.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φώτης Κόντογλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

O δικός μας βολικός ” Χριστιανισμός

Hμείς κάναμε ένα δικό μας Xριστιανισμό, ένα βολικό, έναν ανθρωπινό και λογικό Xριστιανισμό, όπως λέγει ο μεγάλος Iεροεξεταστής του Nτοστογιέφσκη, γιατί ο Xριστιανισμός που δίδαξε ο Xριστός είναι ανεφάρμοστος, απάνθρωπος.
Eμείς, αντί ν’ ανέβουμε προς τον Xριστό, που λέγει “εγώ σαν υψωθώ, θα σας τραβήξω όλους προς εμένα”, τον κατεβάσαμε εκεί που βρισκόμαστε εμείς, και κάναμε ένα Xριστιανισμό σύμφωνο με τις αδυναμίες μας, με τα πάθη μας, με τις κοσμικές φιλοδοξίες μας, και δώσαμε και στους αγίους τα προσόντα που εκτιμούμε και που θαυμάζει η υλοφροσύνη μας, τους κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, επιστήμονες κ.λπ.
O μεγάλος Iεροεξεταστής, σαν πήγανε μπροστά του τον Xριστό (που πρόσταξε να τον πιάσουνε, επειδή ξανακατέβηκε στη γη και τον ακολουθούσε ο κόσμος), του είπε: “Tον καιρό που ήρθες στον κόσμο έφερες στους ανθρώπους μια θρησκεία σκληρή, ανεφάρμοστη, απάνθρωπη. Eμείς την κάναμε βολική, ανθρωπινή. Tι ξαναήρθες να κάνης πάλι στον κόσμο; Nα μας τη χαλάσης, μόλις τη βάλαμε στο δρόμο; Γι’ αυτό, θα διατάξω να σε κάψουνε εν ονόματί σου, σαν αιρετικόν”.
O βολικός, ο ανθρωπινός Xριστιανισμός, αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα, είναι η συχαμερή παραμόρφωση που έπαθε το Eυαγγέλιο από την πονηρή υλοφροσύνη της σαρκός.

του Φώτη Κόντογλου 
(από το Γίγαντες ταπεινοί )

πηγή ορθόδοξη φωνή

Ἀφοῦ δὲν ἀπαντοῦν οἱ Ἐπίσκοποι θὰ ἀπαντήσει ὁ Φώτης Κόντογλου ἀντὶ τῶν Ἐπισκόπων

Πρὶν ἀλλὰ κυρίως μετὰ ἀπὸ τὴν ψευτοσύνοδο τῆς Κρήτης τέθηκαν ἀπὸ ἱερεῖς, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς, ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἀνησυχοῦσαν καὶ πόναγαν γιὰ τὴν Πίστη καὶ τὴν Ἐκκλησία, πολλὰ ἐρωτήματα στοὺς Ἐπισκόπους, τὰ ὁποῖα ὅμως ποτὲ δὲν ἀπαντήθηκαν. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν ἀπαντοῦν οἱ Ἐπίσκοποι, παρὰ μόνο ἀρκοῦνται σὲ εὐλογίες τῶν ἰδίων γενείων, τὴν ἀπάντηση στὰ ἀκόλουθα ἐρωτήματα θὰ δώσει ὁ Φώτης Κόντογλου, τὸν ὁποῖο τόσο συχνὰ ἀναφέρουν οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι ὡς ὑπόδειγμα Ὀρθοδόξου: 

Γιατὶ δὲν διαφυλάξατε καὶ σὲ ποιόν βωμὸ θυσιάσατε τὴν ὀρθότητα, τὴν συνέπεια, τὴν ἀκρίβεια τῆς Πίστεως, τὴν περιχαράκωση, τὴν περιθρίγκωση, τὴν ἀστασίαστο ἄρνηση, τὴν ὁμολογία, τὴν θυσιαστικὴ αὐταπάρνηση (λέξεις ποὺ συχνὰ χρησιμοποιεῖ τὸ στόμα σας, ἀλλὰ ὄχι κι ἡ καρδιά σας);

Φώτης Κόντογλου: «διότι δὲν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ καλοί, οἱ θυσιάζοντες τὴν ζωὴν αὐτῶν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ ὁδηγοῦντες αὐτὰ εἰς τοὺς εὐώδεις λειμώνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, καὶ κατὰ τὸ πανάγιον στόμα τοῦ Κυρίου «ὁ μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμήν» (Ἰω. ι’, 12). Εἶσθε μισθωτοὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου, διὰ τὴν δόξαν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ὁποίων ἐργάζεσθε. Καὶ ἅπαξ εἶσθε οἱ δοῦλοι τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε τὰ πιστὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ ἀναγκάσητε νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν». Πηγή: «Ἀντιπαπικά», ἐκδόσεις «Όρθοδόξου Τύπου», 1993.

Σὲ ποιόν κάλαθον τῶν ἀχρήστων ἐκσφεντονίσατε τὴν ὁμολογητικὴ καὶ ἐλεγκτική, πρὸς ἐσᾶς ἀπευθυνόμενη ἐπιστολὴ τοῦ ὁσίου γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου, ἡ ὁποία σᾶς ὑπενθύμιζε: «Δὲν ἀρκεῖ, δὲν ὠφελεῖ μόνον νὰ γνωρίζουμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, τὶς ἐντολές, τὰ δόγματα, τοὺς κανόνας, τὶς ἀποστολικὲς καὶ πατερικὲς παραδόσεις, ἀλλὰ καὶ νὰ φυλάττουμε αὐτές... Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, φύλακες τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας..., προσέξατε παρακαλῶ θερμῶς καὶ ἱκετεύω μετὰ δακρύων. Προβατόσχημοι λύκοι, εἰσελθόντες στὴν αὐλὴ τῶν λογικῶν προβάτων διὰ τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς ἀντίχριστου Μασονίας, ζητοῦν νὰ καταργήσουν τὰ διατεταγμένα ἀπὸ τοὺς πανσόφους Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς θεοφόρους Ἁγίους Πατέρας, καὶ νὰ ἐξευρωπαΐσουν, ἐκλατινίσουν και ἐκμοντερνίσουν. Αὐτούς καὶ ὅλους τοὺς καταφρονητὰς τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατερικῶν Παραδόσεων, νὰ ἀποβάλετε ὡς λοιμώδεις λύκους ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιὰ νὰ μὴ καταστήσουν αὐτὴν αἱρετική, πανθεϊστικὴ και παναιρετικὴ μὲ ὅσα ξένα καὶ αἱρετικὰ ἐπιδιώκουν νὰ εἰσαγάγουν... διώξατε τοὺς λύκους. Ἐκείνους ποὺ λέγουν καὶ πράττουν παρὰ τὰ διατεταγμένα, συστήσατε εἰς αὐτοὺς μετάνοια... Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ἐργάτες, ὄχι χλιαροὺς καὶ φιλοσώματους, ἀλλ' ἀληθινούς, μὲ πίστη καὶ ζῆλο, αὐταπάρνηση καὶ ἀγάπη ὁλόψυχο πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο»;

Φώτης Κόντογλου: «διότι δὲν εἶσθε ποιμένες καλοί, μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμήν, εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας».

Σὲ ποιά ἱερατικὴ συνεδρίαση ἀκυρώσατε τοὺς Παύλειους λόγους «ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν» (Τίτ. 1,9) καὶ «τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» (Α’ Κορ. 9,18);

Φώτης Κόντογλου: «διότι δὲν εἶσθε ποιμένες καλοί, μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμήν, εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας».

Σὲ ποιά κρυφὴ συμφωνία σβήσατε ἀπὸ τὴν μνήμη σας τὶς ἐντολὲς τῆς Ἀποκαλύψεως ποὺ ἀπευθύνονται σὲἘπισκόπους:

Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου (Ἀποκ. β΄10). Γίνου γρηγορών, καὶ στήριξον τὰ λοιπά, ἃ ἔμελλον ἀποθανεῖν οὐ γὰρ εὕρηκά σου τὰ ἔργα πεπληρωμένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου. Μνημόνευε οὖν πὼς εἴληφας καὶ ἤκουσας, καὶ τήρει καὶ μετανόησον (γ΄ 1-3). Κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβη τὸν στέφανόν σου (γ΄ 11). Οὕτως ὅτι χλιαρός εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι (γ΄ 15, 19);

Φώτης Κόντογλου: «διότι δὲν εἶσθε ποιμένες καλοί, μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμήν, εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας».

Σὲ ποιό πανηγυρικὸ συλλείτουργο παρανοήσατε τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Λουγδούνου: «Οἱ τῆς Ἐκκλησίας προϊστάμενοι, οἷς ἅπας ὁ κόσμος ἐμπεπίστευται, φυλάττουσιν ἀγρύπνως τὴν ἀποστολικήν παράδοσιν μαρτυροῦντες ἡμῖν ὅτι πάντες τηροῦσι μίαν καὶ τὴν αὐτήν πίστιν» (Κατὰ Αἱρέσεων V, 20, 1);

Φώτης Κόντογλου: «διότι δὲν εἶσθε ποιμένες καλοί, μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμήν, εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, ὡπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας».

Σὲ ποιά ἐκλογὴ Ἐπισκόπου ἀποκρύψατε, διαγράψατε, παραγράψατε, ἐξοβελίσατε, διακωμωδήσατε τὸ διδαχτικὸ συμπέρασμα τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Δὲν καταλαμβάνομεν τὴν ἐξουσία διὰ τὴν προστασία τῶν ἀδελφῶν, ἀλλὰ διὰ τὴν δόξαν καὶ τὴν ἀνάπαυσιν. Διότι ἂν γνώριζες ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος ὀφείλει νὰ φροντίζῃ περὶ πάντων βαστάζων ὅλων τὰ βάρη, ὅτι διὰ μὲν τοὺς ἄλλους ὅταν ὀργίζωνται ὑπάρχει συγγνώμη, δι’ αὐτὸν δὲ καθόλου, ὅτι διὰ τοὺς ἄλλους ὅταν ἁμαρτάνουν ὑπάρχει πολλὴ προσευχὴ διὰ συγγνώμην, δι’ αὐτὸν δὲ καθόλου, δὲν θὰ ἔσπευδες πρὸς τὴν ἐξουσία. (Ἅπαντα Χρυσοστόμου, τόμος 76, ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις, ὁμιλία γ΄);

Φώτης Κόντογλου: «διότι δὲν εἶσθε ποιμένες καλοί, μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμήν, εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, ὁπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας».

«Τὰ λόγια μου δὲν ἀπευθύνονται πρὸς πάντας, ἀλλὰ πρὸς τοὺς ἐπιθυμοῦντας ἐξουσίαν» (Ἰ. Χρυσόστομος, ὑπόμνημα εἰς τὰς Πράξεις, ὁμιλία γ΄).

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου, Κλασσικὸς Φιλόλογος, Ἱστορικός.

Η κιβωτός της Ορθοδοξίας

Η Κιβωτός της Ορθοδοξίας
του Φώτη Κόντογλου

Η Κωνσταντινούπολη ήτανε η κιβωτός της Ορθοδο­ξίας, δηλαδή της αληθινής πίστης του Χριστού κ' οι στρατιώτες που την φυλάγανε ήτανε «θεηγόροι οπλίται παρατάξεως Κυρίου». Πολλοί βασιλιάδες της θεολογούσανε και συνθέτανε ύμνους και τροπάρια, και κάμποσοι απ' αυτούς καλογερέψανε, και πεθάνανε εν μετανοία στα μοναστήρια. Το ίδιο κάνανε και πολλοί στρατηγοί, και πλήθος αμέτρητο στρατιώτες γινόντανε καλόγεροι κι' ασκητάδες, και κρεμάζανε το σπαθί και το κοντάρι τους στο κελλί τους σαν άρματα αγιασμένα που διαφεντέψανε την πίστη του Χριστού. Αληθινά, ο Χριστός δεν θέλει να πιάσουνε άρματα στα χέρια τους όσοι σηκώσανε τον σταυρό και τον ακολουθήσανε. Μα ο άνθρωπος είναι α­δύνατος, κ' οι περιστάσεις της ζωής τον κάνουνε να συνταιριάζει μ' αυτές τα λόγια του Χριστού. 

Οι περισσότε­ροι απ' εκείνους τους πολεμιστές δεν ήτανε αιμοβόροι, κι' ούτε θέλανε να σκοτώσουν είτε ν' αρπάξουνε τα πράγματα των άλλων, αλλά πολεμούσανε για να μην μπούνε στο βασίλειό τους οι αλλόθρησκοι και καταλύσουνε την αληθινή πίστη. Το παράδοξο είναι πως οι βυ­ζαντινοί θεωρούσανε πιο επικίνδυνους για την θρησκεία τους τους φράγκους που ήτανε Χριστιανοί, παρά τους τούρκους που ήτανε αλλόθρησκοι. Οι φράγκοι είχανε ρημάξει την Πόλη κι' ολόκληρο το βασίλειο στον και­ρό των Σταυροφόρων, κ' ύστερα οι Καταλάνοι το φάγα­νε σαν την ακρίδα, έχοντας για σημαία τον σταυρό. 

Ό­ποιος θέλει να δει τί αντίχριστοι ήτανε αυτοί οι τυχο­διώκτες, οι Καταλάνοι, ας διαβάσει την ιστορία που έ­γραψε ένας Μουντάνερ, που ήτανε ο γραμματισμένος τους και θα ανατριχιάσει από τις παληανθρωπιές που κάνανε οι πατριώτες του για να πνίξουνε την Ορθοδο­ξία που τους είχε δώσει τη θρησκεία την οποία λέγανε πως είχανε, σκοτώνοντας και ληστεύοντας τους γραι­κούς που τους λέγανε αιρετικούς, αυτοί οι αληθινοί μα­θητές του Χριστού. Όλοι οι υπήκοοι του Πάπα ερχόντανε στην Ανατολή ντυμένοι με προβατοπροβιά, ενώ ήτα­νε από μέσα λύκοι. Η υποκρισία και το κρυφοδάγκωμα ήτανε το μεγαλύτερο όπλο τους. Πονηροί, δίβουλοι, φα­νατικοί. Ενώ οι τούρκοι κ' οι άλλοι μωχαμετάνοι, μπο­ρεί νάχανε τη σκληρότητα που έχουνε οι άνθρωποι του πολέμου, μα είχανε και καλωσύνη, πολλά γενναία αι­σθήματα, αγάπη στη δικαιοσύνη, φόβο Θεού, επειδή ή­ταν πιο απλοί και ζούσανε πιο φυσική ζωή. Για τούτο οι Πολίτες λέγανε: 

«Καλύτερα να δούμε στην Πόλη σαρίκι τούρκικο, παρά παπική μίτρα». 

επίσκοπος Εφέσου, στάθηκε ο Μάρκος ο Ευγενικός,πύργος της Ορθοδοξίας καταπάνω στην πανουργία της Ρώμης, καθώς κι' ο μαθη­τής του Γεννάδιος ο Σχολάριος, ο πρώτος πατριάρχης ύστερ' από την Άλωση, Έλληνας ορθοδοξότατος και σοφώτατος, που αξιώθηκε, όπως πρόβλεψε, να πάρει από τον σουλτάν Μωάμεθ τη θρησκευτική διοίκηση των Χριστιανών και να γίνει γενάρχης του έθνους των γραι­κών. Αυτοί οι μακάριοι κι' άλλοι όμοιοί τους εσώσανε την φυλή μας, όπως αποδείχθηκε από όσα ακολουθήσα­νε έως σήμερα. Οι τούρκοι πήρανε την επικράτεια, μα η θρησκεία μας, και μαζί της κ' η φυλή μας, φυλάχθηκε και δεν χάθηκε. Ενώ αν παίρνανε την Πόλη οι φράγκοι, σύντομα θα σβύνανε και τα δυο, κι' η πίστη μας κ' η φυ­λή μας. Και για να φανεί αυτό καλά, θα αναφέρω λίγα λόγια του σοφού Κοραή που λέγει: «Δια την δεισιδαιμονίαν ταύτην μας ονειδίζουν (οι Δυτικοί), και εις αυτήν α­ποδίδουν το πείσμα του κοινού λαού να μην ενωθεί με τους Παπιστάς, και την σταθεράν αυτού αντίστασιν εις τους επιθυμούντας να τον ενώσωσιν αυτοκράτορας... 

Εις την δεισιδαμονίαν όμως ταύτην (αν εγέννησε ποτέ τι καλόν η δεισιδαιμονία) χρεωστούμεν οι σημερινοί Γραικοί την ύπαρξίν μας, χωρίς το ευτυχέστατον τούτο πείσμα των προ ημών, και η δεισιδαιμονία ήθελεν αυξηθή επί πλέον, και τα πολυπληθή τάγματα των Δυτικών μοναχών έμελλον να καταβρωμίσωσι το έδαφος της ταλαιπώ­ρου Ελλάδος, και τα Νερωνικά της Ιεράς Εξετάσεως κρι­τήρια να φλογίζωσι τους Έλληνας, ως κατέφλεξαν πολλάς μυριάδας Δυτικών, και η Ανατολική Εκκλησία να υποταχθή ως εις κεφαλήν τον Πάπαν». Ας τα προσέξουνε καλά αυτά τα λόγια πολλοί από τους δικούς μας δυτικολάτρες, και μάλιστα θεολόγοι, καθηγηταί και κληρικοί...

Μετά το πάρσιμο της Πόλης, μ' όλο που ο τούρκος μας διοίκησε φρόνιμα, και με το φέρσιμό του, ακόμα και με τη θεοσέβειά του, μας έκανε να φυλάξουμε καλύτερα και με περισσότερο ζήλο την πίστη μας, δεν έπαψαν οι γραικοί να ονειρεύονται την ανάσταση του γένους και την πολιτική ελευθερία τους, προ πάντων στα μέρη που κυβερνούσανε σκληροί πασάδες. Πολλοί αρματωλοί ζούσανε στα βουνά σαν θηρία, με τ' άρματα στα χέρια μέρα νύχτα, θρεμμένοι με τις ιστορίες του Παλαιολόγου και της Αγιάς Σοφιάς, έχοντας για φυλαχτό την Πανα­γία, τον Άγιο Γιώργη και τον Άγιο Δημήτρη, μην παρατώντας την προσευχή, πιστεύοντας πως ο Χριστός ή­τανε μαζί τους, και στοχαζόμενοι πως βρισκότανε κοντά η μέρα της βασιλείας του Χριστού με την Ανάσταση του Ελληνικού γένους που εστερέωσε τη θρησκεία του.

Αυτοί οι καπιτανέοι δεν ήτανε για τον λαό μοναχά πολεμισταί της πατρίδας τους, μα και υπερασπισταί της πίστης μας, οι ίδιοι που πολεμήσανε στην Πόλη «υπέρ πίστεως και πατρίδος». Ο αγωνιστής του Εικοσιένα Κασομούλης λέγει πως «η καταγωγή των είναι αρχαιότατη και κατεβαίνει από την εποχή της Βασιλείας» δηλαδή του Βυζαντίου. «Τα λείψανα ταύτα του στρατού, λέγει, ή με άλλους λόγους οι Αρματωλοί παρά των εντοπίων Ελλήνων καλούμενοι και χαϊδούτ (κλέπται) παρά των Οθωμανών, εχαίροντο κάποια προνόμια ανεξαρτησίας κληρονόμοι του ανεξαρτήτου πνεύματος των προκατόχων των». Αυτοί ήτανε η ελπίδα του έθνους. 

(Από παλαιό άρθρο του περιοδικού ΚΙΒΩΤΟΣ).

«Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 1. ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2001. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

http://www.impantokratoros.gr

"Αγιασμένες μέρες"



Τοιχογραφία Φ.Κόντογλου, 
παρεκκλήσιο Οικ. Πεσμαζόγλου Κηφισιά

Η απλότητα της ψυχής του Κόντογλου του επιτρέπει να ζει και να μας περιγράφει την "πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση" των Χριστουγέννων. Ας τον ακούσουμε…

Την πνευματική χαρά και την ουράνια αγαλλίαση που νοιώθει ο χριστιανός από τα Χριστούγεννα, δεν μπορεί να τη νοιώσει, με κανέναν τρόπο, όποιος τα γιορτάζει μοναχά σαν μια συγκινητική συνήθεια, που είναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές του κόσμου, με τον χειμώνα, με τα χιόνια, με το ζεστό τζάκι.

Μοναχά ο ορθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι από την ψυχή του περνάνε αγιασμένα αισθήματα, και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που έρχεται από έναν άλλο κόσμο, τη θέρμη του Αγίου Πνεύματος, κατά τον αναβαθμό που λέγει:

«Ἁγίῳ Πνεύματι πᾶσα ψυχή ζωοῦται, καί καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τῇ τριαδικῇ μονάδι, ἱεροκρυφίως».

Ψυχή και σώμα γιορτάζουν μαζί, ευφραίνουνται με τη θεία ευφροσύνη, που δεν την απογεύεται όποιος βρίσκεται μακριά από τον Χριστό. Ενώ η καρδιά του χριστιανού, αυτές τις αγιασμένες μέρες, είναι γεμάτη από την ευωδία της υμνωδίας, γεμάτη από μια γλυκύτατη πνευματική φωτοχυσία, που σκεπάζει όλη την κτίση, τα βουνά, τη θάλασσα, τον κάθε βράχο, το κάθε δέντρο, την κάθε πέτρα, το κάθε πλάσμα. Όλα είναι αγιασμένα, όλα γιορτάζουνε, όλα ψέλνουνε, όλα ευφραίνονται, όλη η φύση είναι «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ». Κανείς δεν νοιώθει στην καρδιά του τέτοια χαρά, παρά μονάχα εκείνος που αγαπά τον Θεό και που ζει τις μέρες της ζωής του μαζί με τον Θεό, γιατί κανένας άλλος από τον Θεό δεν μπορεί να δώσει τέτοια χαρά, τέτοια ειρήνη, κατά τον λόγο που είπε ο Κύριος στον Μυστικό Δείπνο: «Τη δική μου την ειρήνη σας δίνω, δεν σας δίνω εγώ την ειρήνη που δίνει ο κόσμος».

Η χαρά του Χριστού κ’ η ειρήνη είναι αλλιώτικη από τη χαρά κι από την ειρήνη τούτου του κόσμου. Για τούτο ο άνθρωπος που χαίρεται να πηγαίνει στην εκκλησία, για να πιει απ’ αυτή την αθάνατη βρύση της αληθινής χαράς και της ειρήνης, λέγει μαζί με τον Δαβίδ:
«Ἐξαπόστειλον, Κύριε, τό φῶς σου καί τήν ἀλήθειάν σου· αὐτά με ὡδήγησαν καί ἤγαγόν με εἰς ὄρος ἅγιόν σου καί εἰς τά σκηνώματά σου· καί εἰσελεύσομαι πρός τό θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρός τόν Θεόν τόν εὐφραίνοντα τήν νεότητά μου».

Ας γιορτάσουμε λοιπόν κ’ εμείς, αδελφοί μου, τη Γέννηση του Χριστού «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ, ἐν ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ὠδαῖς πνευματικαῖς», και τότε και τ’ άλλα «προστεθήσεται ἡμῖν», θα μας δοθούνε, ήγουν η χαρά του σπιτιού, της οικογένειας, της φύσης, της συναναστροφής, της αγνής διασκέδασης, γιατί όλα θα τα γλυκαίνει η αγάπη του Χριστού, και θα τα ζεσταίνει η θέρμη Εκείνου που είναι ο ζωοδότης.

Μέγα μάθημα της ταπείνωσης είναι για μας, αδελφοί μου, η Γέννηση του Χριστού. Πού γεννήθηκε; Μέσα σε μια φάτνη, σ’ ένα παχνί να πούμε καλύτερα, για να νοιώσουμε βαθύτερα την ανείπωτη συγκατάβαση του Θεού, γιατί τ’ αρχαία λόγια κάνουνε να φαίνουνται στα μάτια μας πλούσια και τα φτωχά πράγματα. Η μητέρα του, η υπεραγία Θεοτόκος, μακριά από το σπίτι της, ξένη σε ξένον τόπο, πήγε και τον γέννησε μέσα σ’ ένα μαντρί. Το βόδι και το γαϊδούρι τον ζεστάνανε με την ανασαμιά τους. Τσομπάνηδες τον συντροφέψανε. Μαζί με τα νιογέννητα αρνιά λογαριάστηκε ο αμνός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την κατάρα του Αδάμ. Ποιος άνθρωπος γεννήθηκε με μεγαλύτερη ταπείνωση;

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει, στον Λόγο του για την Ταπεινοφροσύνη, τα παρακάτω εξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ανοίξω το στόμα μου, αδελφοί μου, και να λαλήσω για την υψηλή υπόθεση της ταπεινοφροσύνης, κ’ είμαι γεμάτος φόβο, σαν εκείνον τον άνθρωπο που ξέρει πως θα μιλήσει για τον Θεό. Γιατί η ταπεινοφροσύνη είναι στολή της θεότητας. Γιατί ο Λόγος του Θεού που έγινε άνθρωπος, αυτή ντύθηκε, κ’ ήρθε σε συνάφεια μαζί μας μ’ αυτή, παίρνοντας σώμα σαν το δικό μας. Κι όποιος τη ντύθηκε, αληθινά έγινε όμοιος μ’ Εκείνον, που κατέβηκε από το ύψος Του, και που σκέπασε την αρετή της μεγαλωσύνης Του και τη δόξα Του με την ταπεινοφροσύνη. 

Κι αυτό έγινε για να μην κατακαεί η κτίση από τη θωριά Του. Γιατί η κτίση δεν μπορούσε να τον κοιτάξει, αν δεν έπαιρνε ένα μέρος απ’ αυτή (το σώμα), κ’ έτσι μίλησε μ’ αυτή. Σκέπασε τη μεγαλωσύνη Του με τη σάρκα, και μ’ αυτή ήρθε σε συνάφεια μαζί μας, με το σώμα που επήρε από την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία. Ώστε, βλέποντάς τον εμείς πως είναι από το γένος μας και πως μας μιλά σαν άνθρωπος, να μην τρομάξουμε από τη θωριά Του. Γι’ αυτό, όποιος φορέσει τη στολή που φόρεσε ο Κτίστης (δηλαδή την ταπεινοφροσύνη), τον ίδιον τον Χριστό ντύθηκε».

Η φάτνη είναι η ταπεινή καρδιά, που μοναχά σ’ αυτή πηγαίνει και γεννιέται ο Χριστός.
Η Εκκλησία μας φωτοβολά μέσα στο χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τη Γέννηση του Κυρίου. Από μέσα της ακούγεται μια υπερκόσμια υμνωδία, σαν εκείνη που ψέλνανε οι άγγελοι τη νύχτα που γεννήθηκε ο Κύριος, «ἦχος καθαρός ἑορταζόντων». Ποιος λαός άλλος, παρεκτός από μας, έχει αυτή την ευλογία; Ποιο άλλο έθνος τέρπεται κ’ ευφραίνεται κι αγιάζεται με τέτοια ουράνια απηχήματα;

Και ποια είναι η αρχαγγελική σάλπιγγα που ακούγεται σήμερα που γεννιέται ο Χριστός; Είναι του Αγίου Κοσμά του Ποιητού. Κι από την άλλη μεριά, ακούγεται μια άλλη γλυκύτατη φωνή, η φωνή του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Δυο κόρδες της ίδιας ουράνιας κιθάρας! Ο Κοσμάς έχει γράψει τον Κανόνα των Χριστουγέννων σε πιο απλή αρχαία γλώσσα, στο πεζό. Ο Δαμασκηνός έχει γράψει τον δεύτερο Κανόνα της ίδιας γιορτής σε πιο αρχαία γλώσσα και σε στίχο ιαμβικόν. Ο ενθουσιασμός του ενός συνταιριάζεται με τη μεγαλοπρέπεια του άλλου.

Λοιπόν, ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο με χαροποιά δάκρυα, κι ας ψάλουμε με γλυκόφονα στόματα τον επινίκειον ύμνο:

«Ἔθνη τά πρόσθεν τῇ φθορᾷ βεβυσμένα,
ὄλεθρον ἄρδην δυσμενοῦς πεφευγότα,
ὑψοῦτε χεῖρας σύν κρότοις ἐφυμνίοις,
μόνον σέβοντα Χριστόν ὡς εὐεργέτην
ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς συμπαθῶς ἀφιγμένον».

«Ω έθνη, που είσαστε πριν βουτηγμένα στη φθορά και στον θάνατο, και που ξεφύγατε ολότελα από την καταστροφή του πονηρού διαβόλου, υψώσετε τα χέρια σας με χαρά και με αγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχά τον Χριστό, τον ευεργέτη σας, που ήρθε στον κόσμο μας από συμπόνεση, για να μας σώσει». 

Φώτης Κόντογλου
(ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ «Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»)

http://paterikakeimena.blogspot.gr

«Φυλάξτε τα συνήθεια μας, γιορτάστε όπως οι πατεράδες σας, και μη ξεγελιώσαστε με τα ξένα κι άνοστα φράγκικα πυροτεχνήματα»



Τά Χριστούγεννα, τά Φῶτα, ἡ Πρωτοχρονιά, κ’ ἄλλες μεγάλες γιορτές, γιά πολλούς ἀνθρώπους δέν εἶναι καθόλου γιορτές καί χαρούμενες μέρες, ἀλλά μέρες πού φέρνουνε θλίψη καί δοκιμασία.

Δοκιμάζονται οἱ ψυχές ἐκεινῶν πού δέν εἶναι σέ θέση νά χαροῦνε, σέ καιρό πού οἱ ἄλλοι χαίρουνται. Παρεκτός ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶναι πικραμένοι ἀπό τίς συμφορές τῆς ζωῆς, τούς χαροκαμένους, τούς ἄρρωστους, οἱ περισσότεροι πικραμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού τούς στενεύει ἡ ἀνάγκη νά γίνουνε τοῦτες τίς χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοί ἀπ’ αὐτούς μπορεῖ νά μή δίνουνε σημασία στή δική τους εὐτυχία, μά γίνουνται ζητιάνοι γιά νά δώσουνε λίγη χαρά στά παιδιά τους καί στ’ ἄλλα πρόσωπα πού κρέμουνται ἀπ’ αὐτούς. Οἱ τέτοιοι κρυφοκλαῖνε ἀπό τό παράπονό τους, κι’ αὐτοί εἶναι οἱ πιό μεγάλοι μάρτυρες, πού καταπίνουνε τήν πίκρα τους μέρα νύχτα, σάν τό πικροβότανο.

Ἴσα ἴσα αὐτές τίς ἁγιασμένες μέρες πού θἄπρεπε νά σμίξουνε πιό κοντά οἱ ἄνθρωποι συναμεταξύ τους, «νά περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους», ἴσια ἴσια αὐτές τίς μέρες ἀποξενώνουνται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, χωρίζουνται σέ δύο στρατόπεδα ὁλότελα ξένα τὄνα στἄλλο, σχεδόν ἐχθρικά. Ἀπό τή μιά μεριά εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι, οἱ καλοπερασμένοι, οἱ καλότυχοι, κι’ ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι οἱ….
δυστυχισμένοι κ’ οἱ παραπεταμένοι. Ἀνάμεσά τους «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατά τίς γιορτές. Κανένα γεφύρι δέν ἑνώνει τίς δύο ἀκροποταμιές, ἐνῶ…
τίς ἄλλες μέρες ἔρχουνται σέ περισσότερη συνάφεια. Οἱ πλούσιοι κι’ ὅσοι ἔχουνε τόν τρόπο τους κάνουνε, ἀλλοίμονο! τό πᾶν γιά νά ἐπιδείξουνε τά πλούτη καί τ’ ἀγαθά τους στούς λιμασμένους. Κι’ αὐτό γίνεται στὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πού γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στό παχνί!

Γιά τήν γέννηση τοῦ φτωχοῦ Χριστοῦ δέν γιορτάζουνε οἱ φτωχοί σάν καί Κεῖνον, μά γιορτάζουνε οἱ πλούσιοι, πού παίρνουνε γιά ἀφορμή τήν πτωχεία του γιά νά δείξουνε τά πλούτη τους. Μά ἄραγε, ἀνάμεσα σέ δυστυχισμένους μπορεῖ νά νοιώσει κανένας εὐτυχισμένον τόν ἑαυτό του; Μοναχά ἕνας ἀναίσθητος μπορεῖ νά νοιώσει τέτοια εὐτυχία. Ὅσο γιά κεῖνον πού θέλει νά ἐπιδείξη στόν πεινασμένο καί στόν στερημένον τήν ἐλεεινή του αὐτή εὐτυχία, αὐτός εἶναι ἀληθινό κτῆνος. Καί μ’ ὅλα ταῦτα, ὑπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ἀνάμεσά μας, στά χρόνια μας, ἐνῶ ἤτανε σπάνιοι στά παλαιότερα. Εἶναι κι’ αὐτό ἕνα ἀπό τά ὡραῖα πού μᾶς ἔφερε ὁ μέγας πολιτισμός ἀπό τά μεγάλα κέντρα! Στήν Ἀνατολή εἴχανε τά ζεμπίλια, πού ἤτανε πλεχτά ἀπό ψάθα, κι’ ὅ,τι ἔβαζε μέσα κανένας δέν φαινότανε. Γι’ αὐτό, παίζοντας οἱ τουρκομερίτες, λέγανε πώς ἡ λέξη «ζεμπίλι» βγῆκε ἀπό τά λόγια «σέν μπίλ», πού θά πεῖ «ἐσύ νά ξέρης», δηλαδή ἐσύ νά ξέρης μοναχά τί ἔχει μέσα τό ζεμπίλι, ὥστε νά μή λιμάζουνε καί σέ φθονοῦνε οἱ φτωχοί, κεῖνοι πού δέν μποροῦνε ν’ ἀγοράσουνε τά καλά πού ἀγόρασες ἐσύ. Σίγουρα, κι’ αὐτό δέν εἶναι καθόλου καλό καί χριστιανικό, μά τουλάχιστο ἔλειπε ἡ ἁμαρτωλή ἐπίδειξη πού εἶναι τό πιό σατανικό ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα κακά πού φαρμακώνουνε τούς φτωχούς ἀδελφούς μας αὐτές τίς μέρες.

Ὅπως βλέπεις, μέ τήν κακομοιριά πού ἔχει σέ ὅλα ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος, μπόρεσε καί γύρισε τίς μέρες τῆς πνευματικῆς χαρᾶς σέ μέρες σαρκικῆς καλοπέρασης γιά τόν ἑαυτό του, καί σέ μέρες πένθους καί δακρύων γιά πολλούς ἀπό τούς συντρόφους του στή ζωή.

Οἱ γιορτές οἱ δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, καί γι’ αὐτό εἴχανε κάποιον ἄλλο χαρακτῆρα ἀπό τίς γιορτές πού γιορτάζουνε ἄλλα ἔθνη, προπάντων σήμερα, πού εἶναι κάποιες αὐτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία γιά τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτές τίς ψευτογιορτές ξαμολιοῦνται ὅλα τά βάρβαρα καί ἐγωιστικά πάθη τοῦ ἀνθρώπου, πού κυττάζει μοναχά τήν εὐχαρίστηση τῆς σάρκας. Ἐνῶ οἱ δικές μας οἱ γιορτές, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, ἔχουνε τή ρίζα τους στή θρησκεία, ἤτανε σεμνές, πνευματικές, ὥστε νά μή σκανδαλίζουνε τούς φτωχούς, ὅσο εἶναι μπορετό σέ σαρκικούς ἀνθρώπους. Οἱ πλούσιοι κι’ οἱ νοικοκυραῖοι ἀποφεύγανε νά πληγώσουνε τούς φτωχότερους, καί νοιώθανε τήν ἀνάγκη νά τούς ζεστάνουνε καί κείνους, στέλνοντας κρυφά στά σπίτια τους διάφορα δῶρα, μέ τρόπο, ὥστε νά μή τούς ταπεινώσουνε, κ’ ἔτσι ἡ διαφορά νά φαίνεται ὅσο μποροῦσε λιγώτερη.

Ἔτσι μορφωθήκανε τά ἔμορφα καί ἁγνά ἔθιμά μας, μέ ψαλμωδίες πού τίς λένε ἀκόμα τά παιδιά στούς δρόμους καί στά σπίτια, μέ καμπάνες, μέ ἔμορφα αἰσθήματα, μέ σεμνές διασκεδάσεις, μέ εὐχάριστη συναναστροφή, πού δένουνε μεταξύ τους τούς ἀνθρώπους περισσότερο, παρά πού τούς χωρίζουνε. Μά ὁ ὑλισμός κι’ ὁ λύκος τῆς ἀναισθησίας μολεύει σιγά-σιγά αὐτές τίς καλές γιορτές μας, πού πολύ ἔμορφα τίς παρομοιάζανε οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί μας μέ σταθμούς γιά νά ξεκουραζόμαστε στόν μονότονο δρόμο τῆς ζωῆς μας, λέγοντας: «Βίος ἀνεόρταστος, μακρά ὁδός ἀπανδόκευτος», πού θά πῆ «Ζωή δίχως γιορτή, εἶναι σάν τόν μακρύ τόν δρόμο πού δέν ἔχει πανδοχεῖο νά ξεκουραστῆς».

Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τόν βαρύ καί τόν θετικό κύριο πού δέν ἔχει αἰσθηματολογίες, καί λένε πώς αὐτά εἶναι αναχρονισμοί κι’ ἀδιαφόρετα πράγματα. Αὐτοί γιά μένα εἶναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ἐρημιές, δίχως ἀγάπη, δίχως χαρά, μά καί δίχως πόνο. Γιατί χαρά καί πόνος εἶναι δεμένα. Οἱ τέτοιες ψυχές εἶναι πάντα νεκρά βουνά τοῦ φεγγαριοῦ. Ὡστόσο, κάτι τέτοιοι «ὀρθολογισταί» καί «θετικισταί», ξετρελλαίνουνται γιά κάποιες ἀνόητες ξενόφερτες φέστες καί γιά κάτι μοντέρνα γλέντια πού ρεζιλεύουνε τόν ἄνθρωπο, φτάνει πού γίνουνται κατά τό κοσμοπολιτικό μοντέλο πού βρίσκεται στά «μεγάλα κέντρα τοῦ ἐξωτερικοῦ». Αὐτοί δέν θέλουνε τίποτα ἀπό τά δικά μας, πού τά λένε ὅλα «βλάχικα, φτωχικά, ἀνάξια γιά ἀνθρώπους πού ξέρουνε τόν κόσμο». Τίποτα ἑλληνικό δέν βρίσκει ἔλεος στά μάτια αὐτῶν τῶν κουφιοκέφαλων, ἀκατάδεχτων κι’ ὅπως πρέπει κυρίων, πού χοροπηδᾶνε, ὡστόσο, σάν τρελλοί, μέ τά τσέρκια στό λαιμό, φτάνει πού ἤρθανε ἀπ’ ἔξω, ἀπό κεῖ «πού ξέρει ὁ κόσμος νά ἀπολαμβάνη τή ζωή»! Τί νά ποῦμε κ’ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, τά βλαχάκια, τά φτωχαδάκια, πού μᾶς νανούριζε ἡ μάνα μας μέ τά παραπονετικά τραγούδια της στήν κούνια μας, καί τώρα δακρύζουμε σάν ἀκοῦμε τά τροπάρια καί τά κάλαντα, πού μᾶς ἑνώνουνε μέ τούς ἀγαπημένους μας πού περάσανε ἀπό τόν τόπο μας πρίν ἀπό μᾶς;

Ἀδέλφια μου, φυλάξτε τά ἑλληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες σας, καί μή ξεγελιώσαστε μέ τά ξένα κι ἄνοστα πυροτεχνήματα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτές ἀδελφώνουν τούς ἀνθρώπους, τούς ἑνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μήν κάνετε ἐπιδείξεις. «Εὐφράνθητε ἑορτάζοντες». Ἀκοῦστε τί λένε τά παιδάκια πού λένε τά κάλαντα: «Καί βάλετε τά ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθῆτε, στήν ἐκκλησίαν τρέξετε, μέ προθυμίαν μπῆτε, ν’ ἀκούσετε μέ προσοχήν ὅλην τήν ὑμνωδίαν, καί μέ πολλήν εὐλάβειαν τήν θείαν λειτουργίαν. Καί πάλιν σάν γυρίσετε εἰς τό ἀρχοντικόν σας, εὐθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τό φαγητόν σας. Καί τόν σταυρόν σας κάνετε, γευθῆτε, εὐφρανθῆτε. Δόστε καί κανενός φτωχοῦ ὅστις νά ὑστερῆται». Ἀθάνατη ἑλληνική φυλή! Φτωχή μά ἀρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μά χαρούμενη καί καλόκαρδη περισσότερο ἀπό τούς εὐτυχισμένους τῆς γῆς, πού τούς μαράζωσε ἡ καλοπέραση.

Ναί, ἀδελφοί μου Ἕλληνες, χαίρετε μαζί μέ κείνους πού χαίρουνται καί κλεῖτε μαζί μέ κείνους πού κλαῖνε. Αὐτή εἶναι ἡ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ, καί σ’ αὐτή μονάχα θά βρῆτε ἀνακούφιση. Δίνετε στούς ἄλλους ἀπ’ ὅ,τι ἔχετε. Τό παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι ἔχει κανένας ἀνάγκη, τό κλέβει ἀπό τόν ἄλλον. «Μακάριον τό διδόναι μᾶλλον, ἤ λαμβάνειν».
Πολλοί ἀπό σᾶς θἄχουνε ἴσως περισσότερο ἀπό μένα τό δικαίωμα νά μοῦ ποῦνε αὐτά πού λέγω ἐγὼ σέ σᾶς. Δέν εἶμαι «ὁ ποιήσας καί διδάξας», ἀλλοίμονό μου! Μά γιά νά μή σκανδαλισθῆ κανένας πώς τά λόγια μου εἶναι ὁλότελα κούφια, στενεύομαι νά πῶ πώς προσπαθῶ νά μήν εἶμαι ὁλότελα «ὁ δάσκαλος πού δίδασκε καί νόμο δέν ἐκράτει».

28 Δεκεμβρίου 1958
(Φώτης Κόντογλου, Χριστοῦ Γέννησις: Τό φοβερόν Μυστήριον, Ἐκδ.Ἁρμός, 2001)

ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΣ, ΤΙ ΡΟΛΟ ΠΑΙΖΟΥΝ;

ΑΓΝΟΟΥΝ Ο,ΤΙ ΕΙΠΕ Ο Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ;


ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ''ΛΕΓΟΜΕΝΟΙ'' ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΜΑΣ ΑΣ ΠΡΟΣΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΛΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΟΝ ΔΗΘΕΝ ''ΚΟΣΜΟ'' ΤΟΥ ΘΕΟΥ! Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΑΡΚΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ!
ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΑΣ, ΤΙ ΡΟΛΟ ΠΑΙΖΟΥΝ; ΑΓΝΟΟΥΝ Ο,ΤΙ ΕΙΠΕ Ο Φ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ; ΟΤΙ:

- <<Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού κι απαρτίζεται από όσους ανθρώπους πιστεύουνε σ' Αυτόν ορθά κι αληθινά όπως εδίδαξε Εκείνος>>...

- <<[...]οι λεγόμενες Εκκλησίες, που είναι, όπως είπαμε, αγνώριστες παραμορφώσεις της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, παρουσιάζονται ως οι γνήσιες Εκκλησίες Του, και με εωσφορική έπαρση θέλουνε να ρυθμίζουνε αυτές τα ζητήματα της Χριστιανικής θρησκείας, στον κόσμο...>>


ΑΝ ΑΓΝΟΟΥΝ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΓΝΟΟΥΝ, ΤΟΤΕΣ:
-<<Ώ, εωσφορική αδιαντροπιά! Οι νόθοι να θεωρούνε για νόθα, τα γνήσια παιδιά της Εκκλησίας, και να κάνουνε κάθε τρόπο να τα ταπεινώσουνε και να τα ποδοπατήσουνε>>. 

-<<‘Ω εσείς, οδηγοί της Ορθοδοξίας, που ερωτοτροπείτε μαζί του και που απογυμνώνετε την Εκκλησία μας από τον σεβάσμιο και ελληνικό χαρακτήρα της, για να διευκολύνετε αυτή την καταραμένη Ένωση. Αδιάφορο αν το Γένος μας θα το καταπιεί ο Λατίνος, και θα χαθή. Αλλοίμονο! Σήμερα λείψανε «οι καλοί ποιμένες οίτινες την ψυχήν αυτών τιθέασιν υπέρ των προβάτων» Θέλουνε να μπάσουνε στο μαντρί τους λύκους μαζί με τα πρόβατα>>.

ΑΔΕΛΦΟΙ ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ!

''Αλλά η δική μας Ορθόδοξος Εκκλησία [ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ], σε τούτη την πονηρή εποχή της υλοφροσύνης και των συμβιβασμών έχασε τον ηρωικό χαρακτήρα της και την ταπεινή επίγνωση της πως είναι η Μία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και μιλά για Ένωση! Τα πρόβατα δεν ενώνονται με τους λύκους''.

''Αλλά κοντά στα άλλα γνωρίσματα που πιστοποιούν πως η γνήσια Εκκλησία είναι η Ορθόδοξος, είναι και τούτο: Το ότι αυτή η Εκκλησία καταδιώκεται, δεινοπαθεί αγωνίζεται, ταπεινώνεται, υποφέρει μαρτύρια...''


H Ορθοδοξία


ΚΑΙ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΣ ΟΤΙ:

-<<Αν είχε βασιλεύει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, Χριστιανούς εκεί δεν θα εύρισκες>>.

- Να τι έγραφε-λέγει ο Φ. Κόντογλου- για τους Δυτικούς, πριν από 350 χρόνια ένας Πατριάρχης παλληκάρι, που μαρτύρησε για την πίστη: 

-«Εκείνοι οι Ρωμαίοι (Ρωμηοί, Ορθόδοξοι) όπου υπαγαίνουν εις την Ρώμην δια να μάθουν άλλο δεν μαθαίνουσι, παρά να εναντιούνται των Ρωμαίων. Ούτε εκείνοι όπου διδάσκουν, άλλο δεν τους δείχνουν, παρά να μάθουν να χαλούσι τα δόγματα της ανατολικής Εκκλησίας». Ο ίδιος έγραφε στον Πάπα: «Αν δεν έχωμεν σοφίαν εξωτέραν (κοσμικήν), έχομεν, χάριτι Χριστού, σοφίαν εσωτέρα και πνευματικήν, η οποία στολίζει τη ορθόδοξον πίστιν και εις τούτου πάντοτε είμεθα ανώτεροι από τους Λατίνους, εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας και εις το να σηκώνω μεν τον σταυρόν μας και να χύνωμεν το αίμα μας δια την πίστι και την αγάπην της προς τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν. Αν είχε βασιλεύει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, Χριστιανούς εκεί δεν θα εύρισκες. Και εις την Ελλάδα, τώρα τριακοσίους χρόνους ευρίσκονται, και κακοπαθούσιν οι άνθρωπο και βασανίζονται δια να στεκουν εις την πίστιν τους, λάμπει η πίστης του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας, και εσείς μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σου δεν τη θέλω, ομπρός εις το Σταυρόν του Χριστού» 

http://www.impantokratoros.gr

Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας καὶ οἱ ἀποστάτες, ποὺ θέλουν νὰ τὴν νοθεύσουν



Ἔχω τὴ γνώμη πὼς ὅποιος παίρνει τὸ Χριστιανισμὸ σὰν ἕνα ἠθικὸ σύστημα, τὸν κατεβάζει στὶς ἀνθρώπινες καὶ κοσμικὲς σκοπιμότητες, γιὰ νὰ τὸν κάνει πιὸ βολικόν, ἐπειδὴ δὲν ἔχει μέσα του τὴ φωτιά, ποὺ τὸν κάνει νὰ πετὰ στὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Κύριος κι οἱ ἅγιοί του. Καὶ γι` αὐτὸ ὁ τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ψυχρός, ἀκατάνυκτος καὶ ἄπιστος στὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ ξεπέφτει σὲ ἄδειες γενικότητες καὶ ἠθικολογίες.
Ἐμᾶς, οἱ τέτοιοι «φιλελεύθεροι» χριστιανοί, μᾶς λένε μισαλλόδοξους, φανατικούς, παλιοημερολογίτες. Ἐκεῖνοι εἶναι ὅλο ἀγάπη καὶ γι` αὐτὸ ζητᾶνε, τάχα τὸ ἀδέλφωμά μας μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὸ θέλουνε γιὰ νὰ γίνουμε εὐρωπαϊκοί, μοντέρνοι χριστιανοί. Γι' αὐτὸ ποτὲ δὲ μιλᾶνε γιὰ τὴν ἕνωσή μας μὲ τοὺς ἑτεροδόξους τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ τοὺς περιφρονοῦμε. Λοιπόν, αὐτοὶ δὲν εἶναι μισαλλόδοξοι σὰν τὸν ἅγιο Βασίλειο, σὰν τὸν Ἀθανάσιο, σὰν τὸν Φώτιο, σὰν τὸν Συμεὼν τὸν νέον Θεολόγο, σὰν τὸν Μάρκο τὸν Εὐγενικό. Μάλιστα, τοῦτοι οἱ νέοι κήρυκες, νοιώθουνε μέσα τους περισσότερη ἀγάπη κι ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ καταδίκασε τὸν Ἑωσφόρο καὶ τὸν Ἰούδα καὶ γι` αὐτὸ μιλᾶνε μὲ συμπάθεια γι` αὐτοὺς καὶ γιὰ κείνους ποὺ παραμορφώσανε τὴ χριστιανικὴ θρησκεία καὶ τὴν κάνανε ἕνα κοσμικὸ σύστημα. Αὐτοὶ μυρίζουνε ἀπὸ μακριὰ τὴ μούχλα, ποὺ μυρίζουνε τὰ ὀρθολογιστικὰ ἐκτρώματα τῆς…. χριστιανικῆς θρησκείας, ποὺ φωλιάζουνε στὶς παγωμένες καὶ σκοτεινὲς σπηλιὲς τῆς Δύσης.
Ἐπῆρα δυὸ γράμματα ἀπὸ κάποιους τέτοιους, ποὺ ὑποπτεύουμαι πὼς εἶναι ξενοφώτιστοι χριστιανοὶ Ἕλληνες. Κατὰ τὰ συνηθισμένα τοὺς μιλοῦνε μὲ γλυκὸ ὕφος. 
Ὁ ἕνας ἐπιστολογράφος βάζει, ἀντὶ γιὰ ὑπογραφὴ τὶς λέξεις: «ἕνας χριστιανός». Φαίνεται πὼς θὰ `ναὶ ἀπὸ κείνους τοὺς Ἕλληνες, ποὺ δὲν τοὺς ἱκανοποιεῖ μήτε ὁ Χρυσόστομος μήτε ὁ Βασίλειος μήτε ὁ Ἀθανάσιος μήτε ὁ Δαμασκηνὸς μήτε ὅλοι οἱ Πατέρες, ποὺ στερεώσανε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὴ διδαχή τους καὶ μὲ τὴν ἁγιασμένη ζωή τους καὶ γι` αὐτὸ γίνουνται ὀπαδοὶ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀσήμαντες αἱρέσεις ποὺ ἤρθανε ἀπ` ἔξω, μαζὶ μὲ τ` ἄλλα καλά τοῦ μοντέρνου πολιτισμοῦ. Κι ὅπως ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ εἶναι βολικὰ καὶ εὐκολύνουνε τὴ ζωή, ἔτσι κι αὐτὲς οἱ καινούριες ἑρμηνεῖες τῆς χριστιανικῆς θρησκείας εἶναι πολὺ βολικές, κι ἐπειδὴ εἶναι βολικές, τραβᾶνε στὰ δίχτυα τοὺς ὅσους μποροῦνε νὰ ξεγελάσουνε.
«Τί τὰ θέλετε ὅλα αὐτὰ τὰ περιττὰ πράγματα, λένε αὐτοὶ οἱ καινούριοι ἀπόστολοι, λειτουργίες, μυστήρια, νηστεῖες, προσευχές, ἀγρυπνίες, παπάδες, μνημόσυνα, Παναγίες, ἁγίους, θαύματα καὶ τ` ἄλλα; 
Αὐτὰ τὰ κάνανε οἱ ἄνθρωποι καὶ νοθέψανε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Πάρε τὸ Εὐαγγέλιο, διάβασέ το καὶ νοιῶσε τὸ κατὰ τὸ κέφι σου, βαλ` τὸ πάλι στὴν τσέπη σου ἢ στὸ ράφι, ὅπως βάζεις τὸ ρομάντζο ποὺ διαβάζεις, πὲς κι ἕνα τραγουδάκι καὶ τελείωσε. 
Ὁ Θεὸς ὅλους θὰ τοὺς συγχωρέσει. Ἔτσι κι ἐσύ, δὲν εἶναι ἀνάγκη μήτε νὰ τὸν παρακαλέσεις μὲ δάκρυα μήτε νὰ νηστεύσεις μήτε νὰ` χεῖς τὸν φόβο του, νοιώθοντας πὼς εἶσαι ἁμαρτωλός. Μη σε νοιάζει! Ὅ,τι καὶ νὰ κάνεις ἀπ` αὐτὰ ποὺ τὰ λένε ἁμαρτίες οἱ φανατικοὶ ὀρθόδοξοι, ὅλα εἶναι συγχωρεμένα. Κανένας δὲν θὰ κολαστεῖ, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος».
Βλέπεις πόσο εὔκολη, πόσο βολικιά, πόσο ἀστενοχώρητη εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν τὸ ξέραμε;
«Μά, μᾶς ἔχουνε τρομοκρατήσει, βρὲ ἀδερφέ, αὐτοὶ οἱ παπάδες κι οἱ θεοφοβούμενοι! Ὁρίστε, πάλι ἡ Εὐρώπη τὰ `βάλε τὰ πράγματα στὴ σωστὴ θέση τους! Γλέντησε τὴ ζωή σου, κᾶνε καὶ τὶς παρατιμονιές σου σὰν ἄνθρωπος κι ὁ Θεὸς θὰ σὲ συγχωρέσει, δὲν εἶναι Ἀρβανίτης. Ἀκοῦς ἐκεῖ πὼς πρέπει νὰ κλαῖς καὶ νὰ θλίβεσαι, γιὰ νὰ σὲ λυπηθεῖ ὁ Θεός! 
Τί χρειάζουνται οἱ ἐκκλησιές, οἱ παπάδες, τὰ εἰκονίσματα, οἱ ψαλτάδες, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀδιαφόρετα πράγματα; Ὁ Χριστὸς εἶπε νὰ μὴν πειράξεις κανέναν, τίποτ` ἄλλο! Ἀλλά, γιὰ νὰ τομοκρατήσουνε τὸν κόσμο, βάλανε στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ ἕνα σωρὸ φοβέρες, ὅπως τοῦτες ἐδῶ: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ δεδιωγμέμοι. Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδός. Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης, ὅτι πλατεία ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν. Ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου. Εἰ τὶς ἔρχεται πρὸς μὲ καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴ γυναίκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφᾶς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἐαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι». Εἶναι δυνατὸν νὰ εἶπε τέτοια πράγματα ὁ Χριστός; Κι ἀκόμα, τί δὲν βάλανε στὸ στόμα του, σὰν καὶ τὰ παρακάτω: «Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας. Ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λησταί. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρώτον ὑμῶν μεμίσηκεν. Ἐν τῷ κόσμω θλίψιν ἔξετε». Κι ἕνα σωρὸ ἄλλα τέτοια φοβερὰ κι ἀπάνθρωπα, ποὺ μᾶς τρομοκρατοῦνε».
Τέτοιος «χριστιανὸς» εἶναι κι αὐτὸς ποὺ βάζει γιὰ ὑπογραφὴ στὸ γράμμα του: «ἕνας χριστιανός». Μοῦ γράφει, λοιπόν: «Ἐπιθυμῶ νὰ πιστεύσητε ἐνσυνειδήτως ὅτι τὰ ὅσα γράφω δὲν προέρχονται ἀπὸ θρησκευτικὴν μισαλλοδοξίαν, ἀλλὰ ἀποβλέπουν εἰς τὸ νὰ σᾶς κατατοπίσουν ὅτι, ὅταν κανεὶς δὲν ἀκολουθεῖ τὴν γραφικὴν καὶ ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν, ἀλλ` ἀκολουθεῖ τὰς παραδόσεις (ὄχι τὰς ἀποστολικᾶς τοιαύτας) καὶ τὰς διδασκαλίας καὶ τὰ ἐντάλματα τῶν ἀτελῶν ἀνθρώπων, καταλήγει σὲ παραμύθια».
Παραμύθια λέγει ὁ ἐπιστολογράφος τὰ θαύματα καὶ τὰ φανερώματα τῶν ἁγίων, ὅπως φανερωθήκανε ὁλοζώντανα οἱ δύο ἅγιοι στὴ Μυτιλήνη, ποὺ ἔγραψα μὲ συντομία τὴν ἱστορία τους καὶ ποὺ τοὺς εἴδανε καὶ τοὺς βλέπουνε, στὸν ὕπνο ἢ στὸν ξύπνο τους, παραπάνω κι ἀπὸ ἑκατὸ ἄνθρωποι.
Γι` αὐτὸ γράφει καὶ παρακάτω: «Πάσα προσπάθεια τείνουσα νὰ ἀνυψώσει ἢ νὰ ἀποδώσει τιμὴν εἰς πλάσμα, δέον νὰ ἀπορρίπτεται, ὡς ἀντιτιθεμένη εἰς τὴν Α΄ καὶ Β΄ ἐντολήν». Μ` αὐτὰ θέλει νὰ πεῖ πὼς δὲν πρέπει νὰ τιμοῦμε τοὺς ἁγίους, ὅπως αὐτοὺς ποὺ ἀνέφερα, ποὺ σφαχτήκανε γιὰ τὰ` ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀπὸ ὅσα γράφει παρακάτω, φανερώνει πώς, κατὰ βάθος, δὲν πιστεύει στὴν αἰώνια ζωή. Καὶ μ` ὅλα ταῦτα, γράφει πὼς εἶναι «ἕνας χριστιανός». Τέτοιοι ξενοφώτιστοι «χριστιανοὶ» Ἕλληνες ὑπάρχουνε, ἀλλοίμονο! Χριστιανοί, χωρὶς μυστήρια, χωρὶς ἁγίους, χωρὶς μέλλουσα ζωή, χωρὶς πίστη καὶ χωρὶς Χριστό, γιατί μήτε καὶ στὸ Χριστὸ μπορεῖ νὰ πιστεύει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἀλλὰ φοβᾶται νὰ τὸ πεῖ. 
Ἡ ἀπιστία του στὰ ἄλλα, φανερώνει τί εἴδους πίστη μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ στὸν Χριστό. Καὶ ὅμως, ὅπως εἶδες, γράφει πὼς «ἀκολουθεῖ τὴν ὑγιαίνουσαν γραφικὴν διδασκαλίαν, καὶ ὄχι τὰ ἐντάλματα ἀτελῶν ἀνθρώπων», δηλαδή: τῶν ἁγίων.
Αὐτοὶ λοιπὸν εἶναι οἱ Ἕλληνες ποὺ ἀρνηθήκανε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ποὺ εἶναι ἡ Μία, Ἁγία καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ τὴ θεμελίωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὅπου εὐδόκησε νὰ κηρυχθεῖ στὸν κόσμο ἡ διδασκαλία του μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, αὐτοὶ λοιπὸν οἱ Ἕλληνες δὲν τὴν βρήκανε σωστὴ τούτη τὴ διδασκαλία ποὺ κηρύχτηκε ἀπὸ τοὺς μεγάλους στύλους τῆς Ἐκκλησίας καὶ πήγανε κι ἀνακαλύψανε πὼς οἱ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι κάποιος ἀλλόγλωσσος ἱεροκήρυκας ἢ καμιὰ ὑστερικὴ γυναίκα, ποὺ διαβάσανε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τρίτη μετάφραση καὶ κατασκευάσανε ἕνα καινούριο σύστημα μὲ τὰ` ὄνομα: «Εὐαγγελικὴ Ἐκκλησία» καὶ μ` ἕνα πλῆθος ἄλλα ὀνόματα. Τοῦτοι οἱ νεοφώτιστοι ἤρθανε στὴν Ἑλλάδα, ποὺ στάθηκε τὸ προζύμι τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ διδάξουνε στοὺς Ἕλληνες τὸν «σωστὸ» Χριστιανισμό, τὸν μοντέρνο, ἕναν Χριστιανισμὸ παγωμένον ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ἀπὸ τὸν ὀρθολογισμὸ κι ἀπὸ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα. 
Ἀλλὰ ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτιά, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος κι ὅσοι τὴ διδάσκουνε κι ὅσοι τὴ δέχουνται στὶς ζεστὲς καρδιές τους, εἶναι «τῷ πνεύματι ζέοντες», ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, δηλαδὴ βράζουν οἱ ψυχές τους ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς πίστης κι ἀπὸ τὸν ἁγιασμένον ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἀγαλλίαση ποὺ χαρίζει στὸν ἄνθρωπο ἡ πίστη.

(Φώτης Κόντογλου, «Μυστικὰ Ἄνθη»)
Ἠλιάδης Σάββας
Δάσκαλος
Κιλκίς, 17-10-2016

Αληθινή και όχι ψεύτικη χαρά



«Ἀληθινὴ κι᾿ ὄχι ψεύτικη χαρὰ νοιώθει μονάχα ὅποιος ἔχει τὸν Χριστὸ μέσα του, κ᾿ εἶναι ταπεινός, πρᾶος, γεμάτος ἀγάπη.

Ἀληθινὴ χαρὰ ἔχει μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ξαναγεννήθηκε στὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ πονᾶ καὶ θλίβεται γιὰ τὸν Χριστό, καὶ βρέχεται ἀπὸ τὸπαρηγορητικὸ δάκρυο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ γνωρίζουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ εἶπε τὸ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶπαρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4), «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι λυπημένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει:… «Καλότυχοι ὅσοι κλαῖτε τώρα, γιατὶ θὰγελάσετε.» (Λουκ. στ´ 21).

Ὅποιος λυπᾶται καὶ ὑποφέρνει γιὰ τὸν Χριστό, πέρνει παρηγοριὰ οὐράνια καὶ εἰρήνη ἀθόλωτη. Παράκληση δὲν θὰ πεῖ παρακάλεσμα, ἀλλὰ παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδὴ Παρηγορητής, ἐπειδὴ ὅποιος τὸ πάρει, παρηγοριέται σὲ κάθε θλίψη του καὶ βεβαιώνεται καὶ δὲν φοβᾶται τίποτα.Κι᾿ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ δέχεται μυστικά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται πνευματικά. Καὶ πάλι λέγει ὁ Κύριος παρακάτω στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία: «Μακάριοι ἐστὲ ὅτανὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ,» (Ματθ. ε´ 11). Καὶ κατὰ τὸν μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Ἀμήν, Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται• ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.» (Ἰω.ιστ´ 20).

Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὰ λένε χαρὲς οἱ ἄνθρωποι, δὲν εἶναι ἀληθινὲς χαρές• μιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά, τούτη ἢ ἡ πονεμένη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ξαγοράζεται μὲτὴ θλίψη, γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, ἀληθινή, σίγουρη.(Ἰω. ιστ´ 25). Κι᾿ ὁ ἅγιος Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του λέγει πολλὰ γι᾿ αὐτὴ τὴβλογημένη θλίψη ποὺ εἶναι συμπλεγμένη μὲ τὴ χαρά: «Ἡ λύπη γιὰ τὸν Θεό, λέγει, φέρνει ἀμετάνοιωτη μετάνοια γιὰ τὴ σωτηρία (δηλ. ἡ λύπη ποὺ νοιώθει ὅποιοςπιστεύει στὸν Θεό, κάνει ὥστε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοιώσει καὶ νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ γυρίσει πίσω στὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου φέρνει τὸν θάνατο.» (Κορινθ. Β´, ζ´ 10).

Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει πὼς οἱ χριστιανοὶ φαίνουνται στοὺς ἀσεβεῖς πὼς εἶναι λυπημένοι, μὰ στ᾿ ἀληθινὰ χαίρουνται: «ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲπλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β´, στ´ 10). Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν παντοτινὴ χαρὰ φτερωμένος ὁ ἅγιος Παῦλος, γράφει ὁλοένα στοὺςμαθητάδες του: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε!» (Φιλιπ. δ´ 4). «Πάλιν χαρῆτε.» (Φιλιπ. β´ 28). «Πάντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε´ 16).

«Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Ζ΄16)

Φώτης Κόντογλου

Κείνο που δεν θα σου συχωρέσουνε ποτέ...

Οι άνθρωποι, αν τους βρίσεις ή λογοφέρεις μαζί τους, ή γράψεις γι'αυτούς κακό, έρχεται ώρα που μπορεί να σου το συχωρέσουν. (Δεν βαριέσαι, αδελφέ, ξέχασέ τα).

Κείνο που δεν θα σου συχωρέσουνε ποτέ και για το οποίο θα σε μισήσουνε, είναι να ζεις κατά τέτοιον τρόπο, που να ντρέπονται εκείνοι για τη δική τους τη ζωή, νά'ναι η ζωή σου σαν ένας έλεγχος της δικής τους.

Φώτης Κόντογλου

Προσευχή Ευχαριστίας




Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ’ έπλασες από το τίποτα.
Αλλά δεν μ’ έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω.
Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερμηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα.
Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μονάχα αυτός στον κόσμο. 
Η κραταιά δύναμη σου βαστά όλη την κτίση κι όλες τις ψυχές σαν νάναι μία και μονάχη. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μία και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συγχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία.

Φώτη Κόντογλου

Επίκαιρη σκληρή επιστολή του Φώτη Κόντογλου προς τον πατριάρχη Αθηναγόρα, (Απρίλιος 1965): "Είναι καιρός να βγάλετε την δορά του προβάτου γιατί δεν απατά πλέον κανέναν"



Σχόλιο:

Εἶναι καιρὸς ὅμως ν’ ἀποβάλετε τὴν δορὰν τοῦ προβάτου, καθ’ ὅσον αὔτη δὲν ἀπατᾶ πλέον κανένα.
«Ὁ ποιεῖτε, ποιήσατε τάχιον!».

Όπως βλέπετε όμως οι Οικουμενιστές ΔΕΝ βιάστηκαν. 

Σιγά σιγά και με πολύ υπομονή, πριόνισαν μέχρι σήμερα το κεφάλι της εκκλησίας μας, εκτοπίζοντας διακριτικά έναν έναν όσους αντιδρούσαν. 

Τι θα έλεγε ο Φώτης Κόντογλου σήμερα;;;


Ιστολόγιο Ομάδας Εκπαιδευτικών "Ο Παιδαγωγός"

Ἡ ἐπιθυμία τῆς ὑμ. Παναγιότητος καὶ τῶν σὺν ὑμῖν νὰ ὑποταχθῆ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὸν Πάπαν καὶ ἡ ἐκ μέρους σας ἀνεξήγητος σπουδή, ἐπλήρωσε τὴν καρδίαν μας ἀφάτου θλίψεως καὶ ἀθυμίας. Τὰ ὦτα μας ἀκόμη συρίζουν ἀπὸ τὸ φρικτὸν τοῦτο ἄκουσμα.

Ἡ Ὀρθόδοξος ποίμνη ἐδιχάσθη. Οἱ μὲν σᾶς ἠκολούθησαν εἰς τὸν ὀλισθηρὸν δρόμον τὸν ἀπάγοντα εἰς τὴν ἀπώλειαν, οἱ δὲ παρέμειναν ἑδραῖοι καὶ ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν τῶν πατέρων των, ἀποτροπιαζόμενοι καὶ εἰς μόνην τὴν σκέψιν ὅτι ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης ἐνηγκαλίσθη τὸν Πάπαν καὶ ἐμολύνθη ἀπὸ τὸ βδέλυγμα τοῦτο τῆς ἀσεβείας.

Ἐκεῖνοι, οἵτινες σᾶς ἠκολούθησαν, ἤσαν ἐκ τῶν προτέρων προδικασμένοι νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν, ὄντες ὑλόφρονες, ματαιόδοξοι, ἄπιστοι, καὶ ξενόδουλοι κόλακες καὶ κολακευόμενοι. Ἔσπευσαν λοιπὸν νὰ συνταχθῶσι μὲ τὸν «κόσμον», μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν κόσμον τῆς ἐπιγείου ἀνέσεως, τῆς ἄνευ ταλαιπωριῶν καὶ ἀγῶνος ζωῆς, «εἰς τὴν ὧδε μένουσαν πόλιν», μὴ ἐπιζητοῦντες «τὴν μέλλουσαν», ὡς ἀνύπαρκτον καὶ μὴ πιστευτὴν εἰς αὐτούς.


Οἱ ἄλλοι ὅμως, οἱ πιστοί, παρέμειναν ἀσάλευτοι εἰς τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν, εἰς τὴν χώραν τῆς πενίας, τῶν στερήσεων, τῶν πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, βέβαιοι ὄντες ὅτι 
ἐν μέσῳ αὐτῶν παρίσταται ὁ Κύριος, ὁ εἰπῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία Αὐτοῦ θὰ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸ μαρτύριον, τὴν περιφρόνησιν, τὴν πτωχείαν, τὸν ἐμπαιγμόν, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι ἡ ἀντιμισθία τῆς σθεναρᾶς ὁμολογίας των εἰς τοῦτον τὸν κόσμον.

Εἰς τὰ ὦτα των ἠχοῦν ἡμέρας καὶ νυκτὸς οἱ παρήγοροι λόγοι τοῦ Χριστοῦ. «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». Ὁ διωγμός, ἡ κακοπάθησις καὶ ὁ θάνατος εἶναι ὁ εὐλογημένος κλῆρος τῶν γνησίων μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πανάγιον στόμα του εἶπεν ἀκόμη: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν βιασταὶ εἰς τὴν παράταξιν τῶν ἀμάχων, οἱ ὁποῖοι ἔσπευσαν νὰ συνθηκολογήσουν μὲ τὸ ψεῦδος, διὰ νὰ ζήσουν ἐν ἡσυχία καὶ ἀπολαύσει τῶν ἐγκοσμίων ἀγαθῶν;

Καὶ σεῖς οἱ ποιμένες τοῦ λαοῦ τί εἴδους ποιμένες εἶσθε; Τὰ πρόβατα τὰ ὁποῖα σᾶς ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς τὰ παραδίδετε εἰς τοὺς λύκους. Συναυλίζεσθε μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου τοῦ παρερχομένου, διότι ἐζηλώσατε τὴν δόξαν αὐτῶν καὶ οὐχὶ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.


Ὑπετάξατε τὴν πίστιν εἰς τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, οἵτινες ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸν σατανᾶν.

Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου, εἰς τὸν κατέχοντα τὴν ὕλην, τὸν χρυσόν, τὰς ἐφευρέσεις καὶ τὰς μηχανᾶς, αἱ ὁποῖαι καταπλήττουν τὰ πλήθη, ὡς θαύματα τοῦ ἀντιχρίστου.

Παρεδόθητε καὶ παρεδώσατε τὰ πρόβατα εἰς τὴν ψευδώνυμον γνῶσιν, «τὴν κενὴν ἀπάτην», τὴν διδασκομένην εἰς τὰς χώρας τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀπογνώσεως, ὅπου οὐκ ἔστιν οὐδὲ ὀσμὴ τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ τῆς ἀληθοῦς γνώσεως, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.


Καὶ ταῦτα, διότι δὲν εἶσθε οἱ ποιμένες οἱ καλοί, οἱ θυσιάζοντες τὴν ζωὴν αὐτῶν ὑπὲρ τῶν προβάτων καὶ ὁδηγοῦντες αὐτὰ εἰς τοὺς εὐώδεις λειμώνας τῆς ἀθανάτου ζωῆς. Σεῖς εἶσθε οἱ μισθωτοὶ ποιμένες, καὶ κατὰ τὸ πανάγιον στόμα τοῦ Κυρίου «ὁ μισθωτὸς ποιμὴν οὐκ ἔστι ποιμὴν» (Ἰω. ι’, 12). Εἶσθε μισθωτοὶ τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου τούτου, διὰ τὴν δόξαν καὶ τὸν πλοῦτον τῶν ὁποίων ἐργάζεσθε. Καὶ ἅπαξ εἶσθε οἱ δοῦλοι τοιούτων κυρίων, εἶσθε ὠπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῆς βίας, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπειλεῖτε τὰ πιστὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ τὰ ἀναγκάσητε νὰ σᾶς ἀκολουθήσουν.

Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ μακάρια πρόβατα ἀπεκδέχονται τὸ μαρτύριον ὡς λύτρωσιν καὶ ὡς ἀψευδὲς σημεῖον, ὅτι θὰ λάβουν τὸν ἀμάραντον στέφανον ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτην Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν.

Ναί! Εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ μαρτυρήσωμεν μετὰ χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν ὁποίαν κρατοῦμεν ὡς τὸν μέγιστον θησαυρόν. Μακαρίζομεν τοὺς ἑαυτούς μας, διότι θὰ διωχθῶμεν καὶ θὰ ἀποθάνωμεν ὑπὲρ πίστεως καὶ ἀληθείας.


Ἀκονίσατε τὴν μάχαιραν τῆς αἰσχύνης. Ἀποστείλατε τὰ ὄργανα τῆς βίας, τὰ ὁποῖα σᾶς δορυφοροῦν καὶ μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε πάνοπλος ἡ ἀποστασία. Ἀποστείλατέ τα ἐναντίον μας. Ἤδη εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος ἐνεφανίσθη τὸ αἱματωμένον καὶ ἀποτρόπαιον φάσγανον τῆς βίας, διὰ νὰ ἐνσπείρη τὸν τρόμον εἰς τὰς ἁγίας καρδίας τῶν γερόντων, τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν ἐρημιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν ἐν δοκιμασίαις, ἐν στερήσει, ἐν τελείᾳ ἀπαρνήσει τοῦ σαρκίου των, διὰ νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Κύριον.

Τὸ φρικτὸν πρόσωπον τῆς βίας ἐμφανίζεται ὡς τὸ τῆς μυθικῆς κεφαλῆς τῆς Μεδούσης εἰς τὸν ἁγιασμένον κῆπον τῆς Παναγίας. Καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ βδελύγματος τῆς βίας εὑρίσκεσθε σεῖς, οἱ «ποιμένες οἱ μισθωτοί», οἱ τρίδουλοι τῶν ἀρχόντων τοῦ σκοτεινοῦ κόσμου τοῦ χρήματος, τῆς ἀθεΐας, τοῦ ἐκφυλισμοῦ καὶ πάσης ἀκολασίας.

Σπαράξατε τοὺς ἀθώους, τοὺς ἁγίους ὁμολογητᾶς, ἀφοῦ ἐγίνατε λύκοι σεῖς οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες.Σπαράξατε τὴν Ὀρθοδοξίαν μέσα εἰς τὸ Κολοσσαῖον εἰς τὸ ὁποῖον παρίστανται οἱ Καίσαρες τῆς σημερινῆς κακούργου ἀθεΐας.


Εἶναι καιρὸς ὅμως ν’ ἀποβάλετε τὴν δορὰν τοῦ προβάτου, καθ’ ὅσον αὔτη δὲν ἀπατᾶ πλέον κανένα.
«Ὁ ποιεῖτε, ποιήσατε τάχιον!»._

* «Ο.Τ.», Ἀπρίλιος 1965.

Ο Αποστεωμένος Ορθολογισμός Ορισμένων Ποιμένων της Εκκλησίας



Γράφει ο Φώτης Κόντογλου: 

«Σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, οι αιρετικοί πληθαίνουνε μέσα στην Εκκλησία μας, παρεκτός τους απ’ έξω. Οι απ’ έξω αιρετικοί είναι φανεροί. Εδώ θα μιλήσω για τους κρυφούς αιρετικούς, τους κρυφοδαγκανιάρηδες σκύλους, αυτούς που μας φέρνου­νε τον προτεσταντισμό και τον καθολικισμό από τη Δύση, εκεί που πάνε και σπουδάζουνε. Και πως να μην τον φέρουνε; 
Αργήσανε μάλιστα. Χρόνια και χρόνια γίνεται αυτή η δουλειά. Παράξενο θα ‘τανε να μην τον φέρουνε. Αυτοί, όμως, δεν φανερώνονται σαν αιρετικοί, μήτε κ’ οι όμοιοί τους τούς θεωρούνε για αιρετικούς. Μιλάνε συχνά, σαν παπαγάλοι, για ορθοδοξία, αλλά για μια ορθοδοξία «εξελιγμένη», συγχρονισμένη, «ευρωπαϊκή Ορθοδοξία». Τούτη η Ορθοδοξία που έχουμε και που την κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας, είναι παλιά, είναι βλάχικη Ορθοδοξία, που δεν πάει να την έχουνε μοντέρνοι άνθρωποι, που ζήσανε στην Ευρώπη και στην Αμερική! Κάθε τόσο έρχεται στην Ελλάδα μια φουρνιά από νεαρούς θεολόγους, που σπουδάσανε στην Ευρώπη και που δεν μπορούνε πια να χωνέψουνε τίποτα από τα δικά μας. Όλα τους φαίνονται κουτσά και στραβά, και δουλεύουνε φανατικά για να χαλάσουνε την αγνή και σωστή πίστη του λαού μας. Θα ‘λεγε κανένας πως γι’ αυτούς έγραψε ο απόστολος Παύλος τα παρακάτω λόγια: “ διὰ δὲ τοὺς παρεισάκτους ψευδαδέλφους, οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσωνται”(Γαλάτ. 2, 4)».
Πραγματικά, η αλλοτρίωση που δεσπόζει στον τόπο μας στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης πλέον, έχει και το σκέλος του πνευματικού εκφυλισμού. Απλώνεται και στην νοοτροπία κάποιων ποιμένων της Εκκλησίας επειδή ακριβώς έχουν χάσει την αίσθηση της ορθόδοξης εν Πνευματι Αγίῳ εμπειρίας και ζητούνε «να θραφούμε θρησκευτικά με τα λογής - λογής ξένα άχερα». Γιατί άραγε; Μήπως, διότι τελικά δεν μπήκαν στο πνεύμα της Ορθοδοξίας αλλά έμειναν στους τύπους, στις τελετές και τα πανηγύρια που τους έκαναν εντύπωση αλλά και δεν κοπίασαν για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη; Προκειμένου να γνωρίσει κανείς αληθινά την Ορθοδοξία είναι αναγκαίο μαζί με την μυστηριακή ζωή και την γνώση της εξ ακοής πίστεως, δηλαδή την διδασκαλία της Εκκλησίας, χρειάζεται να θέλει και να αγωνίζεται στην παλαίστρα της ορθόδοξης ασκητικής βιωτής όπως μας την κληροδότησαν οι άγιοι Πατέρες. Όταν δεν μελετούμε την εν Χριστῷ ζωή των αγίων δεν ζούμε με την αγωνία τους να ευαρεστήσουμε στον Θεό, συνεπώς δεν ποθούμε και να τους ομοιάσουμε. Ακόμη όταν δεν μελετούμε τα συγγράμματά τους αποδυναμώνεται η ψυχή μας από την αγάπη για την ορθή πίστη που μας παρέδωσαν διαχρονικά ερμηνεύοντας τον λόγο του Θεού για την αποκάλυψη Του. Έτσι όμως κυριαρχεί χαύνωση στην ζωή των περισσοτέρων διότι τα πρότυπα τους δεν είναι οι άγιοι αλλά ορέγονται επισκοπικούς θρόνους. Όταν ο ποιμένας -τι λέγω; και όμως! – στερείται πνευματικών εμπειριών η πίστη γι’ αυτόν δεν είναι μια προσωπική συνάντηση με τον Χριστό αλλά καριέρα. Καταντά η δραστηριότητά του θρησκευτική ενασχόληση ενός τεχνοκράτη υπαλλήλου, ένα ξερό και γυμνό θρησκευτικό σύστημα με μια τυποποιημένη θρησκευτική συμπεριφορά που προκαλεί την αηδία σε όσους δεν γνώρισαν ακόμη τον Χριστό. Και γι’ αυτό δεν θέλουν μήτε να δουν μήτε να ακούσουν τίποτε που αφορά την Εκκλησία. Γίνεται, δηλαδή, αποκρουστικό παράδειγμα. Έτσι, όμως, θα ελκύσουμε ψυχές στην Εκκλησία; Δεν αναρωτιόμαστε, γιατί τόσοι και τόσοι άνθρωποι δεν εκκλησιάζονται; Για τους περισσοτέρους η θρησκεία -διότι με την εκκοσμίκευση αυτό γίνεται η εξ αποκαλύψεως πίστη καταντά θρησκεία- γίνεται μια άνετη απόδραση, μια άρνηση για μάχη, μια προδοσία της αποστολής μας. Πώς, λοιπόν, με τέτοια κατάσταση να υπάρξει αγώνας; Πέτυχαν με αρκετούς εκ των κληρικών οι αντίθεες δυνάμεις να απομακρύνουν τον λαό από την ευσέβεια. Ο πολύς ελληνικός λαός έμεινε στην ουσία ακατήχητος. Συζητάς και σου λέει ο άλλος, «το ίδιο είμαστε με τους καθολικούς». Ανταλλάξαμε τα διαμάντια της Ορθοδοξίας με κάτι χρωματιστές χάντρες σαν κι αυτές που έδιναν οι αποικιοκράτες στους ιθαγενείς των λαών που καταδυνάστευαν για να τους ξεγελούν με τα μπιχλιμπίδια. Ακούς τώρα επίσκοπο να ισχυρίζεται: « στο εξωτερικό η ορθοδοξία έχει προβλήματα, μην ακούτε τι σας λένε οι φανατικοί…, κάτι πρέπει να γίνει με την Σύνοδο να τα βρούμε με τους καθολικούς, τους προτεστάντες, τους μονοφυσίτες…». Οποία κατάντια!
Αν έτσι σκέπτονταν οι άγιοι απόστολοι, θα έλεγαν εκεί στα έθνη που πορεύθηκαν μετά την Πεντηκοστή και κήρυτταν:«δεν χρειάζεται η πίστη στον Ιησού Χριστό όπως μας την δίδαξε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος, όλοι στον ίδιο Θεό πιστεύουμε». Όμως δεν προσπάθησαν οι Θεοκήρυκες να φέρουν το Ευαγγέλιο του Χριστού στα μέτρα των εθνικών και του περιβάλλοντός τους. Μόλα ταύτα η Χάρις έλαμψε και άνθησε και καρποφόρησε πλήθος αγίων αμέτρητο σε όλη την οικουμένη. Επίσης, πολλοί άγιοι Πατέρες, ενώ η Εκκλησία τους ενεπιστεύθη μικρό ποίμνιο, το αύξησαν με το παράδειγμα της αγίας ζωής τους. Με τα θαύματα που ενεργούσε η Χάρις του Θεού δια της προσευχής τους, κέρδιζαν την αγάπη και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων και τους έβαζαν στους κόλπους της Εκκλησίας. Σήμερα αφήσαμε την προσευχή και πιάσαμε τους διαλόγους. Βέβαια, η εύκολη λύση! «Περνάμε και καλά, εκεί στις συναντήσεις, πίνουμε και καμιά μπύρα» έλεγε καθηγητής σε θεολογική Σχολή στους φοιτητές του. Η προσευχή, η άσκηση, η μελέτη, ο αγώνας με τα πάθη είναι δύσκολα πράγματα. Χρειάζεται δύναμη, υπομονή, επιμονή, διαρκή πάλη και κυρίως να είναι κανείς άνδρας! Θα ήμασταν πάντως πολύ αφελείς να πιστεύουμε ότι με τα γνωστά καμώματα στους διαλόγους θα κερδίσουμε τους ετεροδόξους στην ορθόδοξη πίστη ή την εύνοιά τους για να μπορέσουμε να εργασθούμε στα κράτη τους.
Στην Εκκλησία στο εξωτερικό μπορούμε να κηρύττουμε τον Χριστό με απλότητα, ευθύτητα, χωρίς να προκαλούμε, γνωρίζοντας βέβαια ότι είμαστε στη φωλιά του λύκου, όπως ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, και στις ημέρες μας, όπως εργάζεται ο Γέροντας Εφραίμ στην Αριζόνα και τα μοναστήρια του στην Αμερική. Μήπως οι σύγχρονοι άγιοι δεν έκαναν ουσιαστικά την μεγαλύτερη ιεραποστολή; Ο αγιασμός μας, αυτός, είναι ο καλύτερος τρόπος να ελκύσουμε ψυχές στον Χριστό. Το να κάνουμε υποχωρήσεις σε θέματα πίστεως αυτό είναι συνεταιρισμός με τον διάβολο! Το να θέλουμε να κάνουμε έργο Θεού χωρίς την Χάρη Του δείχνει ότι πορευόμαστε με πολύ ορθολογισμό, δηλαδή εγκοσμιοκρατικά. Η Εκκλησία του Χριστού όμως εξαπλώθηκε σε όλη την οικουμένη επειδή ενήργησε η Χάρις. Δεν μπορούμε να ομιλούμε για την Χάρη της Πεντηκοστής και να πορευόμαστε ανθρώπινα. Αν πραγματικά πιστεύουμε στο Πνεύμα της Πεντηκοστής ας αφήσουμε να ενεργήσει η Χάρις κάνοντας εμείς το ανθρώπινο μη στηριζόμενοι σε ανθρώπινους παράγοντες όταν μάλιστα δεν το επιτρέπει το προηγούμενο παράδειγμα των αγίων Πατέρων. Τι έκαναν οι άγιοι εν μέσω των εθνικών προσπαθούσαν να τα βρουν μαζί τους σε θέματα πίστεως; Αν όχι γιατί προσπαθούν ορισμένοι ποιμένες να αλλάξουμε πορεία; Μήπως λοιπόν δεν ορθοτομούν; «Εξυμνούνε “τις ετερόδοξες θεολογίες” γράφει ο Κόντογλου, που είναι γεμάτες από την ψύχρα του ορθολογισμού κι από την ανυπόφορη μυρουδιά της απιστίας και του θανάτου. Πήρανε τα πρακτικά συνθήματα με τις υλιστικές σκο­πιμότητες από τους δυτικούς, που με το πρακτικό μυαλό τους καταντήσανε τη χριστιανική θρησκεία ένα εγκόσμιο σύστημα, και τα κουβαλήσανε σε τούτον τον τόπο» που άνθισε η αγνή κι αληθινή πίστη, και τσαμπουνάνε πως πρέπει να μιμηθούμε «τις ετερόδοξες θεολογίες που μας μιλάνε σήμερα για θεολογία της οικογένειας, θεολογία της εργασίας, θεολογία του γά­μου, θεολογία της ελευθερίας», κι άλλα τέτοια σπεσια­λιτέ, που σ’ αυτά καταγίνουνται οι πρακτικοί Ευρω­παίοι, και που η πρακτικότητα και η πολύ θετική δρα­στηριότητα τους φανερώνει καθαρά ότι «ουκ έχουσι μέλλουσαν πόλιν, αλλά την ώδε μένουσαν επιζητούσιν». Γι’ αυτούς, το έργο της Μάρθας είναι ανώτερο από της Μαρίας, κι ας είπε ο Χριστός το ανάποδο! Η «επιστημονική θεολογία» δεν δίνει καμμιά σημασία στο τι είπε ο Χριστός, αλλά σε ό,τι λέγει ο πρακτικός ορθός λόγος, μεγάλ’ η χάρη του! Αλλιώς, τί επιστή­μη θά ‘τανε;
Η Μάρθα είναι η πρακτική Ευρώπη, κ’ η Μαρία είναι η πνευματική Ελλάδα. Ωστόσο, οι ξιππασμένοι τούτοι δικοί μας, που «διαθέτουν κάποια ανεπτυγμένη κρίση», θαυμάζουνε τη Μάρθα, που πατά στερεά στη γη, και περιφρονούνε τη Μαρία, γιατί εκείνα που πι­στεύει είναι, για τους «ανθρώπους με κρίση και με σκέ­ψη», κάποια ασύστατα ονειροπολήματα και φαντα­σίες.
Κατά βάθος, τούτοι οι κύριοι και τον Χριστό τον ίδιο δεν τον θεωρούνε άξιο να είναι Θεός απάνω στη σημερινή τετραπέρατη και μηχανοκίνητη ανθρωπότη­τα, που θέριεψε με τις θετικές επιστήμες, αλλά δεν το φανερώνουνε, μήτε το λένε. Κρύβουνται φαρισαϊκά, μην έχοντας το θάρρος που έχει ο τίμιος άθεος. Αυτοί, κατά το παράδειγμα των πονηρών δασκάλων τους, θέ­λουνε μια θεολογία δίχως Θεό, για να μπορούνε κ’ οι θεολόγοι να είναι ελεύθεροι διανοητές, κι όχι περιορι­σμένοι από δόγματα κι από παπαδίστικα πράγματα. «Μακρυά, λένε, από τέτοιες πρωτόγονες αντιλήψεις, που μας εκθέτουν στα μάτια των πολιτισμένων λαών, μακρυά από ασκητάδες και ντερβίσηδες και Πατέρες και μάρτυρες που, από την αγραμματοσύνη τους, πέ­σανε θύματα του φανατισμού τους. Ο ευρωπαϊκός Χριστιανισμός είναι η σημερινή θρησκεία, συστηματο­ποιημένος, επιστημονικός, μελετημένος. Αυτός αντα­ποκρίνεται στη σημερινή επιστημονική μηχανοκρατία, που τα ελέγχει όλα».
Κατά τη δική μου γνώμη, αν είχα για τη θρησκεία του Χριστού την αντίληψη που έχουνε αυτοί οι άνθρω­ποι, θα έλεγα νέτα-σκέτα, πως δεν χρειάζεται ολότε­λα. Γιατί, το σύστημα της σημερινής ζωής τά ‘χει ρεγουλάρει όλα τόσο καλά, με το πρακτικό πνεύμα του, που δεν έχει καμμιά θέση αυτό το αναχρονιστικό πράγμα το λεγόμενο «Χριστιανισμός», που μοιάζει σαν το κομπογιαννίτικο γιατρικό μπροστά στα επιστημονικά φάρμακα. Ο Χριστιανισμός δεν είναι για πρακτικούς ανθρώπους, κατά τον λόγο του Χριστού, που είπε: “η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου”».

Αρχιμ. Παῒσιος Παπαδόπουλος
Ηγούμενος Ιεράς Μονής Αγίου Γρηγορίου Παλαμά Φιλώτα
Πηγή: Μᾶς τό ἔστηλαν μέ μέηλ. Εἶναι ἀπό φυλλάδιο πού μοιράστηκε στήν Πτολεμαΐδα

...σαν κλείσει η πόρτα τούτης της ζωής



Σχεδόν όλοι οι σημερινοί άνθρωποι περνάνε τη ζωή τους ξεπλυμένοι από κάθε ουσία, δίχως κανέναν αληθινόν σκοπό, δίχως αληθινή χαρά και ευχαρίστηση, δίχως καμιά πίστη, και για τούτο, δίχως ελπίδα.
Είναι γαντζωμένοι απάνω σε κάποια πράγματα, που θέλουνε να τα παραστήσουνε για σπουδαία, ενώ δεν είναι τίποτα.
Κι οι χαρές τους κι οι ευτυχίες τους και τα γλέντια τους, κι οι διασκεδάσεις τους, κι οι κουβέντες τους και τα αστεία τους, είναι όλα άνοστα και ψεύτικα.
Γιατί λείπει το αλάτι που τα άρτυζε άλλη φορά. Και το αλάτι είναι η πίστη πως ο άνθρωπος δεν ήρθε στον κόσμο κατά τύχη, αλλά πως έχει να κάνει, σ’ αυτόν τον κόσμο, ένα έργο, μικρό η μεγάλο, και πως δεν ξοφλά με τούτη τη ζωή, αλλά πως υπάρχει κάποια μυστηριώδης τάξη κατά την οποία ανοίγει μία άλλη πόρτα, σαν κλείσει η πόρτα τούτης της ζωής.

Φώτης Κόντογλου

Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τ’ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είνε κοντά στους ανθρώπους



ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ 
Ο Μυστικός κήπος της πονεμένης Ρωμιοσύνης

«Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τ’ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είνε κοντά στους ανθρώπους.

Και τα οικονόμησε ο Θεός με σοφία, για τη δική σου ωφέλεια, για να χτυπάς με υπομονή την πόρτα Του, και από τον φόβο των λυπηρών να Τον θυμάται ο λογισμός σου, και να Τον σιμώσεις με την προσευχή, και ν’ αγιαστεί η καρδιά σου με το να Τον συλλογίζεσαι.

Και σαν τον επικαλεστείς θα σ’ ακούσει, και θα μάθεις πως ο Θεός είνε Κείνος που θα σε γλυτώσει. 

Και θα νοιώσεις Κείνον που σ’ έπλασε και που νοιάζεται για σένα και που σε φυλάγει και πώπλασε διπλό τον κόσμο για σένα, τον ένα σαν δάσκαλο και πρόσκαιρο παιδευτή, τον άλλο σαν πατρογονικό σπίτι σου και αιώνια κληρονομιά σου. 

Δεν σ’ έκανε ο Θεός απαλλαγμένο απ’ τα λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στην Θεότητα, κληρονομήσεις ό,τι κληρονόμησε κείνος, που πρώτα λεγότανε Εωσφόρος, κι ύστερα γίνηκε Σατανάς και πάλι δεν σ’ έκανε αλύγιστον και ασάλευτον, για να μη γίνεις σαν τ’ άψυχα τα κτίσματα και σου δοθούνε τα αγαθά δίχως κέρδος και δίχως μισθό, όπως στα άλογα είνε τα φυσικά χαρίσματα τα χτηνώδικα.

Γιατί είνε εύκολο σ’ όλους να καταλάβουνε πόση ωφέλεια και πόση φχαρίστηση και ταπείνωση κερδίζει ο άνθρωπος περνώντας τούτα τα μπόδια»

ΑΓ. ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ

Φώτης Κόντογλου: «Οἱ φι­λο­πα­πι­κές κι­νή­σεις, εἶ­ναι θά­να­τος γι­ά τό Γέ­νος µας»

Με­γά­λο, πο­λύ µε­γά­λο καί σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι ἕ­να ζή­τη­µα πού δέν τοῦ δώ­σα­νε σχε­δόν κα­θό­λου προ­σο­χή οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ῞Ελ­λη­νες. 

Κι αὐ­τό εἶ­ναι τό ὅ­τι ἀ­πό και­ρό ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι δι­κοί µας κλη­ρι­κοί νά θέ­λουν καί νά ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά δέ­σουν στε­νές σχέ­σεις µέ τούς πα­πι­κούς, πού ἐ­πί τό­σους αἰ­ῶ­νες µᾶς ρη­µά­ξα­νε. 
Γι­α­τί, στ᾿ ἀ­λη­θι­νά, δέν ὑ­πάρ­χει πι­ό µε­γά­λος ἀ­ντί­µα­χος τῆς φυ­λῆς µας, κι ἐ­πί­µο­νος ἀ­ντί­µα­χος, πού, σώ­νει καί κα­λά, θέ­λει νά σβή­σει τῆν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α. Οἱ δε­σπο­τά­δες πού εἶ­πα πώς τούς ἔ­πι­α­σε, ἄ­ξα­φνα κι ἀ­να­πά­ντε­χα, ὁ ἔ­ρω­τας µέ τούς Λα­τί­νους, λέ­νε πώς τό κά­νου­νε ἀ­πό «ἀ­γά­πη». 
Μά αὐ­τό εἶ­ναι χον­δρο­ει­δε­στά­τη δι­και­ο­λο­γί­α καί κα­λά θά κά­νου­νε νά πα­ρα­τή­σου­νε αὐ­τά τά ρο­σό­λι­α τῆς «ἀ­γά­πης», πού τήν κά­να­νε ρε­ζί­λι. ῾Ο δι­ά­βο­λος, ἅ­µα θε­λή­σει νά κά­νει τό πι­ό πο­νη­ρό παι­γνί­δι του, µι­λᾶ, ὁ ἀ­λι­τή­ρι­ος γι­ά ἀ­γά­πη. ῞Ο,τι εἶ­πε ὁ Χρι­στός, τό λέ­γει κι αὐ­τός κάλ­πι­κα, γι­ά νά ξε­γε­λά­σει. Τώ­ρα, στά κα­λά κα­θού­µε­να, τούς ρα­σο­φό­ρους µας στήν Πό­λη, τούς ἔ­πι­α­σε πα­ρο­ξυ­σµός τῆς ἀ­γά­πης γι­ά τούς ᾿Ι­τα­λι­ά­νους, πού στέ­κου­νται, ὅ­πως πά­ντα, κρύ­οι καί πε­ρή­φα­νοι καί δέν γυ­ρί­ζου­νε νά τούς δοῦ­νε αὐ­τούς τούς «ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φούς», πού ὅ­σα τούς κά­να­νε ἀ­πό τόν και­ρό τῶν Σταυ­ρο­φό­ρων ἴ­σα­µε τώ­ρα, δέν τούς τἄ­κα­νε µή­τε Τοῦρ­κος, µή­τε Τά­τα­ρος, µή­τε Μω­µα­χε­τᾶ­νος. 
῎Ι­σως κι οἱ δι­κοί µας νά κά­νουν ἀ­πό πα­ρε­ξη­γη­µέ­νη κα­λω­σύ­νη.

῞Ο­πως εἶ­πα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι δι­κοί µας δέν δώ­σα­νε καµ­µι­ά ση­µα­σία σ᾿ αὐ­τές τίς φι­λο­πα­πι­κές κι­νή­σεις, πού εἶ­ναι θά­να­τος γι­ά τό γέ­νος µας καί πού τίς κι­νή­σα­νε οἱ κα­τα­χθό­νι­ες δυ­νά­µεις πού πο­λε­µᾶ­νε τόν Χρι­στό καί πού µέ τά λε­πτά τούς ἀ­γο­ρά­ζου­νε ὅ­λους, δέν δώ­σα­νε λοι­πόν καµ­µι­ά ση­µα­σί­α, γι­α­τί….
τά θε­ω­ροῦ­νε τι­πο­τέ­νι­α πρά­γµα­τα, ἄν δέν εἶ­ναι κι οἱ ἴ­δι­οι ἀ­γο­ρα­σµέ­νοι, ἄ­ξι­α µο­να­χά γι­ά κά­ποι­ους στε­νο­κέ­φα­λους πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες καί φα­να­τι­κούς ἀ­πο­πε­τρω­µέ­νους χρι­στι­α­νούς. Τώ­ρα τά µυ­α­λά γι­νή­κα­νε φαρ­δει­ά, καί κα­τα­γί­νο­νται µέ ἄλ­λα, κο­σµοϊ­στο­ρι­κά προ­βλή­µα­τα! «Θά κα­θό­µα­στε νά κυτ­τά­ζου­µε τώ­ρα πα­πά­δες κι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­ες»; Μά αὐ­τούς δέν τούς µέ­λει κι ἄν ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ἀ­πό τόν κό­σµο κά­θε ἑλ­λη­νι­κό πρᾶ­γµα. Καί θά ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ὄ­χι τό­σο εὔ­κο­λα µέ τόν ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµό πού πά­θα­µε, ὅ­σο ἄν γί­νου­µε στή θρη­σκεί­α πα­πι­κοί. Γι­α­τί γι᾿ αὐ­τοῦ πᾶ­µε. Πα­πι­κή ῾Ελ­λά­δα θά πεῖ ἐ­ξα­φά­νι­ση τῆς ῾Ελ­λά­δας

Νά γι­α­τί εἶ­πα πώς εἶ­ναι πο­λύ σπου­δαῖ­ο ζή­τη­µα αὐ­τές οἱ ἐ­ρω­το­τρο­πί­ες πού ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι κλη­ρι­κοί δι­κοί µας µέ τούς πα­πι­κούς, κι ἡ αἰ­τί­α εἶ­ναι τό ὅ­τι δέν νοι­ώ­σα­νε τί εἶ­ναι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α ὁ­λό­τε­λα, µ᾿ ὅ­λο πού εἶ­ναι δε­σπο­τά­δες.

Τό κα­κό εἶ­ναι πώς ὁ λα­ός δέν πῆ­ρε, κα­λά-κα­λά, εἴ­δη­ση γι­ά τή συ­νω­µο­σί­α. Ποι­ός νά τόν πλη­ρο­φο­ρή­σει ἀ­φοῦ οἱ γραµ­µα­τι­σµέ­νοι τά θε­ω­ροῦ­νε αὐ­τά τά πρά­γµα­τα ἀ­νά­ξι­α γι­ά τή µο­ντέρ­να σο­φί­α τους, καί τρέ­χουν ση­µαι­ο­φό­ροι σέ κά­θε νε­ω­τε­ρι­σµό;

᾿Α­πό τό­τε πού ἀρ­χί­σα­νε οἱ λυ­κο­φι­λί­ες ἀ­νά­µε­σα στούς δι­κούς µας καί στούς πα­πι­κούς (καί ση­µεί­ω­σε πώς οἱ δι­κοί µας φα­γω­θή­κα­νε πρῶ­τοι νά πι­ά­σου­νε σχέ­ση µέ τούς Λα­τί­νους σάν νά πή­ρα­νε ἀ­πό κά­που δι­α­τα­γή, κι ὁ­λο­έ­να µι­λᾶ­νε γι­ά «τόν δι­ά­λο­γον» µα­ζί τους, δί­χως νά ξέ­ρου­νε κα­λά-κα­λά τί λέ­νε), ἀ­πό τό­τε λοι­πόν, ἀ­κοῦ­µε, κά­θε τό­σο, κά­τι πρά­γµα­τα θε­α­τρι­κά, ἄ­νο­στα, ἀ­νό­η­τα, δί­χως καµ­µι­ά σο­βα­ρό­τη­τα, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ λε­γό­µε­νη «Δι­ά­σκε­ψις τῆς Ρό­δου», τά νέ­α πα­ρεκ­κ­λή­σι­α τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ, κ.τ.λ. 
Στή Ρό­δο πή­γα­νε οἱ δι­κοί µας µέ σκο­πό νά που­λή­σουν τήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, γι­α­τί γι᾿ αὐ­τούς εἶ­ναι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νη µορ­φή τοῦ Χρι­στι­α­νι­σµοῦ, δη­λα­δή ἕ­νας βλά­χι­κος χρι­στι­α­νι­σµός, καί ν᾿ ἀρ­χί­σουν τόν «δι­ά­λο­γον», πού νά τό ν πά­ρει ἡ εὐ­χή αὐ­τόν τόν «δι­ά­λο­γον». Καί τί κά­να­νε; 
Τί­πο­τα! Λό­γι­α πολ­λά καί χα­µέ­να, πού νά ντρέ­πε­ται κι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ῞Ελ­λη­νας ᾿Ορ­θό­δο­ξος.

Προ­χθές πά­λι µά­θα­µε πώς ὁ Πά­πας ἐ­γκαι­νί­α­σε ἕ­να νέ­ο πα­ρεκ­κ­λή­σι­ο στό Βα­τι­κα­νό καί ἔ­βα­λε γι­ά εἰ­κό­νες (µή χει­ρό­τε­ρα!) τίς φω­το­γρα­φί­ες τοῦ Πά­πα καί τοῦ ᾿Α­θη­να­γό­ρα, «ὁ ὁ­ποῖ­ος ἵ­στα­ται ὄ­πι­σθεν τοῦ Πο­ντί­φη­κος»! Φα­ντα­σθεῖ­τε πα­ρεκ­κ­λή­σι­ο µέ φω­το­γρα­φί­ες (τί ἀ­κα­λαί­σθη­τα πρά­γµα­τα!). 
῾Ο Πά­πας λοι­πόν θά προ­σεύ­χε­ται µπρο­στά στίς δι­κές του φω­το­γρα­φί­ες! Δη­λα­δή τρελ­λά­θη­καν οἱ ἄν­θρω­ποι! Αὐ­τά δέν τά κά­να­νε µή­τε οἱ ἀ­ρα­πά­δες τῆς ᾿Α­φρι­κῆς. Συλ­λο­γί­ζο­µαι πό­ση σο­βα­ρό­τη­τα ἔ­χουν οἱ Μου­σουλ­µᾶ­νοι στή θρη­σκεί­α τους, καί ποῦ κα­τα­ντή­σα­νε τή θρη­σκεί­α τοῦ Χρι­στοῦ αὐ­τοί οἱ ἀ­θε­ό­φο­βοι ᾿Ι­τα­λι­ά­νοι, πού προ­σκυ­νᾶ­νε ἀ­γάλ­µα­τα τῆς Πα­να­γι­ᾶς µέ κοκ­κι­νά­δι­α, µέ σκου­λα­ρί­κι­α καί µέ δα­χτυ­λί­δι­α. Κι ἐ­µεῖς οἱ ᾿Ορ­θό­δο­ξοι, πού φυ­λά­ξα­µε τό βα­θύ µυ­στή­ρι­ο τῆς εὐ­σέ­βει­ας, τώ­ρα, στά κα­λά κα­θού­µε­να, πᾶ­µε νά γί­νου­µε ἕ­να µ᾿ αὐ­τούς πού γε­λοι­ο­ποι­ή­σα­νε τόν Χρι­στό ὅ­σο κα­νέ­νας ἄ­θε­ος.

᾿Αλ­λά, ἀ­πό ποῦ νά πι­ά­σει κα­νέ­νας καί ποῦ νά τε­λει­ώ­σει; ῞Ο­σοι ἤ­τα­νε ἕ­ως τώ­ρα ἀ­δι­ά­φο­ροι γι­ά τή θρη­σκεί­α καί γι­ά τήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α, καί πού πολ­λοί ἀπ᾿ αὐ­τούς τίς πε­ρι­παί­ζα­νε µά­λι­στα, ὅ­λοι αὐ­τοί γι­νή­κα­νε ἔ­ξα­φνα πα­πό­φι­λοι, καί µα­σᾶ­νε σάν µα­στί­χι τήν ψεύ­τι­κη λέ­ξη «ἀ­γά­πη». Με­γα­λύ­τε­ρο ρε­ζι­λί­κι δέν ἔ­γι­νε. ᾿Ε­µεῖς οἱ ἄλ­λοι πού εἴ­µα­στε κολ­λη­µέ­νοι ἀ­πό νε­ό­τη­τος στήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α µας, εἴ­µα­στε στε­νο­κέ­φα­λοι, µο­χθη­ροί, γυ­µνοί ἀ­πό ἀ­γά­πη κι ἀ­πό ἀ­λη­θι­νή εὐ­σέ­βει­α. ῾Η µό­δα εἶ­ναι τώ­ρα νά φαί­νε­σαι ἄν­θρω­πος τῆς ἐ­πο­χῆς µας, πού ἔ­νοι­ω­σε τά «αἰ­τή­µα­τά» της. […]

Πί­στη ἀ­σά­λευ­τη στήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, πού ἐ­µεῖς οἱ προ­κοµ­µέ­νοι τήν πή­ρα­µε κλη­ρο­νο­µι­ά καί τήν που­λᾶ­µε «ἀ­ντί πι­να­κί­ου φα­κῆς» καί ἀ­σπα­σµοῦ τῆς πα­ντό­φλας τοῦ Πά­πα! Μά σέ τέ­τοι­ο ση­µεῖ­ο ἐκ­φυ­λι­σθή­κα­µε; Αἰ­τί­α εἶ­ναι ἡ ἔµ­φυ­τη µα­ται­ο­δο­ξί­α µας, πού µᾶς κά­νει νά θέ­λου­µε νά φαι­νό­µα­στε ἔ­ξυ­πνοι συγ­χρο­νι­σµέ­νοι, προ­ο­δευ­τι­κοί, κι ὄ­χι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νοι. Μέ τή συ­ναί­σθη­ση τῆς κα­τω­τε­ρό­τη­τας πού ἀ­πο­χτή­σα­µε, φο­βό­µα­στε σάν τόν δι­ά­βο­λο µή­πως µᾶς ποῦ­νε «πα­λι­ά µυ­α­λά, πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες, κα­θυ­στε­ρη­µέ­νους». Καί τρέ­χου­µε νά πᾶ­µε πρῶ­τοι σέ κά­θε κί­νη­ση πού περ­νᾶ γι­ά «µο­ντέρ­να», θέ­λεις µί­µη­ση τῆς «ἀ­φη­ρη­µέ­νης ζω­γρα­φι­κῆς», θέ­λεις ἀ­κα­τα­λα­βί­στι­κες «λο­γο­τε­χνί­ες» (κα­η­µέ­νη λο­γο­τε­χνί­α, ποῦ κα­τά­ντη­σες!), θές φι­λο­πα­πι­σµός, θές ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµός, στά πά­ντα, στά ντυ­σί­µα­τά µας (πρό πά­ντων τῆς νε­ο­λαί­ας), στόν τρό­πο πού µι­λᾶ­µε καί σκε­πτό­µα­στε, ἀ­κό­µα καί στίς χει­ρο­νο­µί­ες. Δη­λα­δή, κα­τα­ντή­σα­µε µαϊ­µοῦ­δες τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους «ἐν ὀ­νό­µα­τι τῆς προ­ό­δου καί τῆς θαυ­µά­σι­ας ἐ­πο­χῆς µας».

(Φώ­τη Κό­ντο­γλου «Μυ­στι­κά ἄν­θη», ἐκ­δ. «Ἀ­στήρ», σελ. 51-53)


Ρημαγμένες ψυχές. Από τις βαθυστόχαστες θεωρίες

Σύγχυση και ταραχή και χάος ανάμεσα στα έθνη! Ταραχή και σάστισμα και χάος και στους ανθρώπους, έναν – έναν. Που να βρεθεί κανένας να πορεύεται στη ζωή του μ’ έναν υψηλόν σκοπό, με σταθερότητα και ελπίδα! Σπάνιο πράγμα.
Οι σημερινοί άνθρωποι έχουνε γίνει οι περισσότεροι κάποια πλάσματα άδεια από κάθε ζωντανή ιδέα, που να τους κάνει να αρμενίζουνε μέσα στο πέλαγος της ζωής χαρούμενοι και ζωηροί, σαν το καράβι που είναι φορτωμένο με καλό φορτίο, και, γεμάτο ελπί­δα και λαχτάρα, τραβά κατά το περιπόθητο λιμάνι, ανάμεσα σε ξέ­ρες κι άγρια βραχόνησα...

Σήμερα βρίσκει κανένας συχνά μπροστά του ανθρώπους που είναι τόσο κούφιοι από κάθε τι, που να απορεί, γιατί δεν πίστευε να υπάρχει στον κόσμο τόση ανοησία, τόση στενομυαλιά, τόση στενοκάρδια και μικρολογία. Σ’ αυτές τις στεγνές ψυχές δεν υπάρχει τί­ποτα που να σε ζεστάνει, ας είναι και το παραμικρό. Δεν μιλώ για εξαιρετικά αισθήματα, για κάποια σπάνια ευαισθησία. Όχι! Μι­λώ για τα συνηθισμένα αισθήματα, που άλλη φορά βρισκόντανε σε όλους τους ανθρώπους. Ναι, σήμερα δεν υπάρχουνε. Σχεδόν όλοι οι σημερινοί άνθρωποι περνάνε τη ζωή τους ξεπλυμένοι από κάθε ου­σία, δίχως κανέναν αληθινόν σκοπό, δίχως αληθινή χαρά και ευχαρίστηση, δίχως καμμιά πίστη, και για τούτο, δίχως ελπίδα. Εί­ναι γαντζωμένοι απάνω σε κάποια πράγματα, που θέλουνε να τα παραστήσουνε για σπουδαία, ενώ δεν είναι τίποτα. Κι οι χαρές τους κι οι ευτυχίες τους και τα γλέντια τους, κι οι διασκεδάσεις τους, κι οι κουβέντες τους και τα αστεία τους, είναι όλα άνοστα και ψεύτι­κα. Γιατί λείπει το αλάτι που τα άρτυζε άλλη φορά. Και το αλάτι είναι η πίστη πως ο άνθρωπος δεν ήρθε στον κό­σμο κατά τύχη, αλλά πως έχει να κάνει, σ’ αυτόν τον κόσμο, ένα έργο, μικρό ή μεγάλο, και πως δεν ξοφλά με τούτη τη ζωή, αλλά πως υπάρχει κάποια μυστηριώδης τάξη κατά την οποία ανοίγει μια άλλη πόρτα, σαν κλείσει η πόρτα τούτης της ζωής. Όπου υπάρχει πίστη, υπάρχει και ελπίδα, κι όσο δυνατώτερη είναι η πίστη, άλλο τόσο βεβαιότερη είναι η ελπίδα. Χωρίς ελπίδα, δεν γίνεται μήτε ευ­τυχία, μήτε ειρήνη μέσα στον άνθρωπο. Τ’ άλλα όλα που λένε οι σα­στισμένοι φιλόσοφοι, είναι ψευτιές. Για τούτο, οι απελπισμένοι χαλάνε τον κόσμο για να ξεχάσουνε την απελπισία τους, κάνουνε μεγά­λη φασαρία για την καλοπέραση, για τις τέχνες, για τα ταξίδια, για τις απολάψεις.
Όλα αυτά είναι μια θλιβερή σκηνοθεσία, μια αξιοθρήνητη α­πάτη. Για να γεμίσουνε το άδειο πιθάρι που είναι ο εαυτός τους, ρί­χνουνε μέσα ό,τι μπορέσουνε, ώστε να ξεγελαστούνε πως ζούνε, απολαβαίνουνε τη ζωή, ενώ στ’ αληθινά είναι σαν τα τρύπια πιθάρια των Δαναΐδων, χαρτοφάναρα που φαντάζουνε απ’ έξω πως είναι κάτι. Τέτοια είναι η τρομερή δραστηριότητα του καιρού μας, που γεμίζει τον κόσμο από βροντές κι αστραπές, ενώ, κατά βάθος, είναι ένας γκαζοτενεκές, που τον χτυπάνε εκείνοι που λένε πως ζούνε κι απολαβαίνουνε «τη μεγάλη ζωή», για να διώξουνε τα μαύρα κο­ράκια της απελπισίας, που τριγυρίζουνε από πάνω τους. Τρομάζουνε ν’ απομείνουνε μοναχοί με τον εαυτό τους, μήτε καν λίγα λε­πτά, γιατί αλλιώς θα νοιώθανε την αθλιότητά τους. Μα πώς όμως μπορεί να ζήσει αληθινά ένας άνθρωπος που φοβάται τον εαυτό του, που κρύβεται ολοένα από τον εαυτό του;
Και όμως, αυτή είναι η ζωή για τους περισσότερους σημερι­νούς ανθρώπους. Καμμιά θέρμη, κανένας ανώτερος και σίγουρος σκοπός, κανένα μεράκι, καμμιά έμορφη μανία που νάχει βαθύτερες ρίζες. Παγερή αδιαφορία, ύπνος ψυχικός, οκνηρία΄ πνευματική, φό­βος, κρυφή απελπισία, και πολλή φασαρία για να σκεπαστεί η α­μηχανία. Κι η φασαρία είναι ανοησίες, κουτσομπολιό, ανόητες κου­βέντες, χαρτάκια, ποτά, σκάνδαλα, εγκλήματα, κάθε μικρολογία, που την παίρνουνε στα σοβαρά, ενώ κανένα σοβαρό πράγμα δεν βρίσκει θέση μέσα στα ζαλισμένα μυαλά τους και στις αποσυντεθειμένες ψυχές τους. Από πνευματικό, δεν υπάρχει τίποτα. Δεν λέ­γω πνευματικό αυτό που λένε πνευματικό οι φιλόσοφοι, οι λογοτέ­χνες και γενικά εκείνοι που λέγουνται «διανοούμενοι», αλλά αυ­τό που είναι πνευματικό για τη χριστιανική θρησκεία, δηλαδή η πίστη στον αιώνιον κόσμο που μας αποκάλυψε ο Χριστός. Μοναχά αυτή η πίστη δίνει στον άνθρωπο την ελπίδα, και χωρίς την ελπί­δα της αιώνιας ζωής, οι λογής – λογής ευδαιμονίες είναι λογής – λογής ψευτιές. Στο κουτί που κρατούσε τότε η Πανδώρα, απόμει­νε η ελπίδα, αφού πετάξανε από μέσα όλα τα καλά, μα το κουτί που βαστάνε οι σημερινοί άνθρωποι, και που διατυμπανίζουνε πως έ­χει μέσα κάθε ευτυχία, είναι ολότελα άδειο. Για τούτο ο θεόγλωσσος Απόστολος Παύλος λέγει πως οι άπιστοι είναι «οι μη έχοντες ελπίδα», οι απελπισμένοι.
Λοιπόν, σήμερα βρισκόμαστε σε ελεεινή κατάσταση, κι ας μη το λέμε,ζητώντας παρηγοριά στη φασαρία μιας ψεύτικης ζωής. Η απιστία είναι θρονιασμένη μέσα στην καρδιά μας, και γύρω της εί­ναι τα παιδιά της, η απελπισία, η πνευματική νάρκη, η αναισθησία, ο φόβος, η αδιαφορία, η ψευτοπαρηγοριά, η μικρολογία, η καχυπο­ψία, το συμφέρον, το μίσος, η ασπλαχνία.
Η νεότητα μαραζώνει γιατί δεν έχει, η δυστυχισμένη, μήτε σκοπό στη ζωή της, μήτε ενθουσιασμό για κάποιες ιδέες, μήτε όρε­ξη για τίποτα. Ακεφη κι ανόρεχτη. Είναι σαν υπνοβάτης. Συζητά ολοένα για ασήμαντα πράγματα που τους δίνει μεγάλη σημασία, και είναι να κλαίγει κανένας ακούγοντας τις κουβέντες της, τα πει­ράγματά της, και βλέποντας τις ανόητες σκηνοθεσίες, που μ’ αυτές προσπαθεί να δώσει κάποια σημασία στη ζωή. Οι ψυχές των νέων είναι ρημαγμένες από τα άγρια ένστικτα, που τα ανεβάσανε στην επιφάνεια από τα σκοτεινά τάρταρα της ανθρώπινης φύσης, κάποιοι εχθροί του ανθρώπου, κάποιοι πνευματικοί ανθρωποφάγοι, που α­νάμεσα τους πρωτοστατεί ένας τρελλός λύκος λεγόμενος Νίτσε, μια μούμια σαν παληόγρηα λεγόμενη Βολταίρος, κάποιος ζοχαδιακός Φρόϋντ, κι ένα πλήθος από τέτοια όρνια και κοράκια και νυχτερί­δες. Όσοι τους θαυμάζανε, ας καμαρώσουνε σήμερα τα φαρμακε­ρά μανιτάρια που φυτρώσανε μέσα στις καρδιές και στις ψυχές της γαγγραινιασμένης ανθρωπότητας.

Φώτης Κόντογλου
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Μυστικά Ανθη», Εκδόσεις: Αστήρ –Παπαδημητρίου)