.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Όσιος Εφραίμ ο Σύρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ιωνάς και Νινευίτες

Πρόλογος

ΓΝΩΣΤΗ στους περισσότερους είναι η ιστορία τού προφήτη Ιωνά΄ γνωστή και χαριτωμένη και διδακτική. Για τον προφήτη, εκτός από το επεισόδιο που περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, τίποτε άλλο δεν γνωρίζουμε, παρά μόνο ότι ήταν γιός τού Αμαθεί, από τη φυλή Ζαβουλών, και έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Ιωνάς παίρνει από το Θεό εντολή να πάει στη Νινευή, τη μεγάλη πρωτεύουσα του ασσυριακού κράτους, και να κηρύξει μετάνοια στους κατοίκους της. Αυτός όμως δεν υπακούει, αλλά φεύγει με πλοίο για την ισπανική πόλη Θαρσίς (την Ταρτησσό των Ελλήνων). Στη διάρκεια του ταξιδιού σηκώνεται με θεία βουλή φοβερή τρικυμία. Οι ναυτικοί, μετά από κλήρωση, ρίχνουν σαν ένοχο στη θάλασσα τον Ιωνά, που τον καταπίνει ένα τεράστιο ψάρι. Μέσα στην κοιλιά του ο προφήτης προσεύχεται τρία μερόνυχτα στο Θεό, ο οποίος προστάζει το κήτος να τον ξεράσει στη στεριά. Μετά απ’ αυτό ο προφήτης υπακούει στη θεϊκή εντολή, πηγαίνει στη Νινευή και αναγγέλλει την καταστροφή της, που αποτρέπεται όμως με τη βαθειά μετάνοια των κατοίκων της. Ο προφήτης λυπάται για τη σωτηρία της, αλλά παίρνει το κατάλληλο δίδαγμα από τον Κύριο.
Στο περιστατικό αυτό είναι αφιερωμένος ένας συγκλονιστικός λόγος τού κατανυκτικότατου οσίου Εφραίμ του Σύρου. Ένας λόγος με καυτή επικαιρότητα, μια και ολόκληρη η ανθρωπότητα ζει σήμερα στην κατάσταση της Νινευή: Σε κατάσταση ανταρσίας απέναντι στο Θεό και το νόμο Του.

Αλλά ο καρπός τής ανταρσίας και της αμαρτίας είναι ο θάνατος. Στο θάνατο οδηγούσε τότε τον Ιωνά η παρακοή του. Στο θάνατο οδηγούσε επίσης την κοσμοκράτειρα Νινευή το πλήθος των αμαρτιών της. Στο θάνατο όμως, με μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά βεβαιότητα, οδηγούμαστε κι εμείς σήμερα. Η γη μας βρίσκεται αντιμέτωπη με τις απειλές ποικίλων καθολικών καταστροφών, όπως είναι, ενδεικτικά, το πυρηνικό ολοκαύτωμα και η οικολογική φθορά καταστροφών, που έχουν ως κύρια αιτία τη γενική αποστασία μας από το Θεό.
Ας ξυπνήσουμε όλοι οι σύγχρονοι Νινευΐτες από την πνευματική μας νάρκη και ας ετοιμαστούμε. Ας ακούσουμε τη φωνή τού Ιωνά και του οσίου Εφραίμ. Γιατί δεν ξέρουμε τη μέρα και την ώρα, που θα έρθει ο Κύριος να κάνει την κρίση Του και να ζητήσει λόγο για τα έργα μας. Ο ίδιος μας προειδοποίησε: «Οι κάτοικοι της Νινευή θ’ αναστηθούν την ημέρα τής Κρίσεως μαζί με τη σημερινή γενεά και θα την καταδικάσουν, γιατί εκείνοι μετανόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά, ενώ τώρα το κήρυγμα της μετάνοιας σας το κάνω εγώ ο ίδιος, που είμαι πολύ ανώτερος από τον Ιωνά»(Ματθ. 12:41) -και αλίμονο σ’ εκείνους που δεν θα το ακούσουν...

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Ιωνάς και Νινευίτες

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ιωνάς, αφού σώθηκε από τα δόντια τού κήτους και βγήκε από τη θάλασσα, άρχισε να κηρύσσει στους κατοίκους τής Νινευή, που ήταν ειδωλολάτρες. Αρχισε να τους κηρύσσει μετάνοια, όπως τον είχε προστάξει ο Θεός. Τους συμβούλευε να μετανοήσουν, γιατί αλλιώς σε τρεις μέρες η μεγάλη πόλη Νινευή θα καταστρεφόταν!

Το φοβερό προφητικό κήρυγμα ξάφνιασε τους Νινευίτες. Κατατρόμαξε την κυρίαρχη εκείνη πολιτεία, τη συγκλόνισε απ’ άκρη σ' άκρη. Κομμάτιασε τις καρδιές και του λαού και των αρχόντων, γιατί κατέστρεφε την πόλη τους και κάθε τους ελπίδα.

Ακουσαν την προφητική φωνή οι βασιλιάδες και ταράχθηκαν. Τόσο ταπεινώθηκαν, που πέταξαν τα στέμματά τους και πόθησαν τη μετάνοια.

Την άκουσαν οι άρχοντες, και θορυβήθηκαν. Έβγαλαν τα λαμπρά φορέματά τους κι έβαλαν τρίχινα και ταπεινά.

Την άκουσαν οι γεροντότεροι, κι έχωσαν από συντριβή τα κεφάλια τους μες στη στάχτη.

Την άκουσαν οι πλούσιοι, κι αμέσως άνοιξαν τους θησαυρούς τους στους φτωχούς.

Την άκουσαν οι δανειστές, και ξέσχισαν αμέσως τα γραμμάτιά τους.

Την άκουσαν οι οφειλέτες, κι έτρεξαν να ξοφλήσουν τα χρέη τους.

Την άκουσαν οι κλέφτες, κι έδιναν πίσω βιαστικά τα κλοπιμαία στους δικαιούχους.

Την άκουσαν όμως και οι δικαιούχοι, και προσποιούνταν πως τα κλεμμένα δεν ήτανε δικά τους, αφήνοντάς τα όλα στους κλέφτες.

Την άκουσαν οι φονιάδες, και εξομολογούνταν τα εγκλήματά τους, καταφρονώντας πια το φόβο τών δικαστών.

Την άκουσαν όμως και οι δικαστές, και τους συγχώρεσαν, γιατί μέσα σ’ εκείνη την απερίγραπτη συγκίνηση κανείς δεν είχε τη δύναμη να δικάσει.

Την άκουσαν οι αμαρτωλοί, και εξομολογήθηκαν τις κακές τους πράξεις.

Την άκουσαν οι δούλοι, κι έγιναν με το παραπάνω τίμιοι απέναντι στους αφέντες τους.

Την άκουσαν οι πλούσιοι και οι επίσημοι, και έριξαν την έπαρσή τους.

Κοντολογίς, άρχισε ο καθένας να φροντίζει για τη σωτηρία του και να παρακαλεί το Θεό. Δεν υπήρχε πια κανείς που να θέλει το κακό τού άλλου. Όλοι τώρα είχαν ένα μονάχα πόθο: Πώς να κερδίσουν την ψυχή τους. Και όλοι έσπερναν φιλανθρωπία για να θερίσουν τη συγχώρηση!

Ο προφήτης Ιωνάς στάλθηκε σαν γιατρός στη Νινευή. Και ο γιατρός ανοίγει τις πληγές και τις καθαρίζει με φάρμακα στυπτικά.

Σαν νυστέρι χρησιμοποίησε τη φοβερή φωνή του. Δεν τους κάλεσε να μετανοήσουν. Τους έκλεισε τελείως τη θύρα τής ελπίδας, για να φοβηθούν και να σταματήσουν τα κακά, που γεννούν τις ψυχικές αρρώστιες. Γιατί η χάρη τού Θεού δεν έστειλε τον Ιωνά στην πόλη για να την καταστρέψει, μα για να τη μεταστρέψει.

Ακουσε λοιπόν η Νινευή την προειδοποίησή του, και με νηστείες και προσευχές επέστρεψε στο σωστό δρόμο τής ζωής, δείχνοντας πόσα κατορθώνει η καταφυγή στο Θεό. Γιατί αυτή άλλαξε την από­φασή Του.

Σταμάτησαν τα πολυτελή δείπνα των αρχόντων... Αλλά τί λέω; Αφού τα βρέφη τους έπαψαν να θηλάζουν, ποιός θά ’ταν εκείνος που θ’ αναζητούσε την απόλαυση των νόστιμων φαγητών; Αφού στα ζώα τους δεν έδιναν νερό, ποιός απ’ αυτούς θα έπινε κρασί; Αφού ο βασιλιάς φόρεσε τρίχινο σάκκο, ποιός θα ντυνόταν με πολύτιμη φορεσιά; Αφού έβλεπαν τις γυναίκες τού δρόμου να σωφρονούν, ποιός θα έκανε γάμο ή θα πάντρευε τα παιδιά του; Αφού οι ακατάστατοι συμμαζεύονταν από το φόβο, από ποιό στόμα θά ’βγαινε γέλιο; Αφού όλοι έκλαιγαν και πενθούσαν, ποιός θα διασκέδαζε; Αφού οι κλέφτες αυτοτιμωρούνταν για τις κλοπές τους, πού θα βρισκόταν καταχραστής; Αφού η πόλη χανόταν, ποιός θα φύλαγε το σπίτι του;

Το χρυσάφι ήταν ριγμένο καταγής, και όλοι το περιφρονούσαν. Ανοιχτά ήταν τα θησαυροφυλάκια, και κανείς δεν τα πλησίαζε. Οι ακόλαστοι έκλειναν τα μάτια τους, για να μη δουν με πόθο τις ομορφιές τών γυναικών. Και οι γυναίκες κρύβονταν για να μη σκανδαλίζουν τους άνδρες.

Ο καθένας κοίταζε να ωφελήσει τον διπλανό του και να ωφεληθεί κι ο ίδιος, για να σωθούν στο τέλος όλοι. Ο καθένας παρακινούσε τον άλλο σε προσευχή και εξομολόγηση. Ο καθένας πρόσεχε να μην αμαρτήσει κανείς τους. Έτσι ολόκληρη η πόλη έγινε σαν ένα σώμα. Δεν προσευχόταν εκεί κανένας να σωθεί μονάχος του, αλλά ικέτευε για τη σωτηρία όλων. Γιατί όλοι, σαν ένας άνθρωπος, κινδύνευαν απ' τον αφανισμό και την καταστροφή. Οι δίκαιοι παρακαλούσαν για τους αμαρτωλούς. Και οι αμαρτωλοί φώναζαν στο Θεό ν’ ακούσει τους δικαίους.

Συμμάζεψε το νου σου, αδελφέ μου, και δες πως όλοι μαζί ζούσαν μέσα σε βαρύ πένθος. Το σπαραξικάρδιο κλάμα των νηπίων έκανε όλη την πόλη να οδύρεται. Το ξεφωνητό των παιδιών ξέσχιζε τις καρδιές των γονιών. Οι γέροι μαδούσαν τα μαλλιά τους. Κι οι νέοι, βλέποντάς τους, θρηνολογούσαν με κραυγές. Γιατί όλοι έβλεπαν να πεθαίνουν μαζί την ίδια στιγμή, θάβοντας ο ένας τον άλλο.

Πρωί και βράδυ μετρούσαν τις ημέρες που απόμεναν από την προθεσμία του Ιωνά... Αλλη μια μέρα πέρασε! Ελάχιστες είχαν ακόμα! Πλησίαζε η καταστροφή!

Τα παιδιά ρωτούσαν τους πατεράδες με δάκρυα: "Πέστε μας, ποιά είν' η ώρα που ο Εβραίος όρισε να κατεβούμε όλοι μαζί ζωντανοί στον άδη; Πότε θ’ αφανιστεί η ωραία μας πόλη; Ποιά είν’ η μέρα τής καταστροφής μας;”. Κι οι πατεράδες, με κόπο συγκρατώντας το κλάμα τους, για να μην απελπίσουν τα παιδιά τους και τα στείλουν στον τάφο μια ώρα αρχύτερα, τους έλεγαν παρηγορητικά: “Μη φοβάστε, αγαπημένα μας. Έχετε θάρρος. Ο Κύριος είναι πολύ φιλάνθρωπος. Δεν θα εξαφανίσει το πλάσμα Του. Αν ένας ζωγράφος φροντίζει και συντηρεί με κάθε επιμέλεια την άψυχη εικόνα που φιλοτεχνεί, δεν θα φυλάξει ο Κύριος την έμψυχη και λογική εικόνα Του; Όχι, δεν θα καταστραφεί η πόλη μας! Απλά ο προφήτης, με την απειλή, μας καλεί σε μετάνοια. Εσείς, παιδιά μας, πόσες φορές φάγατε ξύλο από μάς; Είδατε την ωφέλεια της φοβέρας; Με την τιμωρία γίνατε πιο σοφοί και συνετοί. Σαν πατέρας λοιπόν και ο φιλάνθρωπος Θεός σηκώνει το ραβδί Του, για να φοβίσει και να σωφρονίσει τους γιούς Του. Παιδεύει μα δεν θανατώνει. Συνετίζει και οδηγεί στη μετάνοια... Παρηγορηθείτε, παιδιά, και σταματήστε να κλαίτε. Δεν θ’ αφανιστεί η πόλη μας...”.

Και να που οι Νινευίτες, παρηγορώντας με τέτοια λόγια τα παιδιά τους, προφήτευαν χωρίς να το θέλουν. Έγιναν αληθινοί προφήτες. Η μετάνοια τους έκανε προφήτες. Εκείνοι, ωστόσο, δεν το ήξεραν. Γι’ αυτό και δεν σταμάτησαν να κλαίνε και να πενθούν. Με αυστηρή νηστεία και με αδιάκοπες προσευχέςπερνούσαν τις λίγες μέρες τής προθεσμίας ως την καταστροφή, που τους είχε αναγγείλει ο προφήτης.

Βγήκε ο βασιλιάς απ’ το παλάτι του, και η πόλη ολόκληρη ζάρωσε από το φόβο της, βλέποντάς τον ντυμένο με τρίχινο σάκκο. Είδε κι ό βασιλιάς την πόλη βυθισμένη στο θρήνο, και βούρκωσαν τα μάτια του. Έκλαψε η πόλη για το βασιλιά, όταν είδε τη συντριβή του. Έκλαψε κι ο βασιλιάς για την πόλη, όταν είδε το πένθος της. Κι ήταν τόσο το κλάμα, τόσος ο οδυρμός του, που έκανε και τις πέτρες να ραγίζουν.

Αν τώρα παραβάλουμε τη μετάνοια των Νινευϊτών με τη δική μας, αυτή μοιάζει με όνειρο και σκιά, που φεύγει και χάνεται γρήγορα. Ποιός από μας προσευχήθηκε έτσι; Ποιός παρακάλεσε με τέτοιο τρόπο; Ποιός ταπεινώθηκε τόσο αφάνταστα ενώπιον του Θεού; Ποιός έβγαλε από πάνω του τις φανερές και κρυφές του πράξεις; Ποιός, στο άκουσμα μιας απλής φωνής, μετανόησε τόσο πολύ για τις αμαρτίες του, που ένιωσε την καρδιά του να ραγίζει από την πολλή συντριβή; Ποιός άκουσε ένα λόγο και θόλωσε ο νους του; Ποιός άκουσε μιαν απειλή και στερέωσε μέσα του τη μνήμη τού θανάτου; Ποιός αντίκρυσε με τη μετάνοια μπροστά του τον φιλάν­θρωπο Θεό;

Όλοι μαζί λοιπόν πενθούσαν, γιατί όλοι άκουσαν πως οι μέρες τους τελείωναν μια για πάντα. Ζωντανή κλήθηκε όλη η πόλη να κατεβεί στον άδη!

Ο βασιλιάς συγκέντρωσε το στρατό του κι άρχισε με δάκρυα στα μάτια να τους λέει:

“Σε πόσους πολέμους νίκησα! Και πόσες φορές δοξαστήκατε κι εσείς μαζί μου, πολεμώντας γενναία εναντίον τών εχθρών! Τώρα όμως δεν έχουμε να κάνουμε συνηθισμένο πόλεμο. Νικήσαμε πολλά έθνη και λαούς, μα σε τούτη την περίσταση κινδυνεύουμε να νικηθούμε από έναν άσημο Εβραίο! Η βροντερή φωνή μας τρόμαξε στρατηγούς και βασιλιάδες, και τώρα η φωνή αυτού του ασήμαντου ανθρώπου μάς προξενεί τόση φρίκη! Εμείς ερημώσαμε τόσες πόλεις, και τώρα μέσα στη δική μας πόλη κυριαρχεί ένας ξένος!

"Η Νινευή, η μάνα τών γιγάντων, έπεσε σε τέτοια ταραχή μέσα στα ίδια της τα τείχη από την παρουσία ενός Εβραίου! Στην οικουμένη ολόκληρη βρυχιόταν η φοβερή λέαινα, η Νινευή. Και τώρα ένας Ιωνάς βρυχιέται εναντίον της!

"Ας μην αδρανήσουμε, φίλοι μου, στη δύσκολη αυτή στιγμή, ούτε και να χαθούμε σαν άνανδροι και δειλοί. Γιατί όποιος υπομένει με ανδρεία τον πειρασμό, κερδίζει δυο πράγματα: Και όσο ζει δοξάζεται, και αφού πεθάνει επαινείται σαν ανδρείος και γενναίος αθλητής. Ας δυναμώσουμε λοιπόν και ας αντισταθούμε γενναία. Ας αγωνιστούμε μ’ όλη μας τη δύναμη. Έτσι, κι αν δεν νικήσουμε, ας πεθάνουμε ηρωικά, αφήνοντας πίσω μας δοξασμένο όνομα.

"Έχουμε ακούσει, πως η δικαιοκρισία τού Θεού απειλεί τους κακούς και τους οδηγεί σε συναίσθηση, ενώ η φιλανθρωπία Του χαρίζει σωτηρία. Ας φοβηθούμε λοιπόν τη δικαιοκρισία Του και ας αυξήσουμε την ευσπλαχνία Του. Αν εξιλεωθεί η δικαιοκρισία τού Θεού, το πλήθος των οικτιρμών Του θα είναι μαζί μας.

"Ας μην καταφρονήσουμε τον Ιωνά. Ας μην παρακολουθούμε το κήρυγμά του επιπόλαια. Μπροστά σε όλους τον ρώτησα επανειλημμένα, για να δοκιμαστούν τα λόγια του. Τον κολάκεψα, μα δεν τον έπεισα. Τον φοβέρισα, μα δεν τον έκανα να δειλιάσει.

Του πρόσφερα πλούτη, αλλά με περιγέλασε. Τον απείλησα με το σπαθί, και το ειρωνεύτηκε. Ούτε οι απειλές ούτε τα δώρα χαλάρωσαν το φρόνημά του.

”Ο λόγος του έγινε για μας καθρέφτης. Είδαμε να κατοικεί μέσα του ο Θεός και ν’ απειλεί τις πονηρές πράξεις μας. Ήρθε σ’ εμάς σαν ένας ευσυνείδητος γιατρός, που λέει πάντα στον άρρωστο την αλήθεια. Δεν διστάζει να πει ότι χρειάζεται χειρουργική επέμβαση.

"Ποιός θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ψεύτη αυτόν που προφητεύει συμφορά; Αν ήταν ψεύτης, θα μας μιλούσε διπλωματικά και με επιφανειακή ευγένεια. Αν διαλαλούσε πως θα έχουμε νίκες και ειρήνη, τότε θα τον υποπτευόμασταν σαν κάποιον αισχροκερδή, που προφητεύει δήθεν καλά για μας, αποβλέποντας σε δώρα και απολαυές. Αυτός εδώ όμως ούτε λίγο ψωμάκι δεν δέχεται από τα χέρια μας. Νηστεύει και προσεύχεται. Ίσως φιλοδοξεί να καταστραφεί η πόλη μας, για να μη διαψευσθεί το κήρυγμά του. Ε λοιπόν, κι εμείς με νηστεία και προσευχή ας του εναντιωθούμε, γιατί δεν είν' εκείνος που αμάρτησε, αλλά εμείς.

"Την πόλη μας, φίλοι μου, δεν την καταστρέφει ο προφήτης. Την καταστρέφουν τα άνομα έργα μας. Εχθρός μας δεν είν' ο Ιωνάς. Έχουμε άλλον εχθρό, αόρατο, πανούργο. Μ' αυτόν πρέπει να πολεμήσουμε γενναία. Έχουμε ακούσει για τ’ αγωνίσματα του δίκαιου Ιώβ. Γνωστή είναι η δοκιμασία του, που κήρυξε σαν σάλπιγγα σ’ όλη την οικουμένη τη νίκη του εναντίον τού διαβόλου. Αν λοιπόν ο διάβολος πολε­μάει τόσο σκληρά τους δικαίους, πόσο θα πολεμήσει άραγε εμάς, τους αμαρτωλούς;

"Εμείς νικήσαμε βασιλιάδες στον πόλεμο. Ας νικήσουμε τώρα το σατανά με τη μετάνοιά μας. Εμπρός, ας αναμετρηθούμε μαζί του! Βγάλτε τους θώρακες και βάλτε σάκκους τρίχινους! Πετάξτε τα τόξα και τρέξτε στις προσευχές! Αφήστε τα σπαθιά κι αρπάξτε την πίστη! Σπάστε τα βέλη και πιάστε τη νηστεία!...

”Αν νικήσουμε το σατανά, θα είν’ η νίκη μας η μεγαλύτερη απ’ όλες μέχρι τώρα. Και όπως έμπαινα εγώ πρώτος στους άλλους πολέμους, έτσι και σε τούτον τώρα μπαίνω πρώτος”.

Μ’ αυτά τα λόγια, πέταξαν τους χιτώνες τους οι στρατιωτικοί κι έβαλαν σάκκους, όπως ο βασιλιάς. Κι ήταν ντυμένοι όλοι τώρα ταπεινά, αυτοί που πάντα ήταν λαμπροφορεμένοι.

Σκόρπισε κήρυκες ο βασιλιάς, που καλούσαν όλη την πόλη σε μετάνοια, φωνάζοντας: “Να εγκαταλείψει ο καθένας την κακία του, για να μην πληγωθεί και σκοτωθεί σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο άρπαγας να επιστρέψει αυτά που άρπαξε. Ο άσωτος να σωφρονιστεί. Ο οργίλος να γίνει πράος. Κανένας να μη μνησικακεί. Κανένας να μην καταριέται. Κανένας να μην κακοκαρδίζει ούτε να κακολογεί τον άλλον. Αν εμείς συγχωρέσουμε τα σφάλματα των συνανθρώπων μας, τότε και ο Θεός θα συγχωρέσει τα δικά μας σφάλματα. Εμπρός λοιπόν, ας οπλιστούμε με νηστείες και προσευχές κι ας αγωνιστούμε όλοι μαζί με ανδρεία και γενναιότητα για τη σωτηρία μας”.

Με το διάγγελμα αυτό ο βασιλιάς έφερε στο λαό του την αγάπη, την πίστη και την ελπίδα, που έχουν πολλή δύναμη και προσφέρουν ανακούφιση και χαρά.

Έτσι ο γιός τού γενναίου γίγαντα Νεβρώδ εγκατέλειψε τα κυνήγια και, αντί γι’ άγρια ζώα, άρχισε να κυνηγάει και να χτυπάει τα πάθη του. Αντί για αγρίμια, έσφαξε τις αισχρές αμαρτίες. Αφήνοντας τα έξω θηρία, πολεμούσε την πονηριά που είχε μέσα του. Κατεβαίνοντας από το καταστόλιστο άρμα του, τριγυρνούσε με τα πόδια στην πόλη και καλούσε όλους σε μετάνοια. Απ’ άκρη σ’ άκρη διέσχιζε τη Νινευή και πάσχιζε να την καθαρίσει απ’ τη βρωμιά τής αμαρτίας.

Βλέπει ο Ιωνάς αυτή την απίστευτη μετάνοια και τα χάνει. Θαυμάζει τουςΝινευΐτες και ταυτόχρονα πενθεί για τους Ισραηλίτες. Είδε τους απογόνους τής Χαναάν να δικαιώνονται με την πίστη, και τους απογόνους τού Αβραάμ να έχουν προδώσει το Θεό. Είδε τη Νινευή να μετανοεί πικρά, και τη Σιών να πορνεύει με μανία. Είδε αμαρτωλές τής Νινευή να σωφρονούν, και θυγατέρες τού Ιακώβ να ασωτεύουν. Είδε στη Νι­νευή ψεύτες να κηρύσσουν την αλήθεια, και στη Σιών ψευδοπροφήτες να παρασύρουν με δόλο το λαό στην ειδωλολατρία. Στη Νινευή τα είδωλα γκρεμίστηκαν στα φανερά, ενώ στην Ιερουσαλήμ λατρεύονταν στα κρυφά. Η Νινευή έγινε ναός και εκκλησία τού Θεού, ενώ των Ιεροσολύμων ο ναός κατάντησε σπήλαιο ληστών.

Βλέπει ο Ιωνάς τους Νινευΐτες να είναι πιο μυαλωμένοι και θεοσεβείς. Κι ενώ ο ίδιος με την απειλή του τους έκοβε την ελπίδα, η νηστεία τους την πολλαπλασίαζε και τους υποσχόταν ζωή. Βλέπει ο προφήτης τη μετάνοια και φοβάται μήπως βγει ψεύτικο το κήρυγμά του. Αυτός μετράει τις μέρες και τις νύχτες ως την καταστροφή, ενώ οι Νινευΐτες μετρούν τις αμαρτίες τους. Στέκονται στο στόμα τού θανά­του και τρέμοντας χτυπούν τις πύλες τού άδη, περιμένοντας τη δίκαιη οργή τού Θεού, μα δεν παύουν να ελπίζουν και στο άπειρο έλεός Του. Αισθάνονται πως ο Θεός είναι πολυέλεος και δείχνει την αγάπη και την ευσπλαχνία Του σ' όσους μετανοούν. Νιώθουν πως ο προφήτης είναι σκληρός, ενώ ο Θεός φιλάνθρωπος. Γι’ αυτό αφήνουν τον σκληρό και καταφεύγουν στον Εύσπλαχνο. Σ’ Εκείνον, που σηκώνει το ραβδί Του για να φοβερίσει και όχι για να συντρίψει, για να παιδαγωγήσει και όχι για να θανατώσει.

Συνέχεια λοιπόν νήστευαν και αδιάκοπα παρακαλούσαν. Δεν στέγνωσαν τα μάτια τους απ’ της μεταμέλειας τα δάκρυα. Δεν κουράστηκε η γλώσσα τους να εκλιπαρεί το θείο έλεος. Με τη μετάνοια έδεσαν τη νηστεία και με τη νηστεία την καθαρότητα και τη σωφροσύνη.

Όταν η χάρη τού Θεού είδε αυτά τα πράγματα, σπλαχνίστηκε τους Νινευΐτες κι έστειλε πάνω τους τη δροσιά τής ζωής και της συμπάθειάς Του. Γιατί ο Κύριος, ως φιλάνθρωπος και αγαθός και μακρόθυμος που είναι, δεν θέλει το θάνατο του αμαρτωλού, αλλά την επιστροφή και τη μετάνοια και τη σωτηρία του.

Έφτασε όμως και η μέρα τής γενικής καταστροφής τους. Και γέμισε κλάματα η πολιτεία. Το χώμα τής γης από την πλημμύρα των δακρύων είχε γίνει σαν πλίθρα.

Σήκωσαν οι πατεράδες τα παιδιά τους, για να θρηνήσουν μαζί τον πικρό τους θάνατο. Γέροντες και γερόντισσες πήγαν να κλάψουν στους τάφους, όπου κανένας δεν υπήρχε ούτε για να θάψει ούτε για να θαφτεί. Οι θρηνητικές κραυγές όλων υψώθηκαν ως τους ουρανούς. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο με αγωνία: “Ποιά νά ’ναι η ώρα, που όρισε ο Θεός να κατεβούμε όλοι μαζί στον άδη; Με ποιό τρόπο θα έρθει ο θάνατος;...”.

Κόντευε να βραδιάσει. Στάθηκαν οι Νινευΐτες στη θέση τού θανάτου και, κρατώντας ο ένας το χέρι τού άλλου, θρηνούσαν όλοι για όλους.

Αναρωτιόντουσαν, σε ποιά στιγμή θ’ ακουγόταν η φωνή τού εξολοθρεμού τους. Νόμιζαν πως το βράδυ θα καταστρεφόταν η πόλη. Περίεργο, όμως! Έφτασε το βράδυ, και δεν είχαν πάθει τίποτα. Ύστερα νόμισαν ότι τη νύχτα θα παραδοθούν στο χάος. Μα και η νύχτα πέρασε, και πάλι τίποτα! Περίμεναν, τέλος, πως θα χαθούν εξάπαντος το πρωί. Να, όμως, που το πρωί ήρθε, και το κακό δεν έγινε!...

Ε, τώρα πια όλα άλλαξαν! Την ώρα που νόμιζαν πως δεν θα υπάρχουν, η ελπίδα τους έγινε βεβαιότητα και η βεβαιότητα χαρά. Η ατμόσφαιρα, από σκυθρωπή, έγινε λαμπρή και γιορταστική. Όλοι μαζί, με συγγενείς και φίλους, δεν ήξεραν πώς να εκφράσουν τη χαρά τους, πώς να δοξάσουν το Θεό, που τους ελέησε, που δέχτηκε τη μετάνοιά τους.

Ο Ιωνάς στεκόταν και παρακολουθούσε από μακριά, γεμάτος φόβο μην αποδειχθεί ψεύτης. Μα η προσδοκία του δεν πραγματοποιήθηκε. Γιατί ο αγαθός Θεός, βλέποντας τα δάκρυα της μετάνοιας των Νινευϊτών, τους σπλαχνίστηκε και ξαναζωντάνεψε τη νεκρή πόλη. Γιατί, αν και δεν είχαν πεθάνει, όμως, με το να περιμένουν έναν τόσο σύντομο και κακό θάνατο, είχαν γίνει σαν νεκροί.

Τώρα τους ζωοποίησαν η ελπίδα κι η χαρά, γιατί είδαν τη θεϊκή οργή να έχει μεταβληθεί σε έλεος. Γονάτισαν λοιπόν σε προσευχή και, με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, ευχαριστούσαν το Θεό, που τους έσωσε απροσδόκητα από το θάνατο και με την ευσπλαχνία Του τους χάρισε τη ζωή.

Ο Ιωνάς όμως, βλέποντας ότι, με το να σωθούν οι Νινευΐτες, βγήκε ψεύτης, ήταν υπερβολικά λυπημένος. Όταν τον είδαν σ’ αυτή την κατάσταση, άρχισαν να τον καλοπιάνουν και να του λένε: “Μη λυπάσαι, Ιωνά. Να χαίρεσαι, γιατί εξαιτίας σου βρήκαμε καινούργια ζωή. Εξαιτίας σου γνωρίσαμε το Θεό, τον πλάστη και δημιουργό μας. Μη φοβάσαι, δεν φάνηκες ψεύτης, γιατί καταστράφηκε η κακία μας και οικοδομήθηκε η πίστη μας. Με την υπόδειξή σου βρήκαμε τη μετάνοια και απολαύσαμε ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία μας από τους θησαυρούς τής ευσπλαχνίας τού Θεού. Πες μας, Ιωνά, τί θα ωφελούσε αν είχε καταστραφεί η πόλη μας; Αν είχαμε πεθάνει όλοι; Τί είχες να κερδίσεις, γιέ του Αμαθεί, αν μας είχε καταπιεί όλους ο άδης; Λυπάσαι εσύ, που μας θεράπευσες από τα κακά; Εμείς σ’ ευχαριστούμε μάλλον ως ευεργέτη. Γιατί λοιπόν αναστενάζεις; Επειδή κόπιασες για να έρθει η πόλη όχι στην καταστροφή, αλλά στη θεογνωσία; Και γιατί πενθείς; Επειδή σωθήκαμε με τη μετάνοια; Μα εσύ τώρα έχεις στεφανωθεί. Και αυτό πρέπει να σε γεμίζει χαρά. Χαροποίησες τους αγγέλους στα επουράνια. Πρέπει να χαρείς κι εσύ στη γη, αφού κι ο ίδιος ο Θεός χαίρεται τώρα για μας...”.
_________________________

Ας δοξάσουμε κι εμείς το Θεό, που μας παρέχει παράδειγμα μετάνοιας και αρραβώνα σωτηρίας μέσω των Νινευϊτών. Γιατί όπως έσωσε τότε εκείνους με τον Ιωνά, έτσι τώρα και πάντοτε σώζει το λαό Του με τον Υιό Του τον μονογενή και καταργεί τον ισραηλιτικό λαό, την άκαρπη συκιά, που εμποδίζει τα έθνη να σώζονται από τους καρπούς τής μετάνοιας στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον όποιο ανήκει η δόξα και η δύναμη, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Πηγή: «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ (14): Ιωνάς και Νινευίτες», 
Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής


http://www.alopsis.gr

Λόγος για την αληθινή απάρνηση του κόσμου



Αυτός που ήρθε στη ζωή της ησυχίας και επιδιώκει τη μόνωση, αποδέχθηκε καλή αρχή. Αλλά, όπως απομακρύνθηκε από τις ταραχές του ορατού πλήθους, ας σκύψει στην ψυχή του να δει, αν έχει απαλλαχθεί και από τους εσωτερικούς θορύβους, και αν έχει ελευθερωθεί από το πλήθος των δαιμόνων.

Διότι υπάρχουν και στην ψυχή ταραχές και θόρυβοι των πονηρών λογισμών και της πολλής κακίας των εχθρικών δυνάμεων, για τις οποίες ο Απόστολος λέει: "Η πάλη μας δεν είναι με ανθρώπους που έχουν αίμα και σάρκα, αλλά με τις αρχές, με τις εξουσίες, με τους κοσμοκράτορες του σκότους του κόσμου αυτού, με τα πονηρά πνεύματα"(Εφ. 6, 12).

Και επίσης λέει: "Τα όπλα μας δεν είναι σωματικά, αλλά έχουν από τον Κύριο τη δύναμη να γκρεμίζουν οχυρά, με το να γκρεμίζουμε τους λογισμούς και κάθε τι που ορθώνεται με υπερηφάνεια εναντίον της γνώσεως του Θεού" (Β΄ Κορ. 10, 4-5), ώστε όλος ο αγώνας μας να γίνει για να ησυχάσουμε από τους εσωτερικούς θορύβους, και να απαρνηθούμε τις αληθινές ταραχές και το πλήθος των λογισμών των εχθρικών δυνάμεων.

Επειδή άσκοπα θα γινόταν η απάρνηση του κόσμου, και η αναχώρηση από τα μέρη που φαίνονται. Διότι η αληθινή απάρνηση είναι αυτή: το να ειρηνεύουμε εσωτερικά και να είμαστε γαλήνιοι.
Όταν λοιπόν στέκεσαι, για να προσευχηθείς στον Θεό, πρόσεχε να μην αρπάζουν οι εχθροί σου τα ωραία σκεύη σου, με τα οποία ψάλλεις στον Θεό, δηλαδή τους λογισμούς σου. 
Και τότε, πώς η με ποιο μέσο θα υπηρετήσεις τον Θεό, αν σου αφαιρεθούν τα όπλα, δηλαδή αν αιχμαλωτισθούν οι λογισμοί σου; Διότι δεν έχει ανάγκη ο Θεόςνα προσεύχεται το στόμα ή η γλώσσα. Διότι η υπηρεσία του Θεού είναι αυτή: οι λογισμοί, και όλη η ισχύς και η δύναμη της ψυχής, και όλος ο νους, να αποβλέπουν σταθερά προς τον Θεό.

Μην αναμείξεις με το χρυσάφι σου χαλκό ή μόλυβδο, δηλαδή μην αναμείξεις με την ψυχή σου πολλούς και ακάθαρτους λογισμούς, διότι όπως μια κόρη αρραβωνιασμένη μ' έναν άνδρα, αν αποπλανηθεί από άλλους, γίνεται σιχαμερή για τον άνδρα της, έτσι και η ψυχή, αν παρασύρεται από ρυπαρούς λογισμούς και συμφωνεί μ' αυτούς, είναι σιχαμερή στον επουράνιο νυμφίο της Χριστό. 
Αλλά όσο είναι δυνατό σ' αυτήν, ας μην συνδυάζεται με τους ρυπαρούς λογισμούς, ούτε να γλυκαίνεται με τη συγκατάθεση σ' αυτούς, για να δει ο Κύριος την αγάπη της προς αυτόν, και να την σπλαχνισθεί, και να έρθει και να εξολοθρεύσει τους εχθρούς της, που την συμβουλεύουν, και προσπαθούν να την πείσουν να έχει έχθρα προς το Νυμφίο της, και θέλουν να διαφθείρουν το νου της απομακρύνοντάς τον από τον Χριστό.

Και όταν δει ο Κύριος ότι η ψυχή συγκεντρώνει τον εαυτό της, ζητώντας πάντοτε τον Κύριο όσο είναι δυνατό σ' αυτήν, και προσδοκώντας, και κραυγάζοντας σ' αυτόν νύχτα και μέρα (διότι τέτοια μάλιστα εντολή έδωσε, να προσευχόμαστε δηλαδή αδιάκοπα) γρήγορα θα αποδώσει το δίκιο της (Λουκ. 18,8), και αφού την καθαρίσει από την κακία που είναι μέσα της, θα την βάλει στο πλευρό του νύφη άσπιλη (πρβλ. Εφεσ. 5,26-27). 
Αν λοιπόν πιστεύεις σ' αυτόν, ότι αυτά είναι αληθινά, όπως και είναι αληθινά, πρόσεχε τον εαυτό σου, αν η ψυχή σου βρήκε το φως που την οδηγεί, και αν βρήκε την αληθινή βρώση και πόση, που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν όμως δεν τα έχεις, ζήτησε νύχτα και μέρα, για να τα λάβεις· διότι είσαι τυφλός. Έτσι υποσχέθηκε, και έτσι βρίσκει η ψυχή τον αληθινό Θεό. Όταν λοιπόν βλέπεις τον ήλιο, ζήτησε τον αληθινό ήλιο, και στρέψε το βλέμμα στη ψυχή σου, μήπως βρεις το αληθινό φως· διότι όλα όσα φαίνονται είναι σκιά των αοράτων και αληθινών πραγμάτων της ψυχής.

Διότι υπάρχει κοντά σ' αυτόν, που φαίνεται, άλλος άνθρωπος, εσωτερικός, και άλλα μάτια που τα τύφλωσε ο Σατανάς, και άλλα αυτιά που τα κούφανε, και ήρθε ο Ιησούς να σώσει αυτό τον άνθρωπο, και να τον κάνει άνθρωπο υγιή· "διότι ο Υιός του ανθρώπου ήρθε να αναζητήσει και να σώσει το απολωλός" (Λουκ, 19,10).
Σ' αυτόν ανήκει η δόξα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν!

Οσίου Εφραίμ του Σύρου
Λόγος για την αληθινή απάρνηση του κόσμου, και για τον τρόπο που η ψυχή θα βρει το Θεό. 
Γι' αυτό και ήρθε ο Κύριος.

http://paterikakeimena.blogspot.gr

Λόγος για την μετάνοια και την κρίση και τον χωρισμός της ψυχής και του σώματος



Μεγάλος φόβος, αδελφοί, θα μας κυριεύσει την ώρα του θανά­του, όταν η ψυχή χωρίζεται από το σώμα με φόβο και οδύνες. Διότι την ώρα του χωρισμού στέκονται μπροστά στην ψυχή τα έργα της, όσα έκανε τη νύχτα και τη μέρα, καλά και κακά, και οι Άγγελοι σπεύδουν βιαστικά να την βγάλουν έξω από το σώμα˙ αλλά η ψυχή παρατηρώντας τα έργα της δειλιάζει να βγει.

Η ψυχή μάλιστα του αμαρτωλού με φόβο χωρίζεται από το σώμα και με τρόμο αναχωρεί για να παρουσιασθεί στον αθάνατο Βασιλιά˙ και καθώς αναγκάζεται να βγει από το σώμα, βλέποντας τα έργα της, λέει σ’ αυτά με φόβο˙ «Δώστε μου προθεσμία μια ώρα, να βγω». Απαντούν σ’ αυτή τα έργα της· «Εσύ μας έκανες· γι’ αυτό ας πάμε εμείς στον Θεό μαζί μ’ εσένα».

Ας μισήσουμε, αδελφοί, αυτή τη μάταια ζωή, και ας ποθήσου­με μόνο τον Χριστό, τον άγιο. Δεν ξέρουμε, αδελφοί, σε ποια ώρα θα συμβεί ο θάνατός μας. Κανείς από μας δε γνωρίζει την ώρα η τη μέρα του χωρισμού. Ξαφνικά μάλιστα, καθώς εμείς βαδίζουμε και χαιρόμαστε αμέριμνα τις απολαύσεις στη γη, έρχεται το πρόσταγμα να πάρουν την ψυχή από το σώμα˙ και αναχωρεί ο αμαρτωλός άπ’ αυτό τον κόσμο τη μέρα που δεν το περιμένει, ενώ η ψυχή του είναι γεμάτη αμαρτίες και δεν έχει παρρησία. Γι’αυτό παρακαλώ, αδελ­φοί, ας γίνουμε ελεύθεροι και ας μη διατηρούμε τη δουλεία αυτής της ματαίας ζωής. Ας δώσουμε φτερά στην ψυχή μας, για να πετά­ει καθημερινά προς τον Θεό, μακριά από τις παγίδες και τα σκάνδα­λα. Ο Πονηρός κρύβει συνεχώς τις παγίδες του μπροστά στην ψυχή μας, ώστε, αφού πρώτα την σκανδαλίσει, να την παρασύρει με τις παγίδες του στην αιώνια κόλαση.

Βαδίζουμε ανάμεσα στα σκάνδαλα και στις παγίδες, αγαπητοί˙ ας προσευχόμαστε να μην πέσουμε σ’ αυτές. Είναι γεμάτες γλυκύτη­τα οι παγίδες του θανάτου. Ας μη δεθεί η ψυχή μας στη γλυκύτητά τους. Η γλυκύτητα των παγίδων τού θανάτου είναι η μέριμνα για τα γήινα πράγματα και για τα χρήματα και τους λογισμούς και τις πονηρές πράξεις. Μη γλυκαθείς εσύ, αδελφέ, με τη γλυκύτητα της παγίδας του θανάτου. Μη χαλαρώσεις τον εαυτό σου, ούτε να παρα­δοθείς στη μελέτη των πονηρών λογισμών. Αν ο ρυπαρός λογισμός βρει είσοδο να μπει μέσα στην ψυχή σου, την κάνει να νιώσει γλυκύ­τητα με την πονηρή μελέτη, για να την θανατώσει, και γίνεται ο πονηρός λογισμός σαν μια παγίδα μέσα στην ψυχή, αν συμβεί να μη διωχθεί με την προσευχή και τα δάκρυα, με την εγκράτεια και την αγρυπνία. Γίνε συνεχώς ελεύθερος από όλα τα γήινα πράγματα, για να γλυτώσεις από τις παγίδες και τους λογισμούς και τις πονηρές πράξεις. Μη χαλαρώσεις τον εαυτό σου ούτε στιγμή στη μελέτη τού πονηρού λογισμού. Ας μην παρατείνει ο πονηρός λογισμός την πα­ραμονή του στην ψυχή σου, αδελφέ. Να καταφεύγεις πάντοτε στον Θεό με προσευχή και νηστεία και δάκρυα, για να γλυτώσεις από όλες τις παγίδες και τα σκάνδαλα και τα πάθη.

Μη νομίσεις, αδελφέ, ότι πρόκειται να ζήσεις πολύ χρόνο επά­νω στη γη, και χαλαρώσεις τον εαυτό σου στη μελέτη των πονηρών λογισμών και πράξεων, και έρθει ξαφνικά η προσταγή του Κυρίου και σε βρει να αμαρτάνεις χωρίς να έχεις πια καιρό μετάνοιας, ούτε επίσης συγχώρηση. Και τι θα πεις κατά την ώρα του χωρισμού, αδελφέ; Διότι συμβαίνει να μη σου επιτρέπει η προσταγή τού Κυρίου να παραμείνεις ούτε στιγμή επάνω στη γη. Πολλοί είναι που νομί­ζουν ότι πρόκειται να ζήσουν πολύ χρόνο στη γη, αλλά ήρθε ξαφνι­κά ο θάνατος, έθαψε τη μάταια προσδοκία. Ήρθε ξαφνικά ο θάνατος και βρήκε τον άνθρωπο, τον αμαρτωλό και πλούσιο, που λογάριαζε να ζήσει πολλά χρόνια με άνεση στη γη, να μετρά με τα δάχτυλα τα κεφάλαια και τους τόκους, και να διαιρεί με τη σκέψη τα άφθονα πλούτη του και να τα αναλογεί σε πολλά χρόνια.Ήρθε ξαφνικά ο θάνατος και σε μια στιγμή εξαφάνισε συγχρόνως όλο τον υπολογι­σμό και τον πλούτο και τη μέριμνα τού μάταιου λογισμού. Ήρθε επίσης ο θάνατος και βρήκε τον δίκαιο και όσιο άνθρωπο να μαζεύει τον πλούτο των ουρανών με την προσευχή και τη νηστεία.

Να έχεις πάντοτε μπροστά στα μάτια σου το θάνατο, αδελφέ μου, και να μη φοβάσαι το χωρισμό από το σώμα σου. Έτσι να προσμένεις και συ πάντοτε, σαν συνετός και πνευματικός άνθρωπος, καθημερινά το θάνατο και την παρουσία σου στο βήμα τού Κυρίου.

Ετοίμασε κάθε μέρα το λυχνάρι σου, σαν φρόνιμος και πρόθυμος άνθρωπος˙ πρόσεξέ το κάθε ώρα, με δάκρυα και προσευχές. Όσο χρονικό διάστημα, αδελφέ, είσαι ελεύθερος, βιάσου. Διότι έρχεται ο καιρός, γεμάτος δειλία και φόβο και θόρυβο, ο οποίος εξαιτίας της σύγχυσής του δεν επιτρέπει να συλλογίζεσαι αυτά που είναι ανώτερα.

Προσέχετε, αγαπητοί μου, πως αναπτύσσονται όλα τα πονηρά και πως προοδεύουν κάθε μέρα τα κακά και πως προχωρεί η πονη­ρία. Αυτά περιμένουν τη σύγχυση που έρχεται, και τη μεγάλη θλί­ψη που πρόκειται να έρθει σε όλα τα πέρατα της γης. Από τις αμαρτίες μας και από τη χαυνότητά μας προχωρούν τα πονηρά. Ας γίνουμε άγρυπνοι κάθε μέρα, φιλόθεοι πολεμιστές˙ ας νικήσουμε στον πόλεμο τού Εχθρού, φιλόχριστοι˙ ας διδαχθούμε τις συνήθειες τού πολέμου˙ διότι είναι αόρατος. Συνήθειες αυτού τού πολέμου είναι πάντοτε η απαλλαγή από τα γήινα πράγματα. Αν έχεις μπρο­στά στα μάτια σου κάθε μέρα το θάνατο, δε θα αμαρτάνεις. Αν απαλλαγείς από τα γήινα πράγματα, δε θα νικηθείς στον πόλεμο. Αν μισήσεις τα γήινα, καταφρονώντας τα προσωρινά, θα μπορέσεις να πάρεις, σαν γενναίος πολεμιστής, το βραβείο της νίκης. Επειδή δηλαδή τα γήινα έλκουν τον άνθρωπο κάτω, προς τον εαυτό τους, γι’ αυτό και τα πάθη σκοτίζουν στον πόλεμο τα μάτια της καρδίας.

Γι’ αυτό το λόγο μας πολεμά και μας νικά ο Πονηρός, επειδή είμα­στε γεμάτοι από γήινα και υπηρετούμε σαν δούλοι τα πάθη των γήι­νων μερίμνων διότι όλοι μας, χωρίς εξαίρεση, αγαπούμε τα γήινα, αδελφοί, και ο νους μας είναι καρφωμένος στη γη εξαιτίας της χα­λαρότητάς μας. Η μέρα τελειώνει πια και ο χρόνος μας πλησίασε προς το βράδυ, αλλά εμείς, αγαπητοί, εξαιτίας της απιστίας μας νο­μίζουμε ότι είναι πρωί.

Ας φοβηθούμε, αγαπητοί. Είναι ενδέκατη ώρα της μέρας, και το μάκρος του δρόμου είναι μεγάλο. Ας φροντίσουμε να βρεθούμε στο σταθμό μας. Ας γίνουμε άγρυπνοι και ας φυλάξουμε τους εαυ­τούς μας από τον ύπνο, όπως οι άυπνοι. Δε γνωρίζουμε ποια ώρα θα έρθει ο Δεσπότης. Ας ελαφρύνουμε τους εαυτούς μας από το βά­ρος των γήινων πραγμάτων. «Μη μεριμνάτε εντελώς», είπε ο Κύ­ριος. Το να αγαπάμε όλους παραγγέλλει σ’ εμάς ο Θεός, εμείς όμως μάλλον διώξαμε την αγάπη, και αυτή έφυγε από τη γη. Δε βρίσκεις επάνω στη γη την αγάπη τέλεια, σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού. Από όλους διώχθηκε˙ από όλους μισήθηκε η αγάπη˙ πε­ρισσότερο βασιλεύει ο φθόνος˙ οι φιλονεικίες και οι συγχύσεις επάνω στη γη πληθύνουν οι αδικίες κάλυψαν όλους, χωρίς εξαίρεση˙ ο κα­θένας ζητά με πόθο τα γήινα και καταφρονεί τα ουράνια˙ ποθεί τα προσωρινά, και κανείς δεν αγαπά τα μέλλοντα.

Ποθείς να είσαι ουράνιος; Μη ζητάς αυτά που είναι επάνω στη γη, αλλά μίσησέτα και δείξε αποστροφή και αγωνίσου, ως τέλειος, και πόθησε, ως τέλειος, τη βασιλεία των ουρανών. Μη συλλογίζεσαι λέγοντας˙ «Είναι πολύς ο χρόνος της ασκήσεως και βαρύς, και εγώ, είμαι αμελής και αδύνατος και δεν μπορώ να αγωνισθώ». Άκουσε με προσοχή τα λόγια της ωραίας και καλής συμβουλής˙ μάθε καλά τι σου λέω, φιλόχριστε αδελφέ. Αν θελήσεις να αναχωρήσεις σε άλλη μακρινή χώρα, δεν μπορείς να διανύσεις την απόσταση όλου του δρόμου σε μια ώρα, αλλά υπολογίζοντας το περπάτημα σου καθη­μερινά κάνεις στάση και αναχωρείς, και μετά από καιρό και κόπο φθάνεις στη χώρα που ζητάς.

Έτσι είναι η ουράνια βασιλεία και η τρυφή του παραδείσου. Ο καθένας φθάνει εκεί με νηστείες και εγ­κράτεια και αγρυπνίες και αγάπη. Αυτοί είναι οι δρόμοι που οδη­γούν στον ουρανό, προς τον Θεό. Μη φοβηθείς να βάλεις αρχή του κάλου δρόμου, που φέρνει στη ζωή. Να θέλεις μόνο να βαδίσεις στο δρόμο, και αν βρεθείς ολοπρόθυμος, αμέσως ο δρόμος γίνεται ίσιος μπροστά σου. Και βαδίζοντας με χαρά κάνεις στάσεις, τερπόμενος σ’ αυτές· διότι δυναμώνουν τα βήματα της ψυχής σου στην κάθε στάση. Και για να μη βρεις δυσκολία στο δρόμο που οδηγεί στη ζωή, ο Κύ­ριος ο ίδιος έγινε δια μέσου του εαυτού του δρόμος της ζωής, για όσους θέλουν να αναχωρήσουν και να έρθουν με χαρά στον Πατέρα των φώτων.

Οσίου Εφραίμ του Σύρου

Προσευχή προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν



Ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἑκούσια ὑπέμεινες τὸν σταυρικὸ θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία μας, γιὰ νὰ σώσεις τὸ γένος μας, ποὺ εἶχε φυλακισθεῖ στὰ κατώτατά της γῆς, Σὺ ποὺ μὲ τὸ θάνατό Σου ἐπήγασες ζωὴ στὸν κόσμο, καὶ νέκρωσες τὸν θάνατο καὶ σὰν σκηνὴ ξέσκισες καὶ κατέστρεψες τὸ δεσμωτήριο τοῦ Ἅδη, ἡ βροχὴ τῆς ἀφθαρσίας, ὁ ἀτίμητος μαργαρίτης τῆς θείας ἀστραπῆς, τὸ ζωηφόρο σταφύλι ποὺ ἀποστάζεις τὸ γλυκασμὸ τῆς παγκόσμιας σωτηρίας, τὸ ἀληθινὸ καὶ ἀνέσπερο φῶς, ὁ Λόγος, ἡ σοφία καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἡ λάμψη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἀκατάληπτε καὶ ἀνεξερεύνητε Χριστέ, ὁ μόνος εὔσπλαγχνος καὶ συμπαθής, δεῖξε καὶ σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ τὴν πολλή Σου ἀγαθότητα, καὶ ἀκούοντας τὶς παρακλήσεις μου, δώρησέ μου ὅλα ὅσα σου ζητῶ. Μὴ μὲ ἀποδοκιμάσεις τὸν ἀδιόρθωτο. Μὴ μὲ ἀπορρίψεις τὸν ρᾴθυμο καὶ ἀνυπόμονο. Μὴν πεῖς σὲ μένα τὸν ἄθλιο στὴ Δευτέρα Παρουσία Σου: «Τί ὑπέμεινες γιὰ μένα;» γιατὶ δὲν ὑπέφερα ποτὲ ἔστω καὶ λίγο… Λυπήσου, Κύριε, λυπήσου, εὔσπλαγχνε, λυπήσου, φιλάνθρωπε, λυπήσου, μόνε ἀγαθέ, καὶ μὴ μὲ κρίνεις ἀνάξιό της ἀγάπης Σου. Μὴ μὲ ἐλέγξεις ὀργισμένος καὶ μὴ θυμηθεῖς τὶς παλιὲς καὶ τὶς πρόσφατες ἀνομίες μου. Σὲ Σένα τὸν Κύριο καὶ Θεὸ εἶναι ἡ δικαιοσύνη καὶ σὲ μένα ἡ ντροπή… Σπλαγχνίσου με καὶ ἐλέησέ με μόνο γιὰ τὴν ἀγαθότητά Σου. Στήριξε τὴν ψυχή μου Σὺ ποὺ ἀνορθώνεις τοὺς πεσμένους. Δές, οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι μεγάλες καὶ πολλές, καὶ ἡ προσευχή μου εἶναι ἀδύνατη, καὶ ἡ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς μου ξήρανε τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας… Βοήθησέ με, Κύριε, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός Σου καὶ σῶσέ με τὸν ἀσεβῆ χάρη στὴν εὐσπλαγχνία Σου. Μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Κυρίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων… Ἀμήν.

Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

Δώρησέ μου μετάνοια, Κύριε...



Νύν έτι και σήμερον κατησχυμένω προσώπω και εις γήν νεύοντι, τολμώ λαλήσαι προς σέ τον Δεσπότην και Δημιουργόν τών απάντων. Εγώ δέ είμι γη και σποδός, όνειδος ανθρώπων, σκώληξ τω όντι και ούκ άνθρωπος, όλως κατεγνωσμένος και κατώδυνος. 
Πώς ατενίσω σοι, Δέσποτα; Εν ποία καρδία; Εν ποίω συνειδότι; Εν ποία γλώσση λαλήσω σοι; Πώς δέ τήν αρχήν ποιήσω της εμής εξομολογήσεως; Ποίων αμαρτιών άφεσιν ο τάλας αιτήσω πρότερον; Τών έν γνώσει ασυγγνώστως και τών έν παραβάσει αγίων Σου εντολών, ή τών έν καταθέσει πονηρών λογισμών;
Άλλ' ώ Δέσποτα, ώς έχων της μακροθυμίας τό πέλαγος έμφυτον και της ευσπλαγχνίας τήν άβυσσον, μή παραχώρησης κοπήναι με τον αχάριστον ώς τήν συκήν τήν άκαρπον μηδέ αρπάσης με ανέτοιμον, μηδέ παραστήσης τήν ψυχήν μου στηλίτευμα ελεεινών τω φοβερώ και αδεκάστω σου βήματι. Άλλ' ώς αγαθός Θεός και φιλάνθρωπος, ελέησόν με τόν αχάριστον, τόν πεπωρωμένον, τόν αναπολόγητον, τόν καταδεδικασμένον, τόν άξιον πάσης κολάσεως και τιμωρίας.
Πώς επικαλέσομαί σε, Δέσποτα τών απάντων, τάς εντολάς σου μή φυλάξας; Μετά γάρ τό λαβείν με τήν επίγνωσιν της αληθείας, γέγονα θυμώδης, ανελεήμων, μάλιστα δέ έν ρυπαροίς λογισμοίς, και έτι έν γαστριμαργία, έν αδηφαγία, έν υπερηφανία, έν καταλαλιά, έν υποκρίσει; Ψευδόμενος γάρ εγώ επί τους ψεύτας άχθομαι• κρίνω τους πταίοντας ό πλήρης πταισμάτων• εάν υβρισθώ, αμύνομαι εάν μή τιμηθώ, βδελύττομαι, και τους τάληθή μοι λέγοντας ώς εχθρούς λογίζομαι• μή κολακευόμενος αηδιάζω• ανάξιος ών τιμάς απαιτώ.
Εάν μή τις λειτουργή μοι, κακολογώ αυτόν ώς υπερήφανον ασθενούντα αδελφόν αγνοώ, εγώ δέ ασθενών, φιλείσθαι και υπηρετείσθαι θέλω. Μειζόνων περιφρονώ και ελάττονας υπερορώ• εάν κρατήσω βραχύ τι εμαυτόν από της αλόγου επιθυμίας, κενοδοξώ• έάν κατορθώσω αγρυπνίαν, τη αντιλογία παγιδεύομαι. Εάν εγκρατεύσω εμαυτόν από βρωμάτων, τω τύφω καταποντίζομαι• εάν εις αρετήν προκόψω τι, κατά των αδελφών μου επαίρομαι. Έξωθεν ταπεινοφρονώ και τη ψυχή υψηλοφρονώ...

Κύριε, διά τους απείρους σου οικτιρμούς δώρησαί μοι μετάνοιαν.

Άγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε υπέρ εμού του αμαρτωλού, εκχέατε τήν δέησιν υμών προς τόν οικτίρμονα Θεόν, ίνα επιστρέψη τήν ψυχήν μου, τω άδη προσκολληθείσαν υπό τών ατίμων παθών. Πρεσβεύσατε, Άγιοι, υπέρ εμού, ίνα διά τών αγίων υμών ευχών άξιος μετανοίας γένωμαι. Έργον γάρ έστιν υμών, Άγιοι, πρεσβεύειν υπέρ αμαρτωλών, Θεού δέ τό τους απεγνωσμένους ελεείν. Όσιοι και Δίκαιοι, οί καλώς τόν αγώνα τελέσαντες, συνέλθετε επί εμοί τω δυστήνω, και ή ώς νεκρόν με θρηνήσατε, ή ώς ημιθανή οικτειρήσατε• επεί εγώ ούκ έχω προς Θεόν παρρησίαν διά τάς πολλάς μου αμαρτίας. Εκχέατε έλεος έπ' εμοί, Άγιοι, ώς είς αιχμάλωτον καί τραυματίαν. Οίδα γάρ ότι, εάν υμείς του Θεού δεηθήτε, πάντα μου τά πλημμελήματα συγχωρηθήσονται τη αφάτω αυτού ευσπλαγχνία ώσπερ γάρ αυτός φιλάνθρωπος έστιν, ούτω και υμείς.
Μόνον μή υπερίδητέ με. Πρόσδεξαι, Κύριε, τήν ταπεινήν μου δέησιν ταύτην και ελέησόν με διά πρεσβειών τής πανάχραντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων, ίνα κάγώ μετά πάντων τών σωθέντων τω άφάτω σου ελέει προσκυνώ σε τόν έν Πατρί και Πνεύματι δοξαζόμενον Θεόν Λόγον. Αμήν.

Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

«Όπου επισκιάζει η χάρις σου Αρχάγγελε, από εκεί διώκεται η δύναμη του διαβόλου. 
Διότι δεν μπορεί να μείνει κοντά στο Φώς σου ο εωσφόρος που έπεσε στο σκοτάδι και παραμένει σ’ αυτό.
Γι' αυτό Μιχαήλ Αρχάγγελε, σε παρακαλούμε να σβήνεις τα βέλη του που είναι γεμάτα πυρ
και κινούνται εναντίον μας»

«Μίλα όταν έχεις κάτι καλύτερο από την σιωπή».
Επιλογή προσευχής - xristianos.gr

http://xristianos.gr

Ο φόβος του Θεού είναι ένας άγιος φόβος.



Ο φόβος του Θεού, κατά τον όσιο Εφραίμ, είναι «φυλακτήριον ψυχής», είναι «κυβερνήτης ψυχής», είναι «παιδευτήριον ψυχής». «Ὁἔχων φόβον Θεοῦοὐκ ἀμεριμνᾷ· νήφει γάρ πάντοτε». Δηλαδή όποιος ολόθερμα ευλαβείται και αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να παραμένει αδιάφορος στο μέγα θέμα της σωτηρίας. Βρίσκεται πάντοτε σε κατάσταση εγρήγορσης.
Αντίθετα, «ὁμή ἔχων τόν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτὦ,ὁ τοιοῦτος εὐάλωτος ἐστι τοῖς τοῦ διαβόλου επιχειρήμασιν… Μετεωρίζεται· ἀδιαφορεῖ· καθεύδειἀμερίμνως». Δίχως φόβο Θεού, εύκολα ο άνθρωπος πέφτει στις πλεκτάνες του διαβόλου… «Κτῆσαι φόβον Θεοῦ, ὅπως καί οἱ δαίμονες φοβηθήσονταί σε».
Άγιος τούτος ο φόβος. Είναι φόβος θείος και ιερός. Είναι υπερφυσικό δώρο της θείας Χάριτος. Είναι ενδεικτικό παρουσίας του Αγίου Πνεύμαοτς. Είναι φόβος άφοβος, γιατί δε φοβάται τον εχθρό. Όπου «φόβος Θεού», εκεί και η παρουσία του Θεού· και όπου η παρουσία του Θεού, εκεί και η απουσία του διαβόλου και κάθε κακού.
«Μακάριος ὁ ἀεί ἔχων ἐν ἑαυτῷ μνήμην Θεοῦ». Όσο ψυχοζημιογόνος είναι η «λήθη», τόσο ωφέλιμη και προστατευτική είναι η «μνήμη Θεού». Αλλά «μνήμη Θεού» δεν μπορεί να υπάρξει δίχως αδιάλειπτη προσευχή. Αυτή μονάχα είναι «όπλον κατά του διαβόλου».

Άγιος Εφραίμ ο Σύρος

Ἡ Δευτέρα Παρουσία!



Ο των όλων Θεός έρχεται κρίναι ζώντας και νεκρούς…
Και θα ανοιχθούν τα φοβερά εκείνα βιβλία, όπου είναι γραμμένα και τα έργα μας και λόγοι και οι πράξεις μας, τα οποία είπαμε και επράξαμε εις αυτήν την ζωήν, δηλαδή οι διαλογισμοί και τα ενθυμήματα, για τα οποία θα αποδώσουμε λόγον εις τον Κριτήν.

Τότε θα ζητηθή από τον καθένα μας η ομολογία της πίστεως και η συνταγή του βαπτίσματος, και την πίστι καθαρή από κάθε αίρεσι και την σφραγίδα άθραυστη και τον χιτώνα αμόλυντον...

Μετά την χάριν (του αγίου βαπτίσματος) ο ποιών τα πονηρά έργα, εξέπεσε της χάριτος, και ο Χριστός αυτόν εις τίποτε δεν θα ωφελήση, εάν επιμένη εις την αμαρτίαν. Διότι έχει γραφεί, ότι όλοι θα παρασταθούμε εμπρός εις το βήμα του Χριστού, διά να προσκομίση κάθε ένας όσα έπραξε με το σώμα του, είτε καλόν είτε κακόν (Β' Κορ. 5, 10).

Διότι όσοι έχουν τα καλά έργα και τους καλούς καρπούς χωρίζονται από τους ακάρπους και αμαρτωλούς, οι οποίοι και θα εκλάψουν, σαν τον ήλιον. Αυτοί είναι όσοι εφύλαξαν τις εντολές του Κυρίου, οι ελεήμονες, οι φιλόπτωχοι, οι φιλόρφανοι, οι ξενοδοχούντες, οι αντιλήπτορες των καταπονουμένων, οι επισκέπται των ασθενών, οι πενθήσαντες τώρα, καθώς είπεν ο Κύριος, οι πτωχεύσαντες τώρα διά τον πλούτον που ευρίσκεται εις τους ορφανούς, οι συγχωρούντες τα παραπτώματα των αδελφών, οι φυλάξαντες την σφραγίδα της πίστεως άθραυστον και αμόλυντον από πάθε αίρεσιν.

Οι ευρισκόμενοι πάλιν εξ αριστερών είναι οι άκαρποι, εκείνοι που έχουν παροξύνει τον Καλόν Ποιμένα, εκείνοι που τον καιρόν αυτόν της μετανοίας τον επέρασαν παίζοντες και τρυφώντες, οι οποίοι εδαπάνησαν σε ασωτεία, μέθη και ασπλαχνία όλον τον χρόνον της ζωής των, σαν εκείνον τον πλούσιον, που ποτέ δεν ελέησε τον πτωχόν Λάζαρον, δι' αυτό και κατεκρίθησαν, ως ανελεήμονες και άσπλαχνοι και μη έχοντες καρπούς μετανοίας, ούτε έλαιον εις τας λαμπάδας των.

Επειδή δεν ελεήσατε, έτσι και τώρα δεν θα ελεηθείτε, επειδή της φωνής μου δεν ακούσατε, έτσι ούτε εγώ τώρα θα ακούσω τους δικούς σας οδυρμούς. Διότι δεν διακονήσατε εμένα, ούτε με εθρέψατε πεινώντα, ούτε με εποτίσατε διψώντα, ούτε με εφιλοξενήσατε, ούτε γυμνητεύοντα με ενδύσατε, ούτε ασθενούντα με επισκεφθήκατε, ούτε όταν ήμουν εις την φυλακήν ήλθατε προς με. Άλλου Κυρίου εγίνατε εργάται και υπουργοί, δηλαδή του Διαβόλου...

Τότε θα στενάζουν άρχοντες και πλούσιοι άσπλαχνοι, και θα προσβλέπουν παντού στενοχωρούμενοι, και κανείς δεν θα υπάρχει να μπορή να βοηθήση. Ούτε ο πλούτος φαίνεται, ούτε οι κόλακες παρεβρίσκονται, ούτε θα εύρουν έλεος, διότι δεν ελέησαν, ούτε προαπέστειλαν, δια να εύρουν...η γαρ κρίσις ανίλεως τω μη πράξαντι έλεος.

Ας μη απιστήση κανείς, ότι είναι μόνον λόγια που λέγονται για την κρίσι. Αλλά με ακρίβεια και με ασφάλεια όλοι να πιστεύσουμε εις τον Κύριον, ότι υπάρχει ανάστασις νεκρών και κρίσις και ανταπόδοσις και των καλών και των κακών, κατά τις θείες Γραφές. Και παραβλέποντες όλα τα πρόσκαιρα, περιφρονούντες αυτά, να φροντίσουμε διά τα όσα αφορούν εις την απολογίαν και παράστασί μας εις το φοβερό βήμα, και την φρικτήν εκείνην ημέρα και φοβερήν ώραν...,η οποία θα δοκιμάση όλην την ζωήν.

Αλλοίμονον εις εκείνους που μολύνονται μετά των βλασφήμων αιρετικών. Αλλοίμονον εις εκείνους που χλευάζουν τας θείας Γραφάς. Αλλοίμονον εις όσους μιαίνουν την αγίαν πίστι με αιρέσεις, ή συγκαταβαίνουν στους αιρετικούς.


(Αγ. Εφραίμ ο Σύρος) Ορθόδοξος Φιλόθεος μαρτυρία Έκδοσις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ" 

Ὦ δύναμις δακρύων!



Δώρησαι λοιπόν, Δέσποτα, εἰς ἐμέ τόν ἀνάξιον, δάκρυα καθ’ ἑκάστην, καί δύναμιν, διά νά φωτισθῇ ἡ καρδία μου ἐν προσευχῇ καθαρᾷ καί χύσῃ πηγάς δακρύων μετά γλυκύτητος διά παντός, διά νά ἐξαλειφθῇ δι’ ὀλίγων δακρύων ἡ μεγάλη καί φοβερά καταδίκη, καί κατασβεσθῇ δι’ ὀλίγου κλαυθμοῦ τό πῦρ τό καιόμενον. Διότι ἐάν κλαύσω ἐνταῦθα, θέλω λυτρωθῇ ἐκεῖ ἐκ τοῦ ἀσβέστου πυρός· διότι καθ’ ἑκάστην παροργίζω, Δέσποτα, τήν μακροθυμίαν Σου, καί ἔχω πρό ὀφθαλμῶν τήν κακίαν μου, καί τήν εὐσπλαχνίαν Σου.


Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος
( Ἀσκητικά, Περί Κατανύξεως )

«Αδελφοί , μονάχα η παρούσα ζωή είναι κατάλληλη για μετάνοια».



«Αδελφοί , μονάχα η παρούσα ζωή είναι κατάλληλη για μετάνοια».
Μακάριος λοιπόν, τρισχαρούμενος και τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που δεν έπεσε σε κάποιο διαβολικό, σατανικό δίχτυ, μακάριος ο αναμάρτητος… αλλά ουδείς αναμάρτητος.
Μακάριος λοιπόν είναι ο άνθρωπος που πιάστηκε μεν στο δίχτυ του διαβόλου, αλλά το ‘σκισε, γλίστρησε, ξέφυγε με την εξομολόγηση.
Το ψάρι, αν μπλεχτεί κάποτε σε δίχτυα κάποιου ψαρά και ξεφύγει, διασώζεται, αν όμως παραμείνει μέσα στη «σαγήνη» (= δίχτυ) , τότε σίγουρα χάνει τη ζωή του.
· Στη στεριά δεν ζει το ψάρι…
· Στην άλλη ζωή δεν υπάρχει μετάνοια…
Έτσι και ο άνθρωπος. Όσο ζει σε τούτη τη ζωή, μπορεί να πάρει δύναμη, εξουσία, για να «θεωθεί», να ζήσει χριστιανικά, ν’ ασκήσει την αρετή, την αγάπη, να σπάσει το διαβολικό θέλημα, να κόψει την αμαρτία, να γίνει «χριστοκίνητος», να κερδίσει τη Βασιλεία των Ουρανών. Αν όμως έρθει η φοβερή ώρα της εξόδου και ο άνθρωπος «μεριμνά και τυρβάζη περί πολλά», τότε δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας. Όταν το σώμα κατεβεί στον τάφο, δεν μπορεί κανένας να βοηθήσει την ψυχή. Όπως το ψάρι, όταν βγει από το νερό, χάνει τη ζωή του, έτσι και ο άνθρωπος , όταν πεθάνει «εν μετανοία», κερδίζει τον Παράδεισο, διαφορετικά την κόλαση.
Αδελφέ μου, μην πεις «σήμερα αμαρτάνω και αύριο μετανοώ» γιατί δεν έχεις ασφάλεια, σιγουριά. Το αύριο βρίσκεται στα χέρια του Θεού, το παρόν είναι μονάχα στα χέρια σου.
( Ευεργετινός τ. Α΄, σ. 20 )

ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Από το βιβλίο: «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΩΦΕΛΙΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ»
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΓΟΝΤΖΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ 8ον, Αθήνα ,Εκδόσεις «ΛΥΧΝΙΑ»

http://talantoblog.blogspot.gr

Ευχή τού Αγίου Εφραίμ.

ΛΙΑΝ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΗ


Νύν έτι και σήμερον κατησχυμένω προσώπω και εις γήν νεύοντι, τολμώ λαλήσαι προς σέ τον Δεσπότην και Δημιουργόν τών απάντων. Εγώ δέ είμι γη και σποδός, όνειδος ανθρώπων, σκώληξ τω όντι και ούκ άνθρωπος, όλως κατεγνωσμένος και κατώδυνος. 
Πώς ατενίσω σοι, Δέσποτα; 
έν ποία καρδία; 
έν ποίω συνειδότι; 
έν ποία γλώσση λαλήσω σοι; 
πώς δέ τήν αρχήν ποιήσω της εμής εξομολογήσεως; 
ποίων αμαρτιών άφεσιν ο τάλας αιτήσω πρότερον; 
τών έν γνώσει ασυγγνώστως και τών έν παραβάσει αγίων σου εντολών, ή τών έν καταθέσει πονηρών λογισμών; 

Οίδα, Κύριε, ότι διά τάς πολλάς και χαλεπάς μου αμαρτίας, ουκ είμι άξιος της επικλήσεως του φοβερού και αγίου σου ονόματος, ουδέ εις προσευχήν στήναι, ουδέ ατενίσαι και ιδείν το ύψος τού ουρανού, 
ότι πλείω παντός άνθρωπου επλημμέλησα, 
ότι υπέρ τόν Μανασσήν παρηνόμησα, 
ότι υπέρ τον άσωτον υιόν ασώτως εβίωσα, 
ότι υπέρ τόν τελώνην ο εχθρός κακώς με ετελώνησεν, 
ότι υπέρ τήν πόρνην εγώ ο φιλόπορνος εξεπόρνευσα, 
ότι υπέρ τήν Νινευΐ αμετανόητα επλημμέλησα, 
ότι αι ανομίαι μου υπερήραν τήν κεφαλήν μου και ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν, διό και ταλαιπωρήσας κατεκάμφθην έως τέλους. 
Τό όνομά σου τό άγιον παρώργισα. Τό πνεύμα σου τό άγιον ελύπησα, τών εντολών σου κατεφρόνησα, τό κατ' εικόνα σου τήν ψυχήν μου διαφόρως κατέχρανα, τον χρόνον, όν μοι προς μετάνοιαν εδωρήσω έν αμαρτίαις κακώς εδαπάνησα, τό πρόσωπον μου κατήσχυνα, τους οφθαλμούς μου κακώς ετύφλωσα, τά χείλη μου τοις ψεύδεσι κατερρύπωσα πάντα δέ μου τά μέλη και μέρη της ψυχής και του σώματος της αμαρτίας όργανα εχρημάτισαν. 
Ό νους μου τοις δαιμονικοίς λογισμοίς εφυράθη διά πάντων τών έργων και λογισμών παραπικραίνω τήν σήν αγαθότητα, τόν δέ εχθρόν μου και πολεμούντά με θεραπεύω. Όθεν αυτοκατάκριτός είμι και πρό της αποκειμένης μοι κρίσεως, έχω στηλίτευουσάν με τήν φαύλην πολιτείαν μου, έχω καταισχύνουσάν με τήν τών παθών μου δυσωδίαν. Αεί ρυπαροίς λογισμοίς καταχραίνομαι παιδιόθεν εχρημάτισα σκεύος της φθοροποιού αμαρτίας και νυν καθ' εκάστην περί κρίσεως και ανταποδόσεως ακούων, ού δύναμαι αντιστήναι τη αμαρτία, άλλα πάντοτε ό δείλαιος αιχμαλωτίζομαι ύπ' αυτής. 

Οίμοι! Κύριε, ότι τήν μακροθυμίαν σου κακώς εδαπάνησα. 
Οίμοι! ότι ό χρόνος της ζωής μου έν ματαιότητι παρέδραμεν. 
Οίμοι! Πώς θρηνήσω τής ψυχής μου τήν τύφλωσιν! 
Πώς πενθήσω τήν εμπαθή και ανόητόν μου προαίρεσιν! 
Άλλ' ώ Δέσποτα, επίβλεψον έν ελέει έξ ύψους Αγίου σου, ίδε τό αδιόρθωτον τής ψυχής μου, και οίς επίστασαι κρίμασι και τρόποις ελεήσας με διόρθωσον. Ώς ενώπιον σου, Χριστέ Βασιλεύ, παριστάμενος, ως τών άχραντων σου ποδών εφαπτόμενος, ούτω δέομαι σου μετά συντετριμμένης καρδίας. Ελέησόν με, Ελεήμον. Μή αναμένης τήν εμήν διεφθαρμένην προαίρεσιν, ότι ούκ έχω προθυμίαν εις τό διορθώσαι εμαυτόν. Εγώ γάρ πολλάκις, Δέσποτα, συνεταξάμην μετανοήσαι, και ψευδής εγενόμην τής προς σέ μου συνταγής ό Πανάθλίος. 
Σύ, Δέσποτα, πολλάκις με ηλέησας, έγώ δέ σέ ηθέτησα σύ με πολλάκις ανέστησας, εγώ δέ πάλιν πέπτωκα σύ με υπέμεινας, εγώ δέ σε πάλιν παρώργισα. 
Ποσάκις ενεπλήσθη ή ταπεινή μου ψυχή της σης χάριτος, Κύριε! 
Ποσάκις εφώτισε τήν σκοτεινήν μου διάνοιαν! 
Ποσάκις παρεκάλεσε τήν πενίαν μου, και εδίωξε τήν άπελπισίαν μου! 
Ποσάκις επισυνήξε τον νουν μου της πλάνης των ρεμβασμών! 
Εγώ δέ ό δείλαιος αεί αθετώ τήν σήν χάριν, Μακρόθυμε! Νύν δέ ταύτα εννοών και διενθυμούμενος, εξίσταμαι όλος και τρέμω και εις βάθος απορίας καταδύομαι ότι ουδέν ικανόν έχω προς απολογίαν ό δείλαιος. Πώς εξείπω τάς προς εμέ σου ευεργεσίας, φιλάνθρωπε, ώσπερ ό ασεβής εγώ αθετώ; διό και μυρίων κολάσεων είμι υπεύθυνος, ότι και μυρίων δωρεών εμέ τόν αχάριστον επλήρωσας. 

Άλλ' ώ Δέσποτα, ώς έχων της μακροθυμίας τό πέλαγος έμφυτον, και της ευσπλαγχνίας τήν άβυσσον, μή παραχώρησης κοπήναί με τον αχάριστον ώς τήν συκήν τήν άκαρπον, μηδέ αρπάσης με ανέτοιμον, μηδέ παραστήσης τήν ψυχήν μου στηλίτευμα ελεεινών τω φοβερώ και αδεκάστω σου βήματι. Άλλ' ώς αγαθός Θεός και φιλάνθρωπος, ελέησόν με τόν αχάριστον, τόν πεπωρωμένον, τόν αναπολόγητον, τόν καταδεδικασμένον, τόν άξιον πάσης κολάσεως και τιμωρίας. Πώς επικαλέσομαί σε, Δέσποτα τών απάντων, τάς εντολάς σου μή φυλάξας; Μετά γάρ τό λαβείν με τήν επίγνωσιν της σης αληθείας, γέγονα θυμώδης, ανελεήμων, μάλιστα δέ έν ρυπαροίς λογισμοίς, και έτι έν γαστριμαργία, έν αδηφαγία, έν υπερηφανία, έν καταλαλιά, έν υποκρίσει ψευδόμενος γάρ εγώ επί τους ψεύστας άχθομαι• κρίνω τους πταίοντας ό πλήρης πταισμάτων εάν υβρισθώ, αμύνομαι εάν μή τιμηθώ, βδελύττομαι, και τους τάληθή μοι λέγοντας ώς εχθρούς λογίζομαι• μή κολακευόμενος αηδιάζω• ανάξιος ών τιμάς απαιτώ. Εάν μή τις λειτουργή μοι, κακολογώ αυτόν ώς υπερήφανον ασθενούντα αδελφόν αγνοώ, εγώ δέ ασθενών, φιλείσθαι και υπηρετείσθαι θέλω. Μειζόνων περιφρονώ και ελάττονας υπερορώ• εάν κρατήσω βραχύ τι εμαυτόν από της άλογου επιθυμίας, κενοδοξώ• έάν κατορθώσω αγρυπνίαν, τη αντιλογία παγιδεύομαι. Εάν εγκρατεύσω εμαυτόν από βρωμάτων, τω τύφω καταποντίζομαι• εάν εις αρετήν προκόψω τι, κατά των αδελφών μου επαίρομαι. Έξωθεν ταπεινοφρονώ και τη ψυχή υψηλοφρονώ. Εώ λέγειν τάς έν εκκλησία ματαίας μνήμας και τους έν προσευχή ρεμβασμούς. Εώ τάς έν υποκρίσει συντυχίας, τάς απληστίας τών δοσολήψεων τάς κοινωνίας τών αλλότριων σφαλμάτων και ολέθριας κατακρίσεις. 
Ούτος έστιν ό επάρατος μου βίος• έν τοσούτοις και τοιούτοις κακοίς τη εμή σωτηρία ανταγωνίζομαι• ή δέ αλαζονεία και υπερηφάνεια μου ού συγχωρεί με κατανοήσαι αυτά. Ποίαν άρα απολογίαν έχω σοι τω θεώ μου έν τούτοις! ότι ό διάβολος μοι υπέθετο ταύτα; άλλ' ουδέ τω Αδάμ ωφέλησε τούτο απολογουμένω. Τίς ού μή πενθήσει τήν εμήν απώλειαν; τίς ού μή στενάξει τήν εμήν τύφλωσιν; τίς μή κλαύση τήν εμήν αναισθησίαν; Κύριε, διά τους απείρους σου οικτιρμούς δώρησαί μοι μετάνοιαν. Άγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε υπέρ εμού του αμαρτωλού, εκχέατε τήν δέησιν υμών προς τόν οικτίρμονα Θεόν, ίνα επιστρέψη τήν ψυχήν μου, τω άδη προσκολληθείσαν υπό τών ατίμων παθών. Πρεσβεύσατε, Άγιοι, υπέρ εμού, ίνα διά τών αγίων υμών ευχών άξιος μετανοίας γένωμαι. Έργον γάρ έστιν υμών, Άγιοι, πρεσβεύειν υπέρ αμαρτωλών, Θεού δέ τό τους απεγνωσμένους ελεείν. Όσιοι και Δίκαιοι, οί καλώς τόν αγώνα τελέσαντες, συνέλθετε επί εμοί τω δυστήνω, και ή ώς νεκρόν με θρηνήσατε, ή ώς ημιθανή οικτειρήσατε• επεί εγώ ούκ έχω προς Θεόν παρρησίαν διά τάς πολλάς μου αμαρτίας. Εκχέατε έλεος έπ' εμοί, Άγιοι, ώς είς αιχμάλωτον καί τραυματίαν. Οίδα γάρ ότι, εάν υμείς του Θεού δεηθήτε, πάντα μου τά πλημμελήματα συγχωρηθήσονται τη αφάτω αυτού ευσπλαγχνία ώσπερ γάρ αυτός φιλάνθρωπος έστιν, ούτω και υμείς. 
Μόνον μή υπερίδητέ με. Πρόσδεξαι, Κύριε, τήν ταπεινήν μου δέησιν ταύτην και ελέησόν με διά πρεσβειών τής πανάχραντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων, ίνα κάγώ μετά πάντων τών σωθέντων τω άφάτω σου ελέει προσκυνώ σε τόν έν Πατρί και Πνεύματι δοξαζόμενον Θεόν Λόγον. Αμήν.

Η ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ


«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καί ἀργολογίας μή μοι δῷς. Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρισαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.» 


Ανάμεσα σ’ όλες τις προσευχές και τους ύμνους τις Μεγάλης Τεσσαρακοστής μπορεί να ονομαστεί η προσευχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η Παράδοση την αποδίδει σε έναν από τους μεγάλους δασκάλους της πνευματικής ζωής, τον Άγιο Εφραίμ το Σύρο. Να το κείμενο της προσευχής:

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καί ἀργολογίας μή μοι δῷς.

Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονής καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ.

Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν».

Τούτη η προσευχή λέγεται δύο φορές στο τέλος κάθε ακολουθίας της Μεγάλης Σαρακοστής από τη Δευτέρα ως την Παρασκευή. Την πρώτη φορά λέγοντας την προσευχή κάνουμε μία μετάνοια σε κάθε αίτηση. Έπειτα κάνουμε δώδεκα μετάνοιες λέγοντας: «Ο Θεός, ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῷ, καί ἐλέησόν με» . Ολόκληρη η προσευχή επαναλαμβάνεται με μια τελική μετάνοια στο τέλος της προσευχής.1

Γιατί αυτή η σύντομη και απλή προσευχή κατέχει μια τόσο σημαντική θέση στην όλη λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής; 
Διότι απαριθμεί, μ’ ένα μοναδικό τρόπο, όλα τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία της μετάνοιας και αποτελεί, θα λέγαμε, ένα «κανόνα ελέγχου» του προσωπικού μας αγώνα στην περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής. Αυτός ο αγώνας σκοπεύει πρώτα απ’ όλα στην απελευθέρωσή μας από μερικές βασικές πνευματικές ασθένειες που διαμορφώνουν τη ζωή μας και μας κάνουν πραγματικά ανίσχυρους ακόμα και για να κάνουμε αρχή στροφής στο Θεό.

Η αργία

Η βασική ασθένεια είναι η αργία. Είναι η παράξενη εκείνη τεμπελιά και η παθητικότητα ολόκληρης της ύπαρξής μας που πάντα μας σπρώχνει προς τα «κάτω» μάλλον παρά προς τα «πάνω» και που διαρκώς μας πείθει ότι δεν είναι δυνατό ν’ αλλάξουμε και επομένως δε χρειάζεται να επιθυμούμε την αλλαγή. Είναι ένας βαθιά ριζωμένος κυνισμός που σε κάθε πνευματική πρόκληση απαντάει με το «γιατί;» και καταντάει την ζωή μας μια απέναντι πνευματική φθορά. Αυτή είναι η ρίζα όλης της αμαρτίας γιατί δηλητηριάζει κάθε πνευματική ενεργητικότητα στην πιο βαθιά της πηγή.

Η λιποψυχία

Το αποτέλεσμα της «αργίας», είναι η «λιποψυχία». Είναι μια κατάσταση δειλίας που όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη θεώρησαν το μεγαλύτερο κίνδυνο της ψυχής. Η λιποψυχία, η αποθάρρυνση, είναι η ανικανότητα του ανθρώπου να βλέπει καθετί καλό ή θετικό! Είναι η αναγωγή των πάντων στον αρνητισμό και στην απαισιοδοξία. Είναι στ’ αλήθεια μια δαιμονική δύναμη μέσα μας γιατί ο Σατανάς είναι βασικά ένας ψεύτης. Ψιθυρίζει ψευτιές στον άνθρωπο για το Θεό και για τον κόσμο· γεμίζει τη ζωή με σκοτάδι και αρνητισμό. Η λιποψυχία είναι η αυτοκτονία της ψυχής γιατί όταν ο άνθρωπος κατέχεται απ’ αυτή είναι εντελώς ανίκανος να δει το φως και να το επιθυμήσει.

Η φιλαρχία

Πνεύμα φιλαρχίας! Φαίνεται παράξενο πως η αργία και η λιποψυχία είναι ακριβώς εκείνα που γεμίζουν τη ζωή μας με τον πόθο της φιλαρχίας. Μολύνοντας όλη μας την τοποθέτηση απέναντι στη ζωή, κάνοντας την άδεια και χωρίς νόημα, μας σπρώχνουν ν’ αναζητήσουμε αντιστάθμισμα σε μια ριζικά λανθασμένη στάση απέναντι στα άλλα πρόσωπα.
Αν η ζωή μου δεν είναι προσανατολισμένη προς τον Θεό, αν δεν σκοπεύει σε αιώνιες αξίες, αναπόφευκτα θα γίνει εγωιστική και εγωκεντρική, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι άλλοι γίνονται τα μέσα για τη δική μου αυτοϊκανοποίηση. Αν ο Θεός δεν είναι ο «Κύριος και Δεσπότης της ζωής μου», τότε το εγώ μου γίνεται ο κύριος και δεσπότης μου, γίνεται το απόλυτο κέντρο του κόσμου μου και αρχίζω αν εκτιμώ καθετί με βάση τις δικές μου ανάγκες, τις δικές μου ιδέες, τις δικές μου επιθυμίες και τις δικές μου κρίσεις.
Έτσι η επιθυμία της φιλαρχίας γίνεται η βασική μου αμαρτία στις σχέσεις με τις άλλες υπάρξεις, γίνεται μια αναζήτηση υποταγής τους σε μένα. Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να εκφράζεται η φιλαρχία μου σαν έντονη ανάγκη να διατάζω και να κηδεμονεύω τους «άλλους». Μπορεί επίσης να εκφράζεται και σαν αδιαφορία, περιφρόνηση, έλλειψη ενδιαφέροντος, φροντίδας και σεβασμού. Και είναι ακριβώς η «αργία», μαζί με τη «λιποψυχία» που απευθύνονται αυτή τη φορά προς τους άλλους· έτσι συμπληρώνεται η πνευματική αυτοκτονία με την πνευματική δολοφονία.

Η αργολογία

Τέλος είναι η αργολογία. Απ’ όλα γενικά τα δημιουργήματα μόνον ο άνθρωπος προικίστηκε με το χάρισμα του λόγου. Όλοι οι Πατέρες βλέπουν σ’ αυτό το χάρισμα την ακριβή «σφραγίδα» της θείας εικόνας στον άνθρωπο γιατί ο ίδιος ο Θεός αποκαλύφθηκε σαν Λόγος (Ιωαν. 1:1).
Αλλά όντας ο λόγος το ύψιστο δώρο, έτσι είναι και ο ισχυρότερος κίνδυνος. Όπως είναι η κυρίαρχη έκφραση του ανθρώπου, το μέσο για την προσωπική του πλήρωση, για τον ίδιο λόγο, είναι και το μέσο για την πτώση του, για την αυτοκαταστροφή του, για την προδοσία και την αμαρτία. Ο λόγος σώζει και ο λόγος σκοτώνει· ο λόγος εμπνέει και ο λόγος δηλητηριάζει. Ο λόγος είναι το μέσο της Αλήθειας αλλά είναι και μέσο για το δαιμονικό ψέμα.
Έχοντας μια βασικά θετική δύναμη ο λόγος, έχει ταυτόχρονα και μια τρομακτικά αρνητική. Ο λόγος δηλαδή δημιουργεί θετικά ή αρνητικά. Όταν αποσπάται από τη θεία καταγωγή και το θείο σκοπό του γίνεται αργολογία. «Ενισχύει» την αργία, τη λιποψυχία και τη φιλαρχία και μετατρέπει τη ζωή σε κόλαση. Γίνεται η κυρίαρχη δύναμη της αμαρτίας.
Αυτά τα τέσσερα σημεία είναι οι αρνητικοί «στόχοι» της μετάνοιας. Είναι τα εμπόδια που πρέπει να μετακινηθούν. Αλλά μόνον ο Θεός μπορεί να τα μετακινήσει. Ακριβώς γι’ αυτό και το πρώτο μέρος της προσευχής αυτής είναι μια κραυγή από τα βάθη της καρδιάς του αβοήθητου ανθρώπου.

Στη συνέχεια η προσευχή κινείται στους θετικούς σκοπούς της μετάνοιας.

Η Σωφροσύνη

Σωφροσύνη! Αν δεν περιορίσουμε –πράγμα που συχνά και πολύ λαθεμένα γίνεται- την έννοια της λέξης «σωφροσύνη» μόνο στη σαρκική σημασία της, θα μπορούσε να γίνει κατανοητή σαν το θετικό αντίστοιχο της λέξης «αργία». «Αργία», πρώτα απ’ όλα, είναι η αδράνεια, τα σπάσιμο της διορατικότητας και της ενεργητικότητάς μας, η ανικανότητα να βλέπουμε καθολικά, σφαιρικά. Επομένως αυτή η ολότητα είναι το εντελώς αντίθετο από την αδράνεια.
Αν συνηθίζουμε με τη λέξη σωφροσύνη να εννοούμε την αρετή την αντίθετη από τη σαρκική διαφθορά είναι γιατί ο διχασμένος χαρακτήρας μας, πουθενά αλλού δεν φαίνεται καλύτερα παρά στη σαρκική επιθυμία, που είναι η αλλοτρίωση του σώματος από τη ζωή και τον έλεγχο του πνεύματος. Ο Χριστός επαναφέρει την «ολότητα» (τη σωφροσύνη) μέσα μας και το κάνει αυτό αποκαθιστώντας την αληθινή κλίμακα των αξιών, με το να μας οδηγεί πίσω στο Θεό.

Η Ταπεινοφροσύνη

Ο πρώτος και υπέροχος καρπός της σωφροσύνης είναι η ταπεινοφροσύνη. Πάνω απ’ όλα είναι η νίκη της αλήθειας μέσα μας, η απομάκρυνση του ψεύδους μέσα στο οποίο ζούμε. Μόνο η ταπεινοφροσύνη είναι άξια της αλήθειας· μόνο μ’ αυτή δηλαδή μπορεί κανείς να δει και δεχτεί τα πράγματα όπως είναι και έτσι να δει το Θεό, το μεγαλείο Του, την καλωσύνη Του και την αγάπη Του στο καθετί. Να γιατί, όπως ξέρουμε, ο Θεός «υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».

Η Υπομονή

Μετά τη σωφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη, κατά φυσικό τρόπο, ακολουθεί η υπομονή. Ο «φυσικός» ή «πεπτωκώς» άνθρωπος είναι ανυπόμονος, γιατί είναι τυφλός για τον εαυτό του, και βιαστικός στο να κρίνει και να καταδικάσει τους άλλους. Με διασπαρμένη, ατελή και διαστρεβλωμένη γνώση των πραγμάτων που έχει, μετράει τα πάντα με βάση τις δικές του προτιμήσεις και τις δικές του ιδέες. Αδιαφορεί για τον καθένα γύρω του εκτός από τον εαυτό του, θέλει η ζωή του να είναι πετυχημένη τώρα, αυτή τη στιγμή.
Η υπομονή, βέβαια, είναι μια αληθινά θεϊκή αρετή. Ο Θεός είναι υπομονετικός όχι γιατί είναι «συγκαταβατικός» αλλά γιατί βλέπει το βάθος όλων των πραγμάτων, γιατί η εσωτερική πραγματικότητά τους, την οποία εμείς με την τυφλότητά μας δεν μπορούμε να δούμε, είναι ανοιχτή σ’ Αυτόν. Όσο πιο κοντά ερχόμαστε στο Θεό τόσο περισσότερο υπομονετικοί γινόμαστε και τόσο πιο πολύ αντανακλούμε αυτή την απέραστη εκτίμηση για όλα τα όντα, πράγμα που είναι η κύρια ιδιότητα του Θεού.

Η Αγάπη

Τέλος, το αποκορύφωμα και ο καρπός όλων των αρετών, κάθε καλλιέργειας και κάθε προσπάθειας, είναι η αγάπη. Αυτή η αγάπη που, όπως έχουμε πει, μπορεί να δοθεί μόνο από το Θεό, είναι το δώρο που αποτελεί σκοπό που αποτελεί σκοπό για κάθε πνευματική προετοιμασία και άσκηση.

Η υπερηφάνεια

Όλα αυτά συγκεφαλαιώνονται στην τελική αίτηση της προσευχής του Αγίου Εφραίμ με την οποία ζητάμε: «…δώρησαί μοι τοῦ ὁράν τά ἐμά πταίσματα, καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου…». Εδώ τελικά δεν υπάρχει παρά μόνο ένας κίνδυνος: η υπερηφάνεια. 
Η υπερηφάνεια είναι η πηγή του κακού και όλο το κακό είναι η υπερηφάνεια. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι αρκετό για μένα να βλέπω τα «ἐμά πταίσματα» γιατί ακόμα και αυτή η φαινομενική αρετή μπορεί να μετατραπεί σε υπερηφάνεια.
Τα πατερικά κείμενα είναι γεμάτα από προειδοποιήσεις για την ύπουλη μορφή ψευτοευσέβειας η οποία στην πραγματικότητα με το κάλυμμα της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας μπορεί να οδηγήσει σε μια πραγματικά δαιμονική υπερηφάνεια. Αλλά όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και δεν κατακρίνουμε τους αδελφούς μας, όταν με άλλα λόγια, η σωφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, η υπομονή και η αγάπη γίνονται ένα σε μας, τότε και μόνο τότε ο αιώνιος εχθρός –η υπερηφάνεια- θ’ αφανιστεί μέσα μας.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν
από το βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή»,
εκδόσεις «Ακρίτας»

Υποσημειώσεις:
1) Κάθε φορά που λέμε ένα στίχο της ευχής του Οσίου Εφραίμ, κάνουμε μία μεγάλη μετάνοια. Σύνολο τρεις. Όταν τελειώσουμε αυτές, κάνουμε δώδεκα μικρές μετάνοιες λέγοντας σε καθεμία από αυτές: «Ο Θεός, ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῷ, καί ἐλέησόν με». Στο τέλος επαναλαμβάνουμε άλλη μία φορά τον τελευταίο στίχο της ευχής (Ναι, Κύριε Βασιλεύ...) και πραγματοποιούμε άλλη μία μεγάλη μετάνοια. (Ωρολόγιον το Μέγα, εκδ. Αποστολική Διακονία, 2003). 
2) Ο συγγραφέας μεταφράζει από το ελληνικό κείμενο τη λέξη «περιέργεια» με την αγγλική λέξη faint-heartedness που σημαίνει λιποψυχία, δειλία. 


Η Προσευχή της Αγίας και Μεγάλης Σαρακοστής

Η ευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου 


«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας, καί ἀργολογίας μή μοι δῷς. 
Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. 
Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρισαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, 
ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. 
Ἀμήν.»

Εις την Β' Παρουσίαν του Κυρίου.


ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ


Ο των όλων Θεός έρχεται κρίναι ζώντας και νεκρούς...
Και θα ανοιχθούν τα φοβερά εκείνα βιβλία, όπου είναι γραμμένα και τα έργα μας και λόγοι και οι πράξεις μας, τα οποία είπαμε και επράξαμε εις αυτήν την ζωήν, δηλαδή οι διαλογισμοί και τα ενθυμήματα, για τα οποία θα αποδώσουμε λόγον εις τον Κριτήν.                                     
Τότε θα ζητηθή από τον καθένα μας η ομολογία της πίστεως και η συνταγή του βαπτίσματος, και την πίστι καθαρή από κάθε αίρεσι και την σφραγίδα άθραυστη και τον χιτώνα αμόλυντον...                                                                                                           
Μετά την χάριν (του αγίου βαπτίσματος) ο ποιών τα πονηρά έργα, εξέπεσε της χάριτος, και ο Χριστός αυτόν εις τίποτε δεν θα ωφελήση, εάν επιμένη εις την αμαρτίαν. Διότι έχει γραφεί, ότι όλοι θα παρασταθούμε εμπρός εις το βήμα του Χριστού, διά να προσκομίση κάθε ένας όσα έπραξε με το σώμα του, είτε καλόν είτε κακόν (Β' Κορ. 5, 10).
Διότι όσοι έχουν τα καλά έργα και τους καλούς καρπούς χωρίζονται από τους ακάρπους και αμαρτωλούς, οι οποίοι και θα εκλάψουν, σαν τον ήλιον. Αυτοί είναι όσοι εφύλαξαν τις εντολές του Κυρίου, οι ελεήμονες, οι φιλόπτωχοι, οι φιλόρφανοι, οι ξενοδοχούντες, οι αντιλήπτορες των καταπονουμένων, οι επισκέπται των ασθενών, οι πενθήσαντες τώρα, καθώς είπεν ο Κύριος, οι πτωχεύσαντες τώρα διά τον πλούτον που ευρίσκεται εις τους ορφανούς, οι συγχωρούντες τα παραπτώματα των αδελφών, οι φυλάξαντες την σφραγίδα της πίστεως άθραυστον και αμόλυντον από πάθε αίρεσιν.
*Οι ευρισκόμενοι πάλιν εξ αριστερών είναι οι άκαρποι, εκείνοι που έχουν παροξύνει τον Καλόν Ποιμένα, εκείνοι που τον καιρόν αυτόν της μετανοίας τον επέρασαν παίζοντες και τρυφώντες, οι οποίοι εδαπάνησαν σε ασωτεία, μέθη και ασπλαχνία όλον τον χρόνον της ζωής των, σαν εκείνον τον πλούσιον, που ποτέ δεν ελέησε τον πτωχόν Λάζαρον, δι' αυτό και κατεκρίθησαν, ως ανελεήμονες και άσπλαχνοι και μη έχοντες καρπούς μετανοίας, ούτε έλαιον εις τας λαμπάδας των.
*Επειδή δεν ελεήσατε, έτσι και τώρα δεν θα ελεηθείτε, επειδή της φωνής μου δεν ακούσατε, έτσι ούτε εγώ τώρα θα ακούσω τους δικούς σας οδυρμούς. Διότι δεν διακονήσατε εμένα, ούτε με εθρέψατε πεινώντα, ούτε με εποτίσατε διψώντα, ούτε με εφιλοξενήσατε, ούτε γυμνητεύοντα με ενδύσατε, ούτε ασθενούντα με επισκεφθήκατε, ούτε όταν ήμουν εις την φυλακήν ήλθατε προς με. Άλλου Κυρίου εγίνατε εργάται και υπουργοί, δηλαδή του Διαβόλου...
*Τότε θα στενάζουν άρχοντες και πλούσιοι άσπλαχνοι, και θα προσβλέπουν παντού στενοχωρούμενοι, και κανείς δεν θα υπάρχει να μπορή να βοηθήση. Ούτε ο πλούτος φαίνεται, ούτε οι κόλακες παρεβρίσκονται, ούτε θα εύρουν έλεος, διότι δεν ελέησαν, ούτε προαπέστειλαν, δια να εύρουν... η γαρ κρίσις ανίλεως τω μη πράξαντι έλεος.
*Ας μη απιστήση κανείς, ότι είναι μόνον λόγια που λέγονται για την κρίσι. Αλλά με ακρίβεια και με ασφάλεια όλοι να πιστεύσουμε εις τον Κύριον, ότι υπάρχει ανάστασις νεκρών και κρίσις και ανταπόδοσις και των καλών και των κακών, κατά τις θείες Γραφές. Και παραβλέποντες όλα τα πρόσκαιρα, περιφρονούντες αυτά, να φροντίσουμε διά τα όσα αφορούν εις την απολογίαν και παράστασί μας εις το φοβερό βήμα, και την φρικτήν εκείνην ημέρα και φοβερήν ώραν...,η οποία θα δοκιμάση όλην την ζωήν.


(Αγ. Εφραίμ ο Σύρος) Ορθόδοξος Φιλόθεος μαρτυρία Έκδοσις "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ" 

Η μετάνοια αγαπητοί είναι πλούσιος καρπός...


ΟΣΙΟΣ  ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ

Η μετάνοια αγαπητοί είναι πλούσιος καρπός, διότι προσφέρει με κάθε τρόπο ενάρετο έργο στον Θεό.Είναι αγρός γεμάτος καρπούς, διότι καλλιεργείται σε κάθε καιρό. Είναι δέντρο της ζωής, διότι πολλούς που πεθαίνουν από τις αμαρτίες, τους ανασταίνει. Σ’ αυτό μπολιάζεται όλη η επουράνια πραγματικότητα, διότι μας φέρνει σε κοινωνία με την θεότητα. Χαίρεται με αυτήν ο Θεός, όπως με την δημιουργική του δύναμη, διότι εκείνους που η αμαρτία προσπαθεί να τους καταστρέψει , αυτή τους επαναφέρει στην δόξα του Θεού. Η μετάνοια είναι το ασφαλές  βαλάντιο του Θεού, διότι προστατεύει τις ψυχές των ανθρώπων, για να μην απολεσθούν. Αυτή είναι η άφθονη σοδειά του Θεού, διότι και προσφέρει τους ανθρώπους, και συναθροίζει τους αμαρτωλούς κατά σωρούς. Μέσα σ’ αυτήν υπάρχουν οι πνευματικοί τόκοι, διότι η μετάνοια θερίζει αυτά που δεν έσπειρε, δι’ότι το σώμα σπέρνει την αμαρτία, αλλά η μετάνοια θερίζοντας την ανυψώνει στην σεμνότητα. Η κακία σπέρνει τα πάθη, αλλά η μετάνοια ξεριζώνοντας τα σπέρνει επάνω τον ενάρετο τρόπο ζωής. Αυτή παίρνει εκείνα που δεν πρόσφερε. Είναι η ευσεβής τοκίστρια που ζητά να πάρει εκείνα που δεν πρόσφερε, λέγοντας στους αμαρτωλούς: << Δώστε μου το βάρος των αμαρτιών σας, αυτό για μένα είναι ο τόκος της πράξεως>>Έχεις πίστη; Δώσε τον τόκο της πίστης σου στην μετάνοια. Με αυτήν η πίστη σου ελευθερώνεται από τα χρέη. Δώσε την κακία σε μένα και εγώ θα φροντίσω να σε παρουσιάσω στον Θεό. Κατάλαβε το λόγο του Ευαγγελίου ….πως ονομάζει μετάνοια την πραμάτεια του Θεού. Εκείνοι που την εμπορεύθηκαν καλά, διπλασίασαν το κεφάλαιο. Οι καλοί εργάτες καλλιέργησαν με αυτήν τον αγρό του Θεού! Με αυτήν γέμισε η Εκκλησία με καρπούς. Με αυτήν και οι αποθήκες του Θεού! Μέσα από αυτήν γη και ουρανός ένα, η γη γέμισε με αγγέλους, με τους Αγίους που ζουν πάνω στην γη. Επαινούνται οι καλοί υπηρέτες καθώς πολλαπλασίασαν τον σπόρο με την μετάνοια. Αμοίφθηκαν οι καλοί διαχειριστές. Έτσι λέει σωστά εμπορευθήκατε και προσθέσατε στα πέντε τάλαντα άλλα πέντε, σας δίνω εξουσία σε δέκα πόλεις. Έχεις δώσει Κύριε τάλαντα και προσφέρεις πόλεις!<<Ναι! οι πόλεις είναι ο αγρός της μετάνοιας. Επειδή γίνατε πρόξενοι της σωτηρίας σας γι’ αυτό και εγώ σας κάνω άρχοντες λαών, πρόξενοι της σωτηρίας, για να σας δοξάσω! >>
Γι’ αυτό λοιπόν σωστά είπαμε πως η μετάνοια είναι το βαλάντιο του θεού, καθώς σ'αυτήν κατοικεί Ο ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΡΕΣΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ.