.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η άκαιρη λύπη

Όσοι αμαρτήσαμε έχουμε ανάγκη πάλι από τη λύπη και τον πόνο της μετάνοιας για τα αμαρτήματα που έχουμε διαπράξει. Πρέπει να μετανοήσουμε και να πέσουμε στα γόνατα, για να ακούσει καθένας μας μυστικά μέσα στην καρ­διά του, όπως ο Παράλυτος του Ευαγγελίου, «έχε θάρρος, τέκνο». Και έτσι, αφού πληροφορηθεί η καρδιά μας ότι έχουμε λάβει τη συγχώρηση, να με­ταστρέψουμε τη λύπη σε χαρά. Διότι αυτή είναι η λύπη, το μέλι το πνευματικό, που θηλάζουμε εμείς από τη στερεά πέτρα, σύμφωνα με το αποστολικό ρητό: «ΕΘήλασαν μελί από πέτρα» (Δευτ. 32, 13) «η δε πέτρα είναι ο Χριστός» (Α΄ Κορ. 10, 4).

Να μη σας κάνει όμως εντύπωση που απο­κάλεσα τη λύπη «μέλι». Γιατί αυτή είναι η λύπη για την οποία ο απόστολος Παύλος λέει: «Η κατά Θεόν λύπη προκαλεί αμεταμέλητη μετάνοια για τη σωτηρία» (Β' Κορ. 7, 10). Όπως δηλαδή σ’ αυτόν που έχει τραυματισμένη γλώσσα το μέλι θα του φανεί πικρό -αλλά όταν θα θεραπευθεί θα αλλάξει γνώμη,- έτσι και ο φόβος του Θεού προκαλεί λύπη στις ψυχές που είναι δεκτικές του Ευαγγελικού κηρύγματος. Όσο καιρό οι ψυχές αυτές έχουν ανοικτά τα τραύματα των αμαρτιών τους, αισθάνονται λύπη. Όταν όμως ελευθερωθούν απ’ αυτά δια της μετανοίας, νιώθουν εκείνη τη χαρά, την οποία εννοεί ο Κύριος όταν λέει: «η λύπη σας θα μεταβληθεί σε χαρά» (Ιωάν. 16, 20). Ποιά λύπη; Ασφαλώς εκείνη που αισθάνονταν οι Μαθητές στο άκουσμα ότι θα στερούνταν τον Κύριο και Διδά­σκαλό τους. Τη λύπη εκείνη που αισθάνθηκε ο Πέτρος όταν Τον αρνήθηκε. Δηλαδή τη λύπη που αισθάνεται ο κάθε πιστός όταν μετανοεί για τις αμαρτίες, για τις ελλείψεις του στην αρετή, πράγμα που οφείλεται στη ραθυμία του.

Και εμείς λοιπόν, όταν πέφτουμε σε τέτοιου είδους αμαρτίες, να λυπούμαστε και να κατηγορούμε τους εαυτούς μας και όχι κάποιον άλλο. Άλλωστε, ούτε τον Αδάμ, όταν αθέτησε την εντολή του Θεού, τον ωφέλησε η μετάθεση της ευθύνης προς την Εύα, αλλά ούτε και την Εύα τη βοήθησε το ότι επέρριψε την ευθύνη στον αρχέκακο όφι. Κι αυτό, γιατί εμείς έχουμε πλασθεί από τον Θεό ως αυτεξούσιοι· και έχουμε λάβει το ηγεμονικό της ψυχής ως εξουσιαστική δύναμη κατά των παθών. Δεν έχουμε λοιπόν κανέναν που να κυριαρχεί επάνω μας και να μας αναγκάζει σε υποταγή.

Αυτό θεωρείται κατά Θεόν σωτήρια λύπη: Το να κατηγορούμε τους εαυτούς μας, και όχι κάποιον άλλο, για όσα πλημμελήματα διαπράττουμε. Να λυ­πούμαστε για τον εαυτό μας και να ειρηνεύουμε με τον Θεό με την κατάνυξη και την εξομολόγηση. Αυτή την αυτομεμψία και κατάνυξη επέδειξε ο Λάμεχ, ο οποίος εξομολογήθηκε ενώπιον όλων την αμαρ­τία του, κατέκρινε τον εαυτό του και τον θεώρησε περισσότερο ένοχο από τον Κάιν, σύμφωνα με την Αγία Γραφή που λέει: «Για τον Κάιν προβλεπόταν τιμωρία επτά φορές, και για τον Λάμεχ εβδομή­ντα επτά» (Γεν. 4, 24). Έτσι, αφού πένθησε τον εαυτό του ως ένοχο, με την βαθιά του κατάνυξη και την ομο­λογία της αμαρτίας του,διέφυγε από την καταδίκη του Νόμου, όπως είπε αργότερα και ο Προφήτης:«Ομολόγησε εσύ πρώτος τις αμαρτίες σου για να δικαιωθείς» (Ησ. 43, 26). Αυτό επιβεβαίωσε αργότερα και ο Απόστολος, λέγοντας: «Αν εμείς κρίναμε τους εαυτούς μας, δεν θα κρινόμαστε» (Α΄ Κορ. 11, 31). 

Πρώτος λοιπόν ο Λάμεχ αναφέρεται ότι απέ­φυγε την καταδίκη του Νόμου, διότι μετανόησε και λυπήθηκε για την αμαρτία του. Έπειτα από αυτόν, συμπεριφέρθηκαν, κατά τον ίδιο τρόπο, και οι Νινευίτες, λαός πολύς και πόλη μεγάλη. Αυτοί μάλιστα είχαν τη βεβαιότητα ότι θα ξεπεράσουν την καταδίκη τους με τη λύπη και τη μετάνοια, όχι μόνο όταν συνειδητοποίησαν την αμαρτία τους, αλλά και όταν άκουσαν από τον προφήτη Ιωνά την απόφαση του Θεού που έλεγε:«Ακόμα τρεις ημέρες και η Νινευί θα καταστραφεί» (Ιωνά 3, 4). Ακουσαν λοιπόν οι Νινευίτες και πίστευσαν. Δεν έπεσαν στο πονηρό και δαιμο­νικό βάραθρο της απογνώσεως, ούτε φόρτωσαν στις καρδιές τους το λίθο της πωρώσεως. Αλλά είπε ο ένας στον άλλο: «Ποιός ξέρει, μπορεί να αλλάξει απόφαση ο Θεός και να μας ελεήσει, ώστε να μην καταστραφούμε» (Ιωνά 3, 9). Έτσιεγκατέλειψαν την πονηρία και τις αμαρτωλές συνήθειές τους. Κήρυξαν γενική νηστεία, φόρεσαν μικροί και μεγάλοι, ακόμα και ο βασιλιάς τους, σάκκους, έριξαν πάνω τους στάχτη. Έμειναν ακόμα και τα βρέφη χωρίς τροφή, γιατί, όπως φαίνεται, λησμόνησαν από τη λύπη τους οι μητέρες να τα θηλάσουν, σύμφωνα μ’ αυτό που λέει και ο Ψαλμωδός: «Από τη φωνή του στεναγμού μου λησμόνησα να φάω τον άρτο μου» (Ψαλμ. 101,5 και εξ.). Και όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και τα ζώα τα άφησαν, εξαιτίας του πένθους τους, νηστικά και απότιστα, κλεισμένα στα μαντριά τους. Έτσι, ζώντας όλοι στην ατμόσφαιρα τηςσωτήριας λύπης και του πένθους, απέφυγαν τις ολέθριες συνέπειες της αμαρτίας τους και βρήκαν συγχώρηση και έλεος από τον Θεό.

Επειδή λοιπόν, αδελφοί μου, και η δική μας ζωή περνάει σχεδόν ολόκληρη μέσα στην αμαρτία, οφείλουμε κι εμείς να λειτουργήσουμε τη σωτήρια αυτή λύπη που γεννιέται από τη μετάνοια. Γιατί αν δεν κάνουμε αυτό, τότε, καθώς λέει ο Κύριος, «οι Νινευίτες θα μας κατακρίνουν κατά την ημέρα της κοινής αναστάσεως» (Ματθ. 12, 41). Κι αυτό, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ εμείς δεν μετανοούμε με το λόγο του Κυρίου μας Ιησού Χρι­στού, ο Οποίος είναι και ο Θεός του Ιωνά.

Ο Ιωνάς, επίσης, δεν κήρυττε μόνο μετάνοια, αλλά μιλούσε και για τις βαριές συνέπειες της αμαρ­τίας τους, δηλαδή για καταδίκη και για θάνατο. Ο Χριστός όμωςήλθε για να έχουμε ζωή και κάτι περισσότερο ακόμα: Για να απολαύσουμε τηΘεία Υιοθεσία και την Ουράνια Βασιλεία.

Ο Ιωνάς, με το κήρυγμά του, δεν υποσχόταν Βασιλεία Ουρανών. Ο Χριστός όμως, κηρύττοντας μετάνοια, μας υπόσχεται Βασιλεία Ουράνια. Ταυτό­χρονα, μας προλέγει τη μέλλουσα συντέλεια του κόσμου, λέγοντας: «Όπως οι άνθρωποι της εποχής του Νώε απολάμβαναν τα σωματικά αγαθά με άνεση και χωρίς φόβο, και ξαφνικά ήλθε ο κατακλυσμός και τους αφάνισε όλους, έτσι θα συμβεί και στη συντέλεια, γιατί παρέρχεται το σχήμα αυτού του κόσμου» (Α’ Κορ. 7, 31).

Ο Ιωνάς απειλούσε τότε τους Νινευίτες με καταστροφή φθαρτών πραγμάτων, αλλά δεν τους μίλησε για φοβερό βήμα και αδέκαστη Κρίση ούτε βέβαια για τοπυρ το άσβεστο ούτε για ακοίμητο σκώληκα ούτε για σκότος εξώτερο ούτετριγμό των οδόντων ούτε πένθος απαράκλητο. Ο Κύριος όμως, παράλληλα με αυτά, είπε ότι όσοι δεν λυπηθούν για τις αμαρτίες τους εδώ και δεν κλαύσουν, αυτές τις συνέπειες θα τις γευθούν μετά τη συντέλεια του κόσμου, η οποία δεν θα λάβει χώρα σε τρεις ημέρες, όπως κήρυττε τότε ο Ιωνάς, αλλά μετά από πολύ χρόνο. Και αυτό θα γίνει από τηναπέραντη μακροθυμία του Χριστού.

Η μακροθυμία λοιπόν του Θεού σε οδηγεί, αδελφέ μου, σε μετάνοια και λύπη. Πρόσεχε όμως, μήπως, από τη σκληρότητά σου και την ανάλγητη καρδιά σου, «θησαυρίσεις για τον εαυτό σου οργή κατά την ημέρα της συντέλειας και της δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Διότι ο Κύριος θα αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του.

Σ’ εκείνους που ζητούν, με τη ζωή της μετά­νοιας και της υπομονής, με την οδύνη και συντριβή της καρδιάς, την άφεση των αμαρτιών τους, θα δώ­σει ο Κύριος χαρά και ανάπαυση, ζωή αιώνια και βασιλεία άρρητη. Σε όσους όμως παρέμειναν στην ζωή ανάλγητοι και αμετανόητοι, θα έλθει θλίψη και στενοχώρια αφόρητη και επιπλέον, ατελεύτητη κό­λαση.

Ο προφήτης Δαυίδ επίσης αναδείχθηκε στήλη «της κατά Θεόν λύπης». Και μάλιστα, στήλη που ζει και διακηρύττει την αξία της σωτήριας λύπης και της κατανύξεως. Διότι αυτός κατέγραψε και την αμαρτία που διέπραξε, αλλά και το πένθος προς τον Θεό και τη μετάνοια που ο ίδιος επέδειξε, καθώς και το έλεος που δέχθηκε από τον Θεό. Αυτός λέει στον Ψαλμό: «Είπα, θα εξομολογηθώ ενώπιον του Κυρίου την ανομία μου, και Συ συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31, 5). Εννοούσε βέβαια ως ασέβεια τη ρίζα της κακίας, το ένοικο πάθος και ως ανομία την έμπρακτη αμαρτία. Γι’ αυτήν, αφού την έκανε σε όλους γνωστή, θρήνησε και πένθησε. Έτσι βρήκε όχι μόνο την άφεση, αλλά δέχθηκε στην ψυχή του και τη θεραπεία.

Πώς όμως πενθούσε; Ας ακούσουμε πάλι τον ίδιο να μας λέει: «Με μαστίγωναν οι θλίψεις και οι αδικίες όλη την ημέρα και ήλεγχα τον εαυτό μου συνεχώς μήπως και έχω πέσει σε κάποια αμαρτία» (Ψαλμ. 72, 14) και «όλη την ημέρα πενθούσα και σκυθρώπαζα και ταπείνωνα τον εαυτό μου» (Ψαλμ. 34, 14)…

Εμπρός λοιπόν, αδελφοί μου, ας προσκυνή­σουμε και ας προσπέσουμε και ας κλαύσουμε, -όπως ο ίδιος Προφήτης μας προτρέπει- ενώπιον του Κυ­ρίου που μας έπλασε και μας κάλεσε σε μετάνοια και σ’ αυτή τη σωτήρια λύπη, το πένθος και την κατάνυξη. Κι αυτό, γιατί εκείνος που δεν έχει λύπη, δεν έχει υπακούσει σ’ Εκείνον που έχει κάνει την κλήση, δεν έχει συναριθμηθεί με τους προσκαλεσμέ­νους Αγίους του Θεού, ούτε, ασφαλώς, θα αξιωθεί να λάβει την παρηγοριά εκείνη που έχει υποσχεθεί ο Κύριος στο Ευαγγέλιο. Γιατί Εκείνος λέει: «Είναι μακάριοι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα βρουν παρηγοριά» (Ματθ. 5, 4). 

Υπάρχει κανένας που μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν έχει αμαρτίες και γι’ αυτό δεν χρειάζεται το πένθος; Αλλά και αν ακόμα λέγαμε κάτι τέτοιο -πράγμα σχεδόν αδύνατον, αφού και μόνο το να έχει φθάσει κανείς στη μετριοπάθεια είναι μεγάλο κατόρθωμα- όμως στην αρχή του λόγου μας αναφέ­ραμε και μια ακόμα αιτία πένθους. Οι μαθητές του Χριστού λυπούνταν επειδή δεν θα έβλεπαν πλέον τον Μόνο και Αληθινό Αγαθό, Τον Διδάσκαλο και Σωτήρα τους. Εκείνου και εμείς τώρα τη θέα στερού­μαστε. Και όχι μόνο Εκείνον αλλά και την τρυφή του Παραδείσου. Διότι ξεπέσαμε από αυτή και ανταλ­λάξαμε τον απαθή εκείνο τόπο με τον εμπαθή και επίπονο τούτο χώρο που τώρα ζούμε. Στερηθήκαμε την πρόσωπο με Πρόσωπο συνομιλία μας με τον Θεό, την συναναστροφή με τους Αγγέλους Του και την ατελεύτητη ζωή.

Ποιός λοιπόν, γνωρίζοντας το τι έχουμε στερη­θεί, δεν θα πονέσει και δεν θα πενθήσει γι’ αυτό; Αν υπάρχει κάποιος που το γνωρίζει και δεν το κάνει, τότε, σίγουρα, αυτός δεν είναι πιστός.

Επομένως, εμείς τώρα που γνωρίζουμε, με τη θεόπνευστη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, τι έχει συμβεί, ας πενθήσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, και ας καθαρίσουμε τους μολυσμούς που έχουμε υποστεί από τις αμαρτίες που έχουμε διαπράξει, με το σωτήριο πένθος. Έτσι και το έλεος του Θεού θα βρούμε και τον Παράδεισο θα ανακτήσουμε και την αιώνια παρηγοριά καιανάπαυση θα απολαύσουμε.

Αυτή τη ζωή, μακάρι όλοι να την αποκτήσουμε, με τη Χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Αναρχο Πατέρα και το Πανάγιο και Αγαθό και Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Αγ. Γρηγορίου Παλαμά
(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «ΩΔΗ ΣΤΟ ΕΦΗΜΕΡΟ: Η Λύπη κατά τους Πατέρες», Εκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Καρέα).

ΗΓΓΙΚΕΝ Η ΗΜΕΡΑ! «Πλήν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἇρα εὐρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λουκ. 18, 8) • Τά ἐρωτήματα ἤδη τίθενται καί εἶναι ἀμείλικτα • Ἐκ τῆς στάσεώς μας στά θέματα τῆς Πίστεως κρίνεται τό αἰώνιο μέλλον μας ὑπό Δημ. Ἰ. Κάτσουρα, Θεολόγου

ΗΓΓΙΚΕΝ Η ΗΜΕΡΑ!

«Πλήν ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἇρα εὐρήσει τήν πίστιν ἐπί τῆς γῆς;»

(Λουκ. 18, 8)


• Τά ἐρωτήματα ἤδη τίθενται καί εἶναι ἀμείλικτα
• Ἐκ τῆς στάσεώς μας στά θέματα τῆς Πίστεως κρίνεται τό αἰώνιο μέλλον μας

ὑπό Δημ. Ἰ. Κάτσουρα, Θεολόγου


Ἡ ἡμέρα καί ἡ ὥρα τῆς Δευτέρας τοῦ Χριστοῦ Παρουσίας εἶναι σέ ὅλους μας ἄγνωστα (πρβ. Ματθ. 24, 36). Τό ἴδιο ἀγνωστα εἶναι καί ἡ ἡμέρα καί ἡ ὥρα τοῦ θανάτου μας. Τό ἐάν θά εἴμεθα ἐν ζωῆ ὅταν γίνει ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου δέν τό γνωρίζομε. Ἐκεῖνο ὅμως πού γνωρίζομε μέ βεβαιότητα εἶναι ὅτι ἅπαξ καί γεννηθήκαμε θά γνωρίσωμε καί θάνατο.
Γιά μᾶς ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἶναι σάν τήν Δευτέρα Παρουσία, διότι θά συναντήσωμε τόν Κύριό μας, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ Κριτής μας. Τό πρῶτο δέ, γιά τό ὁποῖο θά μᾶς ζητηθεῖ λόγος, εἶναι, ἐάν ἐτηρήσαμε τήν πίστη πού παρέδωσε ὁΧριστός, ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοί Του καί ἐδογμάτισαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι δέν θά μᾶς κρίνει ἐκεῖνος, ἀλλά ὁ λόγος του (πρβ. Ἰω. 12, 48). 
Δηλαδή, θά κριθοῦμε βάσει τῶν ἐντολῶν Του. Ἡ πρώτη δέ καί μεγαλύτερη ἐντολή εἶναι ἡ ἐντολή τῆς πρός Θεόν ἀγάπης. Ὁ Χριστός ὅμως μᾶς ἐγνώρισε ὅτι μόνον αὐτός πού τηρεῖ τίς ἐντολές Του εἶναι ἐκεῖνος πού πραγματικά τόν ἀγαπᾶ (πρβ. Ἰω. 14, 21).
Ὁ ἴδιος μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή (Ἰω. 14, 6). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅποιος θέλει νά βρίσκεται στό δρόμο τοῦ Θεοῦ γνωρίζει τήν Ἀλήθεια, ἐλευθερώνεται μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ἀπό τά πάθη καί ὁδηγεῖται ἔτσι στήν αἰώνιο ζωή πού ξεκινᾶ ἀπό ἐδῶ, συνεχίζει πέραν τοῦ τάφου καί τέλος δέν ἔχει!
Ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε τήν ἡμέρα τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς στούς ἁγίους μαθητές καί Ἀποστόλους Του. Πρόκειται γιά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία διαφυλάσσει ὡς ἱερά Παρακαταθήκη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι τό Σῶμα Του. Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τά σωτήρια δόγματα τῆς ἀληθείας, ἀλλά καί τόν τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, βάσει τῶν ὁποίων ὁδηγεῖται στήν κατά χάρη Θέωση, δηλαδή τήν σωτηρία.
Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, δέν ὑπάρχει σωτηρία. Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχουν μυστήρια. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας (πρβ. Τιμοθ. 3, 15). Κατ’ ἀπόλυτη ἔννοια τήν Ἐκκλησία τήν συν-ἀποτελοῦν ὁ Χριστός πού εἶναιἡ αἰωνία Κεφαλή Της μαζί μέ τούς φίλους Του, τούς Ἁγίους κάθε ἐποχῆς. Γιά ὅλους τούς ἄλλους εἶναι ζητούμενο τό ἄν βρισκόμαστε καί ἀνήκομε στήνἘκκλησία.
Ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ γιά νά θεωρούμεθα καί ὄντως νά εἴμεθα μέλη, ἔστω καί ἀνάξια, τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, πρωτίστως, τό νά ὁμολογοῦμε τήν Πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων μας. Αὐτή ἡ Πίστη συνιστᾶ τήν σώζουσα Ἀλήθεια καί ἄνευ αὐτῆς δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, ὅσοι καί ὅποιοι κι ἄν εἶναι αὐτοί πού τό ἰσχυρίζονται.
Ὁ ἀντίδικός μας καί πατέρας τοῦ ψεύδους Διάβολος, ὡς ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος (πρβ. Ἰω. 8, 44), ἐργάζεται νυχθημερόν γιά νά μᾶς παρασύρει μακρυά ἀπό τήν Ἀλήθεια καί νά χάσουμε, ὅπως ἐκεῖνος, τόν ποθητό Παράδεισο. Παράδεισος εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Χριστό.
Ὁ μισόκαλος Διάβολος γιά νά χωρίσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεό κατασκεύασε τίς αἱρέσεις, ὥστε ἐάν ὁ ἄνθρωπος ξεφύγει ἀπό τήν ἀθεΐα, νά παγιδευθεῖ σ’ αὐτές καί νά ὁδηγηθεῖ στήν ἀπώλεια. Στίς ἡμέρες μας ἡ μεγαλύτερη αἵρεση εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός.
Μέ αὐτόν κατόρθωσε ὁ Διάβολος ὅ,τι δέν ἐκατόρθωσε μέ πολλές ἄλλες αἱρέσεις. Πολλοί χριστιανοί, ἀπό ἄγνοια καί ἀδιαφορία, ὅπως καί ἀπό ἀπροσεξία, παγιδεύονται στά δίκτυα του. Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ αἵρεση πού φαίνεται ὅτι προετοιμάζει, σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο, ὅπως ἀντιστοίχως ἡ νέα τάξη πραγμάτων σέ πολιτικό ἐπίπεδο καί τόν ἐρχομό καί τήν ἐπικράτηση τοῦἈντιχρίστου στόν κόσμο.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἐξαπλώθηκε στόν εἰκοστό αἰώνα καί σήμερα ἔφθασε νά μολύνει σχεδόν ὅλες τίς τοπικές ἐκκλησίες. Οἱ πιστοί ἀνυποψίαστοι, ἀνενημέρωτοι, ἀλλά καί ἀδιάφοροι στή πλειοψηφία των, ἔχουν παρασυρθεῖ στά πλοκάμια του.
Στήν ἐποχή μας παρότι ἔχομε ὡς εὐλογία τή δυνατότητα νά μελετήσουμε τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἐντούτοις ἡ Πίστη ἔχει ἀτονίσει καί ἡ ἀρετή σπανίζει, ὅπως καί τά σωστά παραδείγματα. Τί λείπει;
Ἐκεῖνο πού, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, λείπει εἶναι ὁ ἡρωϊσμός! Λείπει οὐσιαστικά ἡ πραγματική Πίστη, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνεται ὅταν ὁ πιστός εἶναι διατεθειμένος καί καταλλήλως προετοιμασμένος νά θυσιασθεῖ γιά τήν Πίστη Του. Σήμερα κυριαρχεῖ ὁ φόβος, ὁ κόσμος καί τό φρόνημά του καί ὄχι ἡ Πίστη καί τό μαρτυρικό φρόνημα.
Κατά τόν περασμένο αἰώνα, ἔγιναν μεγάλες προδοσίες σέ βάρος τῆς παραδοθείσης πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοιες ἦταν, μεταξύ ἄλλων, τό ἡμερολογιακό Σχίσμα πού ἐπέφερε καίριο πλήγμα στό πλήρωμα τῆς ἙλλαδικῆςἘκκλησίας καί ὄχι μόνο, ἡ συμμετοχή τῶν ὀρθοδόξων στό βλάσφημο καί παναιρετικό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), ἡ λεγομένη ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἤ σύμφωνα μέ ἀποκαλύψεις ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἡ ὑπογραφή στά πλαίσια τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καί τοῦ Π.Σ.Ε. βλασφήμων καί ἀντορθοδόξων συμφωνιῶν, κ. ἄ. π.
Στίς ἡμέρες μας ἐπίκειται νά πραγματοποιηθεῖ μία ἀκόμη φοβερή προδοσία σέ βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι ἡ σύγκληση τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τά Κείμενα τῶν Ἀποφάσεων τῆς ὁποίας (ὅπως ἔχουν προσυμφωνηθεῖ καί δημοσιευθεῖ) ὄχι μόνο δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τά εὐωδιάζοντα τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Κείμενα τῶν ὄντως Ἁγίων Συνόδων τῆςὈρθοδοξίας, ἀλλά συνιστοῦν πλήρη ἀνατροπή τῆς παραδοθείσης Πίστεως, τῆςὈρθοδοξίας.
Αὐτές τίς ἡμέρες πραγματοποιήθηκε ἔκτακτη σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τῆςἘκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπου πολλοί εἶχαν ἐναποθέσει τήν τελευταία ἐλπίδα νά ἀκουσθεῖ τό «Στῶμεν καλῶς». Δυστυχῶς, σύμφωνα μέ τίς πρῶτες ἔγκυρες πληροφορίες περί τῶν ἐργασιῶν καί ἀποφάσεών της, προκύπτει ὅτι οἱ ὀρθῶς φρονοῦντες καί ὑπέρ τῆς ἀληθείας ἐπι-σκοποῦντες ἀποτελοῦν ἰσχνή μειοψηφία.
Εἶναι, πλέον, κοινός τόπος ὅτι ἡ ὀρθοδοξία αὐτῆς τῆς Μ. Συνόδου, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων προβλημάτων της (περί τήν συγκρότηση, τή συμμετοχή τῶν ἐπισκόπων, τή διαδικασία λήψεως τῶν ἀποφάσεων, τόν χαρακτήρα της, κ. ἄ. π.) ἐξαρτᾶται πλέον ἀπό δύο τινά.
Τό ἕνα εἶναι τό ἐπίμαχο Κείμενο, τό ὁποῖο ἀντιστοιχεῖ σέ ἕνα ἀπό τά ἕξι Θέματα πού θά ἀπασχολήσουν τήν Μεγάλη Σύνοδο, τό περί τῶν σχέσεων τῆςὈρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον, τό ὁποῖον εὐθέως σχετίζεται μέ θέματα ὀρθοδόξου Πίστεως, ὁμολογίας καί ἐκκλησιολογίας.

Τό ἄλλο εἶναι ἡ ἔλλειψη ρητῆς ἀναφορᾶς περί τῆς θέσεως τῆς ἐν λόγω Συνόδου στήν ἀλληλουχία τῶν Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τήνἉγία Ζ΄ Οίκουμενική Σύνοδο μέχρι σήμερα. Ἀποτελεῖ, βεβαίως, ἄγνωστο καί ἀστάθμητο στοιχεῖο ἡ σημαντική παρεμβολή τοῦ κοινοῦ Μηνύματος πού θά ἐκπεμφθεῖ ἀπό τήν Σύνοδο μέ τήν ἔναρξη ἤ μετά τήν λήξη τῶν ἐργασιῶν της.
Ὡστόσο, ἤδη, ἡ δημοσίως καί ἐπισήμως προταθεῖσα σχετική ἀναφορά συμπεριλήψεως στά Συνοδικά Κείμενα μνείας, τουλάχιστον, περί τῶν δύο μεγάλων καί οἰκουμενικοῦ κύρους Συνόδων τοῦ 9ου καί 14ου αἰῶνος (ἐπί Μ. Φωτίου καί Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀντιστοίχως), καί ἡ κώφευση τῶνἁρμοδίων διοργανωτῶν περί αὐτοῦ, πού συνιστᾶ ἀπόρριψή της, ἀποτελεῖμεῖζον πρόβλημα.
Ἐκ τῆς ἀποδοχῆς καί ἐγκρίσεως ἤ τῆς ἀπορρίψεως τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου θά κριθεῖ ὁ χαρακτηρισμός καί ἡ ἀπόρριψη αὐτῆς τῆς Συνόδου ὡς ληστρικῆς, ἤ ὄχι, ὑπό τοῦ πιστοῦ Κλήρου καί λαοῦ.
Ἡ μετά δυσκολίας μία καί μοναδική ἐγκριθεῖσα παρέμβαση τῆς Ἱεραρχίας περί αὐτοῦ, μέ τήν πρόταση λεκτικῆς ἀντικαταστάσεως στό κείμενο τοῦ ὅρουἘκκλησίες μέ τόν ὅρο Κοινότητες, ὅσον ἀφορᾶ στίς αἱρέσεις, δέν ἀποτελεῖ σέ καμμία περίπτωση διασφάλιση τῆς ὀρθοδοξίας τοῦ κειμένου καί κατ’ ἐπέκταση τῆς Μεγάλης Συνόδου. [Σημείωση: Ἡ ἐν λόγω παρέμβαση ἔχει προταθεῖ ὑπό τοῦΜεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου σέ σχετικό Ὑπόμνημά του (183/1-4-2016) πρός τήν Ἱεραρχία, διά τοῦ ὁποίου ὑπεραμύνεται τοῦ περιεχομένου τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου καί ἀπορρίπτει ἐπιθετικῶς τίς πολλές καί ποικίλες κατ’ αὐτοῦ ἐπικρίσεις. Ἐπιπλέον, θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἡ συγκεκριμένη παρέμβαση γίνεται ἁπλῶς πρός ἐκτόνωση καί καθησυχασμό, χωρίς νά ἔχει κανένα εἰδικό βάρος, καθ’ ἥν στιγμήν ὁ συγκαλῶν καί προεδρεύων τῆς Μ. Συνόδου διαρκῶς διακηρύττει καί ὡς φαίνεται πρεσβεύει ἀκριβῶς τόἀντίθετον!]
Τἀ ἀμείλικτα ἐρωτήματα πού τίθενται πρός τούς ἐπισκόπους, τόν Κλῆρο, τά μοναχικά τάγματα καί τόν πιστό λαό εἶναι τά κάτωθι, τά ὁποῖα πλέον ἀφοροῦν ἄμεσα τήν ἰδική των ὀρθοδοξία.
α) Ἀποδέχεσθε, ὅπως ἀναφέρει τό ἐπίμαχο Κείμενο στήν παρ. 4, τά ἔργα καί τίς ἡμέρες τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως μέχρι σήμερον;
β) Συμφωνεῖτε, ὅπως γίνεται δεκτό στό ἐπίμαχο Κείμενο καί στήν παρ. 5, ὅτι οἱ σύγχρονοι Θεολογικοί Διάλογοι καί ἡ Οἰκουμενική Κίνηση ὑπηρετοῦν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀπωλεσθείσης ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν;
γ) Συμφωνεῖτε, ὅπως δέχεται τό ἐπίμαχο Κείμενο στήν παρ. 8, ὅτι ἡ ἀναφορά τοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21) ἐκ τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, ἀφορᾶ στήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν τῶν διαφόρων ὁμολογιῶν καί ὄχι στήν ἑνότητα τῶν πιστῶν-μελῶν τῆς Ἐκκλησίας Του;
δ) Συμφωνεῖτε καί ἀποδέχεσθε, ὅπως ἀναφέρεται σχετικῶς στήν παρ. 9 τοῦ ἐπιμάχου Κειμένου, τή δέσμευση συνεχοῦς καί ἐνεργοῦ συμμετοχῆς κάθε τοπικῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς Θεολογικούς Διαλόγους στά πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως; 
ε) Ἀποδέχεσθε, ὅπως γίνεται ἀποδεκτό στό ἐπίμαχο Κείμενο στήν παρ. 16, τό Π.Σ.Ε. ὡς συμβατό μέ τήν ὀρθόδοξο Πίστη καί Παράδοση θεσμό διακονίας τῆς ὑποθέσεως τῆς κατά Θεόν ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν;
στ) Συμφωνεῖτε, ὅπως γίνεται δεκτό στό ἐπίμαχο κείμενο καί στήν παρ. 22, ὅτι ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, καί ὅτι αὐτό ἀνέκαθεν ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως;
ζ) Ἀποδέχεσθε, ὅπως γίνεται ἀποδεκτό στό ἐπίμαχο Κείμενο στήν παρ. 23, τόν ἀποκλεισμό πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ μέ ὅ,τι αὐτό ὑπονοεῖ καί συνεπάγεται ἔναντι τῶν διαφόρων αἱρετικῶν, μετά τῶν ὁποίων διεξάγεται Θεολογικός Διάλογος;
Τέλος, ἄς ἀναρωτηθοῦμε ἐάν εἰλικρινῶς πιστεύομε ὅτι τά ἀνωτέρω μαζί μέ μία σειρά ἀναλόγων τοποθετήσεων πού προκύπτουν ἀπό τά ὑπόλοιπα Κείμενα τῆς Μεγάλης Συνόδου (Μεικτοί Γάμοι, υἱοθέτηση τῶν θεωρήσεων τῆς περσοναλιστικῆς φιλοσοφίας καί μεταφορά των σέ θεολογικά ζητήματα, κ. ἄ. π.) θά ἦταν ποτέ δυνατό νά προταθοῦν καί ἐγκριθοῦν ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μέχρι καί τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἐπισκόπου Πενταπόλεως, τοῦ ἐν Αἰγίνη, ἤ θά ἀπορρίπτονταν ἀναφανδόν;
Ἦλθε, λοιπόν, ἡ ὥρα τῶν ἀποφάσεων μέ μοναδικό κριτήριο τήν Ἀλήθεια καί τήν ἀπαραίτητη σχέση της μέ τήν πραγματική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὅπως σαφῶς καί ρητῶς ἐπισημαίνει ὁ νέος Χρυσόστομος καί μέγας Θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα δέν δέχεται, οὔτε παρεπιπτόντως, νά μνημονεύσει ἡ ἐν λόγω Σύνοδος! Τυχαῖο;
Λέγει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος:

«Ποῖος κλῆρος, ποία μερίς, τίς γνησιότης πρός τήν Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, τῷ συνηγόρῳ τοῦ ψεύδους, ἐκκλησίαν, ἥ “στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” κατά Παῦλόν ἐστιν, ἥ καί μένει χάριτι Χριστοῦ διηνεκῶς ἀσφαλής καί ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως οἷς ἐπεστήρικται ἡ ἀλήθεια; Καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί ˙ καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καί τοσοῦτο μᾶλλον, ὅσον ἄν καί σαφῶν αὐτῶν καταψεύδοιντο, ποιμένας καί ἀρχιποίμενας ἱερούς ἑαυτούς καλοῦντες καί ὑπ’ ἀλλήλων καλούμενοι˙ μηδέ γάρ προσώποις τόν χριστιανισμόν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καί ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα» 

(Γρηγ. Παλαμᾶ Συγγράμματα, Π. Χρήστου, τόμος 2, σελ. 627 καί ΕΠΕ 3, 606).

Ένα κείμενο που πρέπει να διαβάσουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα όσοι αυτόν τον καιρό πιέζονται από θλίψεις, όσοι απελπίζονται και νιώθουν απόγνωση



Ο άγιος Γρηγόριος ερμηνεύει και αυτή τη διήγηση με την αναγωγική μέθοδο. Ιστορικά αυτή αποτελεί έκθεση του θαύματος της ηρέμησης των κυμάτων, ηθικά όμως υποδηλώνει την μέσω των πειρασμών τελειοποίηση της πίστεως, ενώ αναγωγικά παριστάνει τη δυσκολία του έργου των Αποστόλων στον εθνικό κόσμο.
Ο Ιησούς Χριστός ανάγκασε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο και να μεταβούν στην απέναντι όχθη πριν από αυτόν. Αφού έθρεψε προηγουμένως σωματικά τις πέντε χιλιάδες, αποστέλλει τώρα τους μαθητές στην τρικυμιώδη θάλασσα των Εθνικών, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, αντιμετωπίζοντας παντός είδους πειρασμούς.
Η γνησιότητα της πίστεως στον Θεό χαρίζει υπομονή στους πειρασμούς, και αυτή πάλι τελειοποιεί την πίστη. Οι άνθρωποι βέβαια λυπούνται για τους πειρασμούς, που έπρεπε να χαίρονται, και «παρ’ εμού», λέγει ο ομιλητής, «ταύτην μάλιστα ζητείτε την άνεσιν των σωματικών πειρασμών, ης εγώ μάλλον καταφρονήσας προς ύμας ήλθον συμπάσχειν υμίν αιρούμενος». Ήταν περίοδος θλίψεως των Θεσσαλονικέων, πιθανώς λόγω πολιορκίας».

«Η Άλλη Όψις»


1. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει, «να το θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη χαρά εάν περιπέσετε σε διάφορους πειρασμούς». Δεν είπε απλώς να "χαίρεσθε", αλλά «να το θεωρήσετε μεγάλη χαρά», παραινώντας όχι να είναι κανείς αναίσθητος προς τα οδυνηρά πράγματα, γιατί αυτό είναι αδύνατο, αλλά εισηγείται να θεωρεί επικρατέστερο τον θεάρεστο λογισμό. Είπε, «κάθε χαρά», δηλαδή τέλεια, μέγιστη, ανελλιπή, και μάλιστα όταν οι πειρασμοί είναι ποικίλοι. Γιατί; Επειδή με την υπομονή των πειρασμών γυμναζόμαστε και γινόμαστε και δοκιμώτεροι στα σχετικά με τον Θεό. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και αναγνωριζόμαστε ως ευδόκιμοι. Γιατί αυτό λέγει και η Σοφία Σολομώντος για τους αγίους· «ότι υπέβαλε ο Θεός αυτούς σε δοκιμασίες και τους βρήκε άξιους του εαυτού του».
Αρα λοιπόν δεν είναι γι' αυτούς ο πειρασμός αυτός άξιος κάθε χαράς; Αυτό αφού είπε και ο Θεός προς τον Ιώβ, τον απάλλαξε από τη λύπη για τον πειρασμό, λέγοντας· «νομίζεις ότι για άλλο λόγο σε μεταχειρίσθηκα έτσι, και όχι για να αποδειχθείς δίκαιος;». Τί ήθελε να του πει με αυτό; Σε μεταχειρίσθηκα έτσι, για να δοκιμάσω την πίστη σου προς εμένα, σε ευεξία, σε καλή φήμη και ευπορία, και φάνηκες δίκαιος, συμπεριφερόμενος ως προς αυτά σύμφωνα με το θέλημά μου, προς εμένα που σου τα πρόσφερα, διαχειριζόμενος και διοικώντας αυτά όπως εγώ ήθελα· σε μεταχειρίσθηκα έτσι, για να δοκιμάσω την πίστη σου σε μένα, σε καχεξία, σε αδοξία, σε απορία, και φάνηκες δίκαιος, λέγοντας· «αν δεχθήκαμε τα αγαθά από τα χέρια τού Κυρίου, τα κακά δεν θα τα υπομείναμε;».

2. Από πού λοιπόν προέρχεται η υπομονή στους πειρασμούς; Από τη γνησιότητα της πίστεως στον Θεό. Ώστε οι πειρασμοί είναι μέσα δοκιμασίας των πιστών. Γι' αυτό ο αδελφός τού Κυ­ρίου Ιάκωβος, αφού μας παρήγγειλε να χαιρόμαστε όταν περιπέσομε σε πειρασμούς, πρόσθεσε· «η δοκιμασία της πίστεώς σας επεξεργάζεται υπομονή, και η υπομονή», λέγει, «ας έχει έργο τέλειο». Κανένα, λέγει, από τα έργα της αρετής να μη κολοβώ­σεις, περιερχόμενος σε μαλθακότητα από την επίθεση των πειρα­σμών, αλλά μαζί με την υπομονή ας υπάρχει σε σένα και η τελειό­τητα της αρετής. Επειδή όμως ο άνθρωπος δεν πετυχαίνει την τελείωσή του μόνο με τα ακούσια, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα εκούσια, που είναι η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η αγάπη προς τον Θεό και αναμεταξύ μας, και τα όσα ακολουθούν αυτήν, γιατί και αυτά μας χρειάζονται για την τελείωση, γι' αυτό ο θείος αυτός απόστολος γράφοντας προς εμάς προσθέτει· «και η υπο­μονή ας έχει τέλειο έργο, για να είσθε τέλειοι και ολόκληροι, χω­ρίς να υστερείτε σε τίποτε», εννοώντας αυτό ακριβώς, ότι, αν θέλετε να δείχνετε τέλεια την προς τον Θεό πίστη σας, όχι μόνο να υποφέρετε γενναία πάσχοντας εξωτερικά, αλλά και οι ίδιοι από μόνοι σας να πράττετε τα θεάρεστα, έστω και αν είναι επίπονα· γιατί η πράξη και το πάθος, όταν συνεργάζονται μεταξύ τους για το αγαθό, παρέχουν στον άνθρωπο την κατά Θεόν τελείωση.

3. Πώς όμως δεν είπε, "να χαίρεσθε όταν πράττετε την αρετή", αλλά «όταν είσθε σε πειρασμούς»; Γιατί το να ασκούμε την αρετή εξαρτάται από μας και βρίσκεται στην εξουσία μας, το να περιπέσομε όμως στους πειρασμούς δεν εξαρτάται από μας. Επειδή όμως χωρίς αυτούς δεν υπάρχει τελείωση ή φανέρωση τής προς τον Θεό πίστεως, εκείνος που τρέχει προς την τελείωση τής πίστεως, όταν περιπέσει σε πειρασμούς, θα χαρεί που βρήκε το μέσο με το οποίο θα επιπετύχει την τελείωση. Γιατί στους τέλειους ως προς την πίστη για τη φανέρωση της τελειότητάς τους συμβάλλουν ωφέλιμα οι πειρασμοί, το πλέον θαυμαστό όμως είναι ότι όταν συμβεί να ρθουν τελειοποιούν και τους ατελείς, πράγμα που γίνεται φανερό και από τα λόγια τού ευαγ­γελίου που αναγνώσθηκε σήμερα.

4. Ας τα παρουσιάσομε όμως αυτά από την αρχή στην αγάπη σας. «Τον καιρό εκείνο ανάγκαζε ο Ιησούς τους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να τον μεταφέρουν στην απέναντι όχθη, μέχρις ότου απολύσει τα πλήθη, και αφού απέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί ιδιαιτέρως». Και ερω­τούμε· ποιόν «εκείνον τον καιρό»; Όταν έθρεψε πέντε χιλιάδες ανθρώπους, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά, με πέντε άρτους και δύο ψάρια, και χόρτασαν τόσο πολύ, ώστε να γεμίσουν και δώδεκα κοφίνια με τα περισσεύματα των κλασμάτων, όπως ακούσαμε στις εκκλησίες την περασμένη Κυριακή (Την ογδόη Κυριακή Ματθαίου 14, 14-22).

5. Θα μπορούσε ίσως να απορήσει κανείς, για ποιο λόγο ανά­γκαζε τους μαθητές να μπουν στο πλοίο. Μπορούμε βέβαια να πούμε, ότι προγραμμάτιζε και τα στη συνέχεια, σπεύδοντας προς τα έργα τα οποία ήρθε να τελέσει πάνω στη γη. Εγώ όμως, γι' αυτό θα απορούσα, αν δεν τους ανάγκαζε. Επειδή δηλαδή εκεί­νος ήθελε να προβάλει σε όλους τον εαυτό του με τα έργα υπό­δειγμα κάθε καλού, έδειξε βέβαια πως πρέπει κανείς να συνανα­στρέφεται τα πλήθη προς ωφέλεια των ψυχών και των σωμάτων, υπολειπόταν όμως να δείξει και πως πρέπει συνευρίσκεται με τον Θεό, το να προσηλώνει δηλαδή το νου του σ’ αυτόν απαλ­λαγμένο από όλα τα επίγεια· πολύ βέβαια συμβάλλει σ’ αυτό η μόνωση και ερημία και η κατ’ αυτήν ησυχία. Επειδή λοιπόν ήταν καιρός να διδάξει και αυτό, ότι είναι καλό η ερημία και ηρεμία, η προσευχή και η μόνωση, και γι' αυτό έπρεπε να ανεβεί στο όρος, ώστε να προσευχηθεί μόνος, και οι μαθητές επιθυ­μούσαν να είναι μαζί τους αδιάκοπα, και δύσκολα δέχονταν ν’ αποσπασθούν από εκείνον, πώς θα ανέβαινε μόνος στο όρος αν δεν τους ανάγκαζε να μπουν στο πλοίο και να το οδηγήσουν στην απέναντι όχθη;

6. Πρέπει όμως να προσέξομε εδώ και κάτι άλλο· όπως δηλαδή τώρα, αφού θεράπευσε και δίδαξε και έθρεψε το πλήθος με θαυ­μαστό τρόπο, απολύοντάς τους και ανεβαίνοντας στο όρος, ανά­γκασε τους μαθητές να παραδώσουν τους εαυτούς τους στη θά­λασσα και στα κύματα, έτσι ύστερα, αφού με την ενανθρώπησή του θεράπευσε τη φύση μας, τη δίδαξε και την έθρεψε με τον εαυ­τό του, αφήνοντάς μας σωματικά και ανεβαίνοντας στον ουρανό, έστειλε τους μαθητές σ’ όλο τον κόσμο, με άλλα λόγια στην αλμυ­ρή, επειδή είναι γεμάτη από πειρασμούς, θάλασσα των εθνικών, σαν με σκάφος, με το ευαγγέλιο και την κατ’ αυτό Εκκλησία, με το οποίο παραδόθηκαν στους πειρασμούς. Και όχι μόνο τους έστειλε, αλλά και τους ανάγκασε. Εάν κάποιος γνωρίζει τα σχετικά με τον Ιωάννη τον αγαπημένο από τον Χριστό θεολόγο, εάν κάποιος γνωρίζει γιατί επιτράπηκε η σχετικά με τον θάνατο του Στεφάνου θλίψη και ο διωγμός που ακολούθησε εκείνην, θα καταλάβει τί εννοώ· πράγματι δεν ήθελαν οι Απόστολοι να βγουν από τα Ιε­ροσόλυμα, αλλ' επειδή αναγκάσθηκαν από τον διωγμό, διασπάρθηκαν στον κόσμο, και έτσι εκπλήρωσαν την αποστολή.

7. Και δεν αναγκάσθηκαν απλώς να διαπλεύσουν την κοσμική θάλασσα, μέσα στην οποία υπάρχει κάθε θλίψη και κάθε είδος πειρασμού, αλλά και να προχωρήσουν πέρα από αυτήν, δηλαδή να νικήσουν και να βρεθούν πέρα από τους πειρασμούς με τη νίκη. Όμως δεν το κατόρθωσαν χωρίς τον Ιησού· γιατί λέγει· «το πλοίο ήδη βρισκόταν στο μέσο της θάλασσας βασανιζόμενο από τα κύματα· γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος». Δεν ήταν τότε περισ­σότερο αντίθετος σ’ αυτούς ο άψυχος άνεμος, όσο ήταν ο Δομετιανός και ο Τραϊανός και ο Νέρων αργότερα· ή καλύτερα αυτοί βέβαια και οι παρόμοιοι είναι άγρια κύματα εγειρόμενα φοβερά εναντίον τής Εκκλησίας, ενώ ο αντίθετος άνεμος που τους τα­ρακουνά και τους αναστατώνει είναι το πνεύμα της πονηρίας, ο αντικείμενος για πάντα στην Εκκλησία του Χριστού διάβολος. «Κατά την τέταρτη όμως», λέγει «φυλακή της νύχτας πήγε προς αυτούς ο Ιησούς περπατώντας πάνω στη θάλασσα», δηλαδή μετά την ένατη ώρα της νύχτας· γιατί οι νυχτοφύλακες συνήθιζαν να διαιρούν το διάστημα της νύχτας σε τέσσερα διαδοχικά τμή­ματα, ώστε, σύμφωνα με τις ισημερίες, η αρχή της τέταρτης φυ­λακής να είναι αρχή της δέκατης ώρας της νύχτας.

8. Τους αφήνει βέβαια τόση ώρα να βασανίζονται από την τρικυμία, για να τους ασκήσει στην υπομονή και να τους κατα­στήσει καρτερικούς. Αλλά και μετά από αυτό αφού εμφανίσθη­κε σ’ αυτούς, τους επιτρέπει να τον νομίσουν φάντασμα και να φοβηθούν τόσο, ώστε από φόβο να κραυγάσουν, αν και πήγε για να τους σώσει. Αυτό βέβαια θα μπορούσες να δεις και στην περίπτωση του παλαιού εκείνου λαού· όταν δηλαδή επρόκειτο να σχισθεί κατά τρόπο παράδοξο η θάλασσα στη μέση και να τους προσφέρει δρόμο σωτηρίας, τότε νόμιζαν ότι διατρέχουν τον έσχατο κίνδυνο, γιατί με την κατοπινή κύκλωση των εχθρών περισφίχθηκαν από άφευκτα κακά. Και τώρα κατά την παρουσία του πριν από την απαλλαγή από τα δαιμόνια που τους κατείχαν έκανε την εμφάνιση ο σφοδρός συνταραγμός των ελευθερουμένων· γιατί έτσι οι ευεργεσίες γίνονται όχι μόνο αγα­πητές, αλλά και μόνιμες στη μνήμη εκείνων που ευεργετήθη­καν. Και εμφανίζεται σ’ αυτούς τη στιγμή βέβαια που στην τρι­κυμία εκείνη επικαλούνταν τον Θεό των όλων, για να δείξει ότι αυτός είναι ο υπεράνω όλων Θεός που δίνει χέρι βοήθειας σ’ αυτούς που τον επικαλούνται. Περπατά επίσης πάνω στα κύμα­τα, ενώ η θάλασσα ήταν αγριεμένη, για να δείξει ολοκάθαρα, ότι αυτός είναι σύμφωνα με την προφητεία που βαδίζει πάνω στη θάλασσα σαν πάνω στο έδαφος, προς τον οποίο λέγει και ο Δαβίδ προφητικά· «οι δρόμοι σου είναι στη θάλασσα και τα μονοπάτια σου στα άφθονα ύδατα», και, «συ εξουσιάζεις τη δύναμη της θάλασσας, και συ καταπραΰνεις τον σάλο των κυ­μάτων της», πράγμα βέβαια που έκαμε αργότερα· γιατί μόλις τότε τους είδε φοβισμένους, επειδή δεν τον γνώρισαν, άλλωστε ήταν και νύχτα, μίλησε αμέσως προς αυτούς, γνωστοποιώντας τον εαυτό του από τη φωνή και λέγοντας· «εγώ είμαι, μη φο­βάσθε». Εγώ είμαι, εγώ που είμαι Θεός πάντοτε και τελευταία έγινα άνθρωπος για χάρη σας, βλεπόμενος και ακουόμενος και έχοντας τη δύναμη να κάνω τα πάντα· γι’ αυτό και βαδίζω με το σώμα πάνω στα κύματα και μπορώ να δώσω και στους άλλους τη δυνατότητα αυτή. Πράγματι όταν ο Πέτρος είπε προς αυτόν, «Κύριε, αν είσαι συ, δώσε εντολή να ρθω προς εσένα περπατώ­ντας πάνω στα ύδατα», πρόσταξε και έγινε.

9. Αλλά ας επαναφέρομε τον λόγο στην προηγούμενη σειρά του, σύμφωνα με την οποία λέγαμε μεταφορικά, ότι οι μαθητές στάλθηκαν στην κοσμική θάλασσα των εθνών, καθώς ο Κύριος ανέβαινε στο ουράνιο ύψος σαν σε όρος και εκεί πρόσφερνε ασφαλώς τις ευχές για χάρη μας, σαν αρχιερέας που έγινε και εισήλθε στα ενδότερα του παραπετάσματος, «για να εξιλεώνει», σύμφωνα με τον απόστολο, «τις αμαρτίες του λαού». Οι μαθητές λοιπόν που στάλθηκαν στην απέναντι όχθη, δηλαδή να νι­κήσουν και να ξεπεράσουν τους πειρατές, δεν νίκησαν ολο­κληρωτικά· γιατί ο αντικείμενος είναι ενεργής ακόμη και τα έθνη επιτίθενται με μανία εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού. Κατά την τέταρτη όμως φυλακή της νύχτας, δηλαδή μετά τον φυσικό νόμο, μετά τον γραπτό νόμο, μετά την πρώτη παρουσία του Κυρίου και τον νόμο της χάριτος που δόθηκε κατ’ αυτήν, θα έρθει οπωσδήποτε ο καιρός τής δευτέρας παρουσίας του Χριστού, που αναλογεί ακριβώς στην τέταρτη φυλακή της νύχτας. Τότε θα έρθει ο Κύριος καταπατώντας και καταργώντας και υποδουλώνοντας κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη· γιατί πρό­κειται να καταργήσει περίλαμπρα και να καταπατήσει τα κύμα­τα που ξεσηκώνονται άγρια εναντίον της Εκκλησίας του.

10. Γιατί θυμόσαστε, ότι ο λόγος υποδήλωνε μεταφορικά με τα κύματα που κινούνται και ξεσηκώνονται από το αντικείμενο πνεύμα, τους άρχοντες του κόσμου· και για να παραλείψω την εξέταση των ενδιάμεσων λεπτομερειών, όταν ανέβηκαν αυτοί στο πλοίο και ο Ιησούς και ο Πέτρος που είχε μεταβεί προς αυτόν από το πλοίο, κόπασε ο άνεμος και αφού πέρασαν απέναντι, έφτασαν στην ξηρά. Και πράγματι, όταν ο Κύριος και όλοι οι άγιοι που θα φύγουν από κοντά μας, τους οποίους υποδήλωσε ο Πέτρος, παραβρεθούν μαζί με μας κατά τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, τότε το νοητό αντικείμενο πνεύμα θα καταργηθεί τελείως και εμείς, αφού περάσομε την πολυκύμαντη θάλασσα του βίου, θα εισέλθομε στη γη των πράων, απ’ όπου έχει δραπετεύσει κάθε πόνος, λύπη και στεναγμός. «Οι ευρισκόμενοι τότε στο πλοίο», λέγει, πήγαν και προσκύνησαν τον Ιησού, λέγοντας· Αληθινά είσαι Υιός του Θεού». Και τότε βέβαια «κάθε γόνατο θα λυγίσει των επουρανίων και των επιγείων και καταχθονίων και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει, ότι είναι Κύριος ο Ιησούς Χρι­στός προς δόξα τού Θεού Πατέρα».

11. Αλλά αφήνοντας την αλληγορική ερμηνεία, ας θυμηθούμε την αρχή των λόγων μας. Και αυτή ήταν, ότι οι πειρασμοί όταν έρχονται δεν ωφελούν μόνο τους τέλειους στην πίστη, όπως τον Ιώβ και τον Πέτρο και τον Παύλο και τους ομοίους, αλλά και τελειοποιούν τους ατελείς. Γιατί εδώ όχι μόνο ο Πέτρος, ούτε μόνο οι άλλοι μαθητές, που ήταν και αυτοί ατελείς ακόμη, αλλά και όλοι που ήταν πάνω στο πλοίο, τόσο πολύ ωφελήθηκαν στην πίστη από εκείνον τον πειρασμό, ώστε προσήλθαν και προσκύνη­σαν τον Ιησού και είπαν προς αυτόν· «αληθινά είσαι Υιός τού Θεού». Αρα λοιπόν καλώς λέγει ο απόστολος που αναφέραμε στην αρχή· «μακάριος είναι ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί, αφού αποδειχθεί άξιος, θα λάβει το στεφάνι της ζωής».

12. Δεν θέλω όμως, αδελφοί, να αγνοείτε ότι το είδος των πειρασμών είναι διπλό. Αλλά δεν εννοώ τώρα αυτό, ότι οι πειρασμοί δίνονται στους ανθρώπους λόγω ηδονής και οδύνης λόγω υγείας και νόσου, λόγω δόξας και αδοξίας, λόγω ευπορίας και απορίας, από τους οποίους πολύ χειρότεροι είναι οι διδόμενοι λόγω ηδονής και υγείας λόγω δόξας και ευπορίας· συμβαίνει βέβαια και αυτό, αλλά τώρα δεν σας ομιλώ γι’ αυτό το είδος των πειρασμών. Αλλά ποιά θέλω τώρα να γνωρίσετε; Προσέξτε και θα μάθετε. Αυτός ο μέγας Ιάκωβος, ο κατά σάρκα καλούμενος αδελφός του Κυρίου, εξαιτίας τής κατά θεία οικονομία μνηστείας του Ιωσήφ με την Παρθενομήτορα Μαρία, αφού είπε, «να χαίρεσθε όταν περιπέσετε σε ποικίλους πειρασμούς», και ότι «είναι μακάριος ο άνθρωπος που υπομένει πειρασμό, γιατί θα λάβει το στεφάνι της ζωής», έπει­τα, όπως αν έλεγε κάποιος σ’ αυτόν, και όμως υπάρχουν κάποιοι που βλασφημούν στους πειρασμούς, άλλοι που απελπίζονται τε­λείως, άλλοι που περνούν και θηλειά στον εαυτό τους, και αν ο πειρασμός είναι από τους έμφυτους και σαρκικούς, από θυμό ίσως ή επιθυμία, άλλοι πολλές φορές περιέπεσαν σε φόνους, και άλλοι παρέδοσαν τους εαυτούς τους στην ακολασία· πώς λοιπόν ο πει­ρασμός προέρχεται από τον Θεό και είναι πρόξενος στεφάνων; Σα να απολογείται προς αυτούς που τα λέγουν αυτά ο Ιάκωβος προσθέτει· «κανένας που δέχεται πειρασμό να μη λέγει, πειράζο­μαι από τον Θεό· γιατί αυτός δεν πειράζει κανένα· γιατί ο Θεός είναι απείραστος από τα κακά». Πειρασμό εδώ λέγει το κακό, δηλαδή την αμαρτία, και το να περιπέσει κανείς σ’ αυτήν, από την οποία έμεινε απείραστος και ο Χριστός, αν και βέβαια πειράσθηκε αλλιώς· γιατί λέγει· «από όσα έπαθε με τον πειρασμό που υπέμεινε, μπορεί να βοηθήσει αυτούς που πειράζονται»· αλλά και μετά τη βάπτισή του στον Ιορδάνη ανέβηκε στο όρος για να πειρασθεί σύμφωνα με τούς λόγους του ευαγγελίου.

13. Ώστε πειρασμοί λέγονται και τα λυπηρά που επέρχονται στους ανθρώπους απ’ έξω και προσβάλλουν το σώμα, και η ίδια η προσβολή του εχθρού, αν και είναι ανεύθυνος, αφού και τον Κύριο τον πρόσβαλε πειράζοντάς τον. Πειρασμοί λέγονται και οι αμαρτίες, κατά τις οποίες, όπως λέγει ο ίδιος ο Ιάκωβος, «καθέ­νας μας πειράζεται παρασυρόμενος και δελεαζόμενος από τη δική του επιθυμία· γιατί η επιθυμία», λέγει, «όταν συλλάβει το θύμα γεννά την αμαρτία, και η αμαρτία όταν πραγματοποιηθεί γεννά τον θάνατο». Ποιόν θάνατο; Τον αιώνιο, που είναι ο εξαι­τίας της αμαρτίας χωρισμός του Θεού από την ψυχή. Αυτόν βέ­βαια τώρα από τον Αδάμ μέχρι τη συντέλεια τον ακολούθησε και ο θάνατος του σώματος, τότε όμως, στον μέλλοντα αιώνα, για εκείνους που δεν μετανόησαν εδώ θα ακολουθήσει η αφόρητη και χωρίς τέλος κόλαση της ψυχής και του σώματος, αφού κατα­δικασθούν δίκαια από εκείνον που μπορεί να καταστρέψει στη γέεννα του πυρός και ψυχή και σώμα.

14. Αυτόν τον πειρασμό ας τον αποφύγομε με όση δύναμη έχομε, αδελφοί· γιατί το να τον αποφύγομαι βρίσκεται στη δική μας εξουσία. Γι’ αυτό να λυπηθούμε, όταν δούμε τους εαυτούς μας να έχουν περιπέσει σ’ αυτόν. Εάν λυπηθούμε γι’ αυτό όσο χρειάζεται, θα προετοιμάσομε τον εαυτό μας για μετάνοια αμεταμέλητη προς σωτηρία. Αυτόν τον πειρασμό έρχομαι και εγώ τώρα να αφαιρέσω από σάς, όχι αυτόν που πρόσκαιρα μόνο ζημιώνει και βλάπτει, αλλά εκείνον που βλάπτει αιώνια. Γιατί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, του οποίου εμείς είμαστε διάκονοι με τη χάρη του, είναι αρχιερέας των μελλοντικών αγαθών, όχι των πρόσκαιρων, και εισήλθε με το αίμα του στα αληθινά άγια, αφού πέτυχε για μας λύτρωση όχι πρόσκαιρη, αλλά αιώνια· αυτήν ερχόμαστε και εμείς να σας προσφέρομε, αν πείθεσθε, την αιώνια απολύτρωση, των ψυχικών πειρασμών, και όχι των σω­ματικών γιατί σύμφωνα με τον απόστολο, τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά, αλλά δυνατά με τη χάρη του Θεού προς καθαίρεση οχυρωμάτων, όχι των αισθητών, αλλά των κατασκευασμένων ενα­ντίον μας από τον νοητό εχθρό.

15. Σεις όμως μου φαίνεσθε ότι ούτε αντιλαμβάνεσθε ούτε ζη­τείτε την απολύτρωση των ψυχικών πειρασμών γιατί λυπείσθε για εκείνους τους πειρασμούς κυρίως, για τους οποίους έπρεπε να χαίρεσθε, καθόσον, αν θέλομε, μας προξενούν την αιώνια απολύτρωση, και από μένα αυτήν κυρίως ζητείτε, την εξάλειψη των σωματικών πειρασμών την οποία καταφρονώντας εγώ οπωσδή­ποτε, ήρθα προς εσάς, προτιμώντας να πάσχω μαζί με σας. Και βέβαια, αν λυπούμαστε περισσότερο για τις αμαρτίες μας, παρά για τα βλαβερά που μας συμβαίνουν, όχι μόνο η σωτηρία της ψυχής και η αιώνια απολύτρωση θα είναι μαζί μας, αλλά και η απολύτρωση των πρόσκαιρων πειρασμών. Γιατί από πού άραγε έγινε οδυνηρός και γεμάτος από στεναγμούς, φιλοπόλεμος και γεμάτος από συμφορές για μας ο βίος; Δεν έγινε από το ότι με την παράβαση της εντολής ρίξαμε τον εαυτό μας στον απαγορευμένο πειρασμό, δηλαδή την αμαρτία; Αν λοιπόν καθαρίσομε τώρα τον εαυτό μας από κάθε αμαρτία με τη μετάνοια, και εδώ θα υποστούμε μετριώτερους πειρασμούς, και στον κατάλληλο καιρό θα επιστρέψομε στον απαλλαγμένο από τη λύπη και τους πειρα­σμούς βίο.

16. Αφού λοιπόν επαναφέρομε τον εαυτό μας προς τον σωτήριο αυτό λογισμό, να μη λυπούμαστε και στενοχωρούμαστε για τις σωματικές μάλλον προσβολές, αλλά για τις ψυχικές ζημίες, που είναι πραγματικά πειρασμοί και άξιοι αληθινά λύπης, ώστε να λέμε και προς τον Θεό όπως ακριβώς μας δίδαξε, «μη μας βάλεις σε πειρασμό», τον απαγορευμένο και υπεύθυνο οπωσδήποτε πει­ρασμό, «αλλά απάλλαξέ μας από τον πονηρό, γιατί δική σου είναι η βασιλεία και η δύναμη και η δόξα στους αιώνες των αιώνων». Γένοιτο.


(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 10, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

"Η Μετάνοια κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν"



Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι, όπως γνωρίζουμε όλοι, ένας μεγάλος φωστήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος επέτυχε με την όλην θεολογίαν του, που είναι καρπός της εν Χριστώ βιοτής του, να αναβιώσει στην εποχήν του η Ορθόδοξος θεολογία εις όλον το βάθος της. Λέγεται εις το Άγιον Όρος ότι η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εκάλυψε όλα τα κενά και του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ο Αγιορείτης Άγιος αρχίζει την αθωνική βιοτή του από την μονή της μετανοίας μας, την Μεγίστην Μονή του Βατοπαιδίου, διδαχθείς την νοερά εργασία και ασκητική ζωή από τον Βατοπαιδινό Άγιο Νικόδημο τον Ησυχαστή. Πεφωτισμένος ο Άγιος Γρηγόριος από τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, απέκτησε πνευματικήν σοφία και έγινε τέλειος διδάσκαλος των αρετών και της κατά Θεόν ζωής.

Ακολουθώντας την γνησίαν πατερική παράδοσι δεν αποδέχτηκε την ηθικιστική θεώρηση της πνευματικής ζωής, που προσπάθησαν μερικοί να φέρουν από την Δύση και να προβάλουν στον χώρο των Ορθοδόξων.

Σε ολόκληρη την πατερική παράδοση τονίζεται ότι η μετάνοια δεν εξαντλείται σε ορισμένες αντικειμενικές βελτιώσεις της συμπεριφοράς ούτε σε τύπους και σχήματα εξωτερικά, αλλά αναφέρεται σε μια βαθύτερη και καθολικότερη αλλαγή του ανθρώπου. Δεν είναι μία παροδική συντριβή από την συναίσθησι διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μία μόνιμη πνευματική κατάστασι, που σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι του ανθρώπου προς τον Θεό, και συνεχή διάθεσι για ανόρθωσι, θεραπεία και ανάληψι του πνευματικού αγώνα. Μετάνοια είναι το νέο φρόνημα, η νέα σωστή πνευματική κατεύθυνση, πού πρέπει να συνοδεύει τον άνθρωπο μέχρι την στιγμή του θανάτου. Μετάνοια είναι η δυναμική μετάβασι από την παρά φύσι κατάστασι των παθών και της αμαρτίας στην περιοχή της αρετής και του κατά φύση, είναι η τελεία αποστροφή της αμαρτίας και η πορεία επιστροφής στον Θεό.

Την αλήθεια αυτή επισημαίνει κατ΄ επανάληψι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Μετάνοια, λέγει, εστί το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν». Από τον ορισμό αυτό φαίνεται σαφώς ότι ο Ιερός πατήρ δεν μπορεί να δη την μετάνοια ως τυπική και μηχανική αλλαγή, αφού την προσδιορίζει η οντολογική ανακαίνισι του ανθρώπου. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το γεγονός της μετανοίας δεν είναι δυνατό να αντικειμενοποιήται στις διαστάσεις μιας απρόσωπης συνταγής η τακτικής, αλλά παραμένει πάντοτε ενδεχόμενο προσωπικής αποκαλύψεως. «Ο μετανοών άνθρωπος εκ ψυχής τη μεν αγαθή προθέσει και τω της αμαρτίας εκστήναι φθάνει προς τον Θεόν» (Ομιλία 3η P.G. 151, 44Β).

Αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας της μετανοίας αποκλείει για τον Παλαμά και γενικώς για όλους τους Αγίους Πατέρες κάθε ευσεβιστική χροιά, πού θέλησε να δώση στην μετάνοια, και κατά συνέπεια, στην όλη πνευματική ζωή, η Δύση. «Ου γαρ εν ρήμασιν ημών, αλλ’ εν πράγμασιν η ευσέβεια», τονίζει ο ιερός Ησυχαστής (Προς Φιλόθεον 6, Συγγράμματα Β’, σελ. 521).

Αλλά αφού η μετάνοια είναι αρχή και τέλος τής κατά Χριστόν πολιτείας, και αφού είναι σκοπός αυτής της ζωής, είναι επόμενο όλα να θεωρούνται από αυτήν και να παίρνουν αξία ή απαξία σε σχέσι με αυτήν. Και αυτή ακόμη «η πίστις ωφελεί, εάν κατά συνείδησιν πολιτεύηταί τις και ανακαθαίρει εαυτόν δι΄εξομολογήσεως και μετανοίας» (Ομιλία 30, P.G. 151,185Α). Αυτό άλλωστε δίνεται ως υπόσχεσι και συμφωνία κατά την στιγμή του Αγίου Βαπτίσματος.

Ένα βασικό στάδιο, πού προηγείται από την μετάνοια, είναι η επίγνωσι και η συναίσθησι των αμαρτημάτων, «ήτις μεγάλη εστίν προς ιλασμόν αφορμή» αναφέρει ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (Ομιλία 28, P.G. 151, 361C). Ο άνθρωπος, κατά τον Παλαμάν, για να έλθη σε μετάνοια, φθάνει προηγουμένως σε επίγνωσι «τών οικείων πλημμελημάτων» και μεταμελείται μπροστά στο Θεό, στον οποίον καταφεύγει «έν συντετριμμένη καρδία». Αφήνει τον εαυτό του στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Εκείνου και πιστεύει, όπως ο άσωτος, ότι είναι ανάξιος να ελεηθή από τον Θεό και να ονομάζεται υιός του. Και όταν με την επίγνωσι και την συναίσθησι της αμαρτωλότητος ελκύσει επάνω του το έλεος του Θεού, παίρνει τελείαν την άφεσιν με την αυτομεμψία και την εξομολόγησι.

Θέλοντας ο Θεόσοφος Πατήρ να προσδιορίσει όλα τα στάδια της μετανοίας, λέγει χαρακτηριστικά τα εξής: «Τη γαρ επιγνώσει των οικείων αμαρτημάτων έπεται η οικεία κατάγνωσις· ταύτη δε η επί τοις αμαρτήμασι λύπη, ην ο Παύλος κατά Θεόν προσηγόρευσε. Τη δε κατά Θεόν λύπη ταύτη πέφυκεν ακολουθείν η μετά συντετριμμένης καρδίας προς τον Θεόν εξαγόρευσίς τε και δέησις, και η υπόσχεσις της εις το εξής των κακών αποχής και τούτό εστιν η μετάνοια».

Η μετάνοια ως νέα κατάστασις στη ζωή του ανθρώπου, συνοδεύεται από ορισμένες συνέπειες που η βιβλική και πατερική γλώσσα τις ονομάζει «καρπούς μετανοίας». Ως πρώτον καρπόν μετανοίας ο ιερός πατήρ προβάλλει την εξομολόγηση, αφού με αυτή κερδίζεται η θεραπεία και η κάθαρσι της ψυχής του πιστού και εγκαινιάζεται η καινούργια ζωή: «Η των αμαρτιών ουν εξομολόγησις αρχή εστι της καλλιέργειας ταύτης, ταυτόν ο’ ειπείν της μετανοίας και της ετοιμασίας του δέξασθαί τινα εν εαυτώ τον σωτήριον σπόρον, τον λόγον του Θεού» (Σοφοκλέους Οικονόμου, Ομιλία ΝΣΤ’, σελ. 201-202).

Η εξομολόγηση όμως δεν είναι ο μόνος καρπός της μετανοίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος καλώντας με το κήρυγμά του τους ανθρώπους σε μετάνοια, εκτός από την εξομολόγηση τους παρακινούσε σε ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, μετριοφροσύνη, αγάπη και αλήθεια, που είναι γνωρίσματα της ανακαινιστικής δυνάμεως της αληθείας.

Ο Ιερός Αγιορείτης Ιεράρχης εις την 23η ομιλία του τονίζει ότι «η μετάνοια, είπερ αληθώς εκ καρδίας εστίν, αναπείθει τον κεκτημένον μηκέτι προσκεχηκέναι τοις φθειρομένοις, μηκέτι προσκεχηκέναι ταις ου καλαίς ηδοναίς, αλλά καταφρονείν των παρόντων, αντέχεσθαι των μελλόντων, αγωνίζεσθαι κατά παθών, αντιποιείσθαι των αρετών, εγκρατεύεσθαι πάντα, επαγρυπνείν ταις προς Θεόν δεήσεσιν, απέχεσθαι του εξ αδικίας κέρδους, ίλεων είναι τοις αυτώ πταίουσι, τοις ικετεύουσιν ευμενή, τοις δεομένοις της παρ’ αυτού βοηθείας, οις έχει λόγους έργοις, αναλώμασιν ετοιμότατον» (Ομιλία 23, P.G. 151,364 BC). Δηλαδή ο άνθρωπος που ζει αληθινά την μετάνοια δεν ξαναγυρίζει στις πρώτες αμαρτίες, ούτε προσκολλάται σε πρόσωπα και πράγματα της φθοράς, ούτε προσχωρεί στις αμφίβολες ηδονές, αλλά καταφρονεί τα παρόντα, προσβλέπει στα μέλλοντα, αγωνίζεται κατά των παθών, επιδιώκει τις αρετές, αγρυπνεί στην προσευχή, απέχει από άδικα κέρδη, είναι επιεικής σε όσους πταίουν εναντίον του, εύσπλαχνος σε αυτούς που τον προκαλούν και έτοιμος να βοηθήσει με λόγους, με έργα και με θυσίες ακόμη αυτούς που έχουν την ανάγκη του. Και όταν προτρέπει ο οσιώτατος πατήρ τους χριστιανούς να αποκτήσουν έργα μετανοίας, υπογραμμίζει κυρίως το ταπεινό φρόνημα, την κατάνυξι και το πνευματικό πένθος. Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα γνωρίσματα του χριστιανού εκείνου που ζει την μετάνοια, λέει ότι είναι γαλήνιος και ήρεμος, γεμάτος έλεος και συμπάθεια προς τους άλλους, ποθεί την δικαιοσύνη, επιζητεί την καθαρότητα, έχει ειρήνη αλλά και φέρνει την ειρήνη, υπομένει καρτερικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες και νιώθει χαρά και ευχαρίστηση στους διωγμούς, τις ύβρεις, τις συκοφαντίες, τις απώλειες και όσα άλλα πάσχει για την αλήθεια και την δικαιοσύνη (Ομιλία 31, P.G. 151, 392C, Φυσικά Θεολογικά).

Η πορεία της ανορθώσεως με την μετάνοια, της απομακρύνσεως από την δουλεία των παθών και της ασκήσεως για την εργασία των θείων εντολών είναι πορεία των αγίων και θεουμένων υπάρξεων. Και από αυτήν την αλήθεια ξεκινώντας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει τα εξής: «Εάν κάθε χριστιανός δεν ημπορεί να φθάση τους Αγίους και τα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα που χαρακτηρίζουν την ζωή τους και είναι εξ ολοκλήρου αμίμητα, μπορεί όμως και πρέπει να μοιάσει και να τους ακολουθήσει στην πορεία της ζωής τους προς την μετάνοια. Και αυτό, γιατί καθημερινά «πολλά πταίομεν άκοντες» και μοναδική ελπίδα σωτηρίας για όλους μας παραμένει η ανάνηψη και η βίωση, κατά τον Άγιον Γρηγόριον, της «διηνεκούς μετανοίας» (Ομιλία 28, RG. 151.361C).

Το πένθος ως ασκητική προϋπόθεση

Βασική προϋπόθεση εξόδου από τα δεσμά των παθών, αλλά και ταυτοχρόνως αρχή και πηγή μετανοίας είναι το κατά Θεόν πένθος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μέσα στα κείμενά του πολύ συχνά αναφέρεται στο κατά Θεόν πένθος και στην οδυνηρή αλλά και ευφρόσυνη κατάσταση, από την οποία χρειάζεται να περάσει ο χριστιανός, που επιθυμεί να ζήσει την αληθινή ζωή. Γι΄ αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως κατ’ εξοχήν περίοδο πένθους και αγώνα πνευματικού, ως σύμβουλο του παρόντος αιώνος και ως προϋπόθεση αναστάσεως για την ζωή του κάθε πιστού.

Ο Άγιος Παλαμάς που βιώνοντας το κατά Θεόν πένθος άφηνε τους εκ βάθους στεναγμούς «φώτισόν μου το σκότος», πολύ δικαιολογημένα δεν μπορεί να δει το πέρασμα του ανθρώπου από τη ζωή της αμαρτίας στην «όντως ζωή» χωρίς το πένθος και την μετάνοια. Όταν ο νους, λέει, απελευθερωμένος από κάθε αισθητό πράγμα, ανεβεί πάνω από τον κατακλυσμό της τύρβης για τα γήινα πράγματα και μπορέσει να δει τον έσω άνθρωπο, αφού συνειδητοποιήσει κατά την δική του έκφραση «το ειδεχθές προσωπείον», που απέκτησε η ψυχή από την περιπλάνησή της στα γήινα, τότε σπεύδει να αποπλύνει τον ρύπο της με δάκρυα πένθους (Λόγος εις Πέτρον Αθωνίτην, P.G. 150). Όσο απομακρύνεται ο άνθρωπος από τις βιοτικές μέριμνες και επιστρέφει στον εαυτό του, τόσο περισσότερο γίνεται δεκτικός του θείου ελέους. Ο Χριστός μας εμακάρισε αυτούς που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για την απώλεια της σωτηρίας τους που έχει ως αιτία την αμαρτία. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίον το πένθος αυτό ονομάζεται μακάριο.

Το πένθος, ενώ αποτελεί σύμφωνα με την πατερική και ασκητική παράδοση, καρπό του Θεού, προϋποθέτει όμως και την συνεργία του ανθρώπου, που χρειάζεται την ταπείνωση, την αυτομεμψία, την κακοπάθεια, την νηστεία, την αγρυπνία, και κυρίως την προσευχή. Και αυτή η αμέλεια του ανθρώπου, στο να εργάζεται τις αρετές και να αγωνίζεται να επιτύχει το κατά Θεόν πένθος, ενισχύεται από την εμπειρία του ησυχασμού, που μαρτυρεί ότι το πένθος αυτό δεν προξενεί νοσηρότητα και απελπισία, αλλά δημιουργεί στον άνθρωπο τις προϋποθέσεις για να νιώσει πνευματική θυμηδία, παράκληση και κατά τον Παλαμά «παροχή γλυκείας ιλαρότητος» (Προς Ξένην, P.G. 150). Και όταν βοηθήσει τον νου να σηκώση το κάλυμμα των παθών, τον εισάγει αθόρυβα στα αληθινά ταμεία της ψυχής και τον εθίζει στην «εν κρύπτω» προς τον Πατέρα προσευχή.

Υπάρχουν πολλές αιτίες για τις οποίες πρέπει να πενθεί ο πιστός. Όπως οι μαθηταί του Κυρίου ελυπούντο για την στέρησι του «όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού», έτσι και σε μας που δοκιμάζομε την ίδια στέρηση και απουσία του Χριστού από την ζωή μας, πρέπει να ενυπάρχει και να καλλιεργήται η ίδια λύπη (Ομιλία 29, P.G. 151). Υπάρχει όμως και άλλη αιτία για πένθος· είναι η έκπτωση από τον χώρο της αληθείας του παραδείσου, στον χώρο του πόνου και των παθών. Είναι τόση η οδύνη αυτής της πτώσεως, διότι κρύβει όλο το δράμα της απομακρύνσεως από τον Θεό, την στέρησι τής «πρόσωπον προς πρόσωπον» συνομιλίας με Εκείνον, της αϊδίου ζωής και συνδοξολογίας με τους αγγέλους. Ποιος είναι αυτός πού έχει συνειδητοποιήσει την στέρηση όλων αυτών και δεν πενθεί; ερωτά ο Ιερός πατήρ. Και προτρέπει όλους τους πιστούς που ζουν εν «ειδήσει της τοιαύτης στερήσεως» να πενθήσουν και να αποπλύνουν με το κατά Θεόν πένθος «τους εξ αμαρτίας μολυσμούς» (Ομιλία 29, P.G. 151). Η προτροπή αύτη του Αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως εναρμονισμένη με την προτροπή και το βίωμα της εκκλησίας, που με την υμνολογία τής Κυριακής της Τυροφάγου καλεί τους χριστιανούς την παραμονή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να θυμηθούν την απομάκρυνσι από τον χαμένο παράδεισο και να πενθήσουν για την απώλεια αυτή.

Το πένθος είναι κατά τον ασκητικώτατον της Θεσσαλονίκης Ιεράρχην η πιο φυσική και αυθόρμητη εκδήλωσι της τραυματισμένης από την αμαρτία ψυχής, που έρχεται σε μετάνοια. Ο Άγιος χρησιμοποιεί μία θαυμάσια παρομοίωση για να καταδείξει ότι τα τραύματα του ανθρώπου είναι εκείνα πού προκαλούν τον πόνο και όχι αυτό καθεαυτό το γεγονός της μετανοίας που μόνο χαρά και παράκληση δίνει στην ψυχή. Όπως σε κάποιον, λέει, που είναι τραυματισμένη η γλώσσα του, φαίνεται δηκτικό το μέλι και για να νιώσει την γλυκύτητά του χρειάζεται να θεραπευθούν τα τραύματα, το ίδιο συμβαίνει και με τον φόβο του Θεού· στις ψυχές που γεννιέται μόλις νιώσουν το ευαγγελικό κήρυγμα, προξενεί λύπη, επειδή περιβάλλονται ακόμη από τα τραύματα των αμαρτιών μόλις όμως τα αποβάλουν με την μετάνοια, νιώθουν την ευαγγελική χαρά (Ομιλία 29, P.G. 151, 369Β). Γι΄ αυτό άλλωστε και το κατά Θεόν πένθος ονομάζεται και «χαροποιό».

Εμβαθύνοντας ο Παλαμάς στον δεύτερο κυριακό μακαρισμό, που αναφέρεται στο πένθος, αιτιολογεί το ότι ο Χριστός τοποθετεί τον μακαρισμό αυτόν ακριβώς μετά από εκείνο της πνευματικής πτώχειας, από το γεγονός ότι το πένθος συνυπάρχει με την πνευματική πτωχεία.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου που πενθεί κατά Θεόν είναι η άρνηση να μεταθέσει ή να επιρρίψει σε άλλους την οποιαδήποτε ευθύνη για τις αμαρτίες του. Είναι βασική αρχή που προβάλλει ο Παλαμάς, όταν μιλά για το κατά Θεόν πένθος, το να τύπτωμε τον ίδιο τον εαυτό μας για τις αμαρτίες μας και να αποφεύγωμε την μετάθεση της ευθύνης στους άλλους (Ομιλία 29, P.G. 151,369C). Αυτή άλλωστε η μετάθεσι της ευθύνης για την αθέτηση της εντολής του Θεού από τον Αδάμ και την Εύα εστέρησε από αυτούς το σωτήριο πένθος της μετανοίας (Γεν. 3,12-13). Διότι αφού ο άνθρωπος επλάσθηκε από τον Θεό αυτεξούσιος και έλαβε κατά τον Παλαμά «αυτοκρατορικόν αξίωμα κατά των παθών ένδον το ηγεμονικόν της ψυχής» και «ουκ έχει όλως τον κατακρατούντα και βιαζόμενον» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C), με την αυτομεμψίαν και την κατά Θεόν λύπην θα μπορούσε να είχε κερδίσει αυτό που έχασε με την άρνηση αναλήψεως της ευθύνης για το αμάρτημά του. Γι΄ αυτόν τον λόγο ο θείος Γρηγόριος, προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμόν του πένθους λέει «τούτο τοίνυν εστίν η κατά Θεόν και σωτήριος λύπη, το ημάς αυτούς αιτιάσθαι, και μηδένα των απάντων έτερον, εφ΄ οις αυτοί πράττομεν πλημμελώς, και λυπείσθαι καθ’ εαυτών και δι΄ εξομολογήσεως των ημών ημαρτημένων και της επί τούτοις λυπηράς κατανύξεως τον Θεόν εξιλάσκεσθαι» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C).

Η αυτομεμψία είναι κατάσταση αναπόσπαστη για την ψυχή, στην οποία υπάρχει ταπείνωση. Αρχικά την οδηγεί στον φόβο της κολάσεως. Φέρει στην φαντασία τις φρικτές τιμωρίες, όπως ο Κύριος τις περιγράφει στο Ευαγγέλιο, που γίνονται φρικωδέστερες από την αιώνια διάσταση που αποκτούν. Έτσι, ο άνθρωπος που πενθεί εδώ τις αμαρτίες του και μέμφεται γι΄ αυτές τον εαυτόν του, αποφεύγει το ανωφελές, απαράκλητο και χωρίς τέλος πένθος, το οποίο γεννάται σε όσους τιμωρημένους έρχονται σε επίγνωση των αμαρτιών τους. Εκεί, χωρίς καμμιά ελπίδα απαλλαγής και σωτηρίας, αυξάνεται η οδύνη του πένθους από τον αθέλητο έλεγχο της συνειδήσεως. Και αυτό το μόνιμο και διαρκές πένθος, επειδή δεν γνωρίζει τέλος, γίνεται αιτία άλλου πένθους και φοβερού σκότους και καύσωνα χωρίς δροσισμό, που οδηγεί σε ανέκφραστο βυθό αθυμίας (Προς Ξένην, P.G. 150,1076D-1077A). Σε αντίθεση με τον Αδάμ και την Εύα αναφέρει ο Παλαμάς τον Λάμεχ ως παράδειγμα ανθρώπου, που ήλθε σε αυτομεμψία και κατάνυξη για τις αμαρτίες του (Ομιλία 29, P.G. 151, 369D).

Ιδιαιτέρως δε πρέπει να τονισθή ότι η άσκηση μέσα στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοσι είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πένθος. Την οδύνη της πτώσεως και την χαρά της αναστάσεως τις ζει ο μοναχός με το χαροποιόν πένθος. Με την σωματική πτωχεία και ταπείνωσι, που είναι η πείνα, η δίψα, η κακουχία και η κακοπάθεια του σώματος, μέσα με τα οποία έλλογα συστέλλονται οι αισθήσεις του σώματος, όχι μόνο γεννιέται το πένθος αλλά αναβλύζουν και δάκρυα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδει σαφή εξήγηση γι΄ αυτή την πνευματική κατάσταση στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη. Όπως, λέγει, από την σωματική άνεση, την ανάπαυσι και την τρυφή, γεννώνται η αναλγησία, η πώρωση και η σκληροκαρδία, έτσι από την ανήδονη, την λιτή και με εγκράτεια λαμβανόμενη τροφή, προκαλούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξι. Με αυτά αποτρέπονται οι ενέργειες της κακίας και παρέχεται στην ψυχή άφατη και γλυκύτατη ιλαρότητα. Χωρίς την συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς από τα πάθη. Η δε καρδιά δεν έρχεται σε συντριβή παρά μόνο με την εγκράτεια του ύπνου, της τροφής και των σωματικών ανέσεων. Όταν με την συντριβή απαλλαγεί η ψυχή από τα πάθη και την πικρότητα της αμαρτίας, τότε δέχεται την πνευματική θυμηδία (Προς Ξένην, P.G. 151,1076BC). Αυτή άλλωστε είναι και η παράκληση για την οποία ο Κύριος μακαρίζει τους πενθούντας. Έτσι μόνο εξηγείται το ότι η μεταβολή της λύπης σε χαρά, για την οποία μίλησε ο Χριστός στους μαθητές του, γίνεται βίωμα από το οποίο ο μοναχός αποκτά καθημερινή εμπειρία. Το πένθος γίνεται χαροποιό και μακάριο, διότι κυρίως καρποφορεί μέσα στον άνθρωπο τον αρραβώνα της αιωνίας χαράς.

Η αυτομεμψία και η συναίσθηση της αμαρτωλότητος είναι οι καταστάσεις που προετοιμάζουν στην ψυχή το πένθος. Για πολύ καιρό, λέγει ο ιερός πατήρ, σαν ένα νοητό βάρος πάνω από το λογιστικό μέρος της ψυχής, το πιέζουν και το συνθλίβουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποστάξει ο σωτήριος οίνος που «ευφραίνει καρδίαν άνθρωπου». Ο οίνος αυτός είναι η κατάνυξι, η οποία χάρη στο πένθος, μαζί με το ενεργητικό μέρος της ψυχής συνθλίβει και το παθητικό· και αφού την απαλλάξει από το σκοτεινό βάρος των παθών, την γεμίζει με την μακάρια χαρά (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Όσο οδυνηρό όμως είναι το πένθος στα πρώτα του στάδια, διότι συνυπάρχει με τον φόβο του Θεού, τόσο αργότερα με την πάροδο του χρόνου και την πνευματική προκοπή της ψυχής γίνεται χαροποιό, διότι βλέπει κανείς αληθινά μακάριους και γλυκούς καρπούς. Όσο χρονίζει το πένθος στην ψυχή, τόσο η αγάπη για τον Θεό αυξάνεται και με ακατάληπτο τρόπο ενώνεται μαζί της. Όταν δε η ψυχή βιώνει βαθιά το πένθος, γεύεται την παρηγοριά της χρηστότητος του Παρακλήτου. Αυτή είναι για την ψυχή τόσο ιερά, γλυκιά και μυστική εμπειρία, ώστε εκείνοι που δεν απόκτησαν προσωπική γεύση από αυτή, να μη την υποψιάζωνται καθόλου (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Μία θεμελιακή άποψη στην θεολογία του πένθους είναι ότι δεν συμμετέχει σ’ αυτό μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα. Και η «παράκλησις» για την οποία εμακάρισε ο Κύριος τους πενθούντας, είναι καρπός, τον οποίον δέχεται όχι μόνον η ψυχή, αλλά όπως τονίζει ο Παλαμάς «και το σώμα μεταλαμβάνει πολυτρόπως» (Υπέρ ησυχαζόντων 1, 3, 33). Εναργέστατη απόδειξη γι΄ αυτήν την πραγματικότητα αναφέρει «το κατώδυνον εφ΄ αμαρτήμασι πενθούσι δάκρυον» (Υπέρ ησυχαζόντων).

Καρπός ακόμη του κατά Θεόν πένθους, είναι και η σταθεροποίηση του ανθρώπου στην αρετή, μια και, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν αμεταμέλητον απεργάζεται εις την ψυχήν προς σωτηρίαν» (Β’ Κορ. 7.10), διότι κατά τον Παλαμά μπορεί ο άνθρωπος να πτωχεύσει κατά Θεόν και να ταπεινωθεί πνευματικά, αν όμως δεν προσλάβει και το πένθος, εύκολα μεταβάλλεται η διάθεσή του· μπορεί να ξαναγυρίσει στις άτοπες και αμαρτωλές πράξεις, που άφησε, και να ξαναγίνει παραβάτης των εντολών του Θεού, αφού πάλι θα φούντωσει μέσα του η επιθυμία και ο πόθος για την αμαρτωλή ζωή. Αν όμως παραμείνη στην πτώχεια, που εμακάρισε ο Κύριος, και καλλιεργήσει μέσα του το πνευματικό πένθος, τότε σταθεροποιείται και ασφαλίζεται στην πνευματική ζωή, διώχνοντας έτσι τον κίνδυνο να επιστρέψει εκεί, από όπου ξεκίνησε (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Η ωφέλεια όμως από το πένθος δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ο άνθρωπος γίνεται σχεδόν ακίνητος προς το κακό, αλλά κατά τον Άγιον Γρηγόριον, εξαλείφει εντελώς και τις προηγούμενες αμαρτίες του, όταν βέβαια έχει ως κατάληξη το μυστήριο της μετανοίας. Διότι αφού ο άνθρωπος πενθεί κυρίως γι΄ αυτές, ο Θεός τις καταλογίζει ως ακούσιες· ο Άγιος χαρακτηριστικά λέγει ότι «τα ακούσια ουχ υπεύθυνα» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Έτσι το κατά Θεόν πένθος δεν εφελκύει μόνο την παράκληση και την παρά Θεού συγχώρηση προσφέροντας τον αρραβώνα της αιωνίου ευφροσύνης, αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει τις αρετές που έχει η ψυχή, αφού κατά τον Άγιον Γρηγόριον η ψυχή πού έμαθε να πενθεί γίνεται δυσκίνητη προς το κακό (Προς Ξένην, P.G. 150,1085D).

Τέλος ο αγιορείτης Ησυχαστής και των Θεσσαλονικέων Ιεράρχης, στην περί παθών και αρετών πραγματεία του, που στη μεγαλύτερή της έκταση είναι αφιερωμένη στο πένθος, χρησιμοποιεί ένα πολύ εκφραστικό παράδειγμα για να καταδείξει την πορεία του ανθρώπου στο πένθος. Παρομοιάζει την αρχή του πένθους με την επιστροφή του άσωτου υιού· γι΄ αυτό και γεμίζει κατήφεια τον πενθούντα και τον οδηγεί στην επανάληψη των λόγων εκείνου: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου». Αλλά και το τέλος του, πάλι, το εικονίζει με την προϋπόθεση και το άνοιγμα της αγκάλης του Θεού Πατρός «εν η τω πλούτω της ανεικάστου πτωχείας εντυχών, και πολλής χαράς και παρρησίας δι΄ αυτήν ο υϊός επιτυχών, εφιλείτο τε και αντεφίλει, και συνεισελθών, συνεστιάτο τω Πατρί, της ουρανίου συναπολαύων ευφροσύνης» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C). Γι΄ αυτό και ο όρος «χαρμολύπη» που χρησιμοποιούν συνήθως οι ασκητές για να εκφράσουν το βίωμα της εσχατολογικής υπερβάσεως του πόνου, είναι ίσως το πιο εκφραστικό σύμβολο ολόκληρης της ασκητικής ζωής τους, ζωής κυρίως δακρύων και πένθους (Βλέπε Γ. Μαντζαρίδου «Η περί θεώσεως διδασκαλία» στα Παλαμικά 1973, σελ. 215).

Σ΄ αυτήν την συνοπτική και μπορεί να πει κανείς πρόχειρη παρουσίαση των θέσεων του Παλαμά περί μετανοίας βλέπουμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ως κατ΄ εξοχήν άνθρωπος της εσωτερικής ζωής ενδιεφέρετο όχι απλώς να διορθώνουμε εξωτερικά τα κακώς κείμενα, αλλά να μετανοούμεν εσωτερικά, πενθούντες και κλαίοντες. Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν ο ίδιος άνθρωπος της μετανοίας, αλλά και αληθινός κήρυκας της μετανοίας.

Ευχόμεθα ταπεινώς, τώρα που εγγίζει η αγία περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της κατ’ εξοχήν περιόδου της μετανοίας κατά τον Άγιον Γρηγόριον, να «προσπέσωμεν και να κλαύσωμεν εναντίον του Θεού ημών» για να γευθούμε την μακαριότητα της βασιλείας του. Μη λησμονούμε ότι η διόρθωση του εαυτού μας αλλά και του κοινωνικού συνόλου αρχίζει και θεμελιώνεται στην προσωπική μετάνοια του κάθε ανθρώπου. Αυτό άλλωστε είναι το πνεύμα του αγιορείτικου μοναχισμού, όπως το τονίζει ο Άγιος Παλαμάς, «η διηνεκής μετάνοια». Αμήν.

(Γέροντας Εφραίμ, Καθηγούμενος Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου) 

Ο ΠΟΝΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ



Ο άνθρωπος παρά τον τιτάνιο αγώνα του με στόχο την αποφυγή η την εκμηδένιση του πόνου, καταλήγει σε εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Όσο επιζητεί κανείς τη χαρά, βρίσκει τη θλίψη, κι εκεί που νομίζει πως κρύβεται η ευτυχία, συναντά και συμπορεύεται με τη δυστυχία, χωρίς να το καταλάβει, βρίσκεται παγιδευμένος μέσα σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο, σ’ ένα φαύλο κύκλο αυτοκαταστροφής, που τον οδηγεί γλυκά και ανεπαίσθητα στον αιώνιο θάνατο. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, ο πόνος είναι μόνιμος σύντροφος μας. 
Είναι η σκιά της ύπαρξης μας, σε κάθε μας βήμα, από την πρώτη μέχρι την έσχατη στιγμή της ζωής μας. Όλοι μας ανεξαιρέτως σηκώνουμε ο καθένας μας το δικό του προσωπικό του Σταυρό κι η ζωή μας όλη δίκαια ονομάζεται «Κοιλάδα του Κλαυθμώνος».
Στις κρίσιμες ώρες δυστυχώς, κλονίζεται η λιγοστή μας πίστη και η λογικά επαναστατεί «Γιατί Θεέ μου; 
Γιατί; Γιατί τόσος πόνος; 
Τι Σου έχω κάνει; 
Μα δεν υπάρχεις; 
Πού είναι η αγάπη Σου; 
Γιατί να υποφέρω; 
Γιατί σ' εμένα;» 
Αυτά όμως τα ερωτήματα μπήγονται σαν καρφιά στην καρδιά του ανθρώπου που δεν γνώρισε το Χριστό και την πληγώνουν.
Τίποτε άλλο, λένε οι Άγιοι, δεν πολλαπλασιάζει τις θλίψεις και δεν μαγνητίζει τους πειρασμούς, όσο ο γογγυσμός, μεμψιμοιρία, η γκρίνια και η αγανάκτηση κατά του Θεού, που οφείλονται στην έλλειψη σωστών πνευματικών γνώσεων και στην λανθασμένη πνευματική τοποθέτηση – ενώ αντίθετα, τίποτε άλλο δεν τους εκμηδενίζει, όσο η ευχαριστία, η δοξολογία και η αποδοχή των δοκιμασιών με καρτερία και υπομονή, που απορρέει από την προσωπική μας σχέση με τον Χριστό. 
Πρέπει να νοιώσουμε τον λόγο του Κυρίου μας «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τόν κόσμον»
Ακόμη ο πόνος των Αγίων για τα πλάσματα του Θεού δεν είναι μια βουδιστικού τύπου αδρανής συμπάθεια, αλλά ενεργητική συμμετοχή στον πόνο του αδερφού. Αναφέρει το Γεροντικό ότι ο Αββάς Αγάθων ζητούσε να βρει ένα λεπρό να του δώσει το δικό του υγιές σώμα και να λάβει το άρρωστο σώμα εκείνου.
Ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής τονίζει πως η υπομο­νή στους πόνους των θλίψεων δίνει αληθινή γνώση και μεγάλη ωφέλεια και πως η υπομο­νή στους πόνους των θλίψεων δίνει αληθινή γνώση και μεγάλη ωφέλεια. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος συνεχίζοντας λέγει πως αυτή η υπομονή στους πειρασμούς θα στε­φθεί από χαρά, στην οποία προκαταβολικά πρέπει να ελπίζουμε κατά την αδιάψευστη εντολή του Κυρίου και πως η υπομονή στους πειρασμούς θα στε­φθεί από χαρά, στην οποία προκαταβολικά πρέπει να ελπίζουμε κατά την αδιάψευστη εντολή του Κυρίου. 

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει «Πολλές φορές ο Θεός επιτρέπει τον πόνο στη ζωή μας για να εμβαθύνομε στο αληθινό και ουσιώδες νόημά της και να μάθουμε να απορρίπτουμε τα δευτερεύοντα και επουσιώδη».

O Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει: «Τίποτε δεν αποδιώχνει την πονηρία και τις μικρότητες, όπως ο πόνος και η αρρώστια, γιατί καταφέρνουν να μαζέψουν το νου του ανθρώπου που σκορπίζεται στα υλικά και εφάμαρτα πράγματα και να τον στρέψουν προς τον εαυτό του και σε τελευταία ανάλυση, να τον οδηγήσουν προς το Θεό του». 

Ο Άγιος Διάδοχος, Επίσκοπος Φωτικής, αναφέρει στις γραφές του ένα λόγο παρηγορητικό: «Ο υπομείνας χρόνιον ασθένειαν αγογγύστως ως μάρτυς παραλειφθήσεται». Αυτός, λέγει, που έχει μία χρόνια και ανίατη ασθένεια και την υπομένει στο κρεβάτι του πόνου δίχως να γογγύζει, αυτόν θα τον παραλάβει ο Κύριος κοντά Του ως μεγαλομάρτυρα, για να έχει όμως κανείς μεγάλη καρτερικότητα και υπομονή να μη γογγύζει, ασφαλώς θα πρέπει να πιστεύει θερμά στον Θεό και να προσεύχεται ταπεινά. 

Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η προσευχή δεν είναι απλά μία νοητική ενέργεια που απευθύνεται έκτακτα στον Θεό, είναι πράξη καρδιακής καθάρσεως, στην οποία μετέχει όλος ο άνθρωπος.

Ο πόνος πάντοτε παραμένει ένα μυστήριο, συνυφασμένο με το απροσμέτρητο βάθος της ελευθερίας του ανθρώπου. Τώρα, σχετικά μόνον «και εκ μέρους» μας αποκαλύπτεται το μυστήριο αυτό. Όταν διανοιχθούν οι οφθαλμοί μας, τότε καθαρώτερα «οψόμεθα». Ας σταθούμε με σεβασμό, προσευχή και αδελφική αγάπη και κατανόηση στο πλευρό κάθε πονεμένου αδελφού μας και ας παρακαλέσουμε τον Εσταυρωμένο μας Κύριο να μας δώσει Χάρη, φωτισμό και δύναμη να αντιμετωπίσουμε σωστά όποιους πόνους επιτρέψει η αγάπη Του να περάσουμε στην επίγεια ζωή μας, ενώ πορευόμαστε προς τον Oυρανό.

Άγγελος Ασημινάκης

Ευχή στην Κυρία Θεοτόκο

Επάκουσον της οικτράς μου δεήσεως και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου, η μετά Θεόν ελπίς πάντων των περάτων της γης. 
Τον βρασμόν της σαρκός μου κατάσβεσον.
Τον εν τη ψυχή μου αγριώτατον• κλύδωνα κατεύνασον.
Τον πικρόν θυμόν καταπράϋνον.
Τον τύφον και την αλαζονείαν της ματαίας οιήσεως εκ του νοός μου αφάνισον.
Τας νυκτερινάς φαντασίας των πονηρών πνευμάτων και τας μεθημερινάς των ακαθάρων εννοιών προσβολάς εκ της καρδίας μου μείωσον. 
Παίδευσόν μου την γλώσσαν λαλείν τα συμφέροντα.
Δίδαξον τους οφθαλμούς μου βλέπειν ορθώς της αρετής την ευθύτητα.
Τους πόδας μου τρέχειν ανυποσκελίστως ποίησον την μακαρίαν οδόν των του Θεού εντολών.
Τας χείράς μου αγιασθήναι παρασκεύασον, ίνα αξίως αίρω αυτάς προς τον Ύψιστον.
Κάθαρόν μου το στόμα, ίνα μετά παρρησίας επικαλήται Πατέραν, τον φοβερόν Θεόν και πανάγιον.
Άνοιξόν μου τα ώτα, ίνα ακούω αισθητώς και νοητώς τα υπέρ μέλι και κηρίον γλυκύτερα των αγίων Γραφών λόγια, και βιώ κατ αὐτά από Σου κραταιούμενος.
Δια γαρ Σου, πανύμνητε και υπεράγαθε Δέσποινα, περισώζεται πάσα βροτεία φύσις αινούσα και ευλογούσα Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την παναγίαν Τριάδα και ομοούσιον, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. »
Αμήν!

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου καί οἱ εὐεργεσίες της (Οἱ ἄπιστοι ἀντιλογίες καί ἐχθρικά διακείμενοι στόν Υἱόν της)



Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο θέμα χρεωστοῦμε ἤ καλύτερα ὀφείλουμε μέ ἀγάπη, νά διηγούμαστε τά μεγαλεῖα τῆς Θεομήτορος καί Ἀειπαρθένου Μαριάμ. Κατ’ἐξοχήν δέ, τόν μήνα τῆς Παναγίας, τόν Αὔγουστο.
Ἡ γλυκειά μας ἡ Παναγιά, μέ ἄπειρη χαρά καί ὑπακοή προσέφερε τόν ἑαυτό Της στά παντοδύναμα χέρια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. 
Μέ πόθο, λοιπόν, καί λαχτάρα, οἱ Ὀρθόδοξοι ἄς ἐπιδοθοῦμε σέ ὕμνους δοξολογίας πρός τήν Παρθένο Μαρία, σ’ Ἐκείνην πού τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέβηκε νωρίτερα ἀπ’ὅ,τι στούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τήν κατέστησε Κυρία Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, ἔχουσα τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὡς Ἐκκλησία, δηλ. ὡς μιά συντροφιά Ἁγίων πού εἶχαν ὁμοψυχία, κοινή Ὀρθόδοξη πίστη καί κοινό ὀρθόδοξο φρόνημα, δέχτηκαν τό Ἅγιο Πνεῦμα πού κατέβηκε σ’αὐτούς κατά τήν Πεντηκοστή καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο οὐδέποτε ἡμάρτησαν. Ἀναλυτικότερα αὐτό σημαίνει, καθαρίσθησαν ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἔλαβαν τόν ὕψιστον Θεῖον φωτισμόν, δηλαδή τήν κατά Χάριν θέωσιν.Ἔτσι ὄντες κεκαθαρμένοι ἔλαβαν τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν[1], ὥστε στή συνέχεια νά πορευθοῦν καί νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη, μέ ποιόν τρόπο; διδάσκοντας καί βαπτίζοντας στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ἁγνή Παρθένος Μαριάμ δέχτηκε καί αὐτή μέ ὑπακοή καί ταπείνωση τό Πνεῦμα τό Ἅγιον[2] πού κατέβηκε σ’Αὐτήν, ὡς σέ ἐκλεκτόν σκεῦος, κατά τόν Εὐαγγελισμό, ὅπου ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι διά τῆς δυνάμεως τοῦ Παρακλήτου, θά φέρει τόν Πανένδοξο Καρπό, πού τό ἄρωμά του θά διαπερνᾶ γῆ καί οὐρανό καί ἀπό τόν Ὁποῖον θά τρέφονται ὅλοι οἱ πιστοί[3], ἀπό τόν πρῶτον ὡς τόν τελευταῖον. Τοιουτοτρόπως, ἀπαλλάσσεται ἡ Θεοτόκος,ἅμα τῇ συλλήψει τοῦ Υἱοῦ της, ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα[4], ἀλλά γίνεται ταυτοχρόνως καί ἡ μεσίτρια μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
Ἀναδεικνύονται ἔτσι καί οἱ πιστοί διά τῆς ἀκτίστου Χάριτος, μέσῳ τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων μας Ἀποστόλων, Ἅγιοι, ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φῶς τοῦ κόσμου, ἅλας τῆς γῆς, ἀποκτῶντες τήν ἴδια ἄκτιστη ἐνέργεια μέ Ἐκείνου, τοῦ Παρακλήτου. Μεταμορφώνονται σέ Ἄνθη μυρίπνοα τοῦ Παραδείσου καί κληρονόμους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὀφείλουμε λοιπόν ἀδελφοί μου, καί τώρα καί πάντοτε, νά ἀποφεύγουμε ὅλους τούς ἐχθρούς τοῦ Υἱοῦ τῆς Θεοτόκου καί τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Παραδόσεώς μας, ὡς ἀπό κατάρα, πού «φάσκοντες εἶναι σοφοὶ, ἐμωράνθησαν, καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου...» (Ρωμ., α΄, 22-23). Οἱ τοιοῦτοι, ἐξαιτίας τοῦ τύφου τῆς ὑπερηφανείας, ἀπέβαλαν ἀπό τό Θεάνθρωπο Ἰησοῦ ὅλη τή δόξα καί τήν ἔθεσαν πάνω στούς ὤμους ἐχθίστων θνητῶν ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ἀνύψωσαν σέ νέους ἀλάθητους «μεσσίες» (βλ. Πάπα Ρώμης) διά τοῦ ὁποίου ἀκυρώνεται ἡ μοναδικότητα τοῦ μοναδικοῦ ἀλαθήτου Μεσσία, τοῦ Ἰησοῦ.
Στή συνέχεια κάποιοι ἀπό αὐτούς, Λούθηρος, Καλβίνος καί ἄλλοι, ἀπό ἀντίδραση στόν Παπισμό θεοποίησαν τή φύση, τή λογική, τήν ἐπιστήμη καί μέ συμβουλή τοῦ Ἑωσφόρου ἀρνοῦνται τήν Παναγία ὡς Θεοτόκο καί Ἀειπάρθενο.
Αὐτά τά φοβερά καί βλάσφημα δέν εἶναι ὁ τελευταῖος σταθμός στόν κατήφορο καί στήν καταστροφή τῆς χωρίς Χριστό ἀνθρωπότητος. Ἡ σχετικοποίηση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα καί σέ ἄλλες συνέπειες. Ὅπως στήν ἀποδοχή τῆς ξεδιάντροπης θεωρίας ὅτι ἡ βιολογική ζωή εἶναι ἡ μόνη ἀποδεκτή ἀλήθεια, στήν ἀναίσχυντη ἀναγνώριση τοῦ πιθήκου ὡς προπάτορα τοῦ ἀνθρώπου,στό πεῖσμα καί τήν κακία τῶν ἡμερῶν μας ἐναντίον τῆς Κυριακῆς ἀργίας καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Μισοῦν ἐπίσης θανάσιμα τήν Ὀρθόδοξη Λειτουργία τῆς Κυριακῆς γιατί δέν ἀντέχουν νά ἀκοῦν τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι». Φλέγονται τά σπλάγχνα ὅλων αὐτῶν τῶν πολεμοχαρῶν ἀνθρωπάκων στίς ἐκφωνήσεις: «ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν, ἐν εἰρήνη προέλθωμεν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». 
Ἀρνοῦνται πεισματικά τή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού λέει: 
«Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μυστήριο εἰρήνης» καί τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, πού βοᾶ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἄσυλος[5], εἰρήνης ἀνάκτορον» καί ἄς λένε ὅτι δῆθεν κόπτονται γιά τήν εἰρήνη, τήν δικαιοσύνη καί τήν ἐλευθερία. Ἡ γήϊνή τους ἀτμόσφαιρα ἀποπνέει ὀσμή ἐγκλημάτων, αἵματος, βιασμῶν καί βορβορωδῶν σαρκικῶν μίξεων. 
Ὄντως, αὐτή ἡ πλανεμένη γενιά εἶναι ἡ περισσότερο πλανεμένη στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἄραγε, θά μπορέσει ποτέ νά ἐπιστρέψει στήν Ἀλήθεια, στόν Χριστό; Μακάρι, τό εὐχόμαστε.
Ἐκτός τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ, τοῦ Υἱοῦ τῆς Θεοτόκου Μαριάμ, δέν ὑπάρχει λύση στήν τραγωδία τῆς ἐπίγειας ἱστορίας. Ὅταν, λοιπόν, ἀκοῦμε ὅλους αὐτούς τούς Νεοεποχῖτες ἐχθρούς τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Υἱοῦ της νά ὁμιλοῦν γιά «ἕνωση ἐκκλησιῶν», «ἕνωση θρησκειῶν», «παγκόσμια εἰρήνη», «ἐκκλησία μέ δύο πνεύμονες ἤ δύο κλάδους»[6], ὅλα αὐτά σηματοδοτοῦν τή διαστροφή τῆς πραγματικῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος ἐν ἀγάπῃ καί δικαιοσύνῃ καί ἀληθείᾳ, πού ὁ Ἰησοῦς σφράγισε μέ τή θυσία Του στό Γολγοθᾶ, τήν Ἀνάστασή Του, τήν Ἀνάληψη καί τήν Ἁγία Πεντηκοστή. Εἶναι ἡ ἀπιστία τῆς Νέας Ἐποχῆς στή δύναμη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τῶν ἀνθρωπίνων συστημάτων. Τέλος εἶναι βλασφημία στό Ἅγιο Πνεῦμα, ράπισμα στό Θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ὕβρις στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί Ἐκκλησία καί συνειδητή χειραγώγηση τῶν ἀνθρώπων νά ὑποδεχθοῦν τόν Ἀντίχριστο.
Βεβαίως, ἐκτός ὅλων ἐκείνων, πού τά ὀνόματά τους ἔχουν γραφεῖ στό Βιβλίο τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου ἀπό καταβολῆς κόσμου[7].
Στ’ἀλήθεια, αὐτοί οἱ νάνοι δέν δίδουν σημασία στήν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Ἀντίθετα, τρέχουν νά βολευθοῦν σέ στοές καί λέσχες, οὕτως ὥστε, ὅταν ἔλθει ὁ ὑπεραιρόμενος, τό βδέλυγμα, νά κατέχουν τήν καλύτερη δυνατή θέση στήν κοινωνία τους μέ τόν ἀρχηγό τους, τόν παγκόσμιο δικτάτορα. Ἀλλά, γιά τοῦτο ἀκριβῶς, πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεός ἐνέργεια πλάνης εἰς τό πιστεῦσαι αὐτούς τῷ ψεύδει, ἵνα κριθῶσι πάντες οἱ μή πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ ἀλλ’εὐδοκήσαντες ἐν τῇ ἀδικία.
Ἐν τούτοις, ἀδελφοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ζεῖ Κύριος ὁ Θεός. Τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ οὐδείς δύναται νά ὑπερισχύσει, τήν Ὀρθοδοξία οὐδείς δύναται νά καταλύσει. 
Ἄς εὐχαριστήσουμε πάλιν καί πολλάκις τή γλυκειά μας τήν Παναγιά καί ἄς ὑμνήσουμε την Ἁγία της Κοίμηση μέ δάκρυα μετανοίας καί κατανύξεως, ψάλλοντας: 

«Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, 
ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε· 
μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, 
καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, 
ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν» 
(Ἀπολυτίκιο Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου) 

καί λέγοντες σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις καί Ἀγγέλοις:

«Ὦ Παρθένε θεία καὶ τώρα οὐράνια, πῶς νὰ περιγράψω ὅλα τὰ προσόντα σου; 
Πῶς νὰ σὲ δοξάσω, τὸν θησαυρὸ τῆς δόξας; 
Καὶ ἡ μνήμη σου μόνο ἁγιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν χρησιμοποιεῖ· πρὸς ἐσένα καὶ μόνη ἡ κλίσις καθιστᾷ τὸν νοῦ καθαρώτερο, ἀναλαμβάνοντὰς τον ἀμέσως πρὸς θεῖο ὕψος·…
Μετάδωσε λοιπὸν πλούσια στὸ λαό σου, σ’αὐτὸν τὸν κλῆρο σου, τὸ ἔλεὸς σου καὶ τὰ χαρίσματὰ σου, ὦ Δέσποινα. Δῶσε λύση τῶν δεινῶν ποὺ μᾶς κατέχουν. 
Βλέπεις ἀπὸ πόσα καὶ ποιὰ δεινὰ κατατρυχόμαστε, καὶ δικὰ μας καὶ ξένα, καὶ τὰ ἐξωτερικὰ καὶ τὰ ἐσωτερικά. 
Μετάτρεψὲ τα μὲ τὴν δύναμή σου ὅλα πρὸς τὸ καλύτερο, τοὺς μὲν εὑρισκομένους μέσα καὶ ὁμοφύλους ἐξημερώνοντας πρὸς ἀλλήλους, τοὺς δὲ ἐπιτιθεμένους ἀπ’ἔξω σὰν ἄγρια θηρία ἀποκρούοντας. 
Φέρε τὴν βοήθεια καὶ θεραπεία σου ὡς ἀντίμετρο στὰ πάθη μας, κατανέμοντας καὶ στὶς ψυχὲς καὶ στὰ σώματα πλούσια τὴ χάρι, καὶ πρὸς ὅλα διαρκῇ. 
Καὶ ἄν δὲν τὴν χωροῦμε, κάνε μας χωρητικοτέρους, καὶ κανόνισε τὸ μέτρο κατὰ τέτοιον τρόπο, ὥστε, σωζόμενοι καὶ δυναμούμενοι ἀπὸ τὴ χάρι σου, νὰ δοξάζουμε τὸν προαιώνιο Λόγο ποὺ σαρκώθηκε ἀπὸ σένα γιὰ μᾶς μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες. Γένοιτο.» 

(Παλαμικόν Ταμεῖον,σελ.436,437 - Ὁμιλία ΛΖ΄
Εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου…,
ΕΠΕ 10,438-462.PG 151,461A-473C).

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ


[1]«...καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι.»(Πράξ.,β’,4)
2«Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ.» (Λουκ., α΄, 35)
[3]«ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς.» (Ἰωάν., στ΄,48)
[4]«Ἦταν λοιπὸν ἀναγκαῖο νὰ γίνῃ ἕνας ἄνθρωπος ἀναμάρτητος καὶ νὰ ζήσῃ ἀναμάρτητα, ὥστε ἔτσι νὰ βοηθήση τόν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε μὲ τὴν θέλησί του.» (Παλαμικόν Ταμεῖον, σελ.1774 - Διάλεξις πρὸς τοὺς ἀθέους Χιόνας, ΕΠΕ7, 216-220. Ε.Χ.4, 156-160)
[5]ἄσυλος = ἀπαραβίαστος
[6]«Ἡπαλύνθησαν οἱ λόγοι αὐτῶν ὑπὲρ ἔλαιον καὶ αὐτοί εἰσι βολίδες» (Ψαλμ.νδ΄,22)
[7]«καὶ εἶδον τοὺς νεκρούς, τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου, καὶ βιβλία ἠνοίχθησαν· καὶ ἄλλο βιβλίον ἠνοίχθη, ὅ ἐστι τῆς ζωῆς· καὶ ἐκρίθησαν οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. ...καὶ εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος, ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός.»(Ἀποκ.,κ΄,12-15)

Θα συγκεντρώνετε το νου σας στην καρδιά, τους λέει, εκεί που φυλάτε την αγάπη σας για το Θεό …



Θα συγκεντρώνετε το νου σας στην καρδιά, τους λέει, εκεί που φυλάτε την αγάπη σας για το Θεό, στην πιο βαθιά γωνίτσα της, και δε θα τον αφήνετε να σκορ­πά κατά δω και κατά κει, στα πράματα του κόσμου, κι εντέλει να παρασέρνεται από τα πράματα του κόσμου. Όταν το καταφέρετε αυτό, ο νους σας θα φέρει και τη θέληση σας στη γωνίτσα που φυλάτε την αγάπη σας για το Θεό. Και τότε δε θα θέλετε τίποτε άλλο. Γιατί η θέληση σας κι η αγάπη σας για το Θεό θα ενωθούν, θα γίνουν ένα. Και καμιά χαρά, από αυτές που μας δίνουν τα πράγματα του κόσμου δε θα σας ενδιαφέρει πια. Κανένα από τα πράγματα του κόσμου δε θα σας δίνει χαρά. Μόνο η αγάπη σας για το Θεό. Κι έτσι ο νους σας μόνο στο Θεό θα κατευθύνεται. Γιατί μόνο αυτή η κίνηση θα γεμίζει την καρδιά σας με χαρά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Όταν ο νους αναχωρήσει από τα πράγματα του κόσμου, που μας περιτριγυρίζουν, και υψωθεί πάνω από τα καθημερινά, που τον απασχολούν, σκύψει κατόπι μέσα στον κόσμο της καρδιάς, τότε θα δει, σαν μέσα σε καθρέφτη, όλη την ασκήμια της ψυχής, εξαι­τίας της περιπλάνησης της στον κόσμο της αμαρτίας, και θα κλάψει. Θα κλάψει για τούτη την ασκήμια. Μα ακριβώς αυτά τα δάκρυα θα λούσουν την ψυχή και θα την καθαρίσουν. Λουσμένη και πεντακάθαρη η ψυχή δε θ’ ασχολείται πια με τα πράγματα του κόσμου. Τα πράγματα του κόσμου δε θα την αγγίζουν, κι ο νους μπορεί να μπει μες στο ναό της και να προσεύχεται στον Πατέρα μυστικά. Ο Θεός που τον ακούει, του αντιγυρίζει ως δώρο την ειρήνη, δώρο πολύτιμο, γιατί τη διώχνουνε συνήθως οι πονηροί λογισμοί. Αυτή η ειρήνη αποτελεί την προϋπόθεση για τις θεολογικότερες αρετές, που θα κατακλύσουν στη συνέχεια την ψυχή. Κι αυτές είναι η πίστη, είναι η ελπίδα, είναι η αγάπη. Τέλος ο νους, με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, που θα γεμίσει και αυτό την ψυχή μένα τρόπο άρρητο, όπου η συμμετοχή του μονάχου παύει πια να είναι αναγνωρίσιμη, ανέρχεται προς το Θεό κι ακούει άρρητα ρήματα, βλέπει τα αθέατα και κατέχε­ται από θαυμασμό, ο οποίος αποκτά απίστευτη διάρ­κεια. Ο άνθρωπος γίνεται τότε άγγελος του Θεού στη γη. Εντός του ανακαλύπτει άλλον ουρανό και άλλον ήλιο. Ανακαλύπτει τη νοητή σιγή».

απόσπασμα από το βιβλίο της ΖΩΗΣ ΚΑΝΑΒΑ
Με την προσευχή και το κοντύλι
Γρηγόριος ο Παλαμάς : Μυθιστορηματική βιογραφία
Εκδόσεις: ΑΣΤΗΡ

www.diakonima.gr

Στα βάθη της ψυχής



Πέντε είναι οι πραγματικοί εχθροί του πιστού ανθρώπου. 
Είναι ο ίδιος του ο κακός εαυτός, η αμαρτία, το σύστημα του κόσμου αυτού, ο διάβολος, και ο θάνατος που καταργείται τελευταίος. Μεγαλύτερος από όλους αυτούς, είναι ο ίδιος ο εαυτός του ανθρώπου, καθώς μόνο από εμάς τους ίδιους εξαρτούνται πολλά πράγματα. Και ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις εχθροί θέτουν τα εμπόδια και τις δυσκολίες, από μας τους ίδιους εξαρτάται αν θα τελειώσουμε τον δρόμο. Ο Θεός από το μέρος του έχει κάνει τα πάντα (κάνει τα πάντα), ώστε να σωθεί ο κάθε άνθρωπος. Δεν θα σωθούν όμως όλοι, επειδή δεν θέλουν όλοι να σωθούν (όσο παράξενο και αν ηχεί αυτό στα αφτιά μας). Παρακάτω, ακολουθεί απόσπασμα από έναν μεγάλο άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, από τον διδάσκαλο της νοερής προσευχής και εκπρόσωπο του Ησυχασμού, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, σχετικά με το ότι δεν πρέπει να φοβηθούμε να σκύψουμε και να καταβυθιστούμε στα βάθη της ψυχής μας, και να δούμε τον πραγματικό μας εαυτό χωρίς μάσκες και καλλωπίσματα, όχι όπως θα θέλαμε να ήταν, αλλάόπως πραγματικά είναι με τα πάθη του, τις ατέλειές του, και τις πνευματικές ακαθαρσίες του. Σκοπός, δεν είναι η απογοήτευσή μας, αλλά η αυτογνωσία, που σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος την αναφέρει ως την μεγαλύτερη των επιστημών. Σκοπός είναι η βίωση του μακάριου και σωτήριου πένθους, του πένθους αυτού που δεν έχει καμία σχέση με το πένθος του κόσμου αυτού, διότι εκείνο είναι αρχή και πρόξενος της αληθινής μακαριότητας και όχι της απόγνωσης. Λόγια «παράξενα», που πολλές φορές έρχονται σε αντίθεση με τον σκοτισμένο «νου του Αδάμ» που κληρονομήσαμε. Όμως, βασίζονται στην εμπειρία και το βίωμα των αγίων, που χαριτώθηκαν από το Άγιο Πνεύμα, και στην διδασκαλία του Χριστού. Εκεί λοιπόν, στα βάθη της ψυχής μας, μας συνοδεύει το Πνεύμα του Θεού, προκειμένου να μας παρέχει τον Θείο φωτισμό του.

«Τι είναι λοιπόν εκείνο το ανωφελές και απαρηγόρητο και ατελείωτο πένθος; Διότι σε όσους αμάρτησαν στον Θεό κινείται πένθος από την επίγνωση των πταισμάτων. Αφού λοιπόν ελεγχθούν εκεί και αναιρεθεί η καλή ελπίς και έλθει η απογοήτευσις για τη σωτηρία , τότε ο ακούσιος έλεγχος της συνειδήσεως πολλαπλασιάζει στον καθένα την επικείμενη οδύνη με το πένθος· κι’ αυτό το πένθος γίνεται πάλι και πάντοτε αφορμή άλλου πένθους, διότι δεν θα παύσει ποτέ πλέον, και άλλο σκότος δεινό και καύσων αψυχαγώγητος και βυθός αθυμίας ανυπόφορος. Εδώ λοιπόν το πένθος αυτό είναι ωφελιμότατο. Διότι, όντας ο Θεός εύσπλαχνος, επακούει, ο οποίος κατέβηκε έως εμάς για να μας επισκεφτεί και σε εκείνους που πενθούν μ’ αυτόν τον τρόπο επαγγέλθηκε παρηγορία, που είναι αυτός ο ίδιος, αφού λέγεται και είναι Παράκλητος. Είδες και το πένθος που γεννάται από την ταπεινωμένη ψυχή και την επιγινόμενη παράκληση;

Αλλά και η αυτομεμψία μόνη καθ’ εαυτή, εγκαθιστάμενη μόνιμα στο λογιστικό της ψυχής σαν ένα νοητό βάρος, συνθλίβει και πιέζει και εκθλίβει τον οίνο τον σωτήριο που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου, δηλαδή τον εσωτερικό μας άνθρωπο. Και τέτοιος οίνος είναι κατάνυξις. Διότι αυτή μαζί με το πένθος εκθλίβει και τα πάθη και γεμίζει την ψυχή με μακαριστή χαρά, αφού την απαλλάξει από το δεινό βάρος τους. Γι’ αυτό «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Από την ακτημοσύνη όμως, δηλαδή από την πτωχεία στην περιουσία και στα γύρω μας υπάρχοντα συνδεδεμένη όμως με την πτωχεία του πνεύματος, όπως είπαμε (διότι όλα αυτά τελούμενα το ένα μαζί με το άλλο είναι τέλεια και ευάρεστα στον Θεό)· από την τέτοια λοιπόν πτωχεία, πως προκαλείται σ’ εμάς το πένθος και η παράκλησις που υπάρχει μέσα σε αυτό, θα το μάθεις ακούγοντας με σύνεση.

Διότι, όταν ο άνθρωπος, αφού εγκαταλείψει τα πάντα, απαρνηθεί τόσο τα χρήματα και τα κτήματα, ρίπτοντας αυτά ή σκορπίζοντάς τα σύμφωνα με την εντολή, και αφού απομακρύνει την ψυχή από τη μέριμνα γι’ αυτά, ποθεί να επιστρέψει προς την φροντίδα αυτής, όντας αυτή ελεύθερη από τα αίτια που την περισπούν πραγματικά απ’ έξω.

Όταν λοιπόν ο νους απομακρυνθεί από κάθε αισθητό και ανασηκωθεί από τον κατακλυσμό της σχετικής με αυτά τύρβης και κατοπτεύσει τον εσωτερικό άνθρωπο,πρώτα βλέπει το απαίσιο προσωπείο που του διαμορφώθηκε από την κάτω περιπλάνηση και σπεύδει να το ξεπλύνει με το πένθος· έπειτα, όταν αφαιρέσει το δύσμορφο αυτό κάλυμμα, τότε, αφού η ψυχή δεν διασπάται αγεννώς από την ποικιλία των σχέσεών της, προχωρεί ατάραχα μέσα στα αληθινά ταμεία και προσεύχεται στον Πατέρα «εν τω κρυπτώ». Αυτός στην αρχή του χορηγεί και το χωρητικό δώρο των χαρισμάτων, την ειρήνη των λογισμών, με την οποία τελειοποιεί την ταπείνωση που είναι γεννητική και συνεκτική κάθε αρετής· όχι την ταπείνωση που διαμορφώνεται με ευχέρεια από τον βουλόμενο με κατορθωτά λόγια και σχήματα, αλλά εκείνη που επιβεβαιώνεται από το αγαθό κι θείο Πνεύμα, την οποία κτίζει το ίδιο το Πνεύμα εγκαινιζόμενο στα έγκατα.

Μέσα λοιπόν σ’ αυτές τις αρετές, σαν ασφαλές περιτείχισμα του νοητού παραδείσου, φυτρώνουν τα παντός είδους δέντρα της αληθινής αρετής· στη μέση αυτών αναγείρονται τα ιερά βασίλεια της αγάπης, και στα πρόθυρα αυτών ανθεί το προοίμιο του μέλλοντος αιώνος, η ανέκφραστη δηλαδή και αναφαίρετη χαρά».

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

(ΕΠΕ 8, «Προς μοναχή Ξένη, περί παθών και αρετής», σελ. 409- 413)
ΠΗΓΗ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ

http://fdathanasiou.wordpress.com