.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η ένωσις των ''Εκκλησιών

Τόν τελευταῖον καιρόν γίνεται πολύς λόγος διά τήν ἕνωσιν τῶν «Ἐκκλησιῶν». Εἰς τήν πραγματικότητα πρόκειται περί ἑνώσεως τῶν ἀπεσχισμένων ἀπό τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν.

∆έν ὑπάρχουν πολλαί Ἐκκλησίαι διά νά ἑνωθοῦν. 

Μίαν μόνον Ἐκκλησίαν ἵδρυσεν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας συνέχειαν ἀποτελεῖ ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Καθολική (ἐκ τοῦ καθόλου - πλήρης, ἀληθής) Ἐκκλησία. 

Ἀπό τήν Μίαν αὐτήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἀπεσχίσθη ὁριστικῶς ὁ Πάπας τό 1054, ἕνεκα τῆς ἀρνήσεως τῶν Ὀρθοδόξων νά ὑποταχθοῦν εἰς τάς ἀντιχριστιανικάς ἀξιώσεις του περί πρωτείου ἐξουσίας ἐπί συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων αἱρέσεών του.

Λόγῳ δέ τῶν πολλῶν παρεκτροπῶν τοῦ παπισμοῦ, τό 1517 ἤρχισεν εἰς τήν ∆ύσιν ὁ ἀγών τῶν ∆ιαμαρτυρομένων (προτεσταντῶν ἤ εὐαγγελικῶν) κατά τοῦ παπισμοῦ, πού ὡδήγησε τούς ∆υτικούς Χριστιανούς εἰς πλῆθος διασπάσεων. Σήμερον ὑπάρχουν, ὡς γνωστόν, πολλαί ἑκατοντάδες προτεσταντικῶν ὀμάδων. 

Ἡ ἀληθής, λοιπόν, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν διεσπάσθη, ὥστε νά ὁμιλῶμεν περί ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν.

Ἀντιθέτως συνεχίζει παρά τούς διωγμούς καί τάς ἀτελείας τῶν μελῶν της νά κρατῇ καί νά κηρύττῃ τό ἴδιον Εὐαγγέλιον καί τήν ἰδίαν πίστιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν αγίων Πατέρων. Ὥστε μόνον καταχρηστικῶς ἠμποροῦμεν νά ὁμιλῶμεν περί ἑνώσεως τῶν «Ἐκκλησιῶν». 

Ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως καί κατ' ἀκρίβειαν μόνον περί ἐπανενώσεως τῶν ἀποσχισθέντων ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἑτεροδόξων, πού συνειδητῶς ἤ ἀσυνειδήτως εὑρίσκονται εἰς τήν πλάνην ἤ τήν αἵρεσιν, εἶναι δυνατόν νά ὁμιλῶμεν.

Ὅποιος πιστεύει ἀδιστάκτως ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, δέν πρέπει νά ὁμιλῇ περί ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ' ἐπανόδου τῶν ἑτεροδόξων εἰς τήν ἀληθῆ Ἐκκλησίαν

∆υστυχῶς ὅμως εἰς τό θέμα αὐτό ὑπάρχει σήμερον πολλή σύγχυσις, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε λόγῳ ὀλιγοπιστίας.

∆ι' αὐτό ἀκούομεν συχνά, ἀκόμη καί ἀπό ἐπίσημα χείλη, ὅτι μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων δέν ὑπάρχουν διαφοραί, ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπό ὅλας τάς «ἐκκλησίας», ὀρθοδόξους καί μή, ἐφ' ὅσον καμμία ἱστορική ἐκκλησία δέν δύναται νά ἰσχυρισθῇ ὅτι ἔχει ἀκεραίαν τήν ἀλήθειαν, καί ὅτι πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά γίνῃ ἡ ἕνωσις μέ τούς ἑτεροδόξους, καί μάλιστα νά κοινωνήσωμεν ἀπό τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. 

Ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά ἀποτελοῦν σοβαράν ἐκτροπήν ἀπό τήν πίστιν τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων και συνιστοῦν αἵρεσιν, διότι θίγουν τά θεμέλια τῆς Πίστεως.

Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας, πού εἶναι ὁ φύλαξ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, πρέπει νά γνωρίζῃ τήν ἀλήθειαν. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὑπάρχουν πολλαί καί σοβαραί διαφοραί μέ τούς ἑτεροδόξους Παπικούς ἤ Προτεστάντας. Ὅλαι αὐταί αἱ ἐπί μέρους διαφοραί συνοψίζονται εἰς τήν διδασκαλίαν περί Ἐκκλησίας.

Ποῖος ἀποτελεῖ τό κέντρον, τόν ἀποφασιστικόν παράγοντα, τήν ὑψίστην αὐθεντίαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν; Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἤ ὁ ἄνθρωπος;

Κατά τήν ἰδικήν μας ὀρθόδοξον πίστιν, Ἀρχηγός, Ἀλάθητος Κεφαλή, κριτήριον καί πηγή τῆς Ἀληθείας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος καί τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἐπιφοιτᾷ ὄχι εἰς ἕνα ἄνθρωπον ἀλλ' εἰς ὅλην τήν Ἐκκλησίαν.

Κατά τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὅμως ὑψίστη αὐθεντία καί κριτήριον ἀλάθητον εἶναι εἷς ἄνθρωπος, ὁ “ἀλάθητος” Πάπας τῆς Ρώμης. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχῃ καί νά εἶναι ἡνωμένη χωρίς τόν Πάπαν. Εἰς τούς Προτεστάντας πάλιν κριτήριον καί πηγή τῆς ἀληθείας δέν εἶναι ὁ εἷς πάπας τῆς Ρώμης, ἀλλά ἕκαστος Προτεστάντης δύναται νά εὑρίσκῃ τήν ἀλήθειαν ἤ τοὐλάχιστον μέρος τῆς ἀληθείας, χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητος ἡ αὐθεντία τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.

Καί εἰς τάς δύο δηλ. περιπτώσεις ἔχομεν ἕνα ὑποκειμενισμόν, ἀτομικισμόν, εἴτε πρόκειται περί τοῦ παπικοῦ ἀτομικισμοῦ εἴτε πρόκειται περί του προτεσταντικοῦ ἀτομικισμοῦ. Εἰς τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἔχομεν ἕνα Πάπαν. Εἰς τούς Προτεστάντας ἔχομεν τόσους Πάπας ὅσους καί Προτεστάντας.

Εἰς τό βάθος διακρίνομεν τήν ἰδίαν μεγάλην ἁμαρτίαν, τόν παραμερισμόν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπον.

Οἱ ∆υτικοί παραμερίζοντες τόν Θεάνθρωπον καί θέτοντες ὡς κέντρον τόν ἄνθρωπον γίνονται ἀνθρωποκεντρικοί. Ὁ ἀνθρωποκεντρισμός ἀποτελεῖ τήν οὐσίαν ὅλων τῶν αἱρέσεων τῆς ∆ύσεως. Ἐμεῖς, ἀντιθέτως, μένομεν εἰς τήν ἁγίαν Θεανθρωποκεντρικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Τελικῶς τό ὅλον θέμα εἶναι θέμα σωτηρίας. Ποῖος ἠμπορεῖ νά σωθῇ εἰς μίαν Ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας κέντρον δέν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ἀλλά ὁ ἀλάθητος ἄνθρωπος, Πάπας ἤ Προτεστάντης;

∆ι' αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά δεχθῶμεν ποτέ νά συνυπάρξωμεν μέ τούς Παπικούς ἤ τούς Προτεστάντας, ἐφ' ὅσον ἐξακολουθοῦν νά ἐμμένουν εἰς τόν ἀνθρωποκεντρισμόν.

Κάθε ἕνωσις μέ τούς ἑτεροδόξους πρίν ἐπανέλθουν εἰς τήν θεανθρωποκεντρικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ προδοσίαν τοῦ Χριστοῦ...

Ο ὁποῖος δι' αὐτό ἀκριβῶς ἐσαρκώθη, ἔπαθε, ἀνέστη, ἀνελήφθη καί ἵδρυσε τήν Ἐκκλησίαν Του, διά νά γίνῃ τό κέντρον τῆς σωτηρίας μας καί νά καταργήσῃ κάθε ἀνθρωποκεντρισμόν... πού ἀποτελεῖ ἐπανάληψιν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἐγωϊσμόν πού καταστρέφει τήν ἀληθῆ κοινωνίαν μέ τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους, ἀπιστίαν εἰς τόν Θεόν καί ἄρνησιν νά παραδοθῇ ὁ ἄνθρωπος ἄνευ ὅρων εἰς τήν σώζουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ.

Ἡ χριστιανική ἀγάπη ἐπιβάλλει νά ἀγαπῶμεν τούς ἑτεροδόξους ἀδελφούς μας, νά ἀναγνωρίζωμεν ὅ,τι καλόν ἔχουν, νά προσευχώμεθα καί νά ἐργαζώμεθα χωρίς φανατισμόν, διά νά ἀποκαλυφθῇ καί εἰς αὐτούς ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας.

Αὐτό ὅμως δέν πρέπει νά γίνῃ ἐπί θυσίᾳ τῆς πίστεως καί χάριν μιᾶς ἑνότητος πού δέν θά βασίζεται εἰς τήν ἀλήθειαν, ἀλλά τόν συμβιβασμόν, τήν διπλωματίαν καί τήν οἱανδήποτε σκοπιμότητα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό ἐκφράζει ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοσις, εἶναι ἡ ἕνωσις ἐν ἀληθείᾳ.

Αὐτήν τήν στιγμήν μόνη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας κατέχει τό ἀληθές Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καί δι' αὐτό ἀποτελεῖ τήν μόνην ἐλπίδα τοῦ κόσμου.

Καί ἀπό τήν ἄποψιν αὐτήν ἡ μεγαλυτέρα προσφορά μας πρός τούς ἑτεροδόξους καί τόν κόσμον εἶναι νά κρατήσωμεν ἀναλλοίωτον καί ζῶσαν τήν ἁγία ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν πίστιν μας.

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου
† Ἀρχιμ. Γεώργιος

Το παράπονο του Εσταυρωμένου



~ Ἀκοῦμε κάθε χρόνο τό παράπονο τοῦ πάσχοντος Χριστοῦ πρός τούς Ἰουδαίους, πού ἡ ἀγάπη του εἶχε πλούσια εὐεργετήσει. Ἄς διερωτηθοῦμε μήπως τό παράπονο αὐτό ἔχει ὁ Χριστός καί ἀπό ἐμᾶς τούς σύγχρονους Χριστιανούς καί μάλιστα τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνας Χριστιανούς;

Μήπως καί ἐμεῖς μέ τίς ἁμαρτίες μας, τίς σοβαρές παραβάσεις τοῦ ἁγίου Νόμου Του, μέ τήν σκληροκαρδία καί ἀμετανοησία μας, τήν σαρκική καί ἐγωιστική ζωή μας, τίς ἀδικίες μας, τόν ἀνασταυρώνουμε; Μπορεῖ καί σέ μᾶς νά εἰπῇ ὁ Κύριος: Λαός μοι τί ἐποίησά σοι;

Σοῦ ἐμπιστεύθηκα τόν ἀτίμητο θησαυρό τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Σοῦ παρέδωσα τήν Καινή μου Διαθήκη στήν γλῶσσα σου. Μέσα ἀπό τούς κόλπους σου ἀνέδειξα τούς μεγαλυτέρους διδασκάλους καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί στήν γλῶσσα σου παρεδόθη ἡ ἀνεκτίμητη πατερική Θεολογία. Ἀποστολικοί πόδες διέτρεξαν τήν χώρα σου, σοῦ ἐκήρυξαν τό Εὐαγγέλιο καί τήν ἐπότισαν μέ τά μαρτυρικά τους αἵματα. Ἅγιοι, μάρτυρες καί ἅγιοι ἀσκηταί καί τά χαριτόβρυτα ἅγια λείψανά τους ἁγίασαν καί ἁγιάζουν τούς τόπους πού κατοικεῖς. Τό Ἅγιον Ὄρος καί πλῆθος Ἱερῶν Μονῶν καί Προσκυνημάτων καί θαυματουργῶν ἱερῶν εἰκόνων σέ περιφρουροῦν καί εὐλογοῦν. Σέ βοήθησα νά διατηρήσῃς τήν ἐθνική σου ἐλευθερία καί νά τήν ἀνακτήσῃς, ὅταν τήν ἔχασες. Μέχρι σήμερα δίδω πλούσια τήν Χάρι μου καί τήν βοήθεια σέ ὅσους μέ πίστι καί ταπείνωσι τήν ζητοῦν. Ἐσύ ὅμως λαέ μου τί μοῦ ἀνταποδίδεις;

– Νόμους ἀντιχριστιανικούς, μέ τούς ὁποίους νομιμοποιεῖς φοβερά ἐγκλήματα, ὅπως τήν ἔκτρωσι. Τά 300.000 παιδιά πού ἄσπλαχνα θανατώνονται κάθε χρόνο ἀπό τίς ἴδιες τίς μητέρες τους, μέ τήν συνεργασία τοῦ κράτους, βοοῦν πρός με. Ποιός θά σέ ξεπλύνῃ ἀπό αὐτό τό ἀθῶο αἷμα τῶν ἀδικοσκοτωμένων παιδιῶν;

– Προβάλλεις, διά τῶν μέσων ἐπικοινωνίας, πρότυπα ζωῆς ξένα καί ἀντίθετα πρός τό Εὐαγγέλιό μου. Προβάλλεις τήν διαφθορά, τήν διαστροφή, τό ἔγκλημα, καί αὐτά ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι ὁδηγεῖς τούς ἀνθρώπους στό χάος καί στόν μηδενισμό.

– Ἀπομακρύνεις ὅλο καί περισσότερο τήν παιδεία ἀπό τήν χριστιανική πίστι. Ἀφήνεις τούς νέους πνευματικά ἀθωράκιστους καί τούς ἐνθαρρύνεις ἀπό τά πρῶτα γυμνασιακά χρόνια σέ ἀνεύθυνες σαρκικές σχέσεις, γιά νά τούς προφυλάξῃς δῆθεν ἀπό τό ἔιτζ. Τά παιδιά πού τούς δόθηκε μία ὑλιστική ἀνατροφή, πού ξενυχτοῦν μέχρι πρωΐας στά διάφορα νυκτερινά κέντρα καί πού δέν μέ ἐγνώρισαν γιά νά νοιώσουν τήν ἀληθινή χαρά, προσπαθοῦν νά γεμίσουν τό κενό τῆς ψυχῆς τους μέ τά ναρκωτικά.

– Ἡ φοβερή ἐξάπλωσις τῶν ναρκωτικῶν δέν σέ ἀνησυχεί ὅσο πρέπει, οὔτε ψάχνεις νά βρῇς τά βαθύτερα πνευματικά αἴτια τῆς καταστάσεως αὐτῆς. Καί ὅμως τά ναρκομανῆ παιδιά μου καί παιδιά σου σαπίζουν καί πεθαίνουν.

– Ἀνέχεσαι μεγάλες κοινωνικές ἀδικίες. Ἄλλοι νά θησαυρίζουν καί νά ζοῦν μέ προκλητική σπατάλη καί ἄλλοι νά δουλεύουν ἐξοντωτικά καί νά παίρνουν μισθούς πείνας.

– Δέν φροντίζεις ὅσο πρέπει γιά τούς ἄνεργους, τούς ἀστέγους, τούς φυλακισμένους ἤ ἀποφυλακισμένους.

– Γέμισες τήν χώρα μέ καζίνο, ἄν καί γνωρίζεις ὅτι τούς ναούς αὐτούς τοῦ Σατανᾶ πολλοί ἄνθρωποι καταστρέφονται, μέ ἀποτέλεσμα οικογενειακά δράματα καί παιδιά πού βρίσκονται στούς δρόμους ἀπροστάτευτα. Ὅλα αὐτά τά ναυάγια δέν εἶναι καί εἰς βάρος τῆς ἐθνικῆς οἰκονομίας;

– Ἐρωτοτροπεῖς μέ θεούς ἀλλοτρίους. Περιθωριοποιεῖς τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία σου, ἀγνοώντας ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πνευματική σου μητέρα καί τροφός, αὐτή σέ ἔσωσε κατά τήν μακραίωνα δουλεία καί αὐτή ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα τόν ἰσχυρότερο συνεκτικό ἱστό τοῦ Γένους.

– Προβάλλεις παραθρησεῖες, γνωστικιστικές αἱρέσεις, μαγεῖες, ἀστρολογίες καί ἄλλες προλήψεις, στά θολά καί δηλητηριώδη νερά τῶν ὁποίων ματαίως προσπαθεῖς νά ξεδιψάσῃς.

– Κύριο μέλημά σου εἶναι ἡ εἴσοδός σου στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωσι, πού ἐπιδιώκεις πάσῃ θυσίᾳ ἀκόμη καί εἰς βάρος τῆς ἐθνικῆς καί θρηκευτικῆς σου ταυτότητος. Τί θά ὠφεληθῇς ὅμως, ἐάν κερδίσῃς τόν κόσμο ὅλον καί ζημιωθῇς τήν ψυχή σου; Γιατί δέν λαμβάνεις ὑπ’ ὅψιν τήν ἀγωνία πολλῶν πιστῶν μου τέκνων γιά θεσμούς ὅπως τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα, ἡ σφράγισις μέ τό σημεῖο τοῦ Ἀντιχρίστου κ.ἄ., πού εἶναι πολύ πιθανόν νά σοῦ στερήσουν τήν ἐλευθερία καί νά σέ ὑποτάξουν στήν ἐξουσία ἀνελευθέρων καί ἀντιχρίστων δυνάμεων;

Αὐτά τά παράπονα καί ἄλλα ἠμπορεῖ νά ἀπευθύνῃ σέ μᾶς ἀπό τό ὕψος τοῦ Σταυροῦ του ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς φιλόθεες καί φιλάνθρωπες ψυχές πού ἀναπαύουν τόν Κύριο. Χάριν αὐτῶν, παρά τίς πίκρες πού οἱ περισσότεροι τόν ποτίζουμε, δέν ἀποστρέφει ἀκόμη τό προσωπό του ἀπό μᾶς, Μᾶς ἐλεεῖ.

Ὅπως ὑπάχουν καί θεάρεστες πράξεις, πού ἀποβλέπουν στό γενικό καλό. Ὅμως αὐτές δέν ἀντισταθμίζουν πράξεις πού εἶναι ἀντίθετες στόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν Ἀγάπη.

Ὁ ἐσταυρωμένος Κύριος ἀναμένει τήν μετάνοια ὅλων μας. Ἀρχόντων καί ἀρχομένων, κλήρου καί λαοῦ, μοναχῶν καί κοσμικῶν. Γιά νά μείνῃ ἡ εὐλογία Του στό ἑλληνορθόδοξο γένος μας. Γιά νά μή ἀκούσουμε καί ἐμεῖς τόν φοβερό Του λόγο: «Ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τούς καρπούς αὐτῆς» (Ματθ. κα΄, 43).

Ἤ, «οὐκέτι στέγω λοιπόν (δέν σᾶς ὑποφέρω πλέον)΄ καλέσω μου τά ἔθνη, κἀκεῖνά με δοξάσουσι σύν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι΄ κἀγώ αὐτοῖς δωρήσουμε ζωήν τήν αἰώνιον» (Ἀντίφωνον ιβ΄ Μ. Παρασκευῆς).

Ἀδελφοί, παρά τίς στενοχώριες καί δυσκολίες μας, χαρῆτε. Ὁ Χριστός Ἀνέστη. Ὁ Χριστός μᾶς χαρίζει ζωή καί ἀνάστασι. Γι’ αὐτό μόνο σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ εὐχαριστία, ἡ τιμή, ἡ προσκύνησις καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας.

Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!

(†) Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη
Ἅγιον Πάσχα 1997

(Ἀπόσπασμα ἀπό τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ Θεασάμενοι». Μηνύματα ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ Πάσχα, Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἔκδοση της Ι. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους, Ἔτος 2005, σελίδες 63 – 67)

Οι Ορθόδοξοι έναντι του Παπισμού († Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης)



Μετά την σύντομον αυτήν ανάλυσιν δυνάμεθα να κατανοήσωμεν διατί οι Ορθόδοξοι εξεδήλωσαν τόσον ζωηράν αντίθεσιν προς τας δυτικάς κακοδοξίας από της εμφανίσεώς των.

Ο Κύριος δεν έχυσε το Πανάγιον αίμα Του, δια να ιδρύση εν θρησκευτικόν ανθρωποκεντρικόν σύστημα, ένα θρησκευτικόν ολοκληρωτισμόν. Δια του παπισμού κατισχύει ο νόμος του ανθρώπου έναντι της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν και έτσι γίνεται μετάθεσις από της ελπίδος του ευαγγελίου εις έτερον ευαγγέλιον «κατ’ άνθρωπον».

Δι’ αυτό και όλοι οι άγιοι και θεολόγοι της Εκκλη­σίας μας ωμίλησαν με πολύ αυστηράν γλώσσαν δια τον παπισμόν αισθανόμενοι την ουσιώδη εκτροπήν ή και ανατροπήν του ευαγγελίου του Χριστού από τους δυτι­κούς.

Ο άγιος Φώτιος ηγωνίσθη σθεναρώς, ως γνωρίζομεν, κατά του το πρώτον επί των ημερών του επισήμως εμφανισθέντος Filioque και ωμίλησε πολύ αυστηρώς δι’ αυτό: «Ο Κύριος και ο Θεός ημών φησί, το Πνεύμα, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται· οι δε της καινής ταύτης δυσσεβείας πατέρες, το Πνεύμα, φησίν, ο παρά του Υιού εκπορεύεται. Τίς ου κλείσει τα ώτα προς την υπερβολήν της βλασφημίας ταύτης; Αύτη κατά των Ευαγγελίων ίσταται, προς τας αγίας παρατάσσεται Συνόδους, τους μακαρίους και αγίους παραγράφεται Πατέρας, τον Μέγαν Αθανάσιον, τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, την Βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον Μέγαν Βασίλειον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος, τον ως αληθώς Χρυσόστομον. Και τί λέγω τον δείνα ή τον δείνα; Κατά πάντων ομού των αγίων προ­φητών, αποστόλων, ιεραρχών, μαρτύρων και αυτών των Δεσποτικών φωνών η βλάσφημος αύτη και θεομάχος φωνή εξοπλίζεται».

Όταν ο πάπας Σέργιος ο Δ’ τω 1009 εις την ενθρονιστικήν επιστολήν του παρέθεσε το Σύμβολον μετά της προσθήκης του Filioque, ο σύγχρονός τουπατριάρχης Κων/λεως Σέργιος διέγραψε το όνομα του πάπα εκείνου εκ των διπτύχων, έκτοτε δε δεν ανεγράφη έτερον παπικόν όνομα εις τα δίπτυχα.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεολόγος των ακτίστων ενεργειών του Θεού, δια του μεγαλειώδους θε­ολογικού του έργου απεκάλυψε τον κίνδυνον των λατι­νικών δοξασιών περί «κτιστής χάριτος» και έμεινε εις την ιδίαν γραμμήν με τον ιερόν Φώτιον, όσον αφορά εις την κριτικήν κατά του Filioque, πιστεύων ότι τούτο υπο­βιβάζει το Αγιον Πνεύμα: «Ο λέγων δύο αρχάς επί Θε­ού, ότι ο Υιός εκ της αρχής αρχή εστί, ει μεν κατά το δημιουργικόν φησί, προς τω και άλλως μη συμβαίνειν τη καθ’ ημάς ομολογία, και το Πνεύμα το Αγιον εκβάλλει της δημιουργικής δυνάμεως, ταυτό δε ειπείν και της Θεότητος· το γαρ μη δημιουργικόν, ουδέ Θεός». Δια τον Βαρλαάμ λέγει ότι ελθών εις την Ορθοδοξίαν δεν εδέχθη «οντινούν σχεδόν αγιασμόν από της ημετέρας Εκκλησίας… τους εκείθεν απομάττοντα σπίλους».

Κατά των αντιευαγγελικών και αντιπαραδοσιακών παπικών πλανών ηγωνίσθησαν και έτεροι διαπρεπείς ιεράρχαι, ιερωμένοι, μοναχοί και λαϊκοί της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, εν οις ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο όσιος Μελέ­τιος ο Γαλησιώτης ο ομολογητής και έτεροι πολλοί επισφραγίσαντες την ομολογίαν των και δια πολλών διωγμών, βασανιστηρίων, φυλακίσεων, εξοριών και θα­νάτων, τους οποίους υπέστησαν, χάριν της Αληθείας. Του οσίου Μελετίου ο λατινόφρων αυτοκράτωρ Μι­χαήλ Η’ ο Παλαιολόγος έκοψε την γλώσσαν, του δε οσίου Γαλακτίωνος του Γαλησιώτουεξώρυξε τους οφθαλμούς δια πεπυρακτωμένου σιδήρου λόγω της πεπαρρησιασμένης αντιπαπικής ομολογίας των.

Οι αγιορείται μοναχοί ακολουθούντες τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν ηγωνίσθησαν σθεναρώς κατά των λατινοφρόνων. Κατά τον Ιωάννην Μαμαλάκην: «Επειδή δε και ο ίδιος (Μιχαήλ VIII ο Παλαιολόγος) έβλεπεν, ότι τα υπέρ της ενώσεως επιχειρήματά του ήσαν ασθενή, ετόνιζεν εις την προς τους Αγιορείτας επιστολήν του, ότι από «οικονομίαν», δια να εξοικονομηθώσι δηλαδή αι περιστάσεις, έπρεπε να γίνη η ένωσις των εκκλησιών.
Οι Αγιορείται όμως, αίτινες υπέρ παν άλλο έθετον την πίστιν εις την διδασκαλίαν της ορθοδόξου εκκλη­σίας, εις τας αποφάσεις των συνόδων και εις τα υπό των πατέρων αυτής υποστηριζόμενα, αν και απήντησαν με άκρον σεβασμόν προς τον αυτοκράτορα, υπεστήριξαν όμως ευθαρσώς τας απόψεις αυτών, αι οποίαι διέφερον ριζικώς από τας του αυτοκράτορος. Με το βασικόν επι­χείρημα «ο… της υγιούς πίστεως και το βραχύ ανατρέπων το παν λυμαίνεται», ζητούσι να αποδείξωσιν ότι και η χρησιμοποίησις αζύμων δια την θείαν μετάληψιν υπό των Δυτικών, έχουσα την πηγήν της από την Ιουδαϊκήν Θρησκείαν, και η προσθήκη εις το σύμβολον της πίστεως του «και εκ του υιού»ήσαν αντίθετα προς αυτήν την διδασκαλίαν του Ιησού Χριστού και προς τας αποφάσεις των συνόδων και προς την διδασκαλίαν των πατέρων και γενικά προς την παράδοσιν της Ορθο­δόξου Εκκλησίας. «Συ δε και των πατέρων και του μο­νογενούς αυτού, πλέον τι ιδείν και μυηθήναι εφρόνησας. Ούτως εξ απονοίας, και τω μη πειθαρχείν τω Χρι­στώ θεσπίζοντι, άνω και κάτω τίθης τα ιερά δόγματα, και νυν μεν την κάτω και περί ημας δεσποτική οικονο­μίαν, νυν δε την ανωτάτην και Θεαρχικήν θεολογίαν, ταις μειώσεσί τε και προσθήκη καταρρυπαίνων, την πί­στιν συγχέεις, μάλλον δε τίνα καινήν πίστιν εισάγεις και έτερον ευαγγέλιον». Κατηγορούντες ούτω δριμέως τον αυτοκράτορα, συνεχίζουσιν:

«Αλλ’ ουχί προφανώς τούτο το δόγμα του σατανά, διαρχίαν άθεον παρεισάγον, και το πνεύμα υποδιβάζων; …ει γαρ η του Πατρός μεν γονιμότης διττή, κατά τε γέννησιν και προβολήν, αύτη δε, ως φης, μη ιδίωμα της του Πατρός υποστάσεως, αλλά φύσεως, πώς τω υιώ μεν εξ ημισείας έσται, τω πνεύματι δε ουδόλως; είπερ όσα της φύσεως κοινά κοχί των τριών απαραλλάκτων Θεαρχικών υποστάσεων και υιώ και πνεύματι, μείωσις των επικοίνων εσείται ούτως… Ημείς δε δια ταύτα και ως αιρετικόν προφανώς θεωρούμεν σε, ότι μηδέ το σύμβολον της ορθοδόξου πίστεως έχεις απαραποίητον».
Υποστηρίζουσι δε εν συνεχεία ότι εις τα θεσπισθέ­ντα υπό της εν Τρούλλω έκτης συνόδου, «ενθεωρείται… και το εξ εναντίας ιέναι των της ευσεβείας δογμάτων των προτέρων πατέρων συνέδοξεν είναι ουκ άλλο ή το προστιθέναι τούτοις και αφαιρείν».
Ούτω δεν δύναταί τις να αμφισβητή ότι δι’ όσων εισήγαγον καινών, κατέστησαν αιρετικοί. «Εν όσοις γουν ούτοι εγκαλούμενοι υπό ευθύνας εισίν, τοις αυτοίς άπασι και ημείς, ει καταδεξοίμεθα…, υπόδικοι γινόμεθα» και τονίζουσιν: «Ουκ έστι τούτο θεμιτόν, ουκ έστιν».
«Ο αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτοίς εγκλήμασιν υπόκειται». Και πώς να μνημονεύωσι τον αιρετικόν πάπαν «εν Ναώ Θεού,… εν αυτοίς τοις αδύτοις, επί της μυ­στικής και φρικτής τραπέζης του Θεού»; «ει δε ο προκεί­μενος αυτός εστίν η αυτοαλήθεια, πώς αν το μέγα τούτο ψεύδος δέχηται… το συνάπτειν αυτόν ως ορθόδοξον πατριάρχην, μετά των λοιπών ορθοδόξων πατριαρχών, εν καιρώ φρικτών μυστηρίων; σκηνικών παίζομεν; και πώς ταύτα ανέξεται ορθοδόξου ψυχή; και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των μνημονευσάντων αυτίκα, και ως καπηλικεύοντας τα θεία τούτοις ηγήσεται;».
Ερχόμενοι δε εις το επιχείρημα «κατ’ οικονομίαν», γράφουσιν: «Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν και πώς δεχθήσεται οικονομία τα θεία βεβηλούσα και τον του Θεού ειρημένον λόγον, και εκ των θείων απωθούσα το Θεού πνεύμα, και της εντεύθεν αφέσεως των αμαρ­τιών, και της υιοθεσίας τους πιστούς αμέτοχους ποιούσα, και τί αν είη ταύτης της οικονομίας ζημιωδέστερον;».

Εις την απάντησιν ταύτην των Αγιορειτών γίνεται πα­σιφανές δια μίαν ακόμη φοράν, ότι δι’ αυτούς η σωτηρία της ψυχής και η εξύψωσις προς το Θείον είναι ο ύψιστος σκοπός και ότι κατ’ αυτούς μόνον δια της πίστεως εις την διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας δύναται να επιτευχθή τούτο. Είναι δε να θαυμάση τις την παρρησίαν με την οποίαν γράφουσι προς τον αυτοκράτορα. Τις όμως ο συντάξας την επιστολήν ταύτην δεν γνωρίζομεν…». (Ιωάννου Μαμαλάκη, Το Αγιον Όρος (Αθως) δια μέσου των αιώνων, Θεσ/νίκη 1971, σελ. 161-163).

Οι άγιοι και θεολόγοι της Τουρκοκρατίας ήσαν επί­σης αυστηροί στηλιτευταί των παπικών αιρέσεων.

Ο άγιος ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνωστός δια τον αποστολικόν του ζήλον, την αγιότητα και τον μαρτυρικόν θάνατον δεν εδίστασε να χαρακτηρίση τον πάπαν ως «Αντίχριστον». «Ο αντίχριστος είνε· ο ένας είνε ο πάπας και ο έτερος είνε αυτός οπού είνε εις το κε­φάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του το καταλαβαίνε­τε, μα λυπηρόν είνε να σας ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχρι­στοι είνε εις την απώλειαν». (Αυγ. Καντιώτου, Μητροπ. Φλώρ. «Κοσμάς ο Αιτωλός», Αθήναι, 1971, σελ. 270-271)

Ο εν Θεολόγοις όσιος και εν οσίοις Θεολόγος Νικό­δημος ο Αγιορείτης χαρακτηρίζει το βάπτισμα των πα­πικών ως «μόλυσμα». (Θεοκλ. Διονυσιάτου, «Ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης», Αθήναι 1959, σελ. 286)

Ο Ευγένιος Βούλγαρις χαρακτηρίζει την παπωσύνην ως Νέαν Βαβυλώνα:
«Η παπωσύνη διέστρεψε πολλά των αποκεκαλυμμένων δογμάτων, συνδιαστρέψασα αυτό το Πνεύμα του Χριστιανισμού, επενόησε δε άλλα νέα αντιευαγγελικά δόγματα, δι’ ών κατεπάτησε την συνείδησιν και την διάνοιαν, ενεφύσησε την μισαλλοδοξίαν, ενέβαλε διχόνοιαν μεταξύ λαών και βασιλέων και πραγματικώς απεδείχθη νέα κατά την αποκάλυψιν Βαβυλών» (Ευγενίου Βουλγάρεως, «Θεολογικόν», Βενετία 1872, σελ. λστ’)

Παρόμοια γράφουν ο Νικηφόρος Θεοτόκης, Αθανά­σιος Πάριος και άλλοι.

Επιγραμματικώς ομιλούν δια τας παπικάς πλάνας και αι ομολογίαι τουΜητροφάνους Κριτοπούλου και Δοσιθέου Ιεροσολύμων.

Κατά τον Κριτόπουλον «Ουδέποτε ηκούσθη άνθρωπον θνητόν και μυρίαις αμαρτίαις ένοχον κεφαλήν λέγεσθαι της Εκκλησίας. Εκείνος γαρ άνθρωπος ων θανάτω υπόκειται. Εν όσω δε άλλος εκλεχθή εις διαδοχήν εκείνου, ανάγκη εν τοσούτω την Εκκλησίαν ακέφαλον είναι. Αλλ’ ώσπερ σώμα δίχα κεφαλής ουδ’ εν ριπή γουν στήναι δυνατόν, ούτω την Εκκλησίαν δίχα της προση­κούσης αυτή κεφαλής μείναι κάν εν βραχεί αδύνατον. Τοιγαρούν αθανάτου κεφαλής χρεία τη Εκκλησία, ίνα πάντοτε ζώσα και ενεργής η, καθάπερ και η κεφαλή… Έστι δε τοιαύτη κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ος εστί η κεφαλή πάντων, εξ ου παν το σώμα συναρμολογείται…» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 560).

Κατά δε τον Δοσίθεον «Της Καθολικής Εκκλησίας, επειδή θνητός άνθρωπος καθόλου και αΐδιος κεφαλή είναι ου δύναται, αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εστί κεφαλή και αυτός τους οίακας έχων εν τη της Εκκλησίας κυβερνήσει, πηδαλιουχεί δια των αγίων πα­τέρων» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 752).

Ο Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλλος ΣΤ’ παρά την αντίδρασιν των επηρεαζομένων από την ισχυράν προπαγάνδαν των εν Κων/πόλει παπικών και εκπροσώπων των ξένων δυνάμεων αρχιερέων εξέδωσε εγκύκλιον, δι’ ής αφορίζει τους δεχομένους ως έγκυρα τα Μυστήρια των παπικών(Πρβλ.Timothy Ware, «Eustratios Argenti», σ. 74).

Είναι μνημειώδης η αξιοπρεπής αλλά και ευγενής στάσις του Πατριάρχου Κων/λεως Γρηγορίου ΣΤ’ προς τους παπικούς απεσταλμένους, οι οποίοι ήθελον να του επιδώσουν πρόσκλησιν του πάπα Πίου Θ’ δια συμμετοχήν εις την Α’ Σύνοδον του Βατικανού. Ο Πατριάρ­χης συμπεριεφέρθη λίαν φιλοφρόνως προς αυτούς, αλλ’ ηρνήθη να δεχθή εις τας χείρας του την πρόσκλησιν ειπών εκτός των άλλων και τα εξής: «Ω σεβάσμιοι αββάδες, περί Οικουμενικής Συνόδου όντως του λόγου, δεν διαφεύγει βεβαίως την μνήμην υμών, ότι αι Οικουμε­νικαί Σύνοδοι άλλως πως συνεκροτούντο, ή όπως διεκήρυξεν η Α. Μακαριότης. Εάν ο της Ρώμης Μακαριώτατος Πάπας ησπάζετο την αποστολικήν ισοτιμίαν και ισαδελφίαν, έπρεπεν, ως εν ίσοις την αξίαν και πρώτος τη της έδρας τάξει, κατά το κανονικόν δίκαιον, ν’ απευθύνη γράμμα ιδιαίτερον προς έκαστον των Πατριαρχών και των Συνόδων της Ανατολής, ουχί ίνα επιβάλη εγκυκλίως και δημοσιογραφικώς, ως πάντων άρχων και δε­σπότης, αλλ’ ίνα ερωτήση αδελφούς αδελφός, ισότιμός τε και ισοβάθμιος, ει συνεγκρίνουσι που και πως και οποίας Συνόδου την συγκρότησιν. Τούτων ούτως εχό­ντων, ή αναδραμείσθε και υμείς εις την ιστορίαν και εις τας Οικουμενικάς Συνόδους, ίνα ιστορικώς κατορθωθή η παρά πάντων ποθούμενη αληθής και χριστοσύλλεκτος ένωσις, ή πάλιν αρκεσθησόμεθα εις τας ημών διηνεκείς προσευχάς και δεήσειςυπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, της ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως. Εν δε τοιαύτη περιπτώ­σει μετά λύπης διαβεβαιούμεν υμίν, ότιπεριττήν και άκαρπον νομίζομεν την τε πρόσκλησιν και όπερ συνεπι­φέρετε επιστολιμαίον τούτο φυλλάδιον» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 929).

Όλην αυτήν την αγίαν ορθόδοξον παράδοσιν δια­μαρτυρίας και καταγγελίας των παπικών αιρέσεων συνοψίζει η περίφημος εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κων/λεως εν έτει 1895, πατριαρχεύοντος Ανθίμου Ζ’ προς τον Ιερόν Κλήρον και το ευσεβές πλήρωμα του πατριαρχικού θρόνου Κων/λεως, εις απάντησιν εγκυκλίου επιστολής του πάπα Λέοντος ΙΓ’ προς τους ηγεμόνας και τους λαούς της οικουμένης προσκαλούντος αυτούς ως και την ορθόδοξον Εκκλησίαν εις την μετά του παπικού θρόνου ένωσιν «εννόων την ένωσιν ταύτην ως δυναμένην γενέσθαι μόνον δι’ αναγνωρίσεως αυτού ως άκρου αρχιερέως και υπερτά­του πνευματικού τε και κοσμικού άρχοντος της καθό­λου Εκκλησίας και μόνου αντιπροσώπου του Χριστού επί της γης και πάσης χάριτος διανομέως».

Η εγκύκλιος προτάσσει τους αποστολικούς λόγους «Μνημονεύετε των ηγουμένων υμών, οίτινες ελάλησαν υμίν τον λόγον του Θεού· ων αναθεωρούντες την έκβασιν της αναστροφής μιμείσθε την πίστιν. Ιησούς Χρι­στός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας. Διδαχαίς ποικίλαις και ξέναις μη περιφέρεσθε» (Εβρ. ΙΓ’ 7-8).

Πράγματι το όλον πνεύμα της εγκυκλίου θεμελιούται εις τον μέχρι τούδε παρά «των Ηγουμένων» εν τη πίστει αγίων Πατέρων παραδοθέντα λόγον του Θε­ού. Ο παπισμός συγκαταλέγεται εις τα ανέκαθεν αναφανέντα «αιρετικά εν τη Εκκλησία του Θεού ζιζάνια, άπερ πολλαχώς ελυμήναντο και λυμαίνονται την εν Χρι­στώ σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, και άπερ ως σπέρματα πονηρά και μέλη σεσηπότα δικαίως αποκό­πτονται από του υγιούς σώματος και ορθοδόξου καθο­λικής του Χριστού Εκκλησίας. Εν εσχάτοις δε χρόνοις ο πονηρός διέσπασεν από της ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και Έθνη ολόκληρα της δύσεως, εμφυσήσας τοις επισκόποις της Ρώμης φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας, ποικίλας γεννησάσης καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς.
Και ου μόνον τούτο, αλλά δη και παντί τρόπω αγω­νίζονται οι κατά καιρόν πάπαι της Ρώμης, ίνα υποτάξωσιν εις τας εαυτών πλάνας την ακραδάντως ανά την Ανατολήν τη πατροπαραδότω της πίστεως στοιχούσαν καθολικήν Εκκλησίαν του Χριστού, ενώσεις κατά την ιδίαν φαντασίαν επιδιώκοντες απλώς και αβασανίστως».

Κάθε ορθόδοξος, ο οποίος θέλει να μένη εις την παράδοσιν της Ορθοδοξίας αναγνωρίζει εις τους ευθαρ­σείς αυτούς λόγους του υπό τον στυγνόν τουρκικόν ζυγόν ευρισκομένου Πατριαρχείου την φωνήν της Ορθοδοξίας και διαπιστώνει την επικαιρότητα των λό­γων αυτών και δια τα σήμερον συμβαίνοντα.

Η ένωσις κατά την εγκύκλιον τυγχάνει ποθητή εις τους ορθοδόξους, αλλά δέον να βασίζεται εις τον ένα κανόνα της πίστεως, άνευ δε της «εν τη πίστει ενότητος αδύνατος αποβαίνει η ποθητή των Εκκλησιών ένωσις».

Εν συνεχεία καταγγέλλει τας αιρέσεις του παπι­σμού, εν αίς το Filioque, το Πρωτείον και Αλάθητον και αποδεικνύει το αντιευαγγελικόνκαιαντιπαραδοσιακόν αυτών.

Οι ορθόδοξοι εμμένοντες πιστοί εν τη αποστολική παραδόσει και τη πράξει της Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, «υπέρ του κοινού κτήματος του πατρικού θησαυρού της υγιαινούσης πίστεως εστήκαμεν αγωνιζόμενοι» (Μ. Βασιλείου, Επιστ. 243, Εγκύκλιος, σελ. 40).

Ανατρέχοντες εις τους Πατέρας και τας Οικουμενικάς Συνόδους -κατά την εγκύκλιον- πληροφορούμεθα ότι ουδέποτε εθεωρήθη ο επίσκοπος Ρώμης ως η ανωτάτη αρχή και αλάνθαστος κεφαλή της Εκκλη­σίας… μόνος δε και αιώνιος αρχηγός και κεφαλή αθάνα­τος της Εκκλησίας εστίν ο Κύριος ημών Ιησούς Χρι­στός… (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 938, παρ. 4)

Η ορθόδοξος ανατολική και καθολική του Χριστού Εκκλησία, εκτός του αφράστως ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού, ουδένα άλλον γινώσκει αλάθητον επί γης υπάρξαντα· και αυτός ο απόστολος Πέτρος, ούτι­νος διάδοχος οίεται είναι ο πάπας, τρις ηρνήθη τον Κύριον, και ηλέγχθη δις υπό του αποστόλου Παύλου ως μη ορθοποδών προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου.

Πρόκειται περί αποστολικής ομολογίας της Χριστοκεντρικής – Θεανθρωποκεντρικής αρχής της Εκκλησίας ανταξίας της αποστολικότητος του Θρόνου της Κωνστα­ντινουπόλεως.

Αιωνία η μνήμη του μακαριστού Πατριάρχου Ανθί­μου Ζ’ και των Συνοδικών Αρχιερέων των αποστολικώς και πατερικώς ομολογησάντων τον Θεάνθρωπον Χριστόν ως μοναδικήν κεφαλήν, βάσιν, κριτήριον της Εκ­κλησίας εν αντιθέσει προς την εκπεσούσαν της αποστο­λικής πίστεως Εκκλησίαν της Ρώμης.

Ενώ η Ορθόδοξος Εκκλησία διατηρεί την ευαγγελικήν πίστιν ανόθευτον, «η νυν Ρωμαϊκή εστίν Εκκλη­σία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των όρων των αγίων Συνόδων διό και ευλόγως καιδικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσε­ται, εφ’ όσον αν εμμείνη εν τη πλάνη αυτής. «Κρείσσων γαρ επαινετός πόλεμος», λέγει και ο θείος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός «ειρήνης χωριζούσης Θεού» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 20).

Αι καινοτομίαι του παπισμού περί την πίστιν και το διοικητικόν της Εκκλησίας πολίτευμα είναι «σπουδαίαι και αυθαίρετοι», αναφέρονται «εις ουσιώδη κεφάλαια της πίστεως και του διοικητικού συστήματος της Εκκλη­σίας και προφανώς αντικείμεναι εις το εκκλησιαστικόν καθεστώς των εννέα πρώτων αιώνων, ποιούσιν αδύνατον την ποθητήν ένωσιν των Εκκλησιών· αφάτου δε λύπης πληρούται πάσα ευσεβής και ορθόδοξος καρδία βλέπου­σα την παπικήν Εκκλησίαν εμμένουσαν υπεροπτικώς εν αυταίς και ήκιστα συντελούσαν εις τον ιερόν της ενώσε­ως σκοπόν δι’ αποπτύσεως των αιρετικών τούτων καινο­τομιών και επανόδου εις το αρχαίον καθεστώς της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Χριστού Εκκλη­σίας, ης μέρος τότε και αυτή απετέλει» (Ι. Καρμίρη «Δογματικά και συμβολικά μνημεία», τ. Β’, Αθήναι 1953, σελ. 942, παρ. 21).

Η θλιβερά αυτή διαπίστωσις ότι ο παπισμός εμποδί­ζει την ένωσιν δια της εμμονής του εις τας πλάνας ισχύει έτι μάλλον σήμερον, ότε πολλαί εκ των πλανών αυτών ενισχύθησαν δια της Β’ Βατικανείου Συνόδου, ως θα ίδωμεν περαιτέρω.

Καταλήγει δε η εγκύκλιος με έκκλησιν προς τους φιλοχρίστους λαούς της Δύσεως, «οΐτινες εξ αγνοίας της αλη­θούς και αδέκαστου των εκκλησιαστικών πραγμάτων ιστορίας εύπίστως παρασυρόμενοι, άκολουθοΰσι ταΐς άντευαγγελικαΐς και παναθέσμοις καινοτομίαις του πα­πισμού», να επιστρέψουνεις την Μίαν και αδιαίρετον Εκκλησίαν. «Αλλ’ εκκλίνατε από των τοιούτων διαστροφέων της ευαγγελικής αληθείας… και επανέλθετε το λοιπόν εις τους κόλπους της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής του Θεού Εκκλησίας, ήτις αποτελείται εκ του συνόλου των κατά μέρος ανά την ορθοδοξούσαν οικουμένην θεοφυτεύτων δίκην αμπέλων ευκληματουσών και αρρήκτως εν ενότητι της μιας εις Χριστόν σωτηρίου πίστεως και εν τω συνδέσμω της ειρήνης και τω πνεύματι συνημμένων αλλήλαις αγίων του Θεού Εκκλησιών, ίνα τύχητε της εν Χριστώ ποθουμένης σωτηρίας…».

Προτρέπει δε και τους ορθοδόξους να κρατώμεν «της πατρώας και αποστολοπαραδότου ευσεβείας. Προσέχωμεν πάντες από των ψευδαποστόλων, οίτινες ερχόμενοι εν σχήματι προβάτων πειρώνται δελεάζειν τους απλοϊκωτέρους εν ημίν δια ποικίλων και υπούλων υποσχέσεων, τα πάντα θεμιτά ηγούμενοι και επιτρέποντες προς ένωσιν, εάν μόνον αναγνωρισθή ο της Ρώμης πάπας ως υπέρτα­τος και αλάθητος άρχων και απόλυτος κυριάρχης της κα­θόλου Εκκλησίας και μόνος επί της γης αντιπρόσωπος του Χριστού και πηγή πάσης χάριτος».

Το πνεύμα της εγκυκλίου αυτής ενεστερνίσθησαν και όλοι σχεδόν οι νεώτεροι ορθόδοξοι Θεολόγοι (Πρβλ. σχετικά έργα Χ. Ανδρούτσου, Ιω. Καρμίρη, Κ. Μουρατίδου, Βλ. Λόσκι, κ.α.). Ο δε γνωστός πανορθοδόξως Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος Πόποβιτς με προφητικήν όντως γλώσσαν απεκάλυψε τον ορθόδοξον θεανθρωποκεντρισμόν και τον παπικόν και δυτικόν ανθρωποκεντρισμόν ένεκα του οποίου και ωμίλησε περί τριών πτώσεων του ανθρώπου. Της πτώσε­ως του Αδάμ, της πτώσεως του Ιούδα και της πτώσεως του πάπα.

Η αυστηρότης αυτή των Ορθοδόξων Πατέρων και Θεολόγων είναι φιλάνθρωπος, διότι υποδεικνύει την σο­βαρότητα της ασθενείας του παπισμού και δεν καθησυ­χάζει αυτόν με ανθρωπιστικά ηρεμιστικά. Όσοι πράγ­ματι αγαπούν, δεν φοβούνται να ειπούν την αλήθειαν, διότι μόνη η αλήθεια σώζει. Όσοι δεν αγαπούν ή αγα­πούν υποκριτικώς, κρύπτουν την αλήθειαν δι’ ιδιοτελείς σκοπούς.

Η αυστηρά αλλά φιλάνθρωπος αυτή γλώσσα των Ορθοδόξων υπαγορεύεται και από την επιθυμίαν των να μείνουν πιστοί εις το Ευαγγέλιον του Χριστού και τους θεοφόρους Πατέρας.

Είναι μεγάλη ευλογία και μέγα προνόμιον να είσαι Ορθόδοξος, αλλά συγχρόνως είναι και μεγάλη ευθύνη.

Αυτή η υψηλή συνείδησις ευθύνης έκαμε τους ορθο­δόξους ομολογητάς να μη παραιτούνται από τον σταυρόν της ορθοδόξου ομολογίας και όταν ακόμη εκινδύνευεν η ζωή των ή η πατρίς των.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ορθοδοξία και Παπισμός», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 1978)

(†) Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης : Δεν δεχόμαστε να γίνουμε ρινόκεροι (αριθμοί). Θα μείνουμε άνθρωποι



ΜΕΘ’ ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ

Τά ἐφετινά Χριστούγεννα (2010) μᾶς εὑρίσκουν σέ κατάστασι κρίσιμη. Ἡ οἰκονομική δυσπραγία καί ἡ πτωχεία πού συνεπάγεται γιά πολλούς συμπατριώτας μας εἶναι αἰτία τῆς λύπης καί τῆς ἀνησυχίας πολλῶν.

Ἡ ἀπειλή ἐπίσης τοῦ ἠλεκτρονικοῦ φακελλώματος, τό ὁποῖο περιορίζει τήν θεόσδοτη ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀποτελεῖ ἐπίσης ἀφορμή βαθυτάτης ἀνησυχίας γιά πολλούς ἀδελφούς. Γι’ αὐτούς τούς λόγους καί γιά πολλούς ἄλλους, ὅπως ἡ γκετοποίησις πρώην ἀκμαζουσῶν συνοικιῶν τῶν μεγαλουπόλεών μας, δημιουργοῦν μέσα μας καί γύρω μας μία καταθλιπτική ἀτμόσφαιρα.

Θά ἠχήσουν καί πάλιν οἱ καμπάνες τῶν Χριστουγέννων, γιά νά διαλαλήσουν ὅτι ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος: «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. α΄ 14).

Ὁ ἐν σπηλαίῳ γεννηθείς Κύριος μᾶς ἀπεκάλυψε, ὅτι ὁ Θεός μας δέν εἶναι ὁ ψυχρός θεός τῶν φιλοσόφων οὔτε ὁ ἀπρόσιτος θεός τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά εἶναι ὁ «Ἐμμανουήλ», δηλαδή «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. α΄ 23).Ἔτσι καί τώρα μέσα στό σκότος πού μᾶς περιβάλλει μποροῦμε νά δοῦμε Φῶς, νά ἐλπίσουμε, νά χαροῦμε.

Ὁ Ἐμμανουήλ εἶναι μαζί μας, γιά νά μᾶς παρηγορῇ, ὅτι ἔχουμε ὄχι μόνο Παντοδύναμο ἀλλά καί φιλόστοργο Πατέρα, ὁ ὁποῖος δέν θά μᾶς ἀφήσῃ μόνους καί ἀβοηθήτους στίς δυσκολίες μας. Ἀρκεῖ καί ἐμεῖς μέ πίστι καί ταπείνωσι νά ζητήσουμε τήν βοήθειά Του.

Ἔχουμε ἄλλωστε ἀποδείξεις ὅτι ὁ Παντοδύναμος Κύριος πολλές φορές ἔσωσε τό Γένος μας ἀπό τόν ἀφανισμό καί τήν καταστροφή. Βέβαια γιά κάθε ἐπέμβασι τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ἀπαιτεῖται καί ἡ δική μας μετάνοια.

Πῶς θά ὑγιάνῃ ἡ κοινωνία μας, ὅταν ἐμεῖς, ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι, θεοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας, καλλιεργοῦμε ἕνα πολιτισμό φιλαυτίας, πού εἶναι ἀδιέξοδος;

Καταφρονοῦμε τίς σωτήριες καί φιλάνθρωπες ἐντολές τοῦ Θεοῦ, διώχνουμε τόν Ἐμμανουήλ ἀπό τήν κοινωνική καί οἰκογενειακή μας ζωή, καί μένουμε ἔρημοι καί ἀπελπισμένοι στόν ταλαίπωρο κόσμο μας.

Ὁ Ἐμμανουήλ ἦλθε, θέλει νά εἶναι μαζί μας, γιά νά μᾶς ἐμπνέῃ τήν ἀγάπη, τήν πίστι, τήν φιλανθρωπία, τήν δικαιοσύνη, τήν εἰρήνη. Πρέπει ὅμως καί ἐμεῖς νά Τόν θέλουμε, νά Τόν ζητοῦμε, νά μή Τόν διώχνουμε ἀπό κοντά μας μέ τήν ἀπιστία μας καί τόν ἐγωϊσμό μας.

Πόσο ὡραία γίνεται ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ὁ Χριστός βασιλεύῃ στίς ψυχές των; Ὅπου καί ὅσες φορές ὁ Χριστός ἔγινε δεκτός μέ ἀγάπη καί πίστι ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἐκεῖ ἐξανθρωπίσθηκε ἡ ζωή των καί τά ἀνθρώπινα πρόσωπα βρῆκαν τό νόημα καί τόν σκοπό των. Παράδειγμα, ἡ πρώτη χριστιανική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων μέ τήν θαυμαστή κοινοκτημοσύνη τῶν Χριστιανῶν, ἡ κοινοτική ὀργάνωσις τῶν ἑλληνορθοδόξων ἐνοριῶν ἐπί Τουρκοκρατίας, τά Ὀρθόδοξα κοινόβια, ὅπου κατά τόν Μ. Βασίλειο ὅλοι ζοῦν γιά τόν ἕνα καί ὁ ἕνας γιά ὅλους: «εἷς οἱ πολλοί, καί ὁ εἷς οὐ μόνος, ἀλλ᾽ ἐν πλείοσι» (Ἀσκητικαί Διατάξεις).

Βέβαια καί στίς περιπτώσεις αὐτές δέν ἔλλειψαν κάποιες παραφωνίες καί παραστρατήματα. Ἡ γενική ὅμως κατεύθυνσις ἦταν σωστή. Τό ἅλας βοηθοῦσε νά μή σαπίσῃ ἡ κοινωνία. Γιατί «ἐάν δέ τό ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται;» (Ματθ. ε΄ 13).

Ὁ ἑλληνορθόδοξος λαός μας, παρά τίς ἁμαρτίες ὅλων μας καί τίς προσπάθειες πού καταβάλλονται συστηματικά νά χωρισθῇ ἀπό τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, ἔχει ἀκόμη ρίζες χριστιανικές.

Χρέος ὅλων μας εἶναι, καί ἰδίως τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας, νά ἐμπνεύσουμε σ’ ἐμᾶς καί τόν λαό μας τό πνεῦμα τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς στόν Θεό τῶν Πατέρων μας, γιά νά μπορῇ ὁ Ἐμμανουήλ νά εἶναι ἀνάμεσά μας, γιά νά δίνῃ νόημα στήν ζωή μας, χαρά, εἰρήνη, φῶς.

Τελειώνοντας τόν ταπεινό αὐτό χαιρετισμό, θά ἤθελα νά ὑψώσω καί ἐγώ τήν φωνή μου μαζί μέ τήν Ἀδελφότητά μας πρός τούς ἀξιοτίμους πολιτικούς καί ἄρχοντάς μας, νά ἀποτρέψουν τήν ἐφαρμογή τοῦ ἠλεκτρονικοῦ φακελλώματος καί ἔτσι νά δώσουν ἄνεσι καί χαρά σέ ἑκατομμύρια Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων πού ἀγωνιοῦν θεαρέστως γιά τό κρίσιμο αὐτό θέμα.

Δέν θέλουμε νά γίνουμε ἀριθμοί-νούμερα, νά παραδώσουμε τό πρόσωπό μας στόν ἠλεκτρονικό ὁλοκληρωτισμό. Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Ἐμεῖς θά παραιτηθοῦμε ἀπό τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μας;

Μαζί μέ τόν Ἰονέσκου –στό γνωστό ἔργο του «Ρινόκεροι»– κραυγάζουμε καί ἐμεῖς: «Δέν δεχόμαστε νά γίνουμε ρινόκεροι (ἀριθμοί). Θά μείνουμε ἄνθρωποι».

Μέ αὐτές τίς σκέψεις Σᾶς ἀπευθύνουμε τήν ἐν Χριστῷ τεχθέντι ἀγάπη μας καί τίς εὐχές μας γιά Χριστούγεννα, στά ὁποῖα θά συναντήσουμε καί θά ἀναπαύσουμε στήν ὕπαρξί μας τό θεῖον Βρέφος τῆς Βηθλεέμ.

Εὐλογημένα καί Ἅγια Χριστούγεννα!

Ὁ Κα­θη­γού­με­νος τῆς ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει­Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς
τοῦ Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου
Ἅ­γι­α Χρι­στού­γεν­να 2010

“Πουθενά δεν υπάρχει ανάσταση, αν δεν υπάρχει προηγουμένως ο Σταυρός του Χριστού”



*Απόσπασμα ομιλίας του μακαριστού Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη εις την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού – 1986 (Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου – Άγιον Όρος).

“..Και να, σήμερα υψώνεται πάλι ο Σταυρός του Κυρίου μας και υπενθυμίζει σε όλους μας και σε όλο τον κόσμο ότι, όταν διαλέξουμε τον Σταυρό ως τρόπο της ζωής μας, τότε έχουμε και την ανάσταση και την αληθινή ελευθερία μας και την αληθινή ανάπαυση μας μέσα στην αγάπη του Θεού και στην αγάπη των αδελφών μας – τότε έχουμε την αληθινή ειρήνη του Χριστού.

Γ’ αυτό βλέπετε και τούτο το μέγα μυστήριο της ευσεβείας και της πίστεως μας, ότι όπου σταυρός, εκεί και ανάσταση, και όπου ανάσταση, εκεί οπωσδήποτε έχει προηγηθεί ο σταυρός. Ενώ πουθενά δεν υπάρχει ανάσταση, αν δεν υπάρχει προηγουμένως ο Σταυρός του Χριστού.

Και επειδή αυτά μας παρέδωσε η Αγία μας Εκκλησία, αυτά παραλάβαμε δια του έργου του Κυρίου μας, του Θεανθρώπου Χριστού μας του επί Σταυρού σταυρωθέντος, αυτήν τη ζωή έζησαν οι άγιοι Απόστολοι, οι άγιοι Πατέρες, οι όσιοι Ασκητές οι πολίσαντες τας ερήμους, όλοι οι άγιοι που έζησαν μέσα στις κοινωνίες ως πιστοί δούλοι του Ιησού Χριστού, ας γνωρίζουμε ότι αυτό είναι όλο το Ευαγγέλιο του Χριστού.

Γι’ αυτό και εμείς ως Χριστιανοί επιποθούμε να ζήσουμε κατά τον τρόπο του Σταυρού του Χριστού. Και εμείς ως Μοναχοί γι’ αυτό εξήλθομεν εις την ευλογημένη έρημο, εις το αγιώνυμο τούτο σταυροαναστάσιμο τόπον της Κυρίας Θεοτόκου, για να ζήσουμε τον Σταυρό του Χριστού και κατά τον του Σταυρού του Χριστού τρόπον. Γι’ αυτό και σήμερα ιδιαιτέρως αισθανόμεθα την ευλογία της σημερινής ημέρας της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.

…Ο Κύριος λοιπόν να δώσει να είμεθα πάντοτε εις τους πόδας του εσταυρωμένου Κυρίου, μαθητεύοντες στο μέγα τούτο και φρικτό μάθημα του σταυρικού θανάτου του Κυρίου και έτσι συμμετέχοντες και στην ζωηφόρο Ανάστασή Του. Ο Κύριος να δώσει να είμεθα Χριστιανοί Σταυροαναστάσιμοι και Μοναχοί Σταυροαναστάσιμοι“.

Π. Γεώργιος Καψάνης
από το βιβλίο: “Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές” – του Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη (Έκδοση Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου 2015).

Καρποί της ευχαριστιακής ζωής




Ζώντας ευχαριστιακά, ζούμε με κέντρο τον Θεό. Ότι κάνουμε, το συνδέουμε με τον Θεό.

Ξαναγινόμαστε πάλι μέσα στον κόσμο όλοι ιερείς. Κάθε χριστιανός που προσφέρει λατρεία και δοξολογία στον Θεό, γίνεται κατά κάποιον τρόπο ιερεύς. Ξαναβρίσκουμε την ενότητα του κόσμου στον Θεό. Αίρεται η διάσπασις. Όλα λειτουργούν σε μια οργανική ενότητα. Ενωνόμαστε και εσωτερικά.

Διότι όταν ο άνθρωπος βρει το κέντρο του κόσμου και τα συνδέει όλα με τον Θεό και ζει γύρω από το κέντρο του κόσμου, που είναι ο Θεός, βρίσκει την εσωτερική του ενότητα – δεν είναι διχασμένος.

Σήμερα πάσχουμε από αυτή την διάσπαση, απ’ αυτόν τον διχασμό. Όταν προσφέρουμε και αναφέρουμε τα πάντα στον Θεό, όλη η ζωή μας παίρνει άλλο νόημα.

Τι νόημα έχουν οι διάφορες λειτουργίες της ζωής μας, όταν δεν τις συνδέουμε ευχαριστιακά με τον Θεό;

Η εργασία που δεν προσφέρεται στον Θεό, καταντά βάρος, κατάρα, άγχος. Ενώ όταν, όσο δύσκολη και εάν είναι, την προσφέρουμε στον Θεό, μας ενώνει με τον Θεό και αποκτά μια αιώνια σημασία. Το ίδιο συμβαίνει με την οικογένεια, τον γάμο. Πόσο διαφορετικό πράγμα είναι ο γάμος έξω από τον Θεό, όπως είναι ο πολιτικός γάμος, από τον γάμο μέσα στον Θεό και για τον Θεό, όπως είναι ο ευχαριστιακός γάμος της Εκκλησίας μας!

Ακόμη, πόσο διαφορετικά συμπεριφέρεσαι στα παιδιά σου, όταν τα βλέπεις ως δώρα του Θεού και πως συμπεριφέρεσαι, όταν τα βλέπεις ως δική σου ιδιοκτησία!

Πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζεις τις δοκιμασίες της ζωής, όταν και αυτές τις δέχεσαι ως δώρα της παιδαγωγούσης αγάπης του Θεού! Έτσι ο πόνος αγιάζει τον άνθρωπο σ’ αυτήν την περίπτωση και τον εξαγνίζει.

από το βιβλίο: “Η Ευχαριστιακή ζωή” – Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη (Έκδοση Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου – Άγιον Όρος 2006).

“Είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι γευθήκαμε την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως…”

*Ένα μοναδικό άρθρο-κείμενο (απόσπασμα) του Μακαριστού π. Γεωργίου Καψάνη, που αγγίζει όλους τους συνειδητούς Χριστιανούς, μέσα από την ανάλυση που κάνει ο Μακαριστός π. Γεώργιος. Αξίζει οπωσδήποτε να το διαβάσετε.

…Δεν είμαστε Χριστιανοί επειδή μεγαλώσαμε σε χριστιανικό περιβάλλον και από μικροί εκκλησιαζόμεθα, κοινωνούσαμε και μαθαίναμε “του Θεού τα πράγματα”. Ολ’ αυτά ήταν μεγάλα και ανεκτίμητα δώρα Θεού στην ζωή μας. Εύνοια του Θεού, “ης ουκ έσμεν άξιοι”.

Ωστόσο γίναμε Χριστιανοί, γιατί με την χάρη του Θεού ψάξαμε, διαβάσαμε, αμφιβάλαμε με καλή προαίρεση, ρωτήσαμε, πεισθήκαμε, αγωνιστήκαμε, πληροφορηθήκαμε, και τελικά αναπαυθήκαμε. Ζήσαμε και περάσαμε τις δυσκολίες της εφηβικής αντιλογίας, του νεανικού προβληματισμού, της ανθρώπινης αδυναμίας να αποδεχθεί εύκολα την “μωρία” του Ευαγγελικού νόμου.

Κι όμως η Χάρις του Θεού μας ανέπαυσε. Γι’ αυτό γίναμε, είμαστε και μένουμε με τη βοήθειά Του Χριστιανοί. Μάθαμε για τις άλλες θρησκείες, για πάμπολα φιλοσοφικά και ιδεολογικά συστήματα και θεωρίες, και σε μερικές μάλιστα εγκύψαμε προς καιρόν. Παρακολουθήσαμε από κοντά ρεύματα και νοοτροπίες, παλιές και σύγχρονες, μα τίποτε δεν μας ανέπαυσε πραγματικά.

Μείναμε Χριστιανοί, γιατί πρώτα-πρώτα πεισθήκαμε με μια προσωπική εμπειρία. Με προσωπική μετοχή μας στο μέγα και ανεκλάλητο μυστήριο του ζώντος Θεού, του Σωτήρος Χριστού, όσο κι αν ταπεινά και ανάξια είναι τα μέτρα μας. Αλλά πεισθήκαμε και λογικά, ότι η πίστη μας στον Χριστό είναι η μόνη πίστη που αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους από τον ίδιο τον Θεό και δεν είναι ανθρώπινη επινόηση και κατασκεύασμα…

Είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί, διότι γευθήκαμε την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως, της μόνης ορθής πίστεως στον Χριστό, της Πίστεως των Αποστόλων, των Μαρτύρων, των Οσίων, της αμωμήτου Πίστεως των Αγίων Πατέρων. Δεν καυχώμαστε για δική μας αρετή. Δεν καυχώμαστε για προσωπική μας αγιότητα. Καυχώμαστε όμως εν Κυρίω για την Πίστη μας, την αληθινή Πίστη του αληθινού Θεού…

Δεν είμαστε ευκολόπιστοι και αφελείς. Ερευνήσαμε, περιεργασθήκαμε, επισταμένως ρωτήσαμε για τις άλλες θρησκείες, τις άλλες φιλοσοφίες, τα άλλα “χριστιανικά” δόγματα, αλλά δεν πήραμε απάντηση που να μας αναπαύει.

Αντιθέτως είδαμε τα τρωτά κι αδύναμα σημεία τους. Μάθαμε τα πολύπλοκα αλλά και διάτρητα συστήματά τους και τις αόριστες θεωρίες τους, που συγχίζουν πιο πολύ τον άνθρωπο. Άλλα απ’ αυτά τα ελέγξαμε ως ζοφ’ωδη, και άλλα τα καταγελάσαμε ως μύθους και ανόητα, απίστευτα παιδικά παραληρήματα. Άλλα εύκολα αποδείχθηκαν νόθα και πλαστά, ανίκανα να εγγίσουν και να ξεδιψάσουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Αυτόν τον ταλαιπωρημένο από τα παραστρατήματά του σημερινό άνθρωπο, η ψυχή του οποίου διψά το καθαρό θείο ύδωρ της αλήθειας.

Και καταλήξαμε: Τίποτε δεν μας ικανοποίησε, τίποτε δεν επλήρωσε τον όλο άνθρωπο ως τα βαθύτατά του είναι του, τίποτε δεν μας ανέπαυσε, παρά μόνο η Ορθόδοξος Πίστη μας στον Χριστό. Και πάλι τίποτε, ούτε ένα σημείο, ούτε μία κεραία, μία λεπτομέρεια, ούτε για μια στιγμή δεν μας άφησε αμφιβολία που να “προδώσει” και να μειώσει μέσα μας την ακλόνητη, με την Χάρη του Θεού, πίστη μας για την μοναδικότητα της αληθείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, της μόνης Εκκλησίας.

*(απόσπασμα του άρθρου από το βιβλίο).
από το βιβλίο: “Ο εν Χριστώ αγώνας” (έκδοση Ι.Μ. Γρηγορίου – Άγιον Όρος)

Η Παράδοση του λαού μας δοκιμασμένος τρόπος αληθινής ζωής

“Δεν θέλουμε έναν πολιτισμό που ο Χριστός θα είναι στο περιθώριο. Γιατί αυτός ο πολιτισμός θα είναι πολιτισμός της φιλαυτίας που δεν βοηθεί ουσιαστικά τον άνθρωπο…”

† Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη

~ Εμείς αυτή την ορθόδοξη παράδοση παραλάβαμε από τους γονείς μας, από τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας.

Και δεν θα την αρνηθούμε, γιατί είδαμε ότι αυτή είναι η αληθινή ζωή. Δεν θέλουμε αυτήν την ζωή να την αλλάξουμε, γιατί είναι δοκιμασμένη ζωή.

Και δεν είναι μόνο η ζωή των δικών μας προγόνων. Είναι η ζωή εκείνων που έκαναν το 1821, η ζωή του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, όλων αυτών που θυσιάστηκαν “για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία”. Είναι η πίστη του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, που κράτησε το γένος και το έσωσε από τον εκτουρκισμό.

Γνωρίζετε εσείς έστω και έναν ήρωα του ’21, ο οποίος να ήταν αντίχριστος;Όλοι ήταν ευλαβείς χριστιανοί, εξομολογούντο, κοινωνούσαν και αγωνίζονταν. Ήθελαν να κάνουν την νέα Ελλάδα έθνος άγιον, στο οποίο να βασιλεύει ο Χριστός. Έχουμε δικαίωμα εμείς να απαρνηθούμε αυτή την παράδοση, χωρίς να διαπράξουμε ύβρι; Προσωπικά νομίζω ότι δεν έχουμε.

Και γι’ αυτό εμείς, με την χάρη του Θεού, θα μείνουμε σ’ αυτήν την παράδοση, την θεοκεντρική. Ο Χριστός θα είναι το κέντρο του πολιτισμού μας. Δεν θέλουμε έναν πολιτισμό που ο Χριστός θα είναι στο περιθώριο. Γιατί αυτός ο πολιτισμός θα είναι πολιτισμός της φιλαυτίας που δεν βοηθεί ουσιαστικά τον άνθρωπο. Αντίθετα με τον θεοκεντρικό πολιτισμό της η Εκκλησία δέχεται όλα και τα αγιάζει όλα. Η Εκκλησία υπάρχει όχι για να καταπιέζει τους ανθρώπους, αλλά για να τους ελευθερώνει.

Και γι’ αυτό έχουμε ανάγκη την Εκκλησία.

από το βιβλίο: “Η Ευχαριστιακή ζωή” του Αρχιμανδρίτου Γεωργίου Καψάνη Καθηγούμενου Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου (Έκδοση Ι.Μ.Οσίου Γρηγορίου – Άγιο Όρος 2006)

https://simeiakairwn.wordpress.com


Π. Γεώργιος Καψάνης: Μια αληθινή συγκλονιστική ιστορία

-Η ιστορία ενός άθεου γιατρού από την Ρωσία και το συγκλονιστικό γεγονός που τον έκανε να πιστέψει – να τα παρατήσει όλα και να γίνει μοναχός και μάλιστα σε μεγάλα πνευματικά μέτρα.
Το γεγονός αυτό το περιγράφει ο μακαριστός και αείμνηστος Γέροντας Γεώργιος Καψάνης (1935-2014) σε μία ομιλία του. Δείτε παρακάτω το βίντεο.

Η κατάργηση της Κυριακής αργίας

…Σήμερα μετά την υπερψήφιση του νόμου (κατάργηση της Κυριακής αργίας), η ευθύνη για την εφαρμογή του βαραίνει τους ώμους των Ορθοδόξων Χριστιανών.

Η αργία της Κυριακής είναι βασικό καθήκον μας, επειδή είναι εντολή του Θεού, κατά το “εξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου. τη δε ημέρα τη εβδόμη σάββατα Κύριω τω Θεώ σου” (Εξόδ. κ΄9), αλλά κυρίως γιατί ως μέλη της Εκκλησίας οφείλουμε να μετέχουμε κάθε Κυριακή στο μέγιστο γεγονός της Θείας Λειτουργίας και να τιμούμε την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου.

Εκείνοι που σήμερα επίεσαν για την κατάργηση της Κυριακής αργίας δεν θέλουν τους χριστιανικούς θεσμούς, επειδή δεν θέλουν τον Χριστό, αλλά τον αντίχριστο, κατά τον αψευδή λόγο του Κυρίου: “εγώ ελήλυθα εν τω ονόματι του πατρός μου και ου λαμβανετέ με• εάν άλλος έλθη εν τω ονόματι τω ιδίω, εκείνον λήψεσθε” (Ιωαν. ε΄43). Και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός μαρτύρησε με τον δι’ αγχόνης θάνατο, επειδή είχε πείσει τους Χριστιανούς να μεταθέσουν το παζάρι από την Κυριακή στο Σάββατο, για να τιμούν την αγία ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου.

Αποτελεί και για εμάς σήμερα φιλόθεη υποχρέωση να υπερβούμε με πίστη και αγάπη προς τον Χριστό τα αντίχριστα νομοθετήματα, όπως οι πρώτοι Χριστιανοί, για τους οποίους ο ανώνυμος συγγραφεύς της Προς Διόγνητον Επιστολής γράφει: “Επί γης διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται. Πείθονται τοις ωρισμένοις νόμοις, και τις ιδίοις βίοις νικώσι τους νόμους. Αγαπώσι πάντας,. και υπό πάντων διώκονται. Αγνοούνται και κατακρίνονται, θανατούνται και ζωοποιούνται. Πτωχεύουσι και πλουτίζουσι πολλούς• πάντων υστερούνται, και εν πάσι περισσεύουσιν”.

Το μαρτυρικό μας φρόνημα ως Χριστιανών σήμερα μπορεί να φανερωθεί μεταξύ άλλων καταστάσεων, που ήδη υφιστάμεθα, και από την άρνηση να εργαστούμε την ημέρα της Κυριακής από αγάπη και πίστη στον Χριστό, ο οποίος έχυσε το Τίμιο Αίμα Του στον Σταυρό και “τη μια των Σαββάτων”, δηλ. την Κυριακή, ανεστήθη από άπειρη αγάπη για εμάς.

† Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης 

από το βιβλίο: “Ο Όσιος Γρηγόριος” – Έκδοση Ι.Μ. Γρηγορίου Αγίου Όρους (Περίοδος Β΄έτος 2013, αριθμός 38).

Η Ιστορία μας είναι πολύτιμος καθρέπτης



Ο λαός μας βιώνει σήμερα μία κατάσταση, η οποία του προκαλεί έκπληξη, απορία, αγωνία, φόβο, οργή.

Και όλα αυτά παράλληλα με περικοπές μισθών και συντάξεων, με φτώχεια, με ανεργία, με απολύσεις από την εργασία, με εκπατρισμό των ταλαντούχων νέων, με σχεδόν βέβαιη συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας, με απειλή εθνικών περιπετειών. Το έθνος μας βιώνει κάτι που δεν θέλει πολύ για να φέρει τους ανθρώπους σε απόγνωση, τον λαό σε ξεσηκωμό, την κοινωνία στην κατάρρευση.

Διερωτάται ο λαός μας: Ποιός μας έφερε, ή γιατί φθάσαμε σε αυτό το σημείο;

Οι αναλύσεις που έχουν γίνει, κάνουν λόγο για αποτυχία του οικονομικού μοντέλου της Δύσης, για λάθη του πολιτικού συστήματος της χώρας, για οικονομικό ανορθολογισμό, για συνέπειες της εκτεταμένης διαφθοράς στην κοινωνία, για πειραματισμούς της Νέας Τάξης Πραγμάτων, για στοχοποίηση του λαού μας από ξένα κέντρα αποφάσεων, για μεθοδευμένη υπονόμευση των πνευματικών αρχών και αξιών που συγκροτούν την εθνική μας συνείδηση, κ.α.

Το Γένος μας όμως έχει μακρά και πλούσια ιστορία. Δεν είναι η πρώτη φορά που πέρασε τέτοιες και χειρότερες δοκιμασίες. Αν και έμεινε σήμερα μικρό και αδύναμο, όμως έχει την ίδια ψυχή.

Η Ιστορία μας είναι πολύτιμος καθρέπτης. Μπορεί ο λαός μας και πάλι να σταθεί με ειλικρίνεια μπροστά της και κοντά στις – οπωσδήποτε αξιόλογες οικονομικοπολιτικές αναλύσεις -, να κάνει και άλλους υπολογισμούς. Μπορεί να κάνει την αυτοκριτική του, να δει τις πνευματικές παραμέτρους της κρίσεως και να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του.

Οι εποχές που προηγήθηκαν από την άλωση της Θεσσαλονίκης και από την Άλωση της Πόλης έχουν πολλές ομοιότητες με την δική μας σήμερα. Τότε μεγάλοι και σοφοί πατέρες της Εκκλησίας και του Γένους προείδαν τον κίνδυνο, μίλησαν προφητικά, ζήτησαν από τους άρχοντες και τον λαό να ανανήψουν, να μετανοήσουν.

Σήμερα μπορούμε να ακούσουμε την φωνή τους καθαρώτερη, διδαγμένοι από την Ιστορία…Και σήμερα, παρά την ζοφερή εικόνα που διαγράφεται στον ορίζοντα, η ελπίδα του Γένους δεν εξέλιπε. Επειδή υπάρχει η ανάμνηση και η αυτοκριτική.


Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους – Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης (Πρωτοχρονιά 2012)
*από το βιβλίο: «Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ- ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ» – Εκδόσεις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους 2012.

Ὁ Χριστὸς καὶ τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα

Ὅσο καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη, τόσο ἀποκτᾶ τὴ δυνατότητα τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὰ ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα.

Ὅσοι βλέπουν τὸν ἄνθρωπο ρομαντικὰ καὶ ἐξωτερικὰ μεταθέτουν τὸ κακὸ ἀπὸ τὰ πρόσωπα στὴν κοινωνία, γι’ αὐτὸ καὶ πρεσβεύουν ὅτι ἡ βελτίωση τῆς κοινωνίας θὰ φέρει καὶ βελτίωση τῶν προσώπων. Ἀλλὰ οἱ Ὀρθόδοξοι χωρὶς νὰ ἀρνούμεθα τὴ σημασία τῆς κοινωνικῆς ἐπιδράσεως στὰ πρόσωπα, δίνουμε τὴν προτεραιότητα στὴ μεταμόρφωση τοῦ προσώπου διὰ τῆς μετανοίας καὶ τῆς Θ. Χάριτος...

Εἶναι μεγάλη πλάνη νὰ θέλουμε νὰ ἀλλάξουμε τὴν κοινωνία χωρὶς νὰ ἀγωνισθοῦμε, νὰ ἀλλάξουμε τὸν ἑαυτό μας. Εἶναι τουλάχιστον ἀφελὲς νὰ πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀλλαγὴ μερικῶν κοινωνικῶν θεσμῶν θὰ φέρει καὶ τὴν ἀλλαγὴ τῶν ἀνθρώπων χωρὶς μετάνοια.

Ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος κάνει ἄρρωστες κοινωνίες καὶ οἱ ρέστες κοινωνίες ἀρρωσταίνουν χειρότερα τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ νὰ θεραπεύουμε τὶς κοινωνικὲς ἀρρώστιες χωρὶς νὰ θεραπεύσουμε τὴν προσωπικὴ ἀρρώστια, ἀποτελεῖ μετάθεση τοῦ προβλήματος, ἄρνηση τῆς ἀποδοχῆς τῆς προσωπικῆς μας ευθύνης, ὑπεκφυγὴ ἀπὸ τὴ μετάνοια, κατάφαση στὸν ἐγωισμό μας, ἀπροθυμία νὰ δοῦμε τὸν πραγματικό μας ἑαυτό. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κύριος ἔθεσε τὴν προσωπικὴ μετάνοια σὰν προϋπόθεση γιὰ τὴ συμμετοχὴ στὴ Βασιλεία Του.

Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ παραγνωρίζεται τὸ ἔργο τοῦ διαβόλου στὴ διάλυση τῶν προσώπων καὶ τῶν κοινωνιῶν καὶ στὴν ἐπικράτηση τοῦ κάκου. Ἡ ἀνθρωπιστικὴ ἁπλούστευση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου. Ἀντίθετα, στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴ χριστιανικὴ ἐμπειρία φανερώνεται ἡ ἔκταση τῶν διαβολικῶν ἐνεργειῶν σὲ πρόσωπα καὶ κοινωνικὲς καταστάσεις καὶ ἡ ἀνάγκη ἀγῶνος κατὰ τοῦ διαβόλου, ἀποταγῆς καὶ ἐξορκισμοῦ τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ἔργο τῶν χαρισματούχων ἱερωμένων μοναχῶν καὶ λαϊκῶν εἶναι ἡ διάκριση τῶν πνευμάτων, γιὰ νὰ μὴ πέφτει ὁ Χριστιανὸς στὶς παγίδες ποὺ τοῦ στήνει ὁ πονηρός, ὅταν ἐμφανίζεται μὲ τὸ προσωπεῖο τοῦ καλοῦ.

Τονίσαμε τὴ δύναμη τῶν ἀντιθέτων ἀντιευχαριστιακῶν καὶ ἀντικοινωνικῶν δυνάμεων ὄχι γιὰ νὰ δείξουμε τὴν ἀδυναμία ὑπερνικήσεώς τους, ἀλλὰ τὴν ἀνάγκη νὰ λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν ἀπὸ τὸν ἀγωνιζόμενο Χριστιανό. Ὁ Χριστὸς ἐνίκησε τὶς δυνάμεις αὐτὲς καὶ ὁ Χριστιανὸς μπορεῖ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ συνεργασία τῆς Θείας Χάριτος νὰ συμμετάσχει στὴ νίκη αὐτὴ τοῦΧριστοῦ.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ διαφοροποιεῖται ριζικὰ ὁ χριστιανικὸς κοινωνικὸς αγώνας ἀπὸ κάθε ἄλλο ἀγώνα. Ἡ κοινωνία ποὺ θέλουν νὰ δημιουργήσουν τὰ οὑμανιστικὰ συστήματα (ἰδεαλιστικὰ καὶ ὑλιστικὰ) εἶναι ἀνθρωποκεντρική. 
Ἡ κοινωνία τῶν χριστιανῶν εἶναι Θεανθρωποκεντρική. Ἀλλὰ καὶ τὰ μέσα τῶν οὑμανιστῶν αίνε ἀνθρώπινα. Τῶν χριστιανῶν Θεανθρώπινα. Στὴ βάση δηλαδὴ τοῦ χριστιανικοῦ κοινωνισμοῦ βρίσκεται ἡ ταπείνωση. Ἐνῶ στὴν βάση τοῦ οὑμανιστικοῦ κοινωνισμοῦ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ αὐτάρκεια, τὸ κλείσιμο ἀπὸ τὸ Θεό. Πρόκειται γιὰτὴν ἐπανάληψη τῆς ἴδιας τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ: Ἡ ἐπιδίωξη τῆς θεώσεως χωρὶς τὸ Θεό.

Ἴσως νὰ μὴν εἶναι τυχαῖο ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ οὑμανιστικὰ συστήματα μὲ τὶς ἐφαρμογές τους στὴν οἰκονομία (καπιταλισμός, κομμουνισμὸς) γεννήθηκαν στὴν αἱρετικὴ δύση, στὴν ὁποία προηγήθηκε ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωποκεντρισμὸς τοῦ «ἀλάθητου» Πάπα καὶ τοῦ Filioque. Ἂς σκεφθοῦν στὸ θέμα αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι ἤ πρώην Ὀρθόδοξοι ποὺ ἀβασάνιστα ἀρνοῦνται τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας, συνήθως ἀπὸ ἄγνοια, γιὰ νὰ προσκολληθοῦν στὰ δυτικὰ συστήματα.

Ὁ ἀνθρώπινος μόνο χαρακτήρας τοῦ μὴ χριστιανικοῦ κοινωνισμοῦ, τοῦ ἀφαιρεῖ τὴ δυνατότητα νὰ δώσει εἰρήνη στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατί τὸν ἀφήνει ἀσυμφιλίωτο μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα του, καὶ γι’ αὐτὸ ἀνέστιο. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ λόγο τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, ποὺ ἐκφράζει ἀνθρωπολογικὴ ἐμπειρία: «Μᾶς ἔπλασες Κύριε γιὰ Σένα καὶ ἡ καρδιὰ μας εἶναι ἀνήσυχη ὡσότου ἀναπαυθεῖ κοντά Σου».

Τὰ ἄθεα κοινωνικὰ συστήματα βοηθοῦν νὰ λύσουμε μερικὰ κοινωνικὰ καὶ οἰκονομικὰ προβλήματα, ἀλλὰ ὄχι νὰ συναντήσουμε ἀληθινὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὸΘεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ἀπαντοῦν ἱκανοποιητικὰ στὰ ὑπαρξιακά μας ἐρωτήματα καὶ ἰδίως στὸ κεντρικὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Ὁ κόσμος τακτοποιεῖται ὡραῖα γιὰ νὰ πεθάνει. Ἂν καὶ τὰ συστήματα αὐτά, καὶ ἰδίως ὁ μαρξισμός, χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἕνα ἔντονο ἐγκόσμιο μεσσιανισμό, στὴν πραγματικότητα δὲν «μετάγουν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», καὶ γι’ αὐτὸ δημιουργοῦν ἀνθρώπους τραγικούς, χωρὶς ἐλπίδα. Ἡ ἔντονη μάλιστα ἀνθρωπιστικὴ ἤ καὶ ἐπιχειρηματικὴ δράση κάποτε εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειας νὰ ξεχάσουμε τὸ βασικό μας πρόβλημα, τὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου, καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸ ἄγχος, τὸ κενὸ καὶ τὴν πλήξη ποὺ σημαδεύει τὴ ζωὴτὴ χωρισμένη ἀπὸ τὴν πηγή της, τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ συστήματα αὐτά, παρὰ τὶς καλὲς καὶ ἁγνὲς προθέσεις πολλῶν εὐγενῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίζονται καὶ θυσιάζονται γιὰ τὰ ἰδεώδη τους, στὸ βάθος εἶναι κατὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν ὀνόματι μιᾶς καλύτερης καὶ δικαιότερης κοινωνίας ἐμποδίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πλήρη θεανθρωπινη κοινωνία, ποὺ μόνη τελικὰ ἀναπαύει καὶ ὁλοκληρώνει τὴ φύση του, τὸν ἐγκλωβίζουν στὶς περιορισμένες διαστάσεις ἑνὸς κλειστοῦ μηχανοκρατούμενου ἀπρόσωπου ὑλιστικοῦ σύμπαντος, τοῦ στεροῦν τὴ θέα τοῦ Οὐρανοῦ. 
Τί νόημα μπορεῖ ἀλήθεια νὰ ἔχει ἡ ζωή μας, ἂν εἴμαστε ἐξελιγμένα ζῶα καὶ ὄχι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ;
Ἂν εἴμαστε καταδικασμένοι μελλοθάνατοι, χωρὶς δυνατότητα μεθέξεως στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Θεοῦ;

Γέρων Γεώργιος Καψάνης
(ἔκδοση Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους)

http://www.alopsis.gr

Ὁ πόνος στὴ ζωή μας



Εἶναι εὔκολο κάποιος νὰ φιλοσοφεῖ ἢ νὰ θεολογεῖ γιὰ τὸν πόνο. Ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ ἀντιμετωπίζει σωστὰ τὸν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος περνᾶ ἕνα δυνατὸ πόνο στὴν ζωή του. Θεωρῶ πολὺ τολμηρὸ νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ τὸν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος δὲν πονᾶ. Σκέπτομαι ὅλους τοὺς ἀδελφούς μας ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, ποὺ πονοῦν σωματικὰ ἢ ψυχολογικὰ ἢ πνευματικά.

Σωματικὰ πονοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἀρρώστιες, κακουχίες, πείνα. Ψυχολογικὰ πονοῦν ἀπὸ κατατρεγμούς, συκοφαντίες, ἔλλειψη ἀγάπης καὶ μὴ ἀνταπόκριση στὴν προσφερόμενη σὲ ἄλλα προσφιλῆ πρόσωπα ἀγάπη, ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες, ἀσθένειες καὶ θανάτους προσφιλῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλα αἴτια. Πνευματικὰ πονοῦν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅμως βλέπουν ὅτι μὲ τὶς ἁμαρτίες τους λυποῦν τὸν Θεὸ καὶ προσβάλλουν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο.

Δὲν εἰσῆλθε ἀσφαλῶς κατ᾿ εὐδοκία Θεοῦ. Μπῆκε κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐγωιστικὴ παρακοή του ἔχασε τὴν Πηγὴ τῆς Ζωῆς, τὸν Πλάστη του. Ἀπὸ τὴν ἄπονο κατάσταση τῆς Θείας Βασιλείας, βρέθηκε σὲ μία ἄλλη κατάσταση, στὴν ὁποία ἀφοῦ δὲν βασίλευε ἡ ἀληθινὴ Ζωή, κυριαρχοῦσε μία ζωὴ φθαρμένη, συνυφασμένη μὲ τὸν θάνατο, τὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία.


Σ᾿ αὐτὴν τὴν νέα κατάσταση, ὁ θάνατος καὶ ὁ πόνος φαίνονταν νὰ ἔχουν ἕνα θετικὸ νόημα, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ ἄλλοι δερμάτινοι χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔνδυσε τοὺς πρωτοπλάστους, ὅταν ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει στὴν ἐξορία τους. Ὁ θάνατος θέτει τέρμα στὸ κακό, ποὺ ἀλλιῶς θὰ ἦταν ἀθάνατο ἐπὶ τῆς γῆς.

Ὁ σωματικὸς πόνος εἰδοποιεῖ γιὰ τὴν ἀσθένεια, ὥστε νὰ ὑπάρχει ἡ κατάλληλη θεραπεία. Οἱ ἰατροὶ γνωρίζουν πόσο εὐεργετικὸς εἶναι ὁ πόνος. Ἐπίσης, ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ πόνοι μᾶς βοηθοῦν νὰ λάβουμε αἴσθηση τῆς φθαρτότητάς μας καὶ ἔτσι νὰ γνωρίσουμε τὰ πεπερασμένα μας ὅρια γλιτώνοντας ἀπὸ κάθε μορφὴ αὐτοθεοποιήσεως.

Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ νὰ ἀναθεωρήσουμε τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ τὴν ἐπαναπροσανατολίσουμε στὸ σωστὸ κέντρο της, ποὺ εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός.

Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ νὰ λαμπικάρουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ ὄχι γιατί μας δίνει τὰ δῶρα Του (ὅπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογενειακὴ εὐτυχία κ.λπ.), ἀλλὰ γι᾿ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο.

Ἔτσι ὁ πολύαθλος Ἰώβ, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετώπισε τὶς ἀσθένειες καὶ τὶς ἄλλες ἀβάστακτες δοκιμασίες, ἀπέδειξε ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα Του. Ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ τόσο δυνατά, ὅταν βρισκόταν ριγμένος, πάνω στὶς κοπριές, γεμάτος πληγὲς καὶ μὲ σκοτωμένα τὰ δέκα παιδιά του τόσο δυνατά, ὅσο καὶ ὅταν εὐτυχοῦσε.

Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ ἀκόμη νὰ τοποθετηθοῦμε σωστὰ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς ὅταν δὲν πονᾶμε, τοὺς καταφρονοῦμε, τοὺς ἀδικοῦμε τοὺς κάνουμε νὰ πονοῦν μὲ τὴν ἐγωιστική μας στάση. Ὅταν ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὁποία ἀπομυζοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας γίνεται ὀδύνη, καταλαβαίνουμε ὅτι οἱ παράνομες ἡδονὲς μᾶς καταστρέφουν.

Πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ πόνεσαν δυνατὰ βρῆκαν διὰ τοῦ πόνου τὸ ἀληθινό τους πρόσωπο ξεπερνώντας τὰ προσωπεῖα, καὶ γι᾿ αὐτὸ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρο τοῦ πόνου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ ἦταν μία ἀνίατος καὶ ὀδυνηρὰ ἀσθένεια.

Ἄλλοτε πάλι ὁ πόνος βοηθᾶ καὶ τοὺς ὡρίμους πνευματικὰ ἀνθρώπους νὰ φθάσουν σὲ ὑψηλότερες μορφὲς πνευματικῆς τελειώσεως, νὰ στηρίξουν καὶ νὰ παρηγορήσουν πολλὲς ψυχές.

Ὡς παράδειγμα ἀναφέρω τὸν μακαριστὸ γέροντα Παΐσιο, ποὺ δέχθηκε τὴν λεγόμενη «ἐπάρατη» νόσο μὲ χαρά, κάνοντας τὸν λογισμὸ ὅτι οἱ κοσμικοὶ ποὺ πάσχουν παρηγοροῦνται, ὅταν μαθαίνουν, ὅτι πάσχουν καὶ οἱ μοναχοί. Ἔτσι ἡ ἐπάρατη νόσος ἔγινε γιὰ τὸν π. Παΐσιο εὐλογημένη νόσος.

τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Γεωργίου, Καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους

Πικρή η αίρεση, αλλά είναι γλυκειά -σαν αμαρτία- η κοινωνία με τους αιρετικούς!



Πολλοὶ μιλᾶνε γιὰ τὴν αἵρεση, ἀρκετοὶ γράφουν γιὰ τὴν αἵρεση, ἀλλὰ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν γευτεῖ τὴν πίκρα τῆς αἵρεσης, καὶ ἀκόμα ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὴν ἔζησαν καὶ ἔχυσαν αἷμα γιὰ νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία της. Ἡ αἵρεση εἶναι τρόπος ζωῆς, εἶναι μεγάλη φυλακή, εἶναι ἀσθένεια ψυχικὴ ἀλλὰ καὶ σωματική»

Πρωτ. π. Ἀθανάσιος Χενεΐν, ὀρθόδοξος -πλέον- ἱερεὺς τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς.




Ὁ π. Ἀθανάσιος Χενεΐν μεταστράφηκε στὴν Ὀρθοδοξία μετὰ ἀπὸ τὴν συνάντηση τοῦ Γέροντος Ἀρχιμ. π. Γεωργίου Καψάνη, Καθηγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, μὲ τὸν Κόπτη-Μονοφυσίτη Μητροπολίτη Bishoy. Ἡ συνάντηση ἔγινε τὴν 1 η Ἰουνίου 2003, σὲ Μετόχι τῆς Μονῆς κοντὰ στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ π. Ἀθανάσιος ἦταν ὁ μεταφραστής. Κράτησε πάνω ἀπὸ δύο ὧρες καὶ διαπίστωσε ὅτι ὁ Κόπτης Μητροπολίτης δὲν μπόρεσε οὔτε νὰ καταλάβει, οὔτε νὰ ἐξηγήσει, οὔτε νὰ ἀπαντήσει στὰ θεολογικὰ καὶ χριστολογικὰ τεκμηριωμένα ἐπιστημονικὰ ἐρωτήματα τοῦ γέροντα π. Γεωργίου. «Τότε καὶ μέσα στὴν ἱστορικὴ αὐτὴ συνάντηση, ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση τῆς μεταστροφῆς μου στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας», ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος.

Ὁ σύγ­χρο­νος οἰ­κου­με­νι­σμὸς ἔ­χει τὶς ρί­ζες του στὶς δύ­ο πα­τρι­αρ­χι­κές ἐγ­κυ­κλί­ους τοῦ 1902 καὶ 1920 οἱ ὁ­ποῖ­ες μὲ αὐ­θαί­ρε­το καὶ αἰφ­νι­δι­α­στι­κὸ τρόπο κα­ταρ­γοῦν τὴν πά­για ἐ­δῶ καὶ αἰ­ῶ­νες τα­κτι­κὴ ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε ἡ Ἐκκλη­σί­α μας στὸν δι­ά­λο­γο μὲ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Ἐ­πι­κρα­τεῖ πλέ­ον μί­α νέ­α ἀν­τί­λη­ψη στὴν δι­ε­ξα­γω­γὴ τοῦ δι­α­λό­γου ποὺ στη­ρί­ζε­ται σὲ κα­θα­ρά κοι­νω­νι­κὰ καὶ πο­λι­τι­κὰ κρι­τή­ρια. Κά­θε θε­ο­λο­γι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ ἀ­που­σιά­ζει καὶ ὁ θε­ολογι­κὸς λό­γος πα­ρα­χω­ρεῖ τὴν θέ­ση του στὴν κοι­νω­νι­κὴ πο­λι­τι­κὴ καὶ δι­πλω­μα­τί­α.

Ἡ εὐ­χὴ καὶ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ ἐ­πα­να­κάμ­ψουν στοὺς κόλ­πους Της οἱ ἀ­πο­κο­πέν­τες ἀ­πὸ Αὐ­τὴν χρι­στια­νοὶ λαμ­βά­νει πλέ­ον τὴν μορ­φὴ τῆς ἐ­πι­δί­ω­ξης γιὰ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς «ἑ­νώ­σε­ως τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν». Ἡ «ἕνω­ση» με­τα­τρέ­πε­ται πλέ­ον ἀ­πὸ εὐ­χὴ σὲ αὐ­το­σκο­πὸ μὲ συ­νέ­πεια τὴν
συνει­δη­τὴ καὶ ἠ­θε­λη­μέ­νη πα­ρά­βλε­ψη ὅ­λων τῶν ἀρ­νη­τι­κῶν στοι­χεί­ων στὴν προ­σπά­θεια προ­σεγ­γί­σε­ως τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων.

Μέ­σα ἀ­πὸ ἀ­πα­ρά­δε­κτους συγ­κε­ρα­σμοὺς καὶ σχε­τι­κο­ποι­ή­σεις τῆς ἀ­λη­θεί­ας καὶ τῶν δογ­μά­των ἐ­πι­βάλ­λε­ται μί­α οὐ­νι­τί­ζου­σα δι­ά­στα­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, ἡ ὁ­ποί­α πα­γι­ώ­θη­κε στὶς μέ­ρες μας καὶ στη­ρί­ζε­ται σὲ κα­θα­ρὰ νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη λο­γι­κή. Μὲ βά­ση αὐ­τὴ τὴν νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη καὶ οὐ­νι­τί­ζου­σα τα­κτι­κὴ ἡ ἀ­λή­θεια καὶ ἡ ἀ­κρί­βεια τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας ἀ­πο­γυ­μνώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ καὶ σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, ἀ­φοῦ ἐ­ξο­μοι­ώ­νε­ται μὲ τὴν αἵ­ρε­ση, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς μί­α ἄλ­λη ἐκ­δο­χὴ τῆς ἀ­λη­θεί­ας.

Δυ­στυ­χῶς αὐ­τὴ ἡ οὐ­νι­τί­ζου­σα νε­ο­ε­πο­χί­τι­κη δι­ά­στα­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­σμοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν βά­ση πά­νω στὴν ὁ­ποί­α δι­ε­ξά­γον­ται ὅ­λοι οἱ δι­ά­λο­γοι μὲ τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἀ­κό­μη καὶ μὲ τοὺς ἀλ­λο­θρή­σκους. Ὁ δι­ά­λο­γος μὲ τοὺς πα­πι­κούς, ὁ δι­ά­λο­γος στὰ πλαί­σια τοῦ Π.Σ.Ε. καὶ οἱ δι­α­θρη­σκεια­κοὶ δι­ά­λο­γοι δι­ε­ξά­γον­ται μὲ βά­ση πάν­τα αὐ­τὴ τὴν ἴ­δια λο­γι­κή. Ἀ­να­πα­ρά­γε­ται καὶ ἐπιβάλλεται, ἔ­τσι, ἡ ψευ­δο­α­λή­θεια καὶ ὁ ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμός τῶν ψευ­δο­εκ­κλη­σι­ῶν, ποὺ μὲ τό­ση ἐ­νάρ­γεια πε­ρι­έ­γρα­φε ὁ σύγ­χρο­νος Ἅ­γιος καὶ με­γά­λος δογ­μα­το­λό­γος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς: «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς εἶ­ναι κοι­νὸν ὄ­νο­μα διὰ τοὺς ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμούς, διὰ τὰς ψευ­δο­εκ­κλη­σί­ας τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης. Μέ­σα του εὑ­ρί­σκε­ται ἡ καρ­διὰ ὅ­λων τῶν εὐ­ρω­πα­κῶν οὐ­μα­νι­σμῶν, μὲ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τὸν Πα­πι­σμόν. Ὅ­λοι δέ αὐ­τοὶ οἱ ψευ­δο­χρι­στι­α­νι­σμοί, ὅ­λαι αἱ ψευ­δο­εκ­κλη­σί­αι, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μί­α αἵ­ρε­σις πα­ρα­πλεύ­ρως εἰς τὴν ἄλ­λην αἵ­ρε­σιν. Τὸ κοι­νὸν εὐ­αγ­γε­λι­κὸν ὄ­νο­μά των εἶ­ναι ἡ πα­ναί­ρε­σις» (Ἀρ­χιμ. Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Ἡ Ὁρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός, ἔκδ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ἀρ­χαγ­γέ­λων Τσέ­λι­ε, σελ. 224).

Ὁ οἰ­κου­με­νι­σμὸς τῶν ἡ­με­ρῶν μας δὲν στη­ρί­ζε­ται στὴν δογ­μα­τι­κὴ ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κός, ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κός, ἀ­πνευ­μά­τι­στος καὶ ἀ­θε­ο­λό­γη­τος, ὅ­πως πο­λὺ εὔ­στο­χα τὸν πε­ρι­γρά­φει ὁ μα­κα­ρι­στός Γέ­ρον­ταςΓεώρ­γιος Κα­ψά­νης:
 «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς ὅ­πως δι­ε­ξά­γε­ται σή­με­ρον φαί­νε­ται ὅ­τι ἔ­χει οὐ­μα­νι­στι­κόν-ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κόν χα­ρα­κτῆ­ρα καὶ ὄ­χι θε­ο­λο­γι­κὸν καὶ πνευ­μα­τι­κόν. Πα­ρα­με­ρί­ζει τὴν Πί­στιν (δόγ­μα) καὶ τὴν Πα­ρά­δο­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἀ­πο­βλέ­πει πε­ρισ­σό­τε­ρον εἰς πρα­κτι­κοὺς σκο­πούς. Βλέ­πει τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν κυ­ρί­ως ὡς ἀν­θρώ­πι­νον ἵ­δρυ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἡ­νω­μέ­νον θὰ δυ­νη­θῇ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σῃ καλ­λί­τε­ρον τοὺς ἐ­χθρούς του... Μό­νον ὁ ὅ­λος Θε­άν­θρω­πος ἠμ­πο­ρεῖ νὰ σώ­σῃ καὶ τὸν ὅ­λον ἄν­θρω­πον. Ἐν ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ τοῦ ὅ­λου Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ καὶ τοῦ ὅ­λου Σώ­μα­τός Του, τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, δὲν δυ­νά­με­θα νὰ δι­α­πραγ­μα­τευ­θῶ­μεν ‟ἐ­πὶ ἴ­σοις ὅ­ροις” μὲ τοὺς ‟πα­ρα­μορ­φω­μέ­νους Χρι­στούς” τῶν δυ­τι­κῶν, Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καὶ Προ­τε­σταν­τῶν» (Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Οὐ­μα­νι­σμός-Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Πα­πι­σμός, ἔκ­δ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996, σελ. 83-84).

Ὁ σύγ­χρο­νος οἰ­κου­με­νι­σμὸς ἀρ­νού­με­νος νὰ θέ­σει τὸν δά­κτυ­λο ἐ­πὶ τὸν τύ­πον τῶν ἥ­λων καὶ ἐ­ξαν­τλού­με­νος σὲ μί­α ἐ­πι­δερ­μι­κὴ καὶ ἀ­ναι­μι­κὴ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν οὐ­σι­α­στι­κῶν προ­βλη­μά­των καὶ τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν δι­α­φο­ρῶν ἀ­δι­κεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λους τοὺς ἴ­διους τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­κα­τά­σχε­τη ἀ­γα­πο­λο­γί­α, ἡ ἀ­γω­νι­ώ­δης μέ­ρι­μνα νὰ μὴν εἰ­πω­θεῖ τί­πο­τε κα­κό ἢ δυ­σά­ρε­στο, ἡ δια­ρκὴς φρον­τί­δα νὰ εἴ­μα­στε εὐ­χά­ρι­στοι, οἱ κο­σμι­κοῦ τύ­που ψευ­το­ευ­γέ­νει­ες καὶ ὁ στρου­θο­κα­μη­λι­σμὸς φα­νε­ρώ­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­φέ­λεια, πα­ρὰ ὑ­πεύ­θυ­νη ἀν­τι­με­τώ­πι­ση καὶ συμ­πε­ρι­φο­ρά.

Μιὰ τέ­τοι­α τα­κτι­κὴ πόρ­ρω ἀ­πέ­χει ἀ­πὸ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους ἀ­δελ­φούς μας. Ὅ­πως πο­λὺ εὔ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Προ­η­γού­με­νος τῆς Μο­νῆς Ἰ­βή­ρων ἀρ­χιμ. Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης,  «Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ φά­νη­καν “σκλη­ροί” στὴ δι­α­τή­ρη­σι τοῦ “Δόγ­μα­τος” εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἀ­γά­πη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον τὸν ἄν­θρω­πον. Για­τί γνώ­ρι­σαν τὰ ἀ­πύθ­με­να βά­θη του καὶ δὲν θέ­λη­σαν πο­τὲ νὰ τὸν κο­ρο­ϊ­δέ­ψουν μὲ τὶς συ­ναι­σθη­μα­το­λο­γί­ες ἐ­φή­με­ρης καὶ ἀ­νύ­παρ­κτης ἀ­γά­πης, ἀλ­λὰ τὸν σε­βά­στη­καν προ­σφέ­ρον­τάς του τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, ποὺ χα­ρί­ζει τὴ μα­κα­ρί­α ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ζω­ή» (Ο.Τ., ἀρ. φ. 98, 1-3-1969).

Μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­λη­θι­νὴ καὶ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­λους τοὺς χρι­στια­νοὺς ὁ μα­κα­ρι­στὸς Γέ­ρον­τας Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης ἐκ­φρά­ζει τὰ αἰ­σθή­μα­τα καὶ τὸ δι­α­χρο­νι­κὸ φρό­νη­μα τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους: «Αἰ­σθα­νό­με­θα τὸν οἰ­κου­με­νι­σμὸν ὡς κά­τι ποὺ ἀ­πο­μα­κρύ­νει τὴν ἕ­νω­σιν καὶ μά­λι­στα τό­σον τὴν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ὅ­σον φαί­νε­ται νὰ τὴν φέ­ρῃ πλη­σί­ον μας. | Ἀ­γα­πῶ­μεν τοὺς ἑ­τε­ρο­δό­ξους χρι­στια­νοὺς καὶ δι’ αὐ­τὸ θέ­λο­μεν μί­αν πραγ­μα­τι­κὴν καὶ ἁ­γί­αν ἕ­νω­σιν μα­ζί των. Δὲν θέ­λο­μεν μί­αν συ­νύ­παρ­ξιν ἢ μί­αν ἀ­νο­χὴν ἢ μί­αν ποι­κι­λί­αν «πί­στε­ων», δι­ό­τι αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, οὔ­τε ἀ­σφα­λὴς καὶ δια­ρκὴς ἕ­νω­σις εἰς τὴν ἁ­γί­αν Τριά­δα. | Θέ­λο­μεν νὰ πι­στεύ­ω­μεν ὅ,τι κοι­νω­νοῦ­μεν καὶ νὰ κοι­νω­νοῦ­μεν ὅ,τι πι­στεύ­ο­μεν, τὸν Θε­άν­θρω­πον Χρι­στόν, ὁ­λό­κλη­ρον εἰς ὁ­λό­κλη­ρον τὸ Σῶ­μα Του. | Οὔ­τε θέ­λο­μεν νὰ προ­δώ­σω­μεν τὸν ἄν­θρω­πον, ποὺ ἀ­να­μέ­νει τὴν σω­τη­ρί­αν του ἀ­πὸ τὸν ὅ­λον Θε­άν­θρω­πον. | Δι’ αὐ­τὸ ἠμ­πο­ροῦ­μεν νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω­μεν, ἠμ­πο­ροῦ­μεν καὶ νὰ ἀ­πο­θά­νω­μεν, ἀλ­λ’ ὄ­χι καὶ νὰ συμ­βι­βα­σθῶ­μεν. | Δὲν δυ­νά­με­θα ἄλ­λως τε νὰ ὁ­μι­λή­σω­μεν ἄλ­λως. Αὐ­τὸ ποὺ ζῶ­μεν καὶ αὐ­τὸ ποὺ πα­ρε­λά­βο­μεν, μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ ὁ­μι­λή­σω­μεν κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πον. | Ἐ­ὰν μά­λι­στα ἡ­μεῖς ὡς Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται ὁ­μι­λή­σω­μεν δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἀ­π’ ὅ,τι ὡ­μί­λη­σεν ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, οἱ μὴ συλ­λει­τουρ­γή­σαν­τες μὲ τοὺς Λα­τι­νό­φρο­νας καὶ θα­να­τω­θέν­τες Ἁ­γι­ο­ρεῖ­ται, ὁ ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος καὶ οἱ λοι­ποὶ Πα­τέ­ρες μας, οἱ ἐν ἀ­σκή­σει καὶ ἀ­θλή­σει δι­α­λάμ­ψαν­τες, τοῦ­το θὰ εἶ­ναι Θε­οῦ ἐγ­κα­τά­λει­ψις. Καὶ τὰ ὀ­στᾶ μας θὰ δι­α­σκορ­πι­σθοῦν μὲ τὰ ὀ­στᾶ τῶν ἀν­θρω­πα­ρέ­σκων» (Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Οὑ­μα­νι­σμός-Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ Πα­πι­σμός, ἔκ­δ. Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Ὁ­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου, Ἅ­γιον Ὄ­ρος 1996, σελ. 84-85).


ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ



…Ἡ ἀπομάκρυνση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Δημιουργό του εἶχε δυσάρεστες συνέπειες στὴ ζωή του. Ὅμως ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸ πλάσμα του. Στὸν κατάλληλο χρόνο στέλνει στὴ γῆ τὸν μονογενῆ του Υἱὸ, γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. «Ὁ Θεὸς ἐπὶ γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρούχ, γ´ 38). Ὁ ἀόρατος γίνεται ὁρατός, ὁ ἀπρόσιτος προσιτός, ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Μέγα καὶ παράδοξον τὸ μυστήριον. Ἦλθε στὴ γῆ ὄχι ὅπως αὐτὸς μποροῦσε, ἀλλὰ ὅπως ἐμεῖς μπορούσαμε νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν καταλάβουμε. Γι᾿ αὐτὸ ἔγινε ἄνθρωπος μὲ σάρκα γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει καλύτερα μὲ μᾶς. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει χαρακτηριστικὰ : «Πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ ἐκπληκτικὸ καὶ ἀξιοθαύμαστο; Ἕνεκα τῆς δικῆς Του ἀγαθότητος καὶ ὅπως ἕνας βασιλέας βγάζει τὴν βασιλικὴ στολὴ καὶ σὰν ἁπλὸς στρατιώτης ρίχνεται στὴ μάχη, γιὰ νὰ μὴ ἀναγνωρισθεῖ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ καὶ ἔτσι πετύχει τὴ νίκη, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἦρθε μὲ ἀνθρώπινη μορφή, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρισθεῖ καὶ ἀποφύγει ὁ ἐχθρός τη σύγκρουση μαζί του, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ φοβίσει τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ ἦρθε γιὰ νὰ τοὺς σώσει καὶ λυτρώσει»...
Τελικὰ μία εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἐξήγηση τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διατυπώνει πολὺ καθαρὰ αὐτὴ τὴν ἐξήγηση. «Διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην, ἣν ἠγάπησεν ἡμᾶς», «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Μαζὶ μὲ τὸν μεγάλο Ἀπόστολο κάθε πιστὸς βλέπει πίσω ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ καὶ κοσμοσωτήριο γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου τὴν μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. Ἀγάπη ποὺ ἔφθασε μέχρι τὸ Σταυρό.
Περιμένουμε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς γεννήσεως. Καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀναμένει τὴν ἀνταπόκριση τῆς δικῆς μας ἀγάπης. Μᾶς ἀγάπησε, νὰ τὸν ἀγαπήσουμε καὶ μεῖς. Νὰ τοῦ ἀνοίξουμε τὴν καρδιὰ καὶ τὴ ζωή μας. Νὰ συνδεθοῦμε μαζί του. Εἶναι ἀσφαλῶς ἡ μεγαλύτερη δωρεὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Τὰ φετεινὰ Χριστούγεννα ἂς εἶναι ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς νέας ζωῆς γεμάτη ἀπὸ τὴ Χάρη καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ…

Γέροντος Γεωργίου Καψάνη