.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ



ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ

Μετάνοια είναι το Μυστήριο με το οποίο συγχωρούνται από τον Επίσκοπο ή τον εντεταλμένο Πνευματικό ιερέα όλες οι αμαρτίες που έγιναν με το Βάπτισμα. Προϋπόθεσις του Μυστηρίου είναι η ειλικρινής και καθαρή εξαγόρευσις των πτώσεων που έγιναν «εν λόγω ή εν έργω, κατά νουν και διάνοιαν, εν γνώσει ή εν αγνοίαν, εκουσίως ή ακουσίως, εν παραβάσει και παρακοή, υπό κατάραν ιερέως ή υπό γογγυσμόν γονέων…».

Μετάνοια σημαίνει αλλάζω στάση απέναντι στο Θεό, σημαίνει ακόμα τη βαθιά συναίσθηση ότι είμαι ανεπαρκής για να σώσω από μόνος μου τον εαυτό μου, και γι’ αυτόν τον λόγο αναζητώντας την λυτρωτική Χάρη του Θεού πέφτω στα πόδια του Πνευματικού πατρός και παρακαλώ για την άφεση των αμαρτιών μου και την λύτρωση. Επιθυμώ την επανασύνδεση με τον Θεό και την υιοθεσία.

Ιδρυτής του Μυστηρίου είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν μετά την Ανάστασή Του χορηγεί στους Μαθητάς Του την εξουσία της συγχωρήσεως των αμαρτιών με τους λόγους: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωαν. κ΄, 22). Και με απλά λόγια: Σ’ όποιους ανθρώπους συγχωρείται εσείς τις αμαρτίες τους, θα είναι συγκεχωρημένες και από τον Θεό Πατέρα. Σ’ όποιους όμως τις κρατάτε άλυτες και ασυγχώρητες – διότι δεν ήρθαν να σας ζητήσουν συγχώρηση και συγνώμη – θα μείνουν αιώνια ασυγχώρητες…

Αλήθεια, πόση συναίσθηση έχουμε, όταν λέμε ότι είμεθα αμαρτωλοί; τις περισσότερες φορές πιθανόν να το ψελλίζουν μόνο τα χείλη μας! Για να το καταλάβουμε καλά και να έχουμε επίγνωση της αμαρτωλότητός μας, ας είναι προ των οφθαλμό μας η εικόνα κάποιου που βγαίνει μέσα από έναν βούρκο και είναι – κυριολεκτικά βρωμερός και δυσώδης!

Αυτή τη βρωμιά και τη δυσωδία έρχεται να καθαρίσει το Μυστήριο της Μετανοίας και Ιεράς Εξομολογήσεως. Βέβαια, αρκετούς αγνοείται – ή μάλλον προσποιούνται ότι αγνοούν πως υπάρχει. Από άλλους περιφρονείται και από τους πολεμίους της πίστεως βλασφημείται. Εν τούτοις, αυτός ο θείος θεσμός (του Μυστηρίου της Μετανοίας και της Ιεράς Εξομολογήσεως) αποτελεί μια από τις πηγές σωτηρίας μετά το Βάπτισμα. Μας το βεβαιώνει η δίψα και η αίσθησης της ψυχικής ανάγκης με την οποία προστρέχουν προς την ζωογόνο αυτή πηγή πολλοί άνθρωποι της εποχής μας, κάθε τάξεως, ηλικίας και φίλου.

Η Μετάνοια και η Εξομολόγησις στην Π α λ α ι ά Διαθήκη εθεωρείτο μια απλή αρετή.

Στην Καινή Διαθήκη όμως τα πράγματα αλλάζουν, αφού για μας τους ορθόδοξους χριστιανούς είναι ένα από τα Επτά Μυστήρια της Εκκλησίας μας και μάλιστα υποχρεωτικό. Όσες καλές πράξεις θέλεις, κάνε. Δώσε εκατομμύρια, αν έχεις, σε ελεημοσύνες. Δεν έρχεσαι στην Εκκλησία, δεν συμμετέχεις ενεργά στην θεία Λατρεία, δεν προσέρχεσαι στο Ποτήριο της Ζωής, και – πριν από αυτό – δεν πας εξομολογηθείς ταπεινά στον παπά; Δεν κέρδισες τίποτα! Το τρένο της αιωνιότητας το έχασες. Η Μετάνοια σώζει, όταν αυτή οδηγεί στην Θεία Κοινωνία, που δίδεται «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».

Η Εξομολόγησις που γίνεται με συντριβή και δάκρυα είναι η ανανέωσις του αγίου Βαπτίσματος, γι’ αυτό και καλείται λουτρό δακρύων ή δεύτερο Βάπτισμα. Είναι η συμφωνία με το Θεό Πατέρα δια μέσου του Πνευματικού ιερέως για μια καινούργια ζωή. Είναι ακόμα η πρώτη καλή αρχή για ταπείνωση.

Η Μετάνοια είναι υπόθεσις μιας ολόκληρης ζωής! Διότι όσο ζούμε, αμαρτάνουμε. Γι’ αυτό και αρχή μιας νέας εν Χριστώ χωής είναι η Μετάνοια. Πράξις δε της Μετανοίας είναι η ιερά Εξομολόγησις και τελικός σκοπός της είναι η ενσωμάτωσις του πιστού στο Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού με την Θεία Κοινωνία.


ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ:

Πρώτον: η ειλικρινής εξομολόγηση και εξαγόρευση μπροστά στον πνευματικό όλων των αμαρτημάτων, που έγιναν είτε με έργα είτε με λόγους είτε με σκέψεις είτε με εσωτερικές διαθέσεις, ταραχές και επιθυμίες, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία είτε εκουσίως είτε ακουσίως. Ενδεικτικά της αληθινής μετανοίας είναι: η συντριβή, τα δάκρυα, η αποστροφή προς την αμαρτία και ο πόθος αγίας ζωής.

Δεύτερο αισθητό σημείο είναι: η επίθεση των χειρών και του επιτραχηλίου του Εξομολόγου ιερέως στο κεφάλι του εξομολογούμενου.

Και τρίτον, η συγχωρητική ευχή.


Η ΜΕΤΑΔΙΔΟΜΕΝΗ ΧΑΡΙΣ

Αν στην πορεία της ζωής μας ν α υ α γ ή σ ο υ μ ε, δηλαδή αμαρτήσουμε μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα της αμαρτίας, βάρκα και σωσίβιο σωτηρίας είναι το Μυστήριο της Μετανοίας και της ιεράς Εξομολογήσεως. Για να καταλάβουμε όμως και να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε ναυαγοί, ότι είμαστε αμαρτωλοί, χρειάζεται η ώρα της θείας Χάριτος. Η θεία Χάρις θα ξεσκοτίσει την καρδιά, θα δυναμώσει την θέληση, θα φωτίσει το νου, που είναι διαρκώς σκοτισμένος, θα προκαλέσει συντριβή, θα φέρει μετάνοια, θα οδηγήσει τον αμαρτωλό στο πετραχήλι του Πνευματικού.

Με το Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως «δίδεται» η συγχώρησις όλων των αμαρτημάτων. Δια της αφέσεως αυτής επανέρχεται ο μετανοήσας αμαρτωλός χριστιανός στην κατάσταση της εν Χριστώ ζωής. Όλες οι αμαρτίες, μικρές ή μεγάλες, θανάσιμες ή ασυγχώρητες, εξαλείφονται. Μόνον η αμετανοησία είναι η ασυγχώρητος και χαρακτηρίζεται ως βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος: «Πάσα αμαρτία και βλασφημία αφεθήσεται τοις ανθρώποις, η δε του Πνεύματος βλασφημία ουκ αφεθήσεται τοις ανθρώποις………..ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι» (Ματθ. ιβ΄, 31-32).

Οι Πατέρες μας λέγουν ότι η βλασφημία ταυτίζεται με την αμετανοησία, διότι το Άγιον Πνεύμα είναι Αυτό που χορηγεί την σώζουσα Τριαδική Χάρη. Άρα, αμετανοησία σημαίνει άρνηση της θείας Χάριτος, που σώζει, λυτρώνει, δικαιώνει και αγιάζει. Γι’ αυτό και αυτή η άρνηση αποτελεί προσβολή και βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Η αμετανοησία είναι ασυγχώρητη, διότι η Θεία Χάρις, που οδηγεί τον αμαρτωλό στην μετάνοια, δεν ενεργεί αυθαίρετα, αλλά ζητεί και την ανθρώπινη συγκατάθεση και συνεργασία. Εσύ Θεέ μου, με συγχωρείς, ναι, αλλά πρέπει να το θέλω και εγώ. Εσύ θυσιάστηκες επάνω στο Σταυρό, ναι, αλλά πρέπει και εγώ να σου πω «μνήσθητί μου, Κύριε εν τη Βασιλεία σου σου» σαν τον ληστή, για να ακούσω το λελυμένος και συγκεχωρημένος…» και το «σήμερον μετ΄ εμού έση εν τω Παραδείσω». Με την κάθε αμαρτία, την μικρή ή την μεγάλη, απομακρυνόμεθα από τον Χριστό, που είναι η όντως Ζωή, και έτσι εκπίπτουμε της Θείας Χάριτος, οπότε ακολουθεί ο σκοτισμός του νου και η νέκρωσις των πνευματικών δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία δεν είναι μια λανθασμένη ή μια άτοπη κίνησις, που κάνει ο άνθρωπος και που για να την διορθώσει χρειάζεται μια τυπική «συγνώμη». Δεν είναι «μας έσπρωξαν, μας ζήτησαν συγνώμη και έληξε!». Όχι!!! Η αμαρτία είναι κίνηση αντίθετη προς το Θέλημα του Θεού. Είναι κίνηση θεομαχίας. Είναι ανταρσία πνευματική κατά του Αγίου Θεού!


ΤΑ ΕΠΙΤΙΜΙΑ

Μετά την Εξομολόγηση επιβάλλονται μερικές φορές κάποια επιτίμια, όπως: αποχή από την Θεία Κοινωνία, νηστείες, γονυκλισίες, ελεημοσύνες, προσευχές, μελέτη της Αγίας Γραφής….Αυτά δεν εξαλείφουν τις αμαρτίες ούτε έχουν ποινικό χαρακτήρα. Δεν καταδικάζουμε και δεν τιμωρούμε κανέναν. Η ιερά Εξομολόγηση είναι έργο απείρου φιλανθρωπίας του Αγίου Θεού. Ποινικό και «λογιστικό» χαρακτήρα αποδίδουν στα επιτίμια εσφαλμένα, κακόδοξα και αιρετικά μόνον οι Παπικοί. Τα επιτίμια στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν παιδαγωγικό χαρακτήρα και επιβάλλονται τρόπον τινά σαν φάρμακα προς θεραπεία. Είναι η θεραπευτική αγωγή του γιατρού, για να σώσει τον άρρωστο.


Η ΤΑΞΙΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ

Κατά τους πρώτους αιώνας, σ’ όσους αμάρταναν θανάσιμα, η Εκκλησία για να σώσει τις ψυχές τους, παιδαγωγικά, τους έβαζε βαριά επιτίμια και κανόνες. Αυτοί ήσαν οι «μετανοούντες» και εχωρίζοντο σε διάφορες κατηγορίες, που ήσαν οι εξής:


Πρώτον: Οι αφοριζόμενοι ή αφορισμένοι.

Δεύτερον: Οι προσκλαίοντες και χειμαζόμενοι.

Επρόκειτο για χριστιανούς με θανάσιμα αμαρτήματα, που παρέμεναν έξω από τον ναό, στο ύπαιθρο, χειμώνα-καλοκαίρι (με χιόνια, με βροχές, με κρύο, με χαλάζι ή με πολλή ζέστη), και ζητούσαν από τους εισερχομένους χριστιανούς, με πολλά δάκρυα, γονατιστοί, να προσευχηθούν να τους συγχωρήσει ο Θεός. Δεν έπαιρναν ούτε Αντίδωρο.

Τρίτον: Οι υποπίπτοντες.

Οι «υποπίπτοντες» ήσαν συνεχώς γονατιστοί μέσα στον ναό, ακόμη και τις Κυριακές. Λόγω του πλήθους των αμαρτημάτων τους εδέχοντο μόνο την ευλογία του επισκόπου -αν υπήρχε- ή του ιερέως που λειτουργούσε, και αναχωρούσαν μαζί με τους Κατηχουμένους από την Εκκλησία.

Τέταρτον: Οι συνιστάμενοι.

Συνιστάμενοι είναι σήμερα οι περισσότεροι χριστιανοί που έχουν κανόνα να μην κοινωνούν. Συμμετέχουν στην Θεία Λειτουργία μέχρι το τέλος και παίρνουν μόνο Αντίδωρο.

• Πέμπτον: Προς μια νέα «τάξη μετανοούντων».

Κατά την άποψη πολλών ευλαβών και αξιοσεβάστων Επισκόπων και Πρεσβυτέρων της Εκκλησίας μας, επιβάλλεται από τις σημερινές συνθήκες η δημιουργία μιας νέα τάξης μετανοούντων, οι οποίοι έχουν άμεση ανάγκη κατηχήσεως και επανευαγγελισμού. Σ’ αυτούς θα συγκαταλέγονται: οι αδιάφοροι, οι χλιαροί, οι ακατατόπιστοι, οι αγνοούντες, οι σκληρόκαρδοι, οι αμφιβάλλοντες, οι ολιγόπιστοι, οι κακόπιστοι, οι απειθάρχητοι και τόσοι άλλοι…δηλαδή όλοι μας! Διότι σχεδόν όλοι μας ελάχιστα πράγματα από την πίστη μας γνωρίζουμε, σχεδόν τίποτε απ’ αυτήν και τα Μυστήριά της. Είμεθα μεν βαπτισμένοι, αλλά ακατήχητοι και ακατατόπιστοι.

Που βρίσκεται όμως το λάθος; Μήπως το κακό έχει ξεκινήσει πριν από εκατοντάδες χρόνια; Μήπως οφείλεται στην από τότε μέχρι και των ημερών μας αμέλεια των κληρικών όλων των βαθμίδων, που εγκατέλειψαν τις ψυχές των χριστιανών – όχι όλων – στην αμάθεια και στις προλήψεις, και μάλιστα όταν οι χριστιανοί μας ακόμη ήσαν συγκεντρωμένοι σε μικρές ενορίες; μήπως στην αδιαφορία και στο κακό παράδειγμα του οικογενειακού περιβάλλοντος; μήπως στα άθλια πρότυπα της διεφθαρμένης κοινωνίας και στα ΜΜΕ με την κακή πληροφόρηση και την θεομαχία τους; Ασφαλώς θα υπάρχουν και πολλές άλλες αιτίες, που δεν είναι του παρόντος.


ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΟΥ

Ειδική εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκδοθείσα το 1887 τονίζει ότι το αξίωμα της πνευματικής πατρότητος χορηγείται μόνον «τοις αμέμπτως εν πάσι βιώσασι και αξίους εαυτούς εν τη Ιερωσύνη αναδειξαμένοις και δυναμένοις σώζειν και επιστρέφειν ψυχάς από πλάνης οδού αυτών».

Το ύψος του αξιώματος, το μέγεθος της αποστολής του Πνευματικού – εξομολόγου και οι τεράστιες δυσκολίες που συνοδεύουν και συνδέονται με το έργο του, καθιστούν απόλυτα αναγκαίον οι επίσκοποι της Ελλαδικής Εκκλησίας να επιδεικνύουν μεγίστη προσοχή, όπως το συνιστά ο Μέγας Βασίλειος, και «μετά δοκιμασίας πλείονος» να αναθέτουν σε δεδοκιμασμένους κληρικούς το μεγάλο λειτούργημα της Ιεράς Εξομολογήσεως.

Γι’ αυτό θεωρείται απαραίτητος η ειδική χειροθεσία και το Ενταλτήριον των Επισκόπων γράμμα, διότι «ου πάντων εστίν οδηγήσαι και ετέρας ψυχάς, αλλ’ οις εδόθη η θεία διάκρισις» κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναϊτη.

Ο Πνευματικός, είτε άγαμος είτε έγγαμος, οφείλει να ζη πνευματικά, κατέχοντας «τα χαρίσματα τα κρείτονα» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 31). Να είναι άγιος!!! Δηλαδή το κατά δύναμιν καθαρός και αμόλυντος, αφού – κατά τον άγιον Συμεών τον Νέο Θεολόγο – άγιος και Πνευματικός πατήρ ταυτίζονται, διότι δεν μπορεί ο ιερεύς να είναι άγιος χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει πνευματικός, δηλαδή μέτοχος του Παναγίου Πνεύματος.

Ο δε όσιος Θεόγνωστος τονίζει επιγραμματικά ωρισμένα πράγματα, που πρέπει να μας βάλουν σε σοβαρές σκέψεις: «Αν δεν σου αποκαλύφθηκε από το Άγιο Πνεύμα ότι είσαι δεκτός, συ ο ιερεύς, σαν μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ως ισάγγελος στην ψυχή και στο σώμα, ΜΗΝ τολμάς να τελής τόσο ριψοκύνδυνα και άφοβα την φρικτή και πάναγνη ιεροτελεστία των θείων Μυστηρίων, την οποία και οι Άγγελοι σέβονται και πολλοί από τους Αγίους την απέφυγαν, σαν πανάχραντη, από μεγάλη ευλάβεια».

Αν δεν έχουμε αυτήν την ειδική πληροφορία που μας τονίζει ο όσιος Θεόγνωστος, πως θα ανταποκριθούμε «μεστοί όντες παθών» στις πολλαπλές και δυσβάστακτες απαιτήσεις λυτρωτικής αγωγής των ψυχών στο Μυστήριο της Μετανοίας και εξαγορεύσεως των λογισμών, που κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο είναι «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών»;

Γι’ αυτό ο Πνευματικός – ιερεύς πρέπει να μαθητεύη συνέχεια και με κάθε επιμέλεια στο «σχολείο» του Αγίου Πνεύματος! Και το Άγιο Πνεύμα, ως «πτυχίο»αυτού του «σχολείου», δεν δίδεται παρά σ’ όσους είναι πρόθυμοι να υποβληθούν σε κόπους και θυσίες, να υποστούν θλίψεις και να χύσουν ιδρώτα, δηλαδή να καταβάλουν το τίμημα της πίστεως και των έργων της. Αφού «άνευ κόπων και πόνων πολλών και ιδρώτων, βίας τε και στεναχωρίας και θλίψεως, ουδείς διήλθε τον σκοτασμόν της ιδίας συτού ψυχής, ουδέ το Φως του Πανάγιου Πνεύματος εθεάσαντο», τονίζει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.

Τότε, πως είναι δυνατόν να «άρχη ψυχών» ο κληρικός δια της ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΠΑΤΡΟΤΗΤΟΣ, αφού, ως γνωστόν, κατά τον άγιον Ιωάννη τον Χρυσόστομον, «το άρχειν ψυχών επιπονώτερον πάντων εστίν»; Γι’ αυτό και ο Πνευματικός δεν πρέπει να είναι τυχαίος, αλλά να εκλέγεται με προσοχή από τους Επισκόπους, που αγωνίζονται φιλότιμα για την πνευματική οικοδομή του ποιμνίου τους. Πάντως ο πνευματικός πρέπει να κοσμήται από την Χάρη της διακρίσεως, αγάπης και υπομονής και να κατέχη τα μυστικά του αοράτου πολέμου από τους δαίμονες και του ορατού από τα πάθη και τις αδυναμίες.

Γι’ αυτό και το έργο της ιεράς Εξομολογήσεως είναι δυσχερέστατο, υπευθυνο, επίπονο και λίαν επώδυνο. Η επιπολαία και ανεύθυνη αντιμετώπισις των θανάσιμων αμαρτημάτων των εξομολογουμένων, όπως και η υπερβολική και αδιάκριτη αυστηρότητα προς τους αμαρτήσαντας, μέχρι και εκδιώξεώς των από το εξομολογητήριο, μπορούν να κολάσουν και την ψυχή του Πνευματικού πατρός και του εξομολογουμένου.

Ο πολλαπλασιασμός των χριστιανών εκάστης Μητροπόλεως ηνάγκασε τον Επίσκοπό της να βοηθήται στο Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως και από τους πρεσβυτέρους. Πό τα μέσα του 3ου αιώνος βλέπουμε να υπάρχη «πρεσβύτερος επί της μετανοίας» (Σωκράτους, Αποστολικός κανόνας ΝΒ, P.G. 67,613-616).

Μυστήριο Μετανοίας – Εξομολογήσεως δεν έχουν οι Προτεστάντες, οι οποίοι ουδέποτε εξομολογούνται. Δεν δέχονται καθόλου τα λόγια του Κυρίου με τα οποία ίδρυσε το Μυστήριο και έδωσε αυτή την εξουσία της αφέσεως στους Μαθητές Του και Αποστόλους και αυτοί με την σειρά τους στους διαδόχους τους. Για να λύσουν όμως τα έντονα ψυχολογικά προβλήματα που δημιουργούνται από τις ενοχές της συνειδήσεως, έχουν αναπτύξει την Pastoral Psychology (την Ποιμαντική Ψυχολογία).

Στην ίδια όμως περίπτωση ανήκουν κι όλοι εκείνοι από τους Ορθοδόξους χριστιανούς που από μόνοι τους έχουν καταργήσει την ιερά Εξομολόγηση, ισχυριζόμενοι ή ότι δεν έχουν αμαρτίες και είναι καλοί άνθρωποι ή ότι εξομολογούνται μπροστά στην εικόνα του Χριστού! Μη μου πείτε ότι θα πάτε στην εικόνα να ζητήσετε συγνώμη και θα σας απαντήσει η εικόνα! Σας είπε καμιά εικόνα ποτέ «λελυμένος και συγκεχωρημένος» είσαι; δεν συγχωρούν οι εικόνες, μόνο το πετραχήλι του Πνευματικού, που είναι διάδοχος των Αποστόλων.

Αυτήν την εξουσία να συγχωρεί τις αμαρτίες την είχε ο Κύριος ως Θεός. Γι’ αυτό έλεγε «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου…ίνα δε ειδήτε ότι εξουσίαν έχει ο Υιός του ανθρώπου αφιέναι επί της γής αμαρτίας…(Μαρκ. β΄, 5 και 10-11)

Ο Κύριος την μεταβίβασε στους Αποστόλους και αυτοί στους Επισκόπους και δι’ αυτών στους πρεσβυτέρους. Έτσι λοιπόν η αγία μας Εκκλησία, μέσα από την Αποστολική διαδοχή, πήρε από τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστό την εξουσία να συγχωρεί αμαρτίες.


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ

Από την πείρα μου έχω διαπιστώσει ότι πολλοί από τους εξομολογουμένους προσέρχονται με πνεύμα ψυχαναλύσεως και όχι για να λάβουν την Χάρη του Θεού και την άφεση των αμαρτιών. Γι’ αυτό απαιτούν διάλογο, διάθεση πολλού χρόνου για συζήτηση, με λεπτομέρειες, που παίρνουν πολλές φορές την μορφή κουτσομπολιού, κατακρίσεως και το κυριότερο αποδίδουν ευθύνη στους άλλους.

Στην ψυχανάλυση μπορείς να αποδώσεις στους άλλους εύθηνη, γιατί το αισθάνεται ως ανάγκη η ψυχή σου. Στην ιερά Εξομολόγηση όμως την ευθύνη θα την πάρεις εσύ για να ξαλαφρώσεις. Σημασία δεν έχει κάτω από ποιες συνθήκες έγινε η πτώση. Σημασία έχει η αναγνώριση του λάθους. Μπορεί όλες οι συνθήκες να ήταν αρνητικές, αλλά όταν αναγνωρίσεις ότι φταις, τότε απαλλάσσεσαι από το βάρος την ενοχής, διαφορετικά το παίρνεις μαζί σου.

Όταν ο εξομολογούμενος πέφτει στα γόνατα και καταφεύγει στο πετραχήλι του Πνευματικού, συντρίβεται, κλαίει και ζητά συγχώρηση, τότε έρχεται η ευσπλαχνία του Αγίου Θεού μέσα από το πρόσωπο του ιερέως, ο οποίος με πολύ συμπόνια και αγάπη σκύβει στο μετανοημένο αμαρτωλό άνθρωπο, του λέει τον παρηγορητικό λόγο και του χαρίζει την άφεση από τον Θεό, κι έτσι ο άνθρωπος φεύγει λυτρωμένος, σωσμένος, ανάλαφρος, ειρηνικός και χαρούμενος. Η όψις του γίνεται φωτεινή και πολλές φορές αισθάνεται μια ανεξήγητη σωματική και ψυχική ελαφρότητα.

Αυτό το φαινόμενο είναι ένα ψυχικό βίωμα ελευθερίας και λυτρώσεως, το οποίο κανένας ψυχαναλυτής δεν μπορεί να το προσφέρει στον βασανιζόμενο από ποικίλες καταστάσεις και ενοχές άνθρωπο.

Αλλά και αυτοί που εξομολογούνται συχνά, διατρέχουν ένα μικρό κίνδυνο (φαίνεται μικρός αλλά δεν είναι): να καταντήσει η Εξομολόγησή του μια ξηρά συνήθεια, ένας ξηρός τύπος, μια άγονη απαρίθμηση των αμαρτημάτων τους, χωρίς συντριβή. Όχι συναισθηματισμούς και κροκοδείλια δάκρυα, αλλά αληθινή μετάνοια θέλει ο Θεός! Γι’ αυτό πολλές φορές μετά από μια τέτοια ξηρά απαρίθμηση των αμαρτημάτων επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια!

Πρέπει να είναι η Μετάνοιά μας μια βαθιά συντριβά στα πόδια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, απ’ όπου εν συνεχεία θα ριφθούμε στην ανοικτή και σπλαχνική αγκαλιά Του.

Θα κάνουμε εξαγόρευση των πτώσεών μας και ασφαλώς θα εκθέσουμε και τα προβλήματα και τις αγωνίες μας μέσα στην οικογένεια, τις πνευματικές μας ανησυχίες, τον αβάστακτο πόνο μας για την για την απομάκρυνση των παιδιών μας από την Εκκλησία, τις οικογενειακές μας συγκρούσεις και τραγωδίες, τις επιπτώσεις από τους χωρισμούς και τα διαζύγια, τους προβληματισμούς μας για την έκπτωση των ηθικών αξιών της ζωής και όλα εκείνα που κυριολεκτικώς τραυματίζουν θανάσιμα την ψυχή μας.

Γι’ αυτό και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνιστά: αποκαλύψτε στον Πνευματικό Ιερέα και τα πιο απόκρυφα μέρη της ψυχής σας, τις ανησυχίες σας και τα μεγάλα μυστικά της καρδιάς σας, με τον ίδιο τρόπο που φανερώνει ο άρρωστος στον γιατρό τα κρυφά τραύματά του, κι έτσι μόνο θα πάρετε την γιατρειά σας.

Στην Εξομολόγηση αφήνουμε την δική μας γνώμη στην άκρη. Γιατί καμιά φορά εξομολογούνται μερικοί και λένε: «Ξέρεις, πάτερ, έχω την γνώμη…» τι θα πει έχω την γνώμη; Αυτό είναι σαν να λέμε: «Θεέ μου, Εσύ καλά τα λες, αλλά εγώ όμως έχω αυτήν την γνώμη πως έτσι πρέπει να γίνει»!!!

Λοιπόν, σκύβοντας το κεφάλι δεχόμαστε με υπακοή την γνώμη και την συμβουλή της Εκκλησίας, όπως δίδεται από το στόμα του Πνευματικού. Η προτροπή και η απόφαση του Πνευματικού ιερέως είναι η φωνή του Θεού, είναι το θέλημά Του, είναι η εντολή Του, είναι η αγάπη Του.

Πηγαίνοντας στην ιερά Εξομολόγηση εκτός από την συντριβή πρέπει να μας κατέχει ο θείος φόβος και η ελπίδα. Θείος φόβος επειδή αμαρτήσαμε, επειδή λυπήσαμε τον Θεό, επειδή αυτοκτονούμε με την αμαρτία. Πρέπει να μας διακατέχει αυτός ο θείος φόβος, γιατί είμεθα ένοχοι, φταίχτες, ολιγόπιστοι, δίψυχοι, δειλοί, αμετανόητοι αμαρτωλοί… συντριβή πιθανόν να έχωμε, διότι αισθανόμαστε την αγριότητά μας, αλλά χρειάζεται και η ελπίδα ότι θα συγχωρηθούμε, ότι θα ξεπλυθούμε αν και ανάξιοι, θα γίνουμε και πάλι παιδιά του Θεού. Θα μας ανοιχθούν οι θείες αγκαλιές και από το στόμα του ουράνιου Πατρός και Θεού θα ακούσουμε: Ντύστε αυτό το παιδί μου την στολή την πρώτη και βάλτε του στο χέρι το δακτυλίδι της υιοθεσίας και σανδάλια στα πόδια του, αφού προηγουμένως λούσετε και καθαρίσετε αυτό. Διότι «ο υιός μου ούτως νεκρός ην και ανέζησε, απολωλός ην και ευρέθη». Νεκρός από την αμαρτία, που αναστήθηκε με την μετάνοια. Δεν προσερχόμεθα όμως με την διάθεση της υπακοής ούτε και με πνεύμα τεταπεινομένο και συντετριμμένο στον Πνευματικό, αλλά προβάλλουμε αιτήματα και γνώμες σαν να μας έχει υποχρέωση ο Θεός. Εμείς έχουμε υποχρέωση σ’ Αυτόν!!! 
Εμείς είμαστε οι κατάδικοι κι Αυτός έρχεται στην δική μας θανατική καταδίκη και σταυρώνεται για μας και μας ελευθερώνει δωρεάν κι έχουμε απαιτήσεις από τον Θεό… η Μετανοία είναι ανάστασις, είναι ζωή, είναι φως, είναι η χαρά της Εκκλησίας, είναι η χαρά των Αγγέλων, είναι η χαρά των Ουρανών, είναι η χαρά του Κυρίου μας.

Ακόμη παρατηρείται ότι αρκετές φορές οι χριστιανοι που προσέρχονται στην ιερά Εξομολόγηση συμπλέκουν τις αμαρτίες τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είμεθα Τοπογράφοι ή Πολιτικοί Μηχανικοί, Αρχιτέκτονες, Εργολάβοι, Δικηγόροι, Συμβολαιογράφοι, Ποινικολόγοι, Δικαστές, Γιατροί με ειδικότητα Παθολόγου, Χειρούργου, Ογκολόγου, Γυναικολόγου, Ψυχιάτρου ή Κοινωνικοί λειτουργοί ή γραφείο ευρέσεως εργασίας και πλήθος άλλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων.

Η Εκκλησία είναι το κατ’ εξοχήν θεραπευτήριο ψυχών με «διευθυντάς τμημάτων» τους Επισκόπους και βοηθούς γιατρούς τους Πρεσβυτέρους, Άρα το εξομολογητήριο είναι ιατρείο ψυχών. Και δεν θεραπεύονται μόνο οι θανάσιμες πληγές που προκαλούν οι αμαρτίες, αλλά και ότι προκαλεί κατάθλιψη, άγχος, ανασφάλεια, ανησυχία, φοβίες, αγωνίες και άλλες νοσηρές ψυχοσωματικές ταραχές, αρκεί να υπάρχει αληθινή συναίσθηση της αμαρτωλότητος, αληθινή μετάνοια και ειλικρινής Εξομολόγηση μέχρι και λογισμών.

Αν η ψυχή του μετανοούντος γεμίσει παράκληση από το Πανάγιο Πνεύμα και φωτισμό – Φως από τον Σωτήρα Χριστό, τότε ουδεμία του δαίμονος προσβολή ή της κακίας του κόσμου επίθεσις μπορεί να διαταράξει την ψυχική υγεία που απέκτησε από το λουτρό των δακρύων και της Μετανοίας, είναι επιπλέον μέλος του Σώματος της Εκκλησίας του Χριστού και κοινωνός της Θείας Χάριτος.
Ακόμη και οι αγωνίες του είδους: πως θα πληρωθούν τα υπέρογκα χρέη μου; ή τι θα κάνω με εκείνους που δεν πληρώνουν τα κοινόχρηστα ή το ενοίκιο; ή με τον γιο – κόρη μου που δεν θέλει να παντρευτεί, ή με το παιδί μου που έμπλεξε με ναρκωτικά και που είναι πολύ οδυνηρό, ή και το οδυνηρότερο πως θα ξεπεράσω τον αβάστακτο πόνο του χαμού του παιδιού μου, και πλήθος άλλων ακατανόμαστων προβλημάτων, όλα έχουν την λύση του μέσα στο πνευματικό ιατρείο της ιεράς Εξομολογήσεως και της θείας Λατρείας.

Ο διακριτικός Πνευματικός, ο γεμάτος αγάπη, καλωσύνη, συγκατάβαση, ταπείνωση, θα σκύψει με την Χάρη του Θεού, θα παρηγορήσει θα συγκλαύση και και θα συμπονέσει, προσευχόμενος προς τον Θεό, που είναι όλος Αγάπη, όλος σπλάχνα οικτιρμών, για να δροσίσει και να θεραπεύσει «πάσα νόσον» ψυχής και σώματος και τον βαθύ πόνο της καρδιάς του προσερχομένου εν μετανοία και για να δώσει την λύση των προβλημάτων που καίνε. «Εγγύς ο Κύριος» και το θαύμα ακολουθεί!!!

Ο παραλογισμός των προληπτικών χριστιανών και προσερχομένων στο εξομολογητήριο χωρίς Μετάνοια είναι ότι θεωρούν τον Πνευματικό ιερέα σαν ένα είδος «μάγου», που με κάποιο «μαγικό ραβδί» θα τους λύσει ως δια μαγείας όλα τα καυτά τους προβλήματα και ειδικά τα συναισθηματικής φύσεως ή και προδοσίας – λιποταξίας συζήγων, ή και ασυμφωνίας, γκρίνιας, συγκρούσεων μπροστά στα παιδιά τους και άλλα πολλά.

Προσωπικά αισθάνομαι μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση νέων ή νεανίδων που είναι εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά. Οι συμβουλές για προσευχή, νηστεία, εκράτεια, εκκλησιασμό, εξομολόγηση και γενικά για πνευματικό αγώνα σπανίως αποδίδουν καρπούς κυρίως από τους χρήστες.

Η σύσταση προς τους γονείς και οικείους να οδηγηθούν οι νέοι σε ειδικές κοινότητες απεξαρτήσεως με την ταυτόχρονη συνειδητή αλλαγή τρόπου ζωής και επιστροφής των στην εκκλησία του Χριστού με αληθινή μετάνοια (γονέων και οικείων), πτερώνει την ελπίδα κι έρχεται η από Θεού λύση.

Μερικοί χριστιανοί απαιτούν να τους κάνουμε ερωτήσεις. Μα το εξομολογητήριο δεν είναι ούτε ανακριτική έδρα ούτε δικαστική. Επίσης, εύκολα διακρίνουμε την μεταφορά πτώσεων σε τρίτους, άλλοτε με υπεκφυγές, άλλοτε με δικαιολογίες και άλλοτε με λεπτομερή και πολύλογη περιγραφή αυτών των αμαρτημάτων. Το «είμαι μεγάλος αμαρτωλός» ή «έχω κάνει όλες τις αμαρτίες του κόσμου», αυτή η αόρατη γενικολογία δεν είναι εξομολόγηση. Πρέπει να είμεθα σύντομοι, συγκεκριμένοι και σε κατάσταση αληθινής μετανοίας, δακρύων, συντριβής και απλότητος. Υπάρχουν όμως και κάποιοι ολίγοι ευτυχώς εξομολογούμενοι που μας κάνουν κήρυγμα και καταλήγουν στην απαρίθμηση της «καλής» τους διαγωγής και των «καλών» τους έργων!!!

Εν τούτοις, παρά τα πολλαπλά σύγχρονα προβλήματα στο μυστήριο της Εξομολογήσεως βρίσκουν ανακούφιση και λύτρωση μυριάδες ψυχές πιστών ορθοδόξων χριστιανών σε όλο τον κόσμο. Εδώ οφείλω να αναφέρω την ομολογία πολλών πνευματικών και να τελείως το πενιχρό αυτό πόνημα: όταν ο Πνευματικός βιώνει τον φωτισμό της Θείας Χάριτος, τότε ο ουρανός κάνει θαύματα… Ο πνευματικός αλλοιώνεται από την Θεϊκή ενέργεια και «ορά» ακατάληπτως και την καλή αλλοίωση της ψυχής του προσερχομένου εν μετανοία στην εξομολόγηση.

Και μην ξεχνούμε: «χαρά γίνεται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι». 
Αμήν.

Του Πρωτοπρ. Στεφάνου Κ. Αναγνωστοπούλου

Τι είναι αμαρτία και τι μας πρόσφερε ο Χριστός.



Ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο ασθενή ώστε να αμαρτάνει εξαιτίας της ασθένειας, όπως συμβαίνει τώρα. Και ότι άλλη είναι η αμαρτία του Αδάμ και άλλες οι αμαρτίες τις οποίες διαπράττουμε εμείς. Τι είναι αμαρτία και τι μας πρόσφερε ο Χριστός. Και ότι γι’ αυτό το σκοπό έγινε ο Θεός άνθρωπος, για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου,
Κεφάλαιο Θ’.
Δες την αμαρτία που διέπραξε ο Αδάμ ενώ καθόταν στη δόξα και στην απόλαυση του παραδείσου, και δεν θα βρεις καμιά ανάγκη ή ασθένεια ή πρόφαση καθόλου εύλογη, παρά μόνο καταφρόνηση της εντολής και την αγνωμοσύνη και αχαριστία και αποστασία προς αυτόν τον ίδιο που τον δημιούργησε από το χώμα. Υπήρξε όμως αφορμή μεγάλης συγγνώμης γι’ αυτόν, το ότι όχι εθελουσίως και από μόνος του αλλά δέχθηκε τη συμβουλή από αυτόν που τον εξαπάτησε· υπήρξε επίσης αφορμή το ότι περιβαλλόταν σάρκα. Και η συγγνώμη δόθηκε, πρώτον μεν, διότι απατήθηκε, δεύτερον δε, διότι ασθένησε. Διότι επειδή έγινε κατά τη φύση ασθενής, και ευμετάβολος εξαιτίας της ταλαιπωρίας, δεν μπόρεσε να επαρθεί και να αποστατήσει όπως ο άσωτος διάβολος και οι άγγελοί του.
Και τώρα άγοντας την ασθένεια φυσική ο άνθρωπος και εξαιτίας της αμαρτάνοντας, γίνεται ευγνώμων και χωρίς να θέλει· και ατενίζοντας προς τον Θεό, ζητεί αυτά τα δύο, συγχώρηση και δύναμη. Τη μεν για όσα αμάρτησε – διότι αν και λόγω ασθενείας συμβαίνουν τα παραπτώματα, αλλ’ έπρεπε να αντισταθεί μέχρι αίματος εναντίον της αμαρτίας -, τη δε δύναμη, ώστε αφού δυναμωθεί εκ Θεού, με τη χάρη του Χριστού και δωρεάν, ούτε να θέλει ή να μπορεί να αμαρτάνει, και να ενισχυθεί ώστε να γίνεται ευάρεστος στον Θεό.
Κανείς από μας δεν αμάρτησε όμοια με την παράβαση του Αδάμ, αλλ’ ούτε μπορεί να διαπράξει, την ίδια αμαρτία, επειδή ούτε άλλος άνθρωπος δημιουργήθηκε όπως ήταν εκείνος, χωρίς καμιά έλλειψη, χωρίς λύπη, απαλλαγμένος από κάθε φυσική ανάγκη. Ποιά λοιπόν ήταν η τιμωρία της αμαρτίας εκείνου; Κάθε στέρηση και η ολική φυσική ανάγκη της φύσεως, πείνα, δίψα, ανάγκη τροφής και ποτού, αίσθηση κρύου στο ψύχος και θερμότητας στον καύσωνα, ανάγκη ενδυμάτων και σκεπασμάτων, κόπος και πόνος και ιδρώτας εξαιτίας της ανάγκης. Έπειτα τί ακολούθησε; Ενώ τα χρειαζόταν όλα αυτά, δεν έδειξε υπομονή κι ευγνωμοσύνη. Κάθε άνθρωπος που έρχεται στη ζωή, έχοντας άγνοια της αμαρτίας του προπάτορα, εξαιτίας τις οποίας συμβαίνουν σε όλη την ανθρώπινη φύση αυτές οι πρόσκαιρες τιμωρίες, γίνεται θρασύς και θέλει να βρει άνεση με την πλεονεξία και την αρπαγή των ξένων πραγμάτων και την αδικία.
Αυτές λοιπόν είναι οι αμαρτίες μας: Δεν ανεχόμαστε τις τιμωρίες, δεν ευγνωμονούμε, δεν καρτερούμε, αλλά αντιστεκόμαστε κατά κάποιο τρόπο ως εχθροί του Θεού στην απόφαση του Κυρίου που παγιώθηκε στη φύση μας και λέει: «Με τον ιδρώτα του προσώπου θα τρως το ψωμί». Αγωνιζόμαστε μεν, δεν τα καταφέρνουμε όμως, διότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ούτε τους ιδρώτες γι’ αυτά. Γι’ αυτό είναι μακάριος εκείνος που υπομένει αυτές τις πρόσκαιρες τιμωρίες, στις οποίες καταδικάστηκε να ζει εξαιτίας της αμαρτίας του προπάτορα. Και ακριβώς λόγω αυτών των τιμωριών χαρίστηκε ο θάνατος από τον αγαθό Θεό στους πάσχοντες, ώστε όσοι υπομένουν ευχαρίστως τις πρόσκαιρες αυτές ακούσιες τιμωρίες να αναπαυθούν, και να αναστηθούν και να δοξαστούν χάρη στον δεύτερο Αδάμ τον αναμάρτητο Ιησού Χριστό ως Θεό, ο οποίος παραδόθηκε στο θάνατο για τα παραπτώματα μας και αναστήθηκε για να δικαιωθούμε. Διότι ο Θεός με το να γίνει άνθρωπος έφερε στους ανθρώπους αυτές τις δύο μεγάλες ευεργεσίες: το ότι ένωσε τη θεία φύση με την ανθρώπινη φύση ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να γίνει θεός, και το, μετά που θα γίνει θεός ο άνθρωπος, να του εμπιστευθεί το μυστήριο της Τριάδος. Και αυτός που αξιώθηκε τόσο μεγάλες ευεργεσίες, πώς είναι δυνατόν να αμαρτάνει; Καθώς λέει και ο επιστήθιος φίλος του Χριστού Ιωάννης, ότι «δεν μπορεί να αμαρτάνει, διότι έχει γεννηθεί απ’ τον Θεό.»
Αμαρτία είναι τα πονηρά κινήματα και διανοήματα του νου, και όσα έργα εκτελούνται ή με τα χείλη ή με τις πράξεις. Αυτός λοιπόν που σκέπτεται άλλοτε μεν πονηρά άλλοτε δε αγαθά, και αυτός που λαλεί άλλοτε μεν πονηρά άλλοτε δε αγαθά, και αυτός που εργάζεται άλλοτε μεν πονηρά άλλοτε δε αγαθά, είναι όμοιος με αυτόν που άλλοτε εισέρχεται στο ναό του Θεού, ενώ άλλοτε στο ναό των ειδώλων. Πρέπει όμως πάντοτε και να σκέπτεται και να λαλεί και να πράττει αγαθά, διότι «οικία που χωρίζεται σε αντιμαχόμενα μέρη, δεν είναι δυνατόν να σταθεί». Είναι δε αδύνατον να κάνουμε πάντοτε αγαθές σκέψεις, από τις οποίες προέρχονται όσα λέμε και πράττουμε, αν προηγουμένως ο Χριστός δεν ενοικήσει στο νου. Αδύνατον! Γι’ αυτό πρέπει να μεριμνήσουμε να διορθωθούμε. Ο ίδιος ο Ιωάννης ο Θεολόγος λέει: «Για τον σκοπό αυτό φανερώθηκε ο Υιός του Θεού, για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου.» Και έργα του διαβόλου είναι κάθε αμαρτία, φθόνος, ψεύδος, δόλος, μίσος, έχθρα, διαμάχη, μανία, συκοφαντία, θυμός, οργή, αλαζονεία, κενοδοξία, ασπλαχνία, πλεονεξία, αρπαγή, αδικία, επιθυμία ανόητη, θυμός παράλογος, ψιθυρισμός, καταλαλιά, υπερβολικός ζήλος, φιλονικία, λοιδορίες, ειρωνείες, δοξομανίες, επιορκίες, καταφρόνηση Θεού, αναίδεια, και οτιδήποτε κακό.
Όσοι λοιπόν ονομαζόμενοι χριστιανοί πράττουν τα έργα του διαβόλου, επειδή γι’ αυτούς η φανέρωση του Υιού του Θεού δεν έλυσε τα έργα αυτά, ποιό το όφελος τους από το ότι ονομάζονται χριστιανοί; Και εάν λέει κάποιος ότι μερικοί τέτοιοι ερμηνεύουν τις θείες Γραφές και θεολογούν και ομιλούν για τα ορθόδοξα δόγματα, αυτό είναι μάλλον ένα είδος ασέβειας. Διότι δεν λέει η Γραφή ότι γι’ αυτό φανερώθηκε ο Υιός του Θεού, για να θεολογούν και να ορθοδοξούν, αλλά για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου. Πρέπει πρώτα να καθαριστεί η βρομιά και έπειτα να χυθεί το μύρο, ώστε να μη μιανθούν τα άγια μύρα και, αντί ευχάριστης οσμής, αποπνέουν δυσωδία. Ο Υιός του Θεού δεν φανερώθηκε για να γίνει πιστευτή ή να δοξαστεί ή να θεολογηθεί η Αγία Τριάδα και θεότητα, αλλά για να καταλύσει τα έργα του διαβόλου. Και αφού καταλυθούν αυτά για καθέναν που πιστεύει σ’ αυτόν, να εμπιστευτεί σε κάθε πιστό τα μυστήρια της θεολογίας και των Ορθοδόξων δογμάτων. Διότι όσοι δεν ελευθερώθηκαν από τα έργα του διαβόλου με τη φανέρωση του Υιού του Θεού αλλά είναι ακόμη επιρρεπείς προς ατιμία και βλασφημία του Θεού, αποκλείονται και να εισέλθουν στο ναό του Κυρίου και να ψάλλουν στον Θεό, ωσαύτως και να ερμηνεύουν, αλλά και να αναγινώσκουν τις θείες Γραφές, καθώς έχει γραφεί: «Ο Θεός είπε στον αμαρτωλό, γιατί απαγγέλλεις τις εντολές μου κι έχεις στο στόμα σου τη διαθήκη μου; συ μίσησες την παιδαγωγία και απέρριψες τους λόγους μου.»
Αυτός που δεν υπακούει στους νόμους του Θεού, μισεί την παιδεία που προέρχεται από τους λόγους του Κυρίου και φράζει τα αυτιά του, να μην ακούσει λόγο για την έσχατη ανταπόδοση των αμαρτωλών ή για το αιώνιο εκείνο πυρ ή για τις κολάσεις στον άδη κι εκείνη την αιώνια καταδίκη, από την οποία δεν είναι δυνατόν να ξεφύγει αυτός που καταδικάστηκε άπαξ διά παντός. Και αυτός που δεν έχει πάντοτε, με όλη την ισχύ και δύναμη της ψυχής του, προ των οφθαλμών του τις εντολές του Θεού και δεν τις τηρεί αλλά τις καταφρονεί και προτιμά και πράττει τα αντίθετα, αυτός είναι που απορρίπτει τους λόγους Του. Και θα κάνω σαφές αυτό που λέω με ένα παράδειγμα. Όταν ο μεν Θεός προ¬στάζει και ρητώς φωνάζει «Μετανοείτε, διότι πλησιάζει η βασιλεία των ουρανών», και πάλι: «Φροντίστε να μπείτε απ’ τη στενή πύλη», αυτός δε που τα ακούει αυτά, όχι μόνο δεν έχει την πρόθεση να μετανοήσει και να βιάσει τον εαυτό του να εισέλθει διά της στενής πύλης, αλλά και περνά όλες τις μέρες του μετεωριζόμενος και διασκορπίζοντας την ψυχή ή και προσθέτοντας κάθε ώρα κακά στα κακά του και επιζητώντας άνεση του σώματος και φροντίδα παραπάνω από όσο χρειάζεται – το οποίο είναι μάλλον σημάδι της πλατιάς και ευρύχωρης οδού, και όχι της στενής και τεθλιμμένης που οδηγεί στην αιώνια ζωή -, αυτός λοιπόν και ο τέτοιας λογής απορρίπτει τους λόγους του Θεού και κάνει τα δικά του θελήματα μάλλον δε εκείνα του διαβόλου. Διότι λέει: «Εάν έβλεπες κλέφτη, έτρεχες μαζί του και με μοιχούς είχες δοσοληψίες· ενώ καθόσουν κατελάλεις εναντίον του αδελφού σου και κατά του γιου της μάνας σου έβαζες εμπόδια· νόμισες ανόητα ότι είμαι όμοιός σου· θα σε επιπλήξω και θα βάλω μπροστά στα μάτια σου τις αμαρτίες σου· κατανοήστε αυτά όσοι λησμονήσατε τον Θεό.»
Βλέπεις ότι ένας τέτοιας λογής άνθρωπος λησμόνησε τον Θεό; Εκείνος είναι που θυμάται τον Θεό, όποιος ελευθερώθηκε από τα έργα του διαβόλου, όχι όποιος ενώ είναι ακόμη δέσμιος στα έργα του διαβόλου περιγράφει τα θεία. Γιατί αυτός είναι άξιος για κόλαση βαρύτερη και από αυτή των αθέων, επειδή ενώ γνώρισε τον Θεό όπως διηγείται, δεν τον δοξάζει ως Θεό αλλά τον υβρίζει με το να πράττει τα έργα του διαβόλου. Αυτός είναι εχθρός τού Θεού, κι αν ακόμη νομίζει ότι είναι ακριβής δάσκαλος των δογμάτων και της ορθόδοξης θεολογίας, αν και αυτό είναι αδύνατον. Γιατί πώς είναι δυνατόν να βλέπει ορθά νους που είναι θολωμένος από μολυσμένη συνείδηση;

(Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, Αλφαβητικά κεφάλαια, έκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, σ. 133-141) 



«Πρέπει να προσευχόμαστε με πίστη!»



«Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται με πίστη, υποχρεώνει τον Θεό κατά κάποιο τρόπο για την πίστη του αυτή να του εκπληρώσει το αίτημά του»

- Γέροντα, μένει ψυχρή η καρδιά μου στην προσευχή.

Είναι γιατί ο νους δεν δίνει τηλεγράφημα στην καρδιά. Ύστερα στην προσευχή χρειάζεται να εργασθεί κανείς δεν μπορεί από την μια στιγμή στην άλλη να φθάσει σε κατάσταση, ώστε να μη φεύγει καθόλου ο νους του.Θέλει υπομονή. Βλέπεις, άλλος χτυπάει την πόρτα, ξαναχτυπάει, περιμένει, και μετά ανοίγει η πόρτα. Εσύ θες να χτυπήσεις μια και να μπεις μέσα. Δεν γίνεται έτσι.

Στην προσευχή χρειάζεται επιμονή. «Και παρεβιάσαντο αυτον» (Λουκ. 24, 25), λέει το Ευαγγέλιο για τους δύο Μαθητές που συνάντησαν τον Χριστό στον δρόμο προς Εμμαούς. Έμεινε ο Χριστός μαζί τους, γιατί είχαν μια συγγένεια με τον Χριστό και το δικαιούνταν. Είχαν ταπείνωση, απλότητα, καλοσύνη, θάρρος με την καλή έννοια, όλες τις προϋποθέσεις, γι' αυτό και ο Χριστός έμεινε μαζί τους.

Πρέπει να προσευχόμαστε με πίστη για κάθε ζήτημα και να κάνουμε υπομονή, και ο Θεός θα μιλήσει. Γιατί, όταν ο άνθρωπος προσεύχεται με πίστη, υποχρεώνει τον Θεό κατά κάποιο τρόπο για την πίστη του αυτή να του εκπληρώσει το αίτημά του. Γι' αυτό, όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό, να μη «διακρινώμεθα» και θα εισακουσθούμε. «Να έχετε πίστη χωρίς να διακριθείτε» (Ματθ. 21, 21), είπε ο Κύριος. Ο Θεός ξέρει να μας δώσει αυτό που ζητούμε, ώστε να μη βλαφτούμε πνευματικά.

Μερικές φορές ζητούμε κάτι από τον Θεό, αλλά δεν κάνουμε υπομονή και ανησυχούμε. Αν δεν είχαμε δυνατό Θεό, τότε να ανησυχούσαμε. Αλλά αφού έχουμε Θεό Παντοδύναμο και έχει πάρα πολλή αγάπη, τόση που μας τρέφει και με το Αίμα Του, δεν δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε.

Μερικές φορές δεν αφήνουμε ένα δύσκολο θέμα μας στα χέρια του Θεού, αλλά ενεργούμε ανθρώπινα. Όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό και κλονίζεται η πίστη μας και θέλουμε να ενεργήσουμε ανθρωπίνως στα δυσκολοκατόρθωτα, χωρίς να περιμένουμε την απάντηση στο αίτημά μας από τον Θεό, είναι σαν να κάνουμε αίτηση στον βασιλέα Θεό και την παίρνουμε πίσω, την ώρα που Εκείνος απλώνει το χέρι Του, για να ενεργήσει.

Τον παρακαλούμε πάλι, αλλά και πάλι κλονίζεται η πίστη μας και ανησυχούμε και επαναλαμβάνουμε το ίδιο. Έτσι διαιωνίζεται η ταλαιπωρία μας. Κάνουμε δηλαδή σαν εκείνον που κάνει μια αίτηση στο Υπουργείο και ύστερα από λίγο μετανιώνει και την αποσύρει. Ξαναμετανιώνει, την υποβάλλει μετά από λίγο πάλι την αποσύρει. Η αίτηση όμως πρέπει να μείνει, για να παίρνει την σειρά της...

Γέροντας Παΐσιος

Από το βιβλίο «Περί Προσευχής»


Το μυστικό για να ακουστεί η προσευχή σου!

-Θέλεις ν' ακούει παρευθύς ο Θεός την προσευχή σου, αδερφέ;
Λέγει ο αββάς Ζήνων:
- Σαν σηκώνεις τα χέρια σου στον ουρανό, προσευχήσου πρώτα απ' όλα, με την καρδιά σου για τους εχθρούς σου και ο Θεός θα σου δώσει γρήγορα ό,τι άλλο του ζητήσεις.

http://agiatriadavyrona.gr

«Και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα, μετά παρρησίας, ακατακρίτως, τολμάν επικαλείσθαι σε τον επουράνιον Θεόν Πατέρα και λέγειν, Πάτερ ημών …»



Πατέρα! Μια λέξη που σημαίνει σχέση, στοργή, δυναμικότητα, ενδιαφέρον.
Το Θεό, πατέρα! Πώς να το πεις όταν δεν το έχεις νοιώσει; 
Κι αν το ένοιωσες πώς μπορείς να δεχτείς πως είναι τιμωρός, απρόσιτος δικαστής, ξένος και ψυχρός;
Ο π. Παύλος Εγγλεζάκης γράφει: 
«Να γίνεις ξανά παιδί, σημαίνει να μάθεις να λες στον Θεό: «Πατέρα». Κανείς δεν θα μπει στη Βασιλεία του Θεού απ’ όσους δεν ένιωσαν από τα βάθη του είναι τους ν’ ανεβαίνει προς τον Θεό η φωνή, «Πατέρα»! 
Όποιος δεν άκουσε από το Πνεύμα τη μαρτυρία της υιοθεσίας του από τον Πατέρα, ποια θέση θα’ χει στο πατρικό τραπέζι;»
Η Θεία Λειτουργία μάς μαθαίνει να γινόμαστε παιδιά, σ’ όποια ηλικία κι αν είμαστε. Η προσφώνηση «Πατέρα» μάς φέρνει σε κατάσταση αναμονής της βοήθειάς Του, της αγάπης Του, της συνάντησής Του.
Μόνο με την καταδεκτικότητα και τη χάρη Του θα μπορέσουμε να κοινωνήσουμε. Γι’ αυτό το «Πάτερ ημών» είναι η προσευχή που κατά κάποιο τρόπο θα λέγαμε «καλοπιάνει» τον Θεό και μας περιμένει. Είναι η προσευχή που μας δίδαξε να λέμε! Η προσευχή που του αρέσει ν’ ακούει. Η θαυμάσια προσευχή που συμπυκνώνει όλα τα αιτήματα της ψυχής του ανθρώπου.

Από το βιβλίο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ, 
έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Αγίας Τριάδος 
Μετόχι Ι. Μονής Μαχαιρά.

ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ (ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)



Ήταν Χριστούγεννα του 2006. Ο κυρ- Νικόλας δήλωσε ρητά στην σύζυγό του:
- Θα πάμε στην Παναγία – όπως θέλεις- ,αλλά θ' ανάψουμε ένα κερί και θα φύγουμε αμέσως!
(Ψυχρότητα; Αδιαφορία; Ο Θεός γνωρίζει. Η ψυχή του όμως ήταν καλή, και η Παναγία Μητέρα θέλησε να τον βοηθήσει. )
Μόλις λοιπόν βγήκε από την Εκκλησία, αφού άναψε το κερί και κατηφόριζε το καλντερίμι με την σύζυγο για να φύγει, άκουσε μία φωνή να τον φωνάζει :
- Νίκο!
Γύρισε και κοίταξε ξαφνιασμένος. Δεν υπήρχε γύρω κανείς! Προχώρησε πάλι λίγο κι άκουσε πάλι τα' όνομά του:
- Νίκο!
Μια φωνή απαλή αλλά καθαρή. Προβληματίστηκε και σταμάτησε για λίγο. Η γυναίκα του τον κοιτούσε παραξενεμένη. Τελικά ξαναπροχώρησε, αλλά τότε η φωνή ακούστηκε πιο έντονη, κάπως σαν με παράπονο!
- Νίκο, που πας;
Συγκλονίστηκε και δάκρυσε, έπιασε απ' το χέρι τη γυναίκα του και της είπε με κομένη από την συγκίνηση φωνή:
- Γυναίκα, πάμε πίσω στην Εκκλησία. Η Παναγία με φωνάζει! Τρεις φορές την άκουσα! Μου είπε: "Που πας Νίκο;" Έχει δίκιο! Που μπορεί να είναι καλύτερα από την Θεία Λειτουργία;
Και πρόσθεσε:
- Συγχώρεσέ με Παναγία μου! Περιφρόνησα την θυσία του Υιού Σου κ Εσένα. Σου γύρισα την πλάτη. Συγχώρεσέ με, έρχομαι, έρχομαι!
Από τότε έγινε τακτικός στον εκκλησιασμό του. Τα δε Χριστούγεννα σε ανάμνηση του γεγονότος εκκλησιάζεται στο μοναστήρι.
Το γεγονός το αφηγήθηκε το εν λόγω ζευγάρι , τα Χριστούγεννα του 2008.
Μας δίνει δε αφορμές ν' αναλογιστούμε και να θαυμάσουμε την σωτήρια φροντίδα της Θεομήτορος κυρίως για τη σωτηρία των ψυχών μας. Θεραπεύει σώματα και ψυχές σε όσους με πίστη ζητούν το έλεός της! Τα θαύματα Της πύκνωσαν , ίσως γιατί πύκνωσαν και οι ασθένειες. Αλλά «Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Xάρις». Αρκεί να υπάρχει ειλικρινής μετάνοια και εκζήτηση του θείου ελέους. Τότε πάντοτε ενεργεί το έλεος του Θεού, αλλά με τα αλάνθαστα κριτήριά Του, προς το συμφέρον των ψυχών...

Για την πίστη, την προσευχή και την άσκηση



Πάρα πολύ δίδασκε ό στάρετς το λαό περί της πίστεως στον Θεό και στη Θεία Πρόνοια. Έλεγε: «Στη βάση της σωτηρίας της ψυχής βρίσκεται ή πίστη. Ή πίστη στην υπόθεση της σωτηρίας μας είναι το θεμέλιο στην οικοδομή. Όπου δεν υπάρχει πίστη, εκεί κυριαρχούν αχαλίνωτα πάθη πού έλκουν τον άνθρωπο στην άβυσσο του κακού. Ή πίστη είναι το μεγαλύτερο αγαθό στην επίγεια ζωή. Ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Με την δυνατή πίστη ό άνθρωπος όλα μπορεί να τα κάνει. Όπως λέγει ό άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης: «Σε πολεμούν δυνατοί, αόρατοι και ακοίμητοι εχθροί; Θα νικήσεις! Σε πολεμούν εχθροί εξωτερικοί, ορατοί; Θα νικήσεις! Σε τυραννούν τα πάθη; Θα τα υπερνικήσεις! Σε πνίγουν τα πάθη; Θα τα αποτρέψεις! Έχασες το θάρρος σου; Θα λάβεις από τον Θεό ανδρεία! Όλα μπορείς να τα νικήσεις με την πίστη και να κερδίσεις την Βασιλεία των Ουρανών. Πιστεύετε στον Θεό, προσεύχεσθε σ’ Αυτόν, κάμετε έργα αγαθά. Αυτά τα τρία φτερά θα μας ανυψώσουν στον θρόνο του Θεού».

Στην προσευχή ό στάρετς έδινε ιδιαίτερη σημασία. Έλεγε: «Δεν υπάρχει μεγαλύτερο έργο στη γη από την προσευχή. Ή προσευχή γέννα και τις υπόλοιπες αρετές. Οι άγιοι Πατέρες είχαν σαν νόμο να βιάζουν τον εαυτό τους στην προσευχή: στον σπίτι, στην εκκλησία, στις δουλειές, στον περίπατο, κάθε ώρα και στιγμή. Πρέπει να μιλάμε με τον Θεό απλά, όπως το παιδί με τον πατέρα του. Δεν πρέπει να κάμεις το σοφό κατά την προσευχή! Να φοβάσαι να προφέρεις το αγιότατο όνομα Του, χωρίς συμμετοχή του νου και της καρδιάς. Όποιος παρίσταται ενώπιων του Θεού απρόσεκτα, πολύ περισσότερο με αμέλεια, το μόνο πού κάνει είναι να λυπεί τον Θεό και να μη λαμβάνει ευλογία, αλλά κατάκριση. Λέγεται στην αγία Γραφή: «Επικατάρατος πάς ό ποιών το έργον του Κυρίου αμελώς». Αντιθέτως, όποιος, έστω και λίγο, προσεύχεται στον Κύριο αλλά με ειλικρινή, αληθινή πίστη, λαμβάνει ανέκφραστη χαρά.

Ή προσευχή είναι ή ευθυμία της ψυχής. Δεν έχεις χρόνο για προσευχή; Πέσε στα γόνατα και πες σύντομα: «Κύριε, δέξου το ξέσπασμα της ψυχής μου σαν δοξολογία και ευχαριστία μου σε Σένα και άκουσέ με τον ανάξιο», αλλά κάμε το με αίσθημα θέρμης αφοσιώσεως στον Κύριο, με το αίσθημα του άνθρωπου ό όποιος, αν και είναι βιαστικός, επιδιώκει, έστω και για μια στιγμή, να αφιερωθεί ολόκληρος, χωρίς κανένα υπόλοιπο, στον Κύριο. 
Πραγματικά, το έργο της προσευχής δεν έχει σχέση με την διάρκειά της, αλλά με την θερμότητά της. Και ή θερμότητα αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ ακόμη και στους τελειότερους πιστούς. Στάσου στην προσευχή ως κατάκριτος αμαρτωλός και αναχώρησε ελεημένος και δικαιωμένος. Αύτη ή προσευχή ανεβάζει τον άνθρωπο στον ουρανό.

Όταν προσευχόμαστε στον Κύριο, τότε ή Μητέρα του Θεού χαίρεται και ευχαριστεί τον Υιό Της πού προσελκύει τις καρδιές μας στην προσευχή και πάντοτε μας βοηθεί, αν ζητούμε την βοήθειά Του. Μη λησμονείτε να παρακαλείτε την Βοήθεια και Προστασία μας.

Ό π. Σάββας δεν επιβάρυνε το λαό με μεγάλους κανόνες προσευχής, αλλά δίδασκε όπως ό όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ: «Είναι καλύτερο να τηρείτε λίγα, αλλά με θερμότητα και ευλάβεια. Ό Θεός δεν χρειάζεται τον τύπο αλλά την ουσία. Εκείνος χρειάζεται την καρδιά μας».

Ό όσιος Σεραφείμ με εντολή της Βασίλισσας των Ουρανών έδωσε νέο, πιο ελαφρύ Τυπικό στα πνευματικά του τέκνα, τις αδελφές της Μονής Ντιβέγιεβο, γνωρίζοντας πόσο δύσκολο είναι να σωθούν οι χριστιανοί των εσχάτων χρόνων. Στους απλούς ανθρώπους ό όσιος Σεραφείμ έδινε αυτόν τον κανόνα:

«Σήκω από τον ύπνο, στάσου μπροστά στις εικόνες και πες τρεις φορές το «Πάτερ ημών» προς τιμήν της Αγίας Τριάδος, υστέρα το «Θεοτόκε Παρθένε» τρεις φορές και μια φορά το «Πιστεύω».

Αυτές οι προσευχές, όπως εξηγούσε ό όσιος Σεραφείμ, είναι ή βάση τού χριστιανισμού. Ή πρώτη, ως προσευχή δοσμένη από τον ίδιο τον Θεό ως πρότυπο όλων των προσευχών. Ή δεύτερη προσφέρθηκε από τον ουρανό διά τού Αρχαγγέλου Γαβριήλ στην Παρθένο Μαρία, την μητέρα τού Θεού.

Το Σύμβολο της Πίστεως ενώπιων συντομία περιέχει όλα τα σωτήρια δόγματα της χριστιανικής πίστεως, όπως διατυπώθηκαν στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325). Στον κελί του μπορεί καθένας να λέγει ήσυχα την ευχή τού Ιησού κι όταν είναι ανάμεσα στους ανθρώπους το «Κύριε, έλέησον» και έτσι να συνεχίζει μέχρι το γεύμα. Ακριβώς πριν το γεύμα πάλι σύντομος κανόνας. Μετά το γεύμα: «Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσόν με τον άμαρτωλόν». Στην ερημιά: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, διά της Θεοτόκου, έλέησόν με τον άμαρτωλόν». Πριν τον ύπνο, πάλι σύντομος κανόνας και μετά ύπνος, αφού διαφυλαχθούμε με το σημείο τού σταυρού. Κρατώντας αυτόν τον απλό κανόνα, μπορεί να φθάσει κανείς στον μέτρο της χριστιανικής τελειότητας».

Ό στάρετς Σάββας δίδασκε επίσης να μη καταπονείται κανείς με δυσβάστακτα ασκητικά κατορθώματα.

- Το πρωί, αφού ξυπνήσεις, έλεγε, αμέσως ασπάσου το σταυρό πού φοράς λέγοντας: «Ράνον, Δέσποτα, ρανίδα τού άγιωτάτου Σου Αίματος στην καρδιά μου, για να εξαλείψει τα πάθη, τις αμαρτίες και τις ακαθαρσίες ψυχής και σώματος. Αμήν».

Μετά να πλυθείς, να ντυθείς και αφού σταθείς μπροστά στις εικόνες, με θερμή καρδιακή πίστη πες: «Βασιλεύ Ουράνιε» μια φορά, «Πάτερ ημών», τρεις φορές, «Θεοτόκε Παρθένε» τρεις φορές και το «Πιστεύω» μια φορά.

Αυτός ό κανόνας ονομάζεται «κανόνας τού οσίου Σεραφείμ τού Σάρωφ». Μετά διάβασε τις πρωινές προσευχές από το προσευχητάριο. Μετά διάβασε το Ψαλτήρι, όσο μπορείς, ένα Κάθισμα ή έστω μία Δόξα.*

Σε κάποιους ό Γέροντας έδινε ευλογία να διαβάζουν μόνο μερικές γραμμές, αλλά συμβούλευε όλους να διαβάζουν καθημερινά το Ψαλτήρι υποχρεωτικά, τις Επιστολές των Αποστόλων και το Ευαγγέλιο, έστω μια περικοπή. Σ’ όσους είχαν ζήλο στην προσευχή έδινε ευλογία να διαβάζουν προσευχές πού τις έπαιρνε από τούς ασκητές πατέρες των τελευταίων χρόνων. Στον τέλος της ζωής τού στάρετς όλες οι προσευχές του και όλες οι γραπτές και προφορικές του διδαχές και ποιήματα με πνευματικό περιεχόμενο συγκεντρώθηκαν σε αντίστοιχα βιβλία: «Πνευματικές-ηθικές διδασκαλίες» κ.ά.

Σε όσους ήσαν πολύ απασχολημένοι με δύσκολα καθήκοντα, ό στάρετς επέτρεπε να συντομεύουν τον κανόνα της προσευχής, αλλά με την προϋπόθεση αυτή ή συντομευμένη προσευχή να είναι θερμή και έτσι να θεωρηθεί ως πλήρης κανόνας. Έλεγε:

- Να αποφεύγετε την επιφανειακή ανάγνωση του κανόνα. Να εμβαθύνετε στον πνεύμα της προσευχής, για να δοκιμάσει ή ψυχή χαρά και ευγνωμοσύνη για την Χάρη του θεού και θλίψη για τις αμαρτίες σας, ώστε ή προσευχή να γίνει τροφή και ζωή της ψυχής.
Ας μη τρέφουμε τον εσωτερικό μας φαρισαίο του τυπικού κανόνα προσευχής, αλλά με ζήλο, αδιαλείπτως να κάνουμε τον κανόνα μας, έστω και πιο σύντομο, κάποτε. Τί ευλογημένη πού είναι ή πνευματική κατάσταση κάποιων ανθρώπων, οι όποιοι με αγάπη, αδιάλειπτα τηρούν τον κανόνα τής προσευχής! Αυτοί ήδη από’ αυτή την ζωή θα γνωρίσουν «ότι Χριστός ό Κύριος».

* Όλο το Ψαλτήριο χωρίζεται σε είκοσι Καθίσματα και κάθε Κάθισμα χωρίζεται σε τρία μέρη με την παρεμβολή πριν από κάθε μέρος του «Δόξα Πατρί και Υίω και Άγίω Πνεύματι». Στην λειτουργική πράξη κάθε τμήμα ονομάζεται «Δόξα».

ΣΤΑΡΕΤΣ ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΗΣ

http://www.diakonima.gr

Πίσω στην ύπαιθρο – πίσω στον Θεό




Α. Η προ-προηγούμενη γενιά, η γενιά των παππούδων μας, ζούσε στην ύπαιθρο. Ασχολούνταν με γεωργικές και κτηνοτροφικές δουλειές όπως ζούσε ο κόσμος για χιλιάδες χρόνια, σαν δωριείς. Η ζωή τους ήταν δίχως καβάντζες και προσανατολισμένη στην απλή επιβίωση. Ζούσαν με πολύ κόπο κι ιδρώτα αλλά χωρίς άγχος. Το τραγούδι και το χαμόγελο ήταν στα χείλη όλων. Την Κυριακή κανείς δεν δούλευε και πήγαιναν στην Εκκλησία.

Σε μια συζήτηση που βρέθηκα με ανθρώπους της γενιάς των γονέων μας, την γενιά της μεγάλης αλλαγής δηλ. ανθρώπους που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και την παραπάνω ζωή, για ένα καλύτερο αύριο, δηλαδή ανθρώπους που ήρθαν στις πόλεις και οι οποίοι ήταν σκληροί με την σημερινή γενιά, προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι αυτοί οι ίδιοι καταστρέψανε την Ελλάδα και καλό είναι να είναι πιο επιεικείς απέναντι στην γενιά των παιδιών τους στην οποία παρέδωσαν καμένη γη. Μάταια όμως…

Κι όμως! Ο παλιός τρόπος ζωής στην ύπαιθρο είχε μία σταθερά: απαιτούσε σε κάθε τι, να βάλει το χέρι του ο Θεός για να αποδώσει καρπούς κάθε ενέργειά σου. Έσπερνες τον σπόρο, όμως έπρεπε να κάνει καλό καιρό ο Θεός για να πάρεις καρπό. Είχες τα ζωντανά σου όμως έπρεπε να φυλάξει ο Θεός να μην κολλήσουν καμιά αρρώστια και αποδεκατιστούν. Έριχνες τα δίχτυα σου κι έπρεπε πάλι ο Θεός να βάλει το χέρι Του να έχεις καλή ψαριά. Σε κάθε τι η ανάγκη να βάλει ο Θεός το χέρι Του ήταν επιτακτική…

Ερχόμενοι όλοι αυτοί στις πόλεις και αλλάζοντας η οικονομία της χώρας μας, άρχισε ο καθένας να βγάζει χρήματα είτε από το εμπόριο, είτε από άλλες δουλειές που δεν είχαν καμία σχέση με την προηγούμενη ζωή τους. Το φαγητό υπήρχε στον μπακάλη κι αργότερα στα σούπερ-μάρκετς κι έτσι χάνοντας την άμεση ανάγκη για καλή σοδειά ή για προστασία των κοπαδιών τους, υπό την θεϊκή εύνοια, όλοι αυτοί Τον λησμόνησαν… Έφυγε η συστολή της γνώσης της αδυναμίας τους κι άρχισε να θεριεύει το εγώ.

Ο χωρικός με τον γάιδαρο πλέον κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο και καθιστός ταξίδευε όπου ήθελε. Ήρθε το ρεύμα και η τεχνολογία και όλοι πίστεψαν ότι γίνανε μικροί θεοί. 

Φαντάζεστε την έκπληξη της παρέας όταν υποστήριξα ότι μία – έστω αναγκαστική – επιστροφή στην ύπαιθρο θα αναγεννήσει την Ελλάδα… «Μα πώς θα ζήσουμε χωρίς φάρμακα, υγεία, χωρίς παιδεία για τα παιδιά!», αντέτεινε κάποια ηλικιωμένη κυρία που – να είναι καλά! – χαίρει ακόμη άκρας υγείας. «Γιατί έχετε μήπως τώρα φάρμακα, υγεία και παιδεία;» την ρώτησα. Δεν απάντησε… «Ίσα – ίσα που θα έχετε λιγότερες αφορμές για να αρρωστήσετε, σε ένα φυσικό περιβάλλον…»συμπλήρωσα. 

Οπωσδήποτε η επιστροφή στην ύπαιθρο δεν είναι αυτοσκοπός για να επιστρέψουμε στην πίστη των παππούδων μας προς τον Θεό και της απόλυτης δυνατότητας που αυτή παρέχει στον άνθρωπο αλλά όταν ο περισσότερος πληθυσμός ζει πλέον σε ασυνείδητη κατάσταση διαστροφής κι αυτοκαταστροφής αυτό ίσως είναι ο μόνος τρόπος για να επανέλθει εις εαυτόν,επανερχόμενος στην θεϊκή αγκαλιά και να σωθεί..


Β. Η κυρία γύρω στα 60, γνωστή μου.

Πιάσαμε κουβέντα και λόγο στο λόγο, φθάσαμε να συζητάμε για όσα έχουν πει οι γέροντες της Ορθοδοξίας. Της εξήγησα ότι αυτό που ζούμε το έχει αναφέρει με μεγάλη λεπτομέρεια ο γέροντας Παΐσιος και της εκτύπωσα το σχετικό απόσπασμα από το blog - «ανατρίχιασα!» μου είπε… Όντως, σοκαρίστηκε! Όταν δε, της έδειξα και τι λένε οι γέροντες και άγιοί μας, για την συνέχεια έμεινε εμβρόντητη και σιωπηλή για λίγη ώρα…

«Για τα παιδιά σας λυπάμαι…», ψέλισσε θλιμμμένη. «Τα παιδιά μας θα ζήσουν στον παράδεισο που θα γίνει η γη μετά από όλα αυτά που θα συμβούν, αρκεί να περάσουμε τώρα την μπόρα», της είπα αισιόδοξα και χαμογελώντας. Την είδα πάλι δεν βολευόταν… «Και τότε τι τα κάναμε όλα αυτά;» είπε δείχνοντας την επιχείρησή της, το πιο σπουδαίο κομμάτι της περιουσίας της. «Τι σημασία έχει αυτό; Το θέμα είναι ότι τα παιδιά μας και τα εγγόνια σου, θα ζήσουν τόσο άνετα όσο δεν μπορείς να φανταστείς!» της είπα ξανά. «Η ζωή θα γίνει πολύ εύκολη και ο κόσμος θα στραφεί κυρίως προς την ψυχοπνευματική του ανάπτυξη», συμπλήρωσα.

Ένα αίσθημα ματαιότητας την κατέκλεισε… Ήταν εμφανής η αδυναμία της να αποδεχθεί αυτό που της έλεγα. Μέλος μιας γενιάς που έχτισε κυριολεκτικά – ως προς την ύλη – την Ελλάδα αλλά την γκρέμισε σε όλα τα άλλα επίπεδα… Μέλος της γενιάς που πρόδωσε μια παράδοση αιώνων που ήταν βασισμένη στην Πίστη μας! 

Καμία αίσθηση, εσωτερικής ζωής – νεκρή από χρόνια…

«Και τι κάναμε τόσα χρόνια όλα αυτά;» αναρωτήθηκε πάλι απογοητευμένη…

«Έλα ντε;» της είπα.

«Αφού λεφτά υπάρχουν για όλους!» συμπλήρωσα και γελάσαμε και οι δύο.

Αυτή πικρά, εγώ με μια κρυφή αισιοδοξία… 


Προτιμότερη η νυκτερινή προσευχή



Σας το είπα βέβαια νωρίτερα, αλλά θα σας το πω και τώρα∙ Ας σηκωνόμαστε τη νύκτα∙ και αν ακόμη δεν κάνης πολλές προσευχές, κάνε μία με πνευματική καθαρότητα και είναι αρκετό δε ζητώ τίποτε περισσότερο∙ και αν όχι μέσα στα μεσάνυχτα, τουλάχιστον την ώρα του όρθρου. Δείξε ότι η νύχτα δεν είναι μόνο για το σώμα, αλλά και για την ψυχή∙ μην ανεχθής να περάση με απραξία, αλλά άμοιψε τον Κύριο με την αμοιβή αυτή∙ ή καλλίτερα, και αυτή σε σένα επιστρέφει.
Πες μου λοιπόν, αν πραγματικά πέσουμε σε κάποια φοβερή δοκιμασία, ποιόν δεν παρακαλούμε να μας βοηθήση; Και αν πετύχουμε αμέσως εκείνο που ζητάμε, νοιώθουμε ανακούφισι. Ποιος θα σε βοηθήση ώστε να είναι πρόθυμος να σου κάνη τη χάρι εκείνος, προς τον οποίον απευθύνης το αίτημά σου; Ποιος θα σε βοηθήση για να μη γυρίζεις εδώ κι εκεί και να ζητάς σε ποιον να απευθύνης το αίτημά σου; να μην έχης την ανάγκη άλλων, ώστε να ζητήσης αυτό μέσω εκείνων; Τι υπάρχει μεγαλύτερο από αυτό; Διότι Αυτός τότε προ πάντων πραγματοποιεί το αίτημά μας, όταν δεν παρακαλέσουμε άλλους∙ τότε προ πάντων μας κατηγορεί, ως γνήσιος φίλος που είναι, διότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στην φιλία Του, όταν παρακαλέσουμε άλλους για να ζητήσουμε από Αυτόν αυτό που θέλουμε. Έτσι ενεργούμε και εμείς προς εκείνους που μας ζητούν κάτι∙ τότε τους κάνουμε τη χάρι με μεγαλύτερη ευχαρίστηση, όταν έρχωνται και μας το ζητούν αυτοί οι ίδιοι και όχι μέσω άλλων.

Από το βιβλίο: «ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Χρυσοστομικός Άμβων Ε΄
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Τα νεύρα της ψυχής»
Έκδοσις Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου
Νέα Σκήτη Αγ. Όρους


Το ψάρι του καπετάνιου...



Σ’ ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί ζούσε προ ετών ένας ιερέας ευλαβέστατος. Η ψυχούλα του ήταν γεμάτη στοργή για το ποίμνιό του και ειδικά για τους πονεμένους. Έφτασε όμως η μέρα που δοκιμάστηκε κι εκείνος και πόνεσε πολύ.
Η κόρη του, μια εξαιρετική κοπέλα, είχε παντρευτεί πρόσφατα μ’ ένα νοικοκυρεμένο παληκάρι . Έφτασε , λοιπόν, ο καιρός να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδάκι της. Κατά τον τοκετό όμως, πέθανε! Πήγε Μάρτυρας να συναντήσει τον Πλάστη της, αφήνοντας πολύ πόνο πίσω της.
Ο ιερέας πατέρας της πόνεσε κι αυτός πολύ στο χωρισμό, αλλά με ακλόνητη Πίστη στο Θεό πρόσφερε δοξολογία στο άγιο όνομά Του. Την αγάπη του δε, για την θυγατέρα του εξέφραζε με θερμές προσευχές για την ψυχή της και με κρυφές ελεημοσύνες.
Ο ιερέας είχε έναν αδελφό καπετάνιο που, απόμαχος πια της θάλασσας, είχε γίνει στεριανός για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του. Είχε δημιουργήσει περιουσία κι απολάμβανε πλέον τους κόπους του. Δυστυχώς όμως ήταν σχεδόν άπιστος, παρ’ όλο που είχε καλή καρδιά. Τα βραδάκια, όταν μαζεύονταν στο φιλόξενο σπίτι του παπά μαζί με μερικούς φίλους, κάποιους αγαθούς νησιώτες που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία , έπιναν το ζεστό τους φασκόμηλο και κουβέντιαζαν. Ο καπετάνιος ένα βράδυ ειρωνεύτηκε τον ιερέα και του είπε:
- Σιγά καημένε παπά, μην υπάρχει άλλη ζωή και σε βλέπει η κόρη σου τι λέμε και τι κάνουμε!
Ο ιερέας με πραότητα προσπάθησε να τον βοηθήσει ν’ αποβάλει την απιστία, γιατί ήξερε πως κατά βάθος υπέφερε η ψυχή του μέσα στη θανατερή παγωνιά της. Εκείνος όμως δε φάνηκε να επηρεάζεται.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ο ιερέας βλέπει τη θυγατέρα του στον ύπνο του. Ήταν ολόφωτη. Λευκοντυμένη, χαρούμενη, και του λέει: “Πατέρα, σ’ ευχαριστώ για όλα. Για την αγάπη σου, τις προσευχές σου, και τις ελεημοσύνες που κάνεις για την ψυχή μου. Πες, σε παρακαλώ, και στον θείο μου (τον καπετάνιο) ότι τον ευχαριστώ για το ψάρι που μούστειλε!”.
Αυτά είπε κι ενώ χαμογελούσε αγγελικά, τόνειρο έσβησε…
Ο ιερέας , όταν σηκώθηκε το πρωί, αισθανόταν μεγάλη χαρά και συγκίνηση.
Το βράδυ διηγήθηκε τόνειρο στη συντροφιά. Όλοι συγκινήθηκαν, μόνο ο καπετάνιος κοιτούσε δύσπιστα τον αδελφό του. Όταν όμως του είπε ότι η ανιψιά του τον ευχαριστεί για το ψάρι που της έστειλε, κι ότι δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά τα λόγια της, ο καπετάνιος τινάχθηκε όρθιος. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν. Απ’ το στόμα του βγήκε η κρυφή Πίστη της καρδιάς του:
- “Θεέ μου!”, ψιθύρισε και μια κοίταζε τον ένα και μια τον άλλον σαστισμένος.
Όλοι τον ρώτησαν τι συνέβαινε. Γιατί τόση ταραχή, γιατί τόση συγκίνηση; Εκείνος, όταν συνήλθε κάπως, ξανακάθησε στην καρέκλα του και χωρίς να εμποδίζει τα δάκρυά του να τρέχουν στο ηλιοψημένο πρόσωπό του, τους είπε με ταπεινή φωνή: “- Ναι, είναι αλήθεια, ζουν οι ψυχές και μας βλέπουν! Ανήμερα στην κηδεία της ετοιμαζόμουν να κατέβω στην εκκλησία, όπου θα την διαβάζατε. Είχα πολύ πόνο μέσα μου. Το ξέρεις, παπά, πόσο αγαπούσα αυτή τη θυγατέρα σου. Ήταν πάντα άγγελος…
Εκείνη τη στιγμή έφθασε ένας φίλος μου ψαράς κάτω απ’ τον πέρα γιαλό. Τούχα πει πως, όταν έπιανε καλό ψάρι να μου τόφερνε κι εγώ θα το πλήρωνα όσο-όσο. Εκείνη όμως τη στιγμή με νευρίασε η παρουσία του, καθώς κρατούσε το ροφό κρεμασμένο στο πλάι του. Του είπα λοιπόν απότομα:
- Δε θέλω ψάρια σήμερα, δεν θέλω τίποτε. Σήμερα κηδεύω την ανηψιά μου!
Ο άνθρωπος όταν τάκουσε πάγωσε και με κοίταζε αμίλητος. Τον λυπήθηκα και του είπα:
- Όμως, να, στο πληρώνω και συ δώστο σε κανένα φτωχό για την ψυχή της!
Εκείνος πήρε τα χρήματα, με συλλυπήθηκε κι έφυγε γρήγορα. Το περιστατικό αυτό δεν τόπα σε κανέναν και το είχα ξεχάσει. Αλλά η ψυχούλα της δεν το ξέχασε και μούστειλε τις ευχαριστίες της”, είπε και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα δάκρυά του. Μετά χαμογέλασε γλυκά, μα τόσο γλυκά! Μέσα σ’ αυτό το χαριτωμένο χαμόγελο ο ιερέας διέκρινε το γλυκοχάραμα της αναγεννημένης Πίστεώς του. Η νύχτα της απιστίας έφυγε…
- “Δοξασμένο τόνομά Σου Πολυέλεε Κύριε”,
ψιθύρισε ο ιερέας και τον αγκάλιασε με το βλέμμα του…

Από το βιβλίο: «Μηνύματα από τον Ουρανό»
Έκδοσις Ι. Μονής Παναγίας Βαρνάκοβας


Χριστός είναι το παν...



Ο γέροντας Πορφύριος είπε:

«Λοιπόν, ζωή χωρίς Χριστό δεν είναι ζωή. Πάει, τελείωσε.

Αν δε βλέπεις το Χριστό σε όλα σου τα έργα και τις σκέψεις, είσαι χωρίς Χριστό.

Πώς το κατάλαβες; Θυμάμαι κι ένα τραγούδι. «Σύν Χριστώ πανταχού, φόβος ουδαμού».

Το ’χετε ακούσει; Έ; Το λένε τα παιδιά, δε το θυμάμαι.
Λοιπόν, έτσι πράγματι πρέπει να βλέπομε το Χριστό. Είναι φίλος μας, είναι αδελφός μας, είναι ό,τι καλό και ωραίο.

Είναι το Παν. Αλλά είναι φίλος και το φωνάζει: «Σας έχω φίλους, βρέ, δεν το καταλαβαίνετε; Είμαστε αδέλφια.
Βρε εγώ δεν είμαι... δεν βαστάω την κόλαση στο χέρι, δεν σας φοβερίζω, σας αγαπάω.

Σας θέλω να χαίρεσθε μαζί μου τη ζωή». Κατάλαβες;
Έτσι είναι ο Χριστός. Δεν έχει κατήφεια, ούτε μελαγχολία, ούτε ενδοστρέφεια, που ο άνθρωπος σκέπτεται ή βασανίζεται από διάφορους λογισμούς και διάφορες πιέσεις, που κατά καιρούς στη ζωή του τον τραυμάτισαν.

Ο Χριστός είναι νέα ζωή. Πώς το λέω; Ο Χριστός είναι το Παν. Είναι η χαρά, είναι η ζωή, είναι το φως, το φως το αληθινόν, που κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται, να πετάει, να βλέπει όλα, να βλέπει όλους, να πονάει για όλους, να θέλει όλους μαζί του, όλους κοντά στο Χριστό.

Όταν εμείς βρίσκουμε κάποιον θησαυρό ή ό,τι άλλο, δεν θέλομε να το λέμε πουθενά.

Ο Χριστιανός όμως, όταν βρει το Χριστό, όταν γνωρίσει τον Χριστό, όταν ο Χριστός εγκύψει μέσα στην ψυχούλα του και τον αισθανθεί, θέλει να φωνάζει και να το λέει παντού, θέλει να λέει για το Χριστό, τι είναι ο Χριστός.

Αγαπήσατε το Χριστόν και μηδέν προτιμήστε της αγάπης Αυτού.
Ο Χριστός είναι το πάν, είναι η πηγή της ζωής, είναι το άκρον των εφετών, είναι το Πάν. Όλα στο Χριστό υπάρχουν τα ωραία. Και μακράν του Χριστού η θλίψις, η μελαγχολία, τα νεύρα, η στεναχώρια, οι αναμνήσεις των τραυμάτων της ζωής, των πιέσεων, των αγωνιωδών, έτσι, ωρών. Όλα, ζούμε εκείνα εκεί της ζωής μας.

Και πάμε εδώ και πάμε εκεί, και τίποτα, και πουθενά δεν στεκόμαστε. Όπου βρούμε το Χριστό, ας είναι μια σπηλιά, καθόμαστε εκεί και φοβούμαστε να φύγουμε, να μη χάσουμε το Χριστό. Διαβάστε να ιδείτε. Ασκηταί, που εγνώρισαν το Χριστό, δεν ήθελαν να φύγουν από τη σπηλιά, ούτε βγαίναν έξω να κάνουνε πιο πέρα« θέλαν να είναι εκεί που αισθανόντουσαν το Χριστό μαζί τους. Ο Χριστός είναι το Πάν.

Ο Χριστός είναι η πηγή της ζωής, της χαράς. Το Πάν.

Γέρων Πορφύριος

Ο φονιάς καλόγερος



Μιά δυνατή γυναικεία κραυγή, στριγγλιά καλύτερα, ἔσχισε τόν ἀέρα καί πάγωσε τό αἷμα ὅλων μέσα στήν τραπεζαρία τοῦ πανδοχείου.
῾Βοήθεια, βοήθεια, τό παιδί μου κινδυνεύει, πεθαίνει. ῎Ας σώσει κάποιος τό παιδί μου᾽!
Πετάχτηκαν ὅλοι ἀλαφιασμένοι. ῎Ετρεξαν ἔξω καί τό θέαμα πού ἀντίκρυσαν τούς ἄφησε ἄφωνους. ῞Ενα ἑξάχρονο περίπου παιδί βρισκόταν στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του, ἡ ὁποία κείτουνταν χάμω στό ἔδαφος, κοντά στήν φάτνη πού ἦταν ἡ τροφή τῶν ζώων, κλαίγοντας σπαρακτικά μέ ἀναφιλητά. ῾Τό παιδί μου, σῶστε τό παιδί μου᾽, ἔλεγε ξανά καί ξανά.Λίγο πιό πέρα, ἕνα μουλάρι δεμένο κοντά στήν φάτνη γυρόφερνε πανικόβλητο καί ἀνήσυχο.
῾Γιατί παιδάκι μου ἔφυγες ἀπό κοντά μου;᾽ ἔλεγε τώρα ἡ γυναίκα πού φαινόταν κυριολεκτικά χαμένη. ῾Γιατί πῆγες στά ζῶα; Γιατί;᾽
῞Ολοι κατάλαβαν περίπου τί εἶχε συμβεῖ. ῾Η γυναίκα μέ τό παιδάκι της ἔφτασε στό πανδοχεῖο μέ τήν ἅμαξα πού μόλις εἶχε καταφτάσει, καί τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα κι ἔτρεξε στό μέρος πού σιτίζονταν τά ζῶα. ῞Ενα μουλάρι ξαφνιάστηκε καί τρόμαξε, ἀνασηκώθηκε στά πόδια του καί πέφτοντας πάτησε τό παιδάκι πού εἶχε βρεθεῖ ἐκεῖ. Προφανῶς οἱ κραυγές τοῦ παιδιοῦ πανικόβαλαν περισσότερο τό ζῶο πού ἀνασηκωνόταν καί ἔπεφτε πρός τά κάτω διαρκῶς.
Τό παιδί, ὅσο ἐπέτρεπε τό φῶς τοῦ σούρουπου, φαινόταν καταπληγωμένο, μέ τσαλακωμένο τό προσωπάκι του, χωρίς νά κινεῖται, χωρίς νά δείχνει κανένα σημάδι ζωῆς.
῾Κάντε πέρα ὅλοι᾽, ἀκούστηκε ἡ φωνή ἑνός ἀπό τούς πελάτες τοῦ πανδοχείου. ῾Εἶμαι γιατρός. Νά δῶ τό παιδί. Μή μαζεύεστε ὅλοι ἀπό πάνω του᾽.
Παραμέρισαν. ῾Ο γιατρός ἐξέτασε τό παιδί, προσπάθησε νά βρεῖ σημάδι ζωῆς, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τό παιδάκι δέν εἶχε ἀντέξει τά κτυπήματα τοῦ ζώου. Μπροστά τους εἶχαν μόνο τό ἄψυχο κορμάκι του.
῎Επεσε νεκρική σιγή. Τά πρόσωπα ὅλων ἦταν ἀλλοιωμένα ἀπό τό τραγικό συμβάν. Οἱ πιό ψύχραιμοι πῆραν τήν γυναίκα καί τό παιδί καί τούς ἔβαλαν στό πανδοχεῖο, προσπαθώντας ὅσο μποροῦσαν νά διευθετήσουν τά πράγματα. ῎Αλλοι ἔμειναν ἔξω χωρίς νά ἔχουν κατανοήσει ἀκόμη ἐπακριβῶς τό τί διαδραματίστηκε, ἄλλοι ἄρχισαν σιγά σιγά νά συζητοῦν χαμηλόφωνα καί νά σχολιάζουν τό γεγονός.
Κανείς μέσα στήν γενική ἀναταραχή δέν πρόσεξε ἕναν καλόγερο πού ἀπό τήν ὥρα πού πετάχτηκε κι αὐτός ἔξω ἀπό τίς κραυγές τῆς γυναίκας ἔπεσε παράμερα, χωρίς νά ἔχει τήν παραμικρή δύναμη νά σύρει πιά τά πόδια του. Κείτουνταν ἄναυδος κι ἄν μποροῦσε κανείς νά δεῖ μέσα στήν ψυχή του, θά ἔβλεπε ὅτι ἔσερνε πιά ἕνα βάρος, σάν νά τόν εἶχε πλακώσει ὁλάκερη ἡ γῆ.
Τό μουλάρι ἀνῆκε στόν καλόγερο. ᾽Εκεῖνος μετά ἀπό ὧρες πορεία ἀπό τό μοναστήρι του, σταλμένος γιά ἐξωτερικά διακονήματα, βρῆκε τό πανδοχεῖο, ἔδεσε τό μουλάρι στό σημεῖο πού σιτίζονταν τά ζῶα καί μπῆκε νά ξαποστάσει. Ποῦ νά φανταστεῖ τό τί θ᾽ ἀκολουθοῦσε μετά ἀπό λίγο!
῾Γιατί, Θεέ μου;᾽ ἔλεγε καί ξανάλεγε. ῾᾽Εγώ τό σκότωσα. ᾽Εγώ εἶμαι ὁ φονιάς τοῦ παιδιοῦ᾽. Οἱ λογισμοί κατέτρωγαν τόν ἀββᾶ Παῦλο. ῾῏Ηρθα ἀπό τήν Ρώμη στά ἅγια χώματα πού πάτησε ὁ Χριστός μας, ἀφιερώθηκα σ᾽ Αὐτόν, καί νά τώρα ἡ ἐξέλιξή μου. Εἶναι φανερό. ῾Ο Θεός δέν εὐλόγησε τόν ἐρχομό μου στά ῾Ιεροσόλυμα. Μόνο μέ τό αἷμα μου ἴσως ξεπλύνω τόν φόνο πού ἔκανα᾽.
῾Ο ἀββᾶς βρισκόταν σέ μεγάλη σύγχυση. ῾Η ταραχή δέν τόν ἄφηνε νά ἔχει νηφάλιο τόν νοῦ του. Οἱ ἐνοχές τόν εἶχαν καταβάλει. Εἶχε γύρει πιά ἐντελῶς πάνω στό χῶμα, τό πρόσωπό του ἀκουμποῦσε σ᾽ αὐτό. Ξέψυχα ἐπανελάμβανε διαρκῶς: ῾Εἶμαι φονιάς, εἶμαι φονιάς᾽.
Κάποτε, ἕνα χέρι φιλικό ἔνιωσε νά τόν ἀγγίζει στόν ὦμο. ῾Γέροντα, ἐδῶ εἶσαι; ᾽Ανησυχήσαμε. ῞Ολοι εἶναι πιά μέσα, ἐκτός ἀπό σένα. Τί ἔχεις; Τί ἔπαθες;᾽
῾Ο Παῦλος ἐξακολουθοῦσε νά λέει: ῾εἶμαι φονιάς, ἐγώ σκότωσα τό παιδί᾽.
῾Γέροντα, τρελλάθηκες; Μαζί μου μέσα στό πανδοχεῖο δέν ἤσουνα; Τί λές ὅτι ἐσύ τό σκότωσες;᾽
῾Τό ζῶο εἶναι δικό μου. ᾽Από τά κτυπήματά του πέθανε τό παιδί. ᾽Εγώ ἔχω τήν εὐθύνη᾽.
Κοντοστάθηκε ὁ πανδοχέας. ῾Γέροντα, δέν εἶναι ἔτσι᾽ εἶπε. ῾Τό ζῶο ἦταν στήν θέση πού τό βάλαμε. Δεμένο καί ἔτρωγε. Τό παιδάκι ξέφυγε ἀπό τήν μάνα του καί πῆγε πρός τά ἐκεῖ. ῎Αν κάποιος φέρει εὐθύνη, εἶναι ἡ ἴδια ἡ μάνα στό κάτω-κάτω πού δέν τό πρόσεξε ὅσο ἔπρεπε. ᾽Εσύ λοιπόν τί εὐθύνη ἔχεις;᾽
῾Ο ἀββᾶς Παῦλος δέν ἄκουγε. Μπορεῖ ἡ λογική νά συνηγοροῦσε μ᾽ αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ πανδοχέας, ἀλλά ἡ καρδιά του ἔλεγε ἄλλα. ᾽Ανασηκώθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ πανδοχέα καί χωρίς νά πεῖ τίποτε ἄλλο, τήν ἴδια νύκτα ἔφυγε γιά τόν ᾽Αρονά, μιά ἐρημική περιοχή, ἀρκετά μακριά ἀπό ἐκεῖ πού βρισκόταν, πού ἤξερε ὅτι τήν ἐπέλεγαν οἱ μοναχοί, ὅταν ἤθελαν νά ἀφιερωθοῦν περισσότερο στόν Θεό ὡς ἀναχωρητές.
῾Δέν μπορῶ νά μένω πιά στό μοναστήρι. Εἶμαι ἀνάξιος νά βρίσκομαι μαζί μέ τούς καλούς ἐκεῖ ἀδελφούς. ῾Η θέση μου εἶναι νά κλαίω γιά τό ἀνόμημά μου στήν ἔρημο καί νά ᾽μαι μαζί μέ τά θηρία᾽, μονολογοῦσε διαρκῶς.
῾Ο θρῆνος του ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός γινόταν πιό σπαρακτικός. ῾Η μόνιμη ἐπωδός τῶν ὅποιων προσευχῶν καί τῶν σκέψεών του ἦταν: ῾᾽Εγώ ἔκανα τόν φόνο τοῦ παιδιοῦ καί θά κριθῶ σάν φονιάς στήν μέλλουσα κρίση᾽.
῾Η ἀρχική σκέψη πού εἶχε κάνει ἔξω ἀπό τό πανδοχεῖο, ὅτι μέ τό αἷμα του πρέπει νά ξεπλύνει τόν ῾φόνο᾽, κέρδιζε διαρκῶς ἔδαφος στήν ψυχή του. ῾Τό λιοντάρι, τό λιοντάρι, αὐτό εἶναι ἡ λύση. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾μάχαιραν ἔδωκες, μάχαιραν θά λάβεις;᾽ Λοιπόν κι ἐγώ ἀφοῦ σκότωσα τό παιδί, πρέπει νά σκοτωθῶ. Πρέπει νά λειτουργήσει ὁ πνευματικός νόμος᾽.
Ξεκίνησε τήν ἑπόμενη ἀξημέρωτα ἀκόμη. Τό λιοντάρι πού τό θεωροῦσε λύση βρισκόταν πολύ κοντά του. ῎Εμενε σέ μιά σπηλιά καί ἦταν τό φόβητρο ὅλης τῆς περιοχῆς καί ὅλων τῶν ἐρημιτῶν. Καί μοναχά ὁ βρυχηθμός του γέμιζε φόβο καί τρόμο τίς καρδιές.
Δέν ἄργησε νά φτάσει. Τό λιοντάρι ἦταν στήν σπηλιά. Μέ τό θάρρος τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει ἀποφασίσει ἤδη τόν θάνατό του προχώρησε θαρρετά στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς. Τό θηρίο τοῦ ἔριξε μιά ματιά καί δέν κουνήθηκε καθόλου. ῾Ο Παῦλος μέ τό ραβδί του τσίγκλισε τό ἄγριο λιοντάρι. Κι αὐτό νά μήν ἤθελε, μέ τίς προκλήσεις του θά τό ἀγρίευε. Τοῦ ἦρθε στήν σκέψη ὁ ἅγιος ᾽Ιγνάτιος ὁ θεοφόρος. Κι ἐκεῖνος ἀπό λιοντάρια ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή. ῾Κι ἄν αὐτά δέν θελήσουν νά μοῦ ἐπιτεθοῦν, ἐγώ θά τά προκαλέσω᾽ εἶχε γράψει στίς ἐπιστολές του στούς χριστιανούς πηγαίνοντας πρός τήν Ρώμη. ῾Τά δόντια τους θά μέ ἀλέσουν, ὥστε σάν καθαρό ψωμί νά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριό μου᾽.
῾Μέ τήν διαφορά᾽, σκοτείνιασε πιό πολύ τό βλέμμα τοῦ Παύλου, ῾ἐκεῖνος ἦταν μάρτυρας, ἦταν ἅγιος. Γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ κατασπαράχτηκε. ᾽Εγώ ὅμως…!᾽
Τό λιοντάρι καί πάλι δέν τοῦ ἔδωσε σημασία. Τό ἀντίθετο. Μαζεύτηκε σάν ἥσυχο σκυλάκι καί πῆγε παραμέσα στήν σπηλιά.
῾Μά, τί κάνει;᾽ ψιθύρισε ὁ ἀββᾶς. Προχώρησε κι αὐτός πιό μέσα. Καί πάλι μέ τό ραβδί του τό τσίγκλισε. Πῆρε καί μιά πέτρα πού βρῆκε καί τοῦ τό πέταξε.
Καμμιά ἀντίδραση. Τό λιοντάρι σάν νά βαριόταν δέν ἔδειχνε νά ἐνοχλεῖται.
῾Θά ξανάρθω αὔριο᾽, σκέφτησε ὁ ἀναχωρητής. ῎Ισως σήμερα δέν ἔχει ὄρεξη. Μπορεῖ νά εἶναι καί ἄρρωστο.
Τό ἴδιο σκηνικό ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές, ἀλλά μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τό λιοντάρι ὅ,τι καί νά ἔκανε ὁ ἀπελπισμένος καλόγερος δέν ἀντιδροῦσε. Σάν νά τό συγκρατοῦσε μιά δύναμη πολύ μεγαλύτερη ἀπό αὐτό, κάτι πού δέν μποροῦσε νά σκεφτεῖ μέ τόν θολωμένο νοῦ του ὁ ἀββᾶς.
Τό μυαλό του δούλευε πάνω στήν ἀπόφασή του. Νόμισε ὅτι βρῆκε τελικά τήν λύση. ῾Τό λιοντάρι κάθε μέρα κατεβαίνει στό ποτάμι νά πιεῖ νερό. ᾽Εκεῖ λοιπόν στόν δρόμο του ἐπάνω θά ξαπλώσω καί θά κοιμηθῶ, ὁπότε, δέν μπορεῖ, θά μοῦ ἐπιτεθεῖ᾽.
῾Η λύση πού βρῆκε τόν ἀνέπαυσε. ῎Εβαλε ἀμέσως σέ ἐνέργεια τό σχέδιό του. Πῆγε καί ξάπλωσε στό μονοπάτι γιά τό ποτάμι. Δέν χρειάστηκε νά περιμένει γιά πολύ. ῎Ακουσε τά μεγαλόπρεπα βήματα τοῦ βασιλιά τῶν ζώων. ῾Ο βρυχηθμός του χωρίς νά τό θέλει ἔσφιξε τήν καρδιά του.
῾Κύριε, δῶσε μου θάρρος. ῎Ας γίνει ἡ θυσία μου αὐτή τό ξέπλυμα τῆς ἀνομίας μου. Κύριε, σβῆσε τήν ἁμαρτία τοῦ φόνου καί μήν μοῦ τήν καταλογίσεις στήν κρίση Σου᾽. ῎Ακουσε τήν καρδιά του νά χτυπάει δυνατά. ῎Εσφιξε τά δόντια καί περίμενε. ῾Λίγο ἀκόμη καί τό αἷμα μου θά ξεπλύνει τό αἷμα τοῦ ἀδικοχαμένου παιδιοῦ᾽.
῎Ακουσε τώρα τήν ἀνάσα τοῦ λιονταριοῦ πάνω ἀπό τό κεφάλι του. ῾Κύριε, δέξου τό πνεῦμα μου᾽. Καί τότε, ὤ τοῦ θαύματος! Τό λιοντάρι, σάν νά ἦταν ἄνθρωπος ὑπερπήδησε τόν γέροντα ἥσυχα-ἥσυχα καί προχώρησε στήν πορεία του. Καί πάλι τό θηρίο δέν ἀσχολήθηκε καθόλου μέ αὐτόν.
Δάκρυα πλημμύρισαν τά μάτια τοῦ ἀββᾶ Παύλου τοῦ Ρωμαίου. Δάκρυα αὐτήν τήν φορά εὐγνωμοσύνης καί ἀγαλλίασης. Σάν νά ἄστραψε φῶς μέσα στόν νοῦ του καί κατάλαβε ὅτι ὁ Θεός δέν τοῦ κρατάει τίποτε γιά τό συμβάν μέ τό παιδάκι. ῾Ο Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει. Τό σημάδι μέ τό λιοντάρι ἦταν παραπάνω ἀπό φανερό. ῎Αρχισε νά καταλαβαίνει αὐτό πού λέει ἡ Γραφή καί ἡ ᾽Εκκλησία ὅτι δέν εἶναι τό αἷμα τό δικό μας πού ξεπλένει τίς ἁμαρτίες, ἀλλά τό χυμένο ἤδη ῾μιά φορά καί γιά πάντα᾽ αἷμα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. ῾Ναί, Κύριε, ᾽Εσύ εἶσαι ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Κύριε, Σέ εὐχαριστῶ. Κύριε, ἐλέησόν με᾽.
῾Ο ἀναχωρητής πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά τό μοναστήρι του. ῾Η πληροφορία στήν καρδιά του ὅτι ὁ Θεός τόν εἶχε συγχωρήσει ἔδινε φτερά στά πόδιά του. ᾽Εξομολογήθηκε στόν ἡγούμενο, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἔκπληκτος ἄκουσε τήν διήγηση τοῦ καλοῦ καί εὐαίσθητου μοναχοῦ του. Τόν συμβούλευσε, τόν κανόνισε, τόν ξανάβαλε στόν εὐλογημένο ρυθμό τοῦ μοναστηριοῦ.
῾Ο ἀββᾶς Παῦλος ὁ Ρωμαῖος πέρασε ἔκτοτε ἐκεῖ τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του, μέχρι τήν πρός Θεόν ἀνάπαυσή του, ὠφελώντας καί οἰκοδομώντας τούς πάντες, διηγούμενος συχνά αὐτό πού τοῦ συνέβη καί τό πόσο ὁ Κύριος εἶναι ἵλεως πρός ὅλους, ἀρκεῖ νά δείχνουμε τήν πρέπουσα μετάνοια.