.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Μάξιμος Ομολογητής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Μάξιμος Ομολογητής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιατί ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής, έκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με τον Πατριάρχη Κωσταντινουπόλεως; Αν και απλός μοναχός για 25 τουλάχιστον χρόνια ήταν ο κύριος εκφραστής της ορθόδοξης πίστης. Το σχόλιο μας.

Αγαπημένο μου
πριν φύγουμε για διακοπές και σύ και γω...
-που λέει ο λόγος, "διακοπές", διότι… δεν το βλέπω να πάω πουθενά
- "εντός και επί τα αυτά", με βλέπω τη γραία- που να τρέχω τώραααα-
λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν Γιώργο μου - σου παραθέτω κάποια βιογραφικά και λίγους στίχους από το βίο του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή.

Είναι η Ομολογία του, στους αιρετικούς που τον δίωκαν με δαιμονικό μίσος και του έκοψαν και τη γλώσσα, παρακαλώ, μάλιστα μάλιστα! και το δεξί του αγιασμένο χεράκι
ώστε να μη μπορεί να γράφει τους Θεολογικούς, Ορθοδοξότατους και σοφότατους λόγους.

Τον καταδίωξαν με απίστευτο φθόνο και κακία απερινόητη, πλην,αυτούς δεν τους θυμάται πια κανείς, ενώ τον αγιώτατο Μάξιμο, γεραίρει και τιμά ο Κύριος Ιησούς Χριστός -"η Χώρα των Ζώντων".

Ο όσιος Μάξιμος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από αριστοκρατική οικογένεια το 580 μ.Χ.
Υπήρξε σοφότατος και πεπαιδευμένος και διετέλεσε και σύμβουλος του Βασιλέως μέχρι που εγκατέλειψε τα εγκόσμια επιλέγοντας τον μοναχικό-αγγελικό βίο.

Διαβάζουμε:

"Μεταβάς εις Ρώμην ανεμίχθη εις την υπό τον Πάπα Ρώμης Μαρτίνον Α΄ (649-655) συγκληθείσαν σύνοδον του Λατερανού (649), η οποία αποφαστικώς κατεδίκασε τον Μονοθελητισμόν, ως αίρεσιναρνουμένην την ύπαρξιν της ανθρωπίνης εν Χριστώ θελήσεως και ανεθεμάτισε τον Κώσταντος "Τύπον".

Ο αυτοκράτωρ αντέδρασε δυναμικώς εξορίσας τον Μαρτίνον εις Χερσώνα, όπου και το 655απεβίωσεν.

Ο δε Μάξιμος κατεδικάσθη παρά της συγκλήτου και εστάλη εξορίαν εις Βιζύην της Θράκης.

Εν έτος αργότερον κατεδικάσθη εκ νέου διότι δεν επείσθη εις τας του Πατριάρχου Κων/Πολεως Πέτρου (654-666) και της αυλής απαιτήσεις, να δεχτεί συμβιβαστικήν τινα λύσιν, υποστηρίζουσαν διθελητισμόν και μονοθελητισμόν εν Χριστώ.

Όθεν (ο Άγιος Μάξιμος) ανεθεματίσθη μετά των δύο μαθητών αυτού Αναστασίων και εις Λαζίαν εξορίσθη του Ευξείνου Πόντου.

Απέκοψαν δε οι αιρετικοί χριστιανοί την γλώσσαν και την δεξιάν αυτού(του Μαξίμου) χείραν.
Ως δε ο ιερός Νικόδημος αναφέρει, η μελίρρυτος αυτού γλώσσα θαυματουργικώς αποκατεστάθη υγιής και ωμίλει καθαρώς έως του θανάτου αυτού, εις το εν Αλανία Κάστρον Χίμαρις, κατά το 662 μ.Χ έτος".

Στον καιρό του Αγίου Μαξίμου ΟΛΑ τα Πατριαρχεία είχαν πέσει στην αίρεση του Μονοθελητισμού.

Ορθοτομούσε το λόγο της Αληθείας μόνο ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, με μια χούφτα πιστά πνευματικά του τέκνα- μαθητές του.

Επειδή ήταν και μορφωμένος κατά κόσμον, αγαπημένο μου, και επειδή είχε και την Χάρη, του αγιωτάτου βίου, οι αιρετικοί χριστιανοί, είχαν φρυάξει, που δεν τους ακολουθούσε στην αίρεση.

Τους έλεγχε, το μεγάλο του πνευματικό κύρος, γι αυτό και τον εξόρισαν και τον μαστίγωσαν
(οι λέξεις είναι πολύ φτωχές, δεν αποδίδουν την οδύνη του αδαμάντινου Μάξιμου) και τον ακρωτηρίασαν- από δαιμονικό μίσος, υποκινούμενοι- οι εν Χριστώ "αδελφοί" του.

Πλην, ο Αγιώτατος Μάξιμος (με ωμεγα το -ωτατος, παρακαλώ, δεν αντέχω να το γράψω με ο μικρόν διοτι ήταν ωωωωμέγας ο Μάξιμος) άντεξε- νικηφόρα.

Όμως… όπως σχολιάζει ένας... πανεπιστήμων φίλος- που δεν είναι και του κατηχητικού:

"Το κατεστημένο του ιερατείου, ουδέποτε συγχώρησε στον Μάξιμο το ότι έλεγξε τους… προισταμένους του- (κοτζαμάν Πατριάρχες) και ένεκεν τούτου, στο διάβα των αιώνων, ελάχιστες εκκλησίες κτίστηκαν προς τιμήν του Μαξίμου."

Αν και απλός μοναχός για εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια ήταν ο κύριος εκφραστής της ορθόδοξης πίστης.

O μεγάλος αυτός άγιος της Εκκλησίας φέρει τον τίτλο του Ομολογητή γιατί όταν ομολογούσε τις δύο θελήσεις του Χριστού ΔΕΝ υπήρχε κανείς επί της γής για να "εκφράσει την πίστη του, ομού μετ’ αυτού" και έτσι αναγκάστηκε να ομολογήσει με τους πεθαμένους, τους νεκρούς, τους όντως ζώντες εν Χριστώ αγίους της Εκκλησίας 
Τον καιρό της αντίστασης, στη φυλακή και στην εξορία, "η τύχη της Χριστολογίας εξαρτήθηκε από την άκαμπτη σταθερότητα ενός ανθρώπου μονάχα".

(H. U. VON BALTAHASAR, op. C. σ. 32) 
Από την Εισαγωγή του π. Δ. Στανιλοάε στη ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ)

(Διαβάζοντας τα ανωτέρω κατανοούμε ίσως -κάπως- το "γιατί" οι άνθρωποι του Σκότους, θα αγωνιστούν σήμερα-πιο άγρια από όποια περασμένη εποχή- να εξαφανίσουν από προσώπου γης, με παν μέσον, τους Ορθόδοξους που ακολουθούν το παράδειγμα του Αγίου Μαξίμου.

Δίδονται εντολές "άνωθεν" για πλήρη εξόντωση και συκοφαντία, όποιου δεν πάει με το ρεύμα της αίρεσης.
Δεν είναι συνωμοσιολογία.

Το βλέπουμε, να συμβαίνει.
Τρέμουν.
Φοβούνται μήπως μείνει -έστω και ένας- Ορθόδοξος.
Έστω και ένας αληθινός Ορθόδοξος, μεγάλη φλόγα Ορθόδοξης Πίστης, μπορεί, πάλι, στην Οικουμένη ν' ανάψει.

Όμως, το Πνεύμα το Άγιο,
πάντα θα βρίσκει μια απλή και καθαρή ανθρώπινη καρδιά
που θα Του προσφέρει Ανάπαυση.

Η αήττητος δύναμη του Τιμίου Σταυρού,
θα σχίζει πάντα το καταπέτασμα της Ιστορίας, στα δύο.

Και πάντα κάποιοι,
-όπως γράφει κι ο Διονύσιος Σολωμός των Ελεύθερων Πολιορκημένων-
είν' έτοιμοι "
στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους Αδελφούς, εδώθε με το χάρο")

Στη συνέχεια, θα παραθέσω το κείμενο όπως καταγράφεται στην Πατρολογία του Migne, επειδή πιστεύω, ότι η αληθινή και όχι η υποκριτική τιμή του Μάρτυρος και Ομολογητού, είναι η Μίμηση του Μάρτυρος.

Ας έχει η τίμια ψυχή σου, τις πρεσβείες του.

Ρώτησαν, λοιπόν. οι Διώκτες, ιερείς και απεσταλμένοι του Πατριάρχη Κωσταντινουπόλεως, τον Αγιώτατο Μάξιμο:

-Ου κοινωνείς τω θρόνω Κωνσταντινουπόλεως;

(Δεν έχεις εκκλησιαστική κοινωνία -και σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως;)

Και είπεν:
-Ου κοινωνώ (όχι, δεν έχω εκκλησιαστική κοινωνία και σχέση)
καληώρα όπως οι διωκόμενοι Εσφιγμενίτες, έκοψαν την κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, από το 1965, μέχρι σήμερα, για λόγους Πίστεως και Ορθοδοξίας, δε θέλω να σε κουράσω με περισσότερα, δεν είναι αυτό το θέμα μου, σήμερα.

-Δια ποίαν, ου κοινωνείς, αιτίαν; είπον.
Απεκρίθη, (ο άγιος Μάξιμος ) ότι τας Αγίας Τέσσερας Συνόδους εξέβαλον δια των εν Αλεξανδρεία γενομένων εννέα κεφαλαίων.
Και δια της εν ταύτη τη πόλει γενομένης παρά Σεργίου Έκθέσεως, και δια τούτο προσεχώς επί της έκτης Ινδικτιώνος εκτεθέντος Τύπου.

Και ότι όπερ εδογμάτισαν δια της Εκθέσεως, δια του Τύπου ηκύρωσαν.
Και καθείλον εαυτούς πολλάκις (και αυτοκαθαιρέθηκαν πολλές φορές)
Οι τοίνυν υφ'εαυτών κατακριθέντες (αυτοί λοιπόν, που καθαιρέθηκαν μόνοι τους εξ αιτίας της αιρετικής ομολογίας τους) και υπό των Ρωμαίων (και επίσης καθαιρέθηκαν και από την Εκκλησία της Ρώμης), και οι μετά ταύτα επί της ογδόης Ινδικτιώνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν επιτελέσουσιν μυσταγωγίαν, ή ποίον Πνεύμα, τοις παρά των τοιούτων επιτελουμένοις επιφοιτά;
(ποια μυσταγωγία, λοιπόν, θα επιτελέσουν αυτοί που έπεσαν στην αίρεση ή ποιο Άγιο Πνεύμα επιφοιτά σε αυτούς που ιεροπρακτούν με αυτόν τον τρόπο;)

Και λέγουσιν αυτώ:
(μια ερώτηση που και σήμερα την κάνουν με οργή και χλευασμό οι μοντερνιστές χριστιανοί, αιρετικοί ή αιρετίζοντες, προς τους Ορθόδοξους:)

-Συ μόνος σώζη, και πάντες απόλλυνται;
(Εσύ μόνος θα σωθείς και όλοι οι άλλοι θα χαθούν;)Και είπεν(στους Διώκτες του, ο Άγιος Μάξιμος):
-Ουδένα κατέκρινον οι τρείς Παίδες, μη προσκυνήσαντες τη εικόνι πάντων ανθρώπων προσκυνούντων (ενώ την προσκυνούσαν πάντες οι άνθρωποι).
Ου γαρ εσκόπουν (διότι δεν πρόσεχαν) τα των άλλων, (τι έκαναν οι άλλοι) αλλ' εσκόπουν (φρόντιζαν) όπως αν αυτοί μη εκπέσωσι της αληθούς ευσεβείας (πώς αυτοί οι ίδιοι- οι Τρείς Παίδες, δηλαδή- δεν θα ξεπέσουν από την αληθινή ευσέβεια).

Ούτω (έτσι) και Δανιήλ βληθείς εις τον λάκκον των λεόντων, ου κατέκρινεν τινά (δεν κατέκρινε κάποιον) των μη προσευξαμένων τω Θεώ (από αυτούς που δεν προσευχήθηκαν στο Θεό) -κατά το θέσπισμα Δαρείου - (σύμφωνα με την διαταγή του Δαρείου)
αλλά το ίδιον εσκόπησε (αλλά κοίταγε τι θα πράξει ο ίδιος, πώς δηλαδή, ο ίδιος, δεν θα παραβεί το Θέλημα του Θεού)

Και είλετο (προτίμησε) αποθανείν (να πεθάνει) και μη παραπεσείν τω Θεώ (παρά να αμαρτήσει ενώπιον του Θεού) και, υπό της ιδίας μαστιγωθήναι συνειδήσεως (και να μαστιγώνεται από τη δική του συνείδηση) επί τη παραβάσει (εξ αιτίας της παράβασης) των φύσει νομίμων.

Καμέ ουν (και μένα, λοιπόν) μη δω ο Θεός(να μην επιτρέψει ο Θεός) κατακρίναι τινά, (να κατακρίνω οποιονδήποτε) ή ειπείν(ή να πω) ότι εγώ μόνος σώζομαι.

Αιρούμαι δε αποθανείν (προτιμώ δε να πεθάνω) ή θρόησιν έχειν περί το συνειδός (παρά να έχω ταραχή στη συνείδηση ) ότι περί την εις Θεόν πίστιν παρεσφάλην, καθ' οιονδήποτε τρόπο (ότι έσφαλα γύρω από την πίστη -την προς τον Θεό- κατά οποιονδήποτε τρόπο)

.....Το Πνεύμα το Άγιον δια του Αποστόλου, και αγγέλους αναθεματίζει, παρά το κήρυγμα τι νομοθετούντας (εφόσον νομοθετούν αντίθετα με το κήρυγμα των Αποστόλων).

(PG Μigne 90,120,121)


Κάθε φορά που διαβάζω αυτή την Ομολογία, οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου δεν περιγράφονται.

Τι σχέση έχουμε σήμερα εμείς, οι χριστιανοί του γλυκού νερού, με αυτούς τους Πνευματικούς Γίγαντες;

Δεν περιμένω να μου απαντήσεις. Ούτε και θέλω.

Καλό ξημέρωμα, λατρεμένο μου

Σαλογραία



Και μία ακόμη πραγματικά χαριτωμένη ανάρτηση από το ίδιο ιστολόγιο:

Εσύ, περιστεράκι μου,

που πρωτομπαίνεις σε αυτό το μπλογκάκι
και ενδιαφέρεσαι για την ψυχική σου σωτηρία και έχεις φρικάρει με τα εκκλησιολογικά ξεσαλώματα 

του Πατριάρχη Βαρθολομαίου
μπορείς διαβάσεις τα σχετικά με τη Διακοπή Μνημοσύνου...
(το δίνουν το δικαίωμα 
οι ιεροί κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας)
...πατώντας
πρώτον ΕΔΩ
και μετά...ΕΔΩ.

-Οι καιροί ου μενετοί!

-Για τήρα, οι αλλόθρησκοι 
τι λύσσα κακιά εξαπολύουν 
εναντίον ημών, των ονομαζομένων Χριστιανών,
πάρε, και κατάλαβε πόσο κοντά επικρέμαται, 
ως Σουλεϊμάν σπάθη, εκάστου η τελευτή...

-Και τι λόγο, μανδάμ, θα δώσουμε στο Χριστούλη
αν ξαφνικά, μας καλέσει σε Απολογία;
Με τι μούτρα θα Τον αντικρίσουμε; 

-Έλα μου ντε! 
Ούτε που θέλω να το σκέφτομαι!
-Γι αυτό σε προειδοποιώ ποστάροντας τα ανωτέρω,
και αμαρτίαν ούκ έχω!

Ειλικρινής φιλος είναι εκείνος που, στην ώρα του πειρασμού, συμμερίζεται τις θλίψεις



Ειλικρινής φιλος είναι εκείνος που, στην ώρα του πειρασμού, συμμερίζεται τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές που φέρνει η κάθε περίσταση στον πλησίον, σαν να είναι δικές του, με τρόπο αθόρυβο καί ειρηνικό.

«Φίλος πιστός, σκέψη κραταιά» (Σοφ. Σειρ. 6.14), επειδή και στην ευημερία του φίλου είναι σύμβουλος αγαθός και συμπαραστάτης ολόψυχος, και στή δυστυχία του πραγματικός βοηθός και υπερασπιστής πού συμπάσχει απόλυτα.

Μόνο όσοι τηρούν πιστά τις εντολές του Θεού και είναι γνήσιοι μύστες των Θείων κρίσεων, δεν εγκαταλείπουν τους φίλους που πειράζονται με παραχώρηση του Θεού. 
Οι καταφρονητές όμως των εντολών και αμύητοι στα Θεία κρίματα, όταν ο φίλος ευημερεί, απολαμβάνουν μαζί του, ενώ, όταν ταλαιπωρείται απο τους πειρασμούς, τον εγκαταλείπουν. Κάποτε μάλιστα συμμαχούν και με τους εχθρούς του.

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, Ὕδωρ Ἀθανασίας


Φώτης Κόντογλου
Οἱ Πατέρες τῆς ορθοδοξίας, 
Ὕδωρ Ἀθανασίας

(Ἰσαὰκ ὁ Σύρος - Ἰωάννης τῆς Κλίμακος - Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής)

Πολλοὶ ἀπὸ κείνους ποὺ δὲ θέλανε νὰ ἀκούσουνε γιὰ θρησκεία, σήμερα ἀλλάξανε, καὶ ζητᾶνε νὰ διαβάσουνε θρησκευτικὰ βιβλία κι᾿ ἄλλα γραψίματα ποὺ ἔχουνε σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κ᾿ ἐδῶ καὶ σ᾿ ἄλλες χῶρες. 

Σὲ κάμποσους ἀπ᾿ αὐτοὺς ἄνοιξε τὸ δρόμο ποὺ τοὺς πῆγε κοντὰ στὴ θρησκεία,κ᾿ ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ βυζαντινὴ τέχνη τῆς ἁγιογραφίας. Ἀφοῦ εἴδανε πόσο βαθειὰ κι᾿ ἀποκαλυπτικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ τέχνη, νοιώσανε καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσουνε καὶ τὴν Ὀρθοδοξία ποὺ βρῆκε ἔκφραση μ᾿ αὐτὴν τὴν τέχνη.

Κι᾿ ἀπὸ τὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ ἀνακαλύψανε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωγραφική της Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας,συμπεράνανεκαὶ τὸ μεγάλο πνευματικὸ ὕψος τῆς Ὀρθοδοξίας: «Τὸ δένδρον ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ γνωρίζεται».

Στὸν τόπο μας, ἀλλοίμονο! πολὺ λίγοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὰ λεγόμενα πνευματικὰ ζητήματα καὶ ποὺ γράφουνε βιβλία, ἔχουνε κάποια σχέση μὲ τὴ θρησκεία, κι᾿ ἀκόμα πιὸ λίγοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία...

Οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν καταδέχουνται μηδὲ νὰ κοιτάξουνε κατὰ κεῖ. Τὴ χριστιανικὴ θρησκεία κι᾿ ὅ,τι ἔχει σχέση μ᾿ αὐτή, τὴ θεωροῦνε ἀνάξια γιὰ νὰ ἀπασχολήση τὰ σοφὰ κεφάλια τους. Γι᾿ αὐτούς, ὅποιος πιστεύει στὸν Χριστὸ εἶναι θρησκόληπτος, στενόμυαλος κι᾿ ἀνεξέλικτος. Τὸ νἆναι κανένας ἄπιστος, καὶ μάλιστα νὰ κομπάζη γι᾿ αὐτό, εἶναι μεγάλος κ᾿ ὑψηλὸς τίτλος πνευματικῆς σοβαρότητας, ποὺ τὸν ἔχουνε οἱ βαθυστόχαστες διάνοιες. Φόβος καὶ τρόμος τοὺς πιάνει μὴν τύχη καὶ τοὺς πάρουνε γιὰ ἀνθρώπους ποὺ δίνουνε καὶ τὴν παραμικρὴ σημασία στὴ θρησκεία, δηλαδὴ σὲ ἕνα πρᾶγμα ποὺ εἶναι γιὰ τὶς γρηὲς καὶ γιὰ τοὺς φτωχοὺς τῷ πνεύματι. 

Ἕνας τέτοιος μου εἶπε πὼς μὲ θαυμάζει γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔχω νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω πὼς εἶμαι χριστιανός. 

Ὑπάρχουνε οἰκογένειες ποὺ ντρέπουνται γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς δικούς τους ποὺ εἶναι εὐλαβής, καὶ θυμᾶται κανένας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε πὼς ἦρθε στὸν κόσμο νὰ βάλη φωτιά, καὶ νὰ χωρίση τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονιοὺς κι᾿ ἀδελφὸ ἀπ᾿ ἀδελφό, καὶ πὼς ὅποιος θἄχη σὲ ντροπή του πὼς πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ στὰ λόγια του, θὰ τὸν ἔχη κι᾿ ὁ Χριστὸς σὲ ντροπὴ σὰν θὰ ξανἄρθη μὲ θεϊκὴ δόξα τριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους: «Ὃς γὰρ ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτη τὴ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῶ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν, ὅταν ἔλθη ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν Ἀγγέλων τῶν ἁγίων». 

Ναί. Ὁ Χριστὸς εἶναι ''ντροπὴ'' γιὰ τοὺς ἔξυπνους καὶ πολύξερους ἀνθρώπους τούτου τοῦ κόσμου. Ἡ ἀθεΐα εἶναι τὸ σημεῖο τῆς πνευματικῆς ἀριστοκρατίας. Οἱ βαθυστόχαστες αὐτὲς διάνοιες, ἂν καταδεχτοῦνε καμμιὰ φορὰ νὰ μιλήσουνε γιὰ θρησκεία, τὸ κάνουνε γιὰ νὰ τὴν περιπαίξουνε, ἢ γιὰ νὰ τὴ χτυπήσουνε, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ κάποια καινούργια φιλοσοφικὴ θεωρία. Ὅλα τὰ ξέρουνε. Τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ γι᾿ αὐτὸ δὲν γνωρίζουνε τίποτα, εἶναι τὸ τί εἶναι αὐτὴ ἡ θρησκεία ποὺ δὲν παραδέχουνται. 

Ὁ Πασκὰλ λέγει πὼς οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ ὅσους πολεμᾶνε τὴ θρησκεία δὲν ξέρουνε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ πολεμᾶνε. 

Οἱ δικοί μας οἱ γραμματισμένοι, προπάντων οἱ λεγόμενοι «λογοτέχνες», δὲν ἔχουνε ἰδέα γιὰ τὴ θρησκεία μας, ἰδιαίτερα γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, σὲ καιρὸ ποὺ στὴν Εὐρώπη, ποὺ τὴν ἔχουνε γιὰ δασκάλα τους, γίνεται μεγάλη ἀναταραχὴ στὰ πνεύματα, καὶ κάποιες σπουδαῖες ψυχές, σὰν νἆναι ζαρκάδια διψασμένα μέσα στὸν ξέρακα τῆς ὑλιστικῆς γνώσης, τρέχουνε νὰ ξεδιψάσουνε στὶς δροσερὲς βρύσες τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Ποιὸς ἀπὸ τοὺς δικούς μας «λογοτέχνες», αἰσθητικοὺς καὶ στοχαστές, ξέρει τίποτα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ ἀναστάτωση ποὺ γίνεται σήμερα, μακρυὰ ἀπὸ «τὶς λογοτεχνίες, κι᾿ ἀπὸ τὶς αἰσθητικές» ποὺ καταγίνουνται; Ποιὸς θέλησε, κἂν ἀπὸ περιέργεια, νὰ διαβάση κάποια πατερικὰ βιβλία καὶ νὰ ξεζέψη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ μαγκανοπήγαδο ποὺ γυρίζει μὲ δεμένα μάτια; Μὰ κι᾿ ἂν τ᾿ ἀποφασίση κανένας, θὰ δῆ πὼς εἶναι τόσο ἀλλοιώτικα τὰ νοήματα ποὺ θὰ διαβάση, ὥστε δὲν θὰ καταλάβη τίποτα, ὅπως εἶναι μαθημένος στὰ ἀντιπνευματικὰ διαβάσματα, καὶ θὰ τὰ παρατήση. Ἤ, ἂν τύχη νὰ διαβάση κανένα ἁγιωτικὸ βιβλίο, γραμμένο μὲ κείνη τὴ βλογημένη ἁπλότητα ποὺ ἔχουνε τὰ ἀληθινὰ καὶ ἀπροσποίητα πράγματα, θὰ τὸ περιφρονήση, γιατὶ εἶναι συνηθισμένος στὶς πολύπλοκες καὶ μπερδεμένες φιλοσοφίες, κι᾿ ἂς εἶναι σαπουνόφουσκες. 

Τὰ βιβλία ποὺ εἶναι γραμμένα ἀπὸ τοὺς Πατέρας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεταφράζουνται σήμερα σὲ πολλὲς γλῶσσες τῆς Εὐρώπης, καὶ πιὸ πολὺ τὰ πιὸ αὐστηρὰ καὶ τὰ πιὸ μυστικά, ποὺ τὰ γράψανε κάποιοι ἅγιοι ποὺ ζήσανε σὲ ἐρημιές, σὲ σπηλιές, καὶ σὲ μοναστήρια ἀπομοναχιασμένα τῆς Ἀνατολῆς. 

Ὓστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἐκεῖνοι οἱ ταπεινοὶ ἐρημίτες ποτίζουνε τὶς διψασμένες ψυχὲς καὶ τὶς δροσίζουνε, χαρίζοντας τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀθανασίας στὴν ἁμαρτωλὴ ἀνθρωπότητα ποὺ κυλίστηκε στὴν ἀκολασία σὰν τὸν ἄσωτο γυιό, ὡς ποὺ κατάντησε νὰ τρώγη ξυλοκέρατα μὲ τοὺς χοίρους.

[Αὐτὴ ἡ ἀνθρωπότητα, καταματωμένη ἀπὸ τὴν περιπλάνησή της, πεινασμένη, γυμνὴ κι᾿ ἀπελπισμένη, κράζει στοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι, στοὺς καταφρονεμένους ἀσκητάδες, νὰ τῆς δώσουνε βοήθεια, νὰ τὴν κρατήσουνε ἀπὸ τὸ χέρι γιὰ νὰ μὴ βουλιάξη μέσα στὴν ἀφρισμένη καὶ μελανὴ θάλασσα τῆς ἀπιστίας, σὰν τὸν ἀπόστολο Πέτρο.]

Κ᾿ οἱ ἅγιοι γέροντες, ποὺ ζήσανε πρὶν ἀπὸ πεντακόσια, χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια, κι᾿ ἀπομείνανε λησμονημένοι ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μέθυσε ἀπὸ τὰ γεννήματα τοῦ μυαλοῦ του καὶ θέλησε νὰ στήση τὸ θρόνο τοῦ ἀπάνω ἀπὸ τὸ Θεό, βλέποντάς τον, λοιπόν, νὰ παραδέρνη ἐλεεινὸς καὶ ξετραχηλισμένος μέσα στὴν ἀνεμοζάλη τῆς ἀπιστίας καὶ νὰ φωνάζη «βοήθεια!», σκύβουνε πονετικὰ καὶ τὸν τραβᾶνε ἀπὸ τὸ χέρι, ἐκεῖ ποὺ τρέμει σύγκορμος, καὶ τοῦ λένε μὲ τὴ γλυκειὰ μὰ κι᾿ αὐστηρὴ φωνή τους, τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, σὰν τὸν εἶδε νὰ βουλιάζη: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;» 

Λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι πολλοὶ σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ἐπιθυμία νὰ ἀπογευτοῦνε, ἂς εἶναι καὶ λίγο, ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῶν Πατέρων, καὶ δὲν βρίσκουνε τὰ προσκυνητὰ συγγράμματά τους, θὰ τοὺς προσφέρουμε λιγοστὰ ἄνθη ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εὐωδιάζει σήμερα τὴν οἰκουμένη, σήμερα, σὲ καιρὸ ποὺ μεριμνοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ τυρβάζουν περὶ πολλά, σφεντονίζοντας λογιῶν-λογιῶν μηχανὲς στὸ φεγγάρι καὶ στὰ ἄστρα, λὲς καὶ κεῖ θὰ βροῦνε τ᾿ ἀθάνατο νερό. 

«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν», εἶπε ὁ Χριστός. Αὐτὴ τὴ βασιλεία ξεσκεπάζουνε οἱ Πατέρες, ποὺ ἤπιανε ἀπὸ «τὸ ὕδωρ τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον». 

Μὲ τὰ λιγοστὰ ψίχουλα ποὺ δίνουμε ἀπὸ τὰ πατερικὰ βιβλία, δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ ἀναγνώστης πόσος καὶ τί λογῆς εἶναι ὁ μυστικὸς πλοῦτος ποὺ ὑπάρχει μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ βιβλία. Ἐπειδή, ἐδῶ ὁ τόπος εἶναι στενός, καὶ δὲν χωρᾶ κάποια μεγάλα κεφάλαια ἢ κι᾿ ὁλόκληρους λόγους, ἀπ᾿ ὅπου νὰ νοιώση ὅποιος διαβάζει, τὸ σπουδαῖο νόημα καὶ τὴ βαθειὰ ἀλήθεια ποὺ βρίσκεται μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ κείμενα. Κομματιασμένα, ὅπως τὰ δίνουμε, χάνουνε τὴ λάμψη τους καὶ τὸν παλμὸ ποὺ παίρνει ἡ μιὰ φράση ἀπὸ τὴν ἄλλη. Παρεκτὸς ἀπ᾿ αὐτό, ὅποιος διαβάζει τέτοια γραψίματα, πρέπει νὰ εἶναι εὐλαβής. Πρέπει νὰ ἔχη ἀπὸ πρὶν συνηθίση στὸ νὰ ἀναπνέη ἐκεῖνον τὸν ἀέρα τοῦ μυστηρίου, ποὺ εἶναι ἀλλοιώτικος ἀπὸ τοῦτον ποὺ ἀνασαίνουμε σὰν διαβάζουμε νοήματα, στοχασμοὺς καὶ αἰσθήματα γραμμένα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι βουτηγμένοι στὴν πηχτὴ ὕλη τούτου τοῦ κόσμου. 

Μέσα σ᾿ ἕνα βιβλίο μου ἔχω γράψει ἕνα ἐγκώμιο στὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ἕναν Ἄγγελο μὲ κορμὶ ἀνθρώπινο, ποὺ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημο, κατὰ τὰ 550 μ.X., κ᾿ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ Λόγους Ἀσκητικούς. Βάζω παρακάτω λίγα λόγια ἀπὸ κεῖνο τὸ ἐγκώμιο, ἐπειδὴ ἀπ᾿ αὐτὰ θὰ μπορέσετε νὰ νοιώσετε καλύτερα ὅσα λέγω παραπάνω: 


...Ἂς μὴ σιμώση κανένας σὲ τούτη τὴν ἀτίμητη κιβωτὸ μ᾿ ἐλαφρὺν λογισμό, ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ μὲ τρόμο. Γιατὶ ἀλλοιῶς, ἄδικα θὰ θελήσῃ νὰ δροσιστῇ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἁγιασμένη βρύση ὅποιος ἔχει τὴ γέψη του χαλασμένη ἀπὸ τὰ θολὰ καὶ φαρμακερὰ πιοτὰ τοῦ κόσμου. 

Γιὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ μπορεῖ νὰ πῆ κανένας πὼς ἡ Σοφία κάθισε σὰν μέλισσα χρυσὴ ἀπάνω στὸ στόμα του. Ὄχι ἡ σοφία τῶν σοφῶν, ἡ μάταια κ᾿ ἡ σαστισμένη, ἀλλ᾿ ἡ ἀμάραντη, ἡ πηγὴ τῆς ἀφθαρσίας, ποὺ ἐλευθερώνει ἀληθινὰ ὅποιον τὴν κατέχει... 

Κ᾿ ἐπειδὴ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μιλᾶ μὲ τὸ στόμα του, τὰ λόγια τοῦ εἶναι ἐξαίσια στὸ κάλλος, ἀπὸ θεῖον οἶστρον πυρπολημένα. Γιὰ τοῦτο, μ᾿ ὅλο ποὺ γράφει τόσα πολλὰ ὁ τρισμακάριος, ἀπομένει μέσα στὸ πνεῦμα μας,μιὰ ἱερὴ σιωπή, σὰν νὰ μὴ μίλησε κανένας, παρὰ σὰν νὰ ἀκοῦμε ἕνα μακρινὸ ἀντιλάλημα κάποιας θάλασσας ποὺ δὲν τὴ βλέπουμε... 

«Τὸ μάτι του βλέπει τὸν ἥλιο χωρὶς νὰ θαμπώση. Σὰν ἀητὸς ἐξαίσιος βγαίνει μέσ᾿ ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ πετὰ ἀτάραχος ἀπάνω ἀπὸ τὰ μελανὰ βουνά, ἀγναντεύοντας τὸ βαθὺ πέλαγος, σὲ καιρὸ ποὺ ἐμεῖς καθόμαστε μέσα σ᾿ ἕνα στενοπήγαδο, καὶ κράζουμε νὰ μᾶς ἐλεήση... 

«...Φαίνεται πὼς ἤτανε σπουδασμένος στὴν Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὅπως δείχνουνε δυὸ-τρία λόγια ποὺ γράφει: «Ἐπειδὴ δέ σου πεπείραμαι τῆς φιλοσοφίας, ὢ ἀγαπητέ, παρακαλῶ σε ἐν ἀγάπῃ παραφυλάττεσθαι ἐκ τῆς ἐπηρείας τοῦ ἐχθροῦ». Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Ἡ αἰτία δὲ τῆς φαντασίας τῶν εἰκόνων, ἡ ἀσθένεια καὶ οὐχ ἡ καθαρότης ἐστι τοῦ νοός. Τοῦτο συνέβη ἐν τοῖς ἔξω φιλοσόφοις, ἐπειδὴ ταῦτα ἐνόμισαν εἶναι τὰ πνευματικά, περὶ ὧν διδαχὴν ἀληθινὴν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐδέξαντο. Ἐκ γὰρ τοῦ σφυγμοῦ καὶ τῆς κινήσεως τοῦ λογιστικοῦ αὐτῶν καὶ ἐκ τοῦ λογισμοῦ τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν ἔδοξαν, τὴ οἰήσει αὐτῶν, ὅτι εἰσὶ τί». «Οἱ φιλόσοφοι», λέγει, «νομίσανε πὼς ἀλήθεια εἶναι οἱ φαντασίες τους, ἐπειδὴ δὲν πήρανε ἀληθινὴ διδαχὴ ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατὶ ἀπὸ τὴ σαρκικὴ κίνηση τοῦ λογικοῦ τους κι᾿ ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοὺς νομίσανε, μὲ τὴν περηφάνεια ποὺ εἴχανε, πὼς αὐτὲς οἱ φαντασίες ἤτανε κάποιο πρᾶγμα ἀληθινό». 

«Τὸ δυνατὸ μυαλό του καὶ τὴ σαρκικὴ γνώση τὰ πέταξε ἀπὸ πάνω του καὶ τὰ νέκρωσε, κ᾿ ἔγινε σὰν παιδὶ ἁπλὸς κι᾿ ἀπονήρευτος. Μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ἔθαψε καὶ τὸν χαλασμένον ἄνθρωπο καὶ τὸν ξέχασε, σὰν μνῆμα γεμάτο ξερὰ κόκκαλα».

Ἂς βάνουμε παρακάτω λίγες ἀράδες ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ, ποὺ εἶναι, ὅπως ἔγραψε ἕνας σοφὸς σημερινός, σὰν τὰ ξωτικὰ λουλούδια ποὺ βγαίνουνε στὰ ψηλὰ χιονισμένα βουνά: 

«Ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ αὐτὸς ὁ φόβος δὲν ἀφήνει τὸ νοῦ του νὰ ταράζεται. Ὅπως τὸ βάρος ποὺ μπαίνει στὴ ζυγαριὰ τὴ στερεώνει καὶ δὲν ταράζεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι κρατᾶ ἀμετακίνητή τὴ διάνοια κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ὅταν αὐτὸς λείψη ἀπὸ τὴν ψυχή, ταράζεται ἡ ζυγαριὰ τῆς διάνοιας». 

«Παρακίνησε τὸν ἑαυτό σου νὰ μιμηθῆς τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀνάψη περισσότερο μέσα σου ἡ φωτιὰ ποὺ ἄναψε ὁ Χριστὸς μέσα σου, καὶ νὰ καοῦν ὅλες οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου ποὺ θανατώνουνε τὸν καινούργιον ἄνθρωπο καὶ ποὺ μολύνουνε τὶς αὐλὲς τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι ἅγιος καὶ δυνατός. Γιατὶ ἐγὼ παίρνω τὸ θάρρος νὰ πῶ, κατὰ τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου, πὼς εἴμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἁγνίσουμε λοιπὸν τὸ ναό του, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἁγνός, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσῃ νὰ κατασκηνώσῃ μέσα σ᾿ αὐτόν. Ἂς τὸν ἁγιάσουμε, ὅπως εἶναι κι᾿ αὐτὸς ἅγιος, κι᾿ ἂς τὸν στολίσουμε μὲ κάθε ἀγαθὸ καὶ τίμιο ἔργο. Ἂς θυμιάσουμε αὐτὸν τὸ ναὸ μὲ τὸ θυμίαμα ποὺ ἀναπαύει τὸ θέλημά Του μὲ καθαρὴ καὶ καρδιακὴ προσευχή. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ρίξη τὸν ἴσκιο της στὴν ψυχή μας ἡ νεφέλη τῆς δόξας του, καὶ θὰ φεγγοβολήση τὸ φῶς τῆς μεγαλωσύνης τοῦ μέσα στὴν καρδιά μας. Καὶ θὰ γεμίσουνε ἀπὸ χαρὰ κι᾿ ἀπὸ εὐφροσύνη ὅλοι ὅσοι κατοικοῦνε μέσα στὴν ἁγιασμένη σκηνὴ τοῦ Θεοῦ, κ᾿ οἱ ἀδιάντροποι θὰ καοῦνε ἀπὸ τὴ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». 

«Ὀνείδιζε τὸν ἑαυτό σου παντοτινά, ἀδελφέ μου, καὶ λέγε: Ἀλλοίμονό μου, ὢ ἄθλια ψυχή, ἔφταξε ἡ ὥρα ποὺ θὰ χωριστῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Γιατὶ εὐχαριστιέσαι μ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ τ᾿ ἀφήσης σήμερα καὶ ποὺ δὲν θὰ τὰ ξαναδῆς πιὰ στοὺς αἰῶνες; Σκέψου ὅσα ἔπραξες καὶ μὲ ποιὰ πράγματα πέρασες τὶς μέρες τῆς ζωῆς σου, ἢ ποιὸς ἐπῆρε τὸν κόπο σου καὶ ποιὸν χαροποίησες μὲ τὸν ἀγώνα σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ ὑποδεχτῆ τὴν ὥρα ποὺ θὰ βγαίνης ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ ποιὸν εὐχαρίστησες στὸ δρόμο τῆς ζωῆς σου, γιὰ νὰ πᾶς νὰ ξεκουραστῆς στὸ λιμάνι του. Καὶ γιὰ χάρη τίνος κακοπάθησες καὶ κοπίασες, γιὰ νὰ πᾶς κοντά του μὲ χαρά. Ποιὸν φίλο ἀπόχτησες γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, γιὰ νὰ σὲ προϋπαντήση κατὰ τὴν ὥρα ποὺ φεύγεις ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο. Καὶ σὲ ποιὸ χωράφι δούλεψες, καὶ ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ σοῦ δώση τὸ μεροκάματό σου κατὰ τὴ μέρα ποὺ θὰ βασιλέψη ὁ ἥλιος τοῦ χωρισμοῦ σου. 

Κράξε καὶ φώναξε μ᾿ ἀναστεναγμὸ καὶ μὲ θλίψη, γιατὶ αὐτὲς οἱ φωνὲς ἀναπαύουνε τὸ Θεὸ περισσότερο ἀπὸ τὶς θυσίες κι᾿ ἀπὸ τὰ ὁλοκαυτώματα. Ἂς ἀναβρύζη τὸ στόμα σου πονεμένες φωνές, ποὺ τὶς ἀκοῦνε μὲ χαρὰ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Πλύνε τὰ μάγουλά σου μὲ τὰ δάκρυα τῶν ματιῶν σου, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ σὲ σένα τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ νὰ σὲ λούση ἀπὸ τὴ βρῶμα τῆς κακίας σου. Ἐξιλέωσε τὸν Κύριο μὲ τὰ δάκρυά σου, γιὰ νὰ ἔλθη νὰ σὲ βοηθήση. Ἐπικαλέσου τὴ Μαρία καὶ τὴ Μάρθα γιὰ νὰ σὲ διδάξουνε λυπηρὲς φωνές. Κράξε στὸν Κύριο. 

Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, ἐσὺ ποὺ ἔκλαψες γιὰ τὸν Λάζαρο καὶ ποὺ τὰ μάτια σου στάξανε γι᾿ αὐτὸν δάκρυα πονεμένα, δέξου τὰ πικρὰ δάκρυά μου, δῶσε μου καρδιὰ πικραμένη γιὰ νὰ σὲ ζητήσω ὁλόψυχα. Σὲ ἄφησα, μὴ μ᾿ ἀφήσης. Ξεμάκρυνα ἀπὸ σένα, ἔβγα νὰ μὲ ζητήσης καὶ βάλε με στὴ μάντρα σου μαζὶ μὲ τὰ διαλεχτὰ πρόβατά σου, καὶ θρέψε με μὲ τὸ χορτάρι τῶν θείων μυστηρίων σου». 

«Θὰ εὐφρανθῆ ἡ καρδιὰ ἐκείνων ποὺ ζητᾶνε τὸν Κύριο. Ζητήσετε τὸν Κύριο, ὢ κατάδικοι, καὶ δυναμωθῆτε μὲ τὴν ἐλπίδα. Ζητήσετε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴ μετάνοια, καὶ θ᾿ ἁγιασθῆτε μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ προσώπου του». 

«Πρὶν ἀρρωστήσης νὰ ζητήσης τὴ γιατρειά σου, καὶ πρίν σου ἔρθουνε τὰ θλιβερὰ κᾶνε τὴν προσευχή σου, καὶ τότε θὰ βρῆς τὸ Θεὸ στὸν καιρὸ τῆς λύπης σου, καὶ θὰ σὲ ἀκούση. Ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε ἔγινε κατὰ τὸν καιρὸ τῆς ἡσυχίας (πρὶν ἔρθει ὁ κατακλυσμός), καὶ τὰ ξύλα τῆς φυτευθήκανε πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια». 

«Νὰ συναναστρέφεσαι μὲ τοὺς ταπεινούς, καὶ θὰ μάθης τοὺς τρόπους των. Γιατί, ἀφοῦ ἡ θωριὰ τοὺς εἶναι ὠφέλιμη στὴν ψυχή, πόσο περισσότερο ἡ διδασκαλία ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τους; Ἀγάπησε τοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἐλεηθῆς κ᾿ ἐσύ. Μὴν πᾶς κοντὰ στοὺς φιλόνεικους, γιὰ νὰ μὴ βγῆς ἀπὸ τὴ γαλήνη σου. Ἀγάπησε τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ μίσησε τὰ ἔργα τους, καὶ μὴν τοὺς καταφρονήσης γιὰ τὰ ἐλαττώματά τους, μήπως κ᾿ ἐσὺ πέσης στὰ ἴδια. Νὰ θυμᾶσαι πὼς εἶσαι καμωμένος ἀπὸ χῶμα, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ κᾶνε καλὸ σ᾿ ὅλους. Σὰν συναπαντήσης κάποιον, τίμησε τὸν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀξία του. Φίλησε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καὶ βάσταξέ τα μὲ πολλὴ τιμή, καὶ βάλε τὰ ἀπάνω στὰ μάτια σου. Καὶ σὰν χωριστῆ ἀπὸ σένα, πὲς γι᾿ αὐτὸν κάθε καλὸν λόγο. Γιατὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν τραβᾶς στὸ καλό, καὶ σπέρνεις σ᾿ αὐτὸν σπόρο καλόν, κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ συνήθεια ποὺ συνηθίζεις τὸν ἑαυτό σου, τυπώνεται μέσα σου σφραγίδα ἀγαθή, καὶ θ᾿ ἀποχτήσης πολλὴ ταπείνωση. Σημάδι τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ταπείνωση, ποὺ γεννιέται ἀπὸ συνείδηση ἀγαθή». 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γεννήθηκε κατὰ τὰ 550 μ.X. καὶ φαίνεται πὼς ἤτανε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη. Καλογέρεψε ἀπὸ μικρὸς κι᾿ ἀσκήτεψε στὴν ἔρημό του Σινᾶ, ζώντας σαράντα χρόνια μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Ὕστερα, τὸν παρακαλέσανε οἱ Πατέρες νὰ ἀναλάβη τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς. 

Ἔγραψε μοναχὰ ἕνα βιβλίο, τὴ φημισμένη «Κλίμακα». Τὰ λόγια του εἶναι σύντομα καὶ πυκνά, σὰν τὸ Νόμο ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ, ἀπάνω στὸ βουνὸ Χωρήβ.

Ἰδοὺ μερικὰ λόγια ἀπὸ τὸ ἄφθαρτο αὐτὸ βιβλίο: Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆ ὁ ἄνθρωπος κάθε σωματικὴ ἀνάπαυση κι᾿ ἀπόλαυση, δίχως νὰ λυπηθῆ ὁλότελα.


Βάστα γερὰ τὴ μακάρια χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνη νὰ ὑψωθῆς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήση καθαρὸν στὸν Χριστό. 

Γίνε σὰν βασιλιᾶς μέσα στὴν καρδιά σου, ὑψηλὰ μὲ ταπείνωση καθισμένος, καὶ προστάζοντας στὸ γέλω: φεῦγα, καὶ φεύγει. Καὶ στὸ γλυκὸ τὸ δάκρυ: ἔλα, κ᾿ ἔρχεται. Καὶ στὸ κορμί μας, ποὺ εἶναι σκλάβος καὶ τύραννος: κᾶνε τοῦτο, καὶ τὸ κάνει. 

Εἶδα ἀκάθαρτες ψυχὲς ποὺ ἤτανε παραδομένες μὲ μανία στὸν σαρκικὸν ἔρωτα.Καὶ ὅμως, σὰν μετανοιώσανε καὶ γυρίσανε στὴν εὐσέβεια, ἀπὸ τὴν πείρα ποὺ εἴχανε, μεταστρέψανε τὸν ἔρωτα ποὺ νοιώθανε στὰ σαρκικά, σὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο, καὶ σὰν τὸ μπολιασμένο δέντρο ἀλλάξανε τὸ κακὸ πάθος τους σὲ ἀγάπη ἀχόρταγη γιὰ τὸ Θεό. Γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε σὲ κείνη τὴ φρόνιμη τὴν πόρνη πὼς φοβήθηκε, ἀλλὰ πὼς ἀγάπησε πολύ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο μπόρεσε νὰ πολεμήση εὔκολα τὸν ἔρωτα μὲ τὸν ἔρωτα. 

Πρέπει νὰ τὸ λογαριάζουμε σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο ποὺ θὰ σᾶς πῶ, μαζὶ μ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς δώρισε, τὸ ὅτι, δηλαδή, πολλὲς φορὲς πᾶμε καὶ βλέπουμε τοὺς πεθαμένους στὰ μνήματα, κι᾿ ὡστόσο στεκόμαστε ἀδάκρυτοι, ἐνῶ συχνὰ ἐρχόμαστε σὲ κατάνυξη χωρὶς νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ πικρὸ θέαμα. 

Ὅποιος κλαίγει ἢ πικραίνεται γιὰ τὸ Θεό, αὐτὸς ἀξιώνεται ἀληθινὰ νὰ δὴ στὴν ψυχὴ τοῦ τὴν οὐράνια καὶ θεϊκὴ παρηγοριά. Κι᾿ ὅποιος φυλάγει καθαρὴ τὴν καρδιά του, μπορεῖ νὰ πάρη ἀπὸ τὸ Θεὸ λάμψη καὶ λαμπρότητα. 

Τὰ δάκρυα ποὺ χύνουνται ἀπὸ τὴ θύμηση τοῦ θανάτου, γεννᾶνε τὸ φόβο. Κι᾿ ὁ φόβος γεννᾶ πάλι τὴν ἀφοβιὰ καὶ τὸ θάρρος. Κ᾿ ἡ ἀφοβιὰ φέρνει τὴ χαρά. Κι᾿ ἀφοῦ τελειώσει ἐκείνη ἡ ἀκατάπαυστη χαρὰ ποὺ ἔχει μέσα της ἡ ψυχή, προβάλλει τὸ τριαντάφυλλο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, κι᾿ ἀνεβαίνει στὸ Θεὸ μὲ εὐωδία πολλὴ καὶ πάντερπνη. Κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τοῦτο τὸ χαροποιὸ πένθος. Ὅποια ἐνάρετη ἀρετὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι᾿ ἀνώφελη λογαριάζεται. 

Ὁ Ἰούδας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ ληστὴς ἀνάμεσα στοὺς φονιάδες. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Πῶς, μέσα σὲ μία στιγμὴ ἀλλάξανε τόπο! 

Ἀκτημοσύνη εἶναι ὄχι μοναχὰ νὰ μὴν ἔχη τίποτα ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τὸ νὰ βγάλη καὶ κάθε φροντίδα ἀποπάνω του. Νὰ γίνη ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδια καὶ ξένος ἀπὸ κάθε λύπη ἐγκόσμια. Ἀκτημοσύνη εἶναι ἡ πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Τὸ νὰ ὑποφέρνη κανένας μιὰ προσβολὴ μὲ γενναιότητα, εἶναι κατόρθωμα ἐκείνων ποὺ ἔχουνε ὑψωθῆ ἀπᾶν᾿ ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ τὸ νὰ περάση κανένας ἀπὸ παινέματα χωρὶς νὰ ζημιώση τὴν ψυχή του, αὐτὸ εἶναι χάρισμα ποὺ τὸ ἔχουνε μοναχὰ οἱ ἅγιοι. 

Εἶναι ντροπὴ νὰ περηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ ξένα πράγματα. Κ᾿ ἡ χειρότερη ἀνοησία εἶναι τὸ νὰ καυχιέται γιὰ κάποια χαρίσματα ποὺ πῆρε ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅσα κατορθώματα ἔκανες πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή σου, γι᾿ αὐτὰ μοναχὰ νὰ ὑπερηφανεύεσαι. Γιατί, ὅσα σου συμβήκανε ὕστερα ἀπὸ τὴ γέννησή σου, σοῦ τὰ δώρισεν ὁ Θεός, ὅπως σου δώρισε καὶ τὴν ἴδια τὴ γέννηση. Ἡ πραότητα εἶναι ἕνας βράχος ποὺ στέκεται ψηλότερα ἀπὸ τὸ θυμὸ τῆς θάλασσας καὶ ποὺ λιώνει τὰ κύματα ποὺ τὴ χτυπᾶνε, καὶ δὲν καταλαβαίνει κλονισμὸ καθόλου ὁλότελα. Ὅποιος ἑνώθηκε μ᾿ αὐτὴ τὴ νύφη ποὺ τὴ λένε ταπείνωση, εἶναι ἥμερος, γλυκόλογος, εὐκολοκατάνυκτος, συμπαθητικός, γαλήνιος, χαροποιός, καλοκάγαθος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἀκούραστος. 

Ὅπως ἡ ἀχτίνα τοῦ ἥλιου μπαίνει ἀπὸ μία τρύπα στὸ σπίτι, καὶ βλέπει κανένας καὶ τὴν πιὸ λεπτὴ σκόνη ποὺ σηκώνεται καὶ πετὰ καὶ μερμιδίζει μέσα σ᾿ αὐτή, ἔτσι κι᾿ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, σὰν φτάξει νὰ κατοικήση στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δείχνει ὅλες τὶς ἁμαρτίες του, ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ μικρότερες. Ἡ πίστη εἶναι μία σταθερότητα ἀκούνητη κι᾿ ἀσάλευτη, μιὰ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἀτράνταχτη, ποὺ δὲν τὴ σαλεύει καμμιὰ δύναμη. 

Νὰ φαίνεσαι ὅποιος εἶσαι στ᾿ ἀληθινά, καὶ νὰ μὴ γυρεύεις ἔμορφα λόγια καὶ στολίδια γιὰ νὰ φαίνεσαι καλὸς κι᾿ ἄξιος. Ἄλλο κανένα πρᾶγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, ὅσο τὰ δάκρυα. Γιὰ τοῦτο, ὅποιος εἶναι ταπεινός, κλαίγει. Μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Ὅποιος ἔχει τὴ μακάρια θλίψη στὴν καρδιά του, δὲν γνωρίζει τί θὰ πῆ φόβος ὁλότελα. Ὅσοι θέλουμε νὰ τρέξουμε στὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ, ἂς σκεφθοῦμε καλὰ πὼς ὁ Κύριος ὅλους ποὺ καταγίνουνται μὲ τὶς φροντίδες τοῦ κόσμου καὶ ποὺ ζοῦνε μ᾿ αὐτές, τοὺς καταδίκασε λογαριάζοντάς τους γιὰ νεκρούς, καὶ λέγοντας: «Ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουνε τοὺς νεκρούς». Ὅποιος μίσησε τὸν κόσμο, αὐτὸς ξέφυγε τὴ λύπη. Κι᾿ ὅποιος ἀπόκτησε κάποιο πρᾶγμα ἀπ᾿ ὅσα βλέπουνται, ποτὲ δὲν γλύτωσε ἀπὸ τὴ λύπη. Γιατί πὼς δὲν θὰ λυπηθῇ σὰν στερηθῇ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα ποὺ ἀγαπᾶ; 

[Ἡμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν φεύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο γιατὶ ἀπεχθανόμαστε τοὺς φίλους καὶ τοὺς συγγενεῖς μας, ἢ τὸν τόπο ποὺ γεννηθήκαμε. Μὴ γένοιτο! Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ βλάβη ποὺ κάνουνε στὴν ψυχή μας.]

Τὸν καιρὸ ποὺ βρισκόμουνα στὸ μοναστήρι, ὁ Κύριος πῆρε ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο ἕνα γέροντα ποὺ ἤτανε δεύτερος μετὰ τὸν ἡγούμενο, Μηνᾶς τὄνομά του, ἄνθρωπον θαυμαστό, ποὺ εἶχε κάνει στὸ μοναστήρι πενηνταεννιὰ χρόνια, ὑπηρετώντας σὲ κάθε ἐργασία. Τὴν τρίτη λοιπὸν ἡμέρα μετὰ τὴν κοίμησή του, τὴν ὥρα ποὺ κάναμε τὸ συνηθισμένο μνημόσυνο γιὰ τὸν κοιμηθέντα, ἔξαφνα εὐωδίασε ὅλος ὁ τόπος γύρω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ βρισκότανε ἡ λάρνακά του. Λοιπόν, ὁ μέγας ἡγούμενος εἶπε νὰ ξεσκεπάσουμε τὴ λάρνακα ποὺ εἴχαμε βάλει μέσα τὸν Ὅσιο. Καὶ σὰν τὴν ξεσκεπάσαμε, βλέπουμε ὅλοι νὰ βγαίνη ἀπὸ τὰ τίμια πόδια του, σὰν ἀπὸ δυὸ βρύσες, τὸ μύρο ποὺ εὐωδίαζε. Τότε εἶπε ὁ διδάσκαλος σ᾿ ὅλους μας: Βλέπετε τοὺς ἱδρώτας τῶν ποδιῶν του ποὺ κοπιάσανε καὶ κουρασθήκανε γιὰ νὰ ὑπηρετοῦνε τοὺς ἄλλους; Σὰν τὸ μύρο τοὺς πρόσφερε στὸ Θεό, καὶ σὰν μύρο τοὺς δέχθηκε ὁ Κύριος. 

Ἀπόδειξι τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀμνησικακία. Κ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἔχθρα στὴν καρδιά του καὶ νομίζει πὼς μετανόησε, εἶναι ὅμοιος μὲ κεῖνον ποὺ θαρρεῖ πὼς τρέχει στὸν ὕπνο του. Ἡ καταλαλιὰ γεννιέται ἀπὸ τὸ μίσος. Ἡ καταλαλιὰ εἶναι μία λεπτὴ ἀρρώστια, ἀλλὰ ὅμοια μὲ μιὰ χοντρὴ καὶ κρυμμένη βδέλλα, ποὺ ρουφᾶ καὶ καταστρέφει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Ἡ καταλαλιὰ ὑποκρίνεται τὴν ἀγάπη, κ᾿ εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἁγνότητας. 

Ἂν ἡ σάρκα εἶναι θάνατος, ἐκεῖνος ποὺ τὴ νίκησε, σίγουρα δὲν πεθαίνει. 

Εἶδα μέσα στὴν ψυχή μου τὸν ἀσεβῆ νὰ ὑπερυψώνεται καὶ νὰ περηφανεύεται καὶ νὰ ταράζεται σὰν τοὺς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Κ᾿ ἔζησα μὲ τὴν ἐγκράτεια, καὶ νά, δὲν ἤτανε πιὰ μέσα μου ὁ θυμός του. Καὶ ζήτησα νὰ τὸν εὔρω, ταπεινώνοντας τὸ λογισμό μου, καὶ δὲν βρέθηκε μέσα μου τόπος του, μήτε τὸ σημάδι του. 

Φιλαργυρία εἶναι προσκύνηση σὲ εἴδωλα. Θυγατέρα τῆς ἀπιστίας. Προφασίστρια ἀρρώστιας. Παραπονήτρα γιὰ γεράματα. Προμηνύτρα πείνας. Νὰ μὴ λὲς πὼς μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς φτωχούς. Γιατὶ μὲ τὰ δυὸ λεπτὰ τῆς χήρας ἀγοράσθηκε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.Ὅποιος δὲν ἔχει τίποτα, κ᾿ ἔχει τὸ Θεὸ μέσα του, εἶναι κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν ἔχει φροντίδες. Ζῆ ἀμέριμνος. Εἶναι ὁδοιπόρος χωρὶς ἐμπόδιο. Ξένος ἀπὸ λύπη. Ὁ πονηρὸς εἶναι σύντροφος συνονόματός του διαβόλου. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ὁ Κύριος μας δίδαξε νὰ τὸν ὀνομάζουμε μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα, λέγοντας «ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».

Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἔζησε βασιλεύοντας Κωνσταντῖνος ὁ Πωγωνάτος, δηλαδὴ κατὰ τὰ 670 μ.X. Στὸ παλάτι εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πρωτασηκρίτη, μὰ παράτησε τὶς δόξες τοῦ κόσμου καὶ πῆγε κ᾿ ἔγινε καλόγερος. Στὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ ἔγραψε πολλὰ καὶ σπουδαία, κατασταθεῖς ἕνας μεγάλος δάσκαλος τῆς Θεολογίας. Καταδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ τὴν εὐσέβειά του, καὶ πέρασε μία ζωὴ γεμάτη κακουχίες καὶ μαρτύρια, ὡς ποὺ παράδωσε τὸ πνεῦμα, ἐξόριστος στὸ Λαζιστᾶν. 

Ἀπογευθῆτε, λοιπόν, λίγα ψίχουλα ἀπὸ τούτη τὴν πνευματικὴ τράπεζα: 


Σὰν ἀνεβαίνει ὁ νοῦς στὸ Θεό, μὲ τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης του, τότε δὲν αἰσθάνεται καθόλου κανένα ἄλλο πράγμα. Γιατί, βρισκόμενος μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ ἄπειρη λάμψη, γίνεται ἀναίσθητος γιὰ ὅλα ὅσα ἔπλασε ὁ Θεός, σὰν τὸ μάτι ποὺ δὲν βλέπει πιὰ τάστρα, ὅταν ἔβγει ὁ ἥλιος. 

Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει μέσα στὴν καρδιά του ἀκόμα κ᾿ ἕνα μικρὸ σημάδι ἀπὸ ἔχθρα γιὰ ὁποιοδήποτε φταίξιμο ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, αὐτὸς εἶναι ὁλότελα ξένος ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεό. Γιατί, ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ δὲν παραδέχεται μίσος σὲ κανέναν ἄνθρωπο καθόλου ὁλότελα. 

«Καλότυχος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ ν᾿ ἀγαπήση μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη κάθε ἄνθρωπο.»

«Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τραβᾶ τὸ μάτι ποὺ εἶναι γερό, ἔτσι κ᾿ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβᾶ τὸν καθαρὸ νοῦ μὲ τὴν ἀγάπη. 

«Ἀπάθεια εἶναι ἡ εἰρηνικὴ κείνη κατάσταση, ποὺ γίνεται ἡ ψυχὴ δυσκολοκίνητη γιὰ τὴν κακία. 

«Ὅποιος δὲν καταφρονᾶ τὴ δόξα καὶ τὴν ἀτίμωση, τὸν πλοῦτο καὶ τὴ φτώχεια, δὲν ἀπόχτησε ἀκόμα τὴν ἀγάπη. Ἐπειδή, ἡ τέλεια ἀγάπη ὄχι μοναχὰ αὐτὰ καταφρονά, ἀλλὰ καὶ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ τὸ θάνατο. «Ἂν ἐχθρεύεσαι κάποιους ἀνθρώπους, καὶ κάποιους ἄλλους μήτε τοὺς ἐχθρεύεσαι μήτε τοὺς ἀγαπᾶς, καὶ κάποιους ἄλλους τοὺς ἀγαπᾶς, τὸν ἕναν πολύ, τὸν ἄλλον λιγώτερο, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνισότητα νὰ γνωρίζης πὼς βρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη. Γιατὶ αὐτὴ ἡ τέλεια ἀγάπη ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ ὅτι κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπᾶ ὅλους ἴσια κι᾿ ὅμοια. 

«Σὰν διώξη ἡ διάνοια ἀπὸ πάνω τῆς τὶς πολλὲς θεωρίες γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου ποὺ τὴν πλακώνουνε, τότε παρουσιάζεται σ᾿ αὐτὴ καθαρὸς ὁ λόγος τῆς ἀλήθειας, καὶ τῆς δίνει νὰ καταλάβη τὴν ἀληθινὴ γνώση. Τότε ὁ νοῦς βγάζει ἀποπάνω τοῦ τὶς προτερινὲς ψεύτικες ἰδέες, σὰν τὰ λέπια ποὺ πέσανε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ μεγάλου Παύλου, τὸν καιρὸ ποὺ ξαναβρῆκε τὸ φῶς του, ὕστερα ἀπὸ τὸ ὅραμα ποὺ τὸν τύφλωσε στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ. 

«Ὅσο ζῆ κανένας σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, κι᾿ ἂν φτάξη στὴν τελειότητα τῆς ἐπίγειας κατάστασης, μὲ τὴν πράξη καὶ μὲ τὴ θεωρία, ἀπόχτησε μοναχὰ ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ προφητεία, κ᾿ ἕναν ἀρραβώνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὄχι ὅμως ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῆς γνώσης. Καὶ σὰν φτάξη, ὕστερα ἀπὸ τὸ τέλος τῶν αἰώνων στὴν τέλεια γνώση, ποὺ θὰ εἶναι πρόσωπο μὲ πρόσωπο, θὰ καταλάβη τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια, ποὺ στέκεται μόνη της καὶ ποὺ δείχνει τὸν ἑαυτό της σὲ κείνους ποὺ θᾶνε ἄξιοι νὰ τὴν καταλάβουνε. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος, τότε θὰ καταντήσουνε ὅλοι, ὅσοι θὰ σωθοῦνε, σὲ ἄνδρα τέλειον στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σ᾿ Αὐτὸν βρίσκουνται οἱ ἀπόκρυφοι θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσης. Καὶ τότε σὰν φανερωθοῦνε αὐτοὶ οἱ θησαυροί, ποὺ εἶναι τώρα κρυμμένοι, θὰ καταργηθῆ τὸ ἀπὸ μέρος. 

«Ἡ πίστη εἶναι μία γνώση ἀναπόδειχτη. Ἂν λοιπὸν εἶναι γνώση ἀναπόδειχτη ἡ πίστη, ἄρα εἶναι μία σχέση ἀπάνω ἀπὸ τὴ φύση, ποὺ μ᾿ αὐτή, δίχως γνώση καὶ δίχως ἀπόδειξη, ἑνωνόμαστε μὲ τὸ Θεό, κατὰ τὴν ἕνωση ποὺ εἶναι ἀπάνω ἀπὸ τὴ νόηση.Τόσο βαθειὰ εἶναι ριζωμένη μὲ τὶς αἰσθήσεις στὴν ἀνθρώπινη φύση ἡ δύναμη τοῦ παραλογισμοῦ, ὥστε οἱ περισσότεροι νὰ νομίζουν πὼς δὲν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι, παρὰ μοναχὰ σάρκες, ποὺ ἔχουνε τὴ δύναμη νὰ ἀπολαύσουνε τούτη τὴ ζωή. 

«Ἡ ἡδονὴ κ᾿ ἡ ὀδύνη δὲν δημιουργηθήκανε μαζὶ μὲ τὴ σάρκα. Ἀλλά, ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἔκανε ὥστε ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ ἐπινοηθῆ γιὰ νὰ χαλάση ἡ προαίρεση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἡ δὲ ὀδύνη ἦρθε σὰν καταδίκη στὸ νὰ διαλυθῆ ἡ σάρκα. Καὶ ἔτσι, ἡ μὲν ἡδονὴ νὰ κάνη τὴν ἁμαρτία θεληματικὸν θάνατο, ἡ δὲ ὀδύνη νὰ ἔχη σὰν ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ τῆς σάρκας. Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ γρήγορο ἀπὸ τὴν πίστη, καὶ τίποτα πιὸ εὔκολο ἀπὸ τὸ νὰ ὁμολογήση κανένας τὴ χάρη ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ Ἐκεῖνον ποὺ πίστεψε. Τὸ ἕνα φανερώνει τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει ὅποιος πίστεψε σὲ Κεῖνον ποὺ τὸν ἔπλασε, καὶ τὸ ἄλλο φανερώνει τὴ θεάρεστη διάθεση ποὺ ἔχει γιὰ τὸν πλησίον του. 

Ὅποιος ξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα στὴ σάρκα τοῦ τὸ νόμο τῆς ἡδονῆς ποὺ βασιλεύει ἀπάνω του, καὶ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν θέλει νὰ φυλάξη καμμιὰ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ προτίμησε τὴ φιλήδονη ζωὴ ἀπὸ τὴ ζωὴ ποὺ γίνεται κατὰ τὸ θέλημα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο βυθίστηκε στὸ σκοτάδι τῆς ἀμάθειας, ἀντὶ ν᾿ ἀπολαύση τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐρωτικὴ κίνηση τοῦ ἀγαθοῦ, ποὺ προϋπῆρχε μέσα στὸ ἀγαθό, ἐπειδὴ εἶναι ἁπλὴ κι᾿ αὐτοκίνητη, καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀγαθό, γυρίζει πάλι πίσω σ᾿ αὐτό, γιατὶ εἶναι ἀτελεύτητη κι᾿ ἄναρχη.Κι᾿ αὐτὸ ἐξηγεῖ τὸ δικό μας πόθο νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεό. Γιατὶ ἡ ἕνωση μὲ τὸ Θεὸ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ κάθε ἕνωση. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τέλειος στὴν ἀγάπη κ᾿ ἔφταξε στὸ ἔπακρο τῆς ἀπάθειας, δὲν καταλαβαίνει τί διαφορὰ ἔχει τὸ δικό του ἀπὸ τὸ ξένο πράγμα, ἢ ὁ πιστὸς ἀπὸ τὸν ἄπιστο, ἢ ὁ δοῦλος ἀπὸ τὸν ἀφέντη, ἢ τὸ ἀρσενικὸ ἀπὸ τὸ θηλυκό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἔχει γίνει ἀνώτερος ἀπὸ τὴν τυραννία τῶν παθῶν, καὶ βλέπει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους σὰν νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι, γιὰ ὅλους ἔχει τὰ ἴδια αἰσθήματα. 

«Σχεδὸν κάθε ἁμαρτία γίνεται γιὰ τὴν ἡδονή, κ᾿ ἡ τιμωρία της πάλι γίνεται μὲ κακοπάθηση καὶ μὲ θλίψη, ἢ μὲ θεληματικὴ μετάνοια γίνεται ἡ ἀναίρεσή της. 

Ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ, ποὺ δὲν θυμώνει, ποὺ δὲν μνησικακεῖ καταπάνω σ᾿ ὅποιον τὸν πείραξε, αὐτὸ δὲν σημαίνει πάντα πὼς ἔχει ἀγάπη μέσα γιὰ τὸν ἐχθρό του. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ ὅμως νὰ μὴν κάνη κακὸ ἀντὶ κακό, ὅπως λέγει ἡ ἐντολή. Ἀλλά, δὲν μπορεῖ νὰ κάνη καλὸ ἀντὶ κακό, δίχως νὰ βιάση τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδή, γιὰ νὰ ἔχη κανένας τὴ διάθεση νὰ κάνη καλὸ σὲ κείνους ποὺ τὸν μισοῦν, πρέπει νὰ ἔχη μέσα του τὴν τέλεια ἀγάπη. 

Ὅπως τὸ σῶμα, σὰν πεθάνη χωρίζεται ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ἔτσι κι᾿ ἡ ψυχή, σὰν βρεθῆ σὲ κείνη τὴν ὑψηλότατη κατάσταση τῆς προσευχῆς, πεθαίνει καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὰ νοήματα τοῦ κόσμου.Γιατί, ἂν δὲν πάθη ἕναν τέτοιον θάνατο, δὲν μπορεῖ νὰ βρεθῆ καὶ νὰ ζήση μὲ τὸ Θεό. Καλὴ εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ὑγεία, ἀλλὰ πολλοὶ ἄνθρωποι ὠφεληθήκανε ἀπὸ τὰ ἐνάντια. Γιατὶ στοὺς κακοὺς ἡ γνώση δὲν συντελεῖ στὸ καλό, τὸ ἴδιο κ᾿ ἡ ὑγεία, μήτε ὁ πλοῦτος, μήτε ἡ χαρά, γιατὶ δὲν τὰ μεταχειρίζουνται γιὰ τὸ ἀληθινὸ συμφέρον τους. Ἂν σταθῆς σὲ προσευχὴ καὶ νοιώσης μέσα σου κάποια χαρὰ ποὺ εἶναι πιὸ μεγάλη ἀπὸ κάθε ἄλλη, τότε βρῆκες τὴν ἀληθινὴ τὴν προσευχή. 

Σκιὰ θανάτου εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή. 

«Ἂν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι θεολόγος. Κι᾿ ἂν εἶσαι θεολόγος, προσεύχεσαι ἀληθινά. Τρία εἶναι τὰ αἴτια ποὺ ἀγαπᾶ τὰ χρήματα ὁ ἄνθρωπος, ἡ φιληδονία, ἡ κενοδοξία κ᾿ ἡ ἀπιστία. Κι᾿ ἀπὸ τἆλλα δυό, ἡ ἀπιστία εἶναι ἡ χειρότερη. Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα μέσα στὶς ψυχές μας, μὰ φανερώνουνται σὰν παρουσιασθοῦνε κάποιες περιστάσεις. 

«Τὸ «ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»,ποὺ ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, δὲν ἔχει, κατὰ τὴ γνώμη μου, χρονικὴ σημασία. Γιατὶ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, οὔτε θὰ ποῦνε: Νά, ἐδῶ εἶναι, ἢ ἐκεῖ. Ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ μὲ τὴ διάθεση ἐκείνων ποὺ εἶναι ἄξιοί της.Ἐπειδὴ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα μας, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο.


Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας, Ὕδωρ Ἀθανασίας
Φώτης Κόντογλου
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Τι είναι τα πάθη και πώς αρρωσταίνουν την ψυχή μας;

Το τι είναι πάθος ορίζει με θαυμάσιο τρόπο ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Πάθος εστί κίνησις ψυχής παρά φύσιν η επί φιλίαν άλογον η επί μίσος άκριτον η τινος η διά τι των αισθητών» 

1. Δηλαδή: Πάθος είναι η παρά φύσιν (μη φυσιολογική) κίνηση της ψυχής ή προς παράλογη αγάπη ή άκριτο μίσος ή για κάποιον (άνθρωπο) ή για κάποιο από τα αισθητά (πράγματα). Εξηγώντας ο ίδιος Άγιος τον ορισμό αυτό δίνει μερικά παραδείγματα και λέει ότι τα πάθη μας οδηγούν στο να επιθυμούμε πράγματα η πρόσωπα παράλογα, όπως: «βρώματος παρά τον καιρόν η παρά την χρείαν η γυναικός… της νομίμου. Και πάλιν, όταν οργιζώμεθα η λυπώμεθα παρά το εικός, οίον κατά του ατιμάσαντος η ζημιώσαντος»...

2. Και όταν οργιζόμαστε η λυπόμαστε παράλογα, όπως εναντίον κάποιου που μας πρόσβαλε η μας ζημίωσε.

Η λέξη «πάθος» προέρχεται από το ρήμα πάσχω. Επομένως, όταν κάποιος έχει ένα η περισσότερα πάθη, τότε πάσχει, υποφέρει! Ο εμπαθής άνθρωπος δεν είναι υγιής αλλά άρρωστος και έχει ανάγκη θεραπείας.

Ό ταν κάποιος αρρωστήσει σωματικά, θεραπεύεται κυρίως από τον γιατρό, τα φάρμακα, τη δίαιτα η και κάποιες ασκήσεις (π.χ. βάδισμα, κολύμβηση κ.λπ.) που ο γιατρός συνιστά, αλλά συνεργεί και ο ίδιος ο ασθενής. Πως; Πρώτα με την εμπιστοσύνη που δείχνει στο γιατρό. Έπειτα, με την ακριβή εφαρμογή των οδηγιών ως προς την λήψη των φαρμάκων και τη δίαιτα. Κατόπιν, με την αποφυγή βλαβερών συνηθειών (π.χ. του καπνίσματος), όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο και τέλος, την εφαρμογή των ασκήσεων.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση της θεραπείας της άρρωστης ψυχής. Το Άγιον Πνεύμα ενεργεί τη θεραπεία και ο ασθενής άνθρωπος συνεργεί. Πως; Πρώτα με την πλήρη εμπιστοσύνη στον «Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων ημών», τον Θεό. Έπειτα με την πιστή εφαρμογή της θεραπευτικής «συνταγής» του Ιατρού, που είναι οι εντολές του Θεού, όπως τις διατύπωσαν με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος οι ιεροί συγγραφείς της Αγίας Γραφής, τις ερμήνευσαν οι επίσης Θεοφώτιστοι Πατέρες, τις εφάρμοσαν στη ζωή τους και τις εδίδαξαν στον λαό του Θεού για τη θεραπεία και σωτηρία του.

Σ’ αυτή την προσπάθεια του ασθενούς πνευματικώς ανθρώπου, να συνεργήσει στην εκ μέρους του Θεού προσφερόμενη θεραπεία, ενυπάρχει η Άσκηση, στην οποία υπέβαλλαν ανέκαθεν τους εαυτούς τους όλοι οι συνειδητοί ορθόδοξοι χριστιανοί και εξαιρετικά οι Άγιοι και μάλιστα οι ερημίτες.

Οι απόλυτα αποφασισμένοι να θεραπευθούν και να φθάσουν στο «καθ’ ομοίωσιν» και τη θέα του Θεού (οι Άγιοι) «ηγούμενοι τα πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσωσιν» (Φιλιπ. γ΄, 8) έφθασαν σε απίστευτα ασκητικά κατορθώματα, εφαρμόζοντας πάλι το του Αποστόλου Παύλου «υπωπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι» (Α΄ Κορ. θ΄, 27).
Ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος και οι προσωπικές τους εμπειρίες τους έδωσαν τη δυνατότητα, ώστε οι Άγιοι Πατέρες να εφαρμόσουν και να διδάξουν τα μέσα θεραπείας των τριών δυνάμεων της ψυχής, που συνοπτικά είναι τα εξής:

1. Του Λογιστικού: Η αδιάκριτη Πίστη, η Μελέτη των Θείων Γραφών, η καθαρή και αδιάλειπτη Προσευχή, η Υπακοή και η Ταπείνωση.

2. Του Θυμικού: Η Αγάπη, η Ελεημοσύνη, η Ανεξικακία, η Υπομονή, το Μίσος προς την αμαρτία.

3. Του Επιθυμητικού: Η Νηστεία, η Εγκράτεια, η Αγρυπνία, οι Μετάνοιες (γονυκλισίες) και γενικώς η Σκληραγωγία.

Οι μοναχοί που επιζητούν την τελειότητα εφαρμόζουν για τη θεραπεία του τριμερούς της ψυχής το λεγόμενο «μοναχικό τρίπτυχο»: Υπακοή (αδιάκριτη στον ηγούμενο) για τη θεραπεία του Λογιστικού· Ακτημοσύνη (άρνηση κάθε υλικής ιδιοκτησίας) για τη θεραπεία του Θυμικού· Παρθενία (ισόβια εγκράτεια) για τη θεραπεία του Επιθυμητικού.

Για τους χριστιανούς που ζουν στον κόσμο ισχύει ο λόγος του Κυρίου «ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον αλλ’ οις δέδοται… Ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματθ. ιθ΄, 11-12). Είναι όμως για όλους, όσοι θέλουν να θεραπευθούν, απαραίτητο να έχουν υπακοή -όχι σε ηγούμενο- αλλά στο Ευαγγέλιο (όπως αυτό ερμηνεύεται από τους Αγίους Πατέρες) και στον προσωπικό τους πνευματικό πατέρα. Επίσης, αντί για πλήρη ακτημοσύνη, τίμια απόκτηση υλικών αγαθών για τη συντήρηση της οικογενείας τους, αλλά και τη θεραπεία των αναγκών του πτωχού συνανθρώπου. Τέλος, αντί της ισόβιας παρθενίας, εγκράτεια πλήρη μέχρι τον γάμο και σωφροσύνη μετά τον γάμο.

Ο σύγχρονος άνθρωπος μεγαλωμένος με τα ιδανικά του ευδαιμονισμού και του καταναλωτισμού, ακόμη κι αν είναι ορθόδοξος χριστιανός, βλέπει τα παραπάνω όχι ως μέσα Ασκήσεως για την απόκτηση και διατήρηση της ψυχικής υγείας, αλλά σαν δυσάρεστες καταστάσεις, που του στερούν την καλοπέρασή του. Γι’ αυτό αποφεύγει και αποδοκιμάζει κάθε μορφή Ασκήσεως είτε μέσα στον κόσμο είτε –πολύ περισσότερο- στη μοναχική πολιτεία.

Ο Κύριος, λίγο πριν το πάθος Του, μιλώντας στους μαθητές Του είπε ένα θαυμάσιο παράδειγμα: «Η γυνή όταν τίκτη λύπην έχει, ότι ήλθεν η ώρα αυτής· όταν δε γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον. Και υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε· πάλιν δε όψομαι υμάς (σ.σ. μετά την Ανάσταση) και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωαν. ιστ΄, 21-22).

Έτσι ακριβώς, για να γεννηθεί μέσα στην ψυχή η Χάρη του Αγίου Πνεύματος και απ’ αυτήν η υγεία της ψυχής, πρέπει να προηγηθούν οι ωδίνες του τοκετού. Πρέπει, δηλαδή, να προηγηθεί η Άσκηση, ο αγώνας για τη θεραπεία της ψυχής, που προϋποθέτει δάκρυα, ιδρώτα και αίμα (με τη μεταφορική σημασία της λέξεως). «Δος αίμα και λάβε Πνεύμα», λέγει χαρακτηριστικά ο Αββάς Λογγίνος.
Ο δε Απόστολος Παύλος τονίζει: «Οι δε (πιστοί μαθητές) του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις. Ει ζώμεν Πνεύματι, Πνεύματι και στοιχώμεν» (Γαλ. ε΄, 24-25).

Πηγές: "Φιλοκαλία, Τόμος Β΄, "Περί Αγάπης, Κεφαλαίων Εκατοντάς Β΄, ΙΣΤ΄".και "Όπου παραπάνω ΛΓ΄." -

Οποιος ἀγαπάει ἀληθινά τό Θεό, αὐτός ὁπωσδήποτε καί προσεύχεται ἀπερίσπαστα



Οποιος ἀγαπάει ἀληθινά τό Θεό, αὐτός ὁπωσδήποτε καί προσεύχεται ἀπερίσπαστα. Καί ὅποιος προσεύχεται ἀπερίσπαστα, αὐτός ἀγαπάει ἀληθινά τό Θεό. Ἀπερίσπαστα ὅμως δέν μπορεῖ νά προσευχηθεῖ ἐκεῖνος πού ἔχει τό νοῦ του προσηλωμένο σέ κάτι ἀπό τά ἐπίγεια.

Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού

Συκοφαντία, καθαρότητα ψυχής, φίλοι, περίθαλψη



Μικρή γεύση από την ασκητική εμπειρία του αγίου Μάξιμου του Ομολογητή, σχετικά με την αντιμετώπιση της συκοφαντίας και του συκοφάντη, με την καθαρότητα της ψυχής που έγκειται στην εφαρμογή των λόγων του Κυρίου, σχετικά με την αληθινή φιλία και την περίθαλψη.
Όλα αυτά περιστρέφονται, κατά τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή, γύρω από την αληθινή αγάπη του Θεού. Όλα τα κάνει για να μην εκπέσει από το σκοπό της αγάπης.«Όταν μας δουν οι δαίμονες να περιφρονούμε τα πράγματα του κόσμου, ώστε να μη μισούμε εξ αιτίας αυτών τους ανθρώπους και εκπέσουμε από την αγάπη, τότε παρακινούν άλλους να μας συκοφαντήσουν, ώστε, μη υποφέροντας την λύπη, να μισήσουμε εκείνους που μας συκοφάντησαν.

Δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από την συκοφαντία, είτε συκοφαντείτε κανείς για θέματα πίστεως, είτε για θέματα ηθικής, και κανένας δεν μπορεί να αδιαφορήσει γι’ αυτήν, παρά μόνο εκείνος που είναι προσηλωμένος στον Θεό, όπως η Σωσάννα, ο οποίος Θεός είναι ο μόνος που μπορεί να μας ελευθερώσει από τις δυσκολίες, όπως ακριβώς ελευθέρωσε και εκείνη, και να φανερώσει στους ανθρώπους την αλήθεια, όπως έκανε και στην περίπτωση εκείνης, και να παρηγορήσει την ψυχή με την ελπίδα.

Όσο περισσότερο προσεύχεσαι με όλη τη δύναμη της ψυχής σου για εκείνον που σε συκοφάντησε, τόσο περισσότερο και ο Θεός γνωρίζει την αλήθεια σε εκείνους που σκανδαλίσθηκαν.

Εκ φύσεως αγαθός είναι μόνο ο Θεός, και αγαθός με τη θέλησή του είναι μόνο εκείνος που μιμείται τον Θεό. Διότι ο σκοπός αυτού είναι να συνενώσει τους κακούς με τον εκ φύσεως αγαθό Θεό, για να γίνουν αγαθοί. Γι’ αυτό, ενώ κατηγορείται απ’ αυτούς, επαινεί αυτούς, ενώ διώκεται, δείχνει ανοχή, ενώ συκοφαντείται, μιλάει με καλοσύνη, και ενώ οδηγείται στο θάνατο, προσεύχεται γι’ αυτούς. Όλα τα κάνει για να μην εκπέσει από το σκοπό της αγάπης.

Οι εντολές του Κυρίου μας διδάσκουν να χρησιμοποιούμε σωστά τα κοινά πράγματα του κόσμου, η σωστή χρήση των πραγμάτων αυτών καθαρίζει την ψυχή από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, η καθαρή αυτή κατάσταση της ψυχής γεννάει την ορθή γνώση των πνευματικών εννοιών, η επίγνωση αυτή γεννάει την απάθεια, από την οποία γεννιέται η τέλεια αγάπη.

Δεν έχει ακόμη την απάθεια εκείνος που εξ αιτίας κάποιου πειρασμού δεν μπορεί να παραβλέψει το ελάττωμα του φίλου του, είτε αυτό είναι πραγματικά ελάττωμα, είτε θεωρείται σαν ελάττωμα. Διότι ταρασσόμενα τα πάθη που υπάρχουν μέσα στην ψυχή τυφλώνουν τον νου και δεν τον αφήνουν να δει το φως της αλήθειας, ούτε να ξεχωρίσει το καλό από το κακό. Επομένως ο άνθρωπος αυτός δεν απέκτησε ούτε την τέλεια αγάπη, που απομακρύνει το φόβο της κρίσεως.

Φίλου πιστού δεν υπάρχει αντάλλαγμα. Επειδή θεωρεί δικές του τις συμφορές του φίλου και υποφέρει μαζί με αυτόν κακοπαθώντας μέχρι θανάτου.

Υπάρχουν πολλοί φίλοι, αλλά κατά τον καιρό της ευτυχίας, κατά τον καιρό όμως των δοκιμασιών μόλις και μετά δυσκολίας θα μπορέσεις να βρεις ένα.

Τον κάθε άνθρωπο πρέπει να τον αγαπάμε μέσα από την ψυχή μας, αλλά πρέπει να αναθέτουμε την ελπίδα μόνο στο Θεό και να τον υπηρετούμε με όλη τη δύναμή μας. Διότι, εφόσον αυτός μας συντηρεί, και οι φίλοι τότε θα μας φροντίζουν, και όλοι οι εχθροί θα είναι ανίσχυροι απέναντί μας».

Απόσπασμα από τα ‘’Κεφάλαια περί αγάπης’’, του αγίου Μάξιμου του Ομολογητή, Φ. ΕΠΕ 14, σελ. 345- 347

Ο ΠΟΝΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ



Ο άνθρωπος παρά τον τιτάνιο αγώνα του με στόχο την αποφυγή η την εκμηδένιση του πόνου, καταλήγει σε εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Όσο επιζητεί κανείς τη χαρά, βρίσκει τη θλίψη, κι εκεί που νομίζει πως κρύβεται η ευτυχία, συναντά και συμπορεύεται με τη δυστυχία, χωρίς να το καταλάβει, βρίσκεται παγιδευμένος μέσα σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο, σ’ ένα φαύλο κύκλο αυτοκαταστροφής, που τον οδηγεί γλυκά και ανεπαίσθητα στον αιώνιο θάνατο. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, ο πόνος είναι μόνιμος σύντροφος μας. 
Είναι η σκιά της ύπαρξης μας, σε κάθε μας βήμα, από την πρώτη μέχρι την έσχατη στιγμή της ζωής μας. Όλοι μας ανεξαιρέτως σηκώνουμε ο καθένας μας το δικό του προσωπικό του Σταυρό κι η ζωή μας όλη δίκαια ονομάζεται «Κοιλάδα του Κλαυθμώνος».
Στις κρίσιμες ώρες δυστυχώς, κλονίζεται η λιγοστή μας πίστη και η λογικά επαναστατεί «Γιατί Θεέ μου; 
Γιατί; Γιατί τόσος πόνος; 
Τι Σου έχω κάνει; 
Μα δεν υπάρχεις; 
Πού είναι η αγάπη Σου; 
Γιατί να υποφέρω; 
Γιατί σ' εμένα;» 
Αυτά όμως τα ερωτήματα μπήγονται σαν καρφιά στην καρδιά του ανθρώπου που δεν γνώρισε το Χριστό και την πληγώνουν.
Τίποτε άλλο, λένε οι Άγιοι, δεν πολλαπλασιάζει τις θλίψεις και δεν μαγνητίζει τους πειρασμούς, όσο ο γογγυσμός, μεμψιμοιρία, η γκρίνια και η αγανάκτηση κατά του Θεού, που οφείλονται στην έλλειψη σωστών πνευματικών γνώσεων και στην λανθασμένη πνευματική τοποθέτηση – ενώ αντίθετα, τίποτε άλλο δεν τους εκμηδενίζει, όσο η ευχαριστία, η δοξολογία και η αποδοχή των δοκιμασιών με καρτερία και υπομονή, που απορρέει από την προσωπική μας σχέση με τον Χριστό. 
Πρέπει να νοιώσουμε τον λόγο του Κυρίου μας «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τόν κόσμον»
Ακόμη ο πόνος των Αγίων για τα πλάσματα του Θεού δεν είναι μια βουδιστικού τύπου αδρανής συμπάθεια, αλλά ενεργητική συμμετοχή στον πόνο του αδερφού. Αναφέρει το Γεροντικό ότι ο Αββάς Αγάθων ζητούσε να βρει ένα λεπρό να του δώσει το δικό του υγιές σώμα και να λάβει το άρρωστο σώμα εκείνου.
Ο Άγιος Μάρκος ο Ασκητής τονίζει πως η υπομο­νή στους πόνους των θλίψεων δίνει αληθινή γνώση και μεγάλη ωφέλεια και πως η υπομο­νή στους πόνους των θλίψεων δίνει αληθινή γνώση και μεγάλη ωφέλεια. Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος συνεχίζοντας λέγει πως αυτή η υπομονή στους πειρασμούς θα στε­φθεί από χαρά, στην οποία προκαταβολικά πρέπει να ελπίζουμε κατά την αδιάψευστη εντολή του Κυρίου και πως η υπομονή στους πειρασμούς θα στε­φθεί από χαρά, στην οποία προκαταβολικά πρέπει να ελπίζουμε κατά την αδιάψευστη εντολή του Κυρίου. 

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει «Πολλές φορές ο Θεός επιτρέπει τον πόνο στη ζωή μας για να εμβαθύνομε στο αληθινό και ουσιώδες νόημά της και να μάθουμε να απορρίπτουμε τα δευτερεύοντα και επουσιώδη».

O Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει: «Τίποτε δεν αποδιώχνει την πονηρία και τις μικρότητες, όπως ο πόνος και η αρρώστια, γιατί καταφέρνουν να μαζέψουν το νου του ανθρώπου που σκορπίζεται στα υλικά και εφάμαρτα πράγματα και να τον στρέψουν προς τον εαυτό του και σε τελευταία ανάλυση, να τον οδηγήσουν προς το Θεό του». 

Ο Άγιος Διάδοχος, Επίσκοπος Φωτικής, αναφέρει στις γραφές του ένα λόγο παρηγορητικό: «Ο υπομείνας χρόνιον ασθένειαν αγογγύστως ως μάρτυς παραλειφθήσεται». Αυτός, λέγει, που έχει μία χρόνια και ανίατη ασθένεια και την υπομένει στο κρεβάτι του πόνου δίχως να γογγύζει, αυτόν θα τον παραλάβει ο Κύριος κοντά Του ως μεγαλομάρτυρα, για να έχει όμως κανείς μεγάλη καρτερικότητα και υπομονή να μη γογγύζει, ασφαλώς θα πρέπει να πιστεύει θερμά στον Θεό και να προσεύχεται ταπεινά. 

Κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η προσευχή δεν είναι απλά μία νοητική ενέργεια που απευθύνεται έκτακτα στον Θεό, είναι πράξη καρδιακής καθάρσεως, στην οποία μετέχει όλος ο άνθρωπος.

Ο πόνος πάντοτε παραμένει ένα μυστήριο, συνυφασμένο με το απροσμέτρητο βάθος της ελευθερίας του ανθρώπου. Τώρα, σχετικά μόνον «και εκ μέρους» μας αποκαλύπτεται το μυστήριο αυτό. Όταν διανοιχθούν οι οφθαλμοί μας, τότε καθαρώτερα «οψόμεθα». Ας σταθούμε με σεβασμό, προσευχή και αδελφική αγάπη και κατανόηση στο πλευρό κάθε πονεμένου αδελφού μας και ας παρακαλέσουμε τον Εσταυρωμένο μας Κύριο να μας δώσει Χάρη, φωτισμό και δύναμη να αντιμετωπίσουμε σωστά όποιους πόνους επιτρέψει η αγάπη Του να περάσουμε στην επίγεια ζωή μας, ενώ πορευόμαστε προς τον Oυρανό.

Άγγελος Ασημινάκης

Πῶς θά γίνεις σωστός καί δίκαιος;




Ἄν θέλῃς νἆσαι σωστός καί δίκαιος ἄνθρωπος, πρέπει νά φροντίζῃς καί γιά τά δύο μέρη τῆς ὑπάρξεώς σου, τήν ψυχήν σου δηλαδή καί τό σῶμα σου, ἀνάλογα μέ τήν ἀξίαν πού ἔχει τό καθένα.
Καί τίς μέν λογικές ἀνάγκες τῆς ψυχῆς σου νά τίς ἱκανοποιῇς μέ μελέτες, μέ πνευματικές θεωρίες, καί μέ προσευχές. Τίς βουλητικές, μέ τήν ἀγάπη τήν Χριστιανική, πού ἀντιμάχεται στίς ἔχθρες καί στά μίση, τίς ἐπιθυμητικές, μέ τήν ἐγκράτεια καί μέ τή σωφροσύνη.
Κατά τούς Ἁγίους Πατέρες: ἡ ψυχή περιβάλλει τό σῶμα!
Καί στό κορμί σου νά δίνῃς τή σκεπή, τά φορέματα καί τή διατροφή πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τή συντήρησή του. Ὁ νοῦς μας τότε μονάχα μᾶς κυβερνᾶ καλά, ὅταν ἔχῃ ὑποτάξει τά πάθη, κι ὅταν κάθε του ἐνέργεια εἶναι συνετή, πρεπούμενη καί σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅπως ἡ ὑγεία καί ἡ ἀρρώστεια ἀφοροῦν τό σῶμα, καί τό φῶς καί τό σκοτάδι τά μάτια, ἔτσι καί ἡ ἀρετή καί ἡ κακία ἀποβλέπουν στήν ψυχή μας, καί ἡ γνώση καί ἡ ἀμάθεια στό νοῦ μας. 
Ἄς προσέχωμε λοιπόν νά μή δίνωμε ὅλη μας τήν προσοχήν στό σῶμα μας μονάχα, ἀλλά νά φροντίζουμε γι' αὐτό, τόσο μόνον ὅσο πρέπει, καί νά στρέφωμε ὅλη μας τήν προσοχή πρός τό ἐσωτερικό μας κόσμο. Αὐτός πού δέν ξέρει νά κάνῃ πενυματικήν ἐκτίμηση τῆς ζωῆς, δέν ἀγωνίζεται νά χαλινοκρατῇ τίς ἐπιθυμίες του καί μονάχα γιά τή σάρκα του φροντίζει. 
Καί ἤ εἶναι γαστρίμαργος ἤ ἀκόλαστος, ἤ παραδίδεται στή θλίψη καί στό θυμό, ἤ εἶναι μνησίκακος κι ἀπ' αὐτά θολώνεται καί σκοτίζεται ὁ νοῦς του. 
Ἤ καί παραδίδεται σέ ὑπερβολικές σκληραγωγίες καί ἄσκηση, πού τοῦ συσκοτίζει τή διάνοια.
Ἡ Ἁγία Γραφή δέν μᾶς ἀπαγορεύει τίποτε ἀπό τά καλά τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τιμωρεῖ τήν ἀκράτεια καί τήν ὑπερολή· καί διορθώνει καί ἐλέγχει τήν ἀλογιστία. Δέν μᾶς ἐμποδίζει π.χ. νά τρῶμε· οὔτε νἄχωμε χρήματα καί νά τά μεταχειροζώμαστε ὄπως πρέπει. Μᾶς ἀπαγορεύει ὅμως νά εἴμαστε λαίμαργοι καί φιλάργυροι καί ὅλα τά τέτοια. Οὔτε καί μᾶς ἀπαγορεύει νά σκεπτώμαστε γι' αὐτά· γιατί γι' αὐτό τἄπλασε, ἀλλά νά μήν ἀφοσιωνόμαστε μέ ἐμπάθεια σ' αὐτά. Καί οἰ ἐντολές τοῦ Κυρίου εἶναι νά κάνωμε λογική χρήσι γιά τό κάθε τί, καί ν' ἀκολουθοῦμε τήν μέσην ὁδόν. Καί ὅταν κάνωμεν αὐτό, ὁ νοῦς μας ἔχει διαύγεια. Καί ἡ διαύγεια αὐτή τοῦ νοῦ γεννᾶ τήν διάκρισιν.

Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ἔκδοσις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Θεῖος Ἔρως


Ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει, συνειδητοποιεῖται καί ἰσχυροποιεῖται, παράλληλα μέ τή γνώση καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως μιά σπίθα ἀνάβει φωτιές κι οἱ φωτιές φουντώνουν, κατά παρόμοιο τρόπο καί ἡ θεία τούτη ἀγάπη στήν ἀνθρώπινη καρδιά, γίνεται ἔρωτας θεῖος καί φλογερός πού θερμαίνει,καί ταυτόχρονα μεταγγίζει μιά ἐσωτερική καί ἄρρητη μυστική τοῦ Χριστοῦ εὐωδία.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής λέγει:"Τό θεῖον οἱ θεολόγοι, ποτέ μέν ἔρωτα, ποτέ δέ ἀγάπην, ποτέ δέ ἐραστόν καί ἀγαπητόν καλοῦσι". Ἐκεῖνοι πού μελετοῦν καί γνωρίζουν τό νόμο τοῦ Θεοῦ κι ἡ καρδιά τους εἶναι δοσμένη στό Θεό, τοῦτο τό ἀντικείμενο τῆς προσκόλλησής τους στό "θεῖο", ἄλλοτε τό λένε ἔρωτα, ἄλλοτε ἀγάπη καί ἄλλοτε "ἐραστόν", δηλαδή, ἄξιο νά τό ἀγαπήσεις.
Γιαυτό καί ὁ Ἰησοῦς εἶναι ταυτόχρονα καί θεῖος ἔρωτας, ἀλλά καί ἐραστής. Ἀγάπησε τόν κόσμο σέ ἄπειρο βαθμό, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ζητᾶ τήν ἀγάπη μας.
Μιλώντας κάποτε στούς μαθητές Του, τούς εἶπε: «Ἐάν ἀγαπᾶτε με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε» (Ἰω. ΙΔ´ 15). Τόν δέ Πέτρο τρεῖς φορές τό ρώτησε μετά τήν Ἀνάσταση: "Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με;... Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾶς με;... Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; Δηλαδή, μέ ἀγαπᾶς μ᾽ ὅλη σου τήν ψυχή;
Ὁ Θεός ἦταν, εἶναι καί θά εἶναι, ἡ μεγαλύτερη καί βαθύτερη ὑπαρξιακή ἀπόλαυση.
Ὁ Ἰησοῦς -μεταφορικά- εἶναι ὁ "κεκρυμμένος θησαυρός" καί ὁ "πολύτιμος μαργαρίτης". Μονάχα τό Σταυρό σάν ἀτενίζεις, συγκλονίζεσαι ὁλόκληρος. «Ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται», γράφει στίς ἐπιστολές του ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος. Αὐτός πού μέ ἀγάπησε καί Τόν ἀγάπησα, ὁ μέγας καί θεῖος Ἔρωτας τῆς ζωῆς μου, ἀνέβηκε στό Σταυρό γιά μένα καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Ἔχυσε τό πανάγιο Αἷμα Του, γιά νά μᾶς χαρίσει τή λύτρωση.
Τό ὑπέροχο βιβλίο "Μίμηση τοῦ Χριστοῦ" γράφει: «Ὁ Κύριος εἶναι τό πᾶν γιά μένα. Τί μπορῶ πιό πολύ νά ἐπιθυμήσω, καί ποιά εὐτυχία μεγαλύτερη νά ποθήσω; Ὅταν εἶσαι κοντά μου, Κύριε, ὅλα εἶναι θελκτικά καί ὄμορφα, ἐάν ὅμως δέ σέ νιώθω κοντά μου, ὅλα εἶναι ἐνοχλητικά». Συμπληρώνοντας τίς σκέψεις του γιά τό θεῖο ἔρωτα, ὁ μέγας τῆςὈρθοδοξίας θεολόγος, ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, προσθέτει:«Ἔστι δέ καί ἐκστατικός ὁ θεῖος ἔρως, οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τούς ἐραστάς, ἀλλά τῶν ἐρωμένων».
Ὁ θεῖος ἔρωτας, δηλαδή, εἶναι καί ἐκστατικός, μή ἐπιτρέποντας στούς ἐραστές νά ἀνήκουν στούς ἑαυτούς τους, ἀλλά σ᾽ ἐκείνους πού ἀγαποῦν. Παράδειγμα, λέγει, «Παῦλος ὁ Μέγας, ἐν κατοχῇ τοῦ θείου γεγονώς ἔρωτος καί τῆς ἐκστατικῆς δυνάμεως, ἐνθέῳ στόματι, ἔλεγε: “Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός” (Γαλ.Β´20)».
Ὁ ἐκστατικός θεῖος ἔρωτας, εἶναι, κατά κάποιο τρόπο, ἡ ἀπορρόφηση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ἀπό τή θεία παρουσία.Ἤ ὁ ὑπέρτατος θαυμασμός τοῦ θείου μεγαλείου. Τό ἐρώτημα εἶναι: Πόσο ἀγαποῦμε τόν Κύριο;

 Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου
Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φυλ. 1994, 18 Ὀκτωβρίου 2013



http://anavaseis.blogspot.gr

Αυτό πού συμβαίνει σήμερα με την περιφρόνηση τής Αγίας Κοινωνίας είναι φοβερό!

Σπανίως, καί ειδικώς στά χωριά, να δείς ανθρώπους να πλησιάζουν το Άγιο Ποτήριο. Θα έλεγε κανείς ότι τό φοβούνται λές καί μέσα του βρίσκεται δραστικό δηλητήριο καί όχι ο ίδιος ο Χριστός πού μεταδίδει ζωή, χαρά, καί υγεία...
Ηλικιωμένοι καί μεσήλικες, γέροντες καί γριούλες, μέ το ένα πόδι στόν τάφο πού αύριο μπορεί να φύγουν από την ζωή αυτή παραμένουν γιά δεκάδες χρόνια ανεξομολόγητοι καί ακοινώνητοι περιμένοντας το δρεπάνι τού χάρου πού θα δώσει τέλος στήν επίγεια παρουσία τους...
Άλλοι πάλι, δέν πατάνε ποτέ στόν ιερό χώρο περιμένοντας να τούς πάνε οί συγκεκριμένοι "τέσσαρες" σηκωτούς στήν Εκκλησία καί μετά στόν τάφο, είς κρίμα καί είς κατάκριμα καί είς Κόλαση αιώνιο...

Στά πρῶτα Χριστιανικά χρόνια τῶν διωγμῶν καί τῶν κατακομβῶν, οἱ χριστιανοί ἦσαν ἀληθινό χρυσάφι. Ὅσο περνοῦσαν όμως τά χρόνια, ἔχαναν αυτή τήν πνευματική τους λαμπρότητα καί θερμότητα, λόγῳ τῆς ἐκκοσμίκευσης καί τῆς χαλάρωσης τῶν ἰδεῶν καί τῆς χριστιανικῆς τους Πίστης. 
Αὐτό συμβαίνει καί θά συμβαίνει πάντοτε, παρά τίς ἀποστολικές προτροπές: «Μή συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν» (Ρωμ. ΙΒ´ 2), καί «μή γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις» (Β´ Κορ. Στ´ 14).
Τή χλιαρότητα τῆς Πίστης τήν καταδικάζει ὁ Κύριος, μέ τό γνωστό καί σκληρό λόγο τῆς Ἀποκάλυψης, πού ἀπευθύνεται στόν ἄγγελο, δηλαδή τόν ἐπίσκοπο Λαοδικείας: «οἶδά σου τὰ ἔργα… ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου» (Ἀπ. Γ´ 15-16). 
Οἱ χλιαροί καί ἀδιάφοροι εἶναι χειρότεροι καί ἀπ᾽ τούς ἄπιστους καί τούς ἄθεους. 
Ὅσοι χωρίς κανένα λόγο δέν ἐκκλησιάζονται καί δέ λειτουργοῦνται, θεωροῦνται ἀφορισμένοι. Ἤ μᾶλλον, εἶναι αὐτοαφορισμένοι. Οἰ ἴδιοι ἀποκόβουν τόν ἑαυτό τους ἀπ᾽ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, δέν ὑπάρχει γι᾽ αὐτούς σωτηρία.
Ἴσως ἐρωτήσει κάποιος: Γιατί δέν ὑπάρχει σωτηρία; 
Ἡ ἀπάντηση: Ἀφοῦ θεληματικά οὔτε προσεύχονται μέ τούς ἀδελφούς τους, οὔτε παρίστανται στό μέγα Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί προπάντων, οὔτε κοινωνοῦν τοῦ παναχράντου Σώματος καί τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀποκλείονται τῆς σωτηρίας, σύμφωνα μάλιστα, μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου: 
«Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς» ( Ἰω. Στ´ 53). 
Αὐτό ἀκριβῶς θέλει καί ἐπιδιώκει ὁ διάβολος: Τήν αἰώνια καταδίκη τοῦ ἀνθρώπου.

Πολύ σημαντικά τά ὅσα γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ διάβολος καί ἐχθρός ἐστι τοῦ Θεοῦ, καί ἐκδικητής. Πείθων ἡμῶν τήν προαίρεσιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, προκρίνειν τά πρόσκαιρα… Οὐδέν γάρ οὕτω φίλον τῷ διαβόλῳ καθέστηκεν, ὡς ἄνθρωπος τιμωρούμενος».
Ὁ διάβολος εἶναι ἐχθρός καί τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Ἰδιαίτερη ὅμως εἶναι ἡ χαρά του, νά βλέπει τόν ἄνθρωπο νά τιμωρεῖται. Κι ἡ παγίδα πού τοῦ στήνει, λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος, εἶναι ἡ προσπάθειά του νά τόν κάμει ν’ ἀγαπήσει καί προτιμήσει τά πρόσκαιρα παρά τά οὐράνια. 
Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει καί ν᾽ ἀναπτυχθεῖ ὀρθόδοξη πνευματική ζωή, χωρίς ἐκκλησιασμό (Θεία Λειτουργία) καί Κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Νά προσέξουν ἰδιαίτερα οἱ γονεῖς καί οἱ ἐκπαιδευτικοί, τά παιδιά. Κλειστά τά αὐτιά στίς σειρῆνες τοῦ κακοῦ καί τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Οἱ δαίμονες τοῦ σκότους ἑτοιμάζουν τόν Ἀντίχριστο. Ὅπου καί νά ῾ναι, ἔρχεται! 
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία συμβολίζεται καί παρομοιάζεται μέ τήν Κιβωτό τοῦ Νῶε. Ἄλλοι σώζονται καί ἄλλοι καταποντίζονται καί πνίγονται. 


Μιχαὴλ Ε. Μιχαηλίδη, Θεολόγου
Ὀρθόδοξος Τύπος άρ. φύλ. 1983, 12 Ἰουλίου 2013

Οι άγιοι, το παράδειγμά μας



«Ας μετανοήσουμε λοιπόν γνήσια, για να ελευθερωθούμε από τα πάθη και να επιτύχουμε την άφεση των αμαρτιών. Ας περιφρονήσουμε τα πρόσκαιρα, για να μην μαχόμαστε για αυτά με τους ανθρώπους και παραβούμε την εντολή της αγάπης, και εκπέσουμε από την αγάπη του Θεού. Ας περπατούμε κατά το Πνεύμα, και ας μην εκτελούμε την επιθυμία της σαρκός.

Ας αγρυπνούμε, ας καθαριστούμε, ας αποβάλλουμε λοιπόν τον ύπνο της πνευματικής τεμπελιάς. Ας γίνουμε ζηλωτές των αγίων αθλητών του Κυρίου· ας μιμηθούμε τους αγώνες τους ξεχνώντας τα παλιά, και αποβλέποντας στα μέλλοντα. Ας μιμηθούμε τον ακατάπαυστο δρόμο τους, την ζέουσα προθυμία, την προσμονή της εγκράτειας, τον αγιασμό που φέρει η σωφροσύνη, την γενναιότητα της υπομονής, την ανοχή της μακροθυμίας, τον οίκτο της συμπάθειας, την ηρεμία της πραότητας, την θερμότητα του ζήλου, το ανυπόκριτο της αγάπης, το ύψος της ταπεινοφροσύνης, την απλότητα της ακτημοσύνης, την ανδρεία, την καλοσύνη, την επιείκεια.

Μην υπερηφανευόμαστε στις ηδονές, μην υπερηφανευόμαστε με λογισμούς, μην μολύνουμε την συνείδηση, να διώκουμε την ειρήνη και τον αγιασμό, χωρίς του οποίου κανείς δεν θα δει τον Κύριο. Και με αυτά θα φύγουμε από τον κόσμο, αδελφοί, και από τον κοσμοκράτορα. Ας εγκαταλείψουμε την σάρκα και τα σαρκικά. Ας ανατρέξουμε στους ουρανούς, εκεί θα έχουμε το πολίτευμα.

Ας μιμηθούμε τον θείο Απόστολο, ας κατανοήσουμε τον Αρχηγό της ζωής, ας απολαύσουμε την πηγή της ζωής. Ας χορέψουμε με τους αγγέλους, μαζί με τους αρχαγγέλους ας υμνήσουμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, στον οποίο είναι η δόξα και η εξουσία μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, τώρα και για πάντα, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν».

(Λόγοι ασκητικοί, άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής)





ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΜΟΝΑΧΟΙ ΓΡΑΦΟΥΝ:

ΠΩΣ ΘΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΔΥΣΚΟΛΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ



Εἶναι ἕνας χαρακτηρισμὸς ποὺ καὶ παλιὰ ἔδιναν οἱ ἄνθρωποι στὴν ἐποχή τους ἀναπολώντας τὰ περασμένα. Δὲν εἶναι ὅμως ἀρκετός, πιστεύουμε, γιὰ νὰ ἐκφράση τὴν σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα. Τὰ γεγονόντα αὐτὰ καθεαυτά, ἡ μεταξύ τους σχέση, ἡ σύγκλιση, ἡ ἔκταση καὶ ἡ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ἐξελίσσονται ἀναγκάζουν πολλοὺς νὰ τὴν δοῦν ὡς ἀποκαλυπτική. Ἡ προχωρημένη καὶ γενικευμένη κρίση ποὺ ἐπικρατεῖ σὲ ὅλα τὰ πεδία -εἶναι περιττὸ νὰ τὰ ἀπαριθμήσουμε- δὲν ἔχει αἴτια οἰκονομικά, πολιτικά, ἀλλὰ πνευματικὰ καὶ φανερώνει ὅτι πίσω ἀπὸ τοὺς ὁρατοὺς κρύβεται ὁ ἀόρατος ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὸς ὅμως δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα, ἱκανότερο βέβαια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνη τὸ κακό, ὡς πνεῦμα πονηρό, ἀδύναμο ὅμως ἐμπρὸς στὸν Δημιουργὸ καὶ Κτίστη τῶν ἁπάντων.
Γι’ αὐτό, καὶ ἂν τὸν συναντήση μὲς στὸν ἄνθρωπο, φεύγει μακριὰ καὶ τὰ σχεδιά του ματαιώνονται. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ ἁλώσει ἰδιαίτερα τὶς ὀρθόδοξες χῶρες, ὥστε, καὶ ἂν αὐτὲς εἶναι μικρὲς καὶ ἀδύναμες σὰν τὴν Ἑλλάδα μας. Τὸν φοβίζουν ὅσο τίποτε ἄλλο οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ λαοὶ ποὺ ἔχουν μέσα τους Χριστό, γι’ αὐτό, στὴν ὕστατη προσπάθειά του νὰ ἀπομακρύνει τὴ Χάρη ποὺ ἔλαβαν μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρίσμα, ἔχει ἐπιστρατεύσει ὅλη του τὴν πονηρὶα καὶ τοὺς πιὸ ἔμπιστους συνεργάτες του.
Μὴν παρασυρθοῦμε ὡστόσο ἀπὸ τὰ κατορθώματα ποὺ ἔχει νὰ ἐπιδείξη στὴν ἐποχή μας καὶ τὸν θεωρήσουμε κυρίαρχο τῶν πάντων. Ὁ μόνος Δυνατὸς, ὁ Παντοκράτωρ εἶναι μαζί μας, μέσα μας, ὅταν βέβαια τὸν ἀκολουθοῦμε ἀπαρνούμενοι τὸν ἑαυτό μας καὶ γινόμαστε μέλη ζωντανὰ τοῦ Σώματός του, τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα, ἂν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὸ παράδειγμά Του νὰ γινόμαστε μέτοχοι τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Του Πνεύματος ἡ ὁποία ἀνασταίνει τὶς ψυχὲς ἀπὸ τώρα καὶ θὰ δοξάση τὰ ἀναστημένα σώματα στὴν Δευτέρα Παρουσία Του. Ἐμεῖς ἀδικήσαμε τὸν ἑαυτό μας, λησμονώντας τὴν ὕψιστη αὐτὴ τιμὴ ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνη ἄνθρωπος, ὥστε νὰ μᾶς δώση τὴν δυνατότητα νὰ γίνουμε ἐμεῖς θεοὶ κατὰ Χάριν.
Ἂν ἀναλογιστοῦμε αὐτὲς τὶς ἀλήθειες θὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι αἴτιοι τοῦ κακοῦ καὶ εἰδικά τῆς σημερινῆς κατάστασης εἴμαστε ἐμεῖς ἐφ’ ὅσον μποροῦμε νὰ τὰ ἀποτρέψουμε μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ δὲν τὸ κάνουμε. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ βασικὴ εὐθύνη δὲν ἀνήκει τόσο στὸν εἰσηγητὴ τῆς κακίας ὅσο σὲ ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε τὴν δύναμη καὶ δὲν τὴν ἐνεργοποιοῦμε.
Ἀκοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην (ἀρετή) αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα (τὰ γήινα) προστεθήσεται ὑμίν» καὶ ὡς χριστιανοὶ τὸ δεχόμαστε, ἀλλὰ μόνο στὴν θεωρία. Στὴν καθημερινὴ ζωὴ τὸ πρωταρχικὸ ἐνδιαφέρον μας ἔχει μεταφερθῆ ἀπὸ τὸν οὐρανό, «ὅπου ὑπάρχει τὸ πολίτευμά μας» ἡ ἀληθινὴ πατρίδα μας, σὲ τούτη ἐδῶ τὴν γῆ στὴν ὁποία μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς μὲ ἀποκλειστικὸ σκοπὸ νὰ προετοιμασθοῦμε γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
«Οὐδεὶς ἀναβέβηκε εἰς τὸν οὐρανὸν μετὰ ἀνέσεως» μᾶς λέει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὸ στόμα τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ ὅλων τῶν ἁγίων της. Ἐμεῖς θεωροῦμε τὴν ἄνεση ὡς αὐτονόητο δικαίωμα καὶ τὴν ἐπιδιώκουμε μὲ κάθε τρόπο καὶ χωρὶς καμμία συστολή. Ἔτσι ὅμως καλλιεργοῦμε ἀντὶ νὰ καταπολεμήσουμε τὴν φιλαυτία μας καὶ προετοιμάζουμε τὴν ψυχή μας νὰ ἀναζητήση καὶ νὰ δεχθῆ τὴν ἁμαρτία. Αὐτὴ εἶναι ποὺ ἀπομακρύνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νεκρώνει ἔτσι τὴν ψυχή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μᾶς βρίσκουν ὅλα τὰ κακά, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ καὶ στὴν ζωὴ αὐτὴ καὶ στὴν αἰώνια. Δὲν ἁμαρτάνει βέβαια ὅποιος χρησιμοποιεῖ εὐχαριστιακὰ καὶ ἀπολαμβάνει ἔννομα τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μᾶς τὰ ἔδωσε γιὰ νὰ ἀναγώμεθα σ’αὐτόν. Ἁμαρτωλὰ δὲν εἶναι κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ τὰ γήινα ἀγαθά, ἀλλὰ ἡ ἐμπαθὴς προσκόλληση σὲ αὐτά. Αὐτὴ εἶναι ἀκριβῶς ἡ μεγάλη πτώση μας γι’αὐτὸ καὶ τώρα ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ τὰ πάρουν στὰ χέρια τους καὶ νὰ μᾶς τὰ στεροῦν οἱ ἐχθροί του, μήπως συνέλθουμε ἀπὸ τὴν ἀχαριστία μας καὶ καταλάβουμε ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ. Ἀλλὰ αὐτὴ δὲν θὰ εἶναι καὶ ἡ ἔσχατη πτώση; Τὸ ὅτι θὰ προτιμήσουν οἱ πολλοὶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς ὑποσχεθῆ ὅτι θὰ τοὺς ἐξασφαλίση τὰ γήινα ἀγαθὰ ἀδιαφορώντας γιὰ τὰ οὐράνια καὶ πνευματικὰ καὶ κωφεύοντας στὴν ὁλοκάθαρη καὶ πατρικὴ φωνὴ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία τους βεβαιώνει μέσα ἀπὸ τὶς Ἅγιες Γραφὲς ὅτι στὴν μέλλουσα ζωὴ θὰ πᾶνε μαζὶ μ’ αὐτὸν ποὺ ἀκολούθησαν στὴν παρούσα.
Ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶ ἡ ψυχὴ μας εἶναι ἀδύνατον νὰ μᾶς τὸ χαρίση ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ Αὐτὸν ὁ ὁποῖος μᾶς ἔπλασε ἀλλὰ καὶ μᾶς ἀνέπλασε μὲ τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Δικαιοῦται ὡστόσο νὰ εἶναι, καθὼς λέει ὁ ἴδιος, Θεὸς ζηλότυπος καὶ θέλει νὰ Τὸν ἀγαποῦμε ὅπως μᾶς Ἀγαπᾶ Αὐτός, μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά. «Υἱέ μου, δός μοι σὴν καρδίαν» μᾶς παραγγέλλει στὴν Π.Διαθήκη καὶ «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου» στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ ὡς πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.
Ἂς ἐπιστρέψουμε λοιπὸν μὲ τὴν μετάνοια στὴν ἀγκαλιά Του παρακαλώντας Τον νὰ μᾶς δώση τὴν διάθεση νὰ Τὸν ἀναζητήσουμε, νὰ θέλουμε νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε καὶ αὐτὸ νὰ γίνει τὸ πρῶτο μέλημα τῆς ζωῆς μας. Ἂς φροντίσουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ πλῆθος καὶ τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτιῶν μας καὶ μὴ δικαιολογοῦμε συνεχῶς τὸν ἑαυτό μας. Ὅπως δὲν ὠφέλησε τοὺς πρωτοπλὰστους ἡ δικαιολογία καὶ ἡ μετάθεση τῆς εὐθύνης, ἔτσι καί μᾶς. Δὲν θὰ εἶχε ὁ νοητὸς ὄφις οὔτε οἱ συνανθρωποί μας τὴν δυνατότητα νὰ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό, ἂν ἐμεῖς εἴχαμε μείνει πιστοὶ στὴν Πατρική Του ἀγάπη καὶ εἴχαμε ἐκτιμήσει τὰ δῶρα του.
Ὡς Πατέρας φιλόστοργος δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ, ἀλλὰ περιμένει μὲ μακροθυμία τὴν μετανοιά μας.Ὅλα αὐτὰ ποὺ σήμερα συμβαίνουν στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο, στὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ καὶ στὸ παγκόσμιο προσκήνιο μᾶς κρούουν τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου. «Ὥρα ἡμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι» κατὰ τὸν Ἀπόστολο. Ἂν τώρα δὲν ξυπνήσουμε, σὲ λίγο θὰ εἶναι πολὺ ἀργά. Ὁ ὕπνος θὰ γίνη λήθαργος καὶ νάρκη. Ἡ κακομοιριὰ στὴν ὁποία καταδικάσαμε τὸν ἑαυτό μας δὲν ἁρμόζει στὶς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καὶ μάλιστα σὲ Ὀρθόδοξους Ἕλληνες. Δὲν μᾶς χάρισε ὁ Ὕψιστος Θεὸς τὴν ὕπαρξη σὰν μία παρένθεση μέσα στὴν ἀνυπαρξία, ὥστε νὰ κυλιώμαστε στὰ γήινα, μάταια ἢ ἁμαρτωλά.Ὅποιος δὲν φοβᾶται τὸν Κτίστη τῶν ἁπάντων φοβᾶται καὶ ὑποδουλώνεται στὰ κτὶσματά Του, ἀλλὰ καὶ ἀντιστρόφως. Μή μᾶς κυριεύση λοιπὸν ἡ ἡττοπάθεια, ὡς πρόσωπα καὶ ὡς ἔθνος καὶ ὑποκύπτουμε στὶς ἐπιβουλὲς τῶν ὁρατῶν καὶ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν. Μᾶς ἔφεραν πρὸ ἀλλεπάλληλων τετελεσμένων γεγονότων ποὺ κανένας μας δὲν θέλει καὶ ὅμως τὰ ἀποδεχόμαστε μοιρολατρικὰ καὶ σχεδὸν ἀδιαμαρτύρητα. Ἐδῶ ποὺ φθάσαμε εἶναι πλέον ἀδύνατον, ἀνθρωπίνως, νὰ ἐπανέλθουμε στὴν ὁμαλότητα, τὴν λογική, τὴν χαρά, τὴν ἑνότητα, τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλευθερία. Ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βγάλη ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο καὶ νὰ μᾶς χαρίση ὅλα τὰ καλὰ εἶναι ὁ Χριστός μας, τὸν ὁποῖο παραγκωνίσαμε καὶ βάλαμε στὴν θέση του, στὸ κέντρο τῆς ζωῆς τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἑαυτό μας. Καὶ θὰ τὸ κάνη ἂν μετανοήσουμε ἔμπρακτα καὶ τοῦ ἀναθέσουμε «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν» ἀπὸ τὶς σωστικὲς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας Του Μητρὸς καὶ Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ τοῦ γένους τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ προσβάλη τὸ πλάσμα ποὺ τίμησε μὲ τὸ κατ’εἰκόνα Του γι’ αὐτό, σεβόμενος τὸ αὐτεξούσιο ποὺ ἄλλοι πασχίζουν τώρα νὰ μᾶς στερήσουν, θέλει τὴν συγκατάθεσή μας. Ἂν παρ’ ὅλα ταῦτα ἐμεῖς δὲν ταπεινωθοῦμε, ἀλλὰ προτιμήσουμε νὰ αὐτονομηθοῦμε ὁριστικὰ ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο καὶ Παντοδύναμο τὸν Κυριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τότε κι αὐτὸς ἀναγκαστικὰ θὰ μᾶς ἐγκαταλείψη καὶ οὐσιαστικὰ θὰ χάσουμε τὴν ἐπίγεια πατρίδα μας. Ὅποιος ὅμως ξεχωρίσει ἀπὸ τὴν μᾶζα καὶ Τὸν ἀκολουθήσει, θὰ ἔχη τὴν δυνατότητα νὰ κερδίσει τὴν οὐράνια πατρίδα τὴν ὁποία ἐπόθησε καὶ προσδοκᾶ. Καὶ ἂν ὁ Κύριός μας δῆ νὰ ἀλλάζουμε ὁμαδικὰ πορεὶα νὰ μετανοοῦμε σὰν τοὺς Νινευΐτες, μπορεῖ μὲ ἕνα νεῦμα νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν Του, νὰ εὐλογήσει καὶ πάλι τὴν Ἑλλάδα μας καὶ τὶς ψυχὲς νὰ σώσει.
Ἂς ἀγωνιστοῦμε λοιπὸν νὰ ἑλκύσουμε τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Θεὸ καὶ μεταξὺ τους, ὥστε νὰ ἐπικρατήσει ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὁμόνοια, ὅπως στὸν οὐρανὸ ἔτσι στὴν Ἑλλάδα μας, στοὺς Ὀρθοδόξους λαοὺς -καὶ ποιὸς δὲν τὸ εὔχεται- σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Ἱερὸν Κελλίον Μπουραζέρη Ἁγ. Νικολάου, για την «Ενωμένη Ρωμηοσύνη»