ [118] 163), εἶναι φυσικὸ νὰ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τὸν φυλάξει ἀπὸ τὴ δολιότητα τῶν ἄλλων καὶ τὶς φοβερὲς συνέπειές της.

1. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Νέα Κλῖμαξ, ἐκδ. Σωτ. Ν. Σχοινᾶ, ἐν Βόλῳ 1956, σελ. 32.
2. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Περί Ἀκαταλήπτου Λόγ. Ε΄, PG 48, 744.
3. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. ριθ΄ [119], PG 55, 340.
4. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, τόμ. 10ος: Ψαλμοί, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 20025, σελ. 511.

osotir.org