.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτηρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτηρία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δόξα σοι Παναγία μου Θεοτόκε!



Επιθανάτια οπτασία: «Δόξα σοι Παναγία μου Θεοτόκε!» 

Ζούσε κάποτε στη Βασιλεύουσα μια πλούσια νέα, η Άννα, που έτυχε να αρρωστήσει βαριά και να πλησιάσει στο θάνατο. Όσοι την παράστεκαν, νόμισαν κάποια στιγμή πως πέθανε. Για μια μέρα η μητέρα της και η αδερφή της την έκλαιγαν σαν νεκρή. 

Το απόγευμα όμως η Άννα άπλωσε τα χέρια της και φώναξε:
– Δόξα σοι Παναγία μου Θεοτόκε! 

Ύστερα σηκώθηκε και ασπάστηκε τους δικούς της. Εκείνοι τότε κάλεσαν τον πνευματικό της. Όταν ήρθε, η Άννα του διηγήθηκε: 

– Ένιωθα βουβή και νεκρωμένη, οπότε βλέπω μπροστά μου δύο φοβερούς άνδρες. Μου φάνηκε πως ήταν οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Είχαν τόση λαμπρότητα, που είναι αδύνατο να την περιγράψω. Με πήραν λοιπόν και με ανέβασαν στον ουρανό. Δεν θα ξεχάσω το πλήθος των αγγέλων, που έψαλλε μεγαλόφωνα: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου». Γονάτισα, κι ενώ προσκυνούσα, άκουσα μια φωνή δυνατή να λέει: «Πάρτε την και πηγαίνετε την στα καταχθόνια». Με πήραν αμέσως οι Αρχάγγελοι, με κατέβασαν στον σκοτεινό Άδη και με άφησαν μόνη. Τριγύρω ακουγόταν θρήνος και κλαυθμός. «Αλλοίμονο μου», μονολογούσα. «Τι θα γίνω; Παναγία μου λύτρωσε με απ’ αυτόν τον φοβερό τόπο, κι αν ζήσω, θα μετανοήσω μ’ όλη μου την καρδιά», παρακαλούσα με δάκρυα. «Εδώ ήρθες κι εσύ;», μου έλεγαν οι κολασμένοι. «Ας τηρούσες τους νόμους του Ευαγγελίου, δεν θα είχες κολασθεί». 

Πέρασε πολλή ώρα. Ξαφνικά βλέπω πάλι τους Αρχαγγέλους να πλησιάζουν και να μου λένε: «Σήκω επάνω. Η Θεοτόκος σου χαρίζει τη ζωή. Πήγαινε να μετανοήσεις για τις αμαρτίες σου και να συμφιλιωθείς με τους κουνιάδους σου. Σε δύο μήνες θα έρθουμε να σε παραλάβουμε οριστικά. Φρόντισε λοιπόν να κάνεις καλά έργα, για να σωθείς». Αυτά μου είπαν οι Αρχάγγελοι κι αμέσως βρέθηκα ζωντανή. Πραγματικά, ύστερα από δύο μήνες έφυγε οριστικά η νέα για τον ουρανό με ειλικρινή μετάνοια.

Μη σπαταλάς το χρόνο, που μας δόθηκε για μετάνοια



Ο Χριστιανός θα πρέπει να θυμάται κάθε μέρα και πολλές φορές την ημέρα ότι θα αντιμετωπίσει αργά ή γρήγορα το θάνατο. Ακόμη σε κάποιο στάδιο της πνευματικής ανόδου του θα πρέπει να αποκτήσει αδιάλειπτη μνήμη θανάτου.

Ο νους μας έχει τόσο πολύ αμαυρωθεί από την πτώση, ώστε αν δεν βιάσουμε τον εαυτό μας να θυμάται το θάνατο, μπορεί εντελώς να τον ξεχάσει. Όταν ξεχάσουμε το θάνατο, τότε αρχίζουμε να ζούμε στη γη σαν να να είμαστε αθάνατοι και ξοδεύουμε όλη μας την ενεργητικότητα στον κόσμο χωρίς καθόλου να απασχολεί τον εαυτό μας ούτε η φοβερή μετάβαση στην αιωνιότητα αλλά ούτε και η τύχη μας στην αιωνιότητα. Τότε χωρίς ντροπή πεισματικά καταπατούμε τις εντολές του Χριστού. Τότε διαπράττουμε τις χειρότερες αμαρτίες και εγκαταλείπουμε όχι μόνο την αδιάλειπτη προσευχή αλλά και τις τακτές προσευχές. Αρχίζουμε μάλιστα να περιφρονούμε αυτή την αναγκαία και απαραίτητη εργασία σαν να ήταν μια δραστηριότητα μικρής σημασίας που δεν πολυχρειάζεται. Ξεχνώντας το φυσικό θάνατο, πεθαίνουμε ένα πνευματικό θάνατο.

Από την άλλη αυτός που θυμάται συχνά το σωματικό θάνατο, ανασταίνεται εκ νεκρών ψυχικά. Ζει στη γη σαν ένας ξένος σ’ ένα πανδοχείο ή σαν φυλακισμένος στο κελλί του που συνεχώς περιμένει τη στιγμή που θα τον φωνάξουν για δίκη ή εκτέλεση. Μπροστά στα μάτια του οι πόρτες της αιωνιότητας είναι πάντα ανοικτές. Συνεχώς κοιτάζει σ’ εκείνη την κατεύθυνση με πνευματική ανησυχία και σκέψη. Είναι αδιάκοπα απασχολημένος με το να σκέφτεται τι θα τον δικαιώσει μπροστά στη φοβερή κρίση του Χριστού και ποιά θα είναι τότε η καταδικαστική γ’ αυτόν απόφαση. Αυτή η καταδίκη θα αποφασίσει την τύχη ενός προσώπου για ολόκληρη την αιωνιότητα. 

Καμιά γήινη ομορφιά καμιά γήινη απόλαυση δεν αποσπά την προσοχή ή την αγάπη του. Δεν κατακρίνει κανένα διότι θυμάται πως στην τελική Κρίση του Θεού μια τέτοια κρίση θα μεταβιβαστεί πάνω του. Συγχωρεί τους πάντες και τα πάντα ούτως ώστε και ο ίδιος να πάρει συγχώρεση και να κληρονομήσει σωτηρία. Είναι μ’ όλους ταπεινός και μ’ όλους ευσπλαχνικός ούτως ώστε και ο ίδιος να ελεηθεί και να γίνει αποδεκτός. Καλωσορίζει και αγκαλιάζει με χαρά κάθε ανησυχία σαν επίγειο αντίτιμο για τις αμαρτίες του που τον απελευθερώνει από του να το πληρώσει στην αιωνιότητα. 

Αν του έλθει η σκέψη να είναι περήφανος για την αρετή του, η μνήμη θανάτου έρχεται αμέσως ενάντια σ’ αύτη τη σκέψη του, ντροπιάζει και ξεσκεπάζει την ανοησία και διώχνει τη σκέψη αυτή μακρυά. Τί σημασία μπορεί να έχει η αρετή μας στην κρίση του Θεού; Τί αξία μπορεί να έχει η αρετή μας στα μάτια του Θεού στα οποία ακόμη και ο ουρανός φαίνεται μολυσμένος; Θα πρέπει να θυμίζεις και να ξαναθυμίζεις τον εαυτό σου: «Θα πεθάνω, θα πεθάνω σίγουρα! Οι γονείς μου και οι προγονοί μου πέθαναν. Κανένα ανθρώπινο ον δεν έμεινε για πάντα πάνω στη γη. Και η μοίρα που νίκησε τους πάντες με περιμένει και μένα!»

Μη σπαταλάς το χρόνο, που μας δόθηκε για μετάνοια. Μη στρέφεις τα μάτια σου πάνω στη γη στην οποία είσαι ένας προσωρινός ηθοποιός, πάνω στην οποία είσαι εξόριστος, πάνω στην οποία με το έλεος του Θεού σου δίνεται η ευκαιρία να αλλάξεις τον κακό εαυτό σου και να προσφέρεις μετάνοια για την αποφυγή της αιώνιας φυλακίσεως και βασάνων της κολάσεως. Χρησιμοποίησε το σύντομο χρονικό διάστημα της αποδημίας σου στη γη για να εξασφαλίσεις ένα ειρηνικό λιμάνι, ένα ευλογημένο καταφύγιο στην αιωνιότητα. Να ικετεύεις για τα αιώνια αγαθά με το να μην προσκολλάσαι σε κανένα προσωρινό αγαθό, με το να απαρνείσαι κάθε τι το σαρκικό και «φυσικό» στα πλαίσια της πεπτωκυΐας φύσεώς μας. Να δεηθείς με την τήρηση των εντολών του Χριστού.

Με την ειλικρινή μετάνοια για τις αμαρτίες που διέπραξες. Με τις ευχαριστίες και δοξολογίες στον Θεό για όλες τις δοκιμασίες, που στάλησαν σε σένα. Με τις πολλές προσευχές και την ψαλμωδία. Να κάνεις δέηση με την προσευχή του Ιησού και συνδύασέ την με τη μνήμη θανάτου. Αυτές οι δύο δραστηριότητες, η προσευχή του Ιησού και η μνήμη θανάτου – εύκολα ενώνονται σε μία. Από την προσευχή προέρχεται μια ζωηρή θύμηση του θανάτου σαν να ήταν μια πρόγευσή της και από αυτή την πρόγευση του θανάτου η ίδια η προσευχή ενδυναμώνεται πιο πολύ. Είναι απαραίτητο για ένα Χριστιανό να θυμάται το θάνατο. Αυτή η μνήμη είναι απαραίτητη για την πνευματική ζωή.

Προστατεύει την πνευματική ζωή του Χριστιανού από το κακό και τη διαφθορά με την αυτοπεποίθηση που μπορεί να δημιουργηθεί στον πνευματικό αγώνα. Είναι μεγάλη καταστροφή για την ψυχή να θέτει οποιαδήποτε αξία στις δικές του προσπάθειες ή αγώνες και να το κοιτάζει σαν κάτι αξιέπαινο στα μάτια του Θεού. Παραδέξου ότι αξίζεις όλες τις τιμωρίες πάνω στη γη καθώς και τις αιώνιες. Μια τέτοια εκτίμηση του εαυτού σου θα είναι η πιο πραγματική, ή πιο ωφέλιμη για την ψυχή σου και η πιο ευχάριστη στα μάτια του Θεού. Συχνά να απαριθμείς τις αιώνιες κακουχίες που περιμένουν τους αμαρτωλούς.

Η συχνή απαρίθμηση αυτών των δυσκολιών θα πρέπει να τις κάνουν να στέκονται ζωντανές μπροστά στα μάτια σου. Απόκτησε μια πρόγευση των βασάνων της κολάσεως, ούτως ώστε στη γραφική μνήμη τους να φρικιάζει η ψυχή και να αποδεσμεύεται από την αμαρτία. Θα μπορεί τότε να έχει επικοινωνία με το Θεό με ταπεινή προσευχή για έλεος, αναθέτοντας όλες τις ελπίδες στην άπειρή Του αγαθότητα και καθόλου στον εαυτό σου. Φέρνε στο νου και παρουσίαζε στον εαυτό σου τη φοβερή και ατέλειωτη φυλακή της κολάσεως που έχει πολλά τμήματα και πολλά διαφορετικά είδη βασάνων με τα οποία ο άνθρωπος θα δεχτεί τιμωρίες ανάλογες με την επίγεια ζωή του. Σ’ όλα τα τμήματα η φυλάκιση είναι αιώνια, τα βάσανα αιώνια. Εκεί επικρατεί ανυπόφορο και αδιαπέραστο σκοτάδι ενώ ταυτόχρονα καίει άσβηστη φωτιά, ανάβει ασταμάτητα με μια δυνατή φλόγα. Δεν υπάρχει μέρα εκεί… 

Υπάρχει πάντα αιώνια νύχτα. Η δυσωδία εκεί θα είναι ασύγκριτα ανυπόφορη από τη χειρότερη γήινη δυσωδία. Το απαίσιο σκουλήκι της κολάσεως ποτέ δεν κοιμάται. Ροκανίζει συνέχεια και κατατρώει τους φυλακισμένους της κολάσεως χωρίς όμως να εξαφανίζει την ύπαρξή τους ή έστω τη δική του. Αυτή είναι η φύση των βασάνων της κολάσεως: Είναι χειρότερα από οποιοδήποτε θάνατο, αλλά δεν προκαλούν θάνατο. Ο θάνατος είναι επιθυμητός στην κόλαση όσο και η ζωή στη γη. Ο θάνατος θα ήταν μια ανάπαυση για όλους τους φυλακισμένους της κολάσεως. Δεν είναι όμως γι’ αυτούς. Η μοίρα τους είναι μια ατελεύτητη ζωή ατελείωτων βασάνων. Χαμένες ψυχές στην κόλαση βασανίζονται από ανυπόφορες εκτελέσεις με τις οποίες η αιώνια φυλακή αυτών που απέρριψαν τον Θεό κυριαρχεί. Εκεί βασανίζονται από μια ανυπόφορη λύπη. Βασανίζονται με την πιο φρικαλέα ασθένεια της ψυχής, την απελπισία.

Θα πρέπει να αναγνωρίσεις πως είσαι καταδικασμένος στην κόλαση για αιώνια βάσανα και από αυτή την αναγνώριση θα γεννηθούν στην καρδιά σου τόσο ακαταμάχητες και ισχυρές κραυγές προσευχής που σίγουρα θα κάμψουν το Θεό και θα σε ελεήσει και θα σε οδηγήσει στον παράδεισο παρά στην κόλαση. Εσείς που θεωρείτε τους εαυτούς σας να αξίζουν επίγειες και ουράνιες ανταμοιβές. Για σένα η κόλαση είναι πιο επικίνδυνη παρά σε στυγερούς αμαρτωλούς διότι το χειρότερο αμάρτημα απ’ όλα είναι η υπερηφάνεια, η αυτοπεποίθηση, η μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Αυτή η αμαρτία είναι αόρατη στα θνητά μας μάτια που είναι συχνά σκεπασμένα μ’ ένα προσωπείο ταπεινώσεως.

Η θύμηση και ο διαλογισμός του θανάτου εξασκείτο από τους μεγαλύτερους από τους ιερούς Πατέρες. Στο βίο του Μεγάλου Παχωμίου βλέπουμε ότι «συνεχώς διατηρούσε μέσα του το φόβο του Θεού και τη μνήμη των αιωνίων βασάνων και ατελεύτητων πόνων που δεν έχουν τέλος -δηλαδή με τη μνήμη της ατελεύτητης φωτιάς και του αιώνιου σκουληκιού. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Παχώμιος προφύλαγε τον εαυτό του από το κακό και προχωρούσε προς το καλό.

Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ
Περιοδικό «Ορθόδοξη μαρτυρία», εκδ. Παγκυπρίου συλλόγου ορθοδόξου παραδόσεως.
Οι φίλοι του Αγίου Όρους.

Έστω και ένας καλός λογισμός αρκεί, ώστε ο Θεός να τον δεχθεί σαν μετάνοια!

Κάποια μοναχή πολεμήθηκε με λογισμούς πορνείας. Κι επειδή δεν μπορούσε να υπομείνει τον πόλεμο, έφυγε από το μοναστήρι της και γύρισε στον κόσμο. 

Δεν άργησε να καταλήξει σε πορνείο. Έμεινε εκεί αρκετά χρόνια και πλούτισε πολύ , γιατί ήταν πολύ όμορφη. 

Ο φιλάνθρωπος Θεός όμως, που εργάζεται για την σωτηρία του κάθε ανθρώπου, έβαλε στο νού της τη μνήμη των οδυνηρών κολάσεων και την αρχική δόξα και τιμή, από την οποία είχε ξεπέσει.

Και εκείνη αφού τα’αναλογίστηκε όλα αυτά, εγκατέλειψε πλούτη και περιουσία, κι έτρεξε στο μοναστήρι της , σαν προβατίνα που γλύτωσε από το στόμα των λύκων. 

Μόλις όμως έφτασε στην πύλη της μονής, έπεσε κάτω και ξεψύχησε . 

Εκεί κοντά ζούσε κάποιος έγκλειστος μοναχός, που είδε σε όραμα την νύχτα εκείνη αγγέλους και δαίμονες έξω από το μοναστήρι. 

Φιλονεικούσαν όλοι μπροστά στη νεκρή για την ψυχή της. 

-Εφόσον μετανόησε, είναι δική μας, έλεγαν οι άγγελοι. 

-Μέχρι τώρα δούλευε σε μας , διαμαρτύρονταν οι δαίμονες. Άλλωστε δεν πρόφτασε να μπει στο μοναστήρι να μετανοήσει. 

Ενώ έτσι φιλονεικούσαν, ήρθε άλλος άγγελος από τον ουρανό. 

-Γιατί φιλονεικείτε; Τους ρώτησε και ύστερα τους είπε ότι ο αγαθός Θεός, αφότου η μοναχή σκέφτηκε να μετανοήσει, από την ίδια εκείνη στιγμή δέχθηκε την μετάνοια της. 

Αμέσως συνήλθε ο μοναχός από το όραμα και έτρεξε να αναγγείλει στην ηγουμένη τα συμβάντα. Αφού περιποιήθηκαν το λείψανο, το έθαψαν στο κοιμητήριο και ευχαρίστησαν τον ελεήμονα Θεό, που και μόνο ένα καλό λογισμό τον δέχεται σαν μετάνοια. 

Από το Γεροντικό

Ουδείς αναμάρτητος

Δεν υπάρχει άνθρωπος αναμάρτητος.
Κι αν μου πεις ότι ο τάδε είναι δίκαιος
είναι σπλαχνικός, είναι φλάνθρωπος
Θα συμφωνήσω.

Δεν μπορεί, όμως
Να μην έχει και κάποιο ελάττωμα.
Ή από την κενοδοξία θα νικιέται
Ή από την κακολογία ή από κάτι άλλο.

Ένας κάνει ελεημοσύνες, αλλά δεν είναι αγνός.
Άλλος είναι αγνός, αλλά δεν κάνει ελεημοσύνες.
Ο ένας έχει τη μία αρετή και ο άλλος την άλλη.

Ο Φαρισαίος νήστευε, προσευχόταν
Δεν αδικούσε κανέναν, τηρούσε το νόμο.
Είχε όμως αλαζονεία.
Έτσι καταδικάστηκε από τον Κύριο
Γιατί η αλαζονεία τον ζημίωσε περισσότερο απ`όσο 
θα τον ζημίωναν όλες οι αμαρτίες μαζί .

Δεν υπάρχει λοιπόν άνθρωπος απόλυτα δίκαιος
Απόλυτα ενάρετος
Απόλυτα καθαρός από αμαρτία.

Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει αμαρτωλός άνθρωπος 
που να μην κι ένα μικρό έστω καλό.
Κάποιος λ.χ., κάνει αρπαγές και καταστροφές.
Μερικές φορές, όμως, δείχνει καλοσύνη, 
βοηθάει έναν άνθρωπο, λυπάται για το κακό.

Ποιος ήταν σκληρότερος από τον άρπαγα βασιλιά Αχαάβ;
Και όμως, ακόμα κι αυτός ένιωσε κάποτε συντριβή και κατάνυξη.
Ποιος ήταν χειρότερος από τον φιλάργυρο και προδότη Ιούδα;
Και όμως, ακόμα κι αυτός μετά την προδοσία του, είπε:
''Αμάρτησα, γιατί έστειλα στο θάνατο έναν Αθώο'' ( Ματθ. 27: 4 ).

Στη ζωή αυτή εφαρμόζεται σ`όλους ο νόμος της ανταποδόσεως.
Γι`αυτό οι ενάρετοι δοκιμάζουν θλίψεις.
Γι`αυτό οι άδικοι απολαμβάνουν αγαθά.

Οι πρώτοι τιμωρούνται εδώ για τις λίγες αμαρτίες τους
Κι έτσι δεν θα στερηθούν τον παράδεισο.
Οι δεύτεροι αμείβονται εδώ για τις λίγες καλές τους πράξεις
Και θα τιμωρούνται αιώνια για την πολλή κακία τους.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τι να κάνω με τις αμαρτίες μου...



Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα: “Τι να κάνω με τις αμαρτίες μου; ” 

Και απαντώντας ο Γέροντας του λέει: 
“Αυτός που θέλει να λυτρωθεί από τις αμαρτίες του, με δάκρυα λυτρώνεται απ΄ αυτές και εκείνος που θέλει να αποκτήσει αρετές, με δάκρυα τις αποκτά. 
Γιατί το να κλαίμε είναι η οδός που μας παρέδωσε η Γραφή, καθώς και οι πατέρες, που έλεγαν: 
Κλάψτε, άλλη οδός δεν υπάρχει παρά μόνον αυτή”.

ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

... καλύτερα να προσεύχεσαι στον Θεό



Αντί να καυχάσαι για το αύριο, καλύτερα να προσεύχεσαι στον Θεό να δώσει την ημέραν ταύτην, τον άρτον ημών τον επιούσιον. 

Η σημερινή ημέρα μπορεί να είναι η τελευταία μας επί της γης. 

Γι’ αυτό είναι καλύτερα να περάσουμε αυτή την ημέρα εν μετανοία, μετανιώνοντας για όλες τις μέχρι τώρα ημέρες μας επί της γης, παρά να φανταζόμαστε το αύριο, μία ημέρα που μπορεί να μην ξημερώσει για εμάς. 

Οι μάταιες φαντασιώσεις για το αύριο δεν μπορούν να μας αποφέρουν τίποτα καλό· αντιθέτως, η μετάνοια μέχρι δακρύων για μία ημέρα μπορεί να μας σώσει από το αιώνιο πυρ.

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

inpantanassis.blogspot.gr

Τι πρέπει να κάνουμε, όταν είμαστε πληγωμένοι…

Όταν βρίσκεσαι πληγωμένος, επειδή έπεσες σε κάποιο αμάρτημα λόγω αδυναμίας σου ή καμιά φορά με τη θέλησή σου μη δειλιάσεις· ούτε να ταραχθείς γι’ αυτό, αλλά αφού επιστρέψεις αμέσως στον Θεό, μίλησε έτσι: «Βλέπε, Κύριέ μου· έκανα τέτοια πράγματα, σαν τέτοιος που είμαι· ούτε ήταν δυνατό να περίμενες και τίποτε άλλο από εμένα τον τόσο κακοπροαίρετο και αδύνατο, παρά ξεπεσμό και γκρέμισμα».

Και ευχαρίστησέ τον και αγάπησέ τον περισσότερο παρά ποτέ, θαυμάζοντας την τόσο μεγάλη ευσπλαχνία του, διότι μολονότι λυπήθηκε από σένα, πάλι σου δίνει το δεξί του χέρι και σε βοηθάει, για να μη ξαναπέσεις στην αμαρτία· τελευταία, πες με μεγάλο θάρρος στη μεγάλη ευσπλαχνία του: «Εσύ, Κύριέ μου, συγχώρησέ με και μην επιτρέψεις στο εξής να ζω χωρισμένος από σένα, ούτε να απομακρυνθώ ποτέ, ούτε να σε λυπήσω πλέον»...

Και κάνοντας έτσι, μη σκεφτείς αν σε συγχώρεσε, διότι αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά υπερηφάνεια, ενόχληση του νου, χάσιμο του καιρού και απάτη του διαβόλου, χρωματισμένη με διάφορες καλές προφάσεις. Γι’ αυτό, αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερο στα ελεήμονα χέρια του Θεού, ακολούθησε την άσκησή σου, σαν να μην είχες πέσει. Και αν συμβεί εξ’ αιτίας της αδυναμίας σου να αμαρτήσεις πολλές φορές την ημέρα, κάνε αυτό που σου είπα όλες τις φορές, όχι με μικρότερη ελπίδα στον Θεό. Και κατηγορώντας περισσότερο τον εαυτό σου και μισώντας την αμαρτία περισσότερο, αγωνίσου να ζεις με μεγαλύτερη προφύλαξη.

Αυτή η εκγύμναση δεν αρέσει στον διάβολο· γιατί βλέπει πως αρέσει πολύ στον Θεό, επειδή και μένει ντροπιασμένος ο αντίπαλος, βλέποντας ότι νικήθηκε από εκείνον, που αυτός είχε πριν νικήσει. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί διαφορετικούς τρόπους για να μας εμποδίσει, να μην το κάνουμε. Και πολλές φορές πετυχαίνει το σκοπό του εξ’ αιτίας της αμέλειάς μας και της μικρής φροντίδας που έχουμε στον εαυτό μας.[…]

Ο τρόπος λοιπόν, για να αποκτήσεις την ειρήνη, είναι ο εξής· να ξεχάσεις τελείως την πτώση και την αμαρτία σου και να παραδοθείς στη σκέψη της μεγάλης αγαθότητας του Θεού· και ότι, αυτός μένει πολύ πρόθυμος και επιθυμεί να συγχωρέσει κάθε αμαρτία, όσο και αν είναι βαριά, προσκαλώντας τον αμαρτωλό με διάφορους τρόπους και μέσα από διάφορους δρόμους, για να έλθει σε συναίσθηση και να ενωθεί μαζί του σε αυτήν τη ζωή με την χάρι του· στην δε άλλη να τον αγιάσει με τη δόξα του και να τον κάνει αιώνια μακάριο. Κατόπιν, όταν έλθει η ώρα της εξομολογήσεως, την οποία σε προτρέπω να κάνεις πολύ συχνά, θυμήσου όλες σου τις αμαρτίες, και με νέο πόνο και λύπη, φανέρωσέ τες όλες στον Πνευματικό σου και κάνε με προθυμία τον κανόνα που θα σου ορίσει.

(Από τον “Αόρατο Πόλεμο” του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

(Πηγή ηλ. κειμένου: xfd.gr)

Για να κερδίσουμε την σωτηρία μας θα πρέπει να…



Όπως ο χειμώνας φέρνει το χιόνι και το χιόνι σκεπάζει το χορτάρι, δεν το ξεραίνει όμως, μάλλον το διατηρεί και το ζωογονεί έως την άνοιξη, οπότε φεύγει το χιόνι και πάλιν το χορτάρι είναι ανθηρό, ούτω πως συμβαίνει και στον πνευματικό αγώνα.
Ο χειμώνας των πειρασμών και των βιοτικών μεριμνών έρχεται να ψυχράνη τον αγωνιστικό ζήλο. Κάθε όμως πνευματική συγκέντρωσι με σκοπό την πνευματική βοήθεια της σποράς του λόγου του θεού, τον οποίον με την χάρι Του σαν τιποτένιοι διάκονοι προσφέρουμε ζωντανεύει το πνευματικό χορτάρι, δηλαδή τον αγωνιστικό ζήλο για τη μεγάλη σωτηρία, για την απόκτησι της βασιλείας του Θεού...
Ο σπόρος σπείρεται και ανάλογα με την γη που θα τον δεχθή και θα τον συλλάβη, ανάλογη θα είναι και η γέννησις του φυτού και η ποιότητα και η ποσότητα του καρπού. Έτσι και ο λόγος του Θεού που σπείρεται∙ ανάλογα με το πώς θα τον πάρουν οι καρδιές μας και το πώς θα τον επεξεργασθούν , θα αποδώση την μεγάλη ευλογία να επιτύχουμε την άλλη ζωή.
Για να κερδίσουμε την σωτηρία μας, θα πρέπει να βάλουμε μία τάξι στη ζωή μας. Διότι όπου τάξις, εκεί και ειρήνη, εκεί και ο Θεός∙ όπου αταξία, εκεί και σύγχυσις∙ όπου σύγχυσις, εκεί και ο διάβολος. Για να έχουμε όμως τάξι, θα πρέπει να ακολουθούμε τις οδηγίες του πνευματικού πατρός. Ο κάθε αμαρτωλός,που έτυχε της μεγάλης ευλογίας να προσέλθη στο άμισθον ιατρείον που λέγεται Ιερά Εξομολόγησις, θα πρέπει να τηρήση τις οδηγίες και τους κανόνες του πνευματικού, ώστε να διορθωθή ,να διατηρηθή ή και να αυξηθή η ψυχική του υγεία.

Πηγή: Από το βιβλίο: Η τέχνη της Σωτηρίας τόμος Α’, σελ.142 

«Δέν ὑπάρχει ἀνώτερο πράγμα ἀπ᾿ αὐτό πού λέγεται μετάνοια καί ἐξομολόγηση»



«Δέν ὑπάρχει ἀνώτερο πράγμα ἀπ᾿ αὐτό πού λέγεται μετάνοια καί ἐξομολόγηση. 
Αὐτό τό μυστήριο εἶναι ἡ προσφορά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. 
Μέ αὐτό τόν τέλειο τρόπο ἀπαλλάσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾿ τό κακό...

Πήγαίνομε, ἐξομολογούμαστε, αἰσθανόμαστε τήν συνδιαλαγή μετά τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ἡ χαρά μέσα μας, φεύγει ἡ ἐνοχή.

Στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο.

Δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο, γιατί ὑπάρχει ὁ ἐξομολόγος, πού ἔχει τήν χάρι νά συγχωρεῖ.

Μεγάλο πράγμα ὁ πνευματικός!


Τέλος καί τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων ἀφθάρτῳ ἀοράτῳ μόνῳ σοφῷ Θεῷ τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.

Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης

Δεν μπορει ο διαβολος να πιασει οσους αγωνιζονται σ’ αυτες τις τεσσερις επαλξεις

Κάποτε εμφανίστηκε ο διάβολος μπροστά στον αιγύπτιο ασκητή Μακάριο και για να τον κάνει να λιποψυχήσει, του είπε:

-Ό,τι κάνεις εσύ, το κάνω κι εγώ.
Εσύ νηστεύεις και εγώ δεν τρώω ποτέ σαν άυλο πνεύμα που είμαι.

Κάνεις ολονυχτίες, αλλά κι εγώ επίσης δεν κλείνω μάτι.
Σκέπτεσαι ολοένα το Θεό αλλά κι εγώ Αυτόν έχω στο νου μου, πολεμώντας τα τέκνα Του.

Ο Μακάριος του απάντησε:... 

-Όλα μπορεί να τα κάνεις που κάνω, αλλά ένα μονάχα δεν μπορείς: να μετανοήσεις!
Θα πρόσθετα επίσης ότι:
δεν μπορείς να πεις την αλήθεια
δεν μπορείς να ταπεινωθείς και
δεν μπορείς να αγαπήσεις.
Κι όσο αγωνίζομαι σ’ αυτές τις τέσσερις επάλξεις (να μετανοώ, να αληθεύω, να ταπεινώνομαι, να αγαπώ), δεν μπορείς να με κατακτήσεις!

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ

Πάτερ, δεν θέλω να εξομολογηθώ, η μητέρα μου, που περιμένει έξω, με έφερε σχεδόν με το ζόρ



Πάτερ, δεν θέλω να εξομολογηθώ, η μητέρα μου, που περιμένει έξω, με έφερε σχεδόν με το ζόρι.

Ο ιερέας περίμενε όρθιος τον επόμενο για την εξομολόγηση. Είδε ένα νεαρό παιδί, γύρω στα δεκαπέντε, να προχωρά διστακτικό. Τον καλωσόρισε και του υπέδειξε να καθίσει στην καρέκλα απέναντί του. 

Ο Εσταυρωμένος πάνω στο μικρό τραπεζάκι με το μικρό καντήλι τούς κοίταζε στοργικά και προστατευτικά. Η ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι από τον εσπερινό που μόλις είχε προηγηθεί. 

Ο νεαρός με κατεβασμένο το κεφάλι δεν μιλούσε. Ο ιερέας περίμενε κι αυτός κάνοντας μία σύντομη προσευχή, όπως συνήθιζε να κάνει και για όλους τους πιστούς που έβρισκαν το κουράγιο να έλθουν στο μυστήριο της μετανοίας. 

«Πάτερ», είπε κάποια στιγμή το παλληκαράκι. «Δεν θέλω να εξομολογηθώ. Η μητέρα μου που περιμένει έξω με έφερε σχεδόν με το ζόρι. Είναι της Εκκλησίας άνθρωπος και με «πρήζει» κάθε φορά με την εξομολόγηση. Είναι καλή γυναίκα και γι’ αυτό δεν θέλω να τη στενοχωρήσω. Υπάκουσα λοιπόν για χάρη της και γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Αλλά εγώ δεν νιώθω έτοιμος για κάτι τέτοιο». 

Ο ιερέας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ύψωσε νοερά το βλέμμα του στον Εσταυρωμένο και προσευχήθηκε πιο έντονα για το νεαρό παιδί. 

«Παιδί μου», είπε στοργικά. «Όπως ξέρεις η εξομολόγηση είναι μυστήριο της Εκκλησίας μας και προϋποθέτει την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου. Μόνον όποιος έρχεται ελεύθερα, μόνον όποιος έχει νιώσει την ανάγκη να ανοίξει την καρδιά του στον Χριστό, μπορεί και να εξομολογηθεί. Αν ο ίδιος ο Κύριος είπε «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν», τότε κανείς με καταναγκασμό δεν μπορεί να Τον ακολουθήσει ή να επιτελέσει οποιοδήποτε λόγο Του. Η ελευθερία, παιδί μου, είναι το οξυγόνο της Εκκλησίας. Χωρίς αυτήν, οτιδήποτε κι αν γίνεται, έστω κι αν φαίνεται καλό, δεν είναι τελικά καλό. Δεν το δέχεται ο Θεός». 

«Ναι, πάτερ», είπε το παιδί και ύψωσε λίγο το κεφάλι του αναθαρρημένο. «Χαίρομαι που ακούω να λέτε αυτά τα λόγια, και μακάρι και η μάνα μου να το καταλάβαινε. Αλλά, σας είπα, είναι καλή γυναίκα, μόνη στη ζωή –ο πατέρας μου έχει πεθάνει– και γι’ αυτό όσο μπορώ δεν θέλω να την κακοκαρδίζω». 

«Λοιπόν», είπε ο παπάς, νιώθοντας μια απέραντη τρυφερότητα για το καλόκαρδο αυτό νεαρό παλληκάρι που έδειχνε μία μεγάλη ωριμότητα με τη στάση του, «δεν χρειάζεται να εξομολογηθείς τώρα. Κάτσε λίγα λεπτά ακόμη, ώστε η μητέρα σου να πιστέψει ότι εξομολογείσαι, κι έπειτα φύγε και πήγαινε στην ευχή του Θεού. Μέχρι τότε όμως, πες μου το όνομά σου, την τάξη στο σχολείο που φοιτάς, ό,τι άλλο νομίζεις ότι μπορούμε να πούμε για να καλυφθεί η ώρα». 

Μετά από λίγο το παιδί σηκώθηκε να φύγει. Ο ιερέας το αγκάλιασε και του ευχήθηκε τα καλύτερα για τη ζωή του. Η μητέρα του ήταν έξω και φαινόταν ευχαριστημένη για τον «εξομολογημένο» γιο της. Ο ιερέας όμως ήταν βέβαιος ότι ήταν θέμα χρόνου το παιδί να έλθει και πάλι, αλλά αυτήν τη φορά μόνο του. «Τέτοια παιδιά, με τόσο καλή καρδιά, δεν χάνονται ποτέ», μουρμούρισε ο ιερέας, την ώρα που παραμέριζε για να περάσει ο επόμενος πιστός. «Δεν τα αφήνει ποτέ ο Κύριος, και μάλλον φαίνεται να είναι από τα αγαπημένα Του». 

Πάτερ. Γεωργίου Δορμπαράκη.

Η ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ «ΠΑΤΕΡ» ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΚΗ ΑΓΚΑΛΙΑ

Στὸν Θεὸ Πατέρα καταφεύγουμε πάντοτε στὶς δυσκολίες καὶ στὶς θλίψεις μας, ὅπως καταφεύγουμε στὸν ἐπίγειο πατέρα μας σὲ κάθε στιγμὴ ποὺ μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε λύσεις στὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀνακύπτουν. Οἱ ἐγωϊστὲς ἄνθρωποι δὲν καταφεύγουν στὸν πατέρα νομίζοντας ὅτι θὰ τὰ καταφέρουν μόνοι τους. Ὁ πατέρας μας, ὅμως, γνωρίζοντας καλὰ τὰ παιδιά του καὶ ὡς φιλόστοργος, ποὺ εἶναι, περιμένει νὰ τοῦ ζητήσουμε τὴ βοήθειά του, τὴν ὁποίαν ἄλλωστε οὐδέποτε μᾶς ἀρνεῖται. Καὶ ὄχι μόνο περιμένει πάντοτε πρόθυμος, ἀλλὰ εἶναι διατεθειμένος νὰ κάνει καὶ κάθε ἀβαρεία, κάθε ὑποχώρηση, κάθε προσπάθεια, κάθε θυσία, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἐπιθυμίες μας. Εἶναι πατέρας ἀγάπης καί, ἐνῶ μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους νὰ δράσουμε, ὅταν τὸν ἐπικαλεσθοῦμε τρέχει νὰ μᾶς βοηθήσει. Ἡ πατρότητά Του μᾶς δέχεται, ὅπως εἴμαστε καὶ ἔχει πάντοτε ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά, ἕτοιμο λουτρὸ καθαρισμοῦ μας καὶ ἕτοιμα μουσικὰ ὄργανα πανηγυρισμοῦ γιὰ τὴν ἐπιστροφή μας καὶ τὴν ἐκζήτηση τῆς πατρικῆς βοηθείας. Κάμπτεται ὁ πατέρας ἀπὸ τὴν ταπείνωσή μας, αὐτὴ ποὺ δείχνει ὅτι τὸν ὑπολογίζουμε, ἄσχετα ἂν προηγουμένως πολιτευθήκαμε σὰν ἄσωτοι καὶ κατασπαταλίσαμε τὴν περιουσία του. Ὅταν τὸ ζητήσουμε Ἐκεῖνος πρόθυμα σπεύδει νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει, νὰ μᾶς χαρίσει πλούσια τὰ ἀγαθά Του. 
Ἡ λέξη «πάτερ», ποὺ τοῦ ἀπευθύνουμε, ξεκλειδώνει τὴν πόρτα τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους.

Στὸν ἄσωτο τῆς παραβολῆς τί ἐπέφερε τὴν καλὴ ἀλλοίωση καὶ τί τὸν ὁδήγησε στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρικὴ στέγη; Μά, ἡ λέξη «πάτερ». Ὁ ἄσωτος γιὸς μόνο ποὺ σκέφθηκε νὰ ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του καὶ μὲ τὰ χείλη του πρόφερε τὸ ὄνομά Του ἀμέσως δέχθηκε τὴ δύναμη τῆς ἀπαρνήσεως τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐπιστροφῆς στὸ σπίτι του, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀρνηθεῖ ὠθούμενος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὁ Πατέρας μᾶς δέχεται πίσω, ὅταν μᾶς ἀκούει νὰ τοῦ λέμε, ὅπως ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου»! «Πατέρα μου, ἁμάρτησα. Σὲ πίκρανα μὲ τὴ συμπεριφορά μου. Ἔσφαλα. Θέλω ὅμως νὰ συνεχίσω νὰ σὲ ὀνομάζω πατέρα μου. Συγχώρεσέ μου τὸ ὅτι ἀτιμάζω τὸ γλυκύτατο ὀνομά Σου μὲ τὰ βδελυρὰ μὲ βέβηλα χείλη μου. Ὁμολογῶ τὰ σφάλματά μου καὶ τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες μου. Γεύθηκα, ἀλλοίμονο, τοὺ καρποὺς τῆς ἁμαρτίας ποὺ εἶναι ἡδονικοί, ἀλλὰ σύντομα ἡ ἡδονὴ ποὺ αὐτοὶ προκαλοῦν μεταποιεῖται σὲ ὀδύνη. Ὁ ἀδελφός μου, πατέρα μου, δούλευε σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ κοντά Σου. Ἦταν ὑπάκουος, ἀλλὰ ποτὲ δὲν σὲ ὀνόμασε «πατέρα». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ καρδιά του ἔγινε σκληρή, ἔγινε πέτρινη. Δὲν τὴν μαλάκωσαν τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας καὶ τῆς ταπεινώσεως. Κοντά Σου ἔμεινε, ναί, ἀλλὰ μακρυὰ ἀπὸ τὴν ταπείνωση τῆς ἀγαθότητός Σου. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔσφαξες γιὰ χατίρι του σιτευτὸ μοσχάρι. Τὸ βαστοῦσες γιὰ μένα, γιὰ τὸ πανηγύρι τῆς ἐπιστροφῆς μου. Σὲ εὐχαριστῶ, Πατέρα, γιατὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία γνώρισα τὴ στοργικότητά Σου, γνώρισα τὰ ἀληθινά Σου αἰσθήματά, γνώρισα τὴν πατρότητά Σου»!

Ἡ λέξη «πάτερ» μᾶς ταπεινώνει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μας καὶ μᾶς ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς μετανοίας, τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρικὴ στέγη, τῆς σωτηρίας.

Ἂς ἀναλογισθοῦμε: Στὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεό μας ποιός ἔφταιξε καὶ ποιὸς ταπεινώθηκε; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι φταίξαμε στὸ Θεό μας μὲ τὴν ἀπρόσεκτη ζωή, τὶς ἐμπάθειες καὶ τὶς πτώσεις μας. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ πρῶτο βῆμα καὶ σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος, γεύθηκε τὴν κακότητά μας καὶ σταυρώθηκε, γιὰ νὰ μᾶς πλύνει μὲ τὸ πανάχραντο αἷμα Του, ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μᾶς χαρίσει ξανὰ τὸν ποθεινότατο Παράδεισο. Ὁ ἄνθρωπος ἔφταιξε, ὁ Θεὸς πρῶτος ἔκανε τὸ βῆμα τῆς προσεγγίσεως, τῆς καταλλαγῆς, τῆς συγχωρήσεώς μας. Ἐμεῖς, τὰ παιδία, πολλὲς φορὲς φερόμαστε μὲ ἀπρέπεια στὸν πατέρα μας, μὲ αὐθάδεια, μὲ ἀπείθεια, μὲ σκληροκαρδία. 
Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ πατέρα, τοῦ κάθε πατέρα καὶ φυσικὰ τοῦ εὔσπλαχνου πατέρα, τοῦ Θεοῦ μας; Καλωσύνη, ὑπομονή, μακροθυμία, ἀγκαλιὰ ἀνοιχτή, ἕτοιμη νὰ μᾶς χωρέσει, μάτια ποὺ δακρύζουν ἀπὸ θλίψη γιὰ τὶς πτώσεις μας καὶ ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὴν ἀνόρθωση καὶ ἐπιστροφή μας. Ὁ πατέρας εἶναι πάντοτε ἕτοιμος νὰ μᾶς συγχωρήσει, ὅ,τιδήποτε καὶ ἂν ἔχουμε κάνει. Ἡ μετάνοια, τὸ «Πάτερ, ἥμαρτον» (Λουκ. ιε´ 18) δὲν τὸν ἀφήνει ἀσυγκίνητο. Τὸ περιμένει, γιατὶ γνωρίζει τὴν ἐφάμαρτη ἀνθρώπινη φύση. 
Γνωρίζει τὰ θελήματα τῆς σάρκας, τὴν ἐπιθυμία τῶν ἡδονῶν. Ἀλήθεια, ποιὸς εἶναι ἄμεμπτος ἀπέναντι στὸν Κύριο; Ποιὸς εἶναι τόσο καθαρὸς ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἀντικρύσει τὸ Θεὸ Πατέρα στὰ μάτια; Κανεὶς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ φυσικὰ οὔτε ἐγώ. 
Καὶ ὅμως ὅσο ἀκάθαρτος καὶ ἂν εἶμαι, εἶμαι παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Μὲ καταλαβαίνει καὶ μόνο στὸ ἀντίκρυσμα τῆς μορφῆς Του, μόνο στὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του τρέχει νὰ μὲ συναντήσει, νὰ μὲ ἀγκαλιάσει, νὰ μὲ πλύνει, νὰ μὲ πάρει πάλι κοντά Του. Εἶναι πραγματικὸς πατέρας, ἐνῶ ἐγὼ ἕνας ἄσωτος γιός. Ὅσο ζῶ αὐτονομούμενος στὴν ἁμαρτία καταστρέφομαι. Ὅταν ταπεινωθῶ ἐνώπιόν Του καὶ τὸν ὀνομάσω πατέρα μου ἀπὸ τὴν καταστροφὴ ὁδεύω πρὸς τὴ σωτηρία, πρὸς τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πατέρα μου οὐράνιε, μὴ μὲ παραδειγματίσεις γιὰ τὴν ἀσωτία μου, ἀλλὰ δέξαι με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες Σου στὴ Βασιλεία Σου. «Πάτερ, ἥμαρτον» σῶσαι με.

Ὅπως ἐμεῖς δὲν θέλουμε τὸ κακὸ τῶν παιδιῶν μας καὶ τοὺς συγχωροῦμε ὅλα τὰ λάθη, γιατὶ τὸ πατρικό μας φίλτρο ὑπερισχύει τῆς αὐστηρότητος καὶ τῆς δικαιοσύνης μας, ἔτσι καὶ ὁ Θεός μας μὲ τὴ μοναδικὴ πατρότητα ποὺ ἐπιδεικνύει μᾶς συγχωρεῖ κάθε μας ἁμαρτία καὶ «κατακαυχᾶται τὸ ἔλεος τῆς κρίσεώς Του» (Ἰακ. β´ 13), δηλαδὴ ἡ ἐλεήμων καρδιά Του ὑπερνικᾶ τὴν δίκαιη Κρίση Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς Πατέρας μας. 
Ἐμεῖς πῶς συγχωροῦμε τὰ παιδιά μας, ὅταν κλαίοντας ἔρχονται σὲ μᾶς καὶ μᾶς ζητοῦν στοργὴ καὶ ἐπιείκεια! Καὶ νὰ σκεφθεῖτε ὅτι ἡ συμπάθειά μας εἶναι περιορισμένη. Καμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴν ἄπειρη συμπάθεια τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Καὶ μόνο ποὺ στὴν καθημερινή μας προσευχὴ τοῦ λέμε: «Πάτερ ἡμῶν», Ἐκεῖνος σκύβει καὶ μᾶς ἀγκαλιάζει, μᾶς χαρίζει τὴν εἰρήνη Του, μᾶς χαρίζει ὅλα τὰ ἀγαθά Του, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἑτοιμάζει γιὰ τὸ πανηγυρικὸ Δεῖπνο τοῦ οὐρανοῦ. Στὴ λέξη «πάτερ» δακρύζει ὁ κάθε πατέρας καὶ φυσικὰ ὁ οὐράνιός μας. Καὶ μὲ τὸ δάκρυ ξεπλένει κάθε ἀτότημα τοῦ προτέρου βίου μας. Τὸ μυστικὸ ποὺ κρύβει ἡ λέξη «Πάτερ» εἶναι τὸ μυστικὸ τῆς μετανοίας καὶ τῆς σωτηρίας. 
Τὸ περιμένει νὰ τὸ ἀκούσει ὁ Θεὸς Πατέρας μας. Ἂς τοῦ τὸ φωνάξουμε!

Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας

Αγίου Ανδρέα Κρήτης: "Ο Λώτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δὲν κατέκρινε"!



Δύο πράγματα ἀπαιτοῦνται ἀπὸ ὅλους τούς ἀνθρώπους, νὰ κατακρίνουμε τὰ ἰδικὰ μας ἁμαρτήματα καὶ νὰ συγχωροῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού βλέπει τὰ ἰδικὰ του ἁμαρτήματα, συγχωρεῖ πιὸ εὔκολα τούς ἄλλους· ἐνῶ ἐκεῖνος πού κατακρίνει τοὺς ἄλλους, τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του κατακρίνει καὶ καταδικάζει, ἔστω καὶ ἂν ἔχη πολλὲς ἀρετές. Ἀληθῶς μεγάλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ μὴ κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλά τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί. Ἐμεῖς ὅμως, ἀφήνοντας τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες, τοὺς ἄλλους ἰδίως κατακρίνουμε, τοὺς ἄλλους ἐξετάζουμε, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἂν εἴμεθα δικαιότεροι ἀπὸ ὅλους, ἐὰν κατακρίνουμε τοὺς ἄλλους, γινόμεθα ἔνοχοι καὶ εἴμεθα ἄξιοι τῆς ἰδίας τιμωρίας καὶ τῶν ἰδίων βασάνων τῶν ὁποίων εἶναι ἄξιος καὶ αὐτός τὸν ὁποῖον κρίνουμε·«Ὧ γὰρ κρίματι κρίνετε» λέγει «τούτῳ καὶ κριθήσεσθε». Διότι αὐτός πού πορνεύει, παραβαίνει ἐντολή, ὅπως καὶ ἐκεῖνος πού τὸν κρίνει. Ὥστε καὶ οἱ δύο παραβαίνουν θείαν ἐντολή, καὶ αὐτός πού πορνεύει καὶ ἐκεῖνος πού κρίνει.
Ἀλλὰ ἂς μεταφέρουμε μᾶλλον τὴν ἐξέτασι τῶν ἄλλων καὶ τὴνλεπτομερῆ ἐνασχόλησι στοὺς ἑαυτούς μας, ἀγαπητοί. Καὶ ἐὰν δοῦμε κάποιους νὰ ἁμαρτάνουν, ἐμεῖς ἂς ἔχουμε τὶς δικὲς μας ἁμαρτίες ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας καὶ ἂς θεωροῦμε τὰ δικὰ μας χειρότερα ἀπὸ τῶν ἄλλων. Διότι ἐκεῖνος πού ἁμάρτησε, ἴσως καὶ τὴν ὥρα τῆς ἁμαρτίας νὰ μετενόησε, ἐνῶ ἐμεῖς μένουμε πάντοτε ἀδιόρθωτοι κατακρίνοντας καὶ ἐξετάζοντας ἄλλους. Ἐκεῖνος ὁ Λώτ, ἂν καὶ κατοικοῦσε στὰ Σόδομα, κανέναν δὲν κατέκρινε, κανέναν δὲν κατηγόρησε. Γιʼ αὐτό ἐδικαιώθη καὶ διεσώθη ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὴν πανωλεθρία, στὰ ὁποῖα κατεδικάστησαν οἱ Σοδομίτες. Ἂς ταπεινωθοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς κατακρίνοντας τοὺς ἑαυτούς μας, τοὺς ἑαυτούς μας νὰ ὀνειδίζωμε γιὰ νὰ ὑψωθοῦμε, νὰ γίνουμε ἀκατάκριτοι.

Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη. Μὲ αὐτή ἐδικαιώθη ὁ Τελώνης καὶ ἀπέβαλε τὸ φορτίον τῶν ἁμαρτημάτων του. Ἂς μισήσουμε τὴν ὑψηλοφροσύνη, ἐπειδὴ ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ αὐτή κατεκρίθη καὶ ἔχασε τὶς ἀρετές πού εἶχε. Ὁ Φαρισαῖος, ἐπειδὴ διέπραξε τὰ καλὰ μὲ ὄχι καλὸ τρόπο, κατεκρίθη. Ὁ Τελώνης ἀπορρίπτοντας μὲ καλὸ τρόπο τὰ μὴ καλὰ ἔργα, ἐδικαιώθη. Διότι ὁ Θεὸς εἶδε μὲ συμπάθεια τὸν στεναγμὸ τοῦ Τελώνου καὶ τὴν συντριβή του καὶ τὰ κτυπήματα τοῦ στήθους του καὶ ἀφοῦ ἐδέχθη τὸ «ἱλάσθητι» τὸν δικαίωσε μαζὶ μὲ τὸν Ἄβελ. Τὶς δὲ θυσίες καὶ τὶς ἀρετές καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ καυχησιολόγου καὶ ὑπερήφανου Φαρισαίου τὶς ἐσιχάθη καὶ τὶς ἀπεστράφη καὶ τὸν κατεδίκασε, ὅπως τὸν ἀδελφοκτόνο Κάϊν, γιὰ τὴν ἴδια αἰτία. Νὰ μάθουμε, ἀδελφοί, καὶ νὰ διδαχθοῦμε νὰ κάνουμε μεγάλα κατορθώματα. Νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε ὅμως γιʼ αὐτά καὶ ἂν γίνουμε καλοί, δίκαιοι καὶ ἐπιεικεῖς καὶ πονόψυχοι καὶ ἐλεήμονες, καὶ ἔτσι νὰ εἶναι, ἐμεῖς νὰ ταπεινωνώμεθα καὶ νὰ μὴν ἔχουμε ὑπεροψία καὶ ἀλαζονεία, μήπως χάσουμε τοὺς κόπους καὶ τοὺς πόνους μας. Διότι λέγει ὁ Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμεν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».

Εἶναι ἀναγκαῖο καὶ ἀπαραίτητο χρέος νὰ προσφέρουμε στὸν Θεὸ τῶν ὅλων τὴν δουλικὴ ταπείνωσι, τὴν ὑπομονή, τὴν ὑποταγή, τὴν ὑπακοή, τὴν εὐγνωμοσύνη, τὴν εὐχαριστία, καὶ νὰ μεγαλύνουμε καὶ νὰ προσκυνοῦμε τὸ πανάγιο θέλημά του, καὶ νὰ μὴν αἰσθανώμεθα σὰν δαγκώματα τοὺς ἐλέγχους καὶ τὶς ὕβρεις τῶν ἄλλων, οὔτε νὰ καταβαλλώμεθα στοὺς πειρασμούς, οὔτε νὰ δυσανασχετοῦμε, ὅταν μᾶς κατηγοροῦν, διότι καὶ ἀπὸ αὐτά καρπωνόμεθα πολλὴ ὠφέλεια.

Ἂς μάθουμε καὶ ἂς γνωρίσουμε, ἀδελφοί μου, τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐνίσχυσι καὶ τὴν βοήθεια τῆς ταπεινώσεως. Ἂς μὰθουμε τὴν καταδίκη καὶ τὴν ζημία καὶ τὴν ἀπώλεια πού προξενεῖ ἡ ὑψηλοφροσύνη: ἡ σκιὰ τοῦ Βεεμώθ, κατὰ τὸν Ἰώβ, στοὺς ὑγρούς τόπους καὶ στὶς καλαμιὲς καὶ ἡ ἐκτροπή ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης.

Καὶ ἐπειδὴ εἶναι μεγάλο ἀγαθό ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησις καὶ ἡ συντριβὴ καὶ τὰ δάκρυα καὶ οἱ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδίας μας στεναγμοὶ καὶ ἡ κατάνυξι, γιʼ αὐτό παρακαλῶ νὰ ἐξομολογῆσθε στὸν Θεὸ συνεχῶς καὶ νὰ τοῦ φανερώνετε τὰ ἁμαρτήματά σας. Διότι ἐὰν τοῦ παρουσιάζουμε γυμνὴ τὴν συνείδησί μας καὶ τοῦ δείχνουμε τὰ τραύματα τῶν ψυχῶν μας καὶ δὲν κρίνουμε τοὺς ἄλλους, οὔτε ἀποθηριωνόμεθα μὲ τὶς ὕβρεις τῶν συνανθρώπων μας, οὔτε λυπούμεθα γιὰ τὶς κατηγορίες καὶ τὶς ἀδικίες τους, θὰ μᾶς λυπηθῆ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος καὶ θὰ μᾶς κεράση τὰ φάρμακα τῆς συμπαθείας καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας του· θὰ τὰ βάλη στὰ τραύματά μας καὶ θὰ μᾶς θεραπεύση. Ἂς δείξουμε τὰ ἁμαρτήματά μας στὸν Κύριο πού δὲν ντροπιάζει, ἀλλά θεραπεύει· διότι καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, ἐκεῖνος τὰ γνωρίζει ὅλα.

Ἂς εἰποῦμε λοιπὸν τὰ ἁμαρτήματά μας, ἀδελφοί, καὶ ἂς ἐξομολογοηθοῦμε καθαρὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν συμπάθειά του. Ἂς ἀφησουμε τὶς ἁμαρτίες μας ἐδῶ γιὰ νὰ πᾶμε ἐκεῖ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι καὶ νὰ εἰσαχθοῦμε ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτὴ στὴν Βασιλεία του τὴν ἀτελεύτητο καὶ αἰωνία καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὶς μελλοντικὲς ἐκεῖνες καὶ ἀγέραστες διαμονὲς καὶ τὴν ἀπέραντη χαρὰ καὶ ἀπόλαυσι…

Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης

Πηγή: http://www.imaik.gr/

«ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ…»

Ὁ ἄνθρωπος πορεύεται. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή του. Πορεία. «Ἐξ ὠδίνων μέχρι ταφῆς» (Θεοδωρήτου, Ἑρμηνεία τοῦ ριη´ Ψαλμοῦ, PG 80, 1824)· ἀπὸ τὸν ἐπώδυνο τοκετὸ μέχρι τὸν ἐνταφιασμό του. Ποῦ πορεύεται; Μυστήριο. Πῶς πορεύεται; Τὸ μεγάλο πρόβλημα.

Στὸ πρῶτο ἐρώτημα, στὸ «ποῦ πορεύεται;», ἡ σύγχυση εἶναι ἀμέτρητη. Στὸ δεύτερο, τὸ «πῶς πορεύεται;», ἡ ἀπάντηση εἶναι ἐπώδυνη.
Ποῦ πορεύεται;

Γιὰ τὸν ἐκτὸς Χριστοῦ κόσμο οἱ ἀπαν­τήσεις εἶναι ἀναρίθμητες. Ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ κάτω κόσμο τῆς ἀρχαιοελληνικῆς μυθολογίας, τὸ βουδιστικὸ «νιρβάνα», τὴν ἰνδουιστικὴ μετενσάρκωση καὶ τὸν σαρκολατρικὸ μωαμεθανικὸ παράδεισο, μέχρι τὸ μηδέν, ἢ ἄλλως πως ὀνομαζόμενο ὑπὸ τῶν ἄθεων φιλοσόφων «ὁλικὴ συνείδηση τοῦ εἶναι». Τὴν ἀντίληψη αὐτὴ ὁ ὑπερβαλλόντως προβαλλόμενος συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης τὴ συνοψίζει στὴν ἑξῆς πασίγνωστη φράση του: «Ἐρχόμαστε ἀπὸ μιὰ σκοτεινὴ ἄβυσσο· καταλήγουμε σὲ μιὰ σκοτεινὴ ἄβυσσο· τὸ μεταξὺ φωτεινὸ διάστημα τὸ λέμε Ζωή» (Νικ. Καζαντζάκη, Ἀσκητική). Καὶ ὅλη αὐτὴ τὴν αὐτοκτονικὴ ἀντίληψη πῶς τὴ λέμε; Ἀπελπισία; Ἢ μήπως σωστότερα: Μαύρη, κατάμαυρη ἀπελπισία;

Ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου ἡ ζωὴ εἶναι πράγματι ἀπελπισία, πορεία χωρὶς ἐλπίδα. Ἀπὸ τὸ πουθενὰ στὸ τίποτα. Καὶ γίνεται τραγικὴ ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ δώσει νόημα σὲ μιὰ ζωὴ ἀνόητη· νὰ βρεῖ σκοπὸ σὲ μιὰ πορεία πρὸς τὸ τίποτα, τὸ μηδέν, τὴν «ἄβυσσο».

Μέσα στὸ φῶς ὅμως τοῦ Εὐαγγελίου ὅλα ἀλλάζουν. Τώρα ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πηγαίνει. Ἔρχεται πράγματι ἀπὸ μία «ἄβυσσο», τὴν ἄβυσσο τῆς θείας ἀγάπης. Καὶ πορεύεται πρὸς μία ἄλλη «ἄβυσσο», τὴν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας θείας Ζωῆς. Ἔρχεται ἀπὸ τὸ μηδὲν μὲ μόνη τὴν ἀγαπητικὴ θέληση τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Καὶ κατευθύνεται πρὸς τὸ ἄπειρο, πρὸς τὴν αἰώνια δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος του. Θεοποιός!

Εἶναι ὅμως δρόμος σταυρικός. Πορεύεται ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὴ Βασιλεία μέσα ἀπὸ θλίψεις, δοκιμασίες, προβλήματα καὶ τόσους κινδύνους τῆς ζωῆς. Ἀλλὰ θὰ φτάσει στὸ ἔνδοξο τέλος αὐτοῦ τοῦ σταυρικοῦ δρόμου. Θὰ φτάσει! Ἀρκεῖ νὰ τὸν βαδίζει σωστά. Λοιπόν;
Πῶς πορεύεται;

Πῶς μπορεῖ νὰ πορεύεται σωστὰ ὁ ἄνθρωπος στὸ δρόμο τῆς ζωῆς του;
Ἀπάντηση στὸ καίριο αὐτὸ ἐρώτημα ἔδωσε τρεῖς χιλιάδες χρόνια πρὶν ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τοῦ 118ου Ψαλμοῦ, ποὺ εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Ψαλμοὺς καὶ εἶναι γνωστὸς μὲ τὴν ὀνομασία «Ἄμωμος». Ὁ πρῶτος στίχος αὐτοῦ τοῦ ἐκπληκτικοῦ Ψαλμοῦ, ποὺ μὲ τοὺς 176 στίχους του ἀποτελεῖ ἐξαίσιο ὕμνο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δίνει τὴν ἀπάν­τηση ποὺ ἀναζητοῦμε. Λέει: «Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὀδῷ οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου»· εἶναι τρισευτυχισμένοι αὐτοὶ ποὺ βαδίζουν ἄμεμπτοι τὸν δρόμο τους, ὅσοι πορεύονται σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Κυρίου. «Ὁδὸν καὶ στράταν ὀνομάζει ὁ Δαβὶδ τὴν παροδικὴν καὶ περαστικὴν ταύτην ζωήν», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ δρόμος, ποὺ ὅσοι τὸν βαδίζουν ἄμεμπτοι εἶναι τρισευτυχισμένοι, εἶναι ἡ παροδικὴ καὶ περαστικὴ τούτη ζωή.

Ὅμως ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καὶ τὸ πρόβλημα, ἡ μεγάλη δυσκολία. Ποῦ; Στὴ μία αὐτὴ λέξη, τὴ λέξη «ἄμωμοι». Λέξη ἐπώδυνη. Διότι «ἄμωμος» σημαίνει ἀψεγάδιαστος, ἀκατηγόρητος. Κι ἐμεῖς γνωρίζουμε ἀπὸ τὴ Γραφὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν πείρα μας ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ αὐτὸ νὰ τὸ πετύχει. «Τίς γὰρ καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου; ἀλλ᾿ οὐθείς. ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ ιδ´ [14] 4, 5)· ποιός εἶναι καθαρὸς ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς ἁμαρτίας; Κανένας! Ἀκόμα κι ἂν ὅλη ἡ ζωή του πάνω στὴ γῆ εἶναι μόνο μία μέρα.

Ὡστόσο ὁ Ψαλμωδὸς δὲν μᾶς ἀφήνει ἀβοήθητους. Δείχνει καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας «ἄμωμοι». Θὰ τὸ κατορθώσουμε, μᾶς λέει, ἂν εἴμαστε «οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου», ἂν πορευόμαστε στὴ ζωή μας σύμφωνα μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δὲν μᾶς δείχνει μόνο ποιὸ εἶναι τὸ σωστό, ἀλλὰ καὶ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ διορθώσουμε τὰ λάθη ποὺ τυχὸν κάναμε.

Μᾶς λέει, λοιπόν, ὅτι μποροῦμε νὰ εἴμαστε «ἄμωμοι», ἀκόμη κι ἂν ἁμαρτάνουμε! Πῶς; Μὲ τὴ μετάνοια! Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τῆς ζωῆς «ἐν νόμῳ Κυρίου». Πορεία μετανοίας. Ἄμωμη πορεία. Ἀρκεῖ νὰ εἶναι «ἐν νόμῳ Κυρίου».

Τότε καμία δύναμη δὲν θὰ μπορέσει νὰ νικήσει τὸν ἄνθρωπο. Κανένας πειρασμὸς δὲν θὰ κατορθώσει νὰ τὸν λυγίσει. Διότι πορεύεται «ἄμωμος… ἐν νόμῳ Κυρίου». Καὶ γνωρίζει ὅτι ἀκόμη κι ἂν πέσει, ὅσο χαμηλὰ κι ἂν πέσει, εἶναι «ἄμωμος», ἐφόσον μετανοεῖ.

Μακάριοι λοιπὸν «οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ».

Μακάριοι καὶ τρισευτυχισμένοι «οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου».

«Πορευόμενοι…»
τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ»

ΛΟΓΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΒΟΡ. ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ



Σύμφωνα με τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο η μετάνοια είναι η υψηλότερη αρετή όλων των αρετών και δεν δύναται να τελειώσει παρά μόνο την ώρα της εξόδου μας απ΄αυτήν τη ζωή.

Η μετάνοια αποκατέστησε τον Προφήτη Δαυίδ, τον Απόστολο Πέτρο, την Αγία Μαρία την Αιγυπτία, τον Άγιο Μωυσή τον Αιθίοπα και τόσους επώνυμους και ανώνυμους Αγίους της Εκκλησίας μας.

Και ο Χριστός και ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν κήρυκες της μετανοίας και της προσευχής.

Με την μετάνοια θεραπεύεται ο άνθρωπος, λυτρώνεται, βιώνει την αγάπη του Θεού, αποκτά πείρα της παρουσίας Του, αγαπά τον εχθρό του, αγαπά όλο τον κόσμο, πονάει στον πόνο του άλλου και κλαίει την αμετανοησία του συνανθρώπου του.

Η σωτηρία μας ή η απώλεια μας δεν εξαρτάται από το πόσο αμαρτήσαμε, αλλά από το αν μετανοήσαμε. Όλα τα προβλήματα λύνονται, μόλις αναλάβει ο καθένας μας το μερίδιο της ευθύνης του, μόλις ο καθένας μας δει πόσο έφταιξε.

Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωση με τον Κύριο, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματα μας. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων που μας συμβαίνουν, ως αίτια, λόγω των αμαρτιών μας.

Η μετάνοια έσωσε τους Νινευίτες και απελευθέρωσε τους Ισραηλίτες από την αιχμαλωσία των Βαβυλωνίων. Έσωσε τον Βασιλιά του Ισραήλ Μανασσή από τον Άδη, που επί 55 χρόνια είχε οδηγήσει τον λαό του στην μεγαλύτερη αμαρτία σύμφωνα με τον νόμο της Π. Διαθήκης, την ειδωλολατρία. Έσωσε τον ληστή τον εκ΄δεξιών του Χριστού χωρίς καν έργα μετανοίας. Ήταν αρκετή για τον εύσπλαχνο Κύριο η επίγνωση ότι «δίκαια πάσχει».

Αιτία της συμφοράς που υφιστάμεθα ως έθνος είμαι «εγώ». Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να αντιμετωπίσω την οποιαδήποτε μεγαλύτερη συμφορά παρά μόνο η βαθιά συναίσθηση ότι δίκαια πάσχω. Το να πιστέψω ότι ανέβηκα στο σταυρό και δεν με ανέβασαν άλλοι. 
Η αναγνώριση της κακής χρήσης της ελευθερίας που μας χάρισε ο αγαθός Θεός, της θεληματικής μας απομάκρυνσης από την πηγή της ζωής.

Όσα καταχθόνια και μοχθηρά να επιβουλεύονται αυτοί, οι εχθροί της πίστεως και του έθνους, δεν θα μπορέσουν να τα ολοκληρώσουν, εάν εμείς αλλάξουμε στάση ζωής. 
 Η δική τους ασχημοσύνη υποδηλώνει την δική μου αποστασία. Ο ανθελληνισμός τους και η αθεΐα τους, είναι αποτέλεσμα της αμετανόητης αμαρτίας μας. Δεν είναι δυνατόν να αποφύγουμε το ποτήρι των θλίψεων που όλο και θα ξεχειλίζει παρά με την επιστροφή μας στον Χριστό.

Γυρίστε σ΄αυτόν που μας αγάπησε περισσότερο απ΄τον εαυτό του. Προδώσατε αυτήν την αγάπη, μοιχεύοντάς την με τα ξυλοκέρατα και την σαπίλα της ύλης που τρέφει μόνο το σώμα που αχόρταγο είναι και στο χώμα θα καταλήξει. Επιστρέψτε στο Πατέρα όπως ο άσωτος υιός, που η αγκαλιά του είναι πάντα ανοικτή και για τον χειρότερο αμαρτωλό. Ξεχάσατε ότι έχετε ψυχή αθάνατη, ως δώρο άνωθεν κατεβαίνων, που δεν σας ανήκει, γιατί το δώρο είναι άλλου. Δεν ανήκουμε στον εαυτό μας αδερφοί μου αλλά σ΄αυτόν που μας χάρισε την ζωή και σταυρώθηκε για μας. Γιατί περιφρονείτε τον ευεργέτη σας; 
Γιατί τον ξανασταυρώνετε με τις βλασφημίες σας, τις πορνείες, τις μοιχείες, τις εκτρώσεις, την ομοφυλοφιλία, την μνησικακία και τόσα άλλα.

Ο μεγαλύτερος πόνος του Χριστού δεν ήταν πάνω στο σταυρό, αλλά στον κήπο της Γεσθημανής, σε εκείνη την προσευχή που ο ιδρώτας του έτρεχε ως κόκκοι πηχτού αίματος, πράγμα παράδοξο. Και ήταν αυτό η αβάστακτη θλίψη του επειδή έβλεπε ως Θεός, ότι τα παιδιά του δεν θα αναγνώριζαν τη θυσία Του πάνω στο σταυρό και θεληματικά θα χανόντουσαν. Η αχαριστία μας συνέτριψε την τρυφερή Του ψυχή.

Ποιος πατέρας και ποια μάνα δεν πονάει και δεν κλαίει όταν τα παιδιά τους δεν τους αγαπάνε.

Σας ξεγέλασαν, ότι μπορεί η ύλη να θρέψει το πνεύμα. Η ύλη παιδιά μου τρέφει μόνο την ύλη και το πνεύμα το πνεύμα, δηλαδή την ψυχή. Πιστέψατε στα ψέματα ότι μπορεί να σας κάνει ευτυχισμένους το χαρτί, δηλαδή το χρήμα. Πιστέψατε ότι η ευτυχία βρίσκεται στην ηδονή που κρατάει μια στιγμή και μετά φέρνει οδύνη γιατί τρέφει μόνο την σάρκα και όχι την ψυχή που είναι ανώτερη από το σώμα. Την σάρκα την πήρατε από τους γονείς σας, την αθάνατη ψυχή από τον Ουράνιο Πατέρα. Παρά ταύτα ο Θεός δεν σας έγινε εμπόδιο στην ελευθερία που σας χάρισε. Εσείς αυτή την ελευθερία την καταχραστήκατε, σε λάθους δρόμους προς ικανοποίηση των σαρκικών σας επιθυμιών που δεν χορταίνουν ποτέ μα ποτέ. Ο άνθρωπος είναι πάνω απ΄όλα ψυχή και η ψυχή έχει ανάγκη από τον Λόγο του Θεού, τον Κύριο μας.

Επιστρέψτε σ΄αυτόν που πονάει περισσότερο για σας απ΄ότι εσείς για τον εαυτό σας. 
Σ΄ Αυτόν που θέλει να ακούσει δυο λόγια μετανοίας μέσα από την καρδιά σας. «Κύριε συγχωρέσε με». Και τότε θα αλλάξει τη ζωή σας. Αν το κάνετε όλοι αυτό, ή έστω οι περισσότεροι, τότε θα πέσουν όλες οι αντίχριστες δυνάμεις που καταδυναστεύουν την πατρίδα και τη ζωή μας. Η ιστορία, αλλά και η γνώση του Θεού, μάς έχει διδάξει για του λόγου το αληθές. Ο Λόγος του Θεού που θα αγγίξει τις καρδιές σας προς μετάνοια είναι ανώτερος από τα όπλα και την επανάσταση. Όχι ότι δεν πρέπει να γίνετε και αυτό στην ώρα του. Χωρίς όμως μετάνοια και αγάπη μεταξύ μας, είναι αποτυχημένη κάθε ανθρώπινη εξέγερση.

Ο Κύριος σας ικετεύει να επιστρέψετε στον εαυτό σας μέσω της προσευχής, της μετάνοιας, της αγάπης στον συνάνθρωπο σας. Γιατί Αυτός είναι μέσα σας, περιμένει να του ανοίξετε, και εσείς δεν το κάνετε. Κλάψτε για τις αμαρτίες σας που είναι η αιτία των συμφορών που περνάτε και όχι οι άλλοι και τότε θα σας αποκαλυφθεί ο Θεός. Ακόμα και όταν δεν φταίμε ή επίγνωση ότι στο παρελθόν έχουμε λυπήσει πολλούς και πολύ τον Θεό μας λυτρώνει από νέες πτώσεις και μας οδηγεί σε κατανυκτική προσευχή. Θα πρέπει σ΄αυτή τη ζωή να πληρώσουμε το 1|10 του αντιτίμου των αμαρτιών μας. Το άλλο υπόλοιπο μας χαρίζεται.

Πιστέψτε με, όσο μετανοούμε, τόσο καθαριζόμαστε και τότε μπορούμε να δούμε καθαρά ότι πριν δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε, ότι ο γλυκύτατος Χριστός είναι μέσα μας. 
Όσο μετανοώ, τόσο τον βλέπω, όσο μετανοώ, τόσο ομολογώ την αμαρτία μου, ενώπιον Του, και όσο την ομολογώ, τόσο την καταργώ! Μου την καταργεί ο Χριστός!

Αν μπορώ να κάνω κάτι για σας είναι να κλάψω την αμαρτία μου. Αν θέλετε να κάνετε κάτι για τον πάσχοντα και καταδιωκόμενο Έλληνα είναι να κλάψετε τον εαυτό σας. Χρόνος δεν υπάρχει πλέον πολύς για να πούμε ότι δεν πειράζει, είμαστε ακόμη καλά, όσοι νομίζετε ότι είστε. Το αύριο δεν σας ανήκει. Αν σας βρει μετανοημένους θα σας οδηγήσει στην επόμενη ημέρα, αν όχι τότε τι άλλο να σας πω, παρά μόνο, μετανοήστε και ο Χριστός θα τα αλλάξει όλα.

Η έμπρακτη αυτή μετάνοια εκδηλώνετε με την νηστεία, τις εδαφιαίες μετάνοιες, την αποχή απ΄αυτά που σας αρέσουν και είναι εφ΄άμαρτα, με την προσευχή, τις αγρυπνίες και το κάθε καλό έργο για τον έχοντα ανάγκη σήμερα αδερφός μας.

Με την εξομολόγηση συγχωρούνται αμαρτίες με την έμπρακτη μετάνοια και το πένθος καθαρίζει η ψυχή μας.

Και θα γίνει αυτή η μετάνοια ασπίδα και σκέπη σε όλα τα δεινά που θα επακολουθήσουν. Έχει δε και την δύναμη όταν είναι βαθιά και από ένα μεγάλο μέρος του λαού να αναστείλει ή να μετριάσει ή και να καταργήσει αποφάσεις του Θεού.

Ο Κύριος μακάρισε τους πενθούν τες και υποσχέθηκε ότι θα τους παρηγορήσει. 
Αντίθετα στους χορτασμένους από υλικά αγαθά και αμαρτίες ξεφώνισε το «αλλοίμονο».

Δεν είμαι Χριστιανός αλλά θα γίνω όταν βαπτιστώ, μυρωθώ και πάρω την Θεία Κοινωνία

Ένας Μουσουλμάνος
που έγινε Χριστιανός

Alipios Kapsala

Γεννήθηκε το 1926 σ΄ ένα νησί της Δωδεκανήσου. Όλη την παιδική ηλικία την έζησε παίζοντας με τα χριστιανόπαιδα, ενώ ο ίδιος ήταν Μουσουλμάνος. Τις παραμονές των χριστιανικών γιορτών μαζί με τα παιδιά του χωριού έτρεχε στα κάλαντα παίζοντας με την φλογέρα του. Το σπίτι πού έμεναν ήταν ένας στάβλος.
 Εκεί τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων -μετά τα κάλαντα- και αφού είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί, αισθάνεται να ανοίγει η πόρτα και μπροστά του να εμφανίζεται ο Χριστός. Φορούσε άσπρο χιτώνα, το πρόσωπο του ήταν χαμογελαστό και του είπε:
«Ήρθα για σένα, είσαι δικό μου παιδί» και εξαφανίστηκε.
Το ίδιο επαναλήφθηκε τις επόμενες δυο νύχτες. Ο μικρός ήταν τότε περίπου δεκατριών χρόνων. Βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα, αν θα το πει ή όχι και σε ποιόν. Ύστερα από σκέψη αποφάσισε να το 
πει στον πρόεδρο του χωριού, ένα σεβάσμιο ηλικιωμένο άνδρα, τον μπάρμπα-Νικόλα. 
Πήγε στο σπίτι του, του διηγήθηκε όλη την ιστορία και αμέσως ζήτησε να τον βαφτίσουν.
Ο πρόεδρος με χαμόγελο του απάντησε: «Το σκέφτηκες, παιδί μου, καλά;».
Ο μικρός του απάντησε: «Ναι, το σκέφτηκα, θέλω να με βαφτίσετε».
Ο πρόεδρος τότε του εξήγησε ότι αυτό θα ήταν δύσκολο λόγω του ότι ήταν ανήλικος και οι γονείς του θα μπορούσαν να αντιδράσουν. Στο τέλος του είπε: «Αν, παιδί μου, σε έχει φωτίσει τόσο ο Χριστός και το επιθυμείς τόσο πολύ, κάνε υπομονή να φτάσεις στη νόμιμη ηλικία. Τότε να το ζήτησης και θα το απολαύσεις».
Δούλευε κυρίως στις ψαρόβαρκες, οι όποιες εκείνα τα χρόνια ήταν με κουπιά και πανιά. Συχνά τότε πήγαιναν στις απέναντι ακτές ιδιαίτερα στον κόλπο ανατολικά της Κώ.
Κάποια φορά καθώς έρχονταν προς το νησί από τον κόλπο γεμάτοι ψάρια, ήταν τρεις στην βάρκα, έρχεται ξαφνικά μία φοβερή κακοκαιρία. Η βάρκα πλημμύρισε και εκείνος με ενα τενεκέ προσπαθούσε να αδειάζει τα νερά. Καθώς έβγαζε τα νερά βρέθηκε ένα μικρό εικονισματάκι του Αγίου Νικολάου μέσα στον τενεκέ. Αμέσως μία φωνή μέσα του φωνάζει: «Μη με πετάξεις!». Πιάνει το Εικόνισμα, το σηκώνει ψηλά και λέει: «Άγιε μου Νικόλα, σώσε μας και αν έρθει η ώρα να βαφτιστώ θα πάρω το όνομά Σου». Σε λίγη ώρα βρέθηκαν σε κάποια ακτή της Κω.
Αργότερα πήγε στην Μικρασία. Ένα χρονικό διάστημα δούλευε σε εργοστάσιο-υφαντουργείο. Κάποια στιγμή με άλλους Κώους πηγαίνει για να γνωρίσει την Σμύρνη και τον Τσεσμέ. Εκεί του άρεσε και έμεινε για να δούλεψη στα καπνά. Το βράδυ κοιμήθηκαν σε μία αποθήκη, η όποια όμως ήταν παλιά Εκκλησία του Χριστού. Οι άλλοι δύο, αδελφή και αδελφός -μουσουλμάνοι- δεν μπορούσαν να ησυχάσουν μέχρι πού αποφάσισαν να βγουν από την Εκκλησία και να κοιμηθούν στο χωράφι. Έτσι εκείνος έμεινε μόνος μέσα στο σκοτάδι. Αφού κοιμήθηκε για λίγη ώρα, ανοίγει τα μάτια του και βλέπει ένα φως να βγαίνει μέσα από το Ιερό. Κοιτάζει έξω, ήταν σκοτεινά, η Εκκλησία όμως έλαμπε. Την επόμενη βραδιά το ίδιο. Την τρίτη βραδιά μαζί με το φως ακούει μία φωνή:
«Μη ξεχάσεις την υπόσχεση σου. Είσαι δικό Μου παιδί».
Μετά από αυτό μέχρι το πρωί σκεφτόταν πώς θα γίνει Χριστιανός μέσα στην Τουρκία. 
Όταν ξημέρωσε είδε ότι η φωνή έβγαινε από μία σκαλιστή μαρμάρινη εικόνα του Κυρίου, η οποία ήταν και η μόνη πού είχε μείνει, χτισμένη πάνω από το Ιερό.
Την ίδια μέρα μετά από μία – δυό ώρες ήρθε διαταγή να επιστρέψουν όλοι οι πρόσφυγες στις πατρίδες τους. Ήταν τότε το έτος 1945. Έτσι επέστρεψε στην Κω σκεπτόμενος μέσα του ότι τώρα θα μπορέσει να βαπτιστεί.
Μέχρι τότε δεν είχε πει σε κανέναν από τους δικούς του τίποτε. Τα Δωδεκάνησα τότε μετά την Ιταλική κατοχή τα κατείχαν οι Άγγλοι. Εκείνος δούλεψε στην Αγγλική Χωροφυλακή μέχρι την απελευθέρωση το 1947. Αργότερα το 1949-1950, την ημέρα μάλιστα που οι Μουσουλμάνοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι, του λέει η μητέρα του: «Σήκω και συ να πας κάτω. Έγινες πια σκέτος Χριστιανός». Τότε εκείνος πήρε την αφορμή και απήντησε:
«Δεν είμαι Χριστιανός αλλά θα γίνω όταν βαπτιστώ, μυρωθώ και πάρω την Θεία Κοινωνία».
Το ίδιο βράδυ βλέπει στον ύπνο του ότι ανοίγει η στέγη του σπιτιού του, τρεις Άγγελοι κατεβαίνουν στο δωμάτιό του και τού λένε πώς θέλουν να τον πάρουν μαζί τους. Εκείνος τους ρώτησε αν μπορεί να πετάξει μαζί τους και τότε είδε ότι άρχισε να πετάει ανάμεσα στους Αγγέλους μέχρι την ακρογιαλιά. Στην συνέχεια ο μπροστινός Άγγελος, μετά ο δεξιός και τέλος ο αριστερός του, τον βούτηξαν από μία φορά στην θάλασσα και επέστρεψαν όλοι στο σπίτι. Το πρωί κατάλαβε πλέον ότι είχε έρθει η ώρα για να βαφτιστεί.
Κατέβηκε στο λιμάνι, βρήκε ενα γνωστό του ναυτικό και αφού του εξήγησε τον σκοπό του, εκείνος τον πήρε σαν βοηθό του στο καράβι και έφτασαν στην Κάλυμνο, στην Μητρόπολη. Ύστερα έρχεται στην Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο αναζητώντας τον γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή. Μαζί του ήρθε και ο Νικόλαος Νικολαΐδης ο οποίος και έγινε στην συνέχεια νονός του.
Μετά την πρώτη επαφή με τον π. Αμφιλόχιο και τον π. Μελέτιο, ορίστηκε να γίνει η βάπτιση στο ιερό Σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Πράγματι την επομένη το πρωί έγινε η βάπτιση από τον π. Ιερεμία κάτω από το τριπλό σχίσιμο του βράχου εντός του Ι. Σπηλαίου και πήρε το όνομα Νικόλαος. Όταν επανήλθε στην Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου πήγε να προσκύνηση το ιερό Λείψανο του Οσίου Χριστοδούλου, το οποίο ευωδίαζε, ενώ την προηγούμενη ημέρα, πριν βαπτιστή, δεν ένιωσε τίποτε όταν το είχε προσκυνήσει.
Αφού πήραν την ευλογία του π. Αμφιλοχίου, του π. Μελετίου και του π. Ιερεμία, επέστρεψαν στην Κάλυμνο. Εκεί έμεινε στο σπίτι του π. Κυρίλλου, όπου την τρίτη νύχτα αφότου βαπτίστηκε συνέβη το εξής: Ο νεαρός Νικόλαος φορούσε ακόμη τον βαπτιστικό χιτώνα και είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί σ’ ένα δωμάτιο πού χρησιμοποιούσε ο π. Κύριλλος για να αγιογραφεί, δίπλα στην θάλασσα. Η πόρτα του δωματίου πού έβλεπε στην θάλασσα ήταν λίγο ανοιχτή. Ξαφνικά άκουσε την φωνή της μάνας του, άνοιξε τα μάτια του και της λέει στα Τούρκικα:
«Μητέρα, πώς βρέθηκες εδώ, τί θέλεις;»
Και εκείνη άπαντα: «Ήρθα να σε πάρω μαζί μου».
«Μητέρα, είμαι βαφτισμένος και μυρωμένος, φύγε δεν μπορώ να έρθω μαζί σου», της λέει ο Νικόλαος.
Όμως εκείνη με δυνατή φωνή του λέει: «Σήκω, θα σε πάρω» και πέφτει αμέσως πάνω του, τον πιάνει από τους ώμους για να τον σηκώσει.
Εκείνος την σπρώχνει φωνάζοντας: «Μάνα, μη με λερώσεις», και το βλέμμα του πέφτει σε μία εικόνα του Χριστού. Τότε φωνάζει κάνοντας το σημείο του Σταυρού: «Χριστέ μου, σώσε με».
Εκείνη τότε σηκώθηκε όρθια, και του είπε: «Με νίκησες» και βγαίνοντας από την πόρτα πέφτει στην θάλασσα, βρέχοντας μάλιστα την πόρτα. Καθώς όμως έβγαινε η μητέρα του, βλέπει πίσω της μία ουρά ζώου και όταν εξαφανίστηκε στην θάλασσα, τότε κατάλαβε ότι δεν ήταν η μητέρα του.
Το πρωί ο π. Κύριλλος πού είχε ακούσει τις φωνές, ρώτησε και έμαθε τί του συνέβη. 
Τότε του λέει: «Μη στενοχωριέσαι, Νικόλα παιδί μου. Ήταν ο διάβολος και ήρθε να σε πειράξει».
Ο νεοφώτιστος Νικόλαος παρέμεινε για ένα διάστημα στην Κάλυμνο όπου νυμφεύθηκε και αργότερα επέστρεψε στην Κω. Ο Νικόλαος είχε πολλές επεμβάσεις του Θεού στην ζωή του και αντιλήψεις από την θεία Χάρι. Με απλότητα και πίστη στις δυσκολίες του ζητούσε βοήθεια από τον Θεό και την λάμβανε.
Στην Κω του συνέβη το εξής: Ήταν Μεγάλη Τρίτη, είχε κακοκαιρία τις προηγούμενες μέρες και ο Νικόλαος που τότε ασχολιόταν με το πλέξιμο καλαθιών, αλλά και την χρήση δυναμιτών για το ψάρεμα, είχε έρθει σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Δεν μπορούσε να αγοράσει ούτε το πασχαλινό αρνί και εναγωνίως ήθελε να πιάσει λίγα ψάρια για να περάσουν το Πάσχα. Αποβραδίς στην προσευχή του παρακάλεσε τον Κύριο:
«Χριστέ μου, δεν έχω κανέναν άλλο να πω τον πόνο μου, μόνο Εσύ θα με βοηθήσεις, Χριστέ μου», και κοιμήθηκε.
Τότε είδε ότι βρισκόταν σε μία περιοχή με θάμνους και ένα Φως ερχόταν προς το μέρος του. Εμφανίζεται ο Χριστός φορώντας Χιτώνα και ένα Ακάνθινο Στεφάνι, ενώ έσταζε Αίμα στο Πρόσωπό Του. Ο Νικόλαος τρέχει προς το μέρος Του έτοιμος να πέσει να Τον προσκύνηση και ο Χριστός τον ευλογεί. Εκείνος αμέσως γονατίζει κάνοντας τον σταυρό του και του λέει:
«Χριστέ μου, βοήθησε με να πιάσω μερικά ψάρια να περάσω το Πάσχα», και τότε ακούει τον Χριστό με μία γλυκεία φωνή να του λέει: «Να πας, παιδί μου, στο Καρτέρι» και εξαφανίσθηκε.
Ξαφνικά αισθάνθηκε να τον ξυπνά η γυναίκα του λέγοντας του: «Τι έχεις; Κοιμάσαι και κάνεις τον σταυρό σου;»
«Δεν ξέρω, όνειρο έβλεπα», της απαντά εκείνος, χωρίς να πη τίποτε άλλο.
Ξημέρωσε η Μεγάλη Τετάρτη και μέσα σε δυνατή βροχή πήρε δυο δυναμίτες και προχωρούσε προς το σημείο που του υπέδειξε ο Κύριος, περισσότερο από μία ώρα πορεία. Στον δρόμο συχνά μονολογούσε, κάνοντας τον σταυρό του, «Χριστέ μου, έρχομαι, βοήθησέ με». Περίπου 200 μέτρα προτού φτάσει στο Καρτέρι είδε τρία ψάρια να γυαλίζουν. Ο Νικόλαος έτρεξε εκεί φωνάζοντας: «Ευχαριστώ, Χριστέ μου», έριξε τους δύο μικρούς δυναμίτες και η θάλασσα γέμισε ψάρια. Εκείνος συνέχισε να ευχαριστεί τον Κύριο γεμίζοντας επανειλημμένα το μοναδικό του τσουβαλάκι και με την βοήθεια δυο ζώων πού του έδωσαν, τα μετέφερε και τα πούλησε.
Αρκετά χρόνια αργότερα συνέβη και το εξής: Ο πατέρας του ήταν βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο της Κω και κατά την διαπίστωση των γιατρών ετοιμοθάνατος. 
Ο Νικόλαος στενοχωρημένος κατεβαίνοντας τα σκαλιά αντίκρισε την Εικόνα του Αγίου Παντελεήμονος, σταμάτησε και από την καρδιά του τον παρακάλεσε:
«Άγιέ μου Παντελεήμονα, δώσε του δύο – τρία χρόνια ζωής ακόμα».
Την επόμενη, πρωί-πρωί, πριν πάει στην δουλειά -εργαζόταν τότε στον Δήμο- πήγε στο Νοσοκομείο και είδε τον πατέρα του να κάθεται και να του λέει: «Ευχαριστώ, παιδί μου, που έστειλες το γιατρό. Ήρθε σε μένα ένας νέος γιατρός και με ρώτησε: – Πώς πάς;
– Δεν είμαι καλά του λέω.
Τότε εκείνος έπιασε το κεφάλι μου και μου λέει:
– Άνοιξε καλά το στόμα σου και βγάλε την γλώσσα σου.
Αμέσως την άγγιξε και μου λέει:
– Δεν έχεις τίποτα, είσαι καλά.
Φεύγοντας μού λέει:
-Με έστειλε ο γιός σου ο Νικόλαος να σε δω. Μετά από λίγο ήμουν καλά, παιδί μου».
Ο Νικόλαος κατάλαβε ότι ήταν ο Άγιος και τον ρώτησε: «Θα τον αναγνωρίσεις αν τον δεις;» Έφερε, λοιπόν, την Εικόνα μπροστά στον πατέρα του και εκείνος αναγνώρισε τον γιατρό στο πρόσωπο του Αγίου Παντελεήμονος.


Bαρύς ο σταυρός της δοκιμασίας



«Όσο βαρύς κι αν είναι ο σταυρός της δοκιμασίας, το ξύλο από το οποίο κατασκευάσθηκε, πάντοτε φυτρώνει στο έδαφος της καρδιάς. 
Μη φοβάστε...
Κι αν γκρεμίζονται όλα γύρω σας, κι αν ισοπεδώνονται οι ναοί και τα μοναστήρια, μην αποκαρδιώνεστε!
Μένει και θα μένει όρθιος ο ναός της ψυχής μας, τον οποίο κανείς δεν μπορεί να καταστρέψει, παρά μόνο εμείς οι ίδιοι...
Θυσιαστήριο είναι η καρδιά μας. Πάνω της, με δάκρυα προσφέρουμε το μέγα μυστήριο της μετανοίας...»

Ιερομάρτυς Σέργιος Μετσώφ 

“…είδα μια λάμψη να ξεπετάγεται μέσα από την εικόνα της Παναγίας…να ζωντανεύει σαν πρόσωπο…και να βγαίνει μπροστά μου, έξω από τα εικόνισμα…”



Ή πλέον συνηθισμένη τέχνη καί παγίδα πού χρησιμοποιεί ό διάβολος, ώστε νά αποτρέψει τόν άνθρωπο νά πάει γιά εξομολόγηση, είναι ή ντροπή!

Μέ έντεχνες σκέψεις, βάζει στόν άνθρωπο τήν αίσθηση τής ντροπής, ώστε νά σκέπτεται νά ξεστομίσει στόν πνευματικό καί κάποιες εξευτελιστικές αμαρτίες του…

Κρύβοντας όμως τίς αμαρτίες του ό εξομολογούμενος, προσθέτει ένα ακόμη βαρύτατο καί θανάσιμο αμάρτημα πάνω στά ήδη υπάρχοντα…

Γιατί όπως λένε οί παλαιοί Άγιοι Πατέρες τής Εκκλησίας μας, άν από τίς 100 αμαρτίες εξομολογηθούμε τίς 99 καί κρύψουμε μία, τότε καί οί 99 πού εξομολογηθήκαμε, παραμένουν ασυγχώρητες!

Ούτε δάκρυα, ούτε νηστείες, ούτε αγρυπνίες, μετάνοιες, κομποσχοίνια, ελεημοσύνες, αρετές, καί άλλες αγαθοεργίες, είναι ικανές νά σβήσουν έστω καί μία αποκρυπτόμενη στήν εξομολόγηση αμαρτία.

Στό σημείο αυτό θά παραθέσουμε τά λόγια ενός σεβάσμιου Αρχιερέως, παρμένα από μία πραγματική ιστορία…

(Λόγω τού απορρήτου τής εξομολογήσεως δέν ειπώθηκαν ονόματα)

Διηγείται ό ίδιος…

 “Ένα απόγευμα, πρίν από μερικά χρόνια, μέ ειδοποίησαν τηλεφωνικώς νά πάω επειγόντως σέ ένα γυναικείο Μοναστήρι, έξω από τήν Αθήνα. Τό μοναστήρι αυτό, τό είχα επισκεφθεί καί παλαιότερα, καί ήταν γνωστό γιά τήν τάξη, τήν σοβαρότητα, καί τήν φιλανθρωπία του. 

Όταν μέ τήν βοήθεια τής Παναγίας μας έφθασα εκεί, ή σεβαστή Γερόντισσα καί ηγουμένη τής μονής μέ υποδέχθηκε μέ μεγάλη χαρά αλλά καί ανησυχία. Αφού προσκύνησα στόν ναό, μέ πήρε ιδιαιτέρως καί μού είπε κλαίγοντας.

–Σεβασμιώτατε, γνωρίζετε, ότι βρίσκομαι στόν χώρο αυτό, από μικρής σχεδόν ηλικίας, γιά 50 περίπου χρόνια.

–Τό γνωρίζω Γερόντισσα, τής είπα.

–Μού συνέβη κάτι συγκλονιστικό, συνέχισε, θά ήμουν πεθαμένη τώρα αλλά μέ λυπήθηκε ή Παναγία καί μέ γύρισε πίσω!

–Τί λέτε Γερόντισσα…Πώς έγινε αυτό;

Ή αγωνία μου είχε πιά κορυφωθεί.

–Γιά πολλές μέρες οί αδελφές, μέ περίμεναν νά ξεψυχίσω… Οί γιατροί μού έδιναν ώρες ζωής, γιατί βρισκόμουν πιά σέ βαρύ κώμα…

Παραδόξως όμως, ούτε πέθαινα αλλά ούτε καί καλυτέρευα. 

Καί ξαφνικά, στόν μήνα επάνω, γίνομαι τελείως καλά καί σηκώνουμε όρθια πρός γενική κατάπληξη όλων εδώ, καί ιδιαιτέρως δική μου…Πόσο πικράθηκα όμως γι΄ αυτή τήν “επιστροφή ” μου…

–Πικραθήκατε αντί νά χαρείτε;

–Ναί Σεβασμιώτατε, καί ακούστε τό “γιατί” . Κατέβηκα λοιπόν μετά τήν “ανάστασή ” μου, λυπημένη στήν Εκκλησία, καί κλαίγοντας γονατιστή έλεγα στήν Θεοτόκο…

— Γιατί Παναγία μου τό έκανες αυτό; Γιατί δέν μέ πήρες κοντά σου; Μόνο βάρος μπορώ νά προσφέρω πιά στήν αδελφότητα, σ΄ αυτή τήν ηλικία πού είμαι;

Αλλά, καθώς τά έλεγα αυτά, είδα μιά λάμψη νά ξεπετάγεται μέσα από τήν εικόνα τής Παναγίας…νά ζωντανεύει σάν πρόσωπο…καί νά βγαίνει μπροστά μου, έξω από τό εικόνισμα…

Ταράχτηκα ολόκληρη, λίγο καί θά πέθαινα!

Μού μίλησε ήρεμα, μέ αγάπη…

–Γιατί κόρη μου, γιατί παιδί μου παραπονείσαι καί απορείς πού σέ γύρισα πίσω; Εγώ παρακάλεσα τόν Υιόν μου νά σέ επιστρέψει στήν ζωή, νά σού χαρίσει ακόμη κάποιο διάστημα…

Είσαι γιά χρόνια στόν ιερό αυτό χώρο καί μέ έχεις υπηρετήσει σωστά, αλλά ένα αμάρτημα πού έχεις επάνω σου, από τά νεανικά σου χρόνια καί παραμένει ακόμη ανεξομολόγητο, θά σέ οδηγούσε στήν αιώνια Κόλαση!

Γι΄ αυτό σέ γύρισα πίσω, γιά νά μή χάσεις τούς κόπους σου καί γιά νά σώσεις τήν ψυχή σου… Νά καλέσεις αύριο κι΄ όλας τόν τάδε Αρχιερέα, καί νά εξομολογηθείς τό αμάρτημά σου πού τόχεις βάρος, τόσα χρόνια, στήν ψυχή σου… 

–Τί λέτε Γερόντισσα; Αυτό είναι φοβερό!…

–Μάλιστα, Σεβασμιώτατε. Άς είναι δοξασμένο τό Όνομά Της!…Μόλις μού είπε αυτά, τήν έχασα από μπροστά μου. Τότε, μέ τήν Χάρι Της, θυμήθηκα μία αμαρτία τών νεανικών μου χρόνων, τήν οποία πάντοτε ήθελα νά τήν εξομολογηθώ, αλλά πάντοτε από ντροπή δέν τήν έλεγα. 

Τελικά, ανάμεσα στίς αρρώστιες τής ηλικίας μου, από ζάχαρο, ουρία, αρτηριοσκλήρωση, καί ένα ελαφρό εγκεφαλικό, ξέχασα καί τήν αμαρτία, όπως παθαίνουν οί περισσότεροι σήμερα…

Ή αμαρτία όμως έμενε πάνω μου, καί ασφαλώς θά μέ κόλαζε!…

Έν τώ μεταξύ, διηγείται ό Αρχιερέας, έβαλα τό Ωμοφόριο καί τό Επιτραχήλιο μπαίνοντας στό κυρίως στάδιο τού μυστηρίου τής Εξομολογήσεως, περιμένοντας νά αναφερθεί στήν αμαρτία της, γιά νά διαβασθεί καί ή ευχή τής συγχωρήσεως.

Ξαφνικά ή Γερόντισσα, έβγαλε μία σπαρακτική φωνή απογνώσεως, σάν “κάποιος” νά μή τήν άφηνε νά εξομολογηθεί…

–Τί πάθατε, Γερόντισσα; Τί έχετε;…

–Άχ, παιδί μου…νά ήξερες…Δυσκολεύομαι νά πώ αυτή τήν αμαρτία μου. Βοήθησέ με! Κάντε προσευχή, σάς παρακαλώ!…

Πραγματικά τήν συμπόνεσα, τήν λυπήθηκα, έκλαψα γι΄ αυτήν , έλεγε ό Αρχιερέας αργότερα, διατηρώντας πάντοτε τήν ανωνυμία τής Γερόντισσας όπως καί οί κανόνες τής Εκκλησίας παραγγέλνουν.

Τήν είχε κυριεύσει τό δαιμόνιο τής ντροπής, έλεγε, μία ειδική τάξη πονηρών πνευμάτων, πού βάζει ντροπή στόν άνθρωπο προσπαθώντας νά τόν κολάσει… 

Μέ προσευχή όμως καί θάρρος από τόν εξομολογούμενο, φεύγει !

Τελικά όμως εξομολογήθηκε!

Είναι αδύνατον νά σάς περιγράψω, κατέληξε ό Σεβασμιώτατος, τήν χαρά πού είχε ή ψυχή αυτή, σάν εξομολογήθηκε. 

Μέσα σέ 3 μόλις λεπτά, είχε πετάξει από πάνω της ένα ψυχικό δαιμονικό βάρος, μία δουλεία πού τήν κρατούσε, γιά 65 περίπου χρόνια…

Έζησε, γιά λίγο καιρό ακόμη, καί μετά έμαθα πώς πέθανε. 

Την είχε γλιτώσει ή Παναγία μας, τήν τελευταία μόλις στιγμή!…

“Όταν σημάνει η σάλπιγγα της αναστάσεως, ο παράδεισος θα παρουσιάσει τίς ψυχές τών πολιτών τού ουρανού, ώστε αυτές να ενωθούν ένδοξα με τα σώματά τους…”



Όταν σημάνει ή σάλπιγγα της αναστάσεως, ό παράδεισος θα παρουσιάσει τίς ψυχές τών πολιτών τού ουρανού, ώστε αυτές να ενωθούν ένδοξα μέ τά σώματά τους, τά όποια θα ζωοποιηθούν μόλις ακούσουν τή φωνή τού Υιού τού Θεού. Τότε καί ό άδης θα παρουσιάσει τούς νεκρούς, πού κρατά δέσμιους, γιά τήν τελική φοβερή Κρίση καί καταδίκη τους. Μετά την αναγγελία της αποφάσεως τού Κριτή, ή μακαριότητα τών δικαίων θα πολλαπλασιαστές καθώς επίσης καί ό κολασμός τών αμαρτωλών, πού θα επιστρέψουν στον άδη.

Οι δίκαιοι, μετά την ανάσταση, «θα είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό», σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τού Κυρίου. Ό Ίδιος, προαναγγέλλοντας τή δευτέρα παρουσία Του καί την τελική Κρίση τού κόσμου, γνωστοποίησε ότι στούς δικαίους, πού θα τοποθετηθούν στα δεξιά Του, θα πει: «Ελάτε, οι ευλογημένοι άπ’ τόν Πατέρα μου, κληρονομήστε τή βασιλεία πού σάς έχει ετοιμαστεί απ’ την αρχή του κόσμου». Απεναντίας, στους άμαρτωλούς, πού θα τοποθετηθούν στ’ αριστερά Του, θα πει: «Φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι! Πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, πού έχει ετοιμαστεί γιά τόν διάβολο καί τούς δικούς του». Ή ανταμοιβή, δηλαδή, των αμαρτωλών θα είναι εντελώς διαφορετική από την ανταμοιβή των δικαίων. Ό Θεός, κρίνοντας δίκαια, θ’ ανταποδώσει στον καθένα «ανάλογα μέ τά έργα του». 

Ό ουρανός έχει πολλούς καί διάφορους τόπους διαμονής, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τού Σωτήρα μας, αλλά καί ό αδης έχει πολλά καί διάφορα κολαστήρια. Όποιος αμάρτησε γνωρίζοντας τό θέλημα τού Κυρίου, «θα τιμωρηθεί αυστηρά», ένώ οποίος αμάρτησε αγνοώντας τό θέλημα τού Κυρίου, «θα τιμωρηθεί ελαφρότερα».

Οι χριστιανοί, μόνο οι ορθόδοξοι χριστιανοί, κι αυτοί αν έζησαν στη γή μέ ευσέβεια, καθαρίζοντας τόν εαυτό τους από τίς αμαρτίες μέ ειλικρινή μετάνοια, μέ Εξομολόγηση σε πνευματικό πατέρα καί μέ διόρθωση, θα κληρονομήσουν την αιώνια μακαριότητα καί θα βρίσκονται μαζί μέ τούς φωτεινούς Αγγέλους.

Απεναντίας, οι ασεβείς, όσοι δηλαδή δεν πίστευαν στον Χριστό, οι αιρετικοί, όσοι δηλαδή δεν είχαν ορθή πίστη, καθώς καί εκείνοι από τούς ορθοδόξους πού πέρασαν τή ζωή τους μέσα σε αμαρτίες ή διέπραξαν κάποιο θανάσιμο παράπτωμα καί δεν καθαρίστηκαν μέ τή μετάνοια, θα κληρονομήσουν την αιώνια κόλαση καί θα βρίσκονται μαζί μέ τούς σκοτεινούς δαίμονες.

Οι πατριάρχες της Ανατολικής Εκκλησίας γράφουν

σχετικά: «Των ανθρώπων πού έπεσαν σε θανάσιμα αμαρτήματα καί πού πριν από την άποβίωσή τους δεν απελπίστηκαν, αλλά, μολονότι μετανόησαν όσο ακόμα βρίσκονταν στήν παρούσα ζωή, δεν έφεραν κανέναν καρπό μετανοίας —όπως είναι τά δάκρυα καί οι γονυκλισίες, οι προσευχές καί οι αγρυπνίες, ή συντριβή, ή παρηγόρηση των φτωχών καί ή έμπρακτη επίδειξη αγάπης προς τόν Θεό καί τόν πλησίον, έργα πού ορθά παραδέχθηκε εξαρχής ή Καθολική Εκκλησία ως θεάρεστα καί ευεργετικά—, τούτων (των ανθρώπων) οι ψυχές πηγαίνουν στον αδη καί υπομένουν τιμωρία ανάλογη τών αμαρτημάτων πού διέπραξαν. Από την τιμωρία αυτή, ωστόσο, αισθάνονται ότι θ’ απαλλαγούν. Καί, πράγματι, χάρη στήν υπέρτατη αγαθότητα (του Θεού), λυτρώνονται μέ τίς δεήσεις τών ιερέων καί μέ τίς αγαθοεργίες τών συγγενών τους, προπάντων όμως μέ τή δύναμη της αναίμακτης Θυσίας. Τούτη ή Θυσία τελείται καθημερινά γιά όλους από την Καθολική Αποστολική Εκκλησία, τελείται, όμως, καί μέ την ιδιαίτερη μέριμνα κάθε χριστιανού γιά τούς κεκοιμημένους συγγενείς του».

ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ