.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Απόγνωση, αποθάρρυνση και θάρρος



Στην πνευματική μας πορεία, υπάρχει κάτι που είναι ο μεγαλύτερος σκόπελος. Και είναι τόσο πολύ σημαντικό, γιατί αυτό, εάν το προσέξει ο άνθρωπος, πολλά κερδίζει. Εάν όμως δεν το προσέξει, πολύ ζημιώνεται. Ο σκόπελος αυτός λέγεται αποθάρρυνση, απογοήτευση και βρίσκεται μέσα στην πρακτική υφή της ζωής μας. Όπως και άλλες φορές είπαμε, οι αρχές και οι γραμμές βάσει των οποίων γίνεται το ξεκίνημά μας, είναι η ορθή πίστη και η αγαθή προαίρεση. Η πρακτική όμως, η κατ’ ενέργειαν, η ενεργοποιός μερίδα του ανθρώπου, είναι εκείνη η οποία τον αποδεικνύει πιστό, δηλαδή επισφραγίζει την ομολογία του. Μέσα σε αυτή την πρακτική, ο άνθρωπος είτε προβιβάζεται και επιτυγχάνει, είτε υποβιβάζεται και χάνει. Το σημείο εκείνο το οποίο είναι τόσο επωφελές για μας, έγκειται σε τούτο, στο να μην χάνουμε το θάρρος μας, αλλά να συνεχίζουμε, παρ’ όλες τις δυσχέρειες και τις επιπλοκές που υπάρχουν μέσα στην ενεργητικότητα της πρακτικής.
Η αμαρτία επιδιώκει να απατήσει τον άνθρωπο, διότι η φύση της, αν την ερευνήσουμε, είναι απάτη. Στην ουσία δεν υπάρχει κακό, αλλά το νόημα είναι που το μεταβάλλει. Επειδή ακριβώς μεταβαλλόμενη διά του νοήματος μία πράξη γίνεται ένοχη, εάν δεν καλυφθεί από την πρόφαση της απάτης, δεν πλανάται ο νους του ανθρώπου. Όπως δεν είναι δυνατό να βαδίσει κανείς στην καταστροφή του και στην απώλειά του, βλέποντας τον προκείμενο κίνδυνο. Για να αψηφά τον κίνδυνο, πρέπει αυτός να συγκαλυφθεί με κάποιο τρόπο, ούτως ώστε να απατήσει τον άνθρωπο και να πέσει στην παγίδα. Αυτός είναι ο απατηλός τρόπος της προβολής της αμαρτίας, του κακού, και με αυτό τον τρόπο συλλαμβάνεται ο άνθρωπος, ελέγχεται ως άπιστος και ότι οι υποσχέσεις του προς τον Θεό, ότι θα τον αγαπά εξ όλης της ψυχής, είναι ψεύτικες.
Ένας μεγάλος ισχυρός παράγοντας, ο οποίος είναι ο συντελεστής της επιτυχίας μας, είναι ακριβώς το να κρατήσει ο άνθρωπος το θάρρος του. Μου δόθηκε αφορμή από τη βιογραφία του μεγάλου Πατέρα μας Νήφωνος, Επισκόπου Κωνσταντιανής, ο οποίος πολλά έχει να μας διδάξει στο θέμα του θάρρους. Σε αυτό έχει ιδιαίτερη επίδοση.
Καθένας από τους μεγάλους και κορυφαίους Πατέρες, έχει μία επίδοση ιδιαίτερη, παρ’ όλο που όλοι έχουν φθάσει στο τέρμα της κατά άνθρωπον τελειότητας. Εν τούτοις κατά ένα ιδιαίτερο φυσικά τρόπο πέτυχαν περισσότερο σε ένα τομέα, τον οποίο και εκφράζουν. Ειδικά στο πρόσωπο αυτού του μεγάλου φωστήρα, βρίσκεται ακριβώς αυτός ο παράγοντας του θάρρους. Στην πραγματικότητα αποθάρρυνση δεν υπάρχει, για τον εξής λόγο. Το εάν είμεθα πιστοί, και ιδίως αν ακολουθούμε αυτό τον ιδιαίτερο δρόμο που οδηγεί -ανθρωπίνως – στην τελειότητα, δεν είναι αυτό τυχαίο, ούτε εξ ιδιαιτέρας μόνο προθέσεως. Οι περισσότεροι από εμάς βρεθήκαμε στη ζωή αυτή καθαρά από ένα θαυματουργικό τρόπο της επεμβάσεως της Χάριτος του Θεού. Αυτός μας οδήγησε, γιατί ακριβώς μας είχε προορίσει. Έχοντας επίγνωση ότι είμαστε προσκεκλημένοι, προορισμένοι και ήδη δικαιωμένοι, δεν τίθεται πλέον θέμα αποθαρρύνσεως, δεν τίθεται θέμα έρευνας και αμφιβολίας. Τώρα γεννιέται το δεύτερο θέμα, το πρακτικότατο. Στην ώρα που γίνεται η μάχη, ενδέχεται ο άνθρωπος να πέσει.
Αλάνθαστος άνθρωπος δεν υπάρχει, και ιδίως όταν είναι ακόμα ατελής και εμπαθής. Πολλά πράγματα δεν τα γνωρίζει, σε άλλα δε είναι αδύνατος. Αλλά και απειρία έχει και άνισο πόλεμο διεξάγει, διότι οι εχθροί μας είναι πνεύματα, δεν είναι όπως εμείς, σώματα, τα οποία υφίστανται, κατά κάποιο τρόπο, διάφορες τροπές και αλλοιώσεις. Όλα αυτά, και τα τόσα άλλα, τα οποία άλλες φορές ερμηνεύσαμε, είναι εκείνα που μας προκαλούν ολισθήματα, αποτυχίες και γενικά λάθη.
Ο διάβολος, ο οποίος είναι πονηρός και γνωρίζει τη σημασία της αποθαρρύνσεως πόσο ισχυρή είναι, δίνει το μεγαλύτερο βάρος εδώ, κατά τη γνώμη των Πατέρων, στο να προκαλέσει αποθάρρυνση, μετά το λάθος του αγωνιστή. Να του κόψει το θάρρος, γιατί το θάρρος είναι όπως στο σώμα το κεφάλι, που είναι το κεντρικότερο μέρος από το οποίο και εξαρτάται ολόκληρο το σώμα. Έτσι και στην ενεργητικότητα του ανθρώπου, το μεγαλύτερο μέρος είναι ακριβώς το θάρρος, ο ζήλος, η ορμή, από όπου πηγάζει η ενέργεια.
Το θέμα της μετανοίας και της πρακτικής πίστεως δεν είναι αφηρημένο, είναι συγκεκριμένο. Πιστεύει κανείς και βαδίζει· και όχι μόνο βαδίζει, αλλά εντατικά αγωνίζεται, επιμένει και κτυπά, περιμένοντας ότι θα του ανοίξουν. Όταν όμως χάσει το θάρρος; Τότε σταματά, δεν βαδίζει πλέον, ούτε κτυπά, ούτε ζητά, ούτε παρακαλεί και, κατά κάποιο τρόπο, παραδίδεται άνευ όρων. Είναι πάρα πολύ μεγάλης σημασίας το θέμα του θάρρους, στο να το κρατά κανείς και να το ανακτά, όταν το βλέπει να κινδυνεύει και ποτέ να μην το προδίδει.
Η αμαρτία ποτέ δεν εμφανίζεται όπως είναι, γυμνή, αφηρημένη, γιατί εάν εμφανισθεί έτσι, δεν απατά εύκολα το νου του ανθρώπου, ώστε να αμαρτήσει. Έρχεται καλυμμένη από μία πρόφαση και με το δόλο αυτό απατά τον άνθρωπο.
Ξέροντάς το λοιπόν αυτό, ποτέ δεν προδίδουμε το θάρρος μας υπό οποιανδήποτε μορφή και αν γλιστρήσουμε. Ακόμη, να πει κανείς, και στην πιο φανερή αφορμή, που νομίζει ότι είναι απόλυτα υπαίτιος -αν ήθελα, δεν το πάθαινα-, και στην πιο προφανή ακόμα πρόφαση που εξ υπαιτιότητάς του ο άνθρωπος αμαρτάνει, δεν πρέπει να χάνει το θάρρος του, δηλαδή και εκεί που αμαρτάνει από δική του απροσεξία. Στη βιογραφία αυτού του μεγάλου φωστήρα, είναι τόσο καταφανές, ώστε πράγματι προκαλεί σε όλους κατάπληξη. Στο πώς, όχι απλώς σε παρεμπίπτουσες και λανθάνουσες καταστάσεις που του προκαλούσαν, με κάποιο τρόπο, ήττα, αλλά και στις προφανέστερες, να μην υποχωρεί και χάνει το θάρρος του. Βρίσκαμε αυτόν τον φωστήρα να μεγαλουργεί και βλέπουμε την ανταπόκριση της Χάριτος του Θεού, στο πόσο εναγκαλίζεται και θεωρεί αθλητή αυτόν, ο οποίος, αν και τραυματισμένος, δεν παραδίδεται.
Και έτσι πρέπει. Διότι στην πραγματικότητα το γεγονός είναι ένα. Κάνει κάποιος μια έρευνα στον εαυτό του την ώρα που γλίστρησε και έπεσε και συνετρίβη· σταματά μία στιγμή και λέει: – Καλά, τώρα εγώ αρνήθηκα τον Θεό; Μέσα μου αλλοιώθηκε κάτι και απεφάσισα ότι θα παύσω να είμαι χριστιανός; Τώρα μέσα μου γεννήθηκε κάτι, που με έπεισε ότι δεν πρέπει να πιστεύω στο Θεό, ούτε πρέπει να τον ακολουθώ; Μη γένοιτο κάτι τέτοιο. Ούτε ως σκέψη δεν είναι δυνατό να υπάρχει μέσα μου αυτό. Μάλλον καραδοκώ και αναμένω να με αξίωσει η Χάρις Του, ακόμα και να πεθάνω. Όχι μόνο να αγωνίζομαι, αλλά, εάν δοθεί αφορμή, να πεθάνω μόνο για την δική Του ομολογία. Αυτό δεν αλλοιώθηκε μέσα μου ποτέ, δεν άλλαξε· πώς λοιπόν τώρα, επειδή γλίστρησα, αποθαρρύνομαι και προδίδω την αγάπη του Θεού; Απάτη είναι. Ήταν μεγάλο το τραύμα, ήταν μεγάλο το γλίστρημα. Μέσα στα μυστήρια του τρόπου της ενεργείας της Χάριτος έγινε, κατά κάποιο τρόπο, αυτός ο πρακτικός τρόπος, που αυτή την ώρα δεν ερευνώ. Φυσικά λαμβάνοντας τη μομφή επάνω μου, και ξέροντας ότι εξ υπαιτιότητάς μου αποσύρθηκε η Χάρις, που με παιδαγωγεί στο να με κάνει συνετότερο, ευλαβέστερο, θερμότερο και προσεκτικότερο. Με παρέδωσε η Θεία Χάρις σε αυτή την πτώση – δεν αποθαρρύνομαι γι’ αυτό το πράγμα – δεν τρομάζω, διότι αν και ξέρω την ευτέλειά μου και ελεεινολογώ τον εαυτό μου ότι δεν είμαι τίποτε, πιστεύω ότι εκείνο που με κρατεί είναι η Χάρις του Θεού. Έτσι δεν χάνω το θάρρος μου. Όχι ότι αισθάνομαι στον εαυτό μου καμμιά ικανότητα – ποτέ αυτό δεν το σκέφθηκα ούτε και θα το σκεφθώ – αλλά έχοντας αποδείξεις της ελεημοσύνης του Θεού απέναντί μου μέχρι σήμερα, στέκομαι ακίνητος και λέω ότι ο χθές Θεός και σήμερα και αύριο είναι ο ίδιος. Δεν έκανε λάθος ο Θεός, όταν με κάλεσε όχι βέβαια για την ικανότητά μου, αλλά για την υπερβολή της αγάπης Του σ’ εμένα τον αμαρτωλό και ορκίσθηκε στον εαυτό Του ότι «δεν θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού μέχρι να επιστρέψει και να ζήσει»(Ιεζεκ. 18,23). Αυτός ο Πανάγαθος Θεός και Πατέρας, κάλεσε και μένα, τον ανύπαρκτο, το ασθενές, το μωρό, το εξουθενημένο και με βαστάζει από τότε που με κάλεσε μέχρι σήμερα, χωρίς να έχει βαρεθεί, και αύριο ο ίδιος είναι, και μεθαύριο ο ίδιος είναι, αφού μένω και εγώ ο ίδιος. Μένω πιστός στην ομολογία μου. Δεν πρόκειται να υποχωρήσω. Δεν με απασχολεί το πώς εγλίστρησα, άλλωστε έχω και πείρα της ευτέλειάς μου ποίος είμαι». Βλέπετε λογικά πώς τοποθετείται το πράγμα;
Άρα λοιπόν ο Άγιος αυτός, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο αγωνίστηκε, δεν είναι γιατί ήταν εξαίρεση. Ακριβώς την θέση των πραγμάτων τόνισε. Ότι ποτέ κανείς δεν πρέπει να αποθαρρύνεται, γιατί η αποθάρρυνση, όπως είπα, είναι η μεγαλύτερη χαρά του σατανά, διότι βλέποντας αυτός την αποθάρρυνση αποκτά προσωπικότητα, ενώ δεν έχει ούτε θέση, ούτε τόπο, ούτε προσωπικότητα. Ως οντότητα υπάρχει, δεν εννοώ αυτή την προσωπικότητα. Προσωπικότητα εννοώ, ότι δεν έχει θέση, δεν έχει μέτρο να σταθεί απέναντί μας. Ναι, διότι «έρχεται ο κυρίαρχος αυτού του κόσμου, που δεν έχει πάνω μας καμιά εξουσία» (Ιωάν. 14,30) και «έφθασε η ώρα που ο άρχοντας αυτού του κόσμου θα διωχθεί έξω απ’ αυτόν»(Ιωάν. 12,31). Όταν όμως βλέπει τον άνθρωπο ότι αποθαρρύνεται και υποχωρεί, τότε αυτός παίρνει θέση. Τότε αρχίζει να πιστεύει ότι όντως τον υπολόγισε ο άνθρωπος, τον φοβήθηκε και παρέδωσε τα όπλα του. Αυτό είναι ψέμμα. Βλέπετε πόση μεγάλη σημασία έχει;
Πάντως όμως το γεγονός είναι ένα. Ότι το θέμα της αποθαρρύνσεως έχει πάρα πολύ μεγάλη βαρύτητα, ιδιαίτερα για μάς τους μοναχούς. Επειδή εμείς έχοντας περισσότερη ευχέρεια και πολεμώντας λεπτομερέστερα, ακριβώς βρισκόμαστε σε αυτά τα περιθώρια, στο να ελέγχουμε ακόμα και τις σκέψεις και τα νοήματα από τα οποία προέρχονται οι διάφορες ενέργειες· και επειδή βρισκόμαστε συνεχώς στη γραμμή του πυρός, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε αυτές τις ανασκοπήσεις και έρευνες για να ξέρουμε από πού ερχόμαστε και που πηγαίνουμε. Επομένως χρειάζεται μεγάλη προσοχή, γιατί οι τρόποι της αποθαρρύνσεως είναι πάρα πολλοί και ο άνθρωπος χάνει το θάρρος του, χάνει το ζήλο του και μειώνει την μαχητικότητά του. Το ότι σκυθρωπάζει και αλλοιώνεται, όλα αυτά είναι είδος αποθαρρύνσεως, είναι είδος ηττοπάθειας. Όλα αυτά ο σατανάς τα εκμεταλλεύεται. Κανένα από όλα αυτά δεν πρέπει να έχει θέση. Δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε. Στη γραμμή του πυρός, εκεί που υπάρχει συνεχής μάχη, δεν είναι παράδοξο να υπάρχουν πληγές.
Όπως μας παρέδωσαν οι Πατέρες, πολλές φορές και η ίδια ακόμη η Χάρις αφήνει τον άνθρωπο -θέλοντας να τον διδάξει και να τον ανεβάσει σε ψηλότερα επίπεδα πρακτικής εμπειρίας- τον αφήνει επίτηδες να κινδυνεύσει από την αμαρτία, για να ερεθίσει έτσι περισσότερο τον θυμό του εναντίον της. Και λαμβάνοντας πληγές ο άνθρωπος, μαθαίνει τους τρόπους από που συνέβησαν αυτά και τότε τον μεν Θεό αγαπά γνησίως, διότι βλέπει την στοργή Του, τον δε διάβολο βδελύσσεται αξίως, βλέποντας την κακότητά του και την πονηριά του και το αδίστακτό του στο να μας καταστρέψει.
Εκείνο το οποίο κατέχουμε και είναι για μας άγκυρα όλης της ελπίδας, αναμφισβήτητης και χειροπιαστής, είναι ότι παραμένει μαζί μας η Θεία Χάρις. Ο καθένας μας από την ημέρα της ευσέβειάς μας, από τότε δηλαδή που εισήλθαμε εκουσίως μέσα στους όρους της μετανοίας μέχρι σήμερα, ποτέ δεν μπορέσαμε, καμία ημέρα, να φυλάξουμε το θέλημα του Κυρίου. Και όμως δεν απομακρύνθηκε! Παραμένει μαζί μας, μάς δικαιώνει από την αγαθότητά Του και μόνο. Τα αμεταμέλητα χαρίσματα του Θεού σε μας είναι χειροπιαστά, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν δικαιώνω την αμαρτωλότητα, ούτε συνιστώ τη ραθυμία. Αυτά είναι προδοσία. Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει μέσα στην προαίρεση των χριστιανών και ο,τιδήποτε και αν συμβαίνει είναι εξ αιτίας της ατέλειάς τους.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται στο γίγνεσθαι, είναι ατελής. Βαδίζει προς την τελειότητα ζητώντας περισσότερη επίδραση της Χάριτος και μόνιμη ενοίκηση μέσα του. Την αποκτά σιγά-σιγά με την ελεημοσύνη του Θεού, αγωνιζόμενος κατά των παθών του, ούτως ώστε να τα αποβάλει, για να βρει περισσότερη θέση μέσα του η Θεία Χάρις. Μέχρι που να γίνει αυτό, υφίσταται όλες τις αλλοιώσεις και τις τροπές.
Επιμένω στο θέμα της αποθαρρύνσεως, για να προσεχθεί πάρα πολύ. Εκείνος ο οποίος επεσήμανε αυτό τον τομέα και τον αξιολόγησε, επιτυγχάνει πάρα πολλά. Εκείνος ο οποίος δεν προσέχει και αφήνει ακάλυπτη την πλευρά αυτή και με το παραμικρό αποθαρρύνεται, οπισθοχωρεί και αφήνει το ζήλο του, αδικείται κατάφωρα, χάνει χωρίς να υπάρχει λόγος και μπορώ να πω φεύγει «χωρίς διώκοντος».
Γι’ αυτό με παράδειγμα τη βιογραφία και την παιδεία του μεγάλου αυτού Πατέρα, όλοι μας να γίνουμε περισσότερο ζηλωτές, περισσότερο μαχητές. Δεν υπάρχει μέσα στην μερίδα μας απογοήτευση και αποθάρρυνση. Και δεν υπάρχει, γιατί απλούστατα εμείς οι ίδιοι και τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μας γνωρίζουμε. Γνωρίζουμε ότι ομολογούμε την πίστη και την αγάπη μας προς τον Θεό και ότι ουδέποτε την αρνούμαστε και ακόμα ξέρουμε την σύμπραξη και συμπαράσταση του Θεού σ’ εμάς, η οποία είναι αμετάβλητη, αμεταμέλητη και αναλλοίωτη.
Δι’ ευχών του Αγίου Πατρός ημών Νήφωνος και της Κυρίας μας Θεοτόκου είθε να επιτύχουμε αισίως το σκοπό της ζωής μας. Αμήν.


(Γέροντος Ιωσήφ, Διδαχές από τον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά, σ. 142-150)

ΑΠΑΝΤΕΣ ΧΡΗΖΟΜΕΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ



«Ἠμεῖς Χριστιανοί μου, δίκαιοι ἤ ἁμαρτωλοί εἴμεθα; Ἀνίσως καί εἴμεθα δίκαιοι, καλότυχοι καί τρισμακάριοι. Εἰ δέ καί εἴμεθα ἁμαρτωλοί, τώρα εἶναι καιρός νά μετανοήσωμεν, νά παύσωμεν ἀπό τά κακά καί νά κάμνωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ.
Πότε θά μετανοήσωμεν; Ὄχι αὔριον ἤ μεθαύριον, ἀλλά σήμερον, διότι ἕως αὔριον, δέν ἠξεύρομεν τί θά πάθωμεν».
Αὐτά τά πατρικά, τά προτρεπτικά, τά ἁγιασμένα λόγια περιλαμβάνονται στήν πρώτη διδαχή τοῦ μεγάλου μας ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ κήρυκος τῆς μετανοίας.
Ἐκεῖνος πού ἄφησε τήν προσωπική του ἡσυχία, τήν ἄσκησί του καί τήν ἀγαπημένη του ἔρημο, πού προτιμοῦσε νά χαθῆ γιά νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του, καλεῖ ὅλους νά μετανοήσουν.
Ἁγιασμένος, καθαρός στή ζωή, ἄγγελος ἐπίγειος, γνωρίζει σάν πνευματέμφορος πατέρας, τί εἶναι ἁμαρτία, τί εἶναι μετάνοια, ποῦ ὁδηγεῖται ἡ ψυχή ὅταν κλείσει ὁ ἄνθρωπος τά μάτια καί φύγει ἀμετανόητος ἀπό τόν πρόσκαιρο καί μάταιο αὐτό κόσμο, ἀλλά καί πῶς ἐλευθερώνεται, σώζεται, ἁγιάζεται, ὅταν, εἰλικρινά καί συνειδητά, μετανοήσει…
Αὐτή τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἅς ἐπιτραπῆ νά σχολιάσουμε μέ ἁπλές σκέψεις:
Ἡ μετάνοια, προϋποθέτει τήν παρουσία, τήν ὕπαρξι, τήν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Ἡ μετάνοια ἐπιδιώκεται καί βιώνεται ἀπό τόν χριστιανό, μέ ἀνύστακτη ἐπιμέλεια, γιά νά ἐλευθερωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν θανατηφόρο ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ χριστιανός πού ζεῖ μέσα στήν ἁμαρτία, εἶναι ἐκτός ἑαυτοῦ. Γιά νά μετανοήση, πρέπει νά ἔλθη εἰς ἑαυτόν, στά λογικά του.
Σ’ ὁλόκληρη τήν πατερική παράδοσι, τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται σέ ὁρισμένες ἀντικειμενικές βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε σέ τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται σέ μιά βαθύτερη καί καθολικώτερη ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου.
Δέν εἶναι μιά παροδική συντριβή ἀπό τή συναίσθησι διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας, ἀλλά μιά μόνιμη πνευματική κατάστασι, πού σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό, καί συνεχή διάθεσι γιά ἀνόρθωσι, θεραπεία καί ἀνάληψι τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα.
Μετάνοια εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσι, πού πρέπει νά συνοδεύη τόν ἄνθρωπο, μέχρι τή στιγμή τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι, ἡ δυναμική μετάβασι ἀπό τήν παρά φύσι κατάστασι τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας, στήν περιοχή τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν, εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς στό Θεό.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, εἶναι τό ξεκίνημα γιά τήν ἀνακάλυψι τῆς κάθε ἁμαρτίας, τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν εἰλικρινῆ ἐξομολόγησι καί τήν ἀπάλειψι τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Χρειάζεται ὅμως νά συνειδητοποιήση ὁ ὁδηγούμενος στήν μετάνοια, τό φοβερό, τό καταστρεπτικό, τό θανατηφόρο τῆς ἁμαρτίας, καί νά θελήση νά τήν ἀποτινάξη χωρίς ἐπιφυλάξεις.
Τί εἶναι ἁμαρτία;
«Ἁμαρτία ἐστίν ἀνομία» (Ἀ’ Ἰωάννου 3, 4) μᾶς λέει τό Πανάγιο Πνεῦμα διά τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου.
Ἁμαρτία εἶναι, παράβασις τοῦ Θείου Νόμου.
Ὁ Θεός μας ἐνομοθέτησε τόν νόμον Του, ὄχι γιά τή ἐξυπηρέτησι τῶν ἰδικῶν Του συμφερόντων, οὔτε γιά τή δόξα Του καί τήν ἁγιωσύνη Του, διότι εἶναι ἀνενδεής.
Τόν νόμον Του τόν ἐνομοθέτησε, γιά τό δικό μας ψυχικό συμφέρον, ἀπό ἀγάπη καί εὐσπλαχνία κινούμενος.
Ὅποιος ἁμαρτάνει, παραβαίνει τόν θεῖο νόμο καί γίνεται παραβάτης καί ἔνοχος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, δέν ἀναγνωρίζει Κύριό του τόν Θεό, ἀλλά τόν διάβολο. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὀνομάζει τό προπατορικό ἁμάρτημα «ἀπάτη τοῦ διαβόλου».
Κατά τούς θεοφόρους Πατέρας ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἀρχηγός καί πρωταίτιος τῆς ἁμαρτίας, καί ὁ ἄνθρωπος συναίτιος.
Οἱ πρωτόπλαστοι μποροῦσαν νά ἐπιλέξουν, εἴτε νά ζοῦν κοντά στόν Θεό, εἴτε νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό Αὐτόν.
Ὁ Ἀδάμ ἐπέλεξε τό δεύτερο. Παρήκουσε τόν Δημιουργό, καί ἀντάλλαξε τήν φιλία τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὑποδούλωσι στόν διάβολο. Καί ἀπεκόμισε μέ τήν ἁμαρτία του, τίς γνωστές συνέπειες οἱ ὁποῖες ἁπλώθηκαν σέ ὅλο τόν κόσμο.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ ἐπιστρέψας βέβαια, ἄσωτος υἱός.
Ὁ ἄσωτος ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἀγάπη, τή σκέπη, ἀπό τήν φροντίδα, ἀπό τήν ἀγκάλη τοῦ πατέρα, πορεύθηκε «εἰς χώραν μακράν». Καί ἐκεῖ ἔζησε πάλι τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας του.
Ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης μᾶς γνωρίζει ὅτι: «ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. γ’).
Ἀπό κάθε ἄνθρωπο ὀφείλει νά γίνη συνείδηση, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι θέλημα καί ἐπιδίωξη τοῦ διαβόλου καί φέρει στόν ἄνθρωπο τήν ἀποξένωσι καί τόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό. Εἶναι πνευματική θανατηφόρος ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατά φύσιν, καί κίνησίς του, πρός τό παρά φύσιν.
Νοιώθει αὐτή τήν ἀσθένεια ὁ προφήτης Δαυίδ καί φωνάζει πρός τόν μέγα Ἰατρόν: «ἴασαι τήν ψυχήν μου ὅτι ἥμαρτόν σοι». Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας ὀνομάζει τήν ἁμαρτία ἀσθένεια. «Οὔ χρείαν ἔχουσιν οἱ ὑγιαίνοντες Ἰατροῦ, ἀλλά οἱ κακῶς ἔχοντες» (Λουκ. ε΄, 31).
Αὐτή ἡ ἀσθένεια τήν ὁποία φέρει στόν ἄνθρωπο ὁ διάβολος, δέν μᾶς ἀφήνει νά γευώμαστε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ μας. Αὐτός πού ἁμαρτάνει σκοτίζεται, χάνει τήν πνευματική διαύγεια, δέν μπορεῖ νά γνωρίση, νά νοιώσει, νά δῆ τό Θεό, ἀποστερεῖται τή χάρι τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν εὐλογία της, ἀπό τά χαριτόβρυτα ἁγιαστικά, ἀπό τά σωστικά μυστήρια, ἀπό τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, καί πορεύεται εἰς «χώραν ξένην» ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Γιά παράδειγμα, ἀφοῦ ὁ ἄσωτος διεσκόρπισε τίς θεῖες δωρεές μέ τήν ἀποστασία του, ἔζησε τόν λιμό τόν ἰσχυρό, μέ τήν «παντελῆ σπάνιν τῶν τήν ψυχήν συγκρατούντων πνευματικῶν βρωμάτων», ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής«Ἤρξατο ὑστερεῖσθαι ὁ ἄσωτος» (Λουκ. ιγ΄, 14).
Ὅπως ὁ ἀσθενής σωματικῶς δέν μπορεῖ νά ἀπολαύσῃ ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὁ ψυχικά ἀσθενής, ὁ ἐν ἁμαρτίᾳ παραμένων, δέν μπορεῖ νά χορτάσῃ τά πνευματικά ἀγαθά, νοιώθει κενός – ἔρημος, γιατί μόνο ὁ Θεός, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φέρει χορτασμό στόν ἄνθρωπο.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα, ἔχουν ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς. Τά χαίρονται; Τά ἀπολαμβάνουν μέ πηγαία χαρά, εἰρήνη, εὐτυχία;
Μέ πολλή ἀγωνία, ταραχή καί ἀβεβαιότητα ζοῦν, δέν μποροῦν νά χαροῦν τό πλήρωμα τῆς χαρᾶς καί τῆς εἰρήνης, γιατί ἡ ἁμαρτία δέν ἀφήνει νά κατοικήσει στήν καρδιά ὁ εἰρηνοποιός Χριστός. Καί αὐτά τά ὑλικά ἀγαθά δέν τά χαίρονται ὅπως θά ἐπιθυμοῦσαν. Γιατί ζοῦν, ἁμαρτάνοντες, μέσα σέ διαρκῆ σύγχυσι.
Ἡ ἁμαρτία ἀπό τή φύσι της εἶναι γεννήτρια τῆς συγχύσεως καί τῆς ταραχῆς.
Δέν τό ὁμολογεῖ ὁ προφήτης; «Ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου».
«Γιά τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, δέν ὑπάρχει ποτέ γαλήνη… ἀλλά νοιώθουν ταραχή μεγαλύτερη ἀπό ὁποιοδή-ποτε πέλαγος…», λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος καί συνεχίζει: «Ὅσοι ἁμαρτάνουν καί δέν μετανοοῦν, συζοῦν μέ τό διαρκῆ φόβο».
Καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: «Ἐάν ἐσύ ζητᾶς νά ἔχης εἰρήνην μέ τήν ἁμαρτίαν καί μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ δαίμονας, ἤξευρε ὅτι ἡ συνείδησίς σου, δέν θέλει παύση ἀπό τό νά σέ πολεμᾶ…».
Μόνον ὁ Χριστός, μπορεῖ, νά προσφέρῃ ἐκ νέου στόν ἄνθρωπο τήν ἀληθινή εἰρήνη.
Ἀκόμη ἡ ἀσθένεια, ἡ ἁμαρτία, ἐξασθενεῖ τόν ἄνθρωπο, τόν ὑποδουλώνει στά πάθη καί τόν κάνει δοῦλο τοῦ Σατανᾶ. «Ὦ, τίς ἤττηται, τοῦτο καί δεδούλωται…» (Β’ Πετρ. β΄, 19). Ἡ ἁμαρτία εἶναι σκληρή δουλεία τοῦ ἀνθρώπου στά πάθη καί τό διάβολο. Πόσο ὠραία παριστάνει αὐτή τήν πραγματικότητα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ τά θεόπνευστα λόγια του:! «Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν. ἀλλ’ ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. ζ’, 19).
Τήν ζεῖ τή δουλεία ὁ ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει. Ὑποφέρει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐλευθερωθῇ μόνος του. Πόσο ἁπλό π.χ. φαίνεται τό πάθος τοῦ καπνίσματος. Πόσο δύσκολο, ὅμως, εἶναι νά ἐλευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος, πού ἄφησε τόν ἑαυτό του νά ὑποχωρήσῃ σέ αὐτή τήν ἀδυναμία, τήν ἀσθένεια. Προμηθεύς δεσμώτης, ἀλύτρωτος καταντᾶ.
Τό διακηρύσσει καθαρά ὁ Κύριος: «Πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας…», φυσικά καί τῶν συνεπειῶν της.
Γλυκάθηκε στήν ἀρχή μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἄσωτος, ἀλλά στή συνέχεια ἄφησε μόνιμη αἴσθησι στυφότητος καί πικρίας, ἡ ἁμαρτία. Μά αὐτή ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ρίζα πικρίας. Ὅπως γράφει ὁ Ζυγαβηνός «εἶναι κεράτια, κατά ἀναγωγήν αἱ ἡδοναί … Ὥσπερ ἐκεῖνα γλυκαίνουσιν ἐπί βραχύ τήν γεῦσιν, εἶτα στύφουσιν ἐπί πλεῖον, οὕτω καί αὗται τό μέν ἡδῦνον πρῶτον καί πρόσκαιρον ἔχουσι, τό δέ πικραῖνον ὕστερον καί αἰώνιον». 
Ἡ γλυκύτητα τῆς ἡδονῆς εἶναι πρόσκαιρη, ἡ πικρότητα τῆς ὀδύνης μακροχρόνια καί αἰώνια. Γιατί ἄν δέν θεραπευθεῖ ἡ ἀσθένεια, θά ἔλθῃ ὁ θάνατος, ὁ αἰώνιος θάνατος. Μή λησμονοῦμε ποτέ αὐτό πού ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μᾶς λέει: «Νά παύσωμεν τά κακά, νά κάμωμεν τά καλά, διότι ἡ κόλασις μᾶς καρτερεῖ».
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέ τό Θεό, ζεῖ ζωή ἀληθείας, φωτός, ἀναγεννήσεως, μεταμορφωμένη ζωή, ἡ ὁποία τόν ἑνώνει μέ τόν Θεό καί τόν καθιστᾶ ἄξιο, νά ἀναστηθῆ κατά τήν Δευτέρα Παρουσία καί νά ζήσῃ αἰωνίως.
Ἡ ἁμαρτία, σάν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ, ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό, τοῦ στερεῖ τό Θεό ἀλλά καί τήν ἀνάστασι ζωῆς, τήν αἰωνιότητα.
«Ζωή γάρ ὁ Θεός, στέρησις δέ τῆς ζωῆς, θάνατος», λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Μετά τή διάπραξι τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος, ἐφ’ ὅσον παραμένει σ΄ αὐτή, ζῆ βίο νεκρό: «Νεκρός ἡμᾶς διεδέξατο βίος, αὐτῆς τρόπον τινά τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀποθανούσης», γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης.
Ὅταν ζοῦμε στήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ τό Πανάγιο Πνεῦμα, πού φέρει σέ μᾶς ζωή καί ἁγιασμό, νά ἀναπαύεται μέσα μας. Ζοῦμε χωρίς Θεό, χωρίς ζωή, καί ἄν φύγουμε ἀπό τή ζωή αὐτή ἀμετανόητοι, πορευόμαστε εἰς κόλασιν αἰώνιον. Τό διακηρύσσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος»(Ρωμ. ζ΄, 23).
Ὁ ψυχικός αὐτός θάνατος εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῶν συνεπειῶν τῆς ἀσθενείας πού φέρει ἡ ἁμαρτία, γιατί ἡ ψυχή τοῦ ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ, τοῦ ἀνθρώπου πού ζεῖ στήν ἀποστασία, στήν παρακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, στήν ζωή τῶν παθῶν, μετά τόν σωματικό θάνατο, ὁδηγεῖται σέ χῶρο ἀπό τόν ὁποῖο, ἀπουσιάζει αἰωνίως ὁ Θεός, εἶναι ξένος ἀπό τή δόξα καί τήν μακαριότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Γράφει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Τόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Δέν μᾶς ἀπομακρύνει μόνο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μᾶς ὁδηγεῖ καί σέ μεγάλη ἐντροπή καί ταπείνωσι. Καί ἀφοῦ μᾶς στερήσῃ τά ὑπάρχοντα ἀγαθά, μᾶς ἀφαιρῇ ἐντελῶς τήν παρρησία πρός τό Θεό…». «Ἡ ἁμαρτία εἶναι, (ὅπως λέει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος) μιά φοβερή τυραννία, ἕνα θανατηφόρο καρκίνωμα, θά προσθέσουμε, ἀπό τήν ὁποῖα μόνος ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς ἀπαλλάξη μέ τή μετάνοια».
Ὅμως προσοχή μεγάλη, ὀφείλουμε.
Ἐμεῖς πού ζοῦμε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐμεῖς πού ζοῦμε ὅπως λέμε ἐκκλησιαστική ζωή, μπορεῖ νά εἴμαστε κληρικοί, ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, νά διακονοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας σέ διάφορες θέσεις, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά βιώνουμε κάθε στιγμή τή μετάνοια καί ἡμέρα τῇ ἡμέρᾳ νά γινώμαστε ἁγιώτεροι, πολλές φορές δέν ἔχουμε τήν ἀληθινή γνῶσι, σχέσι, μέ τή μετάνοια, ἀπαξιώνουμε νά ἀσχοληθοῦμε, μέ τή μετάνοια.
Ὅταν ἀκοῦμε κηρύγματα μετανοίας, πρόσκλησι γιά μετάνοια, ἐλεγκτικά πνευματικά κηρύγματα, ἀναζητοῦμε τούς ἁμαρτωλούς, τούς ἐνόχους ἐκείνους, πού πρέπει νά μετανοήσουν…
Μετατοπίζουμε τήν ἁμαρτία στούς ἄλλους, γιατί ἐμεῖς δέν εἴμεθα «ὥσπερ οἱ λοιποί, οἱ ἁμαρτωλοί…».
Ἡ ἁμαρτωλότητα, ὑπάρχει στούς ἄλλους, καί ἡ μετάνοια εἶναι ἀναγκαία γιά τούς ἄλλους!!
Ἐμεῖς, κηρύττουμε γιά τή μετάνοια, μιλᾶμε μέ φλογερά κηρύγματα γιά νά μετανοήσουν οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό μᾶς.
Φοβερό τό κατάντημά μας αὐτό!!!
Ἡ μετάνοια ὑπῆρξε πάντοτε ἀναγκαία, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους…
Δέν θά εἶναι ὑπερβολή, ἐάν σημειώσουμε ὅτι καί οἱ πρό Χριστοῦ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο ὅσοι ἐλάτρευαν τόν ἀληθινό Θεό, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ εἰδωλολάτρες, δηλαδή, αἰσθανόταν ἔστω συνεσκιασμένα τήν ἀνάγκη τῆς μετανοίας.
Βλέπουμε καί στούς εἰδωλολάτρες ἀκόμη, αἰσθητή τήν ἀνάγκη νά ἐξιλεώσουν τό Θεό τους.
Ἔχουμε καί σ’αὐτούς ἐκδηλώσεις, ἀνάλογες πρός τή μετάνοια πού ἔδειχναν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν γνῶσι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ…
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς; Πῶς θά ἀπολογηθοῦμε στό Θεό μας, ἐμεῖς, πού ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης, στήν ἐποχή τῆς χάριτος· Ἐμεῖς πού ἀξιωθήκαμε νά γίνουμε μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας;
Αὐτή τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου θέλησε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός νά ἱκανοποιήση μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας, πού προσφέρει.
Ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του τήν ἐξουσία, νά συγχωρῆ ἁμαρτίες, χωρίς κανένα περιορισμό.
Διάκρισι προσώπων ἤ παραβάσεων ἤ πλήθους ἁμαρτημάτων, δέν γίνεται καμμία. Ἀρκεῖ νά μετανοῆ ὁ χριστιανός εἰλικρινά καί ἀληθινά…
«Ὁ Θεός μας θέλει πάντας σωθῆναι…»
Θέλει ὅλοι νά ἐπστρέψουμε πρός Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, νά μᾶς ἀγκαλιάση μέ τήν πατρική ἀγάπη, νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπό τίς φοβερές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, νά μᾶς σώση ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο.
Ἀναζήτησε τό χαμένο πρόβατο, καί ἀφοῦ τό βρῆκε, τό πῆρε στούς ὤμους Του καί τό ἐπανέφερε στόν Παράδεισο τῆς ἀγάπης Του.
Γιά μᾶς φόρεσε τήν ἀνθρωπίνη φύσι ὁ Κύριος, καί ὅλους μας διά τῶν ἁγιαστικῶν μυστηρίων, θέλει νά μᾶς θεραπεύσῃ, νά μᾶς ἀναγεννήσῃ, νά μᾶς φέρει ὑγιεῖς καί ἀξίους στή δόξα τοῦ Παραδείσου, νά μᾶς κάνη πολίτας τοῦ οὐρανοῦ.
«Πόση ἄμετρη ἡ χρηστότητα τοῦ Θεοῦ»! λέει ὁ ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Ἐγείρει αὐτόν πού παρέβη τήν ἐντολή Του, καί τόν ἐβλασφήμησε. Ὁ ἁμαρτωλός δέν εἶναι ἰκανός νά ἐννοήση τή χάρι τῆς ἀναστάσεώς Του. Αὐτή ἡ χάρι, πού μᾶς ἀνέστησε μετά τήν ἁμαρτία, εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη τή χάρι ἡ ὁποία μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξι, ἀπό τήν ἀνυπαρξία.
«Ἐκατεδέχθη καί ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἀπό τά καθαρότατα αἵματα τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, διά νά μᾶς κάμη νά ἔβγωμεν ἀπό τάς χείρας τοῦ διαβόλου καί νά μᾶς κάνη υἱούς καί κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του, νά χαίρωμεν πάντοτε εἰς τόν Παράδεισον μαζί μέ τούς ἀγγέλους καί νά μή καιώμεθα εἰς τήν κόλασιν…».(Διδαχή Α΄, Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ».
(σ. 49) «Ὁ Πατέρας», λέει ὁ Μ.Βασίλειος, «ὅς στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδό μας ἀπό τήν πλάνη, μόνο νά ἐπιστρέψουμε θέλει, καί ἐνῶ θά εἶναι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξη θά πέση στόν τράχηλό μας καί θ’ ἀγκαλιάση μέ φιλικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισθεῖσα ἤδη ἀπό τῆς μετανοίας ψυχή μας.
Καί θ’ἀναγγείλει ἡμέρα εὐφροσύνης καί χαρᾶς στούς δικούς του, καί ἀγγέλους καί ἀνθρώπους, καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε τρόπο τήν σωτηρία μας».
Ὅλους μᾶς περιμένει ὁ Θεός μας. Θέλει νά ἐπιστρέψουμε πρός Αὐτόν, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας, καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας, ὥστε ὅλους καί ὁλοκλήρους νά μᾶς ἀγκαλιάση καί μᾶς ὁδηγήση στήν πατρική δόξα καί χαρά.
Γιά ὅλους μας, ἐκένωσε ἑαυτόν, γιά ὅλους μας ἄπλωσε τά χέρια Του στό Σταυρό, γιά ὅλους μας προσφέρει τήν Ἐκκλησία Του γιά νά μή μείνη κανείς, ἔξω τοῦ νυμφῶνος.
Ἀφοῦ «τά φάρμακα τῆς μετανοίας εἶναι ὠφέλιμα γιά ὅλους, ἐπειδή κανείς δέν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό ἁμαρτία, γίνεται φανερό ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς πού νά μήν ἔχη ἀνάγκη ἀπό μετάνοια…»,ὑπογραμμίζει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος.
Ἀπό τό Γεροντικό:
Ἕνας ἀδελφός ἔκανε συνεχῶς αὐτή τήν προσευχή στό Θεό:
- Κύριε, δέν ἔχω φόβο Θεοῦ! Στεῖλε μου λοιπόν κεραυνό ἤ καμμίαν ἄλλη τιμωρία ἤ ἀρρώστια ἤ διαμόνιο, μήπως κι ἔτσι ἔρθει σέ φόβο ἡ πωρωμένη μου ψυχή.
Ἄλλοτε πάλι παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
- Ξέρω πώς ἔχω πολύ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Σου, Δέσποτα, καί πώς εἶναι ἀναρίθμητα τά σφάλματά μου. Γι’ αὐτό καί δέν τολμῶ νά Σοῦ ζητήσω νά μέ συγχωρέσεις. Ἄν ὅμως εἶναι δυνατόν, συγχώρεσέ με γιά τήν εὐσπλαγχνία Σου. Ἄν πάλι εἶναι ἀδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στή ζωή αὐτή, καί μή μέ κολάσεις στήν ἄλλη. Κι ἄν εἶναι καί τοῦτο ἀκόμη ἀδύνατον, στεῖλε μου ἐδῶ ἕνα μέρος τῆς τιμωρίας καί ἀλάφρωσέ μου ἐκεῖ τήν κόλαση. Ἄρχισε μόνο ἀπό τώρα νά μέ τιμωρεῖς. Ἀλλά τιμώρησέ με σπλαγχνικά, ὄχι μέ τήν ὀργή Σου, Δέσποτα.
Ἔτσι, λοιπόν, μετανοοῦσε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο κι αὐτά ἔλεγε μέ δάκρυα ἱκετευτικά, ὁλόθερμα καί ὁλόψυχα, λιώνοντας καί τσακίζοντας σῶμα καί ψυχή, μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί ἄλλες κακουχίες.
Μιά μέρα καθώς καθόταν καταγῆς, ὅπως συνήθιζε, θρηνώντας καί φωνάζοντας σπαραχτικά, ἀπό τήν πολλή του λύπη, νύσταξε κι ἀποκοιμήθηκε.
Καί νά ! Παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Χριστός καί τοῦ λέει μέ φωνή γεμάτη ἱλαρότητα:
Τί ἔχεις, ἄνθρωπέ μου; Γιατί κλαῖς ἔτσι;Ὁ ἀδελφός, Τόν ἀναγνώρισε, καί ἀποκρίθηκε ἔντρομος:
- Γιατί ἔπεσα, Κύριε!
- Ἔ, σήκω!
- Δέν μπορῶ, Δέσποτα, ἄν δέν μοῦ δώσεις τό χέρι Σου!
Τότε Ἐκεῖνος ἅπλωσε τό χέρι Του, ἔπιασε τόν ἀδελφό καί τόν σήκωσε.
Μά κι ὅταν αὐτός σηκώθηκε, συνέχισε νά θρηνεῖ.
Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου; Γιατί εἶσαι λυπημένος; Τοῦ ξαναλέει ὁ Κύριος μέ ἁπαλή καί ἱλαρή πάλι φωνή.
Δέν θέλεις, Κύριε, νά κλαίω καί νά λυπᾶμαι, ἀπάντησε ὁ ἀδελφός, πού τόσο πολύ Σέ πίκρανα, ἄν καί ἀπόλαυσα τόσα ἀγαθά ἀπό Σένα;Ἐκεῖνος ἅπλωσε ξανά τό χέρι Του, τ’ ἀκούμπησε στό κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ καί τοῦ εἶπε:
Μή λυπᾶσαι πιά. Γιατί ἄν ἔδωσα τό αἷμα μου γιά σένα, πολύ περισσότερο θά δώσω συγχώρηση καί σέ σένα, καί σέ κάθε ἄλλη ψυχή πού γνήσια μετανοεῖ.
Μόλις συνῆλθε ὁ ἀδελφός ἀπό τήν ὀπτασία, ἔνιωσε τήν καρδιά του γεμάτη χαρά. Ἔτσι πληροφορήθηκε πώς ὁ Θεός τόν ἐλέησε. Κι ἀπό τότε ζοῦσε μέ πολλή ταπείνωση, εὐχαριστώντας Τον.Δέν εἶναι φοβερό, ἀκατανόητο ἐκ μέρους μας, νά περιφρονοῦμε τόση ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, τόση μακροθυμία καί νά ἀμελοῦμε τό ψυχοσωστικό ἔργο τῆς μετανοίας;
Ἀνυπακούουμε, ἀσεβοῦμε, περιφρονοῦμε τόν Θεό μας, ἀπαξιοῦμε τήν πατρική Του ἀγάπη, τή θυσία Του τήν σταυρική, τήν φωτεινή καί ἁγιαστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἀμελοῦμε ἤ περιφρονοῦμε τήν μετάνοια.
«Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἐπιστορφή πρός τό Χριστό καί πρός τό βίο τόν σύμφωνο μέ τό θέλημά Του», λέει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί συνεχίζει: «Ἄν λοιπόν κανείς διαπράξη τήν θανατηφόρο ἁμαρτία, τήν ἀποστραφῆ δέ ἀπό ψυχῆς, καί ἐπιστρέψη πρός τόν Κύριο, ἄς ἔχει θάρρος καί μεγάλη ἐλπίδα, διότι δέν θά ἀστοχήση ἀπό τήν ἀίδιο ζωή καί σωτηρία…».
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφέρει τό παράδειγμα μιᾶς ἁμαρτωλῆς γυναικός, ἡ ὁποία ἐνῶ κατεῖχε τά πρωτεῖα τῆς ἁμαρτίας, ξαφνικά ἄλλαξε τρόπο ζωῆς. «Διότι, μετενόησε, ἀπέσπασε τή χάρι τοῦ Θεοῦ… καί ἔτρεξε πρός τόν οὐρανό. Μολονότι δέν ὑπῆρχε τίποτε πιό αἰσχρό ἀπό αὐτήν, ὅμως μέ τήν (ἀληθινή της μετάνοια) καί τήν ὑπερβολική της ἐγκρά-τεια, ξεπέρασε πολλές. Καί ἀφοῦ ἐνδύθηκε τό σάκκο τῆς μετανοίας, ἔζησε ὅλο τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της ἀσκουμένη… Καί ἀφοῦ καταξιώθηκε τῶν ἀπορρήτων Μυστηρίων, δηλαδή τῆς θείας Κοινωνίας, καί ἐπέδειξε ζῆλο ἀντάξιο τῆς Θείας Χάριτος, ἔτσι τελείωσε τή ζωή της».
Πόσα τέτοια γεγονότα ζήσαμε στή διακονία τῆς Ἐξομολογήσεως!!!
«Ἀδελφέ μου», λέει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «ἥξευρε ὅτι ἡ μετάνοια κατά τόν Θεῖον Ἰωάννην τόν Δαμασκηνόν εἶναι μία ἐπαναστροφή ἀπό τόν διάβολο πρός τόν Θεόν, ἡ ὁποία γίνεται μέ πόνον καί ἄσκησιν.
Λοιπόν καί σύ, ἐάν θέλης νά μετανοήσης καθώς πρέπει χρεωστεῖς νά ἀφήσης τόν διάβολον καί τά ἔργα τά διαβολικά καί νά ἐπαναγυρίσης πρός τόν Θεόν, καί τήν κατά Θεόν πολιτείαν, νά ἀφήσης τήν ἁμαρτίαν ὅπου εἶναι παρά φύσιν καί νά ἐπαναγυρίσης εἰς τήν ἀρετήν, ὅπου εἶναι κατά φύσιν…».
Ὅσο καί ἄν εἶναι τό πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων μας μεγάλο, οἱ ἁμαρτίες μας δέν μποροῦν νά νικήσουν τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μας.
«Ἀκόμη καί σέ θανάσιμη ἁμαρτία καί ἄν πέση κανείς, ὁ Κύριος μέ ἀγάπη θά τήν ἀπαλείψη», ὑπογραμμίζει ὁ Ἁγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.
(Γέρων Ἐφραίμ προηγούμενος Φιλοθέου).
«Αὐτό κάνει ὁ οὐράνιος Πατέρας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἁμαρτωλός ἐπιστρέψει κοντά Του. Τόν καθαρίζει, τόν πλένει, τοῦ δίνει τήν πρώτη στολή τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ δίνει τήν υἱοθεσία καί τόν ἀξιώνει τῆς Βασιλείας Του· ὅλα δωρεάν. Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ ἄσωτος, δέν τοῦ ζήτησε λογαριασμό οὔτε τόν ἐπέπληξε οὔτε τοῦ ζήτησε εὐθύνες. Ἀρκεῖ πού ἐπέστρεψε· αὐτό, τοῦ ἔφθανε τοῦ Πατέρα.
Ἔτσι καί κάθε ἁμαρτωλός πού θά ἐπιστρέψει. Μόνο νά πεῖ τό ἥμαρτον, νά ἀφήσει εἰλικρινά καί ἀμετάκλητα τά
ἁμαρτήματά του, νά καταλάβη τά λάθη του καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα εἶναι λυμένα».
Ἀλήθεια πῶς θά βροῦμε ἔλεος, ἀγαπητοί, ἄν περιφρονήσουμε τέτοια ἀγάπη τοῦ Λυτρωτοῦ μας καί τό τόσο μεγάλο καί σωτήριο δῶρο, τή μετάνοια;
Τί λόγο θά δώσουμε ἔπειτα στόν Κύριο, ἄν ἀμελοῦντες τή μετάνοια, πλησιάζουμε ἀκάθαρτοι στό ἅγιο Ποτήριο;
«Ἀνίσως καί ἡμεῖς θέλωμεν νά ὠφεληθῶμεν ἀπό τά Ἄχραντα Μυστήρια ὡσάν τούς ἔνδεκα Ἀποστόλους τούς καλούς, καί νά μή βλαφθῶμεν ὡσάν τόν Ἰούδαν τόν κακόν, νά ἐξομολογούμεθα καθαρά καί νά κοινωνῶμεν μέ φόβον καί τρόμον καί εὐλάβειαν καί τότε νά φωτιστῶμεν…
Εἰ δέ καί πηγαίνομεν ἀνεξομολόγητοι, ἀμετανόητοι, μεμολυσμένοι μέ ἁμαρτία καί τολμῶμεν νά μεταλαμβάνωμεν τά Ἄχραντα Μυστήρια, βάζομεν φωτιά καί καιόμεθα». (Ἅγ. Κοσμᾶς).
Χωρίς μετάνοια, οὔτε τό Θεό μας μποροῦμε νά κατανοήσουμε καί νά δοῦμε, ἀφοῦ «οἱ καθαροί τόν Θεόν ὄψονται» οὔτε στά μυστήρια νά πλησιάσουμε ἀξίως, οὔτε στόν Παράδεισο νά φθάσουμε…
Ποτέ δέν πρέπει ἔπειτα νά φέρουμε στό νοῦ μας τό λογισμό τῆς ἀναβολῆς τῆς μετανοίας.
Σκεπτώμαστε καί λέμε: Ἄς ἁμαρτήσουμε τώρα… καί ἀργότερα μετανοοῦμε… ἤ ἔχουμε καιρό νά μετανοήσουμε…
Εἶναι γραμμένο πώς «Θεός οὑ μυκρητίζεται, δηλαδή, ὁ Θεός δέν ἐμπαίζεται. Κι εἶναι ἀλήθεια ἐμπαιγμός τοῦ Θεοῦ νά παραδινόμαστε στήν ἁμαρτία, ἐπειδή ξέρομε πώς ὑπάρχει μετάνοια. Γιατί εἶναι πολλοί πού λένε: – κάνω σήμερα τήν ἁμαρτία κι αὔριο μετανοῶ. Αὐτός εἶναι πονηρός λογισμός πού δέν τόν δέχεται ὁ Θεός· δέν συνθηκολογεῖ μαζί μας ὁ Θεός ὅταν εἶναι νά ἁμαρτήσουμε.
Ἀλλά τάχα κι ἔχουμε στά χέρια μας τόν καιρό γιά νά μετανοήσουμε; Ὅσοι κάνουν αὐτό τόν πονηρό λογισμό μεταθέτουν τήν μετάνοια πιό πέρα ἀπό τό βίο τους. Δέν προφταίνουν νά μετανοήσουν καί πεθαίνουν ἐν ἁμαρτίαις αὐτῶν…». Ἀλλά τέτοιο πράγμα ἐμεῖς νά μή τό πάθουμε, χάριτι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γράφει σχετικά ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Καί αὐτοί ὁποῦ πρότερον ἔλεγον: Ἄς ἁμαρτήσω τώρα καί ἔπειτα θέλω ἐξομολογηθῆ, θέλω μετανοήσει, καταντοῦν εἰς ἕνα βαθμόν, ὅπου ἀφοῦ φθάσουν εἰς τό βάθος τῶν κακῶν, δέν θέλουν πλέον νά μετανοήσουν, νά ἐξομολογηθοῦν. Καί ἄν τύχη καμμίαν φοράν νά θελήσουν, ἀλλά δέν ἠμποροῦν, διότι ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας ἔγινεν ἕξις εἰς αὐτούς, καί ἡ ἕξις ἔγινεν ὡσάν φύσις καί ἐσκλήρυνεν ὡσάν πέτραν τήν καρδίαν των, καί τήν ἔκαμεν ἀναίσθητον καί ἀνεπίδεκτον μετανοίας καί διορθώσεως. Καί οὕτως ἀποθαίνουν οἱ ἄθλιοι ἀδιόρθωτοι, καί ἀμετανόητοι…».
Ὁ Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Ἕνας νέος ζοῦσε μέσα στήν ἀκολασία. Ἐλεγχθείς ἀπό τούς γονεῖς του, τούς καλούς συγγενεῖς του καί τόν πνευματικό του, ἀπεφάσισε νά σπάση τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας καί νά λυτρωθῆ μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησι…
Συγκεντρώνοντας τά πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων του, τά ἔγραψε σέ ἕνα χαρτί…
Δέν συγκλονίστηκε, ὅμως, δέν ἔζησε τήν συντριβή καί τήν ἀληθινή μετάνοια, τήν ἀπόφασι τήν ἀμετάκλητη, τῆς ἐπιστροφῆς.
Πῆρε τό δρόμο γιά τόν πνευματικό, ἀλλά δυστυχῶς βαδίζοντας πέρασε κοντά ἀπό τό σπίτι ὅπου ἁμάρτανε…
Νικημένος ἀπό τόν λογισμό του εἶπε: Ἄς πάω νά ἁμαρτήσω μία ἀκόμη φορά καί μετά θά πάω νά ἐξομολογηθῶ στόν πνευματικό. Δυστυχῶς διέπραξε καί πάλι τήν ἁμαρτίαν…
Ἐξερχόμενος, ὅμως, ἀπό τό σπίτι τῆς ἀνομίας, συνάντησε τόν συνεραστή τῆς πόρνης γυναικός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐπετέθη καί τόν ἐφόνευσε…
Ἐκείνοι πού πῆραν τό λείψανό του νά τό ἐνταφιάσουν, βρῆκαν τό χαρτί μέ τά ἁμαρτήματά του.
Τί κι ἄν τά ἔγραψε; Δέν ἔζησε τήν μετάνοια. Ἔφυγε γιά νά μήν ἀναστηθῆ καί ζήση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Λέει ὁ ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σῦρος:
«Ἀδελφοί, ὁ τωρινός καιρός, εἶναι καιρός γιά μετάνοια. Μακάριος, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος πού δέν ἔπεσε καθόλου στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ. Μακάριος εἶναι γιά μένα, κι ἐκεῖνος, πού ἔπεσε στά δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ, , ἀλλά κατόρθωσε νά τά σκίσει καί νά τοῦ ξεφύγει, ὅσο βρίσκεται στήν παρούσα ζωή.
Αὐτός ζῶντας ἀκόμη σωματικά, μπόρεσε νά ξεφύγει ἀπό τόν πόλεμο γιά νά σωθεῖ, ὅπως ξεγλιστράει τό ψάρι ἀπό τό δίχτυ. Γιατί τό ψάρι καί νά πιαστεῖ, ἄν σκίσει τό δίχτυ καί ὁρμήσει πρός τό βυθό, ὅσο βέβαια εἶναι ἀκόμα στό νερό, σώζεται…
Ἄν ὅμως τό τραβήξουν στή στεριά τότε πιά, δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, ὅσο εἴμαστε σ’αὐτή τή ζωή, ἔχουμε πάρει τή δύναμι καί τήν ἐξουσία ἀπό τό Θεό νά σπάσουμε μόνοι μας τίς ἀλυσίδες τῶν θελημάτων τοῦ ἐχθροῦ, νά πετάξουμε τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μέ τή μετάνοια καί νά σωθοῦμε, κερδίζοντας τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἄν ὅμως μᾶς προφτάσει τό φοβερό ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἄν ἡ ψυχή χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα καί τό σῶμα μπεῖ στόν τάφο, τότε δέν μποροῦμε πιά νά βοηθήσουμε τόν ἑαυτό μας – ὅπως συμβαίνει καί μέ τό ψάρι, πού τό τράβηξαν ἀπό τό νερό καί τό ἔκλεισαν μέσα σέ δοχεῖο…
Ἀδελφέ μή πεῖς, σήμερα ἁμαρτάνω καί αὔριο μετανοῶ, γιατί δέν ἔχεις σιγουριά. Στόν Κύριο ἀνήκει ἡ φροντίδα γιά τό αὔριο».
Παραγγέλλει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος: «Γέρων εἶ, καί πρός ἐσχάτην ἀπήντησας ἔξοδον; Μή νομίσης μηδέ οὕτως ἐκπεπτωκέναι μετανοίας, μηδέ ἀπογνῶς τῆς σωτηρίας τῆς σεαυτοῦ.
Νέος εἶ, μή θαρσήσης τῇ νεότητι, μηδέ νομίσης ἰκανήν ἔχειν προθεσμίαν ζωῆς. Ἡ γάρ ἡμέρα Κυρίου, ὡς κλέπτης ἐν νυκτί οὕτως ἔρχεται…».
«Ἰδοῦ καιρός μετανοίας καί καθαρᾶς ἐργασίας. Ἐπεργάζου τά ἔργα, φεῦγε τό σκότος τῶν παθῶν, τόν ὕπνον ἐκδίωξον τῆς κακίστης ραθυμίας ψυχή μου, ὅπως γένης θείου φέγγους κοινωνός». (Ὄρθρος Τρίτης α΄Ἦχος).
Ὅλα αὐτά, τά ἁπλά βέβαια, μᾶς ὑπογραμμίζουν τό πόσο ὅλοι κάθε στιγμή ὀφείλουμε νά καλλιεργοῦμε τήν προσωπική μας μετάνοια…
Θυμᾶμαι ἕναν ἅγιο γέροντα μοναχό, πρότυπο βέβαια ὁσιότητος καί ἀληθινῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Νέοι ἐμεῖς τόν πλησιάσαμε καί τόν παρακαλέσαμε νά μᾶς πῆ λόγον ὠφέλιμο.
Καί ἐκεῖνος μέ πολύ ταπείνωσι μᾶς ἀπάντησε: «Σᾶς παρακαλῶ παιδιά μου προσεύχεσθε, νά βάλω ἀρχή μετανοίας».
(π. Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής):
«Βάζε μετάνοιαν συνεχῶς ὅταν σφάλης, καί μή χάνης καιρόν. Καθότι, ὅσον ἀργεῖς νά ζητήσης συγχώρησιν, τόσον δίδεις ἄδειαν εἰς τόν πονηρόν νά ἁπλώνη μέσα σου ρίζες. Μήν τόν ἀφήνης νά κάμη νεῦρα εἰς βάρος σου».
Αὐτήν τήν ἀρχή τῆς μετανοίας, τήν συνεχῆ μετάνοια, ὅλοι μας, ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, χωρίς ἀναβολή, ὀφείλουμε νά ἐπιδιώξουμε.
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στήν προτροπή του γιά μετάνοια δέν ξεχωρίζει κανέναν. Ὅλους καλεῖ νά μετανοήσουν. Καί τούς λαϊκούς καί τούς κληρικούς, προτρέπει νά μετανοήσουν, καί γιά τόν ἑαυτό τοῦ μιλάει, ὅτι ἔχει ἀνάγκη μετανοίας. Πρῶτο πληθυντικό πρόσωπο χρησιμοποιεῖ.
«Πότε θά μετανοήσωμεν;» λέει.
Ποιός ἀπό μᾶς ἀγαπητοί καί ποιός ἄνθρωπος μπορεῖ νά πῆ ὅτι δέν ἔχει ἁμαρτία;
«Ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστιν ἐν ἠμῖν» (Α’ Ἰωαν. α’, 8).
«Πάντες ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ»,συμπληρώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. (Ρωμ. γ’ 23).
Ὅλοι μας εἴμαστε υἱοί τοῦ Ἀδάμ. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε καί ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Γιατί ὅλοι μας ὀφείλουμε νά ἐπιτύχουμε χωρίς ἀμφισβήτησι τόν προσωπικό μας ἁγιασμό.
«Τοῦτο γάρ ἐστί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμός ἠμῶν». (Α’ Θεσ. δ’ 3).
Χωρίς ἁγιασμό κανείς μας δέν θά μπορέση νά συναντήση καί νά ζήση τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τόν ἁγιασμό, «οὐδείς ὄψεται τόν Κύριο».
Μέ τήν παραβολή τῶν Βασιλικῶν Γάμων, μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος πώς ὁ ἄνθρωπος, ὁ μή ἔχων ἔνδυμα γάμου, ἄρα καθαρότητα, ἀρετές, ἁγιασμό, θά ἐκδιωχθῆ ἀπό τό δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ…
Χωρίς μετάνοια, ἁγιασμός δέν κατορθώνεται.
Τό ἀναλογιζώμαστε αὐτό;
Τώρα νά ζοῦμε, ὅπως λέμε, μέσα στήν Ἐκκλησία, νά ἀσχολούμαστε μέ τά ἐκκλησιαστικά δρώμενα, νά μᾶς τιμοῦν οἱ ἄνθρωποι, νά μᾶς συμβουλεύονται ἀκόμη γιά πνευματικά θέματα, νά χαιρώμαστε τίς ἀνέσεις μας, τά ἀγαθά μας, ἀλλά καί τίς ἐκκλησιαστικές ἐκδηλώσεις, καί τήν μεγάλη ἐκείνη καί φοβερά ἡμέρα τῆς ἀδεκάστου κρίσεως, νά ἀκούσουμε ἀπό τά χείλη τοῦ Κυρίου μας τό «οὐκ οἶδα ὑμᾶς» καί τό «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον»; (Ματθ. κε’, 41).
Καί αὐτά ὅλα γιά τήν ἀμετανοησία μας;
Φανταζώμαστε τί φοβερό θά εἶναι ἐμεῖς οἱ κληρικοί νά ἀκούσουμε αὐτά τά ἐπιτιμητικά λόγια τοῦ Κυρίου μας ἐπειδή δέν μετανοοῦμε;
Ἅς θυμηθοῦμε τήν φοβερή προφητεία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ «οἱ κληρικοί θά γίνουν χειρότεροι καί ἀσεβέστεροι ὅλων».
«Τόν παλαιόν καιρόν οἱ ἄνθρωποι ὅταν ἤθελαν νά παιδεύσουν κανέναν ἄνθρωπον, ἔκαναν ὅρκον καί ἔλεγαν, νά δώση ὁ Θεός νά τόν βάλη μέ τούς ἱερεῖς τοῦ 18ου αἰ.»
Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς: «διά τοῦτο ἀδελφοί μου εἶναι δύσκολον τήν σήμερον ἡμέραν νά σωθοῦν Πατριάρχαι, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς. Διά τοῦτο σᾶς συμβουλεύω ἅγιοι Ἱερεῖς, τώρα πού ἔχετε καιρόν, μετανοήσατε ἵνα σωθῆτε…».
Τί νά ποῦμε ἐμεῖς ὅταν αὐτά λέει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; Οὔτε τά ἀξιώματα, οὔτε οἱ τιμές, οὔτε -συγχωρήσατέ με – τά ἐγκόλπια, οὔτε οἱ μίτρες, οὔτε οἱ κολακεῖες δέν θά συνηγοροῦν τότε, γιά νά γίνουμε ἄξιοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἡ ἀληθινή, ἡ εἰλικρινής, ἡ συνειδητή μας μετάνοια…
(Ἀββᾶς Ἰσαάκ Σῦρος, Μετάνοια «ἰσόβια»):
«Ἐφ’ ὅσον ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, καί κανένας δέν μπορεῖ νά ξεφύγει τούς πειρασμούς, ἄρα, καμμία ἀπό τίς ἀρετές, δέν εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τή μετάνοια. Γι’ αὐτό καί ποτέ δέν τελειώνει τό ἔργο τῆς μετανοίας. Ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ὅλοι ὅσοι ποθοῦν νά πετύχουν τή σωτηρία, πάντοτε χρειάζονται τή μετάνοια, ὅλοι, καί αὐτοί πού προχώρησαν σέ τελειότητα. Γιατί δέν ὑπάρχει ὄριο τελειώσεως. Καί τῶν τελείων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ καιρούς καί σέ ἔργα. Εἶναι ἰσόβια, Μέχρι τό θάνατο».
Ὄχι, λοιπόν, αὔριο, ὄχι ἀργότερα, ἀλλά τώρα αὐτή τή στιγμή εἰ δυνατόν ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, σωτήριο ἀπόφασι ἄς πάρουμε, νά ἀρνηθοῦμε τήν ἁμαρτία, νά ἀγαπήσουμε τό Χριστό μας, νά ζήσωμε τήν ὑπακοή στό Εὐαγγέλιο, νά ζητοῦμε συνεχῶς τό ἔλεός Του, νά μιμούμαστε τούς ἁγίους μας, νά πορευώμαστε πρός τά αἰώνια.
«Στόν μέλλοντα αἰῶνα, δέν θά κολασθοῦμε ἐπειδή ἁμαρτήσαμε, οὔτε θά κατακριθοῦμε γι’ αὐτό· ἐπειδή ἔχουμε φύσι τρωτή καί ὑφίσταται μεταβολές καί ἀλλοιώσεις. Ἀλλά θά κολασθοῦμε καί θά κατακριθοῦμε γιατί, ἐνῶ ἁμαρτήσαμε, δέν μετανοήσαμε, δέν ἀποστραφήκαμε τούς δρόμους τῆς πονηρίας, γιά νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο, ἐνῶ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἡ ἐξουσία καί χρόνος μετανοίας. 
Καί νά προσευχόμαστε θερμά. Θερμά νά προσευχόμαστε νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς ἐνισχύη, νά μᾶς ὁδηγῆ ὁ Κύριος στήν εἰλικρινῆ μετάνοια».
Ἔλεγε ὁ σύγχρονος ἅγιος γέροντας Παΐσιος: «Νά μή ζητᾶ κανείς ἀπό τό Θεό οὔτε φώτα οὔτε χαρίσματα, παρά μετάνοια. Λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι στήν πνευματική ζωή».
Θά τελειώσω μέ τήν προτροπή τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου:
«Ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, εἰς τήν μετάνοιαν σᾶς προσκαλῶ μέ τόν παρόντα λόγον, ὅλους μικρούς καί μεγάλους, ἱερωμένους καί λαϊκούς, εἰς τήν μετάνοιαν ἄς προστρέξωμεν, ἀδελφοί ἄνδρες καί γυναῖκες, νέοι καί γέροντες∙ εἰς τάς ἀγκάλας τῆς μετανοίας ἄς καταφύγωμεν ὅλοι, ὅλοι χωρίς νά ἐξαιρεθῇ κανείς∙ διατί ἄλλη ἀρετή δέν δύναται νά μᾶς φιλιώσῃ μέ τόν Θεόν ἡμᾶς ὅλους, ὅπου μίαν φοράν ἡμαρτήσαμεν, πάρεξ ἡ μετάνοια. Ὅλοι φωνάζομεν πρός τόν Θεόν· Κύριε ἐλέησον».
Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δέν ἔχει νά μᾶς ἐγκαλέσῃ, νά μᾶς κατακρίνῃ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ θανάτου καί τῆς κρίσεως διότι δέν ἐθεολογήσαμεν, ἤ δέν ἐκάμαμεν θαύματα, ἤ δέν ἐγενήκαμεν θεωρητικοί…Ὄχι. Ἀλλά διατί δέν ἐμετανοήσαμεν…
Διά τοῦτο ἁμαρτωλοί σύντροφοι ἐδικοί μου, ἄς φωνάξωμεν πάντοτε πρός τόν Θεόν τάς κοινάς ἐκείνας τῆς Ἐκκλησίας δεήσεις: «Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου καί Ἐπουράνιε Βασιλεῦ, ἡμᾶς ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει παρέλαβε ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
Ἀγαπητοί,
Ὅλοι μας ζοῦμε τήν δοκιμασία τῆς Πατρίδος μας. Ἡ Ὀρθοδοξία μας, ἡ Πατρίδα μας, οἱ ἀξίες μας, τά ἰδανικά μας δοκιμάζονται. Κίνδυνοι πανταχόθεν περίζωσαν τήν Ἑλλάδα.
Ἄς εὐχηθοῦμε νά μᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός.
Τώρα ἰδιαιτέρως εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάνοιά μας. Ἡ εἰλικρινής μετάνοια ὅλων τῶν Ἑλλήνων, κληρικῶν καί λαϊκῶν. Γιά νά μή μᾶς ὀργισθῆ ὁ Κύριος, γιά νά σκεπάση καί σώση το γένος μας. Ἀμήν.

Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνίας κ. Κοσμάς
Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Ε.ΡΩ. στήν Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 2011

Ταπεινός υπεράνω σκανδαλισμού

Κάποτε ο άρχοντας του τόπου επισκέφθηκε τον αββά Παλλάδιο, γιατί ήθελε να τον δει.
Είχε ακούσει βέβαια τα σχετικά μ' αυτόν. και είχε πάρει μαζί του και έναν στενογράφο, στον οποίο έδωσε την εξής εντολή: «Εγώ τώρα μπαίνω να δω τον αββά, εσύ λοιπόν όσα θα μου πει, να τα γράψεις με ακρίβεια».
Μπαίνει μέσα ο άρχοντας και λέει στον Γέροντα: «Προσευχήσου για μένα, αββά, γιατί έχω πολλές αμαρτίες». «Μόνο ο Ιησούς Χριστός είναι αναμάρτητος» αποκρίνεται ο Γέροντας. Τον ρωτά ο άρχοντας: «Άραγε, αββά, θα τιμωρηθούμε για κάθε αμαρτία;» Κι απαντά ο Γέροντας: «Γράφει στην αγία Γραφή: Εσύ θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του».
«Εξήγησέ μου τον λόγο αυτόν» παρακαλεί ο άρχοντας. «Το νόημά του είναι ολοφάνερο» αποκρίνεται ο Γέροντας, «αλλ' όμως άκουσε και λεπτομερώς. Στενοχώρησες τον πλησίον; Περίμενε από κάποιον να πάθεις το ίδιο.
Άρπαξες από τους κατωτέρους σου, γρονθοκόπησες φτωχό, ήσουν προσωπολήπτης σε δικαστήριο, ντρόπιασες, κακολόγησες, συκοφάντησες, είπες ψέματα εναντίον κάποιου, επιβουλεύθηκες την οικογενειακή τιμή των άλλων, ορκίστηκες ψευδόμενος, μετέθεσες όρια πατρικών χωραφιών, πρόσβαλες κτήματα ορφανών, καταστενοχώρησες χήρες, προτίμησες την εδώ πρόσκαιρη ηδονή από τα μελλοντικά αγαθά; Περίμενε την ανταπόδοση αυτών. Γιατί ό,τι λογής έργα σπείρει ο άνθρωπος, τέτοια και θα θερίσει. Και βέβαια εάν έχεις κάνει και κάποια καλά έργα, να περιμένεις να σου ανταποδοθούν κι αυτά πολλαπλάσια, γιατί "Εσύ (ο Θεός) θα ανταποδώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του". Έχοντας στον νου σου, σ' όλη τη διάρκεια της ζωής σου, αυτή την τελική απόφαση, θα μπορέσεις να αποφύγεις τα περισσότερα αμαρτήματα».
«Και τί πρέπει να κάνω, αββά;» ρωτάει ο άρχοντας. «Να συλλογιέσαι -του απαντά ο Γέροντας- τα αιώνια, τα ατελεύτητα, τα συνεχόμενα.... Εκεί είναι χώρα ζώντων που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά ζουν την αληθινή ζωή ενωμένοι με τον Χριστό».
Στέναξε τότε ο άρχοντας και είπε: «Πράγματι, αββά, έτσι είναι όπως τα είπες». και ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη ωφέλεια που πήρε.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος θα μας πει: «Με τη μετάνοια γίνεται το πλύσιμο του μολυσμού των αισχρών πράξεων. Μετά δε από αυτήν, ακολουθεί η μετοχή του Αγίου Πνεύματος, όχι απλά, αλλά ανάλογα με την πίστη και την διάθεση και την ταπείνωση εκείνων που μετανοούν από όλη τους την ψυχή...».

«Γι' αυτό ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμων και επειδή θέλει τη σωτηρία μας, τοποθέτησε ανάμεσα σε μας και σ' Εκείνον την εξομολόγηση και τη μετάνοια και έδωσε την εξουσία σε καθένα που θέλει, να ανακαλέσει τον εαυτόν του από την πτώση του και με αυτήν να ξαναμπεί στην προ της πτώσεως κατάσταση και να αποκτήσει οικειότητα με τον Θεό και να βρεθεί μέσα στη δόξα του και στην παρρησία προς αυτόν. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και να γίνει πάλι κληρονόμος όλων των αγαθών που μας υποσχέθηκε ή και μεγαλυτέρων ακόμα, εάν θελήσει να επιδείξει θερμή μετάνοια. Γιατί, ανάλογα με τη μετάνοια, θα βρει και την ανάλογη παρρησία και οικειότητα προς τον Θεό κάθε άνθρωπος...».

"Για την ΜΕΤΑΝΟΙΑ,
την μοναδική λύση στα αδιέξοδά μας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Νά στρέφετε τήν κάθε θλίψη στή γνώση τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη Του, στή λατρεία Του



Η ψυχή σας να δίδεται στην ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», για όλες σας τις έγνοιες, για όλα και για όλους.
Η ευαισθησία δεν έχει διόρθωση.
Μπορεί μόνο να μετασχηματισθεί, να μεταποιηθεί, να μετατραπεί, να μεταμορφωθεί, να μεταστοιχειωθεί, να γίνει αγάπη, χαρά, θεία λατρεία.
Πώς; Με τη στροφή προς τα άνω. Να στρέφετε την κάθε θλίψη στη γνώση του Χριστού, στην αγάπη Του, στη λατρεία Του.
Κι ο Χριστός που συνεχώς περιμένει με λαχτάρα να μας βοηθήσει, θα σας δώσει την χάρη Του και τη δύναμή Του και θα μεταστρέφει τη θλίψη σε χαρά, σε αγάπη για τούς αδελφούς, σε λατρεία προς τον ίδιο.
Έτσι θα φύγει το σκοτάδι..
Να θυμάστε τον Απόστολο Παύλο. Τί έλεγε; «Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου»
Η ψυχή σας να δίδεται στην ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», για όλες σας τις έγνοιες, για όλα και για όλους.
Μην κοιτάζετε αυτό πού σας συμβαίνει, αλλά να κοιτάζετε το φως, τον Χριστό, όπως το παιδί κοιτάζει την μητέρα του, όταν κάτι του συμβεί. Όλα να τα βλέπετε χωρίς άγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δεν είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεστε.
Όλη σας ή προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε προς το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, θα δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.

Ἅγιος Πορφύριος

Ἐξομολόγηση μέ λεπτομέρειες ἤ ἐξομολόγηση συνοπτικῶς;




Θά πρέπη νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἀνάγκη νά γίνεται ὅσο παίρνει λεπτομερειακῶς, καί ὄχι συνοπτικῶς ὅπως λένε ὁρισμένοι: "Πάτερ μου, ὅ,τι ἁμαρτία ὑπάρχει τήν ἔχω κάνει".
Ὄχι, αὐτή δέν εἶναι ἐξομολόγησις, εἶναι κοροϊδία.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος ἐπ' αὐτοῦ λέγει τό ἑξῆς:
"Οὐ γάρ ἀρκεῖ τό εἰπεῖν, ὅτι ἁμαρτωλός εἰμι, ἀλλά δεῖ καί κατ' εἶδος αὐτῶν μεμνῆσθαι".
Δέν ἀρχεῖ νά ὁμολογήσης, λέει, τήν ἁμαρτωλότητά σου, ἀλλά καί τό κάθε ἁμάρτημα χωριστά.


Ἡ ἐξομολόγησις πρέπει νά γίνεται ὅπως ἐξετάζει ὁ γιατρός τόν ἀσθενῆ. Δέν λέει, φερ' εἰπεῖν, ὁ ἄρρωστος στόν γιατρόν, γιατρέ ἔχω ὅλες τίς ἀρρώστειες ἐπάνω μου ἀλλά θά τοῦ πῆ μέ λεπτομέρεια τί ἀσθένεια ἔχει, καί θά τοῦ ἐπιδείξη μάλιστα τά ἀσθενῆ μέλη ὅσο ἀπόκρυφα καί ἄν εἶναι. 

Ἔτσι νά γίνεται καί ἡ ἐξομολόγησις, θά τά λέμε μέ λεπτομέρειες καί τά μικρά καί τά μεγάλα, τά βαρειά καί τά ἐλαφρά, καί τά αἰσχρά καί τά σιχαμένα, ὅ,τι εἶναι θά τά ποῦμε χωρίς ντροπή, χωρίς δειλία, ἀλλοιῶς ὁ Θεός θά τά ἀπαιτήση.


ΛΟΓΟΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΘΩΜΑ ΤΣΟΝΑΚΑ
Ἐκδόσεις: "ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΙΒΩΤΟΣ"
Ι.Μ. ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΣΣΗΣ ΛΑΚΑΓΑΔΑ 2013

"Η Μετάνοια κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν"



Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι, όπως γνωρίζουμε όλοι, ένας μεγάλος φωστήρ της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος επέτυχε με την όλην θεολογίαν του, που είναι καρπός της εν Χριστώ βιοτής του, να αναβιώσει στην εποχήν του η Ορθόδοξος θεολογία εις όλον το βάθος της. Λέγεται εις το Άγιον Όρος ότι η θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εκάλυψε όλα τα κενά και του παρελθόντος και του μέλλοντος. Ο Αγιορείτης Άγιος αρχίζει την αθωνική βιοτή του από την μονή της μετανοίας μας, την Μεγίστην Μονή του Βατοπαιδίου, διδαχθείς την νοερά εργασία και ασκητική ζωή από τον Βατοπαιδινό Άγιο Νικόδημο τον Ησυχαστή. Πεφωτισμένος ο Άγιος Γρηγόριος από τις άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος, απέκτησε πνευματικήν σοφία και έγινε τέλειος διδάσκαλος των αρετών και της κατά Θεόν ζωής.

Ακολουθώντας την γνησίαν πατερική παράδοσι δεν αποδέχτηκε την ηθικιστική θεώρηση της πνευματικής ζωής, που προσπάθησαν μερικοί να φέρουν από την Δύση και να προβάλουν στον χώρο των Ορθοδόξων.

Σε ολόκληρη την πατερική παράδοση τονίζεται ότι η μετάνοια δεν εξαντλείται σε ορισμένες αντικειμενικές βελτιώσεις της συμπεριφοράς ούτε σε τύπους και σχήματα εξωτερικά, αλλά αναφέρεται σε μια βαθύτερη και καθολικότερη αλλαγή του ανθρώπου. Δεν είναι μία παροδική συντριβή από την συναίσθησι διαπράξεως κάποιας αμαρτίας, αλλά μία μόνιμη πνευματική κατάστασι, που σημαίνει σταθερή κατεύθυνσι του ανθρώπου προς τον Θεό, και συνεχή διάθεσι για ανόρθωσι, θεραπεία και ανάληψι του πνευματικού αγώνα. Μετάνοια είναι το νέο φρόνημα, η νέα σωστή πνευματική κατεύθυνση, πού πρέπει να συνοδεύει τον άνθρωπο μέχρι την στιγμή του θανάτου. Μετάνοια είναι η δυναμική μετάβασι από την παρά φύσι κατάστασι των παθών και της αμαρτίας στην περιοχή της αρετής και του κατά φύση, είναι η τελεία αποστροφή της αμαρτίας και η πορεία επιστροφής στον Θεό.

Την αλήθεια αυτή επισημαίνει κατ΄ επανάληψι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. «Μετάνοια, λέγει, εστί το μισήσαι την αμαρτίαν και αγαπήσαι την αρετήν και εκκλίναι από του κακού και ποιήσαι το αγαθόν». Από τον ορισμό αυτό φαίνεται σαφώς ότι ο Ιερός πατήρ δεν μπορεί να δη την μετάνοια ως τυπική και μηχανική αλλαγή, αφού την προσδιορίζει η οντολογική ανακαίνισι του ανθρώπου. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το γεγονός της μετανοίας δεν είναι δυνατό να αντικειμενοποιήται στις διαστάσεις μιας απρόσωπης συνταγής η τακτικής, αλλά παραμένει πάντοτε ενδεχόμενο προσωπικής αποκαλύψεως. «Ο μετανοών άνθρωπος εκ ψυχής τη μεν αγαθή προθέσει και τω της αμαρτίας εκστήναι φθάνει προς τον Θεόν» (Ομιλία 3η P.G. 151, 44Β).

Αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας της μετανοίας αποκλείει για τον Παλαμά και γενικώς για όλους τους Αγίους Πατέρες κάθε ευσεβιστική χροιά, πού θέλησε να δώση στην μετάνοια, και κατά συνέπεια, στην όλη πνευματική ζωή, η Δύση. «Ου γαρ εν ρήμασιν ημών, αλλ’ εν πράγμασιν η ευσέβεια», τονίζει ο ιερός Ησυχαστής (Προς Φιλόθεον 6, Συγγράμματα Β’, σελ. 521).

Αλλά αφού η μετάνοια είναι αρχή και τέλος τής κατά Χριστόν πολιτείας, και αφού είναι σκοπός αυτής της ζωής, είναι επόμενο όλα να θεωρούνται από αυτήν και να παίρνουν αξία ή απαξία σε σχέσι με αυτήν. Και αυτή ακόμη «η πίστις ωφελεί, εάν κατά συνείδησιν πολιτεύηταί τις και ανακαθαίρει εαυτόν δι΄εξομολογήσεως και μετανοίας» (Ομιλία 30, P.G. 151,185Α). Αυτό άλλωστε δίνεται ως υπόσχεσι και συμφωνία κατά την στιγμή του Αγίου Βαπτίσματος.

Ένα βασικό στάδιο, πού προηγείται από την μετάνοια, είναι η επίγνωσι και η συναίσθησι των αμαρτημάτων, «ήτις μεγάλη εστίν προς ιλασμόν αφορμή» αναφέρει ο Άγιος Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (Ομιλία 28, P.G. 151, 361C). Ο άνθρωπος, κατά τον Παλαμάν, για να έλθη σε μετάνοια, φθάνει προηγουμένως σε επίγνωσι «τών οικείων πλημμελημάτων» και μεταμελείται μπροστά στο Θεό, στον οποίον καταφεύγει «έν συντετριμμένη καρδία». Αφήνει τον εαυτό του στο πέλαγος της ευσπλαχνίας Εκείνου και πιστεύει, όπως ο άσωτος, ότι είναι ανάξιος να ελεηθή από τον Θεό και να ονομάζεται υιός του. Και όταν με την επίγνωσι και την συναίσθησι της αμαρτωλότητος ελκύσει επάνω του το έλεος του Θεού, παίρνει τελείαν την άφεσιν με την αυτομεμψία και την εξομολόγησι.

Θέλοντας ο Θεόσοφος Πατήρ να προσδιορίσει όλα τα στάδια της μετανοίας, λέγει χαρακτηριστικά τα εξής: «Τη γαρ επιγνώσει των οικείων αμαρτημάτων έπεται η οικεία κατάγνωσις· ταύτη δε η επί τοις αμαρτήμασι λύπη, ην ο Παύλος κατά Θεόν προσηγόρευσε. Τη δε κατά Θεόν λύπη ταύτη πέφυκεν ακολουθείν η μετά συντετριμμένης καρδίας προς τον Θεόν εξαγόρευσίς τε και δέησις, και η υπόσχεσις της εις το εξής των κακών αποχής και τούτό εστιν η μετάνοια».

Η μετάνοια ως νέα κατάστασις στη ζωή του ανθρώπου, συνοδεύεται από ορισμένες συνέπειες που η βιβλική και πατερική γλώσσα τις ονομάζει «καρπούς μετανοίας». Ως πρώτον καρπόν μετανοίας ο ιερός πατήρ προβάλλει την εξομολόγηση, αφού με αυτή κερδίζεται η θεραπεία και η κάθαρσι της ψυχής του πιστού και εγκαινιάζεται η καινούργια ζωή: «Η των αμαρτιών ουν εξομολόγησις αρχή εστι της καλλιέργειας ταύτης, ταυτόν ο’ ειπείν της μετανοίας και της ετοιμασίας του δέξασθαί τινα εν εαυτώ τον σωτήριον σπόρον, τον λόγον του Θεού» (Σοφοκλέους Οικονόμου, Ομιλία ΝΣΤ’, σελ. 201-202).

Η εξομολόγηση όμως δεν είναι ο μόνος καρπός της μετανοίας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος καλώντας με το κήρυγμά του τους ανθρώπους σε μετάνοια, εκτός από την εξομολόγηση τους παρακινούσε σε ελεημοσύνη, δικαιοσύνη, μετριοφροσύνη, αγάπη και αλήθεια, που είναι γνωρίσματα της ανακαινιστικής δυνάμεως της αληθείας.

Ο Ιερός Αγιορείτης Ιεράρχης εις την 23η ομιλία του τονίζει ότι «η μετάνοια, είπερ αληθώς εκ καρδίας εστίν, αναπείθει τον κεκτημένον μηκέτι προσκεχηκέναι τοις φθειρομένοις, μηκέτι προσκεχηκέναι ταις ου καλαίς ηδοναίς, αλλά καταφρονείν των παρόντων, αντέχεσθαι των μελλόντων, αγωνίζεσθαι κατά παθών, αντιποιείσθαι των αρετών, εγκρατεύεσθαι πάντα, επαγρυπνείν ταις προς Θεόν δεήσεσιν, απέχεσθαι του εξ αδικίας κέρδους, ίλεων είναι τοις αυτώ πταίουσι, τοις ικετεύουσιν ευμενή, τοις δεομένοις της παρ’ αυτού βοηθείας, οις έχει λόγους έργοις, αναλώμασιν ετοιμότατον» (Ομιλία 23, P.G. 151,364 BC). Δηλαδή ο άνθρωπος που ζει αληθινά την μετάνοια δεν ξαναγυρίζει στις πρώτες αμαρτίες, ούτε προσκολλάται σε πρόσωπα και πράγματα της φθοράς, ούτε προσχωρεί στις αμφίβολες ηδονές, αλλά καταφρονεί τα παρόντα, προσβλέπει στα μέλλοντα, αγωνίζεται κατά των παθών, επιδιώκει τις αρετές, αγρυπνεί στην προσευχή, απέχει από άδικα κέρδη, είναι επιεικής σε όσους πταίουν εναντίον του, εύσπλαχνος σε αυτούς που τον προκαλούν και έτοιμος να βοηθήσει με λόγους, με έργα και με θυσίες ακόμη αυτούς που έχουν την ανάγκη του. Και όταν προτρέπει ο οσιώτατος πατήρ τους χριστιανούς να αποκτήσουν έργα μετανοίας, υπογραμμίζει κυρίως το ταπεινό φρόνημα, την κατάνυξι και το πνευματικό πένθος. Ανακεφαλαιώνοντας όλα τα γνωρίσματα του χριστιανού εκείνου που ζει την μετάνοια, λέει ότι είναι γαλήνιος και ήρεμος, γεμάτος έλεος και συμπάθεια προς τους άλλους, ποθεί την δικαιοσύνη, επιζητεί την καθαρότητα, έχει ειρήνη αλλά και φέρνει την ειρήνη, υπομένει καρτερικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες και νιώθει χαρά και ευχαρίστηση στους διωγμούς, τις ύβρεις, τις συκοφαντίες, τις απώλειες και όσα άλλα πάσχει για την αλήθεια και την δικαιοσύνη (Ομιλία 31, P.G. 151, 392C, Φυσικά Θεολογικά).

Η πορεία της ανορθώσεως με την μετάνοια, της απομακρύνσεως από την δουλεία των παθών και της ασκήσεως για την εργασία των θείων εντολών είναι πορεία των αγίων και θεουμένων υπάρξεων. Και από αυτήν την αλήθεια ξεκινώντας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει τα εξής: «Εάν κάθε χριστιανός δεν ημπορεί να φθάση τους Αγίους και τα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα που χαρακτηρίζουν την ζωή τους και είναι εξ ολοκλήρου αμίμητα, μπορεί όμως και πρέπει να μοιάσει και να τους ακολουθήσει στην πορεία της ζωής τους προς την μετάνοια. Και αυτό, γιατί καθημερινά «πολλά πταίομεν άκοντες» και μοναδική ελπίδα σωτηρίας για όλους μας παραμένει η ανάνηψη και η βίωση, κατά τον Άγιον Γρηγόριον, της «διηνεκούς μετανοίας» (Ομιλία 28, RG. 151.361C).

Το πένθος ως ασκητική προϋπόθεση

Βασική προϋπόθεση εξόδου από τα δεσμά των παθών, αλλά και ταυτοχρόνως αρχή και πηγή μετανοίας είναι το κατά Θεόν πένθος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μέσα στα κείμενά του πολύ συχνά αναφέρεται στο κατά Θεόν πένθος και στην οδυνηρή αλλά και ευφρόσυνη κατάσταση, από την οποία χρειάζεται να περάσει ο χριστιανός, που επιθυμεί να ζήσει την αληθινή ζωή. Γι΄ αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως κατ’ εξοχήν περίοδο πένθους και αγώνα πνευματικού, ως σύμβουλο του παρόντος αιώνος και ως προϋπόθεση αναστάσεως για την ζωή του κάθε πιστού.

Ο Άγιος Παλαμάς που βιώνοντας το κατά Θεόν πένθος άφηνε τους εκ βάθους στεναγμούς «φώτισόν μου το σκότος», πολύ δικαιολογημένα δεν μπορεί να δει το πέρασμα του ανθρώπου από τη ζωή της αμαρτίας στην «όντως ζωή» χωρίς το πένθος και την μετάνοια. Όταν ο νους, λέει, απελευθερωμένος από κάθε αισθητό πράγμα, ανεβεί πάνω από τον κατακλυσμό της τύρβης για τα γήινα πράγματα και μπορέσει να δει τον έσω άνθρωπο, αφού συνειδητοποιήσει κατά την δική του έκφραση «το ειδεχθές προσωπείον», που απέκτησε η ψυχή από την περιπλάνησή της στα γήινα, τότε σπεύδει να αποπλύνει τον ρύπο της με δάκρυα πένθους (Λόγος εις Πέτρον Αθωνίτην, P.G. 150). Όσο απομακρύνεται ο άνθρωπος από τις βιοτικές μέριμνες και επιστρέφει στον εαυτό του, τόσο περισσότερο γίνεται δεκτικός του θείου ελέους. Ο Χριστός μας εμακάρισε αυτούς που πενθούν για τις αμαρτίες τους και για την απώλεια της σωτηρίας τους που έχει ως αιτία την αμαρτία. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίον το πένθος αυτό ονομάζεται μακάριο.

Το πένθος, ενώ αποτελεί σύμφωνα με την πατερική και ασκητική παράδοση, καρπό του Θεού, προϋποθέτει όμως και την συνεργία του ανθρώπου, που χρειάζεται την ταπείνωση, την αυτομεμψία, την κακοπάθεια, την νηστεία, την αγρυπνία, και κυρίως την προσευχή. Και αυτή η αμέλεια του ανθρώπου, στο να εργάζεται τις αρετές και να αγωνίζεται να επιτύχει το κατά Θεόν πένθος, ενισχύεται από την εμπειρία του ησυχασμού, που μαρτυρεί ότι το πένθος αυτό δεν προξενεί νοσηρότητα και απελπισία, αλλά δημιουργεί στον άνθρωπο τις προϋποθέσεις για να νιώσει πνευματική θυμηδία, παράκληση και κατά τον Παλαμά «παροχή γλυκείας ιλαρότητος» (Προς Ξένην, P.G. 150). Και όταν βοηθήσει τον νου να σηκώση το κάλυμμα των παθών, τον εισάγει αθόρυβα στα αληθινά ταμεία της ψυχής και τον εθίζει στην «εν κρύπτω» προς τον Πατέρα προσευχή.

Υπάρχουν πολλές αιτίες για τις οποίες πρέπει να πενθεί ο πιστός. Όπως οι μαθηταί του Κυρίου ελυπούντο για την στέρησι του «όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού», έτσι και σε μας που δοκιμάζομε την ίδια στέρηση και απουσία του Χριστού από την ζωή μας, πρέπει να ενυπάρχει και να καλλιεργήται η ίδια λύπη (Ομιλία 29, P.G. 151). Υπάρχει όμως και άλλη αιτία για πένθος· είναι η έκπτωση από τον χώρο της αληθείας του παραδείσου, στον χώρο του πόνου και των παθών. Είναι τόση η οδύνη αυτής της πτώσεως, διότι κρύβει όλο το δράμα της απομακρύνσεως από τον Θεό, την στέρησι τής «πρόσωπον προς πρόσωπον» συνομιλίας με Εκείνον, της αϊδίου ζωής και συνδοξολογίας με τους αγγέλους. Ποιος είναι αυτός πού έχει συνειδητοποιήσει την στέρηση όλων αυτών και δεν πενθεί; ερωτά ο Ιερός πατήρ. Και προτρέπει όλους τους πιστούς που ζουν εν «ειδήσει της τοιαύτης στερήσεως» να πενθήσουν και να αποπλύνουν με το κατά Θεόν πένθος «τους εξ αμαρτίας μολυσμούς» (Ομιλία 29, P.G. 151). Η προτροπή αύτη του Αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως εναρμονισμένη με την προτροπή και το βίωμα της εκκλησίας, που με την υμνολογία τής Κυριακής της Τυροφάγου καλεί τους χριστιανούς την παραμονή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να θυμηθούν την απομάκρυνσι από τον χαμένο παράδεισο και να πενθήσουν για την απώλεια αυτή.

Το πένθος είναι κατά τον ασκητικώτατον της Θεσσαλονίκης Ιεράρχην η πιο φυσική και αυθόρμητη εκδήλωσι της τραυματισμένης από την αμαρτία ψυχής, που έρχεται σε μετάνοια. Ο Άγιος χρησιμοποιεί μία θαυμάσια παρομοίωση για να καταδείξει ότι τα τραύματα του ανθρώπου είναι εκείνα πού προκαλούν τον πόνο και όχι αυτό καθεαυτό το γεγονός της μετανοίας που μόνο χαρά και παράκληση δίνει στην ψυχή. Όπως σε κάποιον, λέει, που είναι τραυματισμένη η γλώσσα του, φαίνεται δηκτικό το μέλι και για να νιώσει την γλυκύτητά του χρειάζεται να θεραπευθούν τα τραύματα, το ίδιο συμβαίνει και με τον φόβο του Θεού· στις ψυχές που γεννιέται μόλις νιώσουν το ευαγγελικό κήρυγμα, προξενεί λύπη, επειδή περιβάλλονται ακόμη από τα τραύματα των αμαρτιών μόλις όμως τα αποβάλουν με την μετάνοια, νιώθουν την ευαγγελική χαρά (Ομιλία 29, P.G. 151, 369Β). Γι΄ αυτό άλλωστε και το κατά Θεόν πένθος ονομάζεται και «χαροποιό».

Εμβαθύνοντας ο Παλαμάς στον δεύτερο κυριακό μακαρισμό, που αναφέρεται στο πένθος, αιτιολογεί το ότι ο Χριστός τοποθετεί τον μακαρισμό αυτόν ακριβώς μετά από εκείνο της πνευματικής πτώχειας, από το γεγονός ότι το πένθος συνυπάρχει με την πνευματική πτωχεία.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου που πενθεί κατά Θεόν είναι η άρνηση να μεταθέσει ή να επιρρίψει σε άλλους την οποιαδήποτε ευθύνη για τις αμαρτίες του. Είναι βασική αρχή που προβάλλει ο Παλαμάς, όταν μιλά για το κατά Θεόν πένθος, το να τύπτωμε τον ίδιο τον εαυτό μας για τις αμαρτίες μας και να αποφεύγωμε την μετάθεση της ευθύνης στους άλλους (Ομιλία 29, P.G. 151,369C). Αυτή άλλωστε η μετάθεσι της ευθύνης για την αθέτηση της εντολής του Θεού από τον Αδάμ και την Εύα εστέρησε από αυτούς το σωτήριο πένθος της μετανοίας (Γεν. 3,12-13). Διότι αφού ο άνθρωπος επλάσθηκε από τον Θεό αυτεξούσιος και έλαβε κατά τον Παλαμά «αυτοκρατορικόν αξίωμα κατά των παθών ένδον το ηγεμονικόν της ψυχής» και «ουκ έχει όλως τον κατακρατούντα και βιαζόμενον» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C), με την αυτομεμψίαν και την κατά Θεόν λύπην θα μπορούσε να είχε κερδίσει αυτό που έχασε με την άρνηση αναλήψεως της ευθύνης για το αμάρτημά του. Γι΄ αυτόν τον λόγο ο θείος Γρηγόριος, προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμόν του πένθους λέει «τούτο τοίνυν εστίν η κατά Θεόν και σωτήριος λύπη, το ημάς αυτούς αιτιάσθαι, και μηδένα των απάντων έτερον, εφ΄ οις αυτοί πράττομεν πλημμελώς, και λυπείσθαι καθ’ εαυτών και δι΄ εξομολογήσεως των ημών ημαρτημένων και της επί τούτοις λυπηράς κατανύξεως τον Θεόν εξιλάσκεσθαι» (Ομιλία 29, P.G. 151, 369C).

Η αυτομεμψία είναι κατάσταση αναπόσπαστη για την ψυχή, στην οποία υπάρχει ταπείνωση. Αρχικά την οδηγεί στον φόβο της κολάσεως. Φέρει στην φαντασία τις φρικτές τιμωρίες, όπως ο Κύριος τις περιγράφει στο Ευαγγέλιο, που γίνονται φρικωδέστερες από την αιώνια διάσταση που αποκτούν. Έτσι, ο άνθρωπος που πενθεί εδώ τις αμαρτίες του και μέμφεται γι΄ αυτές τον εαυτόν του, αποφεύγει το ανωφελές, απαράκλητο και χωρίς τέλος πένθος, το οποίο γεννάται σε όσους τιμωρημένους έρχονται σε επίγνωση των αμαρτιών τους. Εκεί, χωρίς καμμιά ελπίδα απαλλαγής και σωτηρίας, αυξάνεται η οδύνη του πένθους από τον αθέλητο έλεγχο της συνειδήσεως. Και αυτό το μόνιμο και διαρκές πένθος, επειδή δεν γνωρίζει τέλος, γίνεται αιτία άλλου πένθους και φοβερού σκότους και καύσωνα χωρίς δροσισμό, που οδηγεί σε ανέκφραστο βυθό αθυμίας (Προς Ξένην, P.G. 150,1076D-1077A). Σε αντίθεση με τον Αδάμ και την Εύα αναφέρει ο Παλαμάς τον Λάμεχ ως παράδειγμα ανθρώπου, που ήλθε σε αυτομεμψία και κατάνυξη για τις αμαρτίες του (Ομιλία 29, P.G. 151, 369D).

Ιδιαιτέρως δε πρέπει να τονισθή ότι η άσκηση μέσα στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοσι είναι απόλυτα συνυφασμένη με το πένθος. Την οδύνη της πτώσεως και την χαρά της αναστάσεως τις ζει ο μοναχός με το χαροποιόν πένθος. Με την σωματική πτωχεία και ταπείνωσι, που είναι η πείνα, η δίψα, η κακουχία και η κακοπάθεια του σώματος, μέσα με τα οποία έλλογα συστέλλονται οι αισθήσεις του σώματος, όχι μόνο γεννιέται το πένθος αλλά αναβλύζουν και δάκρυα. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς δίδει σαφή εξήγηση γι΄ αυτή την πνευματική κατάσταση στην επιστολή του προς την μοναχή Ξένη. Όπως, λέγει, από την σωματική άνεση, την ανάπαυσι και την τρυφή, γεννώνται η αναλγησία, η πώρωση και η σκληροκαρδία, έτσι από την ανήδονη, την λιτή και με εγκράτεια λαμβανόμενη τροφή, προκαλούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξι. Με αυτά αποτρέπονται οι ενέργειες της κακίας και παρέχεται στην ψυχή άφατη και γλυκύτατη ιλαρότητα. Χωρίς την συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο να απαλλαγεί κανείς από τα πάθη. Η δε καρδιά δεν έρχεται σε συντριβή παρά μόνο με την εγκράτεια του ύπνου, της τροφής και των σωματικών ανέσεων. Όταν με την συντριβή απαλλαγεί η ψυχή από τα πάθη και την πικρότητα της αμαρτίας, τότε δέχεται την πνευματική θυμηδία (Προς Ξένην, P.G. 151,1076BC). Αυτή άλλωστε είναι και η παράκληση για την οποία ο Κύριος μακαρίζει τους πενθούντας. Έτσι μόνο εξηγείται το ότι η μεταβολή της λύπης σε χαρά, για την οποία μίλησε ο Χριστός στους μαθητές του, γίνεται βίωμα από το οποίο ο μοναχός αποκτά καθημερινή εμπειρία. Το πένθος γίνεται χαροποιό και μακάριο, διότι κυρίως καρποφορεί μέσα στον άνθρωπο τον αρραβώνα της αιωνίας χαράς.

Η αυτομεμψία και η συναίσθηση της αμαρτωλότητος είναι οι καταστάσεις που προετοιμάζουν στην ψυχή το πένθος. Για πολύ καιρό, λέγει ο ιερός πατήρ, σαν ένα νοητό βάρος πάνω από το λογιστικό μέρος της ψυχής, το πιέζουν και το συνθλίβουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποστάξει ο σωτήριος οίνος που «ευφραίνει καρδίαν άνθρωπου». Ο οίνος αυτός είναι η κατάνυξι, η οποία χάρη στο πένθος, μαζί με το ενεργητικό μέρος της ψυχής συνθλίβει και το παθητικό· και αφού την απαλλάξει από το σκοτεινό βάρος των παθών, την γεμίζει με την μακάρια χαρά (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Όσο οδυνηρό όμως είναι το πένθος στα πρώτα του στάδια, διότι συνυπάρχει με τον φόβο του Θεού, τόσο αργότερα με την πάροδο του χρόνου και την πνευματική προκοπή της ψυχής γίνεται χαροποιό, διότι βλέπει κανείς αληθινά μακάριους και γλυκούς καρπούς. Όσο χρονίζει το πένθος στην ψυχή, τόσο η αγάπη για τον Θεό αυξάνεται και με ακατάληπτο τρόπο ενώνεται μαζί της. Όταν δε η ψυχή βιώνει βαθιά το πένθος, γεύεται την παρηγοριά της χρηστότητος του Παρακλήτου. Αυτή είναι για την ψυχή τόσο ιερά, γλυκιά και μυστική εμπειρία, ώστε εκείνοι που δεν απόκτησαν προσωπική γεύση από αυτή, να μη την υποψιάζωνται καθόλου (Προς Ξένην, P.G. 150, 1077Β).

Μία θεμελιακή άποψη στην θεολογία του πένθους είναι ότι δεν συμμετέχει σ’ αυτό μόνο η ψυχή, αλλά και το σώμα. Και η «παράκλησις» για την οποία εμακάρισε ο Κύριος τους πενθούντας, είναι καρπός, τον οποίον δέχεται όχι μόνον η ψυχή, αλλά όπως τονίζει ο Παλαμάς «και το σώμα μεταλαμβάνει πολυτρόπως» (Υπέρ ησυχαζόντων 1, 3, 33). Εναργέστατη απόδειξη γι΄ αυτήν την πραγματικότητα αναφέρει «το κατώδυνον εφ΄ αμαρτήμασι πενθούσι δάκρυον» (Υπέρ ησυχαζόντων).

Καρπός ακόμη του κατά Θεόν πένθους, είναι και η σταθεροποίηση του ανθρώπου στην αρετή, μια και, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, «η κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν αμεταμέλητον απεργάζεται εις την ψυχήν προς σωτηρίαν» (Β’ Κορ. 7.10), διότι κατά τον Παλαμά μπορεί ο άνθρωπος να πτωχεύσει κατά Θεόν και να ταπεινωθεί πνευματικά, αν όμως δεν προσλάβει και το πένθος, εύκολα μεταβάλλεται η διάθεσή του· μπορεί να ξαναγυρίσει στις άτοπες και αμαρτωλές πράξεις, που άφησε, και να ξαναγίνει παραβάτης των εντολών του Θεού, αφού πάλι θα φούντωσει μέσα του η επιθυμία και ο πόθος για την αμαρτωλή ζωή. Αν όμως παραμείνη στην πτώχεια, που εμακάρισε ο Κύριος, και καλλιεργήσει μέσα του το πνευματικό πένθος, τότε σταθεροποιείται και ασφαλίζεται στην πνευματική ζωή, διώχνοντας έτσι τον κίνδυνο να επιστρέψει εκεί, από όπου ξεκίνησε (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Η ωφέλεια όμως από το πένθος δεν περιορίζεται μόνο στο ότι ο άνθρωπος γίνεται σχεδόν ακίνητος προς το κακό, αλλά κατά τον Άγιον Γρηγόριον, εξαλείφει εντελώς και τις προηγούμενες αμαρτίες του, όταν βέβαια έχει ως κατάληξη το μυστήριο της μετανοίας. Διότι αφού ο άνθρωπος πενθεί κυρίως γι΄ αυτές, ο Θεός τις καταλογίζει ως ακούσιες· ο Άγιος χαρακτηριστικά λέγει ότι «τα ακούσια ουχ υπεύθυνα» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C).

Έτσι το κατά Θεόν πένθος δεν εφελκύει μόνο την παράκληση και την παρά Θεού συγχώρηση προσφέροντας τον αρραβώνα της αιωνίου ευφροσύνης, αλλά ταυτόχρονα προφυλάσσει τις αρετές που έχει η ψυχή, αφού κατά τον Άγιον Γρηγόριον η ψυχή πού έμαθε να πενθεί γίνεται δυσκίνητη προς το κακό (Προς Ξένην, P.G. 150,1085D).

Τέλος ο αγιορείτης Ησυχαστής και των Θεσσαλονικέων Ιεράρχης, στην περί παθών και αρετών πραγματεία του, που στη μεγαλύτερή της έκταση είναι αφιερωμένη στο πένθος, χρησιμοποιεί ένα πολύ εκφραστικό παράδειγμα για να καταδείξει την πορεία του ανθρώπου στο πένθος. Παρομοιάζει την αρχή του πένθους με την επιστροφή του άσωτου υιού· γι΄ αυτό και γεμίζει κατήφεια τον πενθούντα και τον οδηγεί στην επανάληψη των λόγων εκείνου: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου». Αλλά και το τέλος του, πάλι, το εικονίζει με την προϋπόθεση και το άνοιγμα της αγκάλης του Θεού Πατρός «εν η τω πλούτω της ανεικάστου πτωχείας εντυχών, και πολλής χαράς και παρρησίας δι΄ αυτήν ο υϊός επιτυχών, εφιλείτο τε και αντεφίλει, και συνεισελθών, συνεστιάτο τω Πατρί, της ουρανίου συναπολαύων ευφροσύνης» (Προς Ξένην, P.G. 150, 1085C). Γι΄ αυτό και ο όρος «χαρμολύπη» που χρησιμοποιούν συνήθως οι ασκητές για να εκφράσουν το βίωμα της εσχατολογικής υπερβάσεως του πόνου, είναι ίσως το πιο εκφραστικό σύμβολο ολόκληρης της ασκητικής ζωής τους, ζωής κυρίως δακρύων και πένθους (Βλέπε Γ. Μαντζαρίδου «Η περί θεώσεως διδασκαλία» στα Παλαμικά 1973, σελ. 215).

Σ΄ αυτήν την συνοπτική και μπορεί να πει κανείς πρόχειρη παρουσίαση των θέσεων του Παλαμά περί μετανοίας βλέπουμε ότι ο Άγιος Γρηγόριος ως κατ΄ εξοχήν άνθρωπος της εσωτερικής ζωής ενδιεφέρετο όχι απλώς να διορθώνουμε εξωτερικά τα κακώς κείμενα, αλλά να μετανοούμεν εσωτερικά, πενθούντες και κλαίοντες. Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν ο ίδιος άνθρωπος της μετανοίας, αλλά και αληθινός κήρυκας της μετανοίας.

Ευχόμεθα ταπεινώς, τώρα που εγγίζει η αγία περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της κατ’ εξοχήν περιόδου της μετανοίας κατά τον Άγιον Γρηγόριον, να «προσπέσωμεν και να κλαύσωμεν εναντίον του Θεού ημών» για να γευθούμε την μακαριότητα της βασιλείας του. Μη λησμονούμε ότι η διόρθωση του εαυτού μας αλλά και του κοινωνικού συνόλου αρχίζει και θεμελιώνεται στην προσωπική μετάνοια του κάθε ανθρώπου. Αυτό άλλωστε είναι το πνεύμα του αγιορείτικου μοναχισμού, όπως το τονίζει ο Άγιος Παλαμάς, «η διηνεκής μετάνοια». Αμήν.

(Γέροντας Εφραίμ, Καθηγούμενος Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου) 

Ο Χριστός δεν μαλώνει… να γονατίσεις μπροστά Του και να Του πεις…



Ο Χριστός δεν μαλώνει…

Να γονατίσεις μπροστά στον Χριστό και να πεις:
Κύριέ μου, εγώ κρύβομαι από τους ανθρώπους.

Αλλά θέλω εσύ να με δεις όπως είμαι!
Αυτός που είμαι!
Να μ’ αγαπάς όπως είμαι.

Να μη με μαλώσεις.
Γιατί δεν αντέχω να με μαλώνεις.
Γιατί απογοητεύομαι εύκολα αν με τσακίζεις…

Και θα πει ο Χριστός:
Πού είσαι παιδί μου;
Σε περίμενα!

Όχι! Εγώ καλάμι συντετριμμένο δεν θα το τσακίσω.
Ούτε φλόγα που τρεμοσβήνει θα τη σβήσω, όχι.

Όταν δει ο Χριστός ότι το κεράκι της ψυχής σου, είναι σα να το φυσάνε οι άνεμοι, θα βάλει το χέρι Του μπροστά και τη φλόγα αυτή θα τη μεγαλώσει!

Δεν θα σε τρομάξει… 
Δεν θα σε μαλώσει… 
Αλλά να γονατίσεις… 
Να ταπεινωθείς 

Τό συμφέρον τῆς ψυχῆς μας



Χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας, γιατί τά πάθη ἔχουν μεγάλη δύναμη. Μέ τή χάρη ὅμως τοῦ Θεοῦ θά νικήσει ὁ γενναῖος ἀθλητής πού ἀγωνίζεται μ’ ὅλες τίς δυνάμεις του.
Ὁ σωματικός κόπος καί ἡ μελέτη τῶν θείων Γραφῶν φυλᾶνε τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ. Ἀκόμη χρειάζεται καί πολλή προσευχή, ὥστε νά ἐπισκιάσῃ τόν ἀγωνιστή ἡ Θεία Χάρη. 
Γιά ν’ ἀποκτήσῃ κανείς τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χρειάζεται μεγάλος πνευματικός ἀγώνας, γιατί εὔκολα παρασύρεται ὁ ἄνθρωπος στό κακό καί χάνει σέ μιά στιγμή αὐτό πού ἀπέκτησε ὕστερα ἀπό μεγάλους ἀγῶνες...
Στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει τό καλό καί τό κακό. Ἀπό τόν ἀγῶνα τό δικό μας θά ἐξαρτηθεῖ πιό ἀπό τά δύο θά ἐπικρατήσει. Ἄν ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας ἐλεύθερο, χωρίς νά τόν βιάσουμε, θά ἐπικρατήσει τό κακό. Ἀντίθετα ὅταν ἀγωνισθοῦμε, θά νικήσει τό καλό καί ἡ ἀρετή.
Ὁ ἀγώνας αὐτός εἶναι σκληρός. Θά πέσεις καί θά ξανασηκωθεῖς καί πάλι θά πέσεις καί πάλι θά σηκωθεῖς. Εἶναι ἀγώνας ἰσόβιος. Γιατί ὁ σατανᾶς δέν μᾶς ἀφήνει ἀνενόχλητους οὔτε μία στιγμή. Μία στιγμή ἀμελείας περιμένει, γιά νά τήν ἐκμεταλλευθῇ καί νά κάνει ζημιά στήν ψυχή μας.
Ὅπως εἴπαμε καί πιό πάνω, στόν πνευματικό ἀγῶνα χρειάζεται ταπείνωση. Γιατί μόνο τήν προσευχή τῶν ταπεινῶν ἀκούει ὁ Κύριος. Ἡ προσεύχή τοῦ ταπεινοῦ “εἰσέρχεται εἰς τά ὦτα τοῦ Κυρίου. Οἱ ὀφθαλμοί τοῦ Κυρίου εἰσίν ἐπί τούς ταπεινούς κατά τήν καρδίαν”. Μέ ταπεινό φρόνημα φώναξε δυνατά πρός τόν Κύριο καί πές Του:

“Κύριε ὁ Θεός μου, Σύ, ἐάν θέλῃς, μπορεῖς νά φωτίσῃς τό σκότος τῆς ψυχῆς μου”.

Ὅταν ἡ ψυχή θερμανθεῖ ἀπό ἀγάπη πρός τόν Θεό, τά πάντα τά θεωρεῖ σκουπίδια καί τιποτένια. Νύχτα καί μέρα δέν σκέφτεται τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό. 
Ἡ ἐπαφή τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό εἶναι πιό γλυκειά κι ἀπό τό πιό ὡραῖο καί εὔγευστο φαγητό. Ὅταν ἡ ψυχή ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, τότε ἔρχονται καί τά δάκρυα τῆς πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως. Καί τά δάκρυα αὐτά σέ συνοδεύουν εἴτε τρῶς, εἴτε πίνεις, εἴτε μελετᾶς, εἴτε πρσεύχεσαι, σάν καρπός τοῦ ἀγῶνα τῆς ψυχῆς. Αὐτή εἶναι ἡ ἀμοιβή πού δίνει ὁ Θεός στούς ἐργάτες τῶν ἐντολῶν Του, πού σάν σκοπό τῆς ζωῆς τους ἔβαλαν τό συμφέρον τῆς ψυχῆς τους.
Ὅταν λοιπόν σ’ ἐπισκεφθοῦν τά δάκρυα αὐτά, πάρε θάρρος καί προχώρα μέ μεγαλύτερη δύναμη, γιά νά περάσῃς τή θάλασσα τῶν παθῶν. Ἀλλά πρόσεξε μήπως χάσεις τόν πνευματικό θησαυρό τοῦ ἀγῶνα σου εἴτε ἀπό ἐγωϊσμό εἴτε ἀπό ἀμέλεια.
Ἄν δέν ἔχεις κοπιάσει στά καλά ἔργα δέν πρέπει νά μιλᾶς γιά τίς ἀρετές. Γιατί κάθε ἀρετή πού γίνεται χωρίς κόπο, λογίζεται σάν “ἔκτρωμα” μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ. 
Οἱ στεναγμοί τῆς καρδιᾶς σου, οἱ προσευχές καί οἱ ἀγρυπνίες θά σέ βοηθήσουν ν’ ἀποκτήσεις ἀρετή. Ὅσο ὅμως κι ἄν φωνάζεις μέ προσευχές πρός τόν Κύριο, δέν σέ ἀκούει, ἄν δέν συνοδεύονται ἀπό ταπεινοφροσύνη. Ἡ ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί πρό παντός ἡ ταπεινοφροσύνη κάνουν τόν ἄνθρωπο θεό ἐπί τῆς γῆς. Ἡ πίστη καί ἡ ἐλεημοσύνη τόν φέρνουν πιό γρήγορα στήν καθαρότητα.
Ὅσοι ἔχουν θερμή ἀγάπη πρός τόν Θεό ἑλκύονται ἀπό τά μέλλοντα ἀγαθά. Ὅσοι θερμαίνονται μέ τήν ἐλπίδα τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἀπαλλάσσονται ἀπό τά κοσμικά πράγματα. Ἀλλά γιά νά φτάσῃ κανείς σ’ αὐτή τήν ὑψηλή κατάσταση χρειάζεται μεγάλος ἀγώνας. Καί θά πρέπει ν’ ἀρχίσῃ κανείς ἀπό τά ἁπλᾶ καί εὔκολα γιά νά φτάσῃ στά δύσκολα. Θά πατήσει κανείς πρῶτα τά πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἀρετῆς, μετά τό δεύτερο κι ἔτσι σιγά-σιγά θά προοδεύσει στήν πνευματική ζωή.
Μ’ ἕνα ἅλμα δέν φτάνει κανείς στά ὕψη.
Ἄς μάθουμε νά ἐφαρμόζουμε πρῶτα τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καί ὕστερα ἀπό ἀγῶνες πολλούς καί μεγάλους θά μᾶς στείλει ὁ Θεός τή χάρη Του.
Εἶναι εὐτυχισμένοι ἐκεῖνοι πού ἀποφάσισαν νά βαδίσουν τόν δρόμο τῶν θλίψεων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί δέν γύρισαν πίσω. Αὐτοί θά φτάσουν γρήγορα στό λιμάνι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Μετά ἀπό τόν κόπο καί τίς ταλαιπωρίες θ’ ἀπολαύσουν ἀνάπαυση καί ξεκούραση. Καί θά εὐφραίνονται αἰώνια μέ τήν ἀπόλαυση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
Ὅσοι τρέχουν στόν δύσκολο δρόμο τῆς ἀρετῆς δέν γυρίζουν πίσω οὔτε σκέφτονται τίς δυσκολίες πού θά συναντήσουν, ἀλλά μ’ ἐνθουσιασμό προχωροῦν στόν στενό καί τραχύ δρόμο, εὐχαριστώντας τόν Θεό πού τούς ἀξίωσε νά τόν περάσουν. Ὅσοι ὅμως φοβοῦνται καί προχωροῦν μέ δειλία καί φόβο, αὐτοί ποτέ δέν θά φτάσουν στό τέρμα, καί δέν θά πάρουν τό στεφάνι τῆς νίκης, πού χαρίζει ὁ Κύριος στούς ἀγωνιστές τῆς πίστεως.
Ὁ ὀκνηρός δέν βάζει ποτέ ἀρχή μετανοίας καί συνεχῶς ἀναβάλλει. Κι ἔτσι φτάνει στήν ὥρα τοῦ θανάτου του ἀπροετοίμαστος. Ἄν θέλῃς νά προκόψῃς στήν ἀρετή, μήν ὑπολογίζῃς τίς ἀπαιτήσεις τοῦ σώματος, γιατί τό σῶμα εἶναι ἐχθρός τῆς ψυχῆς. Ἔχε τήν ἐλπίδα σου στόν Θεό καί μέ ταπεινοφροσύνη προχώρα στόν δρόμο τῆς ἀρετῆς. Γνώριζε ὅτι χωρίς τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ θά εἶσαι φτωχός καί γυμνός, στερημένος ἀπό κάθε πνευματικό ἀγαθό. Μή σέ πιάνῃ δειλία καί φόβος στόν ἀγῶνα. Ὁ γεωργός πού περιμένει νά σταματήσουν οἱ ἄνεμοι γιά νά σπείρῃ, αὐτός ποτέ δέν θά σπείρει. Καλύτερα νά πεθάνῃς γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, παρά νά ζῇς μέ ντροπή καί ὀκνηρία.
Ὅταν θέλεις νά βάλῃς ἀρχή στό ἔργο τοῦ Θεοῦ πρῶτα πρέπει ν’ ἀφήσῃς κάθε ἐλπίδα καί στήριγμα τῆς ζωῆς αὐτῆς. Ὅπως ἐκεῖνος πού ἑτοιμάζεται γιά τόν θάνατο δέν σκέφτεται τίποτε ἄλλο παρά τό φοβερό αὐτό γεγονός, ἔτσι κι ἐκεῖνος πού θέλει νά ἑνωθῇ μέ τόν Θεό, πρέπει νά πεθάνῃ γιά κάθε κοσμικό πρᾶγμα. Σοῦ θυμίζω καί πάλι ὅτι θά βρεῖς ἐμπόδια, ἀλλά μή χάσῃς τήν ἐλπίδα σου. 
Νά δυναμώνῃς μέ τήν πίστη στόν Θεό καί μέ τή σκέψη ὅτι τά πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι πρόσκαιρα καί μάταια καί ὅτι ὁ μεγαλύτερος θησαυρός εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτή τήν ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός γιά τούς ἀγωνιστές κι ὄχι γιά τούς ράθυμους καί ὀκνηρούς. Ν’ ἀρχίζῃς τόν ἀγώνα σου μ’ἐνθουσιασμό καί ὄχι μέ δειλία, γιατί καί τό ὡραιότερο ἔργο εἶναι ἄχρηστο ὅταν γίνεται ἀπό ἄνδρα δίψυχο, πού τό ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς του εἶναι μέ τόν Θεό καί τό ἄλλο μέ τόν κόσμο. Ὁ Θεός θέλει ὁλόκληρο τόν ἑαυτό μας.
Νά ἔχῃς τήν ἐλπίδα σου βέβαιη στόν Χριστό, γιά νά μήν πάῃ ὁ κόπος σου χαμένος.
Ὁ Κύριος εἶναι σπλαχνικός καί δίνει τή χάρη Του σ’ αὐτούς πού τή ζητᾶνε μ’ ἐπιμονή. Τόν μισθό τόν δίνει ὄχι ἀνάλογα μέ τή δουλειά πού κάναμε, ἀλλά μέ τήν προθυμία πού δείξαμε. Κάνε ὅ,τι μπορεῖς γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Προσευχήσου μέ δάκρυα, διάβαζε τίς θεῖες Γραφές, κάνε ἐλεημοσύνες. Ἀρκεῖ νά θερμαίνῃς τήν καρδιά σου μέ ἀγάπη πρός τόν Θεό.
Μήν ὑπολογίσῃς τή φυσική ἀδυναμία τοῦ σώματος καί δειλιάσῃς. Διῶξε μακρυά τή φιλαυτία, τήν πλεονεξία καί τόν ἐγωϊσμό. Μίσησε τά ἔργα τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας καί ἀγωνίσου μέ ἀνδρεῖο φρόνημα γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Καί ἄν σάν ἄνθρωπος πέσῃς, πάλι νά σηκωθῇς καί ποτέ μή γυρίσῃς στήν προηγούμενη ἁμαρτωλή ζωή σου. Πάντα μπροστά προχώρα μέ χαρά καί προθυμία στά ἔργα τοῦ Θεοῦ, κι Αὐτός θά σ’ ἀνεβάσει στήν κορυφή τῶν ἀρετῶν.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ
Εὐχαριστοῦμε θερμά τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ.Μ. Παρακλήτου γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδει ἡ Ἱερά Μονή.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

hristospanagia3.blogspot.com