.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Τα έργα σώζουν



Θα μας συνοδεύσουν τα έργα στην ώρα του μεγάλου Κριτηρίου;

Έτσι είναι. Τα έργα είναι αυτά που θα αποτελέσουν το κριτήριο της φοβερής ημέρας στη Δευτέρα Παρουσία.

«Και εκρίθησαν οι νεκροί εκ των γεγραμμένων εν τοις βιβλίοις κατά τα έργα αυτών» (Αποκ. κ´ 12).

Αλλά και πάλι: «Μέλλει γαρ ο υιός του ανθρώπου έρχεσθαι εν τη δόξη του πατρός αυτού μετά των αγγέλων αυτού, και τότε αποδώσει εκάστω κατά την πράξιν αυτού» (Ματθ. ιστ´ 27). Όλοι θα κριθούμε σύμφωνα με τα έργα μας.

Πολύ ωραίο το παράδειγμα στις διδαχές του οσίου Βαρλαάμ, στον βίο του οσίου Ιωάσαφ.

Κάποιος άνθρωπος είχε τρεις φίλους. Από αυτούς τους μεν δύο τους αγαπούσε ιδιαίτερα, τον δε τρίτο τον περιφρονούσε. Μια ημέρα λοιπόν, επειδή χρωστούσε αρκετά χρήματα, τον συνέλαβαν οι στρατιώτες και τον πήγαν στον βασιλέα. Εκεί στενοχωρημένος, όπως ήταν, ζήτησε μια μικρή προθεσμία, μήπως μπορέση και βρη τα χρήματα και εξοφλήση το χρέος του.

Πηγαίνει λοιπόν στον πρώτο φίλο του και του λέγει: «Γνωρίζεις, φίλτατέ μου, το πόσο σε αγαπούσα και πως για χάρη σου πολλές φορές κινδύνευσα. Τώρα χρειάζομαι την βοήθειά σου».

Αυτός του απάντησε: «Εγώ δεν είμαι φίλος σου, ούτε σε γνωρίζω. Όμως πάρε δύο παλιά ρούχα και άλλο τίποτε μη ελπίζης».

Πηγαίνει και στον δεύτερο φίλο του, για να του ζητήση βοήθεια.

Αυτός του απάντησε: «Δεν έχω σήμερα χρόνο, διότι μου συμβαίνει κάτι κακό και έχω μεγάλη στενοχώρια. Όμως θα σε συνοδεύσω λίγο και κατόπιν θα επιστρέψω στο σπίτι μου».

Κατόπιν από ανάγκη πήγε και στον τρίτο φίλο του, τον οποίον ποτέ δεν είχε ευσπλαγχνισθή ούτε και τον κάλεσε ποτέ στην χαρά του.

«Ντρέπομαι να σου μιλήσω, επειδή ποτέ δεν σου έκανα ένα καλό. Όμως, σε παρακαλώ, παράβλεψε και βοήθησέ με».

Και εκείνος του απαντά: «Και βέβαια φίλε μου αγαπημένε. Θυμάμαι άλλωστε ότι κάποτε μου έκανες μια μικρή καλωσύνη. Γι᾽ αυτό όσα σου χρωστάω θα σου τα ανταποδώσω. Και μη φοβάσαι, ο βασιλεύς είναι φίλος μου. Θα τον παρακαλέσω να σου χαρίση όλο το χρέος σου».

Ποιοί λοιπόν είναι αυτοί οι φίλοι;

Ο πρώτος φίλος είναι ο πλούτος και τα επίγεια αγαθά, για τα οποία ο άνθρωπος πολλές φορές, για να τα αποκτήση, κινδυνεύει και την ζωή του. Όμως, όταν έλθη ο θάνατος, από όλα αυτά μένουν μόνο τα ρούχα, που τον ντύνουν.

Ο δεύτερος φίλος είναι οι συγγενείς του και οι φίλοι του. Αλλά και αυτοί τον συνοδεύουν μέχρι τον τάφο του και έπειτα τον λησμονούν.

Ο τρίτος φίλος είναι τα καλά έργα, που περιφρόνησε, δηλαδή η πίστη, η αγάπη, η ελεημοσύνη, η φιλανθρωπία και γενικά όλες οι αρετές, οι οποίες τον συνοδεύουν ενώπιον του Θεού, για να του γλυτώση το χρέος και να συγχωρήση τις αμαρτίες του.

Γι᾽ αυτό πρώτα απ᾽ όλα είναι απαραίτητο να επιτελούμε τα έργα του Θεού.

Κάποιος αδελφός πήγε στον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης και άρχισε να μιλά και να εξετάζη θέματα, οπού ακόμη δεν τα εφήρμοζε στην πράξη. Και του λέγει ο γέρων: «Ακόμη δεν βρήκες το πλοίο, ούτε τις αποσκευές σου φόρτωσες και, πριν ταξιδέψης, βρέθηκες κιόλας σ᾽ εκείνη την πόλη; Πρώτα κάμε το έργο και ύστερα έρχεσαι σ᾽ αυτά οπού τώρα λες».

Καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε ποιά είναι τα έργα που σώζουν. Ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης μας λέγει:

Τον ρώτησε κάποιος αδελφός τον Αββά, λέγοντας: «Ποιό είναι το έργο της ψυχής οπού τώρα το έχουμε σαν πάρεργο»; Και λέγει ο γέρων: «Όλα όσα γίνονται για την εντολή του Θεού, είναι έργο της ψυχής. Ενώ ο,τι κάνουμε για λογαριασμό δικό μας και συνάζουμε, αυτό πρέπει να το θεωρούμε πάρεργο». Και του λέγει ο αδελφός: «Ξεκαθάρισέ μου αυτό το θέμα». Και αποκρίνεται ο γέρων: «Να, ακούς για μένα ότι είμαι άρρωστος. Οφείλεις να με επισκεφθής. Λες όμως μέσα σου: Μπορώ να αφήσω τη δουλειά μου και να πάω τώρα; Πρώτα θα την τελειώσω και ύστερα πηγαίνω. Σου τυχαίνει και άλλη περίπτωση και, αυτή τη φορά, δεν πηγαίνεις καθόλου. Πάλι άλλος αδελφός σου λέγει: Δος μου ένα χέρι, αδελφέ. Και λες: Μπορώ να αφήσω τη δουλειά μου και να πάω να δουλέψω μαζί του; Αν λοιπόν δεν πας, παρατάς την εντολή του Θεού, οπού είναι το έργο της ψυχής. Και κάνεις το πάρεργο, οπού είναι το έργο των χεριών».