.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ο Θεός «παίζει»μαζί μας



Είχαμε έναν μοναχό στο Μοναστήρι μας. Όταν επρόκειτο να πάω σε ένα Μετόχι μας έξω από το Άγιον Όρος, μου λέει:
-Γέροντα, δώσε μου την ευλογία σου να παραδώδω το πνεύμα μου στον Θεό, να πηδήξω και να πάω εκεί πάνω. Χόρτασα όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο μοναστήρι. Δώσε μου την ευλογία σου, να πετάξω στον ουρανό.
-Εγώ φεύγω, του απαντώ.
-Γέροντα, έχω μια τελευταία επιθυμία, να φάω μία πίττα που αγαπώ και να φύγω, μου λέει πάλι.
Κοιτάξτε με πόση απλότητα και χαρά αντιμετωπίζουν οι μοναχοί τον θάνατο, τον πόνο, τις δυσκολίες. Ανάσταση είναι, όταν φεύγει ο άνθρωπος. Έφυγα, πήγα έξω, του έστειλα με το καράβι την πίττα, του την ετοίμασε ένας μοναχός, συγκέντρωσε όλη την αδελφότητα, τους μίλησε πολύ ωραία και στο τέλος τους λέει: 
Ἠλθε, αδελφοί μου, η ευλογία του Γέροντα. Θα την φάω και θα φύγω. Την έφαγε, ευφράνθηκε, κάθισε επάνω σε μια πολυθρόνα που είχε, και είπε: 
Φεύγω, Χριστέ μου, και έρχομαι επάνω αναπαυμένος. Και πραγματικά, σε δυο μέρες έγινε αυτό το θαύμα, ανέβηκε στον ουρανό.
Μας αξιώνει ο Θεός να τον βλέπομε σε όλα αυτά τα μυστήρια παίζοντας μαζί μας. Πώς μας παίρνει με το καλό, για να νοιώσουμε την αγάπη του!Έτσι, όπως ο πατέρας προσπαθεί με κάθε τρόπο να δείξει στο παιδί του την αγάπη του.

Γέροντας Αιμιλιανός

Όταν η χριστιανική ζωή γίνεται δύσκολη

.


Όταν, αγαπητέ μου,
η χριστιανική σου ζωή αρχίζει να γίνεται δύσκολη και να σου φαίνεται ασήκωτος σταυρός, εκεί…στάσου ακλόνητος, γίνε μάρτυρας. Πες στον εαυτό σου «στώμεν καλώς»∙ στάσου ακλόνητος. Πες, όπως ο προφήτης, «ιδού εγώ, Κύριε, στέκομαι εδώ να εκτελέσω το θέλημά σου»∙ ή όπως η Παναγία, «ιδού η δούλη Κυρίου∙ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου».
Εάν επιμείνεις, μετά από την καταιγίδα θα έρθει η γαλήνη, θα ξαναγίνει γιορτινή η ζωή σου. Θα έχεις τώρα επιπλέον και την πείρα του πνευματικού αγώνος, θα έχεις εμπειρία. Μετά από την δοκιμασία αυτή, μετά από το σήκωμα του σταυρού σου, θα ανάψουν πια μέσα σου οι φλόγες του θείου έρωτος∙ θα αποκτήσεις την ωραιότερη, την δυνατότερη, την αγνότερη, την αγγελικότερη αγάπη, την αγάπη του Θεού.

Αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτη


Όταν, αγαπητέ μου...

… η Χριστιανική σου ζωή αρχίζει να γίνεται δύσκολη και να σου φαίνεται ασήκωτος σταυρός, εκεί στάσου ακλόνητος, γίνε μάρτυρας. Πες στον εαυτό σου ''στώμεν καλώς''∙ στάσου ακλόνητος. Πες, όπως ο Προφήτης, ''ιδού εγώ, Κύριε, στέκομαι εδώ να εκτελέσω το θέλημά Σου''∙ ή όπως η Παναγία, ''ιδού η δούλη Κυρίου∙ γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου''. Εάν επιμείνεις, μετά από την καταιγίδα θα έρθει η γαλήνη, θα ξαναγίνει γιορτινή η ζωή σου. Θα έχεις τώρα επιπλέον και την πείρα του πνευματικού αγώνος, θα έχεις εμπειρία. Μετά από την δοκιμασία αυτή, μετά από το σήκωμα του σταυρού σου, θα ανάψουν πια μέσα σου οι φλόγες του Θείου έρωτος∙ θα αποκτήσεις την ωραιότερη, την δυνατότερη, την αγνότερη, την αγγελικότερη αγάπη, την αγάπη του Θεού.

Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης


Ο ΤΗΝ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΝ ΚΤΗΣΑΜΕΝΟΣ



Πρὸ παντὸς χρῄζομεν τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐν παντὶ ἕτοιμοι ὄντες ἐν οἱωδήποτε λόγῳ, οὗ ἀκούομεν, ἢ ἔργῳ, λέγειν συγχώρησον· διὰ γὰρ τῆς ταπεινοφροσύνης πάντα τοῦ ἀντικειμένου διαφθείρεται.
Ἡ ταπεινοφροσύνη συνίσταται στὴν κατάφασι τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων τοῦ ἄλλου. Ποτὲ δὲν λέμε ὄχι· συγχώρησον, σημαίνει ναί. Ὅλες οἱ πλεκτάνες, ποὺ στήνει ὁ σατανᾶς γιὰ νὰ μᾶς συντρίψη, ἀχρηστεύονται, ἐκπίπτουν, ἀφ’ ἧς στιγμῆς δὲν ἀρνηθοῦμε, ἀλλὰ κάνωμε ὅ,τι μᾶς πῆ ὁ ἄλλος. Ὅ,τι ποῦν ἢ ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι εἶναι γιὰ μᾶς τέλειο.
Ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ὕπαρξις ἐντός μας ταπεινοῦ φρονήματος, τὸ ὅτι δὲν λογαριάζομε καθόλου τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ τὸν θεωροῦμε ὡς οὐδέν. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι νὰ μὴν ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὸ τί θὰ πῆ ὁ ἄλλος ἢ πῶς θὰ σκεφθῆ γιὰ μᾶς. Ἀντίθετα πάντοτε καταφάσκομε τοὺς λόγους του.
Ἐὰν ὅλες οἱ ἐνέδρες τοῦ διαβόλου ἀχρηστεύωνται ὅταν ζοῦμε καὶ σκεπτώμαστε κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, καταλαβαίνετε ὅτι μία ἀντίθετη πρᾶξις μας εἶναι ἑτοιμασία παγίδων τοῦ διαβόλου. Κάθε συζήτησις γιὰ κάτι ποὺ ἔκανε ἢ εἶπε ὁ ἄλλος, εἶναι πρόσκλησις τοῦ πονηροῦ γιὰ νὰ μᾶς βάλη σὲ πειρασμούς. Ὅποιος κουβεντιάζει καὶ διαφωνεῖ καὶ συνεχίζει τὴν συζήτησι, νὰ καταλάβετε ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος χωρὶς καμία ἐξαίρεσι, χωρὶς κανέναν λόγο ποὺ νὰ ἐπιτρέπη τὸ ἀντίθετο, ἑτοιμάζει πό-λεμο ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του. Βεβαίως ὁ πονηρὸς καὶ ἡ πονηρὴ διάθεσις τοῦ ἀνθρώπου ἐφευρίσκουν αἴτια καὶ ἀφορμὲς γιὰ νὰ ἀντιλέγωμε, νὰ ἀντικρούωμε καὶ νὰ συνεχίζωμε τὴν συζήτησι γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ μεγαλύτερο μπέρδεμα καὶ στήσιμο παγίδων ἀπὸ τὸν διάβολο, γιὰ νὰ μᾶς ἐγκλωβίση.
Μὴ μέτρει σεαυτὸν ἐν παντὶ ἔργῳ σου, ἵνα γίνῃς ἀτάραχος ἐν τοῖς λογισμοῖς σου.
Μὴν κάθεσαι νὰ κρίνης τὸν ἑαυτό σου γιὰ κάτι ποὺ ἔχεις κάνει - καλό, κακό, ἀρετή, ἁμαρτία -, ἢ νὰ τὸν συγκρίνης μὲ τοὺς ἄλλους.
Πόσες φορὲς τὸ ἀντιμετωπίζομε αὐτό! Ἂς ἐπιλανθανώμεθα τῶν ὄπισθεν καὶ ἂς μὴ μᾶς ἐνδιαφέρη τὸ τι κάναμε. Διότι, ἐξετάζοντας τί κάναμε, ἀνακαλύπτομε ὅτι κάναμε κάτι σπουδαῖο ἢ κάτι κακό, κάτι μεγαλύτερο καὶ ὡραιότερο καὶ ἐπιτυχέστερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ ἄλλος, ἢ κάτι μικρότερο. Εἴτε καθ’ ἑαυτὸ τὸ κρίνομε εἴτε ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἄλλον, θὰ περιπέσωμε σὲ μία ἀπὸ τὶς δύο παγίδες: ἢ στὴν ὑπερηφάνεια, ἂν θὰ εἶναι καλὸ ἢ καλύτερο, ἢ στὴν ἀπογοήτευσι, στὴν κακομοιριά, στὴν κατάπτωσι τῆς ὑπάρξεώς μας, ἂν δὲν εἶναι καλό. Διότι, ὅσο καὶ ἂν νομίζωμε ὅτι εἴμαστε ὥριμοι, ὅσο καὶ ἂν πιστεύωμε ὅτι ἔχομε δύναμι, μέσα μας φέρομε τὴν ἀδυναμία τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, τὸ εὔθραυστο ἐγώ, ποὺ μᾶς κληροδότησαν οἱ προπάτορές μας. Γιὰ νὰ μένης λοιπὸν ἀτάραχος στοὺς λογισμούς σου, ποτὲ μὴν κάθεσαι νὰ λογαριάσης τί ἔκανες. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ κάθε τι ποὺ μᾶς συμβαίνει.
Πῶς ὅμως θὰ ἐξομολογηθῶ, ἐὰν δὲν κρίνω; 
Στὴν ἐξομολόγησι δὲν κάνω ἀνάλυσι τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ ἀναφορὰ τῶν ἁμαρτημάτων μου. Αὐτὸ εἶναι διαφορετικό, διότι δὲν ἀξιολογῶ τὰ ἔργα μου, ἁπλῶς τὰ ἀναφέρω. Δὲν κάθομαι προηγουμένως νὰ σκεφθῶ τί ἔκανα καὶ τι δὲν ἔκανα, διότι αὐτὸ δημιουργεῖ πνιγηρὴ ἀτμόσφαιρα στὴν ψυχή μου.
Ἐὰν διαπιστώσωμε ὅτι πᾶμε καλύτερα, καταλαβαίνετε σὲ τί βαθμὸ ἐγωισμοῦ μποροῦμε νὰ πέσωμε. Τὸ μὴ μέτρει σεαυτὸν ἐν παντὶ ἔργῳ σου εἶναι πραγματικὴ σοφία. Οἱ περισσότεροι, ὅταν πέφτωμε, πέφτομε καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ἢ τὸν χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ δικαιολογοῦμε τὰ πάθη μας. Ἁμάρτησα, λόγου χάριν, μιὰ φορὰ καὶ μετὰ λέγω: 
Τί ὠφελεῖ τώρα νὰ μετανοήσω; Τί κακομοιριά! Πόσο καταρρακώνεται ἔτσι τὸ εἶναι μας! […]
Ὁ δὲ τὴν ταπεινοφροσύνην κτησάμενος , ἀποκαλύπτει αὐτῷ ὁ Θεὸς τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦεἰς τὸ ἐπιγνῶναι αὐτάς· εἰ δὲ καὶ συνδράμῃ τούτῳ τὸ πένθος καὶ παραμείνῃ αὐτῷ τὰἀμφότερα, ἐκβάλλουσιν ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτοῦ τὰ ἑπτὰ δαιμόνια, καὶ τρέφουσι τὴν ψυχὴνἐκ τῆς ἰδίας τιμῆς καὶ ἐκ τῶν ἰδίων αὐτοῦ ἀρετῶν.
Ὡραιότατος λόγος, μεστὸς νοημάτων. Ἀφοῦ παρουσίασε τὴν κόλασι τοῦ ξεπεσμένου μοναχοῦ, ἐξ αἰτίας τῆς ἐμπαθείας καὶ τῆς βδελυρότητος τῆς ψεύτικης ζωῆς, ἐκθέτει τώρα τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς κολάσεως καὶ φθάνει στὸν οὐρανό. Ὁ τὴν ταπεινοφροσύνην κτησάμενος εἶναι αὐτὸς ποὺ ξέρει ὅτι εἶναι γυμνός, ὅτι δὲν ἔχει τίποτε καὶ δὲν ἔκανε τίποτε. Ὁ ταπεινὸς ὄχι μόνον δὲν πιστεύει ὅτι εἶναι κάτι, ἀλλὰ καὶ θεωρεῖ ἀνάξιο τὸν ἑαυτό του νὰ θέλη κάτι. Δὲν ἔχει κανένα θέλημα, καμία ἐπιθυμία, καμία προσδοκία· πιστεύει στὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ δὲν ζητάει Θεόν· πιστεύει στὸν παράδεισο, ἀλλὰ δὲν ζητάει παράδεισο, γιατὶ νοιώθει ὅτι εἶναι μόνον γιὰ τὴν κόλασι· πιστεύει στὴν ἀπάθεια, ἀλλὰ νομίζει ὅτι εἶναι τόσο ἐμπαθής, ὥστε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα θὰ τὸν πνίξουν οἱ δαίμονες. Σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ εἰς τὸ ἐπιγνῶναι αὐτάς.
Ὅποιος ὅμως νομίζει ὅτι ἔχει πίστι, ἐλπίδα, δικαιοσύνη, οὐδέποτε ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός. Καὶ ἂν ἀκόμη πάη χίλιες φορὲς νὰ ἐξομολογηθῆ, ποτὲ δὲν θὰ πάη ὡς ἁμαρτωλός. Μπορεῖ νὰ βγάζη δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια του, νὰ λέγη «ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ» (Β΄ Βασ. 12, 13), ἀλλὰ οὐδέποτε συνειδητοποιεῖ τὴν πραγματικὴ ἁμαρτία του, ἡ ὁποία εἶναι πέραν τῶν ὅσων λέγει. Τὰ λόγια του ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν κενοδοξία του.
Τὰ λέγει καὶ κλαίει, διότι πιστεύει ὅτι ἔτσι πλησιάζει πιὸ πολὺ τὸν Θεόν. Ἀντίθετα ὅποιος εἶναι ταπεινός, ὅποιος δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψη ὅτι κάποτε εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εἶναι ἁμαρτωλός, αὐτὸς λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ χάρισμα τῆς ἐπιγνώσεως τῶν ἁμαρτιῶν του. Ἡ μετάνοια λοιπόν, ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας, εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ μετανοήσω. Μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μοῦ πῆ τί εἶναι ἡ ἁμαρτία, τί εἶναι ἡ μετάνοια καὶ νὰ μοῦ δώση τὴν μετάνοια. Πότε;
Ὅταν ἐγὼ εἶμαι ταπεινόφρων, ὅταν δὲν ζητῶ τίποτε, παρὰ μόνον χτυπιέμαι στὸν καθημερινό μου ἀγώνα γιὰ τὸν Θεόν.


ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ ΑΡΧΙΜ., 
ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ, εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ.

"Πάντα να λες, καλώς ήλθες αρρώστια, καλώς ήλθες αποτυχία, καλώς ήλθες μαρτύριο."



Τα απρόοπτα είναι αντίθετα προς το θέλημα και την επιθυμία μας, γι' αυτό και μας φαίνονται απρόοπτα, στην ουσία όμως δεν είναι.

Διότι άνθρωπος που αγαπά τον Θεόν προσδοκά τα πάντα και λέγει πάντοτε «γενηθήτω το θέλημά σου». Θα έρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός;

«Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον».
Επειδή αυτά κοστίζουν στην σαρκικότητά μας, γι' αυτό εμείς τα βλέπομε ως απρόοπτα. Για να μην ταράσσεσαι λοιπόν κάθε φορά και στεναχωριέσαι, για να μην αγωνιάς και προβληματίζεσαι, να τα περιμένης όλα, να μπορής να υπομένης ότι έρχεται
Πάντα να λες, καλώς ήλθες αρρώστια, καλώς ήλθες αποτυχία, καλώς ήλθες μαρτύριο. Αυτό φέρνει την πραότητα, άνευ της οποίας δεν μπορεί να υπάρχη καμία πνευματική ζωή.

Π. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ

http://4synodoiporoi.blogspot.gr

"Η νήψη κατά τη διάρκεια της νύχτας"



Εάν υποθέσωμε ότι γνωρίσαμε όλα τα προηγούμενα, αλλά δεν τα εφαρμόσαμε στη ζωή μας, τώρα τι μπορούμε να κάνουμε; Την απάντηση μας την δίνει ο άγιος Ησύχιος με το μικρό αλλά περιεκτικώτατο σε νόημα κεφάλαιο που ακολουθεί, χρησιμοποιώντας έναν ψαλμικό στίχο του Δαβίδ.

Άγιος Ησύχιος:
Ει επίστασαι και εδόθη σοι εις τας πρωίας παρεστάναι και εποπτεύεσθαι, αλλά και εποπτεύειν, οίδας ό λέγων. ει δε ου, νήφε και λάβης.

Μετάφραση:
Αν γνωρίζεις και σου δόθηκε η χάρη το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι, αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου, εννοείς τι λέω για τη νήψη. Αν όχι, έχε νήψη και θα λάβεις την χάρη.

Ερμηνεία:
Εάν δεν έχεις αποκτήσει αυτή την υπέροχη και μοναδική κατάσταση, για την οποία αξίζει κανείς να πεθαίνει και να ζει, τότε εφάρμοσε αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: Να σηκώνεσαι την νύχτα και να παρίστασαι ενώπιον του Θεού, για να σε βλέπει ο Θεός και να τον βλέπεις και συ. Η καλύτερη αναγνώρισις των ιχνών του Θεού, η ανακάλυψίς του, γίνεται την νύχτα. Εάν νήφεις έτσι, οπωσδήποτε θα λάβεις, και η εμπειρία σου αυτή θα σε συνοδεύει σε όλη την ζωή σου.

Μεγαλεία και θαύματα απορρέουν από την νήψη και την ευχή. Ο άνθρωπος γίνεται ξένος κόσμος, παράδεισος αληθινός. Χρειάζεται όμως μία προϋπόθεσις:η νυχτερινή ζωή. Χωρίς αυτή, είναι αδύνατον να έχεις κάποια γεύση, κάποια γλυκύτητα στην πνευματική σου ζωή, κάποια εμπειρία ή γνώση. Δεν θα παίρνεις τίποτε από τον Θεό, οπότε θα ζεις με εντελώς εξωτερικά πράγματα, με κάποιες δραστηριότητες, με κάποιες γνώμες.

Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Εάν, λέγει ο άγιος, γνωρίζεις να παρίστασαι εις τας πρωίας ενώπιον του Θεού, και να σου δόθηκε το να σε δει - και εποπτεύεσθαι - ο Θεός, αλλά και να εποπτεύεις, να τον βλέπεις, τότε οίδας ο λέγω, καταλαβαίνεις αυτά που σου λέγω, τα χαίρεσαι, τα ζεις.

Όταν ο Φίλιππος γνώρισε τον Χριστόν, είπε στον Ναθαναήλ: "Έρχου και ίδε". Αλλά ο Ναθαναήλ του απήντησε: Πώς είναι δυνατόν να προέλθει από τη Ναζαρέτ προφήτης; Εν συνεχεία - λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης-, ο Ιησούς "είδε" τον Ναθαναήλ να έρχεται προς Αυτόν και είπε: "Ίδε αληθής Ισραηλίτης". Τότε ο Ναθαναήλ πληροφορήθηκε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, και ανεφώνησε: "Ραββί, συ ει ο Υιός του Θεού". Λόγω της απλότητος της καρδιάς του, αμέσως ανεγνώρισε το δεύτερο πρόσωπο της θεότητος, τον Υιόν του Θεού.

Το γεγονός αυτό έχει άμεση σχέση με το κείμενό μας, όπως και η συνάντηση εκείνου του μαθητού, ο οποίος είπε στον Χριστόν, Διδάσκαλε, θέλω να σε ακολουθήσω. Ο Χριστός του απήντησε τότε, "αι αλώπεκες φωλεούς έχουσι και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη". Που να με βρεις, του λέγει, αφού δεν έχω κατάλλυμα; Μην ψάχνεις να με βρεις κάπου, όπου νομίζεις εσύ, αλλά κάπως. Βρες τον τρόπο που θα σε οδηγήσει σε μένα. Εδώ βρίσκεται το βαθύ πρόβλημα του ανθρώπου. Γι' αυτό λέγει ο άγιος, αν γνωρίζεις και αν σου δόθηκε το να παρίστασαι εις τον Θεόν.

Το νόημα του χωρίου είναι ότι η παρουσία του Θεού δεν είναι ορατή στην ζωή μας. Διότι μπορείς να βλέπεις τα ίχνη του λέοντος, της τίγρεως, του πανθηρος, αλλά δεν μπορείς να δεις τα ίχνη του Θεού. Μπορείς να παρακολουθήσεις ακόμη και τα ίχνη του πτηνού, τον Θεόν όμως πρέπει να τον βλέπεις πέρα από κάθε νοσσιά, πέρα από κάθε τόπο· χρειάζεται με κάτι άλλο να τον ζητήσεις, για να τον βρεις.

Ας θυμηθούμε και τους δύο μαθητές του Ιωάννου, που ακολούθησαν τον Ιησού. Όταν Εκείνος τους ρώτησε "τι ζητείτε", διότι έπρεπε να αποκτήσουν την γνώση, το ει επίστασαι, για το πρόσωπο του Χριστού, αυτοί απήντησαν: "Ραββί, που μένεις;". Και τότε πήγαν μαζί με τον Ιησού στο σπίτι του και ενεθυμούντο αργότερα ακόμη και την ώρα κατά την οποία έζησαν τα ωραιότερα βιώματα της ζωής τους. δεν ήταν όμως το σπίτι που τους χάρισε τα βιώματα, αλλά ο Χριστός τον οποίον εγνώρισαν.

Ει επίστασαι και εδόθη σοι. Η φράσις αυτή δημιουργεί φοβερή ένταση μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Είναι μία παρότρυνσις, ένα ευγενές παρακέλευσμα του αγίου προς τον άνθρωπο , σαν να του λέγει: Σου συνέβη καμιά φορά να σε δει ο Θεός; τον αντελήφθης; πέρασε μέσα από την καρδιά σου ο Χριστός και ρίγησες ολόκληρος; όχι από ενθουσιαστικό κίνημα, όχι από μία συγκίνηση, αλλά ένοιωσες πραγματικά την εποπτεία του Θεού, το βλέμμα του να καρφώνεται επάνω σου; Μια φορά εάν σου συνέβη αυτό, αρκεί. Παράλληλα όμως η φράσις αυτή είναι και μία επίπληξις: Μα, δεν γνωρίζεις τον Θεόν; δεν τον γεύθηκες; δεν τον έζησες; ζεις χωρίς αυτόν, σαν νεκρός; δεν δοκίμασες ακόμη να τον βρεις; Δεν προσπάθησες το πρωί να στέκεσαι εμπρός στο Θεό και να εξετάζεσαι αλλά και να εξετάζεις τον εαυτό σου; Εάν ναι, τότε καταλαβαίνεις αυτό που σου λέω.

Το ανωτέρω χωρίο είναι παρμένο από τον πέμπτο ψαλμό, "το πρωί εισακούση της φωνής μου, το πρωί παραστήσομαί σοι και επόψει με", που τον διαβάζουμε στην Πρώτη ώρα. Η εμπειρία που είχε ο ψαλμωδός εκατοντάδες χρόνια πριν από εμάς, ισχύει μέχρι σήμερα. Είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, όλων των αγίων και ποτέ δεν ανακαλείται. Κανένας δεν μπορεί να βρει τον Θεό, αν την νύχτα δεν συναυλίζεται μαζί του, παραμένοντας άγρυπνος μέχρι το πρωί.

Αλλά ποιο είναι "το πρωί"; Είναι η τελευταία νυκτερινή βάρδια, μετά από την οποία αρχίζουν οι φυλακές της ημέρας. Είναι η ώρα της νυκτός, κατά την οποία εγειρόμεθα για την πρωινή ακολουθία. Είναι η ώρα της λατρείας. Αρχίζει, σύμφωνα με την ελληνική ώρα, στις 3, 4 ή 5 την νύκτα - αναλόγως αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι - και τελειώνει με το χάραμα του ήλιου. Με το βυζαντινό ωράριο αρχίζει πάντα στις 9 (03:00 π.μ.). Γι' αυτό από τις δώδεκα ευχές που διαβάζει ο ιερεύς κατά την διάρκεια του Εξάψαλμου, οι ένδεκα μιλούν για την νύκτα και για το πνευματικό φως, η δε τελευταία για την ανατολή του αισθητού και πνευματικού φωτός.

Μετά το θαύμα των πέντε άρτων, ο Χριστός επέβαλε στους μαθητές του να μπουν στο πλοίο και να περάσουν στο απέναντι μέρος, ενώ εκείνος "ανέβη εις το όρος κατ' ιδίαν προσεύξασθαι. Οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί". Η νυκτερινή ζωή του Χριστού άρχιζε από την οψία, που είναι το πρώτο τρίωρο της νυκτός. Όλες λοιπόν εκείνες τις ώρες της οψίας ο Κύριος προσευχόταν, ενώ οι μαθητές χαροπάλευαν, θαλασσοπνίγονταν. Πότε όμως πήγε να τους συναντήσει και να τους χαρίσει την φοβερή εκείνη εμπειρία, να φωνάξουν στην αρχή "φάντασμα", διότι δεν είχαν γνωρίσει ακόμη τον Χριστό με τα μάτια του Πνεύματος, και εν συνεχεία να καταλάβουν ότι είναι ο Υιός του Θεού; "Τετάρτη δε φυλακή της νυκτός απήλθε προς αυτους... λέγων: εγώ είμι"(Ματθ. 14, 22-27). Την τετάρτη φυλακή της νυκτός τους αποκαλύπτει τον εαυτό του, δηλαδή την πρωία, από τις 9 το πρωί μέχρι τις 12 περίπου, κατά την βυζαντινή ώρα (03:00-06:00 π.μ. δική μας).

Επίσης ο ευαγγελιστής Μάρκος στο πρώτο κεφάλαιό του λέγει για τον Κύριον: "Πρωί έννυχα λίαν αναστάς εξήλθε και απήλθεν εις έρημον τόπον κακεί προσηύχετο"(Μαρκ. 1, 35). Το "πρωί" ήταν οι βασικώτερες ώρες της κοινωνίας του Χριστού με τον Πατέρα του. ΟΙ ΙΔΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Η ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ "ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΒΟΩΝΤΩΝ ΕΝ ΝΥΚΤΙ", για να τους ακούει ο Θεός , και όχι γι' αυτούς που προσεύχονται την ημέρα. Γιατί; Διότι είναι άτονη η ημέρα, αν η νύκτα δεν είναι έντονη. Κατά την διάρκεια δε της πρωίας λαμβάνομε τους καρπούς από τον Θεόν, αγρυπνούντες και αγραυλούντες μέσα στην Εκκλησία. Όταν λοιπόν χάνουμε αυτές τις ώρες, χάνουμε τη ζωή μας. Τα όσα φρικτά και ανόητα ζούμε κάθε ημέρα, αυτό δείχνουν. Περνούν οι μέρες και οι νύκτες μας, και δεν κάνομε τίποτα. Ολόκληρη η ύπαρξίς μας αναλίσκεται, φθείρεται και εξαφανίζεται.

Και πότε γίνεται η σπορά; Το βράδυ, το οψέ. Όταν κανείς χάνει το οψέ, χάνει και την πρωία. Και προσέξτε πως ο πονηρός πετυχαίνει και χάνομε το οψέ. Τελειώνει το Απόδειπνο, που σημαίνει ότι ετοιμαζόμαστε για το οψε, και εμείς κουβεντιάζομε. Μας αρέσει ο περίπατος, μας αρέσουν τα αστεία, μας αρέσουν άλλες δραστηριότητες. Όποιος όμως αφιερώνει την ώρα αυτή σε κοσμικά πράγματα, σε ματαιότητες καθημερινές και φθηνές, πώς μπορεί πηγαίνοντας στο κελί του να αδολεσχήσει με τον Θεόν; Γι' αυτό, εάν ο μοναχός δεν πάει αμέσως μετά το Απόδειπνο στο κελί του, η φυσικότερη συνέπεια είναι να μην ζήσει το οψέ, την ώρα της σποράς.

Οι ώρες 12 με 3, με το Βυζαντινό ωράριο είναι χρήσιμες για μας. Κατόπιν μπορούμε να ξεκουρασθούμε. Μπορούμε επίσης να ξεκουρασθούμε και αποβραδίς, κατά την διάρκεια του οψέ, αλλά στις τρεις ή τέσσερις η ώρα, ή το πολύ πέντε το χειμώνα, να είμαστε ξύπνιοι. Άλλως δεν μπορούμε να ζήσωμε την πρωινή ακολουθία. Εγώ τουλάχιστον αυτό ξέρω από την εμπειρία μου. Ποτέ δεν χορταίνω και ποτέ δεν καταλαβαίνω ακολουθία - την ζω μόνο επιφανειακά, επιδερμικά -, εάν το οψέ μου είναι χαμένο.

Ας ξέρομε λοιπόν ότι η ώρα της λατρείας είναι η ώρα της συγκομιδής μας και ότι έχει μεγάλη σημασία ΤΟ ΠΩΣ ΘΑ ΔΙΑΤΑΞΟΜΕ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ ΜΑΣ.

Το να παρίσταμαι ενώπιον του Κυρίου άγρυπνος και προσκαρτερών, είναι η δική μου ενέργεια. Το "εποπτεύεσθαι" είναι η ενέργεια του Θεού.

Το "εποπτεύεσθαι" επομένως είναι, πρώτον, η εμπειρία του ανθρώπου ο οποίος ασχολείται με τα θεία και απευθύνεται στον Θεό με την πίστη, την βεβαιότητα και την επίγνωση ότι ο Θεός είναι μαζί του, και αισθάνεται την παρουσία Του. Διότι είναι ποτέ δυνατόν οι οφθαλμοί του Θεού να μη βλέπουν εμένα την ώρα που στέκομαι ενώπιόν του; Εάν όμως θέλω να τον δω εγώ, τότε χάνω αυτό που έχει ανάγκη η ψυχή μου. Δεύτερον, είναι έκφρασις ταπεινοφροσύνης το να λέγω, εγώ παρίσταμαι ενώπιόν σου, Θεέ μου, και σε δες με. Παρίσταμαι δηλαδή ενώπιόν του σαν σκουλήκι, νοιώθωντας εντελώς ανάξιος να τον δω. Ως ανάξιος, μου αρκεί να παρίσταμαι ενώπιόν του και να τον προσκυνώ αοράτως. Σημασία έχει για μένα το ότι με βλέπει Εκείνος. Αυτό με χαροποιεί, αυτό με γεμίζει και με μεθυει. Δεν με ενδιαφέρει το όραμα το δικό μου, το να τον βλεπω εγώ.

Αλλά τι είναι το όραμα του Θεού, το να με κοιτάζει ο Θεός, το εποπτεύεσθαι υπό του Θεού; Είναι η ακτινοβολία των οφθαλμών του, το φως του προσώπου του, ο φωτιμσός που διαλύει το σκότος. Άρα, εφ' όσον ξέρω ότι εποπτεύομαι από τον Θεόν και ότι η εποπτεία του είναι ληψις φωτός, το εποπτεύεσθαι είναι λήψις φωτός, λήψις θεότητος.

Όταν αντιληφθώ πόσο σημαντικό πράγμα είναι αυτό, τότε νοιώθω την ανάγκη να αναζητήσω την νοητή όραση και αίσθηση του Θεού, ώστε παριστάμενος ενώπιόν του να γίνω σιγά σιγά δεκτικό χωρίο της ακτινοβολίας του. Διότι, όταν με βλέπει ο Θεός, είναι αδύνατον η έκχυσις του φωτός του να μη μου γίνει αισθητή. χωρίς να τον βλέπω μπορώ να πω ότι τον βλέπω. Αλλά και αν ακόμη δεν έχω λάβει αυτήν την αίσθηση, και αν ακόμη δεν έχω εθισθεί στην πνευματική ενόραση, και αν ακόμη δεν έχει λεπτυνθεί το εν εμόί όργανο του πνεύματός μου, το μεθύσι που μου δημιουργεί ο Θεός είναι τέτοιο, ώστε λέγω: Ναι, τον βλέπω τον Θεόν.

Μη με ρωτάς λοιπόν λέγει ο άγιος αν μπορείς να πετύχεις και συ αυτά τα κατορθώματα. ΚΑΝΕ ΜΟΝΟΝ ΤΟΥΤΟ: ΝΑ ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΤΗΝ ΝΥΚΤΑ, ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΟΠΤΕΥΕΣΑΙ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ Ο ΘΕΟΣ, ΝΑ ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΕΞΕΤΑΣΕΙ. ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΕΠΙΤΥΧΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΠΤΕΥΕΙΝ. Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ ΣΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Η ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΟΥ ΕΝ ΤΩ ΦΩΤΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΠΡΟΣΕΞΕ ΟΜΩΣ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΕΚΕΙΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟΣ, ΑΝΕΤΟΣ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΣΑΙ, ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ. Πες αποβραδίς το καλησπέρα στον Θεό, ούτως ώστε να σου πει Εκείνος το καλημέρα με την ανατολή του φωτός, και ΝΑ ΤΟΝ ΔΕΙΣ. Ως ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, Η ΝΥΚΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΣΟΥ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΩΝ, ΤΗΣ ΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΡΙΣΜΑΤΩΝ.

Εάν ζεις όπως σου είπα, λέγει ο άγιος Ησύχιος, καταλαβαίνεις τι σου λέγω. Εάν και εμείς νήφωμε με κόπο και ιδρώτα την νύκτα, τότε πραγματικά θα λάβωμε. Αλλά, εάν τυχόν δεν λάβωμε, αυτό σημαίνει ότι δεν μας κόστισε η νύκτα, ότι δεν θελήσαμε να παλέψωμε. δεν βρήκαμε το εύκολο κουμπάκι, με το οποίο ανάβει το φω, έρχεται ο Χριστός, οπότε τον βλέπει αμέσως. Βρες το και αμέσως θα λάβεις.

Σκορποχώρι να είναι η ζωή μας, όμως με την νήψη αποκαθίστανται τα πάντα. Κάνε λοιπόν εσύ την λειτουργία της αγρυπνίας σου και θα λάβεις οπωσδήποτε από τον Θεό την γνώση και την δόση. Θα γνωρίσεις και θα λάβεις. ΟΥΔΕΜΙΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ. ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ, ΟΥΤΕ ΟΙ ΑΓΙΟΙ. 

Αρχιμανδρίτου Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, 
"Λόγος Περί Νήψεως", εκδ. Ίνδικτος

Όταν έρχεται το Άγιον Πνεύμα, τότε αρχίζεις και βλέπεις...




Θυμάμαι κάποιον, που από μικρό παιδάκι τον συμβούλευαν πώς να ζει, για να γίνει τέλειος χριστιανός.
Του απαριθμούσαν όσα όφειλε να αποφεύγει, και τα τεκμηρίωναν με παραδείγματα από την ιστορία και από τους αγίους, για να τα εφαρμόσει.
Εκείνος ο καημένος στενοχωριόταν, διότι όλα αυτά ήταν πολλά και δεν μπορούσε να τα θυμηθεί.
Του είπαν τότε ότι θα του κάνουν ένα περιληπτικό σχέδιο, και συμφώνησε με χαρά.
Το έμαθε γρήγορα κατακόρυφα, το συνδύασε μετά και οριζόντια, το έλεγε από έξω.
Προσπαθούσε να το εφαρμόσει. Περνούσαν όμως τα χρόνια και έβλεπε ότι τίποτε δεν πετύχαινε.
Πήγε τότε στον Πνευματικό του και του λέγει: 
Πάτερ μου, εγώ δεν μπορώ να τα εφαρμόσω αυτά, έχω πλέον κουραστεί. Πες μου κάτι πιο εύκολο.
Και εκείνος του απαντά: Να σιωπάς. Να σιωπά η γλώσσα σου και το μυαλό σου, και να μην αφήνεις τον νου σου να πάει αλλού, παρά μόνον στον Χριστό. Πονάς; 
Μην πεις πονώ, διότι θα φεύγει ο νους σου από τον Χριστό. Το στόμα και το μυαλό σου θα μιλούν μόνον δια τον Χριστό.
Στην αρχή απόρησε εκείνος: Μα, πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό;
Αλλά προσπαθούσε, όσο μπορούσε να το εφαρμόσει.
Πέρασαν δύο χρόνια, και τότε θυμήθηκε την αγωνία που είχε για να εφαρμόσει το σχέδιο που του έλεγαν. Τί παράξενο όμως! Διαπίστωσε ότι όσα δεν μπορούσε να κάνει τότε, είχαν γίνει τώρα από μόνα τους!
Πώς; 
Από το Άγιο Πνεύμα. 
Τον επισκέφθηκε το Άγιον Πνεύμα, του λάλησε στην καρδιά, του φώτισε την ύπαρξη, και η κατάστασης του αλλοιώθηκε από μόνη της. Όπως, όταν μπαίνει σε αυτόν τον χώρο το φώς, φεύγει το σκοτάδι, και τότε βλέπω το χαμόγελό σας, τα καθάρια μάτια σας και διορώ τις αγνές και καθαρές καρδιές σας, έτσι ακριβώς και τα πάντα μέσα μας φωτίζονται και παίρνουν θέση ενώπιον του Θεού.
Να τα αποτελέσματα της νήψεως. Έρχεται το Άγιον Πνεύμα και ανακαλύπτεις ότι κατέχεις τα πάντα.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Οι άγιοι στη ζωή μας.




Κάθε ημέρα στην εκκλησία ζητάμε τις πρεσβείες των αγίων. Αυτές οι πρεσβείες είναι ολόκληρη δύναμις, ολόκληρος κόσμος που βγαίνει από τους αγίους και από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Αλλά οι άγιοι δεν μεσιτεύουν απλώς. Με το να βλέπουν τον Χριστόν και να γνωρίζουν την ζωή του, και με το να δέχωνται εν Πνεύματι Αγίω θείο φωτισμό ο οποίος θα γίνη πλήρης την ημέρα εκείνη, όταν θα παραβρεθούμε και εμείς μαζί τους, ο Χριστός γίνεται πλέον περιουσία τους και φωτίζουν και εμάς. Διαφωτίζουν τον νου μας, μας αποκαλύπτουν. Όταν έχω κάτι και μου το ζήτησης, θα σου το δώσω. Αν έχω δύο χιτώνες, ο Θεός με υποχρεώνει να σου δώσω τον ένα. Αλλά και αν έχω έναν, σε λυπάμαι και σου τον δίνω και αυτόν και ζητάω άλλον από τον ηγούμενο. Ο άγιος, που έχει τόσο πλούτο από τον φωτισμό του Θεού, δεν θα δώση και σε μας; Μπορεί να μας το αρνηθή αυτό;
Ο θείος φωτισμός είναι το βαθύτερο και το σπουδαιότερο που μπορούμε να ζητήσωμε από τους αγίους. Ό,τι και αν μας λείπη, αποκαθίσταται ή μπορούμε να ζήσωμε χωρίς αυτό. Αλλά χωρίς τον φωτισμό, την γνώσι δηλαδή, δεν μπορούμε να ζήσωμε. Η γνώσις του Θεού συντηρεί τα κύτταρά μας και ενώνει το πνεύμα μας, μας παριστάνει ενώπιον του Θεού και μας σώζει και μας βάζει στην βασιλεία των ουρανών. Η γνώσις ή η άγνοια του Θεού, ή μικρή ή η μεγάλη, μας κάνει ζωντανούς ή νεκρούς. Για όλους αυτούς τους λόγους ο άγιος δεν αντέχει να μην εκφράση την αγάπη του με το να μας πλουτίζη με τον θείο φωτισμό, με το να μας διαφωτίζη στο κάθε μας θέμα.
Επί πλέον, οι άγιοι δεν κάνουν κάτι μακριά από εμάς, δεν πηγαίνουν πίσω από εμάς για να παρακαλέσουν τον θεόν, αλλά προσεύχονται μαζί μας. Εφ’ όσον είναι πρόσωπα, όταν γονατίζω εγώ, αυτός που κάθε ημέρα είναι με τον Θεόν, γονατίζει μαζί μου, συν-γονατίζει, συνιδρώνει, συμπάσχει, συναγωνιά με την δική μου παράστασι ενώπιον του Θεού. Μη σας κάνη αυτό εντύπωσι. Αναγώνιος είναι η αγωνία του αγίου, αλλά είναι μία αγωνία, μία συμμετοχή στην ζωή μας. Εφ’ όσον το Πνεύμα κράζει, «αββά ο πατήρ», και αγωνιά μαζί μας, εφ’ όσον ο Πατήρ και η κτίσις αγωνίζονται μαζί μας, δεν θα αγωνισθή ο άγιος που τον φέραμε και τον βάλαμε στο κελλί μας; Και είναι τόσο εύκολη αυτή η πράξις! Κάνεις μια μικρή έπιστράτευσι και υποχρεώνεις όλους τους αγίους να γονατίσουν μαζί σου.
Μα, θα μου πήτε, συναγωνιά ο άγιος; Γιατί; Διότι εμείς είμαστε άνθρωποι ακόμη, φέρομε το σαρκικό αυτό περίβλημα, έχομε την χονδροείδεια του μυαλού μας και της καρδιάς μας και δεν έχομε σταθερότητα στην πορεία μας. Τώρα μπορεί να κλαίω και μετά να γελάω. Τώρα να ζητώ κάτι από τον Θεόν και μετά να αναρωτιέμαι γιατί το ζητώ. Ή τώρα να ζητώ κάτι και μετά να το ξεχνώ. Τώρα να υπόσχωμαι κάτι και μετά να κάνω το αντίθετο. Τώρα να ορκίζωμα; στον Θεόν πως θα μετανοήσω και μετά να περιπίπτω στην ίδια αμαρτία με την δική μου γνώμη και βουλή. Δεν έχω δει τον Θεόν με τα μάτια μου τα σαρκικά, όπως τον θέλω εγώ, δεν μου παρέχει ο Θεός τον εαυτό του, όπως εγώ θα το ήθελα ή το φανταζόμουν, και του εκφράζω τις αφέλειές μου, τα παιδιαρίσματά μου, παίζω μαζί του και τον χάνω μέσα από τα χέρια μου.
Ο άγιος από την μια έχει ενώπιον του την βεβαιότητα του Θεού, την αγάπη του Θεού, όλη· την θεία οικονομία, και μπορεί να την πιάση και να μας την δώση, και από την άλλη έχει εμάς τους ανίδεους και χονδρούς ανθρώπους και δεν ξέρει τι να κάνη μαζί μας. Δεν είναι βέβαιος, αν μετά από μισή ώρα θα μείνωμε πιστοί στην υπόσχεσι που του δίνομε τώρα, αν αύριο θα τον ξανακαλέσωμε για να συν-γονατίση μαζί μας. Εχομε την βούλησί μας και αύριο μπορεί να τον ξεγελάσωμε, και τότε θα αναγκασθή να παραστή κενός ενώπιον του Θεού.
Κάποιος Γέροντας παρακαλούσε την Παναγία για τους υποτακτικούς του και μία ήμερα είδε στο όνειρό του τον Χριστόν να της λέγη: Πήγαινε, μητέρα μου, και μη με ξεγελάς άλλο· τους βλέπεις ότι είναι αμετανόητοι. Πόσες φορές και οι άγιοι παίρνουν την ίδια απάντησι, όταν εμείς τους ζητάμε και εν συνεχεία τους εγκαταλείπωμε!
Οι άγιοι λοιπόν ενεργούν οι ίδιοι, μεσιτεύουν για μας και μας φωτίζουν, συμπροσεύχονται μαζί μας και συναγωνιούν, συμπάσχουν και συμμετέχουν στην δική μας πάλη. Και όλα αυτά τα κάνουν από μόνοι τους. Εμείς καλούμε τον άγιο, του ζητάμε αυτό που θέλομε, καμιά φορά με πολύ δισταγμό, και ο άγιος αναλαμβάνει το δικό μας υστέρημα να το αναπλήρωση. Προσπαθεί και εμάς να ζωογονή και τον Θεόν να συγκινή. Όπως φέρνεις έναν λογιστή και σου κάνει στο ακέραιο την εργασία, εσύ όμως δεν ξέρεις τι σου έκανε, όπως εμπιστεύεσαι τον γιατρό και σου διανοίγει τα σπλάγχνα, αλλά εσύ δεν πονάς ούτε καταλαβαίνεις τίποτε, έτσι ακριβώς καλείς τον άγιο και όλα τα κάνει μόνος του. Εμείς δεν έχομε τίποτε να κάνωμε· εν συνεχεία πάμε και κοιμόμαστε, ο άγιος όμως συνεχίζει να κάνη την δουλειά του. Άραγε συνεχίζει; Βεβαίως συνεχίζει. Συνεχίζουν οι δαίμονες να μας πειράζουν, και θα σταματήση ο άγιος την δουλειά του;
Οι άγιοι παραβιάζουν ακόμη και τα άδυτα του Θεού και την γνώμη του. Πόσες φορές η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον Θεόν μεταμελούμενον! Ασφαλώς, ουδέποτε μεταμελείται ο Θεός, αλλά το γεγονός αυτό δείχνει το πόσο ακούει τους άγιους του. Ο Θεός αποκαλύπτεται εμφανώς στους άγιους, και εκείνοι τον αποκαλύπτουν και σε μας. Μας μεταφέρουν δηλαδή τα άδηλα και τα κρύφια της γνώσεως του, σύμφωνα με την θεία οικονομία και πρόγνωσι. Οι άγιοι είναι δικοί μας.
Αφού προσκαλέσωμε τόσο απλά τους αγίους, με την εικόνα τους, τα λείψανά τους ή τον νου μας, οι άγιοι γίνονται η ζωντανή συντροφιά μας. Και επειδή ο άγιος είναι αχώριστος από τον Θεόν, το ξέρω ότι μαζί του είναι και ο Θεός. Ακόμη και αν εγώ είμαι μέσα στην αμαρτία, μέσα στην δυσωδία, και δεν μπορή να ενεργήση σε μένα ο Θεός, ακόμη και αν δεν τον νοιώθω, το ξέρω και το πιστεύω ότι μαζί με τον άγιο είναι και ο Θεός.
Επίσης, το ξέρω ότι ο άγιος είναι για μένα μία ευφροσύνη. Πόσες φορές κουβεντιάζαμε για να απαλλαγούμε από το βάρος της μοναξιάς! Πόσες φορές λέμε αηδίες, γιατί είμαστε στενοχωρημένοι και θέλομε να μας φύγη η δυσκολία, ο πειρασμός, η στενοχώρια, ή θέλομε να σπάσωμε τα οχυρά που μας χωρίζουν από τους άλλους! Πόσες φορές έχομε κάποιο σύμπλεγμα μέσα μας από την αμαρτία μας, από την αναπηρία μας, από την μει¬ονεξία μας, και δεν ξέρομε τι να κάνωμε! Τότε βγαίνομε έξω να αναπνεύσωμε αέρα ή πάμε στο κελλί ενός αδελφού μας να του πούμε κάτι. Για την περίπτωσι αυτή οι Πατέρες λένε, αν έλθη ο αδελφός σου και σου πη πως είναι στενοχωρημένος, πέταξε αμέσως το κομποσχοίνι σου, μη τυχόν το δη και καταλάβη ότι προσευχόσουν, και αμέσως πες του: Αδελφέ μου, τί έχεις; Διαφορετικά θα φερθούν οι άγιοι; Αφού έτσι φερόμεθα εμείς, που διατρέχομε τον κίνδυνο να παρασυρθούμε από τον αδελφό μας στην αμαρτία, δεν θα φερθή ο άγιος, ο οποίος δεν παρασύρεται και μπορεί να διάλυση τα νέφη μας και να γίνη για μας μία πραγματική ευφροσύνη;
«Εγχρονίζει η ευφροσύνη τοις δικαίοις». λέγει η Άγια Γραφή. Η ευφροσύνη γίνεται στοιχείο συνακόλουθο, αδιαλείπτως ενωμένο με τον δίκαιο. Αν η Αγία Γραφή το λέγη αυτό για τους ζώντας δικαίους, οι οποίοι αύριο μπορεί να πέσουν, πόσο μάλλον ισχύει για τους αγίους, οι οποίοι δεν πίπτουν πλέον. Σε αυτούς η ευφροσύνη εγχρονίζει πολύ περισσότερο. Ερχόμενος λοιπόν ο άγιος, έρχεται μαζί με την ευφροσύνη του, με το χαμόγελό του, με τα χαρακτηριστικά του, με τις εμπειρίες του, με την ζωή του• είναι ο ίδιος, έχει τα ίδια μυαλά, ζη όπως όταν ήταν κάτω στην γη. Επομένως, μπορώ πολύ εύκολα να αποκτήσω την ευφροσύνη, που μου είναι τόσο αναγκαία για να προσεύχωμαι άνετα.
Ο άγιος όμως δεν είναι μόνον η συντροφιά μας, η ευφροσύνη μας, είναι και «η πανήγυρίς μας εν τοις πρωτοτόκοις», η συμμετοχή μας στον χορό όλων των αγίων. Για να νοιώσωμε αυτή την πραγματικότητα, ας θυμηθούμε το όραμα του προφήτου Δανιήλ το σχετικό με την επικράτησι του Χριστού, της Εκκλησίας και των αγίων. Ο Προφήτης παρουσιάζει με θηρία τα διάφορα έθνη, τα οποία νικώνται από τον Υιόν του Θεού και πίπτουν, τον δε Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον επί νεφελών και τον Παλαιόν των ημερών καθήμενον επί του θρόνου του για να δικάση την οικουμένη, τα έθνη, τους βασιλείς, τις ψυχές των ανθρώπων. Τα πάντα εξουθενώνονται, δεν μένει τίποτε, δεν αντιστέκεται τίποτε στον Υιόν του ανθρώπου. Σε αυτόν ο Παλαιός των ημερών χαρίζει την αρχή και την τιμή και την βασιλεία. Δηλαδή ο Πατήρ μεταβιβάζει τα δικαιώματά του στον Υιόν, παραδίδει τα πάντα στα χέρια του, μέχρις ότου αποκατασταθούν τα πάντα και ο Υιός τα παραδώση στον Πατέρα.
Άλλος Προφήτης λέγει, «η αρχή επί του ώμου αυτού». Με το ουσιαστικό «αρχή» δεν εννοεί τόσο την εξουσία, όσο την θεότητα· θέλει να δηλώση ότι η ύπαρξις του Υιού, και μάλιστα το είναι του, η δύναμίς του, είναι συνυφασμένη με την θεότητα, και επομένως ο Υιός είναι Θεός. Ο Υιός του ανθρώπου δεν είναι κάποιος άνθρωπος αλλά ο Υιός του Θεού. Η λέξις «αρχή» αποκαλύπτει την θεότητα του Υιού, ήτοι την αΐδιο πρόσληψι των πάντων εν τω Θεώ και τήν βεβαιότητα αυτής της αληθείας, και έτσι νοιώθομε μια ασφάλεια. Ο Υιός του ανθρώπου, ο οποίος ίσταται ανάμεσα στον Παλαιόν των ημερών και στον πεσμένο άνθρωπο, είναι ένας Θεός, μάλλον είναι ο Θεός.
«Αυτώ εδόθη η αρχή και η τιμή». Όλη η προσκύνησις, που απενέμετο στον Γιαχβέ, τώρα απονέμεται στον Υιόν του Θεού. Εμείς οι χριστιανοί, επικαλούμενοι τον Θεόν, εννοούμε τον Χριστόν. Ό,τι και αν κάνωμε, θα πούμε. Χριστέ μου. Και αν πούμε, Θεέ μου, πάλι τον Χριστόν εννοούμε. Το ότι ο Πατήρ έδωσε στον Υιόν όλη την τιμή, σημαίνει ότι τον έκανε και εκείνον βασιλέα, αρχιερέα, προφήτη, διδάσκαλο, τα πάντα. Ο δημιουργός Πατήρ έκανε τον Υιόν εξουσιαστή των πάντων και Κύριον όλων των ψυχών μετέδωσε τον εαυτό του στον Υιόν, μολονότι δεν υπήρξε χρόνος κατά τον οποίον ο Υιός δεν ήταν εν τω Πατρί, και τώρα, σαρκούμενος ο Υιός, ο Πατήρ του μεταδίδει με την άρχιερωσύνη και όλον τον κόσμο, ο οποίος συμβολίζεται με τα θηρία που νικά. Εν συνεχεία του χαρίζει τήν βασιλεία, την καινούργια βασιλεία, την ερχόμενη, την βασιλεία του Θεού, των αγίων, και όχι τα βασίλεια. Αυτά τα διέλυσε ως ατμίδα, καταποντίζοντάς τα στην υπό των βιαίων άνεμων ταρασσομένην θάλασσαν.
Και συνεχίζει ο Προφήτης: Ο Παλαιός των ημερών «έδωκεν το κρίμα τοις αγίοις». Οι προφητείες συνήθως έχουν κάτι ανακόλουθο· πρέπει κανείς να δη το νόημά τους με το πρίσμα της ιστορίας και με το πνεύμα των ιδίων των προφητών. «Το κρίμα σου τω βασιλεί δος», λέγει ο Ψαλμωδός. «Κρίμα» εμείς θα λέγαμε ότι είναι το δίκαιο, η απόδοσις της δικαιοσύ¬νης· κυρίως όμως είναι η δικαίωσις. Αλλά η δικαίωσίς μου είναι η νίκη μου. Αν παραδέχεσαι πως είχα δίκαιο, μου δίνεις την νίκη. Και εδώ το κρίμα έχει την έννοια της νίκης. Ο Παλαιός των ημερών όμως δεν έδωσε την νίκη σε αυτόν που έδωσε την βασιλεία και την τιμή και την αρχή, αλλά την έδωσε «τοις αγίοις». Δηλαδή τώρα όλα τα δικαιώματα του Υιού, την αρχή, την εξουσία, την προφητεία, την αρχιερωσύνη, τα παραδίδει στους αγίους, σε μας τον νέο Ισραήλ.
«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι». Πόσο εκφραστική είναι η Πάλαια Διαθήκη! Ανοίγεις τις πύλες, μπαίνεις μέσα και παίρνεις τα πάντα υπό την κατοχή σου. Ο Πατήρ παίρνει τα πάντα από τον Υιόν, με την αγάπη και την αποδοχή του Υιού, και τα παραδίδει στους αγίους. Την βασιλεία που είχε χαρίσει στον Υιόν, την παίρνομε εμείς. Επίσης, την τιμή του Υιού την δίνει σε μας. Άρα οι άγιοι γίνονται φορείς όλων των δυνατοτήτων, όλων των δυνάμεων, Όλων των εξουσιών, όλης της οντότητος, θα λέγαμε, του Χριστού. Εντεύθεν ο Χριστός είναι οι άγιοι και οι άγιοι είναι ο Χριστός, και έτσι έχομε πλέον την πανηγύρι των πρωτοτόκων, την ίδια την Εκκλησία, δηλαδή το σύνολο των αγίων, οι οποίοι λαμβάνουν από τον Θεόν την δικαίωσι και την νίκη. Ο Χριστός ευχαρίστως τους παραχωρεί τα πάντα, μέχρις ότου έλθη η ώρα που και εμείς θα τα παραδώσωμε σε εκείνον και εκείνος θα τα παραδώση στον Πατέρα. Τότε, θα κλείση η ιστορία, για να ανοίξη πια η αιωνιότης, η διαρκής σχέσις Θεού και ανθρώπου.
«Και την βασιλείαν κατέσχον οι άγιοι». Οι άγιοι άρπαξαν την βασιλεία, την κέρδισαν, την κατέκτησαν και την κρατούν γερά· την κατέχουν, δεν θα την κατάσχουν, τους την έδωσε ο Πατήρ. Και αν ερμηνεύσουμε τυπολογικά την Παλαιά Διαθήκη, το ανωτέρω χωρίο αναφέρεται στην Εκκλησία, πολύ δε περισσότερο στην βασιλεία των ουρανών. Αυτή η κατοχή δηλαδή είναι πληρέστατη και τελεία στους άγιους, οι οποίοι ήδη θριαμβεύουν στον ουρανό.
Οι άγιοι λοιπόν, τους οποίους προσκαλούμε στο κελλί μας, έχουν την νίκη, την κατοχή της βασιλείας των ουρανών. Επομένως, οι άγιοι είναι για μας η δυνατότητά μας, το περιβάλλον μας μέσα στο οποίο συγχορεύομε και εμείς ενώπιον του πολιού ουρανίου Πατρός και ενώπιον του Υιού του Θεού, ο οποίος μας παρέδωσε τα πάντα και μας έκανε θεούς, διά της προσλήψεως του φυράματός μας.
Άραγε, πώς οι άγιοι γίνονται για μένα η νίκη; Βεβαίως η νίκη υπήρξε ο Χριστός. Αυτός «εξήλθε νικών», αλλά την νίκη την παρέδωσε στους αγίους. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι είναι η νίκη των δύο κόσμων που φέρω μέσα μου. Μέσα μου έχω από την μια τον φρικτό κόσμο των παθών μου, που δεν μπορώ να τον κάνω τίποτε. Δεν μπορώ να βάλω τα χέρια μου και να βγάλω τα πάθη από την καρδιά μου. Δεν μπορώ να διώξω τον λογισμό μου· δεν μπορώ να συγκρατήσω τα λόγια μου, διαρκώς μου ξεφεύγουν. Είμαι όλος εμπαθής, μαύρος, δυσώδης και τερατώδης. Από την άλλη όμως είναι μέσα μου και ο κόσμος των θείων επιθυμιών, ο κόσμος της αγάπης του Θεού, το όνειρό μου να πάω στον ουρανό. Εγώ στέκομαι ενώπιον των αγίων με αυτούς τους δύο κόσμους. Οι άγιοι είναι «η νίκη η νικήσασα τον κόσμον». Ποιός είναι ο κόσμος; Ο κόσμος είναι η αμαρτία, ο σατανάς, είναι όμως και η Εκκλησία, η ίδια η παρουσία του Χριστού. Ο κόσμος είναι αυτοί οι δύο οι κόσμοι, ο Χριστός και η αμαρτία, δηλαδή ο σατανάς, ο οποίος οργιάζει και κυβερνάει τα πάντα -ακόμη και μένα- και τα ρίχνει στην φθορά. Οι άγιοι είναι η νίκη και των δύο αυτών κόσμων. Συγκαλώντας εγώ τους αγίους μου, συμμετέχω στην νίκη του αγίου και επιβάλλω την νίκη αυτή και στον κόσμο.
Οι άγιοι είναι ακόμη η προσκύνησις του Κυρίου, ο οποίος, αφού εκενώθη, εδόθη σε αυτούς και υπάρχει εντός τους. Άλλωστε οι Πατέρες σαφώς λέγουν ότι «επί το πρωτότυπον διαβαίνει η προσκύνησις». Όπως, όταν προσκυνώ την εικόνα ενός αγίου ή το λείψανό του -που πολλώ μάλλον έχει τα στίγματα όχι των αιμάτων, αλλά του Αγίου Πνεύματος διότι αγιάσθηκε-, η προσκύνησις γίνεται στον άγιο, έτσι και η προσκύνησις ενός αγίου, της ζώσης εικόνος του Θεού, μεταβαίνει επί το πρωτότυπον, τον Θεόν.
Ποιός μπορεί να αρνηθή τις Οικουμενικές Συνόδους, την πείρα των Πάτερων; Όσο ανόητος και ψυχρός να είναι, αυτό δεν μπορεί να το κάνη. Δηλαδή μπορεί να πη, δεν σε νοιώθω, Θεέ μου. Αλλά δεν μπορεί να πη, δεν υπάρχεις, διότι δεν μπορεί να είπε ψέματα ο Μέγας Βασίλειος, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο άγιος Χρυσόστομος, ο Μέγας Αθανάσιος, ο άγιος Διονύσιος. Κάποιος θα είπε τήν αλήθεια. Ένας μόνον να είπε την αλήθεια, ο Θεός είναι εδώ μπροστά μου.
Οι άγιοι είναι και το μέλλον μου, η βασιλεία των ουρανών. Επειδή, οι άγιοι «κατέσχον την βασιλείαν», σημαίνει ότι τώρα αυτοί κυριαρχούν, αυτοί έχουν τα κλειδιά, για να ανοίξη η θύρα της βασιλείας, αυτοί έχουν τους θρόνους. Επομένως, έχοντας μαζί μου τον άγιό μου ή τους άγιους μου, κατέχω το μέλλον, εισέρχομαι στο μέλλον, στην βασιλεία των ουρανών, που θέλω να πάω. Η εσχατολογία μου δεν είναι κάποια θεωρία, κάποια φιλοσοφία, είναι μία αλήθεια. Με τους αγίους εισέρχομαι στον κόσμο τον οποίο επιθυμούσα μέχρι προ μιας στιγμής ή, καλύτερα, έχω το μέλλον μου έδώ, διότι το μέλλον μου είναι οι άγιοι.
Οι άγιοι είναι επίσης η παρρησία μου. Όταν τόσο δικαιωματικά, τόσο εξουσιαστικά εισέρχωμαι με τον άγιο στην βασιλεία των ουρανών, ο άγιος είναι για μένα η παρρησία μου. Επειδή αυτός είναι μέσα, αρπάζει και μένα. Λέμε στην λειτουργία μας, μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων: «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν υπέρ των προπατορων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών». Γιατί; Διότι αυτοί μπήκαν στην βασιλεία των ουρανών.
Εφ’ όσον λοιπόν οι άγιοι είναι το μέλλον μου, και εφ’ όσον εγώ είμαι μέλος του σώματος του Χριστού, οι άγιοι αυτοί είναι η οικογένειά μου και η τιμή μου. Μπαίνοντας και εγώ στον χορό τους, γίνομαι οικείος του Θεού. Από εκεί που ήμουν ένας απλός άνθρωπος, ένας οικογενής, γεννημένος σε ένα σπίτι, δούλος ή υιός, γίνομαι ο οικείος, ο σύμφυτος, ο φίλος, ο υιός του Θεού. Τί άλλο μπορώ να επιθυμήσω; Τί άλλο θα ήθελα να έχω και δεν το παίρνω καλώντας μπροστά μου τους αγίους; Και όλα αυτά μου τα δίνει ο άγιος, χωρίς εγώ να τα επιδιώκω, χωρίς να αναλογίζωμαι τι θέλω. Όλα τα τακτοποιεί ο άγιος. Όπως πάω στον δικηγόρο μου και εκείνος τακτοποιεί την υπόθεσί μου και μου στέλνει την απόφασι, έτσι ακριβώς και οι άγιοι ρυθμίζουν τα πάντα. Εγώ, αφού τον επικαλέσθηκα, πάω και κοιμάμαι· εκείνος όμως, ενώ εγώ κοιμάμαι, συνεχίζει την πορεία του και μου ετοιμάζει τα πάντα.
Συχνά παρουσιάζουν τους ασκητάς να προσεύχωνται μέσα σε μια σπηλιά μπροστά σε μια εικόνα, κατά κανόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κάποιος άγιος προσερχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας είχε πάρα πολλούς σαρκικούς πειρασμούς. Μα τί έπαθα, αναρωτιόταν. Εγώ προσεύχομαι στην Παναγία, και ο σατανάς συνεχώς με πειράζει. Πότε θα σταματήση; Τότε παρουσιάζεται ο σατανάς και του λέγει: Γιατί διαμαρτύρεσαι; Εσύ φταις. Μην προσκυνάς αυτή την εικόνα, και εγώ δεν θα σε πολεμήσω άλλη φορά. Του είπε την αλήθεια. Ο σατανάς στις υποσχέσεις του είναι πιο τίμιος από εμάς. Οι άγιοι εξόρκιζαν τον σατανά και έλεγε την αλήθεια. Εμείς, και να μας εξορκίζουν, δεν την λέμε.
Δέχθηκε ο σατανάς να φύγη, αρκεί ο μοναχός να σταματούσε να προσκυνά την εικόνα, διότι η προσκύνησις, το άνοιγμα των χειρών μπροστά σε εκείνη την εικόνα, ήταν η τελεία επιτυχία. Αν, σκέφθηκε ο σατανάς, σταματήση να προσκυνά την εικόνα, τότε δεν χρειάζεται να τον πειράζω εγώ. Μόνος του θα χάση την βασιλεία, την παρρησία, και θα πέση σε απομόνωσι, θα ξεφύγη από τα χέρια του Θεού και θα παύση να είναι κάτω από το εκχυνόμενο αίμα του Χριστού, και κάτω από το Άγιον Πνεύμα που τον βρέχει και τον σκεπάζει.
Εχουμε λοιπόν μαζί μας τον Θεόν, την Αγία Γραφή, δηλαδή όλη την ιστορία της Εκκλησίας και όλη την οικονομία του Θεού, έχομε τους αγίους, πιθανόν και τα έργα των χειρών μας. Ποιός απομένει να μπη στο κελλί μας; Αυτός που κατά κανόνα λείπει είναι ο εαυτός μας, και κυρίως ο νους μας, διότι τριγυρίζει. Το πρόβλημα τώρα είναι να βάλωμε μέσα εκεί και τον εαυτό μας. Οι άγιοι έρχονται, ο Θεός έρχεται, όλοι υπακούουν στον «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένον» άνθρωπο, δεν υπακούει μόνον ο ίδιος στον εαυτό του ούτε και στην προσκλη¬σι του Θεού. Γι’ αυτό, το μεγάλο πρόβλημα στην αγρυπνία μας είναι η παρουσία του ιδίου του εαυτού μας. Προφανώς, αυτή επιτυγχάνεται διά της προσευχής.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης 

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 482-494)

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ



Θέλετε λέγει ο άγιος, να σας πω την αλήθεια; Για να μην έχετε πειρασμούς και κακούς λογισμούς, χρειάζεται να ησυχάζει το μυαλό σας. Να μην έχετε ούτε δεξιούς λογισμούς.

Εδώ είναι η δική μας αποτυχία: Μόλις δούμε έναν καλό, κατά την γνώμη μας λογισμό, τον δεχόμαστε. Όταν όμως συνηθίσωμε να πιάνουμε τις μέλισσες, θα πιάσωμε και σφήκα, και αυτή θα μας τσιμπήση και θα πονέσωμε πολύ.

Γι' αυτό, προ πάντων είναι αναγκαίο να φοβούμεθα τους δεξιούς λογισμούς. Να μην κινούνται ούτε αυτοί μέσα μας, για να παραμείνει μόνον το όνομα του Ιησού, ο Χριστός.

Όπως όταν πρόκειται να βρέξη, βλέπομε την αστραπή να διασχίζη ταχύτατα τον αέρα του στερεώματος, έτσι ακριβώς και στον χώρο της καρδιάς μας οφείλομε να λέμε συνεχώς και ταχύτατα -αει στρεφειν- το όνομα του Ιησού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ανάλογα με το πόσο χωράει η καρδιά μας.

Διότι η ευχή μας χαρίζει τον υετό των θείων χαρίτων και δωρεών, των θείων ευεργατημάτων και εμπειριών, και μας μαθαίνει ότι ο Θεός πολεμάει, ενώ εμείς απλώς παρακολουθούμε την τέχνη του...

Όμως χρειαζόμαστε και κάτι ακόμη:

Προσοχή, ώστε να αποδιώχνωμε αμέσως τον λογισμό. Αυτό επιτυγχάνεται με το να συγκεντρώνωμε την καρδιά μας και να την ανοίγωμε σε όλη την θεότητα, λέγοντας την ευχή του Ιησού. Αυτή είναι η εντέλεια της τέχνης.

Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
Λόγος περί νήψεως, Ερμηνεία στον Άγιο Ησύχιο 

H προσευχή του Αγίου Όρους χθες και σήμερον...





Κανείς μας δὲνἀγνοεῖ, ὅτι ἡπροσευχὴ εἶναιπρωταρχικὴ ἀνάγκη κάθε ψυχῆς, δένδρον ζωῆς, τὸὁποῖον τρέφει τὸνἄνθρωπον καὶ τὸνἀφθαρτοποιεῖ,διότι τὸνκαθιστᾶ κοινωνὸν τοῦἀϊδίου καὶ ἀφθάρτουΘεοῦ. Ὅπως δὲνὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ψυχήν, ἔτσικαὶδὲν νοεῖται τὶςζωντανὸς ἐν Χριστῷ ἄνευπροσευχῆς.
H νοερὰ προσευχὴ εἶναι ἀδιάλειπτος ἐνέργεια τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ὁ ἄρτος, ἡ ζωὴ καὶ ἡ γλῶσσα τῶν ἀΰλων αὐτῶν ὄντων, εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τῶν πρὸς τὸν Θεόν. Οὕτω καὶ οἱ μοναχοί, ἐν σαρκὶ μιμούμενοι καὶ ἀγωνιζόμενοι βιοῦν τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν, ζωπυροῦν τὸν θεϊκὸν αὐτῶν ἔρωτα διὰ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς.
Διὰ τοῦτο, πάλιν καὶ πολλάκις, καὶ μέσα εἰς τὴν ἱστορίαν, βλέπομεν μοναχοὺς ποὺ λησμονοῦν ἀκόμη καὶ ἐπὶ ὥρας καὶ ἡμέρας νὰ φάγουν, ξεχνοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους, ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν νοερὰν ἐνατένισιν τοῦ Κυρίου. Πόσες φορὲς κτυποῦσαν τὴν θύραν ἁγίων ἢ ἐλάλει ὁ πετεινὸς καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ὁ νοῦς των εὑρίσκετο εἰς μετάρσιον κοινωνίαν μετὰ τοῦ Θεοῦ! H προσευχὴ εἶναι δι᾿ αὐτοὺς ἡ πνευματικωτέρα ἄθλησις, ποὺ γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν Πατέρα καὶ Κτίστην τοῦ κόσμου, εἶναι θαλπωρὴ τῆς καρδίας των, ἀνέβασμα εἰς τὰ οὐράνια- εἶναι ἀγκάλιασμα καὶ τρυφερὸς ἀσπασμὸς τοῦ μοναχοῦ πρὸς τὸν Νυμφίον καὶ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν μας.
H Ἐκκλησία μας ζῇ μὲ τὴν προσευχήν- ζῇ μὲ τὰς προσευχὰς τῶν τέκνων της. Βεβαίως ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη προσευχῆς. Ἂν ὅμως θελήσωμεν νὰ ἴδωμεν ποία εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀειῤῥύτως συντηρεῖ τὴν πνευματικότητά της «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ», τότε θὰ πρέπῃ νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς τὰ φωτοφόρα τέκνα της, τὰ ἀποτελοῦντα τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Διότι, ὅπως λέγει ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, αὕτη ἀποτελεῖ τὸ «καύχημα τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας» καὶ ἐκφράζει τὸ σαρκωμένον καὶ βιωμένον Εὐαγγέλιον. Εἶναι ὁ μοναχισμὸς τὸ ἱερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εἰς τὸ ὁποῖον διατηροῦνται ἀλώβητα τὰ δόγματά της, ἀληθὴς ἡ εὐσέβεια, ἀκέραιον τὸ μαρτυρικὸν φρόνημα, ἀνόθευτος ἡ πνευματικὴ παράδοσις, δραστικὴ καὶ σωτήριος ἡ ἀποστολή της, συνεχὲς τὸ ἠδύμολπον τραγούδι της, μὲ τὸ ὁποῖον προκαλεῖ καὶ ἔξυπνα τὸν ἠγαπημένον Χριστόν της καὶ θηρεύει τὴν ὁλόφωτον περιστεράν, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁποῖον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται.
Διὰ νὰ γνωρίσωμεν δὲ πὼς διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία μέσα εἰς τὸν μοναχισμὸν τὴν προσευχήν της, τὴν θεοπρεπὴ ταύτην φωνήν της, δὲν χρειάζεται νὰ τρέξωμεν μακρυὰ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν. Ἐδῶ, εἰς τὴν γειτονιά μας, ἔχομεν τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν πνευματέμφορον ἱεροθήκην τῶν παραδόσεών μας, τὴν θεόῤῥιπτον σανίδα, διὰ τῆς ὁποίας διαρκῶς σῴζονται ἀπὸ τὸν κλύδωνα τῆς ἁμαρτίας πολλοὶ καὶ γεμίζουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Τὴν προσευχὴν τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποιὸς δὲν τὴν γνωρίζει; Ἀποτελεῖται ἀπὸ μίαν φράσιν μικρᾶν, ἀπὸ μετρημένας τὰς λέξεις.
Μὲ τὴν βοερᾶν κραυγὴν «Κύριε», δοξολογοῦμεν τὸν Θεόν, τὴν ἔνδοξον μεγαλειότητά Του, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν δημιουργόν της ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, ὃν φρίττουσι τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ.
Μὲ τὴν γλυκυτάτην ἐπίκλησιν καὶ πρόσκλησιν «Ἰησοῦ», μαρτυροῦμεν, ὅτι εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν, καὶ εὐγνωμόνως τὸν εὐχαριστοῦμεν, διότι μας ἡτοίμασε ζωὴν αἰώνιον. Μὲ τὴν τρίτην λέξιν «Χριστέ», θεολογοῦμεν, ὁμολογοῦντες ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Δὲν μᾶς ἔσωσε κάποιος ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός.
Ἐν συνέχειᾳ, μὲ τὴν ἐνδόμυχον αἴτησιν «ἐλέησόν με», προσκυνοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν νὰ γίνῃ ἴλεως ὁ Θεός, ἐκπληρῶν τὰ σωτήρια αἰτήματά μας, τοὺς πόθους καὶ τὰς ἀνάγκας τῶν καρδιῶν μας. Καὶ ἐκεῖνο τὸ «με», τί εὖρος ἔχει! Δὲν εἶναι μόνον ὁ ἐαυτός μου- εἶναι ἅπαντες οἱ πολιτογραφηθέντες εἰς τὸ κράτος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ μου σώματος.
Καί, τέλος, διὰ νὰ εἶναι πληρεστάτη ἡ προσευχή μας, κατακλείομεν μὲ τὴν λέξιν «τὸν ἁμαρτωλόν», ἐξομολογούμενοι - πάντες γὰρ ἁμαρτωλοί ἐσμεν - καθὼς ἐξωμολογοῦντο καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ἐγίνοντο διὰ ταύτης τῆς φωνῆς υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας.
Ἐξ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἡ εὐχὴ ἐμπεριέχει δοξολογίαν, εὐχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν καὶ ἐξομολόγησιν.
Τί νὰ εἴπωμεν, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τώρα διὰ τὴν νοερᾶν προσευχήν, ἀφοῦ εἰς τὴν ἐποχήν μας, δόξα σοὶ ὁ Θεός, παντοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς καὶ ἀπειράριθμα βιβλία ἐκδίδονται ἀναφερόμενα εἰς τὴν «εὐχήν»; Καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια πλέον τὴν γνωρίζουν καὶ τὴν λέγουν- μικροὶ καὶ μεγάλοι σῴζονται μὲ αὐτήν.
Καὶ εἶναι καλὸν τοῦτο, ἀκόμη καὶ διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολὴν τὰ ψευδώνυμα θρησκεύματα καὶ αἱ ἀπατηλαὶ «ἱεραποστολαί» των ἐπιδεικνύουν τὴν ἰδικήν των δῆθεν προσευχήν, ποὺ εἶναι ὅμως ψυχική, ψευδὴς καὶ δαιμονική. Εἴμεθα χρεώσται νὰ ἀνακαλύπτωμεν τὸν ἰδικόν μας ἀληθῆ θησαυρόν, τὴν νοερᾶν προσευχήν, τὴν μνήμην τοῦ θείου ὀνόματος. Ὀρθῶς λέγει ὁ ψαλμῳδός, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας δίδει ζωήν. Καὶ τί ὡραία ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι «ὡς πῦρ εὐφροσύνης, ὡς φῶς εὐωδιάζον, Ἀποστόλων κήρυγμα, εὐαγγέλιον Θεοῦ, πληροφορία καρδίας, Θεοῦ ἐπίγνωσις, τὸ τοῦ Ἰησοῦ ἀγαλλίαμα, εὐφροσύνη ψυχῆς, ἔλεος Θεοῦ, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, χάρις Θεοῦ. Προσευχὴ ἐστιν ὁ Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πάσι» .
Ναί, μέσα εἰς τοὺς αἰῶνας ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς εὐχῆς, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὁμιλεῖ εἰς τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μὲ αὐτὴν ἐνθουσιάζει τὰ τέκνα της καὶ τὰ θεοποιεῖ. O ἀπόηχός της γεμίζει ὁλόκληρον τὴν κτίσιν καὶ ἡ ἐνέργειά της συνεργεῖ εἰς τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου.
Καὶ τώρα, λοιπόν, τί νὰ εἴπωμεν διὰ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο δώρημα τῆς θείας Χάριτος, τὸ ὁποῖον ἔδωσε καὶ εἰς ἡμᾶς;
Δι᾿ αὐτὸ ἂς ἐρμηνεύσωμεν τὴν ἔννοιαν τῆς εὐχῆς, νὰ ρίψωμεν καὶ μιὰ ματιὰ εἰς τὴν ἱστορίαν της, νὰ ἴδωμεν καὶ μερικὰς πνευματικὰς προϋποθέσεις αὐτῆς καὶ ὠρισμένας κοινωνικὰς ὑποχρεώσεις μας, ἀναγκαίας διὰ τὴν προσευχήν.

..........

Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ ἁγιάζουν τὸ ὄνομά Του- π.χ. εἰς τὸν Ἡσαΐαν ἀναφέρει ὅτι, «δι᾿ ἐμὲ ἁγιάσουσι τὸ ὄνομά μου». Ὀκτακόσια χρόνια πρὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου αὐτοῦ λέγει: Θὰ μοῦ ἀποδίδουν δόξαν καὶ θὰ μὲ ὁμολογοῦν ὡς μόνον Ἅγιον, ἐπικαλούμενοι τὸ ἄστεκτον καὶ ὑπερύμνητον ὄνομά μου. H θεϊκὴ αὐτὴ προσφώνησις εἶναι προσευχή, ἁγιασμός, δόξα καὶ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ἐν ὀνόματι αὐτοῦ καυχώμεθα, ἐξομολογούμεθα Αὐτῷ, δι᾿ Αὐτοῦ λυτρούμεθα, δι᾿ Αὐτοῦ σωζόμεθα, ἐν Αὐτῷ ἀγαλλιώμεθα, διότι ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἐκεῖ καὶ ἡ παρουσία Του.
Καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ὁ Κύριος ἐζήτει νὰ κάνωμεν τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεὸν ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ. O δὲ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἐνθυμεῖσθε, λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἐχάρισεν εἰς τὸν Υἱόν Του ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ὥστε ἐν τῷ ὀνόματί Του νὰ Τὸν προσκυνῶμεν προσευχόμενοι. Τὴν δὲ προσευχήν μας τὴν θέλει ἀδιάλειπτον.
O ἀποστολικὸς Πατὴρ Ἑρμᾶς, θέλων τόσο πολὺ νὰ εἶναι εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, λέγει, ὅτι πρέπει νὰ δεθῶμεν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν νὰ τὸ ἔχωμε φορέσει ἐπάνω μας καὶ δὲν τὸ βγάζομε ποτέ.
O Μέγας Βασίλειος ἐγνώριζε καὶ ὡμιλοῦσε διὰ τὴν νοερὰν προσευχήν, διὰ τῶν αὐτῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦμεν καὶ σήμερα- καί, ἔλεγεν, ὅτι εἶναι ἡ καθολικὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φέρεται λέγων- «βοᾶτε ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς».
Ἂς μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι δὲν τονίζουν τίποτε ἄλλο τόσον, ὅσον συνιστοῦν μοναδικῶς τὴν εὐχήν.
Πολὺ γνωστή μας εἶναι ἡ τριὰς τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ τῆς Κλίμακος τοῦ ἰσαγγέλου, Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου ποὺ σὲ συνεπαίρνει, καὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου τοῦ πνευματοδύτου. Ἀναλύουν τὴν προσευχήν, καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἔρημον καὶ δι᾿ ἐκείνους ποὺ εἶναι εἰς μοναστήρια καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον.
Νὰ ἐνθυμηθῶμεν καὶ τοὺς ἄλλους ἀετούς, τὸν ὅσιον Νεῖλον τὸν ὑπερβάμονα, τοὺς ὁσίους Βαρσανούφιον καὶ Ἰωάννην τοὺς διακριτικωτάτους, τὸν Διάδοχον Φωτικῆς τὸν θαυμάσιον.
Τί νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὸν Γρηγόριον τὸν Σιναΐτην, ὁ ὁποῖος μετέφερε ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Σινᾶ τὴν προσευχήν, τὴν ἐζωοποίησε καὶ τὴν ἀνέπτυξεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος τὸν IΔ´ αἰῶνα; Ἀσφαλῶς δέ, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὑπῆρχε καὶ προηγουμένως εἰς τὸ Ὄρος- ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐγύρισε γῆν καὶ οὐρανόν, εἰς τὸ Ὄρος καὶ παντοῦ διὰ νὰ τὴν διαδώσῃ καὶ τὴν κατέστησε προσευχὴν καθημερινήν. Βεβαίως, τὸ Ὅρος καὶ πρὶν οὐδέποτε ἐστερεῖτο ἀθλητῶν τῆς εὐχῆς, κατὰ πρώτον ζώντων ἀπομεμονωμένως, διότι ὁ ἡσυχασμὸς προεβλήθη ὡς ἡ τελειοτέρα ὁδὸς πνευματικῆς ζωῆς.
Καὶ ποιὸς δὲν γνωρίζει ἀκόμη τὸν περίφημον Μάξιμον τὸν Καυσοκαλυβίτην, τὸν Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν τὸν παμμέγιστον, ὅστις συνέθεσεν ἄριστα τὴν δογματικὴν καὶ πρακτικὴν περὶ νοερᾶς προσευχῆς ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, τὸν ἅγιον Κάλλιστον, τὸν Ἰσίδωρον καὶ τὸν Φιλόθεον τοὺς Πατριάρχας, καὶ ἄλλους πολλούς, ὅπως οἱ Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι καὶ θεωρητικῶς καὶ πρακτικῶς ἔζησαν, ἐφήρμοσαν καὶ ἔγραψαν περὶ τῆς προσευχῆς;
Ὤ, τί νὰ ξεχωρίσωμεν ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ ἔγραψε καὶ ἔζησεν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νέος αὐτὸς μυσταγωγὸς εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὸ πατερικὸν φρόνημα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ κόσμου; Τὸ Ἐγχειρίδιόν του καὶ ἡ Φιλοκαλία εἶναι πλέον κλασσικοὶ ὁδηγοὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
Ἂς ὑπάγωμεν τώρα καὶ εἰς μίαν Μονήν.
Γνωρίζομεν ὅτι εἰς τὸ Μοναστήρι εἶναι μία ἀδιάλειπτος σύναξις τῆς ἀδελφότητος καὶ ὁλοκλήρου της καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπῆρχαν Μοναστήρια, ἂν δὲν ἦσαν, ὄντως, μία καθ᾿ ἡμέραν καὶ κατὰ νύκτα σύναξις. Δι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κέντρον τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ καθημερινὴ λατρευτικὴ ζωή, καὶ μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία.
Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς προσοικειοῦται καὶ ἀφομοιώνει τὸ μαρτυρικόν, ἀσκητικὸν καὶ λειτουργικὸν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα τὸν διαποτίζουν καὶ γίνονται προσωπικά του βιώματα.
Συναθροίζονται οἱ μοναχοὶ εἰς τὸν Ναὸν γνωρίζοντες, ὅτι δὲν εἶναι μόνοι, ἀλλὰ μεθ᾿ ὅλων τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ τιμῶντες τὸν Ἅγιον ἢ τὴν ἑορτήν. H Θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ ὅλη λατρευτικὴ συναγωγὴ τοὺς προσφέρει μίαν βαθεῖαν αἴσθησιν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ αὐτοὶ κοινωνοὶ Αὐτοῦ μυστηριακῶς κατὰ Θείαν ἐνέργειαν. Καὶ ὅσον ἀόρατος εἶναι ὁ Θεός, κατ᾿ ἀναλογίαν καὶ τόσον ἀληθεστέρα εἶναι ἡ μυστικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἐντρύφησις.
H τοῦ Θεοῦ αὕτη κοινωνία, ἐν τῇ λατρείᾳ, ποὺ εἶναι πρωταρχική, συνεχίζεται ἐν τῷ κελλίῳ καὶ ὅπου ἀλλαχοῦ διὰ τῆς εὐχῆς. Διότι ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία προσευχή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐκαθήμεθᾳ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νὰ ὁμιλῶμεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν ἦτο μόνον αὐτό, ἀφοῦ ἀκούει ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ τὰ σπλάγχνα μας, ὅταν κινοῦνται. Καλὸν αὐτό, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον εἶναι ἡ εὐχὴ βρῶσις τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ παρόντος ἐν τῇ μνήμῃ καὶ ἐπικλήσει τοῦ Θείου καὶ φρικτοῦ καὶ γλυκυτάτου ὀνόματός Του. Εἶναι καὶ πόσις μεθυστικοῦ γλεύκους τῆς Χάριτος, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπον μετάρσιον. Ὅλος ὁ Χριστὸς προσλαμβάνεται καὶ εὑρισκόμεθα ἡμεῖς ἀντανακλῶντες τὰς ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ, θεοὶ ἐκ Θεοῦ θεούμενοι, φωτιζόμενοι καὶ μυστικῶς ἐνεργούμενοι.
O μοναχὸς διὰ τῆς νοερᾶς αὐτῆς «λειτουργίας», ὡς λέγουν οἱ ὅσιοι Πατέρες, «ἀληθῶς μάννα διὰ παντὸς ἐσθίει πνευματικόν». Τοῦτο εἶναι πλήρωσις, «πλεῖον ὧδε» ἀπὸ τὸ «μάννα», ποὺ συμβολικῶς καὶ προτυπωτικῶς ἔῤῥιχνε ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ ζήσουν μὲ αὐτό. Τὸ ὠνόμασαν «μάννα», ποὺ σημαίνει: Δὲν καταλαβαίνω τί πρᾶγμα εἶναι αὐτό. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ λέγωμεν: Τί μεγάλο γεγονὸς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή, ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ μετάληψις τοῦ Χριστοῦ μας ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, ὅπως τότε ἔπιπτον ἐξ οὐρανοῦ αἱ νιφάδες τοῦ «μάννα» καὶ ὁ λαὸς ἤσθιε καὶ ηὐφραίνετο.
Ἑπομένως βασικὴ προϋπόθεσις νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστις ὅτι αὕτη εἶναι ἀληθὴς Θεοῦ κοινωνία καὶ βάθρον θεώσεως διὰ τῶν θείων ἐνεργημάτων τοῦ ἀπροσλήπτου Κυρίου, ὅστις δι᾿ αὐτῶν κατέρχεται ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἑνοῦται μεθ᾿ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. O ἴδιος ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, Αὐτὸς ποὺ εἰς τὸ ἓν δακτυλάκι του ἠμπορεῖ νὰ κρατάῃ ὅλον τὸν ντουνιά, Αὐτὸς κρατεῖται ἀπὸ ἡμᾶς! Καὶ εἰσέρχεται ἐν ἡμῖν καὶ συνδιατρίβει καὶ ἐμπεριπατεῖ μέσα μας. Ὅπως εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, ὅταν ἤγρευσαν οἱ Μαθηταὶ πλῆθος ἰχθύων, εἶπεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Πέτρον «ὁ Κύριος ἐστιν», οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅταν ἁπλώνωμεν τὰ δίκτυα τῆς προσευχῆς, ἠμποροῦμεν νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν «ὁ Κύριός ἐστι» μετὰ πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας τὸ βεβαιοῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός. Νάτος! Παρών, ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Διὰ νὰ φωταγωγῆται ὅμως καὶ νὰ λαμπρύνεται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὁ πιστὸς μὲ τὴν εὐχήν, πρέπει νὰ προσέχῃ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνάλογος μὲ τὴν ζωὴν ποὺ ἁρμόζει εἰς τὸν Θεόν. Ἀφοῦ θέλει τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ζῇ θεοπρεπῶς. Νὰ ἐπιδιώκῃ νὰ ξεφύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μιζέρια καὶ τὴν κακομοιριά, νὰ ἐνδυναμώνῃ τὸν ἑαυτὸ τοῦ διὰ τῆς θείας δυνάμεως, νὰ ἀσκῆται, νὰ γίνεται σκεῦος χωρητικὸν τῶν θείων χαρισμάτων. Ἀκόμη, νὰ ἐπιθυμῇ τὴν κάθαρσίν του ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας, πληροφορούμενος ἀπὸ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτόν. Μὲ τὴν ἔμπρακτον θέλησίν του καὶ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νὰ φέρεται πρὸς τὴν δυνατὴν ἀπάθειαν ὁ ἴδιος, καὶ μάλιστα γινόμενος ὁλονὲν θεοειδέστερος.

............

Τώρα ἔχομεν ἓν πρόβλημα, προκειμένου νὰ ἀφιερωθῶμεν εἰς τὴν εὐχήν. Εἴμεθα κεκλεισμένοι μέσα εἰς τὰς ἀπασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, ἀπογοητευόμεθα, ζῶμεν μὲ τὸ ἄγχος, δὲν κατορθώνομεν νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ λογισμούς, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ τρικυμίας. Διὰ νὰ ὑπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διὰ νὰ εἴμεθα χαρούμενοι πρέπει νὰ παίζωμεν κιθάρα ἢ νὰ εὕρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτή! Μᾶς κουράζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ προσευχώμεθα ὅσον καὶ ὅπως θέλομεν.
Δι᾿ αὐτὸ βεβαιοῦν οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ δροσίζουν τὴν ψυχὴν καὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ «ῥώννυσι τὴν ψυχήν, καθὼς ὁ οἶνος τὸ σῶμα».
O λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει εἰς τὴν Γραφὴν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους Πατέρας. Ὅταν μελετῶμεν τοιαῦτα βιβλία, καὶ μάλιστα, ἀσκητικῶν Πατέρων, ὅταν εἴμεθα εἰς τὴν ἐργασίαν μας προσεκτικοί, ὅταν κοπιάζωμεν εἰς τὴν ζωὴν μὴ σπαταλῶντες τὰς δυνάμεις μας, ἀλλὰ δίδοντες αὐτὰ εἰς τὸ καθημερινόν μας καθῆκον, ὅταν οὕτω πὼς ἡ ζωὴ ἡμῶν εἶναι μία ἄσκησις καθημερινή, τότε αὐτὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ μελέτη προλειαίνουν τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ καθίσταται ἱκανὴ νὰ ἀναβαίνῃ πρὸς τὰ ἄνω.
Διὰ νὰ προσεύχεσαι πρέπει νὰ ἔχῃς ἓν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ καλλιεργῇς. Ὅπως προσέχωμεν τὴν ὑγείαν τοῦ σώματός μας, ἔτσι νὰ προσέχωμεν καὶ τὴν ὑγείαν τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ εἴμεθα χαρούμενοι. Ὅταν συνηθίζωμεν νὰ προσευχώμεθα, μᾶς χαρίζεται ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ περισσότερον ἀκόμη. Ἂν προσευχόμενος θλίβεσαι, ἂν βαρυθυμῇς, κάτι μέσα σου δὲν πηγαίνει καλά. Νὰ τὸ κυττάξης, νὰ δώσης προσοχήν, διότι ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιδρᾷ πολύ.
Ἴδετε τί ὡραία ποὺ λέγεται περὶ τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ, ὅστις ὑπέστη τὰ πάνδεινα- ὅτι οὗτος «ἦν τὴν ἔντευξιν ἰλαρώτατος καὶ τὴν ὄψιν ἤδιστος καὶ χαριέστατος». Εἰς τὰς συναναστροφάς του τὸ χαμόγελόν του ἦτο φαιδρότατον, γλυκύτατον τὸ πρόσωπόν του καὶ ὁλόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μᾶλλον ἦτο εἰς τὴν ἀναστροφήν του μὲ τὸν Θεόν, εἰς τὴν προσευχήν του ὡς ἥλιος φωτεινός!
Ἕνας ἄλλος δὲ ἀσκητικὸς Πατήρ, ὁ ὅσιος Νεῖλος, σημειώνει πολὺ ὄμορφα: «Προσευχὴ ἐστι χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας πρόβλημα». Θέλεις νὰ γνωρίσῃς, ἐὰν ἡ προσευχή σου εἶναι ἀληθινὴ καὶ ταπεινή; Παρατήρησε- προβάλλει ἡ ἀγαλλίασις, ἀναδίδεται εὐχαριστία ἐκ καρδίας; Καὶ «ὅταν παριστάμενος εἰς προσευχήν, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην χαρὰν γενήσῃ, τότε ἀληθῶς εὕρηκας προσευχήν».
H προσευχή, ἑπομένως, εἶναι χαροποιός. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ ἔχωμεν καὶ τὸν ἀγῶνά μας κατὰ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τῶν παθῶν. Οὔτε αὐτὸ νὰ μᾶς καταθλίβῃ, ἀφοῦ παρεδώσαμεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ζωήν μας. Ὅμως ὁ ἀγὼν εἶναι ἀναγκαῖος, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ ζωή μας. Ἂν θέλωμεν νὰ τὸ ἐπιτύχωμεν, νὰ μὴ κρατῶμεν ἐντὸς ἡμῶν καμμίαν πικρίαν ἐναντίον ἑτέρου, νὰ μὴ ἀναμειγνυώμεθα εἰς τὴν ζωὴν κανενὸς ἀνθρώπου, νὰ μὴ ἐξαναγκάζωμεν κανένα, νὰ μὴ πληγώνωμεν, νὰ μὴ τὸν στενοχωρῶμεν, οὔτε νὰ στενοχωρούμεθα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Νὰ εἶναι αἱ κοινωνικαὶ σχέσεις μας φυσικαὶ καὶ ἀπλαί. Νὰ νιώθωμεν ὅτι οἱ ἄλλοι, πάντες καὶ ἐγώ, εἴμεθα ἓν καὶ τὸ αὐτό, θεωροῦντες «ἕνα ἑαυτὸν μετὰ πάντων», χωρίς, βεβαίως, νὰ ἀλλοιούμεθα εἰς τὸ φρόνημα ἢ νὰ ἐκτρεπώμεθᾳ εἰς τὴν ζωήν μας καὶ τὰς ἀναστροφάς. Τότε ἡ προσευχὴ εἶναι εὔκολος. Ἀρκεῖ νὰ ἀφήσωμεν τὸν Θεὸν νὰ ἐργάζεται μέσα μας, ὅπως ὁ χωρικὸς ποὺ σπέρνει καὶ περιμένει τὴν βροχούλα τοῦ Θεοῦ.
Ἡμεῖς θὰ ἐνεργῶμεν τὸ ἰδικόν μας ἀγώνισμα, θὰ μνημονεύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλοι μὲ τὸ στόμα, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν εἰς τὴν καρδίαν, ἄλλοι ὅπως τοὺς δίδει ἡ θεία Χάρις, ὅταν τοὺς ἐπισκέπτεται, ὅποτε ἀστράπτει τὸ πνεῦμα τους καὶ κραυγάζοντας συναντάει τὸν Θεόν.
Ἀσφαλῶς ἀξίζει νὰ δίδωμεν χρόνον πολύν, ὅσον δυνάμεθα, ὥστε νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸ πατερικὸν λόγιον «ἀνάγκασον ἑαυτὸν εὐχὰς πολλὰς ποιῆσαι», ἀφήνοντας τὰ πάντα εἰς τὸν Κύριον. Ἀλλ᾿ ἔστω καὶ μίαν εὐχὴν ἂν εἴπωμεν, καὶ τοῦτο ἔχει ἀξίαν μεγάλην. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ «πάσα εὐχή, ἣν προσφέρεις ἐν τῇ νυκτί, πασῶν τῶν τῆς ἡμέρας πράξεων ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τιμιωτέρα». Καὶ γίνεται ἀκόμη ἀποδοτικωτέρα, ἐὰν τὴν προσφέρωμεν κατὰ τὰς νυκτερινὰς ὥρας.
Ἄφησε τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, μᾶς λέγει ὁ ἴδιος εἰς κάθε ἕνα. Κάνε τὸ ἔργον σου καὶ ὁ νοῦς σου εἰς τὴν εὐχήν! Καὶ διάλεξε καλὸν ὁδηγόν, χειραγωγὸν εἰς Χριστόν.
Πρέπει ὅμως νὰ ὑπογραμμίσωμεν, ὅτι εἰς τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὰ πάντα ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί, ἑπομένως, ἠμποροῦμεν νὰ εἴμεθα ἥσυχοι.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μυροδοχεῖον. Τὸ ἀνοίγεις, τὸ γέρνεις καὶ χύνεται τὸ μύρον, πληροῦται εὐοσμίας ὁ τόπος. Βοᾷς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καὶ ἀναδίδεται ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «ἀῤῥαβῶνα Θείου Πνεύματος». Διότι «τὸ ἅγιον Πνεῦμα συμπάσχον ἡμῖν ἐπιφοιτᾷ» καὶ «προτρέπεται εἰς ἔρωτα πνευματικῆς προσευχῆς». Καί, μάλιστα, προσεύχεται καὶ αὐτό, ἀντὶ δι᾿ ἡμᾶς ποὺ ξεχνούμεθα καὶ ἀναλαμβάνει τὰ ὑστερήματά μας, τὰς ἀκαθαρσίας ἡμῶν, τὴν πτωχείαν τῆς ὑπάρξεώς μας. Διότι εἴμεθα ἕκαστος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν προσευχώμεθα γινόμεθα ἱερουργοὶ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Δι᾿ αὐτὸ λέγει πολύ-πολὺ ὄμορφα ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας: «Πάρε ἕνα θυμιατὸ νὰ θυμιάσῃς, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνατέλλει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει- «ὅταν ἀκούωμεν κανένα θυμιατὸ νὰ κτυπάῃ, ἂς ἐνθυμούμεθα ὅτι ναὸς εἴμεθα ἡμεῖς, καὶ ἂς νιώθωμεν νοερῶς ὅτι θυμιάζομεν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι μέσα εἰς «ἡμᾶς, καί, ἔτσι, νὰ προσκυνῶμεν ταύτην τὴν σκηνὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Σκεφθῆτε, μέσα μας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ, ἡ κατοικία Του, ὅπου «τὸν ἀσώματον ἐν σώματι περιορίζομεν», δι᾿ ὃ καὶ μέσα μας ἐπιτελεῖται μία «τῶν ἐπουρανίων προσκύνησις». Μαζί Του εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ὁμογάλακτοί μας Ἅγιοι, ποὺ ἐθήλασαν ἀπὸ τὸν μαστὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἰδικοί μας ἀδελφοὶ καὶ φίλοι, ποὺ μᾶς περιμένουν, μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς καθιστοῦν μακαρίους, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας- «μακάριος ὃς ἔχει οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ», εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐνθυμεῖσθαι αὐτὸ ποῦ ἔλεγεν ὁ Χριστός; «Εἰσὶ τινὲς τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυίαν ἐν δυνάμει». Αὐτὸ ἐφαρμόζεται καὶ εἰς ἡμᾶς. Τὸ Πνεῦμα μας ἀξιώνει, ὅταν προσευχώμεθα, νὰ κατανοῶμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῶμεν τὰ μυστήρια αὐτά. Καὶ φθάνουν οἱ Ἅγιοι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστόν, Αὐτὸν διὰ τὸν ὁποῖον λέγουν, ὅτι κανεὶς δὲν Τὸν βλέπει καὶ κανεὶς δὲν Τὸν ἠξεύρει. Καὶ ὅμως! Διὰ τῆς προσευχῆς κατανοοῦμεν «τὸ ἀπερινόητον καὶ τὸ ὑπερφαὲς περιεχόμενον τοῦ Θεοῦ μας», ἀφοῦ ἡ τοῦ Πνεύματος Χάρις πάσης πηγῆς ἀναβλύζει, δι᾿ ἧς καὶ τὸ ἄῤῥητον κάλλος τοῦ Θεοῦ μας διδάσκει.
Καὶ ἂν ἡμεῖς δὲν φθάσωμεν ἐκεῖ, πάλιν θὰ μᾶς φέρῃ ἡ εὐχὴ εὐλογίας, παρηγορίαν, εὐχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, «ἐκάστῳ ὡς συμφέρει».

.............

Τέλος, ἂς ἴδωμεν καὶ πῶς βιοῦται ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἡ προσευχή.
Λέγει ἕνας ἀσκητὴς ἁγιορείτης (δὲν λέγω τὸ ὄνομά του, διότι ζῇ): «Ἄχ! εἰκοσιτέσσαρες ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρον δὲν μοῦ φθάνουν νὰ προσεύχωμαι!» Νιώθετε, τί προσευχὴ κάνει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Ἀντιλαμβάνεσθε πόσον ἔχει ἡδύτητα, ἐφ᾿ ὅσον τὰ μάτια του καὶ ἡ καρδιά του νοερῶς στρέφονται ὁλονὲν πρὸς τὸν Θεόν; Ὅποιος δοκιμάση τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι θὰ λέγῃ καὶ αὐτός.
Ναί, προσεύχονται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσα εἰς τὰ Μοναστήρια καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Μοναστήρια. Μορφαὶ μεγάλαι ἀνεδείχθησαν τὰ τελευταία χρόνια, ὅπως ὁ Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ τόσοι ἄλλοι.
Ἕνας ἰδικός μας μοναχός, ποὺ ἐκοιμήθη ἐδῶ καὶ ὀλίγα χρόνια, ὁ γερο-Ἀρσένιος, ὁ εὐλογημένος, οὔτε νὰ κοιμηθῇ δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ἐκρέματο ἀπὸ κάτι σχοινιά - κρεμαστήρας - καὶ προσηύχετο ἀκουμβῶν εἰς ἓν ξύλον διὰ νὰ προσεύχεται, ὅπως καὶ πάμπολλοι μοναχοὶ ἔπραττον. Ὅταν προσηύχετο καὶ ἔκαμε μετανοίας, κτυποῦσε τὸ κεφάλι του εἰς τὸ πάτωμα. Ἔλεγεν: «Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν θ᾿ ἀκούῃ τὴν προσευχήν μου ὁ Θεός- ν᾿ ἀκούῃ τουλάχιστον τὰ κτυπήματα τῆς κεφαλῆς μου. H ἁμαρτία μου εἶναι τόση, ποὺ δὲν βγαίνει ἡ εὐχὴ ἀπὸ τὸ λαρύγγι μου». Καὶ εἶχε μίαν χαράν! Συνεχῶς προσηύχετο. Νὰ ἐβλέπατε τὸ πρόσωπόν του. Ἂν ἐβλέπατε πῶς ἐκοιμήθη, θὰ ἐλέγατε: «Ἀλήθεια, μακάριος ὁ θάνατος ἑνὸς ὁσίου».
Ἕνας ἄλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εἰς τὴν ἀκολουθίαν, ὁ νοῦς του ξέφυγε καὶ ἐπέταξεν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπῆγεν εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ λαγκάδια, ἀγνάντεψε τὰ δένδρα, τὰ λουλούδια, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, τὰ βουνά, τὰ νησιά, ἐπεσκόπευσε τὴν γῆν καὶ τὸν οὐρανόν, καὶ εἶδε καὶ ἤκουσεν, ὅτι ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν ἠμποροῦσε νὰ σταθῇ καθόλου- καὶ ἀπὸ τοὺς ὀξυδρόμους ὀφθαλμούς του δὲν ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυα- εἶδε καὶ ἔλεγεν ὅτι ἡ ἄψυχος κτίσις ἐκχέει τὰ δάκρυά της μὲ τὴν δοξολογίαν- «καὶ ἐγώ, ποὺ ἔχω ψυχήν, εἶμαι μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν».
Εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἡσυχαστικοὶ καὶ νηπτικοὶ μοναχοί, ἀδιακόπως ἕως σήμερα. Ἂς μνημονεύσωμεν ἐδῶ καὶ τὸν ἅγιον Σιλουανόν, ποὺ ἡ ζωή του ἦτο διαρκὴς καὶ ἀστείρευτος προσευχή.
Τὰ τελευταῖα χρόνια ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ Γερό-Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιώτης, ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του εἰς τὴν εὐχήν, τὴν ὁποίαν ἐρρόφησε βαθειά, τὴν ἔκανε ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ τὴν ἔζησε μὲ ἓν βίωμᾳ γλυκείας ἐντρυφήσεως τοῦ Παραδείσου. Πολλοὶ καὶ τώρα εἶναι πνευματικά του ἔγγονα.
Ἀπὸ τὸ Ὄρος μετεδόθη πανταχοῦ ἡ νοερὰ προσευχή. Ἀπ᾿ ἐδῶ διέδωσεν ὁ ἁγιορείτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι τὴν εὐχὴν εἰς τοὺς Σλαύους. Ὠσαύτως ὁ π. Σωφρόνιος, ἁγιορείτης καὶ αὐτός, εἰς τὴν Εὐρώπην.
Ἐπέδρασεν ὁ Ἄθως καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον τῶν Μετεώρων, εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον Ὀλύμπου, ποὺ ἐνέπνευσαν πολλοὺς ἄλλους. Δὲν ἀριθμοῦνται. Συμεὼν Μονοχίτων, Ἰάκωβος ὁ Γέρων, ἅγιος Θεωνᾶς, Κολλυβᾶδες. Ἡ εὐχὴ ἔτρεξεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἔτσι εἰς τὴν Ρωσίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Ὅπου καὶ ἂν πάῃ κανείς. Σήμερον ἔχομεν καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην Μοναστήρια ἀπὸ ἁγιορείτας, οἱ ὁποῖοι τί ἄλλο κάνουν, ἀπὸ τὸ νὰ διαδίδουν τὴν νοερὰν προσευχὴν ὅσον δύνανται.

...............

Τί θὰ ἦτο, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωή μας χωρὶς τὴν προσευχὴν αὐτήν;
Καὶ τί εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος χωρὶς τὴν εὐχήν;
Μία καρδιὰ ποὺ δὲν ἔχει τὴν προσευχὴν αὐτήν, μοῦ φαίνεται, ὅτι ὁμοιάζει μὲ μίαν νάϋλον σακκούλα, ποὺ βάζεις τώρα κάτι μέσα, ἀλλὰ ποὺ θὰ σχισθῇ γρήγορα καὶ θὰ τὴν πετάξῃς.
Ἐκεῖνο ποὺ νοηματίζει τὴν ζωὴν ὅλην καὶ τὴν ὕπαρξίν μας, διότι δίδει τὸν Θεόν, εἶναι ἡ προσευχή μας.
Λέγουν, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ συντέλεια τῆς ζωῆς, ὅταν σταματήσουν νὰ προσεύχωνται οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ προσεύχωνται; Ὄχι, διότι πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον. Καὶ ὅσον τοιαῦται ψυχαὶ ὑπάρχουν, δὲν θὰ χαθῇ ὁ κόσμος. H προσευχὴ ἡ ἀδιάλειπτος τὸν ποτίζει μυστικά.
Ἀντιθέτως κάποτε θὰ ἀνακαινισθῇ ὁ κόσμος καί, ὅπως ἕως τώρα συνώδινε καὶ συνωδίνει μετὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὴν φθορὰν τῆς φύσεως, τότε ποὺ θὰ γίνῃ καινὴ γῆ καὶ καινοὶ οὐρανοί, θὰ συναγάλλεται ἐπὶ τῇ αἰωνίῳ εὐφροσύνῃ καὶ δόξῃ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα εἰς τὴν θεϊκὴν φωτοχυσίαν.

Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης (Προηγούμενος Ἱ.M. Σίμωνος Πέτρας)

ΣΤΑΧΤΗ ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΠΗΛΟΣ...



Τίποτε δεν είναι τυχαίον εις τον κόσμο. Την ζωή μας και όλα τα της ζωής μας τα διοικεί ο Δεσπότης Χριστός. Εις τον πόνον και τας πικρίας μας έρχεται εις συνάντησιν το Άγιο Πνεύμα και εξάγει χαράν θεοδώρητον. Δεν αντιλαμβανόμεθα πολλάκις την παρουσίαν του, διότι είμεθα απερροφημένοι από την καθημερινότητα των μεριμνών μας.

Όμως Aυτό, πνέον όπου θέλει, πνέει και εις την καρδίαν μας κα την δροσίζει. Ως βάλσαμον χύνεται επάνω μας η θεία παράκλησις. Το έλεος του Θεού κατέρχεται από τον ουρανόν κα πλημμυρίζει την ζωήν μας. Όσον πιο πολλαί είναι αι οδύναι μας τόσο περισσότεραι αι επισκέψεις του Θεού.

Ανοίγεις τα πνευματικά βιβλία και βλέπεις να σου μιλά ο Θεός.

Νοιώθεις αμέσως το φτερούγισμα του Πνεύματος. Νοιώθεις να απαντά ο Θεός στις απορίες σου. Βλέπεις να διαλύη τα σκοτάδια σου, να ανοίγει τους δρόμους σου, όταν υπάρχει μπροστά σου αδιέξοδο. Βλέπεις να μην αφήνει κανένα σημάδι σκοτεινό μέσα στο περασμά σου. Τότε γεμάτος χαρά φωνάζεις “νυν ηρξάμην λαλήσαι προς τον Κύριο μου. Εγώ δε ειμί γη και σποδός”. Άρχισα να κουβεντιάζω με τον Θεό μου, με τον Χριστόν μου. Και τι είμαι εγώ που μιλάω μαζί του;

Στάχτη είμαι, πηλός είμαι. Μου κάνει όμως αυτήν την χάρι ο Θεός.

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ 


Δεν νοείται τις ζωντανός εν Χριστώ άνευ προσευχής.



Κανείς μας δὲν ἀγνοεῖ, ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι πρωταρχικὴ ἀνάγκη κάθε ψυχῆς, δένδρον ζωῆς, τὸ ὁποῖον τρέφει τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν ἀφθαρτοποιεῖ, διότι τὸν καθιστᾶ κοινωνὸν τοῦ ἀϊδίου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ψυχήν, ἔτσι καὶ δὲν νοεῖται τὶς ζωντανὸς ἐν Χριστῷ ἄνευ προσευχῆς. 

Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Τα πάντα μπορούν να μας οδηγήσουν στον Χριστό!




Το σκοτάδι, ως συνέπεια της πτώσεως του ανθρώπου, δεν βγάζει ποτέ στο φως. Το φως διαλύει το σκοτάδι, διότι το σκοτάδι είναι ανυπόστατο, δεν έχει ουσία. Υπάρχει όμως μία περίπτωσις την οποία πανσόφως εκμεταλλεύεται ο παντουργός Θεός για το καλό μας, βγάζοντας και από το κακό καλό, από το σκοτάδι φως. Πώς; Δια της μετανοίας. Βλέπω την κακία μου, την αμαρτία μου, μετανοώ, κλαίω, θρηνώ, οδηγούμαι στον Θεόν, αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, νήφω, καρτερώ, και μέσα μου καλλιεργείται ο καινούργιος άνθρωπος που βγαίνει από την μετάνοια. Άρα, το καλό δεν βγαίνει από το κακό, αλλά από την μετάνοια, που είναι άλλος νους, ο νους που τον παρέχει ο Θεός μέσα στην καρδιά.

Όταν ανησυχεί, λόγου χάριν, ο πατέρας ή η μητέρα, επειδή αμαρτάνει το παιδί, και το κτυπά, οπωσδήποτε θα βγάλει αντίθετο αποτέλεσμα. Διότι, εάν το παιδί κάνη αμαρτίες, σημαίνει ότι ζητάει την αμαρτία και θα τα βάλει με σένα, που γίνεσαι κήρυξ της αρετής. Και τώρα μεν φοβάται να αμαρτήσει, αλλά μόλις απελευθερωθεί από σένα, θα οδηγηθεί αμέσως στο κακό. Η βία, το κακό, δεν μπορεί να βγάλει καλό.
Πες λοιπόν στο παιδάκι σου το καλό, μάθε του τι είναι ο Θεός. Μίλησέ του από το πλήρωμα της δικής σου καρδιάς, φώτισέ του λίγο την συνείδηση με την δική σου λαχτάρα και θεία εμπειρία, και μπαίνοντας μέσα του ο Θεός, θα τον αγαπήσει. Μπορεί να βρίζει, μπορεί να κάνη αμαρτίες, αλλά έχοντας τα σπέρματα του Θεού, που είναι τόσο ισχυρά, ο Θεός τα καλλιεργεί και βγαίνει η καινούργια φύτρα, το καινούργιο βλαστάρι, το οποίο δίδει καινούργια ζωή. Αυτή είναι η μετάνοια.
Το παιδί δηλαδή αυτό, επειδή το αφήνεις ελεύθερο, επειδή το σέβεσαι, επειδή του είπες την αλήθεια, επειδή του απεκάλυψες τι έχει η καρδούλα σου και τι κόσμοι υπάρχουν μέσα σε αυτήν, λέγει μετά: Μα, τί φρικτή ζωή που κάνω! Τί είναι αυτή η αμαρτία! «Αναστήσομαι και επιστρέψω εις τον Πατέρα» (Λουκ. 15, 18). Και ο βλαστός της μετανοίας βγάζει τον καρπό της καινής ζωής.
Έτσι τα καταφέρνει ο Θεός να βγάζει και από το στόμα του λύκου την σωτηρία.
Ο Ιώβ, από την κατάρα στην οποία είχε πέσει, έβγαλε την ευλογία του Θεού και ανεκαινίσθη. Ο Μωυσής ο Αιθίοψ, από τα εγκλήματα και τις ληστείες, έβγαλε την καινούργια ασκητικώτατη ζωή και έγινε αγνώριστος. Δεν τον γνώρισαν καν οι παλαιοί σύντροφοί του και οι άλλοι ληστές τόσο «ανεκαινίσθη ως αετού η νεότης του» (Ψαλμ. 102, 5), έγινε καινούργια η ζωή του.
Επομένως, μπορούμε να πούμε: Όποιος είναι θυμώδης, ας στρέψη όλον τον θυμό, όλη την εσωτερική ένταση του προς τη αγάπη του Θεού, προς την ειρήνη, προς τα σωτήρια λόγια, προς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν», χρησιμοποιώντας όποιον τρόπο τον βοηθεί. Κάποιος το έλεγε, κτυπώντας τα χέρια του. Τον είδα και τον ρώτησα: Τί κάνεις εκεί; Και μου απήντησε: Είχα μάθει με τα μηχανήματα να κουνώ τα χέρια μου και δεν μπορώ τώρα να κάνω αλλοιώς. Μπράβο, του λέγω, συγχαρητήρια. Βλέπετε πως το κακό, ο θόρυβος, που είναι το χειρότερο κακό, μπορεί να βγάλει και καλό; Κάποιος θαλασσινός το έλεγε, έχοντας την εντύπωση ότι έπιανε τα κουπιά, γι' αυτό και κουνούσε τα χέρια του. Πραγματικά έπιανε το κουπί, τον Χριστόν.
Άρα, το παν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Ό,τι μας δίνει ο Θεός, ότι μας κάνουν οι άλλοι, ότι παθαίνουμε μέσα μας και γύρω μας, όλα είναι μεταγωγικά προς τον Θεόν. Τόσο απέραντη είναι η αγάπη του Θεού. Μόνον τα αποβράσματα του εγώ μας δεν είναι σωτήρια. Αυτά μας απομακρύνουν από τον Θεόν.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Πηγή: «Λόγος περί νήψεως»

Αγώνας αγάπης...


''Να ανεχώμεθα λοιπόν τον άλλον όπως είναι''


"Να ανεχώμεθα λοιπόν τον άλλον όπως είναι.
Ο ένας θα με υβρίση μάλιστα.
Ο άλλος θα με επαινέση μάλιστα.
Ο ένας θα μου δώση μισό ποτήρι νερό· μάλιστα.
Να μην μπερδευώμαστε στην ζωή του άλλου.
Μόνον, όταν μας ζητήσουν την αγάπη μας,
να την δώσωμε, όπως την δίνει ο Θεός
“επί δικαίους και αδίκους”.
Να τηρούμε “την ενότητα του Πνεύματος”,
ήτοι την πίστι την αγία πού μας έδωσε ο Θεός.
Αυτά είναι ο προκείμενος αγώνας μας, τον οποίον αγαπάει ο Θεός…"


Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Ποιά η ανάλυση της ευχής:

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΑΜΑΡΤΩΛΟΝ




Aποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με τον αμαρτωλόν.

Mε την βοεράν κραυγήν «Kύριε», δοξολογούμεν τον Θεόν, την ένδοξον μεγαλειότητά Tου, τον βασιλέα του Iσραήλ, τον δημιουργόν της ορατής και αοράτου κτίσεως, όν φρίττουσι τα Σεραφείμ και τα Xερουβείμ.

Mε την γλυκυτάτην επίκλησιν και πρόσκλησιν «Iησού», μαρτυρούμεν, ότι είναι παρών ο Xριστός, ο σωτήρ ημών, και ευγνωμόνως τον ευχαριστούμεν, διότι μας ητοίμασε ζωήν αιώνιον.

Mε την τρίτην λέξιν "Xριστέ", θεολογούμεν, ομολογούντες ότι ο Xριστός είναι αυτός ο Yιός του Θεού και Θεός. Δεν μας έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλά ο Iησούς Xριστός, ο αληθινός Θεός.

Eν συνεχεία, με την ενδόμυχον αίτησιν «ελέησόν με», προσκυνούμεν και παρακαλούμεν να γίνη ίλεως ο Θεός, εκπληρών τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τας ανάγκας των καρδιών μας.
Kαι εκείνο το «με», τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου - είναι άπαντες οι πολιτογραφηθέντες εις το κράτος του Xριστού, εις την αγίαν Eκκλησίαν, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του ιδικού μου σώματος.

Kαι, τέλος, διά να είναι πληρεστάτη η προσευχή μας, κατακλείομεν με την λέξιν
«τόν αμαρτωλόν», εξομολογούμενοι - πάντες γάρ αμαρτωλοί εσμεν - καθώς εξωμολογούντο και όλοι οι Άγιοι και εγίνοντο διά ταύτης της φωνής υιοί φωτός και ημέρας.
Eξ αυτών αντιλαμβανόμεθα, ότι η ευχή εμπεριέχει δοξολογίαν, ευχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν και εξομολόγησιν.

Του Aρχιμ. Aιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου