.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανθρώπινες ιστορίες μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανθρώπινες ιστορίες μετανοίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΕ ΑΘΕΟ ΑΔΕΡΦΟ...

Καλή μου ..., διαβάζω ότι είσαι άθεα και χλευάζεις όσους πιστεύουν στον Χριστό. 
Εγώ φίλη μου, δεν θα σε μπλοκάρω ή θα σε κατακρίνω ή θα νευριάσω μαζί σου.
Αντιθέτως σου λέω, πως άθεος ήμουν, μέχρι που μια στιγμή πήρα μία Εικόνα Του και ζήτησα δύο πράγματα...
Να μάθω τι είμαι και γιατί δεν βλέπω τον Χριστό και να δω αν υπάρχεις... Του είπα! 
Και αποφάσισα όπως στην γιόγκα, να πειραματιστώ και στην Ορθοδοξία, με νηστεία λογισμών, αφαγία, λέγοντας το Πάτερ ημών και την Ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησέ με τον αμαρτωλό" και μελετώντας την Αγία Γραφή και με σκοπό να κοινωνήσω. Να το κάνω δηλαδή, όπως λένε σωστά...
Το αποτέλεσμα ήταν, ενώ κάπνιζα, να αισθανθώ πανάλαφρος για τρεις ημέρες, χωρίς φαγητό και νερό και τσιγάρο, και να βλέπω δαιμόνια πίσω μου, μαύρες σκιές, που φώναζαν να επιστρέψω... 
Είδα Φως στην Εικόνα Του και την ψυχή μου, ένα μαύρο πράμα, σαν καπνός από τζάκι... 
Μετά τρεις ημέρες έκλαιγα, για το ποιος ήμουν και για αμαρτίες, που θεωρούσα μικρές, από μικρή ηλικία...
Και το κορυφαίο, γλυκιά μου ..., ήταν, πως ενώ ήμουνα ξύπνιος, άκουγα την Ευχή να την λέει η καρδιά μου και έβλεπα έναν Υπέροχο Κόσμο, που οδηγούσε στον Χριστό, που δεν ήξερα, αλλά γνώριζα(!) και που δεν μπορώ με λόγια να πω, πόσες αισθήσεις είχα και το αντιλαμβανόμουνα, όλο Αυτό το Υπερθέαμα!!!! 
Και με μεγάλη Ανάγκη οδηγήθηκα στο Μυστήριο της Εξομολόγησης και μετά Κοινώνησα.
Και συνάδερφοί μου, βλέπανε Φως και Λάμψη στο πρόσωπό μου(!) και μάλιστα μία φίλη, με ρωτούσε τι ενυδατική χρησιμοποιώ, πειράζοντάς με...
Μετά έψαξα και βρήκα τι ήταν όλα αυτά. Στο διαδίκτυο, περιγράφονται από αιώνια συγγράμματα Αγίων του Χριστού, ως Καρποί Αγίου Πνεύματός Του, με συγκεκριμένες Ονομασίες, όπως Αδαμιαίος Θρήνος, Τριήμερη Αφαγία, Καρδιακή Νοερά Προσευχή και Άκτιστο Φως, που σε εμένα φυσικά, ήταν οι Αποδείξεις που ζητούσα και επέμενα να δω...
Τελευταία θα ήθελα να σου πω, πως ήμουνα τόσο δύσπιστος, που ενώ είχα δει βίντεο με δαιμονισμένους, που καταριούνταν για κάποιον λόγο, τον Χριστό και αποκάλυπταν αλήθειες των παρευρισκομένων δύσπιστων, ούτε και στον διάβολο πίστευα!
Συγνώμη αν σε κουράζω, αλλά δεν έχω λόγο να σε κατηγορήσω, που δεν βλέπεις Θεό και λες πως οι Χριστιανοί, οι σωστοί Χριστιανοί, είναι ανόητοι. Το μόνο που μπορώ να πω, είναι πως τώρα, θα είμαι εγώ κατακριτέος, περισσότερο από εσένα, αν δεχτώ να επιστρέψω στα σκοτάδια μου, που είχα ως οργισμένος άθεος.
Η ζωή είναι πολύ μικρή, να μένω δογματικός, σε λιγοστές γνώσεις. 
Και Ελεύθερος Άνθρωπος για εμένα, είναι εκείνος, που δοκίμασε με ασφάλεια, όλους τους τρόπους να ζήσει και επέλεξε τελικά τον Καλύτερο, για να πεθάνει...
Με αγάπη για εσένα και τον Χριστό, των ματιών μου, Άσωτος Υιός.

(Ύστερα από όσα της έγραψα με μπλοκάρισε. Εγώ το μόνο που θέλω να πω σε όλους όσους πολεμούμε τους άθεους, είναι ότι δεν είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αλλά μοιάζουμε με Αιρετικούς Σταυροφόρους και Δογματικούς Φιλοσόφους και αιτία απώλειας και των αδερφών μας γινόμαστε. Αφού, αν γνωρίσουμε, έστω την Επιφάνεια του Ζωντανού Χριστού μας και Θεού όλων μας, θα κλάψουμε μαζί με τον εαυτό μας και όσους δεν Τον γνώρισαν…)

Τί έχεις παππού, πονάς;



Είναι αλήθεια πέρα για πέρα, πως, όπως οι λόγοι του διδάσκαλου οσίου Εφραίμ απώτερο σκοπό έχουν να φέρουν τον άνθρωπο σε καλή πνευματική κατάσταση, που θα τον οδηγήση στην μετάνοια, αυτό επιδιώκουν και οι ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (τα τροπάρια, τα ιδιόμελα, οι κανόνες, οι αναγνώσεις, τα πολλά σταυροκοπήματα, οι άπειρες μετάνοιες ).

Σκοπό έχουν να σπάσουν το εγώ, να κάμψουν τον αγέρωχο νου, ώστε οι πιστοί να σταθούν σεβίζοντες ενώπιον του Θεού, ζητώντας συγγνώμη των πεπραγμένων.

Το σκύψιμο της κεφαλής και πολύ περισσότερο την κάμψη των γονάτων την φοβούνται μόνον οι ετερόδοξοι, γιατί είναι αιρετικοί και ο όσιος Ιωάννης ο Σιναϊτης λέγει ότι είναι αδύνατον να βρεθή ταπείνωση σε αιρετικό.

Την περίοδο αυτήν της Τεσσαρακοστής η όλη διακόσμηση της εκκλησίας με τα πένθιμα ζεσταίνει την καρδιά. Νιώθει πως είναι μια άλλη περίοδος του χρόνου. Οι φαιδρότητες και οι χαρές έπειτα από αυτά. Νυν ήλθε καιρός μετανοίας και εξομολογήσεως, δακρύων και στεναγμών. Σκεπάστηκαν οι εικόνες με μαύρα. Γύρισαν ανάποδα, αφού εγώ δεν γυρίζω στον Χριστό.

Και αυτό το άγιο Θυσιαστήριο μελανοφορεί για τη δική μου σκληρότητα, πώρωση και απανθρωπιά. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια σταμάτησε ο πένθιμος διάκοσμος την Μεγάλη Σαρακοστή, για να μην μελαγχολούμε. Ξέχασαν πως ο Ορθόδοξη Εκκλησία είναι χώρος δακρύων, μετανοιών και εργαστήριο ταπεινώσεως. Μακαριστός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο έλεγε:

- Σχολίασα το πρώτο και το τελευταίο «και» της Αγίας Γραφής και κατάλαβα∙ κατάλαβα πως ο Θεός δεν ζητά τίποτε άλλο από τον άνθρωπο παρά ταπείνωση.

Τα μοναστήρια που έχουν πατερική παράδοση, διατηρούν την πένθιμη πράξη την Μεγάλη Σαρακοστή. Ρώτησα στην Πάτμο ένα Γάλλο:

- Τί σ’ έκανε να γίνης ορθόδοξος;

- Η διακόσμηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πήγα στην ρωσική εκκλησία σ’ ένα μνημόσυνο ενός φίλου μου Ρώσου. Ζεστάθηκε η καρδιά μου. Ενώ στην καθολική και προτεσταντική, Άλπεις. Μπορείς να ζήσης εκεί; Άλλο τόσο σ’ αυτήν την «εκκλησία».

Έτσι, στο μικρό μοναστήρι όπου διακονούσαμε ολίγοι αδελφοί, ήρθε κάποτε την ώρα του Μεγάλου Αποδείπνου γέρος, αλλά καρδαμωμένος. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε σχεδόν στο μέσον του μικρού Καθολικού. Βλέποντας τους μοναχούς να κάνουν ακατάπαυστα σταυρούς και μετάνοιες, προσπάθησε κι αυτός, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε. Είδε πως δεν μπορούσε και άρχισε το «ωχ, ωχ».

- Τί έχεις, παππού, πονάς;

- Όχι, παιδί μου. Συντρίβεται η ψυχή μου βλέποντας πόσες μετάνοιες κάνετε εσείς, σαν να είστε οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί, κι εγώ ο πανάθλιος μια μετάνοια δεν έχω κάνει στη ζωή μου. Και τον σταυρό κουτσουρεμένο τον έκανα, σαν να το θεωρούσα ντροπή να σταυροκοπιέμαι.

Ζήτησε στο τέλος της ακολουθίας εξομολόγηση. Ήρθε σε μεγάλη συναίσθηση. Έκλαιε σαν μικρό παιδί.

- Έπαθα - έλεγε- την πλάκα μου μαζί σας. Ήρθα να μου διαβάσης μια ευχή να κοινωνήσω και εγώ έγινα ράκος. Μου υπενθυμίσατε όλες τις αμαρτίες μου. Μωρέ τί είστε εσείς εδώ πέρα; Ψυχοβγάλτες. Θα τα πω όλα και ας γίνω ρεζίλι μπροστά σου.

Ο γέρος άνοιξε ανώγεια, ισόγεια και κατώγεια και υπόγεια σκοτεινά. Είπε τα πάντα από την παιδική του ηλικία. Για μια στιγμή φώναξε:

- Δεν έχω άλλα να σου πω∙ δεν έχω άλλα να σου δείξω. Συγχώρα με και δώσε μου ένα ποτήρι νερό.

Έτρεξα στο Ιερό να του φέρω.

- Όχι αυτό. Την δροσιά της ευχής να μου διαβάσης και να επιστρέψω στο κονάκι μου.

Έφυγε ο γέρος, φωνάζοντας «ωχ, ωχ» έξω φωνή ως το χωριό. Τον ακούει η Αλεξάνδρα η ανάπηρη.

- Τί έχεις, γέρο, και αναστενάζεις; Τί σου είπαν οι καλόγεροι; Δεν σου φέρθηκαν καλά;

- Είδα αυτά που κάνουν και οίκτιρα τον εαυτό μου. Αν υπήρχε μόνον αυτή η ζωή, καλά θα ήταν. Όμως υπάρχει και μια άλλη…

Σε λίγες μέρες πορεύθηκε την μακαρία οδό.
Μακάρι εκεί να είναι μακάριος ανήρ.

Πηγή: Από το βιβλίο «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»
Ιερά Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος

Ο φιλάνθρωπος Θεός όμως, που εργάζεται για την σωτηρία του κάθε ανθρώπου, έβαλε στο νού της τη μνήμη των οδυνηρών κολάσεων και την αρχική δόξα και τιμή, από την οποία είχε ξεπέσει. ( Γεροντικό )

Κάποια μοναχή πολεμήθηκε με λογισμούς πορνείας. Κι επειδή δεν μπορούσε να υπομείνει τον πόλεμο, έφυγε από το μοναστήρι της και γύρισε στον κόσμο. 

Δεν άργησε να καταλήξει σε πορνείο. Έμεινε εκεί αρκετά χρόνια και πλούτισε πολύ , γιατί ήταν πολύ όμορφη. 

Ο φιλάνθρωπος Θεός όμως, που εργάζεται για την σωτηρία του κάθε ανθρώπου, έβαλε στο νού της τη μνήμη των οδυνηρών κολάσεων και την αρχική δόξα και τιμή, από την οποία είχε ξεπέσει.

Και εκείνη αφού τα’αναλογίστηκε όλα αυτά, εγκατέλειψε πλούτη και περιουσία, κι έτρεξε στο μοναστήρι της , σαν προβατίνα που γλύτωσε από το στόμα των λύκων. 

Μόλις όμως έφτασε στην πύλη της μονής, έπεσε κάτω και ξεψύχησε . 

Εκεί κοντά ζούσε κάποιος έγκλειστος μοναχός, που είδε σε όραμα την νύχτα εκείνη αγγέλους και δαίμονες έξω από το μοναστήρι. 

Φιλονεικούσαν όλοι μπροστά στη νεκρή για την ψυχή της. 

-Εφόσον μετανόησε, είναι δική μας, έλεγαν οι άγγελοι. 

-Μέχρι τώρα δούλευε σε μας , διαμαρτύρονταν οι δαίμονες. Άλλωστε δεν πρόφτασε να μπει στο μοναστήρι να μετανοήσει. 

Ενώ έτσι φιλονεικούσαν, ήρθε άλλος άγγελος από τον ουρανό. 

-Γιατί φιλονεικείτε; Τους ρώτησε και ύστερα τους είπε ότι ο αγαθός Θεός, αφότου η μοναχή σκέφτηκε να μετανοήσει, από την ίδια εκείνη στιγμή δέχθηκε την μετάνοια της. 

Αμέσως συνήλθε ο μοναχός από το όραμα και έτρεξε να αναγγείλει στην ηγουμένη τα συμβάντα. Αφού περιποιήθηκαν το λείψανο, το έθαψαν στο κοιμητήριο και ευχαρίστησαν τον ελεήμονα Θεό, που και μόνο ένα καλό λογισμό τον δέχεται σαν μετάνοια. 

Από το Γεροντικό


Η Οσία Πελαγία – Μια πρώην αμαρτωλή πόρνη που έστησε τόσα λαμπρά τρόπαια κατά του διαβόλου



Οσία Πελαγία – Εορτάζει στις 8 Οκτωβρίου

Η οσία Πελαγία έζησε στην Αντιόχεια στα μέσα του Γ’ αιώνα. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αγαπούσε τα στολίδια, ντυνόταν προκλητικά, ήταν ωραία και ζούσε στο βούρκο της ακολασίας.

Ο πολυεύσπλαχνος όμως Κύριός μας, οικονόμησε την επιστροφή της με τον εξής τρόπο:

Στην Αντιόχεια έγινε στην εποχή της Τοπική σύνοδος και μεταξύ των άλλων ήλθε ο πολύ ενάρετος και άγιος Επίσκοπος Νόννος, τον οποίον η Εκκλησία μας τιμά στις δέκα Νοεμβρίου. Αυτόν το σοφό άνθρωπο του Θεού παρεκάλεσαν οι ορθόδοξοι πιστοί να τους κηρύξει τον θείον λόγο, διά πνευματική τους ωφέλεια. Ενώ όμως ο Άγιος μιλούσε έξω από το Ναό πέρασε επιδεικτικά και αναίσχυντα η πόρνη Πελαγία καθισμένη επάνω σε στολισμένο αμάξι. Οι άλλοι επίσκοποι γύρισαν τα μάτια τους προς το άλλο μέρος διά να μη την βλέπουν, ενώ ο άγιος Νόννος γεμάτος από θεϊκή αγάπη την έβλεπε και αφού αναστέναξε είπε:

Αλλοίμονο σε εμάς που ζούμε με αμέλεια και αδιαφορούμε διά την σωτηρία μας. Κατά την ημέρα της Κρίσεως θα ντροπιαστούμε, διότι αύτη η πόρνη διά να αρέσει σε θνητούς ανθρώπους, φροντίζει τόσο πολύ το σώμα της και στολίζεται ενώ εμείς αμελούμε και δεν φροντίζουμε την ψυχή μας διά να αρέσουμε στον αθάνατο και ζωντανό Θεό, παρά ασχολούμεθα με τα φθαρτά πράγματα και περιφρονούμε την αξία μας. Δι’ αυτό θα χάσουμε τη θαυμάσια αιώνια μακαριότητα και θα κατακριθούμε διά την αμέλειά μας…

Μετά το τέλος του λόγου του επήγε εις το κελλί του ο Άγιος και προσευχόμενος με δάκρυα στα μάτια εις τον Θεόν, έλεγε:
Πολυεύσπλαχνε Θεέ μου, συγχώρεσε εμένα τον αμελή διατί η επιμέλεια που έδειξε η πόρνη μέσα σε μια ημέρα, ξεπερνάει τη δική μου φροντίδα που έδειξα σ’ όλα τα χρόνια της ζωής μου, διά να στολίσω την ψυχή μου ώστε να γίνει δική σου κατοικία. Ποια πρόφαση λοιπόν να βρω εγώ μπροστά σου, Συ που γνωρίζεις τα μυστικά των καρδιών! Αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, διατί μπαίνω ανάξια στο Ιερό Θυσιαστήριο και δεν στολίζω την ψυχή μου σύμφωνα με το Άγιο Θέλημα σου. Αλλά Κύριε, σε παρακαλώ μη με καταδικάσεις την ημέρα της Κρίσεως, διατί είμαι έρημος από κάθε αρετή και δεν ετήρησα καμιά από τις εντολές σου.

Όταν ο επίσκοπος έπεσε να κοιμηθεί είδε ένα όνειρο πως δήθεν λειτουργούσε εις το Ναό και ένα βρώμικο περιστέρι πετούσε γύρω του και τον ενοχλούσε πολύ. Όταν όμως έφτασε εις τα κατηχούμενα και έλεγε: «όσοι κατηχούμενοι προέλθετε», τότε το περιστέρι βγήκε και στάθηκε έξω μέχρι το τέλος της θείας λειτουργίας. Βγαίνοντας ο Όσιος από το Άγιο Βήμα, είδε και πάλι το λερωμένο περιστέρι να πετάει κοντά του. Τότε ο Όσιος άπλωσε τα χέρια του, το πήρε και το βύθισε στην Κολυμβήθρα που βάπτιζε τους ανθρώπους. Αμέσως το περιστέρι καθαρίστηκε και πέταξε ψηλά στον αέρα, ώσπου δεν φαινόταν πια. Το θαυμαστό αυτό όνειρο έδειξε πως κάτι σπουδαίο πρόκειται να γίνει. Πράγματι, την άλλη ημέρα που επήγε εις το Ναό του ανέθεσε ο Πατριάρχης να κηρύξει τον θείον λόγον εις τον λαόν. Μέσα στους άλλους από οικονομία Θεού βρέθηκε και η αμαρτωλή Πελαγία. Άκουσε, τότε, διά την αθανασία της ψυχής, τη δικαιοσύνη του Θεού, την αιώνια σωτηρία των δικαίων, αλλά και διά την καταδίκη των αμαρτωλών.

Η του Θεού άπειρος ευσπλαχνία έφερε μέσα της συντριβή και κατάνυξη και άρχισε να κλαίει διά τις αμαρτίες της. Μίσησε από την καρδιά της τις βρωμερές πράξεις της, και ένοιωσε στην καρδιά της ιερό πόθο προς τον Ιησούν Χριστόν… έστειλε δε και γράμμα με τους υπηρέτας της προς τον άγιον επίσκοπον Νόννον εις τον οποίο έγραφε:

«Εις τον Άγιον Επίσκοπον και μαθητήν του Χριστού, η μαθήτρια του δαίμονος Πελαγία, η οποία είναι ένα πέλαγος ολόκληρο από ανομίες, απονέμει την δουλικήν προσκύνησιν.

Άκουσα, άγιε του Θεού, από κάποιο Χριστιανό, ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καλέσει “δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν”. Μου είπε επίσης, ότι δεν εμίσησε, ούτε απέφευγε από σιχαμάρα τις πόρνες, τους ληστάς και τους τελώνες, αλλά συναναστράφηκε και συνομίλησε μαζί τους. Αυτός, που δεν μπορούν να τον ιδούν με ακάλυπτο το πρόσωπο και αυτά ακόμη τα χερουβίμ. Εάν, λοιπόν, και συ είσαι μαθητής ενός τέτοιου Διδασκάλου, απόδειξέ το στην πράξη και δέξε με κοντά σου. Μη με αηδιάσεις, ούτε να με σιχαθείς την πόρνη και αμαρτωλή. Σε παρακαλώ να με δεχθείς για να σου εξομολογηθώ και να σου πω τα κρίματά μου, διά να σώσω την ψυχήν μου η άσωτη».

Όταν διάβασε αυτά τα λόγια ο Όσιος Νόννος, φοβήθηκε μήπως δεν είναι ειλικρινά και του ετοιμάζει καμιά πλεκτάνη. Γι’ αυτό της παρήγγειλε να πάει στην εκκλησία όταν θα ήταν και άλλοι Αρχιερείς, για να εξαγορευθεί τα αμαρτήματά της. Πράγματι, η Πελαγία, δεν χάνει καιρό. Τρέχει αμέσως στην εκκλησία και πέφτει στα πόδια του, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου. Τα μουσκεύει με τα δάκρυα της, που έτρεχαν ασταμάτητα. Εκεί εξομολογήθηκε μεγαλοφώνως τις αμαρτίες της.

Σπλαχνίσου με την αμαρτωλή, Πάτερ Όσιε, σαν τον Δεσπότη Χριστό. Βάπτισε με και οδήγησέ με στη μετάνοια, έμενα που μοιάζω με πέλαγος απέραντο από αμαρτίες. Η ζωή μου είναι μια κόλαση ολόκληρη. Έπεσα στα χέρια του Σατανά. Έγινα δόλωμά του και παγίδα, για να πάνε πολλοί στην Κόλαση. Τώρα με τη Χάρη του Θεού μετανοώ για την αμαρτωλή ζωή μου. Παίρνω την ηρωική απόφαση να ζήσω από δω και πέρα, όπως θέλει ο Θεός με μετάνοια, διά να μην κολασθώ αιώνια.

Οι Αρχιερείς αισθάνθηκαν ιερή συγκίνηση για τη ριζική αλλαγή, που έγινε στην αμαρτωλή, με την βοήθεια του Θεού. Εθαύμαζαν για τα δάκρυα, που έχυνε και εχαίροντο, για τη σωτηρία της. Εκείνη συνέχιζε να κόπτεται και να οδύρεται για την αμαρτωλή της ζωή.

Ο ιερός Νόννος της απαντάει:

Οι κανόνες της Εκκλησίας μας ορίζουν να μη βαπτίζουμε καμιά πόρνη, εάν δεν έχει κάποιον εγγυητή, ότι δεν θα επιστρέψει πλέον στα προηγούμενα αμαρτήματα.

Εκείνη τότε κλαίγοντας ακόμη περισσότερο, λέγει στον Επίσκοπο:

Να με έχεις στο λαιμό σου και να κρεμαστούν επάνω σου όλα τα αμαρτήματά μου. Θα δώσεις λόγο για την ψυχή μου κατά την ώρα της Κρίσεως, εάν δεν με βάπτισης το συντομότερο. Θέλω να με αναγεννήσεις πνευματικά και να με παραστήσεις καθαρή νύμφη μπροστά στον Νυμφίο Χριστό. Μη χάνομε καιρό, Επίσκοπε, γιατί φοβάμαι ότι αν δεν βαπτισθώ τώρα γρήγορα, και αν μείνω μακριά από τη Χάρη του Θεού, θα με πλανέψει ο διάβολος και θα ξαναπέσω στην αμαρτία.
Όταν άκουσε αυτά ο Νόννος εδόξασε το Θεόν, που έδειξε τόση μεγάλη μετάνοια. Της εδιάβασε την ευχή της εξομολογήσεως και τη ρώτησε, πως τη λένε.

Στην αρχή, είπε, με λέγανε Πελαγία. Ύστερα όμως οι άνθρωποι, θαυμάζοντας τα πολλά και πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια που φορούσα, με ονόμασαν Μαργαρώ. Σε λίγο την εβάπτισε ο Επίσκοπος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και της έδωσε το πρώτο της όνομα, Πελαγία.

Ανάδοχός της έγινε μια ενάρετη Μοναχή, που την έλεγαν Ρωμάνα. Κατόπιν ετέλεσε την θείαν Μυσταγωγίαν και την εκοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια.

Το γεγονός βέβαια αυτό έγινε γνωστό σε όλη την Αντιόχεια και είχαν όλοι οι πιστοί γιορτή για τη σωτηρία της ψυχής της. Ο καθένας θεωρούσε τη χαρά της και δική του χαρά, διότι ενίκησε τον εχθρό διάβολο και μπήκε στη μάνδρα του Χριστού μια άσωτη…

Μετά το βάπτισμά της η φωτισμένη πλέον Πελαγία παρέδωσε όλα τα πλούτη της στον άγιο Επίσκοπο Νόννο για να δοθούν σε καλοσύνες. Και ο Επίσκοπος ανέθεσε στον αρμόδιο Κληρικό με την εντολή: Να μην κρατήσει τίποτε από αυτά για την Εκκλησία, αλλά να τα μοιράσει στους πτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά, για να δοθούν καλά, όσα συγκεντρώθηκαν άσχημα.

Η ίδια ελευθέρωσε τους δούλους και τις δούλες της και τους συμβούλεψε να φροντίσουν για την σωτηρία τους, για να λυτρωθούν με την ευσπλαχνία τού Δεσπότου Χριστού από την αιώνια αιχμαλωσία, όπως εκείνη τους ελευθέρωσε από την προσωρινή αιχμαλωσία.

Από τη μέρα που βαπτίσθηκε η μακαρία Πελαγία, δεν έφαγε τίποτε αγορασμένο από τα πλούτη της, γιατί ήταν συγκεντρωμένα με αμαρτωλό τρόπο, την έτρεφε όμως η Ρωμάνα όσες μέρες έμενε κοντά της.

Την νύκτα μιας Κυριακής έβγαλε τα γυναικεία ρούχα. Ντύθηκε με ένα τρίχινο και κουρελιασμένο χιτώνα και πήγε στα Ιεροσόλυμα, χωρίς να πει σε κανένα το σκοπό της. Φεύγοντας από την Αντιόχεια η εκλέξασα την αγαθή μερίδα Πελαγία, επήγε στο όρος των Ελαίων. Έμεινε εκεί τρία ολόκληρα χρόνια μέσα σε ένα κελλί με ανδρική ενδυμασία, εντελώς αγνώριστη. Εκεί μέσα αγωνίζονταν και έκανε τέτοιους νικηφόρους αγώνες κατά του πονηρού και με τέτοιες αρετές στολίσθηκε, που μόνον ο Θεός ο οποίος διαβάζει τα κρύφια της καρδιάς μας το γνωρίζει.

Αλλά ο Θεός δεν θέλησε να αφήσει τη δούλη Του να αγωνίζεται μέχρι τέλους κρυμμένη. Όπως ακριβώς είχε γίνει ο περίγελος των ανθρώπων με την αμαρτωλή ζωή της, έτσι οικονόμησε τα πράγματα ο Θεός να ακτινοβολήσει στην κοινωνία με την αρετή της, για την ωφέλεια των πολλών. Τούτο δε έγινε ως εξής:

Ο Ιερός Ιάκωβος, μαθητής του αγίου Επισκόπου Νόννου, κυριεύθηκε από την αγία επιθυμία να πάει να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο. Όταν ξεκίνησε να φύγει, πήρε την ευλογία του Αγίου Νόννου. Ο Άγιος είχε διορατικό χάρισμα και του είπε:

Ύπαγε εν ειρήνη, τέκνον μου, και αφού προσκυνήσεις τους Αγίους Τόπους, ρώτησε να μάθεις για κάποιον ενάρετο Μοναχόν, τον Πελάγιον. Θα λάβεις από αυτόν μεγάλη ψυχική ωφέλεια. Είναι δούλος πραγματικός του Κυρίου μας.

Πράγματι, ο ιερός Ιάκωβος πήγε και προσκύνησε τους Αγίους Τόπους και ρώτησε να μάθει, διά τον μοναχόν Πελάγιον. Του είπαν, ότι ήτο στο όρος των Ελαίων. Όταν έφθασε εκεί χτύπησε την πόρτα του κελλιού του και βγήκε η Αγία, με ανδρικό σχήμα. Και αυτή μεν ανεγνώρισε τον Ιάκωβον, εκείνος όμως, δεν μπόρεσε να την γνωρίσει, διότι η ομορφιά της, που είχε άλλοτε είχε χαθεί από τη μεγάλη άσκηση. Το πρόσωπό της ήταν μαραμένο. Τα μάτια της είχαν χωθεί βαθειά μέσα στις κόγχες. Το σώμα της ήταν σκελετωμένο από την πολλή σκληραγωγία, την άσκηση και τη νηστεία. Μόνον το δέρμα της φαινόταν και τα κόκκαλα.

Τον ρώτησε η Αγία, εάν ήτο ο υποτακτικός του Επισκόπου Νόννου και εκείνος απάντησε: Ναι.
Όντως, του προσέθεσε η Αγία, Απόστολος του Θεού είναι εκείνος ο άνθρωπος: πες του σε παρακαλώ να προσεύχεται στο Θεό να μου συγχωρήσει τις αμαρτίες μου.

Αφού είπε αυτά, έκλεισε τη θύρα της και μέσα στο κελλί της έψαλλε ψαλμούς, σύμφωνα με την τάξη των μοναχών. Ο Ιάκωβος μαζί με τις άλλες ωφέλειες, που πήρε, διδάχθηκε, ότι θα πρέπει να είναι κανείς πολύ σύντομος στα λόγια του.

Ανεχώρησεν από εκεί ο Ιάκωβος και πήγε και σε άλλα κελλιά για να επισκεφθεί και άλλους αδελφούς. Αλλά όπου και αν πήγαινε, παντού άκουγε για τον Πελάγιο τα καλλίτερα λόγια. Τον επαινούσαν όλοι, σαν τον πλέον ενάρετο και αγιότατο άνθρωπο.

Μετά από λίγες μέρες διαδόθηκε σ’ όλη την περιοχή η είδηση ότι ο Πελάγιος άφησε τον παρόντα κόσμο και αναχώρησε για την άλλη ζωή.

Συγκεντρώθηκαν στη Σκήτη της, όχι μόνον από την Ιερουσαλήμ, αλλά και από τον Ιορδάνη, την Ιεριχώ και από όλα τα γύρω περίχωρα με μεγάλη ευλάβεια, διά να ενταφιάσουν το άγιο λείψανο .

Και όταν θέλησαν να πλύνουν το σώμα του νεκρού, κατά την τάξη, εγνώρισαν, ότι ήταν γυναίκα. Όλοι τότε έμειναν κατάπληκτοι και εδόξασαν τον Κύριον, ο όποιος της έδωσε τη δύναμη να πολεμήσει τον διάβολο και να τον νικήσει κατά κράτος.

Αυτή η είδηση μαθεύτηκε και στα περίχωρα και κόσμος πολύς ερχόταν κύματα-κύματα. Εσπρώχνονταν μάλιστα, ποιος θα πρωτοασπασθεί το άγιο λείψανο. Το σήκωσαν κατόπιν ευλαβείς και άγιοι άνδρες. Ακολουθούσαν όλοι, με λαμπάδες και θυμιάματα και το ενταφίασαν με τιμές, όπως έπρεπε σε Αγία.

Κοιμήθηκε το 284 μ.Χ. και η Ορθόδοξος Εκκλησία την εορτάζει στις 8 Οκτωβρίου.

Αυτός είναι ο βίος της Οσίας Πελαγίας της πρώην αμαρτωλής πόρνης. Έτσι αγωνίσθηκε αυτή, που την υπολόγιζαν όλοι για χαμένη. Αλλά ξέφυγε από την αμαρτία και έστησε τόσα λαμπρά τρόπαια κατά του διαβόλου.

Αυτήν λοιπόν ας έχουν για παράδειγμα, όλοι όσοι μολύνανε την εικόνα του Θεού με βρώμικες πράξεις. Κανένας να μην απελπισθεί, έστω και αν είχε το ατύχημα να διαπράξει τα πιο χειρότερα αμαρτήματα. Το παράδειγμα της Οσίας Πελαγίας της πόρνης μας δείχνει ότι πολλές φορές μπορεί κανείς και από αυτά τα σκοτεινά άντρα της αμαρτίας να ξεπεταχθεί επάνω και να ζήσει αγγελική ζωή, σημειώνει ο αείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος στη βιογραφία της Αγίας Πελαγίας.

Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Εξ ακανθών καθάπερ ρόδον ευώδες, τη Εκκλησία Πελαγία εδείχθης, ταις εναρέτοις πράξεσιν ευφραίνουσα ημάς’ όθεν και προσήγαγες, ως οσμήν ευωδίας, τω σε θαυμαστώσαντι, τον σον βίον Οσία’ ον εκδυσώπει σώζεσθαι ημάς παθών παντοίων, ψυχής τε και σώματος.

Κοντάκιον. Ήχος α’. Χορός αγγελικός.
Πελάγει αρετών, αληθώς ισαγγέλων, το πέλαγος των σων, εγκλημάτων Οσία, πανσόφως εβύθισας, και δακρύων τοις ρεύμασιν, εναπέπνιξας, τον πολυμήχανον όφιν’ όθεν έλαμψας, ώσπερ λαμπάς μετανοίας, την κτίσιν φαιδρύνουσα.

Μεγαλυνάριον.
Φερωνύμως πέλαγος γαληνόν, πλεύσασα Οσία, με-τανοίας της ιεράς, Μήτερ Πελαγία, τοις εν πελάγει βίου, λιμήν σωτηριώδης, ώφθης και άκλυστος.

Μεγάλη και θαυμαστή η δύναμις της μετανοίας
Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη” 
Θεσσαλονίκη

ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΑ ΕΝΑΝ ΙΕΡΕΑ…



Ένα πρωινό, καθώς κατηφόρισα από τις Καρυές για το Κάθισμα του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται εκατό μέτρα πριν από την Ιερά Βασιλική Μονή Κουτλουμουσίου, συνάντησα έναν γεροδεμένο και ψηλό άνδρα, περίπου πενήντα πέντε ετών.

Στην αρχή με ακολούθησε χωρίς να μου μιλήσει, αλλά προτού φθάσω στον αυλόγυρο του Αγίου Νικολάου, με σταμάτησε ζητώντας με συγνώμη και αμέσως προχώρησε στο θέμα που τον απασχολούσε.
–Γέροντα, μπορώ να σου μιλήσω;
–Εάν νομίζετε ότι πρέπει να μου πείτε κάτι, ευχαρίστως. Μόνο που, επειδή δεν πρέπει να στέκομαι όρθιος, ελάτε να καθίσουμε στην απλωταριά.

Με κάποιο δισταγμό και ανησυχία προχώρησε στον εσωτερικό χώρο του κελιού.
–Σας ακούω. Εάν θέλετε, μου λέτε τ’ όνομά σας.
–Όχι, δεν πρέπει να μάθετε ποιος είμαι.
–Πάντως, το δικό το καλογερικό όνομα είναι Ιούστος.
–Μη με παρεξηγείτε, που δεν σας είπα τ’ όνομά μου. Είμαι αντιστράτηγος εν ενεργεία και θέλω να κρατήσω ανωνυμία.
–Δεν έχω αντίρρηση. Από μένα τι θέλετε;
–Να εξομολογηθώ σε σας, γιατί έχω κάνει κάτι που με βασανίζει.
–Λυπάμαι, γιατί είμαι μόνο μοναχός και δεν μπορώ να δεχθώ την εξαγόρευσή σας. […]

–Γέροντα, να σου πω το αμάρτημα που με βασανίζει και δεν μπορώ να βαστάξω άλλο.
–Όπως σας είπα, στρατηγέ μου, είμαι μοναχός και δεν έχω το δικαίωμα να εκτελώ μυστήρια.
–Λοιπόν, γέροντα! Ας μην είσαι εξομολόγος. Το αμάρτημά μου είναι ότι χειροδίκησα και έβρισα έναν ιερέα.
–Πώς; Χειροδίκησες;
–Ναι. Του έδωσα δυο χαστούκια πολύ δυνατά.
–Και γιατί συμπεριφερθήκατε σαν κάφρος;
–Γιατί; Γιατί άκουσα να εξιστορεί στον υποδιοικητή μου ό,τι ένας αξιωματικός τού είχε πει στην εξομολόγηση. Έτσι, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την οργή μου εναντίον μου. Δυστυχώς, γέροντα, υπάρχουν κληρικοί που δεν σέβονται τα Μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά είναι και ανάξιοι να δέχονται την αγάπη και την εμπιστοσύνη των λαϊκών και κοσμικών ανθρώπων. Γνωρίζω ότι διέπραξα μεγάλη αμαρτία. Γι’ αυτό θέλω να εξομολογηθώ και, μαζί με τα τόσα άλλα που έχω να καταθέσω, έχω να πω κι αυτή μου την πράξη.


–Δηλαδή, στρατηγέ, έχεις μετανοήσει για ποιο πράγμα;
–Γιατί χειροδίκησα και έβρισα ιερέα.
–Τι έβρισες;
–Τον παπά αυτόν με κοσμητικά επίθετα… Εσείς, τι πιστεύετε; Είναι βαρύ το αμάρτημά μου;
–Προσωπικά πιστεύω και φρονώ ότι τα κοσμητικά επίθετα μπορούσες να τ’ αποφύγεις, γιατί λερώνουμε τη δική μας ψυχή με λόγια απρεπή που μας κατεβάζουν πολύ χαμηλά. Όσο για τη χειροδικία, δεν θα εκφράσω γνώμη, γιατί αυτό που έκανε ο κληρικός είναι όντως πολύ βαρύ και κλονίζει την εμπιστοσύνη των ψυχών σ’ ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας, που είναι σωτήριο για όλους τους ανθρώπους πάνω στα όποια προβλήματα έχουμε (ψυχολογικά, κοινωνικά, σχέσεις με τα μέλη της οικογενείας μας και με τους άλλους ανθρώπους, δύσκολες στιγμές και καταστάσεις με τους συνεργάτες μας κτλ.) και που με μεγάλη πίστη προστρέχουμε στους πνευματικούς. Επίσης, εφόσον αυτός κατάργησε το απόρρητο της εξομολογήσεως, πρέπει να του απαγορευθεί πλέον να εξομολογεί ή να τον αποσχηματίσουν. Ας ελπίσουμε, τα χαστούκια που του έδωσες εσύ να τον συνετίσουν και να μετανοήσει για την τόση μεγάλη αμαρτία που διέπραξε. Μόνο που, κάποιοι άλλοι θα έπρεπε κανονικά να του τα δώσουν αυτά τα χαστούκια. Τώρα, εάν αγιάσει το χέρι σου, αυτό εγώ δεν το γνωρίζω. Γνωρίζω όμως με βεβαιότητα ότι, λόγια σαν κι αυτά που είπατε, δεν πρέπει να ξαναβγούν από τα χείλη σας.


Θα θυμάσαι ότι, όταν ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος είπε υποτιμητικά λόγια για τον αρχιερέα, χωρίς να γνωρίζει την ιδιότητά του, αμέσως δήλωσε ότι δεν γνώριζε ότι ήταν αρχιερέας. Προσωπικά πιστεύω ότι τα υβριστικά σας λόγια ήταν χειρότερα από τα χαστούκια. Γι’ αυτό άκουσε και μια τελευταία σκέψη μου: Δεν πρέπει επ’ ουδενί να μάθει ο αξιωματικός που εξομολογήθηκε το παράπτωμα του ιερέως. Και ακόμη, είναι απαραίτητο να του ζητήσεις συγνώμη για τα κοσμητικά επίθετα που του είπες.

Το πρόσωπο του στρατηγού απόκτησε μια ηρεμία. Με κοίταγε κατάματα μερικά δευτερόλεπτα και μου πρότεινε το χέρι του για να με αποχαιρετίσει σφίγγοντας με πολλή μυϊκή δύναμη το γεροντικό μου χέρι.
Στο τέλος, πρόσθεσε:
–Γέροντα, σ’ ευχαριστώ!
Όταν απομακρύνθηκε ο στρατηγός, πέρασα μέσα στον ναό, στάθηκα μπροστά στην εικόνα του Χριστού και ψέλλισα: «Χριστέ μου! Όλοι αυτοί που εξομολογούν, έχουν προετοιμαστεί γι’ αυτό το μεγάλο και σωτήριο έργο; Φώτισέ τους, Κύριε, να μην παίζουν με τα άγια και λυτρωτικά Μυστήρια της αγίας μας Εκκλησίας!...».

ΜΟΝΑΧΟΣ ΙΟΥΣΤΟΣ ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ

[Μοναχού Ιούστου Μπρούσαλη:
«Στο Άγιον Όρος
αναζήτησα γαλήνη και δύναμη»,
κεφ. 26ο, σελ. 189–193,
Διορθώσεις κειμένων:
Ευδοκία Χ. Παπαγγέλου
Εκδόσεις «Ζύμη» και
Κάθισμα Αγίου Νικολάου
Καρυές, Άγιον Όρος 2004.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]

«Άκουσα πώς υπάρχει ένας άνθρωπος του Θεού..»



Είχα πάει σε ένα μοναστήρι και περίμενα το λεωφορείο.

Δίπλα μου ήταν και δύο σύζυγοι ηλικιωμένοι. Κάποια στιγμή έβγαλα κάποια χαρτιά μου να ψάξω κάτι. Μαζί είχα και μία φωτογραφία του πατρός Αρσενίου.

Η κυρία με ρώτησε αμέσως: Έχετε γνωρίσει τον πατέρα Αρσένιο; Αγαπητέ μου, εγώ τον γνώρισα. Αυτός ο άνθρωπος με έσωσε, με έβγαλε από ψυχικό θάνατο… είχα παθήσεις των ενδοκρινών αδένων. Εδώ και χρόνια έμεινα σε νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας σε ολόκληρη την χώρα.

Στο τέλος μου είπαν να πάω σπίτι διότι σε 2-3 μήνες θα πεθάνω…

Μια νοσοκόμα, πρίν την έξοδο από το νοσοκομείο, μου είπε:
«Ματαίως παίρνεις φάρμακα και ελπίζεις στους γιατρούς και νοσοκομεία. Πήγαινε και προσευχήσου στον Θεό… Άκουσα ότι υπάρχει ένας άνθρωπος του Θεού, Αρσένιος.Πήγαινε και κάνε προσευχή, μήπως και τον βρείς…»

Aλλά αυτή δεν πίστευε στον Θεό, θεωρούσε την πίστη μια βλακεία…

Μένοντας σπίτι και βλέποντας κα πεθάνει σιγά σιγά -είχε χάσει πάρα πολύ βάρος- άρχισε να σκέφτεται με τρόμο τον θάνατο. Ξαφνικά σκέφτηκε ότι είναι αδύνατο ο άνθρωπος να πεθάνει και απλά να εξαφανίζεται. Πρέπει κάτι να γίνει μαζί του. Άρχισε να σκέφτεται με την ψυχή, η ποία είναι αθάνατη, η οποία δεν μπορεί να δεχθεί τον θάνατο.

Έλεγε συνέχεια μέσα της: «Δεν γίνεται να μην υπάρχει Θεός. Δεν γίνεται να πεθάνω και να μην υπάρχω πλέον». Τα έλεγε σχεδόν με απελπισία.

Άρχισε να προσεύχεται με τα λόγια που ήξερε. Θυμήθηκε το όνομα του πατρός Αρσενίου και προσευχόταν: «Ποιος είσαι, πάτερ Αρσένιε; Βοήθησέ με!» Δεν ήξερε ούτε εάν ζει η έχει πεθάνει, ούτε πού είναι.

Και την νύχτα εκείνη είχε ένα όνειρο:

«Ονειρεύθηκα ένα πατέρα σε άσπρο ράσο που μου είπε: Γυναίκα, θα σηκωθείς το πρωί, θα ανεβείς στο τάδε τρένο -και είδε ακριβώς το τρένο- στο τάδε βαγόνι… θα κατεβείς στο τάδε σταθμό, θα πας στο σταθμό των λεωφορείων και θα πάρεις το τάδε λεωφορείο… -και είδε το λεωφορείο με τον οδηγό του- θα κατεβείς στο τάδε σταθμό… θα πάρεις αυτόν τον δρόμο και θα με βρεις σ΄αυτή την εκκλησία».

Είδε στο όνειρο όλη την διαδρομή. Και αποφάσισε να το κάνει… Το πρωί όμως ο άνδρας της είπε: «Τι κάνεις; Τρελάθηκες; Άρρωστη πως είσαι θέλεις να αλητεύεις, με τα όνειρά σου;»

Τελικά την άφησε: 
«Εάν θέλεις να πεθάνεις, να πεθάνεις!»

Σε ένα σταθμό, ένας ζητιάνος παρακάλεσε θερμά τον οδηγό να τον πάρει χωρίς να πληρώσει. Αλλά ο οδηγός του είπε: «Εάν δεν έχεις χρήματα, κάτω!» Η γυναίκα, αν και ξόδεψε μια περιουσία για τα φάρμακα, είπε στον οδηγό: «Άσε τον να ανεβεί διότι πληρώνω εγώ» και του έδωσε τα χρήματα για τα εισιτήρια.

Ο ζητιάνος ανέβηκε και την ευχαρίστησε. Μετά από λίγο όμως η γυναίκα παρατήρησε ότι ο ζητιάνος δεν ήταν πλέον στο λεωφορείο.

Όταν έφτασε στην εκκλησία είδε τον άνθρωπο από τον όνειρο, τον πατέρα Αρσένιο, ακουμπώντας ένα τοίχο της εκκλησίας.

Τον πλησίασε και της είπε: 
«Ε, βλέπεις ότι έφτασες, αφού το είχες πιστέψει;» 
και έπαιζε στα δάκτυλα με το εισιτήριο του λεωφορείου που έδωσε στον ζητιάνο…

Η καημένη γυναίκα έπεσε στα γόνατα.

Την πήρε μέσα, της διάβασε μία ευχή και της είπε ότι θα γίνει καλά, αλλά να αλλάξει την ζωή της.

Και άλλαξε ριζικά το υπόλοιπο της ζωής που της χάρισε ο Θεός διά μέσου του πατρός Αρσενίου…

Μια διήγηση περί του πατρός Αρσενίου Μπόκα. – Πρεσβύτερος Κυπριανός Νεγρεάνου

«ΕΛΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΟΡΗ ΜΟΥ!»



Στη χώρα των χιονιών, των δακρύων και των μαρτύρων, την αχανή Σιβηρία, είδε το φως του ήλιου η Έλενα Μαχάνκοβα, τον Αύγουστο μήνα, στα 1977 χρόνια από Χριστού. Ιδιαίτερη πατρίδα της ήταν η μεγαλούπολη Μπαρναούλ.

Τον καιρό που γεννήθηκε, ήταν ακόμη νωπά τα σημάδια του Σταλινικού καθεστώτος, που θέλησε να ξεριζώσει ό,τι πνευματικό και ανώτερο κρύβει μέσα του ο άνθρωπος και να τον πείσει ότι είναι μια χούφτα στάχτη. Στάχτη που θα ενωθεί με τη στάχτη του υπόλοιπου κόσμου και θα περάσει στην ανυπαρξία. Όποιος τολμούσε να αντισταθεί, ας ήταν κι η τελευταία μπαμπούσκα, λογιζόταν πάραυτα εχθρός του λαού κι έπρεπε να πεθάνει με το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας. Σωρεία οι εκτοπίσεις, οι εξορίες, οι εκτελέσεις και τα ειδεχθή μαρτύρια, τέτοια που ξεπέρασαν τα αρχαία του Διοκλητιανού και του Νέρωνα. Η Ιστορία έχει καταγράψει νούμερα απίστευτα, που φτάνουν τα εκατομμύρια ψυχές, και προσθέτει ακόμη στον οικτρό κατάλογο.

Τον καιρό που γεννήθηκε η Έλενα, το «άστρο» του Σταλινισμού δεν μεσουρανούσε βέβαια, αλλά έκαιγε ακόμα με τις δυο ιοβόλες ακτίνες του: την αθεΐα και την τρομοκρατία. Έτσι, κατά το σύνηθες στις χώρες του παραπετάσματος, η Έλενα μεγάλωσε σε περιβάλλον αθεϊστικό και έμεινε αβάπτιστη, όπως και οι γονείς της.

Όμως τι μένει σταθερό από τα ανθρώπινα; Ποια δόξα, εξουσία ή πλούτος; Ήρθε καιρός που σαν χάρτινος πύργος έπεσε το καθεστώς, άνοιξαν τα σύνορα της πατρίδας της και μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες της πήρε το δρόμο της ξενιτιάς, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Στην όμορφη πόλη της νοτιοανατολικής Τουρκίας που εγκαταστάθηκε, την πανάρχαια ελληνική Αττάλεια, όλα της φαίνονταν καλά.


Άλλοι τόποι, άλλοι λαοί οι Μεσογειακοί. Πιο πολύ το φως, γλυκιά η φύση, παιγνιδιάρα η θάλασσα. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι πιο ζεστοί, πιο ήρεμοι και χαμογελαστοί. Έπιασε δουλειά σε λογιστικό γραφείο και, όταν προσαρμόστηκε, πριν ακόμα μπει στη ρουτίνα της καθημερινότητας, της έγινε η πρόταση. Δεν το σκέφτηκε και πολύ. Στην ηλικία της και, μάλιστα στην ξενιτιά, τι άλλο θα μπορούσε να ονειρεύεται, παρά να φτιάξει τη δική της φωλιά; Η περίπτωση του ντόπιου Τούρκου που της έκανε την πρόταση δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Βέβαια, ήταν μουσουλμάνος. Κι εκείνη; Τι ήταν εκείνη; Μια ξενιτεμένη Ρωσίδα, από απλή και φτωχή οικογένεια, χωρίς θρησκευτικά ενδιαφέροντα. Δεν θυμόταν στο σπίτι της να είχαν μιλήσει ποτέ για τον Θεό. Κάποια αναζήτηση στην εφηβική της ηλικία θάφτηκε στην αυτάρκεια των σπουδών και τη μέριμνα για το αύριο. Έτσι, δεν έβλεπε εμπόδια για το γάμο με τον Τούρκο. Άλλωστε, εκείνος της υποσχέθηκε: «Εσύ τη θρησκεία σου κι εγώ τη δική μου!». Κι έχοντας μέσα της η Έλενα αμυδρά το αίσθημα της ορθόδοξης πίστης –κάποια βιώματα από τις γιαγιάδες του τόπου της– και, μη γνωρίζοντας σχεδόν τίποτα για τα Μυστήρια της Εκκλησίας, δέχτηκε να γίνει ο γάμος στο τζαμί. Με αβρότητα και γλυκόλογα της μίλησε ο ιμάμης. Οι φίλοι του γαμπρού, θέλεις από φθόνο γιατί ήταν όμορφη και έκτακτη η νύφη, θέλεις από ζηλωτισμό, του έλεγαν συχνά: «Επειδή την έφερες μια φορά στο τζαμί, νόμισες ότι την έκανες και μουσουλμάνα;…».

Πέρασε λίγος καιρός με καλοκαιρία, αλλά δεν άργησαν να φανούν τα πρώτα σύννεφα στον ορίζοντα, που άρχισαν να σκιάζουν την ευτυχία της Έλενας. Έβλεπαν στις ειδήσεις τις δραματικές εξελίξεις στη γειτονική Συρία. Φανατικοί μουσουλμάνοι έσφαζαν τους χριστιανούς χωρίς λόγο. Μόνο για την πίστη τους. Εκείνη λυπόταν αφάνταστα. Τι παραλογισμός! Τι απανθρωπιά! Αντίθετα, ο σύζυγός της χαιρέκακα επικροτούσε τα αποτρόπαια αυτά εγκλήματα. Άρχισε να τον αποστρέφεται γι’ αυτή του τη συμπεριφορά. Εκείνος έπιασε αυτή της τη συμπάθεια και της έλεγε αυστηρά: «Εσύ είσαι μουσουλμάνα. Τι νοιάζεσαι για τους χριστιανούς;».

Πολλοί συμπατριώτες της ήταν χριστιανοί. Τους συμπαθούσε κι αναρωτιόταν: «Υπάρχουν πιο φιλήσυχοι άνθρωποι απ’ τους χριστιανούς;». Τελευταία είχε γνωρίσει κάποιες Ρωσίδες περίπου στην ηλικία της. Η νοσταλγία της για την πατρίδα την οδήγησε στη συντροφιά τους. Ήταν μια πολύ αξιόλογη χριστιανική συντροφιά και της άρεσε πολύ. Εκτίμησε την αγάπη που της έδειχναν, την ανιδιοτέλεια, την απλότητα, τη θερμή πίστη τους στον Χριστό. Εκείνες πήγαιναν στην ορθόδοξη εκκλησία, τη μοναδική που υπήρχε στην περιοχή. Γνώριζαν τον ιερέα κι έψαλλαν στις ακολουθίες και τη Λειτουργία. Κάποιες φορές πήραν και την Έλενα μαζί τους. Ενθουσιάστηκε! Η ειρήνη του Θεού στάλαζε γλυκασμό κι ανάπαυση στην ανήσυχη ψυχή της και, σα να ξύπνησε από λήθαργο, άρχισε να ρωτάει για όλα όσα γίνονταν στην εκκλησία. Ζήτησε να μάθει πώς να προσεύχεται, τι συμβαίνει κατά τη Θεία Λειτουργία, τι είναι τα Μυστήρια…

Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν στο σύζυγό της. Τότε είδε έναν άλλο άνθρωπο. Ήταν 6 Ιανουαρίου του έτους 2013. Τη χτύπησε τόσο πολύ, μέχρις αίματος, για το «παράπτωμά» της να πάει στην ορθόδοξη εκκλησία. Της απαγόρευσε να ξαναπάει, αν ήθελε να τα πάνε καλά και να ζήσει κοντά του ευτυχισμένη. Κεραυνός εν αιθρία. Τι θα έκανε τώρα; Προς το παρόν έφυγε από το σπίτι και έμενε σε μία από τις χριστιανές φίλες της, την Άννα. Άκουγε πως κι άλλες ορθόδοξες χριστιανές είχαν προβλήματα με τους μουσουλμάνους συζύγους τους. Ωστόσο δεν ήθελε να χαλάσει το σπίτι της. Θα έκανε υπομονή. Με κανένα τρόπο όμως δεν σκόπευε να αποχωριστεί την ορθόδοξη εκκλησία. Είχε ανάψει μεγάλη φλόγα μέσα της και δεν γινόταν να σβήσει. Ήταν ο πόθος της να βαπτιστεί. Μάθαινε, διάβαζε με ζήλο το Ευαγγέλιο και τους βίους των Αγίων. Μπήκε με τη βοήθεια του ιερέα στην Κατήχηση και το Πάσχα του 2013 το όνειρό της θα γινόταν πραγματικότητα. Θα βαπτιζόταν ορθόδοξη χριστιανή! Με σταθερότητα και γενναιότητα πια αντιμετώπιζε τις προσβολές και τις συχνές τηλεφωνικές απειλές του άντρα της.

Έκανε ένα ταξίδι στη Σιβηρία, όπου έμεινε για δύο εβδομάδες στους γονείς της. Τους παραπονέθηκε μάλιστα πώς την άφησαν αβάπτιστη. Η μητέρα της είπε ότι αυτοί έζησαν ως άθεοι, αλλά εκείνη να βαπτισθεί, αφού το θέλει. Της χάρισε κι ένα μενταγιόν με την εικόνα του αγίου Σεραφείμ, για να το φοράει.

Επέστρεψε στην Τουρκία κι έμενε πάλι στης Άννας. Ο άντρας της άρχισε να τη συναντά κάθε μέρα μετά τη δουλειά και να την απειλεί ότι θα τη σκοτώσει. «Άλλαξες την πίστη σου!», ισχυριζόταν. Μάλιστα, όταν είδε το μενταγιόν με την εικόνα του αγίου Σεραφείμ στο λαιμό της, έγινε θηρίο. Ο Τούρκος «έγινε τούρκος»! Το άρπαξε με βία, το πέταξε κάτω και το κατέστρεψε. Η Έλενα συνέχισε να μένει στης Άννας κι εκείνος δεν έπαυε να την απειλεί. Ένα βράδυ φοβήθηκε τόσο πολύ από τις βρισιές και τις απειλές του στο τηλέφωνο, που είπε ότι δεν θα πήγαινε την άλλη μέρα στη δουλειά. Έτρεμε η καρδιά της σαν το αφτέρουγο κι έρημο πουλί.

Εκείνη τη νύχτα, όταν με πολλή δυσκολία την πήρε ο ύπνος, είδε ένα υπέροχο όνειρο που το διηγήθηκε το πρωί στην Άννα. Ήταν μόνη της απέναντι σε μια απέραντη γαλάζια θάλασσα. Ένας άνθρωπος με πολύ αγαθό και όμορφο βλέμμα, μια φωτεινή παρουσία, την πήρε από το χέρι, της έδειξε απερίγραπτες ομορφιές, που δεν εκφράζονται με λόγια, και της είπε ότι όλα αυτά εκείνος τα δημιούργησε. Μετά της είπε: «Έλα σε Μένα, κόρη Μου!... Ν’ ακολουθήσεις το δικό Μου δρόμο…». Τό ’νιωσε βαθιά, Τον γνώρισε! Ήταν ο Χριστός! Αισθάνθηκε να μπαίνει στη ψυχή της απέραντη ειρήνη κι αγάπη δίχως όρια. Όταν ξύπνησε, είχαν διαλυθεί όλοι οι φόβοι και ήταν τόσο ευτυχισμένη όσο ποτέ στη ζωή της.


Το πρωί προσευχήθηκε με την Άννα. Ήπιαν αγιασμό και η Έλενα έφυγε κάνοντας το σταυρό της. Στις τρεις το μεσημέρι τηλεφώνησε στην Άννα ότι ο άντρας της της έστειλε μήνυμα, σα να μη συνέβαινε τίποτα, και της ζήτησε να συναντηθούν στο σπίτι για να μιλήσουν. Φεύγοντας από τη δουλειά συνάντησε την ανεψιά του άντρα της, στην οποία είπε ότι πήγαινε να τον συναντήσει. «Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει!», είπε. Αυτά ήταν και τα τελευταία της λόγια.

Ήταν 15 Μάρτη του 2013. Η Έλενα, σαν άκακο αρνίο, έπεσε στην απάτη του θηριώδους λύκου. Ο Τούρκος την περίμενε στο σπίτι και μ’ ένα μαχαίρι την έσφαξε. Στην αστυνομία δήλωσε: «Αυτό είχα να προσφέρω στον Αλλάχ!».

Βαπτίστηκε στο αίμα της, που έβαψε για άλλη μια φορά κόκκινη τη Μικρασιατική Γη, τη χώρα του ήλιου, των δακρύων και των μαρτύρων. Η αγνή ψυχή της πέταξε ανάλαφρη στον Ουρανό, όπου την προϋπάντησε ο αιώνιος Νυμφίος Χριστός, με το γλυκό Του κάλεσμα:
«Έλα σε Μένα, κόρη Μου!...».

Τάφηκε στη γενέτειρά της, τη Σιβηρία.
Ας είναι αιώνια η μνήμη της στη χορεία των Νεομαρτύρων. 
Ας είναι και η ευχή της παντοτινά μαζί μας.

[Ορθόδοξο Χριστιανικό
Μηνιαίο Περιοδικό
Φοιτητών και Επιστημόνων
«Η Δράση μας»,
Έτος ΝΕ΄,
Αύγουστος–Σεπτέμβριος 2016,
Τεύχος 541, σελ. 298–301,
Άρθρο–Αφήγημα του/της «Ε.Κ.».
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]

Άλλη μια μεταστροφή στην Ορθοδοξία, που δεν οφείλεται στους Διαλόγους...

… οἱ ὁποῖοι ΑΝΤΙΘΕΤΑ ἀπαγορεύουν καὶ ἐμποδίζουν τὴν ἐπιστροφή τῶν ἑτεροδόξων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία!

Ο αμερικανός ταξίαρχος
και η θαυμαστή μεταστροφή του στην Ορθοδοξία


Απόδοση στα ελληνικά π. Γεώργιος Κονισπολιάτης

Ένας αμερικανός ταξίαρχος όπου στάλθηκε σε αποστολή στην Μολδαβία, αγάπησε τον μολδαβικό τρόπο ζωής και αποφάσισε να βαπτιστεί ορθόδοξος.

Ο Norvel Coots,επικεφαλής του Ιατρικού Αρχηγείου του ΝΑΤΟ έχει τον βαθμό του Ταξίαρχου.Φτάνοντας στο Κίσιβο εντυπωσιάστηκε από τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν χιλιάδες παιδιά.Το 2000 έθεσε τις βάσεις ενός προγράμματος για την βοήθεια τους,πρόγραμμα το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα.

«Είδα τα ορφανοτροφεία που λειτουργούσαν κατά το σοβιετικό σύστημα,μεγάλα ορφανοτροφεία χωρίς ρεύμα και νερό,ουσιαστικά μόνο ένα μέρος για μείνει κάποιος το βράδυ.Αν και τα παιδιά είχαν φαγητό και λάμβαναν κάποια μόρφωση,είχαν ανάγκη από φροντίδα,στοργή και άλλα βασικά πράγματα που θα εξασφάλιζαν καλύτερες συνθήκες ζωής.
Η προσπάθεια μας ξεκίνησε το 2000,είπε ο ίδιος σε μία συνέντευξη στην România Liberă.

Ο ταξίαρχος Coots υποστηρίζεται από την Ορθόδοξη εκκλησία της Μολδαβίας και τον αρχιεπίσκοπο Βλαδίμηρο του Κισίβου.Ο Αμερικανός υποστηρίζει πως οι δωρεές ελήφθησαν μέσω της ορθόδοξης εκκλησίας αλλά συνέβαλε και ο ίδιος προσωπικά.


Οι εμπείριες που έζησε εκεί στις όχθες του ποταμού Προύθου, έκαναν τον ταξίαρχο να αλλάξει ζωή.Βαπτίστηκε Ορθόδοξος και υποστηρίζει πως άκουσε την ίδια την Παναγία να του λέει να βοηθήσει τα παιδιά της Μολδαβίας

«Έγινα ορθόδοξος. Τα παιδιά μου πήραν μολδαβικά ονόματα, Μαξιμιλιανός και Καταλίνα. Την δεύτερη φορά που πήγα στην Μολδαβία για να ολοκληρώσω το πρόγραμμα, επισκέφτηκα ένα παλιό μοναστήρι στο Ορχέι. Τότε μου μίλησε η Παναγία και μου είπε να βοηθήσω εκείνα τα παιδιά.Ήδη αισθάνομαι Μολδαβός και μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Βλαδίμηρο θέλουμε να αναπτύξουμε και άλλα προγράμματα

Ο ΝΟΝΟΣ ΜΟΥ, Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ



Δύο συμμαθητές, η Βαλεντίνα (νηπιαγωγός) και ο Νικόλαος (γεωλόγος), βρέθηκαν μετά από πολλά χρόνια στη συνάντηση των αποφοίτων του σχολείου τους.
Κάποια στιγμή ο Νικόλαος την πλησίασε και την είπε:
–Ξέρω, Βαλεντίνα, ότι έγινες κρυπτοχριστιανή στα δύσκολα χρόνια. Άκουσε τώρα και τη δική μου ιστορία…

Όλοι μας τον αθεϊσμό τον ασπασθήκαμε, όπως λένε, με το γάλα της μάνας μας. Όλοι γίναμε μέλη της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Νέων. Θυμάσαι; Από τα παιδικά μας ακόμα χρόνια μάς έλεγαν ποιοι είναι οι πιστοί: Κάποιες αγράμματες γριούλες που πιστεύουν διάφορα παραμύθια, λόγω έλλειψης μόρφωσης. Πίστευαν, δηλαδή, ότι κάπου ψηλά στους ουρανούς ζει ο «θεούλης» και γύρω του πετούν αγγελούδια με φτερά.


Η αιτία να γίνω κι εγώ συνειδητός χριστιανός ήταν η αρρώστια μου και η θαυμαστή ανάρρωσή μου το Πάσχα 6 Απριλίου 1980. Αρρώστησα πολύ σοβαρά. Η διάγνωση του γιατρού ήταν: «μειωμένη κυκλοφορία του αίματος στα πόδια». Στο νοσοκομείο δεν πήγα. Φοβόμουν μήπως χάσω τη δουλειά μου. Η κατάσταση όμως χειροτέρευε. Εμφανίστηκαν κιόλας τα πρώτα συμπτώματα της γάγγραινας. Τότε η γυναίκα μου –ήταν κι αυτή κρυπτοχριστιανή– αποφάσισε να πάμε κρυφά στο ναό του αγίου Νικολάου σε προάστιο της Μόσχας. Για πρώτη φορά στη ζωή μου μπήκα σε εκκλησία. Ήμουν τότε 50 χρονών.

«Νίκο, βάλε το κεράκι σου στην εικόνα του αγίου Νικολάου και προσευχήσου!». Στην απογοήτευσή μου έκανα ό,τι μου είπε. Τον παρακάλεσα μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου.


Την επόμενη μέρα με επισκέφθηκε ο γιατρός. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι η κατάσταση των ποδιών ήταν φανερά βελτιωμένη. «Μπράβο, συγχαρητήρια! Συμβαίνουν αυτά στην ιατρική, σύντροφε. Μερικές φορές η αρρώστια υποχωρεί, αλλά σύντομα ξαναγυρίζει…».

Κι όμως, το θαύμα έγινε! Σιγά–σιγά, άρχισα όχι μόνο να περπατάω καλά και σταθερά, αλλά μπορούσα μάλιστα και να τρέχω. Η αρχή της ανάρρωσης ήταν εκείνο το μικρό κεράκι στην εικόνα του αγίου Νικολάου.

–Θυμάσαι, Βαλεντίνα, ότι δεν μπορούσαμε τότε να βρούμε πουθενά Ευαγγέλιο ή προσευχητάριο; Δεν υπήρχε τίποτε. Κι εγώ ήθελα να μάθω ποιος ήταν αυτός ο καλός άγιος. 


Άνοιξα το αθεϊστικό λεξικό στο γράμμα «Ν»: «Νικόλαος θαυματουργός. Σύμφωνα με πληροφορία της εκκλησίας υπήρξε παλιά ένας αρχιεπίσκοπος με αυτό το όνομα. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, πρόκειται για πρόσωπο μυθικό και ανύπαρκτο. Το πρόσωπο αυτό το δημιούργησαν οι χριστιανοί για να πολεμήσουν τους ειδωλολάτρες και να μην προσκυνούν τον Ποσειδώνα, το θεό της θάλασσας». Δεν ικανοποιήθηκα. Συνέχισα την έρευνα, αναζητώντας λεξικά που είχαν εκδοθεί την εποχή της Τσαρικής Ρωσίας. Πράγματι, βρήκα σε μια βιβλιοθήκη ένα παλαιό εγκυκλοπαιδικό λεξικό κι από εκεί έμαθα την αλήθεια: Ήταν Έλληνας, μεγάλος άγιος, που τιμάται σε Δύση και Ανατολή ακόμη και από μουσουλμάνους και γεννήθηκε στην πόλη Μύρα της Λυκίας.

Ήμουν όμως αβάπτιστος. Λαχταρούσα να βρω το Ευαγγέλιο. Βρήκα το τελευταίο που είχε μείνει στην Ι. Μονή του αγίου Σεργίου. Σε μια νύχτα διάβασα και τα τέσσερα Ευαγγέλια! Όμως ο φόβος μήπως μάθουν ότι θέλω να βαπτισθώ, μήπως με δει κάποιος να μπαίνω σε εκκλησία και με πολεμήσουν στην εργασία μου, με κράτησαν μακριά από το βαπτιστήριο.

Το 1988 το επίσημο κράτος γιόρτασε τα χίλια χρόνια από την ιστορική βάπτιση των Ρώσων. Στην τηλεόραση παρακολούθησα και συναυλία αφιερωμένη στην επέτειο αυτή και συγκλονίστηκα όταν άκουσα χορωδία να ψέλνει: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ο φόβος φυγαδεύτηκε και μια δυνατή επιθυμία –που νόμιζα ότι κατέτρωγε κυριολεκτικά τα σωθικά μου– οδήγησε τα βήματά μου στην εκκλησία. Βαπτίστηκα στις 6 Ιουλίου. Το προηγούμενο βράδυ δεν κοιμήθηκα. Επαναλάμβανα συνέχεια το «Σύμβολο της Πίστεως» καθώς και διάφορες άλλες προσευχές.


Το πρωί, πριν μπω στην εκκλησία, το ξάφνιασμα: Πάνω από την πόρτα της εισόδου η εικόνα του αγίου Νικολάου!
Μου φάνηκε ότι μου χαμογελούσε.
Γύρισα και του είπα:
–Περίμενες πολλά χρόνια, άγιε Νικόλαε, εμένα, το άθεο μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας να έλθει να βαπτισθεί; Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες! Εσύ είσαι ο νονός μου! Πιστεύω, πιστεύω! Ζω μια καινούργια ζωή. Είμαι πανευτυχής. Χριστέ μου, τι ευτυχία είναι αυτή!
«Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά Σου!» (Ψαλμ. 142, 10).

[Ορθόδοξο Χριστιανικό Περιοδικό
Φοιτητών και Επιστημόνων
«Η Δράση μας»,
Μάρτιος 2016, Τεύχ. 537,
Άρθρο 10ο (Α΄ μέρος), σελ. 123–124,
Άρθρο της Ναταλίας Γ. Νικολάου
(από τη Μόσχα).
Επιμέλεια ανάρτησης,
εύρεση, επιλογή φωτογραφιών,
έρευνα, μελέτη, επιλογή θέματος,
διόρθωση, πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]

Δε βαριέσαι… Εδώ είναι ο παράδεισος και η κόλαση



«Άμα πεθάνει κανείς… άμα κλείσει, τα μάτια του… πάει… όλα τελείωσαν. Ποιός γύρισε από τον άλλο κόσμο να μας πει, αν είναι τίποτε;… Δε βαριέσαι… Εδώ είναι ο παράδεισος και η κόλαση.
Λόγια γνωστά. Χιλιοειπωμένα. «Τροπάριο»! Τα λένε συνεχώς πολλοί. [...] Αλλά δεν είναι.
[...] Θέλετε να το διαπιστώσετε; Ρωτήστε τους! Όχι πολλά πράγματα. Μόνο τούτο:
- Πώς το καταλάβατε; Πώς φθάσατε σ’ αυτή τη διαπίστωση; Τί έρευνα κάνατε;
Δεν έχουν τί να απαντήσουν. Όμως έρχονται τα γεγονότα, που φανερώνουν, πόσο εκτός πραγματικότητας είναι κάτι τέτοιες «διαπιστώσεις»! [...] Γεγονότα είναι οι συνεχείς και αδιάκοπες εμφανίσεις και παρεμβάσεις των αγίων στην ζωή μας. Και όλη η παρουσία των αγίων στη ζωή μας, μας λέει, όχι απλά «κάτι», αλλά «κάτι» για την μετά θάνατο ζωή. Το θαυμαστό είναι ότι για εκείνη την πραγματικότητα μας αποκαλύπτουν αισθητά την αλήθεια όχι μόνο άγιοι, αλλά και αμαρτωλοί. Στο βιβλίο «Στάρετς Βαρσανούφιος», ο όσιος αυτός Ρώσσος αναφέρει, ότι μια χήρα του διηγήθηκε τα εξής:
«Μερικά χρόνια πριν, όταν έχασα τον άνδρα μου, ήμουν φοβερά λυπημένη. Η ζωή είχε χάσει για μένα κάθε ενδιαφέρον· και η σκέψη για αυτοκτονία ερχόταν στο νου μου όλο και πιο συχνά. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την παραμονή του Πάσχα εκείνης της τραγικής για μένα χρονιάς. Με την φροντίδα της μητέρας όλα ήταν έτοιμα για τον μεγάλο εορτασμό· και το σπίτι μας είχε πάρει την πανηγυρική του όψη. Μόνο που στην ψυχή μου δεν είχα Πάσχα! Αντίθετα μάλιστα, κυριαρχούσε εκεί το ζοφερό σκοτάδι της απογοήτευσης. Η μητέρα μου όμως, που ήξερε τη βαρειά μου ψυχική κατάσταση, δεν με άφηνε ούτε βήμα να κάνω από κοντά της, χωρίς να με παρακολουθεί. Και τότε εγώ, σαν χρόνο κατάλληλο να φέρω σε πέρας το λογισμό μου, να θέσω τέρμα με την αυτοκτονία στη ζωή μου, διάλεξα τη νύχτα του Πάσχα. Έτσι δεν θα ήταν στο σπίτι, σκεφτόμουν, κανένας -εκτός από την κορούλα μου- να με εμποδίσει! Είπα λοιπόν στην μητέρα μου, πως εγώ θα αργούσα λίγο, γιατί με πονούσε τάχα το κεφάλι. «Καλά τότε, ξάπλωσε λίγο -με συμβούλευσε η μητέρα- και, αφού σου περάσει το κεφάλι, θα πάμε μαζί στην εκκλησία».
Για να αποφύγω την κουβέντα της ξάπλωσα. Και χωρίς να το καταλάβω αποκοιμήθηκα. Και ξαφνικά βλέπω ένα παράξενο όνειρο. Ευρίσκομαι σε κάποιο σκοτεινό και τρομακτικό υπόγειο. Μακριά, βλέπω τεράστιες φλόγες. Και από το κάτω μέρος του υπογείου αυτού χώρου, κατακαμένη, φρικιαστική, μ’ ένα σχοινί στο λαιμό, τρέχει προς το μέρος μου μια παλιά μου συμμαθήτρια. «Όλγα, Όλγα, τί κάνεις;» Φωνάζω. «Δυστυχή, και συ θέλεις νά ’ρθης εδώ;» μου σκούζει εκείνη. Και αμέσως αντηχεί ο γλυκύς ήχος της μεγάλης μας καμπάνας».
Ήταν η καμπάνα της εκκλησίας, που χτυπούσε για την ακολουθία της Αναστάσεως. Η Όλγα με το σχοινί στο λαιμό, που είχε φανεί μέσα σ’ εκείνη τη φρικτή κατάσταση, είχε αυτοκτονήσει πριν ένα χρόνο.
Το γεγονός αυτό συνέτισε την απελπισμένη γυναίκα. Την έβγαλε από το τέλμα της απόγνωσης, που είναι η χειρότερη παγίδα του διαβόλου. Και εμάς μας διδάσκει ότι:

Ναι. Έχουν έλθει και έρχονται και θα έρχονται από τον «άλλο κόσμο» πολλοί· και άγιοι και αμαρτωλοί· και μας το λένε καθαρά ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος· και ότι μετά τον θάνατο ακολουθεί η αιώνια ζωή, ή η αιώνια κόλαση.
Δεν υπάρχει για τον άνθρωπο, μεγαλύτερο λάθος, από το να μη προσδοκά «Ανάσταση νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». 

Πηγή: Αρχιμ. Σάββα Δημητρέα, «Κατεύθυνον τα διαβήματά μου». Εκδ.: Ι.Μ. Προφ. Ηλιού, Πρέβεζα

Διδακτική ιστορία: "Και εσύ που σε πιστεύει κόσμος και λένε για σένα που είσαι;"



Λοιπόν γύρω στο 2003 στην Ουρανούπολη περιμένοντας να βγάλω εισιτήριο για το καράβι... Κάτι με ρώτησε ένας τύπος καμία 27 με 30 ετών... 
Tου απάντησα ... και δε θέλει πολύ σε τέτοιες περιπτώσεις αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε... Για το αν μάς επιτρέψει ο αέρας να μπούμε στο Όρος... Για το πού θα πήγαινε ο κάθε ένας μας κλπ. Η κουβέντα συνεχίστηκε επάνω στο καραβάκι και αρχίσαμε να μπαίνουμε σε πιο βαθιές κουβέντες... 
Του έλεγα ότι είναι 3 χρόνια που έχω μπει στην εκκλησία και πίστεψα από το μηδέν... Μου είπε και την δική του ιστορία... 

"Εγώ [μου λέει] ήμουν σατανιστής... Βαθιά χωμένος στα πράγματα... Με τελετές... Με ειδικά υπόγεια όπου γινόταν όργια επάνω σε εικόνες Ορθόδοξες... Με πράξεις που δεν περιγράφονται μεγάλη εβδομάδα έξω από Ναούς... Και γενικά είχα αρχίσει να έχω πρόοδο πάνω σ' αυτό το θέμα... Για καιρό είχα κλειστεί σπίτι με κατάθλιψη καi τάσεις αυτοκτονίας και δεν είχα ούτε τα στόρια ανοιχτά να μπει φως... Μέσα μού συνέχεια είχα υποβολές... Πήδα... Τελείωνε να ησυχάσεις... Ποιος ο λόγος να ζεις κλπ.... Μια μέρα αποφάσισα να δώσω τέλος... Δεν άντεχα άλλο... Ανοίγω το μπαλκόνι και πήγα να φουντάρω... Όλος οργή και παράπονο μαζί είπα δυνατά... "Και εσύ που σε πιστεύει κόσμος και λένε για σένα που είσαι;;; Δεν υπάρχεις τελικά πουθενά"... 

Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα μία απερίγραπτη εσωτερική γαλήνη μέσα μου... Και όλα γύρω μου ήταν πανέμορφα και ευχάριστα... Αισθανόμουν μια παρουσία τόσο έντονα... Μα δεν έβλεπα ούτε άκουγα κάτι... Έπεσα χωρίς να ξέρω γιατί και έκλαιγα ώρες... Όταν μπόρεσα να σηκωθώ και να βγω έξω στον κόσμο ήδη είχαν αλλάξει τα πάντα μέσα μου και έξω σε όσα έβλεπα... Ψάχτηκα... Και τα βήματά μου οδηγήθηκαν στη Φιλοθέου... Από τότε έχω πνευματικό το γέροντα... Έχω βρει μια καλή κοπέλα και παντρεύτηκα... Βρήκα δουλειά. Και Δόξα τω Θεώ είμαι καλά..." 

Ηλίας Δασλης

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ



[…] Μετά την παρέλευση μιας βδομάδας και πλέον ετοιμάστηκα να αναχωρήσω. Δεν είχα προχωρήσει περισσότερο από πενήντα χιλιόμετρα, όταν μ’ έφτασε ένας στρατιώτης, τον οποίο ρώτησα πού πήγαινε. Μου είπε ότι επέστρεφε στο μέρος όπου είχε γεννηθεί, στην περιοχή του Καμενέτς Ποντόλσκ.

Προχωρήσαμε μαζί περίπου πέντε χιλιόμετρα σιωπηλοί, όταν παρατήρησα ότι κάπου-κάπου αναστέναζε πολύ βαθιά, σαν κάποια μεγάλη θλίψη να πίεζε τα στήθη του, ενώ γινόταν συγχρόνως όλο και πιο μελαγχολικός.

Τον ρώτησα γιατί ήταν τόσο λυπημένος κι εκείνος μου είπε:
«Καλέ μου φίλε, αφού κατάλαβες τη λύπη μου, εάν με βεβαιώσεις σε ό,τι έχεις ιερό ότι δεν θα πεις τίποτε ποτέ σε κανέναν, θα σου πω όλη τη ζωή μου, επειδή άλλωστε είμαι πολύ κοντά στο θάνατό μου».
Τον βεβαίωσα σαν χριστιανός ότι δεν θά ’λεγα ούτε το παραμικρό σε οποιονδήποτε και ότι θα ήμουν πολύ ευτυχής να του παράσχω όσες περισσότερες και καλύτερες συμβουλές μπορούσα.

Άρχισε να διηγείται:
«Λοιπόν ήμουν στρατιώτης και υπηρέτησα σ’ ένα μέρος, περίπου πέντε χρόνια, οπότε η εργασία εκεί έγινε εξαιρετικά σκληρή, συχνά δε με τιμωρούσαν για αμέλεια, που άρχισε να με καταλαμβάνει και για το πιοτό, που συνήθισα να πίνω. Μπήκε τότε στο κεφάλι μου η ιδέα να δραπετεύσω. Δεν άργησα να πραγματοποιήσω τη σκέψη μου αυτή κι έγινα λιποτάκτης. Από τότε έχουν περάσει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα έξι χρόνια κρυβόμουνα όπως μπορούσα κι έκλεβα διάφορα πράγματα από αποθήκες, από μπακάλικα και αγροικίες. Έκλεβα και άλογα. Φρόντιζα δε να πουλώ τα διάφορα κλοπιμαία με διάφορους τρόπους. Ό,τι χρήματα έπαιρνα τα έπινα, γενικά έκανα μια πολύ άσωτη ζωή και διέπραττα κάθε είδος αμαρτίας.


»Στην αρχή, πήγαινα καλά. Έπειτα, όμως, επειδή δεν είχα χαρτιά και ταυτότητα για να ταξιδεύω, με πιάσανε και με βάλανε στη φυλακή. Τέλος, κατόρθωσα να δραπετεύσω κι από εκεί. Για μεγάλη μου τύχη συναντήθηκα μετά μ’ έναν στρατιώτη που είχε απολυθεί από το στρατό και πήγαινε σπίτι του σε μια μακρινή διοικητική περιοχή. Φαινόταν άρρωστος, γιατί περπατούσε με δυσκολία. Με παρακάλεσε να τον βοηθήσω μέχρι το πλησιέστερο χωριό όπου θά ’βρισκε ένα μέρος για να ησυχάσει. Τον βοήθησα και φθάσαμε εκεί που επιθυμούσε. Ο αστυνομικός διευθυντής μού επέτρεψε να μείνουμε σε μία χορταρένια καλύβα, όπου ξαπλώσαμε για ν’ αναπαυθούμε εκείνη τη νύχτα. Όταν ξύπνησα το πρωί, κοίταξα τον σύντροφό μου, αλλά ήταν ακίνητος και ξυλιασμένος. Ήταν νεκρός. Μόλις το αντιλήφθηκα αυτό, έσπευσα να τον ψάξω για να βρω τα χαρτιά του και προ παντός το χαρτί της απολύσεώς του. Το πήρα μαζί με τα λίγα χρήματα που είχε κι εξαφανίστηκα μέσα σ’ ένα κοντινό δάσος, ενώ όλοι κοιμόνταν ακόμη.

»Τα χαρτιά ευτυχώς συνέπεσε να είχαν τέτοια χρονολογία και ηλικία, που να μπορώ να τα χρησιμοποιήσω εύκολα. Ευχαριστήθηκα πολύ γι’ αυτή μου την επιτυχία, επειδή θα μπορούσα τώρα, έχοντας χαρτιά, να ταξιδεύω παντού. Έτσι πήγα μέχρι τα βάθη του Αστραχάν. Εκεί αποφάσισα να παραμείνω κι έπιασα δουλειά εργάτου σ’ έναν ζωέμπορο, ηλικιωμένο άνθρωπο που ήταν εγκατεστημένος εκεί.


»Ο άνθρωπος αυτός ζούσε με την κόρη του, που ήταν χήρα. Μετά από ένα έτος ζωής κοντά του, νυμφεύθηκα τη χήρα κόρη του, έπειτα δε από λίγο καιρό ο γέρος πέθανε. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να συνεχίσουμε την επιχείρηση κι εγώ άρχισα πάλι να πίνω. Η γυναίκα μου έκανε κι αυτή το ίδιο. Σε διάστημα ενός χρόνου σπαταλήσαμε όσα μας είχε αφήσει ο γέρος πεθερός μου. Μετά από λίγο καιρό η σύζυγός μου αρρώστησε βαριά και πέθανε. Τότε εγώ πούλησα ό,τι είχε απομείνει, τα έφαγα κι έμεινα χωρίς πεντάρα. Άρχισα να πεινάω, οπότε ξαναγύρισα πίσω στην παλιά μου τέχνη. Τώρα, όμως, έκανα τον κλεπταποδόχο, γιατί είχα πια χαρτιά και ταυτότητα. Με το ξαναγύρισμα στο αμαρτωλό επάγγελμα, ξαναβρήκα και την παλιά μου αμαρτωλή ζωή. Οι επιτυχίες μου αυτές διήρκησαν ένα χρόνο. Αργότερα, όμως, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα. Έκλεψα ένα γέρικο άλογο από έναν ακτήμονα χωριάτη, έναν “Μπόμπιλο”, όπως τους λέμε, και το πούλησα για λίγα λεφτά.

»Με τα χρήματα που πήρα ήπια αρκετά σε μια μπυραρία κι ύστερα μου ήρθε η ιδέα να πάω σ’ ένα γειτονικό χωριό, όπου γινόταν ένας γάμος, με τον σκοπό να επιδοθώ σε κλοπές, όταν μετά τη διασκέδαση θα έπεφταν όλοι στον ύπνο. Πριν ακόμη δύσει ο ήλιος, μπήκα στο πλησιέστερο δάσος μέχρι να νυχτώσει. Ξάπλωσα εκεί κάπου για να περάσει η ώρα, αλλά με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω.

»Στον ύπνο μου είδα ένα όνειρο. Είδα ότι καθόμουν σ’ ένα πλατύ κι ωραίο χλοερό μέρος. Ξαφνικά παρατήρησα ότι ένα φοβερό σύννεφο άρχισε ν’ ανεβαίνει στον ουρανό. Σε λίγο ξέφυγε μια τόσο τρομερή βροντή κεραυνού απ’ αυτό το σύννεφο, ώστε σείστηκε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου κι έτρεμε. Εγώ νόμιζα σαν κάποιος να με αναποδογύρισε και να με κύλισε κάμποσες φορές πάνω στο χώμα. Έπειτα, το σύννεφο φάνηκε σαν να κατεβαίνει προς τα κάτω χαμηλά κι από μέσα πρόβαλλε σε λίγο η μορφή του πατέρα μου, που είχε πεθάνει πριν από είκοσι χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν στη ζωή του ένας εξαίρετος άνθρωπος και είχε υπηρετήσει τριάντα ολόκληρα χρόνια σαν εκκλησιαστικός επίτροπος στο χωριό μας.

»Προχώρησε προς το μέρος μου με μια έκφραση γεμάτη θυμό και αγανάκτηση που μ’ έκαναν να με κυριεύσει μεγάλος φόβος. Γύρω εκεί είδα ακόμα, διάφορους σωρούς από ποικίλα πράγματα που είχα κλέψει σε διάφορες εποχές. Η θέα τους με τρομοκράτησε ακόμη περισσότερο.
»Συγχρόνως φάνηκε κι ο παππούς μου να έρχεται προς το μέρος μου, να δείχνει τον πρώτο σωρό και να λέει: “Τι είναι αυτό; Τώρα θα το πληρώσεις!”. Τότε ξαφνικά το έδαφος βούλιαξε κάμποσο γύρω μου κι άρχισε να με πιέζει απ’ όλες τις πλευρές, τόσο σκληρά, ώστε δεν μπορούσα να υποφέρω τον πόνο και τη λιποψυχία που με κατέλαβαν. Φώναξα: “Λυπήσου με!”. Αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα, για δεύτερη φορά ο παππούς μου δείχνοντάς μου έναν άλλο σωρό επανέλαβε λέγοντας: “Τι είναι αυτό; Δώστε του μια σκληρότερη πληρωμή!”. Τότε αισθάνθηκα τόσο βίαιο και μαρτυρικό πόνο κι αγωνία, που δεν μπορούν να συγκριθούν με τίποτε παρόμοιο στη γη.
»Τέλος ο παππούς μου έφερε κοντά μου το άλογο που είχα κλέψει την προηγούμενη βραδιά και μου φώναξε: “Κι αυτό εδώ τι είναι; Βασανίσου, λοιπόν, τώρα όσο πιο σκληρότερα παίρνει!”. Αποτέλεσμα των λόγων αυτών ήταν ένας τόσο σκληρός, τραχύς κι εξαντλητικός πόνος, που είναι αδύνατο να περιγραφεί. Ήταν σα κάποιος να μού ’βγαζε τους τένοντας απ’ τις σάρκες μου, πράγμα που έκανε να κόβεται η αναπνοή μου απ’ τον πόνο που ακολουθούσε. Αισθάνθηκα ότι δεν θ’ άντεχα πλέον κι ότι θα έμενα πια αναίσθητος στο λάκκο αυτό, αλλά το άλογο την ίδια στιγμή μού ’δωσε ένα λάκτισμα στο μάγουλο, οπότε ξύπνησα τρέμοντας και σπαρταρώντας απ’ το φόβο σα το ψάρι.

»Στο μεταξύ, είχε όχι μόνο ξημερώσει, αλλ’ είχε βγει κι ο ήλιος δυο κοντάρια ψηλά στον ουρανό. Αυτόματα έκανα μια ακούσια κίνηση, πιάνοντας το μάγουλό μου, και είδα ότι ήταν πληγωμένο κι έτρεχε αίμα από την πληγή. Όλα τα μέρη επίσης του σώματός μου, που είχα δει στον ύπνο μου πως είχαν υποφέρει, τα αισθανόμουν σκληρά και πονεμένα σα να τα είχαν τρυπήσει χιλιάδες βελόνες. Βρισκόμουν σε κατάσταση τέτοιου τρόμου, που δεν μπορούσα να σηκωθώ. Το χτυπημένο μάγουλό μου έκανε αρκετό καιρό να περάσει κι ακόμα μέχρι τώρα μπορείς να δεις το σημάδι που άφησε. Να! Κοίταξέ το! Δεν υπήρχε σημάδι πριν από το περιστατικό αυτό.

»Έτσι, μετά απ’ αυτό το τρομακτικό όνειρο με καταλάμβαναν συχνά τύψεις και τρόμος. Μόνο που το θυμόμουν, έτρεμα· κι η αγωνία καταλάμβανε τη ψυχή και την καρδιά μου. Δεν ήξερα τι να κάνω, πώς νά ’βρισκα κάποια γαλήνη να ηρεμούσα. Το χειρότερο, όμως, όσο περνούσε ο καιρός τόσο μεγάλωνε κι ο φόβος μου κι η ταραχή. Άρχισα να αισθάνομαι ένα φόβο για τους ανθρώπους, γιατί με καταλάμβανε μια ντροπή για όσα είχα κάμει, νομίζοντας πως όλοι γνώριζαν το ελεεινό μου παρελθόν. Δεν μπορούσα πια ούτε να φάω ούτε να κοιμηθώ από αυτή τη συνεχή οδύνη της ψυχής μου. Είχα καταντήσει ένα σκιάχτρο. Σκέφτηκα να παραδοθώ στην αστυνομία και να ομολογήσω όλες τις κλοπές και τις απάτες μου. Νόμιζα ότι ο Θεός θα με συγχωρούσε αν λάβαινα τις ανάλογες τιμωρίες. Δεν είχα όμως το θάρρος να το κάμω, γιατί φοβόμουν τις ταλαιπωρίες της φυλακής. Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, έχασα κάθε είδος υπομονής και παρηγοριάς και σκέφτηκα να αυτοκτονήσω, αλλ’ έπειτα είδα ότι θα ήταν περιττή η αυτοκτονία, γιατί όσο περνούν οι μέρες όλο και χάνω δυνάμεις. Πιστεύω δε, ότι η ζωή που μου μένει είναι πια λίγη, επειδή οπωσδήποτε, έτσι όπως πάω, θα πεθάνω. Τώρα πηγαίνω στο χωριό μου να δω έναν ανεψιό μου και εκεί να πεθάνω στο μέρος που γεννήθηκα. Έχω έξι μήνες που ταξιδεύω και, κάθε μέρα που περνάει, με κάνει με κάνει περισσότερο αξιολύπητο. Τι λες εσύ φίλε μου για όλ’ αυτά; Τι πρέπει να κάνω; Στ’ αλήθεια, μου είναι αδύνατο πια να υποφέρω περισσότερο!».

Ακούγοντας όλη αυτή τη φοβερή και αληθινή ιστορία με κομμένη την αναπνοή μου, δόξασα τη σοφία και την αγαθότητα του Θεού που ενεργεί με τόσο ποικίλους και θαυμαστούς τρόπους για να φέρει τους αμαρτωλούς σε συναίσθηση.
Του είπα λοιπόν:
«Αδελφέ μου, έπρεπε τις ώρες του φόβου και του τρόμου και της αγωνίας σου να προσευχόσουν θερμά προς τον Θεό. Αυτό θα ήταν η μεγάλη και αποτελεσματική θεραπεία των δεινών σου».

«Αλήθεια! Στη ζωή μου –είπε– σκέφτηκα ότι θα ήταν καταστροφή για μένα να τολμήσω να προσευχηθώ απ’ ευθείας προς τον Θεό».

«Όχι, αδελφέ μου, όχι! Ο Σατανάς έβαλε στο μυαλό σου το φόβο και τις σκέψεις αυτές για την προσευχή. Αγαπητέ μου, δεν υπάρχει για το έλεος του Θεού όριο και, πραγματικά, λυπάται ο Θεός όταν δεν συναισθάνονται οι άνθρωποι και δεν καταλαβαίνουν να ζητήσουν το έλεός Του, για τους συγχωρήσει Εκείνος όλες τις αμαρτίες τους.
»Ο Θεός συγχωρεί χωρίς όριο αυτούς που μετανοούν. Δεν ξέρουν οι δυστυχείς άνθρωποι να προσευχηθούν, δεν ξέρουν να πουν την Προσευχή του Ιησού, το: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Εσύ θα κάνεις άριστα ν’ αρχίσεις να λες αυτή την προσευχή χωρίς διακοπή».

«Α, μάλιστα! Τη ξέρω αυτή την Προσευχή. Την έλεγα μερικές φορές που συνέβαινε να έχω ανάγκη από περισσότερο θάρρος, όταν επρόκειτο να κάνω κάποια κλεψιά!».

«Άκουσε, λοιπόν. Ο Θεός δεν σε κατέστρεψε όταν πήγαινες να κάνεις κάτι κακό κι έλεγες την Προσευχή αυτή. Πώς θα μπορούσε να προβεί στην καταστροφή σου, αφού η Προσευχή αυτή περιέχει τη λέξη του ελέους; Ο Σατανάς φρόντισε να σε κάνει να μη τη λες καθόλου· πρέπει δε να γνωρίζεις ότι, άσχετα με τις σκέψεις που έρχονται στο μυαλό σου, αν επιμένεις να λες τη νοερά Προσευχή του Χριστού, θα λυτρωθείς πολύ γρήγορα από τους τρόμους και από τ’ άλλα βάσανά σου και η γαλήνη του Θεού θα βασιλεύσει μέσα στη ψυχή σου. Θα γίνεις αφοσιωμένος του Θεού άνθρωπος και θ’ απαλλαγείς απ’ όλες τις αμαρτωλές σου συνήθειες και τα πάθη. Σε βεβαιώνω γι’ αυτό, γιατί έχω δει πραγματικά θαύματα στη ζωή μου απ’ αυτή την Προσευχή».

Μετά απ’ αυτά, του διηγήθηκα διάφορα περιστατικά, που έδειχναν την εξαίσια δύναμη που η Προσευχή του Ιησού είχε φέρει σε διάφορους αμαρτωλούς. Τέλος, τον έπεισα να έρθει μαζί μου στην Παναγία του Ποτσαέβ, το καταφύγιο των αμαρτωλών, για να εξομολογηθεί εκεί και να κοινωνήσει πριν φτάσει στο χωριό του.

Ο στρατιώτης μου, άκουσε όλα όσα του είπα με πολλή προσοχή, όπως τουλάχιστον κατάλαβα, και με χαρά συμφώνησε απόλυτα. Πήγαμε μαζί μέχρι το Ποτσαέβ, χωρίς να μιλά ο ένας προς τον άλλο, επειδή λέγαμε νοερά την Προσευχή του Ιησού σ’ όλο το διάστημα. Μια ολόκληρη μέρα βαδίζαμε έτσι. Την επόμενη αισθάνθηκε, όπως μου είπε, πολύ καλύτερα και για πρώτη φορά άρχισε να κυριαρχεί η ηρεμία μέσα του· ηρεμία, που ποτέ άλλοτε δεν την είχε αισθανθεί. Την τρίτη μέρα φτάσαμε στο Ποτσαέβ και τον συμβούλευα να μη διακόψει την Προσευχή ούτε κατά το διάστημα της μέρας ούτε τη νύχτα, όταν ήταν ξύπνιος. Τον βεβαίωσα δε ακόμη ότι το Πανάγιο Όνομα του Ιησού, που ο αόρατος εχθρός δεν μπορεί να το υποφέρει, θα τον ενδυνάμωνε για να σωθεί. Σ’ αυτό το σημείο τού διάβασα κι ένα κομμάτι από τη «Φιλοκαλία» που έλεγε ότι αν και οφείλουμε να λέμε πάντα την Προσευχή του Ιησού, είναι πολύ πιο απαραίτητο να τη λέμε όταν προπαρασκευαζόμαστε για την Αγία Κοινωνία.

Έκανε όπως του είπα και όπως του διάβασα κι ο Πνευματικός τού επέτρεψε να κοινωνήσει. Μετά ταύτα, από καιρό σε καιρό οι παλιές αμαρτωλές τάσεις και σκέψεις τον ενοχλούσαν, αλλά τις νικούσε εύκολα λέγοντας την Προσευχή αυτή. Την Κυριακή, για να σηκωθεί πρωί και για να προφθάσει τον Όρθρο, έπεσε να κοιμηθεί νωρίτερα αποβραδίς με τη νοερά Προσευχή στα χείλη. Εγώ έμεινα ξύπνιος και μ’ ένα ισχνό φως διάβαζα από τη «Φιλοκαλία».


Είχε περάσει καμιά ώρα όταν αντιλήφθηκα πως τον είχε πάρει πια ο ύπνος. Ξαφνικά, όμως, περίπου εικοσιπέντε λεπτά αργότερα, έδωσε ένα τίναγμα και σηκώθηκε όρθιος. Πήδησε κάτω απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε κατά πάνω μου με δάκρυα στα μάτια και με λόγια ευτυχίας στα χείλη μού είπε: «Ω, αδελφέ μου! Τι είδαν τα μάτια μου! Πόσο ήρεμος κι ευτυχισμένος είμαι τώρα! Πιστεύω πια τέλεια ότι ο Θεός επιθυμεί ζωηρά τη σωτηρία των αμαρτωλών και ότι η θεία Του στοργή προς αυτούς κατευθύνεται. Δόξα, Σοι, Θεέ μου! Δόξα νά ’χει τ’ Όνομά Σου!».

Τρόμαξα και χάρηκα συγχρόνως και τον ρώτησα να μου πει τι ακριβώς του είχε συμβεί.

«Μόλις με πήρε ο ύπνος» –μου είπε– «είδα πως ήμουν σ’ αυτό το χλοερό λιβάδι που υπέφερα τα μαρτύρια. Στην αρχή τρομοκρατήθηκα, αλλά είδα τώρα αντί για το σύννεφο, ένα λαμπρό ήλιο ν’ ανατέλλει κι ένα λαμπρότατο φως να φωτίζει γλυκά το λιβάδι. Τώρα υπήρχαν ακόμη μέσα στο λιβάδι κόκκινα τριαντάφυλλα κι άλλα όμορφα λουλούδια. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε πάλι ο παππούς μου και με κοίταξε με τόσο γλυκό βλέμμα, που ποτέ πριν δεν με είχε κοιτάξει άνθρωπος. Με χαιρέτησε και μου είπε: “Πήγαινε στο Ζιτομίρ, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εκεί στην εκκλησία θα σε προστατεύσουν. Κάθισε, λοιπόν, εκεί μέχρι το τέλος της ζωής σου και προσεύχου χωρίς ποτέ να σταματήσεις κι ο Θεός θα είναι μαζί σου”. Αυτά μου είπε κι αμέσως με σταύρωσε με το σημείο του σταυρού κι εξαφανίστηκε. Δεν μπορώ να εκφράσω το πόσο ευτυχισμένος είμαι τώρα. Αισθάνομαι σαν να ελαφρώθηκα από ένα φοβερό βάρος που είχα στη ψυχή μου. Τώρα μου φαίνεται πως μπορώ να πετάξω μέχρι τον ουρανό. Τη στιγμή που ξύπνησα, τώρα δα πριν από λίγες στιγμές, αισθάνθηκα τέτοια ειρήνη στην καρδιά και το μυαλό μου, που ποτέ πριν δεν είχα στη ζωή μου αισθανθεί. Τώρα τι πρέπει να κάνω; Δεν πρέπει να φύγω αμέσως για το Ζιτομίρ, όπως μου είπε ο παππούς μου; Θα φύγω, λοιπόν, αμέσως αφού εξασφάλισα την εσωτερική μου γαλήνη με τη νοερά Προσευχή».

«Μα, αδελφέ μου, στάσου!» –του είπα– «Ακόμη είναι νύχτα. Πώς μπορείς να ξεκινήσεις αμέσως, νύχτα καιρό; Κάθισε μέχρι το πρωί να πάμε στον Όρθρο να προσευχηθούμε κι ύστερα φεύγεις, με τη δύναμη του Θεού».

Έτσι, μετά απ’ αυτή τη συνομιλία, δεν κοιμηθήκαμε πια, αλλά πήγαμε στην εκκλησία, όπου κατά τη διάρκεια του Όρθρου προσευχηθήκαμε με δάκρυα στα μάτια κι όπως με βεβαίωσε αισθανόταν άρρητη γαλήνη και ότι προόδευε ειρηνικά στην Προσευχή του Ιησού. Μετά τη Θεία Λειτουργία κοινώνησε κι έπειτα έφαγε λίγο και ξεκίνησε για το Ζιτομίρ. Τον συνόδευσα μέχρι το δρόμο που αρχίζει γι’ αυτή την πόλη και τον κατευόδωσα με χριστιανική χαρά και αγάπη…

[«Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού»,
Μέρος 2ο, σελ. 185–194,
Μετάφραση:
Παντελεήμονος Καρανικόλα
Μητροπολίτου Κορίνθου
(1919–2006),
Εκδοτικός Οίκος
«Αστήρ»,
Αθήναι, 19663.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]