.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευχή του Ιησού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευχή του Ιησού. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Να μην αφήνεις τον πειρασμό να σε κάνει να φαντάζεσαι…

Όταν ο άνθρωπος είναι νεώτερος, αδύνατον να μη πολεμήται από αισχρούς λογισμούς και φαντασίας, πρέπει να τους διώκη αμέσως και να λέγη την ευχήν του Ιησού και αυτοί φεύγουν, αλλά πάλιν θα έλθουν, πάλιν ο άνθρωπος τους διώκει με την ευχήν και με την νήψιν, δηλαδή με την προσοχήν και την επαγρύπνησιν του νοός...

Πρέπει να προσέχη κανείς, να μην αφήνη τον πειρασμόν να σχηματίζη φαντασίαν, διότι πρώτον η φαντασία γίνεται και μετά ο λογισμός και μετά η αισχρά ηδονή.
Όταν λοιπόν με την νήψιν δεν αφήσωμεν να σχηματίση κακήν φαντασίαν και λέγωμεν συγχρόνως και την ευχήν, τότε απαλλασσόμεθα από την ενόχλησιν και συνάμα στεφανούμεθα και από τον Θεόν δια την καλήν μας προαίρεσιν, που θέλομεν να ευαρεστήσωμεν εις Αυτόν.

Γέροντας Εφραίμ Αριζονίτης

elderephraimarizona.blogspot.gr

Η Ευχή φωτίζει τους οφθαλμούς



Όλοι οι Άγιοι, μας διδάσκουν πόσο κακό κάνει η αμαρτία στον άνθρωπο και τι δυνάμεις έχει πάνω μας. Κανένας δε μπορεί να μας απαλλάξει από τα πάθη μας και κανένας δε μπορεί να μας απαλλάξει από τις ροπές προς την αμαρτωλή ζωήπαρά μόνο Ένας. Μόνο Ένας, τον οποίο πρέπει να τον βάλουμε Αρχηγό στη ζωή μας με την Ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με» ώστε να εξαφανίζουμε, να εξολοθρεύουμε τις παγίδες του διαβόλου. Η Ευχή είναι η δυνατότερη προσευχή.
Είναι κόλπο του διαβόλου και δηλώνει απειρία πνευματική το να λέμε στον εαυτό μας ότι δεν έχουμε χρόνο να προσευχηθούμε. Είναι λόγος απειρίας αλλά και αμαρτωλός λόγος, διότι έχουμε καθημερινά χρόνο να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, πράγματα που δεν είναι άξια καν να τα αναφέρουμε, πράγματα που δεν προσφέρουν τίποτε. Όμως για να προσευχηθούμε, λέμε ότι δεν έχουμε χρόνο. Βεβαίως το σημαντικότερο από όλα αυτά είναι όχι ο τακτικός χρόνος προσευχής (πρωινή, απογευματινή ή βραδυνή προσευχή), αλλά η κάθε στιγμή να είναι προσευχή μας, με την επίκληση της Ευχής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τότε αδελφοί μου, θα απαλλαγούμε από το σκοτάδι και γενικότερα από τις ψυχικές και σωματικές ασθένειες!
Σε αυτό μας βοηθά το κομποσκοίνι το οποίο είναι ένα εργαλείο προσευχής, δεν είναι αυτοσκοπός. Το έχουμε στα χέρια μας για να βοηθάει το νου να συγκεντρώνεται στα λόγια της Ευχής, στο «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Το κομποσκοίνι λοιπόν είναι ο φακός, με τον οποίο σιγά-σιγά θα αρχίσει να φωτίζεται ο εσωτερικός μας κόσμος, να δούμε και ως τυφλοί να ανακράξουμε κάποια στιγμή «δόξα τω Θεώ που φωτίστηκα, δόξα τω Θεώ που είδα!».
Αν πραγματικά αδελφοί μου δούμε -και αυτό θα γίνει μόνο δια της προσευχής- τότε θα αρχίσουμε να αποκτούμε λίγο-λίγο διάκριση. Η Διάκριση! Ξέρετε, πολλοί Πατέρες την θεωρούν τη μεγαλύτερη των αρετών. Διάκριση θα πει ο ηγεμών νους να παίρνει κατευθείαν από τον Θεό πληροφορία και να ξέρει ανά πάσα στιγμή ποιό είναι του Θεού και ποιό είναι του διαβόλου, ανά πάσα στιγμή να ξέρει, αυτό που θα κάνει ότι είναι ευλογημένο από τον Κύριο.
Επειδή στην αρχή της πνευματικής μας ζωής, αλλά και σε όλη μας τη ζωή, δεν έχουμε τη διάκριση να ξέρουμε ποιό είναι το σωστό και ποιό είναι το λάθος, στην πνευματική μας ζωή χρειάζεται ο εξομολόγος και ο πνευματικός, ο οποίος θα μας συμβουλεύσει. Εκείνος με την διάκριση που έχει θα μας λέει και κάθε φορά ποιό είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε.
Αδελφοί μου, αν πραγματικά αρχίσουμε να φωτιζόμαστε από τον Θεό και φωτίζεται ο νους μας και βλέπουμε, τότε δε θα κάνουμε λάθος επιλογές και στην καθημερινότητά μας. Θα προσέξουμε πάρα πολύ η καθημερινότητά μας να είναι κατά τον Θεό, να είναι ευλογημένη από τον Κύριο. Μέσα μας να επιλέξουμε αδελφοί μου, σε ποιά ζωή θέλουμε να ζήσουμε. Αν θέλουμε να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο η αν θέλουμε να πολιτευόμαστε εδώ και να είμαστεεγγεγραμμένοι στην ουράνια πολιτεία. Είναι θέμα λογισμού. Όπως δηλαδή δεν μπορεί χριστιανός να επιλέξει άθεο άνθρωπο να τον κυβερνήσει, έτσι δε μπορούμε και μέσα μας να επιτρέψουμε να επικρατήσουν άθεοι λογισμοί. Γιατί προσβάλλουν την ελευθερία μας, προσβάλλουν τον Θεό, προσβάλλουν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που έχουμε μέσα μας!
Θα πρέπει σε όλη τη φάση της ζωής μας, στην καθημερινότητά μας, να είμαστε προσεκτικοί. Να παραδειγματιζόμαστε από τους νηπτικούς Πατέρες και τον ζήλο τους για νήψη και προσευχή. Δεν είναι καθήκον μόνο των πατέρων του Αγίου Όρους και της παλαιάς εποχής. Πρέπει στην καθημερινότητά μας να ελέγχουμε τους λογισμούς, για να μπορούμε να κάνουμε το θέλημα του Θεού πάντοτε. Αμήν!

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, 
Γραπτό Κήρυγμα (Κυριακή Ζ' Ματθαίου)

ΤΟ «ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ» ΓΙΑ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟΥΣ

…Γιατί δεν υπάρχει τίποτε γλυκύτερο και ωραιότερο και ωφελιμότερο από την πνευματική επικοινωνία με τον Χριστό! Προκειμένου λοιπόν να γκρινιάζουμε ή να μουρμουρίζουμε ή να λέμε ο,τιδήποτε άλλο, άσκοπο ή αμαρτωλό, ας επαναλαμβάνουμε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και μέσα στον ναό ακόμα. Σκύψιμο της κεφαλής και «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
· Γλυκάθηκε ο νους; Ε, δεν ξεκολλά από την Ευχή.
· «Ηυφράνθη η καρδία»; Σκλαβώθηκε για πάντα από την θεία αγάπη, από τον θείο έρωτα. Άραγε, δεν το έχετε νοιώσει ποτέ αυτό;…
Εκείνο, λοιπόν, που ενδιαφέρει όλους εμάς , που ζούμε μέσα στον κόσμο, τον φοβερά αμαρτωλό και ξεδιάντροπο, είναι να λέμε την Ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», κατ’ αρχάς και για αρκετά καιρό προφορικά, φωναχτά ή ψιθυριστά με το κομποσχοίνι, και ύστερα από μέσα μας, παντού και πάντοτε . Όσο περισσότερο θα λέγεται η ευχή , με υπομονή και με θέρμη ψυχής, τόσο γρηγορώτερα θα γίνη κτήμα μας ένας νέος τρόπος ζωής. Τότε, εφ’ όσον θα έχουν προηγηθή αρκετές προσπάθειες και πολλοί πειρασμοί, θα αισθανώμεθα και θα βιώνουμε την προσευχή μέσα μας . Θα πυρπολούμεθα από την Ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» θα γεμίζουμε , θα πληρούμεθα από την χάρι της Ευχής, της Νοεράς προσευχής, και θα καθιστάμεθα ολόκληροι μια προσευχή!...

Και τότε η θεία Χάρις θα λάμπη στο πρόσωπό μας. Μέσα στους πειρασμούς θα έχουμε ειρήνη στην καρδιά. Μέσα στους διωγμούς και στα μαρτύρια, θα έχουμε την χάρι της υπομονής και της ησυχίας από την καλή μαρτυρία της συνειδήσεώς μας. Θα μας θλίβη ο ένας , θα μας κατατρέχη ο άλλος, αλλά μέσα μας θα βασιλεύη μια παράδοξη και ανείπωτη γλυκύτητα.
Στο «Πνευματικό ημερολόγιο» μιας πιστής και ταπεινής ψυχής, που κυκλοφόρησε στην Ρουμανία, διαβάζουμε τα εξής, για μια ευλαβή γυναίκα στο Βουκουρέστι, που καλλιέργησε την Ευχή μέσα από πολλές δυσκολίες και πειρασμούς, τόσο εξαιτίας της εργασίας της και της οικογενείας της όσο και της φτώχειας και του κομμουνιστικού καθεστώτος:
«Μετά από οκτώ μήνες ακατάπαυστης προσευχής (ημέρα και νύκτα), ξύπνησα ένα πρωινό από τους κτύπους της καρδιάς και άρχισα να προφέρω την προσευχή στον ρυθμό των χτύπων της καρδιάς.
Αισθάνθηκα στην καρδιά μου την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος σαν ένα γλυκό βελούδινο χάδι, σαν τα φτερά μιας πεταλούδας που πετάριζε στην ψυχή μου λέγοντας:
- «Είμαι εδώ. Εγώ είμαι ο ενεργών. Εσύ προσεύχου».
Κράτησα λίγο την αναπνοή μου, για να νιώσω την γλυκύτητα και την αγαθότητα του Αγίου Πνεύματος. Έλαβα τότε στην ψυχή μου μια ειρήνη αγία, θεϊκή, ουράνια…
… Βλέπουμε λοιπόν ότι οι θεοφιλείς ευεργεσίες της Ευχούλας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» γρήγορα μας αποκαλύπτωνται και μας καταπλήσσουν. Ακόμη και η κούρασις, τότε, θα είναι γλυκειά και ο πόνος που θα αισθανώμεθα σωματικά, θα είναι πιο ελαφρύς. Τότε και τα σύννεφα της αμαρτίας θα διαλύωνται και ο ήλιος της ειρήνης και της αγάπης θα λάμπη ακτινοβόλος μέσα στον ουρανό της ψυχής μας και θα χωρούν μέσα μας όλοι, ακόμη και οι εχθροί μας.
Έτσι θα γνωρίσουμε βιωματικά ότι:
· Οι πράξεις των εντολών, με πρώτη την διπλή αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον,
· η συμμετοχή μας στη θεία Λατρεία και στα πανάγια σωστικά Μυστήρια,
· το καθημερινό πνεύμα συντριβής και μετανοίας που καλλιεργούμε,
· η καθημερινή μελέτη της Αγίας Γραφής και άλλων θεοφιλών πνευματικών βιβλίων
· και η αδιάλειπτος προσευχή με το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», ανοίγουν τις θύρες του θείου ελέους. Ανοίγουν την αγκαλιά του Θεού και αυτή η αγκαλιά με την σειρά της μας κλείνει μέσα της!!! Και τότε, η ουράνια χαρά της ψυχής μας είναι ανέκφραστη και δεν περιγράφεται με λόγια!...
Γι αυτό και όλοι εμείς θα φωνάζουμε τον Όνομα του Χριστού μας, και το παντοδύναμο αυτό Όνομά Του:
· θα διατηρήση και θα ενισχύση το πνεύμα της μετανοίας,
· θα αποκαταστήση τις κλονισμένες μας σχέσεις με το Θεό και τον πλησίον,
· θα ηρεμήσει την ταραγμένη μας συνείδησι,
· θα δυναμώση την πίστι και την θέλησί μας για την τήρηση των εντολών και την καλλιέργεια των αρετών,
· θα αυξήση τα όρια της ευδοκίμου υπομονής
· θα μαλακώση το εγωιστικό επικάλυμμα της καρδιάς
· και θα πυρακτώση , τέλος, την ψυχούλα μας για θεία Λατρεία και για θεία Κοινωνία.
Και κάτι ακόμα: Όταν για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν θα μπορούμε να κοινωνήσουμε των αχράντων Μυστηρίων, έχουμε μαρτυρίες, έχουμε μαρτυρίες πολλών χριστιανών, που ησθάνοντο ότι στο «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, προσέλθετε», κι αυτοί κοινώνησαν! Γιατί εκείνη την ώρα, που οι άλλοι κοινωνούσαν, αυτοί έλεγαν την Ευχή και λαχταρούσαν το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού. Και ο Θεός ανταποκρίθηκε με τον δικό του τρόπο και επικοινώνησε μαζί τους με αυτήν την πνευματική και ακατάληπτη «Θεία Κοινωνία», καθώς αισθάνθηκαν σαν να κατεβαίνη κάτι από τον λαιμό τους, ενώ ταυτόχρονα μια ανέκφραστη γλυκύτητα που υπήρχε στο στόμα τους κατέλαβε ολόκληρο το ψυχοσωματικό τους «είναι»! Αυτά, για τους αμφισβητούντας και αγεύστους αυτών των πνευματικών καταστάσεων.

Από το βιβλίο: «Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ»
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΣΤΕΦΑΝΟΥ Κ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 2007

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ



[…] Μετά την παρέλευση μιας βδομάδας και πλέον ετοιμάστηκα να αναχωρήσω. Δεν είχα προχωρήσει περισσότερο από πενήντα χιλιόμετρα, όταν μ’ έφτασε ένας στρατιώτης, τον οποίο ρώτησα πού πήγαινε. Μου είπε ότι επέστρεφε στο μέρος όπου είχε γεννηθεί, στην περιοχή του Καμενέτς Ποντόλσκ.

Προχωρήσαμε μαζί περίπου πέντε χιλιόμετρα σιωπηλοί, όταν παρατήρησα ότι κάπου-κάπου αναστέναζε πολύ βαθιά, σαν κάποια μεγάλη θλίψη να πίεζε τα στήθη του, ενώ γινόταν συγχρόνως όλο και πιο μελαγχολικός.

Τον ρώτησα γιατί ήταν τόσο λυπημένος κι εκείνος μου είπε:
«Καλέ μου φίλε, αφού κατάλαβες τη λύπη μου, εάν με βεβαιώσεις σε ό,τι έχεις ιερό ότι δεν θα πεις τίποτε ποτέ σε κανέναν, θα σου πω όλη τη ζωή μου, επειδή άλλωστε είμαι πολύ κοντά στο θάνατό μου».
Τον βεβαίωσα σαν χριστιανός ότι δεν θά ’λεγα ούτε το παραμικρό σε οποιονδήποτε και ότι θα ήμουν πολύ ευτυχής να του παράσχω όσες περισσότερες και καλύτερες συμβουλές μπορούσα.

Άρχισε να διηγείται:
«Λοιπόν ήμουν στρατιώτης και υπηρέτησα σ’ ένα μέρος, περίπου πέντε χρόνια, οπότε η εργασία εκεί έγινε εξαιρετικά σκληρή, συχνά δε με τιμωρούσαν για αμέλεια, που άρχισε να με καταλαμβάνει και για το πιοτό, που συνήθισα να πίνω. Μπήκε τότε στο κεφάλι μου η ιδέα να δραπετεύσω. Δεν άργησα να πραγματοποιήσω τη σκέψη μου αυτή κι έγινα λιποτάκτης. Από τότε έχουν περάσει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Τα πρώτα έξι χρόνια κρυβόμουνα όπως μπορούσα κι έκλεβα διάφορα πράγματα από αποθήκες, από μπακάλικα και αγροικίες. Έκλεβα και άλογα. Φρόντιζα δε να πουλώ τα διάφορα κλοπιμαία με διάφορους τρόπους. Ό,τι χρήματα έπαιρνα τα έπινα, γενικά έκανα μια πολύ άσωτη ζωή και διέπραττα κάθε είδος αμαρτίας.


»Στην αρχή, πήγαινα καλά. Έπειτα, όμως, επειδή δεν είχα χαρτιά και ταυτότητα για να ταξιδεύω, με πιάσανε και με βάλανε στη φυλακή. Τέλος, κατόρθωσα να δραπετεύσω κι από εκεί. Για μεγάλη μου τύχη συναντήθηκα μετά μ’ έναν στρατιώτη που είχε απολυθεί από το στρατό και πήγαινε σπίτι του σε μια μακρινή διοικητική περιοχή. Φαινόταν άρρωστος, γιατί περπατούσε με δυσκολία. Με παρακάλεσε να τον βοηθήσω μέχρι το πλησιέστερο χωριό όπου θά ’βρισκε ένα μέρος για να ησυχάσει. Τον βοήθησα και φθάσαμε εκεί που επιθυμούσε. Ο αστυνομικός διευθυντής μού επέτρεψε να μείνουμε σε μία χορταρένια καλύβα, όπου ξαπλώσαμε για ν’ αναπαυθούμε εκείνη τη νύχτα. Όταν ξύπνησα το πρωί, κοίταξα τον σύντροφό μου, αλλά ήταν ακίνητος και ξυλιασμένος. Ήταν νεκρός. Μόλις το αντιλήφθηκα αυτό, έσπευσα να τον ψάξω για να βρω τα χαρτιά του και προ παντός το χαρτί της απολύσεώς του. Το πήρα μαζί με τα λίγα χρήματα που είχε κι εξαφανίστηκα μέσα σ’ ένα κοντινό δάσος, ενώ όλοι κοιμόνταν ακόμη.

»Τα χαρτιά ευτυχώς συνέπεσε να είχαν τέτοια χρονολογία και ηλικία, που να μπορώ να τα χρησιμοποιήσω εύκολα. Ευχαριστήθηκα πολύ γι’ αυτή μου την επιτυχία, επειδή θα μπορούσα τώρα, έχοντας χαρτιά, να ταξιδεύω παντού. Έτσι πήγα μέχρι τα βάθη του Αστραχάν. Εκεί αποφάσισα να παραμείνω κι έπιασα δουλειά εργάτου σ’ έναν ζωέμπορο, ηλικιωμένο άνθρωπο που ήταν εγκατεστημένος εκεί.


»Ο άνθρωπος αυτός ζούσε με την κόρη του, που ήταν χήρα. Μετά από ένα έτος ζωής κοντά του, νυμφεύθηκα τη χήρα κόρη του, έπειτα δε από λίγο καιρό ο γέρος πέθανε. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να συνεχίσουμε την επιχείρηση κι εγώ άρχισα πάλι να πίνω. Η γυναίκα μου έκανε κι αυτή το ίδιο. Σε διάστημα ενός χρόνου σπαταλήσαμε όσα μας είχε αφήσει ο γέρος πεθερός μου. Μετά από λίγο καιρό η σύζυγός μου αρρώστησε βαριά και πέθανε. Τότε εγώ πούλησα ό,τι είχε απομείνει, τα έφαγα κι έμεινα χωρίς πεντάρα. Άρχισα να πεινάω, οπότε ξαναγύρισα πίσω στην παλιά μου τέχνη. Τώρα, όμως, έκανα τον κλεπταποδόχο, γιατί είχα πια χαρτιά και ταυτότητα. Με το ξαναγύρισμα στο αμαρτωλό επάγγελμα, ξαναβρήκα και την παλιά μου αμαρτωλή ζωή. Οι επιτυχίες μου αυτές διήρκησαν ένα χρόνο. Αργότερα, όμως, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα. Έκλεψα ένα γέρικο άλογο από έναν ακτήμονα χωριάτη, έναν “Μπόμπιλο”, όπως τους λέμε, και το πούλησα για λίγα λεφτά.

»Με τα χρήματα που πήρα ήπια αρκετά σε μια μπυραρία κι ύστερα μου ήρθε η ιδέα να πάω σ’ ένα γειτονικό χωριό, όπου γινόταν ένας γάμος, με τον σκοπό να επιδοθώ σε κλοπές, όταν μετά τη διασκέδαση θα έπεφταν όλοι στον ύπνο. Πριν ακόμη δύσει ο ήλιος, μπήκα στο πλησιέστερο δάσος μέχρι να νυχτώσει. Ξάπλωσα εκεί κάπου για να περάσει η ώρα, αλλά με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω.

»Στον ύπνο μου είδα ένα όνειρο. Είδα ότι καθόμουν σ’ ένα πλατύ κι ωραίο χλοερό μέρος. Ξαφνικά παρατήρησα ότι ένα φοβερό σύννεφο άρχισε ν’ ανεβαίνει στον ουρανό. Σε λίγο ξέφυγε μια τόσο τρομερή βροντή κεραυνού απ’ αυτό το σύννεφο, ώστε σείστηκε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου κι έτρεμε. Εγώ νόμιζα σαν κάποιος να με αναποδογύρισε και να με κύλισε κάμποσες φορές πάνω στο χώμα. Έπειτα, το σύννεφο φάνηκε σαν να κατεβαίνει προς τα κάτω χαμηλά κι από μέσα πρόβαλλε σε λίγο η μορφή του πατέρα μου, που είχε πεθάνει πριν από είκοσι χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν στη ζωή του ένας εξαίρετος άνθρωπος και είχε υπηρετήσει τριάντα ολόκληρα χρόνια σαν εκκλησιαστικός επίτροπος στο χωριό μας.

»Προχώρησε προς το μέρος μου με μια έκφραση γεμάτη θυμό και αγανάκτηση που μ’ έκαναν να με κυριεύσει μεγάλος φόβος. Γύρω εκεί είδα ακόμα, διάφορους σωρούς από ποικίλα πράγματα που είχα κλέψει σε διάφορες εποχές. Η θέα τους με τρομοκράτησε ακόμη περισσότερο.
»Συγχρόνως φάνηκε κι ο παππούς μου να έρχεται προς το μέρος μου, να δείχνει τον πρώτο σωρό και να λέει: “Τι είναι αυτό; Τώρα θα το πληρώσεις!”. Τότε ξαφνικά το έδαφος βούλιαξε κάμποσο γύρω μου κι άρχισε να με πιέζει απ’ όλες τις πλευρές, τόσο σκληρά, ώστε δεν μπορούσα να υποφέρω τον πόνο και τη λιποψυχία που με κατέλαβαν. Φώναξα: “Λυπήσου με!”. Αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα, για δεύτερη φορά ο παππούς μου δείχνοντάς μου έναν άλλο σωρό επανέλαβε λέγοντας: “Τι είναι αυτό; Δώστε του μια σκληρότερη πληρωμή!”. Τότε αισθάνθηκα τόσο βίαιο και μαρτυρικό πόνο κι αγωνία, που δεν μπορούν να συγκριθούν με τίποτε παρόμοιο στη γη.
»Τέλος ο παππούς μου έφερε κοντά μου το άλογο που είχα κλέψει την προηγούμενη βραδιά και μου φώναξε: “Κι αυτό εδώ τι είναι; Βασανίσου, λοιπόν, τώρα όσο πιο σκληρότερα παίρνει!”. Αποτέλεσμα των λόγων αυτών ήταν ένας τόσο σκληρός, τραχύς κι εξαντλητικός πόνος, που είναι αδύνατο να περιγραφεί. Ήταν σα κάποιος να μού ’βγαζε τους τένοντας απ’ τις σάρκες μου, πράγμα που έκανε να κόβεται η αναπνοή μου απ’ τον πόνο που ακολουθούσε. Αισθάνθηκα ότι δεν θ’ άντεχα πλέον κι ότι θα έμενα πια αναίσθητος στο λάκκο αυτό, αλλά το άλογο την ίδια στιγμή μού ’δωσε ένα λάκτισμα στο μάγουλο, οπότε ξύπνησα τρέμοντας και σπαρταρώντας απ’ το φόβο σα το ψάρι.

»Στο μεταξύ, είχε όχι μόνο ξημερώσει, αλλ’ είχε βγει κι ο ήλιος δυο κοντάρια ψηλά στον ουρανό. Αυτόματα έκανα μια ακούσια κίνηση, πιάνοντας το μάγουλό μου, και είδα ότι ήταν πληγωμένο κι έτρεχε αίμα από την πληγή. Όλα τα μέρη επίσης του σώματός μου, που είχα δει στον ύπνο μου πως είχαν υποφέρει, τα αισθανόμουν σκληρά και πονεμένα σα να τα είχαν τρυπήσει χιλιάδες βελόνες. Βρισκόμουν σε κατάσταση τέτοιου τρόμου, που δεν μπορούσα να σηκωθώ. Το χτυπημένο μάγουλό μου έκανε αρκετό καιρό να περάσει κι ακόμα μέχρι τώρα μπορείς να δεις το σημάδι που άφησε. Να! Κοίταξέ το! Δεν υπήρχε σημάδι πριν από το περιστατικό αυτό.

»Έτσι, μετά απ’ αυτό το τρομακτικό όνειρο με καταλάμβαναν συχνά τύψεις και τρόμος. Μόνο που το θυμόμουν, έτρεμα· κι η αγωνία καταλάμβανε τη ψυχή και την καρδιά μου. Δεν ήξερα τι να κάνω, πώς νά ’βρισκα κάποια γαλήνη να ηρεμούσα. Το χειρότερο, όμως, όσο περνούσε ο καιρός τόσο μεγάλωνε κι ο φόβος μου κι η ταραχή. Άρχισα να αισθάνομαι ένα φόβο για τους ανθρώπους, γιατί με καταλάμβανε μια ντροπή για όσα είχα κάμει, νομίζοντας πως όλοι γνώριζαν το ελεεινό μου παρελθόν. Δεν μπορούσα πια ούτε να φάω ούτε να κοιμηθώ από αυτή τη συνεχή οδύνη της ψυχής μου. Είχα καταντήσει ένα σκιάχτρο. Σκέφτηκα να παραδοθώ στην αστυνομία και να ομολογήσω όλες τις κλοπές και τις απάτες μου. Νόμιζα ότι ο Θεός θα με συγχωρούσε αν λάβαινα τις ανάλογες τιμωρίες. Δεν είχα όμως το θάρρος να το κάμω, γιατί φοβόμουν τις ταλαιπωρίες της φυλακής. Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, έχασα κάθε είδος υπομονής και παρηγοριάς και σκέφτηκα να αυτοκτονήσω, αλλ’ έπειτα είδα ότι θα ήταν περιττή η αυτοκτονία, γιατί όσο περνούν οι μέρες όλο και χάνω δυνάμεις. Πιστεύω δε, ότι η ζωή που μου μένει είναι πια λίγη, επειδή οπωσδήποτε, έτσι όπως πάω, θα πεθάνω. Τώρα πηγαίνω στο χωριό μου να δω έναν ανεψιό μου και εκεί να πεθάνω στο μέρος που γεννήθηκα. Έχω έξι μήνες που ταξιδεύω και, κάθε μέρα που περνάει, με κάνει με κάνει περισσότερο αξιολύπητο. Τι λες εσύ φίλε μου για όλ’ αυτά; Τι πρέπει να κάνω; Στ’ αλήθεια, μου είναι αδύνατο πια να υποφέρω περισσότερο!».

Ακούγοντας όλη αυτή τη φοβερή και αληθινή ιστορία με κομμένη την αναπνοή μου, δόξασα τη σοφία και την αγαθότητα του Θεού που ενεργεί με τόσο ποικίλους και θαυμαστούς τρόπους για να φέρει τους αμαρτωλούς σε συναίσθηση.
Του είπα λοιπόν:
«Αδελφέ μου, έπρεπε τις ώρες του φόβου και του τρόμου και της αγωνίας σου να προσευχόσουν θερμά προς τον Θεό. Αυτό θα ήταν η μεγάλη και αποτελεσματική θεραπεία των δεινών σου».

«Αλήθεια! Στη ζωή μου –είπε– σκέφτηκα ότι θα ήταν καταστροφή για μένα να τολμήσω να προσευχηθώ απ’ ευθείας προς τον Θεό».

«Όχι, αδελφέ μου, όχι! Ο Σατανάς έβαλε στο μυαλό σου το φόβο και τις σκέψεις αυτές για την προσευχή. Αγαπητέ μου, δεν υπάρχει για το έλεος του Θεού όριο και, πραγματικά, λυπάται ο Θεός όταν δεν συναισθάνονται οι άνθρωποι και δεν καταλαβαίνουν να ζητήσουν το έλεός Του, για τους συγχωρήσει Εκείνος όλες τις αμαρτίες τους.
»Ο Θεός συγχωρεί χωρίς όριο αυτούς που μετανοούν. Δεν ξέρουν οι δυστυχείς άνθρωποι να προσευχηθούν, δεν ξέρουν να πουν την Προσευχή του Ιησού, το: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Εσύ θα κάνεις άριστα ν’ αρχίσεις να λες αυτή την προσευχή χωρίς διακοπή».

«Α, μάλιστα! Τη ξέρω αυτή την Προσευχή. Την έλεγα μερικές φορές που συνέβαινε να έχω ανάγκη από περισσότερο θάρρος, όταν επρόκειτο να κάνω κάποια κλεψιά!».

«Άκουσε, λοιπόν. Ο Θεός δεν σε κατέστρεψε όταν πήγαινες να κάνεις κάτι κακό κι έλεγες την Προσευχή αυτή. Πώς θα μπορούσε να προβεί στην καταστροφή σου, αφού η Προσευχή αυτή περιέχει τη λέξη του ελέους; Ο Σατανάς φρόντισε να σε κάνει να μη τη λες καθόλου· πρέπει δε να γνωρίζεις ότι, άσχετα με τις σκέψεις που έρχονται στο μυαλό σου, αν επιμένεις να λες τη νοερά Προσευχή του Χριστού, θα λυτρωθείς πολύ γρήγορα από τους τρόμους και από τ’ άλλα βάσανά σου και η γαλήνη του Θεού θα βασιλεύσει μέσα στη ψυχή σου. Θα γίνεις αφοσιωμένος του Θεού άνθρωπος και θ’ απαλλαγείς απ’ όλες τις αμαρτωλές σου συνήθειες και τα πάθη. Σε βεβαιώνω γι’ αυτό, γιατί έχω δει πραγματικά θαύματα στη ζωή μου απ’ αυτή την Προσευχή».

Μετά απ’ αυτά, του διηγήθηκα διάφορα περιστατικά, που έδειχναν την εξαίσια δύναμη που η Προσευχή του Ιησού είχε φέρει σε διάφορους αμαρτωλούς. Τέλος, τον έπεισα να έρθει μαζί μου στην Παναγία του Ποτσαέβ, το καταφύγιο των αμαρτωλών, για να εξομολογηθεί εκεί και να κοινωνήσει πριν φτάσει στο χωριό του.

Ο στρατιώτης μου, άκουσε όλα όσα του είπα με πολλή προσοχή, όπως τουλάχιστον κατάλαβα, και με χαρά συμφώνησε απόλυτα. Πήγαμε μαζί μέχρι το Ποτσαέβ, χωρίς να μιλά ο ένας προς τον άλλο, επειδή λέγαμε νοερά την Προσευχή του Ιησού σ’ όλο το διάστημα. Μια ολόκληρη μέρα βαδίζαμε έτσι. Την επόμενη αισθάνθηκε, όπως μου είπε, πολύ καλύτερα και για πρώτη φορά άρχισε να κυριαρχεί η ηρεμία μέσα του· ηρεμία, που ποτέ άλλοτε δεν την είχε αισθανθεί. Την τρίτη μέρα φτάσαμε στο Ποτσαέβ και τον συμβούλευα να μη διακόψει την Προσευχή ούτε κατά το διάστημα της μέρας ούτε τη νύχτα, όταν ήταν ξύπνιος. Τον βεβαίωσα δε ακόμη ότι το Πανάγιο Όνομα του Ιησού, που ο αόρατος εχθρός δεν μπορεί να το υποφέρει, θα τον ενδυνάμωνε για να σωθεί. Σ’ αυτό το σημείο τού διάβασα κι ένα κομμάτι από τη «Φιλοκαλία» που έλεγε ότι αν και οφείλουμε να λέμε πάντα την Προσευχή του Ιησού, είναι πολύ πιο απαραίτητο να τη λέμε όταν προπαρασκευαζόμαστε για την Αγία Κοινωνία.

Έκανε όπως του είπα και όπως του διάβασα κι ο Πνευματικός τού επέτρεψε να κοινωνήσει. Μετά ταύτα, από καιρό σε καιρό οι παλιές αμαρτωλές τάσεις και σκέψεις τον ενοχλούσαν, αλλά τις νικούσε εύκολα λέγοντας την Προσευχή αυτή. Την Κυριακή, για να σηκωθεί πρωί και για να προφθάσει τον Όρθρο, έπεσε να κοιμηθεί νωρίτερα αποβραδίς με τη νοερά Προσευχή στα χείλη. Εγώ έμεινα ξύπνιος και μ’ ένα ισχνό φως διάβαζα από τη «Φιλοκαλία».


Είχε περάσει καμιά ώρα όταν αντιλήφθηκα πως τον είχε πάρει πια ο ύπνος. Ξαφνικά, όμως, περίπου εικοσιπέντε λεπτά αργότερα, έδωσε ένα τίναγμα και σηκώθηκε όρθιος. Πήδησε κάτω απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε κατά πάνω μου με δάκρυα στα μάτια και με λόγια ευτυχίας στα χείλη μού είπε: «Ω, αδελφέ μου! Τι είδαν τα μάτια μου! Πόσο ήρεμος κι ευτυχισμένος είμαι τώρα! Πιστεύω πια τέλεια ότι ο Θεός επιθυμεί ζωηρά τη σωτηρία των αμαρτωλών και ότι η θεία Του στοργή προς αυτούς κατευθύνεται. Δόξα, Σοι, Θεέ μου! Δόξα νά ’χει τ’ Όνομά Σου!».

Τρόμαξα και χάρηκα συγχρόνως και τον ρώτησα να μου πει τι ακριβώς του είχε συμβεί.

«Μόλις με πήρε ο ύπνος» –μου είπε– «είδα πως ήμουν σ’ αυτό το χλοερό λιβάδι που υπέφερα τα μαρτύρια. Στην αρχή τρομοκρατήθηκα, αλλά είδα τώρα αντί για το σύννεφο, ένα λαμπρό ήλιο ν’ ανατέλλει κι ένα λαμπρότατο φως να φωτίζει γλυκά το λιβάδι. Τώρα υπήρχαν ακόμη μέσα στο λιβάδι κόκκινα τριαντάφυλλα κι άλλα όμορφα λουλούδια. Ξαφνικά, παρουσιάστηκε πάλι ο παππούς μου και με κοίταξε με τόσο γλυκό βλέμμα, που ποτέ πριν δεν με είχε κοιτάξει άνθρωπος. Με χαιρέτησε και μου είπε: “Πήγαινε στο Ζιτομίρ, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εκεί στην εκκλησία θα σε προστατεύσουν. Κάθισε, λοιπόν, εκεί μέχρι το τέλος της ζωής σου και προσεύχου χωρίς ποτέ να σταματήσεις κι ο Θεός θα είναι μαζί σου”. Αυτά μου είπε κι αμέσως με σταύρωσε με το σημείο του σταυρού κι εξαφανίστηκε. Δεν μπορώ να εκφράσω το πόσο ευτυχισμένος είμαι τώρα. Αισθάνομαι σαν να ελαφρώθηκα από ένα φοβερό βάρος που είχα στη ψυχή μου. Τώρα μου φαίνεται πως μπορώ να πετάξω μέχρι τον ουρανό. Τη στιγμή που ξύπνησα, τώρα δα πριν από λίγες στιγμές, αισθάνθηκα τέτοια ειρήνη στην καρδιά και το μυαλό μου, που ποτέ πριν δεν είχα στη ζωή μου αισθανθεί. Τώρα τι πρέπει να κάνω; Δεν πρέπει να φύγω αμέσως για το Ζιτομίρ, όπως μου είπε ο παππούς μου; Θα φύγω, λοιπόν, αμέσως αφού εξασφάλισα την εσωτερική μου γαλήνη με τη νοερά Προσευχή».

«Μα, αδελφέ μου, στάσου!» –του είπα– «Ακόμη είναι νύχτα. Πώς μπορείς να ξεκινήσεις αμέσως, νύχτα καιρό; Κάθισε μέχρι το πρωί να πάμε στον Όρθρο να προσευχηθούμε κι ύστερα φεύγεις, με τη δύναμη του Θεού».

Έτσι, μετά απ’ αυτή τη συνομιλία, δεν κοιμηθήκαμε πια, αλλά πήγαμε στην εκκλησία, όπου κατά τη διάρκεια του Όρθρου προσευχηθήκαμε με δάκρυα στα μάτια κι όπως με βεβαίωσε αισθανόταν άρρητη γαλήνη και ότι προόδευε ειρηνικά στην Προσευχή του Ιησού. Μετά τη Θεία Λειτουργία κοινώνησε κι έπειτα έφαγε λίγο και ξεκίνησε για το Ζιτομίρ. Τον συνόδευσα μέχρι το δρόμο που αρχίζει γι’ αυτή την πόλη και τον κατευόδωσα με χριστιανική χαρά και αγάπη…

[«Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού»,
Μέρος 2ο, σελ. 185–194,
Μετάφραση:
Παντελεήμονος Καρανικόλα
Μητροπολίτου Κορίνθου
(1919–2006),
Εκδοτικός Οίκος
«Αστήρ»,
Αθήναι, 19663.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφιών,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]

«ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ 1980»

«ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ 1980»
–Κεφάλαια Αναληπτικά–


     Όταν δεν έχουμε το νου μας στον Θεό, αλλά στο «γιατί», τότε θα μας φταίει ο ένας κι ο άλλος. Όμως φταίει ο εαυτός μας, κανείς άλλος δεν φταίει. Δεν έχουμε καλή πνευματική κατάσταση, αυτή είναι η αιτία. Όποιος κυνηγάει την Ευχή σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται (ακόμη) και το λεπτό (που περνάει), όλα τα υπερπηδά, όλα τα δέχεται και τα υπομένει. Τότε ο Θεός και η Παναγία τον σκεπάζουν. Τότε (αυτός ο άνθρωπος) θα προσέξει την κατάκριση, την παρακοή, (και όλα) τα ανευλόγητα (πράγματα). Χρειάζεται ταπείνωση. Όταν κανείς βλέπει εσωτερικά τον εαυτό του, θα τα βλέπει γύρω του όλα καλά. Όταν ο άνθρωπος έχει τον Θεό στη ψυχή του, δεν κακολογεί· και όταν βλέπει κάποιον να υποφέρει, τον πονάει και κλαίει μαζί του και ικετεύει τον Θεό να τον ελεήσει.

     Διά της προσευχής θα θεραπεύσουμε και του αδελφού την πληγή και την κάθε δύσκολη κατάσταση. Όταν ο άνθρωπος καταλάβει ότι είναι ένα Μηδέν, ούτε θυμώνει, ούτε κακολογεί, ούτε συζητάει (ανώφελα), αλλά κάνει προσευχή για τους άλλους. […] Το όνομα του Θεού πρέπει να το λέμε αδιαλείπτως και να δείτε πώς θα μας σκεπάσει ο Θεός. Να κυνηγούμε πολύ την Ευχή,  σαν αυτόν που κυνηγάει ένα διαμάντι. Αυτή θα μας μάθει να αγαπούμε τον Χριστό. Αν σκεφτόμαστε ότι και για ένα αργό λόγο θα δώσουμε λόγο στον Θεό (πρβλ. Ματθ. 12, 36) κι αν έχουμε προσοχή, δεν θα αργολογούμε. Θα δούμε τότε τα ελαττώματά μας, τις ατέλειές μας και θα λέμε ότι «οι άλλοι είναι άγγελοι κι εγώ είμαι ένα τίποτε». Κι έτσι έρχεται ο φόβος του Θεού.

     Ο άνθρωπος που δεν συγκεντρώνεται στη δουλειά του και στην προσευχή, αισθάνεται αμέλεια και δυσφορία. Όταν ο νους είναι αργός, τότε και το χέρι είναι αργό. Το εργόχειρο για τον Θεό το κάνουμε, όχι για κανέναν άνθρωπο. Είδατε κάτι; Θα το βολέψουμε, δεν θα περιμένουμε να το κάνει ο άλλος. Όταν δεν αργολογούμε όλη τη μέρα, το βράδυ θα απολαμβάνουμε (και) την προσευχή. Όταν έχουμε υπομονή και επιμονή στην Ευχή, θα την απολαύσουμε. Όταν δώσουμε στον Χριστό την αγάπη μας, κι Εκείνος θα μας δώσει όλη Του την αγάπη.

     Η προσευχή θα πάρει όλα τα ελαττώματα κι όλα τα πάθη μας. Όταν αμέσως μετανοήσουμε και κλαύσουμε, ο Χριστός θα ’ρθεί αμέσως κοντά μας και θα νομίζει κανείς ότι είναι μέσα σ’ ένα περιβόλι κι όχι στο Μοναστήρι (ή στην Εκκλησία). Όταν έχει προσευχή ο άνθρωπος, γίνεται ως Άγγελος· όλα τα παίρνει ο Χριστός και φεύγουν. Φεύγει και η μεμψιμοιρία και το θέλημα και το «γιατί». Θα κοπιάσουμε και (τότε) θα απολαύσουμε. Δυστυχώς, περνάει (όλη) η μέρα (μας) με την πολυλογία και ξεφεύγουμε. Εκείνον που θα μας βοηθήσει, Εκείνον που θα μας γλυκάνει, Τον ξεχνάμε. Κι έρχεται η ώρα που φεύγουμε και δεν έχουμε να παρουσιάσουμε έργα στον Χριστό, τίποτε!

     Όταν ο άνθρωπος έχει το νου του στον Θεό και στον Παράδεισο και δεν τον έχει στα γήινα και λατρεύει τον Δεσπότη Χριστό, οι πειρασμοί και οι λογισμοί παραμερίζονται και λαμβάνει χαρά, αγαλλίαση και υπομονή. Μέχρι να πεθάνουμε, θα έχουμε αγώνα, επειδή τα πάθη είναι ζυμωμένα με το αίμα μας και πρέπει να ξεριζωθούν. Όταν ο άνθρωπος έχει διαρκώς το νου του στον Θεό, λέει: «Γιατί να συζητώ (για μάταια και ανούσια πράγματα) και να μην έχω το όνομα του Θεού (στα χείλη μου); Γιατί να κατακρίνω (τον αδελφό μου) και να μην έχω το νου μου στον Θεό;». Όταν ο άνθρωπος κυνηγάει τον Θεό και την Ευχή, δεν αγαπάει τα λόγια και τις συζητήσεις. Τότε έρχεται (στη ψυχή) η Χάρις του Θεού, η μακαριότητα· και ό,τι και να ακούει (φωνές κλπ.), είναι σαν να μην ακούει και νομίζει ότι βρίσκεται σε άλλον τόπο.

     Όταν κυνηγάμε την Ευχή, ο Χριστός γίνεται χειραγωγός και μας λέει πώς να βαδίζουμε, πώς να τρώμε, πώς να καθόμαστε. Όταν ο άνθρωπος δεν πιστεύει τον λογισμό του και ταπεινώνεται, έχει ειρήνη και γαλήνη στη ψυχή του. Τα πάθη δεν θα παύσουν να μας πολεμούν, αλλά κι εμείς να τα πολεμούμε. Όλοι οι Άγιοι και οι Άγγελοι μάς αγαπούν και μας φρουρούν όλη μέρα, αλλά εμείς δεν τους αγαπούμε όσο πρέπει και ούτε τους ικετεύουμε όπως πρέπει…
     Το νου μας στον Θεό, στον Γέροντα (και στον Πνευματικό μας).

ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ
(ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ, 1921–1995)

Μετρᾶνε, μετρᾶνε, μετρᾶνε...

Ἄλλοι μετρᾶνε χρήματα στά πορτοφόλια καί στούς λογαριασμούς τους, ἄλλοι μετρᾶνε ροῦχα, παπούτσια καί κοσμήματα στίς ντουλάπες καί στά συρτάρια τους, ἄλλοι μετρᾶνε πτυχία, ἄλλοι μετρᾶνε τρόπους καί χρόνο διασκέδασης, ἄλλοι μετρᾶνε ἀκίνητα, κότερα, ἀμάξια, ἄλλοι μετρᾶνε χιλιόμετρα καί τόπους σέ ταξίδια, ἄλλοι μετρᾶνε φίλους, ἄλλοι μετρᾶνε σχέσεις...
Μετρᾶνε, μετρᾶνε, μετρᾶνε... κάθε λογῆς κοσμικές «ἐπιτυχίες» καί «συμφέροντα», μέ ἡμερομηνία λήξης στήν καλύτερη περίπτωση καί ἐπιζήμιες καί ψυχολέθριες στήν χειρότερη! Κι ὅλα αὐτά γιατί; Στήν αἰωνιότητα, τίποτε ἀπό αὐτά δέν θά ὐπάρχει! Ἄδικα τόσο μέτρημα! Ματαιότης, ματαιοτήτων…
-Τότε, τί συμφέρει κι ἀξίζει πραγματικά νά μετρήσουμε; ρωτᾶς…
-Μέτρησε τόν Θεό, γιατί μονάχα Αύτός εἶναι αἰώνιος! Ποτέ δέν θά τελειώσει, ὅπως ὅλα τά ὑπόλοιπα.
-Καί πῶς νά τόν μετρήσεις; πάλι ρωτᾶς… (εἶναι καί Ἄπειρος θά πεῖς μέ ἀπορία…)
-Κι ὅμως μετριέται… Ἄν θέλεις, Τόν ἔχεις μέσα στά χέρια σου, Τόν ἔχεις μέσα στό νοῦ σου, Τόν ἔχεις μέσα στήν καρδιά σου! Σέ ἕνα κομποσχοίνι καί σέ κάθε σκέψη, σέ κάθε χτύπο τῆς καρδιᾶς, σέ κάθε ἀνάσα, πού κι αὐτά μπορεῖς νά τά κάνεις κόμπους ἑνός νοεροῦ κομποσχοινιοῦ!
Ὁ Θεός μετριέται μέ εὐχές καί προσευχές! Γιά σένα, γιά τούς ἄλλους καί γιά ὅλον τόν κόσμο…ὅποτε θέλεις, ὄπου θέλεις, ὅσες φορές θέλεις! Τοῦ δίνεις τίς δεήσεις σου καί σοῦ δίνει αἰωνιότητα! Βάλε τόν Θεό στήν ζωή σου, βάλε τόν Θεό καί στό νοῦ σου καί στήν σκέψη σου καί στήν καρδιά σου…παντοῦ καί πάντοτε! Καί λᾶβε αἰωνιότητα, μἐ αὐτά μόνο τά λίγα πού θά δώσεις σέ μιά τόση δά μικρή καί πρόσκαιρη ζωή!
Δέν ἀξίζει αὐτό πραγματικά;

ΠΕΡΙ ΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ



Όταν κάποτε ρώτησαν τον άγιο μητροπολίτη Τέτρι–Τσκάρο και στάρετς Ζηνόβιο (Μαζούγκα· 1896–1985) πώς να κάνουν την Ευχή του Ιησού, ο άγιος απάντησε ότι «δεν πρέπει να επιδιώκουμε αμέσως υψηλές βαθμίδες και ιδιαίτερη συγκέντρωση της σκέψης, αλλά χρειάζεται με απλότητα καρδιάς να λέμε την Ευχή προς τον ζώντα Θεό, ο Οποίος είναι κοντά μας, όπως η ψυχή μας». Συμβούλευε να εκμεταλλευόμαστε τις στιγμές της μοναξιάς μας και να διώχνουμε τις σκέψεις μας την ώρα της Ευχής του Ιησού. Αυτή την εργασία ο άγιος τη θεωρούσε υψηλότερη από την ανάγνωση βιβλίων. Επαναλάμβανε ότι η Ευχή του Ιησού μπολιάζεται στην ταπεινή καρδιά. Στους οικείους του ο άγιος Ζηνόβιος διηγείτο ότι «απέκτησε την Ευχή του Ιησού στη νεότητά του, όταν βρισκόταν στην έρημο, ενώ στον κόσμο προσπαθούσε να τη διαφυλάξει».

Κάποτε ο άγιος απάντησε σε έναν μοναχό, που τον είχε ρωτήσει πώς θα σωθεί: «Όταν βρίσκεσαι μόνος στο κελί σου, κάνε την Ευχή του Ιησού και διώξε όλους τους λογισμούς, όχι μόνο τους κακούς, αλλά και τους καλούς. Η σιωπή για τον μοναχό είναι η ελευθερία από τους λογισμούς. Αν έτσι πράττεις, θα δεις την Πρόνοια του Θεού στη ζωή σου».

Όταν έδινε ευλογία στα πνευματικά του τέκνα να λένε την Ευχή του Ιησού, ο άγιος Ζηνόβιος συμπλήρωνε να τελούν επίσης κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, την ευχή «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», καθώς και το «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…».

Η προσευχή ήταν για τον άγιο η αναπνοή του, που τον συνέδεε με την Πηγή της Ζωής, η πραγματική και δραστική βοήθεια, που μπορούσε να παρέχει στους ανθρώπους, ελκύοντας το έλεος του Ίδιου του Κυρίου. Ο άγιος Δημήτριος του Ροστώφ έτσι μιλούσε για τη δύναμη της προσευχής: «Η προσευχή, όχι μόνο νικά τους νόμους της φύσεως, όχι μόνο αποτελεί ακαταμάχητη ασπίδα κατά ορατών και αοράτων εχθρών, αλλά συγκρατεί ακόμη και το χέρι του παντοδυνάμου Θεού, που έχει υψωθεί για να χτυπήσει τους αμαρτωλούς». Ο άγιος Ζηνόβιος ήξερε καλά ότι ο πιστός ποιμήν του Χριστού πρέπει, όχι μόνο να προσεύχεται και να φροντίζει για την πνευματική ανάπτυξη του ποιμνίου του, αλλά και να το διδάσκει να προσεύχεται.


Στην ερώτηση ενός πνευματικού τέκνου του σχετικά με το ποιες προσευχές προς την Παναγία συστήνει, ο άγιος απάντησε ότι η προσευχή «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…» εμπεριέχει τα πάντα. «Ορίστε, σκεφτείτε», είπε ο άγιος και πρόφερε αργά αυτή την προσευχή, κάνοντας στάσεις για περισυλλογή:

“Θεοτόκε Παρθένε…,
χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία…,
ο Κύριος μετά σου…,
ευλογημένη συ εν γυναιξί…,
και ευλογημένος…,
ο καρπός της κοιλίας σου…,
ότι Σωτήρα έτεκες…,
των ψυχών ημών…”».

Ο άγιος αγαπούσε πολύ την Υπεραγία Θεοτόκο και συχνά απευθυνόταν προς αυτή με θερμή προσευχή. Στην ερώτηση κάποιου ιερομονάχου τι ακριβώς πρέπει να κάνει, ώστε να μείνει πιστός στον Χριστό και να υποφέρει όλες τις δοκιμασίες, αν αρχίσουν ξανά αιματηροί διωγμοί κατά της Εκκλησίας, ο στάρετς Ζηνόβιος απάντησε:
«Να προσεύχεσαι στην Παναγία και, όσο μπορείς συχνότερα, να λες το “Θεοτόκε Παρθένε”. Η Υπεραγία Θεοτόκος φυλάει όποιον λέει αυτή την προσευχή.

»Ήμουν στην εξορία μαζί με έναν επίσκοπο. Απαιτούσαν από αυτόν να υπογράψει ότι συμμετείχε σε συνωμοσία κατά των αρχών, στην οποία εμπλέκονταν αρκετά ακόμη άτομα. Στις ανακρίσεις τον βασάνιζαν, αλλά άντεχε τα βασανιστήρια και δεν πρόδιδε τους αδελφούς του. Ο επίσκοπος εκείνος μου διηγήθηκε ότι έλεγε αδιαλείπτως την προσευχή “Θεοτόκε Παρθένε” και τις νύχτες τον κανόνα της “Οδηγητρίας”, που τον ήξερε από στήθους. Έλεγε ότι αισθανόταν τον πόνο, αλλά αμβλύ, και μετά έχανε τις αισθήσεις του. Εν τέλει, χωρίς να καταφέρουν τίποτα, τον άφησαν ήσυχο».

Ο άγιος Ζηνόβιος δίδασκε την προσευχή λέγοντας: «Ο Θεός, πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται την προσωπική σας στροφή προς Αυτόν με την καρδιά σας. Μην εντρυφάτε σε βιβλία και διανοητικά συμπεράσματα· αυτό είναι λιγότερο σημαντικό. Το να στραφούμε μέσα από την καρδιά μας προς τον Θεό, αυτό είναι προσευχή. Να, τι θα σας προτείνω: Εμείς θα διαβάζουμε τη βραδινή ακολουθία, το Απόδειπνο. Εσείς, σταθείτε δίπλα, μπορείτε ακόμη και να μην παρακολουθείτε, μπορείτε ακόμη και να καθίσετε αν κουραστείτε, επειδή είστε ασυνήθιστοι (στον κόπο της ορθοστασίας). Απλά μιλήστε μόνοι σας με τον Θεό, νοερά, από μέσα σας, πείτε Του: “Κύριε, αν υπάρχεις, αποκάλυψέ μου τον εαυτό Σου!... Θέλω να Σε γνωρίσω!...”. Ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, εκφραστείτε με δικά σας λόγια. Κι ο Θεός, θα ανταποκριθεί, πιστέψτε με! Δεν ξέρω πώς, αλλά θα ανταποκριθεί!...». Ο άγιος Ζηνόβιος το βράδυ, προτού αποχωρήσει για ύπνο, πλησίαζε στη γωνία με τις εικόνες στο δωμάτιό του και για πολλή ώρα στεκόταν όρθιος και προσευχόταν, λέγοντας τον βραδινό κανόνα από στήθους μόνος του, χωρίς τη συμμετοχή του διακονητή του.

Κάποτε ο άγιος είπε σε έναν μοναχό: «Να φοβάσαι τη θερμή προσευχή για όποιον τρέφεις μέσα σου σαρκικό πάθος. Αυτού του είδους η προσευχή δεν είναι ευάρεστη στον Θεό, γιατί εμπεριέχει μυστική σαρκική επιθυμία. Να εμπιστευθείς αυτόν τον άνθρωπο στην Πρόνοια του Θεού και εσύ ο ίδιος ξέχασέ τον. Αν πράξεις έτσι, χάριν της αποφασιστικότητάς σου ο Κύριος δεν θα τον αφήσει από το έλεός Του και θα δεχθεί τη λήθη σου ως προσευχή».

Η μεγαλόσχημη μοναχή Ελισάβετ ενθυμείται: «Ο στάρετς ήταν εργάτης της νοεράς προσευχής. Ακόμα και μετά τη μοναχική κουρά μου, λόγω της υπερηφάνειας μου, όλη την ώρα έπαιρνα “μαθήματα” από αυτόν. Μια φορά, περάσαμε το πρωί από τον στάρετς, να πάρουμε ευλογία για την ημέρα και για το διακόνημα. Εκείνος καθόταν και το κομποσχοίνι του ήταν πάνω σε ένα σκαμνάκι, κοντά στη ράχη του κρεβατιού. Σε λίγο είδα ότι ακόμη εκεί ήταν το κομποσχοίνι. Σκέφτηκα ότι ο στάρετς μάλλον ξέχασε να το πάρει, αφού …“με αυτό πρέπει να προσευχόμαστε”. Μάλιστα μετά προχώρησα λίγο και τον ρώτησα: “Δέσποτα, να σας δώσω το κομποσχοίνι;”. “Δώσ’ το”, μου είπε. Έπειτα από καιρό κατάλαβα ότι το κομποσχοίνι δεν το χρειαζόταν, διότι ήταν εργάτης της νοεράς προσευχής. Το κομποσχοίνι χρειάζεται στους αρχαρίους. Αλλά η δική του προσευχή, είτε είχε το κομποσχοίνι στο χέρι, είτε το είχε αφήσει δίπλα, όλη την ώρα προχωρούσε».

Ο αγώνας της αδιάλειπτης νίψης και η ταπείνωση βοήθησαν πολύ τον άγιο Ζηνόβιο να αποκτήσει τη νοερά προσευχή και τη θεωρία του Θεού. Ο άγιος είχε φτάσει την τελειότητα στην εσωτερική Προσευχή του Ιησού. Δεν σταματούσε μέσα του ούτε κατά την ώρα των συζητήσεων.

Όντας έμπειρος εργάτης της Ευχής, ο άγιος στάρετς Ζηνόβιος, υποδείκνυε λεπτομερώς πώς να προχωρήσουν σε αυτό τον αγώνα άνθρωποι, που βρίσκονταν στις πιο διαφορετικές καταστάσεις και τις πιο διαφορετικές συνθήκες. Ο άγιος δίδασκε ότι η απόκτηση της αληθινής προσευχής μέσα στην καρδιά απαιτεί από τον χριστιανό μεγάλο κόπο και επιμονή. Δεν πρέπει όμως να περιμένει να έχει τη διάθεση για προσευχή, αλλά να ωθεί τον εαυτό του προς αυτή. Προτού ξεκινήσει τον κανόνα της προσευχής, ο χριστιανός χρειάζεται να προετοιμάσει τον εαυτό του γι’ αυτή: να διώξει όλες τις παράπλευρες σκέψεις, να καθησυχάσει τα συναισθήματά του και να θυμηθεί Αυτόν, προς τον Οποίο απευθύνεται με την προσευχή.

Η ίδια η ουσία της προσευχής, η εξύψωση του νου και της καρδιάς του ανθρώπου προς τον Θεό, μας δίνει τη δυνατότητα να εξασκούμαστε διαρκώς σε αυτή, καθώς μπορούμε να προσευχόμαστε πάντα και παντού: στον δρόμο, τις ώρες της εργασίας και της ανάπαυσης, την ώρα της συζήτησης και της λήψης τροφής, στη μοναξιά και την πολυκοσμία, όρθιοι, καθιστοί, ξαπλωμένοι.

Για να αποκτήσουμε διαρκή πόθο για την προσευχή, ο άγιος Ζηνόβιος συμβούλευε να επαναλαμβάνουμε νοερά σύντομες προσευχές, όσο συχνότερα γίνεται: «Κύριε, ελέησον», «Κύριε, βοήθησον», «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Όμως, να μη στηριζόμαστε στις δικές μας προσπάθειες, αλλά να ζητούμε από τον Κύριο να καταπέμψει μέσα μας το χάρισμα της προσευχής. Όλα αυτά του τα είχε διδάξει ο πνευματικός του, ο στάρετς Γεράσιμος, ο οποίος και ο ίδιος ζητούσε από τον Κύριο τη σωστή οικοδομή στην προσευχή των πνευματικών του τέκνων, ένα από τα οποία ήταν ο άγιος Ζηνόβιος.


[(1) Ζηνόβιος Τσεσνοκώφ:
«Στάρετς Ζηνόβιος
Στη χαρά και στη λύπη
Δόξα τω Θεώ»,
Μετάφραση από τη Ρωσική:
Αγγελική Πελωριάδη,
Κεφ. VII και VIII,
σελ. 163–164, 172–175
και 189–191,
Εκδόσεις «Άθως»,
Αθήνα 2015.
(2) Επιμέλεια ανάρτησης,
εύρεση και επιλογή φωτογραφιών,
μελέτη, σταχυολόγηση,
πληκτρογράφηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]

Όσιος Παΐσιος: Ευχή ψιθυριστά ή με τον νου;



-Γέροντα , πώς είναι καλύτερα να λέω την ευχή; Φωναχτά , ψιθυριστά ή με τον νου;

-Αν την λες φωναχτά, θα κουράζεσαι και γρήγορα θα αποκάμης. Γι’ αυτό να την λες πότε ψιθυριστά και πότε με τον νου. Η ευχή με τον νου είναι το καλύτερο∙ επειδή όμως δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να την λένε συνέχεια με τον νου, βοηθάει να την λέη κανείς και ψιθυριστά, σαν μια προπαίδεια.

Μπορείς να αρχίζης να την λες ψιθυριστά , να συνεχίζης με τον νου, και ύστερα πάλι ψιθυριστά και πάλι με τον νου. Να κάνης αυτή την εναλλαγή, μέχρι να καταλήξη η ευχή να γίνεται μόνο με τον νου, να γίνη δηλαδή νοερά , όπως και λέγεται «νοερά προσευχή». Τότε προσεύχεται κανείς με τον νου του και η καρδιά του σκιρτά, αγάλλεται∙ φθάνει στον θείο έρωτα, ζη ουράνιες καταστάσεις.

-Αυτό το διάστημα , Γέροντα, κάθε φορά που μπαίνω στο κελλί μου, έχω μετεωρισμό και βλάσφημους λογισμούς. Γιατί μου συμβαίνει αυτό;

-Ξέχασες, φαίνεται, την ευχή, και γι’ αυτό ο πειρασμός έστησε την σκηνή του έξω από το κελλί σου.Προσπάθησε στις κενές ώρες που έχεις στο κελλί, να λες την ευχή ψιθυριστά , για να διώχνης τον μετεωρισμό και τους λογισμούς που υποβάλλει ο εχθρός. Η ψιθυριστή ευχή πολύ βοηθάει στις ώρες της επιθέσεως, γιατί εκείνην την στιγμή χρειάζεται προσοχή, για να γλυτώση κανείς από την εχθρική φάλαγγα.

-Γέροντα, συμφέρει, όταν μου έρχονται κακοί ή βλάσφημοι λογισμοί , να τους πολεμώ με αντιρρητικό πόλεμο1;

-Καλύτερα να τους πολεμάς με την ευχή παρά με αντιρρητικό πόλεμο. Όσο μπορείς, να μιλάς νοερώς με τον Χριστό δια της νοεράς προσευχής , και να μη συζητάς με τον νου σου «τούτο» ή «εκείνο». Να καλλιεργήσης την ευχή, η οποία αρχικά θα σε απαλλάξη από τους κακούς λογισμούς και στο τέλος θα γίνη ένα με την αναπνοή σου.

1. Αντιρρητικός πόλεμος σημαίνει να αντικρούη κανείς τους κακούς λογισμούς φέρνοντας αντίστοιχους καλούς.

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ ζ΄ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Περί των λόγων που περιέχει η θεία ευχή, δηλαδή το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με»


Πόση δύναμη έχει η ευχή και ποιες είναι οι δωρεές της σε όσους τη χρησιμοποιούν και σε ποια πνευματική κατάσταση τους φέρνει, δεν είμαστε εμείς σε θέση να πούμε. Τους λόγους όμως από τους οποίους αυτή αποτελείται, τους βρήκαν αρχικά οι άγιοι Πατέρες μας, που δεν τους επινόησαν οι ίδιοι, αλλά πήραν τις αφορμές από παλιά από την ίδια την αγία Γραφή και από τους κορυφαίους Μαθητές του Χριστού· ή, να πούμε καλύτερα, τους δέχθηκαν αυτοί σαν κάποια πατρική κληρονομιά και τους μεταβίβασαν σ’ εμάς. ‘Ώστε και από αυτό γίνεται φανερό, σε όσους δεν έμαθαν από την πείρα τους, ότι αυτή η ιερή ευχή είναι κάτι το ένθεο και ένας ιερός χρησμός. Γιατί πιστεύομε ότι είναι θείοι χρησμοί και πνευματικές αποκαλύψεις και λόγοι Θεού όλα όσα έδωσε στους ιερούς Αποστόλους να πουν ή να συγγράψουν ο Χριστός, ο οποίος λάλησε μέσω αυτών. Έτσι, ο θειότατος Παύλος, φωνάζοντας σ’ εμάς σαν από το ύψος του τρίτου ουρανού, λέει: «Κανείς δεν μπορεί να πει Κύριε Ιησού, παρά μόνο με Πνεύμα Άγιο». Με την αρνητική λέξη «κανείς» φανερώνει πολύ θαυμάσια ότι η επίκληση του Κυρίου Ιησού είναι κάτι το πολύ υψηλό και ανώτερο όλων. Επίσης, ο μέγας Ιωάννης που διακήρυξε σαν βροντή τα πνευματικά, αρχίζει με τη λέξη που τελειώνει ο Παύλος και μας δίνει τη συνέχεια της ευχής ως εξής: «Κάθε πνεύμα που ομολογεί τον Ιησού Χριστό, ότι ήρθε ως αληθινός άνθρωπος, είναι από το Θεό». Αυτός χρησιμοποίησε βέβαια εδώ κατάφαση, αλλά απέδωσε, όπως και ο Παύλος, στη χάρη του Αγίου Πνεύματος την επίκληση και ομολογία του Ιησού Χριστού. Ας έρθει τώρα τρίτος ο Πέτρος, η ακρότατη κορυφή των θεολόγων, για να μας δώσει το υπόλοιπο αυτής της ευχής. Όταν δηλαδή ο Κύριος ρώτησε τους Μαθητές: «Ποιος λέτε ότι είμαι;», προλαβαίνοντας ο φλογερός μαθητής τους άλλους, όπως το συνήθιζε, είπε: «Σύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού», έχοντας λάβει την αποκάλυψη αυτή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιδίου του Σωτήρα, από τον ουράνιο Πατέρα, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, από το Άγιο Πνεύμα. Πρόσεξε λοιπόν αυτούς τους τρεις ιερούς Αποστόλους πως ακολουθούν ο ένας τον άλλο σαν σε κύκλο, παίρνοντας ο ένας από τον άλλο αυτά τα θεία λόγια έτσι που το τέλος του λόγου του προηγουμένου να γίνεται αρχή για τον επόμενο. Ο ένας δηλαδή λέει «Κύριον Ιησού», ο άλλος «Ιησού Χριστό», ο τρίτος «Χριστό, Υιό του Θεού», και το τέλος συνάπτεται στην αρχή σαν σε κύκλο, όπως είπαμε, επειδή δεν έχει καμία διαφορά να πει κανείς Κύριο και Υιό του Θεού —γιατί και τα δύο αυτά φανερώνουν τη θεότητα του μονογενούς Υιού και παριστούν ότι είναι ομοούσιος και ομότιμος με τον Πατέρα.

Έτσι αυτοί οι μακάριοι Απόστολοι μας παρέδωσαν να επικαλούμαστε και να ομολογούμε εν Πνεύματι τον Κύριο Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού· αυτοί είναι και τρεις και πιο αξιόπιστοι απ’ όλους —εφόσον κάθε λόγος, σύμφωνα με τη θεία Γραφή, βεβαιώνεται με τρεις μάρτυρες. Αλλά και η σειρά των Αποστόλων που τα είπαν, δεν είναι χωρίς σημασία: από τον Παύλο δηλαδή, τον πιο τελευταίο χρονικά από τους Μαθητές, αρχίζει η μυστική παράδοση της ευχής και δια του μεσαίου, του Ιωάννη, προχωρεί στον πρώτο, τον Πέτρο, που με την αγάπη πλησίαζε τον Ιησού περισσότερο από τους άλλους. Τούτο συμβολίζει, νομίζω, την προκοπή μας με ορθή σειρά και την άνοδό μας και την ένωσή μας με το Θεό μέσα στην αγάπη, δια της πράξεως και της θεωρίας. Γιατί βέβαια ο Παύλος είναι εικόνα της πράξεως, καθώς είπε ο ίδιος: «Κοπίασα περισσότερο απ’ όλους», ο Ιωάννης της θεωρίας, και της αγάπης ο Πέτρος, για τον οποίο μαρτυρεί ο Κύριος πως αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους.

Πέρα από αυτά, θα μπορούσε να δει κανείς πως τα θεία λόγια της ευχής υποδηλώνουν το ορθό δόγμα της πίστεώς μας και απορρίπτουν κάθε αίρεση των κακοδόξων. Με το «Κύριε», που φανερώνει τη θεία φύση, αποκηρύττονται εκείνοι που φρονούν πως ο Ιησούς είναι μόνο άνθρωπος· με το «Ιησού», που φανερώνει την ανθρώπινη φύση, αποδιώχνονται εκείνοι που Τον θεωρούν μόνο Θεό που υποδύθηκε κατά φαντασία τον άνθρωπο· το «Χριστέ», που περιέχει και τις δύο φύσεις, αναχαιτίζει εκείνους που Τον πιστεύουν Θεό και άνθρωπο, με χωρισμένες όμως τις υποστάσεις τη μία από την άλλη· τέλος, το «Υιέ του Θεού» αποστομώνει εκείνους που τολμούν να διδάσκουν τη σύγχυση των δύο φύσεων, επειδή φανερώνει πως η θεία φύση του Χριστού δεν συγχέεται με την ανθρώπινη φύση Του, ακόμη και μετά την ένωση τους. Έτσι οι τέσσερις αυτές λέξεις, ως λόγοι Θεού και μάχαιρες πνευματικές, αναιρούν δύο συζυγίες αιρέσεων, οι οποίες, ενώ είναι κακά εκ διαμέτρου αντίθετα, είναι ομότιμες στην ασέβεια.

Κύριε

ανατρέπει τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέα

Ιησού

τους οπαδούς του Πέτρου Κναφέα

Χριστέ

τους νεστοριανούς

Υιέ του Θεού

τους μονοφυσίτες οπαδούς του Ευτυχή και του Διόσκορου

Έτσι λοιπόν μας παραδόθηκαν αυτά τα θεία λόγια, τα οποία δικαίως θα τα ονόμαζε κανείς μνημείο προσευχής και ορθοδοξίας. Αυτά και μόνα τους είναι αρκετά για όσους προχώρησαν στην κατά Χριστόν ηλικία και έφτασαν στην πνευματική τελείωση· αυτοί ενστερνίζονται και καθένα από τα θεία τούτα λόγια χωριστά, όπως δόθηκαν από τους ιερούς Αποστόλους, δηλαδή το «Κύριε Ιησού — Ιησού Χριστέ — Χριστέ, Υιέ του Θεού» (κάποτε μάλιστα και μόνο το γλυκύτατο όνομα «Ιησού»), και το ασπάζονται ως ολοκληρωμένη εργασία προσευχής. Και με αυτή γεμίζουν απερίγραπτη πνευματική χαρά, γίνονται ανώτεροι της σάρκας και του κόσμου και αξιώνονται να λάβουν θείες δωρεές. Αυτά τα γνωρίζουν, λένε, οι μυημένοι. Για τους νηπίους όμως εν Χριστώ και ατελείς στην αρετή, παραδόθηκε ως κατάλληλη προσθήκη το «ελέησόν με», η οποία τους δείχνει ότι έχουν επίγνωση των πνευματικών τους μέτρων και ότι χρειάζονται πολύ έλεος από το Θεό. Μιμούνται έτσι τον τυφλό εκείνο πού, ποθώντας να βρει το φως του, φώναζε στον Κύριο καθώς περνούσε: «Ιησού, ελέησόν με». Μερικοί πάλι δείχνουν περισσότερη αγάπη και διατυπώνουν την ευχή στον πληθυντικό, προφέροντάς την ως εξής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς»· κι αυτό, επειδή ξέρουν πώς ή αγάπη είναι το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών, καθώς περιέχει και ανακεφαλαιώνει μέσα της κάθε εντολή και κάθε πνευματική πράξη. Συνάμα παίρνουν μαζί τους από αγάπη και τους αδελφούς σε κοινωνία της προσευχής και παρακινούν περισσότερο το Θεό σε έλεος με το να Τον αναγνωρίζουν κοινό Θεό όλων και να Του ζητούν κοινό το έλεος για όλους. Και βέβαια, το έλεος του Θεού έρχεται σ’ εμάς με την ορθή πίστη στα δόγματα και με την εκπλήρωση των εντολών, πού, όπως δείξαμε, ο σύντομος αυτός στίχος της προσευχής περιέχει και τα δύο.

Τα θεία τώρα ονόματα (Κύριος, Ιησούς, Χριστός), με τα οποία μας δόθηκε η ακρίβεια των δογμάτων, θα μπορούσε να βρει κανείς ότι χρονικά αναφάνηκαν με αυτή τη σειρά και τάξη, και ότι κι εμείς τα λέμε όπως αυτά φανερώθηκαν από την αρχή. Γιατί παντού η Παλαιά Διαθήκη κηρύττει Κύριο το Θεό Λόγο, και πριν και μετά την παράδοση του Νόμου, όπως όταν λέει: «Ό Κύριος έβρεξε φωτιά από τον Κύριο», και: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου». Και ή Καινή Διαθήκη, κατά τη σάρκωσή Του, παρουσιάζει τον Άγγελο να Του δίνει το όνομα λέγοντας στην Παρθένο: «Θα τον ονομάσεις Ιησού», όπως και έγινε, καθώς λέει ο ιερός Λουκάς. Γιατί όντας, ως Θεός, Κύριος των πάντων, θέλησε με την ενανθρώπησή Του να γίνει και σωτήρας μας —έτσι μεταφράζεται το όνομα «Ιησούς». Το όνομα πάλι «Χριστός», το οποίο φανερώνει τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως πού προσέλαβε, ο ίδιος εμπόδιζε τους Μαθητές πριν από το Πάθος να το λένε σε οποιονδήποτε, ύστερα όμως από το Πάθος και την Ανάσταση ο Πέτρος έλεγε με παρρησία: «Να το γνωρίζει όλος ο Ισραήλ, ότι ο Θεός Τον ανέδειξε και Κύριο και Χριστό». Και τούτο ήταν εύλογο· γιατί η ανθρώπινη φύση μας που προσέλαβε ο Θεός Λόγος, χρίσθηκε παρευθύς από τη θεότητά Του, έγινε όμως ό,τι και αυτό που την έχρισε, δηλαδή ομόθεος, αφού ο Ιησούς μου δοξάστηκε με το Πάθος και αναστήθηκε εκ νεκρών. Τότε λοιπόν ήταν καιρός να αναδειχθεί η ονομασία «Χριστός»· τότε δηλαδή που Αυτός, δεν μας ευεργέτησε απλώς, όπως όταν μας έπλασε στην αρχή ή όταν μετά τη συντριβή μας μας ανέπλασε και μας έσωσε, αλλά που ανέβασε και την ανθρώπινη φύση μας στους ουρανούς και τη συνδόξασε με τον εαυτό Του και την αξίωσε να καθίσει στα δεξιά του Πατέρα. Τότε ακριβώς άρχισε να κηρύττεται Υιός του Θεού και Θεός από τους Αποστόλους, στους οποίους πρωτύτερα, στις αρχές του κηρύγματος, προκαλούσε δέος αυτή η ονομασία και σπάνια τη χρησιμοποιούσαν, έπειτα όμως την κήρυτταν φανερά πάνω από τους εξώστες, όπως τους προείπε ο ίδιος ο Σωτήρας. Επομένως τα θεια λόγια της ευχής τοποθετήθηκαν σε σειρά αντίστοιχη με τη χρονική ανάδειξη της πίστεως. Έτσι από παντού φανερώνεται σαφέστατα η θεία σοφία εκείνων που τα συνέταξαν και μας τα παρέδωσαν: κι από το ότι αυτά ακολουθούν επακριβώς τις αποστολικές ομολογίες και παραδόσεις, κι από το ότι αναδεικνύουν το ορθόδοξο δόγμα της πίστεώς μας, κι από το ότι μας υπενθυμίζουν τους χρόνους κατά τους οποίους εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους η Οικονομία του Θεού για μας, οδηγώντας μας στη θεοσέβεια με κατάλληλα κάθε φορά ονόματα.

Αυτά λοιπόν προσφέραμε εμείς, κατά τη δύναμή μας, σχετικά με τα λόγια της ευχής, σαν να κόψαμε άνθη από κάποιο δένδρο όμορφο και μεγάλο· τον καρπό όμως που αυτά περιέχουν, ας τον μαζέψουν άλλοι, όσοι δηλαδή με τη μακρά μελέτη και άσκηση το αξιώθηκαν αυτό με το να γίνουν δεκτικοί και να πλησιάσουν το Θεό.

Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός 

Πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 285-288.

“Θυμάμαι, όταν η ευχή μπήκε για πρώτη φορά στην καρδιά μου, είχα μεθύσει από μια απερίγραπτη γλυκύτητα..”



-Γέροντα, ἠμπορεῖτε νά μᾶς πῆτε λίγα λόγια γιά τήν προσευχή;

-῾Η προσευχή, παιδί μου, χρειάζεται σωματική βία. Ἐγώ ἤμουν ἐκ φύσεως ἄνθρωπος ἀσυνήθους σωματικῆς ἀντοχῆς καί «ἔπεφτα» μέ ὁρμή καί δυνατό πόθο Θεοῦ στά μοναχικά ἀγωνίσματα. ῾Ο Γέροντάς μου, μᾶς εἶχε ἐπιβάλει νά ἀγρυπνοῦμε κάθε νύκτα 5-6 ὧρες κάνοντας οἱ πιό δυνατοί προσευχή καί οἱ κἄπως ἀδύνατοι νά διαβάζουν καί κάποιο βιβλίο. Ἐγώ προσευχόμουν πάντοτε ὄρθιος, διότι ἄν καθόμουν, μ᾿ ἔπιανε ὁ ὕπνος.

῾Η βία στήν προσευχή διαρκεῖ μέχρι μισή ὥρα. Κατόπιν ἔρχεται ἡ Χάρις καί ἡ προσευχή πλέον ἐνεργεῖται μόνη της προσφέροντας γλυκές πνευματικές ἐμπειρίες.

Στά ὀκτώ πρῶτα χρόνια τῆς μοναχικῆς μου ὑπακοῆς στόν Γέροντά μου, ὅταν προσευχόμουν τίς νύκτες, ἐνόμιζα ὅτι ἄνοιγαν οἱ Οὐρανοί, λόγῳ τῆς πλουσίας ἐπισκέψεως τῆς Χάριτος. ῾Ο νοῦς μου, τοὐλάχιστον δύο φορές τήν ἑβδομάδα, ἀνέβαινε σέ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Στήν κατάστασι αὐτή ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά λέγῃ πλέον τήν εὐχή. ῾Ο νοῦς, ἡ καρδιά ἑνώνονται μέ τήν εὐχή, δηλαδή μέ τήν αἴσθησι τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. ῾Η ψυχή εἶναι ἀποξενωμένη ἀπό τόν ἔξω κόσμο, καί γίνεται ὅλη φωτοειδής καί κατανυκτική. Καρπός αὐτῆς τῆς θείας ἑνώσεως εἶναι μία ἀνεκλάλητη γλυκύτης, ἡ ὁποία ἄλλοτε διαρκοῦσε μέχρι 4 ὧρες καί ἄλλοτε ὀλιγώτερο, ὅσο δηλαδή ἤθελε ὁ Θεός.

῞Οταν σταδιακά ἡ Χάρις ἀναχωροῦσε, ἄφηνε κάθε φορά κάτι νέο καί καινούργιο μέσα μου. Δηλαδή, μετά ἀπό κάθε νυκτερινή προσευχή μου, δέν ἤμουν ὁ ἴδιος τήν ἑπομένη ἡμέρα. ῾Ο Πανάγαθος Θεός, μοῦ προσέθεττε Χάρι ἐπάνω στήν Χάρι καί αὐτή ἡ εὐλογία πολύ μέ παρηγοροῦσε καί μοῦ δυνάμωνε τά φτερά τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό.

Θυμᾶμαι, ὅταν ἡ εὐχή μπῆκε γιά πρώτη φορά στήν καρδιά μου, εἶχα μεθύσει ἀπό μία ἀπερίγραπτη γλυκύτητα. ῎Ημουν σάν ἐκστατικός. Δέν ἄντεξα ἀπό τήν χαρά μου καί ἐπῆγα στόν Γέροντα, παρότι ἦτο νύκτα, νά τόν ρωτήσω:

-Γέροντα ἔχω νά σέ ρωτήσω κάτι. Αὐτό κι αὐτό μοῦ συμβαίνει.

-Αὐτό, παιδί μου, εἶναι μεγάλη κατάστασις τῆς προσευχῆς. Κανένας δέν τήν ἀπέκτησε ἀπ᾿ ὅσους Μοναχούς ἐγνώρισα τόσα χρόνια. Μόνο σέ μένα μοῦ τήν δώρισε ὁ Θεός, καί τώρα τό ἴδιο βλέπω καί σέ σένα. Μετά ἀπ᾿ αὐτή τήν κατάστασι, ὑπάρχει καί ἡ τελευταία, κατά τήν ὁποία ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει στόν παράδεισο.

῾Ο Γέροντάς μου συγκινήθηκε ἀπό αὐτό πού ἔμαθε, μ᾿ ἀγκάλιασε καί μ᾿ ἀσπάσθηκε.

Ἐμένα ὁ νοῦς μου δέν πῆγε ποτέ στόν παράδεισο, ἐνῶ ὁ Γέροντάς μου, εἶχε πάει μέ τόν νοῦ του πολλές φορές, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ ἴδιος στίς ἐπιστολές του.


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ – Προηγούμενος ῾Ιερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου ῎Ορους (+ 1908- 2001)

από το βιβλίο: “ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΓΕΡΟΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΟΣ” – Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου – ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ – ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΑΘΩ – 2005

Πρωτοπρ. Νικόλαος Μανώλης, Πρακτικό μάθημα Προσευχής



εφημέριος του Ι.Ν. αγ. Σπυρίδωνος Τριανδρίας Θεσσαλονίκης
Για τον "Στύλο Ορθοδοξίας" (Δεκέμβριος 2015, αρ.φ. 173)

Ο κύκλος της Ευχής

Να προσευχόμαστε πάντα με την καθοδήγηση ενός έμπειρου πνευματικού πάνω στο θέμα της νοεράς προσευχής. Αφού πάρουμε την ευχή του και μας κανονίσει εκείνος πως ακριβώς να εργαστούμε, ξεκινάμε την προσπάθεια για την αδιάλειπτη προσευχή.

Πρώτα – πρώτα προσευχόμαστε για τον εαυτό μας, που έχει την απόλυτη ανάγκη γιατί είναι ο ανάπηρος, ο τυφλός, και στη συνέχεια για όλους.

Μερικές φορές έρχονται στην εξομολόγηση κάποιοι και ρωτάνε πως να προσευχηθούν. Γιατί ρωτάς πως να προσευχηθείς; Αν μπορείς, να καθίσεις στον καναπέ σου, να πάρεις το κομποσκοίνι σου, να κλείσεις με το τηλεκοντρόλ την τηλεόραση. Να ανοίξεις με το κομποσκοίνι που είναι το τηλεκοντρόλ της ψυχής, την τηλεόραση που έχεις μέσα σου, και ότι θέλεις να δεις, μπορείς να το απολαύσεις. Τι έργο επιθυμείς να δεις; Γκανγκστερικό; Μέσα σου. Απατεωνιές; Μέσα σου. Αστυνομικές περιπέτειες; Μέσα σου. Ψυχολογικά θρίλερ; Μέσα σου. Περιπέτειες στα Ουράλια Όρη; Μέσα σου. Όλα είναι μέσα σου.

Ο Γέροντάς μου, ο π. Αγάθων, ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου, λέει να βγάζεις την «ταυτότητά» σου και να βλέπεις ποιός είσαι. Και έτσι αρχίζεις γι’ αυτόν τον απατεώνα τον εαυτό σου, τον φαύλο, τον επιπόλαιο, να προσεύχεσαι και να λες «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Τίποτα άλλο. Πολλές φορές να το επαναλαμβάνεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Μέχρι να κατανυχθεί η ψυχή σου και μέχρι να δεις ότι ο Θεός σε ακούει. Θα προστρέξει ο Κύριος!

Μετά να προσεύχεσαι για τους αγαπημένους σου, την οικογένειά σου: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον άντρα μου, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τη γυναίκα μου, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον το παιδί μου, τον γιο μου που υποφέρει, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον την κόρη μου. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον τον πεθερό μου, την πεθερά μου, τη μάνα μου, τα αδέρφια μου, τους εχθρούς μου».

Ποιόν έχεις εμπάθεια, ποιός σε αδίκησε, ποιός αισθάνεσαι ότι σε έχει κλέψει στα κληρονομικά, στα μέτρα του σπιτιού σου; Ο Γείτονας στο μπαλκόνι σου σε αδίκησε, φωνάζει, σε ενοχλεί από τον επάνω όροφο, για παράδειγμα τινάζει πάνω από τα απλωμένα σου ρούχα και στα βρέχει; Ποιός; Αυτόν θα κάνεις κομποσκοίνι.

Αντί να τον πας στο δικαστήριο, να του κάνεις κομποσκοίνι. Να του κάνεις κομποσκοίνι γιατί θα έρθει και θα επέμβει ο Θεός. Ο Θεός θα στείλει τον Άγιο Άγγελό του, και θα γαληνέψει κι εκείνον και θα ησυχάσει και το θηρίο που έχεις μέσα σου που λέγεται τίγρης και έχει μεγάλα νύχια. Δεν προλαβαίνει κάποιος να μας πει μία κουβέντα, αμέσως είμαστε έτοιμοι να τον ξεσκίσουμε. Τέτοιον εγωισμό που κουβαλάμε, πολλά κομποσκοίνια χρειαζόμαστε.

Η ευχή, παρόλο που μερικοί από εμάς είμαστε αδαείς, και δεν γνωρίζουμε πως να προσευχηθούμε, πρέπει να ξεφύγει από τον τύπο. Μένουμε στον τύπο γιατί είμαστε επιφανειακοί άνθρωποι. Το κομποσκοίνι είναι ένα μέσον. Μερικοί από μας το φοράμε στο χέρι ως φυλαχτό και κάνουμε το λάθος να νομίζουμε πως με αυτό θα σωθούμε. Το κομποσκοίνι δεν έχει καμιά αξία αν η ψυχή δεν επικαλεσθεί τον Θεό με όρεξη, με διάθεση, να κλάψει.

Όλες οι φορές αδελφοί μου δεν είναι ίδιες. Και όλες τις φορές δεν προσευχόμαστε με το ίδιο πάθος, με την ίδια θέληση, με την ίδια επιθυμία.Συμβαίνουνσυχνά οι πνευματικές αλλοιώσεις. Παρόλα αυτά όμως έχουμε κάποια παραδείγματα, από τα οποία καταλαβαίνουμε πως η ευχή έχει σωστική δύναμη και αν απλώς την «παπαγαλίζουμε», να την επαναλαμβάνουμε έστω και αν ο νους μας δεν μπορεί να προσκολληθεί στην Ευχή.

Κάποτε λέγει μία διήγηση, ένας μοναχός σε ένα ασκητήριο, όπως είχε ανοιχτό το παράθυρό του, έμπαινε τακτικά μέσα ένα πουλί, από αυτά που είναι της συνομοταξίας των πουλιών που μιμούνται τη φωνή του ανθρώπου. Και αυτό το πουλί παπαγάλιζε αυτό που άκουγε. Αυτό που άκουγε στο κελί του ασκητή ήταν η ευχή. Γιατί εκείνος ο μοναχός την έλεγε εκφώνως πολλές φορές «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Έτσι την έμαθε κι ο παπαγάλος.

Κάποια στιγμή ο παπαγάλος, πετούσε στον ουρανό. Τον βλέπει ένα γεράκι και ορμάει να το σκίσει. Βλέποντας να τον πλησιάζει το γεράκι, ο παπαγάλος δεν ήξερε τι άλλο να πει και είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Φοβήθηκε το γεράκι κι έφυγε. Ο μοναχός που το είδε αυτό, είπε «Δοξασμένο το όνομα του Θεού. Η ευχή και στα άλογα όντα που μόνο την παπαγαλίζουν, τους σώζει από τον πειρασμό».

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έλεγε να γίνουμε κυνηγοί της Χάριτος. Ο κυνηγός της Χάρης θέλει ποσότητα και ποιότητα. Και τα δύο τα θέλει. Και ποσότητα Χάριτος και ποιότητα Χάριτος. Να αισθανθεί την καρδιά του να αλλοιώνεται από την αγάπη του Θεού. Να αρχίσει να επαναλαμβάνει την ευχή του Χριστού, χωρίς να το σκέφτεται. Από μέσα του ο ενδιάθετος λόγος να προσαρμοστεί έτσι ώστε να μη σκέφτεται άλλα πράγματα, να σκέφτεται την ευχή του Χριστού.

Θα ξέρετε την ιστορία που δύο μοναχοί, απλοί, αγράμματοι, πήγαν να ασκητέψουν σε ένα ερημονήσι και προσευχόταν εκεί. Αυτοί λοιπόν έκαναν ένα λάθος. Τους είχε διδάξει κάποιος να λένε την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», αλλά στην πορεία του χρόνου το ξέχασαν και έλεγαν «Κύριε Ιησού Χριστέ, μη με ελεήσεις»,! Νόμιζαν ότι η λέξη «ελέησον» είναι κάτι κακό. Έλεγαν «μη με Ελεήσεις» και εννοούσαν «μη με εγκαταλείψεις».

Ο Επίσκοπος που είχε την επίβλεψη των νησιών αυτών, κάποια στιγμή αποφάσισε να κάνει μία επίσκεψη και σ’ αυτό το ερημονήσι. Ήξερε ότι υπάρχει ένα ασκητήριο και πήγε να δει τους ανθρώπους. Πήγε εκείνο το βράδυ και φιλοξενήθηκε στο κελί αυτών των μοναχών οι οποίοι αφού φάγανε πέσανε να κοιμηθούν. Όταν κατάλαβαν ότι ο Δεσπότης είχε κοιμηθεί, σηκώθηκαν και άρχισαν να κάνουν μετάνοιες και να επαναλαμβάνουν με ζήλο στην προσευχή τους «Κύριε Ιησού Χριστέ, μη με ελεήσεις, Κύριε Ιησού Χριστέ μη με ελεήσεις».

Τους άκουσε όμως ο Δεσπότης που έλεγαν λάθος την ευχή και τους διόρθωσε. Στενοχωρήθηκαν οι μοναχοί γιατί τόσα χρόνια προσευχόταν με λάθος λόγια. Για να τους παρηγορήσει ο Δεσπότης τους είπε ότι δεν πειράζει, αρκεί από εδώ και στο εξής να λένε «ελέησον με».

Την άλλη μέρα μπήκε στη βάρκα ο Δεσπότης για να φύγει. Είχε απομακρυνθεί αρκετά η βάρκα από τη στεριά όταν είδε τους δύο μοναχούς να τρέχουν πάνω στα κύματα χωρίς να βουλιάζουν, όπως ο Χριστός στο θαύμα. Τρέχοντας οι δύο μοναχοί πάνω στα κύματα, φώναζαν «Σεβασμιώτατε, πως μας το είπατε; Ξεχάσαμε πως να το λέμε!»

«Όπως το λέγατε να το λέτε!» τους απάντησε ο Δεσπότης. Γιατί σκέφτηκε: «Αν μπορείτε και περπατάτε πάνω στα κύματα, εγώ θα σας πω να το πείτε καλύτερα»;

Θα ήθελα να ολοκληρώσω το άρθρο αυτό με έναν Λόγο του οσίου πατρός ημών Ιωσήφ του Ησυχαστού, του μεγάλου σύγχρονου δασκάλου της Νοεράς Προσευχής.

«Κρατάτε την ευχή! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Αυτή θα σας σώση. Το όνομα του Χριστού θα φωτίση τον νου σας, θα σας δυναμώση ψυχικά, θα σας βοηθήση στον πόλεμο εναντίον των δαιμόνων. Θα σας καλλιεργήση τις αρετές και θα σας γίνη τα πάντα».

Πόση δύναμη έχει η ευχή, όταν είναι μέσα και το «Υιέ του Θεού»



Μια ημέρα, λέει ο π. Ζωσιμάς (+2010), μου είπε ο Γέροντας Σίμων ο Αρβανίτης(† 1988) περί νοεράς προσευχής:

«Εγώ, πατέρα Ζωσιμά, μπορώ και τα δύο να κάνω: Να εξομολογώ τον κόσμο, να τους μιλάω, και να λέω και την νοερά προσευχή, χωρίς να εμποδίζομαι και να με κουράζει. Έχω και τα δύο μαζί». Ο Γέροντας, επίσης, μου είπε για την νοερά προσευχή: «Όταν αρχίσεις να προσεύχεσαι και να λες το«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», θα συγκεντρωθείς πρώτα στο μυαλό σου και θα αρχίζεις να την λες, αργά στην αρχή, να προσέξεις η συγκέντρωση και οι λέξεις, που θα λες, να πηγαίνουν μαζί και σιγά-σιγά θα την λες πιο γρήγορα. Όταν θα φεύγει ο νους σου και οι λέξεις σου δεν πάνε μαζί, θα την λες ξανά αργά. Όταν βλέπεις ότι πηγαίνεις καλά, θα την λες γρήγορα. Αυτό θα κάνεις κάθε φορά, που θα προσεύχεσαι με την νοερά προσευχή».

Όταν έδωσα τον λόγο μου στον Γέροντα ότι θα μείνω στο Μοναστήρι για Μοναχός, μια από τις πολλές συμβουλές, που μου έδωσε, ήταν: «Την νοερά προσευχή θα την λες, λέγοντας το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». «Να είναι ευλογημένο», είπα. Κάποτε ήλθε ένας προσκυνητής στο Μοναστήρι και είδα να κρατάει στο χέρι του ένα κομποσχοίνι μεγάλο και να λέει την ευχή πολύ γρήγορα. Σαν μηχανή πήγαινε το χέρι του. Εγώ τον κοιτούσα και απόρησα μέσα μου και έλεγα «τι ευχή να λέει άραγε και το κάνει τόσα γρήγορα»; Ήθελα να μάθω και τον ερώτησα πώς την λέει την ευχή και μου είπε: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με. Καλά, του είπα, το «Υιέ του Θεού» γιατί δεν το λες;

Δεν χρειάζεται, είπε, το ίδιο είναι. Με λίγες λέξεις λέγεται πιο γρήγορα. Εγώ το πίστεψα και άρχισα εκείνη την ημέρα να κάνω και εγώ το ίδιο με την ευχή. Φούσκωνα από την υπερηφάνειά μου, που έλεγα και εγώ γρήγορα την ευχή. Το βράδυ που κοιμήθηκα βλέπω στον ύπνο μου έναν αράπη γεροδεμένο, σαν παλαιστής ήταν. Είχαμε αγκαλιαστεί στήθος με στήθος και παλεύαμε. Αυτός είχε πολύ δύναμη. Καταλάβαινα ότι δεν θα μπορούσα να τον νικήσω. Άρχισα να λέω την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με». Με τίποτα δεν ελευθερωνόμουν, πότε με έσπρωχνε αυτός πίσω, πότε εγώ. Αυτό γινόταν συνέχεια και έλεγα μέσα μου και απορούσα, να λέω την ευχή τόση ώρα και να μη μπορώ να ελευθερωθώ. Δεν ήξερα, τι άλλο να κάνω. Να λέω την ευχή συνέχεια πολύ και να μη πιάνει καθόλου. Είχα κουραστεί να παλεύω, είχα καταϊδρώσει.

Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα να πω την ευχή, όπως μου είχε πει ο Γέροντας,«Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ακούω τον σατανά να βγάζει μια κραυγή πολύ δυνατή «Όχι!!! Δεν μπορώ να το αντέξω αυτό». Αμέσως έγινε ένας μαύρος καπνός και ελευθερώθηκα. Εγώ έμεινα κατάπληκτος και είπα εκείνη τη στιγμή: «πόση δύναμη έχει η ευχή, όταν είναι μέσα και το «Υιέ του Θεού». Χίλιες φορές είπα την ευχή χωρίς «Υιέ του Θεού» και δεν ελευθερωνόμουν. Μια φορά είπα «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», δεν το άντεξε ο σατανάς, έσκασε και διαλύθηκε σαν καπνός.

Το πρωί πήγα και τα εξομολογήθηκα στον Γέροντα… Ο Γέροντας μου είπε: «Παιδί μου, η καλή προσευχή και η αληθινή έτσι είναι. Εσύ να μην κοιτάς πως την λένε οι άλλοι, να την λες όπως πρέπει». Γι’ αυτό επιβάλλεται να λέμε την νοερά προσευχή με το «Υιέ του Θεού», διότι είναι ομολογία πίστεως.

Αποφθέγματα του π. Σίμωνος Αρβανίτη (+1988), επιλεγμένα από τα πέντε βιβλία που έγραψε γι’ αυτόν ο μαθητής του π. Ζωσιμάς.