.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

"Ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω"!!



Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόν τελευταῖο καιρό ἔχουν γραφῆ πολλά διά τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους. Ἐκεῖνο πού κατενόησα ἀπό ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι οἱ συνειδητοί καί, κατά τό δή λεγόμενο, ψαγμένοι Ὀρθόδοξοι δέν ἔχουν πρόβλημα ἐλλείψεως γνώσεως ἐπί τοῦ θέματος τούτου, δηλαδή διά τό τί πρέπει νά πράξη κάθε Ὀρθόδοξος ἐν καιρῷ αἱρέσεως, διότι αὐτό εἶναι κατατεθειμένο καί στήν Ἁγ. Γραφή καί στήν Πατερική διδασκαλία· ἀλλά πιστεύω ὅτι τό πρόβλημά των ἑστιάζεται, ἔστω κι ἄν δέν θέλουν νά τό ἀποδεχθοῦν, εἰς τό κόστος καί τό τίμημα πού πρέπει νά καταβάλλουν ἐάν ἀκολουθήσουν ἐν προκειμένῳ τήν ἁγιογραφική καί Πατερική διδασκαλία.
Δι’ αὐτό προβάλλουν προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καί εἴτε στηρίζονται εἰς τό πλῆθος καί τήν ἐξουσία, ὑπερτονίζοντας κατά τά παπικά πρότυπα τήν Ἀποστολική Διαδοχή εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὁπότε τοποθετοῦν τήν Ἐκκλησία καί τόν ἑαυτόν τους μέσα στήν αἵρεσι, εἴτε προσπαθοῦν νά δικαιολογήσουν, ἀναμασώντας κάποιες ἀπόψεις, ὅτι δῆθεν ὁ ΙΕ΄ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας ἐπί Ἁγ. Φωτίου Συνόδου δέν εἶναι ὑποχρεωτικός, ἀλλά δυνητικός, ὁπότε εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως, ὁ κάθε Ὀρθόδοξος κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄλλος δηλαδή ἀποτειχίζεται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί ἐπαινεῖται καί ἄλλος παραμένει στό στόμα τοῦ λύκου καί θά ἐξέλθῃ (ἄν δέν ἔχη καταβρωθῆ) ὅταν ἀποφασίσει ἡ Σύνοδος, καί δέν κατακρίνεται οὔτε βεβαίως τιμωρεῖται.
Εἴτε ἀκόμη προβάλλουν ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δῆθεν πρέπει πρῶτα νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί μετά νά γίνη ἡ ἀποτείχισις, ἐκλαμβάνοντας τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὀνομαστικῶς.
Ὅμως ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ὀνομασία περιεκτικὴ πολλῶν αἱρέσεων καὶ αὐτὲς οἱ ἐπὶ μέρους αἱρέσεις πού περιλαμβάνει αὐτή ἡ παναίρεσις (π.χ. ἀναγνωρίσεις μυστηρίων, συμμετοχή μας στο Π.Σ.Ε, συμπροσευχές και συνιερουργίες, ἀποδοχή της βαπτισματικῆς θεολογίας, τῆς θεωρίας τῶν κλάδων καί τῶν δύο πνευμόνων, περί πρωτείου κλπ), ἔχει καταδικασθῆ ἀπό πάμπολλες Συνόδους καί Ἱ. Κανόνες.
Ἀκόμη προβάλλουν ὡς δικαιολογία τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις θά γίνη, ὅταν ἑνωθοῦμε ἐπισήμως μέ τούς αἱρετικούς (στό κοινό ποτήριο) καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μεταθέτουν αὐτοβούλως τά ὅρια τῆς ἀποτειχίσεως. Ὅμως ἡ Ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγ. Πατέρες ἀναφέρουν πάντοτε ὅτι ἀπομακρυνόμεθα ἐκκλησιαστικῶς ἀπό οἱονδήποτε Ἐπίσκοπο ἤ κληρικό πού ἔχει αἱρετικά φρονήματα καί μάλιστα, ὅταν αὐτά κηρύττονται δημοσίως καί Συνοδικῶς.
Ἀναφέρουν ἀκόμη καί ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δῆθεν ὁ σχετικός Κανόνας ὁμιλεῖ μόνο γιά κληρικούς καί ἄρα οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται, ἄν δέν ὑπάρχουν κληρικοί, ἀλλά παραμένουν στό στόμα τοῦ λύκου, ὅτι πρέπει νά κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί χωρίς Θ. Κοινωνία δέν σωζόμεθα καί ἄρα πρέπει νά παίρνωμε τά Μυστήρια ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές κλπ. 
Ὅλες αὐτές οἱ δικαιολογίες πού προβάλλονται ἀπό πολλούς Ὀρθοδόξους, ὁδηγοῦν ἀβίαστα τήν σκέψι μας στήν παροιμία τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ πολύ συχνά ὁ λαός μας «ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώση δέκα μέρες κοσκινίζει...».
Ὑπάρχουν, πέραν τῶν ἄλλων, καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας κανένα ἐπιχείρημα ἁγιογραφικό καί πατερικό νά προσάψουν, ἀρκοῦνται εἰς τό νά πετροβολοῦν μέ ὕβρεις τούς ἀποτειχισμένους, ἀποκαλώντας τους σχισματικούς, ψυχοπαθολογικούς, τύπους, δημιουργούς σεκτῶν καί φατριῶν κλπ. Αὐτοί βεβαίως εἶναι ἐκεῖνοι πού ἄθελά τους οὐσιαστικά κάνουν καλό στούς ἀποτειχισμένους καί τούς ἀξιώνουν τοῦ Μακαρισμοῦ τῶν ὀνειδιζομένων γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 5,11· Λουκ. 6,22· Α΄Πετρ. 4,14). 
Εἶναι ὅμως λίγο εἰλικρινέστεροι τῶν ἄλλων, διότι μή ἔχοντας κανένα, ἀπολύτως κανένα, ἁγιογραφικό ἤ πατερικό ἐπιχείρημα, ἀρκοῦνται στόν ὀρθολογισμό καί στίς ὕβρεις, ἐνῶ οἱ ἄλλοι προβάλλουν αὐτές τίς ἀστήρικτες δικαιολογίες μέ σκοπό, ἀφ’ ἑνός μέν νά νομιμοποιήσουν τήν παρανομία καί τήν προδοσία καί ἀφ’ ἑτέρου νά ἔχουν τήν συνείδησί των ἥσυχη ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἔχουν καί τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως.
Εἶναι ἴσως πρωτοφανές καί πρωτάκουστο καί μᾶλλον γέννημα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῶν ἐσχάτων, τό νά ἐπικρατῆ καί νά ἐπιβιώνη σήμερα μία θεωρία μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία, ὄχι μόνον δέν στηρίζεται πουθενά (μᾶλλον στηρίζεται στό πουθενά καί στό τίποτα), ἀλλά ἀπεναντίας ἔχει πάμπολλες ἁγιογραφικές καί πατερικές διακελεύσεις, οἱ ὁποῖες τήν ἀπαγορεύουν καί τήν ἀποκλείουν ὡς ὀρθόδοξο ὁδό καί πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Ζητήσαμε πρός τοῦτο, στήν πρόσφατη ἀντιπαράθεσι μέ τούς πατέρες τοῦ ἐπί τῶν αἱρέσεων γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, νά μᾶς παρουσιάσουν τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ περί ἀποτειχίσεως Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί μᾶς ἀπήντησαν ὅτι αὐτό θά τό πράξουν μετά τήν Ἡμερίδα πού σκοπεύουν νά διοργανώσουν δι’ αὐτό τό θέμα. Δηλαδή κατά τό δή λεγόμενο, ὅπως κάποιοι ἔγραψαν χαρακτηριστικά, «ἔστριψαν διά τοῦ ἀρραβῶνος»!
Ἐδῶ καταφαίνεται καί ἡ σκοπιμότης καί ἡ ἀποφυγή καί ἡ ἀπάτη τῶν πατέρων αὐτῶν καί γενικῶς τῆς Μητροπόλεως, διότι τί ἐστοίχιζε τό νά μᾶς παρουσιάσουν δύο τρία ἁγιογραφικά χωρία καί ἄλλα τόσα ἐνδεικτικά πατερικά, τήν στιγμή πού συνέγραψαν πολυσέλιδη μελέτη, προσπαθώντας νά ἀποδείξουν παράνομη καί ἀστήρικτη τήν ἀποτείχισι;
Ἐμεῖς ἐζητήσαμε αὐτήν τήν ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι τῆς θεωρίας των, διότι διά τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως δέν διδαχθήκαμε, οὔτε παρελάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους νά ὑπακούωμε σέ πρόσωπα, ἔστω ὑψηλά ἱστάμενα καί ἀξιωματοῦχα, ἀλλά στήν Ἁγ. Γραφή, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. 
Αὐτοί ἀπεναντίας, μέ τίς νεόκοπες αὐτές θεωρίες μᾶς ὠθοῦν νά ὑπακούωμε καί νά ὑποτασσώμεθα σέ Ἐπισκόπους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μέν τήν ἐξουσία (Ἀποστολική Διαδοχή), ἀλλά δέν ἔχουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι. Ὡς ἐκ τούτου, χρησιμοποιώντας τήν ἐξουσία, ὁδηγοῦν τούς Ὀρθοδόξους στήν αἵρεσι, διότι τό πλοῖο, τό ὁποῖο τούς ἐδόθηκε νά κυβερνήσουν, τό ἔστρεψαν νά πλέη ὁλοταχῶς πρός Δυσμάς. Δι’ αὐτόν τόν λόγο εἶναι οἱ ἐπικινδυνώτεροι καί ὑπουλώτεροι ὅλων τῶν αἱρετικῶν καί ἀπορῶ, πῶς ὑπάρχουν σοβαροί πατέρες, οἱ ὁποῖοι παρά τίς διακελεύσεις καί τά προστάγματα τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐξακολουθοῦν νά τούς μνημονεύουν καί νά τούς ἀναγνωρίζουν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Εἰς αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι ὑπάρχει ἡ ἔνστασις, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί μία ἀπό τίς δικαιολογίες πού προβάλλουν καί ὡς ἐπιχείρημα γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἔνστασις αὐτή ἀναφέρει ὅτι αὐτά πού διδάσκουν ἡ Ἁγ. Γραφή καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τά γράφουν γιά τούς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς, δηλαδή αὐτούς πού ἔχουν καταδικασθῆ καί ἀποκοπῆ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, π.χ. Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κλπ.
Ἡ ἄποψις αὐτή δέν εὐσταθεῖ καί εἶναι προφανής δικαιολογία (ἔωλη κι ἀνυπόστατη). Ἀπεναντίας οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν πάντοτε διά τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ποιμένες καί δι’ αὐτούς ἐνδιαφέρονται, ὥστε νά μήν πλανήσουν τούς πιστούς. Οἱ λόγοι εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Κατ’ ἀρχάς ἡ Ἁγ. Γραφή ὁμιλεῖ πρωτογενῶς διά τό φρόνημα καί τήν διδασκαλία κάποιου καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὁμιλεῖ γιά καταδικασμένους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τήν ἐποχή τῶν ἁγ. Ἀποστόλων δέν ὑπῆρχαν. Διότι, ἄν ὑπῆρχαν καταδικασμένοι τότε ἀπό Σύνοδο αἱρετικοί, θά ἔπρεπε νά τούς ἀναφέρη καί ἐπίσης, νὰ ἀναφέρη, ποιά αἵρεσι πρεσβεύουν, εἰδάλλως θά ὡδηγοῦντο οἱ πιστοί σέ σύγχυσι ἐκλαμβάνοντες ἄλλους ἀντί ἄλλων. Οἱ ἅγ. Ἀπόστολοι λοιπόν ὁμιλοῦν γενικῶς γιά τό φρόνημα κάποιου τό ὁποῖο, ἄν δέν εἶναι Ὀρθόδοξο, διδάσκουν, οἱ πιστοί νά μήν ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία με αὐτόν (Γαλ. 1,8-9· Τίτ. 3,10· 2 Ἰωαν. 10).
2. Οἱ Ἅγιοι πάλι, ἀπαραλλάκτως μέ τήν ἁγ. Γραφή, ἀπαιτοῦν στήν διδασκαλία των ἀπό τούς Ὀρθοδόξους νά ἐρευνοῦν τό φρόνημα καί τήν πίστι τῶν ποιμένων καί, ἄν αὐτοί δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι, νά ἀπομακρύνωνται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς. Ἄν ἀναφέροντο εἰς τούς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς δέν θά τούς ἀποκαλοῦσαν ποιμένες καί Ἐπισκόπους, ἀλλά αἱρετικούς, καί μάλιστα μέ τό ὄνομα τῆς αἱρέσεως (π.χ. Ἀρειανούς, Πνευματομάχους, Εἰκονομάχους) κλπ.
Ὁ Μ. Φώτιος ἐπί παραδείγματι ἀναφέρει σέ ὁμιλία του: «Αἱρετικός ἐστί ὁ ποιμήν; λύκος ἐστίν. Φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ κλπ». Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφερόμενος πλέον σαφέστερα στήν ζημία καί βλάβη πού γίνεται ὅταν διοικούμεθα ἀπό κακούς ἄρχοντες καί, ἐπί πλέον, ἑρμηνεύοντας τό ἁγιογραφικό χωρίον «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε» ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ' ἀπὸ τῆς θείας Γραφῆς» (ΕΠΕ 25, 370).
Οἱ ἅγιοι λοιπόν, συνεχῶς μᾶς διδάσκουν αὐτό πού καί ἡ ἁγ. Γραφή διδάσκει, ὅτι πρέπει νά ἐρευνοῦμε τήν πίστι κάποιου, προκειμένου νά ἔχωμε μέ αὐτόν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς ποιμένες κατ’ ἐξοχήν καί Ἐπισκόπους καί γιά τόν οἱονδήποτε. Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μάλιστα, ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀπαιτεῖ νά ἐρευνοῦμε τήν πίστι κάποιου κληρικοῦ, προκειμένου, ὄχι νά κοινωνήσωμε ἀπό αὐτόν, ἀλλά ἁπλῶς νά ζητήσωμε τήν εὐχή του καί νά τόν προσφωνήσωμε ἀναλόγως:
«Ἐρώτησις 12: Ἀββᾶν ἐρχόμενον πρός ἡμᾶς ἀγνώριστον, εἰ χρή πρό ἀνακρίσεως ἁγιολεκτεῖν αὐτόν καί αἰτεῖσθαι πρός αὐτοῦ εὐχήν.
Ἀπόκρισις. ἐπάν ὁ καιρός αἱρέσεώς ἐστι, πρό ἀνακρίσεως οὐ δεῖ οὔτε, εὐλογεῖτε ἅγιοι λέγειν οὔτε εὐχήν αἰτεῖν παρ’ αὐτοῦ˙ τόν δέ κοινόν ἀσπασμόν οὐκ ἀπαγορευτέον κατά τήν νομοθεσίαν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου» (Φατ. 552, 844,99).
Τό ἴδιο ἀπαιτεῖ καί γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του, διότι ὁ ὅσιος δέν ἐγνώριζε τίς νεόκοπες καί μοντέρνες θεωρίες περί καταδικασμένων καί μή αἱρέσεων: «Ἡ πέμπτη, εἰκαθ’ ὁδόν τύχοι ὀρθόδοξον ὑπό τινος ἱερωμένου ἤ λαϊκοῦ προσκληθῆναι εἰς συνεστίασιν, εἴη δέ καιρός ψαλμῳδίας˙ πῶς ἔστι διαγενέσθαι; εἶπον, καί πάλιν λέγω˙ αἱρέσεως ἐπικρατούσης καί μή καταβληθείσης δι’ ὀρθοδόξου συνόδου, ἀναγκαῖον τό διερωτᾶν ἐπί τε τῆς θείας μεταλήψεως καί κοινῆς ἑστιάσεως, καί οὐδείς καιρός πρός ταῦτα αἰδοῦς καί ἀωρίας. λαβεῖν μέν γάρ ἄρτον ἁπλῶς παρά τοῦ τυχόντος οὐκ ἀναγκαῖον εἰς ἐρώτησιν καί παρ’ αὐτῷ ἑστιαθῆναι, κατά μόνας τυχόν, καί κοιτασθῆναι, εἰ μή γε προεγνωσμένος ἐστίν ἐν αἱρέσει ἤ κακίᾳ˙ περί δέ τῶν λοιπῶν ἐξ ἀνάγκης ἐρωτητέον...» (Φατ. 40, 118, 109). Ἡ ἐπιστολή αὐτή εἶναι ἀπό τήν μοιχειανική αἵρεσι καί οἱ ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις τοῦ ὁσίου ἀναφέρονται εἰς αὐτήν.
Οἱ Οἰκουμενιστές, ἀπεναντίας, διδάσκουν τυφλή ὑπακοή στούς ποιμένες, ἐφ’ ὅσον εἶναι κανονικά χειροτονημένοι· καί ἄν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα θά τά κρίνη ἡ Σύνοδος. 
Οἱ Οἰκουμενιστές, μάλιστα, Ἐπίσκοποι ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά (συμπροσευχές, συνιεργουργίες, κοινές δηλώσεις κλπ.) μέ τούς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς, τῶν ὁποίων γνωρίζουν ἐκ τῶν προτέρων τό φρόνημα, εἰς πεῖσμα θά ἐλέγαμε τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων. Μέ ἄλλα λόγια τόν Χριστό, τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους τούς γράφουν στά παλιά τους τά ὑποδήματα.

Πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνωμε ὅτι ἡ πίστις δέν φαίνεται μόνο ἀπό τά λόγια, ἀλλά πολύ περισσότερο ἀπό τά ἔργα. Τά ἔργα, μάλιστα, κάποιου εἶναι ἐκεῖνα, τά ὁποῖα σηματοδοτοῦν καί προσδιορίζουν ἀκριβῶς τήν πίστι. Αὐτό τό ἀναφέρομε, ἐπειδή πολλές φορές ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, εἰδικά ὅταν ἐπισκέπτεται τό Ἅγιον Ὄρος, προσποιεῖται τόν παραδοσιακό καί ὑπέρμαχο τῆς πίστεως καί καθησυχάζει τούς ἁπλούς καί ἀφελεῖς ἐν πολλοῖς πατέρες, ἐνῶ μετά ἀπό λίγο ἐναγκαλίζεται τόν Πάπα, ὑπογράφει μαζί του συμφωνίες καί δηλώσεις, τόν ἀναγνωρίζει ὡς Ἐκκλησία καί δεικνύει διά τῶν ἔργων ὅτι εἶναι λύκος καί ἁπλῶς, στό Ἅγιον Ὄρος, ἐφόρεσε πρόχειρα τή δορά τοῦ προβάτου (μία προβατίσια μάσκα). Ἄλλωστε τό βασικό γνώρισμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὅτι παίρνει, σάν τήν σουπιά, τό χρῶμα τοῦ ὑδάτινου περιβάλλοντος, δηλαδή στό Ἅγιον Ὄρος ὀρθόδοξο, στό Βατικανό παπικό καί οἰκουμενιστικό, στό Π.Σ.Ε. νεοεποχίτικο κ.λπ.

Ἱερομόναχος π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς