.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Βρῆκα τόν Χριστό, φώναζε κλαίγοντας ὁ χειρουργός...


Κάποιο ἀγοράκι μπῆκε ἐπειγόντως στὶς Πρῶτες Βοήθειες ἑνὸς νοσοκομείου. Ὕστερα ἀπὸ ἐπείγουσες ἐξετάσεις, ὁ γιατρὸς ἀποφάνθηκε τὰ ἑξῆς: «Θὰ ἀνοίξω τὴν καρδιά σου…».

Τὸ ἀγοράκι τὸν διέκοψε ἀπότομα: «Μέσα στὴν καρδιά μου θὰ βρείτε τὸν Χριστό!»

Ὁ χειρουργὸς τὸν κοίταξε περίεργα καὶ καθὼς δὲν πίστευε, σούφρωσε τὰ φρύδια του καὶ τοῦ εἶπε:

«Θὰ ἀνοίξω τὴν καρδούλα σου, γιὰ νὰ διαπιστώσω τὶς βλάβες, ποὺ σοῦ προκάλεσε ἡ αρρώστια σου…»

«Ναί, ἀλλὰ ὅταν ἀνοίξετε τὴν καρδιά μου, θὰ βρείτε τὸ Χριστό.»

Ὁ γιατρὸς ἔρριξε ἕνα βλέμμα περίεργο πρὸς τοὺς γονεῖς του, ποὺ κάθονταν ἤρεμοι πλάϊ του καὶ συνέχισε: «Ὅταν διαπιστώσω τὶς βλάβες, θὰ κλείσω τὴν καρδιὰ καὶ τὸ στῆθος σου καὶ θὰ ἀποφασίσω τί θὰ κάνω.»

«Σύμφωνοι, ἀλλὰ θὰ βρείτε τὸ Χριστὸ μέσα στὴν καρδιά μου. Ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει, πὼς ὁ Χριστὸς κατοικεῖ ἐκεῖ μέσα. Ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ὕμνοι λένε, πὼς ὁ Χριστὸς κατοικεῖ ἐκεῖ, μέσα στὴν καρδιά μας. Ἐσεῖς θὰ τὸν βρείτε μέσα στὴν δική μου καρδιά.»

Ὁ καρδιοχειρουργὸς ἀπηύδησε: «Θὰ σοῦ πῶ τί ἀκριβῶς θὰ βρῶ μέσα στὴν καρδιά σου.

Θὰ 'βρω ἕνα φθαρμένο καρδιακὸ μῦ, μιὰ μειωμένη κυκλοφορία αἵματος καὶ ἐξασθενημένα αἱμοφόρα ἀγγεῖα. Καὶ τότε θὰ μπορῶ, ἂν ξέρω, ἂν ἔχω τὴ δυνατότητα νὰ σὲ κάνω καλά.»

«Καὶ θὰ βρείτε ἐπίσης καὶ τὸν Χριστό, ποὺ βρίσκεται εκεί…»

Ὁ γιατρὸς βγῆκε ἀπὸ τὴν αἴθουσα ἐξετάσεως ἐνοχλημένος. Καημένο παιδί…!

Ὅπως εἶχε προβλέψει, προέβη στὴ χειρουργικὴ επέμβαση…Οἱ βλάβες ἦσαν σημαντικές, καθὼς εἶχε προβλέψει, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῶν ἐξετάσεων. Δὲν μποροῦσε νὰ κάνει τίποτα…

Ὅταν τελείωσε τὸ χειρουργεῖο, κάθισε στὸ γραφεῖο του γιὰ νὰ καταγράψει στὸ τετράδιο χειρουργείου τὶς σημειώσεις του σχετικὰ μὲ τὴν ἐπέμβαση: κατεστραμμένη ἀορτή, κατεστραμμένη πνευμονικὴ φλέβα, ἐκτεταμένη μυϊκὴ ἐκφύλιση. Καμμιά ἐλπίδα μεταμόσχευσης. Καμμιά ἐλπίδα ἴασης. Θεραπεία: παυσίπονα καὶ ἀπόλυτη ἀνάπαυση.

Πρόγνωση (σταμάτησε): ὁ θάνατος θὰ ἐπέλθει μέσα στὸ χρόνο…

Ἄφησε τὸν Η/Υ καὶ σηκώθηκε… Ἀπευθύνθηκε στὸν Χριστὸ τοῦ μικροῦ: «Γιατί, ἀναφώνησε, γιατὶ τὸ ἔκανες αὐτό; Τὸ ἔστειλες ἐδῶ. Τὸ ἔστειλες μ΄αυτό τὸ κακό. Τὸ καταδίκασες νὰ πεθάνει μικρὸ ἀπ’ αὐτὸ τὸ κακό. Γιατί; Γιατί;»

Τότε στὸ βάθος τοῦ εἶναι του, ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ ἀπαντᾶ: «Αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν εἶναι προορισμένο νὰ ζήσει μακροπρόθεσμα στὸ δικό σας ποίμνιο. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἀνήκει στὸ δικό μου ποίμνιο καὶ ἔτσι θὰ εἶναι γιὰ πάντα. Ἐδῶ, στὸ δικό μου ποίμνιο, δὲν ὑπάρχει κανένας πόνος. Θὰ ἀνακουφιστεῖ τόσο, ὅσο δὲ φαντάζεσαι. Κάποια μέρα, οἱ γονεῖς του θὰ τὸ συναντήσουν ἐδῶ καὶ θὰ γνωρίσουν τὴν εἰρήνη. Τὸ ποίμνιό μου θὰ συνεχίσει νὰ αὐξάνεται.»

Δάκρυα ἔτρεχαν στὰ μάτια τοῦ καρδιοχειρουργοῦ. Ὅμως τὰ αἰσθήματά του ἐνάντια στὸν Θεό, γεμᾶτα ἐγωϊσμό, ἀντιδροῦσαν μέσα του: «Ἔπλασες αὐτὸ τὸ πλάσμα, ἔπλασες αὐτὴν τὴν καρδιά. Εἶναι καταδικασμένο νὰ πεθάνει μέσα σὲ λίγους μήνες…γιατί;»

Ἡ φωνὴ μέσα του ἀπάντησε: «Τὸ παιδὶ πρέπει νὰ ἐπιστρέψει στὸ δικὸ μου ποίμνιο γιατὶ ἔχει ἐκτελέσει τὸ καθῆκον του. Δὲν ἔπλασα τὸ παιδί μου στὴν γῆ γιὰ νὰ τὸ χάσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξαναβρεθεί ἕνα ἄλλο χαμένο πρόβατο.»

Ὁ γιατρὸς κατάλαβε πὼς αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲν ἦρθε ἐκεῖ τυχαία…ήρθε γι’ αυτόν…Ο ἴδιος εἶχε λάβει μιὰ χριστιανικὴ μόρφωση…Οι ἀναμνήσεις χόρευαν μέσα στὸν νοῦ του. Ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν ἐπαγγελματικῶν τοῦ ἐπιτυχιῶν, ἡ ψυχή του εἶχε γίνει ἡ τελευταία του φροντίδα.

Μπῆκε στὸ θάλαμο τοῦ παιδιοῦ, κάθισε πάνω στὸ κρεβάτι του, ἔχοντας ἀπέναντί του τοὺς γονεῖς του.

Τὸ ἀγοράκι ξύπνησε καὶ ψέλλισε: «Ἀνοίξατε τὴν καρδιά μου;»

«Ναί!», ἀπήντησε συγκινημένος ὁ γιατρός.

«Καὶ τί βρήκατε;», ρώτησε ὁ μικρός.

« Βρῆκα τὸν Χριστό», ἀπήντησε ὁ χειρουργός, κλαίγοντας σὰν τὸ μικρὸ παιδί, ποὺ ἦταν ὁ ἴδιος, πρὶν ἀπὸ πενήντα χρόνια…

Τὸ παιδὶ καὶ ὁ γιατρὸς ἔγιναν οἱ καλύτεροι φίλοι…