.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοερά Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νοερά Προσευχή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

ΟΤΑΝ ΛΑΜΠΕΙ ΣΤΗ ΔΙΑΝΟΙΑ ΜΑΣ ΤΟ ΑΓΙΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



Όπως η βροχή όσο περισσότερο πέφτει στη γη τόσο την κάνει αφράτη, έτσι και τη γη της καρδιάς μας τη χαροποιεί και την ευφραίνει το άγιο όνομα του Χριστού, όταν το αναφέρουμε και όταν συχνότερα το επικαλούμαστε.

Το να επικαλείται κανείς συνεχώς τον Ιησού μ’ έναν πόθο γεμάτο από γλυκύτητα και χαρά, γίνεται αιτία ο αέρας της καρδιάς να είναι γεμάτος από χαρά και γαλήνη εξαιτίας της άκρας προσοχής (που φέρνει η Ευχή). Το να καθαρίζει απόλυτα η καρδιά, αιτία είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, που είναι Θεός και αιτία και πραγματοποίηση όλων των καλών. «Γιατί Εγώ», λέγει, «είμαι Θεός που φέρνει την ειρήνη» (Ησ. 45:7).

Η ψυχή που ευεργετείται και γλυκαίνεται από τον Ιησού με κάποια αγαλλίαση και αγάπη, με την εξομολόγηση (δηλαδή με την ευχαριστία και τη δοξολογία) αμείβει τον Ευεργέτη. Ευχαριστεί και επικαλείται με ευχαρίστηση Αυτόν που την ειρηνοποιεί και βλέπει νοητώς μέσα της Αυτός να διαλύει τις φαντασίες των πονηρών πνευμάτων.


Όταν πέσουμε σε θλίψη, σε απόγνωση και σε απελπισία, πρέπει να κάνουμε αυτό που έκανε ο Δαβίδ, δηλαδή να ανοίγουμε την καρδιά μας στον Θεό και να αναφέρουμε στον Κύριο τη δέηση και τη θλίψη μας όπως είναι (βλ. Ψαλμ. 61:9· 101:1· 141:3). Να εξομολογούμεθα στον Θεό, επειδή μπορεί με σοφία να τακτοποιήσει τις υποθέσεις μας και τη θλίψη μας να την ελαφρύνει αν είναι για το συμφέρον μας και να μας γλυτώσει από την ολέθρια και φθαρτή λύπη.

Λογισμούς, που χωρίς να το θέλουμε υπάρχουν και είναι εδραιωμένοι στην καρδιά μας από τη φύση της, μπορεί να τους εξαφανίσει η επίκληση του ονόματος του Ιησού, όταν γίνεται με νήψη και βαθιά μέσα από την καρδιά μας.

Όπως λοιπόν χωρίς μεγάλο πλοίο είναι αδύνατο κανείς να διασχίσει το πέλαγος, έτσι είναι το ίδιο αδύνατο να αποκρούσει κανείς την επίθεση ενός πονηρού λογισμού χωρίς να επικαλεστεί τον Ιησού Χριστό.

Η μονολόγιστη προσευχή σκοτώνει και αποτεφρώνει τις απάτες των δαιμόνων, γιατί όταν επικαλούμαστε ακούραστα και συνεχώς τον Θεό Ιησού, τον Υιό του Θεού, Αυτός δεν τους επιτρέπει ούτε την επίθεση να αρχίσουν, την οποία ονομάζουν και προσβολή, ούτε να υποβάλουν κρυφά στον νου μας κάποια εικόνα διά μέσου του καθρέφτη της διανοίας μας, δηλαδή της φαντασίας μας, ούτε να πούνε κάποια πονηρά λόγια στην καρδιά μας. Όταν δεν μπαίνει ύπουλα στην καρδιά μας κάποια δαιμονική εικόνα, τότε αυτή θα είναι άδεια και από πονηρούς λογισμούς, γιατί οι δαίμονες συνηθίζουν να συναναστρέφονται την ψυχή με λογισμούς και να διδάσκουν την κακία με ύπουλο τρόπο.

Μακάριος είναι πραγματικά εκείνος που έτσι έχει ταυτιστεί με την προσευχή με τον Ιησού στην διάνοιά του και ακατάπαυστα Τον επικαλείται μεσ’ στην καρδιά του, όπως είναι ενωμένος ο αέρας με τα σώματά μας ή η φλόγα με το κερί. Όταν περνά ο ήλιος πάνω από τη γη, φέρνει τη μέρα· το άγιο όμως και σεβαστό όνομα, όταν λάμπει στη διάνοιά μας, γεννά αναρίθμητες λαμπρές σκέψεις…

ΗΣΥΧΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ

ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ



Αν θέλεις να χαριτωθεί και να παρηγορηθεί η ψυχή σου με τη χαριτωμένη και θεϊκή παρηγοριά, φρόντισε και αγωνίζου να αποκτήσεις στην καρδιά σου τη μελέτη της Νοεράς Προσευχής και πρόσεχε, όσο μπορείς, για να γραφεί και να τυπωθεί μέσα στην καρδιά σου το χαριτωμένο και παρηγορητικό όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Διότι με τον τρόπο αυτό θα κάνεις τους αγίους αγγέλους να σε ευλαβούνται και να σε αγαπούν. Διότι οι ίδιοι οι άγγελοι, επειδή ευλαβούνται και τιμούν το όνομα του Χριστού, ευλαβούνται και τιμούν και τον «τόπο» (=την καρδιά) που είναι γραμμένο αυτό το όνομα του Χριστού.

Και λοιπόν, αφού γράψεις στην καρδιά σου αυτή την Ευχή, η οποία είναι το όνομα του Χριστού, όχι μόνο θα σε έχουν οι άγγελοι σε ευλάβεια και τιμή, αλλά ακόμη θα σου γίνουν και φίλοι αχώριστοι σε όλη σου τη ζωή. Στους δρόμους και τα μονοπάτια θα σε συνοδεύουν αόρατα· τη νύκτα θα σε φυλάγουν από φόβο νυκτερινό και την ημέρα θα σε σκεπάζουν από «βέλος που πετιέται τη μέρα» (πρβλ. Ψαλμ. 90:5)· στις εργασίες σου θα σε βοηθήσουν και θα σε ενδυναμώσουν· στις ερωτήσεις θα σε συνετίσουν, για να μιλάς σοφά και ανεμπόδιστα· κατά την προσευχή θα στέκονται και αυτοί μαζί σου συμπροσευχόμενοι, χαρούμενοι, ικετεύοντας τον Ύψιστο για σένα· στους κινδύνους θα σου γίνουν παρηγοριά και ανέλπιστη σωτηρία. Αυτούς τους αγγέλους δεν τους βλέπεις οφθαλμοφανώς, όμως αντιλαμβάνεσαι τη βοήθειά τους. Μερικές φορές τους βλέπεις και φανερά, ανάλογα με τη ψυχική σου δύναμη και την καθαρότητα της καρδιάς σου.

Χαρά λοιπόν υπάρχει μέσα στη ψυχή σου, αν αποκτήσεις τέτοιους χαριτωμένους φίλους και τέτοιους δυνατούς φύλακες, οι οποίοι είναι διορισμένοι από τον Θεό να φυλάνε τη ψυχή σου, μέχρι να την παρουσιάσουν μπροστά στο Νυμφίο της Ιησού Χριστό, σα νύμφη αμόλυντη και καθαρή. Διότι όπως εσύ, αγαπητέ, απέρριψες από σένα κάθε σαρκικό θέλημα και μάταιη φροντίδα και δόθηκες ολωσδιόλου στη μελέτη της Ευχής και στην ενθύμηση του Θεού, έτσι και ο Θεός σε θυμάται πάντοτε και σε έχει για δικό Του άνθρωπο, γράφοντας το όνομά σου στο ανεξάλειπτο βιβλίο της θεϊκής Του ενθύμησης.

Γι’ αυτό, χαίρε αγαπητέ και πανηγύριζε, καθώς λέγει και ο Κύριος: «Να χαίρεστε γιατί τα ονόματά σας γράφτηκαν στους ουρανούς» (Λουκ. 6:20). Και λοιπόν, επειδή γράφτηκε το όνομά σου «στο βιβλίο της ζωής» (Φιλ. 4:3), με τη γραφή που έγραψες εσύ στο βιβλίο της καρδιάς σου το όνομά Του το θεϊκό, με την παντοτινή καρδιακή Ευχή, έχει ο Θεός στο εξής τη μέριμνά σου, ενδιαφερόμενος και φυλάγοντας με τη Χάρη Του τη ψυχή σου σαν κόρη οφθαλμού, από κάθε αμαρτία, «από κάθε πράγμα που πορεύεται επικίνδυνα στο σκοτάδι, από κάθε δαιμονικό σύμπτωμα που εμφανίζεται το μεσημέρι» (Ψαλμ. 70:6), γιατί φυλάγεις κι εσύ ανεξάλειπτα μέσα στο βάθος του εαυτού σου την αγάπη Του και την ενθύμησή Του· γεγονός για το οποίο είπε και κάποιος από τους Πατέρες κάποτε τα εξής:


Κάποιος αδελφός ήλθε σε έκσταση και είδε μια πολύ μεγάλη εκκλησία, στο μέσο της οποίας, ήταν ένας μεγαλοπρεπής και δοξασμένος Αρχιερέας, ντυμένος όλη την αρχιερατική στολή, μπροστά στη λαμπρότητα και την ομορφιά της οποίας, δένεται κάθε γλώσσα ανθρώπου. Τριγύρω Του, παραστέκονταν κάποιοι αστραπόμορφοι, από τους οποίους, άλλοι ήταν σαν διάκονοι και κρατούσαν στα χέρια τους απερίγραπτα θυμιατά, με τα οποία θυμιάτιζαν τον μακάριο εκείνον και ουράνιο Αρχιερέα και άλλοι ήταν σαν ιερείς, οι οποίοι στέκονταν ολόγυρά Του με μεγάλη ευλάβεια.

Ήταν όλοι αυτοί, θαυμάσιοι στη θεωρία, καθότι και μόνο η όψη τους ήταν φωτεινή και σεβάσμια· αλλά και τα άμφια που φορούσαν, άλλων ήταν λευκά σαν το χιόνι και καθαρά σαν το φως –ήταν λεπτά και καθαρά τόσο, που αν ήταν δυνατό να βρεθούν εδώ στη γη παρόμοια και να αφεθούν στον αέρα μόνα τους, αμέσως θα τα σήκωνε ο αέρας ψηλά και ποτέ πια δεν θα κατέβαιναν κάτω, από τη μεγάλη ελαφρότητα και άκρα λεπτότητα που είχαν, άλλων πάλι τα άμφια που φορούσαν ήταν άλλης όψης, την οποία, όχι μόνο γλώσσα πήλινη δεν μπορεί να διηγηθεί, αλλά ούτε νους μπορεί να τη χωρέσει μέσα του, διότι δεν υπάρχει κάποιο πράγμα να της μοιάζει πάνω στον κόσμο.

Άλλοι πάλι φορούσαν αστραφτερά άμφια, όπως αστράφτει η αστραπή· και άλλοι από αυτούς στέκονταν στα δεξιά του αρχιερέα, άλλοι στα αριστερά. Όμως, όλοι στέκονταν με πολλή ευλάβεια και σεμνότητα. Ο μακάριος εκείνος Αρχιερέας, τόσο ήταν δοξασμένος και τόσο υπερέβαινε τους άλλους στη δόξα και λαμπρότητα και στη χάρη, όσο ξεπερνάει ο ήλιος τα υπόλοιπα άστρα. Στεκόταν, λοιπόν, αυτός ο θαυμάσιος και ακατανόητος Αρχιερέας όρθιος και έβλεπε προς την ανατολή και έψελνε με μεγάλη φωνή και καθαρότητα κάποιο μέλος, λίγο σύντομα, παρά πολύ γλυκύτατο και ανεκδιήγητο. Ο Μοναχός εκείνος, βλέποντας αυτά τα ακατανόητα βρισκόταν σε έκπληξη και ακούγοντας τη γλυκύτατη αρμονία και την τερπνή μελωδία θαύμαζε.

Έτσι, από τον πολύ θαυμασμό του, ξεχνούσε τα λόγια που έψελνε εκείνος ο Αρχιερέας και δεν μπορούσε να συγκρατήσει στη μνήμη του ούτε καν ένα λόγο από όσα άκουγε, μολονότι έβαζε σε αυτό όλη του την προσοχή, διότι ήξερε μέσα του ότι επρόκειτο να χωριστεί από εκείνη τη μακαριότατη οπτασία και ότι θα του χρησιμεύσουν αυτά τα λόγια για την τωρινή ζωή. Τέλος πάντων, ακούγοντας και λησμονώντας, κράτησε στη μνήμη του μόνο ένα λόγο που είπε μεγαλόφωνα, στο τέλος, ο θαυμάσιος και μακάριος εκείνος Αρχιερέας. Είπε λοιπόν: «Όσο κανείς θυμάται και αγαπά τον Θεό, τόσο και αυτόν τον θυμάται και τον αγαπά ο Θεός». Και αμέσως ήλθε στον εαυτό του ο αδελφός και έλεγε ότι εκείνη την ώρα αισθανόταν μέσα στην καρδιά του κάποιο πυρ, το οποίο έκαιγε την καρδιά του σα τη λαμπάδα, καθώς λέγει: «Δεν φλεγόταν η καρδιά μας μέσα μας, όσο Αυτός μας μιλούσε στο δρόμο και μας ερμήνευε τις Γραφές;» (Λουκ. 24:32). Σε Αυτόν πρέπει η δόξα και η εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ

[Ανωνύμου Ησυχαστού:
«Νηπτική Θεωρία»,
Λόγος ΙΒ΄, σελ. 150–155,
έκδοσις Ιερά Μονή Ξενοφώντος,
Άγιον Όρος, 20102.]

Να λές την ευχή με την καρδιά,ταπεινά,για να μη σε κλέβη το ταγκαλάκι με την συζήτηση των λογισμών

-Γέροντα, μόλις συγκεντρωθώ στην ευχή, σε κλάσματα δευτερολέπτου, ο νούς μου μπορεί να φθάση μέχρι την Αμερική.
Πώς γίνεται αυτό;
– Πόσα χρήματα θέλεις για να πάς από εδώ στην Αμερική και να γυρίσης;
Έχεις να πληρώσης τα ναύλα;
Και βλέπεις, τώρα με τον νού φθάνεις αμέσως εκεί!
Κοίταξε να συμμαζέψης τον νού σου, γιατί στο τέλος θα χρεωκοπήσης και θα μου «κλείσης» τον συνεταιρισμό*, επειδή δεν θα έχω να πληρώσω τα χρέη σου.
Να λές την ευχή με την καρδιά, ταπεινά, για να μη σε κλέβη το ταγκαλάκι με την συζήτηση των λογισμών. Πολύ θα σε βοηθήση σʹ αυτήν την προσπάθειανα σκέφτεσαι τον θάνατο.
Αν σκεφτής: «Ο Θεός μου έδωσε διορία αυτήν την ώρα, για να προετοιμασθώ και να με πάρη», δεν μπορεί να σταθή κανένας λογισμός.
Όταν μπαίνη ο θάνατος στην μέση, ο νούς κάθεται στην μέση και δεν φεύγει στις άκρες και στην άκρη του κόσμου.

Ο Γέροντας συχνά μιλούσε για «συνεργείο προσευχής» και «συνεταιρισμό» για θέματα προσευχές.

Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

Οταν ο άνθρωπος λέει την «ευχή» δεν μπορεί να εκδηλώνεται



Όταν ο άνθρωπος λέει την «ευχή» (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με), δεν μπορεί να εκδηλώνεται, να φωνάζει και να μιλάει.
Η Χάρις του Θεού τον κάνει πράο, ταπεινό. Είναι αδύνατον ο Θεός να μην μαλακώσει την καρδιά του.

Όταν λέει την «ευχή», πόση γλυκύτητα αισθάνεται! 
Η αργολογία, η μεμψιμοιρία, οι συζητήσεις διακόπτουν την επικοινωνία με τον Θεό και φέρνουν ταραχή.

Δεν συγκρατείται η μια και λέει τον λογισμό της στην άλλη και η άλλη φορτωμένη σπέρνει το κακό και μετά δεν μπορεί ούτε προσευχή ούτε τα καθήκοντά της να κάνει ούτε το κελλί (σπίτι) της της αρέσει ούτε μπορεί ν’ αναπαυθεί πουθενά. Χρειάζεται ταπείνωση στην ψυχή μας. 

Δια της ταπεινώσεως θα σωθούμε. Ο Θεός θα δώσει πολλή Χάρι. Ο άνθρωπος διά τής «ευχής» αισθάνεται θεία παρηγοριά, ουράνια μεγαλεία. 

Από το βιβλίο «Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου», Λόγια Καρδιάς
Ιερά Μονή Παναγίας Οδηγήτριας Πορταριά Βόλου

Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεϊτου: Διδασκαλία για την νοερά προσευχή – Η ευωδία της προσευχής, εμπειρίες

“Εμείς στο Άγιον Όρος, όταν ζούσε και ο Γέροντας, κάναμε δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε ώρες ευχή με εισπνοή και εκπνοή…”. Καταπληκτικό κείμενο από έναν Γέροντα που είχε πολλές προσωπικές βιωματικές καταστάσεις μέσω της νοεράς προσευχής.

~ Αυτά δεν σας τα έχω πει άλλη φορά. Αυτή είναι μια δική μου παράλειψης, κι ας πούμε δική μου υπευθυνότητα.

Ή καρδιά τού ανθρώπου είναι το κέντρο των υπέρ φύσιν, των κατά φύσιν και των παρά φύσιν κινήσεων. Τα πάντα ξεκινούν από την καρδιά. Εάν ή καρδιά καθαρισθεί, τότε όπτάνεται ό Θεός, βλέπουμε τον Θεό. Πώς θα Τον δούμε; Μήπως ό Θεός είναι ανθρωπόμορφος και έχει σχήμα ανθρώπινο για να Τον δούμε; Όχι. Ό Θεός είναι νοητός. Ό Θεός είναι Πνεύμα- και ως Πνεύμα απόλυτον βρίσκεται στο σύμπαν. Αλλά βρίσκεται και μέσα στην καρδιά τού ανθρώπου, όταν αυτή γίνει δεκτικό δοχείο. Και για να γίνει δεκτικό δοχείο, πρέπει να γίνει καθαρή. Όχι να την πλένουμε με νερό, αλλά να γίνει καθαρή από λογισμούς ακάθαρτους. Αλλά για να καθαρισθεί ή καρδιά πρέπει να πιει κάποιο φάρμακο. Το φάρμακο είναι ή προσευχή.

Όπου πηγαίνει ό Βασιλεύς, διώκονται οι εχθροί και όπου πηγαίνει ό Χριστός, το Όνομά Του το Αγιον, φυγαδεύονται των δαιμόνων οι φάλαγγες. Και όταν έθρονισθή καλά – καλά μέσα ό Χριστός, τότε υπακούουν τα πάντα. 

Όπως ένας βασιλεύς πού έχει κυριεύσει ένα κράτος και πάει να ενθρονισθεί στην πρωτεύουσα και έχει καθυποτάξει όλους τούς έπαναστάτας προηγουμένως και έχει γεμίσει το κράτος από φαντάρους και όπλα, αφού καθησυχάσουν όλες οι εσωτερικές ανωμαλίες, τότε βασιλεύει τούς υπηκόους με ειρήνη και άγαλλίασιν. Ό βασιλεύς τότε κάθεται εις τον θρόνον του και βλέπει τα πάντα ύποτεταγμένα και τότε χαίρεται και αγάλλεται.

Έτσι είναι και το κράτος της καρδιάς μας. ’Έχει μέσα εχθρούς, έχει έπαναστάτας, έχει λογισμούς, πάθη, αδυναμίες, το ένα, το άλλο, ανακατωσούρες, θύελλες, τρικυμίες, ταραχές και αντιζηλίες. Όλα στην καρδιά γίνονται. Και για να μπορέσει αυτό το κράτος της καρδιάς να καθησύχαση και να ύποταχθή, πρέπει να έλθει ό Χριστός, ό Βασιλεύς με τις στρατιές Του, να κυριεύση το κράτος, να διώξη τον διάβολο, να καθησύχαση κάθε ανησυχία από τα πάθη και αδυναμίες, να βασιλεύση σαν αυτοκράτωρ και σαν Παντοδύναμος, και τότε κατά τούς Πατέρας, αυτή ή κατάστασης λέγεται καρδιακή ησυχία.

Αυτό θα πει καρδιακή ησυχία, να βασιλεύει ή προσευχή χωρίς να διακόπτεται, και ή προσευχή να έχει δημιουργήσει την καθαρότητα και την ήσυχον καρδιάν.

Οι τρόποι του προσεύχεσθε είναι πολλοί. Υπάρχει βέβαια ό προφορικός τρόπος. Είναι δηλαδή το να λέμε την ευχή με το στόμα. Αυτός ό τρόπος είναι πού πρέπει να τον μεταχειριστούμε κατ’ αρχάς, όταν αρχίσουμε να εργαζόμαστε την ευχή, για να επιτύχουμε τον τελικό σκοπό μας.

Επειδή ό νους είναι αεικίνητος (κινείται πάντοτε) και επειδή όχι κοιτά φύσιν, αλλά κατά κατάχρηση και αδιαφορία και κατά άγνοια πολλή, περιπολεί ό νους εδώ κι εκεί, γυρίζει όλο τον κόσμο και επαναπαύεται στις διάφορες ηδονές. Πότε ό νους πάει στα σαρκικά, πότε σε άλλο πάθος. Λόγω του μετεωρισμού οδηγείται να τριγυρνά οπουδήποτε, και να χαζεύει, πού λέμε. Πάντως όπου κι αν πάει, ότι κι αν σκεφτεί βλέπει μέσα του και κάποια ηδονή και ευχαρίστηση.

Γι’ αυτό ό άνθρωπος πού έχει σκοπό να κατορθώσει το «άδιαλείπτως προσεύχεσθε» και να συμμαζέψη αυτόν τον σκονισμένο νου του, τον αλήτη, πού γυρίζει όλα τα σοκάκια, ώστε να συμμορφωθεί και να γίνει νοικοκύρης, πρέπει να του προσφέρει κάτι, να τον γλυκάνει, διότι όπως είπαμε ευχαριστιέται και ηδονίζεται να τριγυρνά εδώ κι εκεί. Πρέπει να τον ελκύσουμε πάλι με κάτι το ηδονικό. Γι` αυτό χρειάζεται να λέμε κατ’ αρχάς την προσευχή με το στόμα. 

Ό αρχάριος πού διδάσκεται την προσευχή, πρέπει ν’ αρχίσει με το στόμα και να λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και να προσπαθεί να τραβά τον νου από τα κοσμικά. Ή φωνή, ή οποία θα βγαίνει, ό ήχος της φωνής, θα ελκύει τον νουν εις προσοχήν. Ό ήχος πού δημιουργεί το κούνημα της γλώσσας σιγά – σιγά συμμαζεύει τον νου από το σκορπισμό. Ή προαίρεσης, ή προσπάθεια, ή προσοχή και ό σκοπός πού επιδιώκουμε να πετύχουμε την αδιάλειπτη προσευχή, μάς βοηθούν όλα αυτά ώστε να αρχίσει να συμμαζεύεται ό νους μας.

Αλλά λεγομένης της ευχής συν τω χρόνιο αρχίζει να δημιουργείται κάποια ευχαρίστησης, κάποια χαρά, μια ειρήνη, κάτι το πνευματικό. Ε! αυτός είναι ό Θεός! Ελκύει τον νουν αυτή ή ευχαρίστησης. Προχωρώντας ή προφορική ευχή, έλκοντας τον νουν προς τα έσω, δίνεται μια ελευθερία στο νου να λέει κι εκείνος την ευχή, χωρίς να ανοίγει το στόμα. Αρχίζει δηλαδή να γίνεται κάποιος καρπός. Μετά την λέει ό άνθρωπος πότε με τον νουν, πότε με το στόμα, και αρχίζει σιγά – σιγά ό νους να κυριεύει την ευχή. Αδολεσχώντας ό νους συνεχώς με την ευχή, αρχίζει να μπαίνει και στην καρδιά. Και κει πού στέκεται ό άνθρωπος, βλέπει την καρδιά να λέει την ευχή.

Για να φθάσωμε όμως εδώ, θα βοηθήσει πολύ ό τρόπος πού λέγεται ή ευχή, τον όποιον βέβαια ίσως έχετε ακούσει άλλοτε, ίσως έχετε διαβάσει. Πάντως τώρα θα τον συστηματοποιήσουμε για να τον εξασκήσουμε, διότι θα φέρει καλά αποτελέσματα.

Είπαμε ότι ή καρδιά είναι το κέντρο όλων των κινήσεων, των ψυχικών και των διανοητικών, άλλα και των πόνων τού σώματος.

Ο κάθε, πόνος ο σωματικός κτυπάει στην καρδιά. Και το δόντι στην καρδιά κτυπά όταν πονά. Και το χέρι όταν πληγωθεί και το νεφρό, και όλα στην καρδιά θα κτυπήσουν. Ή καρδιά κινείται διά μέσω της αναπνοής, όταν παύση ό άνθρωπος να αναπνέει, σιγά – σιγά σταματάει και ή καρδιά. Ή καρδιά τού ανθρώπου διά της εισπνοής δέχεται τον καθαρό αέρα, τον βγάζει και παίρνει άλλον, και έτσι σιγά – σιγά διατηρείται στη ζωή.

Όταν λοιπόν αφήσουμε τον κανονικό και φυσικό ρυθμό της εισπνοής και εκπνοής, και εισπνέουμε και εκπνέουμε αργά, γίνεται μια ανωμαλία στην φυσική εισπνοή και εκπνοή της καρδιάς. Οπότε όσο υπάρχει αυτή ή ανωμαλία, δημιουργείται κάποιος πόνος, κάποια, ας το πούμε, στένωση στην καρδιά, διότι δεν απολαμβάνει τον αέρα κατά τον ρυθμό της φύσεως. 

Δηλαδή αντί να τον δώσωμε σύντομα, τον δίνουμε τον αέρα πιο αργά. Ό πόνος πού δημιουργείται κατά φυσική συνέπεια, έλκει τον νουν να προσέξει την καρδιά, και αυτή ή έλξης τού νου προς την καρδιά δημιουργεί την ένωσιν τού νου και της καρδιάς. Όπως όταν πονάη το δόντι, ό νους γυρνάει – γυρνάει, και πάλι στον πόνο ξανάρχεται, έτσι και στην καρδιά.

Όταν θα αρχίσουμε να λέμε την ευχή με αραιά εισπνοή και εκπνοή θα δημιουργηθεί, κατά φυσική συνέπεια, αυτός ό πόνος, αυτή ή στενοχώρια στην καρδιά. Αυτή ή στενοχώρια θα μάς βοηθήσει, ώστε ό νους να προσέξει την καρδιά. Λέγοντας λοιπόν την ευχή ρυθμισμένη με μια αραιά εισπνοή και εκπνοή ό νους θα κατεβαίνει στον πόνο, οπότε θα αποκλεισθεί ό μετεωρισμός.

Αποκλεισμένου του μετεωρισμού μ’ αυτόν τον τρόπον, ό νους θα βρει ησυχία, δεν θα βρει αιτία να σκορπιστή. Ό πόνος τον συνάζει.

Αυτή ή μέθοδος με την αραιά εισπνοή και εκπνοή είναι απαιτητικό μέσο, μαζί με την προσοχή, ώστε να μη μάς ξεφεύγει ό νους. Έτσι θα μπορέσουμε να κόψουμε τον μετεωρισμό, ό όποιος είναι ή αφαίμαξης της ουσίας της προσευχής. Δηλαδή ό μετεωρισμός μάς αφαιρει την ωφέλεια της προφερόμενης ευχής.

Αποκλείοντας λοιπόν τον μετεωρισμό δίνουμε αέρα στο νου, να είναι καθαρός και να προσέχει στην καρδιά. Αρχίζουμε λοιπόν να αναπνέουμε σιγά – σιγά και αναπνέοντας ενώνουμε και την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Είτε μια ευχή, είτε δύο, είτε τρεις θα πούμε στην εισπνοή. Ύστερα εκπνέοντας πάλι θα ενώσουμε την προσευχή. Τρεις φορές θα την πούμε στην εκπνοή και δύο στην εισπνοή, όπως μπορούμε- πάντως κατ’ αυτή την έννοια θα ρυθμίζουμε την ευχή με την αναπνοή.

Τώρα εάν μπορούμε να λέμε την ευχή νοερώς με αραιά εισπνοή και εκπνοή καλώς. Εάν όμως δυσκολευώμεθα διότι ό νους παθαίνει δυσκολία από τον πειρασμό, θα παίρνουμε αναπνοή από το στόμα και μπορεί να κουνιέται λίγο παραμικρό ή γλώσσα μας και αυτό είναι ευεργετικό πολύ στην αρχή.

Αφού λοιπόν θα άδολεσχήσωμε κατ’ αυτήν την έννοια, ρυθμίζοντας την προσευχή με την αραιά εισπνοή και εκπνοή, θα αρχίσει να δημιουργείται μέσα στην καρδιά μας ένας πόνος και ό νους θα κολλήσει εκεί. Αμετακίνητα θα προσπαθεί ό νους να είναι στην καρδιά.

Όταν παίρνουμε την εισπνοή από το στόμα ή από τη μύτη θα λέμε την ευχή, εν τω μεταξύ ό νους θα είναι στην καρδιά, θα παρακολουθεί όχι την καρδιά, το σχήμα δεν θα φανταζώμεθα το σχήμα της καρδιάς, άλλ’ ό νους θα προσέχει στην καρδιά χωρίς να την φαντάζεται. Απλώς θα τοποθετηθεί ό νους στο μέρος της καρδιάς και δεν θα φανταζόμαστε την καρδιά, γιατί αν τη φανταζόμαστε σιγά – σιγά εισχωρεί πλάνη και θα κάνουμε μια φαντασιώδη προσευχή.

Απλανής είναι ή προσευχή όταν γίνεται άμετεωρίστως, άσχηματίστως με ανίδεο νου, χωρίς ουδεμία μορφή, ουδέν σχήμα, τίποτε απολύτως. Ό νους θα είναι καθαρός από κάθε φαντασία θεία και ανθρώπινη. Ούτε Χριστό, ούτε Παναγία, ούτε τίποτε. Μόνο ό νους νοερός θα βρίσκεται μέσα στην καρδιά, μέσα στο στήθος, τίποτε άλλο. Μόνο να προσέχει ότι βρίσκεται εκεί μέσα. Αλλά εν τω μεταξύ με την εισπνοή θα αρχίσει να λέει ό νους την ευχή χωρίς να φαντάζεται τίποτε άλλο. Ή καρδιά σαν μηχανή θα δουλεύει την ευχή και ό νους σαν ένας απλός θεατής θα παρακολουθεί τα λόγια της ευχής. Αυτός είναι ό απλανής δρόμος της νοεράς προσευχής.

Όταν θα τον εξασκήσουμε αυτόν στην αρχή θα βρούμε κάποια δυσκολία, αλλά μετά θα βρούμε πλάτος, φάρδος, ύψος, βάθος. Θα δημιουργηθεί πρώτον μια χαρά μεμιγμένη με πόνο, μετά σιγά – σιγά χαρά, ειρήνη, γαλήνη. Αλλά και ό νους αφού γλυκανθή δεν θα μπορέσουμε να τον ξεκολλήσουμε από την προσευχή στην καρδιά και στην ευχή.

Θα δημιουργηθεί τέτοια κατάστασης, πού δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε. 

Θα καθίσουμε σε μια γωνιά, είτε όρθιοι, είτε καθισμένοι, θα σκύψουμε το κεφάλι και δεν θα θέλουμε να ξεκολλήσουμε από εκεί ώρες ολόκληρες. Μπορούμε να καθίσουμε μια, δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε, έξη ώρες κόκκαλο, και να μη μάς κάνη καρδιά να σηκωθούμε, ούτε ό νους να πάει πουθενά αλλού. Τον βλέπουμε μόλις πάει πουθενά αλλού, αμέσως τραβάει κάτω το κεφάλι. Γίνεται δηλαδή μια αιχμαλωσία στο θέμα της προσευχής. Ό τρόπος αυτός της προσευχής είναι λίαν αποτελεσματικός. Πρώτον θα φέρει την άμετεώριστον προσευχή, θα φέρει χαρά, ειρήνη συνάμα θα φέρει δάκρυα χαράς, διαύγεια τού νου. Ό νους θα γίνει δεκτικός θεωριών, θα δημιουργηθεί μετά ή απόλυτος καρδιακή ησυχία. Δεν θα θέλει ό άνθρωπος να άκούη τίποτε απολύτως. Θα νομίζει ότι βρίσκεται σε μια Σαχάρα έρημο. Συνάμα θα γίνεται ή ευχή και πιο σύντομα. Θέλω να την έχω σύντομα, θέλω αργά, όπως αναπαύεται ή ψυχή, όπως της αρέσει εκείνη την ώρα.

Θα λέμε λοιπόν: «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησον με – Κύριε – Ιησού – …» και ό νους θα παρακολουθεί την ευχή όπως ένας μηχανικός παρακολουθεί το μηχάνημα πού δουλεύει. Ύστερα αφού δεν θα μπορούμε να πάρουμε άλλη αναπνοή θα εκπνέουμε σιγά – σιγά «Κύριε – Ιησού – Χριστέ – ελέησον με, Κύριε – Ιησού – …», ώστε να φθάσουμε στο τέρμα. Άντε πάλι μια αναπνοή σιγά – σιγά. ’Όχι βιαστικά- απαλά, ήρεμα, ήσυχα, χωρίς βία. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και να δείτε ύστερα από λίγο στις δουλειές σας επάνω, μόλις παίρνετε αναπνοή θα λέτε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», ύστερα στην εκπνοή πάλι την ευχή. Μόνη της ή καρδιά τόσο θα άναπαυθή και ό νους όπου και να βρίσκεται θα παίρνετε αναπνοή και ό νους θα λέγει την ευχή. Βέβαια μπορεί να μη λέτε τρεις ευχές, πάντως μία θα λέτε τουλάχιστον. Και ύστερα θα αποκτηθεί ένας ρυθμός, ένας μηχανισμός ρυθμισμένος μαστορικά, και θα δείτε κατόπιν τα αποτελέσματα πού θα έχει αυτή ή προσευχή.

Θα τραβά όλο και πιο πολύ. Θα λέτε: πέρασε ένα τέταρτο, και θα- χουν περάσει δύο ώρες. Τόσο δεν θα θέλει ό άνθρωπος να ξεκολλήσει ό νους του από την καρδιά και από το να άκούη την προσευχή. Τί τα θέλεις τα ψαλσίματα, τί θέλεις εκείνο; Γι’ αυτό οι Πατέρες στάς ερήμους δεν χρειάζονταν τέτοια πράγματα. Βέβαια αυτά επικυρώνονται από την εκκλησία. Αλλά οι άνθρωποι πού βρήκαν αυτόν τον τρόπον της νοεράς προσευχής, πού είναι λίαν υψηλότερος των τυπικών, άφησαν τούς τύπους και πιάσαν την ουσία. Εμείς επειδή χάσαμε την ουσία, γιατί ίσως δεν έχουμε διδασκάλους να μάς πουν, ή ότι δεν έχουμε την προαίρεση και την θέληση, πιάσαμε τα τυπικά. Έτσι οι σημερινοί μοναχοί κάνουν τον Εσπερινό τους, την ακολουθία τους, πέραν τούτου τίποτε. Κάνουν και την εργασία τους και λένε ότι κάνουν το καθήκον. Μα δεν έγινε το καθήκον.

Ό Άγιος Ιωάννης ό Ελεήμων δημιούργησε μοναστήρι και είπε:

-«Πατέρες, κάντε τα καθήκοντά σας τα πνευματικά, κι εγώ θα σάς τρέφω, για να μη έχετε μέριμνα για τα υλικά και υστερείτε από την προσευχή. Εγώ θα σάς δίνω τα χρειαζούμενα κι εσείς προσεύχεσθε». Απαντάει ό ηγούμενος:

-Μακαριότατε Δέσποτα, εκτελούμε τα καθήκοντά μας. Διαβάζουμε την Πρώτη ώρα, την Τρίτη, την Έκτη και την Ένατη, το Απόδειπνο, τον Εσπερινό, την Λειτουργία.

-Α! λέει, φανερό είναι ότι είσαστε αμελείς. Και τις άλλες ώρες τί κάνετε;

Τί ήθελε να πει ό Άγιος Ιωάννης μ’ αυτά; Ότι δεν εκπλήρωναν το καθήκον τους, διότι δεν προσηύχοντο αδιάλειπτα.

Όταν σηκωθούμε για την ακολουθία μας, αφού αρχίσουμε το’ «Βασιλεύ Ουράνιε», το Τρισάγιο, «Ελέησον με ό Θεός», θα σκύψουμε το κεφάλι λίγο μπροστά στο στήθος, θα προσπαθήσουμε τον νου να τον ξεκολλήσουμε από κάθε τι και να τον βάλλουμε μέσα στο στήθος, μέσα στην καρδιά μας. Με το σκύψιμο θα βιάσουμε το νου μας να μπει εκεί μέσα. Αφού μπει εκεί μέσα, θα αρχίσουμε με την εισπνοή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και το κομποσκοίνι θα δουλεύει. Και να δείτε. Βέβαια στις αρχές μπορεί να γίνει λίγο δυσκολία, αλλά λίγο επιμονή και υπομονή και θα φέρει το αποτέλεσμα. 

Μετά σαν πάρει φωτιά και γλυκανθή λιγάκι και μπει στο νόημα δεν τον πιάνει κανένας, όλη νύχτα να καθίσει. Και τότε θα δείτε, θα περνά ή ώρα και θα λέτε: Μα τώρα άρχισα την προσευχή. Και θα βρείτε μεγαλύτερα ωφέλεια στον τρόπο αυτό της προσευχής. Και ποιος βέβαια είναι ό σκοπός μας πού ήρθαμε εδώ; Δεν ήρθαμε να βρούμε τον Θεό; Δεν ήρθαμε να βρούμε την ειρήνη; να απαλλαγούμε από τα πάθη;

Λοιπόν αυτή ή προσευχή κατ’ αυτήν την έννοια, αφού δημιουργήσει μέσα την θέρμη, θα δημιουργηθεί μια φλόγα μέσα στην ψυχή, αφού ή προσευχή θα κινεί την θέρμη και ή θέρμη θα γεννά την προσευχή. Και αφού γίνει αυτό το πράγμα, θα δείτε τότε καίγονται και οι αδυναμίες, καίγονται και οι λογισμοί, καίγονται και τα πάθη λίγο – λίγο και καταλήγουμε στην καθαρότητα της καρδιάς, οπότε θάρθή ό Πατήρ, ό Υιός και το Αγιον Πνεύμα και θα δημιουργήσουν Μονήν και κατοικίαν.

Λένε οι Πατέρες, ότι ό νους εύκολα μολύνεται και εύκολα καθαρίζεται. Ή καρδιά δυσκόλως καθαρίζεται και δυσκόλως μολύνεται. Μόλις πάει το κακό στο νου αμέσως μολύνθηκε ό νους, ενώ ή καρδιά δεν έγινε αμέσως και μέτοχος τού κακού λογισμού. Έτσι όταν ή καρδιά δημιουργήσει κατάσταση πνευματική και ύστερα κάπως την χάσει και αρχίσει ό νους να μολύνεται, ή καρδιά εύκολα δεν αλλάζει διότι προηγουμένως, είχε αλλοιωθεί από την θείαν χάριν, και έτσι σιγά – σιγά προχωράει το κακό. Γι’ αύτό χρειάζεται ή προσευχή- γιατί μετασχηματίζει την καρδιά από σαρκική και εμπαθή και εγωιστική, σε αγαθή, ώστε να μη αισθάνεται πάθος. Και όταν καθαρισθεί το κέντρο, όλη ή περιφέρεια και ή ακτίνα θα γίνει καθαρή.

Η προσευχή θα δίωξη και την απελπισία, την απόγνωση την αμέλεια και την ραθυμία, διότι θα δημιουργήσει νέαν προαίρεσιν, νέον κόπον, νέους αγώνας. Και τότε αν αισθανθούμε αυτό το πράγμα, θα εννοήσουμε ακριβώς τον καρπό της προσευχής, τον σκοπό της προσευχής.

Τότε θα καταλάβουμε και την βασιλεία των ουρανών πού είναι μέσα στην καρδιά μας «Ή βασιλεία τού Θεού εντός υμών εστί». Εκεί μέσα μ’ αυτό το σκάψιμο πού θα κάνουμε, με την εισπνοή και την εκπνοή προσπαθώντας ό νους να είναι μέσα, να προσέχει στα λόγια της ευχής, ανέβα – κατέβα ή προσευχή, σκάβουμε έτσι, σκάβουμε – σκάβουμε και θα βρούμε τον Μαργαρίτη τον κεκρυμμένο.

Ποιος είναι ό Μαργαρίτης; Είναι ή χάρις τού ‘Αγίου Πνεύματος, την οποίαν πήραμε όταν βαπτισθήκαμε. Αλλά είτε διότι δεν το διδαχθήκαμε, είτε επειδή προχωρήσαμε στα πάθη, παραχώθηκε ή θεία χάρις τού βαπτίσματος και δεν μπορεί να δημιουργήσει διαύγεια. Συνεπώς φταίνε τα πάθη μας. Αλλά ψάχνοντας – ψάχνοντας με την εισπνοή και την εκπνοή, με την προσπάθεια αυτή πετάμε τις σαβούρες. Αλλά μπορούμε επίσης, παίρνοντας την εισπνοή, να δούμε ότι ό αέρας από την μύτη κατεβαίνει στο λάρυγγα, κατεβαίνει – κατεβαίνει στους πνεύμονας και κατόπιν έρχεται στην καρδιά. Εκεί ας σταθούμε, αφού πάρουμε μερικές αναπνοές, εκεί θα σταματήσουμε τον νου στην καρδιά. Εν τω μεταξύ θ’ αρχίσουμε να αναπνέουμε σιγά – σιγά, απαλά – απαλά, ήρεμα, όχι βίαια. Στην αρχή φέρνει στενοχώρια ό διάβολος, ή καρδιά αισθάνεται κάπως δύσκολα κ.τ.λ. Σιγά – σιγά όμως θα αρχίσει να σπάει αυτή ή δυσκολία και θ’ αρχίσει το όμορφο, και μετά δεν χρειάζεται διδάσκαλος. Θα γίνεται διδάσκαλος ό ίδιος ό εαυτός μας.

Θα δείτε ότι θέλοντας και μη, ό νους μόνος του και ή καρδιά θα θέλουν αυτόν τον τρόπον, γιατί αισθάνονται την ωφέλεια πολύ μεγαλύτερα απ’ ότι φαντάζεσθε. Διότι εδώ εκμεταλλεύονται τα πάντα’ εδώ είναι χρυσό- δεν είναι φράγκα ούτε αργύρια, ούτε τίποτε άλλο. Αυτό είναι καθαρός χρυσός. Ποιος μπορεί να βρει σε ένα μέρος χρυσό και να μη πάει με όλη την προθυμία του και όλη τη φιλαργυρία του να το μαζέψει;

Θαύμασα τον Γέροντά μου. Είχαμε για την προσευχή κάτι σκαμνάκια, όπως οι καρέκλες, αλλά αυτά ήταν πιο χαμηλά και τα χέρια ήταν πιο ψηλά για να ξεκουράζεται. Καθόταν εκεί, έσκυβε το κεφαλάκι του και δός του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», ώρες ολόκληρες. Και όταν ενεργούσε ή θεία χάρις και ό νους ήταν σε διαύγεια, παρατούσε την ευχή και άρχιζε την θεωρία με το νου του. ’Αν πάλι δεν έβρισκε θεωρία και έφευγε ό νους του τον έβαζε ξανά στην καρδιά και έβγαζε από κει ωφέλεια. Έτσι είτε έβγαζε κέρδος από την προσευχή, είτε από την θεωρία, και περνούσαν έτσι επτά, οκτώ, εννέα ώρες.

Προσεύχεσαι, προσεύχεσαι και νόμιζες ότι τώρα άρχισες την προσευχή. Τί είναι δύο, τρεις, τέσσερες ώρες; Και αν ό νους θέλει να ξεφύγει, ας πούμε να ξεσκάσει, πάλι τον τραβάει σαν να είναι ένα πράγμα πάνω στην καρδιά και τον τραβάει εκεί. Μια έλξης γίνεται και σιγά – σιγά ό άνθρωπος μ’ αυτήν την αδολεσχία και μ’ αυτήν την προσευχή τελειοποιείται έσωθεν και ή καρδιά καθαρίζεται όλο και περισσότερο και μετά αποκτά την καρδιακή προσευχή, μετά έρχονται καταστάσεις. Μόνος του ό νους παρακολουθεί την καρδιά να λέει την ευχή’ δεν χρειάζεται εισπνοή και εκπνοή, όταν έλθει αυτή ή κατάστασης. Αυτή λέγεται καρδιακή ευχή.

Οι Πατέρες μας, αφού άδολεσχοΰσαν έτσι στην ευχή και σιγά – σιγά είχαν θέρμη, μετά είχαν έρωτα Θεού και μετά, αφού μεγάλωνε πολύ ό Θείος έρωτας, έβγαιναν από τον εαυτό τους και έρχονταν σε θεωρία, είχαν εκστάσεις. Τούς έπαιρνε ό Θεός• ψυχικώς τούς έπαιρνε; σωματικούς; δεν έχει σημασία, πάντως έφευγαν από τον εαυτόν τους. Δεν καταλαβαίνει ό άνθρωπος, αν πηγαίνει επάνω με την καρδιά ή με το σώμα. Μόνο καταλαβαίνει ότι ή κατάστασης της προσευχής τον έφερε στην θεωρία.

Και βλέπουμε ότι τον Άγιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη τον έλεγαν πλανεμένο κ.τ.λ. και όταν πήγε εκεί ό Άγιος Γρηγόριος ό Σιναΐτης και τον είδε του είπε:

-Δεν μου λες Γέροντα κρατάς την ευχή; Εκείνος του απήντησε:

-Άγιε του Θεού, εγώ είμαι ένας πλανεμένος άνθρωπος έχεις τίποτε να μου δώσεις να φάω;

Τότε ό Άγιος Γρηγόριος απήντησε:

-Μακάρι να είχα την πλάνη την δική σου. Δεν μου λες, κρατάς την προσευχή; επανέλαβε.

-’Έμ! γι’ αυτό κι εγώ πάω στην έρημο για να μπορέσω να κρατήσω την προσευχή, είπε ό Άγιος Μάξιμος.

-Γνώρισες τούς καρπούς του Αγίου Πνεύματος; ρώτησε πάλιν ό Άγιος Γρηγόριος.

-’Έ! αυτά είναι του Θεού, απήντησε ό Άγιος Μάξιμος.

-Και που πηγαίνει ό νους σου όταν έχεις την ευχή και έρχεται ή χάρις του Θεού;

-Ανεβαίνει στα θεία πράγματα. Πηγαίνει στην Κρίσι του Θεού, στον Παράδεισο, στην Κόλασι, στη Δευτέρα Παρουσία- τον πηγαίνει ό Θεός σε φως ουράνιο, στην κατάσταση του ουρανού.

Όλα πηγάζουν από την νοερά προσευχή. Χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτε.

Μια φορά όταν κι εγώ ήμουν αρχάριος, είχε γράψει ή Βρυαίνη, ή ανιψιά του Γέροντά μου, πού ήταν τότε νεοχειροτονημένη. Είχε πάει σε ένα εκκλησάκι, στον Άγιο Νικόλαο, και έλεγε προφορικά την ευχή με εισπνοή και εκπνοή’ με το στόμα δηλαδή ψιθύριζε την ευχή, και είχε έλθει σε πολύ μεγάλη πνευματική κατάσταση.

Βλέπουμε πόσο βοηθάει αυτός ό τρόπος για την επιτυχία της αδιάλειπτου προσευχής. Αυτός πού εξασκεί έτσι την προσευχή και στη δουλειά επάνω, στο εργόχειρο, χωρίς να το θέλει, θα κάμνει εισπνοή και εκπνοή με την ευχή. Θα κολλήσει πάνω στην εισπνοή και την εκπνοή ή προσευχή. Με την εισπνοή πού θα παίρνει, θα αρχίζει χωρίς να το θέλει να λέει την ευχή. Τόσο ωραίο αποτέλεσμα φέρνει αυτός ό τρόπος.

Θα πρέπει με πόθο, με προθυμία, με ζήλο ν’ αρχίσουμε. Λίγο δυσκολία στην αρχή, αλλά κατόπιν θ’ άνοιξη ό δρόμος και μετά δεν σταματάει κανένας τον άνθρωπο. Ότι θέλουν ας πουν ύστερα οι άλλοι. ’Έχει γλυκαθεί ή ψυχή του και δεν τον σταματάει κανείς. Θα δείτε τότε, ότι θα βρείτε χάρι, θα βρείτε έλάφρωσι στα πάθη. Τόση έλάφρωσι στα πάθη θα βρείτε και κυρίως στους αισχρούς λογισμούς, θα βρείτε μεγάλη ανακούφιση. Θα εξαλειφτούν συν τω χρόνο, θα εξαλειφτούν από τον νουν διά της προσευχής, ή δε καρδιά θα γίνει τελείως καλά. Θα γίνει παιδική καρδιά, δεν θα αισθάνεται τίποτε. Θα τα βλέπει όλα φυσιολογικά.

Έτυχε περίπτωσης, στις αρχές βέβαια, πού πηγαίναμε να λειτουργήσουμε και αφού έκαμνα τις εκφωνήσεις, επειδή είχε γίνει έξις να λέω την ευχή με εισπνοή και εκπνοή, κόντευα αντί να πω τις λέξεις των εκφωνήσεων να πω το «Κύριε Ιησού Χριστέ…», διότι είναι το θέμα της εισπνοής και εκπνοής- διότι κόλλησε ή προσευχή. Τόσο την συνηθίζει ό άνθρωπος, πού με τίποτε δεν φεύγει μετά. Τόσο πολύ κυριεύει τον άνθρωπο. Βέβαια ανάλογα με τη δύναμη πού διαθέτει ό άνθρωπος. Στην αρχή θα μπορέσει λίγο διάστημα να την λέει, την έπαύριο περισσότερο, την άλλη πιο πολύ και μετά θα την λέει συνέχεια.

Εμείς στο Αγιον Όρος, όταν ζούσε και ό Γέροντας, κάναμε δύο, τρεις, τέσσερες, πέντε ώρες ευχή με εισπνοή και εκπνοή. Βέβαια, όταν μάς πολεμούσε ό ύπνος σηκωνόμασταν και βγαίναμε έξω και λέγαμε την ευχή προφορικά, πιο, ας το πούμε, διασκεδαστικά. Αλλά όταν δεν υπήρχε θέμα ύπνου, μέναμε όλη τη νύχτα.

Λέει ό Άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ότι όταν ή προσευχή λέγεται διά της εισπνοής και της εκπνοής, συν τω χρόνο εκ των μυκτήρων εξέρχεται ευωδία λεπτή. Όντως έτσι είναι. Θα δημιουργηθεί αήρ ευωδίας πού δεν είναι τίποτε άλλο παρά καρπός προσευχής. Τότε ό άνθρωπος είτε από την πολλή προσευχή, είτε από την ευωδία θα γίνει ένας μηχανισμός.

Όταν πια θα λεχθή πάρα πολύ ή προσευχή και κουραστή ό νους και το στήθος από τον τρόπον αυτόν της εισπνοής και εκπνοής, αφήνει αυτή την μέθοδο, αφού πήρε μπροστά ή μηχανή και προσεύχεται μόνη της, δεν χρειάζεται να εξασκεί αυτόν τον τρόπο με την αναπνοή.

Κάθεται λοιπόν ό άνθρωπος και ακούει την καρδιά πού δουλεύει. Έ! το δούλεμα αυτό βγάζει εμπόριο. Όπως μια μηχανή, την βάζουμε μπροστά και δουλεύει, το ίδιο συμβαίνει όταν προχωρήσει ή επιστήμη της προσευχής. Όπως όταν στις αρχές είναι χειροκίνητες οι μηχανές χρειάζονται κόπο- όταν όμως τις ρύθμιση ό μηχανικός ώστε να γίνουν αυτόματες και με ηλεκτρισμό, τότε βγάζουν περισσότερη δουλειά και χωρίς κόπο. Παρόμοια συμβαίνει και με την προσευχή. Στην αρχή χρειάζεται κόπος για να ρυθμίσει κανείς την προσευχή με την αναπνοή του- κατόπιν όμως γίνεται αυτόματα αυτή ή εργασία και ό νους την παρακολουθεί, όπως ό μηχανικός παρακολουθεί την αυτόματη μηχανή. Εν τω μεταξύ αν βρείτε και καμιά δυσκολία ώσπου να μπείτε στο ρυθμό, μου την λέτε. Εσείς θα βάλλετε αρχή και ότι δυσκολία βρείτε να μου την πείτε να την ρυθμίσω εγώ, να μπει το νερό στο αυλάκι, μετά θα τρέχει μόνο του.

Την προσευχή θα την βοηθήσει, όπως είπαμε, ή σιωπή των χειλιών, να μη έχουμε παρρησία και υπερηφάνεια. Είναι πάρα πολύ μεγάλο εμπόδιο στην προσευχή ή υπερηφάνεια. Όταν θα προσεύχεσθε, μόλις θα γεννά το μυαλό λογισμούς, θα κατηγορείτε τον εαυτόν σας συνεχώς – συνεχώς για να μη σηκώσει κεφάλι ή υπερηφάνεια μέσα. Ματσούκι, ξύλο. «Είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος…», ώστε ό εγωισμός να μη σηκώσει κεφάλι καθόλου. Τίποτε να μη σκέπτεται ό άνθρωπος εκείνη την ώρα, μονάχα να προσπαθήσει να προσεύχεται μετά φόβου. Όσο περισσότερο την καλλωπίζει την προσευχή, τόσο μεγαλύτερη πρόοδο θα έχει. Θα το δοκιμάστε και θα δείτε και θα με συγχωράτε.

Όπως όταν πάμε σε ένα ζαχαροπλαστείο και έχει πολλά γλυκά, και εκείνο,και το άλλο- έχει πάστες, έχει καραμέλλες, έχει και σοκολάτες. Έτσι όταν πάμε και στο πνευματικό ζαχαροπλαστείο, θα έχει πολλά γλυκά και όποιο θα σου δώση ό ζαχαροπλάστης εκείνο και θα πάρης. Εμείς θα κάνουμε το καθήκον μας, θα ρυθμίσουμε την προσευχή, θα ταπεινωθούμε και ότι στείλει ό Θεός, εκείνο δικός του λογαριασμός είναι. Εμείς οφείλουμε να κάνουμε όλη αυτή την τυπικότητα, ό δέ Θεός θα δώση την ουσία στην προσευχή. Αλλά όσο πιο ταπεινά θα προσευχόμαστε τόσο πιο πολλή ωφέλεια θα έχουμε. Ιδίως θέλει προσοχή τού νου επάνω στα λόγια της ευχής, χωρίς να σκεπτόμαστε απολύτως τίποτα. Έδώ είναι το έπίκεντρον όλης της υποθέσεως. «Αδύνατον πλανηθήναι τον άνθρωπον προσευχόμενον ούτως». Δεν μπορεί ποτέ να εισχώρηση πλάνη στον άνθρωπο, όταν προσεύχεται έτσι. Μόνον όταν ό νους φαντάζεται εκείνο και το άλλο και προσεύχεται, από εκεί μόνο ξεκινάει ή πλάνη. Και τότε κάνουμε μια προσευχή φαντασιώδη και θα νομίζουμε ότι είδαμε κάτι ενώ στην ουσία μάς πλανά ό διάβολος, ότι είδαμε το Χριστό και θα προσπαθεί να τον κάνη πιο όμορφο και να τον βάλλει στο θρόνο. Και θα τού την χαλάη ό σατανάς και θα αγωνίζεται και θα χτυπιέται ό άνθρωπος και θα περνά ή ώρα και δεν θα κάνη τίποτε.

Αυτά δεν τα ξέραμε όταν ήμασταν στον κόσμο, δεν είχαμε αυτή την λεπτομέρεια, την διδαχή αυτή απ’ τον πνευματικό μας, και προσευχόμασταν και με φαντασίες, προσευχόμασταν έτσι και αλλιώς. Δεν μάς παρεξηγούσε βέβαια ό Θεός, γιατί δεν ξέραμε. Αλλά το θέμα είναι να διδαχθούμε πράγματα στην πράξη γενόμενα και όχι στη θεωρία, και ότι πηγάσει απ’ αυτήν την προσευχή είναι γνήσιο και δεν είναι από τη φαντασία, ούτε το φαντασθήκαμε διότι μάς ήρθε ένας συναισθηματισμός, όταν π.χ. είδαμε μια ωραία Παναγία και την φαντάστηκα μετά στην προσευχή. Ποιος μπορεί να αποδώσει αυτό στη θεία χάρι, και να πει ότι δεν είναι από την φαντασία και την ηδονή του μυαλού και από συναισθήματα αυταρέσκειας. Άλλ’ εκείνο πού θα πηγάσει από τον άμετεώριστον νουν και από το Όνομα τού Χριστού είναι γνήσιο.

Λοιπόν, έτσι θα προσευχόμαστε απ’ εδώ και πέρα. Αυτός ό τρόπος θα γίνει πλέον κανών προσευχής, διότι θα μάς βοηθήσει πολύ να δούμε τα πάθη μας, τα σφάλματά μας. Όλος ό κόπος αυτός θα μάς βοηθήσει να συμμαζέψουμε το νου μας. Διότι το φως, το πέρα – δώθε, το κούνημα δημιουργεί σύγχυση στο νου. Αλλά όταν στέκεται ό άνθρωπος είτε όρθιος, είτε καθισμένος, είτε γονατιστός δεν συγχύζεται ό νους. Αυτός ό τρόπος έχει πολλή ουσία μέσα. Αυτό θα το δουλέψετε και θα δείτε, μεγάλα πράγματα θα βρείτε. Αφού, πιστέψτε με, όταν λέγαμε την ευχή έτσι, αρχάριοι κι εμείς, τόση ευωδία υπήρχε, ευωδίαζαν όλα- τα γένια μας κι ακόμη από το στήθος μας μέσα έβγαινε ευωδία τόσο πολύ. Ή εκπνοή πού έβγαινε και ό αέρας πού έμπαινε, όλα ευωδίαζαν, και λέω: Τί είναι αυτή ή προσευχή! Μα το Όνομα τού Χριστού είναι! Το Όνομα του Χριστού, τί δεν έχει μέσα! Με το όνομα τού Χριστού αγιάζονται τα τίμια δώρα, με το Όνομα του Χριστού γίνεται ή βάπτισις, έρχεται το Αγιον Πνεύμα, οι Άγιοι άνάσταιναν τούς νεκρούς. Με το Όνομα του Χριστού γίνονται όλα.

Ένας νηπτικός Πατέρας λέει: Όταν κυριεύση ή προσευχή, την ώρα πού Θα βγαίνει ή ψυχή του ανθρώπου, θα βγει με την προσευχή. Πού να σταθούν οι δαίμονες κοντά της; Το Όνομα του Χριστού θα είναι το όπλο της. Θα είναι τεθωρακισμένη ή ψυχή με την προσευχή. Πώς είναι δυνατόν να την πλησιάσουν οι δαίμονες; Τόσο μεγάλη είναι ή ωφέλεια. Γι` αυτό, όπως λέει ό Άγγελος πού δίδασκε τον Άγιο Παχώμιο, πολλοί άνθρωποι γραμματισμένοι άφησαν τα γράμματα και τις σπουδές και τα συγγράμματα τους και άδολέσχησαν σ’ αυτήν την προσευχή και αγίασαν.

Όπως γράφει ή ερημίτης Φωτεινή, οι ακολουθίες είναι όπως το μεροκάματο το καθημερινό. Δούλεψα; πήρα και έφαγα. Δεν δούλεψα, την έπαύριο δεν έχω τίποτα. Έτσι είναι τα τυπικά της εκκλησίας. Αλλά ή προσευχή ή άδιάλειπτος και νοερά δεν είναι μόνον μεροκάματο, αλλά φέρνει πολλά χρήματα και βάζεις και στην τράπεζα και γίνεσαι πλούσιος. Μόνο διά της προσευχής αυτής ό άνθρωπος έρχεται στην άπάθεια. Ούτε από την πολλή μελέτη, ούτε απ’ τα πολλά ψαλσίματα ποτέ Ο άνθρωπος έφθασε στην απάθεια.

Η απάθεια έρχεται μόνον διά της νοεράς προσευχής. Θα μισήσει μόνος του και την άργολογίαν και την παρρησίαν, θα προσπαθεί να ξεμοναχιάζεται ό άνθρωπος να μη χάση αυτό το πράγμα.

Αυτό εύχομαι να σάς δώση ό Θεός, την αίσθηση της προσευχής αυτής. Και όταν την γνωρίσετε στην πράξη, τότε θα δείτε και θα εννοήσετε καλά – καλά τα πράγματα πού σάς λέω. Τώρα πολύ – πολύ μπορεί να μη με εννοείτε, αλλά μετά πού θα ’ρθή ή χάρις τού Θεού, τότε θα καταλάβετε και θα πείτε: ”Α, καλά μάς έλεγε ό Γέροντας. Και την ημέρα πού θα πηγαίνετε στις εργασίες σας θα βλέπετε να λέτε «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή, «ελέησον με» στην εκπνοή. Θα είναι προσευχή χωρίς κομποσκοίνι. Θα λέγεται μόνη της και θα δημιουργείται ή θέρμη, και ή θέρμη θα φέρει μετά όλα τα καλά.

Έκδοσης Ιεράς Μονής Φιλοθέου ‘Αγίου Όρους. Κεντρική διάθεσις: «Όρθόδοξος Κυψέλη». Τηλ.: 2310212659 – Φάξ: 2310207340.

Να ''κυνηγάμε''την ευχη

Στήν ώρα τής διακονίας (εργασίας) μας, ή οτιδήποτε άλλο κάνουμε, αντί νά αργολογήσουμε, αντί νά συζητήσουμε, αντί να πούμε ιστορίες, αντί νά πούμε πνευματικά, καλύτερα είναι νά λέμε τήν "ευχή". Γιατί μέσα καί στά πνευματικά ακόμη θά υπάρχει καί μία κατάκριση, ένα κουτσομπολιό, μία αργολογία, μία μεμψιμοιρία,, θά υπάρξουν αστεϊσμοί, διάφορα.
Όταν μάς έρχεται διάθεσις γιά συζήτηση, όταν μάς πιάνει πλήξη, μάς πιάνει στενοχώρια, νά ξέρετε είναι γιατί δέν κυνηγάμε τήν "ευχή". Νά τήν κυνηγήσουμε, όπως τήν κυνηγούσαν οί Πατέρες οί άγιοι, όπως τήν κυνήγησαν πνευματικοί άνθρωποι στόν κόσμο καί αισθάνθηκαν τήν Χάρι τού Θεού. Γιορτές καί Κυριακές πού έχουμε περισσότερο χρόνο νά λέμε τήν "ευχή" (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με), νά τόν εκμεταλευώμαστε τόν χρόνο.


Από τό βιβλίο: Γερόντισα Μακρίνα - Λόγια Καρδιάς, εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας οδηγήτριας Πορταριά Βόλου. 

Αδιάλειπτη μνήμη του Θεού


Εξομολογήθηκες και κοινώνησες. Συγχαρητήρια! 
Εύχομαι τα θεία Μυστήρια να ζωογονήσουν το πνεύμα σου, να φέρουν την καρδιά σου πιο κοντά στον Κύριο, να δώσουν νόημα στη ζωή σου και να οχυρώσουν την ψυχή σου, για να μπορέσεις, αποκρούοντας αποτελεσματικά τις επιθέσεις του εχθρού, να ευαρεστήσεις τον Θεό. 

Πάνω απ’ όλα, πάντως, εύχομαι και ελπίζω να βιώνεις τη χαρά της σωτηρίας που έφερε ο Ιησούς Χριστός. Γιατί ο Χριστός βρίσκεται τώρα μέσα σου. Και όπου βρίσκεται ο Χριστός, εκεί είναι και η σωτηρία...


Κάποτε ταξίδευε ο Κύριος με τους μαθητές Του στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Ξέσπασε, όμως, ανεμοθύελλα και το πλοίο τους κινδύνευε. Στο μεταξύ ο Ιησούς είχε αποκοιμηθεί. Οι απόστολοι Τον ξύπνησαν φοβισμένοι. «Δάσκαλε, δάσκαλε, χανόμαστε!», φώναξαν. Εκείνος τότε επιτίμησε τον άνεμο και την τρικυμία, κι έγινε γαλήνη. Ύστερα είπε στους μαθητές Του: «Πού είναι η πίστη σας;» (Λουκ. 8:22-25). 

Όποιος έχει πίστη στον Χριστό, όποιος είναι μαζί με τον Χριστό, δεν πρέπει να φοβάται. Ο Χριστός, λοιπόν, είναι τώρα μαζί σου! Μη φοβάσαι μήτε την εσωτερική μήτε την εξωτερική ταραχή. Κράτα ζωντανή την πίστη σου στον Κύριο και στη βοήθειά Του, και η καρδιά σου θα πει με βεβαιότητα: «Κι αν ακόμα πορευθώ, Κύριε, μέσ’ από μέρη που τα σκιάζει ο κίνδυνος του θανάτου, δεν θα φοβηθώ ότι μπορεί να πάθω κάποιο κακό, γιατί Εσύ είσαι μαζί μου» (Ψαλμ. 22:4), Όλοι όσοι κοινωνούν, μπορούν να ψάλλουν: «Ο Κύριος των δυνάμεων είναι μαζί μας. Βοηθός μας είναι ο Θεός του Ιακώβ» (Ψαλμ. 45:8).
Τώρα που έχεις ανακαινιστεί από τη θεία χάρη, τώρα που έχεις ενισχυθεί από το θείο έλεος, τώρα που έχεις αλλοιωθεί από τη θεϊκή παρουσία, βάδισε στο δρόμο του Κυρίου, που διάλεξες με τόση φιλοτιμία. Βάδισε σ’ αυτόν το δρόμο ως το τέλος της ζωής σου, έχοντας ως βακτηρία στην πορεία σου την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού. Αγωνίσου επίμονα να κρατάς στο νου σου τον Θεό, ώσπου η μνήμη Του να μη σ’ εγκαταλείπει πια. Ο Κύριός μας βρίσκεται, σε κάθε τόπο και σε κάθε στιγμή, μαζί μας, δίπλα μας, μέσα μας. Εμείς, όμως, δεν είμαστε πάντα μαζί Του, γιατί, δεν Τον θυμόμαστε. Γι’ αυτό, άλλωστε, κάνουμε και πράγματα που ποτέ δεν θα κάναμε, αν Τον θυμόμασταν. Αγωνίσου, λοιπόν, ν’ αποκτήσεις την ευλογημένη αυτή συνήθεια. Δεν χρειάζεται παρά θέληση καιεπιμονή. Και δεν έχεις παρά απλώς να θυμάσαι πως ο Κύριος είναι κοντά σου, βλέπει τι κάνεις και γνωρίζει τι σκέφτεσαι. Στην αρχή θα δυσκολευτείς λίγο να κρατήσεις μέσα σου αμετάπτωτη αυτή τη σκέψη. Με τον καιρό και με την προσπάθεια, όμως, θα συνηθίσεις να την κρατάς. Σιγά-σιγά θα γίνει μόνιμο βίωμά σου. Και τότε θα δεις τη λυτρωτική επίδρασή της στην ψυχή σου, που θα πλημμυρίσει από ευλάβεια και θείο φόβο.
Εμείς οι ορθόδοξοι, για την ευκολότερη απόκτηση της αδιάλειπτης μνήμης του Θεού, έχουμε μιαν ειδική μέθοδο, την επανάληψη της σύντομης προσευχής «Κύριε, ελέησον!» ή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!» ή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν!». Αν ποτέ δεν έχεις ακούσει γι’ αυτή την προσευχή, που λέγεται ευχή του Ιησού, κι αν ποτέ δεν την έχεις κάνει, άρχισε από τώρα να την επαναλαμβάνεις. Όταν κάθεσαι, όταν βαδίζεις, όταν εργάζεσαι, όταν τρως, ακόμα κι όταν βρίσκεσαι στο κρεβάτι, λέγε χωρίς διακοπή και με προσήλωση της προσοχής στις λέξεις: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με!». Έπειτα από καιρό, η ευχή θα στερεωθεί στη γλώσσα και στο νου σου, κι έτσι θα επαναλαμβάνεται μόνη της. Η αδιάλειπτη αυτή προσευχή αποτρέπει τη διάχυση και περιπλάνηση των λογισμών, εμπνέει το φόβο του Θεού και συντηρεί την ευλάβεια.
Να είσαι ευδιάθετη και χαρούμενη τώρα που μπαίνεις στο δρόμο του Κυρίου, το δρόμο που οδηγεί στην ουράνια βασιλεία. Ο Χριστός και η πάναγνη Μητέρα Του να σε βοηθήσουν!

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλεἰστου, «Ο δρόμος της ζωής», εκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου, Ωρωπός – Αττικής)

Ἡ θύμηση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ

"Ἡ θύμηση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ διεγείρει τόν ἐχθρό γιά μάχη. Γιατί μιά ψυχή, πού πιέζει τόν ἑαυτό της νά κάνει τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, μπορεῖ, μ' αὐτή τήν προσευχή, νά βρεῖ ὁ,τιδήποτε, καί ἀγαθό καί πονηρό.
Πρῶτα ἡ ψυχή μπορεῖ νά δεῖ τό πονηρό στά μύχια τῆς καρδιᾶς της κι ὕστερα μπορεῖ νά δεῖ τό ἀγαθό. Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ὐποκινήσει τόν ὄφη σέ δράση καί ἡ ἴδια αὐτήν προσευχή μπορεῖ νά τόν συντρίψει. 
Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ξεχώσει τήν ἁμαρτία πού ζεῖ μέσα μας κι ἡ ἴδια αὐτή προσευχή μπορεῖ νά τήν ξεριζώσει. Ἡ προσευχή αὐτή μπορεῖ νά ὑποδαυλίσει μέσα στήν καρδιά ὅλη τή δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, καί ἡ ἴδια αὐτή προσευχή μπορεῖ νά τόν ὑποτάξει καί λίγο-λίγο νά τόν βγάλει ὁλότελα ἀπό μέσα μας.
Τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατεβαίνοντας στά βάθη τῆς καρδιᾶς, θά καθυποτάξει τόν ὄφη πού διαφεντεύει τά λειβαδοτόπια της καί θά σώσει καί θά ζωοποιήσει τήν ψυχή. Συνεχίστε σταθερά τήν προσευχή στό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἔτσι πού ἡ καρδιά νά ἀφομοιώσει μέσα της τόν Κύριο καί ὁ Κύριος νά ἀφοιμοιώσει μέσα Του τήν καρδιά, ἔτσι πού οἱ δυό τους, ἐκείνη κι Ἐκεῖνος, νά γίνουν ἕνα. Αὐτό, ὅμως, δέν πραγματοποιεῖται μέσα σέ μιά μέρα, ἤ σέ δυό μέρες, ἀλλ' ἀπαιτεῖ χρόνια πολλά καί χρόνο πολύ. Χρειάζονται πολύς χρόνος καί μόχθος γιά νά διωχτεῖ ὁ ἐχρθός καί νά ἐγκατασταθεῖ ὁ Χριστός".


Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος


Τό κομποσχοίνι, ὅπλο προσευχῆς

Κάποιο μοναστήρι μέ πολλούς μοναχούς τό ἐπισκέφθηκε ἐντεταλμένο ὄργανο τῆς τάξεως. Ζήτησε τό Γέροντα τῆς μονῆς.
Ὁ Γέροντας νόμιζε ὅτι ὁ ἐπι­σκέπτης θά ζητοῦσε νά ἐξομολογηθεῖ. Με­τά ἀπό ὀλιγόλεπτη πνευματικοῦ ἐπιπέδου συνομιλία, διατυπώθηκε εὐθέως ἡ ἐρώτηση στό Γέροντα:
Γέροντα ἔχετε στό μοναστήρι σας ὅπλα;
Ἀμέσως ὁ γέροντας βγάζει ἀπό τήν τσέπη του ἕνα κατοστάρι κομποσχοίνι καί τοῦ ἀπαντᾷ. Καί βέβαια παιδί μου ἔχουμε πολλά ὅπλα ἐδῶ. Κάθε μοναχός ἔχει τό δικό του ὅπλο. Ὁ «ἐντεταλμένος» τοῦ ἀπαντᾷ: Ἀφῆστε τα Γέροντα αὐτά καί ἐπιτρέψτε μου μαζί μέ τή συνοδεία πού βρίσκεται ἐδῶ κοντά νά κάνουμε ἔρευνα στή Μονή σας, γιατί ἔχουμε καταγγελία ὅτι ἔχετε κρυμμένα ὅπλα. 

Ναί, παιδί μου, λέγει ὁ Γέροντας, νά κάνετε ὅ­που θέλετε ἔρευ­να, μόνο σᾶς παρακαλῶ νά σεβα­στεῖ­τε τήν ἱερότητα τοῦ χώρου καί τήν ἡσυχία τῶν πατέρων.
Πράγματι ἔγινε ἡ διατεταγμένη ἔρευνα καί βρέθηκαν στό μο­ναστήρι τριπλάσια τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μοναχῶν «ὅπλα» διαφόρων με­γεθῶν. Παρουσιάστηκε λοιπόν ὁ ὑ­πεύθυνος στό Γέροντα καί τοῦ ζήτησε συγγνώμη γιατί δέν βρέθηκε κανένα φονικό ὅπλο, ἀλλά πάμπολλα κομποσχοίνια. Ὁ γέροντας τοῦ χάρισε ἕνα ἀπό κάθε μέ­γεθος μέ τήν παράκληση νά τά χρησιμοποιεῖ. Ἔκτοτε ὁ ἀστυνο­μι­κός πήγαινε στό Γέροντα γιά νά μαθαίνει νά χρησιμοποιεῖ αὐτό τό ὅπλο καί νά ὠφελεῖται πνευματικά, ψυχολογικά, βιοτικά.

Ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντα περιλαμβάνει τά κάτωθι:
Ἐν πρώτοις χαίρομαι, παιδί μου, γιατί ἡ ἐν γένει συμπερι­φο­ρά σου ἦταν ἄψογη. Ἔδειξες ὑποταγή στήν ὑπηρεσία σου πού σοῦ ἀνέ­θεσε αὐτήν τήν ἐντολή. Ἡ ἔρευνα πού ἔκανες μαζί μου ἦταν ἐξονυχιστική, ἀλλά ἔδειξες τόν ἁρμόζοντα σεβασμό στούς πατέρες πού ἀσκοῦνται καί ἐργάζονται ἐδῶ καί σέ ὅλα τά πράγματα, ἀντικείμενα, σκεύη ἁπλᾶ καί ἱερά, στά πάντα.

Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ἔχεις τίς προϋποθέσεις γιά νά χρησιμοποιήσεις τό ὅπλο πού ἀσταμάτητα εἶδες νά χρησιμο­ποιεῖται στήν ἱερά μας Μονή.

Σοῦ ἀνέφερα, ὅτι εἶναι ὅπλο καί εἶναι ὅπλο κατά τοῦ Διαβόλου καί τῆς πολυμήχανης συνοδείας του. Ἐμεῖς ὅμως δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τό Διάβολο, παρά μόνο ὅ­που χρειάζεται γιά νά καταλάβεις τή χρήση τοῦ κομπο­σχοινιοῦ.

Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, παιδί μου, δέν εἴμαστε μονοφυσῖτες. Πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός μας ὑπῆρξε καί ὑπάρχει ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος, πραγματικός ἄν­θρωπος. Ἔτσι καί μεῖς ἔχουμε τήν ἀνθρώπινη φύση πάνω μας, ἀλλά μέ τά ἱερά Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας γινόμαστε καί πολῖτες τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Γιαυτό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιεῖ πνευματικά γυμνάσματα, πνευματικές ἀσκήσεις. Χρησιμοποιεῖ ὅμως καί ὑλικά μέσα γιά νά μετέχουμε στή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί στή Βασιλεία Του. Χρησιμοποιεῖ τό νερό, τό κρασί, τό ψωμί, τό λάδι, τό θυμίαμα, τό θυμιατό, τά κουδουνάκια του, τά ἱερά σκεύη, τά ἄμφια, τίς εἰκόνες, τόν ἱερό Ναό. Μαζί μέ αὐτά καί τό κομποσχοίνι.

Ἐπειδή ἡ προσευχή εἶναι το πιό δύσκολο ἔργο μας καί ὁ Νοῦς μας διασπᾶται ἀστραπιαῖα ὡς μεταπτωτικός, ἐφεῦρε ἡ Ἐκκλησία μας αὐτό τό ἁπτό ὑλικό μέσο πού μᾶς βοηθάει νά κάνουμε πιό προσεκτικά τήν προσευχή. Ἔτσι ὄχι μόνο ὁ Νοῦς καί ἡ καρδιά πιό προσεκτικά μετέχουν στήν προσευχή ἀλλά μετέχει καί τό σῶμα μας. Καί τό σῶμα ἔχει ἄμεση τή Χάρη τῆς προσευχῆς, γιά νά ἀντέχει στόν ἀγῶνα τῆς καθημερινότητας. Ἄν τό σῶμα ἀσθενεῖ καί πάλι ἡ προσευχή μέ τό κομποσχοίνι τό βοηθάει νά ἀντέχει στήν ἀσθένεια καί μέ τήν παροχή τῆς θείας Χάριτος νά θεραπεύεται.

Τό κομποσχοίνι ὡς ὕλη προέρχεται ἀπό μαῦρες ὡς ἐπί τό πλεῖστον μάλλινες κλωστές. Τό μαῦρο χρῶμα θυμίζει τό μαρτύριο τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰουλιανός ὁ Παραβάτης ἀποκαλοῦσε εἰρωνικά τούς κληρικούς τῆς ἐποχῆς του μελανοχίτωνες, ἐπειδή φοροῦσαν μαύρους χιτῶνες, σύμβολο πένθους γιά τήν ἄδικη Σταύρωση τοῦ Κυρίου μας. Συνεχίζουν μοναχοί καί κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νά φέρουν πάνω τους τά μαῦρα ράσα, μή λησμονοῦντες τό μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί χαίροντες γιατί, εἰκονίζοντες τό μαρτύριό Του, δίνουν τή σταυρική μαρτυρία πού ὁδήγησε στήν Ἀνάσταση. Γιαυτό στίς ἱερές Ἀκολουθίες καί στή θεία Λειτουργία οἱ κληρικοί ἐκτός ἀπό τό ἕνα ἐσωτερικό μαῦρο ράσο πού οὐδέποτε ἀποβάλλουν, φοροῦν τά λαμπρά διαφόρων χρωμάτων ἱερά ἄμφια πού διαλαλοῦν τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Σταυροαναστάσιμη εἶναι ἡ ἔν­δυση τῶν κληρικῶν. Ἀσφαλῶς σταυροαναστάσιμη θά πρέπει νά εἶναι καί ὁλόκληρη ἡ ζωή τους καί ἐντός τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ἐν ὥρᾳ ὑπηρεσίας καί ἐκτός αὐτοῦ διακηρύσσοντας παντοῦ, σέ κάθε ἀνθρώπινο στέκι τή σημασία τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

Εἴπαμε ὅτι ἡ ὕλη τοῦ κομποσχοινιοῦ εἶναι ἀπό μάλλινες κλωστές. Μαλλί ἀπό κάποια ἀθῷα ζῷα, ἀπό πρόβατο ἤ κατσίκι. Βλέπεις, παιδί μου, ὅλα θέλει νά τά ἐξαγιάσει ἡ Ἐκκλησία μας. Κάνοντας τό κομποσχοίνι θά ἐννοήσεις κάποια στιγμή τί σημαίνει ὅτι ὁ Νέος Παράδεισος εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί ἀποστολική Ἐκ­κλη­σία, ἡ Ὀρθόδοξη ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησία.

Τώρα πρέπει νά μάθεις σωστά πῶς χρησιμο­ποι­οῦ­με τό κομποσχοίνι. Τό κρατοῦμε μέ τό ἀριστερό μας χέρι. Γιατί μέ τό δεξί κάνουμε τό Σταυρό μας σέ κάθε κόμπο πού ἐναλλάσσουμε μέ τό ἀριστερό χέρι. Αὐτά τά κομποσχοίνια πού κάνουμε μαζί τό Σταυρό μας σέ κάθε κόμπο, τά ὀνομάζουμε σταυρωτά. Ὅταν περνᾶμε τό κομποσχοίνι χωρίς ταυτοχρόνως νά κάνουμε σταυρούς, τά ὀνομά­ζουμε περαστά. Ὅποιο ἀπό τά δύο θέλεις καί μπορεῖς, μπορεῖς νά τό κάνεις, ἤ σταυρωτό ἤ περαστό.

Κάθε ἕνας κόμπος εἶναι πλεγμένος ἀπό ἐννέα σταυρούς. Στά σταυρωτά κομποσχοίνια σέ κάθε κόμπο κάνουμε καί ἕνα σταυρό μέ τό χέρι μας. Ἐννέα οἱ σταυροί κάθε κόμπου καί ἕνας ὁ σταυρός πού κάνουμε μέ τό χέρι μας, δέκα σταυροί. Ἄν πολλαπλασιάσουμε τούς ἑκατό κόμπους ἐπί δέκα σταυρούς μᾶς δίνουν τό γινόμενο τῶν χιλίων σταυρῶν. Γιά σκέψου, παιδί μου, τί χαρισματική δύναμη κρύβει ἕνα κομποσχοίνι τῶν ἑκατό κόμπων. Καί νά φαντασθεῖς ὅτι οἱ μοναχοί ἔχουν ὡς καθημερινό κανόνα νά κάνουν μόνοι τους τριακοσάρια κομποσχοίνια, ὄχι ἕνα, ἀλλά πολλά, ἀνάλογα μέ τή βαθμίδα τοῦ μοναχισμοῦ στήν ὁποία βρίσκεται ὁ κάθε μοναχός.

Γιαυτό σοῦ παρομοίασα, ὅταν πρωτογνωριστήκαμε, τό κομποσχοίνι μέ τό ὅπλο. Εἶναι πολύ δυνατό ὅπλο τό κομποσχοίνι. Κρύβει ἀτομική ἐνέργεια πολλῶν μεγατόνων.

Πολλά θαύματα ἔχουν γίνει μέ τό κομποσχοίνι. Ὀφείλονται στήν τόσο ἁπλῆ ἀφανῆ χαρισματική δύναμή του. Τά πιό πολλά θαύματα εἶναι τά θαύματα νεκραναστάσεων ἀνθρώπων βαθιά πεσμένων στήν ἁμαρτία καί ἀνέλπιστα ἐπιστρεφόντων μέ μετάνοια στό Χριστό καί στήν Ἐκκλησία. Δηλαδή κάποιος πιστός ἤ κληρικός ἀ­φιερώνει μερικά κομποσχοίνια γιά κάποιον ἀπομακρυ­σμένο ἀπό τή θεία Χάρη καί ὁ πρώην ἄσωτος ἐπιστρέφει ἐκ καρδίας στόν Κύριο. Αὐτή θά πρέπει ἀσφαλῶς καί νά εἶναι ἡ βάση τῆς παιδαγωγίας μας πρός τήν ἐπερχόμενη γενιά τῶν νέων. Ἡ προσευχή γιά τά παιδιά μας καί τά ἐγγόνια μας μέ τό κομποσχοίνι θά κάνει θαύματα στήν ἀγωγή τους. Τόσο στήν κατά κόσμο προκοπή τους ὅσο καί στόν κατά Χριστό καταρτισμό τους τό κομποσχοίνι θά ἀνοίξει δρόμους, προοπτικές, διάκριση καί μέσα μας καί μέσα τους, ὥστε νά μήν ὑπάρχουν ὀξεῖες ἀντιπα­λό­τη­τες, ἀλλά ἔστω καί μετά ἀπό πόνο καί κλυδωνισμούς στίς σχέσεις μας, νά ἔρχεται ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη καί ἀλληλο­περιχώρηση.

Στό κομποσχοίνι μποροῦμε, στούς πρώτους τρεῖς-τέσσερις κόμπους, νά ἀναφέρουμε τό ὄνομα τοῦ παιδιοῦ μας, τοῦ δικοῦ μας ἤ οἱουδήποτε ἄλλου γιά τόν ὁποῖο θέλουμε νά προσευχηθοῦμε. Συνεχίζουμε τό κατοστάρι κομποσχοίνι ἀναφέροντας φυσικά πρῶτα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μέ τή συγκεκριμένη φράση «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ».

Εἶχα ἀκούσει στό ἁπλό κελί τοῦ ἁγίου Γέροντα π. Πορφυρίου νά λέει ψιθυριστά «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» μόνο. Τό ἐπανέλαβε μερικές φορές. Μέ τήν ἀγάπη καί τή λατρεία πρός τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χρι­στοῦ πού συνδέονταν αὐτές οἱ τρεῖς μοναδικές λέξεις, δημιουργοῦσαν, στόν κάθε πλησίον του εὑρισκόμενο καί συνομιλοῦντα ἀφύπνιση, πόθο, ἀγάπη καί λατρεία πρός τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δέν μᾶς ἀγάπησε ἔτσι ἀορίστως καί ὑπερβατικῶς, ἀλλά σταυρούμενος καί θανατούμενος. Ἔτσι γίνεται μιά ἁγία μετάδοση ἀγάπης. Ἀπό τόν Σταυρωθέντα καί Ταφέντα Κύριο ἔρχεται τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης συνδυασμένης μέ τό Σταυρό, τήν Ταφή Του καί τήν Ἀνάσταση. Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη πλημμυρίζει τήν ψυχή, τήν καρδιά καί τό σῶμα τοῦ προσευχομένου. Διά τοῦ προσευχομένου μεταδίδεται ἡ Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πρός αὐτόν γιά τόν ὁποῖο γίνεται ἡ προσευχή μέ τό εὐλογημένο κομποσχοίνι. 

Λέγοντας ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα, ὁ παπποῦς ἤ ἡ γιαγιά προσευχές γιά τά παιδιά τους μέ τό κομποσχοίνι μεταδίδεται ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στά παιδιά. Τήν ὥρα τοῦ κομποσχοινιοῦ πού πρωτίστως ἐπικαλούμαστε τό ὄνομα καί τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, δημιουργεῖται ἡ καλύτερη υἱκή σχέση πρός τό Χριστό μας. Σχέση εὐγνωμοσύνης καί δοξολογίας γιά τά ἄφθονα ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά, μέ τά ὁποῖα μᾶς κατακλύζει καί σχέση ταπεινῆς παράκλησης καί θεοφιλοῦς ζητια­νιᾶς γιά τό καλό τῶν ἄλλων, δικῶν μας καί ξένων. Μέσα στήν ἱερή ἡσυχία τῆς προσευχῆς μέ τό κομποσχοίνι βάζουμε καί τό ὄνομα τοῦ πιθανῶς ἀτίθασου ἤ παραστρατημένου παιδιοῦ μας. Νοερά τό ἔχουμε μαζί μας. Πνευματικά καί νοερά τό βάζουμε μπροστά στό Χριστό. Μέσα σ’ αὐτήν τήν Τριαδική χαρισματική σχέση - ὁ Χριστός, ἐμεῖς, τό παιδί μας - χάνεται κάθε ἐμπάθεια, θλίψη, ἀπογοή­τευση, ἐγωι­σμός, ἐπιμονή κτλ. Βλέποντας ὁ θυσιασθείς γιά χάρη μας Κύριος, ὅτι μέ ἀληθινή ἀγάπη καί ὄχι ἐγωιστική, προσευχόμαστε γιά τό παιδί μας ἤ γιά κάποιον ἄλλον, δίνει τή Χάρη Του καί γίνονται τά θαύματα τῶν νεκραναστάσεων πού προαναφέραμε.
Ἐκτός τούτου ὅμως ἄμεσα ὠφελεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἐπι­καλού­μενος τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴτε τό ἐπικαλεῖται γιά δική του προσωπική ὠφέλεια εἴτε καί γιά ὠφέλεια κάποιου ἄλλου. 

Ὁ Χριστός μας πολύ ἀγαπᾶ κάθε μέ πόνο προσευχόμενο ἄν­θρωπο καί ἀρχοντικά, θεϊκά βοηθάει. Πρωτίστως βοηθάει πνευμα­τικά, ἀφοῦ θέλει νά ζοῦμε κατά Θεόν. Ὁ ἴδιος χανόταν ἀπό τούς μαθητές Του καί παραδινόταν στήν προσευχή πρός τόν Πατέρα Του. Μᾶς ἔχει διασωθεῖ αὐτή ἡ ὑπέροχη προσευχή Του πρός τόν Πατέρα Του, μετά ἀπό τήν ὁποία ἀπέκτησε, καί ὡς τέλειος πραγματικός ἄν­θρω­πος, τή δύναμη νά πεῖ ἐν ὑπακοῆ: «οὔχ ὡς ἐγώ θέλω ἀλλ’ ὡς Σύ», ὑπερβαίνοντας τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἐκ τῆς ὁποίας εἶχε πεῖ στόν Πατέρα του: «εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τό ποτή­ριον τοῦτο».

Ἐμεῖς πού ὡς ἄνθρωποι κοινοί ἔχουμε τόσα πάθη, τόσες στεναχώριες, τόσες ἀρρώστιες, τόσα βάσανα, γιατί βαριόμαστε νά ξεκινήσουμε τήν προσευχή;

Πολλά πάθη μας καί πολλά ἁμαρτήματά μας θά εἶχαν διορθωθεῖ, ἄν μετά ἀπό τήν ἱερά ἐξομολόγηση κάναμε τό κομπο­σχοίνι μας εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος. 

Τό κομποσχοίνι μᾶς θεραπεύει τήν ψυχή, κόβονται τά πάθη καί ζεῖ ὁ προσευχόμενος τή μυστική χαρά τῆς πνευματικῆς θεραπείας, ἀλλά καί τῆς ψυχολογικῆς θεραπείας. Ὅλες οἱ ἀπο­τυχίες μας τῆς ζωῆς, ἄν ἔφταναν στό κομποσχοίνι, δέν θά μπλέκαμε μέ ἀπέλ­πιδες θεραπεῖες καί πολλά-πολλά φάρμακα. Δέν ἀποφα­σίζουμε νά ἀγωνι­σθοῦμε μέ τό κομποσχοίνι, ἀλλά προ­τιμᾶμε νά τρέχουμε ἐναγωνίως στούς γιατρούς, στίς διάφορες ἀπόπειρες θερα­πειῶν καί στά πολλά φάρμακα. Ἀφήσαμε τό πρῶτο θεραπευτήριο, πού εἶναι τό κομποσχοίνι, γι’ αὐτό παγιωνόμαστε στόν ἀνθρώπινο τρόπο θεραπείας καί μάλιστα πολλές φορές τρέχουμε καί σέ ἐναλλακτικές ὕπουλες θεραπευτικές μεθόδους πού ὄχι μόνο δέν μᾶς κάνουν καλά, ἀλλά καί γινόμαστε χειρότερα πνευματικά καί ψυχολογικά.

Ἡ Ἁγία Γραφή λέγει «ὁ Θεός ἔδωκε τόν ἰατρόν». Ὁ π. Πορφύριος συνιστοῦσε νά μήν ἐμπιστευόμαστε τήν ὑγεία μας στούς ἐναλλακτικούς. Νά ἐμπιστευόμαστε τήν κλασσική ἰατρική, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν ὑποτιμοῦσε τούς ἐπιστήμονες καί τήν ἐπιστήμη, ἀλλά μετά ἀπό τό Θεό.

Τό κομποσχοίνι ἄριστα μπορεῖ νά συνδυασθεῖ μέ τίς διάφορες ἱερές Ἀκολουθίες, ἀκόμα καί μέ τή Θεία Λειτουργία. Πόσες φορές στίς ἱερές Ἀκολουθίες, μά καί στή θεία Λειτουργία ἀκόμα, ἀφαιρούμαστε. Ὁ Νοῦς μας δύσκολα συμμαζεύεται. Χρειάζεται καμτσίκι γιά νά συγκε­ντρωθεῖ. Αὐτή τήν ἱερή διακονία προσφέρει τό κομποσχοίνι. Ὅταν τό κρατᾶς στό χέρι σου, θά θυμηθεῖς ἀκό­μα καλύτερα νά τό χρησιμοποιήσεις ἀκόμα καί μέσα στή θεία Λειτουργία. Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι τό κομποσχοίνι καί ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» μέσα στή θεία Λειτουργία σέ μπερδεύουν. Σκέπτεσαι, λέγουν, τήν εὐχή καί δέν προσέχεις στά λόγια καί στά τελούμενα τῆς θείας Λειτουργίας.

Ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ ἐμπειρία ὅμως ἔχει ἀποδεί­ξει ὅτι τρανώνεται ἡ προσευχή μας, ἀφοῦ ἐξυγιαίνεται καί τρανώνεται καί ἡ προσοχή μας. Μπορεῖ βέβαια σέ μερικά σημεῖα τῆς θείας Λειτουργίας νά παύει, νά σιωπᾷ ἤ νά χαλαρώνει ἡ εὐχή μέ τό κομποσχοίνι. Ἡ ἐνέργεια ὅμως τῆς εὐχῆς δίνει τά χαρίσματα πού προαναφέραμε, τῆς τρανῆς προσοχῆς καί τῆς νηπτικῆς καθαρῆς προσευ­χῆς, ἔρχεται ἡ θεία κατάνυξη στήν ψυχή, τήν καθαρίζει, τή χαριτώνει καί ὁ Νοῦς πιά παραμένει ἀκίνητος στή χαρά καί τή χάρη τῆς θείας Λειτουργίας, ἤ τῶν ἄλλων ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Ψευδοδίλημμα ἑπομένως εἶναι ἤ τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» θά λέμε ἤ τήν θεία Λειτουργία θά παρακολουθοῦμε. Τό κομποσχοίνι καί ἡ εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ἀλληλοπεριχω­ροῦ­νται, δένουν γερά τό Νοῦ καί τήν ψυχή μας μέ τήν καθαρή προσευχή καί τό ἀποτέλεσμα εἶναι πάντοτε θαυμαστό, ἀποτέλεσμα βαθιᾶς εἰρήνης, ταπεινοφροσύνης, χαρᾶς καί πληρότητας ἀπό τή μυστική παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πού παρέχει μόνος Αὐτός τά παραπάνω Χαρίσματα, ἔστω ὡς δείγματα στήν ψυχή τοῦ προσευχομένου καί μέ τό κομποσχοίνι καί ἐκτός ἀλλά καί ἐντός τοῦ πανίερου ἱεροῦ μυστηρίου τῆς θείας Λειτουργίας.

Ὅλα τά παραπάνω τά συνειδητοποίησα ἐντονότερα στήν Ἀριζόνα, στήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀντω­νίου, μέσα σέ μία Λειτουργία πού εἶχε ὅλο τό παρθένο, τό γνήσιο, τό αὐστηρό ἁγιορείτικο Τυπικό. Ἔβλεπα ὅλους τούς μοναχούς νά χρησιμοποιοῦν τό κομποσχοίνι τους σχεδόν καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς θ. Λειτουργίας. Μόλις ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς μεταβολῆς τῶν τιμίων Δώρων, δέν περιγράφεται ἡ ἱερά ἡσυχία καί ἡ δύναμη τῆς μυστικῆς προ­σευχῆς τῶν μοναχῶν καί τῆς κατανυκτικότατης ψαλμωδίας τῶν ἱεροψαλτῶν.

«Σέ ὑμνοῦμεν, σέ εὐλογοῦμεν, σοί εὐχαριστοῦ­μεν Κύριε…» ἀκούγεται νά προφέρει ἱερομελωδικώτατα ὁ προεξάρχων ἱεροψάλτης, καί μέχρι νά ἀκουσθεῖ τό «καί δεόμεθά Σου ὁ Θεός ἡμῶν» ξεφεύγουν ἀπό τά χείλη τοῦ Ἁγίου Γέροντος Ἐφραίμ μυστικότατα τρεῖς λέξεις: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Ἀπετέλεσαν τό ἀποκορύφωμα ὅλης τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας καί τῆς ἱεροτελουμένης θείας Λειτουργίας. Πληρώθηκε ὅλος ὁ ἱερός χῶρος μέ ἀσύλ­λη­πτη χάρη πού ἀποτυπώθηκε στίς ψυχές καί στά πρόσωπα ὅλων τῶν συνδαιτημόνων αὐτῆς τῆς μεταμεσονυκτίου θείας Λειτουργίας. Ἔμπρακτα τεκμηριώθηκε μέσα μου ἡ βεβαιότητα τῆς συνεργασίας και συλλειτουργίας τῆς εὐ­χῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» καί τῆς θεόπνευστης Χρυσοστομικῆς θείας Λειτουργίας.

Πολύ χρήσιμο εἶναι καί γιά τήν προκοπή στήν παροῦσα ζωή ἀλλά καί γιά τήν ἑτοιμασία μας πρός τήν αἰώ­νια, οἱ νέοι μας καί οἱ νέες μας, εἰ δυνατόν καί τά μικρά παιδιά νά μαθαίνουν τή δύναμη τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» ἀλληλοπεριχωρούμενη μέ τήν ἄκτι­στη ἐνέργεια τῶν πολλῶν πλεγμένων Σταυρῶν τῶν κόμπων τοῦ κομποσχοινιοῦ. Ὅπλο ἀήττητο θά κατέχουμε ἅπαντες κατά τῶν μεθοδιῶν τοῦ διαβόλου, ὅπλο καί ἀ­σπίδα οὐράνιας προστασίας, θείας παραμυθίας, ἀντοχῶν καί πνευματικῶν ἀγώνων γιά τήν πορεία μας ἀπό τήν παροῦσα ἐπί γῆς στρατευομένη μας Ἐκκλησία πρός τήν θριαμβεύουσα, τή Βασιλεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ.

Μέ τήν εὐχή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσῳ τοῦ κομποσχοινίου ἐπιτυγχάνεται ἡ πολυπόθητη ἕνωση τοῦ Νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. Ὅλες οἱ ἐπί μέρους ψυχικές λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπου συνενώνονται, ἀφοῦ πρωτίστως συγκροτεῖται μιά ἐνιαία ἀχώριστη ἑνότητα Νοῦ καί Καρδιᾶς. Ὁ Νοῦς φωτεινός καί κεκαθαρμένος, κεκαθαρμένη Καρδία καί μαζί ὅλες οἱ ἐπί μέρους ψυχικές λειτουργίες καί δυνάμεις συγκροτοῦν τήν ἐν Χριστῷ ἀνα­γεννημένη προσωπικότητα.

Γιαυτό καί οἱ ὀρθόδοξοι μοναχοί καί οἱ μοναχές δέν ἐγκαταλείπουν τό κομποσχοίνι συνεχίζοντες τή δοκιμασμένη ἁγία Παράδοση μέ κύριο ἐκφραστή αὐτῆς τῆς ἱερᾶς πνευματικῆς ἐργασίας τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί συνεχιστές ὅλους τούς μετά ἀπό αὐτόν Ἁγίους Πατέρες.

Ἔτσι ὁ Νοῦς συμμαζεμένος μέσα στήν καρδιά ζεῖ ἐν Χριστῷ, λογίζεται τό Χριστό, ὅπως καί ἡ καρδιά ζεῖ τίς δυνατές ἐμπειρίες, τήν ἄρρητη γλυκύτητα τῆς ἀκτί­στου Χάριτος τῆς Παναγίας Τριάδος. Τότε ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἀρχετυπικά, ὄχι μόνο τήν πρώτη πρό τῆς πτώσεως ζωή τοῦ Παραδείσου, ἀλλά καί τίς ἐν Χριστῷ ἀκατάπαυστες πνευματικές ἐμπει­ρίες πού δέν σταματοῦν, ὅπως δέν σταματοῦν καί οἱ ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἡ ἐν Χριστῷ πνευματική ζωή εἶναι ἀτελεύτητη στήν τελειότητά της. Αὐτό τό θαῦμα τῆς ἀτελεύτητης τελειότητας συνιστᾷ καί τή χαρά καί τήν πανευφρόσυνη δυναμική ὅλων τῶν πνευματικῶν ἀγώνων καί προσπαθειῶν τοῦ ἀγωνιζομένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Γιατί πρίν κἄν φθάσει ὁ ἐν Χριστῷ ἀγωνι­στής σ’ αὐτήν τήν ἀτελείωτη τελειότητα, καί στήν ἀρχή καί στό μέσο καί σ’ ὅλους τούς ἐνδιάμεσους πειρασμούς καί σ’ ὅλες τίς ἐνδιάμεσες περιπέτειες, δίνει ὁ Κύριος δῶρα πνευματικά γιά νά ἐνισχύεται ὁ πιστός ἀγωνιστής πρός τό ἀτέλειωτο τέλος καί γιά νά προαπολαμβάνει μερικῶς ἤ ὅσο ὁ Κύριος ἐπιτρέπει, τήν πανευφρόσυνη μακαριότητα τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς.

Περνώντας λοιπόν τό ἕνα κομποσχοίνι μετά τό ἄλ­λο, διανύο­ντας ὅλη τήν ἀγωνιστική προσευχητική διαδρομή ἀντιλαμβάνεται ὁ ταπεινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅτι καταξιώνονται ὅλα τά βήματα, ἕνα πρός ἕνα, ἕως ὅτου φθάσει στό ἀτέλειωτο τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πληρότητος καί τελειότητος.

Νά γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες καί γενικῶς ἡ συνείδηση τῶν ἀληθινά πιστῶν δέν παραδέχονται τό νεόδμητο ὅρο καί τόν ἀποτρόπαιο θεσμό τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου.

Ὅσο κι’ ἄν τραυματισθεῖ, ὅσο καί ἄν ἀσθενήσει τό βιολογικό ὄργανο τοῦ Νοῦ, ὁ ἐγκέφαλος, ἀπό ὁποια­δήποτε αἰτία, ἡ ἐνέργεια τοῦ Νοῦ, ἡ περιουσία μιᾶς ζωῆς, ἡ μόρφωσή του, τό φῶς του, ἡ χάρη του δέν χάνονται. Συμμαζώνεται ὁ Νοῦς ἐντός τῆς καρδιᾶς, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη καί ἔχει πλέον τή δική του δυναμική νά συνεργάζεται μέ τά τῆς καρδίας ἕως ὅτου ἐκπληρώσει τό κοινό χρέος τῆς παρούσης ζωῆς ἐντός τῆς στρατευομένης Ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας καί μεταβεῖ στήν αἰώνια, στή Βασιλεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. 

Σέ ἕνα μεσοδιάστημα, ἐκεῖ πού εἶναι ἕτοιμος ὁ ἀγωνιστής τοῦ Θεοῦ ἤ ἡ ἐν Χριστῷ ἀγωνίστρια νά τά ἐγκαταλείψει ὅλα γιατί δέν βλέπει εἰς ἑαυτόν πνευματική προκοπή ἀσφαλῶς καί ὁ πολύ καλός μας Κύριος, ὁ θυσιασθείς δι’ ἡμᾶς, δέν ἀφήνει τό φιλότιμο καί φιλόπονο πλᾶσμα Του, ἀλλά δροσίζει μέ τή χαρά τῶν δακρύων, πού εἶναι φίλημα Θεοῦ κατά τούς ἁγίους Πατέρες μας καί ἐγγύηση ὅτι θά ἔχει καί περισσότερη, ἀρχοντικότερη βοήθεια ἀπό τόν Πανοικτίρμονα Κύριο. Βέβαια ὁ μισόκαλος δέν θά μείνει ἀπαθής μπροστά στήν πνευματική νηπτική ἐργασία τῆς εὐχῆς διά τοῦ κομποσχοινιοῦ.

Γιαυτό καί ὀφείλει, ἔχει ἀνάγκη, ὁ ἐργάτης αὐτῆς τῆς ἱερᾶς ἐργασίας νά πληροφορεῖ τόν πνευματικό ου πατέρα γιά τίς δυσκο­λίες, τούς πειρασμούς καί τά τυχόν περίεργα πού συναντᾷ στό διάβα αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνα. 

Ἔτσι θά φτάσει σ’ ἐκείνη τήν ὁριακή κατάσταση πού θά φτά­σουμε κάποια «εὐλογημένη» στιγμή ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Ὁ ἥλιος θά σκοτισθεῖ καί ἡ σελήνη δέν θά ἔχει πλέον νά δίνει τό παρήγορο φῶς της. «…καί σεισμός μέγας ἐγένετο, καί ὁ ἥλιος μέλας ἐγένετο ὡς σάκκος τρίχινος, καί ἡ σελήνη ὅλη ἐγένετο ὡς αἷμα, καί οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἔπεσαν εἰς τήν γῆν, ὡς συκῆ βάλλει τούς ὀλύνθους αὐτῆς ὑπό ἀνέμου μεγάλου σειομένη, καί ὁ οὐρανός ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον, καί πᾶν ὄρος καί νῆσος ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν ἐκινήθησαν». (Ἀποκ. ς΄ 12-14) Χαμός θά γίνεται ἀπό παντοῦ, πανικός σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐκεῖνος πού θά μπορέσει νά ἐπικαλεσθεῖ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου «σωθήσεται» μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιά νά καταφέρει νά ἐπικαλεσθεῖ τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, τό ὄνομα τοῦ Κυρίου, θά πρέπει διά βίου νά ἔχει ἀσκηθεῖ σ’ αὐτό τό ἱερό ἔργο, ἔργο τῆς παρούσης ζωῆς, καί ἱερό ἔργο πού ἄκοπα, παραδεισιακά θά συνεχίζεται στήν αἰώνια μετά τοῦ Κυρίου μας ζωή.

Παραπλήσια προσωπική ἐμπειρία μου προέρχεται ἀπό τήν πε­ριπέτεια τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ μου πατρός τοῦ π. Γεωργί­ου Πικριδᾶ. Διαγνώστηκε ἄνοια μετά ἀπό τραυματισμό του σέ τρο­χαῖο. Ἤ προϋπῆρχε ἡ ἄνοια καί ἐξ αὐτῆς λόγῳ ἐλλείψεως προσο­χῆς ἐπῆλθε ὁ τραυματισμός ἤ λόγῳ τραυματισμοῦ ἐπιδεινώθηκε ἡ ἄ­νοια. Προχωρώντας ὁ καιρός ἡ γενική του κατάσταση χειροτέ­ρευε. Κάποια χρόνια καθηλώθηκε στό σπίτι μή μπορώντας νά μιλή­σει καθαρά καί νά περπατήσει. Μόνο μέ τό «Πι» ἔκανε μερικά βήματα.
Ὡστόσο καθ’ ὅλο τό διάστημα τῆς περιπέτειάς του, τῆς ἄνοιας, ποτέ δέν ἀκούσαμε ἀπό τό στόμα του κάτι ἀνόητο. Ὁ Νοῦς πλήρως ἀσθενής, ἀλλά ἡ ἐνέργεια τοῦ Νοῦ ὑγιεστάτη διά τῆς θείας Χάριτος πού εἶχε ἑλκύσει μέ τίς πολλές πνευματικές ἐν Χριστῷ ἐργα­σίες καί ἀσκήσεις. Ἀνταποκρινόταν ἄριστα στό ἔργο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως πού δέν ἐγκατέλειψε μέχρι τά τέλη του, ἐφόσον καταλάβαινε ὁ ἴδιος ἀλλά καί ἐμεῖς ὡς ἐξο­μολογούμενοι ὅτι μποροῦμε νά ἀντλοῦμε ἀπό τήν ὑγιᾶ σοφία τοῦ τραυματισθέντος, ἀλλά μή ἀκρωτηριασθέντος ποιμαντικά πνευματικοῦ μας πατέρα. 

Αὐτή ἡ κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι τῆς τελευτῆς του, ἐνῷ ἐπέμενε καθημερινά, ἄρρωστος ἄνθρωπος, νά διαβάζει μόνος του ἤ μέ τήν πρεσβυτέρα του ὅλες τίς ἀκο­λουθίες τοῦ νυχθημέρου ἤ μερι­κές ἀπό αὐτές νά τίς ἀκού­ει καί νά συμμετέχει νοερά – πνευματικά ἀπό τό ραδιοφωνικό Σταθμό τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας. Μέχρι πού συνέβη καί τό ἔσχατο μοιραῖο ἀτύχημα. Ἐγκαύματα ἀπό βρα­­στό νερό τοῦ λουτροῦ ὑπῆρξαν αἰτία τῆς μαρτυρι­κῆς, ἀλλά μακαρίας ἐξόδου του.

Στή διπλανή αἴθουσα τῆς Ἐντατικῆς τοῦ νοσοκομείου ἡ ἐλαχιστότητά μου καί ὁ π. Ἰωάννης Σαρρῆς τελούσαμε ἱερό Εὐχέ­λαιο ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς ὑγείας του καί αὐτός ὁ μακάριος θεούμενος ἄνδρας ἔψαλε εὐθυμῶν, ἐνῷ ἔσβηνε ὅλος ὁ κύκλος τῆς παρούσης ζωῆς καί ἀνοιγόταν στήν μετά τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ αἰώνια.

Ἄν ὑποτεθεῖ, ὅτι κάποιος κοσμικός ἄνθρωπος πού δέν τόν γνώριζε ἀπό πρίν, τόν ἐπισκεπτόταν πρίν ἀπό τό τέλος περίπου τῆς δοκιμασίας του, μέ ἔντονα ὀρθολογική κριτική διάθεση, θά μποροῦσε ἴσως νά τοῦ καταλογίσει «γεροντική ἄνοια», ὅταν τόν ἄκουγε νά λέγει βραδύγλωσσα μέν, ἀλλά αἰσιόδοξα, ὅτι σέ λίγο θά γίνω καλά, θά ξεμπερδευθεῖ ἡ γλῶσσα μου καί θά μπορῶ νά λει­τουρ­γῶ καί νά κηρύττω. Ἐμεῖς αὐτονόητα δικαιολογούσαμε τήν «ἀφέλεια» αὐτή τοῦ ἀνδρός, γιατί εἶχε τήν ἀκλόνητη πεποίθηση ὅτι τελειώνει ὅσον οὔπω τό μικρό κατ’ αὐτόν μαρτύριο καί ἐπίκειται ἡ ἀτελεύτητη εὐφροσύνη τῆς αἰωνίου μακαριότητος.

Ἄλλο ἕνα παράδειγμα πού δείχνει τήν ἐνάργεια τοῦ Πνεύματος παρά τήν βιολογική βλάβη τοῦ ἐγκεφάλου εἶναι ἀπό τόν ἅγιο Γέροντα π. Πορφύριο. Εἶχε πεῖ εἰς ἀνύποπτο χρόνο στήν ἐκλεκτή ἀδελφή Μ... νά κάνει μέ ἐπιμέλεια τά ὡς ἄνω ἀναφερόμενα πνευματικά της καθήκοντα γιά νά «ἔχει ἀπόθεμα ὅταν θά τή βρεῖ τό κακό στό κεφάλι». Κανείς δέν μποροῦσε νά καταλάβει τί θά τῆς συμβεῖ. Μετά ἀπό χρόνια ἀσθένησε μέ κακοήθη ὄγκο στόν ἐγκέφαλο, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἀπεδήμησε εἰς Κύριον. Ὁ σύζυγός της καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς νόσου βρισκόταν στό πλευρό της καί συνεννοοῦντο μέ ἕναν ἄλλο μυστικό, χαρισματικό τρόπο. Βεβαιώνει ὁ σύζυγος ὅτι ἦταν οἱ καλύτερες μέρες τῆς συζυγικῆς τους ζωῆς.

Στήν παροῦσα ταπεινή ἀναφορά μας, ἀσφαλῶς καί δέν μποροῦμε ἰατρικά καί ἐπιστημονικά νά προσεγγίσουμε τήν ἐγκεφαλική νόσο. Ὅμως δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε μέ τούς ὑποστηρικτές τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. Οἱ ὀξυνούστατοι καί πνευματέμφοροι ἅ­γιοι Πα­τέρες μας βλέπουν εἰς βάθος τό θέμα τῆς νόσου τοῦ ἐγκεφάλου. Θεόσδοτη οἰκονομία διατηρεῖ ἐντός τῆς Καρδίας τήν ἐνέργεια τοῦ Νοῦ, πού ἀποκτήθηκε μέ μόχθο, ἀσκήσεις καί Χάρη Θεοῦ καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς. Ποιός μπορεῖ νά ἐπέμβει, ἐκτός τῆς θείας βουλῆς, καί νά συντάμει αὐτήν τήν ἔσχατη συλλειτουργία Νοός, Καρδίας καί Θείας Χάριτος;

Κατά τή λειτουργία τοῦ κομποσχοινίου λέγοντας τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μιλᾶμε στόν Κύριο μέ ἄκρα ταπείνωση. Ψελλίζοντας τό «ἐλέησόν με» δέν ἐννοοῦμε τήν προσφορά κάποιου εὐτελοῦς δώρου ἀλλά τό «γεννηθήτω τό θέλημά Σου» δηλαδή τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σύ γνωρίζεις ὡς τέλειος Θεός καί τέλειος Ἀναστη­μέ­νος ἄνθρωπος τί εἶναι τό συμφέρον μου, ἐπίγειο, ὑπερκόσμιο καί αἰώνιο. Σύ κάνε ὅ,τι καλύτερο νομίζεις τόσο γιά μένα, ὅσο καί γιά τούς ἀγαπημένους μου ἀνθρώπους, τούς ὁποίους ἀσφαλῶς καί ἀγαπᾶς ἀσύγκριτα περισσότερο ἀπό μένα, τούς ἀγαπᾶς θεϊκά. Συνεργῶ καί ἐγώ ταπεινά μαζί Σου ζητώντας, ἀφοῦ Σύ εἶπες «αἰτεῖτε καί δοθήσεται, κρούετε καί ἀνοιγήσεται· πᾶς ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται». Στό «ἐλέησόν με» τό με ἐννοεῖ ἐμένα, τόν ἐλάχιστο δοῦλο Σου, τούς δικούς μου, ὅλους τούς ἀδελφούς τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφότητος καί ὅλης τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅσο δέ γιά τήν Πατρίδα μας πού ἀνηλεῶς σήμερα σφυροκο­πεῖται πρός ἀφανισμό, μέ τό «ἐλέησόν με» ἐννοοῦμε μέ ἐν Χριστῷ ἀγάπη νά ἐλεεῖ ὁ Θεός καί τούς «εὐσε­βεῖς» ἤ «ἀσεβεῖς» κυβερνῆτες μας, καί ὅλους ἐκεί­νους πού μέ τίς κακές τους ἤ καλές τους πράξεις καί κινήσεις μποροῦν τελικά νά ἀναγκασθοῦν ἤ νά εὐδοκήσουν νά φροντίσουν γιά τό καλό, τήν εὐημερία, τήν εὐταξία καί τή σωτηρία τῆς πατρίδος μας καί τῶν ἀγωνιστῶν-βιοπαλαιστῶν πολιτῶν της. 

 Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου

Η ευχή μας φέρνει κοντά στον Χριστό



Η ευχή μας φέρνει κοντά στον Χριστό. Κάποτε μου ήρθε (να εξομολογηθεί) ένας μεγαλόσχημος.

Μου είπε: Έχω φθάσει, Αββά σε απόγνωση. Δεν βλέπω καμιά αλλαγή στο καλύτερο. Πως θα βελτιωθώ; Πώς θα πεθάνω για την αμαρτία; Αισθάνομαι την πλήρη αδυναμία μου. Υπάρχει άραγε ελπίδα σωτηρίας;

Βεβαίως υπάρχει. Λέγε όσο πιο πολύ μπορείς την ευχή. Και άφησε τα πάντα στα χέρια του θεού. Και ποια η ωφέλεια από την ευχή όταν δε συμμετέχει ο νους και η καρδιά;
Τεράστια ωφέλεια. Είναι γνωστό ότι η «ευχή» έχει πολλές βαθμίδες: από την απλή προφορά των λέξεων της «ευχής» μέχρι την «ευχή» την θαυματουργική. Μα έστω και στην κατώτατη βαθμίδα να βρισκόμαστε και αυτό για μας είναι ψυχικά πολύ ωφέλιμο και σωτήριο. Από τον άνθρωπο που λέγει την «ευχή» φεύγουν οι δυνάμεις του εχθρού μας. Και ο άνθρωπος αυτός γρήγορα ή αργά οπωσδήποτε θα σωθεί.

Αναστήθηκα! Αναστέναξε ο Μεγαλόσχημος. Από δω και πέρα δεν πρόκειται πια να πέσω σε ακηδία και απόγνωση. Το λέγω λοιπόν και το επαναλαμβάνω: λέτε την «ευχή» .’Έστω και μόνο με το στόμα. Και ο Κύριος δεν θα σας αφήσει.

Στάρετς Βαρσανούφιος της Όπτινα


Όλοι οί Χριστιανοί πρέπει να προσεύχονται ακατάπαυστα



Ας μη νομίσει κανείς, αδελφοί μου Χριστιανοί, πώς μόνο οί ιερωμέ¬νοι και οί μοναχοί έχουν χρέος να προσεύχονται ακατάπαυστα και .παντοτινά και όχι οί κοσμικοί. Όχι, όχι. Όλοι γενικά οί Χριστιανοί έχομε χρέος πάντοτε να βρισκόμαστε σε προσευχή. Ό αγιότατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος γράφει σχετικά τα εξής στο Βίο του αγίου Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (του Παλαμά).
Ό θειος Γρηγόριος είχε ένα φίλο αγαπημένο ονομαζόμενο Ιώβ, άνθρωπο απλούστατο και πολύ ενάρετο, με τον οποίο συνομιλώντας μία φορά του είπε και περί προσευχής και πώς κάθε Χριστιανός γενικά πρέπει να αγωνίζεται πάντοτε στην προσευχή και να προσεύχεται ακατάπαυστα, καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος σε όλους τους Χριστιανούς: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», και καθώς λέει και ο προφήτης Δαβίδ, με όλο πού ήταν βασιλιάς κι είχε όλες τις φροντίδες του βασιλείου του: «Βλέπω πάντοτε τον Κύριο μπροστά μου» (μέσω της προσευχής)• και καθώς διδάσκει ο Θεολόγος Γρηγόριος όλους τους Χριστιανούς λέγοντας ότι πρέπει να μνημονεύουμε με την προσευχή το όνομα του Θεού περισσότερο από όσο αναπνέομε. Και λέγοντας αυτά ο Άγιος στον φίλο του Ιώβ κι αλλά περισσότερα, του έλεγε ακόμη πώς πρέπει κι εμείς να κάνομε υπακοή στις παραγγελίες των Αγίων, και όχι μόνο να προσευχόμαστε εμείς παντοτινά, άλλα να διδάσκομε κι όλους τους άλλους, μοναχούς και λαϊκούς, σοφούς και αμόρφωτους, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, και να τους παρακινούμε να προσεύχονται ακατάπαυστα. 
Ακούγοντας αυτά ο γέροντας εκείνος Ιώβ, τα θεώρησε καινοτομία κι άρχισε να αντιλέγει του Αγίου πώς ή αδιάλειπτη προσευχή είναι μονάχα για τους ασκητές και τους μοναχούς πού είναι έξω από τον κόσμο και από τους περισπασμούς, κι όχι για τους κοσμικούς πού έχουν τόσες μέριμνες και δουλειές. 
Και ο Άγιος πάλι του έλεγε κι άλλες μαρτυρίες και αναντίρρητες αποδείξεις, όμως ο γέρων Ιώβ δεν επείθετο, και ο θείος Γρηγόριος αποφεύγοντας την πολυλογία και τη φιλονικία σώπασε και πήγε ο καθένας στο κελί του.
Κι υστέρα πού ο Ιώβ προσευχόταν καταμόνας στο κελί του, φαίνεται μπροστά του Άγγελος Κυρίου σταλμένος από το θεό πού θέλει όλων των ανθρώπων τη σωτηρία, κι αφού τον έλεγξε αυστηρά πού φιλονικούσε με τον άγιο Γρηγόριο κι αντιστεκόταν σε πράγματα φανερά, από τα όποια προξενείτε ή σωτηρία των Χριστιανών, του παρήγγειλε εκ μέρους του Αγίου Θεού να προσέχει καλά στο εξής και να φυλαχτεί πλέον να μην πει τίποτε ενάντιο σε αυτό το ψυχωφελέστατο έργο, γιατί αντιστέκεται στο θέλημα του Θεού• αλλά μήτε με το νου του πλέον να τολμήσει να δεχτεί ενάντιο λογισμό και να φρονεί διαφορετικά από ότι του είπε ο θείος Γρηγόριος. Τότε ο απλούστατος εκείνος γέρων Ιώβ πήγε αμέσως στον Άγιο κι έπεσε στα πόδια του, ζητώντας συγχώρηση για την αντίσταση και φιλονικία και του φανέρωσε και όσα του είπε ο Άγγελος του Κυρίου.
Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς όλοι οί Χριστιανοί, από το μικρό ως το μεγάλο, οφείλουν να προσεύχονται παντοτινά με τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησαν με»; 
Και πάντοτε να το συνηθίσει να το λέει ο νους τους κι ή καρδιά τους; Και στοχαστείτε, πόσο ευαρεστείται ο Θεός με αυτό και πόση ωφέλεια προέρχεται από αυτό, ώστε από την άκρα Του φιλανθρωπία έστειλε και ουράνιο Άγγελο για να μας το αποκαλύψει, Έτσι πού να μην έχομε πλέον καμία αμφιβολία γι' αυτό.
Μα τι λένε οι κοσμικοί; «Εμείς είμαστε μέσα σε τόσες υποθέσεις και φροντίδες του κόσμου• πώς είναι δυνατό να προσευχόμαστε ακατάπαυστα;»
Κι εγώ τους αποκρίνομαι, ότι ο Θεός δεν παρήγγειλε σ' εμάς κάτι το αδύνατο, παρά μας παρήγγειλε όλα εκείνα πού μπορούμε να κάνομε. Επομένως και αυτό είναι δυνατό να το κατορθώσει καθένας πού ζητά επιμόνως τη σωτηρία της ψυχής του. Γιατί αν ήταν αδύνατο, θα ήταν για όλους γενικά τους κοσμικούς και δε θα είχαν βρεθεί τόσοι και τόσοι μέσα στον κόσμο να το κατορθώσουν από τους οποίους ας είναι ως παράδειγμα ο πατέρας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ο θαυμάσιος εκείνος Κωνσταντίνος, για τον οποίο κάνει λόγο ο πατριάρχης Φιλόθεος ατό Βίο του αγίου Γρηγορίου, του γιου του.
Αυτός λοιπόν, με όλο πού ήταν μέσα στα ανάκτορα και ονομαζόταν πατέρας και διδάσκαλος του βασιλιά Ανδρόνικου και καταγινόταν καθημερινά με τις βασιλικές υποθέσεις, χώρια πού είχε και τις υποθέσεις του σπιτιού του, γιατί ήταν πολύ πλούσιος κι είχε πολλά κτήματα και υπηρέτες και παιδιά και γυναίκα, μ' όλα ταύτα τόσο ήταν αχώριστος από το Θεό και τόσο ήταν δοσμένος στη νοερά και ακατάπαυστη προσευχή, πού τις περισσότερες φορές λησμονούσε εκείνα πού συζητούσαν μαζί του ο βασιλιάς και οί άρχοντες του παλατιού για υποθέσεις βασιλικές κι ερωτούσε πάλι γι' αυτές μία και δύο φορές. Γι' αυτό πολλές φορές οί άλλοι άρχοντες, μην ξέροντας την αιτία, συγχύζονταν και τον ονείδιζαν πού λησμονεί έτσι γρήγορα και ενοχλεί με τις δεύτερες ερωτήσεις του το βασιλιά• αλλά ο βασιλιάς, πού ήξερε την αιτία, τον υπερασπιζόταν λέγοντας: «Ό Κωνσταντίνος έχει δικές του έγνοιες ο μακάριος κι εκείνες δεν τον αφήνουν να προσέχει στα λόγια τα δικά μας πού είναι για υποθέσεις προσωρινές και μάταιες• ο νους του ευλογημένου είναι προσηλωμένος στα αληθινά και ουράνια και για τούτο λη¬σμονεί τα επίγεια, επειδή όλη του ή προσοχή είναι στην προσευχή και στο Θεό». Γι' αυτό και ο Κωνσταντίνος ήταν σεβάσμιος και αξιαγάπητος και στο βασιλιά και σε όλους τους μεγιστάνες και άρχοντες της βασιλείας, καθώς ήταν αγαπημένος και από το Θεό και αξιώθηκε ο αοίδιμος να κάνει και θαύματα.
Μία φορά δηλαδή, μπήκε σ' ένα πλοιάριο με όλη του την οικογένεια για να πάει επάνω από τον Γαλατά σ' ένα αναχωρητή, πού ησύχαζε εκεί, και να πάρει την ευχή και την ευλογία του. Καθώς πήγαιναν, ρώτησε τους υπηρέτες του αν πήραν κανένα προσφάγι να πάνε στον αββά εκείνο για να τους φιλέψει. Εκείνοι του είπαν πώς λησμόνησαν από τη βία και δεν πήραν τίποτε. Λυπήθηκε λίγο ο ευλογημένος, πλην δεν είπε τίποτε, μόνο πηγαίνοντας εμπρός στο καΐκι, έβαλε το χέρι του μέσα στη θάλασσα και με σιωπηλή και νοερά προσευχή παρακαλούσε το Θεό, τον Κύριο της θάλασσας, να του δώσει κανένα κυνήγι• κι υστέρα από λίγη ώρα —τι θαυμαστά είναι τα έργα, Χριστέ Βασιλεύ, με τα όποια δοξάζεις παράδοξα τους δούλους Σου!— βγάζει το χέρι του από τη θάλασσα κρατώντας ένα πολύ μεγάλο λαβράκι, το όποιο έριξε μέσα στο πλοιάριο μπροστά στους υπηρέτες του και είπε: «Να πού ο Θεός νοιάστηκε και για τον άββά τον δούλο Του και του έστειλε προσφάγι».
Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς δοξάζει ο Ιησούς Χριστός τους δούλους Του εκείνους πού είναι πάντοτε μαζί Του και επικαλούνται συνεχώς το πανάγιο και γλυκύτατο όνομα Του;
Ακόμη και ο δίκαιος εκείνος και άγιος Ευδόκιμος, δεν ήταν κι αυτός μέσα στην Κωνσταντινούπολη και μέσα στα ανάκτορα και τις βασιλικές υποθέσεις; Δε συναναστρεφόταν με το βασιλιά και τους άρχοντες του παλατιού, με τόσες φροντίδες και περισπασμούς; Μ' όλα ταύτα είχε πάντοτε αχώριστη τη νοερά προσευχή, καθώς διηγείται στο Βίο του ο Συμεών ο Μεταφραστής, γι' αυτό κι ευρισκόμενος μέσα στον κόσμο και στα κοσμικά ο τρισμακάριος, έζησε αληθινά μία ζωή αγγελική και υπερκόσμια και αξιώθηκε από τον μισθαποδότη Θεό να λάβει και τέλος μακαριστό και θείο. Και άλλοι πολλοί και αναρίθμητοι πού ήταν μέσα στον κόσμο, ήταν ολωσδιόλου δοσμένοι στη νοερά και σωτήρια αυτή προσευχή, καθώς αναφέρονται σε διάφορες ιστορίες.
Λοιπόν, αδελφοί μου Χριστιανοί, σας παρακαλώ κι εγώ μαζί με τον θειο Χρυσόστομο, για τη σωτηρία της ψυχής σας, μην αμελήσετε αυτό το έργο της προσευχής. Μιμηθείτε αυτούς πού είπαμε και όσο το δυνατόν ακολουθήστε τους. Κι αν σας φαίνεται δύσκολο το πράγμα στις αρχές, ας είστε βέβαιοι και πληροφορημένοι, ως εκ προσώπου του παντοκράτορα Θεού, ότι αυτό το ίδιο το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επικαλούμενο καθημερινά και ακατάπαυστα από μας, θα ευκολύνει όλες τις δυσκολίες. Και με την πολυκαιρία, αφού το συνηθίσαμε και γλυκαθούμε μ' αυτό, θα γνωρίσαμε με τη δοκιμή πώς δεν είναι αδύνατο ούτε δύσκολο, αλλά δυνατό και εύκολο. Γι' αυτό και ο θειος Παύλος, πού ήξερε καλύτερα από μας τη μεγάλη ωφέλεια της προσευχής, μας παρήγγειλε να προσευχόμαστε ακατάπαυστα. Δε θα μας συμβούλευε βέβαια ποτέ κάτι το δύσκολο και αδύνατο, γιατί δε θα μπορούσαμε να το κάνομε και ακολούθως θα γινόμασταν αναγκαστικά παρήκοοι και παραβάτες της παραγγελίας του και για τούτο άξιοι καταδίκης• αλλά όταν είπε να προσευχόμαστε αδιάλειπτα, ο σκοπός του ήταν να προσευχόμαστε με το νου μας, πού είναι δυνατό να το κάνομε πάντοτε. Γιατί και όταν κάνομε εργόχειρο κι όταν περπατούμε κι όταν καθόμαστε κι όταν τρώμε κι όταν πίνομε, πάντοτε μπορούμε να προσευχόμαστε με το νου μας και να κάνομε νοερά προσευχή ευάρεστη στο Θεό και αληθινή• με το σώμα να δουλεύομε και με την ψυχή να προσευχόμαστε• ο έξω άνθρωπος να κάνει κάθε υπηρεσία σωματική και ο έσω άνθρωπος να είναι ολότελα αφιερωμένος στη λατρεία του Θεού και να μη λείπει ποτέ από αυτό το πνευματικό έργο της νοεράς προσευχής. Αυτό μας παραγγέλλει και ο θεάνθρωπος Ιησούς στο ιερό ευαγγέλιο, λέγοντας: «Σύ δε, όταν προσεύχεσαι, πήγαινε μέσα στο "ταμείον" σου, κλείσε τη θύρα σου και προσευχήσου κρυφά στον Πατέρα σου». Ταμείο της ψυχής είναι το σώμα και θύρες του εαυτού μας οί πέντε αισθήσεις. Ή ψυχή μπαίνει μέσα στο ταμείο της, όταν δεν περιφέρεται ο νους εδώ κι εκεί στα πράγματα του κόσμου, άλλα βρίσκεται μέσα στην καρδιά μας• κι οί αισθήσεις μας κλείνουν και μένουν σφαλισμένες, όταν δεν τις αφήναμε να προσηλώνονται στα αισθητά και ορώμενα πράγματα. Και με τούτο τον τρόπο μένει ο νους μας ελεύθερος από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα κοσμικά και με την κρυφή και νοερά προσευχή ενώνεσαι με το Θεό και Πατέρα σου• και τότε, λέει, ο Πατέρας σου πού βλέπει τα κρυφά θα σου αποδώσει στα φανερά. Βλέπει ο κρυφιογνώστης Θεός τη νοερά προσευχή σου και την ανταμείβει με φανερά και μεγάλα χαρίσματα• επειδή αυτή είναι ή αληθινή και τέλεια προσευχή κι αυτή γεμίζει την ψυχή από τη θεία χάρη και τα πνευματικά χαρίσματα. Όπως το μύρο, όσο περισσότερο το κλείνεις μέσα στο αγγείο, τόσο περισσότερο ευωδιάζει το αγγείο, έτσι και ή προσευχή, όσο περισσότερο την κλείνεις μέσα στην καρδιά σου, τόσο περισσότερο τη γεμίζει από τη θεία χάρη. Μακάριοι και καλότυχοι είναι εκείνοι πού θα συνηθίσουν σε τούτο το ουράνιο έργο, γιατί με αυτό νικούν κάθε πειρασμό των πονηρών δαιμόνων, όπως ο Δαβίδ νίκησε τον υπερήφανο Γολιάθ • με αυτό σβήνουν τις άτακτες επιθυμίες της σάρκας, όπως οί τρεις Παίδες έσβησαν τη φλόγα της καμίνου• με αυτό το έργο της νοεράς προσευχής καταπραΰνουν τα πάθη, όπως ο Δανιήλ ημέρωσε τα άγρια λιοντάρια• με αυτό κατεβάζουν τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά τους, όπως ο Ηλίας κατέβασε τη βροχή στο Καρμήλιο.
Αυτή ή νοερά προσευχή είναι πού ανεβαίνει ως το θρόνο του Θεού και φυλάγεται μέσα στις χρυσές φιάλες για να θυμιάζεται με αυτήν ο Κύριος, καθώς λέει ο Θεολόγος Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Και οί εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον του Άρνίου, έχοντας όλοι κιθάρες και φιάλες χρυσές γεμά¬τες θυμιάματα,, τα όποια είναι οί προσευχές των Αγίων». Αυτή ή νοερά προσευχή είναι ένα φως πού φωτίζει πάντοτε την ψυχή του ανθρώπου και πυρώνει την καρδιά του με τις φλόγες της αγάπης του Θεού- αυτή είναι μία αλυσίδα πού κρατεί ενωμένο το Θεό με τον άνθρωπο. "Ω, ή ασύγκριτη χάρη της νοεράς προσευχής! Αυτή κάνει τον άνθρωπο να συνομιλεί πάντοτε με το Θεό. "Ω πράγμα αληθινά θαυμάσιο και εξαίρετο! 
Να είσαι μαζί με τους αν¬θρώπους σωματικά και να βρίσκεσαι μαζί με το Θεό νοερά! Οί Άγγελοι δεν έχουν φωνή υλική, αλλά με το νου τους προσφέρουν στο Θεό ακατάπαυστη δοξολογία• αυτό είναι το έργο τους, σ' αυτό είναι αφιερωμένη όλη τους ή ζωή. Λοιπόν και συ, αδελφέ, όταν εισέρχεσαι στο "ταμείον" σου και κλείνεις τη θύρα, όταν δηλαδή ο νους σου δε σκορπά εδώ κι εκεί, αλλά μπαίνει μέσα στην καρδιά σου κι οί αισθήσεις σου είναι σφαλισμένες και δεν είναι προσηλωμένες στα πράγματα του κόσμου τούτου κι έτσι προσεύχεσαι πάντοτε με το νου σου, τότε γίνεσαι παρόμοιος με τους αγίους Αγγέλους και ο Πατέρας σου, πού βλέπει τη μυστική σου προσευχή πού του προσφέρεις κρυφά στην καρδιά σου, θα σου ανταποδώσει μεγάλα πνευματικά χαρίσματα στα φανερά. Μα και τι άλλο μεγαλύτερο και περισσότερο θέλεις από το να βρίσκεσαι πάντοτε, όπως είπαμε, μαζί με το Θεό νοερά και να συνομιλείς ακατάπαυστα με Αυτόν; Χωρίς Αυτόν δεν μπορεί ποτέ κανένας άνθρωπος να είναι μακάριος μήτε εδώ μήτε στην άλλη ζωή.
Λοιπόν, αδελφέ, οποίος κι αν είσαι, όταν πάρεις στα χέρια σου το πα¬ρόν βιβλίο και διαβάζοντας το δοκιμάσεις ωφέλεια στην ψυχή σου, παρακαλώ θερμά, θυμήσου να κάνεις και μία παράκληση στο Θεό, με ένα «Κύριε ελέησον», για την αμαρτωλή ψυχή εκείνου πού κοπίασε σε τούτο το βιβλίο κι εκείνου πού ξόδεψε να το τυπώσει• οί όποιοι έχουν μεγάλη ανάγκη της προσευχής σου, για να βρουν έλεος Θεού στις ψυχές τους και συ στη δική σου.
Γένοιτο, γένοιτο.

ΑΠΟΔΙΔΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΆΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ.