.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το προσευχητάρι των Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Από το προσευχητάρι των Αγίων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δέσποινα παντευλόγητε, Υπέραγνε Παρθένε

Προσευχή του Αγίου Νεκταρίου στην Παναγία: 
Δέσποινα παντευλόγητε, Υπέραγνε Παρθένε


Δέσποινα παντευλόγητε, Υπέραγνε Παρθένε,
Παράδεισε πανθαύμαστε, κήπε καλλωπισμένε,
Σε δυσωπώ, Πανάχραντε, χαρίτωσον τον νουν μου,
κατεύθυνον τας σκέψεις μου, φώτισον την ψυχήν μου.

Κόρη με ποίησον αγνόν, πράον, σεμνόν, ανδρείον,
ησύχιον και κόσμιον, ευθύν, όσιον, θείον,
επιεική, μακρόθυμον, των αρετών δοχείον,
άμεμπτον, ανεπίληπτον, των αγαθών ταμείον.

Δος μοι σοφίαν, σύνεσιν και μετριοφροσύνην,
φρόνησιν και απλότητα και ταπεινοφροσύνην.
Δος μοι νηφαλιότητα, όμμα πεφωτισμένον,
διάνοιαν ολόφωτον, πνεύμα εξηγνισμένον.

Απέλασον την οίησιν, την υπερηφανίαν,
τον τύφον, την φυσίωσιν, και την αλαζονείαν,
την ύβριν, το αγέρωχον, την υψηλοφροσύνην,
γλώσσα μεγαλορρήμονα, ισχυρογνωμοσύνην.

Την αστασία την φρικτήν, την περιττολογίαν,
την πονηρία την πολλήν, και την αισχρολογίαν.

Χάρισαί μοι, Πανάχραντε, την ηθικήν ανδρείαν,
το θάρρος, την ευστάθειαν, δος μοι την καρτερίαν.

Δος μοι την αυταπάρνησιν, την αφιλαργυρίαν,
ζήλον μετ’επιγνώσεως και αμνησικακίαν.
Δος μοι ακεραιότητα, ευγένειαν καρδίας,
πνεύμα ευθές, ειρηνικόν, και πνεύμα αληθείας.

Φυγάδευσον, Πανάχραντε, τα πάθη της καρδίας,
τα πολυώνυμα, Αγνή, της ηθικής δειλίας.
Την αναδρίαν την αισχράν, το θράσος, την δειλίαν,
την ατολμίαν την δεινήν και την απελπισίαν.

Άρον μοι, Κόρη, τον θυμόν και πάσαν ραθυμίαν,
την αθυμία, την οργήν, ως και την οκνηρίαν.

Τον φθόνον, την εμπάθειαν, το μίσος, την κακίαν,
την μήνιν, την εκδίκησιν και την μνησικακίαν.

Την έριδα την ευτελή και την πολυλογίαν,
την γλωσσαλγίαν την δεινήν και την βωμολοχίαν.
Δος μοι, Παρθένε, αίσθησιν, δος μοι ευαισθησίαν.
Δος μοι συναίσθησιν πολλήν και ευσυνειδησίαν.

Δος μοι, Παρθένε, την χαράν Πνεύματος του Αγίου.

Δος μοι ειρήνην τη ψυχή, ειρήνην του Κυρίου.

Δος μοι αγάπην, έρωτα θείον, εξηγηγνισμένον,
πολύν, θερμόν και καθαρόν και εξηγιασμένον.
Δος πίστιν ζώσαν, ενεργόν, θερμήν, αγνήν, αγίαν,
ελπίδα αδιάσειστον, βεβαίαν και οσίαν.

Άρον απ’εμού, Παρθένε, τον κλοιόν της αμαρτίας,
την αμέλειαν, την μέθην, την ανελεημοσύνην,
τα κακάς επιθυμίας, την δεινήν ακολασίαν,
γέλωτας της ασελγείας και την πάσαν κακουργίαν.

Σωφροσύνην δος μοι, Κόρη, δος εγκράτειαν, νηστείαν,
προσοχήν και αγρυπνίαν και υπακοήν τελείαν.
Δος μοι προσοχήν εν πάσι και διάκρισιν οξείαν,
σιωπήν και ευκοσμίαν, και υπομονήν οσίαν.

Επιμέλειαν παράσχου, Δέσποινα, προς εργασίαν,
προς τελείωσιν και ζήλον αρετών προς γυμνασίαν.

Την ψυχήν μου, την καρδίαν και τον νουν μου, Παναγία,
τήρει εν αγιωσύνη, φύλαττε εν παρθενία.

Η προσευχή του ανυπάκουου Αγίου Ευστρατίου



Τον Ευστράτιο που έδειξε ανυπακοή στις προσταγές των βασιλέων και του οποίου η σιδηρά ψυχή δεν επείσθη στο πρόσταγμα των αυτοκρατόρων, και τους θεούς δεν θέλησε να προσκυνήσει, προστάζω να καταφλεχθεί στη φωτιά και έτσι να τελειώσει η ζωή του .

Όταν ο άγιος πήρε την απόφαση, στάθηκε, ύψωσε το βλέμμα και τα χέρια στον ουρανό και μεγαλόφωνα είπε:

Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε, ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου, και ου σννέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, αλλ’ έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου. Και νυν Δέσποτα, σκεπασάτω με η χειρ σου και έλθοι επ’ εμέ το έλεός Σου, ότι τετάρακται η ψυχή μου και κατώδυνός έστιν, εν τω εκπορεύεσθαι αυτήν εκ του αθλίου μου και ρυπαρού σώματος τούτου, μήποτε η πονηρά του αντικειμένου βουλή συναντήση και παρεμπόδιση αυτήν, διά τας εν αγνοία και γνώσει εν τω βίω τούτω γενομένας μοι αμαρτίας. 

Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα, και μη ιδέτω η ψυχή μου την ζοφεράν και σκοτεινήν όψιν των πονηρών δαιμόνων αλλά παραλαβέτωσαν αυτήν Άγγελοι σου φαιδροί και φωτεινοί. Δός δόξαν τω ονόματί σου τω Αγίω και τη ση δυναμει άναγαγέ με εις το θείον σου βήμα.
Εν τώ κρίνεσθαί με μή καταλάβοι με η χειρ του άρχοντος του κόσμου τούτου εις το κατασπάσαι με τον αμαρτωλόν εις βυθόν άδου- αλλά παράστηθί μοι και γενού μοι Σωτήρ και αντιλήπτωρ. Ελέησον, Κύριε, την ρυπωθείσαν τοις πάθεσι του βίου ψυχήν μου και καθαράν αυτήν διά μετανοίας και εξομολογήσεως πρόσδεξαι, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

(μτφρ)Σεμνυνόμενος σε δοξάζω, Κύριε, διότι με ευμένεια είδες την ταπεινότητα μου και δεν συγκατένευσες να βρίσκομαι στα χέρια των εχθρών μου, αλλ’ έσωσες απ’ τις ανάγκες την ψυχήν μου. Και τώρα, Κύριε, ας με προστατέψει το χέρι Σου κι ας έλθει σε μένα η καλοσύνη σου, διότι είναι ταραγμένη και λυπημένη η ψυχή μου καθώς πρόκειται να φύγει από το άθλιο και ακάθαρτο σώμα μου, μη τυχόν και η πονηρή θέληση του διαβόλου τη συναντήσει και την παρεμποδίσει για τις εν γνώσει και άγνοια αμαρτίες μου που διέπραξα στη ζωή μου αυτή. Σπλαγχνικά ας μου φερθείς, Κύριε, κι ας μην αξιωθεί η ψυχή μου να δει τη σκοτεινή και απαίσια μορφή των δαιμόνων. Αλλά ας παραλάβουν αυτήν, οι λαμπροί και φωτεινοί σου άγγελοι. Ας είναι δοξασμένο το όνομά σου το άγιο και με τη δύναμη σου οδήγησε με στο θείο σου Βήμα. Κατά την ώρα της κρίσεώς μου, ας μη με κυριέψει το χέρι του άρχοντα του κόσμου τούτου στο να με σύρει τον αμαρτωλό στο βυθό του Άδη, αλλά τοποθέτησε με κοντά σου και γίνε σωτήρας μου και βοηθός. Σπλαχνίσου, Κύριε, την ακάθαρτη από τα πάθη του βίου ψυχή μου και καθάρισε την με τη μετάνοια και την ομολογία και ας τη δεχθείς, καθ’ ότι είσαι ευλογημένος στους αιώνες των αιώνων.

Αφού προσευχήθηκε με την υπέροχη κατανυκτική και μεστή νοημάτων αυτή προσευχή, η οποία, ας σημειωθεί, έχει συμπεριληφθεί από την Εκκλησία μας να διαβάζεται στο Μεσονυκτικό του Σαββάτου, και βλέποντας ότι οι υπηρέτες είχαν ήδη ανάψει τη φωτιά, κάμνοντας το σημείο του Σταυρού εισήλθεν εις αυτήν ψάλλων και αγαλλιώμενος και ούτω παρέδωκεν το πνεύμα.


Ετελειώθη δε ο άγιος Ευστράτιος τη τρισκαιδεκάτη του Δεκεμβρίου μηνός.

Με αυτή την Προσευχή έγινα καλά λέγοντάς την τρεις φορές την ημέρα

Του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκη


Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος . Αμήν.

Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς. (τρεις φορές)

Παναγία τριάς, ελέησον ημάς. Κύριε ιλάσθητι ταίς αμαρτίαις ημών. Δέσποτα, συγχώρισον τας ανομίας ημίν. Άγιε, επισκεψε και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματός σου.

Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον.

Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η βασιλεία Σου, γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανό και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού.

Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου, ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών.

Βαπτιστά του Χριστού, πάντων ημών μνήσθητι, ίνα ρυσθώμεν των ανομιών ημών, σοι γαρ εδόθη χάρις, πρεσβεύειν υπέρ ημών.

Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιόν του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν, πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος

Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν τω Βασιλεί ημών Θεώ.

Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν Χριστό τω Βασιλεί ημών Θεώ.

Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν Αυτώ Χριστώ τω Βασιλεί και Θεώ ημών.

Ψαλμός 37ος

Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με. ότι τα βέλη σου ενεπάγησάν μοι, και επεστήριξας επ᾿ εμέ την χείρά σου· ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου από προσώπου της οργής σου, ουκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου από προσώπου των αμαρτιών μου. ότι αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ᾿ εμέ. προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου· εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους, όλην την ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην. ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων, και ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου· εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου. Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σού ουκ απεκρύβη. η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου, και το φως των οφθαλμών μου, και αυτό ουκ έστι μετ᾿ εμού. οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν, και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν· και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου, και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας, και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν. εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού· και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς. ότι επί σοι, Κύριε, ήλπισα· συ εικακούση, Κύριε ο Θεός μου. ότι είπα· μήποτε επιχαρώσί μοι οι εχθροί μου· και εν τω σαλευθήναι πόδας μου επ᾿ εμέ εμεγαλορρημόνησαν. ότι εγώ εις μάστιγας έτοιμος, και η αλγηδών μου ενώπιόν μου εστι διαπαντός. ότι την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου. οι δε εχθροί μου ζώσι και κεκραταίωνται υπέρ εμέ, και επληθύνθησαν οι μισούντές με αδίκως· οι ανταποδιδόντες μοι κακά αντί αγαθών ενδιέβαλλόν με, επεί κατεδίωκον αγαθωσύνην. μη εγκαταλίπης με, Κύριε· ο Θεός μου, μη αποστής απ᾿εμού· πρόσχες εις την βοήθειάν μου, Κύριε της σωτηρίας μου.

Ευαγγέλιο
Κατά Ματθαίον, Κεφάλαιο 8/5-17

Εισελθόντι δε αυτώ εις Καπερναούμ προσήλθεν αυτώ εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων· Κύριε, ο παίς μου βέβληται εν τη οικία παραλυτικός, δεινώς βασανιζόμενος. και λέγει αυτώ ο ᾿Ιησούς· εγώ ελθών θεραπεύσω αυτόν. και αποκριθείς ο εκατόνταρχος έφη· Κύριε, ουκ ειμί ικανός ίνα μου υπό την στέγην εισέλθης· αλλά μόνον ειπέ λόγω, και ιαθήσεται ο παίς μου. και γαρ εγώ άνθρωπός ειμι υπό εξουσίαν, έχων υπ᾿ εμαυτόν στρατιώτας, και λέγω τούτω, πορεύθητι, και πορεύεται, και άλλω, έρχου, και έρχεται, και τω δούλω μου, ποίησον τούτο, και ποιεί. ακούσας δε ο ᾿Ιησούς εθαύμασε και είπε τοις ακολουθούσιν· αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω ᾿Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον. λέγω δε υμίν ότι πολλοί από ανατολών και δυσμών ήξουσι και ανακλιθήσονται μετά᾿Αβραάμ και ᾿Ισαάκ και ᾿Ιακώβ εν τη βασιλεία των ουρανών, οι δε υιοί της βασιλείας εκβληθήσονται εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. και είπεν ο ᾿Ιησούς τω εκατοντάρχω· ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι. και ιάθη ο παίς αυτού εν τη ώρα εκείνη. Καί ελθών ο ᾿Ιησούς εις την οικίαν Πέτρου είδε την πενθεράν αυτού βεβλημένην και πυρέσσουσαν· και ήψατο της χειρός αυτής, και αφήκεν αυτήν ο πυρετός και ηγέρθη και διηκόνει αυτώ. ᾿Οψίας δε γενομένης προσήνεγκαν αυτώ δαιμονιζομένους πολλούς, και εξέβαλε τα πνεύματα λόγω και πάντας τους κακώς έχοντας εθεράπευσεν, όπως πληρωθή το ρηθέν διά῾Ησαίου του προφήτου λέγοντος· αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν.

Κομβοσχοίνι: Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» & «Άγιε Αρσένιε, πρέσβευε υπέρ ημών»

Απολυτίκιο Οσίου Παταπίου
Θείας κλήσεως, ιχνηλατήσας, εκ νεότητας, τας επιδόσεις, δι” ασκήσεως τω κόσμω εξέλαμψας και δοξασθείς απάθειας ταις χάρισι, πάθη ποικίλα ίασαι Πατάπιε, Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Απολυτίκιο Αγίων Αναργύρων
Άγιοι Ανάργυροι και θαυματουργοί, επισκέψασθε τας ασθενείας ημών· δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε ημίν.

Απολυτίκιο Αγίου Παντελεήμονος
Αθλοφόρε Άγιε, και ιαματικέ Παντελεήμον, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταίς ψυχαίς ημών.

Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Προσευχές για την θλίψη-κατάθλιψη



“Η απελπισία και η απογοήτευση 
είναι το χειρότερο πράγμα. 
Είναι παγίδα του σατανά, 
για να κάνει τον άνθρωπο 
να χάσει την προθυμία του 
στα πνευματικά και 
να τον φέρει σε απελπισία”.

Δέσποτα Πολυέλεε, Κύριε Ιησού Χριστέ, Ιατρέ των ψυχών και των σωμάτων ημών, ελθέ και θεράπευσον και εμέ τον αχρείον δούλον σου. Εμακρύνθην από Σού. Επλήγωσα την Αγαθότητα και την Αγάπην Σου. Ήμαρτον εις τον Ουρανόν και ενώπιόν Σου. Πάσας τας ανομίας διέπραξα. Όλος κείμαι στερημένος πάσης αρετής και υγείας ψυχικής και σωματικής. Το σώμα μου ησθένησε. Η ψυχή εκακώθη. Το πνεύμα αδυνατεί. Η βούλησις εξετράπη. Τα πάντα συμπνίγονται και πάσχουν εντός μου. Κατέβην έως «Άδου κατωτάτου».

Λύτρωσαί με Κύριε από τον ψυχικόν πνιγμόν τον οδυνηρόν και το βάρος της καρδίας το καταθλίβον με δικαίως. Πάσας τας αμαρτίας διέπραξα. Αύται πολεμούσι με. Αύται εμποιούσι μοι τον αφόρητον τούτον βάσανον. Ελέησόν με Κύριε. Μόνος εγώ πταίω διά την τοιαύτην ερήμωσιν και καταστροφήν της ψυχής και του σώματός μου. 
Ο εγωισμός με εκυρίευσε. Η αμέλεια με αιχμαλώτισε. Η ακηδία με ενέκρωσε. Συγχώρησόν μοι Κύριε και θεράπευσον την αθλίαν ψυχήν μου. Απέλασον μακράν απ’ εμού το πονηρόν πνεύμα το εμποιούν εμοί τον τούτον τον αφόρητον πνιγμόν της ψυχής και του σώματος. Απομάκρυνον απ’ εμού το βάρος το καταθλίβον την καρδίαν μου.
Ελευθέρωσον μου την ψυχήν και το σώμα, από πάσης αμελίας, ακηδίας, φυσιώσεως, μετεωρισμού, καταθλίψεως, απελπισίας, αδιαφορίας, αναισθησίας, απογνώσεως και νεκρώσεως. Εγώ αυτοπροαιρέτως ενέβαλλον την ψυχή μου εις όλα ταύτα

Συγχώρησόν μου Κύριε τα πλήθη των αμαρτημάτων. Θεράπευσον με από του πλήθους των παθών μου. Δος Κύριε ίνα μη σε λυπήσω ποτέ πλέον ένεκα των παθών των κυριευσάντων την αθλίαν ψυχή μου. Άρον απ’ εμού τον κλοιόν τον βαρύν τον της αμαρτίας. 
Αποδίωξον απ’ εμού πάντα εχθρόν και πολέμιον. Ειρήνευσόν μου Κύριε την ζωήν και την ψυχήν. Καθάρισόν με από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος. 
Όπως δυνηθώ εκφυγείν από τα πονηρά πνεύματα τα εμποιούντα εμοί το σκότος και τον ζόφον, την απόγνωσιν και την κόλασιν. Ανόρθωσόν με από κλίνης οδυνηράς και στρωμνής κακώσεως. Η κατάθλιψις και ο φόβος και η αιχμαλωσία των λογισμών μου αποστραφήτωσαν απ’ εμού. 
Κύριε γεννηθήτω Σοι ως θέλεις. Ευδοκία της Σης Αγαθότητος συντριβήτωσαν οι εχθροί μου και ο παλαιός άνθρωπος συν τοις πάθεσιν και ταίς επιθυμίαις αυτού. Γένοιτο Κύριε το θέλημα Σου επ’ εμοί ώστε χαίρων και αγαλλόμενος, άλυπος και φαιδρώ τω προσώπω ακολουθώ Σε και δοξάζω Σε, υμνώ και ευλογώ Σε εις πάντας τους αιώνας. Επίσκεψε και ενίσχυσόν με διά της Προνοητικής Δυνάμεώς Σου ίνα Σε δοξάζω και ψάλλω, Σε τον Εύσπλαχνον Κύριον συν τω Πατρί και τω Πνεύματι εις τους αιώνας. Συ ει ο Παρακλήτωρ μου συν τω Πανυπερπολυευσπλάχνω Πατρί και τω Παναγίω Παρακλήτω Πνεύματι εν πάσαις ταίς θλίψεσιν ταίς ευρούσαις με πάσας τας ημέρας της ζωής μου. Ελέησόν με Κύριε και συγχώρησόν μοι τον καταθλιμμένον και κεκακωμένον ψυχή και σώματι. 
Συ ει η Χαρά και το Φως, η Ανάστασις και η Ζωή, το Έαρ και το Πάσχα ημών το Ευφρόσυνον. Συ επηγγείλω υμίν το: «ου μη σε ανώ ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω». Συ ει Όστις κατήλθες «έως Άδου ταμείων» αναζητών το απολωλός πρόβατον, τουτέστιν εμέ. 
Ελέησόν με Κύριε διά πρεσβειών της Παναχράντου Σου Μητρός, της Πανυπερευλογημένης Χαράς Πάντων, δυνάμει του Τιμίου και Ζωοποιού Σου σταυρού του Ξύλου της Ζωής, προστασίαις των Τιμίων επουρανίων Δυνάμεων Ασωμάτων, πρεσβείαις των Αγίων Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, πρεσβείαις των Αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων, των Αγίων ενδόξων και καλλινίκων Μαρτύρων, των Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων ημών, και Πάντων Σου των Αγίων,

ΕΥΧΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΘΕΟΤΟΚΟΝ



Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε ἡ κατά σάρκα γεννήσασα τόν Θεόν Λόγον, γνωρίζω ὅτι δέν εἶναι εὐπρεπές, οὐδέ ἄξιον εἰς ἐμέ τόν πανάσωτον, τόν ἔχοντα μεμολυσμένους τούς ὀφθαλμούς καί τά χείλη ἀκάθαρτα, νά ἴδω τήν εἰκόνα Σου τῆς Ἁγνῆς, τῆς Ἀειπαρθένου, τῆς ἐχούσης τό σῶμα καί τήν ψυχήν καθαρά καί ἀμόλυντα, ἀλλ᾽ ἀπεναντίας πρέπει νά μισηθῶ ὁ ἄσωτος καί νά ἐπιτιμηθῶ ὑπό τῆς ὑμετέρας καθαρότητος. Πλήν ἐπειδή ὁ Θεός τόν Ὁποῖον ἐγέννησες, ἔγινεν ἄνθρωπος ὅπως καλέσῃ τούς ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν, λαμβάνω καί ἐγώ τό θάρρος καί προσέρχομαι πρός Σέ, παρακαλῶν μετά δακρύων.
Πρόσδεξε τήν παράκλησίν μου διά τῆς ἀπαλλαγῆς τῶν πολλῶν καί χαλεπῶν πταισμάτων μου καί παρακάλεσον τόν Μονογενῆ Σου Υἱόν καί Θεόν ὅπως ἐλεήσῃ τήν ἀθλίαν καί ταλαίπωρον ψυχήν μου. Διότι διά τό πλῆθος τῶν ἀνομιῶν μου ἐμποδίζομαι νά στρέψωτό βλέμμα μου πρός Αὐτόν καί νά ζητήσω συγχώρησιν καί διά αὐτό σέ προβάλλω μεσίτριαν.
Ἀπολαύσας πολλῶν καί μεγάλων δωρεῶν παρά τοῦ δημιουργήσαντός με Θεοῦ, ἐφάνην ἄθλιος καί ἀχάριστος ὁμοιωθείς μέ τά ἀνόητα κτήνη· πτωχεύσας εἰς τάς ἀρετάς, πλουτήσας εἰς τά πάθη, βεβαρυμένος μέ ἐντροπήν, ἐστερημένος θείας παρρησίας, κατακεκριμένος ὑπό τοῦ Θεοῦ, θρηνούμενος ὑπό τῶν ἀγγέλων, χλευαζόμενος ὑπό τοῦ δαίμονος καί μισούμενος ὑπό τῶν ἀνθρώπων· ἐλεγχόμενος ὑπό τῆς συνειδήσεως, ἐντρεπόμενος διά τά πονηρά μου ἔργα, νεκρός ὑπάρχων πρό τοῦ θανάτου καί πρό τῆς κρίσεως αὐτοκατάκριτος καί πρό τῆς ἀτελευτήτου κολάσεως τυγχάνων αὐτοτιμώρητος ὑπό τῆς ἀπογνώσεως. Διά τοῦτο καταφεύγω εἰς τήν ἰδικήν Σου καί μόνην βοήθειαν, Δέσποινα Θεοτόκε, ὁ μυρίων ταλάντων ὀφειλέτης, ὁ ἀσώτως τήν πατρικήν οὐσίαν δαπανήσας, ὁ παρανομήσας ὑπέρ τόν Μανασσῆν, ὁ γενόμενος ἄσπλαχνος ὑπέρ τόν πλούσιον, ὁ λαίμαργος δοῦλος, τό δοχεῖον τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ θησαυροφύλαξ τῶν αἰσχρῶν καί ρυπαρῶν λόγων καί ὁ ξένος πάσης ἀγαθῆς ἐργασίας.
Ἐλεήσόν μου τήν ταπείνωσιν καί συμπάθησόν μου τήν ἀσθένειαν. Μεγάλην ἔχεις τήν παρρησίαν πρός τόν ἐκ Σοῦ τεχθέντα καί οὐδείς δύναται ὡς Σύ, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ. Δι᾽ ὅλα ἔχεις τήν ἰσχύν ὡς ὑπερέχουσα πάντων τῶν κτισμάτων καί δέν εἶναι ἀδύνατον εἰς Σέ οὐδέν, ἐάν θελήσῃς. Μή λοιπόν παραβλέψῃς τά δάκρυά μου, μή ἀηδιάσῃς τόν στεναγμόν μου, μή ἀποστραφῇς τόν πόνον τῆς καρδίας μου, μή ἐντροπιάσῃς τήν πρός Σέ προσδοκίαν μου, ἀλλά διά τῶν μητρικῶν Σου δεήσεων βίασον τήν εὐσπλαχνίαν τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ καί ἀξίωσόν με τόν ταλαίπωρον καί ἀνάξιον δοῦλόν Σου ν᾽ ἀπολαύσω τό πρῶτον καί ἀρχαῖον κάλλος καί τήν ἀπομάκρυνσιν τῶν παθῶν, διά νά ἐλευθερωθῶ ἀπό τάς ἁμαρτίας καί νά γίνω ὑπηρέτης τῆς δικαιοσύνης, νά ἐκδυθῶ τόν μιασμόν τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς καί νά ἐνδυθῶ τόν ἁγιασμόν τῆς ψυχικῆς καθαρότητος, νά νεκρωθῶ διά τόν κόσμον καί νά ζήσω ἐν τῇ ἀρετῇ.
Ὁδοιποροῦντά με συνόδευσον, πλέοντα ἐν θαλάσσῃ σύμπλευσον, ἀγρυπνοῦντα με ἐνίσχυσον, θλιβόμενον παρηγόρησον, ὁλιγοψυχοῦντα παρακάλεσον, ἀσθενοῦντα δώρησόν μου τήν ἴασιν, ἀδικούμενον ρῦσαί με, συκοφαντούμενον ἀθώωσον, εἰς θάνατον κινδυνεύοντα προφθάσασα λύτρωσόν με, εἰς τούς ἀοράτους ἐχθρούς δεῖξον με καθ᾽ ἑκάστην φοβερόν.
Ναί ὑπεράγαθε Δέσποινα Θεοτόκε, ἡ μετά Θεόν ἐλπίς πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς, ἐπάκουσον τῶν οἰκτρῶν δεήσεων καί μή μέ ἐντροπιάσῃς ἀπό τῆς προσδοκίας μου. Τόν βρασμόν τῆς σαρκός κατάπαυσον, τήν ἐν τῇ ψυχῇ μου ἀγριωτάτην ταραχήν κατεύνασον, τόν πικρόν θυμόν καταπράϋνον, τόν τύφον καί τήν ἀλαζονίαν τῆς ματαίας οἰήσεως ἐκ τοῦ νοός μου ἀφάνισον, τάς νυκτερινάς φαντασίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί τάς καθημερινάς ἀκαθάρτους προσβολάς ἀπομάκρυνον τῆς καρδίας μου. Παίδευσόν μου τήν γλῶσσαν ἵνα ὁμιλῇ τά συμφέροντα, δίδαξον τούς ὀφθαλμούς μου νά βλέπουν ὀρθῶς τήν ὁδόν τῆς ἀρετῆς, ἐνίσχυσον τούς πόδας μου ἵνα βαδίζουν τήν μακαρίαν ὁδόν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τάς χεῖράς μου ἁγίασον ἵνα ἀξίως αἴρω αὐτάς πρός τόν Ὕψιστον. Καθάρισόν μου τό στόμα ἵνα μετά παρρησίας ἐπικαλεῖται τόν Πανάγιον Πατέρα καί Θεόν. Ἄνοιξόν μου τά ὦτα, ἵνα ἀκούω αἰσθητῶς καί νοητῶς τά ὑπέρ μέλι καί κηρίον γλυκύτερα λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν καί βιῶ ταῦτα ἐνισχυόμενος ὑπό Σοῦ.
Δός μοι καιρόν μετανοίας, λογισμοῦ ἐπιστροφήν, ἐλευθέρωσόν με ἐξ αἰφνιδίου θανάτου καί ἀπάλλαξόν με κατακεκριμένον ὑπό τῆς συνειδήσεως. Καί τελευταῖον ἐλθέ κοντά μου κατά τόν χωρισμόν τῆς ψυχῆς μου ἀπό τοῦ ἀθλίου μου σώματος, ἵνα ἐλαφρύνης τήν ἀφόρητον αὐτήν βίαν, ἀνακουφίσῃς τόν ἀνέκφραστον πόνον, παρηγορήσῃς τήν ἀπαραμύθητον στενοχωρίαν. Ἵνα τῆς σκοτεινῆς μορφῆς τῶν δαιμόνων λυτρώσῃς, παραμερίζουσα τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους καί σχίζουσα τά χειρόγραφα τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν. Καί ἵνα μέ οἰκειώσῃς μέ τόν Θεόν καί μέ καταξιώσῃς τῆς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ παραστάσεως ἐν τῷ φοβερῷ Κριτηρίῳ καί νά μέ κάμῃς κληρονόμον τῶν αἰωνίων καί ἀδιαφθόρων ἀγαθῶν.
Ταύτην τήν ἐξομολόγησιν Σοῦ κάμνω Δεσποινά μου Θεοτόκε, τό φῶς τῶν ἐσκοτισμένων μου ὀφθαλμῶν καί παραμυθία τῆς ζωῆς μου, ἡ μετά Θεόν ἐλπίς καί προστασία μου, τήν ὁποίαν δέξου εὐμενῶς καί καθάρισόν με ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος καί ἀξίωσόν με εἰς τήν παροῦσαν ζωήν ἀκατακρίτως νά μετέχω τοῦ Παναγίου καί ἀχράντου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ. Εἰς δέ τήν μέλλουσαν, τῆς γλυκυτάτης οὐράνιας τροφῆς τοῦ Παραδείσου, ἔνθα εἶναι ἡ κατοικία πάντων τῶν εὐφραινομένων. Τούτων δέ τῶν ἀγαθῶν τυχών ὁ ἄθλιος, δοξάζω εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομα τοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ τοῦ δεχομένου πάντας τούς μετανοοῦντας ἐξ ὅλης ψυχῆς διά Σέ τήν γενομένην μεσίτριαν καί ἐγγυήτριαν πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι διά Σοῦ Πανύμνητε καί Ὑπεράγαθε Δέσποινα περισώζεται ὁλόκληρος ἡ ἀνθρωπίνη φύσις αἰνοῦσα καί εὐλογοῦσα Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, τήν Παναγίαν Τριάδα.

Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον



Τὸ Πνεῦμα τό Ἅγιον ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει. Παρακάλεσέ Το νὰ ἐπιφοιτήοει πάνω σου, γιὰ νὰ βρίσκεσαι πάντοτε ἐντός τῆς Χάριτός Του.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ζωὴ ὅλων τῶν ὄντων, Πνεῦμα ζωοποιόν. Παρακάλεσέ Το νὰ ζωοποιήσει τὴν ψυχή σου γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι πῦρ. Παρακάλεσέ Το νὰ ἀποτεφρώσει ὅλο τὸ κακὸ ἐντός σου καὶ νὰ ἀνάψει μέσα σου τὸν λύχνο τῆς καρδιᾶς σου γιὰ πάντα, ὥστε νὰ μὴ τὴν καταλάβει κανένα σκότος.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι φῶς. Παρακάλεσέ Το νὰ σὲ φωτίσει, γιὰ νὰ λάμψεις ὡς ἀστὴρ στὸ πνευματικὸ στερέωμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι Θεός. Παρακάλεσέ Το νὰ σὲ ἁγιάσει καὶ νὰ σὲ καταστήσει μέτοχον Αὐτοῦ εἰς τοὺς αἰώνας.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι τὸ πᾶν. Παρακάλεσέ Το ὡς «θησαυρὸ τῶν ἀγαθῶν» νὰ ἐκχυθεῖ στὴν καρδιά σου καὶ νὰ τὴν πληρώσει μὲ τὴν ἀτελεύτητη χαρά, γιὰ νὰ εἶσαι πλούσιος εἰς τοὺς αἰώνας.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι Πνεῦμα ἀθάνατον. Παρακάλεσέ Το νὰ γίνεις καὶ σὺ πνεῦμα, διότι εἶναι ἀδύνατον στὴν σάρκα καὶ τὸ αἷμα νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνιο ζωή. Πρέπει καὶ αὐτὰ μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἀπὸ αὐτὴν ἀκόμη τὴν ζωὴ νὰ γίνουν πνευματικά. Λέγε στὴν καρδιά σου:...

«Καρδιά μου, τί κάνεις ἐδῶ στὴν γῆ; Γιατί βασανίζεσαι καὶ δὲν θέλεις νὰ ὑψωθεῖς πάνω ἀπὸ τὴν σκόνη; Γιατί λυπᾶσαι γιὰ τὶς γήινες δυσκολίες καὶ ἀτυχίες; Διότι ἐδῶ στὴν γῆ τίποτε δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν δικαιοσύνη Του, ἐνῶ ἐσύ πρέπει νὰ ἀνήκεις στὸν οὐρανό».

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σὲ καλεῖ στὸν οὐρανό. Ὤ, γρηγόρησον, γρηγόρησον, γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖς στὴν κλήση Του!

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι Παράκλητος. Πρόσελθε νοερῶς καὶ ἐπίπεσε ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ κλάψε ἔμπροσθέν Του. Ἀνάγγειλέ Του τὶς θλίψεις σου καὶ τὶς λῦπες σου. Παρακάλεσέ Τον καὶ μὴ ντραπεῖς γιὰ τὶς ἀδυναμίες σου, διότι Αὐτὸς εἶναι Πατέρας σου καὶ δὲν θὰ σὲ αἰσχυνθεῖ οὔτε θὰ σὲ ἀποστραφεῖ. Ἀντιθέτως, Αὐτὸς εἶναι ἀγαθὸς (Ματθ. ιθ’, 17). Αὐτὸς ὅλα θὰ τὰ κατανοήσει, θὰ σὲ παρηγορήσει μὲ θεϊκὴ παρηγοριὰ ἀπεριόριστη καὶ ἀνεξάντλητη καὶ θὰ ἐξαλείψει κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ μάτια σου (Ἀποκ. ζ΄, 17).

Βλέπε τὸν ἐπίγειο Ναὸ πῶς εἶναι διακοσμημένος μὲ πολλὰ ἄνθη καὶ ἐνθυμοῦ ὅτι τὸ Πνεῦματὸ Ἅγιον ἔχει τὴν δύναμι νὰ σὲ πλημμυρίσει μὲ εὐωδία ζωῆς, ἡ ὁποία δὲν θὰ μαραθεῖ εἰς τοὺς αἰώνας.

Ὢ Πνεῦμα Ἅγιον, δῶσε νὰ σὲ διακονοῦμε ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, καὶ «ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν». Δὲν νοσταλγεῖ τόσο ἡ ἔρημος γιὰ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς, ὅσο νοσταλγεῖ ἡ καρδιὰ μας περιμένοντας τὸν ἐρχομό Σου. Ἐλθέ πρὸς ἡμᾶς, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἡ χαρὰ ἡμῶν, τὸ πᾶν ἡμῶν.

Σὺ εἶσαι ὁ Αἰώνιος Θεὸς καὶ ἐν τῇ ἀγάπῃ Σου θὰ παραμείνουμε εἰς τοὺς αἰώνας, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἕνα ὄνειρο καὶ ἕνα ποτάμι ποὺ ρέει δίπλα μας.

Ὁσίου Παρθενίου τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου

Ἱ.Μ.Προδρόμου Καρέα
www.orthodoxia-ellhnismos.gr

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΙΣ ΤΟ ΠΑΝΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ (ΟΣΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ)

Δέχου Δέσποτα, Πανάγαθε Παράκλητε, μοναδική Ἁγία καί προσκυνουμένη καί ὁμοούσιος καί ἀδιαίρετος Τριάς, τήν πενιχράν ταύτην παράκλησιν, ἥν ηὐδόκησας προσφέρειν Σοί, ἄνθρωπος ἁμαρτωλός καί κατακεκριμένος καί συγχώρησόν μοι τά παραπτώματα, τά ἑκούσια καί τά ἀκούσια.

Ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με καί ἐκ τῶν πρός ἐμέ ἀλλοτρίων, ἐλέησον τόν δοῦλον Σου. Εὐδόκησον ἐπ’ ἐμοί τῷ ἁμαρτωλῷ καί ἐλεεινῷ καί τήν ἀδύναμον ψυχήν μου ἐπίσκεψον διά τῆς Σῆς χάριτος καί θεράπευσον τήν συντριβήν αὐτῆς.

Ἐλέησόν με Δέσποτα, Παράκλητε Θεέ, ἐλέησόν με· ἁγίασόν μου τήν ψυχήν καί τό σῶμα· φώτισόν μου τόν νοῦν καί τήν διάνοιαν· κάθαρον τό ἐμόν συνειδός ἀπό πάσης ἀκαθαρσίας, ἀπό λογισμῶν ῥυπαρῶν, ἀπό προφάσεων πονηρῶν, ἀπό νοήσεων Σε ὑβριζόντων, ἀπό πάσης ὑπερηφανείας καί οἰήσεως καί ἐπάρσεως, ἀλαζονείας τε καί θράσους καί ὑπεροψίας, σατανικῆς ταλαντεύσεως, φαρισαϊκῆς ὑποκρισίας καί ἀπό πάσης ἀχρείας καί πονηρᾶς συνηθείας. Ἀπό πάντων τούτων ἀπάλλαξόν με ἐντελῶς, Δέσποτα Κύριε, διά τῆς χάριτος τοῦ δεδοξασμένου Σου ὀνόματος.

Δώρισαί μοι μετάνοιαν ἀληθή, καρδίας συντριβήν, ταπείνωσιν, πραότητά τε καί ἡσυχίαν· πᾶσαν εὐσέβειαν χριστιανικήν, κατανόησίν τε και τέχνην πνευματικήν καί πᾶσαν σύνεσιν, ἐν εὐχαριστίᾳ καί ὑπομονῇ τελουμένην.

Ὦ Θεέ, διά τῆς χάριτος τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός Σου, εἰσάκουσόν μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ δεομένου Σου καί ἀξίωσόν με τόν ὑπόλοιπον τῆς ἀθλίας ζωῆς μου χρόνον, ἐν μετανοίᾳ γνησίᾳ διελθεῖν, μετά πάσης ταπεινώσεως, ἁγνότητος καί πνευματικῆς ἐγκρατείας.

Διατήρησόν με, Δέσποτα, ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ὁμολογίᾳ τῆς πρός Σέ Πίστεως, ἵν’ ἀξιωθῶ ἐν πάσαις ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς μου ὑμνεῖν Σε, εὐλογεῖν Σε και δοξάζειν Σε λέγων:

Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ Πατήρ ὁ Ἄναρχος· Ἅγιος Ἰσχυρός, ὁ Υἱός Αὐτοῦ ὁ Συνάναρχος· Ἅγιος Ἀθάνατος, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον· Τριάς Ἁγία δόξα Σοι.

Δόξα Σοι Ἁγία Τριάς ὁμουσία, ζωοποιέ καί ἀδιαίρετε· πάντων ἔνεκα δόξα Σοι.

Δόξα Σοι, Θεοτόκε, τῶν πιστῶν τό καταφύγιον, ἡ ἀπελευθέρωσις τῶν ἐν φυλακαῖς καί τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἡ θεία παρηγορία. Τήν παναθλίαν ψυχήν μου, Θεοχαρίτωτε, τετρωμένην ὑπό τῶν βελῶν τοῦ πολεμήτορος, τῇ παντοδυνάμῳ μεσιτείᾳ Σου ἀνατίθημι· φύλαττε αὐτήν ἀλώβητον καί σκέπε καί σῶζε ἀπό τῶν μηχανῶν τοῦ ἀλάστορος, ἵνα κράζω Σοι· Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε. Ἀμήν.


Μετάφραση

Δέξου Δέσποτα, πανάγαθε Παράκλητε, μοναδική Αγία και Προσκυνούμενη και Ομοούσια και Αδιαίρετη Τριάς, την πτωχή αυτή παράκληση, που ευδόκησες να Σου φέρει, άνθρωπος αμαρτωλός και κατακριμένος και συγχώρεσε τα παραπτώματά μου, εκούσια και ακούσια. Εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με, και από τα ξένα ελέησε το δούλο Σου. Ευδόκησε εις εμέ τον αμαρτωλό και ελεεινό και την αδύναμη ψυχή μου επίσκεψε δια της χάριτός σου, και θεράπευσε την συντριβή της. Ελέησόν με, Δέσποτα, Παράκλητε. Θεέ, ελέησόν με, αγίασε την ψυχή και το σώμα μου, φώτισε τον νου και την διάνοιά μου, καθάρισε τη συνείδησή μου από κάθε ακαθαρσία, ακάθαρτους λογισμούς, προφάσεις πονηρές και νοήσεις υβριστικές και από κάθε εκθειασμό, υπερηφάνεια και έπαρση, αλαζονεία, θράσος και σατανική ταλάντευση, από κάθε φαρισαϊκή υποκρισία και υπεροψία και από κάθε αχρεία και πονηρή συνήθεια απάλλαξέ με τελείως, για χάρη της δόξας του ονόματός Σου. Και δώρισέ μου ειλικρινή μετάνοια, συντριβή της καρδίας μου και ταπείνωση, πραότητα και ησυχία, και κάθε χριστιανική ευλάβεια, κατανόηση και πνευματική τέχνη, με κάθε σύνεση, ευχαριστία και υπομονή τελουμένη. Ώ Θεέ, για χάρη της δόξας του ονόματός Σου άκουσέ με τον αμαρτωλό που προσεύχομαι σε Σένα και αξίωσέ με, στον υπόλοιπο χρόνο της αθλίας μου ζωής να μετανοώ ειλικρινά για τις ανομίες μου, με πάσα ταπείνωση, αγνότητα και πραγματική εγκράτεια, εγκαταλείποντας κάθε αμφιβολία, διπροσωπία, και αναισθησία. Και διατήρησέ με, Δέσποτα, σε κάθε ευσεβή και ορθόδοξη ομολογία της χριστιανικής πίστης για να αξιωθώ, σ’ όλες τις ημέρες της ζωής μου, χωρίς αμφιβολία, να Σε υμνώ, να Σε ευλογώ, να Σε δοξολογώ και να λέω:
«Άγιος ο Θεός, ο Πατήρ ο άναρχος. Άγιος Ισχυρός, ο Υιός Αυτού ο συνάναρχος. Άγιος Αθάνατος, Άγιο το Πνεύμα, το εκ του Πατρός εκπορευόμενο, που εντός του Υιού κατοικεί και ησυχάζει. Παναγία Τριάς δόξα Σοι. Δόξα Σοι Αγία Τριάς ομοούσια, ζωοποιέ και αδιαίρετε, για χάρη των όλων δόξα Σοι».
Δόξα Σοι, Θεοτόκε, των πιστών το καταφύγιο, η απελευθέρωση των φυλακισμένων, και της ψυχής μου Θεία παρηγορία. Την παναθλία ψυχή μου, Θεοχαρίτωτε, πληγωμένη από τα βέλη του πολεμιστή, στην πανίσχυρη μεσολάβησή σου αναθέτω, φύλαττε, σκέπαζε και σώζε την από τα δαιμονικά τεχνάσματα, αλώβητη, ώστε να φωνάζω σε Σένα: «Χαίρε Νύμφη ανύμφευτε».

ΚΑΝΩΝ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΘΕΙΟΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝΟΝ ΠΑΝΑΓΙΟΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑ. (ΟΣΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΓΡΑΙΚΟΥ)

ΥΜΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΛΟΓΗ

Ὠδή α’. Ἦχος δ’. Ὁ Εἱρμός.

Θείῳ καλυφθείς* ὁ βραδύγλωσσος γνόφῳ,* ἐρρητόρευσε* τόν θεόγραφον νόμον·* ἰλύν γάρ ἐκτινάξας ὄμματος νόου,* ὁρᾷ τόν ὄντα καί μυεῖται Πνεύματος γνῶσιν,* γεραίρων ἐνθέοις τοῖς ᾄσμασιν.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Ὁ μάννᾳ Ἰσραήλ* ἐν ἐρήμῳ τῷ πάλαι* θρέψας, ὁ Αὐτός* τήν ψυχήν μου πεινῶσαν,* πλήρωσον, Δέσποτα, Πνεύματος θείου,* ἵνα εὐαρέστως Σοί πάντοτε θεραπεύω,* πίστει γνησίᾳ καί δόξῃ πάντοτε.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Ἐγώ μέν, Ἀγαθή,* γῆ καί σποδός ἐνυπάρχων,* ἀΰλοις Σου σεπτοῖς* Λειτουργοῖς, ὕμνον ἄδω* Τρισάγιον, ὅν δέχου Τριάς Ἁγία,* ἡ μόνη ἀθάνατος, ἐς ἀεί προσκυνουμένη* καί τῷ δούλῳ Σου ἐπίβλεψον.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Νενίκημαι παθῶν* καί πνευμάτων ὀδύνης,* ἅτινα ψυχήν* τήν ἐμήν τυρρανοῦσι·* ἡ σωτηρία μου ὁ Θεός ὑπάρχεις μόνη,* Παράκλητε Ἀγαθέ, τῶν Σῶν δούλων ἡ δόξα,* εἰς Σέ, τῷ μόνῳ Θεῷ, ἐπαφίημι.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Ἐσκότισμαι δεινῶν* λογισμῶν ἀνομίας,* ὅθεν καί οἰκτρόν* πτῶμα κεῖμαι ἐν δύνῃ·* διό καθικετεύω, Ἀγαθέ, ῥυσθῆναι ἐν τάχει,* ἀσθενείας ἧς κατέχει νοός μου ἀσθενούσας φρένας,* ἵνα γαιρέρω Σε ἐνθέοις ἄσμασι.

Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.

Ἱλάσθητι, Ἀγαθή,* Σοί βοῶ, ἰλάσθητί μοι,* τῷ παραλογισμοῦ* καί ἀπροσεξίας κειμένῳ* εἰς βάθος ἀπύθμενον, Θεοτόκε Μαρία,* καί ἀπό τῆς τούτου διώσεως λύτρωσαι Σόν ἱκέτην,*τῷ Σοί, Μῆτερ, προσπίπτοντι.

Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.

Κυρίῳ τῷ Υἱῷ* τῷ Σῷ, Ἁγνή, ἐλευθέραν* δεῖξον ἀκανθῶν* τήν ψυχήν μου, ἡ μόνη* γῆ ἀληθῶς ἁγία τε εὐλογημένη·* εὔφορον γῆν δέ ἀνάδειξον Σῇ μεσιτείᾳ,* Ζωήν τῶν ἁπάντων ἡ γεννήσσασα.

Ὠδή γ’. Ὁ Εἱρμός.

Ἔῤῥηξε γαστρός ἠτεκνωμένης πέδας,* ὕβριν τε δυσκάθεκτον εὐτεκνουμένης,* μόνη προσευχή τῆς Προφήτιδος πάλαι* Ἄννης, φερούσης πνεῦμα συντετριμμένον,* πρός τόν Δυνάστην καί Θεόν τῶν γνώσεων.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Τριάδος γνῶσις ἡμῖν ἐνυπάρχει,* ἀναγέννησις τοῦ κατ’ εἰκόνα* καί ὁμοίωσις πλάσματος τοῦ κτισθέντος,* ὅ τῇ σαρκώσει ὁ Λόγος ἔδειξεν κατοικίαν* χάριτος θείας* τοῦ ζωοδόχου Πνεύματος.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Ἡσυχίᾳ ψυχῆς καί λογισμοῖς εὐλαβείας,* καταστόλισον τόν νοῦν μου,* τοῖς Σοῖς ἐνθέοις δωρήμασι, Παντελεήμων,* ἵνα ἐπαξίως ὑμνῶ Σε καί δοξάζω,* ἁγιοπρεπῶς* ὡς ἁρμόζει Σοι τῷ Παρακλήτῳ.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Γέμων τῶν τῆς σαρκός παθῶν τῶν βεβηλούντων* ψυχήν ἐμήν, διάλυσιν αἰτοῦμαι* καί ἐξαφάνισιν, πάντων ἅ μολύνουσί με,* ἱκετεύω Σε καί ὑπερηφανείας ἄμοιρον δεῖξον με,* Σέ τόν Δεσπότην* καί Θεόν τόν κρίνοντα.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Ῥῦσαι τοῖς σεπτοῖς ἠνίοις Σου καί θείοις,* ὁρμήματα ψυχῆς, χαλινῷ δέ Σοῦ φόβου,* Σύ μέ συγκράτησον, ἵνα μετ’ εὐλαβείας* καί διανοίας καθαρᾶς ὕμνους Σοί προσάγω,* τῷ εὐεργέτῃ,* θεῖε Παράκλητε.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Αὐγασθῆναι τῆς ψυχῆς τά ὄμματα αἰτοῦμαι,* ἅτινα διέφθειρα Σοῦ μακρυνθέντος,* ἐν ἀνομίαις· πλήν Σύ φώτισόν με,* Ἥλιε ὁλόφωτε δόξης τῆς θείας,* πίστει δεομένου Σοῦ,* θεῖε Παράκλητε.

Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.

Ψυχήν ὄζουσαν, Δέσποινα Μῆτερ,* πάθεσι μιαροῖς νενεκρωμένην,* ὡς τροφός τῆς Ζωῆς τῆς οὐρανίου φανεῖσα,* πρόφθασον, ἐλέησον Σῇ ἐπισκέψει,* ζωοποιοῦσα* τῇ Σῇ πλουσίᾳ χάριτι.

Ὠδή θ’. Ὁ Εἱρμός.

Χαίροις Ἄνασσα, μητροπάρθενον κλέος·* ἅπαν γάρ εὐδίνητον εὔλαλον στόμα,* ῥητρεῦον, οὐ σθένει Σε μέλπειν ἀξίως·* ἰλιγγιᾷ δέ νοῦς ἅπας Σου τόν τόκον νοεῖν·* ὅθεν Σε συμφώνως δοξάζομεν.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Σῶτερ σῶσον με,* ἡ ἐλπίς τῆς ψυχῆς μου,* μή στερήσῃς με* τῆς χαρᾶς Σου τῆς θείας,* ὅτι φῶς ἡμῶν* πέλεις τε καί προστάτης,* εὐχαῖς ταῖς σεπταῖς* τῆς Πανάγνου Μητρός Σου,* ὅπως Σέ συμφώνως δοξάζομεν.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἀνυμνῶ σεπταῖς* οὐρανίαις Δυνάμεσι* ὁμοῦ ὁ δοῦλος Σου,* ὁ σποδός ἐνυπάρχων,* φόβῳ κείμενος* τῶν πάντων ὑποκάτω,* Σέ προσκυνῶν* καί ἐν ἀγάπῃ κραυγάζων,* Κύριε Θεέ,* Τριάς Ἁγία δόξα Σοι.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Ἱκετεύω Σε,* προσκυνῶν καί δοξάζων* κράτος Σου ἀπόρθητον,* δόξαν Σου θείαν·* σῶσον με* τῆς καταδίκης Θεέ μου,* μυρίαις κολάσεσι ἄξιον ὄντα· Σεπτέ,* ὅπως Σέ συμφώνως δοξάζομεν.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Ἀγαθότητα* ἠθῶν καί τοῦ Σοῦ νόμου* διδαχήν καί νόησιν* θείων Σου δογμάτων,* δίδαξον, Παράκλητε,* ὅπως θεαρέστως* ὑμνῶ Σέ τόν Θεόν,* τόν ἕνα τῆς Τριάδος·* Ἥν συμφώνως δοξάζομεν.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Ἰδεῖν ἀξίωσον* Σῶν δικαίων τήν δόξαν,* καί εὐαρεστησάντων Σοι* ἐν οὐρανοῖς ἑορτήν·* ὑμνεῖν Σε μετ’αὐτῶν* δώρησαι, θεῖε* Πανάγιε Παράκλητε,* δοῦλος ὁ Σός ἐκζητεῖ·* ὅπως Σε συμφώνως δοξάζομεν.

Ἁγία Τριάς, ὁ Θεός, σῶσον ἡμᾶς.

Ὠράϊσον ψυχῆς* τῆς ἐμῆς τήν κακίαν,* φόβον ἀποδίωξον* ἀπό αὐτῆς τοῦ κακοῦ,* ἀδυναμίαν δ’ἐξάλειψον* καί τῷ στεφάνῳ* τῶν ἀρετῶν, Παράκλητε,* κατακόσμησον·* ὅπως Σέ συμφώνως δοξάζομεν.

Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς.

Νίκην δώρησαι,* θεραπεύουσα ἅμα,* τήν φθαρεῖσαν πάθεσι* καί παναθλίαν ψυχήν,* Παναμώτητε* Παρθένε, τοῦ Σοῦ δούλου,* εὐχαῖς ταῖς ἁγίαις Σου,*βοῶντι Σοί τῇ Μητρί·* ὅπως Σέ συμφώνως δοξάζομεν.

https://missionanatolis.wordpress.com

Δέσποινα, ὑπεραγία Θεοτόκε

Δέσποινα, ὑπεραγία μου Θεοτόκε, κεχαριτωμένη Θεογεννήτρια, ὑπερευλογημένη θεοχαρίτωτε Θεομῆτορ, δοχεῖον τῆς ἀστέκτου Θεότητος τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ ἀθανάτου καὶ ἀοράτου Πατρός, θρόνε πυρίμορφε, τῶν τετραμόρφων ὑπερενδοξοτέρα, πάναγνε, πανάχραντε, πανάσπιλε, παναμόλυντε, παναμώμητε, πανύμνητε, πανάφθορε, παμμακάριστε, πανακήρατε, πάνσεπτε, πάντιμε, παντευλόγητε, παντομνημόνευτε, παμπόθητε, παρθένε τῇ ψυχῇ καὶ τῷ σώματι καὶ τῷ νοΐ, καθέδρα Βασιλέως τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ, κλίμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς οἱ ἐπὶ γῆς εἰς οὐρανοὺς ἀνατρέχομεν, νύμφη Θεοῦ, δι’ ἧς αὐτῷ κατηλλάγημεν·

Ἀκατανόητον θαῦμα, ἀνερμήνευτον ἄκουσμα, μυστηρίου θείου ἀποκεκρυμμένου φανέρωσις, ἀκαταμάχητος προστασία, ἀντίληψις κραταιά, ζωοδόχε πηγή, πέλαγος ἀνεξάντλητον τῶν θείων καὶ ἀπορρήτων χαρισμάτων καὶ δωρεῶν, ὕψος τῶν ἐπουρανίων καὶ ἀσωμάτων Δυνάμεων καὶ τῶν Σεραφεὶμ ὑψηλοτέρα, βάθος τῶν ἀποκρύφων νοημάτων τὸ ἀνεξερεύνητον, ἡ κοινὴ φιλοτιμία τῆς φύσεως, ἁπάντων τῶν καλῶν χορηγία, ἡ μετὰ τὴν Τριάδα πάντων τῶν ποιημάτων Δέσποινα, ἡ μετὰ τὸν Παράκλητον ἄλλος Παράκλητος, καὶ μετὰ τὸν μεσίτην Χριστὸν μεσίτρια τοῦ κόσμου παντός, τὸ ὄχημα ἡλίου τοῦ νοητοῦ, τὸ δοχεῖον τοῦ φωτὸς τοῦ ἀληθινοῦ τοῦ φωτίζοντος πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, ἡ φέρουσα ἐν ἀγκάλαις τὸν τῷ ῥήματι τὰ πάντα φέροντα·

Τὸ ἄσπιλον ἔνδυμα τοῦ ἀναβαλλομένου φῶς ὡς ἱμάτιον, ἡ γέφυρα κόσμου παντὸς πρὸς τὸν ὑπερκόσμιον οὐρανὸν ἡμᾶς ἀνάγουσα, ὑπερτέρα τῶν Χερουβείμ, ἀσυγκρίτως ὑπερενδοξοτέρα τῶν Σεραφείμ, καὶ τιμιωτέρα πάσης τῆς κτίσεως· Ἀγγέλων ἀγλάϊσμα, ἀνθρώπων διάσωσμα, κλεὶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἡμᾶς ἡ εἰσάγουσα, μήτηρ καὶ δούλη τοῦ ἀδύτου ἡλίου, αὐγὴ τῆς ἀληθινῆς καὶ μυστικῆς ἡμέρας, τῆς ἀνεξιχνιάστου τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας ἡ ἄβυσσος, ἡ τιμιωτέρα τῆς Ἐδέμ, ἡ τῆς ἐπαγγελίας γῆ ἁγία, τῆς χάριτος ἅρμα τὸ θεῖον καὶ πολυώνυμον, τῆς ἀληθινῆς πίστεως στερρότατον ἔρεισμα, χωρίον τοῦ ἀχωρήτου τὸ εὐρυχωρότατον, ἄμπελος ἡ ἀληθινὴ τὸν καρπὸν τῆς ζωῆς ἡ βλαστήσασα, ἐλαία κατάκαρπος τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν ἱλαρύνουσα, σκέπη τοῦ κόσμου παγκόσμιος, θύρα τοῦ ὑπὲρ νοῦν σεπτοῦ μυστηρίου, ἀκτὶς τοῦ νοητοῦ ἡλίου Χριστοῦ, τριαδικῶν χαρίτων πλήρωμα, ὡς τὰ δευτερεῖα τῆς Θεότητος φέρουσα, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς τῶν πιστῶν καταλάμπουσα, τῶν ἁμαρτωλῶν ἡ καταλλαγή, τῶν ἑστώτων ἡ ἀσφάλεια, τῶν πιπτόντων ἡ ἀνάκλησις, τῶν ῥᾳθυμούντων ἡ διέγερσις, τῶν εὐεκτούντων ἡ ἰσχύς, τῶν Ἐκκλησιῶν ἡ ὁμόνοια, τῶν στρατοπέδων ἡ εὐτυχία, τῶν καλῶν ἁπάντων ἡ χορηγία, ἡ εὐνομία τῶν πόλεων, ἡ τῆς οἰκουμένης εἰρήνη, ἡ καρτερία τῶν ἀσκητῶν, ἡ ἀνδρεία τῶν ἀθλητῶν·

Θησαυρὲ ζωῆς ἀκηράτου, νεφέλη φέρουσα τὴν οὐράνιον δρόσον τοῖς ἐπὶ γῆς, λαμπὰς τοῦ ἀπροσίτου φωτός, κλίμαξ ἡ μετάρσιος, δι’ ἧς οἱ ἐπουράνιοι Ἄγγελοι πρὸς ἡμᾶς κατεφοίτησαν, τῶν χειμαζομένων λιμήν, τῶν θλιβομένων χαρά, τῶν ἀδικουμένων προστάτις, τῶν πενθούντων παράκλησις, τῶν ἀβοηθήτων ἡ βοήθεια, τῶν ἀσθενούντων ἡ ῥῶσις, τῶν καταπονουμένων ἡ ἀντίληψις, τῶν τυφλῶν βακτηρία, τῶν πεπλανημένων σωτήριος ὁδηγός, τῶν ἐν ἀνάγκαις ἐπίκουρος ἀσφαλής.

Κιβωτὲ ἁγία, δι’ ἧς τοῦ τῆς ἁμαρτίας κατακλυσμοῦ διεσώθημεν· βάτε ἀκατάφλεκτε, ἣν εἶδε Μωυσῆς ὁ θεόπτης· θυμιατήριον χρυσοῦν, ἐν ᾧ ὁ Λόγος τὴν σάρκα ἀνάψας, τὴν οἰκουμένην εὐωδίας ἐπλήρωσε, καὶ τὰ τῆς παρακοῆς κατεκαύθη ἐγκλήματα· θεόγραφε πλάξ· λυχνία ἑπτάφωτε, ἧς τὸ φέγγος τὰς ἡλιακὰς λαμπηδόνας ὑπερηκόντισε· σκηνὴ ἁγία, ἣν ὁ πνευματικὸς Βεσελεήλ, ὁ Χριστός, ἐτεκτήνατο διὰ τῶν ἀρετῶν πανσόφως, καὶ οἰκητήριον αὐτοῦ ἀπειργάσατο· τὸ βασιλικὸν ὄχημα, στάμνε μανναδόχε, κῆπε κεκλεισμένε· πηγὴ ἐσφραγισμένη, ἧς τὰ καθαρὰ νάματα τὴν οἰκουμένην ἀρδεύουσι· ῥάβδος ἁγιόβλαστε τοῦ Ἀαρών· πόκε δροσοφόρε τοῦ Γεδεών· τόμος ὁ θεόγραφος, δι’ οὗ τὸ τοῦ Ἀδὰμ ἐσχίσθη χειρόγραφον· ὄρος τοῦ Θεοῦ· ὄρος τὸ ἅγιον, ὃ ὁ Κύριος εὐδόκησε κατοικεῖν ἐν αὐτῷ· ῥίζα ἁγία τοῦ Ἰεσσαί· πόλις τοῦ Θεοῦ, περὶ ἧς δεδοξασμένα λελάληνται, ὡς φάσκει Δαυΐδ.

Τῆς λύπης ἡ λύσις, τῆς αἰχμαλωσίας ἡ λύτρωσις, τῶν θνητῶν ἡ θέωσις, ἡ ὡραία τῇ φύσει καὶ μώμου παντὸς ἀνεπίδεκτος· ἡ ἀπὸ λιβάνου τῆς παρθενίας ἀνοῦσα καὶ τὸν κόσμον μυρίζουσα· ἐξ ἧς ὁ γλυκασμὸς ἀπορρέων τὴν παλαιὰν τοῦ ξύλου πικρίαν ἐγλύκανεν· ἡ τὴν οὐσίαν ὅλην φρικτῶς χωρήσασα τῆς Θεότητος· τιμῆς ἁπάσης ὑπέρτερον δώρημα, καὶ κάλλους παντὸς ὑπέρτιμον ἐγκαλλώπισμα· Σολομῶντος ἡ κλίνη, ᾗ παρίστανται κύκλῳ οἱ ἑξήκοντα δυνατοί, αἱ ῥήσεις δηλαδὴ τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς· φωτοδόχον χωρίον, ἐξ οὗ σωτηρίας ἀκτῖνες τῇ οἰκουμένῃ ἐπέλαμψαν· τὸ μεγαλεῖον τῆς φρικτῆς οἰκονομίας· τὸ περικαλλὲς τῆς θείας συγκαταβάσεως ἐνδιαίτημα· τὸ τοῦ κόσμου διαλλακτήριον· τὸ ἡμέτερον ἱλαστήριον καὶ προσφύγιον· τὸ πάντων τῶν καλῶν εὐκταιότατον δώρημα.

Φλογοφόρε λαβίς, ἣν ὁ μέγας ἐν Προφήταις Ἠσαΐας ἑώρακεν· ὄρος ἀρεταῖς κατάσκιον, ὃ προεῖδεν Ἀββακούμ· ὄρος ἀλατόμητον τοῦ Δανιήλ· πύλη ἡ κατὰ ἀνατολὰς βλέπουσα τοῦ Ἰεζεκιήλ· παράδεισε ἐν Ἐδὲμ ἁγιώτατε· ξύλον τὸ ζωηφόρον τὸν ὡραιότατον καὶ ἡδύτατον καρπὸν φέρον· μῆλον εὔοσμον, ῥόδον ἡδύπνοον, ἄνθος ἀμάραντον, κρίνον λευκότατον, ἐσφραγισμένον βιβλίον, ὃ οὐδεὶς ἀναγνῶναι δύναται· παρθενίας ὁ τύπος ὁ ἄγραφος, ὅρασις τῶν Προφητῶν ἡ τιμία, ἡ θεοποίκιλτος στολή, ἡ θεοΰφαντος πορφύρα· τὸ πάσης προφητείας ἐκφανέστατον πλήρωμα, στόμα ἀσίγητον τῶν Ἀποστόλων, θάρσος ἀνίκητον τῶν ἀθλοφόρων, βασιλέων στήριγμα, ἱερέων καύχημα, πταιόντων συγχώρησις, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις, ἀνάστασις τῶν πεπτωκότων, ἀνάπλασις τῆς ἐμῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος κοσμοπόθητε.

Σωτηρία μου, παρηγορία μου, ἐμὴ ζωή, ἐμὸν φῶς, ἐμὴ ἐλπίς, ἀναψυχή μου, θυμηδία μου, καταφυγή μου, σκέπη, ῥῶσις τῆς ἐμῆς ψυχῆς, εὐφροσύνη, ἡδύτης, τεῖχος, προσφύγιον, ὀχύρωμα, ὅπλον, ἀντίληψις, δόξα, πνοή μου, προστάτις, μεσῖτις, γαλήνη, ἐπίσκεψις, καύχημα, εἰρήνη, ἰσχύς, βάδισμα, ὕμνησις, τροφή, στολή, χαρά, εὐλογία, ἄγκυρα, εὐπορία, δρόσος, σεμνοπρέπεια, ἁγιωσύνη, μεγαλωσύνη, λύτρωσις· τῶν λυπηρῶν μου παράκλησις, βοηθὸς τῆς ἐμῆς ἀπορίας, φωτισμὸς καὶ ἁγιασμὸς τῆς ψυχῆς μου, τῶν ἁμαρτιῶν μου ἡ ἀπολύτρωσις, τὸ ἐμὸν ἐκ Θεοῦ ψυχαγώγημα, τῆς ξηρανθείσης μου καρδίας ἡ θεόρρυτος ῥανίς, τῆς ζοφερᾶς μου ψυχῆς ἡ τηλαυγεστάτη λαμπάς, τῆς γυμνότητός μου ἡ ἀμφίασις, τῶν στεναγμῶν μου ἡ κατάπαυσις, τῶν συμφορῶν μου ἡ μεταποίησις· ἐγκράτεια, ἁγνεία, ἀνδρεία, σωφροσύνη, τῶν ἀρετῶν ὁ κόσμος, ἐλευθερία μου, λιμήν, θησαυρός, ἐμπόρευμα τὸ ὄντως αἰώνιον, ἐπίκυρος μετάνοια, ὕψωμα, εὐεξία, κάλλος, ἰσχύς, εὐβουλία, σύνεσις, ἀγαλλίαμα, λαμπρότης μου.

Κυρία μου, καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου ἀκοίμητος προστασία καὶ ἀκαταίσχυντος. Ἴδε τὴν πίστιν μου, καὶ τὸν πόθον τὸν ἔνθεόν μου, καὶ ὡς ἔχουσα τὸ συμπαθὲς καὶ τὸ δύνασθαι, οἷα δὴ Θεοῦ Μήτηρ, τοῦ μόνου ἀγαθοῦ καὶ ἐλεήμονος, δέξαι τὴν παναθλίαν μου ψυχὴν καὶ ἀξίωσον αὐτήν, διὰ τῆς σῆς μεσιτείας καὶ ἀντιλήψεως, τῆς δεξιᾶς μερίδος τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ καὶ τῆς καταπαύσεως τῶν ἐκλεκτῶν καὶ ἁγίων αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔχω πλήν σου βοηθόν, οὐδὲ ἀντίληψιν. Εἰς σὲ ἐλπίζων, μὴ ἀστοχήσω. Εἰς σὲ καυχῶμαι· μὴ διὰ τὰς πολλάς μου ἁμαρτίας καὶ ἀνομίας ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου δούλου σου· ἔχεις γὰρ τὸ θέλειν καὶ δύνασθαι, ὡς τὸν ἕνα τῆς Τριάδος ἀρρήτως γεννήσασα. Ἔχεις οἷς πείσεις, οἷς δυσωπήσεις· τὰς χεῖρας, αἷς αὐτὸν ἀρρήτως ἐβάστασας, τοὺς μαστούς, οἷς ἐθήλασας· τῶν σπαργάνων ἀνάμνησον· τῆς ἄλλης ἐκ βρέφους ἀναγωγῆς. Τοῖς σοῖς τὰ ἐκείνου σύμμιξον· τὸν σταυρόν, τὸ αἷμα, τὰ τραύματα, δι’ ὧν σεσώσμεθα, δι’ ὧν δεδοξάσμεθα.

Μὴ δὴ μακρύνῃς ἀπ’ ἐμοῦ τὴν σὴν προστασίαν, ἀλλ’ ἐπικούρει, καὶ σκέπε, καὶ περίσῳζε διὰ παντός· τέρπεται γὰρ ταῖς αἰτήσεσί σου ὁ μονογενής σου Υἱός· ὑπόχρεων ἔχεις αὐτὸν εἰπόντα· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· καὶ πολλῷ μᾶλλον αὐτὸς ἐν δούλοις ἐξετάζεσθαι ἑλόμενος, φυλάξει τὴν χάριν, κατὰ τὸ ἴδιον δόγμα, σοὶ τῇ διακονησαμένῃ τούτῳ τὴν ἀπόρρητον γέννησιν. Ὅθεν καὶ χαίρει ταῖς παρακλήσεσί σου, οἰκείαν τὴν σὴν ἡγούμενος δόξαν, καὶ χρεωστικῶς ἐκπληροῖ τὰς αἰτήσεις σου. Μόνον μὴ παρίδῃς με τὸν ἀνάξιον· μηδὲ αἱ τῶν πράξεών μου ἀτοπίαι τὸ σὸν ἀμέτρητον ἀνακόψωσιν ἔλεος.

Θεοτόκε μου, τὸ ὑπερπόθητον ὄνομα· οὐδὲν γὰρ τῆς σῆς βοηθείας ὀχυρώτατον τρόπαιον. Σὺ γὰρ ἀφεῖλες πᾶν δάκρυον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς· σὺ τὴν κτίσιν ἐνέπλησας παντοίας εὐεργεσίας. Τὰ οὐράνια εὔφρανας, τὰ ἐπίγεια ἔσωσας· τὸ πλάσμα κατήλλαξας, ἐξιλάσω τὸν Πλάστην· τοὺς Ἀγγέλους ὑπέκλινας, τοὺς ἀνθρώπους ἀνύψωσας· τὰ ἄνω τοῖς κάτω δι’ ἑαυτῆς ἐμεσίτευσας· μετεσκεύασας ἄριστα τὸ πᾶν πρὸς τὸ βέλτιον. Διὰ σοῦ τῆς ἀναστάσεως ἡμῶν ἀψευδῆ τὰ σύμβολα κατέχομεν· διὰ σοῦ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας ἐπιτυχεῖν ἐλπίζομεν.

Σὲ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ἐπίκουρον κεκτήμεθα, σὲ τῆς ἡμῶν βοηθείας ὑπέρμαχον ἔχομεν, σὲ τῆς ἡμῶν ἀπολογίας προβαλλόμεθα στόμα, σὲ τῆς ἡμῶν ἐλπίδος περιφέρομεν καύχημα, σὲ Χριστιανῶν ἡ πληθὺς ὀχυρώτατον τεῖχος κέκτηται. Σὺ τὰ τοῦ παραδείσου κλεῖθρα διήνοιξας, σὺ τὸ βαίνειν πρὸς οὐρανοὺς παρεσκεύασας, σὺ τῷ Υἱῷ σου καὶ Θεῷ ἡμᾶς προσῳκείωσας. Διὰ σοῦ πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ ἁγιωσύνη, ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ καὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, Ἀποστόλοις, Προφήταις, Μάρτυσι, δικαίοις καὶ ταπεινοῖς τῇ καρδίᾳ, μόνη Πανάχραντε, καὶ ἐγένετο καὶ γίνεται καὶ γενήσεται· καὶ ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις· κἀγὼ ἐπὶ σοὶ θαρρῶ, διὰ σοῦ τῆς κυρίως τεκούσης κατὰ σάρκα Θεὸν ἀληθινόν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἀγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου

ΕΥΧΗ ΜΥΣΤΙΚΗ : Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Συμεών εὐχή μυστική, δι᾿ ἧς ἐπικαλεῖται τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁ αὐτό προορῶν



Ἐλθέ τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλθέ ἡ αἰώνιος ζωή, ἐλθέ τό ἀποκεκρυμμένον μυστήριον, ἐλθέ ὁ ἀκατονόμαστος θησαυρός, ἐλθέ τό ἀνεκφώνητον πρᾶγμα, ἐλθέ τό ἀκατανόητον πρόσωπον, ἐλθέ ἡ ἀΐδιος ἀγαλλίασις, ἐλθέ τό ἀνέσπερον φῶς, ἐλθέ πάντων τῶν μελλόντων σωθῆναι ἡ ἀληθινή προσδοκία, ἐλθέ τῶν κειμένων ἡ ἔγερσις, ἐλθέ τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις, ἐλθέ ὁ δυνατός, ὁ πάντα ἀεί ποιῶν καί μεταποιῶν καί ἀλλοιῶν μόνῳ τῷ βούλεσθαι!

Προσευχή μετανοίας πρός τόν Κύριο, γιά νά ἄρει τήν ὀργή Του ἀπό ἐμᾶς καί τό Ἔθνος μας! Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος



Λησμονήσαμε τίς ἐντολές Σου καί πορευθήκαμε σύμφωνα μέ τή δική μας πονηρή σκέψη.
Συμπεριφερθήκαμε ἀνάξια πρός τήν κλήση μας καί πρός τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ Σου.
Περιφρονήσαμε τή θεία Σου συγκατάβαση καί τά ἅγια παθήματά Του, πού γιά χάρη μας ὑπέμεινε.
Ντροπιαστήκαμε μπροστά στόν Ἀγαπητό Σου Υἱό. Κλῆρος καί λαός ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό κοντά Σου, καί ὅλοι βρισκόμαστε μακριά ἀπό Σένα. Ὅλοι παρεκτραπήκαμε, ναί, ὅλοι, καί γίναμε ἀνάξιοι. Κανένας μας, μά οὔτε ἕνας δέν ἐφαρμόζει δικαιοσύνη καί δέν ἀποφασίζει δίκαια.
Ἀποδειχθήκαμε ἀνάξιοι τῆς εὐσπλαγχνίας Σου καί τῆς φιλανθρωπίας Σου καί τῆς στοργικῆς Σου ἀγάπης, Θεέ μας, ἐξαιταίς τῆς κακίας καί τῆς πονηρίας μας πού ἐκδηλώθηκε στά καθημερινά μας ἔργα καί στίς συνήθειές μας. Σύ εἶσαι γεμάτος ἀγάπη καί ἀγαθότητα, ἀλλά ἐμεῖς γίναμε παραβάτες τοῦ Νόμου Σου.
Σύ εἶσαι μακρόθυμος, ἀλλά ἐμεῖς ἄξιοι γιά πολλές τιμωρίες. 
Γνωρίζουμε τήν ἀγαθότητά Σου, μολονότι ἐξακολουθοῦμε νά φερόμαστε ἀσύνετα. 
Λίγο μᾶς ἔχεις τιμωρήσει σέ σύγκριση μέ τό πλῆθος τῶν ἁμαριῶν μας.
Σύ ἐμπνέεις φόβο, καί ποίος μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ στή δύναμή Σου; 
Ἐάν θελήσεις νά φανερώσεις τή δύναμή Σου, τρόμος θά καταλάβει ἀκόμη καί τά ὄρη. 
Ἀλλά καί στό μέγεθος τῆς δυνάμεώς Σου ποιός ποτέ θά ἔχει τό θάρρος νά ἀντιπαραταχθεῖ;
Ἐάν κλείσεις τόν οὐαρνό, ποιός μπορεῖ νά τόν ἀνοίξει; Καί ἄν ἀνοίξεις τούς καταρράκτες Του, ποιός θά βρεθεῖ νά τούς συγκρατήσει; 
Πολύ εὔκολο εἶναι σέ Σένα νά κάνεις σέ μιά στιγμή τόν πλούσιο ζητιάνο καί τόν φωτχό πλούσιο, νά δώσεις ζωή σ' ὅποιον δέν ἔχει καί νά ὁδηγήσεις στόν θάνατο αὐτόν πού εἶναι γεμάτος ὑγεία, νά πατάξεις μέ ἀσθένεια, ἀλλά καί νά θεραπεύσεις. Καί μόνο νά θελήσεις κάτι, αὐτό ἔχει γίνει κιόλας πράξη τελειωμένη. 

Κάνε, Κύριε, νά κοπάσει ἡ ὀργή Σου. 
Δῶσε ἄφεση, Κύριε, συγχώρησε, Κύριε. 
Μή μᾶς καταδικάσεις ὁλοκληρωτικά γιά τίς ἀνομίες μας. Εἴμαστε καί μεῖς λαός Σου καί γνήσιοι κληρονόμοι Σου. 
Γι' αὐτό τιμώρησέ μας, ἀλλά μέ ἐπιείκεια καί ἀγάπη καί ὄχι μέ τόν θυμό Σου. 
Ἀμήν. 





http://kaiomenivatos.blogspot.gr/

Προσευχή ἱεροῦ Αὐγουστίνου

Κύριε ὁ Θεός μου, σέ παρακαλῶ νά μοῦ δώσῃς τήν χάριν σου, διά νά ποθῶ μέ ὅλην τήν καρδίαν μου καί μέ τόν πόθον αὐτόν νά σέ ζητῶ καί ζητῶν νά σέ εὕρω, ἀφοῦ δέ σέ εὕρω, ἀξίωσέ με νά σέ ἀγαπήσω· καί ἀφοῦ σέ ἀγαπήσω εἰλικρινῶς, νά ἐλευθερωθῶ ἀπό ὅλα τά κακά, ὅσα ὑπάρχουν μέσα εἰς τήν ψυχήν μου. ᾿Αφοῦ δέ ἀπαλλαγῶ ἀπό αὐτά, βοήθήσε με διά νά μή γυρίσω πάλιν εἰς τά ἴδια ἁμαρτήματα.
Δῶσε εἰς τήν ψυχήν μου μετάνοιαν ἀληθινήν, Κύριε ὁ Θεός μου, καί εἰς τήν καρδίαν μου λύπην βαθεῖαν διά τάς ἁμαρτίας μου, καί εἰς τά μάτια μου ἄφθονα δάκρυα μετανοίας, καί εἰς τά χέρια μου ἐλεημοσύνας πλουσίας πρός τούς πτωχούς.
Σύ, Κύριε, ὁ βασιλεύς μου, εὐδόκησε νά σβήσῃς μέ τήν χάριν σου τάς ὀρέξεις καί ἐπιθυμίας τῆς σαρκός, πού ἐξεγείρονται καί ἀνάβουν ἐντός μου, καί ν᾿ ἀνάψῃς εἰς τήν ψυχήν μου τήν φλόγα τῆς ἀγάπης πρός σέ.
Σύ, Κύριε, ὁ ἐλευθερωτής μου, ἀποδίωξε ἀπό ἐμέ τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καί ὡς εὔσπλαγχνος εὐδόκησε νά μεταδώσῃς εἰς τήν ψυχήν μου ἀπό τόν ἄφθονον πλοῦτον τῆς ἰδικῆς σου ἀγαθωσύνης.
Σύ, ὁ Θεός, ὁ Σωτήρ μου, ἀπόστρεψε ἀπό ἐμέ τόν θυμόν τῆς δικαίας ὀργῆς σου διά τάς ἁμαρτίας μου. Δεῖξε καί εἰς ἐμέ τό ἔλεός σου καί τούς οἰκτιρμούς σου καί εὐδόκησε νά περιφράξῃς τήν ψυχήν μου μέ τήν ἀρετήν τῆς ὑπομονῆς, πού ὁμοιάζει μέ ἀσπίδα, προφυλάττει καί ἀσφαλίζει τήν ψυχήν ἀπό τάς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου.
Σύ, Κύριε, ὁ δημιουργός καί πλάστης μου, ξερρίζωσε ἀπό τήν ψυχήν μου κάθε ἀπρεπῆ καί ἐπιβλαβῆ δυσαρέσκειαν καί πικρίαν κατά τῶν ἄλλων, καί δῶσε νά βασιλεύῃ πάντοτε εἰς τόν νοῦν μου τό γλυκύ καί εἰρηνικόν φρόνημα τῆς ἐπιεικείας καί συμπαθείας πρός τόν πλησίον.

«ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΕ», σσ. 120-121, ῎Εκδοσις «ΣΩΤΗΡΟΣ»

Εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν


ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καὶ γῆς ποὺ μὲ προώρισες πρὸ καταβολῆς κόσμου νὰ ἔλθω ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Σ᾿ εὐχαριστῶ γιατί, πρὶν φθάσει ἡ μέρα καὶ ἡ ὥρα, ποὺ πρόσταξες νὰ γεννηθῶ, ἐσὺ ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, κατέβηκες ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, σαρκώθηκες καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο Μαρία. Ἔτσι μὲ ἀνέπλασες, μὲ ζωοποίησες, μ᾿ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν προπατορικὴ πτώση καὶ μοῦ προετοίμασες τὴν ἄνοδο στοὺς οὐρανούς. Ἔπειτα σὰν γεννήθηκα καὶ μεγάλωσα λίγο, μὲ ἀνακαίνισες μὲ τὸ ἅγιο τῆς ἀναπλάσεως βάπτισμα, μὲ στόλισες μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μοῦ χάρισες φύλακα Ἄγγελο φωτεινὸ καὶ μὲ διαφύλαξες ἄτρωτο ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, μέχρι ποὺ ἐνηλικώθηκα.
Ἔκρινες ὅμως δίκαιο νὰ σῳζόμαστε ὄχι μὲ τὴν βία ἀλλὰ μὲ τὴν δική μας προαίρεση, γιατὶ θέλησες νὰ τιμηθῶ κι᾿ ἐγὼ μὲ τὸ αὐτεξούσιο καὶ νὰ σοῦ φανερώνω αὐτοπροαίρετη τὴν ἀγάπη μου μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν σου. Ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ἀχάριστος καὶ καταφρονητής, ἐπειδὴ λογίστηκα τὴν τιμὴ τῆς αὐτεξουσιότητος σὰν τὸ ἄλογο ποὺ λύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά, ἀποσκίρτησα ἀπὸ τὴν πατρική σου ἐξουσία καὶ ρίχτηκα στὸ γκρεμό. Κι ἐνῷ κοιτόμουν καὶ κυλιόμουν ἐκεῖ ὁ ἀναίσθητος καὶ συντριβόμουν ὅλο καὶ περισσότερο, δὲν μὲ ἀποστράφηκες καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ κείτομαι καὶ νὰ μολύνομαι ἀπὸ τὸ βόρβορο. Μὲ σπλαχνίστηκες, ἔστειλες καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἀπὸ κεῖ, μὲ τίμησες λαμπρότερα καὶ μὲ λύτρωσες μὲ τὰ ἄρρητα κρίματά σου ἀπὸ βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν νὰ μὲ χρησιμοποιήσουν σὰν εὐτελὲς σκεῦος στὴν ὑπηρεσία τῶν θελημάτων τους. Δῶρα χρυσὰ καὶ ἀργυρά, ἂν καὶ ἤμουν φιλάργυρος, δὲν μ᾿ ἄφησες νὰ δεχθῶ. Τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ κόσμου, ποὺ μοῦ πρόσφεραν γιὰ νὰ προδώσω τὸν ἁγιασμό σου, μ᾿ ἀξίωσες νὰ τὶς καταφρονήσω.
Ὅμως ὅλες αὐτὲς τὶς εὐεργεσίες --σοῦ ἐξομολογοῦμαι, Κύριε καὶ Θεὲ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς-- περιφρονώντας τες πάλι, βυθίστηκα ὁ ἄθλιος σε λασπερὸ λάκκο αἰσχρῶν ἐννοιῶν καὶ πράξεων. Κι ὅταν ἐκεῖ κατρακύλισα, αἰχμαλωτίστηκα ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ στὸ σκοτάδι εἶναι κρυμμένοι. Ἀπὸ κεῖ οὔτε ἐγὼ μόνος, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ κόσμος ὁλόκληρος, ἂν μαζευόταν, μποροῦσε νὰ μὲ βγάλει καὶ νὰ μὲ γλυτώσει ἀπὸ τὰ χέρια τους.
Ἤμουν λοιπὸν φυλακισμένος ἐλεεινὰ κεῖ κάτω. Μ᾿ ἔσερναν ἄθλια ἐδῶ καὶ κεῖ, μὲ σύμπνιγαν καὶ μὲ περιγελοῦσαν. Ἀλλὰ σύ, ὁ εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος Δεσπότης, δὲν μ᾿ ἐγκατέλειψες, δὲν μνησικάκησες, δὲν ἀποστράφηκες τὴν ἀγνώμονα γνώμη μου καὶ δὲν μ᾿ ἄφησες γιὰ πολὺ νὰ τυραννιέμαι ἐκούσια ἀπὸ τοὺς νοητοὺς λῃστές. Ἐγὼ αἰχμάλωτος σ᾿ αὐτοὺς χαιρόμουν ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀναισθησία. Ἐσὺ ὅμως Κύριε δὲν ὑπέφερες νὰ μὲ βλέπεις περίγελο τῶν δαιμόνων, ἀλλὰ μὲ σπλαγχνίστηκες καὶ μ᾿ ἐλέησες. Καὶ δὲν ἔστειλες σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἄθλιο οὔτε Ἄγγελο οὔτε ἄνθρωπο. Ἔσκυψες ἐσὺ ὁ ἴδιος, κινούμενος ἀπὸ τὰ σπλάγχνα τῆς ἀγαθότητός σου, στὸ βαθύτατο λάκκο τοῦ βορβόρου ποὺ ἤμουν βυθισμένος. Ἅπλωσες τὸ ἄχραντό σου χέρι, χωρὶς ἐγὼ νὰ σὲ βλέπω -ἄλλωστε πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἔτσι ποὺ ἤμουν βουτηγμένος καὶ πνιγμένος στὸ βόρβορο; μ᾿ ἅρπαξες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τράβηξες ἀπὸ ἐκεῖ μὲ βία. Ἐγὼ ἔνιωθα τὸν πόνο καὶ τὴν ὁρμητικὴ κίνηση πρὸς τὰ πάνω, ἀγνοοῦσα ὅμως ὁλότελα ποιὸς μὲ τραβάει καὶ μ᾿ ἀνεβάζει. 
ΟΤΑΝ μὲ ἀνέσυρες καὶ μ᾿ ἔστησες στὴ γῆ, μ᾿ ἐμπιστεύθηκες στὸν δοῦλο καὶ μαθητή σου. Ἤμουν ὅλος ρυπαρός, μὲ τὰ μάτια, τὰ αὐτιὰ καὶ τὸ στόμα φραγμένα ἀπὸ τὸν βόρβορο, γι᾿ αὐτὸ οὔτε τώρα σ᾿ ἔβλεπα, ποιὸς εἶσαι. Ἔνιωθα μόνο ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, ἀφοῦ μὲ λύτρωσες ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν βαθύτατο λάκκο καὶ τὸν βόρβορο. 
Μοῦ εἶπες: «Κράτησε καλά, προσκολλήσου καὶ ἀκολούθησε τὸν ἄνθρωπο τοῦτον. Αὐτὸς θὰ σὲ πλύνει καὶ θὰ σὲ καθαρίσει». Μοῦ χάρισες ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη σ᾿ αὐτὸν καὶ χάθηκες χωρὶς νὰ ξέρω ποὺ πῆγες.
Κατὰ τὴν προσταγή σου λοιπόν, Πανάγιε Δέσποτα, ἀκολούθησα σταθερὰ αὐτὸν ποὺ μοῦ ὑπέδειξες. Μὲ ὁδηγοῦσε στὶς βρύσες καὶ τὶς πηγὲς μὲ πολὺ κόπο, γιατὶ ἤμουν τυφλός. Τὸν κρατοῦσα γερὰ μὲ τὸ χέρι τῆς πίστεως ποὺ μοῦ ἔδωσες, ἀναγκαζόμενος ν᾿ ἀκολουθῶ πίσω του. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔβλεπε καλά, ὑπερπηδοῦσε ὅλες τὶς πέτρες, τοὺς λάκκους καὶ τὶς παγίδες, ἐνῷ ἐγὼ σκόνταφτα κι᾿ ἔπεφτα ὑποφέροντας πολλοὺς πόνους, κακώσεις καὶ θλίψεις. Ἐκεῖνος σὲ κάθε πηγὴ καὶ βρύση νιβόταν καὶ λουζόταν, ἐνῷ ἐγὼ ποὺ δὲν ἔβλεπα, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς τὶς προσπερνοῦσα. Ἂν δὲν μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μὲ στήσει δίπλα στὴν πηγή, δὲν θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ βρῶ τὴν βρύση μὲ τὸ νερό. Μὰ κι ὅταν μὲ καθοδηγοῦσε καὶ πολλὲς φορὲς μ᾿ ἄφηνε γιὰ νὰ νιφτῶ, μαζὶ μὲ τὸ καθαρὸ νερὸ ἔπαιρνα στὶς παλάμες μου λάσπη καὶ βόρβορο, ποὺ ὑπῆρχαν κοντὰ στὴν πηγή, μολύνοντας ἔτσι τὸ πρόσωπό μου. Συχνά, ψηλαφώντας νὰ βρῶ τὴν πηγή, συμπαρέσυρα τὰ χώματα καὶ ἀνατάραζα τὸν βόρβορο, καὶ ὁλότελα τυφλός, μολύνοντας τὸ πρόσωπο μὲ τὸν βόρβορο, νόμιζα πὼς πλένομαι μὲ καθαρὸ νερό.
Πῶς πάλι νὰ περιγράψω τὸν κόπο καὶ τὴν βία ποῦ μου προξενοῦσαν ὅλα αὐτά; Κι ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καθημερινὰ ἀντιδροῦσαν καὶ μὲ συμβούλευαν τάχα λέγοντας: «Τί ματαιοπονεῖς σὰν ἀνόητος καὶ ἀκολουθεῖς αὐτὸν τὸν ἐμπαίκτη καὶ πλάνο, προσδοκώντας ματαίως καὶ ἀνώφελα ν᾿ ἀναβλέψεις; Τώρα πιὰ εἶναι ἀδύνατο! Τί τὸν ἀκολουθεῖς σκοντάφτοντας καὶ ματώνοντας τὰ πόδια σου; Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς καλύτερα ἀνθρώπους ἐλεήμονες, ποὺ παρακαλοῦν νὰ σὲ ἀναπαύσουν καὶ νὰ σὲ θρέψουν καὶ νὰ σὲ περιποιηθοῦν; Ἀποκλείεται πιὰ νὰ θεραπευθεῖς ἀπὸ τὴν ψυχικὴ λέπρα καὶ νὰ δεῖς τὸ φῶς σου. Ποῦ βρέθηκε τώρα θαυματουργὸς αὐτὸς ὁ ἐμπαίκτης νὰ σοῦ τάζει πράγματα ἀκατόρθωτά σε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς παρούσης γενεᾶς; Ἀλλοίμονο! Θὰ χάσεις καὶ αὐτὴ τὴν θεραπεία ποὺ σοῦ προσφέρουν οἱ φιλόχριστοι καὶ φιλάδελφοι καὶ συμπονετικοὶ ἄνθρωποι καὶ τὶς κακουχίες καὶ θλίψεις θὰ ὑπομείνεις γιὰ μάταιες ἐλπίδες καὶ ὅσα σου ὑπόσχεται ὁ ἀπατεῶνας αὐτὸς καὶ πλάνος, ἀναμφίβολα, δὲν πρόκειται νὰ τὰ ἀποκτήσεις. Τί μπορεῖ νὰ κάνει αὐτός; Δὲν τὸ συλλογίζεσαι καὶ μόνος σου, χωρὶς νὰ σοῦ τὸ ποῦμε ἐμεῖς; Τί φαντάζεσαι; Ἐμεῖς ὅλοι δὲν βλέπομε; Ἢ εἴμαστε τυφλοί, ὅπως σου λέει αὐτὸς ὁ πλανεμένος; Ὅλοι μας βλέπομε καλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὅραση ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική μας. μὴν ἀπατᾶσαι». 
Ἀλλὰ σὺ ὁ ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος μ᾿ ἔσωσες ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πραγματικὰ ἀπατεῶνες καὶ πλάνους με τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μοῦ χάρισες, ἐνισχύοντάς με νὰ ὑπομείνω κι ὅσα προανέφερα κι ἄλλα πολλά.
ΕΤΣΙ, καρτερικὰ καὶ σταθερὰ ὑπομένοντας ὅλα αὐτὰ κάθε μέρα ψηλαφητὰ μὲ θολὸ νερὸ κατὰ δύναμη πλενόμουν καὶ λουζόμουν, ὅπως μ᾿ ἐδίδασκε ὁ Ἀπόστολος ἐκεῖνος καὶ μαθητής σου. Ὥσπου κάποτε ποὺ κατευθυνόμουν τρέχοντας πρὸς τὴν πηγή, μοῦ φανερώθηκες στὸν δρόμο πάλι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἐσὺ ποὺ πρὸ καιροῦ ἀπὸ τὸν βόρβορο μὲ εἶχες ἀνασύρει. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορᾷ μὲ τὴν ἄχραντη αἴγλη τοῦ προσώπου σου ἄστραψες στὰ ἀσθενικά μου μάτια, ὥστε τὸ λίγο φῶς ποὺ νόμιζα πῶς ἔχω, τὸ ἔχασα κι αὐτό, κι ἔτσι δὲν μπόρεσα νὰ σὲ ἀναγνωρίσω. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ δῶ ἢ νὰ σὲ γνωρίσω ποιὸς ἤσουν, ἀφοῦ οὔτε τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀτενίσω, οὔτε νὰ γνωρίσω καὶ νὰ κατανοήσω; Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν ἀπαξίωνες ὁ ἀνυπερήφανος νὰ κατεβαίνεις συχνότερα πρὸς ἐμένα, καθὼς βρισκόμουν σ᾿ αὐτὴν τὴν πηγήν. Ἀλλὰ ἐρχόσουν καὶ κρατώντας μου τὸ κεφάλι, τὸ βύθιζες στὰ νερὰ καὶ μ᾿ ἔκανες νὰ βλέπω καθαρώτερα τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου. Εὐθὺς ὅμως χανόσουν, χωρὶς νὰ μ᾿ ἀφήνεις νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν ἐσὺ ποὺ τὰ ἔκανες αὐτὰ ἢ ἀπὸ ποὺ ἦρθες καὶ ποὺ πηγαίνεις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μου δίνεις νὰ τὸ καταλάβω. Ἔτσι, ἐρχόμενος καὶ φεύγοντας γιὰ ἀρκετὸ χρόνο, λίγο-λίγο μοῦ φανερωνόσουν ὅλο καὶ καλύτερα, μ᾿ ἔλουζες στὰ νερὰ καὶ μοῦ χάριζες νὰ βλέπω περισσότερο καὶ καθαρώτερο φῶς.
Ἀφοῦ τὸ ἔκανες αὐτὸ γιὰ πολὺ χρόνο, μὲ ἀξίωσες κάποτε νὰ δῶ ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Καθὼς ἐρχόσουν καὶ μ᾿ ἔπλενες μὲ τὰ νερά, ὅπως μοῦ φαινόταν, καὶ μ᾿ ἔλουζες καὶ μὲ βύθιζες πολλὲς φορὲς μέσα σ᾿ αὐτά, εἶδα τὶς ἀστραπὲς ποὺ μὲ περιέλαμπαν καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ προσώπου σου ποὺ ἀναμίχθηκαν μὲ τὰ νερά, καὶ βλέποντας νὰ λούζομαι μὲ φωτόμορφο νερὸ ἔμεινα ἐκστατικός. Δὲν ἤξερα ὅμως ἀπὸ ποὺ ἐρχόταν οὔτε ποιὸς μοῦ τὸ πρόσφερε. Μόνο χαιρόμουν νὰ λούζομαι αὐξάνοντας στὴν πίστη, πετώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἐλπίδος καὶ ἀνεβαίνοντας μέχρι τὸν οὐρανό. Κι ἐκείνους τοὺς πλάνους, ποὺ μοῦ ψιθύριζαν τὰ λόγια της ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους, τοὺς μισοῦσα πολὺ καὶ τοὺς λυπόμουν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ δὲν συναναστρεφόμουν οὔτε συνομιλοῦσα καθόλου μ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ ἀπέφευγα ἀκόμα καὶ νὰ τοὺς βλέπω, γιὰ νὰ μὴ βλαφθῶ. Τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου ὅμως, δηλαδὴ τὸν ἅγιο μαθητὴν καὶ ἀπόστολό σου, τὸν τιμοῦσα καὶ τὸν σεβόμουν, ὅπως ἐσένα, τὸν πλάστη μου. Τὸν ἀγαποῦσα ὁλόψυχα, ἔπεφτα στὰ πόδια του νύχτα καὶ μέρα καὶ τὸν παρακαλοῦσα «ὅ,τι μπορεῖς βοήθησέ με», μὲ τὴν βεβαιότητα ὅτι κοντά σου ὅσα θέλει τὰ μπορεῖ.
Ἔτσι περνοῦσα μὲ τὴν χάρη σου γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ὅταν εἶδα πάλι ἕνα φοβερὸ μυστήριο: Μὲ πῆρες καὶ μὲ ἀνέβασες μαζί σου στοὺς οὐρανοὺς (δὲν ξέρω ἂν ἤμουν μὲ τὸ σῶμα ἢ χωρὶς τὸ σῶμα, ἐσὺ μόνο ξέρεις, ποὺ τὸ ἔκανες). Ἔμεινα ἀρκετὴ ὥρα μαζί σου. Θαύμασα τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξης -ἀγνοῶ ὅμως ποιὰ καὶ τίνος ἦταν αὐτὴ ἡ δόξα- θαμπώθηκα ἀπὸ τὸ ὕψος κι ἔμεινα ἐκστατικός. Ἀλλὰ καὶ πάλι μ᾿ ἄφησες μόνον στὴν γῆ, ὅπου στεκόμουν πρωτύτερα καὶ βρέθηκα νὰ θρηνῶ καὶ νὰ ὀδύρομαι γιὰ τὴν ἀναξιότητά μου. Μὰ σὲ λίγο, ἐνῷ ἤμουν στὴ γῆ, ἄνοιξαν πάνω ψηλὰ οἱ οὐρανοὶ καὶ μ᾿ ἀξίωσες νὰ μοῦ ἀποκαλύψεις τὸ πρόσωπό σου σὰν ἥλιο ἀσχημάτιστο. Ἀλλ᾿ οὔτε τότε μ᾿ ἄφησες νὰ καταλάβω ποιὸς ἤσουν (γιατί πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σὲ γνωρίσω, ἀφοῦ δὲν μοῦ μίλησες;) Κρύφτηκες ἀμέσως κι ἐγὼ τριγυρνοῦσα ἀναζητώντας σε, ἂν καὶ δὲν σὲ γνώριζα, καὶ ποθοῦσα νὰ δῶ τὴν μορφή σου καὶ νὰ γνωρίσω καλὰ ποιὸς ἤσουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τὸν πολὺ πόθο καὶ τῆς ἀγάπης σου τὴν φλόγα ἔκλαιγα ἀσταμάτητα, μὴ γνωρίζοντας ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἔφερες ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, μὲ λύτρωσες ἀπὸ τὸν βόρβορο κι᾿ ἔγινες γιὰ χάρη μου ὅλα ὅσα προεῖπα.
Ἔτσι λοιπόν, πολλὲς φορὲς μοῦ φανερώθηκες καὶ πολλὲς φορὲς πάλι χωρὶς νὰ μιλήσεις, μοῦ κρύφθηκες καὶ δὲν σ᾿ ἔβλεπα καθόλου. Ἔβλεπα τὶς ἀστραπὲς καὶ τὴν αἴγλη τοῦ προσώπου σου νὰ μὲ περικυκλώνουν συνεχῶς, ὅπως κάποτε μέσα στὰ νερά, ἀλλ᾿ ἀδυνατοῦσα ὁλότελα νὰ τὶς συγκρατήσω. Θυμόμουν πόσο ψηλὰ σὲ εἶδα κάποτε. Καὶ νομίζοντας ὁ ἀνόητος ὅτι εἶσαι ἄλλος, ζητοῦσα μὲ δάκρυα πάλι νὰ σὲ δῶ.
Καταπίεζα λοιπὸν τὸν ἑαυτό μου μὲ πολὺ λύπη καὶ θλίψη καὶ στενοχώρια καὶ λησμόνησα ὁλότελα ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὰ ἐγκόσμια, μὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ μου ὅτι ὑπάρχει τίποτε ὁρατὸ ἢ σκιὰ ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο. Τότε ἦταν ποὺ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀψηλάφητος καὶ ἄπιαστος μοῦ φανερώθηκες. Ἔνιωσα νὰ μοῦ καθάρεις τὸν νοῦ, νὰ μοῦ πλαταίνεις τὸ ὀπτικὸ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μ᾿ ἀξιώνεις νὰ βλέπω ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὴν δόξα σου. Ἔβλεπα πῶς καὶ σὺ ὁ ἴδιος ὅλο καὶ περισσότερο μεγαλώνεις καὶ λάμποντας πλαταίνεις πιὸ πολύ. Αἰσθανόμουν σιγὰ-σιγὰ νὰ ἔρχεσαι καὶ νὰ μὲ πλησιάζεις, καθὼς ὑποχωροῦσε τὸ σκοτάδι, ὅπως μᾶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὰ αἰσθητά: ὅταν π.χ. ἡ σελήνη φέγγει στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ σύννεφα μοιάζουν νὰ περπατοῦν, τότε μας φαίνεται πὼς ἡ σελήνη τρέχει πολὺ γρήγορα, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα δὲν αὐξάνει καθόλου τὴν συνηθισμένη της ταχύτητα, οὔτε ἀλλάζει τὴν ἀρχική της πορεία. Ἔτσι καὶ σὺ Δέσποτα, φαινόσουν νὰ ἔρχεσαι ὁ ἀκίνητος καὶ νὰ μεγαλώνεις ὁ ἀναλλοίωτος καὶ νὰ παίρνεις μορφὴ ὁ ἀσχημάτιστος.
Ὅταν ἕνας τυφλὸς ἀρχίζει σταδιακὰ νὰ βρίσκει τὸ φῶς του καὶ νὰ διακρίνει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ περιγράφει λίγο-λίγο πῶς εἶναι, δὲν μεταποιεῖται οὔτε μεταβάλλεται ἡ ἴδια ἡ μορφή. Ἀλλὰ ὅσο καθαρίζεται ἡ ὀπτικὴ δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν του, τόσο βλέπει τὴν μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅπως εἶναι, γιατὶ ὁλόκληρη τυπώνεται στὴν ὀπτικὴ αἴσθηση καὶ μέσῳ αὐτῆς εἰσχωρεῖ, ἀποτυπώνεται καὶ χαράζεται σὰν σὲ πίνακα στὴ νοερὴ καὶ μνημονευτικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἔτσι ἀκριβῶς καὶ σὺ μοῦ φανερώθηκες, ἀφοῦ τέλεια καθάρισες τὸ νοῦ μου μὲ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Βλέποντας πιὰ ὁ νοῦς μου διαυγέστερα καὶ καθαρώτερα, νόμιζα ὅτι ἀπὸ κάπου βγαίνεις καὶ φαίνεσαι λαμπρότερος. Μοῦ ἀποκάλυψες τότε χαρακτῆρα ἀσχημάτιστης μορφῆς καὶ μ᾿ ἔβγαλες ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο (μπορῶ νὰ πῶ καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ δὲν μοῦ ἔδωσες νὰ τὸ κατανοήσω ἀκριβῶς). Ἄστραψες λοιπὸν καὶ μοῦ φάνηκε πὼς φανερώθηκες ὅλος σε ὅλον ἐμένα, ποὺ ἔβλεπα πιὰ καλά. Σοῦ εἶπα. 
-Ὢ Δέσποτα, ποιὸς νὰ εἶσαι; 
Τότε μ᾿ ἀξίωσες γιὰ πρώτη φορᾷ, τὸν ἄσωτο, ν᾿ ἀκούσω τὴν φωνή σου. Μοῦ μίλησες μὲ πολλὴ προσήνεια καὶ μοῦ εἶπες: 
-Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος γιὰ σένα. Μὲ ἀναζήτησες μ᾿ ὅλη σου τὴν ψυχή. γι᾿ αὐτὸ ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἀδελφὸς καὶ φίλος καὶ συγκληρονόμος μου! 
Ἔκπληκτος, ἔκθαμβος κι ἔντρομος ἐγώ, λίγο καταλάβαινα καὶ μονολογοῦσα: 
-Τί θέλει ἄραγε ἡ δόξα αὐτὴ κι λαμπρότητα ἡ μεγάλη; Καὶ πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ ἐγὼ ἀξιώθηκα τέτοια ἀγαθά; 
Κατάπληκτος, μὲ τὴν ψυχὴ φοβισμένη καὶ τὴν δύναμη παραλυμένη ἀναρωτιόμουν: 
-Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ Δέσποτα ἢ τί καλὸ ἔπραξα ὁ ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος, γιὰ νὰ μὲ καταστήσεις ἄξιον τέτοιων ἀγαθῶν καὶ συμμέτοχο καὶ συγκληρονόμο τέτοιας δόξης; 
Κι ἐνῷ σκεφτόμουν ὅτι αὐτὴ ἡ δόξα καὶ χαρὰ ξεπερνάει τὸ νοῦ, ἐσὺ ὁ Δεσπότης συνομιλώντας πάλι μ᾿ ἐμένα σὰν φίλος μὲ φίλο, μοῦ εἶπες μὲ τὸ πνεῦμα ποὺ μιλοῦσε ἐντός μου: 
-Αὐτὰ σοῦ τὰ δώρησα μόνο γιὰ τὴν πρόθεση, τὴν προαίρεση καὶ τὴν πίστη σου. Κι ἄλλα ἀκόμη θὰ σοῦ δωρήσω. Γιατί τί ἄλλο ἔχεις ἢ εἶχες ποτὲ δικό σου, ἀφοῦ πλάστηκες ἀπὸ μένα γυμνός, ὥστε νὰ τὸ λάβω καὶ νὰ σοῦ δώσω ἀντὶ γιὰ ἐκεῖνο αὐτά; Ἂν βέβαια δὲν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν σάρκα, δὲν θὰ δεῖς τὸ τέλειο οὔτε θὰ μπορέσεις νὰ τὸ ἀπολαύσεις ὁλόκληρο. 
Ἐγὼ ρώτησα τότε: 
-Ἀλλὰ τί μεγαλύτερο ἢ λαμπρότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ὑπάρχει; Ἐμένα μοῦ ἀρκεῖ νὰ εἶμαι ἔτσι καὶ μετὰ τὸν θάνατο. 
Πόσο μικρόψυχος εἶσαι, μοῦ εἶπες, ποὺ ἀρκεῖσαι σ᾿ αὐτά! Αὐτά, συγκρινόμενα μὲ τὰ μέλλοντα, εἶναι τὸ ἴδιο σὰν ἕνα οὐρανὸ ποὺ τὸν ζωγράφισες στὸ χαρτὶ καὶ τὸν κρατᾷς στὰ χέρια σου. Ὅσο αὐτὸς ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ οὐρανό, τόσο ἀσύγκριτα περισσότερο θὰ σοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ μέλλουσα δόξα ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ βλέπεις τώρα.
Λέγοντας αὐτὰ σώπασες καὶ λίγο-λίγο ὁ καλὸς καὶ γλυκὸς δεσπότης κρύφτηκες ἀπὸ τὰ μάτια μου, εἴτε ἐπειδὴ ἐγὼ ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ σένα, εἴτε ἐπειδὴ σὺ ἔφυγες ἀπὸ κοντά μου, δὲν ξέρω. Τότε ἦρθα πάλι στὸν ἑαυτό μου, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ κάπου ἐπέστρεψα, καὶ μπῆκα στὸ πρῶτο μου σκήνωμα. Θυμόμουν λοιπὸν τὸ κάλλος τῆς δόξης καὶ τῶν λόγων σου, καθὼς περπατοῦσα, καθόμουν, ἔτρωγα, ἔπινα, προσευχόμουν κι ἔκλαιγα ζώντας μέσα σὲ ἀνέκφραστη χαρὰ ποὺ σὲ γνώρισα, τὸν Ποιητὴ τῶν ἁπάντων. Καὶ πῶς νὰ μὴ χαιρόμουν; ὅμως πάλι λυπόμουν, γιατί ποθοῦσα ἔτσι νὰ σὲ ξαναδῶ. Κάποτε λοιπὸν ποὺ πῆγα νὰ ἀσπασθῶ τὴν εἰκόνα ἐκείνης ποὺ σὲ γέννησε κι᾿ ἔπεσα νὰ τὴν προσκυνήσω, πρὶν σηκωθῶ, μοῦ φανερώθηκες μέσα στὴν ταλαίπωρη καρδιά μου, ποὺ τὴν μετέβαλες σὲ φῶς. Τότε κατάλαβα ὅτι σ᾿ ἔχω μέσα μου συνειδητά. Ἀπὸ τότε λοιπὸν δὲν σὲ ἀγαποῦσα ἀναπολώντας στὴν μνήμη μου ἐσένα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ σένα, ἀλλὰ πίστεψα ὅτι ἔχω ἀληθινὰ μέσα μου ἐσένα, τὴν ἐνυπόστατη ἀγάπη, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη εἶσαι σύ, ὁ Θεός.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν πίστη φυτεύθηκε ἡ ἐλπίδα, ποτίστηκε μὲ τὴν μετάνοια καὶ τὰ δάκρυα, λαμπρύνθηκε μὲ τὶς ἐλλάμψεις τοῦ φωτός σου κι ἔτσι ριζώθηκε κι αὐξήθηκε πολύ. Ἔπειτα, σὺ ὁ ἴδιος, ὁ καλὸς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ἦλθες μὲ τὴν μάχαιρα τῶν πειρασμῶν, δηλαδὴ μὲ τὴν ταπείνωση καὶ κόβοντας τὰ κλωνάρια τῶν λογισμῶν ποὺ εἶχαν ἀνέβει πολὺ ψηλά, μπόλιασες στὴν ἐλπίδα μόνη τὴν ἁγία σου ἀγάπη σὰν σὲ μία ρίζα δένδρου. Βλέποντάς την λοιπὸν μέρα μὲ τὴ μέρα ν᾿ αὐξάνει καὶ νὰ μοῦ μιλάει συνεχῶς, -ἢ μᾶλλον σὺ δι᾿ αὐτῆς νὰ μὲ διδάσκεις καὶ νὰ μὲ περιλάμπεις- ζῶ μὲ τόση χαρά, σὰν νὰ εἶμαι ἤδη πάνω ἀπὸ κάθε πίστη καὶ ἐλπίδα, καθὼς φωνάζει ὁ Παῦλος: 
«Αὐτὸ ποὺ ἤδη βλέπει κανείς, Ποιὸς λόγος ὑπάρχει νὰ τὸ ἐλπίζει;»
Ἂν λοιπὸν ἐγὼ σὲ ἔχω, τί περισσότερο νὰ ἐλπίζω; 
Μοῦ εἶπες πάλι Δέσποτα: 
- Ἄκουσέ με. Καθὼς βλέπεις τὸν ἥλιο μέσα στὰ νερά, τὸν ἴδιον ὅμως τότε καθόλου δὲν τὸν βλέπεις, ἀφοῦ εἶσαι σκυμμένος κάτω, ἔτσι νὰ σκέφτεσαι καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ συμβαίνει. Ἀσφάλιζε τὸν ἑαυτό σου καὶ φρόντιζε συνεχῶς νὰ μὲ βλέπεις ἐντός σου καθαρὰ καὶ ζωηρά, ὅπως τὸν ἥλιο στὰ καθαρὰ νερά. Κι᾿ ἔπειτα θ᾿ ἀξιωθεῖς, καθώς σου εἶπα, νὰ μὲ δεῖς ἔτσι μετὰ τὸν θάνατον. Εἶ δὲ μή, ὅλος ὁ κύκλος αὐτῶν τῶν ἔργων καὶ κόπων καὶ λόγων σου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν καθόλου. Μᾶλλον θὰ σὲ καταδικάσουν περισσότερο καὶ θὰ σοῦ προξενήσουν μεγαλύτερη θλίψη, ἐπειδὴ καθὼς ξέρεις, «οἱ δυνατοὶ θὰ ἐξετασθοῦν δυνατά». 
Γιατὶ ἡ φτώχεια δὲν εἶναι αἰτία ντροπῆς τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε φτωχὸς οὔτε ἡ λύπη ποὺ προξενεῖ τὸν λυπεῖ αὐτὸν τόσο, ὅσο ἐκεῖνον πού, ἀφοῦ πλούτισε καὶ δοξάσθηκε καὶ ὑψώθηκε κι ἔγινε φίλος μὲ τὸν ἐπίγειο βασιλέα, ἔπειτα ἐξέπεσε ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ καὶ κατάντησε σὲ παντελῆ φτώχεια. Ἂν καὶ οἱ ἀναλογίες δὲν εἶναι ἴδιες ἀνάμεσα στὰ ἐπίγεια καὶ ὁρατὰ καὶ στὰ πνευματικὰ καὶ ἀόρατα. Σ᾿ αὐτοὺς δηλ. ποὺ γιὰ κάποια αἰτία ξέπεσαν ἀπὸ τὴ φιλία καὶ τὴν δουλεία τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι κύριοι τῶν ὑπαρχόντων τους καὶ νὰ τ᾿ ἀπολαμβάνουν καὶ νὰ ζοῦν. Ἂν ὅμως ἐκπέσει κανεὶς ἀπὸ τὴ δική μου ἀγάπη καὶ φιλία, δὲ μπορεῖ καθόλου νὰ ζήσει -γιατὶ ἡ ζωή του εἶμαι ἐγὼ -ἀλλὰ εὐθὺς γυμνώνεται ἀπ᾿ ὅλα καὶ παραδίνεται αἰχμάλωτος στοὺς δικούς μου καὶ δικούς του ἐχθρούς. 
Ἐκεῖνοι τὸν παραλαμβάνουν καὶ λόγω τῆς προηγουμένης ἀγάπης εὐνοίας καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχε πρὸς ἐμένα, τοῦ ἐπιτίθενται μὲ μεγαλύτερη μανία τιμωρώντας, καταγελώντας καὶ περιπαίζοντάς τον.
ΝΑΙ, Πανάγιε Βασιλιᾶ μου, πιστεύω κι᾿ ἐγὼ σὲ σένα τὸν Θεό μου, πὼς πράγματι ἔτσι εἶναι καὶ προσπέφτοντας σὲ θερμοπαρακαλῶ.
Φύλαξέ με τὸν ἁμαρτωλὸ κι ἀνάξιο ποὺ ἐλέησες, καὶ τὸ βλαστάρι τῆς ἀγάπης σου ποὺ μπόλιασες στὸ δένδρο τῆς ἐλπίδας μου στήριξέ το μὲ τὴ δύναμή σου, νὰ μὴν τὸ σαλέψουν οἱ ἄνεμοι, νὰ μὴν τὸ συντρίψει ἡ καταιγίδα, νὰ μὴν τὸ σπάσει κανένας ἐχθρός, νὰ μὴν τὸ κάψει ὁ καύσωνας τῆς ἀμελείας, νὰ μὴν ξεραθεῖ ἀπὸ τὴ ῥᾳθυμία καὶ τοὺς μετεωρισμούς, νὰ μὴν ἐξαφανισθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Ξέρεις ἐσὺ ποὺ μοῦ τὸ χάρισες καὶ μοῦ τὸ φύτεψες αὐτό, πὼς ἐξαιτίας του εἶμαι ἀβοήθητος ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο, ἀφοῦ τὸν συνεργὸ καὶ βοηθό μου καὶ δικό σου ἀπόστολο, καθὼς ἐσὺ θέλησες, τὸν χώρισες σωματικὰ ἀπὸ μένα.
Ξέρεις ἐσὺ τὴν ἀσθένειά μου, ξέρεις καλὰ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν μεγάλη ἀδυναμία μου. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, σπλαγχνίσου με πιὸ πολὺ ἀπὸ δῶ καὶ μπρός, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιὰ πέφτω στὰ πόδια σου ἱκετεύοντας ἐσένα, ποὺ μοῦ φανέρωσες τόσες ὡραιότητες. Στερέωσε στὴν ἀγάπη σου τὴν ψυχή μου καὶ δῶσε νὰ ριζώσει βαθιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἀγάπη σου, γιὰ νὰ εἶσαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἄχραντη κι᾿ ἅγια κι᾿ ἀψευδῆ σου ἐπαγγελία, ἐσὺ μέσα σε μένα κι ἐγὼ νὰ ὑπάρχω μέσα σὲ σένα. Ἡ ἀγάπη σου θὰ μὲ σκεπάζει κι ἐγὼ θὰ τὴν σκεπάζω καὶ θὰ τὴν φυλάω ἐντός μου, θὰ μὲ βλέπεις Δέσποτα μέσα σ᾿ αὐτὴν κι ἐγὼ θ᾿ ἀξιώνομαι νὰ σὲ βλέπω μέσα ἀπ᾿ αὐτήν, τώρα μὲν σὰν σὲ καθρέπτη καὶ ἀμυδρά, καθὼς εἶπες, ἐνῷ τότε, σ᾿ ὅλη τὴν ἀγάπη ὅλον ἐσένα ποὺ εἶσαι ἀγάπη κι ἔτσι μας ἀξίωσες νὰ σὲ ὀνομάζουμε, γιατὶ σὲ σένα πρέπει κάθε εὐχαριστία, κράτος, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων. 
Ἀμήν.

Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος