.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Περί κοινωνίας με ακοινωνήτους

ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟΥΣ. 

Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ!


Οἱ παρεκκλίσεις σὲ θέματα Πίστεως καὶ ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων, πρέπει νὰ καταγγέλλονται, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουμε ποιό πρόσωπο τὶς προάγει, κυρίως, ὅταν αὐτὸ τὸ πρόσωπο τὶς πρεσβεύει, καὶ ἡ ὅποια παρέκκλισή του εἶναι συνειδητή, καὶ δὲν ἀποτελεῖ συγγνωστὸ φραστικὸ ἀνθρώπινο λάθος.

Ἔχουμε πολλάκις ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς ἀντιπατερικὲς θέσεις στὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ τοὺς κοινωνοῦντας μαζί τους· ὅσα δηλαδὴ ἐφαρμόζουν στὴν πράξη ἢ καὶ διδάσκουν οἱ λεγόμενοι «ἀντι-Οἰκουμενιστές»· καὶ ἀσχολούμαστε, γιατὶ αὐτὴ ἡ «διδασκαλία» ἀλλοιώνει τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ τὴ συγκεκριμένη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὴν ἀντικαθιστᾶ μὲ μιὰ μετα-πατερικὴ καινοτομία!

Παραδείγματα ὑπάρχουν πολλὰ καὶ προστίθενται συνεχῶς καινούργια, καθὼς ἡ παναίρεση ἀλλοιώνει συνεχῶς συνειδήσεις σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε, ἐνῶ οἱ ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ἐκφέρουν ἀντιπατερικὲς θέσεις, νὰ νομίζουν ὅτι ἐφαρμόζουν τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας! 
Καὶ ἐνῶ καθημερινῶς πλέον γίνεται ἐνημέρωση γιὰ τὶς κακοδοξίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, καὶ ἔτσι ἐνημερώνονται ὅλο καὶ περισσότεροι πιστοί, ὅμως τὰ πλοκάμια τῆς παναιρέσεως ἔχουν εἰσχωρήσει τόσο καλὰ καὶ βαθιὰ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε οἱ ἐνημερούμενοι πιστοί, ἀντὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση στὸ θέμα τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὴν θανητοφόρα -πνευματικά- παναίρεση, νὰ παραμένουν προσκολλημένοι στοὺς Οἰκουμενιστὲς Ποιμένες, γιατὶ ἡ μόλυνση τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦκαὶ τῆς γεροντοκρατίας τοὺς κρατοῦν δέσμιους καὶ ἐξαρτημένους ἀπὸ τοὺς συμπορευόμενους μὲ τοὺς αἱρετικοὺς πνευματικούς καὶ ἐπισκόπους.

Ἔτσι, ἐνῶ γίνεται ἡ ἐνημέρωση, τὸ οἰκουμενιστικὸ ρεῦμα δὲν ἀναστρέφεται. Τὸ μόνο ἐλπιδοφόρο εἶναι ὅτι προκαλεῖται κάποιο ρῆγμα στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν, ὁπότε, στὴν περίπτωση ποὺ κάποιοι ἀποφασισμένοι γιὰ διωγμοὺς προχωρήσουν μὲ ὀρθόδοξες προϋποθέσεις στὴν Διακοπὴ τῆς κοινωνίας μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν κοινωνούντων μὲ αὐτούς, οἱ καλοπροαίρετοι θὰ ἀκολουθήσουν.

Ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» (ἐδῶ). Ἀντι-Οἰκουμενιστὴς κληρικὸς ἀποδέχεται-διαπιστώνει ὅτι ὁ Πάπας «ἔχει ἑωσφορικήν ὑπερηφάνειαν, …δέν ἔχει σχέσιν µέ τόν Χριστιανισµόν· ...τά χαρακτηριστικά τοῦ παπισµοῦ εἶναι ἀνάποδα ἀπό ὅσα δίδαξε ὁ Χριστός». «Παρόλα αὐτά», συνεχίζει, «ὁ Πατριάρχης κ. Βαρθολοµαῖος (δὲν σταμάτησε νὰ) µιλάει γιά τήν“ἐκκλησία” τοῦ Πάπα, τόν ἀποκαλεῖ ἁγιώτατο ἀδελφό του. 
∆έν τόν θεωρεῖ αἱρετικό, συµπροσεύχεται καί συνευφραίνεται (μὲ αὐτόν). Τό θέµα εἶναι σοβαρότατο καί προκαλεῖ ἀνησυχία στούς Ὀρθόδοξους, οἱ ὁποῖοι βλέπουν τόν οἰκουµενισµό νά διαβρώνει συνειδήσεις καί σέ λίγο θά µιλᾶµε γιά ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν» καί κοινό ποτήριο, χωρίς νά ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τούς αἱρετικούς τά ἑωσφορικά τους δόγµατα».

Ἂν προσέξατε, ὁ συγκεκριμένος ἱερέας ἀποφεύγει νὰ χαρακτηρίσει τὸν Πατριάρχη αἱρετικό, ἂν καὶ εἶναι ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο Οἰκουμενισμὸ ἀσφαλῶς, θεωρεῖ κι αὐτὸς ὡς παναίρεση! Ἀρνεῖται, δηλαδή, νὰ τὸν ἀποκαλέσει (ὄχι νὰ ἀποφανθεῖ· ἔχουν ἀποφανθεῖ πρὶν ἀπὸ αὐτὸν Ἅγιοι Πατέρες) τὸν Πατριάρχη καὶ τοὺς ἄλλους Ἐπισκόπους -ὅπως προκύπτει ἐξ ὅσων πράττουν καὶ διδάσκουν- ὡς αἱρετικούς. 
Καὶ ἀρνεῖται, διότι τότε, γνωρίζει ὅτι προκύπτει τὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ ἀκοινώνητους, λυμένο γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλ’ ἄλυτο γιὰ τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστὲς ποὺ τὸ ἔχουν μετατρέψει σκοπίμως σὲ γρῖφο!, διότι πρακτικά, ἂν τὸ παραδεχτοῦν ΠΡΕΠΕΙ ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ ΝΑ ΔΙΑΚΟΨΟΥΝ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ!

Ἄλλος ἱερέας θεωρεῖ ὅτι οἱ διακόπτοντες τὸ μνημόσυνο τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ τῶν κοινωνούντων μὲ αὐτούς, εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας! Γράφει: «…Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να τονισθεί ότι για το κατάντημα αυτό των απλοϊκών ψυχών που αποκόπτονται από το λειτουργικό Σώμα της Εκκλησίας και κατόπιν “περιάγουν γην και θάλασσαν και την ξηράν” για να βρουν έναν καθηρημένον “επίσκοπον” ώστε να έχουν δήθεν “εκκλησιολογική κάλυψη”»!

Καὶ «μην λησμονούμε ότι ως ναοί Θεού είμεθα αφιερωμένοι στον Θεό. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγουμε ό,τι είναι δυνατόν να μας αποξενώσει από τον Αρχηγό τής σωτηρίας μας και να μεταβάλει το εν ημίν ιερό του κατοικητήριον είτε σε σταύλο ηθικής ακαθαρσίας, είτε σε οπερετικά εκκλησιαστικά πραξικοπήματα».

Πρεσβεύει, δηλαδή, κι αὐτὸς ἀντιπατερικὲς θέσεις, οἰκειοποιούμενος -ὡς θύμα τους- τὴν προπαγάνδα τῶν Οἰκουμενιστῶν, διαγράφοντας θεῖες Ἐντολὲς ποὺ διδάσκουν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς κακοὺς ποιμένες καὶ αἱρετικούς· Ἐντολὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὴν δισχιλιόχρονη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀποκρυσταλλώθηκε καὶ ἐκφράστηκε καὶ διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων.

Τὸ παράδοξο δὲ εἶναι ὅτι ὁ ἐν λόγῳ ἱερέας ἀποδέχεται τὸν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, ἀλλὰ ἐπιλεκτικά: μόνο σὲ ὅσα τὸν συμφέρουν καὶ δὲν προσκρούουν στὴν κρυφο-Οἰκουμενιστικὴ γραμμὴ ποὺ ἀκολουθεῖ. 
Καὶ βέβαια, διαστρέφει τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἀποφαινόμενος ὅτι ὅσοι ἀποτειχίζονται …ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. 
Ὅμως ὁ π. Ἐπιφάνιος δίδασκε καὶ ὅτι:
«Ἡ ἀποτείχιση εἶναι, «κανονικὸν δικαίωμα... Οἱ ἱεροὶ Κανόνες παρέχουσι δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου τοῦ αἱρετικὰς διδασκαλίας κηρύσσοντος Ἐπισκόπου ἢ Πατριάρχου… 
Ἄν τις, χρησιμοποιῶν τὸ δικαίωμα αὐτοῦ, παύσῃ τὸ μνημόσυνον, καλῶς ποιεῖ!» (π. Ἐπιφάνιου Θεοδωρόπουλου, «Τὰ Δύο Ἄκρα», σελ. 90).
Καὶ πότε τὰ δίδασκε αὐτὰ ὁ π. Ἐπιφάνιος; Ὅταν δὲν ὑπῆρχαν οἱ κακόδοξες ἀποφάσεις τοῦ Μπάλαμαντ, τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, τοῦ Πουσάν! Ὅταν ὁ Οἰκουμενισμὸς ἦταν στὴν ἀρχή του· τότε ποὺ ἔκανε ἕνα βῆμα μπρὸς καὶ δύο, τρία πίσω! 
Ἐνῶ τώρα, οἱ δρασκελισμοὶ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι τεράστιοι. 
Οἱ κακόδοξες ρήσεις καὶ πράξεις τους ἐκφέρονται καὶ ἐνεργοῦνται καθημερινῶς μὲ ρυθμοὺς ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ παρακολουθήσουμε.

Γράφει ἀκόμα ὁ συγκεκριμένος πρωτοπρεσβύτερος:
Καὶ «μην λησμονούμε ότι ως ναοί Θεού είμεθα αφιερωμένοι στον Θεό. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγουμε ό,τι είναι δυνατόν να μας αποξενώσει από τον Αρχηγό τής σωτηρίας μας και να μεταβάλει το εν ημίν ιερό του κατοικητήριον είτε σε σταύλο ηθικής ακαθαρσίας, είτε σε οπερετικά εκκλησιαστικά πραξικοπήματα».

Ἀλήθεια! Πόσο μεγάλη διαστροφὴ ὑπάρχει σ' αὐτὴ τὴν πρόταση! Μᾶς ἀποξενώνει, λοιπόν, ἀπὸ τὸ Θεὸ ἡ πράξη τῆς Διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἢ μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ Θεὸ ἡ κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους, ἡ συμπόρευση μὲ αὐτούς, ἡ συμμετοχὴ μὲ αὐτοὺς στὸ Παναιρετικὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ μνημόνευση τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Πατριαρχῶν καὶ Ἐπισκόπων κατὰ τὴν πανίερη ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας; 
Ἀσφαλῶς, ἡ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὸν Θεό, κι ὄχι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτούς!

Ἂς δοῦμε ἀπὸ πιὸ κοντὰ τὸ θέμα.

Α. ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟΥΣ

Ἕνα, λοιπόν, ἀπὸ τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι καὶ αὐτὸ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ μὲ ὅσους, δὲν διακηρύσσουν μὲν τὶς Οἰκουμενιστικὲς ἰδέες, ἀλλὰ κοινωνοῦν μὲ τοὺς μὴ καταδικασμένους ἀκόμα Οἰκουμενιστές, ἀντὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτοὺς καί, ὡς ἐκ τούτου, κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, ἔχουν καὶ μεταδίδουν μολυσμό.

Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ μεγάλη σύγχυση ἐπικρατεῖ στὸν χῶρο τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν, γιὰ τὸ ποιός εἶναι καὶ ποιός δὲν εἶναι «ἀκοινώνητος» καὶ τί λέγουν οἱ Ἅγιοι ὡς πρὸς αὐτό.
Καὶ ἐνῶ εἶναι γνωστὲς οἱ φράσεις ἀπὸ Ἱ. Κανόνες καὶ κείμενα τῶν Πατέρων, ὅπως «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω ἀκοινώνητος ἔσται», τὸ πρόβλημα ἑστιάζεται στό: ποιός εἶναι ὁ «ἀκοινώνητος» καὶ ποιός ὁ «κοινωνῶν μὲ ἀκοινώνητο»;

Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια εἶχα μιὰ συνομιλία μὲ τὸν π. Ἀναστάσιο Γκοτσόπουλο -ποὺ ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα- καὶ ἡ ἐντύπωση ποὺ ἀπεκόμισα (καὶ ἕως τώρα δὲν διεψεύσθην) ἦταν πὼς ἀκοινώνητο θεωρεῖ
[α] τὸν καταδικασμένο αἱρετικό, καὶ
[β] κατὰ συγκατάβαση τὸν μὴ καταδικασθέντα αἱρετικὸ ποὺ ὅμως κηρύσσει αἵρεση (π.χ. τὸν Βαρθολομαῖο, τὸν Ζηζιούλα).
[γ] Μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους μποροῦμε νὰ ἔχουμε κοινωνία, δὲν θεωροῦνται ἀκοινώνητοι. 
Π.χ., μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε μὲ τὸν Ὀρθόδοξο κληρικό (ἢ λαϊκό), ποὺ κοινωνεῖ καὶ μνημονεύει τὸν [β] (δηλ. Βαρθολομαῖο, Ζηζιούλα κ.λπ.). Μποροῦμε, ἐπίσης, νὰ κοινωνοῦμε καὶ νὰ μνημονεύουμε μὲ τὸν [γ] δηλαδὴ ὅποιον δὲν μνημονεύει μὲν τὸν Βαρθολομαῖο, ἀλλὰ κοινωνεῖ-συλλειτουργεῖ μὲ ὅσους μνημονεύουν τὸν Βαρθολομαῖο καὶ τὴν παρέα του.

Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὴν λογικὴ αὐτὴ οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μνημονεύουν τὸν αἱρετικὸ Βαρθολομαῖο (μὴ καταδικασθέντα ἀκόμη) καὶ οἱ ὁποῖοι συλλειτουργοῦν μὲ τὸν Μεσσηνίας Χρυσόστομο, τὸν Δημητριάδος Ἰγνάτιο, τὸν Σύρου Δωρόθεο κ.λπ., δὲν εἶναι ἀκοινώνητοι. 
Τοὺς τελευταίους μῆνες, βέβαια, τὸ θέμα πῆρε καινούργιες διαστάσεις, ἀφοῦ κατὰ τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστὲς καὶ τὸν π. Ἀναστάσιο, οἱ ἀποφάσεις τῆς Κρήτης εἶναι αἱρετικές. 
Τί γίνεται λοιπόν, μὲ τοὺς ψηφίσαντας αἱρετικὲς ἀποφάσεις καὶ ὅσους τοὺς ἀκολουθοῦν ἢ (διαφωνοῦν μὲν μαζί τους λεκτικά) κοινωνοῦν μὲ αὐτούς;

Ὁ π. Ἀναστάσιος ἔχει γράψει μιὰ σημαντικότατη μελέτη, σχετικὴ μὲ τὸ ἐξεταζόμενο θέμα, μὲ τίτλο «Oὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», ἡ ὁποία μᾶς δίνει πολλὰ καὶ ἀξιόλογα στοιχεῖα, ποὺ δυστυχῶς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς παραπάνω θέσεις τῶν ἀντι-Οἰκουμενιστῶν (ποὺ εἶναι καὶ δικές του), καὶ ἐξάπαντος μὲ τὴν προσωπική του στάση, ἀφοῦ εἶναι ἱερέας σὲ Μητροπολίτη ποὺ ὑποδέχτηκε στὴν Πάτρα μὲ τιμὲς τὸν κ. Βαρθολομαῖο καὶ βέβαια ἀποδέχεται τὸν Πατριάρχη ὡς Ὀρθόδοξο, καὶ ὁ ὁποῖος -ἐπίσης- Μητροπολίτης του, δὲν ἔχει ἀπορρίψει τὶς Κολυμπάριες κακοδοξίες τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ἄρα σιωπηρῶς τὶς ἀποδέχεται. 
Διατυπώνει δέ, ὁ π. Ἀναστάσιος τὴν θέση: «Οι Πατέρες της Εκκλησίας καλούν τους χριστιανούς... να μην έχουν καμία σχέση μὲ αἱρετικούς, διότι ο κίνδυνος για τη σωτηρία τους είναι βέβαιος» (ἐδῶ). Τὸ ἐρώτημα εἶναι· ὁ κίνδυνος προέρχεται μόνο ἀπὸ τοὺς καταδικασμένους αἱρετικούς; Οἱ μὴ καταδικασμένοι αἱρετικοὶ εἶναι ἀκίνδυνοι γιὰ τὴ σωτηρία μας; 
Τί λένε οἱ Πατέρες;

Θὰ παραθέσουμε ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὴ μελέτη του αὐτή, ὅπως δημοσιεύτηκε στὸ "pentapostagma".
Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου τοῦ π. Ἀναστάσιου εἶναι:
«"Oὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι". 
Προσεγγίζοντας τήν κατ’ ἀκρίβεια πράξη τῆς Ἐκκλησίας».

Γράφει ὁ π. Ἀναστάσιος: «Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, από τους Αποστολικούς ακόμα χρόνους, η αίρεση έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τον άνθρωπο. Τον απομακρύνει από τον Θεό και τον οδηγεί στην απώλεια. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Κύριος και οι Απόστολοι είναι ιδιαίτερα αυστηροί με τις «αιρέσεις απωλείας». 
Οι Πατέρες της Εκκλησίας επισημαίνουν το μεγάλο κίνδυνο και ακολουθώντας τις Αποστολικές συστάσεις καλούν τους χριστιανούς και μάλιστα τους ακατάρτιστους στην πίστη να μην έχουν καμία σχέση με αιρετικούς, διότι ο κίνδυνος για τη σωτηρία τους είναι βέβαιος».

Ὅπως φαίνεται, ὁ π. Ἀναστάσιος αὐτὰ τὰ γράφει γιὰ τοὺς καταδικασμένους αἱρετικούς· οἱ μὴ καταδικασμένοι αἱρετικοὶ θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀκίνδυνοι κι ἄρα δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς κατατάξουμε στοὺς ἀκοινώνητους. Μὲ αὐτούς -ἕως ὅτου Σύνοδος ἀποφασίσει τὴν καταδίκη τους- μποροῦμε ἀκίνδυνα νὰ κοινωνοῦμε, νὰ τοὺς ὑποδεχόμαστε ἐπὶ δεκαετίες μετὰ «βαΐων καὶ κλάδων», νὰ παίρνουμε τὶς εὐλογίες τους καὶ νὰ τοὺς μνημονεύουμε. (Μὲ αὐτὰ ποὺ γράφω δὲν ἀμνηστεύω τοὺς ἀγῶνες του καὶ τὴν δυσχερὴ ὡς ἐγγάμου κληρικοῦ θέση).

Λίγο παρακάτω στὸ κεφάλαιο Β΄, ὁ π. Ἀναστάσιος ἀναφέρεται κατ’ ἀρχὰς σὲ μιὰ μορφὴ κοινωνίας μὲ αἱρετικούς, τὴν συμπροσευχή· καταγράφει δηλ. ποιοί «Ιεροί Κανόνες» ὁμιλοῦν «για τη συμπροσευχή με αιρετικούς. 
Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, με οικουμενικό κύρος, που αναφέρονται στην απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς είναι:...»· καὶ παραθέτει αὐτοὺς τοὺς Ἱ. Κανόνες.
Στὴν συνέχεια παραθέτει κάποιους ἄλλους Ἱ. Κανόνες· ἐκείνους ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν συμπροσευχή, τὴν μιὰ μορφὴ δηλαδὴ «κοινωνίας» μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ ἄρα ἔμμεσα μᾶς λέει μὲ ποιούς ἀνθρώπους ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (ἐδῶ).

Κατόπιν ἀναφέρεται σὲ ἐκείνους τοὺς Ἱ. Κανόνες, στοὺς ὁποίους ὑπάρχει ἡ λέξη «ἀκοινώνητος» καὶ ἐκ τῶν ὁποίων μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε τὴν ἔννοια τοῦ «κοινωνικοῦ» καὶ τοῦ «ἀκοινώνητου».

Ἂς δοῦμε κάποια ἀπ’ αὐτά.

Κανόνες τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Τοπικῆς Συνόδου
Συνεκλήθη ἐν Ἀντιοχείᾳ τῆς Συρίας (341 μ.Χ.)
Κανὼν Α´
Πάντας τοὺς τολμῶντας παραλύειν τὸν ὅρον τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ..., ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδογμένα, καὶ ταῦτα εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα· τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας…· καὶ οὐ μόνον τοὺς τοιούτους καθαιρεῖ τῆς λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν. Τοὺς δὲ καθαιρεθέντας ἀποστερεῖσθαι καὶ τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἧς ὁ ἅγιος Κανὼν καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον μετείληφεν.


Κανὼν B´
Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι, καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας, καὶ παρακαλέσαντες, τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης· μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας (ἐδῶ).

Μιλώντας, τώρα, γιὰ τὸν 10οΚανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, προσδιορίζει τὴν ἔννοια τῆς λέξεως «ἀκοινώνητος» -σὲ ποιούς δηλαδή ἀποδίδεται- καὶ ἀποφαίνεται ὅτι «ἀκοινώνητος εἶναι ὁ «αἱρετικὸς» ἢ ὁ «ἀφορισμένος». Ἐννοεῖ προφανῶς ὅτι ὡς «ἀκοινώνητον» πρέπει νὰ ἐκλάβουμε μόνο κάποιον ποὺ ἐπίσημα ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ Σύνοδο ἢ ἔχει ἀφορισθεῖ ἀπὸ ὄργανο τῆς Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. 
Γράφει:
«Β. Η έννοια του “συνεύχεσθαι” στους ίδιους τους Ι. Κανόνες 
Επίσης, μελετώντας προσεκτικά τα ίδια τα κείμενα των κανόνων προκύπτει σαφέστατα ότι οι Πατέρες απαγορεύουν όχι μόνο τη συμμετοχή σε κοινή Θ. Ευχαριστία, αλλά και την απλή προσευχή μαζί με αιρετικούς:
· Όταν ο Κανόνας Ι' των Αγίων Αποστόλων (σ.σ.: “Εἴ τις ἀκοινωνήτω κἀν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω”) επιβάλλει αφορισμό σε όποιον "καν εν οίκω συνεύξηται", με ακοινώνητον (σ.σ. ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἐννοεῖ τὸν αἱρετικὸ ἢ τὸν ἀφορισμένο), προφανώς εννοεί την απλή συμπροσευχή και όχι την τέλεση Θ. Λειτουργίας, διότι τέλεση Θ. Λειτουργίας εν οίκω απαγορεύεται αυστηρά σύμφωνα με τον Κανόνα ΝΗ' της εν Λαοδικεία Συνόδου. Άρα με το "καν εν οίκω συνεύξηται" εννοεί οποιαδήποτε απλή συμπροσευχή. 
 Ο παραβαίνων αυτόν τον κανόνα“αφοριζέσθω”»!
Ἀκολουθεῖ τὸ Γ΄ κεφάλαιο, στὸ ὁποῖο ὁ π. Ἀναστάσιος μᾶς μεταφέρει τί λέγουν οἱ ἔγκριτοι Κανονολόγοι καὶ ἑρμηνευτὲς γιὰ τὸ θέμα μας:

«Γ. Απόψεις εγκρίτων κανονολόγων και ερμηνευτών.
Εκτός της ανωτέρω απλής προσεγγίσεως των ιδίων των κειμένων των Ι. Κανόνων, όλοι οι έγκριτοι κανονολόγοι αναγνωρίζουν ότι κατά ακρίβεια με βάση τους Ι. Κανόνες δεν επιτρέπεται όχι μόνο η συμμετοχή σε κοινή προσευχή, όταν τελείται η Θ. Ευχαριστία, αλλά ούτε και οποιαδήποτε απλή προσευχή, από οιονδήποτε Ορθόδοξο κληρικό ή λαϊκό. 

Ενδεικτικά αναφέρω:
o Θεόδωρος Βαλσαμών (πατριάρχης Αντιοχείας):
§ «Εκλαβού το συνεύξασθαι εις το απλώς κοινωνήσαι, και το ημερώτερον διατεθείναι επί τη ευχή του αιρετικού. Τους γαρ τοιούτους ως μύση (βδέλυγμα) βδελύττεσθαι, ου μην οικειούσθαι οφείλομεν».
§ «Σαφής ο κανών. Ου γαρ συγχωρεί τοις αιρετικοίς επιμένουσι τη αιρέσει συνεκκλησιάζειν μετά Ορθοδόξων».
§ «Ακούων δε του κανόνος του λέγοντος ακοινωνήτους είναι τους επισκόπους και λοιπούς ιερωμένους τους συνευχομένουςτοις ακοινωνήτοις, μη είπης εξ αντιδιαστολής ανευθύνους είναι τους λαϊκούς παρά τον κανόνα ποιούντας. Και ούτοι γαρ αφορισθήσονται κατά τον Ι΄ Αποστολικόν Κανόνα τον μη διαστέλλοντα κληρικούς και λαϊκούς».
Ἐδῶ ὁ Βαλσαμών, ἐξηγεῖ ὅτι ἀκοινώνητος δὲν εἶναι μόνο ὁ αἱρετικός (καταδικασμένος ἢ ὄχι ἀπὸ Σύνοδο), ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ὁ Ἐπίσκοπος, ὁ ἱερωμένος ἢ ὁ Λαϊκὸς ποὺ θὰ συμπροσευχηθεῖ μὲ τὸν ἀκοινώνητο αἱρετικό! 
Πιστεύω ὅτι ὁ π. Ἀναστάσιος ἀποδέχεται τὴν ἑρμηνεία αὐτῶν τῶν Κανονολόγων, καθόσον τοὺς χρησιμοποιεῖ ἀποδεικτικὰ στὸ βιβλίο του. Τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνει καὶ στὴν συνέχεια τοῦ κεφαλαίου:
«"Αιρετικός, εστί … ο μικρόν γουν εκκλίνων της Ορθοδόξου πίστεως. Επεί γουν πάντες οι απαριθμηθέντες εις την παρούσαν ερώτησιν (Λατίνοι, Αρμένιοι, Μονοθελήτες, Νεστοριανοί), ου δια μικρόν τι αλλά δια πλάτος μέγα δυσδιεξίτητον εκ της των Ορθοδόξων Εκκλησίας απεξενώθησαν, πάντως ουδέ χάριν αναδοχής παίδων πνευματικών, μεσιτευομένης δι’ αγίων ευχών και αγιασμάτων πολλών, ημίν συγκοινωνήσουσιν, ίνα μη και αυτοί ακοινωνησία κατακριθώμεν κατά τον κανόνα τον λέγοντα ο κοινωνών ακοινωνήτω και αυτός ακοινώνητος εστίν”.
§ ΙΕ΄ ερώτησις του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίου Μάρκου: “ακινδύνως ιερουργήσει τις ή συνεύξεται μετά αιρετικών, Ιακωβιτών δηλαδή και Νεστοριανών, εις Εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν; ή κοινής μετ’ αυτών μετάσχη τραπέζης; ή ποιήσει ανάδοχον εκ του Αγίου Βαπτίσματος; Ή κατοιχωμένων ποιήσει μνημόσυνα; ή μεταδώσει των θείων αγιασμάτων αυτοίς. Η στενοχωρία γαρ του τόπου πολλά τοιαύτα ποιεί και ζητώ το ποιητέον”.
Απόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμών: “Δια τούτο (μνημονεύει τους κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με αιρετικούς) και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς τε και κληρικούς, συνευχομένους αυτοίς ιερατικώς, ή μην και συνεσθίοντας, αλλά και μειζόνως κολάζεσθαι, κατά την των ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν. Η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα”.
§ “Ει ουν οι κατηχούμενοι ουκ εώνται παρείναι τελουμένης της θείας θυσίας, πως αιρετικοί εαθήσονται, ει μη που επαγγέλλονται, φησί, μετανοείν και αφίστανται της αιρέσεως. 
Και τότε δε, οίμαι, ουκ εντός του Ναού παραχωρηθήσονται είναι, αλλ’ έξω μετά των κατηχουμένων. Ως, ει μη επαγγέλλονται αφίστασθαι της αιρέσεως, ουδέ τοις κατηχουμένοις συστήσονται, αλλ’ εκδιωχθήσονται”».

Καὶ ὁ Ἰωάννης Ζωναρᾶς,
§ «"Μέγα αμάρτημα ο κανών ηγείται, το Χριστιανόν εις Ιουδαίων συναγωγήν ή αιρετικών χάριν προσευχής εισιέναι".
§ “Ο ακοινωνήτω συνευξάμενος ή καθηρημένω, δια τους ήδη γεγραμμένους κανόνας υπό επιτίμιον εστίν … καν γαρ μη τα εκείνων φρονή, αλλά γε πολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού ως τας Ιουδαϊκάς τιμών τελετάς. 
Άμα δε και μιαίνεσθαι πιστεύεται τη εκείνων συναναστροφή”.

O Αριστινός:
§ “Αιρετικοίς το ιερόν ανεπίβατον. ου συγχωρούνται αιρετικοί εις τον οίκον του Θεού εισιέναι”.
§ “Ουδεμία κοινωνία φωτί προς σκότος. Δια τούτο γουν ουδέ τοις αιρετικοίς ή τοις Ιουδαίοις Χριστιανός συνεορτάζει”.
§ “αιρετικοίς ή σχισματικοίς μη συνεύξη. Ακοινώνητος ο τούτοις συνευχόμενος”.

O Ματθαίος Βλάσταρης:
§ “Ο ΛΓ΄ (κανόνας της εν Λαοδικεία) αιρετικώ ή σχισματικώ όλως ημάς ουκ επιτρέπει συνεύχεσθαι.
§ “Ο Β΄ κανών της εν Αντιοχεία Συνόδου, της κοινωνίας των ακοινωνήτω να ποδιίστασθαι παντάπασιν ημίν εγκελεύεται, και μήτε εν οίκω τούτοις συνεύχεσθαι, μήτε εν Εκκλησία”.

Oι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων (1848):
§ “Αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικώς … ότι (ο Παπισμός) είναι αίρεση και οι οπαδοί του αιρετικοί … Επίσης οι συνάξεις που συγκροτούνται από αυτούς είναι αιρετικές και κάθε κοινωνία πνευματική των Ορθοδόξων τέκνων… με αυτούς είναι αντικανονική, όπως ορίζει ο ζ΄ κανόνας της Γ΄ Οικ. Συνόδου”».

Αὐτὰ ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἀναστασίου. Ἂς δοῦμε, τώρα, τί λέγουν καὶ τὰ πατερικὰ κείμενα.


Β. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΠΡΑΞΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ ὅτι συνεργάζεται καὶ «κοινωνεῖ» κανεὶς μὲ κάποιον κατὰ τρεῖς τρόπους.

Πρῶτον, ὅταν συμμετέχει στὸ ἴδιο ἔργο: «Κατὰ τὸ ἔργον, ὅταν ἀλλήλοις ἐπὶ τῷ αὐτῷ σκοπῷ συλλαμβάνωνται πρὸς τὴν ἐνέργειαν».
Δεύτερον, ὅταν κάποιος δὲν συμμετέχει μέν, ἀλλὰ ἀποδέχεται τὴν γνώμη ἐκείνου ποὺ ἐνεργεῖ κάποιο ἔργο, καὶ τότε κοινωνεῖ: «Κατὰ δὲ γνώμην, ὅταν συγκατάθηταί τις τῇ διαθέσει τοῦ ποιοῦντος, καὶ συναρεσθῇ».
Τρίτον· ὑπάρχει, λέγει, κι ἕνας ἀκόμα τρόπος κοινωνίας, ποὺ πολλοὶ δὲν τὸν ἀντιλαμβάνονται, ἀλλὰ μᾶς τὸ ὑποδεικνύει ἡ Ἁγία Γραφή. 
Λογίζεται, δηλαδή, ὅτι κοινωνεῖ κανεὶς μὲ τὸ κακὸ καὶ τὴν αἵρεση, ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση πού, ναὶ μὲν δὲν συνεργάζεται, ναὶ μὲν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸν κακὸ ποὺ διαπράττεται καὶ τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκεται ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἀλλ’ ὅμως, ἐνῶ γνωρίζει τὸ κακὸ ποὺ γίνεται, ἐφησυχάζει, καὶ δὲν ἐλέγχει: 

«Ἑτέρα δὲ κοινωνία τοὺς πολλοὺς λανθάνουσα ἐμφαίνεται τῇ ἀκριβολογίᾳ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· ὅταν μήτε συνεργασάμενος, μήτε συγκαταθέμενος τῇ διαθέσει, γνοὺς δὲ τὴν κακίαν τῆς γνώμης ἀφ' ἧς ποιεῖ, ἐφησυχάσῃ, καὶ μὴ ἐλέγξῃ».

Ἀλλὰ στὸ τέλος διακρίνει καὶ μιὰ ἄλλη περίπτωση «μὴκοινωνίας» ὅμως ἐδῶ. Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ συμβαίνει, ὅταν κάποιος συνεργάζεται μὲν μὲ κάποιον ποὺ φαίνεται ὅτι κάνει κάτι καλό, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅμως ὅτι αὐτός, ὁ φαινομενικὰ καλός, δὲν ἔχει καλὴ διάθεση καὶ καλὸ σκοπό. «Ὁ δὲ συνεργαζόμενος μέν τινι τὸ ἀγαθὸν ἀγαθῇ γνώμῃ, ἀγνοῶν δὲ αὐτοῦ τὴν κακίαν τῆς τε διαθέσεως καὶ τοῦ σκοποῦ, οὐκ ἐν τῷ συνεργάζεσθαι ἔγκλημα ἕξει κοινωνίας, ἀλλ' ἐν τῷ κεχωρίσθαι τῆς τοῦ ἀλλοτρίου διαθέσεως, φυλάσσειν δὲ ἑαυτὸν ἐν τῷ κανόνι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπης» (Μ. Βασιλείου, Περὶ βαπτίσματος, Λόγος δεύτερος, ἐρώτησις Θ΄. Εἰ χρὴ συγκοινωνεῖν τοῖς παρανομοῦσιν, ἦ τοῖς ἀκάρποις ἔργοις τοῦ σκότους, κἂν μὴ ὦσι τῶν ἐμοὶ πιστευθέντων οἱ τοιοῦτοι).

Καὶ τὸ ἐρώτημα: Ὅσοι συγκοινωνοῦν, συνεργάζονται, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς ἐγχώριους Οἰκουμενιστὲς Μητροπολίτες, δὲν γνωρίζουν τὶς διαθέσεις τους; 
Ὅσοι ἀποδέχονται ὡς ποιμένες τους ἐκείνους ποὺ ἔχουν ψηφίσει τὶς κακόδοξες ἀποφάσεις τῆς Κολυμπαρίου Συνόδου, ἢ ὅσους κοινωνοῦν μὲ αὐτούς, δὲν γνωρίζουν ὅτι ἔχουν νὰ κάνουν μὲ συνειδητοὺς αἱρετικοὺς ἢ μὲ συγκοινωνοῦντας μὲ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνται τὸ καθῆκον τους νὰ ἐνημερώσουν τὸν λαὸ γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τὸν μολυσμὸ ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει;

Κι ἂν γιὰ μικρότερα θέματα καθίσταται κάποιος ἀκοινώνητος, πόσο περισσότερο ἀκοινώνητος καθίσταται, ὅταν πρόκειται γιὰ κοινωνία μὲ ἱερωμένους ποὺ ἀνήκουν, ἢ σιγοντάρουν τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;

Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος, εἶχε Διακόψει τὴν κοινωνία, εἶχε ἀποτειχιστεῖ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Ἀρειανούς, ποὺ εἶχαν καθαιρεθεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Πνευματομάχους, ποὺ δὲν εἶχαν ἀκόμα καταδικασθεῖ καὶ καθαιρεθεῖ! Τοῦτο δὲ πρότεινε στὸ λαό, καὶ ἐπαινοῦσε τὸ λαὸ ποὺ εἶχε ἀποτειχισθεῖ! Ἄλλοτε ἔλεγε γιὰ ὅσους κήρυτταν κακοδοξίες αἱρετικούς (καταδικασμένους καὶ μὴ καταδικασμένους):
«Οὐδ’ ἂν πρὸς ὥραν αὐτῶν ἐπεδεξάμεθα τὴν συνάφειαν, εἰσκάζοντας (χωλαίνοντας) περὶ τὴν Πίστιν εὕρομεν» (P.G. 32,992-994), καὶ «Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν» (Εἰς ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS, Ser. A. τόμ. Χ, fasc. II, σελ. 133 (24-28)..

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος συμβουλεύει (χωρὶς νὰ κάνει διάκριση -ὅπως φαίνεται στὸ κείμενό του- σὲ καταδικασμένους ἢ μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς): «Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν… 
Εἰ δέ τιςπροσποιεῖται μὲν ὁμολογεῖν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις, τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένῃ, τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθε. 
Οὕτω γὰρ διατελοῦντες καθαρὰν τὴν πίστιν διατηρήσετε» (P.G. 26,1188Β).

Γιὰ νὰ μὴ μακρύνω περισσότερο τὸ λόγο, ἀποφεύγω νὰ παραθέσω πολλὰ ἄλλα γνωστὰ παραδείγματα (ὅπως π.χ. τὴν ἀποτείχιση τοῦ Λαοῦ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν κανονικὸ καὶ μὴ καθαιρεθέντα εἰσέτι -ὡς ὁ Βαρθολομαῖος σήμερα- Πατριάρχη Νεστόριο, ἀλλὰ καὶ τὴν συμπαράσταση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς ὅσους εἶχαν ἀποτειχισθεῖ καὶ δὲν κοινωνοῦσαν μαζί του.

Ἂς δοῦμε, ὅμως, καὶ κάποια ἄλλα κείμενα:
Τοῦ ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου: «Ἐχθροὺς γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας, μεγάλῃ καὶ πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο»!
Τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «ΤΙΤΛ. ΝΑʹ. —Περὶ ἀμίκτων, καὶ τῶν ἀκοινωνήτως ἐχόντων πρὸς ἄλληλα.
«Τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον;». «Τί κοινωνήσει λύκος ἀμνῷ; οὕτως ἁμαρτωλὸς πρὸς εὐσεβῆ. Τί κοινωνήσει χύτρα πρὸς λέβητα; αὕτη προσκρούσει, αὕτη συντριβήσεται». «Οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν, καὶ τραπέζης δαιμονίων. 
Τίς μετοχὴ δικαιοσύνης καὶ ἀνομίας; ἢ τίςκοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου; τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων;» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰ ἱερὰ Παράλληλα).
«Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε. Αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες...
Τί οὖν φησιν; ἂν πονηρὸς ᾖ, πειθώμεθα; πονηρὸς πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φύγε αὐτόν, καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών. 
Εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου».
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου –Ἀπὸ κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου).

Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, μετά την Ένωση των «εκκλησιών» στη Φερράρα, και ενώ δεν είχε ακόμα συγκληθεί κάποια Οικουμενική Σύνοδος, έκανε ανυπακοή στους Επισκόπους και το αυτό δίδασκε και στους πιστούς· έγραφε στον ιερομόναχο Θεοφάνη:
«Όμως ο αγών δεν είναι πλέον στα λόγια, αλλά στα έργα. Ούτε είναι καιρός για ρητά και έγγραφες αποδείξεις (τι θα ωφελούσαν άλλωστε σε τέτοιους διεφθαρμένους κριτές;). Αντιθέτως όσοι αγαπούν το Θεό, πρέπει να ετοιμασθούν να πολεμήσουν μαζί τους στα έργα. Επίσης, να είναι έτοιμοι να υποφέρουν κάθε κίνδυνο για την ευσέβεια και για τον αγώνα να μη μολυνθούν από την κοινωνία με τους ασεβείς» (Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγ. Όρους, σελ. 297).
Ἐπίσης, ἀναφερόμενος στοὺς λατινόφρονες λέγει: «Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας, ὅλες οἱ θεῖες γραφές, μᾶς προτρέπουν νὰ φεύγουμε τοὺς ἑτερόφρονες καὶ νὰ μὴ ἔχουμε κοινωνίαμὲ αὐτούς» (P.G. 160, 1097AB, 105C).
Στο ίδιο πνεύμα κινείται και ο ιερός Ιωσήφ (συγκαταλεγόταν και αυτός στους διωχθέντας). Όταν ο πατριάρχης Καλέκας αφόρισε τον αγιο Γρηγόριο Παλαμά και τους ομόφρονές του (1344), έγραφε: «Ποια είναι η Εκκλησία» που μας «έχει αποδιώξει; Η Εκκλησία των Αποστόλων; Εμείς όμως είμαστε υποστηρικταί της και συμφωνούμε μαζί της… 
Επομένως δεν μας έχει αποβάλει η Αποστολική Εκκλησία…αλλά η καινοφανής Εκκλησία και τα παράδοξα δόγματα που αυτός (σ.σ. ο Καλέκας τότε, ο Βαρθολομαίος που δέχεται με τιμές τον Πάπα) συνέστησε… 
Αφού λοιπόν (σ.σ. νόμιμε πατριάρχη Καλέκα και Βαρθολομαίε) έγινες εργαστήριον κάθε ψεύδους, κάθε συκοφαντίας, οποιουδήποτε φαύλου πράγματος,… πλεονεξίας, ιεροσυλίας,… έπειτα “χειροτονείς” και τον εαυτό σου Εκκλησία… Γιατί είσαστε Εκκλησία; … 
Από το ότι δεν κάνεις διάκριση μεταξύ των ανιέρων και των αγίων; 
Από ότι επιτρέπεις την είσοδο του ιερού σε όλους τους μολυσμένους και βέβηλους;…
Άλλοτε πάλι χαρακτηρίζει την ψευδοεκκλησία του νόμιμου και κανονικού πατριάρχη Καλέκα “σφαλεράν και πόρω Θεού βάλλουσαν”(σ.σ. Χωρίς κάποια Σύνοδος να έχει καταδικάσει τον Καλέκα και όλους τους άλλους «ορθόδοξους» που τον ακολουθούσαν). Κατά συνεπεια ο πατριάρχης “δει υποταγήναι τη Εκκλησία, ης προ ολίγου αφηνίασεν αποσκιρτήσας” (σ.σ. Αλήθεια, πού βρισκόταν τότε η Εκκλησία; Ας απαντήσουν όσοι μας ρωτούν για το ίδιο θέμα σήμερα, και δεν καταλαβαίνουν ποιό είναι το Μυστήριο της Εκκλησίας).
Για όλα αυτά ο ιερός Ιωσήφ συνιστούσε: “Αποκοπτέον ημάς της εκείνου κοινωνίας”. Προσέθετε δε ότι χρειάζονται πηγές δακρύων για να κλαύση κανείς το “σύντριμμα” της Εκκλησίας… και την καινοτομία της πίστεως» (σελ. 274-275).
Ο ιερός Νικηφόρος Κάλλιστος έγραφε: Όταν «πίστεως συμβαίη γίνεσθαι την διαφοράν, ου μόνον πατέρες προς παίδας (και αντίστροφα), αλλά και γυνή» προς τον σύζυγόν της, «και ανήρ προς την σύζυγον διαστασιάζουσιν (επαναστατούν)» (στο ίδιο, σελ. 276).
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός σε άλλη επιστολή του έγραφε: «Οι περισσότεροι αδελφοί, έχοντας πάρει θάρρος από την εξορία μου, ελέγχουν με αυστηρότητα τους αλιτήριους (Λατινόφρονες) και παραβάτες της ορθής πίστεως και των πατρικών θεσμών. Τους διώχνουν επίσης από παντού ως καθάρματα, χωρίς να ανέχωνται να συλλειτουργούν μαζί τους, ούτε να τους μνημονεύουν καθόλου στα Μυστήρια ως Χριστιανούς…
Να συμβουλεύσης δε τους ιερείς του Θεού να αποφεύγουν με κάθε τρόπο την εκκλησιαστική κοινωνία με τον λατινόφρονα μητροπολίτη τους και ούτε να συλλειτουργούν μαζί του, ούτε να τον μνημονεύουν καθόλου, ούτε να τον θεωρούν αρχιερέα, αλλ’ ως μισθωτό λύκο. Επίσης να μη λειτουργούν καθόλου σε λατινικές εκκλησίες, για να μη έλθη και σε μας η οργή του Θεού που επήλθε στην Κων/πολι, εξ αιτίας των παρανομιών που έγιναν εκεί…
Να αποφεύγεται λοιπόν και εσείς, αδελφοί, την εκκλησιαστική κοινωνία με τους ακοινωνήτους και το μνημόσυνο των αμνημονεύτων. Φευκτέον αυτούς (τους λατινόφρονες) ως φεύγει τις από όφεως» (στο ίδιο, σελ. 297-298).
Το 1452 ο Γεννάδιος προσκλήθηκε στο παλάτι «μαζί με πολλούς εκκλησιαστικούς άνδρες για να συσκεφθούν περί της ενώσεως. 
Ο Γεννάδιος αρνήθηκε να προσέλθη και τους δήλωσε δι’ επιστολής τα εξής:
“…Εάν η σύναξη αυτή γίνεται για να ληφθή η συγκατάθεσις των εκκλησιαστικών για την ένωσι που έκανε ήδη η πολιτεία -αλίμονο! Αυτό είναι χωρισμός από το Θεό- τότε αφήστε με, μη με πειράζεται… 
Όποιος θα μνημονεύση τον πάπα η θα έχη εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς που τον μνημονεύουν η θα συμβουλεύση …κάποιον να μνημονεύση, θα τον θεωρήσω όπως και η αγία και μεγάλη Σύνοδος της Κων/πόλεως, η οποία εξέτασε το λατινικό δογμα και κατεδίκασε όσους το πίστεψαν, τον Βέκκο δηλ. και τους ομόφρονές του…
Οι Σύνοδοι και οι άλλοι πατέρες ορίζουν ότι “αυτών που αποστρεφόμαστε το φρόνημα πρέπει να αποφεύγωμε και την κοινωνία”… 
Πάνω απ’ όλα όμως ο Κύριός μας λέγει: 
“Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν” (Ιω. ι , 5).
Μη γένοιτο να κάνω αιρετικήν την Εκκλησία μου, την αγία μητέρα των Ορθοδόξων, δεχόμενος το μνημόσυνο του πάπα, εφόσον ομολογεί και πιστεύει εκείνα, για τα οποία δεν τον δέχεται η Εκκλησία μας… 
Και θα είμαι οπωσδήποτε ακοινώνητος προς τον πάπα και όσους έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με αυτόν, όπως και οι Πατέρες μας. Διότι πρέπει να μιμούμαστε την ευσέβειά τους, αφού δεν έχουμε την αγιωσύνη και την σοφία τους”» (στο ίδιο, σελ. 303-304).
Ο ιερός Γεννάδιος, όταν και τότε συζητούσαν το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών, έγραφε:
«Αυτά όμως που λέγουν εκείνοι, δηλ. να αναβάλουμε προσωρινά την εξέτασι του θέματος, δεν είναι προσωρινή εκκλησιαστική Οικονομία. Είναι προσωρινή συγκατάθεσίς μας στην προσθήκη (του filioque) και στην ένωσι που επικυρώθηκε κακώς στην Φλωρεντία. 
Είναι πρόσκαιρος εκλατινισμός –αν είναι βέβαια πρόσκαιρος και όχι αιώνιος!– συμπεραίνοντας από τα πρόσωπα που τον πραγματοποιούν…» («Οι αγώνες των μοναχών..., όπ. παρ., σελ. 304).

Καὶ θὰ κλείσει αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ μὲ θέμα τὴν κοινωνία μὲ ἀκοινώνητους, μὲ ἕνα τμῆμα ἀπὸ τὴν κριτικὴ τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ στὴν Εἰσήγηση τοῦ π. Ἰωάννη Φωτόπουλου στὴν μνημονευθεῖσα Ἡμερίδα γιὰ τὴν Ἀποτείχιση ποὺ διοργάνωσε ἡ Μητρόπολη τοῦ Πειραιᾶ.

"Ἀρχίζετε τόν λόγο σας μέ μία πολύ ὡραία λειτουργική ἀναφορά γιά νά δηλώσετε ὅτι στήν Θ. Λειτουργία ἐνσωματούμεθα ὅλοι μέ τόν Χριστό ὡς μέλη πρός τήν κεφαλή, καί μεταξύ μας ὡς μέλη ἐκ μέρους. Ἐδῶ, μεταξύ ἄλλων ἀναφέρετε καί τά ἑξῆς: «Ὁμολογεῖται κοινὴ πίστις ἡ Ὀρθόδοξος, μνημονεύεται τρεῖς φορὲς ὁ τοπικὸςἘπίσκοπος ὡς ἐγγυητὴς καὶ φύλαξ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας».
Αὐτή εἶναι ὄντως μία Ὀρθόδοξος διδασκαλία, τήν ὁποία ὅμως στήν πράξι τήν ἀναιρεῖτε καί τήν ἀκυρώνετε, ὄχι μόνον ἐσεῖς, ἀλλά καί οἱ ὑπόλοιποι Ἀντιοικουμενιστές, διότι μνημονεύετε ὄχι τόν ἐγγυητή καί φύλακα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά τόν ἐγγυητή καί φύλακα τῆς πλάνης καί τῆς αἱρέσεως. 
Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἐνσωματώνετε καί συντάσσετε μέ τόν Χριστό δημοσίως καί ἐκκλησιαστικῶς ὄχι κάποιο τυχαῖο μέλος τοῦ σώματος (αὐτό θά ἦτο πολύ μικρότερο κακό), ἀλλά αὐτόν, πού εἶναι ἡ ὁρατή εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, τοῦ παρόντος ἀοράτως καί ὁρατοῦ μόνον διά τῶν μετουσιωμένων τιμίων δώρων. 
Διακηρύσσετε λοιπόν δημοσίως, ὅτι ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος εἶναι ἡ ὁρατή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅτι τελικῶς ὅ,τι εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι καί ὁ Χριστός, κατά τόν τύπο τῆς εἰκόνας καί τοῦ πρωτοτύπου καί κατά τόν τύπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολασ. 1,15).
Αὐτό θεωρῶ, π. Ἰωάννη, ὅταν μάλιστα γίνεται ἐν γνώσει, πώς ἐγγίζει τά ὅρια τῆς βλασφημίας, καί ὄχι αὐτά τά ὁποῖα προσάγετε γιά κάποιες θέσεις τῶν ἀποτειχισμένων, τίς ὁποῖες ἀναφέρετε ἀποσπασματικά καί ὅπως σᾶς ἐξυπηρετοῦν. 
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ἀπαγορεύεται στήν Θ. Λειτουργία νά μνημονεύεται αἱρετικός Ἐπίσκοπος ὡς Ὀρθόδοξος.
Ὅταν ἐπιπλέον μνημονεύεται ὁ Οἰκουμενιστής Ἐπίσκοπος, ὁμολογεῖται πάλι κοινή πίστις, ὄχι ὅμως ἡ Ὀρθόδοξος, ἀλλά ἐκείνη τῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι κατά τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη: «οἵα ἡ κεφαλή τοιοῦτο καί τό σῶμα» καί ἀλλοῦ «οἷον τό ἄρχον τοιοῦτον καί τό ἀρχόμενον»
Ὁ Ἐπίσκοπος τότε ὁμολογεῖται ὅτι εἶναι ἐγγυητής καί φύλαξ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δέν ὑπάρχει νομίζω ἐπισημότερη καί ἐγγυρότερη ἀναφορά γιά τήν ἔνταξί μας στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό αὐτήν τήν λειτουργική μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. 
Δι’ αὐτῆς ἀκυρώνεται ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ὅπως δηλαδή δέν θά εἶχε ἰσχύ ἡ ὁμολογία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως σέ μία Θ. Λειτουργία πού θά ἐμνημονεύετο ἕνας εἰκονομάχος ἤ μονοφυσίτης Ἐπίσκοπος.
Τώρα τά περί καταδικασμένων καί μή καταδικασμένων αἱρετικῶν Ἐπισκόπων εἶναι ἐφευρέματα τῆς Ν. Ἐποχῆς πρός ἀποπλάνησι τῶν Ὀρθοδόξων καί ἔνταξί των «ἄχρι καιροῦ» στό μαντρί τῆς αἱρέσεως. 
Ἀπόδειξις τούτου εἶναι ὅτι, εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι, τῶν μή καταδικασμένων αἱρετικῶν Ἐπισκόπων, οἱ Πατέρες καί οἱ ἱεροί Κανόνες μᾶς ἔδωσαν τήν λύσι καί τήν ὁδό τῆς ἀποτειχίσεως καί τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως, διά νά εἴμεθα ἐνσωματωμένοι διά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως μέ τόν Χριστό ὡς μέλη τοῦ σώματός Του. 
Αὐτό βεβαίως τό καταντήσαμε «ἀκανθῶδες θέμα», διότι προφανῶς, ὅπως προανέφερα, ἔτσι ἐξυπηρετεῖ τήν προαίρεσί μας καί μέχρις ἐκεῖ μᾶς ἐπιτρέπουν νά σταθοῦμε οἱ Οἰκουμενιστές, δηλαδή προφορική καί γραπτή ὁμολογία καί πρακτικά συμπόρευσι μαζί των διά τῆς λειτουργικῆς των κυρίως ἀναγνωρίσεως καί μνημονεύσεως.
Κατωτέρω, μετά ἀπό κάποιες ἀσαφεῖς καί θολές ἀναφορές δι’ αὐτούς πού ἀκολουθοῦν τόν ζηλωτισμό καί δι’ αὐτούς πού ἀκολουθοῦν τόν Οἰκουμενισμό, ἀναφέρετε, π. Ἰωάννη, στήν εἰσήγησί σας, τά ἑξῆς ἀξιόλογα καί ἄξια σχολιασμοῦ:
«Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα της, ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν, καθιστᾶ ἀκοινωνήτους ὅσους σφάλλουν περὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τὴν ἑνότητά της. 
Εἶναι ἀδύνατον ἐκκλησιολογικῶς στὸ ἄμωμο σῶμα τοῦ Χριστοῦ νὰ συνυπάρξει ὁ αἱρετικὸς ἢ ὁ βαρέως ἁμαρτάνων μὲ τοὺς ἑνωμένους ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ Εὐχαριστίᾳ Χριστιανούς. Πολὺ περισσότερο ἀποκόπτει ἡ Ἐκκλησία τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντί νὰ φροντίζουν καὶ νὰ ἐγγυῶνται μὲ τὴν διδασκαλία, τὶς νουθεσίες, τὰ ἐπιτίμια καὶ τὶς πράξεις τους τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα ποὺ φέρει στὴν σωτηρία, διασποῦν τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια».
Ὄντως π. Ἰωάννη, δέν θά ὑπῆρχαν λόγια νά ἐκθειάσουμε τίς θέσεις σας, ἄν αὐτά δέν ἦταν μόνο λόγια καί πομφόλυγες (σαπουνόφουσκες) καί ἄν αὐτά συνοδεύοντο μέ τήν ἐν τῇ πράξει ἐφαρμογή των. Διότι ἐφ’ ὅσον, σύμφωνα μέ τά λόγια σας, «εἶναι ἀδύνατον ἐκκλησιολογικῶς στό ἄμωμο σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά συνυπάρξη ὁ αἱρετικός», πῶς αὐτό τό ὁμολογουμένως ἀδύνατο τό καθιστᾶτε δυνατόν; 
Μέ ποιά ἐξουσία, μέ ποιά εὐλογία βεβηλώνετε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐσεῖς μάλιστα οἱ τόσο εὐαίσθητοι, οἱ ὁποῖοι θέλετε Ἁγίους γιά τήν κατάγνωσι τῆς αἱρέσεως, Ἁγίους γιά τήν Συνοδική καταδίκη της, ἐσεῖς, τέλος πάντων, πού θέλετε νά ἀκολουθῆτε τούς συγχρόνους γέροντες, προκειμένου νά μήν πλανηθῆτε; Ἐάν εἶναι ὄντως ἀδύνατη αὐτή ἡ συνύπαρξις στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τότε γιατί θέτετε ἐκτός Ἐκκλησίας τούς ἀποτειχισμένους, αὐτούς δηλαδή πού ὄντως θεωροῦν ἀδύνατη αὐτή τήν συνύπαρξι, καί ἐντός Ἐκκλησίας αὐτούς πού βεβηλώνουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ; 
Ποιος σᾶς ἔδωσε τό δικαίωμα καί τό ἀξίωμα τοῦ θυρωροῦ στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά ἀνοίγετε καί νά κλείνετε αὐτοβούλως, καί μάλιστα σύμφωνα μέ τούς κανόνες τῆς αἱρέσεως, τήν θύρα στούς προσερχομένους;
Μέ τά λόγια σας αὐτά, π. Ἰωάννη, μπαίνω στόν πειρασμό νά θίξω καί κάποια ζητήματα πολύ ἐπίκαιρα στίς ἡμέρες μας. Εἴπατε ὅτι: «ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα της, ἀπὸ τὴν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν, καθιστᾶ ἀκοινωνήτους ὅσους σφάλλουν περὶ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τὴν ἑνότητά της».
Ἐδῶ ἀποδεικνύετε ὅτι δέχεσθε τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἑνότης δέν διασπᾶται μέ τήν ἀποτείχισι, ἀλλά μέ τήν αἵρεσι. Αὐτό ἄλλωστε διδάσκει καί ὁ πολυσυζητημένος 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ὅταν λοιπόν ἡ ὑπάρχουσα Σύνοδος, ὄχι μόνον δέν ἀποκόπτει τούς αἱρετικούς ἀπό τό σῶμα της, ὄχι μόνον τούς καλύπτει καί συμφωνεῖ μαζί των, ἀλλά ἐπί πλέον τούς ἀποστέλλει ὡς ἐκπροσώπους της στούς διαλόγους μέ τούς αἱρετικούς και στίς προπαρασκευαστικές ἐργασίες γιά τήν μελλοντική πανορθόδοξο Σύνοδο τοῦ 2016, ἐνῶ καθαιρεῖ καί ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα της ὅσους ἀντιδροῦν πρός τήν αἵρεσι καί ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτούς τούς Ἐπισκόπους, τότε θέλουμε νά μᾶς διευκρινίσετε, π. Ἰωάννη, ἡ Σύνοδος αὐτή, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, εἶναι Ὀρθόδοξος ἤ αἱρετική; 
Διότι ἐμεῖς γνωρίζομε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Σύνοδος καθαιρεῖ καί ἀποκόπτει, ὅπως εἴπατε κι ἐσεῖς ἐξάλλου, τούς αἱρετικούς, ἡ δέ αἱρετική Σύνοδος καθαιρεῖ καί ἀποκόπτει τούς Ὀρθοδόξους, ὅπως π.χ. ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου καθήρεσε τόν Μ. Ἀθανάσιο, ἡ ληστρική Σύνοδος τῆς Ἐφέσου καθήρεσε τόν ἅγιο Φλαβιανό καί τόν ἐφόνευσε, ἡ Σύνοδος τῆς Δρυός καθήρεσε τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἡ Σύνοδος τῆς Ἱέρειας καθήρεσε καί ἀναθεμάτισε τούς ἁγίους Γερμανό Κων/πόλεως καί Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό κλπ.
Τό χειρότερο ὅμως ἀπό ὅλα εἶναι ὅτι ἐσεῖς, αὐτήν τήν Σύνοδο, τήν ἀναγνωρίζετε ὡς Ὀρθόδοξο καί, τό πλέον ἀθλιότερο καί ἐξωφρενικό, ὅτι ἀναμένετε αὐτή ἡ Σύνοδος νά καταδικάση τήν αἵρεσι, ὥστε νά ἐγερθῆτε ὡς παληκάρια καί νά ξιφουλκίσετε κατά τῶν αἱρετικῶν. 
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής διδάσκει ὅτι ἐκ τῶν πράξεών της κρίνεται ἡ Σύνοδος, ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος ἤ αἱρετική καί ἐσεῖς, ἀντιθέτως, διδάσκετε ὅτι ἡ Σύνοδος κρίνεται ὡς Ὀρθόδοξος ἐκ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς.
Στό τέλος, αὐτοῦ τοῦ τμήματος τῆς εἰσηγήσεώς σας, ἀναφέρετε ὅτι οἱ αἱρετικοί ποιμένες ἀντί νά διασφαλίσουν τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα, ἡ ὁποία φέρει τήν σωτηρία, «διασποῦν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια». 
Παρ’ ὅλα αὐτά πού εἰσηγεῖστε, προτιμᾶτε τήν ἑνότητα πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἀπό τήν ἀποτείχισι, ἐπειδή δῆθεν ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος νά προκληθῆ σχίσμα. Δέν εἶναι ὅμως ἀσυγκρίτως καλύτερο ἡ ὕπαρξι ὄχι ἑνός, ἀλλὰ πολλῶν σχισμάτων, μέ σκοπό κάποιοι νά γλυτώσουν ἀπό τό στόμα τοῦ λύκου, παρά μία τέτοιου εἴδους ἑνότητα, κατά τήν ὁποία χέρι–χέρι ὁδηγούμεθα στήν ἀπώλεια κατά τόν τύπο τοῦ χοροῦ τοῦ Ζαλόγγου;
Εἶναι ὄντως ἀδιανόητη ἡ λογική σας, ἀπό τήν μία νά ὁμολογῆτε τό ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ αἱρετικοί ποιμένες καί ἀπό τήν ἄλλη νά διδάσκετε νά μήν ἀπομακρυνθῆ κανείς ἀπό αὐτούς, χάριν μάλιστα μιᾶς αἱρετικῆς καί ὄχι Ὀρθοδόξου ἑνότητος, πρός ἀποφυγήν τῶν σχισμάτων. (ἐδῶ).

Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη