.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιερομόναχος Ευθύμιος Τρικαμηνάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΕΝΘΕΡΜΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗΣ

Ένα ακόμη εξαιρετικό, ομολογιακό κήρυγμα του π.Ευθυμίου Τρικαμηνά, από την σημερινή του ομιλία στο παρεκκλήσιο του Αγ.Μάρκου του Ευγενικού, στην Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Αισθανόμαστε ότι αυτά τα κηρύγματα του π.Ευθυμίου, θα μείνουν για πάντα ως "φάρος", στην εκκλησιαστική μας ιστορία. Ευτυχώς ο Θεός πάντα θα μας δίνει άξιους ιερείς που ομολογούν την αλήθεια. Ακούστε την φωνή αυτή και θα το διαπιστώσετε.

Στο βίντεο ανάμεσα σε άλλα θα ακούσετε (γράφουμε βιαστικά επιγραμματικά μερικές απαντήσεις του π.Ευθυμίου):

1) την απάντηση στο επιχείρημα ότι ο Αγ.Μάρκος ο Ευγενικός είπε 3-4 φορές τον Πάπα "Αγιότατο", κατά την έναρξη της Συνόδου Φερράρας Φλωρεντίας.
Ο Αγ.Μάρκος πήγε με την ελπίδα να γίνει η Ένωση και να υποχωρήσουν από την αίρεση οι αιρετικοί, γι αυτό για οικονομία, το έκανε. Όμως στη συνέχεια ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ λόγου αναφέρει στον Πάπα για όλες τις πλάνες τους, που θα πρέπει να διορθώσουν: για τα "άζυμα" ("άρτος κακώσεως" τον ονομάζει ο Άγιος Μάρκος), για το καθαρτήριο πυρ, κλπ (ακόμη δεν είχε γίνει δόγμα από τους παπικούς το "αλάθητο" του Πάπα, τα αγάλματα κλπ). 
Ο Άγιος Μάρκος κατά την διάρκεια τη συνόδου, "αποτειχίστηκε" πριν καν υπογραφεί η ληστρική Σύνοδος, όταν είδε τους υπόλοιπους ορθοδόξους έτοιμους να προδόσουν την πίστη,

2) Απάντηση στον ισχυρισμό ότι "ΔΕΝ χρειάζεται εμείς να σώσουμε εμείς την εκκλησία. η εκκλησία μας σώζει":
Ο Άγιος Μάρκος κρατούσε στους ώμους του την εκκλησία (λέει το τροπάριο). 
Σε αγγέλους ανέθεσε την φύλαξη της εκκλησίας ο Θεός ή σε εμάς, στους Ορθοδόξους; Αν δεν αγωνιστούμε εμείς να κρατήσουμε καθαρή, αμόλυντη την εκκλησία από την αίρεση, πως θα μπορεί να μας σώσει;

3) Τα μαρτύρια που υπέστη ο Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής
ενδεικτικά τον έστειλαν εξορία, τον πίεζαν -με αντιπροσώπους, αξιωματούχους και επισκόπους για να αλλάξει- του έκοψαν την γλώσσα και το χέρι για να μην μπορεί να γράφει, (κι όμως ως εκ θαύματος, παρά την κομμένη γλώσσα, μιλούσε ακόμη πιο καλά μετά)

4) Απάντηση στην ειρωνεία: εσείς είσαστε οι Ορθόδοξοι "οι Αποτειχισμένποι", και όλοι οι άλλοι είναι οι κολασμένοι; "Σύ μόνος σώζη, καί πάντες ἀπόλλυνται;"
Οι 3 παίδες, που ΔΕΝ προσκύνησαν την εικόνα του Ναβουχοδονόσορα, δεν κοιτούσαν τι έκαναν οι άλλοι, κοίταξαν να σώσουν τον εαυτό τους.

5) Κωνσταντινούπολη: Πως αντιμετώπισαν οι πιστοί ενορίτες τον ιερέα τους, που πήγε να δει την ενθρόνιση του λατινόφρονα Πατριάρχη: 
Δεν πατούσε κανείς στην εκκλησία του, δεν του πήγε κανείς πρόσφορο, επειδή "λατινοφρόνησε".
Ο πιστός λαός ήταν άγρυπνος ήταν φρουρός της πίστεως.
Δυστυχώς σήμερα βλέπουμε να φιλιούνται με τους παπικούς, να γίνεται η σύνοδος στην Κρήτη, και συνεχίζουμε να τους ανεχόμαστε, επειδή έχει αμβλυνθεί το κρίτήριο της πίστεως.
Αν δεν υπάρχει κανείς άλλος, και είσαι μόνος, τι θα κάνεις θα προδώσεις την πίστη;

6) Τα Θρησκευτικά στο Δημοτικό φέτος. 
Όποιος είναι Ορθόδοξος γονέας ΔΕΝ πρέπει να στείλει το παιδί του σε αυτά τα Θρησκευτικά. Όλες οι θρησκείες φαίνεται ότι είναι το ίδιο και τα εξισώνουν με το ευαγγέλιο.
Οι Γιεχωβάδες είχαν την δύναμη να πουν "το παιδί μου δεν θα παρακολουθήσει τα Θρησκευτικά". Και οι μουσουλμάνοι το ίδιο. Οι Ορθόδοξοι ντρεπόμαστε.. 
και υποτίθεται θα αγωνιστούμε για την ορθοδοξία στα δύσκολα τα χρόνια …

7) Οι πιο δύσκολες μέρες, έρχονται..
(ακούστε το στο βίντεο)


Η Εκκλησία δεν είναι προσωποπαγής, ούτε ανθρωποκεντρική, ούτε Επισκοποκεντρική, αλλά Χριστοκεντρική καί αληθοκεντρική


Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Γ'

Ἡ ἔκφρασις τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος «οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδο-διδασκάλων κατέγνωσαν» σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ἐκπίπτει ἀπό τό ἀξίωμά του μόνο καί μόνο ἐπειδή σφάλλει στά θέματα τῆς πίστεως καί δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Σημαίνει ἐπίσης ὅτι δέν τόν καταδικάζει ὁ ἀποτειχιζόμενος ἀπό αὐτόν, οὔτε πολύ περισσότερο τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ αἵρεσις τήν ὁποία κηρύττει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας». Εἶναι δηλαδή τό ἴδιο μέ τόν ἰατρό, ὁ ὁποῖος δέν καθιστᾶ κάποιον ἄρρωστο μέ τήν γνωμάτευσί του, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ ἀσθένεια τήν ὁποία αὐτός φέρει· καί ἐπίσης μέ τόν κακοποιό τόν ὁποῖο δέν τόν καθιστᾶ ὡς τοιοῦτο ἡ ἀπόφασις τοῦ δικαστοῦ, ἀλλά οἱ ἴδιες οἱ πράξεις του. Ἄν λοιπόν ἐμεῖς ἀναμένωμε τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων διά νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς εἶναι βέβαιον ὅτι θά σφάλλωμε στά καίρια καί θά ὁδηγηθοῦμε σέ ναυάγιο. Καί βεβαίως, ἐφ’ ὅσον γνωρίζωμε τήν κατάστασι κάποιου, δέν περιμένομε τήν ἀπόφασι τῶν ἁρμοδίων, ἀλλά μέ φόβο καί τρόμο ἀπομακρυνόμεθα ἀπό αὐτούς.
Τό ὅτι τά θέματα τῆς πίστεως εἶναι πολύ σημαντικώτερα ἀπό τά ὑλικά καί σωματικά, μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἀναφέρωμε. Καί αὐτό φανερώνει ὅτι ὁ ἐφησυχασμός μας ἐδῶ ἔχει ἄλλα κίνητρα καί ἄλλο σκοπό. Ἡ δέ θεολογική του ἐπικάλυψις μᾶλλον ἀποσκοπεῖ στόν καθησυχασμό τῆς συνειδήσεως. Ἄν ἐμεῖς τόν ψευδεπίσκοπο τόν ἐκλαμβάνομε ὡς ποιμένα καί ἔχομε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί του διά τῆς μνημονεύσεως καί συνοδοιπορίας, εἶναι φανερό ὅτι ὄχι μόνο εἴμεθα παραβάτες τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Κανόνος, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί ἐπιπλέον γινόμεθα αἰτία νά διαιωνίζεται τό κακό εἰς τήν Ἐκκλησία καί μάλιστα ὄχι οἱοδήποτε κακό, ἀλλά ἡ αἵρεσις ἡ ὁποία προσβάλλει αὐτόν τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἄλλο θέμα τό ὅτι κάποιοι ἅγιοι ἔκαναν κατά καιρούς κάποιες οἰκονομίες καί διετήρησαν διά κάποιο χρονικό διάστημα
τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ κάποιους δεδηλωμένους αἱρετικούς, κινούμενοι ὄχι ἀπό δειλία καί συμβιβασμό, ἀλλά ἀπό διάκρισι, ἡ ὁποία τούς ὁδηγοῦσε εἰς τό νά τηρήσουν αὐτή τήν στάσι· καί εἶναι τελείως διαφορετικό τό νά προσπαθοῦμε ἐμεῖς νά καλυφθοῦμε πίσω ἀπό αὐτά τά ἐλάχιστα παραδείγματα, νά ὑποστείλωμε τήν σημαία τῆς πίστεως, νά συνοδοιποροῦμε ἐπί δεκαετίες μέ τούς αἱρετικούς καί νά βλέπωμε ἀπαθῶς κάθε ἡμέρα τήν αἵρεσι νά ἐπεκτείνεται καί νά ἀλλοιώνη τά φρονήματα τῶν Ὀρθοδόξων. Δι’ αὐτά ὅμως θά ἀναφερθοῦμε ἐκτενέστερα κατωτέρω.
Πάντως ἡ διάκρισις τήν ὁποία κάνει ὁ ἱερός Κανών μεταξύ Ἐπισκόπων καί ψευδεπισκόπων πρό συνοδικῆς κρίσεως καί κατακρίσεώς των, ὁπωσδήποτε σηματοδοτεῖ τήν στάσι ἑκάστου ἀληθινοῦ ὀρθοδόξου σέ ἀνάλογες περιπτώσεις. Δηλαδή μέ τόν ἀληθινό Ἐπίσκοπο θά συνταχθοῦν οἱ ἀληθινά Ὀρθόδοξοι καί μέ τόν ψευδεπίσκοπο οἱ συμβιβασμένοι καί χλιαροί κατά τήν πίστι, οἱ ὁποῖοι βεβαίως εἶναι πάντοτε οἱ περισσότεροι.
Τό ἀκροτελεύτιο τμῆμα τοῦ ἐν λόγῳ ἱεροῦ Κανόνος εἶναι ἴσως καί τό σπουδαιότερο καί ἀναφέρει ὅτι μέ τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τόν ψευδεπίσκοπο ­«οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι». Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό διότι μᾶς καθορίζει τό πῶς πρέπει νά ἐννοοῦμε τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, τήν ἕνωσί της καί ἐπιπλέον μᾶς δίδει νά κατανοήσωμε τό τί ἐστί σχίσμα καί πότε αὐτό συντελεῖται.
Αὐτό λοιπόν πού ἀβίαστα ἐξάγεται ἀπό τό τμῆμα αὐτό τοῦ Κανόνος εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι προσωποπαγής, οὔτε ἀνθρωποκεντρική, οὔτε Ἐπισκοποκεντρική, ἀλλά Χριστοκεντρικήκαί ἀληθοκεντρική. Ἄν ἡ Ἐκκλησία ἦτο Ἐπισκοποκεντρική δέν θά ἐπέτρεπε ὁ ἱερός Κανών τήν ἀπομάκρυνσί μας ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ὄχι μόνο πρίν καταδικασθῆ ἀπό τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο, ἀλλά καί πρίν τοποθετηθῆ ἄλλος ὀρθόδοξος στή θέσι του. Διότι τότε τό κενό αὐτό τοῦ Ἐπισκόπου, ἐφ’ ὅσον αὐτός θά λειτουργοῦσε ὡς ἄξονας καί ὡς πυρήνας, θά ἦτο τέτοιο, ὥστε νά μήν ὑπάρχη κἄν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχη Ἐπίσκοπος ἤ ἐφ’ ὅσον αὐτός ἐξέπεσε καί ἔγινε αἱρετικός.
Μέ τήν ἀπομάκρυνσι λοιπόν ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ὁ ὁποῖος δημοσίως ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρύττει αἵρεσι, καταδεικνύομε τή μεγάλη αὐτή ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Χριστοκεντρική, ὅτι ἀκόμη ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ καρδιά της καί, ἄν δέν ὑπάρχη αὐτή, δέν ὑφίσταται οὔτε ἡ Ἐκκλησία,· ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος, διά νά εἶναι Ἐπίσκοπος, δέν ἀρκεῖ ἡ χειροτονία του καί ἡ ἐνθρόνισίς του, ἀλλά πρέπει τουλάχιστον νά ὀρθοτομῆ τόν λόγο τῆς ἀληθείας· ὅτι ἡ ἕνωσις τῆς Ἐκκλησίας ἄνευ τῆς ἀληθοῦς πίστεως εἶναι ψευδής καί κίβδηλος καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει καί δέν ἔπαυσε οὔτε θά σταματήση νά ὑπάρχη, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν στηρίζεται στά πρόσωπα, ἀλλά στόν ἴδιο τόν Χριστό.
Τό «οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον» ἐπίσης σημαίνει ὅτι ἡ ἕνωσις τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἐνσωμάτωσις εἰς αὐτήν γίνεται διά τῆς ἀληθοῦς καί Ὀρθοδόξου πίστεως, καί ὡς ἐκ τούτου ἐάν κάποιο μέλος ἐκπέσει εἰς αἵρεσιν, ἐκπίπτει καί τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτό προφανῶς ὁ ἱερός Κανών διδάσκει, ὅτι δέν ὑφίσταται σχίσμα εἰς τήν Ἐκκλησία μέ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικά φρονοῦντας καί πράττοντας.
Ἄν πάλι ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἐνῶ δηλαδή ὁ Ἐπίσκοπος δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας κηρύττει αἵρεσιν κατεγνωσμένη, οἱ κληρικοί δέ καί οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται ἀπό αὐτόν, (περιμένοντας προφανῶς τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου), τότε ἀποδεικνύομε ἐμπράκτως:
α. Ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική καί ὄχι Χριστοκεντρική,
β. ὅτι ἡ ἐνσωμάτωσις εἰς αὐτήν δέν γίνεται διά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλά διά τοῦ Ἐπισκόπου,
γ. ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἀπό τόν Ἐπίσκοπο διά λόγους πίστεως σημαίνει σχίσμα καί ὄχι ὀρθόδοξο ὁμολογία καί, κατά τήν ὁρολογία τοῦ Κανόνος ἀπόδοσις «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις»,
δ. ὅτι ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία δέν ἦταν ποτέ, οὔτε πρόκειται νά εἶναι, ἄσπιλος καί ἀμώμητος, ἀλλά ἦταν καί θά εἶναι ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη, ἐφ’ ὅσον πάντοτε ὑπῆρχαν καί θά ὑπάρχουν, εἰδικά στίς ἡμέρες μας, Ἐπίσκοποι αἱρετικοί μή καταδικασθέντες ὑπό Συνόδου καί
ε. ὅτι ἡ ὀρθόδοξος πίστις (ἡ Ὀρθοδοξία) εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου στήν διάθεσι καί στήν διάκρισι (μᾶλλον διάβρωσι) τῶν Ἐπισκόπων καί δέν ἀποτελεῖ τήν «ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Καθολ. ἐπιστ. Ἰούδα στιχ. 3). Δηλαδή κοντολογίς ἀνατρέπομε ὅλη τήν ὀρθόδοξο Ἐκκλησιολογία καί πίστι, ἄν παραμείνωμε ἐνσωματωμένοι σ’ ἕναν τέτοιο Ἐπίσκοπο. 
Αὐτό, ὡς ἐκ περισσοῦ ἀναφέρομε ὅτι, εἶναι ἡ καρδιά καί ἡ ὅλη δομή καί ὕπαρξις τοῦ Παπισμοῦ.
Γίνεται λοιπόν φανερό ὅτι ὁ παρών Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἱερός Κανών (ὅπως θά καταδείξωμε στή συνέχεια συγκρίνοντάς τον μέ ἄλλους), ὁ ὁποῖος δύναται ἄλλοτε νά τηρῆται καί ἄλλοτε νά μήν τηρῆται· ἕνας Κανών, δηλαδή, πού παρέχει ἁπλῶς προτροπή καί δυνατότητα ἐφαρμογῆς καί δέν ἐπισημαίνει ἀνάγκη· ἀλλά εἶναι ἕνας ἱερός Κανών ὁ ὁποῖος μέσα σέ λίγες γραμμές καταγράφει μία ὁλόκληρο ὀρθόδοξο παράδοσι, ἐπισφραγισμένη μέ ἀγῶνες καί θυσίες ἁγίων καί Ὁμολογητῶν· ὁριοθετεῖ ἐπιπλέον τήν ὀρθόδοξον ὁδό, διασφαλίζει ἄσπιλο καί ἀμόλυντο τήν Ἐκκλησία καί ἀπαγορεύει εἰς τήν πίστι κάθε ἀνθρώπινη αὐθαιρεσία. Ὡς ἐκ τούτου γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν κινδυνεύει ἀπό τούς ἀποτειχιζομένους ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἐπίσκοπο καί φυσικά ἀπό ὅσους τόν ἀκολουθοῦν καί τόν ἀποδέχονται ὡς Ἐπίσκοπο, ἐνσωματωμένοι ἐκκλησιαστικά μέ αὐτόν.
Ἄλλο θέμα εἶναι, ἄν κάποιοι μετά τήν ἀποτείχισι δημιουργοῦν παρατάξεις καί «ἐκκλησίες», δηλαδή σχίσματα καί ἄλλο, ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ φόβου, νά προτιμοῦμε τήν πλήρη ἐνσωμάτωσί μας μέ τήν αἵρεσι διά μέσου τῆς ἀναγνωρίσεως καί μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Καί σέ τελευταία ἀνάλυσι εἶναι προτιμώτερο τό σχίσμα ἀπό τήν αἵρεσι, διότι τό σχίσμα δημιουργεῖται ἐξαιτίας προσωπικῶν παθῶν καί ἀδυναμιῶν, ἐνῶ ἡ αἵρεσις εἶναι ἄλλο Εὐαγγέλιο, Ἐκκλησία προσωποπαγής καί θεμελιωμένη ὄχι στήν Πεντηκοστή καί στούς ἁγ. Ἀποστόλους, ἀλλά στήν αὐθαίρετη διδασκαλία καί ἑρμηνεία ἑκάστου, αἵρεσις ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ ἄλλο Χριστό, τόν ἀντίχριστο καί δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν θεοποίησι τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς καί τῆς ἀπαιτήσεως τῆς ὑποταγῆς τοῦ Θεοῦ εἰς αὐτήν.
Ὡς μικρότερο κακό κρίνει τό σχίσμα ἀπό τήν αἵρεσι καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἑρμηνεύοντας τόν Α΄ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Σχισματικοί δέ ὀνομάζονται ἐκεῖνοι ὅπου διαφέρονται πρόν τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν, ὄχι διά δόγματα πίστεως, ἀλλά διά κάποια ζητήματα ἐκκλησιαστικά καί εὐκολοϊάτρευτα. Αἱρετικοί δέ ὀνομάζονται ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων ἡ διαφορά παρευθύς ἤ ἀμέσως εἶναι περί τῆς εἰς Θεόν πίστεως, ἤτοι οἱ κατά τήν πίστιν καί τά δόγματα, χωρισμένοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί παντελῶς ἀπομεμακρυσμένοι» (Πηδάλιον, σελ. 588).


Εἶναι λοιπόν ἁρμόδιο νά ἀναφέρωμε κάποιες σκέψεις διά τό σχίσμα, τό πῶς συντελεῖται καί διατί ἀναφέρει ὁ παρών Κανών τελειώνοντας ὅτι, οἱ ἀποτειχισμένοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ὄχι μόνο δέν κάνουν σχίσμα ἀλλά «σχισμάτων καί μερισμῶν τήν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, Ἡ διαχρονικὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων… περὶ διακοπῆς μνημονεύσεως Ἐπισκόπου, σελ. 42-46).


Πως δικαιολογούνται οι "Αμφισημίαι" των Αγιορειτών Ηγουμένων;

Πολλοί αδελφοί ξενίζονται για την διαφορά που υπάρχει σε θέματα πίστεως από τούς ασκητές αγιορείτες πατέρες ή τους λεγόμενους κελλιώτες από τους μοναστηριακούς και την επίσημο ιερά κοινότητα . 
Βρήκαμε μια παλιά κουβέντα που έγινε με την παρουσία του σεβαστού μας γέροντα Ιλαρίων ,ακούστε τον με προσοχή και θα καταλάβετε αγαπητοί μας φίλοι, πολλά!



Οι Επίσκοποι εφαρμόζουν σχέδιο φίμωσης όσων αντιδρούν κατά των Οικουμενιστών!


Μὲ αὐτὴν τὴν ἀνάρτηση:

1. Δίνουμε τὴν πληροφορία ὅτι σὲ Μητροπόλεις ἐφαρμόζεται ἢ προωθεῖται τὸσχέδιο τῆς φίμωσης τῶν πιστῶν, μὲ δεσποτικὲς Ἐντολὲς στοὺς ἱερεῖς νὰ μὴ συζητᾶνε ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὸν Οἰκουμενισμό! Πέρα ἀπὸ τὶς συγκεκριμένες Ἐντολὲς ὑπάρχει καὶ τὸ ἴδιο τὸ παράδειγμα τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ ἡ «καθοδήγηση» ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς νὰ μὴ «ἀνακατεύονται» οἱ πιστοὶ καὶ νὰ μὴ μιλοῦν γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως, ἀφοῦ αὐτά …ὑπάγονται(!) στὴν ἁρμοδιότητα τῶν Ἐπισκόπων καὶ τῶν ὁρισμένων θεολόγων!


Τοῦτο πληροφορηθήκαμε ὅτι συμβαίνει στὴν Μητρόπολη τῆςΒέροιας, ἀφοῦ ἐκεῖ ἔχουν δοθεῖ τέτοιες Ἐντολές, εἶναι γνωστὸ δὲ ὅτι ἤδη ἔχουν «ἐκδιωχθεῖ» δύο ἱερεῖς, ἐπειδὴ ὁμιλοῦσαν κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Ἐπίσης, κάτι παρόμοιο συμβαίνει στὴν ΜητρόποληΘεσσαλονίκης, ὅπου ὁ μητροπολίτης ἔχει τιμωρήσει καὶ ἀπειλεῖ μὲ μεγαλύτερες τιμωρίες τοὺς πρωτοπρεσβύτερους π. Νικόλαο Μανώλη καὶ π. Θεόδωρο Ζήση.


Ἐπίσης εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ μητροπολίτης Ἄνθιμος ἔχει δηλώσει -χωρὶς νὰ ντρέπεται- ὅτι οὐδόλως τὸν ἐνδιαφέρει ἂν κυκλοφορεῖ καὶ δηλητηριάζει ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦτοὺς πιστοὺς τῆς Μητροπόλεως στὴν ὁποία εἶναι μοιχεποιβάτης καὶ τὴν ὁποία κακοποιμαίνει ὡς μισθωτὸς Ποιμένας! (τουλάχιστον στὸ θέμα τῆς Παναιρέσεως). Διαβάζουμε σὲ Δήλωση τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ποὺ δημοσιεύτηκε μὲ Ἐντολή του:
«Όπως καλώς γνωρίζετε, ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμος έχει συμπληρώσει 41 χρόνια αρχιερατείας στις Ιερὲς Μητροπόλεις Αλεξανδρουπόλεως και Θεσσαλονίκης και… ουδέποτε ησχολήθη με το θέμα του Οικουμενισμού, ούτε του Αντιοικουμενισμού…»!!! (ἐδῶ)

2. Στὴ συνέχεια παραθέτουμε λίγα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ παρόμοιων μέτρωνἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες Ζήνωνα, Ἡράκλειο καὶ Κώνστα τὸν Β΄.


3. Τέλος παραθέτουμε ἕνα κείμενο ἀπὸ μελέτη τοῦ π.Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, στὸ ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ στάση τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ στὸ θέμα τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἡ ἄρνησή του δηλαδή, νὰ κοινωνήσει μαζί τους καὶ τὰ θεόπνευστα ἐπιχειρήματα ποὺ χρησιμοποιεῖ.

Δυστυχῶς οἱ σύγχρονοι Ποιμένες ἀποδεικνύονται «ὁδηγοὶ τυφλοί». Τόσο ξεκάθαρα, πατέρες, τὰ λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Γιατί δὲν τὰ ἐφαρμόζετε; Γιατί δὲν τὸν ἀκολουθεῖτε; 

Ἐφαρμογὴ παρόμοιων μέτρων ἀπὸ τοὺς αὐτοκράτορες Ζήνωνα, Ἡράκλειο καὶ Κώνστα τὸν Β΄.
Ο αυτοκράτορας Ζήνων (474-491), απέφευγε να συναριθμήσει τη σύνοδο της Χαλκηδόνας στις προγενέστερες τρεις Οικουμενικές συνόδους και τελικά παραμέρισε δια διαταγμάτων την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία πλέον δεν μνημονευόταν ως υποχρεωτική. Έτσι, προσπάθησε να ενώσει τους Ορθοδόξους και τους Μονοφυσίτες με διάταγμα, το γνωστό ως «Ενωτικόν». Ο Πάπας Φήλιξ όμως δε δέχτηκε και έτσι άρχισαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στις δυο Εκκλησίες.

Αργότερα ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-641), άρχισε συνεννοήσεις με τους Μονοφυσίτες επισκόπους των ανατολικών επαρχιών, για να πετύχει ένα είδος εκκλησιαστικής ενότητας,κάνοντας ορισμένες παραχωρήσεις στα δογματικά ζητήματα. Φαινόταν ότι η ενότητα θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η Ορθόδοξη Εκκλησία συμφωνούσε να αποδεχθεί δύο μεν φύσεις αλλά μια ενέργεια και ένα θέλημα του Ιησού. Η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια, που αντιπροσωπεύονταν από τους Μονοφυσίτες Πατριάρχες τους που διόρισε ο Ηράκλειος, ήθελαν να εργαστούν για την επίτευξη μιας συμφωνίας. Εναντίον όμως του Μονοθελητισμού εξεγέρθηκε ο μοναχός Σωφρόνιος από την Παλαιστίνη. Προβλέποντας ο Ηράκλειος μεγάλες θεολογικές διαμάχες εξέδωσε την «Έκθεση», τη διατύπωση δηλαδή της διδασκαλίας περί μιας θέλησης του Χριστού. Το χριστολογικό μέρος του κειμένου αυτού το συνέθεσε ο Πατριάρχης Σέργιος. Ο αυτοκράτορας έλπιζε ότι η Έκθεση θα συντελούσε πολύ στησυνδιαλλαγή των Μονοφυσιτών με τους Ορθοδόξους, αλλά οι ελπίδες του διαψεύσθηκαν.
Τέλος, ο αυτοκράτορας Κώνστας ο Β΄ (642-668), παρέμενε ακόμα οπαδός του Μονοθελητισμού, αν και η κίνηση αυτή είχε χάσει την πολιτική της σημασία. Μετά την απώλεια της Αιγύπτου, που καταλήφθηκε από τους Άραβες, ο αυτοκράτορας έκανε αρκετές προσπάθειες για να συμβιβασθεί με τον Πάπα, και προσφέρθηκε να κάνει αρκετές μεταβολές των δογμάτων του Μονοθελητισμού. Έχοντας σκοπό τη συμφιλίωση, ο Κώνστας Β' εξέδωσε το 648 τον «Τύπο», ο ποίος απαγόρευε κάθε συζήτηση σχετική με τις δύο ενέργειες ή θελήσεις του Χριστού. Εκτός από την απαγόρευση αυτή, ο Τύπος διέταζε την εξαφάνιση των εγγράφων συζητήσεων επί του θέματος, δηλαδή τηνΈκθεση του Ηρακλείου, που είχε τοποθετηθεί στο νάρθηκα της Αγίας Σοφίας. Το μέτρο όμως αυτό του Κώνστα δεν πέτυχε την ποθητή θρησκευτική ειρήνη. Μπροστά στους αντιπροσώπους του ελληνικού κλήρου, στη Σύνοδο του Λατερανού, (649), της οποίας κύριο πρόσωπο ήταν ο άγιος Μάξιμος, ο Πάπας Μαρτίνος καταδίκασε το Μονοθελητισμό και «την πολύ ασεβή Έκθεση (impiissima Ecthesis)» και «τον φαύλο Τύπο (scelerosus Typus)» και κήρυξε όλους εκείνους, που τα ονόματά τους συνδέονταν με τη σύνταξη των δύο διαταγμάτων, ένοχους αίρεσης. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, που αντιμετώπισε αποφασιστικά τόσο τον Τύπο όσο και τον Μονοθελητισμό γενικά, συνελήφθη από τον έξαρχο της Ιταλίας Θεοδόσιο, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους δύο Αναστασίους, τον μαθητή του και τον αποκρισάριο του Πάπα. Αφού κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να υποχωρήση τον εξορίζουν μαζί με τους άλλους δυο στην Βιζύη της Θράκης (655).
Τους ανακαλούν στην Κωνσταντινούπολη, για νέα ανάκριση και μετά την άρνησή τους να υπογράψουν τον Τύπο τους στέλνουν εξορία στα Πέρβερα (656). Μετά έξη χρόνια τους καλούν πάλι στη Κωνσταντινούπολη για μια τρίτη προσπάθεια να τους πάρουν με το μέρους τους. Αφού και οι τρεις αρνήθηκαν να υποκύψουν, αναθεματίσθηκαν, κακοποιήθηκαν και διαπομπεύθηκαν, “γλώσσαν ένδον από του φάρυγγος και της παραψαυούσης επιγλωττίδος παρανόμως εκτέμνουσιν” και “σμίλη και σφύρα την δεξιάν των χειρών εκκόπτουσιν”.
Αν και απλός μοναχός (ὁ ἅγιος Μάξιμος) για εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια ήταν ο κύριος εκφραστής της ορθόδοξης πίστης.

Πηγή: http://www.romanity.org/htm/00_ag_max.htm και ἀπὸ wikipedia

Κείμενο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ


Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
καὶ ἡ Διακοπὴ Μνημοσύνου 

Αναφερόμενοι στή συνέχεια στήν διαχρονική ἐφαρμογή τοῦ 15ου ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου θά παρουσιάσωμε τόν ἅγ. Μάξιμο τόν ὁμολογητή, σύμφωνο ἀπόλυτα καί αὐτόν μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα.
Εἶναι ἄξιον προσοχῆς καί πρέπει νά ἀναφερθῆ ὅτι ὅλη σχεδόν ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ἦτο ἕνας συνεχής ἀγῶνας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί μία διαρκής ἀποτείχισις ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του. Ἀπέθανε δέ στήν ἐξορία ἀπό τίς κακουχίες καί τά μαρτύρια, ἐνῶ τοῦ εἶχαν κόψει τό δεξί χέρι καί τήν θεολόγον γλῶσσαν καί ἐνῶ τόν εἶχαν καθαιρέσει καί ἀναθεματίσει λόγῳ τῆς ἀδιαλλαξίας του νά μή δεχθῆ νά ὑπογράψη τόν λεγόμενον «Τύπον», ὁ ὁποῖος ἦτο μία ἔκθεσις πίστεως ἡ ὁποία εὐνοοῦσε καί ὑπέθαλπε τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ἡ ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου καί τό ὅτι δέν ἤθελε καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη καί τή Σύνοδο ἦτο κάτι πού ἐξόργιζε το ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες, διότι μέ τήν στάσι του αὐτή παρέσυρε πολλούς νά τόν μιμηθοῦν καί νά μήν ὑποταχθοῦν στήν αἵρεσι καί τοιουτοτρόπως ἐγίνετο ὁδηγός 
τῶν Ὀρθοδόξων ἐν λόγοις καί ἔργοις. Αὐτό εἰπώθηκε καθαρά ἀπό τούς ἄρχοντες στή συζήτησί των μέ τόν ὅσιο προσπαθῶντας νά τόν πείσουν νά ἀλλάξη γνώμη:
«Ὁ δέ κῦρις Σέργιος εἶπεν αὐτῷ ὅτι πολλάκις ἦλθον εἰς τό κελλίον σου εἰς Βέββας καί ἠκροασάμην τῆς διδασκαλίας σου, καί ὁ Χριστός ἔχει βοηθῆσαί σοι καί μή ἀγωνιάσῃς. Εἰς ἕν δέ μόνον λυπεῖς πάντας, ὅτι πολλούς ποιεῖς χωρισθῆναι τῆς κοινωνίας τῆς ἐνταῦθα Ἐκκλησίας.
»Ἔστι τις ὁ λέγων, εἶπεν ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶπον, Μή κοινωνήσῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν Βυζαντίων;
»Ἀπεκρίθη ὁ κῦρις Σέργιος· αὐτό τοῦτο, τό σε μή κοινωνεῖν, μεγάλη πρός πάντας ἐστί φωνή, μή κοινωνῆσαι.
»Καί εἶπεν ὁ τοῦ Θεοῦ δοῦλος· Οὐδέν βιαιότερον συνειδότος κατηγοροῦντος, καί οὐδέν τούτου συνηγοροῦντος παρρησιαστικώτερον» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 15Γ, 96).
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι μόνη ἡ ἀποτείχισις τοῦ ὁσίου ἦτο παράδειγμα πρός μίμησι καί χαλινός τῆς αἱρέσεως, παρ’ ὅτι ὁ ἴδιος, ὅπως ἀναφέρει, δέν τό ἔλεγε μέ τά λόγια. Σέ ἄλλη συζήτησι προσπαθώντας οἱ ἄρχοντες νά τόν μεταπείσουν κάνουν μέ τόν ὅσιο τήν ἑξῆς συζήτησι:
«Τότε λέγει πρός αὐτόν ὁ ἔπαρχος· Κοινωνεῖς τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν ὧδε, ἤ οὐ κοινωνεῖς;
»Ἀπεκρίθη καί εἶπεν · Οὐ κοινωνῶ.
»Λέγει αὐτῷ· Διά τί;
»Ἀπεκρίθη· Ὅτι ἔξω ἔβαλε τάς συνόδους.
»Καί εἶπεν· Ἐάν ἔξω ἔβαλε τάς συνόδους, πῶς εἰς τά
δίπτυχα ἀναφέρονται;
»Καί λέγει· Καί τίς ὄνησις ὀνομάτων, τῶν δογμάτων
ἐκβεβλημένων;
»Καί δύνασαι, ἔφη, τοῦτο δεῖξαι;
»Καί εἶπεν· Ἐάν λάβω ἄδεια καί κελεύετε, δειχθῆναι ἔχω τοῦτο πάνυ εὐχερῶς.
»Καί σιωπησάντων αὐτῶν, λέγει αὐτῷ ὁ σακελλάριος· Διατί ἀγαπᾷς τούς Ρωμαίους, καί τούς Γραικούς μισεῖς;
»Ἀποκριθείς ὁ τοῦ Θεοῦ δοῦλος, εἶπε· Παραγγελίαν ἔχομεν, τοῦ μή μισῆσαί τινα. Ἀγαπῶ τούς Ρωμαίους ὡς ὁμοπίστους, τούς δέ Γραικούς ὡς ὁμογλώσσους.
»Καί πάλιν λέγει αὐτῷ ὁ σακελλάριος· Πόσων ἐτῶν λέγεις ἑαυτόν;
»Ἀπεκρίθη: Ἑβδομήκοντα πέντε» (Φιλοκαλία 15Γ, 102).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἐξηγεῖ μέ παρρησία γιατί δέν ἔχει ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τήν τοπική Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀλλά μέ τῆς Ρώμης. Ὁ λόγος λοιπόν ἦτο ὅτι εἶχε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅσους διατηροῦσαν τήν ὀρθόδοξο πίστι. Ἡ ἀποτείχισις αὐτή τοῦ ὁσίου ἐγίνετο πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν καταδικασθοῦν οἱ αἱρετικοί Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι ἀπό Σύνοδο.
Οἱ συζητήσεις αὐτές μέ τούς αἱρετικούς πού προαναφέραμε ἐγίνοντο εἰς τά ἀνάκτορα εἰς τά ὁποῖα μετέφερον κάθε τόσο τόν ὅσιο ἀπό τήν φυλακή, μετά δηλαδή τήν πρώτη ἐπάνοδό του ἀπό τήν ἐξορία. Ἀπό τήν ἐξορία τόν μετέφεραν διά νά ἰδοῦν ἄν ἐπείσθη νά ὑπακούση στίς βασιλικές καί πατριαρχικές ἐντολές. Θά μεταφέρωμε μία ἀκόμη πολύ χαρακτηριστική συζήτησι τοῦ ὁσίου ἀπό αὐτήν τήν περίοδο, ἡ ὁποία θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ «ὡς δρόσος Ἀερμών» γιά τίς ἡμέρες μας, ἄν βεβαίως εἴχαμε κάτι ἐλάχιστο ἀπό τό φρόνημα τοῦ ἁγίου:
«Kαί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ περί τήν αὐτήν ἀφήν τοῦ λύχνου, Τρώϊλος ὁ πατρίκιος καί Σέργιος ὁ Εὐκρατᾶς, ὁ ἐπί τῆς τραπέζης τῆς βασιλικῆς, παρεγένοντο πρός τόν δοῦλον Θεοῦ τόν γέροντα, καί καθίσαντες ἐκέλευσαν καί αὐτόν καθίσαι, καί εἶπον πρός αὐτόν· 
Εἰπέ ἡμῖν, κῦρι ἀββᾶ, τήν μεταξύ σοῦ καί Πύρρου γενομένην ἐν Ἀφρικῇ καί Ρώμῃ περί τῶν δογμάτων κίνησιν, καί ποίοις αὐτόν ἔπεισας ἀναθεματίσαι τό δόγμα τό ἴδιον, καί τῷ σῷ συνθέσθαι. Καί ἀφηγήσατο αὐτοῖς πάντα καθεξῆς, ὅσα ἡ μνήμη ἀνέσωσε.
»Καί τοῦτο εἶπεν, ὅτι Ἐγώ δόγμα ἴδιον οὐκ ἔχω, ἀλλά τό κοινόν τῆς Ἐκκλησίας τῆς καθολικῆς. Οὐ γάρ ἐκίνησα φωνήν τήν οἱανοῦν, ἵνα ἴδιόν μου λέγηται δόγμα.
»Καί μετά τήν ἀφήγησιν λέγουσιν αὐτῷ· Οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;
»Καί εἶπεν· Οὐ κοινωνῶ.
»Διά ποίαν οὐ κοινωνεῖς αἰτίαν; εἶπον. Ἀπεκρίθη· Ὅτι τάς ἁγίας τέσσαρας συνόδους ἐξέβαλον διά τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ γενομένων ἐννέα κεφαλαίων, καί διά τῆς ἐν ταύτῃ τῇ πόλει γενομένης παρά Σεργίου Ἐκθέσεως, καί διά τοῦτο προσεχῶς ἐπί τῆς ἕκτης ἰνδικτιῶνος ἐκτεθέντος Τύπου, καί ὅτι, ἅπερ ἐδογμάτισαν διά τῶν κεφαλαίων, διά τῆς Ἐκθέσεως κατέκριναν· καί ἅπερ ἐδογμάτισαν διά τῆς Ἐκθέσεως, διά τοῦ Τύπου ἠκύρωσαν, καί καθεῖλαν ἑαυτούς τοσαυτάκις. Οἱ τοίνυν ὑφ’ ἑαυτῶν κατακριθέντες καί ὑπό τῶν Ρωμαίων, καί τῆς μετά ταῦτα ἐπί τῆς ὀγδόης ἰνδικτιῶνος γενομένης συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσι μυσταγωγίαν· ἤ ποῖον πνεῦμα τοῖς παρά τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένοις ἐπιφοιτᾷ;
»Καί λέγουσιν αὐτῷ· Σύ μόνος σώζῃ καί πάντες ἀπόλλυνται;
»Καί εἶπεν· Οὐδένα κατέκριναν οἱ τρεῖς παῖδες μή προσκυνήσαντες τῇ εἰκόνι, πάντων ἀνθρώπων προσκυνούντων. Οὐ γάρ ἐσκόπουν τά τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἐσκόπων ὅπως ἄν αὐτοί μή ἐκπέσωσι τῆς ἀληθοῦς εὐσεβείας.Οὕτω καί Δανιήλ βληθείς εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων, οὐ κατέκρινέ τινα τῶν μή προσευξαμένων τῷ Θεῷ κατά τό θέσπισμα Δαρείου, ἀλλά τό ἴδιον ἐσκόπησε· καί εἵλετο ἀποθανεῖν καί μή παραπεσεῖν τῷ Θεῷ καί ὑπό τῆς ἰδίας μαστιγωθῆναι συνειδήσεως, ἐπί τῇ παραβάσει τῶν φύσει νομίμων. Κἀμοί οὖν μή δῷ ὁ Θεός κατακρῖναι τινα, ἤ εἰπεῖν, ὅτι ἐγώ μόνος σώζομαι. Αἱροῦμαι δέ ἀποθανεῖν, ἤ θρόησιν ἔχειν κατά τό συνειδός ὅτι περί τήν εἰς Θεόν πίστιν παρεσφάλην καθ’ οἱονδήποτε τρόπον.
»Λέγουσιν αὐτῷ · Καί τί ἔχεις ποιῆσαι, τῶν Ρωμαίων ἑνουμένων τοῖς Βυζαντίοις; Ἰδού γάρ χθές ἦλθον οἱ ἀποκρισιάριοι Ρώμης, καί αὔριον τῇ Κυριακῇ κοινωνοῦσι τῷ πατριάρχῃ, καί πᾶσι δῆλον γίνεται, ὅτι σύ διέστρεφες τούς Ρωμαίους· ἀμέλει, σοῦ ἀπαρθέντος ἐκεῖθεν, συνέθεντο τοῖς ἐνταῦθα.
»Καί εἶπε πρός αὐτούς· Οἱ ἐλθόντες, οἱονδήποτε πρόκριμα τῷ θρόνῳ Ρώμης, κἄν κοινωνήσωσιν, ἐπάν οὐκ ἤγαγον πρός τόν πατριάρχην ἐπιστολήν, οὐ ποιοῦσι· καί οὐ πείθομαι πάντως ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἑνοῦνται τοῖς ἐνταῦθα, εἰ μή ὁμολογήσωσι τόν Κύριον ἡμῶν καί Θεόν, καθ’ ἑκατέραν τῶν ἐξ ὧν, ἐν οἷς τε καί ἅπερ ἐστίν, εἶναι φύσει θελητικόν τε καί ἐνεργητικόν τῆς ἡμῶν σωτηρίας.
»Καί λέγουσιν· Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς;
»Καί εἶπε· Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμα τι νομοθετοῦντας» (ΕΠΕ Φιλοκαλία 15Γ, σελ. 88).
Ἐδῶ ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι ὅτι μετά τήν ἐμμονή τοῦ ὁσίου νά μήν ἔχη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς Πατριαρχικούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ἄρχοντες τοῦ ὑποβάλλουν τήν ἐρώτησι: «Σύ μόνος σώζῃ καί πάντες ἀπόλλυνται;». Εἶναι ὄντως πολύ ὕπουλη ἡ ἐρώτησις καί τίθεται κατά κόρον καί σήμερα. Ὁ ὅσιος ἀπαντᾶ ὅτι ἡ κρίσις δέν εἶναι ἰδική του ὑπόθεσις ἀλλά τοῦ Θεοῦ. Ἰδική του εὐθύνη εἶναι νά ἀποθάνη χάριν τῆς ἀληθοῦς πίστεως καί νά μήν προδώση. Στήν ἐρώτησι, ἐπίσης, διά τό τί θά κάνη ὁ ὅσιος ἐάν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης συμβιβασθῆ μέ τόν λεγόμενο «Τύπο» καί προσχωρήση εἰς τόν Μονοθελητισμό, ὁ ὅσιος δίδει μεγαλοπρεπῆ ἀπάντησι, χωρίς νά ἀναφέρη τίποτε ἰδικό του: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου, καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Δηλαδή καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης μέ τήν ἀποδοχή τῆς αἱρέσεως θά εἶναι ἀναθεματισμένη καί ὁ ἴδιος φυσικά δέν θά ἔχη καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί της.
Στήν ἀναφορά μας στόν ἅγ. Μάξιμο τόν ὁμολογητή εἶναι ἀναγκαῖο νά μεταφέρωμε καί κάποιες συζητήσεις πού ἐγίνοντο ἀπό τόν ὅσιο στήν ἐξορία τῆς Βιζύης, ἀπό τούς ἀπεσταλμένους τοῦ Πατριάρχη καί τοῦ αὐτοκράτορος:
«ΘΕΟΔ. Παρακαλεῖ ὁ βασιλεύς καί ὁ Πατριάρχης δι’ ἡμῶν, μαθεῖν παρά σοῦ, διά ποίαν αἰτίαν οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως...
ΜΑΞ. Οἱῳδήποτε τρόπῳ ἤλθατε πρός τόν δοῦλον ἡμῶν, ἐγώ χωρίς πάσης ὑποστολῆς λέγω τήν αἰτίαν δι’ ἥν οὐ κοινωνῶ τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως. Πλήν κἄν ἄλλων ἦν τό ἐρωτᾷν με διά ποίαν αἰτίαν, ὑμῶν οὐκ ἔστι, τῶν γινωσκόντων ἀσφαλῶς πλεῖον ἐμοῦ τήν αἰτίαν. Γινώσκετε τάς γενομένας καινοτομίας ἀπό τῆς ἕκτης ἐπινεμήσεως τοῦ διελθόντος κύκλου ἀρξαμένας ἀπό Ἀλεξανδρείας διά τῶν ἐκτεθέντων ἐννέα κεφαλαίων παρά Κύρου, τοῦ οὐκ οἶδα πῶς γεγονότος ἐκεῖσε προέδρου, τῶν βεβαιωθέντων ὑπό τοῦ θρόνου Κωνσταντινουπόλεως · καί τάς ἄλλας ἀλλοιώσεις, προσθήκας τε καί μειώσεις, τάς γενομένας συνοδικῶς ὑπό τῶν προεδρευσάντων τῆς τῶν Βυζαντίων Ἐκκλησίας, Σεργίου λέγω καί Πύρρου καί Παύλου, ἅτινας καινοτομίας πᾶσα γινώσκει ἡ οἰκουμένη. 
Διά ταύτην τήν αἰτίαν οὐ κοινωνῶ, ὁ δοῦλος ὑμῶν, τῇ Ἐκκλησίᾳ Κωνσταντινουπόλεως. Ἀρθῶσι τά προσκόμματα τά τεθέντα ὑπό τῶν εἰρημένων ἀνδρῶν, μετ’ αὐτῶν ἐκείνων τῶν θεμένων αὐτά, καθώς εἶπεν ὁ Θεός· “Καί τούς λίθους ἐκ τῆς ὁδοῦ διαρρίψατε”, καί τήν λείαν καί τετριμμένην καί πάσης ἀκανθώδους αἱρετικῆς κακίας ἐλευθέραν ὁδόν τοῦ Εὐαγγελίου, καθάπερ καί ἦν εὑρίσκων, ὁδεύω πάσης δίχα προτροπῆς ἀνθρωπίνης. Ἕως δέ ἄν τοῖς τεθεῖσι προσκόμμασι καί τοῖς τεθεικόσιν αὐτά σεμνύνωνται οἱ πρόεδροι Κωνσταντινουπόλεως,οὐδείς ἐστιν ὁ πείθων με λόγος ἤ τρόπος κοινωνεῖν αὐτοῖς.
»ΘΕΟΔ. Τί κακόν ὁμολογοῦμεν, ἵνα χωρισθῇς τῆς κοινωνίας ἡμῶν;
»ΜΑΞ. Ὅτι, μίαν ἐνέργειαν λέγοντες θεότητος καί ἀνθρωπότητος τοῦ Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, συγχέετε τόν τε τῆς θεολογίας καί τῆς οἰκονομίας λόγον. Εἰ γάρ πεισθῆναι δεῖ τοῖς ἁγίοις Πατράσι λέγουσιν, Ὧν ἡ ἐνέργεια μία, τούτων καί ἡ οὐσία μία· τετράδα ποιεῖτε τήν ἁγίαν Τριάδα, ὡς ὁμοφυοῦς τῷ Λόγῳ γενομένης τῆς αὐτοῦ σαρκός, καί ἐκστάσης τῆς πρός ἡμᾶς καί τῆς αὐτόν τεκούσης συγγενοῦς κατά φύσιν ταυτότητος» (ΕΠΕ 15Γ, 18).
Ὁ ἅγιος λοιπόν διαβεβαιώνει τούς ἀπεσταλμένους ὅτι ὁ μόνος τρόπος διά νά ἐπικοινωνήση μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐκκλησιαστικῶς εἶναι ἡ ἄρσις τῶν προσκομμάτων, δηλαδή τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν. Ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει ἀναφέρει «οὐδείς ἐστίν ὁ πείθων με λόγος ἤ τρόπος κοινωνεῖν αὐτοῖς». Εἶναι ἀξιοθαύμαστη ἡ ἀκρίβεια καί ἡ ἐμμονή τοῦ ὁσίου στήν ὀρθόδοξο πίστι. Ἡ βάσις καί τό θεμέλιο εἰς τό ὁποῖο ἑνούμεθα καί ἐπικοινωνοῦμε ἐκκλησιαστικῶς δέν εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, ἡ Σύνοδος ἤ ὁ Πατριάρχης ἀλλά ἡ ἀληθής ὀρθόδοξος πίστις.
Στή συνέχεια αὐτῆς τῆς συζητήσεως θέτουν οἱ ἀντιπρόσωποι στόν ὅσιο τόν ἑξῆς προβληματισμό: «Τό δι’ οἰκονομίαν γενόμενον μή λάβῃς ὡς κύριον δόγμα» (Φιλοκαλία ΕΠΕ15Γ, σελ. 22). Δηλαδή ἀναφέρουν ὅτι ὁ λεγόμενος «Τύπος» ἔγινε διά νά συναντηθοῦν καί ἑνωθοῦν τά ἀντιμαχόμενα μέρη, οἱ Ὀρθόδοξοι καί οἱ Μονοθελῆται καί ὡς ἐκ τούτου ἐχρησιμοποιήθη ἡ οἰκονομία, ἡ ὁποία δέν ἀναιρεῖ οὔτε ἐπηρεάζει τό δόγμα. 
Ὁ ὅσιος ὅμως ἀνυποχώρητος, δέν τό δέχεται αὐτό καί διδάσκει ὅτι εἰς τά τῆς πίστεως δέν χωρεῖ συγκατάβασις καί οἰκονομία. «Καί ποῖος πιστός δέχεται οἰκονομίαν κατασιγάζουσαν φωνάς, ἅσπερ λαλεῖσθαι δι’ Ἀποστόλων καί Προφητῶν καί Διδασκάλων ὁ τῶν ὅλων Θεός ᾠκονόμησε;» (ΕΠΕ 15Γ, 24). Ἐπεκτείνει δέ τήν διδασκαλία του ἀναφέροντας τά ἑξῆς:
«Καί ἄλλο δέ σκοπήσωμεν· ὁ Θεός ἐκλεξάμενος ἐξήγειρεν Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους πρός τόν καταρτισμόν τῶν ἁγίων, ὁ δέ διάβολος ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους κατά τῆς εὐσεβείας ἐκλεξάμενος ἐξήγειρε, ὥστε καί τόν παλαιόν πολεμηθῆναι νόμον καί τόν εὐαγγελικόν. Ψευδαποστόλους δέ καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους μόνους νοῶ τούς αἱρετικούς, ὧν οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί διεστραμμένοι εἰσίν. Ὥσπερ οὖν ὁ τούς ἀληθεῖς Ἀποστόλους καί Προφήτας καί Διδασκάλους δεχόμενος Θεόν δέχεται, οὕτω καί ὁ τούς ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους δεχόμενος τόν διάβολον δέχεται» (ΕΠΕ 15Γ, 24).
Εἶναι φοβερό τό σημεῖο αὐτό καί πρέπει νά προβληματίση κάθε ὀρθόδοξο. Ἀναφέρει ὁ ὅσιος ὅτι, ὅπως ὁ Θεός ἐξέλεξε καί ἔθεσε εἰς τήν Ἐκκλησία Ἀποστόλους, Προφήτας καί διδασκάλους, ἔτσι καί ὁ διάβολος ἐξέλεξε καί ἔθεσε «κατά τῆς εὐσεβείας ψευδαποστόλους, ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους».
Πλέον συγκεκριμένα καί μέ ἀπαράμιλλη διαύγεια ἀναφέρει, ποῖοι εἶναι αὐτοί. «Ψευδαποστόλους δέ καί ψευδοπροφήτας καί ψευδοδιδασκάλους μόνους νοῶ τούς αἱρετικούς, ὧν οἱ λόγοι καί οἱ λογισμοί διεστραμμένοι εἰσί».
Ἐδῶ ὁ ἅγιος δηλώνει ὅτι οἱ αἱρετικοί ἔχουν, θά λέγαμε, μία διαβολική τέχνη καί ἱκανότητα νά παρουσιάζωνται ὡς Ἐπίσκοποι καί διδάσκαλοι τῆς ἀληθείας καί νά ἐνδύουν τήν πλάνη μέ ἔνδυμα εὐσεβείας. Καταλήγει δέ ὁ ὅσιος, ὅτι ὅποιος τούς δέχεται καί τούς ἀναγνωρίζει ὡς ἀληθινούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, δέχεται καί ἀναγνωρίζει τόν διάβολο.
Ἀναφέρομε ἐν συνεχείᾳ καί τήν ἀπόφασι καί ἐμμονή τοῦ ὁσίου νά διατηρήση τήν ἀποτείχισί του καί τήν μόνιμη διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἐφ’ ὅσον δέν ἀπεκαθίστατο ἡ ὀρθόδοξος πίστις: «Εἰ τοίνυν γυμνάζοντες τάς γενομένας καινοτομίας ἐν τοῖς ἡμετέροις χρόνοις, εἰς τοῦτο καταντούσας αὐτάς εὑρίσκομεν τό ἀκρότατον κακόν, ὁρᾶτε μήπως, εἰρήνην προφασιζόμενοι, τήν ἀποστασίαν εὑρεθῶμεν νοσήσαντες καί κηρύττοντες, ἥν πρόδρομον εἶπεν ἔσεσθαι τῆς τοῦ Ἀντιχρίστου παρουσίας ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Ταῦτα χωρίς ὑποστολῆς εἶπον ὑμῖν, δεσπόται μου, ἵνα φείσησθε ἑαυτῶν τε καί ἡμῶν.Κελεύετε ἵνα ταῦτα γεγραμμένα ἔχων ἐν τῇ βίβλῳ τῆς καρδίας, ἔλθω κοινωνήσων ἐν ᾖ ταῦτα κηρύττεται Ἐκκλησίᾳ, καί γένωμαι κοινωνός τῶν ἀληθῶς μέν τόν Θεόν, δῆθεν δέ τόν διάβολον τῷ Θεῷ συνεκβαλλόντων;Μή γένοιτόμοι παρά τοῦ Θεοῦ, τοῦ δι’ ἐμέ γενομένου χωρίς ἁμαρτίας. Καί βαλών μετάνοιαν εἶπεν· Ἐγώ, εἴ τι κελεύετε εἰς τόν δοῦλον ἡμῶν ποιῆσαι, ποιήσατε· ἐγώ τοῖς ταῦτα δεχομένοις οὐδέποτε γένωμαι συγκοινωνός» (ΕΠΕ 15Γ, 26).
Ἄν θά ἔπρεπε νά παρουσιάσωμε ὅλη τήν ἀρετή τῆς ὁμολογίας καί ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου Μαξίμου, θά ἦτο ἀναγκαῖον νά καταγράψωμε ὅλες τίς συνομιλίες του μέ τούς ἀπεσταλμένους στήν ἐξορία ἤ καλύτερα νά ἀναφερθῶμε λεπτομερῶς σέ ὅλον τόν βίο του. Διότι παντοῦ ἀνακαλύπτει κανείς στοιχεῖα ὁμολογίας καί ἐκκλησιαστικῆς ἀποτειχίσεως, ἀπολύτως σύμφωνα μέ τόν 15ο ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Θά ἦταν ἴσως μεγάλη παράλειψις ἄν δέν ἀνεφέρετο καί αὐτό τό σημεῖο τῆς συζητήσεως τοῦ ὁσίου μέ τούς ἀπεσταλμένους εἰς τήν ἐξορία τῆς Βιζύης, τό ὁποῖο ἔχει σχέσι μέ τήν μνημόνευσι εἰς τήν Θεία Λειτουργία.
Σέ μία λοιπόν ἔνστασι τοῦ Ἐπισκόπου Θεοδοσίου, ὅτι δηλαδή ἀποδέχεται ὅσα διδάσκουν οἱ Πατέρες, ὁ ὅσιος ἀνέγνωσε τά πρακτικά τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τά ἀναθέματα τά ὁποῖα ἐπέβαλε εἰς τούς αἱρετικούς: «Καί λαβών εὐθέως ὁ ἀββᾶς Μάξιμος τήν βίβλον τῶν πεπραγμένων τῆς ἁγίας ἀποστολικῆς συνόδου, ἔδειξε τούς ἁγίους Πατέρας τάς δύο θελήσεις καί ἐνεργείας τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καί Θεοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διαρρήδην λέγοντας, ἥν λαβών βίβλον τῶν πεπραγμένων ἐξ αὐτοῦ Θεοδόσιος ὁ ὕπατος, ἀνέγνω καί αὐτός πάσας τάς χρήσεις τῶν Πατέρων» (Φιλοκ. ΕΠΕ 15Γ, 38).
Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος τότε ἀντέδρασε καί εἶπε ὅτι θά ἐδέχετο τήν Σύνοδο αὐτή ἄν δέν ἀνέφερε ἀναθέματα σέ συγκεκριμένα πρόσωπα. Αὐτό τό ἀνέφερε διότι οἱ Μονοθεληταί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐμνημόνευον τούς αἱρετικούς στή Θεία Λειτουργία, ἐφ’ ὅσον δέν ἀπεδέχοντο τήν ἐν Χαλκηδόνι Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
«Καί τότε ἀποκριθείς Θεοδόσιος ἐπίσκοπος εἶπεν· ΘΕΟΔ. Ὁ Θεός οἶδεν, εἰ μή προσωπικῶς τά ἀναθέματα ἔθηκεν ἡ σύνοδος αὕτη, πλεῖον παντός ἀνθρώπου ἐδεχόμην αὐτήν· ἀλλ’ ἵνα μή χρονοτριβῶμεν ἐνταῦθα, εἴ τι εἶπαν οἱ Πατέρες, λέγω, καί ἐγγράφως εὐθέως ποιῶ, δύο φύσεις, καί δύο θελήματα καί δύο ἐνεργείας· καί εἴσελθε μεθ’ ἡμῶν κοινωνήσων, καί γενέσθω ἕνωσις» (ΕΠΕ 15Γ, 38). Τελικῶς, ὅπως βλέπομε, ὁ Ἐπίσκοπος Θεοδόσιος ἀποδέχεται τό ὀρθόδοξο δόγμα ἐγγράφως περί τῶν ἐν Χριστῷ δύο φύσεων καί θελήσεων καί ἐνεργειῶν καί προτείνει ὡς ἀντιπρόσωπος νά κοινωνήση ἐκκλησιαστικά ὁ ὅσιος μέ αὐτούς καί νά γίνη ἡ ἕνωσις.
Ὁ ὅσιος ὅμως δέν ἀποδέχεται αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, ἀναφέροντας τά ἑξῆς:
«ΜΑΞ. Δέσποτα, ἐγώ οὐ τολμῶ δέξασθαι συγκατάθεσιν παρ’ ἡμῶν ἔγγραφον περί τοιούτου πράγματος, ψιλός ὑπάρχων μοναχός· ἀλλ’ ἐάν κατένυξεν ὑμᾶς ὁ Θεός, τάς τῶν ἁγίων Πατέρων δέξασθαι φωνάς, καθώς ἀπαιτεῖ ὁ Κανών, πρός τόν Ρώμης περί τούτου ἐγγράφως ἀποστείλατε, ἤγουν ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης καί ἡ κατ’ αὐτόν σύνοδος. Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γενομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς. Φοβοῦμαι γάρ τό κατάκριμα τοῦ ἀναθέματος»(ΕΠΕ, 15Γ, 40).
Ὁ λόγος λοιπόν πού δέν δέχεται τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία εἶναι, ὅπως ἀναφέρει: «Ἐγώ γάρ οὐδέ τούτων γενομένων κοινωνῶ, ἀναφερομένων τῶν ἀναθεματισθέντων ἐπί τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς». Δηλαδή καί μόνη ἡ μνημόνευσις στή Θεία Λειτουργία κάποιων αἱρετικῶν, κεκοιμημένων ἤδη πρό πολλοῦ, ἦτο αἰτία διά τόν ὅσιο ἀποτειχίσεως καί ἀκοινωνησίας. Τί θά λέγαμε ἄραγε διά τήν μνημόνευσι τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, ἐφ’ ὅσον αὐτός εἶναι αἱρετικός, ἡ ὁποία σαφῶς ἔχει ξεχωριστή θέσι στίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια; Ἐν κατακλεῖδι ὁ ὅσιος τούς παραπέμπει στήν Ρώμη, ἡ ὁποία εἰς τό θέμα αὐτό εἶχε διατηρήσει ὀρθόδοξον στάσι, προκειμένου δι’ ἕνα τόσο σοβαρό θέμα πίστεως, νά γίνη δημοσία καί συνοδική ἀποκατάστασις:
«ΜΑΞ. Ὑπάγετε, ψηλαφήσατε ἐάν τι τοιοῦτον γέγονέ ποτε, καί μετά θάνατον ἀπελύθη τις τοῦ περί τήν πίστιν ἐγκλήματος καί τοῦ ἐξενεχθέντος κατ’ αὐτοῦ κατακρίματος, καί καταδέξηται ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης μιμήσασθαι τοῦ Θεοῦ τήν συγκατάβασιν, καί ποιήσωσιν, ὁ μέν κέλευσιν παρακλητικήν, ὁ δέ συνοδικήν δέησιν πρός τόν πάπαν Ρώμης, καί πάντως, εἴπερ εὑρεθείη τρόπος ἐκκλησιαστικός τοῦτο ἐπιτρέπων διά τήν ὀρθήν ὁμολογίαν τῆς πίστεως, συμβιβάζεται ὑμῖν περί τούτου» (ΕΠΕ 15Γ, 40). Ἐδῶ ὁ ὅσιος μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει ὅτι οὔτε ὁ θάνατος κάποιου αἱρετικοῦ ἐμποδίζει νά καταδικασθῆ αὐτός διά τά ἐγκλήματα πού διέπραξε εἰς τήν πίστι, ὅσο ζοῦσε.
Θά ἀναφέρωμε ἕνα ἀκόμη περιστατικό ἀπό τά πραχθέντα εἰς τήν ἐξορία τοῦ ἁγίου εἰς τήν Βιζύη διά νά ἰδοῦμε, ἀφ’ ἑνός μέν τόν δόλο τῶν αἱρετικῶν, ἀφ’ ἑτέρου τήν παρρησία καί ἀκρίβεια τοῦ ὁσίου εἰς τά θέματα τῆς πίστεως:
«Τότε Ἐπιφάνιος ὁ πατρίκιος εἶπε·
»ΕΠΙΦ. Τοῦτό σοι δηλοῖ δι’ ἡμῶν ὁ βασιλεύς, λέγων· Ἐπειδή πᾶσα ἡ Δύσις καί οἱ ἐν τῇ Ἀνατολῇ διαστρέφοντες εἰς σέ θεωροῦσι, καί ἅπαντες διά σέ στασιάζουσι, μή θέλοντες συμβιβασθῆναι ἡμῖν διά τήν πίστιν,κατανύξοι σε ὁ Θεός κοινωνῆσαι ἡμῖν ἐπί τῷ παρ’ ἡμῖν ἐκτεθέντι Τύπῳ,καί ἐξερχόμεθα ἡμεῖς δι’ ἑαυτῶν εἰς τήν Χαλκῆν, καί ἀσπαζόμεθά σε καί ὑποτιθέμεθα ὑμῖν τήν χεῖρα ἡμῶν, καί μετά πάσης τιμῆς καί δόξης εἰσάγομεν ὑμᾶς εἰς τήν μεγάλην Ἐκκλησίαν, καί μεθ’ ἑαυτῶν ἱστῶμεν ἐν ᾧ κατά συνήθειαν οἱ βασιλεῖς ἵστανται, καί ποιοῦμεν ἅμα τήν σύναξιν, καί κοινωνοῦμεν ἅμα τῶν ἀχράντων καί ζωοποιῶν μυστηρίων τοῦ ζωοποιοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Χριστοῦ, καί ἀνακηρύττομέν σε Πατέρα ἡμῶν, καί γίνεται χαρά οὐ μόνον τῇ φιλοχρίστῳ καί βασιλίδι ἡμῶν πόλει, ἀλλά καί πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ. Οἴδαμεν γάρ ἀσφαλῶς, ὅτι σοῦ κοινωνοῦντος τῷ ἁγίῳ τῶν ἐνταῦθα θρόνῳ, πάντες ἑνοῦνται ἡμῖν οἱ διά σέ καί τήν σήν διδασκαλίαν ἀποσχίσαντες τῆς κοινωνίας ἡμῶν» (Φιλοκ. ΕΠΕ 15Γ, 52).
Ἐδῶ οἱ ἀπεσταλμένοι κληρικοί καί ἄρχοντες ὑπόσχονται δόξες καί τιμές στόν ὅσιο ἐάν ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ βάσι τόν ἐκτεθέντα «Τύπο». Τοῦ ἀναφέρουν ὅτι θά ἐξέλθουν ἐν πομπῇ εἰς τήν μεγάλη Ἐκκλησία (τήν ἁγ. Σοφία), θά τόν βάλουν νά σταθῆ ἐκεῖ ὅπου στέκονται οἱ βασιλεῖς, θά τόν ἀνακηρύξουν πατέρα των κλπ. Χαρακτηριστικό εἶναι τό σημεῖο πού ἀναφέρει ὁ Πατρίκιος Ἐπιφάνιος ὅτι: «Οἴδαμεν γάρ ἀσφαλῶς, ὅτι σοῦ κοινωνοῦντος τῷ ἁγίῳ τῶν ἐνταῦθα θρόνῳ, πάντες ἑνοῦνται ἡμῖν οἱ διά σέ καί τήν σήν διδασκαλίαν ἀποσχίσαντες τῆς κοινωνίας ἡμῶν». Αὐτή εἶναι ἀκριβῶς ἡ διαχρονική μέθοδος ἐξαπατήσεως καί ὑποταγῆς τῶν Ὀρθοδόξων ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν. 
Δηλαδή μέ οἱονδήποτε τρόπο νά ὑποτάξουν τούς ἀρχηγούς καί πρωτοστάτας τῆς ὁμολογίας, ὥστε μή ὑπαρχόντων αὐτῶν, νά ὑποταχθοῦν καί οἱ ὑπόλοιποι ἀντιδρῶντες καί ἀνησυχοῦντες.
Σέ ὅλα αὐτά ὁ μέγας Μάξιμος μεταξύ τῶν ἄλλων ἀπεκρίθη: «Ὄντως πᾶσα ἡ δύναμις τῶν οὐρανῶν τοῦτο οὐ πείθει με ποιῆσαι. Τί γάρ ἀπολογήσομαι, οὐ λέγω τῷ Θεῷ, ἀλλά τῷ ἐμῷ συνειδότι, ὅτι διά δόξαν ἀνθρώπων, τῷ κατ’ αὐτήν λόγῳ μηδεμίαν ἔχουσαν ὕπαρξιν, τήν σώζουσαν τούς στέργοντας αὐτήν πίστιν ἐξωμοσάμην;» (ΕΠΕ 15Γ, 54).
Δέν ἀποδέχεται, ἀναφέρει, τήν πρότασί του περί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας καί δέν πείθεται πρός τοῦτο, ἔστω καί ἄν ὅλη ἡ δύναμις τῶν οὐρανῶν συνεργήση. Ἡ ἀπολογία του, προσθέτει, δέν ἔχει νά κάνη μόνο μέ τόν Θεό, ἀλλά καί μέ τήν συνείδησί του, τή στιγμή πού διά δόξα ἀνθρώπινη ἀπαρνήθηκε τήν «σώζουσα πίστι». Τά ἑπόμενα αὐτῆς τῆς ὁμολογιακῆς ἀπαντήσεως δύναται εὔκολα ὁ οἱοσδήποτε νά κατανοήση.
«Καί ἐπί τῷ λόγῳ τούτῳ ἀναστάντες, θυμοῦ στρατηγήσαντος πᾶσιν αὐτοῖς, τιλμοῖς καί ὠθισμοῖς καί σφαιρισμοῖς παρέλυσαν αὐτόν, ἀπό κεφαλῆς ἕως ὀνύχων κατακλύσαντες αὐτόν πτύσμασιν, ὧνπερ, μέχρις ἄν ἐπλύνθησαν ἅπερ ἐβέβλητο ἱμάτια, διεπνέετο ὁ βρόμος» (ΕΠΕ 15Γ, 54). Τόν ἐκτύπησαν λοιπόν μέχρι πού παρέλυσε καί τόν κατέπτυσαν καί ἀπέδειξαν μέ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι ἡ τιμή, πού τοῦ ὑπέσχοντο πρίν, ἦτο ἐπίπλαστος καί εἶχε συγκεκριμένο σκοπό.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐνεργοῦν πάντοτε οἱ αἱρετικοί.
Πρέπει, πρίν κλείσομε τήν παρουσίασι τῆς ὁμολογίας καί ἀποτειχίσεως τοῦ ὁσίου Μαξίμου, νά ἀναφέρωμε καί τό γεγονός τῆς ἀπολογίας του στήν Κωνσταντινούπολι μετά τήν ἐπάνοδο ἐκ τῆς πρώτης ἐξορίας του. Αὐτό τό περιγράφει ὁ ἴδιος σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ἀναστάσιο:
«Χθές ὀκτωκαιδεκάτῃ τοῦ μηνός, ἥτις ἦν ἡ ἁγία Πεντηκοστή, ὁ πατριάρχης ἐδήλωσέ μοι λέγων· Ποίας Ἐκκλησίας εἶ; Βυζαντίου; Ρώμης; Ἀντιοχείας; Ἀλεξανδρείας; Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ’ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως, ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ὅπερ οὐ προσδοκᾷς.
»Πρός οὕς εἶπον· Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν, Πέτρον μακαρίσας ἐφ’ οἷς αὐτόν καλῶς ὡμολόγησεν, ὁ τῶν ὅλων εἶναι Θεός ἀπεφήνατο. Πλήν μάθω τήν ὁμολογίαν, ἐφ’ ἥν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν γέγονεν ἡ ἕνωσις, καί τοῦ γενομένου καλῶς, οὐκ ἀλλοτριοῦμαι» (Φιλοκαλία, ΕΠΕ 15Β, 450).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ὀνομάζει «Καθολική Ἐκκλησία τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς εἰς αὐτόν πίστεως ὁμολογίαν». Συνεπῶς ὅποιος δέν ἔχει αὐτήν τήν ὁμολογία δέν δύναται νά ἀνήκη εἰς τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν.
Ἐδῶ χαρακτηριστικά ἀναφέρουν εἰς τόν ὅσιο τήν ἕνωσι ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ὄχι μέ βάσι τήν ὀρθόδοξον πίστι. Ὁ ὅσιος προτιμᾶ ἀπερίφραστα τήν ὀρθόδοξον πίστι καί ὄχι τήν ἐκκλησιαστική ἕνωσι ἄνευ αὐτῆς τῆς πίστεως. 
Εἶναι πολύ σημαντική αὐτή ἡ θέσις τοῦ ὁσίου καί δεικνύει ὅτι ἡ μόνη ἀληθής ἕνωσις συντελεῖται ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι τεχνάσματα τοῦ διαβόλου. Τελικῶς οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πατριάρχου τοῦ λέγουν:
«Οὐκοῦν ἄκουσον, ἔφησαν· Ἔδοξε τῷ δεσπότῃ καί τῷ πατριάρχῃ, διά πραικέπτου τοῦ πάππα Ρώμης, ἀναθεματισθῆναί σε μή πειθόμενον, καί τόν ὁριζόμενον αὐτοῖς ἀπενέγκασθαι θάνατον. Τό τῷ Θεῷ πρό παντός αἰῶνος ὁρισθέν ἐν ἐμοί δέξοιτο πέρας, φέρον αὐτῷ δόξαν πρό παντός ἐγνωσμένην αἰῶνος, αὐτοῖς τοῦτο ἀκούσας ἀπεκρινάμην» (ΕΠΕ 15Β, 452).
Ὁ ὅσιος λοιπόν, ἀνυποχώρητος στίς θέσεις του, προτιμᾶ τόν ἀναθεματισμό καί τόν μαρτυρικό θάνατο, παρά νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ ὅλα τά Πατριαρχεῖα τά ὁποῖα δέν εἶχαν ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἡ ἀποτείχισις λοιπόν ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ὅσιο ὡς ὁδός σωτηρίας, ἐφ’ ὅσον αὐτή μόνη διεσφάλιζε τήν ἀληθινή πίστι ἀνόθευτον ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι.
Πρίν κλείσουμε τήν μικρή ἀναφορά μας εἰς τόν Μέγα ὁμολογητή ὅσιο Μάξιμο, πρέπει νά ἀναφερθοῦμε καί σέ κάποια ἔνστασι ὁρισμένων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀποδέκτες τῆς θεωρίας ὅτι, διά θέματα τῆς πίστεως, πρέπει ἡ Σύνοδος πρωτίστως νά καταδικάση κάποιον Ἐπίσκοπο ὡς αἱρετικό καί κατόπιν νά διακόψωμε τήν μνηνόνευσί του καί τρόπον τινά νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό αὐτόν.
Ἴσως αὐτοί θεωροῦν καί ἐξετάζουν τό θέμα νομικῶς καί ὄχι πνευματικῶς. Κρίνοντας νομικῶς σημαίνει ὅτι πρέπει τό ἁρμόδιο θεσμικό ὄργανο νά ἐπιληφθῆ τοῦ θέματος καί νά ἀποφασίση περί τοῦ πρακτέου. Πνευματικῶς σημαίνει ὅτι, ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι, μολύνει τούς ἔχοντας ὑγιές φρόνημα καί τούς συγκαταριθμεῖ μέ τούς αἱρετικούς. 
Δι’ αὐτό οἱ Πατέρες ὅλα τά ἄλλα θέματα τά ἀνέθεσαν νά τά ρυθμίζη ἡ ὀρθοδοξοῦσα καί ὀρθοτομοῦσα τόν λόγον τῆς ἀληθείας Σύνοδος, ἐπειδή ἀκριβῶς εἰς αὐτά δέν ὑφίσταται μολυσμός καί συμμετοχή τῶν πιστῶν. Διά τά θέματα ὅμως τῆς πίστεως ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ὑπεύθυνος ἕκαστος πιστός, εἰς τρόπον ὥστε, μέ τήν ὑπαγωγή στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἤ τήν ἀποτείχισί του, νά ὁμολογῆ τήν πίστι του, νάπολεμᾶ τήν αἵρεσι ἤ νά τήν ἀνέχεται καί ὑποθάλπη καί γενικῶς νά τοποθετῆται αὐτοβούλως καί νά συντάσσεται μέ τήν Ὀρθοδοξία ἤ τήν αἵρεσι.
Διά νά καταδείξουν, λοιπόν, σύμφωνο τόν ὅσιο Μάξιμο μέ αὐτήν τή νομική θεώρησι, ἐπικαλοῦνται τό ἐπιχείρημα, ὅτι ὁ ὅσιος δέν διέκοψε τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία καί δέν ἀποτειχίσθηκε ἀπό τόν αἱρετικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, πρίν συγκληθῆ στήν Ρώμη Σύνοδος, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Μονοθελητισμό. Δηλαδή πρίν τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς καί μετά ἀποτειχίσθηκε. Αὐτό βεβαίως δέν εὐσταθεῖ διά τούς ἑξῆς λόγους:
α) Στίς συζητήσεις μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορος καί τοῦ Πατριάρχου, στήν ἐξορία καί στήν Κωνσταντινούπολι, οὐδόλως ἀνέφερε ὁ ὅσιος τήν Σύνοδο τῆς Ρώμης, ἀλλά πάντοτε προέβαλε τό ὀρθόδοξο δόγμα σέ ἀντιπαράθεσι μέ τήν αἵρεσι τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ἔλεγε δηλαδή ὅτι, δέν ὑπέγραφε τόν «Τύπον», διά τίς αἱρέσεις πού περιεῖχε καί ὄχι ἐπειδή δέν συμφωνοῦσε πρός αὐτόν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Οἱ ἀναφορές τοῦ ὁσίου ἐγίνοντο πάντοτε εἰς τήν αἵρεσι καί ὄχι εἰς τήν καταδίκη των ἀπό τήν Ρώμη.
β) Ὅταν τοῦ ἀνέφεραν οἱ ἀπεσταλμένοι ὅτι ὅλα τά Πατριαρχεῖα συμφώνησαν,ἀκόμη καί ἡ Ρώμη, ὁ ὅσιος πάλι δέν ἐδέχθη νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά, ἀλλά προτίμησε νά ὑπερασπισθῆ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἀλήθεια, ἔστω καί μόνος του. 
Αὐτό εἶναι τρανή ἀπόδειξις, ὅτι δέν ἐνδιαφέρετο διά τίς Συνόδους καί τήν συμφωνία τῶν Πατριαρχῶν, ἀλλά τοποθετοῦσε ἀνεπιφύλακτα τόν ἑαυτόν του μέ τήν ἀληθινή πίστι καί τήν Ὀρθοδοξία.
γ) Ὁ ὅσιος δέν ἐδέχθη νά ἐπικοινωνήση ἐκκλησιαστικά μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ Πατριάρχη, ἔστω καί ὅταν τοῦ ἀνέφεραν ὅτι συμφωνοῦν μαζί του στό ὀρθόδοξο δόγμα περί δύο θελήσεων καί ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος ἦτο ὅτι ἐμνημόνευον τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτας στή Θεία Λειτουργία. Καί ἀπό αὐτό συμπεραίνομε ὅτι ὁ ὅσιος εἶχε προσωπικά κριτήρια καί ἐφ’ ὅσον ἔκρινε ὅτι ὑπῆρχε πρόβλημα πίστεως στόν Πατριάρχη, δέν ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μαζί του.
δ) Τέλος, σέ μία τῶν συζητήσεων μετά τῶν ἀντιπροσώπων, τοῦ ἀνέφερον αὐτοί ὑποθετικῶς τά ἑξῆς: «Καί λέγουσιν (οἱ ἀπεσταλμένοι). Εἰ δέ συμβιβασθῶσι τοῖς ἐνταῦθα οἱ Ρωμαῖοι, τί ποιεῖς; Καί εἶπε (ὁ ὅσιος). Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας» (τό Ἅγιον Πνεῦμα δηλαδή ἀναθεματίζει, ὅσους νομοθετοῦν ἀντίθετα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας). 
Ἀπό ὅλα αὐτά καταδεικνύεται ὅτι τόν ὅσιο δέν τόν ἐνδιέφερε τί θά πράξη ἡ Ρώμη ἤ καί ὅλοι οἱ Πατριάρχες, ἀλλά ἐδήλωνε ἀπερίφραστα καί μετά παρρησίας ὅτι, θά ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μετ’ αὐτῶν, μόνον καί ἐφ’ ὅσον ὁμολογοῦσαν διά λόγων καί ἔργων τήν ἀληθινή πίστι. Ἀκόμη καί ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό νά τοῦ ἔλεγε κάτι ἀντίθετο δέν θά ἐπείθετο.

Ταύτιση θέσεων Οικουμενιστών και των λεγομένων αντι-Οικουμενιστών! Άρθρο του π. Ευθύμιου Τρικαμηνά

«Σήμερα καταργεῖται ἡ πατερική ὁδός τῆς ἀποτειχίσεως 
και εἰσάγεται ἡ ὁδός τῆς συνυπάρξεωςμέ τούς αἱρετικούς»!

Η ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΦΕΡΡΑΡΑΣ - ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ

Οἱ ἐξελίξεις, ὅπως διὰ πολλῶν κειμένων ἔχουμε παρουσιάσει, ὁδηγοῦν στὴν ἐπιβολὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι οἱ λεγόμενοι «ἀντι-Οἰκουμενιστές», τὴν μόνην ἀντίδραση ποὺ ἔχουν νὰ ἀντιτάξουν εἶναι ἕνας χαρτοπόλεμος δεκαετιῶν. Αὐτὸ οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν, δὲν τοὺς στενοχωρεῖ ἰδιαίτερα, ἀφοῦ εὐκόλως τὸ ὑπερβαίνουν, ἀπαντώντας μὲ ἕνα δικό τους χαρτοπόλεμο, ἀλλὰ κερδίζοντας στὴν τακτικὴ τοῦ πολέμουτους, ἀφοῦ προωθοῦν συνεχῶς τὶς θέσεις τους, προκαλώντας σύγχυση στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν καὶ ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, καὶ δηλητηριάζοντας μὲ τὸν οἰκουμενιστικὸ ἰὸ περαιτέρω τὶς συνειδήσεις ὄχι μόνο τοῦ εὐρυτέρου κύκλου τῶν ἀδιαφόρων καὶ ἀκατήχητων πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἴδιων τῶν «ἀντι-Οἰκουμενιστῶν»!
Γιὰ τὴν ἐνημέρωση ὅσων πιστῶν ἀγωνιοῦν καὶ πονοῦν γιὰ τὴν δυσοίωνη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων δημοσιεύουμε ἕνα κείμενο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ πραγματεύεται τὴν στάση τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, κατὰ τὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας καὶ ἀποτελεῖ ἀπάντηση στὶς ἀντιπατερικὲς θέσεις τοῦἈντιαιρετικοῦ Γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς. Εἶναι ἕνα κείμενο πραγματικὰ θεοφώτιστο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποδεικνύεται ὅτι, τελικά, Οἰκουμενιστὲς καὶ «ἀντι-Οἰκουμενιστὲς» χρησιμοποιοῦν τὰ ἴδια περίπου ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ θέμα αὐτό, καὶ οἱ δεύτεροι δικαιώνουν τοὺς αἱρετικούς, διατυπώνοντας παρόμοιους κακόδοξους ἰσχυρισμούς, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ καὶ πρίν, καὶ μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τὰ οἰκουμενιστικὰ παπαγαλάκια χρησιμοποιοῦν.
Ἐλπίζουμε νὰ ἔλθουν κάποτε «εἰς ἑαυτόν».

Ἡ ἀποτείχισις καὶ ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Θά συνεχίσω ἀναφερόμενος εἰς τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός». Καί στό κεφάλαιο αὐτό, θεωρώντας ὅτι εὑρήκατε σωτήρια λέμβο, ὑπεραμύνεσθε τῆς ἰδίας θέσεως, ὅτι δηλαδή καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Λατινόφρονες πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Συνόδου Φλωρεντίας–Φερράρας. Ὁ σκοπός σας, πατέρες, εἶναι καί ἐδῶ προφανῶς ὁ ἴδιος, νά λογισθῆτε κι ἐσεῖς ἀκόλουθοι ὄχι μόνον τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, ἀλλά καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐπειδή μνημονεύετε καί ἀκολουθεῖτε τούς Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες.

Εἶναι ὄντως παράδοξο καί πρωτοφανές, ἀπό τήν μία πλευρά νά ἀκολουθῆτε, νά ἀναγνωρίζετε, νά μνημονεύετε καί νά ἀποδέχεσθε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὅλες τίς προδοσίες τῆς πίστεως, τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μετά τῶν αἱρετικῶν καί, ἀπό τήν ἄλλη, νά τοποθετῆτε τούς ἑαυτούς σας στήν θέσι τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Βέκκου Ὁσιομαρτύρων, τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Πιστεύω, πατέρες, ὅτι καί οἱ Οἰκουμενιστές, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σκεπτόμενοι, δύνανται νά καυχηθοῦν ὅτι εἶναι συνεχιστές αὐτῶν,διότι συνεχίζουν τούς διαλόγους τούς ὁποίους ἐδέχοντο καί οἱ Πατέρες αὐτοί.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό καί ἐπειδή πιθανόν νά πιστεύετε αὐτά τά ὁποῖα γράφετε στήν κριτική σας μελέτη, ἐγώ ἔχω νά ἀναφέρω ἕνα χωρίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τό ὁποῖο νομίζω ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς τήν παροῦσα κατάστασι. Τό χωρίο αὐτό μάλιστα ὁ ὅσιος τό δανείζεται ἀπό τόν ἅγιο (τόν ὁποῖο ὑπερευλαβεῖτο καί ἐθαύμαζε), τόν Μ. Βασίλειο καί λέγει τά ἑξῆς: 
Ἐάν γάρ τις τό κακόν ἐν προσχήματι ἀγαθοῦ ποιῇ, διπλοῦν ἐργάζηται τό ἁμάρτημα, ὅτι αὐτός τε τό οὐκ ἀγαθόν ποιεῖ καί κέχρηται οἱονεί παραπετάσματι τῷ τοῦ ἀγαθοῦ ὀνόματι, φωνή ἐστι τοῦ θείου Βασιλείου. Οὕτω μέν ἐκεῖνοι πρός τῇ οἰκείᾳ πτώσει καί πολλοῖς ἄλλοις ὄλισθος γενόμενοι» (Φατ. 267, 395,20).
Ἐδῶ οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἰδική σας εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι διπλασία ἀπό αὐτήν τῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι, ἐνῶ εἶστε σέ ὁδό πλάνης, μέ τό πρόσχημα ὅτι εἶστε ὁμολογητές καί συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, γίνεσθε παγίδα, ὥστε νά αἰχμαλωτισθοῦν καί πολλοί ἄλλοι καί βεβαίως στήν προκειμένη περίπτωσι, γίνεσθε αἰτία νά διαιωνίζεται ἡ αἵρεσις.
Θά προσπαθήσω ἐν συνεχείᾳ, καί στό κεφάλαιο αὐτό τῆς κριτικῆς σας μελέτης, νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι καμμία ἀπολύτως, καμμία σχέσις καί ὁμοιότης δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν τότε Ὀρθοδόξων καί δή τῶν ἁγίων καί μεγάλων Πατέρων τῆς πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως ἐποχῆς. Ὑπάρχει ὅμως ἀπόλυτος ὁμοιότης τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν μετά τήν ἕνωσι Φλωρεντίας-Φερράρας Λατινοφρόνων, ἐπειδή αὐτοί ἀκριβῶς οἱ Λατινόφρονες ἦσαν ἑνωμένοι μέ αἱρετικούς, ὅπως σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Αὐτοί δέ, οἱ μετά τήν Σύνοδο Φλωρεντίας–Φερράρας Λατινόφρονες, δέν εἶχαν καταδικασθῆ ὑπό Συνόδου, ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος, ὅμως, ὁ Εὐγενικός καί πλῆθος ἄλλων κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀποτειχίστηκανἀπό αὐτούς πρό συνοδικῆς κρίσεως, σύμφωνα μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα καί τήν μακραίωνη Παράδοσι καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων (καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί τῶν ὑπολοίπων κληρικῶν καί λαϊκῶν) ἔγινε, ὅταν οἱ Λατινόφρονες μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας κατέλαβον τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, καί ἀπαιτοῦσαν νά ἀναγνωρίζωνται καί νά μνημονεύωνται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Καί ὁ Ἰωάννης ὁ Βέκκος, δηλαδή, καί ὁ Μητροφάνης στίς δύο ἀντίστοιχες περιπτώσεις, μέ τήν στήριξι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τήν ψήφισί των ἀπό ὁμοίους των Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπό φόβο καί δειλία εἴτε ἀπό τίς πολιτικές καί στρατιωτικές ἀνάγκες τῶν καιρῶν, συμβιβάστηκαν στήν ἀποδοχή τῶν παπικῶν ἀξιώσεων καί ἀνεγνώρισαν τόν Παπισμό ὡς Ἐκκλησία, μέ ὅλες φυσικά τίς πλάνες του.
Αὐτή ἡ ὁμοιότης σέ ἀπόλυτη ἀντιστοιχία ὑπάρχει καί σήμερα. Δηλαδή οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές ἔχουν καταλάβει ὄχι ἕνα, ἀλλά ὅλα τά Πατριαρχεῖα, ψηφίζονται ἀπό ὁμοίους των αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, χωρίς μάλιστα νά ὑπάρχη καμμία ἀνάγκη ὅπως τότε, καί ἀπαιτοῦν τήν ὑποταγή, τήν ἀναγνώρισι καί μνημόνευσι τῶν πάντων, καί φυσικά καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Διά τῆς μνημονεύσεως δέ καί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, γίνεται ὄχι μόνον ἀναγνώρισις τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί ταύτησις μέ αὐτή κατά τήν πίστι, ὁπότε καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα εἶναι ἐνσωματωμένοι καί συνοδοιπόροι μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ἄρα λοιπόν ταυτίζονται, ὄχι μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κυρίως κάποιοι πολιτικοί ἄρχοντες καί μερικοί παρατρεχάμενοι κληρικοί, ἀλλά μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία.
Ἀπό αὐτούς, παρ’ ὅτι δέν εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀποτειχίσθηκαν καί, ἄρα, καμμία σχέσι δέν ὑπάρχει μέ τούς σημερινούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑποτεταγμένοι καί συνοδοιπόροι τῶν αἱρετικῶν.
Πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μέ ὅλες τίς δυσκολίες της,δέν εἶχαν ἐφεύρει καινούριους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων, ὅταν αὐτοί (οἱ αἱρετικοί) κατεῖχαν τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἐνῶ σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστέςἔχουν θεωρητικά καί πρακτικά κατ’ οὐσίαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ἔχουν ἐφεύρει νέους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν ἰδίων μέ τότε αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τρόποι, θεωρητικά στηρίζονται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

Ἔτσι κατ’ οὐσίαν καταργεῖται ἡ πατερική ὁδός τῆς ἀποτειχίσεως καίεἰσάγεται ἡ ὁδός τῆς συνυπάρξεως μέ τούς αἱρετικούς.Αὐτό, ἀκριβῶς, ἀποτελεῖ τή βασική θεωρία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τόν ὁποῖο, πατέρες, ὠνομάσατε «παναίρεσι». Δίδεται δέ ἀκόμη διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς μεθόδου ἡ εὐκαιρία καί ἡ ἐξουσία, νά κατευθύνουν τά ἐκκλησιαστικά πράγματα οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί, πρᾶγμα πρωτάκουστο καί ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ἔτσι λοιπόν, οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί ποιμένες εἰσάγουν τήν Ὀρθοδοξία στό Π.Σ.Ε., ὡς ἰσότιμο μάλιστα μέλος, ἀναγνωρίζουν τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, χωρίς φυσικά αὐτοί νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, γκρεμίζουν τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ διά τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, διευρύνουν τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας –κατά βούλησι– διά τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά διά τῶν συμπροσευχῶν καί συνιερουργιῶν μέ αὐτούς κλπ. Ὅλα αὐτά τά πράττουν μέ τήν εὐλογία καί ἀναγνώρισι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τά ἄλλα θεωροῦν τούς ἑαυτούς των συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, τῶν πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως, οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως, διά τῆς ἀποτειχίσεως ἔσωσαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν παπική λαίλαπα.
Μετά τά ἀνωτέρω, μέ τά ὁποῖα προσπάθησα, πατέρες, νά σᾶς ἀποδείξω τήν ὁμοιότητα τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, θά προσπαθήσω νά σᾶς ἀποδείξω, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τήν ἀνομοιότητα καί παντελῆ διαφορά τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Πατέρες. Δι’ αὐτό θά ἀναφερθῶ εἰς τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στηριζόμενος εἰς τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Σιλβέστρου Συρόπουλου, τά ὁποῖα κατά γενική ὁμολογία ἀποτελοῦν τήν ὀρθόδοξη ἐξιστόρησι τῶν γεγονότων καί μᾶς διασώζουν αὐθεντικῶς τήν ἱστορική ἀλήθεια.
Ἐδῶ, κατ’ ἀρχάς, πρέπει νά σᾶς ἐγκαλέσω γιά δολιοφθορά καί ἐξαπάτησι, διότι θέλετε νά ἀποδείξετε ὡς Λατινόφρονες τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς πρό τῆς Συνόδου, ὥστε νά ἀποδειχθῆ ἀβίαστα ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ Λατινόφρονες Ἀρχιερεῖς καί Πατριάρχες καί δέν ἀποτειχίζετο ἀπό αὐτούς. Γράφετε συγκεκριμένα στή σελ. 48 τά ἑξῆς: «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο».
Αὐτό, πατέρες, εἶναι ψευδές καί ἀπορῶ πῶς τό ἰσχυρίζεσθε, ψαλιδίζοντας ἤ μᾶλλον κατακρεουργώντας ὅλο τό κείμενο στό ὁποῖο στηρίζεσθε. Τό πλῆρες κείμενο τοῦ Συρόπουλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ), μαθών ταῦτα ὁ φρά Ἰωάννης καί ζητήσας καί ἰδών τά γράμματα, ἀνέδραμεν εὐθύς εἰς τόν βασιλέα καί εἶπεν, ὅτι∙ Τά τοιαῦτα γράμματα, εἰ φανῶσι ἐν τῇ συνόδῳ, μεγάλως σκανδαλίσουσι τούς ἐκεῖ, καί ἐγώ μετά τοιούτων γραμμάτων οὐκ ἐλεύσομαι εἰς τήν σύνοδον∙ εἰ γάρ εἰμι ἐνταῦθα ὡς ἐκείνων ἐπίτροπος, παρέχω δέ καί τάς ἐξόδους τῶν ἐκεῖσε ἀπελευσομένων, εἶτα οὐ φροντίσω περί τῶν γραμμάτων τῶν φανησομένων ἐκεῖσε, ἵνα ὑπάρχωσι πρός ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῆς συνόδου, τί ἐροῦσιν ἐκεῖνοι πρός ἐμέ; Τί δέ ἀπολογήσομαι ἐγώ πρός ἐκείνους; Οὐ γάρ διά γραμμάτων ὑποτυποῦν χρή τούς τοποτηρητάς, ὅτι, εἰ οὕτω γένηται, ἵνα στέργωσιν, εἰ δ’ ἄλλως, μή στέργωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς οὕτω καί ἐλευθέρως διδόναι αὐτοῖς ἄδειαν στέργειν πᾶν ὅπερ ἄν φανῇ καλόν κοινῶς πάσῃ τῇ συνόδῳ∙ διορθωθήτω δή τό περί τούτου ὡς ἐγώ εἰσηγοῦμαι∙ ἄνευ γάρ τοιαύτης διορθώσεως οὐδέ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου συμβουλευσάμην ἄν ἔγωγε παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ.
»Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ’ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα. Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρό βούλεσθε.
»Μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι. Μετέγραψαν οὖν καί ἐτέλεσαν ταῦτα, ἐνήλλαξαν δέ καί τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν καί διεκόμισεν αὐτά ὁ Ἀντίοχος, καί ἠρκέσθησαν εἰς αὐτά ὁ βασιλεύς τε καί ὁ φρά Ἰωάννης. Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένστωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων» (Σιλβ. Συρόπουλου ἀπομνημονεύματα, τμῆμα Γ, παρ. 5,6, σελ. 166).
Εἰς τό κείμενο αὐτό ὁ Συρόπουλος μᾶς παρέχει τήν πληροφορία ὅτι οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ὁμοφώνως παρήγγειλαν στούς τοποτηρητές των, τότε μόνο νά ὑπογράφουν στή Σύνοδο: «ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῆ ἤ κοινοποιηθῆ».
Τό φρόνημα αὐτό τῶν Πατριαρχῶν πρό τῆς Συνόδου, νομίζω θά συμφωνεῖτε, πατέρες, ὅτι ἦταν ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο. Ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἐπείστηκε ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα, ἐξαπάτησε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, νά ἀλλάξουν τά συστατικά γράμματά των πρός τούς ἀντιπροσώπους των, ὑποσχόμενος ὅτι θά εἶναι ὑπεύθυνος αὐτός εἰς τό νά διαφυλαχθῆ ἡ ἀπαίτησις τῶν Πατριαρχῶν περί ἐμμονῆς τῶν ἀντιπροσώπων εἰς τήν ὀρθόδοξο πίστι καί Παράδοσι: «Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρά βούλεσθε».
Ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων ἔπρεπε νά γίνη γιά τυπικούς καί προσεγγιστικούς λόγους: «Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν». Μέ τίς ὑποσχέσεις καί διαβεβαιώσεις τοῦ βασιλέως ἐπείστηκαν οἱ Πατριάρχες καί ἄλλαξαν τά γράμματα: «οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι».
Ἀπό αὐτά τά ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ Συρόπουλου γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι αὐτό πού γράφετε, «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο», εἶναι χονδροειδές ψεῦδος· διότι ὁ αὐτοκράτωρ ὄχι μόνον δέν ἔπεισε τούς Πατριάρχες, ὅπως ἐσεῖς φλυαρεῖτε, ἀλλά τούς ὑποσχέθηκε ὅτι ὅλα θά γίνουν, ὅπως αὐτοί ἐντέλλονται στά πρῶτα καί αὐστηρά γράμματά των καί ὑπεύθυνος δι’ αὐτό θά ἦτο ὁ ἴδιος. Ἁπλῶς ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων θά ἐγίνετο γιά λόγους φιλοφροσύνης.
Μία ἐπί πλέον ἀπόδειξις ὅτι εἶναι ψευδεῖς οἱ ἰσχυρισμοί σας, εἶναι τό ὅτι –μετά τήν ἐπιστροφή τῶν ἀντιπροσώπων ἀπό τήν Ἰταλία– οἱ τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς συγκρότησαν, ὅπως γράφετε, Σύνοδο καί ἀπεκήρυξαν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ἄν δηλαδή, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, εἶχαν πεισθῆ πρό τῆς Συνόδου νά ἀποδεχθοῦν συμβιβαστική ἕνωσι, τώρα, μετά τήν Σύνοδο, γιατί τήν ἀπεκήρυξαν;
Ἡ προσπάθειά σας ὅμως, πατέρες, εἶναι νά τούς παρουσιάσετε ὡς Λατινόφρονες πρό τῆς Συνόδου, γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ μή ἀποτείχισις τοῦ ἁγίου Μάρκου ἀπό αὐτούς κι ἐσεῖς, φυσικά, νά παρουσιασθῆτε ὡς διάδοχοι καί ἀκριβεῖς ἀκόλουθοί του. Πρός τόν σκοπό αὐτό χρησιμοποιεῖτε ὅλα τά μέσα, θεμιτά καί ἀθέμιτα, προφανῶς διότι δι’ ἐσᾶς «ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα».
Θά σᾶς παρουσιάσω ἐν συνεχείᾳ, τό πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας φρόνημα τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ καί τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων καί λοιπῶν κληρικῶν, καθώς καί τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, γιά νά διαπιστωθῆ τό κατά πόσο Λατινόφρονες ἦσαν, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας αὐτοί, μέ τούς ὁποίους ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιατικά ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Αὐτά τά κείμενα θά τά δανεισθῶ ἀπό μία μικρή μελέτη, ἡ ὁποία ἔγινες σέ παρόμοια ἔνστασι περί Λατινοφρόνων καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἁγίου Μάρκου μέ αὐτούς.
Κατ’ ἀρχάς, ὁ Συρόπουλος μᾶς μεταφέρει τήν στάσι τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ, ὅταν ἄρχισε νά συζητεῖται ὅτι ἡ Σύνοδος θά ἐγίνετο εἰς τήν Ἰταλία: «Ἀλλά καί ὁ πατριάρχης ἔκτοτε λίαν ἡγούμενος ἐπαχθές τό γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τόπῳ καί ἐξουσίᾳ λατινικῇ καί λέγων πολλάκις ὡς εἰ ἐκεῖσε γένηται, οὐκ ἔσται καλόν τό συμπέρασμα τῆς Συνόδου, καί δεικνύων ἑαυτόν μηδόλως βουλόμενον ἐκεῖσε παραγενέσθαι, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καθήμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ μετά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, παρόντων καί δύο ἐκ τοῦ παλατίου ἀρχόντων, εἴρηκεν, ὅτι· Λέγουσι γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τῇ Ἰταλίᾳ καί ἀπελθεῖν τούς ἡμετέρους ἐκεῖσε καί καρτερῆσαι ἐν τῇ συνόδῳ καί ἔχειν τάς ἐξόδους καί τῆς ὁδοῦ καί τῶν σιτηρεσίων παρ’ ἐκείνων. Ἐν γοῦν τῷ ἀπελθεῖν οὕτω καί ἐκδέχεσθαι καί τήν ἡμερησίαν τροφήν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καί μισθωτοί, ἐκεῖνοι δέ κύριοι· καί πᾶς δοῦλος τό θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ ὀφείλει ποιεῖν καί πᾶς μισθωτός τήν ἐργασίαν τοῦ μισθοῦντος αὐτόν ἐργάζεται καί πᾶς ὁ μισθῶν τινα τούτου χάριν τόν μισθόν παρέχει ἵνα ὁ μισθούμενος πληροῖ πᾶν ὅπερ ὁ μισθῶν αὐτόν προστάξει· εἰ δέ μή γε, οὐ παρέχει αὐτῷ τόν μισθόν. Εἰ γοῦν ἐκεῖνοι κρατήσουσι τό σιτηρέσιον, τί ποιήσουσιν οἱ ἡμέτεροι; καί εἰ οὐ θελήσουσιν ὑποστρέψαι τούς ἡμετέρους δι’ ἰδίων ἐξόδων τε καί πλευσίμων, τί ἄρα ἕξουσιν οὗτοι ποιῆσαι; κατά τί οὖν συμφέρει τούτους τούς ὀλίγους, τούς ξένους, τούς πένητας ἀπελθεῖν εἰς τούς πολλούς, τούς πλουσίους, τούς σοφούς, τούς ὑπερηφάνους, τούς ἐντοπίους, καί εἰς αὐτούς δουλωθῆναι;
»Εἶτα καί περί πίστεως καί εὐσεβείας συζητεῖν καί διδάσκειν αὐτούς, οὐκ ἔνι τοῦτο καλόν, οὐκ ἔνι· ἐμοί δοκεῖ ὅτι οὐδόλως συμφέρει ἡμῖν τοῦτο. Δύναται δέ ὁ βασιλεύς ποιῆσαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον, εἰ θελήσει, καί ἄνευ ἐξόδων, ἐπεί οἱ ἐλευσόμενοι ἐκ τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐνταῦθα δι’ ἰδίων ἐξόδων ἐλεύσονται· εἰ δέ καί ἐξόδων δεηθῇ δύναται ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν χιλιάδων συνᾶξαι ὑπέρπυρα. Καί εὐθύς μέν ἀκουσθέν τοῦτο δόξει ἀπίθανον· ἐγώ δέ δείξω πῶς ἔσται τοῦτο καί δυνατόν καί εὔκολον» (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, Les Memoires De S. Syropoulos, τμῆμα Β΄, παρ. 19, σελ. 120).
Οἱ βασικές, λοιπόν, θέσεις τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ ἦταν, ὅτι δέν ἤθελε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, ἀλλά στήν Κων/πολι· ὅτι, ἐάν ἐπήγαιναν ἐκεῖ θά ἐγίνοντο δοῦλοι τῶν Παπικῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτοί θά τούς συντηροῦσαν κατά τό ταξίδι καί θά ἀναγκάζοντο ὡς δοῦλοι νά κάνουν τό θέλημά των· ὅτι δέν τούς συνέφερε νά συζητήσουν περί πίστεως στό μέρος τό δικό τους, διότι αὐτοί ἦταν οἱ κατά κόσμον ἰσχυροί, οἱ πλούσιοι καί οἱ ἐγωϊστές καί, βεβαίως, ὑπονοοῦσε ὅτι ἦτο δυνατόν τελικῶς νά μήν τά «βροῦν», κατά τό δή λεγόμενο, μεταξύ των εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀγωνιοῦσε γιά τό ποιός θά τούς ἐπέστρεφε πίσω καί ποιός θά τούς ἔδιδε σιτηρέσιο. Δέν νομίζω, πατέρες, ὅτι θά ἠδύνατο κάποιος Ὀρθόδοξος σέ ἀνάλογες δύσκολες περιστάσεις νά τηρήση ἀκριβέστερη καί ὀρθοδοξότερη γραμμή.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Πάπας, φοβούμενος μήπως οἱ Ὀρθόδοξοι προτιμήσουν νά πᾶνε στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας, ἡ ὁποία ἦταν πολέμιός του, ἐδέχθη νά γίνη ἡ Σύνοδος εἰς τήν Κων/πολι, ἀλλά ἐζήτησε διά τοῦ ἀντιπροσώπου του νά προΐσταται εἰς τήν Σύνοδο ὁ ἰδικός του τοποτηρητής. Οἱ Ὀρθόδοξοι, κατόπιν συσκέψεως μέ τόν Πατριάρχη, ἀπέρριψαν τό αἴτημά του, στηριζόμενοι εἰς τήν παράδοσι, ἡ ὁποία ὑπῆρχε κατά τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους: «Ὕστερον δέ μαθών ὁ πάπας τήν πρός τήν σύνοδον πρεσβείαν τοῦ βασιλέως, καί εἰδώς ὅτι πρός καταστροφήν αὐτοῦ ἔσται, εἰ ἐπιδημήσει καί ἡ τῶν ἀνατολικῶν σύνοδος πρός τούς ἐν τῇ Βασιλείᾳ, εὐθύς στέλλει ἐνταῦθα μετά γραμμάτων τόν Κορώνης Χριστοφόρον καί συντίθεται πρός τό γενέσθαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον. Εὑρέθη οὖν καί ὁ πατριάρχης καί πάντες σχεδόν πρόθυμοι πρός τοῦτο· καί ἐζήτησεν ὁ Χριστοφόρος, ἵνα ὁ ἐλευσόμενος λεγάτος καθίσῃ πρῶτος ἐν τῇ συνόδῳ, ἐπεί ὡς πρόσωπον ἔσται τοῦ πάπα καί τά δίκαια ἐκείνου ἤτοι τά πρωτεῖα ἔχειν ὀφείλει. Ἐγένετο οὖν σκέψις περί τούτου καί βουλή μετά τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἀρχόντων τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου, καί εὗρον καί ἀπό τινων συνοδικῶν καί ἔδειξαν ὅπως οὐ δεῖ τοῦτο γενέσθαι· ποῦ γάρ ἐγχωρεῖ καθημένου τοῦ γνησίου πατριάρχου ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἑτέρου τοποτηρητήν ὑπερέχειν αὐτοῦ, ὅπου γε οὐδέ ἐν τῇ πέμπτῃ συνόδῳ γέγονε τοῦτο, παρόντος ἐνταῦθα καί τοῦ Βιγιλλίου πάπα σωματικῶς» (ὅπ. ἀν. ΙΙ, παρ. 24, σελ. 128). Ἐδῶ βλέπομε τήν ἀκρίβεια τῶν Ὀρθοδόξων καί εἰς τά ἐξωτερικά καί τυπικά σημεῖα τῆς μελετωμένης Συνόδου.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσης, εἶχον τήν συναίσθησι ὅτι, ἐφ’ ὅσον τελικά ἀποφασίσθηκε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, θά ἐπήγαιναν νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια εἰς τά τῆς πίστεως. Ἦταν ὅμως δυνατόν νά μήν γίνη ἀποδεκτή ἡ ὁμολογία των καί κατά συνέπεια δέν θά ἐγένετο ἡ ἕνωσις. Ἔπρεπε λοιπόν νά ἐξασφαλισθῆ εἰς τήν περίπτωσι αὐτή ἡ ἐπιστροφή των, καί αὐτό τό ἐζήτησαν γραπτῶς.
Ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά γεγονότα ὡς ἑξῆς: «Τῇ δέ ὑστεραίᾳ συνήλθομεν ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Βάσσου, ἐχόντων τῶν συνοδικῶν καί γραμματικόν μεθ’ ἑαυτῶν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ. Εἶπον οὖν ὀλίγους τινάς λόγους, καί εὐθύς ἐνεφάνισεν ὁ Χριστοφόρος ἔγγραφον οἰκειόχειρον διαλαμβάνον ἀρκούντως καί πεπλατυσμένως, ὅπως ἔχει πᾶσαν ἄδειαν καί ἔνδοσιν ἀπό τοῦ πάπα, ἵνα συνεργήσῃ καί αὐτός τοῖς συνοδικοῖς εἰς εἴ τι ἄν ἐθέλωσι, καί στέρξῃ καί αὐτός ὡς ἀπό τοῦ πάπα πᾶν, ὅπερ ἄν ποιήσωσιν. Ἤδη οὖν στέργει αὐτός πάντα τά παρ’ αὐτῶν πραττόμενα, καί στέρξει ταῦτα καί ὁ πάπας ἀναμφιβόλως, ὡς καί αὐτός πληροφορεῖ τοῦτο. Ἔδοξεν οὖν πᾶσινἰσχυρόν τε καί ἀρκετόν τό γράμμα, ὅπερ ὁ Χριστοφόρος ἔδωκεν. Οἱ δέ ἔλαβον μέν καί τοῦτο πλήν οὐκ ἠρκέσθησαν, ἀλλ’ εἶπον τῷ γραμματικῷ, ὅν ἔφερον, καί ἔγραψεν ἅπερ ἐκείνοις ἤρεσεν. Ἐπεί δέ εἴδομεν καί ἡμεῖς συμπεραινόμενα τά τοῦ δεκρέτου, ἐπετέθημεν ἐκείνοις περί τῆς ὑποστροφῆς, ἵνα δηλονότι προστεθῇ τό “Καί εἰ οὐ γένηται ἕνωσις, ἐπανασώσωσι τούς ἡμετέρους ἐνταῦθα μετά τῶν αὐτῶν κατέργων καί ἐξόδων”. Οἱ δέ πάλιν λόγοις μέν ἔλεγον τοῦτο, γράψαι δέ οὐκ ἤθελον, μόλις δέ ποτε εἶπον γράψαι καί δοῦναι ἡμῖν δι’ ἰδίου γράμματος· ἡμεῖς δέ οὐκ ἠθελήσαμεν τοῦτο, ἀλλ’ ἐζητήσαμεν γραφῆναι ἐν τῷ δεκρέτῳ· οἱ δέ οὐκ ἠθέλησαν» (ὅπ. ἀν. παρ. 47, σελ. 154).
Ἐδῶ κατανοοῦμε ὅτι, ἄν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων ἦτο συμβιβαστικό, δέν θά ἔθετον θέμα μή πραγματοποιήσεως τῆς ἑνώσεως καί ὡς ἐκ τούτου τῶν κατά συνέπεια ἐπακολουθησάντων προβλημάτων.
Ἀλλά καί οἱ πολιτικοί ἄρχοντες φαίνεται ὅτι πρό τῆς ἀναχωρήσεως εἰς τήν Ἰταλία εἶχον αὐστηρῶς ὀρθόδοξον φρόνημα. Ὁ Συρόπουλος στήν ἴδια αὐτή σύναξι μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα ἀναφέρει σχετικά μέ τόν Κατακουζηνό τά ἑξῆς: «Καί εὐθύς λέγει ὁ Καντακουζηνός μετά σφοδροῦ τοῦ ζήλου πρός τόν Ἰωάννην· Σύ μέν λέγεις ὅτι ἔνθα ἀπεφήνατο ἡ σύνοδος ὑμῶν, ἥτις ἔνι μερική καί οὐδέ ἀξίωμα ἔχει ὡς πρός τάς οἰκουμενικάς Συνόδους, ὅτι οὐδείς ἔχει ἄδειαν προσθεῖναι μίαν κεραίαν· εἰς δέ τό ἅγιον σύμβολον, ὅπερ ἐβεβαίωσαν ἅπασαι αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι καί εἰς ὅ ἀπεφήναντο μήτε προσθεῖναι μήτε ἀφελεῖν, προσεθήκατε. Λοιπόν λέγω καί ἐγώ· Ἀνάθεμα τοῖς προστεθεικόσιν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ» (ὅπ. ἀν. παρ. 48, σελ. 156).
Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ βασιλεύς, πρίν μεταβῆ στήν Ἰταλία, ὄχι μόνον ἐδείκνυε ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί διέταξε νά γίνουν προπαρασκευαστικές συνάξεις διά νά συζητήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν μέ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τούς Παπικούς: «Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξεσθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. Ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου. Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· Ἐπεί ἐστείλαμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ’ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ Θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ’ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μοι καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. Ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ.
»Εἶπεν οὖν πρῶτον ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων ὅτι· Ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμέρως καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. Διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους. Εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα» (ὅπ. ἀν. παρ. 8, σελ. 168).
Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, πατέρες, οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων στούς θεολογικούς διαλόγους, οὔτε κατά τό δή λεγόμενο στό «νυχάκι» δέν ὁμοιάζουν μέ τούς τότε ἐμπερίστατους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τελικῶς, πλήν τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐνικήθηκαν κατά κράτος. Αὐτούς λοιπόν, πού εἶχαν τὸ περιγραφέν φρόνημα, πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησι στήν Ἰταλία, τούς ὀνομάζετε Λατινόφρονες. Κι ἂν αὐτοὺς θεωρεῖτε ὡς Λατινόφρονες, τότε τούς σημερινούς ἐκπροσώπους, πῶς θά τούς ὀνομάσετε; Καί πῶς θά ὀνομάσετε τούς Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει των ἀποστέλλουν στούς διαλόγους τέτοιους ἐκπροσώπους; Καί γιατί τέλος πάντων, ἄν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι, δέν ἀρχίζουν τήν συζήτησι ἀπό τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, πού κατά κοινή ὁμολογία εἶναι τό Filioque; Δηλαδή, αἴρουμε τά ἀναθέματα, τούς ἀναγνωρίζομε τά μυστήρια, τούς θεωροῦμε «ἀδελφή ἐκκλησία», συμπροσευχόμεθα κλπ. μαζί των, χωρίς νά ἀρθῆ τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, καί σεῖς, πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τούς μνημονεύετε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες, ἐνῶ ὀνομάζετε Λατινόφρονες τούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες;
Ἐδῶ μᾶλλον πρέπει νά σταματήση ἡ λογική. Πάντως, ἐάν ἔχετε νά παρουσιάσετε στοιχεῖα (ἀπό ὀρθόδοξες βεβαίως πηγές) γιά τήν πίστι τῶν συνεπισκόπων τοῦ ἁγίου Μάρκου, μέ τούς ὁποίους αὐτός εἶχε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, παρακαλῶ νά τό πράξετε γιά νά μᾶς διαφωτίσετε. Ἐγώ, ἀπό αὐτά πού σᾶς παρέθεσα καί ἄλλα παρόμοια πού παρέλειψα, δέν διακρίνω κάτι τό μεμπτό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι. Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, λίγο πρίν τήν ἀναχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Ἰταλία, διότι τότε ἀκριβῶς ἀπεβίωσε ὁ Ἐφέσου Ἰωάσαφ. Δι’ αὐτό καί στό παρατιθέμενο κείμενο ἀναφέρεται ἀπό τόν Συρόπουλο ὡς Ἱερομόναχος.
Δέν πρέπει –προκειμένου νά καταδείξωμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, πρίν τό ταξίδι στήν Ἰταλία, εἶχαν ὀρθόδοξο καί ἀγωνιστικό φρόνημα– νά παραλείψωμε καὶ αὐτήν τήν παρέμβασι τοῦ Σχολαρίου εἰς αὐτήν τήν συζήτησι. Ὁ Σχολάριος ἀπευθυνόμενος στόν αὐτοκράτορα τοῦ λέγει ὅτι, ἄν ἤθελε νά γίνουν ὅλα σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποδείξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα. Ἄν ὅμως, ἤθελε νά γίνη μία κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσις (δηλαδή λόγῳ ἀνάγκης στρατιωτικῆς βοηθείας), τότε δέν ἐχρειάζετο νά γίνη ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλά ἀρκοῦσαν τρεῖς ἤ τέσσαρες πρέσβεις πρός ἐκπλήρωσι τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Συνεφωνήθη τελικά, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, πρός τοῦτο δέ ἄρχισαν νά ἑτοιμάζωνται μελετώντας τόν Καβάσιλα καί συγκεντρώνοντας τά ἀπαραίτητα βιβλία:
«Τότε δή καί ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος λόγον ἀνέγνω συμβουλευτικόν, ὅν ἔφθασεν ἤδη ἐκμελετήσας, σοφῶς ἄγαν καί συνετῶς, ὅς καί ἐπῃνέθη παρά πάντων ὡς ἄριστα συγγεγραμμένος καί τά τῆς κρείττονος συμβουλῆς εἰσηγούμενος, ἐν ᾧ μετά τῶν ἄλλων τῶν πολλῶν τῶν σοφῶν τε καί γενναίων καί καλλίστων ἐπιχειρημάτων, διείληπτο καί τοῦτο τεῖνον εἰς τόν βασιλέα, ὡς· Εἰ μέν προϋπετέθη τό ἐξετασθῆναι τήν δόξαν κατά τό ἐγχωροῦν ἀκριβέστατα, καί πᾶν ὅπερ ἄν Θεοῦ διδόντος σαφῶς καί ἀριδήλως διά ρητῶν τῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων ἀποδειχθῇ καί ἀβιάστως ἀποφανθῇ συνοδικῶς, στερχθῇ τοῦτο παρά πάντων ἀνενδοιάστως παρ’ ἐκείνων τε καί παρ’ ἡμῶν, καί μηδεμία τις διαφορά καταλειφθῇ, οὕτω χρή καί τήν σύνοδον καλῶς συνελθεῖν καί πρός τήν Ἰταλίαν ἀφικέσθαι καί ἀγωνιστικῶς ἐξετάσαι καί ἀποδεῖξαι περί ὧν ἄν δεήσοι· εἰ δέ πρόκειται πρός οἰκονομίαν τινά χωρῆσαι ἑνωτικήν, περισσόν ἐστι τό καί τήν ἁγίαν βασιλείαν σου καί τόν ἅγιον τόν πατριάρχην καί τούς λοιπούς κόπους καί κινδύνους ὑποστῆναι καί ἐξόδους πλείστας ὑπέρ τούτου ἀναλωθῆναι μηδέν τι τῇ πατρίδι ἤ τῷ κοινῷ συμβαλούμενας· οἰκονομικήν γάρ ἕνωσιν δυνατόν ἐστι γενέσθαι καί διά πρέσβεων τριῶν ἤ τεσσάρων ἐκεῖσε παραγενομένων, καί τοῦτο ἴσως ἔσται καί τῇ πατρίδι λυσιτελέστερον.
»Ἤρεσεν οὖν πᾶσι σχεδόν καί ἡ τοιαύτη συμβουλή ὡς ἀρίστη. Ὅμως δέ μετά πολλούς λόγους τοιούτους ἔδοξε καλόν, ἵνα ἀναγινώσκηται τό βιβλίον τοῦ ἁγίου τοῦ Καβάσιλα, καί ἐξ ἐκείνου ἐκλέξωνται καί σκέπτωνται ἐν οἷς δεῖ. Ἀνεδέξαντο οὖν τόν τοιοῦτον ἀγῶνα ὁ ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ δηλωθείς Σχολάριος, καί συνήρχοντο ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μετά καί ὀλίγων τινῶν ἐκ τῶν προειρημένων καί ἐσκέπτοντο καί ἐγύμναζον τά ζητήματα, καί περί συναγωγῆς βιβλίων ἐφρόντιζον, ὧν τά μή εὑρισκόμενα ἐνθάδε ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρεῖν ἤλπιζον. Διό καί ἔστειλαν ἐκεῖσε τόν ἡγούμενον τοῦ Καλέως ἱερομόναχον κῦρ Ἀθανάσιον, ἵνα προσκαλέσηται τούς κρείττονας τῶν ἐκεῖσε, φέρῃ δέ καί βιβλία ὅσα ἐζητοῦντο. Ὁ δέ βιβλίον μέν οὐ διεκόμισεν, ἔφερε δέ μόνον δύο ἱερομονάχους, Μωϋσῆν ἐκ τῆς Λαύρας καί Δωρόθεον ἐκ τοῦ Βατοπεδίου, ὡς δῆθεν τοποτηρητάς πάντων τῶν Ἁγιορειτῶν» (ὅπ. ἀν., σελ. 170).
Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά παραξενευτῆτε, πατέρες, ἄν σᾶς ἀναφέρω ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι κλπ. μέ τούς ὁποίους πρίν τό ταξίδι εἰς τήν Ἰταλία ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά ὁ ἅγιος Μᾶρκος, εἶχαν ὄχι μόνον ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καίμαρτυρικό. Διαβᾶστε λοιπόν τί λέγει ὁ Συρόπουλος περί τούτου: «Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, ὡς· Ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. Θαρρῶ δέ ὅτι καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα. Πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι’ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ;
»Εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. Εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μέν οὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι, κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ’ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ’ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. Διό λέγω ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι. Ἀλλ’ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην πρόθυμος εἰς αὐτό. Νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ» (ὅπ. ἀν. παρ. 25, σελ. 186).

Ἀλλά καί εἰς τήν Φερράρα, κατ’ ἀρχάς, τήν ἴδια στάσι κράτησαν. Ἡ ἀρχική, μάλιστα, παρουσία τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας μέ προεξάρχοντα τόν ἅγιο Μᾶρκο, ἦταν τόσον ὁμόφωνη καί δυναμική, ὥστε, κατά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο, οἱ παρευρισκόμενοι ἔγκριτοι Λατῖνοι, ἀλλά καί πολλοί δυτικοί μοναχοί, «"ὅταν ἄκουσαν τούς ὅρους (τῶν Οἰκουμ. Συνόδων) κι αὐτά πού ἔλεγε ὁ Ἐφέσου, ἔλεγαν ὅτι ἐμεῖς οὔτε εἴδαμε, οὔτε ἀκούσαμε ποτέ αὐτά..., καί τώρα βλέπουμε ὅτι οἱ γραικοί τά λένε πιό ὀρθά ἀπό μᾶς κι ὅλοι ἐθαύμαζαν τόν Ἐφέσου". Αὐτά λέει ὁ Συρόπουλος»(Ἁγ. Ἀθανασίου Πάριου, «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, [Ὁ Ἀντίπαπας], Ἐπιμέλεια Παπαδόπουλος Δημήτριος, ἐκδ. Δ. Π. Νέστωρ, Ἀθήνα, σελ. 79).
Αὐτοί λοιπόν, πατέρες, πού ξεκίνησαν μέ ἀγαθή προαίρεσι, τελικά, λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν καί παθῶν τους, ἔκαναν κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσι. Οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι κλπ. πού ξεκινοῦν νά κάνουν μία ἕνωσι πού νά ἐξυπηρετῆ τίς ἀνάγκες τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἀσφαλῶς θά κάνουν μία ἕνωσι, ἡ ὁποία θά ἐξυπηρετῆ τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Μετά ἀπό αὐτά τά στοιχεῖα πού σᾶς ἀνέφερα, δέν δύναμαι, πατέρες, νά κατανοήσω, γιατί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἔπρεπε νά ἀποτειχισθῆ πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας, ἐπειδή δῆθεν οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς ἦσαν Λατινόφρονες. Ὄχι μόνον δέν ἦσαν Λατινόφρονες, τουλάχιστον ἐξωτερικά, ἀλλά ἐπεδείκνυον καί αὐστηρῶς ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἀπορῶ λοιπόν, γιά τό πῶς ἐσεῖς τούς ἐβαπτίσατε Λατινόφρονες, ὥστε νά ἀποδείξετε τόν ἅγιο συνοδοιποροῦντα μέ αὐτούς μέχρι τῆς Συνόδου, καί συνεπῶς ἐσεῖς, νά θεωρῆτε τούς ἑαυτούς σας γνησίους ἀκολούθους του.
Ἀλλὰ καὶ τὸ παρακάτω πού γράφετε, πατέρες, εἶναι προφανῶς λάθος: «ὅταν ὁ ἅγιος κατάλαβε ὅτι ὅλοι σχεδόν εἶχαν ἤδη προδώσει τήν πίστη καί ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπογράψουν τήν ἐπαίσχυντη ἕνωση, δέν ἀποτειχίστηκε, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος καί οἱ ὁμόφρονές του, ἀλλά ἐσιώπησε, δηλαδή ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Ἑπομένως εἶναι πέρα γιά πέρα ἐσφαλμένο καί δέν ἔχει κανένα ἔρεισμα τό συμπέρασμα, πού βγάζει, ὅτι δῆθεν “ὁ Ἅγιος ἦτο κατ' οὐσίαν ἀποτειχισμένος ἀπό τήν Φλωρεντία, καθ' ἥν στιγμήν αὐτός ἤθελε νά παραμείνει στά ὅρια τῶν Πατέρων καί οἱ ὑπόλοιποι προτιμοῦσαν τόν συμβιβασμό καί τό βόλεμα”»(σελ. 214). Καὶ εἶναι λάθος, διότι ὁ ἅγιος διεπίστωσε, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, τήν ἀλλαγή τοῦ φρονήματος τῶν Ἀνατολικῶν καί τήν ταύτησί των μέ τόν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἤθελε πλέον ἀπροκάλυπτα νά ὁδηγήση τούς Ὀρθοδόξους σέ συμβιβαστική ἕνωσι. Ἄρα λοιπόν ἀποστασιοποιήθηκε ἀπό αὐτούς καί παρέμεινε «ἀλγῶν καί σιωπῶν». Πουθενά ἐν συνεχείᾳ δέν ἀναφέρεται ὅτι συλλειτούργησε μαζί των ἤ ἐπετέλεσε κάτι ἱερατικό. Ἁπλῶς παρέμεινε μαζί των, προκειμένου νά ἐπιστρέψη στήν Κων/πολι. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος, ἐπειδή ὁ αὐτοκράτωρ τόν ἐκτιμοῦσε, τόν προστάτευσε, ὥστε νά μήν κακοποιηθῆ ἀπό τούς Παπικούς. Νομίζω ὅτι μέ τά σημερινά μέσα ἐπικοινωνίας καί συγκοινωνίας θά εἶχε ἀποχωρήσει πολύ πρίν τελειώσει ἡ Σύνοδος.
Ἡ ἀποστασιοποίησίς του ἀποδεικνύεται μέ εὐκρίνεια καί ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν ὑπέγραψε τόν Ὅρο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἄν λοιπόν ἐσεῖς, πατέρες, νομίζετε ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των πρέπει νά τήν ἀποδείξετε. Διότι ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία φαίνεται ἀπό κάποια ἐκκλησιαστική πράξι, μυστήριο κλπ. Ἐδῶ δηλαδή, ἰσχύει τό ρητό τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τό ὁποῖο ἀναφέρει καί ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος: «ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτοις καί τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (Ἰωσήφ Βρυέννιου, Τά Εὑρεθέντα, Τόμ. Β΄, σελ. 25 καὶ Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή «Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι»). Δηλαδή ἡ κατά τό φρόνημα ἀποτείχισις ἀποτελεῖ τήν θεωρητική πλευρά της, ἐνῶ ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι τήν πρακτική.
Ἐν κατακλεῖδι πρέπει νά ἐπαναλάβωμε ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἀποτειχίσθηκε πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν κριθοῦν καί καταδικασθοῦν οἱ Λατινόφρονες, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιβάλλει ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.