.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μωυσέως Μοναχού Αγιορείτου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το νόημα της ζωής

Μερικοί λένε πως η ζωή μας είναι αρκετά σύντομη. Νομίζουμε όμως πως από μόνοι μας συντομεύουμε το χρόνο της ζωής μας από την κατάχρηση, την παράχρηση και την ηθοφθορία.
Αν τη ζωή τη χρησιμοποιήσουμε με σεβασμό, περίσκεψη και φειδώ είναι σίγουρα αρκετά μεγάλη. Ο άνθρωπος γενικά δεν εκτιμά το χρόνο, τον αφήνει να κυλά ανεκμετάλλευτα, το σπαταλά εύκολα, δεν τον αξιοποιεί, δεν τον χρησιμοποιεί χρήσιμα. Οι άνθρωποι ζουν συχνά ως επιγείως αθάνατοι. Δεν εξαγοράζουν τον καιρό, παρά το ότι οι ημέρες είναι αρκετά πονηρές. Ο χρόνος μακραίνει όσο ο άνθρωπος αυξάνεται πνευματικά, όσο πλησιάζει το βάθος και την ιερότητα του νοήματος της ζωής...
Μερικοί γέρασαν χωρίς να ζήσουν όντας γέροι και νέοι γέρασαν προτού να μεγαλώσουν. Φοβούνται το θάνατο, παρότι δε γνωρίζουν να ζήσουν. Χάνουν τη ζωή μέσα από τα χέρια τους δίχως να τη ζήσουν. Δεν ξέρουν ούτε τι είναι ζωή, ούτε τι είναι θάνατος, ούτε πιο είναι το ουσιαστικό νόημα της ζωής του ανθρώπου. Το θάνατο πιο πολύ το φοβούνται όσοι ελέγχονται από τη συνείδησή τους, όσοι δεν βελτίωσαν την πνευματική τους ταυτότητα, όσοι παρασύρθηκαν από τις ηδονές του βίου. Η πνευματικότητα του ανθρώπου αντιστέκεται ισχυρά στη φθορά και στη βλαπτικότητα που μπορεί να προκαλέσει ο χρόνος. Η γαλήνη στην ψυχή του ανθρώπου μπορεί να σκηνώσει μόνιμα μόνο κατόπιν σκληρού διωγμού της κακίας. Η εμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια θα συνδράμει σημαντικά σ’ αυτή την επίτευξη.
Ο φιλόσοφος Σενέκας λέγει πως «το θέμα όμως δεν είναι ότι έχουμε λίγο χρόνο ζωής, αλλά ότι σπαταλάμε μεγάλο μέρος του». Αν ο άνθρωπος παρασυρθεί στο κυνηγητό της ηδονής, της πολυτέλειας, της δόξας και της ευδαιμονίας δεν θα καταλάβει πώς πέρασε μια ολόκληρη ζωή. Η ακόρεστη φιλοχρηματία, η μέθη, η οκνηρία, η φιλοδοξία, η απληστία, η ραδιουργία ταλαιπωρούν πολύ τον εραστή τους. Τα πάθη δεν αφήνουν τον εργάτη τους να δει την αλήθεια. Οι απολαύσεις καθηλώνουν τον άνθρωπο χαμηλά και δεν τον αφήνουν να ανυψωθεί από τα γήινα. Πολλοί θαυμάζουν τους πλούσιους, δεν γνωρίζουν όμως τι φουρτουνιασμένες θάλασσες κουβαλούν μέσα τους. Πολλοί λίγοι θα μπορούσαν άνετα να πουν πως είναι ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους αρκετά. Δεν του έδωσαν τον χρόνο που δίκαια ήθελε, δεν τον άκουσαν προσεκτικά, δεν τον είδαν κατάματα, δεν τον ανέκριναν αυστηρά, δεν τον γνώρισαν ποτέ καλά. Για αυτό δεν ήσουν ήρεμος, ατάραχος, άφοβος και υπομονετικός. Λησμονήσαμε για τα καλά ότι είμαστε θνητοί και περαστικοί από εδώ.
Όσο και αν ξεγελά με διάφορους τρόπους ο άνθρωπος τον εαυτό του, πάντα κατά βάθος θα ζητά την πραγματική ανάπαυση. Ένας σοφός ρωμαίος αυτοκράτορας χαιρόταν και μόνο στη σκέψη του πότε θα απαλλαγεί του μεγαλείου του θρόνου του για να αναπαυθεί αληθινά. Όταν ο άνθρωπος ασχολείται με πολλά, μεριμνά και τυρβάζει, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί κάπου και να αποδώσει, δεν έχει καιρό να ζήσει ελεύθερα. Πολύ συχνά οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι από το παρελθό και το παρό. Προσπαθούν να ζήσουν ένα καλύτερο μέλλο, δίχως να κάνουν όμως τίποτε το σημαντικό γι’ αυτό. Η ζωή κυλά και ο άνθρωπος βυθισμένος στις πολλές ασχολίες του δεν τον παρατηρεί. Απορεί πώς πέρασαν τόσο γρήγορα τόσα χρόνια. Πιο σύντομη βρίσκουν τη ζωή σίγουρα οι πολυάσχολοι άνθρωποι.
Στη ζωή δίνουμε εξετάσεις. Αν νικήσαμε τα πάθη μας, αν αγαπήσαμε την αγάπη, αν μισήσαμε την κακία, αν γνωρίσαμε τον εαυτό μας, αν συναντήσαμε το Θεό. Τότε έχουμε βρει το σκοπό, το στόχο, το νόημα της ζωής. Έχουμε κερδίσει τις εξετάσεις. Αισθανόμεθα μύρο αιωνιότητος. Δε φοβόμαστε το θάνατο. Δε μας κουράζει η ζωή. Μετανοούμε. Ελπίζουμε. Χαιρόμαστε.

Μοναχού Μωυσή, Αγιορείτου

Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι να δει ο άνθρωπος την καρδιά του...

Γνωρίζω καλά, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, ότι είσθε ένα ακροατήριο που δεν μπαίνει για πρώτη φορά στην Εκκλησία. Έχετε ακούσει πολλά κηρύγματα και διάφορες ομιλίες. Έχετε πάρει αποφάσεις, έχετε κάνει αγώνες, έχετε νίκες και ήττες. Τί να πει απόψε ο ομιλητής , που δεν θέλει να σας κουράσει, αλλά και να σας ψευτοπαρηγορήσει; Σκέφθηκα, λοιπόν, αγαπητοί μου, να σας μιλήσω, όπως πάντα από χρόνια συνηθίζω, απλά, για την καλλιέργεια της καρδιάς.

Η πάροδος των χρόνων δυστυχώς μας κάνει πιο οκνηρούς. Υπάρχει σωματική και ψυχική κόπωση και φθορά. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι να δει ο άνθρωπος την καρδιά του, να ελέγξει την σκέψη του, να γνωρίσει καλά τον εαυτό του. Μας τρομάζει το εσωτερικό μας κενό. Φοβόμαστε, όπως έχουμε ξαναπεί, την αντιμετώπιση και την κουβέντα με τον εαυτό μας. Δεν μιλάμε για ένα άσκοπο σεριάνι στο παρελθόν , για μία ονειροπόλα οπισθοδρομική διάθεση. Είναι αναγκαία μια εν επιγνώσει ανάκριση του εαυτού μας. Τί έκανε και τί δεν έκανε, γιατί το έκανε και γιατί δεν το έκανε.

Υπάρχουν άνθρωποι, που δεν τους νοιάζει τί έκαναν και τί δεν έκαναν. Πρόκειται για αδιάφορους , χοντρόπετσους, ασυνείδητους και αδαείς. Είναι κι άλλοι ευαίσθητοι, λεπτολόγοι, σχολαστικοί και φοβισμένοι. Ούτε αυτοί είναι σωστοί. Το παρελθόν πέρασε. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε αυτό και να το διορθώσουμε. Μπορούμε όμως να ταπεινωνόμαστε για τα τυχόν καλά μας και να μετανοούμε για τα λάθη μας. Πίνοντας οινοπνευματώδη ποτά, παίρνοντας διάφορες ναρκωτικές ουσίες και υπνωτικά δεν διορθώνεται το παρελθόν, δεν απολησμονιέται, ούτε καλλιεργείται η καρδιά.

Ο άνθρωπος που αληθινά μετανοεί δεν έχει συνεχείς τύψεις και φοβερές ενοχές . Η μετάνοια από τη στενοχώρια, τη ντροπή, την ταραχή και τον φόβο σε οδηγεί στην ηρεμία, τη γαλήνη, τη νηφαλιότητα , την κατάνυξη και τη σωφροσύνη. Τα σημάδια από τα θεραπευμένα τραύματα των αμαρτιών θυμίζουν την αποστασία. Γίνονται τα παθήματα μαθήματα διδακτικά. Η - με τη χάρη του Θεού - μεταμέλεια του ανθρώπου τον μεταμορφώνει. Βλέπει τώρα με χαρά ότι είναι άλλος άνθρωπος , νέος άνθρωπος, πέθανε ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας. Αν ο άνθρωπος νιώσει ότι είναι άλλος άνθρωπος είναι σημαντικό. Σημαίνει ότι βαδίζει καλά την οδό της μετανοίας. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και όχι η λήθη της αμαρτίας οδηγεί στη συγχώρηση και τη θεραπεία της καρδιάς μας.

Για να δοκιμάσουμε την καθαρότητα της καρδιάς μας, ας υποβληθούμε στη δοκιμασία. Αν οι αφορμές, τα αίτια, οι εικόνες , τα πράγματα, οι χώροι της αμαρτίας έρχονταν μπροστά μας τί θα κάναμε; Αν τα συμπαθούσαμε, κουβεντιάζαμε μαζί τους, καθυστερούσαμε, τα προσέχαμε, τα παρατηρούσαμε, τότε κάτι δεν θα πήγαινε καλά. Αν τ' αποδιώχναμε, τ' αποστρεφόμαστε και τα μισούσαμε, τότε σίγουρα θα είχαμε μετανοήσει ειλικρινά. Διαφορετικά θα νομίζαμε ότι είμαστε καλά, θα παίζαμε , θα κοροϊδεύαμε τον εαυτό μας και τον Θεό μας.

Μου έλεγε ένας μοναχός προ ετών: «Αισθάνομαι όλη η ζωή μου να είναι μια μπουνιά στο στομάχι του Θεού κι εκείνος να τη χαϊδεύει». Είχε μισήσει κάθε αντίθεη πράξη της ζωής του. Η αμαρτία δεν τον δελέαζε πια. Δεν ήταν αυτός που κάποτε ήταν. Έφθανε, λέει, να μην αναγνωρίζει πλέον τον παλαιό εαυτό του. Λυπόταν για τον χρόνο που έχασε άσκοπα εδώ κι εκεί. Για τις μάταιες καθυστερήσεις , τις περιττές λύπες, το χάσιμο της αθωότητας και της απλότητας. Αισθανόταν ανάξιος να τον αγαπούν , να τον τιμούν και να τον προσέχουν.

Αν γνώριζαν ποιος πραγματικά είμαι, έλεγε, αταπεινόλογα θα με αποστρέφονταν οι πάντες. Δεν νομίζω ότι ήταν φοβερά τα αμαρτήματά του, όμως έτσι αισθανόταν, γιατί ήταν αληθινά μετανοημένος ο μακάριος. Είχε ξεβοτανίσει καλά τον κήπο της καρδιάς του και είχε καλλιεργήσει ευώδη άνθη αρετών.

Κάθε φορά που ξεβοτανίζουμε κι εμείς τον κήπο της καρδιάς μας θα πρέπει να 'μαστε ιδιαίτερα επιμελείς. Όχι απλά να θυμόμαστε τις αμαρτίες μας , για να τις εξομολογηθούμε τυπικά, αλλά να δούμε αν ακόμη τις αγαπάμε κι εύκολα θα τις ξαναδιαπράτταμε. Αξίζει να δούμε καλά πώς τις αφήσαμε να ριζώσουν και να θεριέψουν.

Λέγοντας αυτά εννοούμε μια βαθιά εσωτερική παρατήρηση. Να βρούμε το αυθεντικό μας πρόσωπο, την πραγματική μας ταυτότητα, τη μη επιζωγραφισμένη εικόνα μας. Να μην προσέχουμε το φαίνεσθαι αλλά το είναι. Δίχως προσωπείο, μάσκα, επιτήδευση, υποκρισία, ψευτοχαμόγελα, ψευτοευγένειες και ψευτοϋποχωρήσεις. Γενναία , ανυπόκριτα, ολοκληρωμένα, ατόφια, ακέραια και ντόμπρα πράγματα. Όχι μισοκακόμοιρα, μεσοβέζικα, πρόχειρα, επιπόλαια και ρηχά. Αξίζει να γνωρισθούμε και να συμφιλιωθούμε με τον πραγματικό εαυτό μας, ώστε αυτόν να μεταμορφώσουμε και όχι την εξωτερική του επιφάνεια , για να κάνουμε τους καλούς και να μας τιμούν … 

ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Η κάθε δοκιμασία είναι θεϊκή παιδαγωγία και αποτελεί μορφή ασκήσεως

Έχουμε ξαναπεί πως ο Θεός δεν είναι θυμώδης, τιμωρός και εκδικητής. Αν ήταν έτσι, θα πρέπει να ήταν κακός. Στη θεότητα όμως δεν υπάρχει ίχνος κακότητας.
Η κάθε δοκιμασία είναι θεϊκή παιδαγωγία και αποτελεί μορφή ασκήσεως, την οποία διώξαμε από τη ζωή μας εκούσια. Με διάφορους τρόπους προσπαθεί ο Πανάγαθος Θεός να μας φέρει πιο κοντά του. Ενώπιον του Θεού είμεθα όλοι αγωνιστές.
Η σημερινή οικονομική κρίση είναι μια μεγάλη δοκιμή, δοκιμασία και εκπαίδευση. Ο Θεός είναι ένας άριστος εκπαιδευτής. Μας δοκιμάζει για το καλό μας και για τη νίκη μας. Η πατρίδα μας εξετέθη, μένει ανασφαλής, φοβισμένη και ταραγμένη. Ανοχύρωτη πνευματικά, παρασυρμένη από την ευδαιμονία, τον κορεσμό, την υπερκατανάλωση, τον πλουτισμό και την άσωτη διασκέδαση...

Ο μαγνητισμός του ελληνικού βίου στην ύλη έφερε θλίψη και πικρή απογοήτευση. Έμεινε μόνο να νοιάζεται για το τι θα φάει και τι θα πιει. Κυκλοφορούν πολλά βιβλία με εκατοντάδες παράξενες συνταγές φαγητών. Ψάχνοντας επίμονα τη χαρά παντού, βρήκε συντρίμμια της, τη δυστυχία, τη διαφθορά, την ασυδοσία.
Αυξάνεται η ανεργία συνεχώς, μεγαλώνει η φτώχεια, δυναμώνει ο πόνος και ο άνθρωπος αισθάνεται αποτυχημένος, μόνος και απελπισμένος. Δίχως τον Θεό όλα αυτά επιδεινώνονται ανησυχητικά. Με τον Θεό δεν λύνονται ως διά μαγείας όλα μαζί. Έχει όμως ο άνθρωπος αίσθηση της παρουσίας του Θεού, της αγάπης του, της αγιοπνευματικής χάριτος, της παρηγοριάς και της ελπίδος.
Έτσι μπορεί και μέσα στις καθημερινές δυσκολίες της ζωής να μη χάνει το θάρρος του. Να ζει μέσα στον κόσμο και να μην παρασύρεται από κάθε τι το ανίερο και αναίσχυντο. Η ακράδαντη πίστη θα δώσει αισιοδοξία. Η ουσιαστική αγάπη θα προσφέρει φιλανθρωπία και ελεημοσύνη. Έτσι θα φωτιστεί και θα θερμανθεί η καρδιά του πληγωμένου ανθρώπου.
Όσοι ακόμη θα ακολουθούν ψεύτικους Θεούς ή θα κάνουν Θεούς ανθρώπους της πολιτικής, της τέχνης, της επιστήμης, θα πλανώνται οικτρά. Δίχως Θεό η κάθε κρίση θα καταδυναστεύει ψυχές και θα τις κάνει να πάσχουν από φοβερές πλάνες και πολλά δεινά.
Όσοι πονηροί σαγηνεύουν τον αφελή κόσμο με ψευδαισθήσεις, μελλοντολογίες και αντιχριστολογίες λαθεύουν και αμαρτάνουν. Χρειάζεται προσοχή, διάκριση και σοβαρότητα.
Είναι καιρός να αποφασίσουμε να συγχωρούμε ειλικρινά και εγκάρδια. Να γίνουμε ταπεινοί ελεήμονες. Να αγαπήσουμε και να ακολουθήσουμε την ευγένεια, την ανεκτικότητα, τη συντροφικότητα και την καλοσύνη. Η ανθρωπιά απουσιάζει. Το χαμόγελο κρύβεται. Μια σκληρότητα και σκυθρωπότητα καλύπτει τα πρόσωπα, τις κινήσεις, τα λόγια, τις αποφάσεις.
Η δύσκολη κατάσταση του τόπου μας δεν διορθώνεται με περισσότερα βάρη, με πρόσθετα μέτρα, με απόρριψη και εκδικητικότητα. Οι αστυνομικοί μπορούν να συλλαμβάνουν, όταν πρέπει, αλλά όχι να δέρνουν. Οι δικαστές να μην εξαντλούν την αυστηρότητά τους σε ορισμένους.
Παρουσιάζονται ως άτεγκτοι τηρητές των νόμων κι όμως αποδεικνύεται μερικές φορές ότι σφάλλουν σοβαρά. Οι δάσκαλοι όλων των βαθμίδων δεν θα βοηθήσουν τους μαθητές τους με την αγριότητα, την υπερβολική αυστηρότητα και την ειρωνεία. Οι πολιτικοί μάς οδήγησαν στον εξευτελισμό και την ακυβερνησία.
Η παρούσα κρίση είναι μια ευκαιρία να δούμε αυστηρά τον εαυτό μας και με επιείκεια τους άλλους. Η καλοσύνη είναι ωραία. Η αλληλοκατανόηση, ο αλληλοσεβασμός και η αλληλοεκτίμηση είναι πιο αναγκαία σήμερα. Στο κλειστό σπίτι είναι ένα ανοιχτό παράθυρο.
Ένα παράθυρο που φέρνει ήλιο, φως και νέο αέρα. Η άνοιξη είναι μια ωραία εποχή. Μέσα στο σκοτάδι κι ένα κερί αναμμένο γκριζάρει το σκοτάδι. Ας ανοίξουμε και το παράθυρο της καρδιάς μας με την ανθρωπιά και την καλοσύνη, που όλοι έχουν μεγάλη ανάγκη.

μοναχός Μωυσής

Το Άγιο Πνεύμα

…Και ξαφνικά, δίχως κανείς να το περιμένει, ήλθε βοή από τον ουρανό, σαν ήχος σφοδρού ανέμου, που κινείται με κάθε ορμή, και γέμισε όλο το σπίτι που κάθονταν οι απόστολοι. Και είδαν με τα ίδια τους τα μάτια να διαμοιράζονται πύρινες φλόγινες γλώσσες πάνω από το κεφάλι του καθενός και γέμισε το είναι τους με το Άγιο Πνεύμα και φωτίστηκαν και ενισχύθηκαν και άρχισαν να μιλούν οι πριν αγράμματοι ουράνια λόγια και εμπνευσμένες διδαχές...
Από τότε μένει στην Εκκλησία ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το οποίο ιδιαίτερα εορτάζεταισήμερα Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα από τον Πατέρα. Ο θαυμαστός, υπέρλογος και υπερφυσικός ερχομός του σημείωσε τη γέννηση της Εκκλησίας μας. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος συγκροτεί το θεσμό της Εκκλησίας, κυβερνά και καθοδηγεί το πλοίο της, ανάμεσα από τους μύριους υφαλοσκοπέλους της ιστορίας, παρά τα ανθρώπινα λάθη των εκπροσώπων της, και το οδηγεί στον εύδιο λιμένα της σωτηρίας.
Ο σκοπός της ζωής κατά την ορθόδοξη θεολογία είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος, η χαρίτωση δηλαδή και τελείωση του ανθρώπου. Το θαύμα του φωτισμού πολλών, μετά το κήρυγμα των αποστόλων την ημέρα της Πεντηκοστής, επαναλαμβάνεται στα βάθη της ψυχής όσων επιθυμούν να αισθανθούν τους κραδασμούς της νέας βιαίας πνοής του Παράκλητου, της βαπτίσεώς του στα νάματα της προσωπικής τους Πεντηκοστής και της υιοθεσίας τους υπό του πανσθενουργού Παναγίου Πνεύματος. Το φως του Πνεύματος ανακαινίζει, αναπλάθει, ανανεώνει, αναμορφώνει…
…Παράκλητος σημαίνει παραμυθία, παρηγοριά. Υπέρ ποτέ άλλοτε έχουμε όλοι ανάγκη από την «πανσωστική αιτία» του Αγίου Πνεύματος, για να παρηγορηθούμε πραγματικά. Στη σύγχρονη βαβυλώνια αιχμαλωσία υπό πνευμάτων πονηρών και ακαθάρτων, όπου έκαναν τον άνθρωπο αγχώδη, ταραγμένο, φοβισμένο, καχύποπτο και σαλεμένο έχουμε ανάγκη όλοι θερμής δέησης: Ελθέ, και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών. Αμήν.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
†1 Ιουνίου 2014

“Η προσευχή είναι ποίηση…


Και ξαφνικά ανοίγει ένα παραθυράκι στο νου.
Έρχεται ένα φως. Τοτε εχεις μια αλλη αίσθηση.Τοτε το κατανοείς καλά. Όχι προς το ετυμολογικό. Μα με μια κατάνυξη και συναίσθηση και θεία θαλπωρή. Και λες: “Τι αλλο να λέω;”. Παρά μόνο πάλιν και πολλάκις και συνεχώς: “Κύριε ελέησον!”
Δίχως να βαριέσαι. Δίχως να κουράζεσαι. Αυτό τα λέει όλα. Δεν θέλει αλλα και πολλά. Μόνο ποιητικά μπορεί κανείς μερικές φορές να εκφραστεί. Η προσευχή είναι ποίηση. Όλες οι προσευχές είναι ποιήματα.
Οι ποιητές νιώθουν τους συναθρώπους τους και τους παρηγορούν, όπως οι άγιοι. Είναι μεγάλη ευλογία να συναντάς ένα ποιητή κι ένα άγιο. Οι άγιοι δεν θέλουν να αφήσουν πίσω τους ίχνη. Οι άνθρωποι μόνο αφήνουν πάνω τους τ’ αχνάρια της κακίας τους.
Κύριε, ελέησέ τους, δεν ξέρουν τι χάνουν και τι κάνουν.
Λυπάμαι όταν δεν μπορώ να προσευχηθώ. Και τούτο προσευχή είναι, μου ‘πε ένας διακριτικός γέροντας. Όπως χαίρομαι όταν με τόση ικετευτική στάση μου ζητούν να προσεύχομαι στον Κύριο.
Πιστεύω πως για την ταπείνωσή τους θα τους ελεήσει ο Κύριος. Προτιμώ, έλεγε ένας άλλος γέροντας, την προσευχή απο τα κούφια λόγια, τις ψευτοευγένειες και τις θολές καλοσύνες. Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή και ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Είναι η μεγαλύτερη ιεραποστολή κι ευεργεσία του κόσμου. Τα πολλα λόγια δεν αναπάυουν.
Η προσευχή για τους άλλους επηρεάζει θερμότερα. Η αγάπη είναι αβίαστη και πάντα μια θυσία.
Η αληθινή προσευχή δεν είναι ηδονική ανάπαυλα, μα ορθοστασία, μα περπάτημα στις μύτες σε τεντωμένο σχοινί.
Στην αληθινή προσευχή δεν δίνουμε περίσσευμα του χρόνου, μα τις πιο καλές κι αποδοτικές ώρες μας, τις κύριες ώρες της ημέρας, της ζωής μας.
Κύριε, συγχώρεσέ με για όσα είπα κι έγραψα, που δεν τα ζούσα και τα πίστευα ακόμη, που απέφυγα να μιλήσω για τις ήττες και τις αποτυχίες μου κι ήθελα να μιλώ μόνο για νίκες. Δείλιαζα γιατί δεν είχα μετανοήσει.
Κύριε, ελέησον.

† Μωυσής μοναχός Αγιορείτης
Αγιοτόκος Καππαδοκία, Προσκυνητής

Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή και ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι



Και ξαφνικά ανοίγει ένα παραθυράκι στο νού.
Έρχεται ένα φώς.Τοτε εχεις μια αλλη αίσθηση.Τοτε το κατανοείς καλά.Όχι πρός το ετυμολογικό.Μα με μια κατάνυξη και συναίσθηση και θεία θαλπωρή.

Και λές:
"Τι αλλο να λέω;" Παρά μόνο πάλιν και πολλάκις και συνεχώς: " Κύριε ελέησον!"
Δίχως να βαριέσαι.Δίχως να κουράζεσαι.Αυτό τα λέει όλα.Δεν θέλει αλλα και πολλά.Μόνο ποιητικά μπορεί κανείς μερικές φορές να εκφραστεί.Η προσευχή είναι ποίηση.Όλες οι προσευχές είναι ποιήματα.

Οι ποιητές νιώθουν τους συναθρώπους τους και τους παρηγορούν, οπως οι άγιοι.Είναι μεγάλη ευλογία να συναντάς ένα ποιητή κι ένα άγιο.Οι άγιοι δεν θέλουν να αφήσουν πίσω τους ίχνη.Οι άνθρωποι μόνο αφήνουν πάνω τους τ' αχνάρια της κακίας τους.Κύριε ελέησε τους, δεν ξέρουν τι χάνουν και τι κάνουν.
Λυπάμαι οταν δεν μπορώ να προσευχηθώ.Και τούτο προσευχή είναι, μου'πε ένας διακριτικός γέροντας.Οπως χαίρομαι οταν με τόση ικετευτική στάση μου ζητούν να προσεύχομαι στον Κύριο.

Πιστεύω πως για την ταπείνωση τους θα τους ελεήσει ο Κύριος.Προτιμώ, έλεγε ενας αλλος γέροντας, την προσευχή απο τα κούφια λόγια, τις ψευτοευγένειες και τις θολές καλοσύνες.Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή και ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.Είναι η μεγαλύτερη ιεραποστολή κι ευεργεσία του κόσμου.Τα πολλα λόγια δεν αναπάυουν.
Η προσευχή για τους αλλους επηρεάζει θερμότερα.Η αγάπη είναι αβίαστη και πάντα μια θυσία.

Η αληθινή προσευχή δεν είναι ηδονική ανάπαυλα, μα ορθοστασία, μα περπάτημα στις μύτες σε τεντωμένο σχοινί.
Στην αληθινή προσευχή δεν δίνουμε περίσσευμα του χρόνου, μα τις πιο καλές κι αποδοτικές ώρες μας, τις κύριες ώρες της ημέρας, της ζωής μας.

Κύριε, συγχώρεσε με για όσα είπα κι έγραψα, που δεν τα ζούσα και τα πίστευα ακόμη, που απέφυγα να μιλήσω για τις ήττες και τις αποτυχίες μου κι ήθελα να μιλώ μόνο για νίκες. Δειλιαζα γιατί δεν ειχα μετανοήσει.
Κύριε, ελέησαν"

+Μωυσής μοναχός Αγιορείτης

Οι Αγιορείτες Άγιοι κατά των εχθρών της Αλήθειας



Στην παράδοση του Αγίου Όρους υπάρχει μια έντονη πολεμική κατά των αιρέσεων και ειδικότερα κατά του Παπισμού.
Στο παρών κείμενο θ' αναφερθούμε κυρίως στην δράση των Αγιορειτών αγίων κατά των εχθρών της Αληθείας και της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θεωρούμε ότι η πτυχή αυτή της αγιορείτικης ιστορίας και παραδόσεως δεν είναι τόσο γνωστή κι έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία και σημασία σήμερα.
Οι άγιοι δεκατρείς μάρτυρες της μονής Καντάρας (1231), που λέγεται πως ξεκίνησαν την άσκησή τους από τον ιερό Άθωνα, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στη Κύπρο, κλήθηκαν να αρνηθούν την πίστη τους από τους Λατίνους. Αγέρωχοι και απτόητοι υπέστησαν σκληρά βασανιστήρια και είχαν μαρτυρικό τέλος μένοντας σταθεροί στην ορθόδοξη πίστη.

Ο κτήτορας της Αθωνικής μονής Χιλανδαρίου Άγιος Σάββας (1236), πρώτος αρχιεπίσκοπος των Σέρβων, στήριξε την ορθόδοξη πίστη και καταπολέμησε τις αιρέσεις με την γλυκύτητα της ακραιφνούς διδασκαλίας του, που είχε διδαχθεί από την μακρά παραμονή του στον Άθωνα.
Ο οσιομάρτυς Ιωάννης Δοχειαρίτης (1275), για την υποστήριξή των ορθών δογμάτων έναντι των Λατίνων στη Θεσσαλονίκη δέχθηκε διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε άριστα. Για την ομολογία του υπέστη μαρτυρικό θάνατο από προδότη φιλενωτικό και λατινόφρονα μαθητή του. Το αυτό και ο μαθητής του Γρηγόριος Δοχειαρίτης(1275), ο οποίος έλαβε τον στέφανο του μαρτυρίου υπερασπιζόμενος απτόητα τα ορθόδοξα δόγματα.
Ο άγιος Ιωαννίκιος ο Α' (1279), αρχιεπίσκοπος των Σέρβων, από ηγούμενος του Χιλανδαρίου, ποίμανε βάσει των ιερών Κανόνων το ποίμνιό του. Διαφύλαξε αλώβητη την ορθόδοξη πίστη. Δεν συμμετείχε στην κίνηση για την υποταγή της Ορθοδοξίας στον Καθολικισμό, που ενεργούσε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1261-1282).
Ο Οσιομάρτυς Κοσμάς, Πρώτος του Αγίου Όρους (1279-1280) απαγχονίσθηκε από τους Λατινόφρονες στις Καρυές μη θέλοντας να υποκύψει στα λατινικά δόγματα. Μαζί του μαρτύρησαν πατέρες Καρυώτες, Κουτλουμουσιανοί, Ιβηρίτες, Βατοπεδινοί, Ζωγραφίτες και Ξενοφωντικοί.
Ο όσιος Νικηφόρος ο Ησυχαστής (13ος αιώνας) καταγόταν από την Ιταλία και άνηκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Τον εγκατέλειψε χάριν της φιλτάτης Ορθοδοξίας και μέσω Βυζαντίου ήλθε στο Άγιον Όρος. Επειδή αντιτάχθηκε στην ένωση των Εκκλησιών, εξορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, ο νηπτικός ομολογητής, Αγιορείτης όσιος.
Ο όσιος Γεράσιμος ο Σιναΐτης (1320), μαθητής του οσίου Γρηγορίου του Σιανΐτου (1346), μετά την έξοδό του από τον Άθωνα, περιήλθε την Ελλάδα ενισχύοντας τους πιστούς, βοηθώντας πολλούς να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία. Το αυτό πράττουν οι συμμαθητές του Ιωσήφ «ο ορθοδοξότατος» και Νικόλαος «ο ομολογοτής», που δέχθηκε για την πίστη του φυλακίσεις και εξορίες.
Ο άγιος Νικόδημος αρχιεπίσκοπος Πεκίου (1325), αγωνίσθηκε ακούραστα για την εκρίζωση των αιρέσεων των Βογομίλων και την στερέωση της ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως. Το αυτό έργο εποίησε ο άγιος Δανιήλ ο Β', αρχιεπίσκοπος των Σέρβων (1338).
Ο άγιος Θεόκλητος μητροπολίτης Φιλαδελφείας (1324/6) μεταβαίνοντας από τον Άθωνα στην Κωνσταντινούπολη ήλεγξε για την εκκλησιαστική του πολιτική τον αυτοκράτορα Μιχαήλ η' τον Παλαιολόγο, με αποτέλεσμα να ριχθεί στη φυλακή. Ο επίσκοπος συνέχισε την ορθόδοξη διδασκαλία του σε όλη του τη ζωή απτόητα.
Ο άγιος Ισίδωρος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (U1350) διδασκάλους στον Άθωνα είχε τους αγίους Γρηγόριο Σιναΐτη και Γρηγόριο Παλαμά. Στη Θεσσαλονίκη, όπου στέλνεται να εργασθεί ιεραποστολικά, στέκεται στο πλευρό του αγίου Παλαμά και είναι ένας από τους πρώτους που πολεμά τον αιρετικό Βαρλαάμ. Ως πατριάρχης αποκατέστησε τον συνοδοιπόρο του στους αντιαιρετικούς αγώνες άγιο Παλαμά, τον οποίο χειροτόνησε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
Ο όσιος Νείλος ο Εριχιώτης (1355/6) υπήρξε ομολογητής αγιορείτης και πολλές υπέστη από τους κακοδόξους εξορίες και θλίψεις για την ακρίβεια της πίστεώς του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1359) υπήρξε μέγας θεολόγος. Υποστήριξε το ορθόδοξο δόγμα με γνώση, πίστη και επιμονή. Κατατρόπωσε με τους υπέροχους λόγους του τους αιρετικούς Βαρλαάμ, Ακίνδυνο και Γρηγορά. Για το σθένος του υπέμεινε διωγμούς φυλακίσεις κι εξορίες. Αν δεν είχαμε τον άγιο Γρηγόριο, σήμερα θα είμασταν τουλάχιστον Ουνίτες. Γι' αυτό τον μισούν οι Λατίνοι μέχρι σήμερα.
Ο όσιος Θεοδόσιος Τυρνόβου (1362/3) μετά την παραμονή του στον ιερό Άθωνα επιστρέφει στην πατρίδα του Βουλγαρία κι εγκαθίσταται στην μονή Κελιφάρεβα. Η μονή αποτέλεσε φάρο Ορθοδοξίας, κέντρο αντιαιρετικό, όπου ακτινοβολούσε στη Σερβία, Ουγγαρία και Βλαχία. Ο άγιος συχνά άφηνε την ησυχία, για να υπερασπίσει τα ορθόδοξα δόγματα, που κινδύνευαν από τους ακόλουθους των αιρετικών Βαρλαάμ και Ακινδύνου, τους Αδαμιστές, τους Βογομίλους και τους Εβραίους. Στη σύνοδο του 1359 της Βουλγαρίας πρωτοστάτησε κατά των αιρετικών κι έδωσε μεγάλη χαρά στους πιστούς για την νίκη της Ορθοδοξίας κατά της πλάνης και του ψεύδους των αιρέσεων.
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος (1379) πήρε μέρος στις ησυχαστικές έριδες, στο πλευρό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Έγραψε λόγους κατά του Ακινδύνου. Πήρε μέρος στη σύνοδο του 1351 για το ησυχαστικό ζήτημα και συνέταξε τον τόμο των πρακτικών της. Το 1368 συνοδικά αναγνώρισε την αγιότητα του Παλαμά. Υπήρξε βαθύς θεολόγος και υπεράσπισε με ακαταμάχητο σθένος την Ορθοδοξία. Εξουδετέρωσε τις προσηλυτιστικές προσπάθειες των Λατίνων. Τιμάται την Ε' Κυριακή των Νηστειών ως φύλακας της Ορθοδοξίας.
Ο άγιος Μακάριος ο Μακρής (1431) μόνασε στη μονή Βατοπεδίου. Διά του γέροντός του Δαυίδ σχετίσθηκε με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β' τον Παλαιολόγο. Ως ηγούμενος της μονής Παντοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως εστάλη από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' τον Παλαιολόγο στην Ρώμη ως αντιπρόσωπός και διακρίθηκε για την άκαμπτη στάση του και το γνήσιο ορθόδοξο φρόνημά του. Έγραψε λόγο κατά της εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, όπου τονίζει τις σοβαρές μεγάλες διαφορές μεταξύ ορθοδόξων και Λατίνων.
Ο Διονυσιάτης άγιος Νήφων ο Β' και Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1508), μετά την εκθρόνισή του και κατά την παραμονή του στη Βλαχία, έσωσε την ρουμάνικη Εκκλησία από την έντονη παπική προπαγάνδα, τις διάφορες αιρέσεις, δεισιδαιμονίες και ηθοφθορίες. Παρόμοιο έργο επιτέλεσε στην Ρωσσία ο Βατοπεδινός μοναχός όσιος Μάξιμος ο Γραικός (1556).
Ο άγιος Βασίλειος Όστρογκ ο θαυματουργός (1671) έζησε αρκετά στο Άγιος Όρος. Ως επίσκοπος στην πατρίδα του Σερβία προφύλαξε σθεναρά το ποίμνιό του από τους Ιησουΐτες, τη λατινική προπαγάνδα και την Ουνία.
Ο όσιος Ιερόθεος ο Ιβηρίτης (1745) δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με τον Μεθόδιο Ανθρακίτη, που δίδασκε «αλλόκοτα δόγματα και άθεα μαθήματα» της αιρέσεως του Μολίνου. Παραβρέθηκε και σε σύνοδο, για να στηλιτεύσει την «πανσπερμία των αιρέσεων» του Μεθοδίου. Σε όλη του τη ζωή υπερασπιζόταν την ορθόδοξη παράδοση και δογματική.
Ο ιερομάρτυς Κοσμάς ο Αιτωλός (1779), ο ακάματος Φιλοθεΐτης ιερομόναχος, δεν έπαυσε με αυστηρότητα να στηλιτεύει τα λάθη των Λατίνων και των Εβραίων στα πύρινα κηρύγματά του. Μαρτύρησε από το μίσος των Εβραίων και των Οθωμανών.
Οι άγιοι Κολλυβάδες Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1794), Μακάριος Νοταράς (1805), Νικόδημος Αγιορείτης (1809), Νήφων ο Χίος (1809) και Αθανάσιος ο Πάριος (1813) στους λόγους τους, στις συγγραφές και στα έργα τους υποστηρίζουν με σθένος και βαθειά γνώση την Ιερά παράδοση, τους Ιερούς Κανόνες, τα απαράβατα δόγματα της Εκκλησίας μας. Στιγματίζουν τις πλάνες τις εκτροπές, τα σχίσματα, τις αιρέσεις, τους άθεους.
Οι ένδοξοι νεομάρτυρες, οσιομάρτυρες και ιερομάρτυρες Αγιορείτες υπογράφουν με το αίμα τους την ακέραιη πίστη τους στο ορθόδοξο δόγμα και δεν διστάζουν με τόλμη και αφοβία να μιλήσουν για το ψεύδος του Ισλαμισμού και του Ιουδαϊσμού.
Τα παραπάνω στοιχεία λαμβάνουμε από λίαν προσεχώς εκδιδόμενο και από αρκετών ετών ετοιμαζόμενο έργο μας οι Άγιοι του Αγίου Όρους, οι οποίοι να πρεσβεύουν υπέρ της σεμνής, συνεπής, διακριτικής κι σώφρονης υποστήριξης της παραδοσιακής ορθόδοξης γραμμής των αγίων πατέρων μας, από όλους μας σήμερα. Σε καιρούς έξαρσης του επάρατου οικουμενισμού και του πονηρού συγκρητισμού χρειάζεται διακριτική αντίσταση και αντίδραση. Όταν ο Πάπας διακηρύσσει ότι είναι ο μόνος εκπρόσωπος του Θεού και πατέρας και ποιμένας όλων των χριστιανών του κόσμου, δεν μπορούμε να τον ονομάζουμε «άγιο αδελφό»…

Γέροντος Μύσεως Αγιορείτου

...την Μεγάλη Παρασκευή της ζωής μας



Πάντα τὴ Μεγάλη Παρασκευή, νὰ ‘σαι μόνος σὰν τὸ Χριστὸ προσμένοντας τὸ τελευταιο καρφί, τὸ ξύδι, τὴ λόγχη. Τὶς ζαριὲς ν’ ἀκους ἀτάραχα στὸ μοίρασμα τῶν ὑπαρχόντων σου, τὶς βλαστήμιες, τὶς προκλήσεις, τὴν ἀδιαφορία. Πρὶν τὴν Παρασκευὴ δὲν ερχεται ἡ Κυριακή, τότε λησμονας τὰ μαρτύρια τῶν δρόμων της Μεγάλης Παρασκευης της ζωης μας. Μὴν ξαφνιαστεις, μὴ φοβηθεις στ’ ἀπρόσμενο σουρούπωμα. Οἱ μπόρες τοῦ οὐρανου δὲ στερεύουν. Ἡ ξαστεριὰ θὰ ’ρθει τὸ Σαββατόβραδο. Τότε λησμονας τὰ μαρτύρια των δρόμων της μεγάλης Παρασκευης της ζωης μας…

π. Μωυσής Αγιορείτης

Ο Θεός μόνο μπορεί να θεραπεύσει τους φόβους σου



Παιδί μου, φοβάσαι;

Να σκέφτεσαι τον Θεό πολύ. Να πηγαίνεις στην εκκλησία, όχι για μένα, για τον Θεό. Να κάνεις ο,τι ικανοποιεί την ψυχή σου. 

Ο Θεός μόνο μπορεί να θεραπεύσει τους φόβους σου. Πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν σήμερα να σε ξεδιψάσουν. Η σχέση μας με τον Θεό είναι μια συνεχής πάλη. 

Να θεωρείς τυχερό τον εαυτό σου όταν προσεύχεσαι. Να ευχαριστείς τον Θεό που τώρα σου έτυχε αυτό και όχι νωρίτερα, που όπως καταλαβαίνεις, δεν θα μπορούσες να το σηκώσεις. 

Η αδυναμία σου, παιδί μου, δεν έχει τόση σημασία πια, αφού ομολογείς αληθινά ότι είσαι αδύναμος. Είναι η αρχή της νίκης η παραδοχή.


+ μοναχός Μωυσής

Η καλλιέργεια της καρδιάς…



Γνωρίζω καλά, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, ότι είσθε ένα ακροατήριο που δεν μπαίνει για πρώτη φορά στην Εκκλησία. Έχετε ακούσει πολλά κηρύγματα και διάφορες ομιλίες.
Έχετε πάρει αποφάσεις, έχετε κάνει αγώνες, έχετε νίκες και ήττες.
Τί να πει απόψε ο ομιλητής , που δεν θέλει να σας κουράσει, αλλά και να σας ψευτοπαρηγορήσει; Σκέφθηκα , λοιπόν, αγαπητοί μου, να σας μιλήσω, όπως πάντα από χρόνια συνηθίζω, απλά, για την καλλιέργεια της καρδιάς.
Η πάροδος των χρόνων δυστυχώς μας κάνει πιο οκνηρούς. Υπάρχει σωματική και ψυχική κόπωση και φθορά. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι να δει ο άνθρωπος την καρδιά του, να ελέγξει την σκέψη του, να γνωρίσει καλά τον εαυτό του. Μας τρομάζει το εσωτερικό μας κενό. Φοβόμαστε, όπως έχουμε ξαναπεί, την αντιμετώπιση και την κουβέντα με τον εαυτό μας. Δεν μιλάμε για ένα άσκοπο σεριάνι στο παρελθόν , για μία ονειροπόλα οπισθοδρομική διάθεση. Είναι αναγκαία μια εν επιγνώσει ανάκριση του εαυτού μας. Τί έκανε και τί δεν έκανε, γιατί το έκανε και γιατί δεν το έκανε...
Υπάρχουν άνθρωποι, που δεν τους νοιάζει τί έκαναν και τί δεν έκαναν. Πρόκειται για αδιάφορους , χοντρόπετσους, ασυνείδητους και αδαείς. Είναι κι άλλοι ευαίσθητοι, λεπτολόγοι, σχολαστικοί και φοβισμένοι. Ούτε αυτοί είναι σωστοί. Το παρελθόν πέρασε. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε αυτό και να το διορθώσουμε. Μπορούμε όμως να ταπεινωνόμαστε για τα τυχόν καλά μας και να μετανοούμε για τα λάθη μας. Πίνοντας οινοπνευματώδη ποτά, παίρνοντας διάφορες ναρκωτικές ουσίες και υπνωτικά δεν διορθώνεται το παρελθόν, δεν απολησμονιέται, ούτε καλλιεργείται η καρδιά.
Ο άνθρωπος που αληθινά μετανοεί δεν έχει συνεχείς τύψεις και φοβερές ενοχές . Η μετάνοια από τη στενοχώρια, τη ντροπή, την ταραχή και τον φόβο σε οδηγεί στην ηρεμία, τη γαλήνη, τη νηφαλιότητα , την κατάνυξη και τη σωφροσύνη. Τα σημάδια από τα θεραπευμένα τραύματα των αμαρτιών θυμίζουν την αποστασία. Γίνονται τα παθήματα μαθήματα διδακτικά. Η – με τη χάρη του Θεού – μεταμέλεια του ανθρώπου τον μεταμορφώνει. Βλέπει τώρα με χαρά ότι είναι άλλος άνθρωπος , νέος άνθρωπος, πέθανε ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας. Αν ο άνθρωπος νιώσει ότι είναι άλλος άνθρωπος είναι σημαντικό. Σημαίνει ότι βαδίζει καλά την οδό της μετανοίας. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και όχι η λήθη της αμαρτίας οδηγεί στη συγχώρηση και τη θεραπεία της καρδιάς μας.
Για να δοκιμάσουμε την καθαρότητα της καρδιάς μας, ας υποβληθούμε στη δοκιμασία. Αν οι αφορμές, τα αίτια, οι εικόνες , τα πράγματα, οι χώροι της αμαρτίας έρχονταν μπροστά μας τί θα κάναμε; Αν τα συμπαθούσαμε, κουβεντιάζαμε μαζί τους, καθυστερούσαμε, τα προσέχαμε, τα παρατηρούσαμε, τότε κάτι δεν θα πήγαινε καλά. Αν τ’ αποδιώχναμε, τ’ αποστρεφόμαστε και τα μισούσαμε, τότε σίγουρα θα είχαμε μετανοήσει ειλικρινά. Διαφορετικά θα νομίζαμε ότι είμαστε καλά, θα παίζαμε , θα κοροϊδεύαμε τον εαυτό μας και τον Θεό μας.
Μου έλεγε ένας μοναχός προ ετών: «Αισθάνομαι όλη η ζωή μου να είναι μια μπουνιά στο στομάχι του Θεού κι εκείνος να τη χαϊδεύει». Είχε μισήσει κάθε αντίθεη πράξη της ζωής του. Η αμαρτία δεν τον δελέαζε πια. Δεν ήταν αυτός που κάποτε ήταν. Έφθανε, λέει, να μην αναγνωρίζει πλέον τον παλαιό εαυτό του. Λυπόταν για τον χρόνο που έχασε άσκοπα εδώ κι εκεί. Για τις μάταιες καθυστερήσεις , τις περιττές λύπες, το χάσιμο της αθωότητας και της απλότητας. Αισθανόταν ανάξιος να τον αγαπούν , να τον τιμούν και να τον προσέχουν.
Αν γνώριζαν ποιος πραγματικά είμαι, έλεγε, αταπεινόλογα θα με αποστρέφονταν οι πάντες. Δεν νομίζω ότι ήταν φοβερά τα αμαρτήματά του, όμως έτσι αισθανόταν, γιατί ήταν αληθινά μετανοημένος ο μακάριος. Είχε ξεβοτανίσει καλά τον κήπο της καρδιάς του και είχε καλλιεργήσει ευώδη άνθη αρετών.
Κάθε φορά που ξεβοτανίζουμε κι εμείς τον κήπο της καρδιάς μας θα πρέπει να ‘μαστε ιδιαίτερα επιμελείς. Όχι απλά να θυμόμαστε τις αμαρτίες μας , για να τις εξομολογηθούμε τυπικά, αλλά να δούμε αν ακόμη τις αγαπάμε κι εύκολα θα τις ξαναδιαπράτταμε. Αξίζει να δούμε καλά πώς τις αφήσαμε να ριζώσουν και να θεριέψουν.
Λέγοντας αυτά εννοούμε μια βαθιά εσωτερική παρατήρηση. Να βρούμε το αυθεντικό μας πρόσωπο, την πραγματική μας ταυτότητα, τη μη επιζωγραφισμένη εικόνα μας. Να μην προσέχουμε το φαίνεσθαι αλλά το είναι. Δίχως προσωπείο, μάσκα, επιτήδευση, υποκρισία, ψευτοχαμόγελα, ψευτοευγένειες και ψευτοϋποχωρήσεις. Γενναία , ανυπόκριτα, ολοκληρωμένα, ατόφια, ακέραια και ντόμπρα πράγματα. Όχι μισοκακόμοιρα, μεσοβέζικα, πρόχειρα, επιπόλαια και ρηχά. Αξίζει να γνωρισθούμε και να συμφιλιωθούμε με τον πραγματικό εαυτό μας, ώστε αυτόν να μεταμορφώσουμε και όχι την εξωτερική του επιφάνεια , για να κάνουμε τους καλούς και να μας τιμούν…

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

«ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
παθοκτονία πρόσκληση μετανοίας σε καιρούς κρίσεως»
Εκδόσεις : Εν πλω

Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων



Βρισκόμαστε, ἀγαπητοί μου, στήν ἐποχή πού προφήτευσε ὁ ἅγιος, πώς ὁ ἄνθρωπος θά κάνει ἡμέρες δρόμο γιά νά βρεῖ ἕναν ἄνθρωπο καί σάν τόν συναντήσει θά τόν ἀσπάζεται ὡς ἀδελφό του. Τοῦτο παράδοξα συμβαίνει προτοῦ πραγματοποιηθεῖ ἀκριβῶς, ὅπως τό λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὕστερα ἀπό ἕναν, ἄς ποῦμε, ἐπερχόμενο τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Μόνος ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἄγχεται, ἀγωνιᾶ, πάσχει, ταλαιπωρεῖται καί ταλαιπωρεῖ. Γιατί; Μιά κάποια ἀπάντηση θά προσπαθήσει νά δώσει ἡ παροῦσα ὁμιλία μεταφέροντας τό ἄρωμα τῆς κοινωνίας τῆς ἐρήμου στήν ἐρημία τῶν συγχρόνων μεγαλουπόλεων...
Μοναξιά εἶναι ἡ ἀδυναμία ἐπαφῆς καί ἐπικοινωνίας. Ἡ ἀνικανότητα νά δημιουργηθεῖ καί νά ὑπάρξει δεσμός, σχέση μέ τούς ἄλλους. Ὁ σύγχρονος πολιτισμός καί οἱ δομές τῆς σημερινῆς κοινωνίας, τά τηλεκατευθυνόμενα ἀπό τήν προπαγάνδα μέσα ἐπικοινωνίας, ἀκόμη καί τά παιχνίδια τῶν παιδιῶν, ὁδηγοῦν στήν κοινωνική ἀλλοτρίωση στήν πολιτική ἀποξένωση στήν ἀτομική ἀπομόνωση, καθώς ἀναφέρει σύγχρονος μελετητής (Δασκαλάκης Γ.Δ.). Ὁ ἄνθρωπος ἔτσι, ἀπό νωρίς ἀρχίζει νά διακατέχεται ἀπό αἴσθημα βαρειᾶς ἀδυναμίας καί ὀκνηρίας, νά χάνει τό νόημα τῆς ζωῆς καί τόν σκοπό της, νά ζεῖ δίχως ἰδανικά καί κανόνες, συνεχῶς νά ὑποπτεύεται καί ν’ ἀμφιβάλλει.

Μόνος καί ἀνασφαλής, ἀνήσυχος καί ἀκατάστατος, ἰδιαίτερα ὁ σημερινός νέος, προσπαθεῖ ν’ ἁπλώσει γέφυρες, νά ὑψώσει σημεῖα, νά φωνάξει. Δίχως ὁδηγό ἤ μέ κακούς ὁδηγούς ἀπογοητεύεται σύντομα καί γίνεται σκληρός κι ἐπιθετικός, πιόνι ἐκμεταλλευτῶν πολιτικῶν ἤ ἀρχομανῶν ἀναρχικῶν. Κι ὁ πόθος γιά ἐλευθερία γίνεται ὁ πικρός θάνατος τῆς ἐλευθερίας του. Συμβιβαζόμενοι οἱ νέοι, αὐτοί πού ἔλεγαν πώς ποτέ καί μέ κανένα δέν θά συμβιβαστοῦν, καταφεύγουν σ’ ἐξεγέρσεις καί καταλήψεις, γίνονται ἐπαναστάτες στήν προσπάθειά τους ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό βάρος τῆς μοναξιᾶς τους, δίχως νά ἐννοοῦν πώς ὑποδουλώνονται τώρα βαρύτερα. Δυστυχῶς ὅλα τοῦτα συμβαίνουν κι ἐκεῖ πού ποτέ δέν θά τό περίμενες σέ νέους μέ καλή μόρφωση, σπάνια εὐφυΐα, δύναμη καί ταλέντο. Ἀνικανοποίητος ὁ νέος αὐτός ἀπό τήν ὑλική εὐδαιμονία καί τή συχνή ὑποκρισία τῶν μεγαλυτέρων του, ἀγωνίζεται γιά μιά ἁπλότητα στή ζωή, γιά μιά ποιότητα γιά ἕνα ἀνώτερο ὕφος, μά δέν βάζει τό νερό στό αὐλάκι πού πρέπει.
Ἡ τέχνη συνήθως κάνει τήν ἐμφάνισή της μ’ ἔνδυμα λίαν ἀπομονωτικό κι ἀντί νά φωτίζει καί ν’ ἀνοίγει παράθυρα πρός τούς ἄλλους καί τόν οὐρανό σέ κλείνει καί σέ σκοτίζει περισσότερο. Ὁ ἀπομονωμένος ἄνθρωπος δέν θ’ ἀργήσει νά παραμιλᾶ, νά μιλᾶ μέ τ’ ἄλογα ζῶα, τίς σκιές, τούς νεκρούς. Εἶναι πιά βαρειά κι ἀνίατα ἀσθενής. Ἡ μελαγχολία, ἡ κοσμοφοβία, ἡ καχυποψία ἔφεραν τήν ψυχοπάθεια. Ἕνας ἀπό τούς ἐπιτυχέστερους χαρακτηρισμούς τοῦ αἰώνα μας εἶναι, ὡς ὁ αἰώνας τῶν ψυχιάτρων. Σύμφωνα μέ περσινή στατιστική τοῦ Παγκοσμίου Ὀργανισμοῦ Ὑγείας περισσότερα ἀπό 400 ἑκατομμύρια ἄτομα στόν κόσμο πάσχουν ἀπό κατάθλιψη. Ἀπό αὐτά περίπου 400.000 κάθε χρόνο αὐτοκτονοῦν. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ στατιστική ἀφορᾶ τίς λεγόμενες προηγμένες χῶρες! Ὁ ἄνθρωπος μόνος κι ἔρημος μαστίζεται ἀδυσώπητα ἀπό τόν ἐγωϊσμό καί τήν ὑπερηφάνεια, πού εἶναι οἱ φυσικοί γονεῖς τῆς μοναξιᾶς του.
Ἄν αὐτοί εἶναι οἱ γονεῖς τῆς μοναξιᾶς τότε ἡ ἀληθινή ταπείνωση, παρά τήν ὅποια κακομεταχείριση καί φθορά τῆς λέξεως ἀπό τούς ταπεινόλογους, εἶναι τό κλίμα πού δέν τήν ἀφήνει νά εὐδοκιμήσει. Ἰδού πώς λαλεῖ ἡ καλή μητέρα, ἡ ἄριστη φιλόσοφος καί θεολόγος ἔρημος περί τῆς φονεύτριας τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἁγίας ταπεινώσεως καί τῶν κεκοσμημένων γνησίων τέκνων της.
Ὁ ταπεινός ἄνθρωπος, κατά τόν ἀββᾶ Ποιμένα, εἶναι ἀναπαυμένος σ’ ὅποιον τόπο κι ἄν καθίσει. Αὐτός πού μικραίνει τόν ἑαυτό του σέ ὅλα, θά ὑψωθεῖ πάνω ἀπ’ ὅλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Καί συνεχίζει ἡ γλυκεία καί διακριτική γλώσσα του. Μίσησε τήν τιμή, γιά νά τιμηθεῖς. Ἐκεῖνος πού τρέχει πίσω ἀπό τήν τιμή, φεύγει ἡ τιμή ἀπό μπροστά του. Ἄν καταφρονεῖς ὑποκριτικά τόν ἑαυτό σου γιά νά ταπεινωθεῖς, θά σέ φανερώσει ὁ Θεός.
Στό Γεροντικό ἀναφέρεται πώς ταπεινόφρων δέν εἶναι αὐτός πού αὐτοεξευτελίζεται καί ταπεινολογεῖ, ἀλλά ἐκεῖνος πού ὑπομένει μέ χαρά τίς ἀτιμίες πού προέρχονται ἀπό τόν πλησίον. Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρεται πώς ἐκεῖνον πού τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι περισσότερο ἀπ’ ὅσο ἀξίζει ζημιώνεται, ἐκεῖνος ὅμως, πού δέν τόν τιμοῦν καθόλου οἱ ἄνθρωποι, θά δοξαστεῖ στούς οὐρανούς ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν συμβουλεύει: Ἡ ὁποιαδήποτε στενοχώρια, πού θά σοῦ συμβεῖ, θά νικηθεῖ μέ τή σιωπή. Μαζί του συμφωνεῖ κι ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Μέχρις ὅτου ἠρεμήσει ἡ καρδιά σου μέ τήν προσευχή, μήν κάνεις καμιά ἐξήγηση μέ τόν ἀδελφό σου. Μελετώντας τίς γραφές τῶν ἁγίων πατέρων τῆς ἐρήμου παρατηρεῖ εὔκολα κανείς μιά σύμπνοια, μιά εὐγένεια, μιά ἀνθρωπιά, μιά κατανόηση, μιά σοφία. Στάλες ἁγιοπνευματικές ὅπου ἄνθισαν στήν ἀπρόσιτη ἄνυδρη ἔρημο, ὕστερα ἀπό ἀγῶνες μακρούς κι ἔδωσαν ἄνθη πού εὐωδίασαν κοινωνίες ἀνθρώπων ἀπόλυτα δοσμένων στόν Θεό κι εὐωδιάζουν ἀκόμη τίς ψυχές πού πράγματι διψοῦν.
Ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας, ὁ μέγας νοῦς, σημειώνει μέ ἰδιαίτερη χάρη καί λεπτότητα: Αὐτός πού ταπεινώνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθίσταται ἱκανός νά ὑπομένει κάθε προσβολή. Ὁ ταπεινός δέν ἐνδιαφέρεται τί λένε οἱ ἄλλοι γι’ αὐτόν. Ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ὑποφέρει γιά τόν Θεό, αὐτός εἶναι ἄξιος ν’ ἀποκτήσει τήν εἰρήνη.
Ὁ ἀββᾶς Μᾶρκος, στό μεγάλο κι ἐνδιαφέρον αὐτό κεφάλαιο τῶν σχέσεών μας μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ τούς ἄλλους, πού καθημερινῶς σκουντουφλᾶμε, προχωρεῖ καί σημειώνει χαρακτηριστικά: Ὅταν ἀντιληφθεῖς μέσα σου τή σκέψη νά σοῦ ὑπαγορεύει ἀνθρώπινη δόξα, νά γνωρίζεις καλά πώς ἡ σκέψη αὐτή σοῦ ἑτοιμάζει ντροπή. Κι ἄν δεῖς κάποιον νά σ’ ἐπαινεῖ ὑποκριτικά, νά περιμένεις τήν ἴδια στιγμή καί τήν κατηγορία ἀπό μέρους του. Καί συνεχίζει μέ τόλμη χειρούργου ὁ ψυχοανατόμος ἀββᾶς: Ὅταν δεῖς κάποιον νά κλαίει γιά τίς πολλές προσβολές πού τοῦ ἔγιναν, νά γνωρίζεις πώς ἐπειδή κυριεύθηκε ἀπό λογισμό κενοδοξίας, θερίζει χωρίς νά τό αἰσθάνεται τούς καρπούς τῶν κακῶν τῆς καρδιᾶς του. Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἡδονή, λυπᾶται γιά τίς κατηγορίες καί τήν κακομεταχείριση, ἀντίθετα ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό λυπᾶται γιά τούς ἐπαίνους καί τίς λοιπές πλεονεξίες. Ἡ ταπείνωσή μας κρίνεται ἀπό τή συκοφαντία. Μή νομίσεις πώς ἔχεις ταπείνωση, τονίζει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὅταν δέν ἀνέχεσαι τήν παραμικρή κατηγορία. Ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προχωρεῖ πιό ψηλά: Αὐτόν πού σ’ ἐνέπαιξε ἤ σέ στενοχώρησε ἤ σέ ζημίωσε ἤ ὁτιδήποτε κακό σοῦ ἔκανε, νά τόν θυμηθεῖς ὡς ἰατρό σου. Ὁ Χριστός τόν ἔστειλε γιά νά σέ θεραπεύσει, μή λοιπόν τόν θυμᾶσαι μέ θυμό. Κι ὁ Εὐάγριος εὐεργέτες του θεωροῦσε τούς κακολόγους του.
Ἔχουν μεγάλη σημασία τά παραπάνω ἀναφερόμενα ἀπό τούς θεόσοφους αὐτούς ἰατρούς τῆς ἐρήμου στό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ. Τό νά πεῖ κανείς πώς αὐτά ἀναφέρονται ἀπό μοναχούς καί μόνο γιά μοναχούς, τό λιγότερο εἶναι ἀρκετά ἐπιπόλαιος. Γιατί, ὅπως πολύ καλά ἀντιλαμβάνεσθε καί παρατηρεῖτε, ἀποτέλεσμα ἀταπείνωτου φρονήματος, ἀποτυχημένων ἤ λαθεμένων διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀνικανοποίητων ἐγωϊσμῶν, ἀνενέργητων φιλοδοξιῶν, κενοδοξίας, καυχησιολογίας, ἐπαινοθηρίας, φιλαυτίας κι ἐπιθυμίας δικαιώσεως καί διαφημίσεως εἶναι ἡ ἐπιδημία τῆς μοναξιᾶς.
Βεβαίως ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη μοναξιά. Μά αὐτή δέν εἶναι καθόλου ἀρρωστημένη. Εἶναι ὁ φυσικός χωρισμός τῶν μοναχῶν ἀπό τόν κόσμο. Δίχως νά ἔχουν διόλου μίσος γιά τούς ἀνθρώπους, νά ἔχουν ἀπαιτήσεις ἀπό τούς ἄλλους. Ἡ μοναξιά τους εἶναι δημιουργική. Ὄχι πώς δέν τούς ἐνδιαφέρουν οἱ ἄλλοι πώς εἶναι ἀνώτεροί τους αὐτοί, δέν ἔχουν κανένα κοινό σημεῖο. Μά θά ἐπανέλθουμε στό σημεῖο αὐτό.
Εἶναι δυνατή ἡ μοναξιά ν’ ἀρρωστήσει καί νά ἐξουθενώσει τόν ἄνθρωπο. Μά ἡ ἀγάπη εἶναι πιό κραταιή, νά γιάνει καί ν’ ἀναστήσει τόν κόσμο ὅλο. Ἡ ἀκατανίκητη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιά ἐπικοινωνία πρέπει νά διοχετευθεῖ σωστά. Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νά πιάσουμε κάποτε κουβέντα μέ αὐτόν τόν ἄγνωστο ἑαυτό μας. Κουβέντα εἰλικρινῆ, τίμια, θαρρετή. Νά βροῦμε στά βάθη μας τήν κριμένη ἀθωότητα τῶν παιδικῶν μας χρόνων. Κουβέντα πρόσωπο πρός πρόσωπο, δίχως προσωπεῖο, μέ τόν ἕνα, μόνο, ἀληθινό, ζωντανό φίλο, Πατέρα Θεό. Κουβέντα μέ τούς ἄλλους, τούς ὅποιους, τούς χειρότερους, τούς καλύτερους, τούς πλησίον, τούς μακράν, τούς ἀδελφούς μας ἐν Κυρίῳ. Ἔτσι διαλύονται οἱ ἱστοί τῆς μοναξιᾶς, φωτίζονται τ’ ἄδυτα κι ἀνήλια ὑπόγεια τῶν καρδιῶν, σπάει τό καβούκι τοῦ ἐγώ, χαίρεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερώνεται, ζωογονεῖται, ἀναπνέει, ζεῖ, ἀρνεῖται τή μοναξιά τοῦ ἄθλιου ἐγωϊσμοῦ. Ἀλήθεια μέ πόσα λίγα κι ἁπλά μέσα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζεσταθεῖ, νά ξαναενωθεῖ μέ ὅλο τόν κόσμο. Δέν χρειάζεται νά ψάξει κανείς πολύ γιά νά ξαναβρεῖ τήν ἐλπίδα, τήν ἀνάταση, τ’ ἀνείπωτα πανηγύρια τῆς καρδιᾶς, τίς ἑορτές τῶν ἑορτῶν καί τίς πανηγύρεις τῶν πανηγύρεων.
Ὑπάρχει καί μιά ἄλλη μοναξιά, ζωηφόρα καί χαριτόδοτη. Μιά μοναξιά πού ἀξίζει πολύ νά τῆς ἀφιερώσει κανείς ἀρκετό χρόνο. Ἕνα ἀποσυρμό ἀπό τή βουή τοῦ πλήθους μέ τήν τόση διάχυση, περίσπαση κι ἐξωστρέφεια ἀνωφελῆ. Μιά μοναξιά ὑγιῆ, ὡραία, καλή. Μακριά ἀπό τή μορφή ἐπικοινωνίας ἐκείνη τή συνεχῆ μέ τούς πολλούς, γιά νά μή μείνουμε ποτέ μέ τόν ἕνα, τόν ἑαυτό μας, καί νά μήν ἀναχθοῦμε, ἀπό φόβο, δειλία ἤ ἀγνωσία, στόν Ἄλλο, τόν πάντα Ἀναμένοντα, τόν Ἕνα, τόν Ἐνανθρωπήσαντα Θεό Λόγο. Νά βροῦμε τόν τρόπο, τόν τόπο, τήν ὥρα, τόν χρόνο γι’ αὐτή τήν ἱερή στιγμή, γι’ αὐτή τήν ἄλλη ἐπικοινωνία. Μέ γνώση, μέ τάξη, μέ πρόγραμμα. Δέν μιλᾶμε γιά μιά διαφυγή μερικῶν, ἀρκετῶν, ἀπό τίς πολλές τους ἀσχολίες γι’ ἀνάπαυλα, θέα τοῦ ἡλιοβασιλέματος καί τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ. Τούς ρομαντικούς αὐτούς βιαστικά τούς ἀντιπαρερχόμαστε. Τούς χαιρετοῦμε ὡς κουρασμένους πού ξεκουράζονται ἀλλ’ ὄχι ὡς πνευματικούς ἀνθρώπους, ὅπως ἴσως θέλουν νά ὀνομάζονται. Δέν μιλᾶμε γι’ αὐτούς πού καμώνονται πώς αὐτοσυγκεντρώνονται μέ τεχνικές ἀμφίβολης προελεύσεως καί ἀποτελεσματικότητος ἤ ἄλλους πού ἀφιερώνουν λίγο χρόνο σέ φευγαλέες κι ἐπιπόλαιες ὀνειροπολήσεις καί νομίζουν πώς μετανοοῦν, γιά κάποια συντριβή πού εἶχαν, ἐνθυμούμενοι τ’ ἀτοπήματά τους στό ταξίδι πού εἶχαν στό παρελθόν τους. Πρόκειται μᾶλλον γιά ψεῦτες φυγάδες τῆς ζωῆς, ὀνειροπαρμένους καί φαντασιόπληκτους. Οὔτε, ἐπιτρέψτε μας νά ποῦμε, ἀναφερόμαστε στούς ἀγαθούς, ὅσο τολμηρά ἀφελεῖς ἐκείνους πού νομίζουν πώς ζοῦν τήν πνευματική ζωή καί τήν ἱερά ἡσυχία, σεργιανίζοντας μ’ ἕνα κομποσχοίνι στό χέρι, σέ ἀκρογιαλιές καί πλαγιές ὡραίων βουνῶν, ἀκούοντας καλή μουσική ἔχοντας τά νέα βιβλία, τή γαστέρα πεπληρωμένη καί συντροφιά τούς φίλους πού δέν φέρνουν ἀντιρρήσεις. Κι ἀκόμη αὐτούς πού κάνουν πνευματικό τουρισμό ἐπισκεπτόμενοι καί ἱερούς τόπους καί συνομιλώντας μέ παρρησία μέ ἁγίους ἀνθρώπους, μά πού δέν βγαίνουν διόλου ποτέ ἀπό τό θέλημά τους. Συγχωρέστε μας παρακαλοῦμε, μά φοβόμαστε πώς δέν εἴμαστε καθόλου ὑπερβολικοί.
Ἀναφερόμαστε, ἀγαπητοί μου, στήν ἁγία ἐκείνη ἡσυχία, πού ἀξίζει κάθε κόπος καί μέριμνα γιά νά δώσουμε τή σημαντική αὐτή εὐκαιρία στόν ἑαυτό μας καί μέσα στή θορυβώδη αὐτή πολιτεία καί μέσα στό ἄστατο σπιτικό μας καί μέ αὐτά τά χάλια τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χαρακτήρα μας. Ἀνάγκη πᾶσα νά ἐλευθερωθοῦμε στήν ἁγία αὐτή μοναξιά. Χρειάζεται ἄσκηση, ὑπομονή, μόχθος, μέχρι νά σβήσουν τά σκοτάδια πού μᾶς κουράζουν στήν ἐργασία αὐτή. Νά βροῦμε τίς ρίζες καί τά ὅρια τῆς ὑπάρξεώς μας. Νά μάθουμε νά προσευχόμαστε. Νά γίνει ἡ σιωπή, πηγή, βροντή, σιντριβάνι, φῶς, καθώς λέει ὁ γλυκύτατος ποιητής ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος.
Χρειάζεται ἀγρύπνια, ἐγρήγορση συνεχής, ἀκινησία, γαλήνη. Ὁ Θεός εἶναι πλάι μας. Αὐτός μέ ὁδηγεῖ. Σ’ αὐτόν ὁδηγοῦμαι. Τί ἔχω νά φοβηθῶ; Ἀπελπισμένος ἀπό τίς φιλίες, τίς γνωριμίες, τίς τέχνες, τίς τεχνικές, τίς ἰδεολογίες, τίς φλυαρίες, τίς κοινοτυπίες, φθάνω στήν προνομιοῦχο ἐσχάτη ἀπελπισία, καί καθώς εἶμαι ἔτσι γυμνός, ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ ντύνει τήν πιό γνήσια ἐλπίδα. Μέ στηρίζουν σέ αὐτό τό θαῦμα ἡ Παναγία καί ὅλοι οἱ ἅγιοι.
Ἐντός αὐτῆς τῆς θείας μοναξιᾶς, ἀπαλλάσσομαι ἀπό τό προσωπεῖο πού ἀναγκάσθηκα νά φορέσω ἤ μοῦ φόρεσαν. Ἤμουν τρομοκρατημένος καί κάθε βράδυ πήγαινα καί σέ ἄλλη συγκέντρωση, ἄλλη ὁμάδα, γιατί, ἔπρεπε κάπου νά ἐνταχθῶ, ἀλλάσσοντας συνεχῶς προσωπεῖο. Ἐνδοσκαφώντας βιώνω, συνειδητοποιῶ, αἰσθάνομαι παιδί τοῦ Θεοῦ, βρίσκω, ἀποκαλύπτω τήν ταυτότητά μου, τό πρόσωπό μου, τό μοναδικό κι ἀνεπανάληπτο. Παρατηρῶ τίς κινήσεις τῶν παθῶν. Βλέπω καί βρίσκω τά ὅριά μου, τά τάλαντά μου, τίς δυνατότητές μου, λυτρώνομαι ἀπό τίς πλάνες, τούς φανατισμούς, τό ὑπέρμετρο, τό ὑποτονικό.
Θέλει δυνατή βούληση ὁ ἄνθρωπος γιά νά ὁδηγήσει τά βήματά του σέ τακτά διαστήματα στό ἅγιο αὐτό βῆμα τῆς αὐτογνωσίας καί θεογνωσίας. Γιατί ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἐντρύφηση γιά τούς δυνατούς καί φόβος γιά τούς ἀδύναμους. Τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ βήματος ἐξέρχεται κανείς μέ λιγότερη ἀτομικότητα, μέ περισσότερη ἀγάπη γιά τούς ἄλλους, μέ δύναμη γιά μεγαλύτερους ἀγῶνες, μέ νωπά τά δάκρυα γιά τόν πόνο τῶν ἀδελφῶν του. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι μόνος, δέν μπορεῖ ποτέ νά πάσχει ἀπό μοναξιά. Ἔχει διάλογο μέ τόν ἑαυτό του, ὅταν εἶναι μόνος καί μέ τόν Θεό του. Μέσα ἀπό τήν σπαρακτική μοναξιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τά τσαλαπατήματα πού τοῦ ἔκαναν ἀπρόσεκτοι στό δρόμο, στό λεωφορεῖο, στήν ἐργασία, στό σχολεῖο, πατήματα πού πέρασαν στήν ψυχή του, ὑψώνεται ἀπό τά βάθη φωνή πού σχίζει νέφη κι ἔρχεται στόν Τριαδικό Θεό, πού πάντα ἀκούει καί πάντα ἀπαντάει.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μόνο νά θερμαίνει τή φωνή του γνωρίζει, νά χαίρεται πού στέκεται δεύτερος, νά εἶναι φίλος καί μέ τόν ξένο, ν’ ἀρκεῖται στό ὀλίγο, νά κουράζεται στό πολύ, νά πλένει μέ δάκρυα τούς ἄπληστους, τούς ἄσωτους, δίχως κανένα παράπονο, καμιά δυσαρέσκεια, ἀκόμη κι ὅταν τόν ἐγκαταλείπουν αὐτοί πού ποτέ δέν θά τό περίμενες: συγγενεῖς, φίλοι, ὁμοϊδεάτες.
Μακριά ἀπό τήν τύρβη, τήν ἀγορά καί τή σύγχυση, στό ταμεῖο σου, πού τό διάλεξες ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, φαίνεται νά μή προσφέρεις τίποτε στούς ἄλλους, νά εἶναι μιά πράξη ἐγωϊστική, μόνο γιά τόν ἑαυτό σου, τή στιγμή μάλιστα πού οἱ ἄλλοι λένε σ’ ἔχουν ἀνάγκη καί πάσχουν ἀπό τήν ὀδυνηρή μοναξιά. Αὐτά, ὅπως θά ἔχετε ἀκούσει, προσάπτουν καί στούς μοναχούς. Ἡ πρώτη αὐτή ἐντύπωση δέν εἶναι ἀκριβής. Ἡ μοναξιά αὐτή εἶναι ἔργο ἐπίπονο, θέλει δύναμη, ἡρωϊσμό, ἐπιμονή. Εἶναι ἐργασία μακρά κι ἀτελείωτη, πού κάποτε μπορεῖ νά εἶναι καί προεργασία γιά μιά ἐπιστροφή σέ αὐτούς πού ἀφήσαμε ἔξω ἀπό τό κελλί μας, δίχως αὐτό βεβαίως νά εἶναι ὁ σκοπός τοῦ μονασμοῦ μας.
Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀκόμη καί οἱ πιό φλογεροί ἱεραπόστολοι, κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν ἐπίγεια ζωή του ἔζησαν τό μυστήριο τῆς θείας αὐτῆς μοναξιᾶς. Ἤ οἱ μεγάλες ἐκεῖνες μορφές τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης Μωυσῆς, Ἠλίας, Ἠσαΐας καί Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος.
Ἐπανερχόμενοι στόν κόσμο τοῦ αἰώνα μας τόν βρίσκουμε τραγικά μόνο, ἀπελπισμένο, ἀπαισιόδοξο, νά τά ἔχει συγκρούσει, παρ’ ὅλες τίς προσπάθειές του γιά κάτι ἄλλο, μέ ὅλους καί ὅλα, συναδέλφους, γονεῖς, φίλους, παιδιά, βιβλία, μαθήματα, ἐργασίες καί προπαντός μέ τόν ἑαυτό του καί τόν Θεό, πού αὐτοῦ ποτέ δέν τοῦ μίλησε, δέν τοῦ εἶπε τίποτε. Ἡ πιό σκληρή μοναξιά εἶναι νά εἶσαι πλάι στή σύζυγό σου καί νά μή μπορεῖς νά τῆς μεταδώσεις τά αἰσθήματά σου, τήν ἴδια στιγμή πού ἕνα μήνυμα μεταδίδεται ἀπό τή μιά ἤπειρο στήν ἄλλη, νά ὑπάρχουν πολυετῆ μυστικά μεταξύ τῶν συζύγων, νά εἶναι ἄγνωστος κι ἀνύπαρκτος ὁ διάλογος τῶν παιδιῶν μέ τούς γονεῖς, τούς δασκάλους, τούς κληρικούς. Δέν ὑπάρχει πιό ἄγρια μοναξιά ἀπό μιά οἰκογένεια νά κάθεται ὧρες ἀμίλητη μπροστά στήν τηλεόραση. Βρισκόμαστε σέ δύσκολα ἔτη. Ἡ μοναξιά σέ ἔξαρση. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει χαθεῖ. Ὁ Θεός δέν μιλᾶ.
Μέσα σέ αὐτή τήν ἐρημία τῶν πόλεων, τή φαινομενική σιωπή καί ἀπουσία τοῦ Θεοῦ καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά συνάξει τούς λογισμούς του, νἄλθει στά συγκαλά του, ὅπως λέει ὁ λαός, ν’ ἀφήσει τήν τόση κοσμική δραστηριότητα καί ν’ ἀπέλθει στό προσκυνητάρι του ἄλαλος, γυμνός, νήπιο, γιά νά μπορέσει ὁ Θεός νά τοῦ μιλήσει, νά τόν ντύσει, νά τόν ἀνδρώσει. Ἡ μοναξιά του τότε θά γίνει ἀπελευθερωτική καί θά αἰσθάνεται πλήρης. Μόνο μιά τέτοια ριζική μοναξιά ὁδηγεῖ σέ μιά ριζική σύλληψη τοῦ Θεοῦ, πού καταργεῖ κάθε δισταγμό, ἀμφιβολία καί ταλαιπωρία.
Μέσα στήν ἱερή μοναξιά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ν’ ἀντικρίζει τήν ὑπαρξιακή του πενία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου, πού αὐτή προκαλεῖ. Ἔτσι θέτει ὡς λύση τή φυγή, τήν ἀναβολή, ἠσυχάζοντας ἔτσι τόν πανικόβλητο ἑαυτό του μπροστά στό μέγα κενό πού συναντᾶ ἐντός του. Ἀρχίζει τότε ἕνα τρεχαλητό ἀσταμάτητο, πού ἐξαντλεῖται σέ συνεχεῖς κοινωνικές ὑποχρεώσεις, διασκεδάσεις ποικίλες καί προγράμματα ὑπεραπασχολήσεων, ὥστε οἱ ἄλλοι καί τά πράγματα, οἱ ἐργασίες καί οἱ ὑπερωριακές ἀπασχολήσεις, νά γίνονται κάλυμμα τῆς μεγάλης ἐνδείας του. Καί αὐτό πού εἴμαστε ἐμεῖς εἶναι ὅλος ὁ κόσμος· περιφέρεται, στροβιλίζεται, καταταλαιπωρεῖται, ἐρωτοτροπεῖ μέ τό ἄσπρο καί τό μαῦρο, μάχεται σπαράσσεται, ἐξοντώνεται.
Ἡ δουλειά γίνεται δουλεία, ἡ ἀγωνία τοῦ εὔκολου καί πολλοῦ κέρδους νόσος ἀνίατη καί βασανιστική. Ὁ φόβος γιά τό μέλλον αἰτία πλεονεξίας, φιλαργυρίας, θησαυρισμοῦ, ἐξόδου ἀπό τό μέτρο, λησμονιά τοῦ Θεοῦ. Ἰδού πώς ὁ ἀββᾶς Μάρκος ὁμιλεῖ περί τοῦ πῶς ὁ ἄνθρωπος δέν θά γίνει δοῦλος τῆς δουλειᾶς, ἀλλά ἐλεύθερος δοῦλος τοῦ Θεοῦ: Ὅποιος ἀποβάλλει τήν ἀνήσυχη μέριμνα γιά τά πρόσκαιρα κι ἐλευθερωθεῖ ἀπό κάθε ἀνάγκη θά δώσει ὅλη τήν πίστη του στόν Θεό καί τά αἰώνια ἀγαθά. Ὁ Κύριος δέν ἀπαγόρευσε τήν ἀπαραίτητη καθημερινή φροντίδα γιά τή σάρκα μόνο μᾶς ὑπέδειξε ν’ ἀσχολούμεθα μόνο μέ τή σημερινή ἡμέρα. Τό νά περιορίσουμε τά πολλά στά ἀπολύτως ἀναγκαῖα μέ προσευχή κι ἐγκράτεια εἶναι δυνατόν, μά νά τά παραβλέψουμε εἶναι ἀδύνατον. Συνοψίζοντας τά τοῦ διακριτικοῦ καλάμου τοῦ ἀββᾶ Μάρκου, θά παρακαλούσαμε νά εἴχαμε τήν προσοχή σας πιό τεταμένη σ’ ἕνα λεπτό σημεῖο πού ἀπασχολεῖ πολλούς πιστούς. Τίς ἀπαραίτητες ὑπηρεσίες, πού μᾶς ἐπιβάλλονται, πρέπει ὁπωσδήποτε νά τίς δεχόμαστε, ν’ ἀφήνουμε ὅμως τίς ἄσκοπες ἀπασχολήσεις, γιά νά προτιμᾶμε τήν προσευχή, ὅταν μάλιστα αὐτές μᾶς παρασύρουν στήν πολυτέλεια καί τήν πλεονεξία τῶν χρημάτων. Γιατί ὅσο μπορέσει κανείς νά περιορίσει, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ αὐτές τίς ἀπασχολήσεις καί περικόψει τό ὑλικό πού τίς τροφοδοτεῖ, τόσο καί περισσότερο συμμαζεύει τό νοῦ του ἀπό ἀνήσυχες περιπλανήσεις. Ἄν πάλι κανείς ἀπό ὀλιγοπιστία ἤ ἀπό κάποια ἀσθένεια δέν μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό, τουλάχιστον ἄς γνωρίσει καλά τήν ἀλήθεια κι ἄς προσπαθεῖ, ὅσο μπορεῖ, νά μέμφεται τόν ἑαυτό του γιά τήν ἀδυναμία αὐτή καί τή νηπιακή κατάσταση στήν ὁποία ἀκόμη βρίσκεται. Γιατί εἶναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί ὑπερηφάνεια. Τό ἐπαναλαμβάνουμε. Γιατί εἶναι πολύ προτιμότερο νά δώσουμε λόγο στόν Θεό γιά παραλείψεις, παρά γιά πλάνη καί ὑπερηφάνεια.
Παίζεται ἕνα δράμα στόν ἄνθρωπο πού μέ ἔνταση συνεχῶς ἐξέρχεται τοῦ ἑαυτοῦ του γιά νά βρεῖ τήν ἀνάπαυση καί τήν πληροφορία πού ἐντός του θά βρεῖ. Εἶναι ἀλήθεια πώς ἐπιστρέφοντας στόν ἑαυτό του πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά φιλοξενηθεῖ κατ’ ἀρχάς σ’ ἕναν τόπο ξένο ὅπου ὅμως ἐκεῖ θά βρεῖ τήν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου του καί θά τή ζήσει. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀληθινή ἀνθρώπινη μοναξιά, πού πηγή της ἔχει τή γνώση τῆς ἰδιαιτερότητός μας. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίζει, μετρᾶ, ἀναλαμβάνει τίς εὐθύνες του. Ἡ μυστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ τί εἴμαστε, τί μποροῦμε νά κάνουμε, τί θέλουμε καί τί ζητᾶμε, εἶναι μιά συνταρακτική καί καίρια στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ἐντός αὐτῆς τῆς ἡσυχίας σωζόμαστε, σώζουμε τό πρόσωπό μας, σώζουμε τήν ἀγάπη ἀπό τόν παρασυρμό καί τόν διασυρμό μιᾶς ἄθεης, ἀπρόσωπης, προσωρινῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη, ὅπως εἴπαμε, νικᾶ τή μοναξιά τοῦ ἐγώ καί φέρνει τό φῶς τοῦ ἐμεῖς.
Κουρασμένοι ἀπό τίς ματαιότητες, τίς πικρότητες, τό πηγαινέλα, τίς ἄχαρες χαρές πού γέμισε ἡ ζωή μας ἄς ἔλθουμε στήν πηγή τήν εὐλογημένη αὐτῆς τῆς μοναξιᾶς γιά νά ξεδιψάσουμε ὅσο θέλουμε. Ἄν δέ μείνουμε ἑκούσια καί ὑπεύθυνα μόνοι, θά γνωρίσουμε τά πάντα καί θ’ ἀγνοοῦμε τόν ἑαυτό μας. Σ’ ἕνα κόσμο σάν τόν κόσμο μας, πού κυβερνοῦν οἱ σοφιστές, οἱ σοφοί ἐξορίστηκαν, ἡ αἰδώς ἀπωλέσθη πού κυβερνιέται ἀπό τό ψεῦδος καί τήν ἀπάτη, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἱστορία μας νά παραχαράσσεται, τό Εὐαγγέλιο νά παρερμηνεύεται, τά σχολικά ἐγχειρίδια νά διαπλάθουν μαριονέτες τῶν ἰδεῶν τῶν ἑκάστοτε κρατούντων, ἡ γλῶσσα νά κατακρεουργεῖται κι ὁ σεβασμός τῆς παραδόσεως, τοῦ ἤθους καί τῆς ὀρθοστασίας ν’ ἀναζητοῦνται ματαίως μετά τοῦ ἀπολεσθέντος κάλλους τοῦ ὕφους τῶν Ἑλλήνων, πού θέλουν ἐλευθερία δίχως ἀρετή καί τόλμη. Μόνη τελικῶς καταφυγή στῶν καιρῶν μας τόν πιθηκισμό καί τή δυτικοπληξία, τόν εὐσεβισμό καί τόν ἀνώδυνο κοινωνικό νεοχριστιανισμό, στήν ἄγνοια τῆς ζωηφόρου ἱερῆς Παραδόσεως τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους τό στήσιμο τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ καθενός ὅπου μπορεῖ. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη μορφή ἀντιστάσεως στήν κατρακύλα καί τόν ἀποχρωματισμό. Τό νά μένει κανείς θεληματικά μόνος σέ μιά κοινωνία πού τόν θέλει νά τή χειροκροτεῖ καί νά τόν συγχωνεύει εἶναι πράξη ἡρωϊκή. Λέγετε ἀδελφοί μου, «μή μου ἅπτου», στόν κόσμο πού τήν ἀπάτη θεωρεῖ εὐφυΐα καί τήν τιμιότητα ὀλιγόνοια.
Εἶναι πολλοί κρυμμένοι πού σᾶς ἀκολουθοῦν καί σᾶς ἐνισχύουν μέ τίς δικές τους προσευχές. Μοναχοί τῶν ὀρέων, δοσμένοι ὅλοι στόν Θεό, πού ἀγρυπνοῦν γιά σᾶς, πού σκέπτονται καί σᾶς πολύ καί σᾶς μελετοῦν καί μνημονεύουν κι ἄς μή σᾶς μιλοῦν κι ἄς μή τούς εἴδατε, σιωπηλοί καί ἔγκλειστοι, ζῶντες καί κεκοιμημένοι, μέ ὑψωμένα τά χέρια, μέ γόνατα καί δάχτυλα πού ἔβγαλαν κάλους ἀπό τίς μετάνοιες, πού τήν ὀσφύ τους ἔχουν πάντα κυρτωμένη στόν Θεό τοῦ Ἐλέους, τῆς Ἀγάπης καί τῆς Συγγνώμης.
Φτιάχνοντας ὁ ἄνθρωπος τόν ἐσωτερικό του κόσμο γίνεται ἀπρόσβλητος στίς ὀργανωμένες ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ, ἄφοβος σέ ὅποια φοβέρα, προσβολή καί ὕβρη κι ἄν ἀκούσει. Ἐναποθέτοντας κανείς πᾶσα τή ζωή του στά πόδια τοῦ Θεοῦ, παρακαλώντας τον γι’ αὐτή τήν ὑπεύθυνη καί σωστή ζωή πού θέλει νά ζήσει, θά φωλιάσει ἡ ζεστασιά τῆς βεβαιότητας μιᾶς γλυκύτατης παραμυθίας, ἡ καρδιά θ’ ἀποκτήσει ἀφάνταστο εὖρος, ὁ ἄνθρωπος τότε προγεύεται τήν ἀθανασία, δέν εἶναι πιά ποτέ μόνος, μά παρέα μέ τόν Χριστό καί τούς φίλους του, τούς ἁγίους. Ἡ ἐσωτερική τότε αὐτάρκεια τοῦ ἀνθρώπου φυγαδεύει ἀμέσως καί βίαια τή μοναξιά. Ὁ ἄνθρωπος ὁ πιστός δέν συνθλίβεται ἀπό ἕνα ἀπρόσωπο, ἄκοσμο κόσμο, τή βουή τῶν μηχανῶν, τό φραγγέλιο τῶν νόμων, τήν παντοδυναμία τῆς τεχνικῆς, τῶν διαστημικῶν κατακτήσεων, τῶν ἠλεκτρονικῶν ἐγκεφάλων, τῶν ἐχθρικῶν καί ἀνάπηρων κοινωνιῶν, τῶν βάρβαρων καί μαζοποιημένων πολιτειῶν. Τό χνῶτο τοῦ Θεοῦ πού ἄγγιξε τόν πιστό στίς ὧρες τίς σιγῆς του θά τόν κάνει δυνατό ν’ ἀνταπεξέρχεται τή μηδενισμένη ζωή, τήν ἀνεξάντλητη μοναξιά τοῦ κόσμου μέ τό θρυμματισμένο πρόσωπο. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ὕστερα ἀπό μιά προσωπική σχέση τῆς ὑπάρξεώς του μέ τόν Θεό. Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς καί τά ρήγματά της ξεπερνιοῦνται τώρα εὔκολα. Τό κενό ἐξαφανίζεται καί ἡ μοναξιά δύει. Στίς θωπεῖες τῆς ἀγκάλης τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τίς ἐπιπλήξεις, ὁ ἄνθρωπος ἰσορροπεῖ καί ἡ ἀγωνία τῆς ὑπάρξεως παύει.
Εἶπαν πώς ὁ κάθε ἄνθρωπος κουβαλᾶ τή μοναξιά του. Ὁ σαλός ἔχει μιά ἐπικίνδυνη μοναξιά. Ὁ ἀσθενής μιά ἐναγώνια μοναξιά. Ὁ ἄδικος πλούσιος μιά πικρή ὅσο ἄσχημη μοναξιά. Μά ὁ πιστός ἔχει μιά μόνιμη, ἀγιάτρευτη καί κορυφαία μοναξιά: πῶς θά σωθεῖ. Συνηθίζουμε νά λέμε ἡ μοναξιά τοῦ ἀπόβραδου, τοῦ πένθους, τῆς ξενιτειᾶς. Κι ὁ καθένας τήν κάθε μιά περίπτωση τήν ἀντιμετωπίζει κατά πῶς δύναται. Μά ἐμεῖς, μπροστά στό αἰώνιο αἴνιγμα τῆς ὑπάρξεως, οἱ υἱοί τοῦ Θεοῦ, κατά χάριν καί κατά μέθεξιν, οἱ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν, τά φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, πότε θά τολμήσουμε νά ριψοκινδυνεύσουμε ἕνα ἀποτίναγμα τῶν ἰδεῶν καί τῶν πολλῶν συζητήσεων καί νά σταθοῦμε ἐνώπιοι ἐνωπίῳ μέ μιά ἀπόφαση γιά μιά ριζική τῆς ζωῆς μας ἀλλαγή; Μέχρι πότε θά περιστρεφώμεθα, θά περιτριγυρίζουμε περί τό θέμα καί ποτέ δέν θά εἰσερχόμεθα ἐντός; Δέν ἔχουμε δυστυχῶς πολλά περιθώρια. Οἱ κινήσεις μας εἶναι συνεχῶς παλινδρομικές κι ἀμφιταλαντευόμενες. Μιλᾶμε περί Θεοῦ καί τόν Θεό δέν τόν γνωρίζουμε. Τόν ἐπιθυμοῦμε καί δέν τόν ἔχουμε. Προχωρᾶμε πρός αὐτόν καί τήν τελευταία στιγμή βρίσκουμε ἕνα παραπόρτι κι ὁλοταχῶς τοῦ ξεφεύγουμε. Ἀγαπᾶμε κακῶς, ὑπέρ τοῦ δέοντος τόν ἑαυτό μας. Εἴμαστε ἀξιοδάκρυτοι, ἀδικαιολόγητοι, νωχελεῖς. Δέν τόν ἀντέχουμε τόν Θεό. Τόν φοβόμαστε, τόν κοροϊδεύουμε, δηλαδή κοροϊδευόμαστε, κι εἴμαστε πλήρεις ὡραίων καί πειστικῶν προφάσεων. Φθάνουμε νά ἀγαποῦμε τό ψέμα μας, νά μή ντρεπόμαστε, οὔτε κἄν νά μή τό δικαιολογοῦμε. Ὅμως κι ὁ Θεός δέν κουράζεται διακριτικά νά μᾶς κυνηγᾶ καί νά μᾶς θυμίζει τήν παρουσία του, στούς πόνους καί τίς χαρές μας, στά λάθη καί τίς νίκες μας.
Εἶναι ἀναγκαῖο ὁ πιστός νά ξαναρχίσει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Ἄς ἀφήσει τά πλήθη ν’ ἀλαλάζουν, μή τόν κανακεύουν κι ἐπηρεάζουν οἱ λόγοι τους. Ἡ ὁδός του εἶναι στενή, ἀνηφορική, μαρτυρική καί μοναχική μά σωτήρια, ὅπως σαφῶς τό δήλωσε. Πρέπει ἐπιτέλους κάποτε ὁ πιστός νά προσκολληθεῖ μέ ἀγάπη στά ἀπαραίτητα καί οὐσιαστικά γιά τήν προσωπική του ὕπαρξη, λησμονώντας ἀποφασιστικά κι ἀμετάκλητα τά δευτερεύοντα καί περιττά. Ὁ λόγος τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι φοβερός. Τούς χλιαρούς θά τούς ἐμέσω, λέει ὁ Θεός. Τό ρῆμα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι λίαν δηλωτικό τῆς ἀπέχθειάς του πρός τούς δίψυχους. Ἡ συντροφιά τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι χαρά γιά τόν πρῶτο καί ἡ μεγαλύτερη ἐλευθεροποιός μακαριότητα γιά τόν δεύτερο. Ἡ γνωριμία καί συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποκομμένη ἀπό αὐτή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἀδελφῶν μας. Αὐτά πᾶνε πάντα ἀντάμα. Ὁ φίλος τοῦ Θεοῦ εἶναι φίλος καλός τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἄλλων, δίχως σέ αὐτές τίς σχέσεις νά ὑπάρχει ἔπαρση, ἀπομονωτισμός, ἡ ἡδονή τῆς αὐτολατρείας, ἡ φιλοθεΐα νά γίνει φαρισαϊκή καί ἡ φιλανθρωπία καθηκοντολογία. Τό ἄνοιγμα αὐτό πρός τίς τρεῖς πλευρές γίνεται σύμμετρα, ἰσορροπημένα, μέ γνώση, ἐλευθερία κι ἀγάπη. Ἡ παθολογική ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους εἶναι ἐμπόδιο τῶν σχέσεών μας μέ τόν Θεό, λέγει ὁ μεγαλόπνοος ἀββᾶς Ἠσαΐας, διδάσκαλος τῆς ἐρήμου τοῦ 4ου αἰώνα.
Ὁ Κικέρων ἔλεγε: Μεγάλη πολιτεία, μεγάλη μοναξιά! Τή ρήση του ἐπαναλαμβάνουν ἀγωνιωδῶς μυριάδες στόματα σήμερα. Αὐτή ἡ μοναξιά, ἡ βαριεστιμάρα, ἡ χαλαρότητα, ἡ χλιαρότητα, ἡ ὑποτονικότητα, ἡ βραδύτητα, ἡ συνεχής μελλοντολογία, δίχως νά κάνεις σήμερα τίποτε, ἡ ἀνικανοποίηση, ὁ κορεσμός, τό αἴσθημα φυγῆς, ὁ ἀντιηρωϊσμός, στήν ἀσκητική γραμματεία ὀνομάζονται ἀκηδία καί μαστίζει ἀλύπητα καί συχνά καί κάθε ἀπρόσεκτο μοναχό. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ μέγας αὐτός Βυζαντινός Θεολόγος, νά πῶς μιλᾶ γι’ αὐτή: Ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς τίς σκλαβώνει καί μαζί κι ἀμέσως φουντώνει ὅλα σχεδόν τά πάθη, γιατί ἀπ’ ὅλα τα πάθη εἶναι τό πιό βαρύ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ βαθύς αὐτός γνώστης καί τῶν λεπτότερων κινήσεων τῆς ψυχῆς, σέ μοναχούς πού τοῦ ζήτησαν πληροφορίες, τή χαρακτηρίζει μέ βαρειά λόγια: Εἶναι χαλάρωση τῆς ψυχῆς, ξεστράτισμα τοῦ νοῦ, ἀμέλεια τῆς ἀσκήσεως, μίσος τοῦ μονασμοῦ, κοσμικῶν μακαρίστρια, ἀσέβεια τοῦ Θεοῦ, λησμονιά τῆς προσευχῆς. Ὁ Εὐάγριος ἀναφέρει πώς ἡ ἀνυπόφορη αὐτή ψυχική κατάσταση κάνει τό θύμα της νά μή ξέρει τί νά κάνει, νά βλέπει νά μήν περνᾶ ἡ ὥρα, πότε θά ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, πού ἀργεῖ. Ὁ Ἀντίοχος, πού ἔζησε τόν 7ο αἰώνα, γίνεται πιό παραστατικός καί ἀκριβής: Ἡ κατάσταση αὐτή σοῦ φέρνει ἀγωνία, ἀπέχθεια γιά τόν τόπο πού μένεις, ἀλλά καί πρός τούς ἀδελφούς σου καί γιά κάθε ἐργασία καί γι’ αὐτή τήν Ἁγία Γραφή ἀηδία καί συνεχῆ χασμουρητά. Ἀκόμη σέ κάνει νά πεινᾶς καί νά στριφογυρίζεις, πότε θά ’ρθει ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ. Καί ἀφοῦ ἀποφασίσεις νά πάρεις ἕνα βιβλίο, νά διαβάσεις λίγο, τό παρατᾶς, κι ἀρχίζεις νά ξύνεσαι καί νά κυττᾶς ἀπ’ τά παράθυρα καί πάλι λίγο διαβάζεις, μετά, μετρᾶς τίς σελίδες καί βλέπεις τούς τίτλους τῶν κεφαλαίων. Τέλος παρατᾶς τό βιβλίο καί κοιμᾶσαι, καί ἀφοῦ λίγο κοιμηθεῖς πάλι σηκώνεσαι. Κι αὐτά ὅλα τά κάνεις γιά νά περνᾶ ἡ ὥρα… Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει πώς εἶναι πολύ βαρύς καί σκληρός αὐτός ὁ πόλεμος γιά τούς μοναχούς. Καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέει πώς τό πάθος αὐτό μπορεῖ νά σέ πάει στόν βυθό τοῦ ἅδη.
Ὁ πατερικός Ντοστογιέφσκυ δίδοντας μιά λύση βάζει στά χείλη τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ νά μᾶς πεῖ πώς πρέπει νά καταστήσουμε τούς ἑαυτούς μας ὑπεύθυνους γιά τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Ἡ αἴσθηση αὐτή γιά τή σωτηρία μας μέσῳ τῶν ἄλλων μᾶς δίνει νά καταλάβουμε πώς ἡ ἀγάπη δέν ἐξαντλεῖται μόνο νά δίνει τό καλό, ἀλλά νά κάνει δικές της τίς ἀγωνίες καί τούς πόνους τῶν ἄλλων. Οἱ μοναχοί καθημερινῶς προσεύχονται ὑπέρ τῆς σωτηρίας παντός τοῦ κόσμου. Πλασμένοι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι δικοί του, εἴμαστε ἀδέλφια, παιδιά του. Ἡ μοναξιά καταργεῖται ἐν Θεῷ. Εἴμαστε ὅλοι «ἀλλήλων μέλη» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἔτσι οἱ ἁμαρτίες καί οἱ ἀρετές μας ἔχουν ἐπίδραση καί στούς ἄλλους, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε, εἴμαστε μέλη ἑνός σώματος. Ἡ ἀκηδία γίνεται ἀφορμή ἐντονώτερης προσευχῆς, οἱ δυσκολίες εὐκαιρία ὡριμάνσεως καί προόδου πνευματικῆς.
Μέ τήν ἐλπίδα πώς δέν γινόμαστε κουραστικοί θά ἐπαναλάβουμε πώς ἡ φυγή ἐκ τοῦ κόσμου, ἐντός ἤ ἐκτός αὐτοῦ πού τόσο ἔχει κατηγορηθεῖ ὡς λιποταξία, εἶναι πράξη γενναία καί ἀπαραίτητη, πράξη ἀντιστάσεως στόν ἰσοπεδωτισμό πού σαρώνει τά πάντα. Μέσα τήν ἁγία ἡσυχία βρίσκοντας ὁ ἄνθρωπος τήν αὐθεντικότητά του, τήν ὡραιότητα τῆς μοναδικότητας τοῦ προσώπου του ξεχωρίζει ἀπό τήν ἐκφυλισμένη μάζα. Κονταροχτυπημένος ἀπό τόν Θεό ἐπανέρχεται στά κοινά ζωηρότερος καί δυνατώτερος γιά δημιουργία καί ὁλοκάρδια προσφορά.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος: Ἄν δέν πεῖ στήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἐγώ μόνος καί ὁ Θεός εἴμαστε σ’ αὐτόν τόν κόσμο, δέν θά βρεῖ ποτέ ἀνάπαυση. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει πώς ἡ ἡσυχία στή μοναξιά δέν εἶναι μικρή διδασκαλία ἀρετῆς. Καί ἀλλοῦ σημειώνει ὁ χρυσορρήμων ποταμός: Ὅπου κι ἄν εἶσαι, μπορεῖς νά στήσεις τόν βωμό σου. Μόνο καθαρή προαίρεση νά δείξεις καί οὔτε ὁ τόπος σ’ ἐμποδίζει, οὔτε ὁ καιρός καί χωρίς νά γονατίσεις καί χωρίς τό στῆθος σου νά κτυπήσεις καί τά χέρια σου στόν οὐρανό νά ὑψώσεις, τή διάνοιά σου μόνο νά ἔχεις θερμή καί τότε εἶσαι ὅλος ἀπηρτισμένος. Δέν ἐνοχλεῖται ἀπό τόν τόπο ὁ Θεός, ἕνα μόνο ζητᾶ διάνοια θερμή καί ψυχή πού ἐπιθυμεῖ τή σωφροσύνη. Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος στίς πνευματικές του ὁμιλίες γίνεται πιό στοργικός: Κι ἄν πτωχεύσεις ἀπό πνευματικά ἀγαθά, λύπη καί πόνο συνεχῆ νά ἔχεις, γιατί εἶσαι ἔξω ἀπό τή βασιλεία Του καί σάν τραυματισμένος φώναζε στόν Κύριο καί ζήτα Του γιά ν’ ἀξιωθεῖς καί σύ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Παρακάτω σημειώνει: Κλαίει ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τίς ψυχές πού δέν χορταίνουν μέ οὐράνια τροφή. Καί συνεχίζει μέ τ’ ἀξιοσημείωτα καί ἀξιομνημόνευτα: Ὅλα εἶναι πολύ εὔκολα σ’ αὐτούς πού θέλουν νά μεταμορφωθοῦν ψυχικά, μόνο ν’ ἀγωνίζεται κανείς νά γίνει φίλος καί εὐάρεστος στόν Θεό καί θά λάβει πεῖρα καί αἴσθηση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν καί μακαριότητα ἀνέκφραστη καί ἀληθινά μεγάλο θεῖο πλοῦτο.
Ἄγευστος ὁ ὁμιλῶν τελείως τῶν πνευματικῶν αὐτῶν καταστάσεων θά ἔπρεπε μᾶλλον νά σιωπᾶ καί νά ἐργάζεται στή φίλη ἔρημο τό ξερίζωμα τῶν παθῶν. Ὁ ὁμιλητὴς ὅμως θέλει ν’ ἀναφέρεται σέ ἀνθρώπους πού εἶδε κι ἄκουσε, κατοίκους τῆς ἱερᾶς ἀθωνικῆς χερσονήσου, τῶν ἤρεμων πλαγιῶν τῶν πενιχρῶν καλυβῶν, τῶν ταπεινῶν κελλίων, ὅπου ζοῦν τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Μοναχοί χαρισματοῦχοι καί οὐρανότρωτοι, χριστοφόροι καί θεοφιλεῖς, λάτρεις τῆς ἡσυχίας, τῆς μονώσεως, ἐργάτες βροντεροί τῆς σιωπῆς, μόνοι μά δίχως μοναξιά, πού στή μοναξιά τους θυμοῦνται τίς μοναξιές ὅλου τοῦ κόσμου καί τίς ὧρες πού ἀκούσια ἄλλοι πάσχουν ἀπό ἀϋπνίες κι ἄλλοι ξαγρυπνοῦν ἀνούσια, ἀνέστιοι καί ἀνέραστοι, σέ τόπους ξένους, αὐτοί ἑκούσια ἀγρυπνοῦν προσευχόμενοι, ὑπέρ ὑγείας, σωτηρίας, ἐλέους καί θείας βοηθείας σύμπαντος τοῦ κόσμου.
Ὁ περιβόητος ἀσκητής τοῦ Ἄθω Χατζη-Γεωργης, στό θαυμάσιο βιβλίο ἑνός σύγχρονου ἐρημίτου, πού πρόσφατα κυκλοφόρησε, ἀναφέρεται ὡς πιστός φίλος τῆς ἡσυχίας τῶν σπηλαίων, τῆς ἐρήμου, φιλότιμος ἀγωνιστής, μεγάλος νηστευτής, ὅπου τήν ἀνάπαυση ἔβρισκε στήν ἀγρυπνία, τήν προσευχή καί τή μόνωση. Ἡ ἔρημος δέν τόν ἀγρίεψε μά τόν ὀμόρφυνε πιό πολύ. Γράφει ὁ σεβαστός βιογράφος του: Ὁ Χατζη-Γεωργης εἶχε πολλή ἀγάπη γιά ὅλους, ἄδολη. Ἦταν πάντοτε εἰρηνικός, ἀνεξίκακος καί συγχωροῦσε. Εἶχε μεγάλη καρδιά, γι’ αὐτό ὅλα καί ὅλους τούς χωροῦσε, ὅπως ἦταν. Εἶχε ἐξαϋλωθῆ κατά κάποιον τρόπο. Ζώντας τήν ἀγγελική ζωή, ἔγινε Ἄγγελος καί πέταξε στούς Οὐρανούς, διότι δέν κρατοῦσε τίποτε, οὔτε ψυχικά πάθη οὔτε ὑλικά πράγματα. Ὅλα τά πετοῦσε, γι’ αὐτό καί πέταξε ψηλά.
Ὁ Κατουνακιώτης ἡσυχαστής Γέροντας Γεράσιμος ἔκαμε 17 ἔτη –σημειώνει συνασκητής του– εἰς τήν κορυφή τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ παλεύων μέ δαίμονας καί κεραυνιζόμενος ἀπό τούς καιρούς, ἔμεινε ἄσειστος στύλος ὑπομονῆς. Εἶχε τά δάκρυα συνεχῆ. Γλυκαινόμενος μέ τή μελέτη τοῦ Ἰησοῦ ἐξετέλεσε τόν ἀμέριμνον καί ἡσύχιον βίον του.
Ὁ ἐπίσης Κατουνακιώτης ἡσυχαστής Καλλίνικος ἀγάπησε τόν πόνο, τόν κόπο καί τήν ἡσυχία ὑπέρμετρα. Νιβόταν μέ τόν ἱδρώτα καί τά δάκρυά του. Τά τελευταῖα 45 ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ τά ἔζησε ἔγκλειστος προσευχόμενος ἀδιαλείπτως. Τό πρόσωπό του ἔφθανε νά λάμπει σάν τοῦ Μωυσῆ κατερχόμενου ἀπό τό Σινᾶ.
Καθώς ἐπίσης ὁ πνευματικός Ἰγνάτιος, ὅπου ἔκλεινε τά παντζούρια τοῦ κελλιοῦ του γιά νά μήν βλέπει τόν ἐρχομό τῆς ἡμέρας καί νά συνεχίζει τήν προσευχή του. Τόν κάθε ἐπισκέπτη του τόν παρακαλοῦσε λέγοντας: Ἀγάπησε τόν Θεό πού σέ ἀγάπησε. Λησμονοῦσε νά πλυθεῖ, νά χτενιστεῖ, νά φάει καί τό κομποσχοίνι δέν τό ἄφηνε. Σάν ἔχασε τό φῶς του ἔγινε πιό φωτεινός. Εὐωδίαζε ἐν ζωῇ, εὐωδίασε καί μετά τήν κοίμησή του. Ὁ ὀνομαστός Μικραγιαννανίτης παπα-Σάββας ὁ Πνευματικός τή δύναμή του ἀντλοῦσε ἀπό τίς καθημερινές ἔνδακρεις θεῖες λειτουργίες του, ὅπου μνημόνευε ἐπί τρεῖς ὧρες χιλιάδες ὀνόματα καί ἀπό τίς ὁλονύκτιες στάσεις του.
Αὐτή εἶναι ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου σιωπηλή, προσευχομένη, γαληνιῶσα, μακαρία. Δέν προσπαθήσαμε νά ὡραιοποιήσουμε ἰδανικές καταστάσεις ἐξαιρέσεων. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς ἐρήμου. Βεβαίως ἐάν ἕνας μοναχός δέν ἔχει μιά ἔντονη πνευματική ζωή καί μιά συνεχῆ ἐγρήγορση θά περιπέσει σέ μύριους πειρασμούς, ἡ ἀκηδία θά τόν ὁδηγήσει στήν ἀπομόνωση καί τότε θά γίνει περίγελως ἀγγέλων καί δαιμόνων, κτηνώδης καί θηριώδης, χειρότερος τοῦ χειροτέρου κοσμικοῦ καί ἡ ἐρημία τῆς ἐρήμου ἀβάσταχτη.
Οἱ πόλεις γίνονται ὅλο καί πιό ἔρημες καί θά γίνονται κι οἱ ἔρημοι θά πολίζονται καί κανείς ἀμετανόητος δέν θά δύναται νά ἐμποδίζει τή μετάνοια τῶν θελόντων, τήν ἱκεσία τῶν πιστῶν, τή δέηση τῶν πενήτων. Οὐδείς δύναται νά ἐμποδίζει τόν κάθε ἐλεύθερο ν’ αὐτοφυλακίζεται, νά αὐτοεξορίζεται, νά ζεῖ τό μυστήριο τοῦ ζῶντος Θεοῦ, τό θαῦμα μέσα στό μαρτύριο καί τήν ταπείνωση, ἐκεῖ ὅπου πάντα ἀνθεῖ τό ὀρθόδοξο βίωμα. Ἐντός τῆς σιγῆς, τῆς σιωπῆς καί τῆς προσδοκίας, ζωντας τήν ὑπέρβαση τοῦ χριστιανισμοῦ, πού ἔγκειται, ὄχι στήν ἐξαφάνιση τοῦ κακοῦ, ἀλλά στήν τίμια παραδοχή τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῶν ἄλλων, βιώνοντας τήν πενία τοῦ πλούτου, τόν πλοῦτο τῆς πενίας, τήν ὑγεία τῆς ἀσθένειας, τήν εὐλογία τῆς δοκιμασίας, τή δύναμη τῆς ἀδυναμίας, τή χαρά τῆς ὑπομονῆς, τή νίκη τῆς ἧττας, τήν τιμή τῆς ἀδοξίας, τήν ἐλευθερία τοῦ ἐγκλεισμοῦ, τή μεγαλειότητα τῆς σμίκρυνσης, τήν ἀντίσταση στόν θάνατο, τήν Ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Καί τοῦτα κανείς ἄς ἀναμένει ὄχι ἀπό τήν ἐξουσία τῶν ἀρχῶν τοῦ κόσμου, ἀλλά ἀπό τήν ἐξουσία ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας, καί τή δημιουργία ὑγιῶν καί φωτεινῶν μικρῶν ἑστιῶν, πού ὀνομάζονται ἐκκλησία, κελλί, ἐργαστήρι, γραφεῖο, αἴθουσα, δωμάτιο. Ἔτσι ἡ ἐρημία τῶν πόλεων θά συνεχίζει νά ὑπάρχει, ἀλλά δέν θά περνᾶ στήν καρδιά. Ἔτσι ἀλλάζει ὁ κόσμος. Ἔσωθεν καί ὄχι ἔξωθεν καί ἄνωθεν. Μή θεωρεῖται μεγάλος ὁ ἱεραπόστολος τῆς Ἀφρικῆς καί ὁ κάθε ἐφευρέτης. Μέγας εἶναι ὁ μικρός πού ὑπομένει τήν παραφροσύνη, τήν ἀδικία, τόν κατατρεγμό, τόν πόνο τοῦ πλησίον καί τόν δικό του. Μεγαλύτερος εἶναι, κατά τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, αὐτός πού γνώρισε καί νίκησε τά πάθη του ἀπό αὐτόν πού ἀνασταίνει νεκρούς.
Ὅλοι ὅσοι ἀναζητοῦν τή λύτρωση ἀπό τό ἄγχος, τή θλίψη, τό κενό καί τή μοναξιά καλοῦνται ἀπροφάσιστα νά κλείσουν μιά συνάντηση, ἕνα ραντεβοῦ, ἄν θέλετε, ἐπιτέλους, μέ τόν ἑαυτό τους, ἕνα ραντεβοῦ ὁπωσδήποτε μέ τόν Θεό καί τότε ἄς θυμηθοῦν καί τήν ἐλαχιστότητά μας, πού προσπάθησε νά μή σᾶς κουράσει μά νά πού δυστυχῶς, φαίνεται, δέν τά κατάφερε. Ἀδαής πολύ ὑπάρχων μετέβαλε ὁ ὁμιλητής τό βῆμα σέ ἄμβωνα καί μάλιστα ἐνώπιον φωτισμένων καί διακεκριμένων προσώπων.

μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου
(«Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου καί ἡ ἐρημία τῶν πόλεων» Τὸ πρῶτο κεφάλαιο ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ΠΡΩΤΟ βιβλίο, τοῦ μακαριστοῦ μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, Ἐκδόσεις «Τῆνος», Ἀθῆναι 1987)http://blogs.sch.gr/kantonopou/


Ο Θεός είναι υπόθεση ολόκληρης της ημέρας



Ο Θεός δεν είναι υπόθεση μερικών στιγμών του εικοσιτετραώρου. Είναι υπόθεση ολόκληρης της ημέρας, η μνήμη του πρέπει να είναι συνεχής, η σκέψη ότι η σκέπη του μας συνοδεύει παντού και πάντοτε.
Όλη η ήμερα μας πρέπει να είναι προετοιμασία για τις κορυφαίες αυτές ιερές ώρες του εναγκαλισμού μας με τον Θεό. Και οι ώρες της προσευχής αφετηρία δυνάμεων για τις ώρες που θ’ ακολουθήσουν στον αγώνα μας προς συνάντηση των άλλων, των πειρασμών και των θλίψεων, των ευχάριστων και των δυσάρεστων.
Το Ωρολόγιο, το Ψαλτήριο, τα Μηναία, το Τριώδιο, το Πεντηκοστάριο, η Παρακλητική δεν είναι βιβλία μόνο για τ’ αναλόγια των εκκλησιών αλλά και για το ταμείο των οικείων μας. Είναι εργαλεία τα βιβλία αυτά. Είναι ωραίο κανείς ν’ αγαπήσει την καθημερινή συντροφιά τους, έστω κι ένα μικρό Όρθρο να κάνει, μερικούς ύμνους του Εσπερινού να πει ή το Απόδειπνο και τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, πού πολύ την χαροποιούν και περισσότερο μας χαροποιεί εκείνη.
Επανερχόμενοι στο προπαρασκευαστικό σημείο της προσευχής, στη μελέτη, ας τονίσουμε αυτό πού λέει ο Μέγας Αθανάσιος στο σπουδαίο περί Παρθενίας έργο του «τον αφιερωμένο στον Θεό πιστό πρέπει να τον βρίσκει ο ήλιος με το βιβλίο στο χέρι».
Άλλα και γιατί άλλες ώρες της ημέρας και της νύχτας δίνει συμβουλές ποια να’ ναι η στάση του πιστού απέναντι στον Θεό. Είναι γεγονός πώς τα βιβλία ωφελούν, αλλά δεν οδηγούν πάντα στην προσευχή. Ανώτερη των βιβλίων διδάσκαλος είναι η ίδια η προσευχή, στην οποία μαθητεύουν τα πλήθη των ασκητών, δίχως πολλές φορές καμιά βοήθεια από τα βιβλία. Και δίχως τα βιβλία και δίχως τις εκκλησιαστικές συνάξεις, όταν αυτά δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να είναι πάντα μαζί μας και κοντά μας, με την εσωτερική εργασία της προσευχής, πού μπορούμε πάντα να την έχουμε εντός μας. Έτσι ναός του Θεού και άγιο θυσιαστήριο γίνεται η ψυχή του κάθε αληθινού προσευχόμενου. Και η προφορική και η μετά των βιβλίων και η έκφωνη και η μυστική καλές προσευχές είναι, μόνο αν είναι προσεκτικές.
Όπως δεν υπάρχει φυτό χωρίς ρίζα, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει καλλιέργεια της ζωής της προσευχής δίχως τη μυστηριακή ζωή και μάλιστα τη Θεία Ευχαριστία. Οι μοναχοί την προσευχή του κελιού τους τελειώνουν στο ναό. Και την προσευχή του ναού τελειώνουν στο κελί τους. Ή βρώση και η πόση του σώματος και του αίματος του Κυρίου πού μετέλαβαν στη Θεία Λειτουργία, συνεχίζεται στο άγιο θυσιαστήριο των καρδιών τους με την προσευχή…
Τι είναι τέλος πάντων αυτή η πολυσυζητημένη προσευχή; Αξίζει τόσο κόπο, μέριμνα, φροντίδα, προσοχή κι εκτίμηση; Ας δώσουμε τον λόγο ξανά στους Αγίους Πατέρες μας για να μας απαντήσουν καλύτερα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει: «Η προσευχή είναι λιμάνι στις τρικυμίες της ζωής, άγκυρα στους κλυδωνισμούς της, στήριγμα των κλονιζόμενων, θησαυρός των φτωχών, ασφάλεια των πλουσίων, θεραπεία των ασθενών, διατήρηση της υγείας. Τα αγαθά τα κάνει μόνιμα και τα κακά τα διώχνει».
Και συνεχίζει ο θεοφόρος οικουμενικός πατήρ, μακριά από ρητορικά σχήματα και μεγαλοστομίες. «Η προσευχή σιγάζει τα πάθη της ψυχής, καταπραΰνει τις εξεγέρσεις του θυμού, διώχνει τον φθόνο, διαλύει την κακή επιθυμία, μαραίνει την προς τα εγκόσμια αγάπη, αποκτά μεγάλη ηρεμία η ψυχή».
Από το τι προσφέρει η προσευχή φανερό γίνεται το τι είναι. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας προσευχή λέει είναι ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.
Ο ασκητικότατος άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης πού ήθελε να διαβεί όλη την οικουμένη, για να διδάξει τα αγαθά της προσευχής, προχωρεί πολύ πιο ψηλά και με τη μυστική φωνή του ανακράζει: Προσευχή είναι φωτιά ευφρόσυνη στους αρχαρίους, «φως εΰωδιάζον ενεργούμενον», στους τελείους. Προσευχή είναι πληροφορία καρδίας, σωτηρίας ελπίδα, αγνισμού σημείο, αγιότητας σύμβολο, Θεού επίγνωση, Πνεύματος Αγίου αρραβώνας, το του Ιησού αγαλλίασμα, ευφροσύνη ψυχής, έλεος Θεού, καταλλαγής σημείο, Χριστού σφραγίδα, ακτίνα νοητού ηλίου, χριστιανισμού βεβαίωση, αγγελικής πολιτείας απόδειξη.

Αγιορείτου Μοναχού Μωυσέως


Να χάσεις τον εαυτό σου για να βρεις τον Θεό...




Η προσευχή: Το νυν να βιουται σαν τέλος.
Να ζεις πάντα το έσχατο. Να μη σε μέλει για τίποτε.
Κι αν ο Θεός σου δίνει συγκίνηση και αν σου μιλά κι αν στέκει ψυχρός, μακρινός, αδιάφορος, εσύ εκεί. Τον αγαπάς, δεν έχεις άλλον ν' αγαπήσεις, αυτός είναι και αυτός είσαι.
Περνάνε μέρες δίχως να πιάσεις κομποσχοίνι και πάλι απ' την αρχή. Πάλι μόνος με τον εαυτό σου. Μόνος με τον Θεό. Μην κοιτάς γύρω σου, πουθενά.
Για όλα φταίει ο εαυτός σου.
Να ζεις σαν νεκρός για να χαίρεσαι. Να χάσεις τον εαυτό σου για να βρεις τον Θεό…
Είναι μεγάλη ευλογία αυτές οι συνάξεις.

+ Μοναχός Μωυσής

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr

Το φοβερό σήμερα είναι ότι ο άνθρωπος δεν πιστεύει ότι χρειάζεται να μετανοήσει...



Υπάρχει σοβαρός λόγος να βρούμε λίγη ησυχία στη ζωή μας. Ν’αφήσουμε τη διασκέδαση, την τηλεόραση, το κουτσομπολιό, τα περιττά, τα δευτερεύοντα και ασήμαντα. Να ξεκουραστούμε αληθινά και πραγματικά.
Να μάθουμε ν΄αγαπάμε, να προσευχόμαστε, να μελετάμε, να εκκλησιαζόμαστε, να υπομένουμε και κυρίως να μετανοούμε. 
Το φοβερό σήμερα είναι ότι ο άνθρωπος δεν πιστεύει ότι χρειάζεται να μετανοήσει. Έχει γίνει δυστυχώς χοντρόπετσος πνευματικά. Δεν έχει την καλή ευαισθησία και αγωνία. 
Μερικές φορές δεν υποψιάζεται καν ότι οφείλει να μετανοεί συνεχώς. Αυτή η παχυλή αναισθησία είναι παγίδα επικίνδυνη, που οδηγεί στην αμετανοησία, στην αυτάρκεια, στη σύγκριση πάντα με τους χειρότερους, σ’ ένα νοσηρό φαρισαϊσμό.

Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr

Παπικά συνοικέσια: Όταν οργίζεται ο Θεός!



MAZI ME ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ του χρόνου εξελίχθηκε και η νοημοσύνη μας και έτσι μπορούμε πιο αποδοτικά κι’ αποτελεσματικά να ελισσόμαστε σε θέματα πίστεως και όχι να φερόμεθα «ανοήτως» όπως τόσα εκατομμύρια Μαρτύρων,Ομολογητών, Νεομαρτύρων και Ηρώων που έχυσαν χιλιάδες βυτιοφόρα αίματος ενόσω θα μπορούσαν να φερθούν με «διπλωματία» και «οικονομία» ούτως ώστε και την ζωούλα τους να περισώσουν αλλά και με τον Θεό καλά να τα έχουν.
Εμείς λοιπόν μπορούμε ανά πάσα στιγμή να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας, όμως ο Θεός δεν περιπαίζεται και μάλιστα πολλές φορές έχει φανερώσει την οργή και αγανάκτησή του όταν με τόση ευκολία και επιπολαιότητα κάνουμε εκπτώσεις στην αλήθεια και στην ακριβοπληρωμένη πίστη μας.
Και επειδή το θέμα είναι πλέον επίκαιρο, θα αναφέρουμε λίγα παραδείγματα πνευματικών γραμματείων που ξεπλήρωσαν όσοι φέρθηκαν με πνευματικό ενδοτισμό προδίδοντας την Ορθόδοξη πίστη και Παράδοση εμπρός στον αλεπουδο-Παπισμό και τις αιρετικές εμμονές και απόψεις του.
Όπως γράφει ο Ιστορικός Συρόπουλος:
Η αναχώρηση της Ορθοδόξου αντιπροσωπίας προς την Δύση για την ψευτοσύνοδο της Φερράρας έγινε ύστερα από πλήθος εμποδίων: « Πολλά κωλύματα επήγαγεν ο Θεός προς το μη γενέσθαι την Σύνοδον» και ενώ βρίσκονταν στο λιμάνι και ήταν έτοιμοι προς αποβίβασιν «ευθύς σεισμός εγένετο μέγας»
Οι συνετώτεροι εθεώρησαν τον σεισμόν ως «θεομηνίαν» και ένα «εκ των απαισίων οιωνών»
(S. SYROPOULOS, εκδ. V. Laurent. Τμ. ΙΙΙ, κεφ. 12. σελ. 172)

Ήρθε όμως και «δεύτερον σύμβολον Θεομηνίας» στις 27 Νοεμβρίου 1437, την ώρα ακριβώς που ο αυτοκράτορας επιβιβάζονταν στην Βασιλική τριήρη «ευθύς πάλιν σεισμός μέγας εγένετο»
(S. SYROPOULOS, εκδ.V.Laurent. Τμ. ΙV, κεφ, 1 σελ. 196.)

Σημειώθηκε όμως και Τρίτη «θεομηνία»:
Μεγάλος σεισμός έγινε πάλι την ώρα κατά την οποία το βασιλικό πλοίο σταματούσε στην Μάδυτο.Ο σεισμός ήταν τόσο έντονος που τον αισθάνθηκαν και όσοι βρίσκονταν μέσα στα πλοία.
Επίσης συνέβη στην Φερράρα ,όπως αναφέρει ο Ρώσος Ιερεύς Συμεών του Σουζντάλ, και το ακόλουθο γεγονός:
«Ένας Παπικός θεολόγος, ονόματι Ιωάννης άρχισε να συκοφαντεί με σφοδρότητα τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό κατά τις εργασίες της συνόδου και να του αντιλέγει με θραύτητα.
Αλλά ο Άγιος Μάρκος δεν του απάντησε τίποτα, περιορίσθηκε μόνο, όταν βγήκε από το παλάτι του Πάπα να του πεί:
«πήγαινε ετοιμάσου και από τούδε και εις το εξής μην κακολογήσεις πλέον τας αγίας επτά Οικουμενικας Συνόδους των Αγίων Πατέρων.»
Κατόπιν επέστρεψε ο παπικός θεολόγος στο ξενοδοχείο όπου διέμενε όπου και πέθανε αμέσως.
les Russes au Concile de Ferrare-Florence, εις Περιοδ. «IRENIKON” 1974/2 σελ. 201)

Ακόμη γίνεται αναφορά και για ένα φρικτό γεγονός την ώρα που μιλούσε στην ψευτοσύνοδο της Φλωρεντίας ο ενωτικός και Λατινόφρονας Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ο Παλαιολόγος.
Μόλις άρχισε να δημηγορεί υπέρ της ενώσεως, ο μεγάλος και αγαπητός του κυνηγετικός σκύλος του, που κοιμόταν εκείνη την στιγμή δίπλα από τα πόδια του, ξύπνησε ξαφνικά και άρχιζε να ουρλιάζει δυνατά και τρομερά. Οι υπηρέτες προσπάθησαν να τον φιμώσουν αλλά το ά-λογο ζώο συνέχιζε να γαυγίζει και να κλαυθμυρίζει αδιάκοπα. Σιώπησε μόνο όταν τελείωσε τον λόγο του ο βασιλιάς. »
(S.SYROPOULOS σελ.458)

Κάτι παρόμοιο έκανε και στη Παλαιά Διαθήκη ο ά-λογος όνος του προφήτου Βαλαάμ η οποία μίλησε με ανθρώπινη λαλιά στον προφήτη για να τον εμποδίσει από την καταστροφή
(Αριθμ. κβ΄23-30)

Ας συνεχίζουμε τώρα με τον ενδοτικό και προ-διεφθαρμένο (όπως τον αποκαλεί ο Άγιος Μάρκος) Πατριάρχη των Ορθόδοξων Ιωσήφ του β΄και με τον τρόπο και χρόνο όπου ξεψύχησε:
Έλεγε ότι θα παραμείνει στην Φλωρεντία λίγες ακόμη ημέρες μέχρις ότου υπογράψει τον «Όρο» της ενώσεως των Εκκλησιών, και μετά θα αποχωρήσει στην Κων/πολη.
Όμως δεν πρόλαβε. Πέθανε μετά από οκτώ ημερες αιφνιδίως την ώρα που δειπνούσε.
Ήτο Τετάρτη 10 Ιουνίου του 1439, και όπως γράφουν τα πρακτικά της συνόδου, ο Ιωσήφ κατελείφθη από «φοβεράν τρεμούλα.» «Μετά το δείπνον απεσύρθη στο δωματιό του και ενώ έγραφε εξεψύχησε, τρόμου και κλόνου επιστάντος αυτώ»
(ΠΡΑΚΤΙΚΑ vol.V,FascII,σελ.444

Αλλά ας πάμε και στην αλεπού τον Πάπα Ευγένιο τον Δ΄που έκανε ό,τι περνούσε από το δόλιο μυαλό του προκειμένου να υποτάξει και τορπιλίσει την Ορθοδοξη Πίστη και Εκκλησία μας και για το κύκνειο άσμα του λίγο πριν ξεψυχήσει αναθεωρόντας, κατόπιν εορτής, την ζωήν του και μοιρολογόντας:
«Τι καλύτερον θα ήτο δια την σωτηρίαν της ψυχής μου να μην γινόμουνα ποτέ Πάπας, ούτε Καρδινάλιος, αλλά να είχα αποθάνει ως Χριστιανός!»
(Περ. ΚΙΒΩΤΟΣ αρ. φυλ. 17-18 Μάιος –Ιούνιος 1953, σελ. 196)

Κλείνοντας το άρθρο ας φιλοξενήσουμε και ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα από το θαυμάσιο Βιβλίο του Μακαριστού Γέροντος Μωϋσέως του Αγιορείτου:
«Γεροντικό εναρέτων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος» για να δούμε τα αποτελέσματα των ανίερων συμπροσευχών:
«Δεν μπορῶ να φάγω τρεῖς ἡμέρας»…
Ἱερομόναχος Γαβριήλ Ἰβηρίτης (1871-1965)
Διακρίθηκε ὡς διακριτικός Πνευματικός. Ἐξομολογοῦσε μοναχούς πέντε ἀθωνικῶν μονῶν, καθώς καί σκητῶν, κελλίων, καί προσκυνητές λαϊκούς. Σέ αὐτόν ἐξομολογεῖτο καί ὁ καπετάν Γιαγλής, πού στά τέλη του ἔγινε μοναχός…
Σέ ἐπιστολή του ὁ πάπα-Γαβριήλ ἀναφέρει πώς στίς 16.9.1887 μέ τόν Γέροντα του εἶδε σ' ἕνα σπήλαιο ἔξω τῆς Μ. Λαύρας τούς ἀφορισμένους, πού συλλειτούργησαν μέ τους παπικούς, και καταλήγει: 
«Τότε διόλου δέν ἐδειλίασα, τώρα ὅμως, ὅταν τούς ἐνθυμηθῶ, ταράττεται ἡ ψυχή μου καί δέν ἠμπορῶ οὔτε νά κοιμηθῶ ημερόνυκτα οὔτε νά φάγω δύο καί τρεῖς ἡμέρας, ἐνῶ τότε ὅπου τούς εἶδα οὔτε ἔβαλα τίποτε εἰς τόν νοῦν μου.
Γράφω Ιδία χειρί εἰς τάς 2 Μαρτίου 1964 ἐν τή Ἱερά Μονή Ξενοφῶντος,
Γαβριήλ Ἱερομόναχος Πνευματικός ἐκ τοῦ Ἴβηριτικου Κελλίου Γενέσιον τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἐπιλεγομένου Μαλακή» .
Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίω στίς 17-03-1965 
(Μέγα Γεροντικό – Μόν. Μωϋσέως Αγιορείτου, εκδ. Μυγδονία) 

Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ας σκεπάζει την Ρωμιοσύνη μας και ας δέεται στον Κύριο Ιησούν Χριστό μας για όλους τους Ορθοδόξους διωκομένους Χριστιανούς, να μας χαρίζει ψυχικό σθένος και πύρινη αγάπη για την Αγία αλήθεια Του.


ΠΗΓΗ: Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ 
Νικ. Βασιλειάδη εκδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»

Ιερεύς π. Διονύσιος Ταμπάκης