.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εγώ είμαι Αυτός που θα πάρεις αύριο…



Διηγείται ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης:

Κάποτε μια χριστιανή εξομολογήθηκε σε αυτόν στο παρεκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους.
Μετά την εξομολόγηση, ενώ παρέμειναν οι δικοί της, για να πάρουν σειρά, εκείνη…κατέβηκε στον κεντρικό Ναό και μπήκε μέσα να προσκυνήσει. Ο Ναός ήταν άδειος. Άναψε ένα κεράκι και άρχισε να προσκυνάει τις εικόνες.

Και τότε είδε, για μια στιγμή την Ωραία Πύλη ανοικτή και πάνω στην Αγία Τράπεζα να κάθεται ένας ωραίος ξανθός νέος.

Μόλις τον είδε, του έβαλε τις φωνές:

–Δεν ντρέπεσαι, του είπε, να κάθεσαι πάνω στην Αγία Τράπεζα; Κατέβα κάτω γρήγορα, βγες έξω… Αλλά τέτοιοι είστε εσείς οι νέοι, κακομαθημένοι, ασεβείς, χαραμοφάηδες, τεμπέληδες, μακρυμάλληδες, αναρχικοί…

Και ποιος ξέρει τι άλλα του είπε! Αλλά ο Νέος την διέκοψε και με πολύ γλυκιά και ουράνια φωνή της είπε:

–Κι εσύ, γιατί δεν εξομολογήθηκες λίγο πριν την τάδε αμαρτία, που έκανες; Και της είπε ακριβώς την αμαρτία.

Εκείνη τα έχασε, αποσβολώθηκε, έμεινε άφωνη από την αποκάλυψη αυτή του Νέου.

–Κι εσύ, ποιος είσαι; τον ρώτησε ψελλίζοντας και τρέμοντας.

–Εγώ είμαι Αυτός, που θα πάρεις αύριο, είπε και εξαφανίστηκε.

Μόλις συνήλθε, έτρεξε προς το πατέρα Ιάκωβο φωνάζοντας πανικόβλητη για το τι είδε και το τι της συνέβη…..


Πηγή: Ι.Ν. Παντανάσσης