.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΙΧΕΙΑΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ, ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΠΡΟΣΧΩΜΕΝ!

Πάλι, τανάπαλιν – παλινδρομεί τε τούμπαλιν – και τούμπες κάνει ανάποδες, ο εκκλησιολογικώς ανάποδος και πλήρως τουμπαρισμένος, ο πάνυ πανουκλιασμένος και πολυπλανεμένος παπατοπάλης.

Ε όχι, δεν μπορώ να σεβαστώ αυτόν που δεν σέβεται πρώτα τον εαυτό του, που δεν σέβεται Συνόδους Αποστολικές και Ιερούς Κανόνες, που δεν σέβεται Μέγα Φώτιο και τί λέγω; που δεν σέβεται το Ιδιο το Άγιο Πνεύμα!

“Μετέχει δε Πνεύματος, ο μη τιμών Πνεύμα;” (Γρηγορίου Θεολόγου, Ομιλία ΓΛ’, Προς Αρειανούς και εις εαυτόν, Έργα 2, Πατ. Εκδόσεις “Γρηγόριος ο Παλαμάς” Σελ. 120).

Σχετικό λοιπόν αυτό, το ν’ αποδώσω σεβασμό σε άσχετο μεθέξεως Αγιοπνευματικής και ατιμάζοντα διά πωρωμένης κεφαλής τους πανεντίμους Πνευματοκίνητους Πατέρες.

Τί κι αν είναι “ιερωμένος”; Κι αυτό σχετικό είναι! Και το “ανεξάλειπτον της ιερωσύνης”σχετικό κι αυτό, θεολογούμενο τυγχάνει. Ας κάνει τον κόπο να απαντήσει όποιος διαφωνεί, αλλά παρακαλώ: με Αγιοπατερικές παραπομπές κι όχι ορθολογισμούς και φιλοσοφίες. Και όχι ανώνυμα σχόλια. Τα απεχθάνομαι. Δικαίωμά μου στα άρθρα μου, επιλογή μου. “Ηδυνθύει Αυτώ η διαλογή μου.”

Συμφωνώ: ο αναθεματισμένος παπάς, ακόμη και στην κόλαση, πάλι παπάς θα είναι! Αλλά τί παπάς; Διαβολόπαπας, ανενέργητος. “Αλλ’ εν μέσω της φλογός εστώς” δεν θα μπορεί καμαρωτός, μυστήρια να επιτελεί και τους κολασμένους ακόλαστα να κοινωνεί και να φουσκώνει πως ήτανε στην επάνω γη, των “Νέων Χωρών” ηγουμενίσκος, κοπέλι του οικουμενικού θρόνου.

Είσαι μπλεγμένος για τα καλά και εμπλεκόμενος Ιεροκανονικά, στην δεσποτοκρατική Διαπλοκή και διασύρεσαι αδίστακτα στην Παναιρετική τη “Ταμπακιέρα!”Κρασοπατέρα του συμβιβασμού, υποψήφιε Βραβείου Ράτζιγκερ, υψώνεις τη σβάστικα του Οικουμενισμού και όποιον πάρει ο χάρος…

Αν είμαστε μεις οι “ταλιμπάν”, εσύ ‘σαι βλάσφημος βομβιστής πνευματικής αυτοκτονίας. Τόσο ανύποπτο κι αθώο κόσμο, τόσες ψυχές παρασέρνεις μαζί σου στο πύρινο ποταμό,στην οκταπλή την ατραπό, στης παναιρέσεως το γκρεμό, σα νέα Σουλιώτισσα δίχως σκοπό, και μάλιστα μηδενός διώκοντος.

Κι’ έρχεσαι απρόσκλητος εσύ μαθήματα εκκλησιολογίας να μας κάνεις. Εμπλέκεσαι συνειδητά στα μοιχειακά μονοπάτια του χαμού και ένα μοντέρνο, νεοεποχίτικο πορνικό “Ασμα Ασμάτων” προσυπογράφεις: Αχ, αυτή… η ερωμένη σου η επισκοπή, σου κάνει τα γλυκά μάτια και σου χαμογελά. Να’ τη πετιέται αποξαρχής, να ‘τη! Κι’ αντρειεύει και θεριεύει!

Θηρίο παπατοπάλη, θα σου το πω και πάλι, κι’ ας τ’ ακούσει το μοιχό σου το κεφάλι, παρίστασαι εμπλεκόμενος και διασυρόμενος στην πνευματική μοιχεία:

«Μοιχεία γαρ εστίν, ω πανσύνετοι και το της κοινωνίας μετέχειν των αιρετικών… Οι μεν τέλεον περί την πίστιν εναυάγησαν, οι δε ει και τοις λογισμοίς ου κατεποντίσθησαν όμως τη κοινωνία της αιρέσεως συνόλλυνται»(Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου P.G. 99, 1176 & 1164).

Τανάπαλιν εμπλέκεσαι στη διαθρησκειακή πορνεία, της Βαβυλώνος του Π.Σ.”ε”, της Πόρνης της Μεγάλης!

“Δύο τοίνυν εισί πορνείαι: Μία μέν ή έπί τη Πίστει, έτέρα δέ ή έπί τω σώματι. Ο γουν αλούς τη αιρετική ΚΟΙΝΩΝΙΑ, αυτός εστίν ο εκπορνεύσας είς Θεόν!”

Εμπλέκεσαι λοιπόν κι’ εσύ, “ο εκπορνεύσας εις Θεόν!” Μαζί με όλους τους άλλους. Κι είχατε το θράσος όλοι εσείς, της Φλωρίνης οι ιερείς, περισπούδαστα κηρύγματα ηθικής να μας κερνάτε. Τώρα, πού πάτε; ΚΑΤΑ ΚΡΗΜΝΟΥ. “Τσίπα ουδαμού…” Οι δεδουλωμένοι τη δουλεία και δειλεία του Θεοκλήτου, αποδύονται την πρώτην Θεοΰφαντον στολήν του Παρακλήτου και προκαλούν απροκάλυπτα εμάς τους απομακρυνσθέντες από των ψευδεπισκόπων διά την αγάπην της Φιλτάτης ημών Ορθοδοξίας.

Εμπλέκεσαι στης ενωτικής Μνημονεύσεως τον Μολυσμό και της αμετανοησίας το κολασμό. “Όσοι εμπλέκονται και ακολουθούν την αίρεση, ΧΑΝΟΝΤΑΙ!” (Μεγ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών, Σελ. 54).

Χάνεστε αχαρίτωτοι στο χάος του χαμού, χασκογελάτε και χαχανίζετε στα χαλάσματα του Οικουμενισμού, πως τάχα μας κάνετε και “χαλάστρα”. Χαμένη ιερατική ψυχή… Άψυχο κορμί που λαχταρά να γευθεί βοσπορίτικη ηδονή ενώ γλυκοφιλεί του Πάπα τη παντούφλα. Ενώθηκε στα Διαθρησκειακά Λαδάδικα του Π.Σ.”ε” και πρόκειται να ενωθεί με τον αντίχριστο επί θύραις.

“Όποιος ενώθηκε (διά Μνημονεύσεως και Κοινωνίας) η πρόκειται να ενωθή με καταδικασμένους και εκτός Εκκλησίας ευρισκομένους αιρετικούς εγκαταλείποντας την Εκκλησία, εκπίπτει ΑΜΕΣΑ της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και της ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ!” (Α΄ και Β΄ Κανόνες Γ΄ Οικ. Συνόδου).

“Αναθεματίζονται Πνεύματι Αγίω, πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της Συνόδου εκβεβλημένοι, και ανενέργητοι υπάρχοντες» και «ήδη του επισκοπικού βαθμού απαλλοτριωθέντες» και μάλιστα “προ Συνοδικής Διαγνώσεως!” (Βαλσαμών).

Το Άγιον Πνεύμα, Ο ΘΕΟΣ, (και όχι ο Νίκος Πανταζής) μέσω Συνόδου Οικουμενικής, μέσω δηλώσεως κατηγορηματικής και καταδικαστικού Κανόνα, αποφαίνεται: “Εκπίπτει άμεσα της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και της ΙΕΡΟΣΥΝΗΣ!” 

Εσύ βέβαια, παπατοπάλη, “πάλιν και πολλάκις” συ προσπίπτεις τω ακοινωνήτω σου προέδρω Θεοκλήτω. Δεν δέχεσαι άμεσες εκπτώσεις. Δεν παραδέχεσαι απώλεια ιερωσύνης, κι ας το λέει ολόκληρη Οικουμενική Σύνοδος. Η δική σας Κολυμπάρεια συναγωγή, ανωτέρα πως είναι αυτή θαρεί, κι ας επιτελεί Θούρειο του Εωσφόρου!

Τί κι αν δεν το δέχεσαι; Είσαι ενάντιος του Θεού! Γίνεσαι και συ ΘΕΟΜΑΧΟΣ! Τ’ Αμυνταίου ο διδάχος, “διδαχαίς ποικίλαις περιφέρεσαι” και δεν ενδιαφέρεσαι για τα πάμπολλα παραδείγματα Αγιοπατερικής Αποτειχίσεως της Εκλλησιαστική μας Ιστορίας. Εμπλέκεσαι και γίνεσαι ελεεινός.

Ετούτος ο τσαλαπετεινός, “ο πάπουζας αγριοπετεινός και φραγκοκόκορας, λέγεται αλλιώς και Έποψ ο κοινός ή Έποψ ο γνήσιος (Upapa epops)” και εξ’ επόψεως Κανονολογικής τα έκανε μαντάρα. Τρομάρα τάχα που πήραμε οι “αποτυχημένοι”. Να έχεις αποτυχία εκκλησιολογική, ναυαγισμένος παντελώς περί την Πίστιν, (παντελή μου) καταποντισμένος στης παναιρέσεως το βυθό και ν’ αποκαλείς ξεδιάντροπα τους άλλους “αποτυχημένους”. Καλά τα πας, παπατοπάλη, στην ομοιοκαταληξία. Μη σε αδικήσουμε κιόλας. Απέτυχες οικτρά. Και πέτυχες έπαθλα πολλά. Έτυχες επαγγελιών.

Σα πολλοί διδάσκαλοι και θεολόγοι γίνεσθε μερικοί… Αυτοκατάκριτοι, κακόμοιροι και της αιρέσεως κοινωνιακοί, διαβάστε καλά την λέξη-κλειδί: “άμεσα!” Αυτοστιγμή, αυτομάτως, ακαριαίως. Δεν λέει “σταδιακώς”, δεν λέγει “πρέπει πρώτα κάποια Σύνοδος να τον καταδικάσει…”

Κι αν έτσι νοσεί τόσο πολύ, τόσο αθεράπευτα ο φαύλος συλλογισμός σας, τότε από ΠΟΙΑ Σύνοδο καταδικάστηκε ο Εωσφόρος κι είμαστε υποχρεωμένοι να αποτειχιζόμαστε από αυτόν;

Από ΠΟΙΑ Σύνοδο καταδικάστηκε ο Βάαλ και σβήσαν τόσο “άδικα” ολόκληρες ιστορικές της Σμύρνης επτά Εκκλησίες;

Από ΠΟΙΑ Σύνοδο καταδικάστηκε ο Προσκοπισμός κι ο Θεοσοφισμός κατ’ όνομα;

Κι αυτός ο Άθεος Κουμουνισμός από ΠΟΙΑ Σύνοδο καταδικάστηκε και τον καταδικάζουν (δικαιότατα βέβαια) τόσοι γέροντες διορατικοί και χαρισματούχοι;

Ο Σατανάς έπεσε, πέπτωκεν ακαριαίως “ως αστραπήν!” Δεν είναι σχήμα λόγου! Δεν κάνει ο Θεός ποίηση πεζή για να “ζωντανέψει την εικόνα γλαφυρή της πτώσεως του Εωσφόρου…” Η ιστορική πτώση αυτή έκανε πάταγο εκκωφαντικό σε ολόκληρο το σύμπαν και στα άλλα παρακείμενα σύμπαντα πέραν του ηλιακού στερεώματος ετούτου. Αστραπή επί τούτου. Ο ανατριχιαστικός κρότος εκατοντάδων αστραπών κι ο κραδασμός σεισμοποιών δονήσεων αντήχησε στις τάξεις των επουρανίων δυνάμεων με άυλη, ανατρεπτική ανατριχίλα. “Στώμεν καλώς!”

Παπατοπάλη, παπαμανάδη, π. Επιφάνιε, π. Λαυρέντιε και σύ κουκοσκιάχτη αργόσχολε και άλαλε δεσποτοκράτη Θεόκλητε, ΔΕΝ στέκεστε καλώς! ΚΑΚΩΣ, πολύ κακώς κοινωνείτε με ακοινωνήτους και αποβλήτους ψευδεπισκόπους και Λυκοποιμένες.“Πίπτετε άμεσα της ιερωσύνης και της κοινωνίας.”

Αλλά, και ο Αδάμ πέπτωκεν “άμεσα”, και εξεβλήθη του παραδείσου ακαριαίως!

Και ο Ιούδας επίσης πέπτωκεν “άμεσα”, παραχρήμα εισήλθεν ο διάβολος στη ψυχή του, στο μυαλό του, στη ζωή του.

Αλλά, και ο Πάπας πέπτωκεν “άμεσα”, αυτοστιγμή, ακαριαίως! Στήλη άλατος και τυμπανιαίος. Στώμεν καλώς! (τύφλα να ‘χει το ιστολόγιο του “πατρίου” και το απόκρυφο σπήλαιο ληστών του “Κρυφού Σχολείου”).

Αμέσως, παραχρήμα θα έρθει κι ο Νυμφίος, “ως κλέπτης εν νυκτί”. Εκεί, δεν θα περνάνε οι κολακείες και οι φιλοφρονήσεις οι πατριαρχικές. Εκεί, δεν θα μετρούν και δεν θα απολυτρώνουν οι πεπαλαιωμένες “Νέες Χώρες”. Εκεί, αμέσως, παραχρήμα θα στηθεί η Παγκόσμια Κρίση, “εν ριπή οφθαλμού…”

Από κάτι ψευτοιερωμένους σα και σένα, παραχρήμα πρέπει να αποκοπούν άπαντες οι πιστοί με δύναμη θεϊκή.

Το αντώνυμο του υπερθετικού βαθμού “σεβασμιώτατος” είναι το ασεβέστατος. Κι αν παραπονούνται κάποιοι ανώνυμοι κι απόκρυφοι παιδαγωγοί πως “ύβρι αυτό αποτελεί”, τα λέγει η Αγία Γραφή και όχι ο Νίκος Πανταζής:

“Οὐχ οὕτως οἱ ἀσεβεῖς, οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ἢ ὡσεὶ χνοῦς, ὃν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς!” (Ψαλμ. 1,4).

“Εσείς οι αιρετικοί ποιμένες “γεγόνατε ασεβέστεροι πάντων των αιρετικών!”(Μεγ. Αθανασίου, Κατά Απολιναρίου Σελ. 154, P931).

Ακόμη και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μαγαρίζει τον κάποτε “εκλεκτό λαό του Θεού” ως ασεβέστατο πάντων: 

“Μέχρι κατά του Χριστού το πάντων ασεβέστατον έργον ετόλμησαν, την δοθείσαν αυτοίς παραιτησάμενοι χάριν!” (Ερμηνεία Εις τους Ψαλμούς ΡΕ’ Σελ. 861, P672).

Σε σένα και στους ομοίους σου παπατοπάλη, ισχύει και πάλι η προφητεία του Μεγάλου μας Αγίου Κοσμά του Αιτωλού:

«Στους έσχατους καιρούς μας οι Ιερείς θα είναι οι ασεβέστεροι πάντων!!”

Εσύ βέβαια, τους έχεις ξεπεράσει όλους! Άντε και καλή επισκοπή, μιας και τόσο πολύ, παπατοπάλη, την ορέγεσαι με όλη σου τη ψυχή. ΝΤΡΟΠΗ. Μαχαιρώνετε πισώπλατα τον Ομολογητή π. Παΐσιο και υβρίζετε, ώ σκληροτράχηλοι και σκληρόκαρδοι, λακτίζετε προς κέντρα! Να ήταν τουλάχιστον από αγνωσία, “πάει κι’ έρχεται”.

“ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω…” Σα δε ντρέπεσαι λέω γω, ντροπή σου παπατοπάλη!


"Φοβερόν κρίμα της σιωπής εν τη ...κωφεύσει των αιρετιζόντων"!



Εἶναι γεγονός ὅτι κατ' ἀρχάς οἱ Πατέρες ἐθεώρησαν καί ὡμολόγησαν τήν σιωπή ὡς μεγάλη ἀρετή. Τήν ἐθεώρησαν ὡς ἀντίδοτο τῆς πολυλογίας καί ἀργολογίας ἀπό τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀποφύγη τήν ἁμαρτία. Στά γεροντικά καί τίς διηγήσεις τῶν πατέρων, ἐκθειάζεται καί ἐπαινεῖται ἡ σιωπή ὡς συνήγορος καί πρόξενος πολλῶν ἀρετῶν. Εἰδικά γιά τόν μοναχό, ὁ ὁποῖος διδάσκει μέ τό βουβό κήρυγμα, τή ζωή του καί τό παράδειγμά του, ἡ σιωπή εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία τόν προστατεύει ἀπό τόν ἐγωϊσμό, περιφρουρεῖ τήν προσευχή, ἀσφαλίζει τόν νοῦ ἀπό τόν σκορπισμό, βοηθάει στήν μνήμη τοῦ θανάτου καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Αὐτήν λοιπόν τήν σιωπή, ἡ ὁποία γίνεται ὡς ἀντίδρασι στήν πολυλογία καί ἀργολογία, καί ὡς πολέμιος ἐγωϊσμοῦ εἶναι ἐπαινετή ἀπό τούς πατέρες καί ἀξιόμισθος ἀπό τόν Θεό.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἄλλη σιωπή ἔνοχος καί πρόξενος πολλῶν κακῶν, ἐπίβουλος δέ καί αὐτῆς τῆς σωτηρίας μας. Αὐτή ἡ σιωπή γίνεται ἐξ αἰτίας τοῦ πάθους τῆς δειλίας καί ἀνανδρείας, μέ σκοπό τόν συμβιβασμό καί τήν φιλαυτία. Εἶναι ἡ σιωπή ἡ ὁποία ἀφήνει ἀνυπεράσπιστη τήν ἀλήθεια καί καταργεῖ τήν ἀρετή τῆς ὁμολογίας, χωρίς τήν ὁποία δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά σωθῆ. Ἡ σιωπή αὐτή ἐπιβάλλεται πολλές φορές διά τῆς ὑπακοῆς ἐκ μέρους τῶν ἀνωτέρων, ἡ δέ ὁμολογία περιθωριοποιεῖται διά λόγους δῆθεν διακρίσεως, προσευχῆς κλπ. ἤ συκοφαντεῖται ὡς ἔχουσα κίνητρο τόν ἐγωϊσμό, τήν αὐτοπροβολή κ.λ.π. 
Συμβαίνει λοιπόν σήμερα νά βλέπουμε τούς ποιμένες καί δή τούς ἐπισκόπους λαλίστατους γιά διάφορα θέματα, ἐνῶ διά τά θέματα τῆς πίστεως νά τηροῦν σιγῇ ἰχθύος. Εἶναι ὄντως ὕψιστο ἀγαθό νά μάθη ὁ ἄνθρωπος πότε πρέπει νά ὁμιλῆ καί πότε νά σιωπᾶ, πότε ἡ σιωπή γίνεται αἰτία σωτηρίας καί πότε κολάσεως.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης θά μᾶς ὁμιλήση διά τήν ἔνοχο σιωπή, (εἶναι ὄντως ἀλήθεια ὅτι ἀπό αὐτό τό πάθος πάσχουμε ὅλοι σήμερα) καί θά ξεκαθαρίση μέσα μας αὐτή ἡ τόσο δύσκολη στίς ἡμέρες μας καί ἁγιάτρευτη ἀσθένεια, τό μικρόβιο τῆς ὁποίας ὅλους μᾶς ἔχει προσβάλλει, οἱ δέ ἐκκλησιολογικές του διαστάσεις εἶναι ὀλέθριες.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙ ΣΙΩΠΗΣ ΘΕΜΑ

1. Ἡ σιωπή στά θέματα τῆς πίστεως σημαίνει ἐπικύρωσι τῆς κατηγορίας.
2. Ἡ σιωπή εἶναι μέρος συγκαταθέσεως μέ τό κακό (σιωπηλή συγκατάθεσις).
3. Μέ τήν σιωπή τῶν ὀρθοδόξων ἐπικρατεῖ καί ἑδραιώνεται ἡ πλάνη καί αἵρεσις.
4. Ὅταν κινδυνεύη ἡ πίστις ὅλοι ἀνεξαρτήτως μέχρι τοῦ τελευταίου καί ἀσήμου χριστιανοῦ, ὑποχρεοῦνται νά ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια καί νά μή σιωποῦν.
5. Ἡ φίμωσις τοῦ λόγου στούς ὀρθοδόξους εἶναι ἡ μεγάλη ἐπιτυχία τῶν αἱρετικῶν.
6. Καί μόνη ἡ σιωπή εἶναι ἱκανή νά κολάση ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως.
7. Ὁ σιωπῶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως λογίζεται διά τήν ἐκκλησία ὡς νεκρός.
8. Σέ περίπτωσι συνηγορίας διά τήν πίστι κάποιου, ἀπαιτεῖται ἀπό αὐτόν ὁμολογία προφορική καί γραπτή προκειμένου νά ἀποκατασταθῆ στή συνείδησι τῆς ἐκκλησίας.
9. Ἡ σιωπή στήν ἀνωτέρω περίπτωσι σημαίνει ταύτισι μέ τήν αἵρεσι καί ἀνάλογος ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ὀρθοδόξων. 

1. ΚΕ. Νικηφόρῳ Πατριάρχῃ (ΜΘ). ΡG 99, 988 C.

Ἑρμηνεία.
Διότι τώρα πλέον μᾶς ἀνήγγειλε ὁ Ἰωάννης, ὁ σύνδουλος ἐν Χριστῷ καί μοναχός μας, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε νά πάρη τήν εὐλογία σου, ὅτι ἄκουσε ἀπό τά ἀρχιερατικά σου χείλη, κάποια παράξενα καί ἀνεπιθύμητα πράγματα (λόγια). 
Εἶστε, εἶπες ἀποσχισμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Πόσο φυσικό λοιπόν εἶναι δι' αὐτά τά λόγια, μακαριώτατε, ἡ ψυχή μας νά λυπηθῆ ὑπερβολικά; Ἐπιπλέον πῶς νά μήν ὁμιλήσουμε καί ἀπολογηθοῦμε στήν ἁγιωσύνη σου, ὥστε νά μή ἐπικυρώσουμε διά τῆς σιωπῆς αὐτήν τήν κατηγορία; Πρίν ὅμως ἀρχίσω τήν ἀπολογία, θέλω ἐπιπροσθέτως νά ἀναφέρω, ὅτι δέν πρέπει νά ἀκούμε μέ εὐκολία τόν καθένα, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖ κάποιον, οὔτε ἐπίσης νά σχηματίζουμε εὔκολα καί ἀβίαστα γνώμη, διά κάποιο πρόσωπο τό ὁποῖο κατηγορεῖται.

Κείμενο.
Ἤδη γάρ τό παρόν ἀπήγγειλεν ἡμῖν Ἰωάννης ὁ σύνδουλος καί μαθητής ἡμῶν, ὡς ἀξιωθείς τῆς σεπτῆς σου προσκυνήσεως, ἀκήκοε παρ' αὐτῆς ξένα τινά καί ἀπευκταῖα. Ἀποσχισταί γάρ, φησίν, ἐστέ τῆς Ἐκκλησίας. Πόσον οὖν ἐπί τούτοις, ὦ μακαριώτατε, οὐκ εἰκότως ἦν ἡμῶν διατεθῆναι τήν ψυχήν λυπηρῶς; πῶς δέ οὐκ ἐκλαλῆσαι ἀπολογητικῶς τῇ ἁγιωσύνῃ σου καί μή τῇ σιωπῇ κυρῶσαι τήν κατηγορίαν; Ἐγώ δέ πρό τῆς ἀπολογίας, ἐκεῖνο μετ' αἰδοῦς προσαναφέρω, ὅτι οὐχ ὡς ἔτυχε δεῖ τά ὦτα ἀνοίγειν παντί τῷ βουλομένῳ κατά τινός τι λέγειν, οὐδ' οὐ μήν ἀποφαίνειν ἀκρίτως τό διαβληθέν πρόσωπον.

2. ΜΓ. Ἰωσήφ ἀδελφῷ καί ἀρχιεπισκόπῳ (ΡΛΑ'). ΡG 99, 1065 Α.

Ἑρμηνεία.
Ἀφ' ἑνός μέν, ὅταν τήν πρώτη φορά ἐγίνετο ἡ ἀθώωσις τοῦ μοιχοζεύκτου, ἐγώ παρευρισκόμουν ἐκεῖ, καί σιωπήσαμε πρός στιγμή ἔπειτα ἀπό κοινή συμφωνία. Ἡ σιωπή ὅμως ἀποτελεῖ μία μερική συγκατάθεσι μέ τό κακό. Αὐτήν τήν σιωπή μας τήν ἐκμεταλλεύτηκαν οἱ ἀντίθετοι, ὅπως γνωρίζεις καί προσπάθησαν νά μᾶς ἀποκλείσουν ἀπό τό νά κάνουμε ἔνστασι. Αὐτό δέν ἔγινε ὅταν συγκροτήθηκε γιά δεύτερη φορά σύνοδος καί ἀπεφασίσθη πάλι ἡ ἀθώωσίς τους, ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι κατεπάτησαν τούς νόμους τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγαν λοιπόν ἐκεῖνοι πρός ἐμᾶς: Νά ἀποκλεισθῆ μόνον ἀπό τό νά ἱερουργῆ, νά ἔχη ὅμως τήν ὑπόλοιπη ἐξωτερική τιμή, σύμφωνα μέ τόν κανόνα τοῦ Μεγ. Βασιλείου. 
Ἤδη ὅμως τά δύο αὐτά χρόνια συλλειτουργοῦσε αὐτός μέ τόν πατριάρχη. 
Αὐτό ἦτο φοβερό καί πέρα ἀπό κάθε οἰκονομία.

Κείμενο.
… Τοῦ μέν ἡνίκα τό πρότερον ἠθώουν τόν μοιχοζεύκτην, παρόντος μου ἐκεῖ, καί καθά συνεβουλευσάμεθα, ἀποσιωπήσαντες· ἡ δέ σιωπή μέρος συγκαταθέσεως· ἧς καί δραξάμενοι οἱ ἐξ ἐναντίας, ὡς οἶσθα, ἀποκλείειν ἡμᾶς ἐπειρῶντο ἡ δευτέρα ἀθώωσις αὐτοῦ παρά τῶν πατησάντων τούς νόμους τοῦ Θεοῦ, λεγόντων ἡμῶν· ὅτι στήτω μόνον τῆς ἱερουργίας ἀπολαύων τῆς τιμῆς, κατά τόν κανόνα τοῦ ἁγίου Βασιλείου· ἤδη συλλειτουργήσαντος αὐτοῦ ἐν τοῖς δυσίν ἔτεσι τῷ πατριάρχῃ· ὅ ἦν φοβερόν, καί ὑπέρ οἰκονομίαν.

3. ΜΗ. Ἀθανασίῳ τέκνῳ. ΡG 99, 1076C.

Ἑρμηνεία.
Πῶς λοιπόν λέγουν, ὅτι χωρίς νά ἀντισταθῆ κανείς καί νά κηρύξη τήν πλάνη των θά τούς ὀνομάσωμε αἱρετικούς; Εἶναι φαντασία ὅσα προαναφέρθησαν δι' αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀντιστάθηκαν καί ἐκήρυξαν ἤ ἀλήθεια; Ἐπειδή εἶναι ὁπωσδήποτε ἀληθινά, διατί δέν τά κηρύττουν αὐτά καί δέν τά διδάσκουν μέ ἔργα καί μέ λόγια; Ἤ πῶς γίνεται ἐσεῖς νά πείθεσθε ἀπό αὐτούς, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε παρά λίγο νά στέκεσθε καί νά συνοδοιπορῆτε μαζί των (διότι καί αὐτό εἶναι ἀλήθεια καί ἄν ἐμεῖς τό κρύψωμε θά τό διακηρύξουν τά πέρατα τῆς οἰκουμένης). Ἔτσι μέ αὐτή τή στάσι σας ἔχετε ἀποκομίσει γιά τούς ἑαυτούς σας τήν φοβερή τῆς σιωπῆς κατάκρισι. Δι' αὐτήν ἀκριβῶς τήν αἰτία ἐγώ ὁ ταπεινός, ἀναγκάζομαι νά μή σιωπῶ, ἀλλά προφορικῶς καί γραπτῶς, κατά τή δύναμί μου, νά κηρύττω τήν ἀλήθεια, μέ τό φόβο καί τόν τρόμο τῶν διωκτῶν μας καί μέ τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου. Καί αὐτό τό κάνω ἔστω καί ἄν κάποιος νομίζη ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἐνέργειές μου δέν εἶναι ἀναγκαῖες ἀλλά περιττές.

Κείμενο.
Πῶς οὖν φασίν, ὅτι μηδενός ἀνθισταμένου καί διδάσκοντος καλέσομεν αὐτούς αἱρετικούς; Φαντασία τά προλεχθέντα καί ὄνειροι, ἤ ἀληθῆ; Ἐπειδή δέ ἀληθῆ, πῶς οὐχί διδάσκουσιν ἑκάστοτε καί κηρύττουσιν ἔργῳ καί λόγῳ; ἤ πῶς οὐχ ὑμεῖς πειθόμενοι αὐτοῖς, μικροῦ δεῖν μετ' αὐτῶν τῶν λεγόντων ἵστασθε (ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς σιωπῶμεν, τά πέρατα βοᾷ τήν ἀλήθειαν), τό φοβερόν τῆς σιωπῆς κρῖμα ἐφ' ἑαυτούς ἐπισπώμενοι; Δι' ἥν αἰτίαν ἐγώ ὁ ταπεινός τοῦ μή σιγᾷν ἀναγκάζομαι ἐγγράφως τε καί ἀγράφως, κατά τήν ἐνοῦσαν μοι δύναμιν, μετά φόβου κάι τρόμου, μετά παρασκευῆς θανάτου· κἄν τις ὑμῶν ἴσως οὐκ ἀναγκαίως, εἴπω δι' ὅτι καί περιττολόγως οἴεται ταῦτα ἐνεργεῖν με.

4. Β' Μονάζουσιν. (ΣΘ'). ΡG 99, 1120 Β.

Ἑρμηνεία.
Κατ' αὐτόν τόν καιρόν, κατά τόν ὁποῖον ὁ Χριστός διώκεται διά μέσου τῆς διώξεως τῆς εἰκόνος του, δέν ἔχει ὑποχρέωσι νά ἀγωνίζεται στό κήρυγμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὅσον ἀφορᾶ τίς ἅγιες εἰκόνες, μόνον αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει κάποια γνώσι ἤ κάποιο ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα, ἀλλά ἀπεναντίας καί αὐτός πού εὑρίσκεται στή θέσι τοῦ πιό ἁπλοῦ χριστιανοῦ, ἔχει χρέος μέ παρρησία νά κηρύττη τήν ἀλήθεια καί μέ ἐλευθερία νά καυτηριάζη τήν πλάνη. Αὐτά τά ὁποῖα λέγω δέν εἶναι λόγια δικά μου, πού εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλά τοῦ θείου καί ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ἀκόμη δέ καί ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Τό ὅτι δέ τούς πλέον διάσημους ἀπό τούς ἡγουμένους ἐπεριώρισε ὁ βασιλεύς, ὥστε νά μήν κάνουν αὐτά τά καθήκοντά των, τά ὁποῖα προανέφερα. Καί αὐτοί βέβαια ὑπερεῖχαν, καί ὡς πρός τόν βαθμό καί τή γνώσι, ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἡγουμένους τῆς περιοχῆς αὐτῆς, καί ὡς ἐκ τούτου ἔπρεπε νά εἶναι οἱ πρῶτοι οἱ ὁποῖοι θά ὡμιλοῦσαν. Ἀπεναντίας ὅμως αὐτοῖ ἐσιώπησαν. Καί δέν σταμάτησαν μόνο στήν σιωπή, τό ὁποῖο καί ἀποτελεῖ μία συμφορά, ἀλλά ἐπιπλέον, ὑπέγραψαν ἰδιοχείρως, νά μήν ἔχουν σχέσεις καί ἐπικοινωνία μέ ἄλλους, οὔτε νά διδάσκουν τά ὀρθόδοξα δόγματα. Αὐτό ἀποτελεῖ προδοσία τῆς ἀληθείας, καί ἄρνησι τῆς ἡγουμενικῆς προστασίας τῶν ἀδελῶν, καί κατάλυσι τῆς πνευματικῆς σχέσεως μέ τούς ὑποτακτικούς καί ὡς ἐκ τούτου ἔκπτωσι ἀπό τούς ὁμοταγεῖς ἡγουμένους.

Ἑρμηνεία. Κείμενο.
Ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, ἐν ᾧ ὁ Χριστός διώκεται διά τῆς εἰκόνος αὐτοῦ· οὐ μόνον εἰ βαθμῷ τις καί γνώσει προέχων ἐστὶν ὀφείλει διαγωνίζεσθαι, λαλῶν καί διδάσκων τόν τῆς ὀρθοδοξίας λόγον· ἀλλά γάρ καί εἰ μαθητοῦ τάξιν ἐπέχων εἴη, χρεωστεῖ παῤῥησιάζεσθαι τήν ἀλήθειαν, καί ἐλευθεροστομεῖν. Οὐκ ἐμός ὁ λόγος τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τοῦ θείου Χρυσοστόμου· ἐπί καί ἄλλων Πατέρων. Τό δέ τούς κυρίους τούς ἡγουμένους κρατηθέντας ὑπό τοῦ βασιλέως, μή τά προειρημένα πράξαι· καίπερ ὄντας καί ἐν βαθμῷ καί γνώσει παρά πάντας τούς καθηγουμένους τῆς γῆς ταύτης· τοὐναντίον δέ μᾶλλον σιωπῆσαι. Καί οὐ τοῦτο μόνον, καίπερ ὄν δεινόν· ἀλλά καί χειρόγραφον ποιῆσαι, μήτε εἰς ἀλλήλους συνέρχεσθαι, μήτε διδάσκειν· τοῦτό ἐστι προδοσία τῆς ἀληθείας, καί ἄρνησις τῆς προστασίας, καί κατάλυσις τῶν ὑποτακτικῶν, ἐπεί καί τῶν ὁμοταγῶν.

5. ΠΑ'. Πανταλέοντι Λογοθέτη (ΦΗ'). ΡG 99, 1321 Α.

Ἑρμηνεία.
Ἄλλων μέν ἀνθρώπων ἡ ἀρετή μᾶς εἶναι γνωστή μόνον ἐξ ἀκοῆς. Ἡ δική σου ὅμως ἀρετή, ἀξιότιμε δέσποτά μου, κατ' ἀρχάς προσωπικά τήν εἴδαμε, τώρα δέ ἔφθασε νά ἀκουσθῆ μέχρι τόν τόπο αὐτόν, στόν ὁποῖο εἴμεθα ἐξορισμένοι. Ποιά δέ εἶναι ἡ αἰτία; Ὅτι ἐπαρρησιάσθη τό πνευματοκίνητον στόμα σου καί ὡμίλησε μέ τήν θεϊκή σοφία τόν λόγο τῆς ἀληθείας, γιά νά ὠφεληθῆ καί σωθῆ ἡ ψυχή σου καί ἐπί πλέον ὅλη ἡ δική μας τοπική Ἐκκλησία. Καί διά τοῦτο εἶσαι εὐτυχισμένος καί εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά σου. Καί σέ ἐγκωμίασαν ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς πού σέ ἄκουσαν. Καί στεφανωθέντες μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καί χρυσό περιδέραιο θά κοσμῆ τόν τράχηλό σου, υἱέ τῆς ὑπακοῆς, τέκνο τοῦ φωτός, πλάσμα τῆς εὐσεβείας.
Αὐτά λέγει ὁ Κύριος. Ἄνοιξε τό στόμα σου διά νά ὁμιλήσης κι ἐγώ θά τό γεμίσω ἀπό τή χάρι μου. Ἐπειδή ἔκανες ὑπακοή στήν ἐντολή μου. 
Διότι εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωποῦμ εκάθε φορά πού κινδυνεύει ἡ πίστις. Ἐπειδή λέγει νά ὁμιλῆς καί νά μή σιωπαίνης. Καί λέγει ἐπίσης ἡ γραφή, ἐάν ὑποχωρήσης ἀπό φόβο, δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα μου σέ σένα. Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέγει, ἐάν σιωπήσετε ἐσεῖς θά φωνάξουν δυνατά οἱ πέτρες. Ὥστε ὅταν πρόκειται διά ζητήματα πίστεως δέν ἐπιτρέπεται κάποιος νά πῆ. Ἐγώ ποιός εἶμαι διά νά ὁμιλήσω; Εἶμαι ἱερεύς; φυσικά ὄχι. Μήπως εἶμαι ἀξιωματοῦχος; οὔτε κι αὐτό βέβαια. Στρατιώτης; ἀπό ποῦ; Μήπως εἶμαι γεωργός; οὔτε καί αὐτό τό τελευταῖο. Εἶμαι ἕνας πτωχός πού μέ δυσκολία βγάζω τήν καθημερινή τροφή μου. Ἄρα λοιπόν δέν ὑπάρχει λόγος νά φροντίσω ἐγώ δι' αὐτήν τήν ὑπόθεσι. Ἀλοίμονο σέ σένα πού σκέπτεσαι ἔτσι. Οἱ πέτρες θά φωνάξουν δυνατά καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀμέριμνος; 
Ἡ ἀναίσθητος φύσις ὑπάκουσε στόν Θεό καί σύ γίνεσαι φυγάς; Αὐτή ἡ φύσις ἡ ὁποία δέν ἔχει ζωή, οὔτε θά κριθῆ ἀπό τόν Θεό, σάν νά φοβῆται τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ φωνάζει δυνατά, καί σύ ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος φέρεις εὐθύνη καί θά κριθῆς κατά τήν δευτέρα παρουσία καί δι' ἕνα ἀργό λόγο, ἔστω καί ἄν εἶσαι ζητιάνος λέγεις μέ παραλογισμό. Ποιά φροντίδα πρέπει νά ἔχω ἐγώ δι' αὐτό τό θέμα; Αὐτά δέσποτά μου, λέγει ὁ Παῦλος, τά μετέφερα στόν ἑαυτό μου καί στόν Ἀπολλώ γιά χάρι σας, ὥστε ἀπό ἐμᾶς νά μάθετε νά μήν ἔχετε φρόνημα διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἔχει γραφῆ. Ὥστε καί αὐτός ὁ πτωχός θά εἶναι ἀναπολόγητος κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἐάν τώρα δέν ὁμιλεῖ διά τά θέματα τῆς πίστεως, καί μάλιστα θά κατακριθῆ καί μόνο δι' αὐτό. Καί βέβαια δέν θά ξεφύγη ἀπό τήν κρίσι καθένας ἀπό τούς ἀνωτέρους στά ἀξιώματα, μέχρι καί αὐτοῦ τοῦ βασιλέως. Σ' αὐτόν βέβαια θά εἶναι πολύ αὐστηρότερη ἡ κρίσις. Ἐπειδή ἔχει γραφῆ ὅτι οἱ ἄρχοντες θά ἐξετασθοῦν αὐστηρότερα. Καί ἀλλοῦ πάλι. Κρίσις αὐστηρά θά γίνη στούς ἰσχυρούς. Νά ὁμιλῆς λοιπόν, κύριέ μου, νά ὁμιλῆς. Δι' αὐτόν τόν λόγο καί ἐγώ ὁ ταλαίπωρος ἐπειδή φοβοῦμαι τήν κρίσι ὁμιλῶ. Ὡμίλησε δέ τόσο ὥστε νά σέ ἀκούση καί ὁ βασιλεύς, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνήκεις σ' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀξιώματα.

Κείμενο.
Ἄλλων μέν ἡ ἀρετή ἐξ ἀκοῆς ἡμῖν διέγνωσται· σοῦ δέ τοῦ ὑπερτίμου δεσπότου μου, πρότερον δι' ὄψεως, νῦν δέ ἐξ ἀκοῆς μέχρι τῆς ἐσχατιᾶς ἐν ᾗ ἐσμεν φθασάσης. Τίς δέ ὁ λόγος; ὅτι ἐπαῤῥησιάσατό σου τό πνευματοκίνητον στόμα λαλῆλαι σοφίαν Θεοῦ, λόγους ἀληθείας, ἐπ' ὠφελείᾳ καί σωτηρίᾳ τῆς τε οἰκείας ψυχῆς καί πάσης τῆς καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησίας. Καί μακάριος εἶ, καί εὐλογημένον τό ὄνομά σου· καί σε αἰνέσαισαν πάντες οἱ ἀκούσαντες εὐσεβεῖς. Καί στέφανος χαρίτων ἐπί τήν τιμίαν σου κάραν· καί κλοιός χρύσεος ἐπί τόν ἱερόν σου τράχηλον, υἱέ ὑπακοῆς, τέκνον φωτός, θρέμμα εὐσεβείας. Τάδε λέγει Κύριος·Ἄνοιξον τό στόμα σου, καί πληρώσω αὐτό· ἀνθ' ὧν ὑπήκουσας φωνῆς μου. Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. Καί· Ἐάν ὑποστέλληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. Καί· Ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ὥστε ὅτε περί πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, Ἐγώ τίς εἰμί; Ἱερεύς; ἀλλ' οὐδαμοῦ. Ἄρχων; καί οὐδ' οὕτως. Στρατιώτης; καί ποῦ; Γεωργός; καί οὐδ' αὐτό τοῦτο. Πένης, μόνον τήν ἐφήμερον τροφήν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καί φροντίς περί τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε, καί αὐτός λαιλαπιστής; ὅ μή ἐψύχωται, μηδέ ἐν κριτηρίῳ λελογοθέτηται, δεδοικός οἱονεί τό πρόσταγμα φωνοβολεῖ· καί σύ ὁ μέλλων εὐθύνεσθαι ὑπό Θεοῦ ἐν καιρῷ ἐτάσεως, καί περί ἀργοῦ ῥήματος, κἄν ἐπαίτης εἶ, διδόναι λόγον· λέγεις ἀλογῶν· Τίς μοι ἐν τούτῳ φροντίς; Ταῦτα, ὦ δέσποτα, φησίν ὁ Παῦλος, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτόν· καί Ἀπολλώ δι' ὑμᾶς· ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τό μή ὑπέρ ὅ γέγραπται φρονεῖν. Ὥστε καί αὐτός ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μή τανῦν λαλῶν ὡς κριθησόμενος καί διά τοῦτο μόνον· μή ὅτι γέ τις τῶν ἐφεξῆς καθ' ὑπεροχήν, μέχρις αὐτοῦ τοῦ τό διάδημα περικειμένου· ᾧ καί ἀνυπέρβλητον τό κρῖμα· Δυνατοί γάρ δυνατῶς ἐτασθήσονται, φησί. Καί· Κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι.Λάλει οὖν κύριέ μου, λάλει. Διά τοῦτο κἀγώ ὁ τάλας δεδοικώς τό κριτήριον λαλῶ. Φθέγξαι ἕως τῶν θεοηχῶν ὤτων τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως· ἐπείπερ εἶ τῶν ὑπερεχόντων.

6. ΣΗ. Ἀντωνίῳ ἐπισκόπῳ (ΩΚΕ'). ΡG 99, 1629 Α.

Ἑρμηνεία.
Τοῦτο εἶναι δίκαιο καί ἀρμόδιο, ὅλους δηλαδή τούς ἄλλους πατέρας, οἱ ὁποῖοι ἐδιώχθηκαν καί διεσκορπίσθηκαν ἐξ αἰτίας τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου καί χάριν τῆς μαρτυρίας τοῦ μονογενοῦς Αὐτοῦ υἱοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά ἐπικοινωνοῦμε μεταξύ μας διά ἐπιστολῶν καί νά ἑνωνώμεθα πνευματικῶς διά κοινῶν ὑπομνημάτων. Καί κατ' οὐδένα τρόπο διά τῆς ἀφωνίας καί σιωπῆς νά παρουσιαζώμεθα ὡς νεκροί. Διότι γνωρίζωμε ὅτι αὐτό τό ἔκανε καί ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἐπικοινωνοῦσαν ἀπό μακρυά μεταξύ των καί ἐταυτίζοντο διά μέσου τῆς κοινῆς αὐτῆς ὁμολογίας, καί ἀπό κοινοῦ ἐκήρυττον τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ σέ ὅλον τόν κόσμο. Σ' αὐτό τό ἔργο καί ἐμᾶς μᾶς τοποθέτησε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἄν καί εἶναι τολμηρό αὐτό πού λέγω, καί μᾶς παραγγέλλει.
Νά ὁμιλῆς λέγει καί νά μή σιωπᾶς, ἐπειδή ὑπάρχει ἐδῶ πολύς λαός δικός μου, ὁ ὁποῖος πρέπει νά ἀκούση. Καί σέ ἄλλο μέρος λέγει ἡ γραφή. Ἐάν φοβηθῆ καί ὀπισθοχωρήση κάποιος, δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα μου σ' αὐτόν. Ὥστε ἡ κατάκρισις ἐξ αἰτίας τῆς σιωπῆς εἶναι φοβερά καί αὐτό ἰσχύει καί διά τούς αἱρετικούς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κωφεύουν ἀπό κακία ἐθελουσίως (ἐκούσια). Ὅλα αὐτά ἡ ὁσιότητά σου, ὅπως μᾶς ἔγραψες, ἐπειδή ἐνήργησε θεαρέστως, πολλούς πειρασμούς ὑπέστη, ἀπό ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά ἀκούσουν λόγον ὀρθόδοξο, ἀλλ' ἀπεναντίας ἀρνήθηκαν τήν θεοπαράδοτον εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καί ὅλων τῶν ἁγίων Αὐτοῦ.

Κείμενο.
Τοῦτο δίκαιον καί προσῆκον, τούς ἄλλους ἀλλαχῆ διεσπαρμένους διά τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τήν μαρτυρίαν τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, φθέγγεσθαι ἀλλήλοις τοῖς γράμμασι καί συνάπτεσθαι πνευματικῶς τοῖς ὑπομνήμασι· καί μηδαμῶς τῇ ἀφωνίᾳ ὡς τεθνεῶτας λελογίσθαι. Τοῦτο γάρ ἴσμεν καί τόν μακάριον ἀπόστολον Παῦλον σύν τοῖς ὁμοταγόσι θεοστόλοις ἀλλήλους μακρόθεν φωνοῦντας, καί εἰς ταὐτόν ἐρχομένους τῷ συναπτικῷ λόγῳ, καί τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας Θεοῦ καταγγέλοντας παντί τῷ κόσμῳ· ἐν ᾧ καί ἡμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, εἰ καί τολμηρόν εἰπεῖν, θέμενον παρεγγυᾷ· Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιωπήσῃς, ὅτι λαός μοι πολύς ἐστιν· ἐνταῦθα. Καί ἀλλαχοῦ· Ἐάν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. Ὥστε φοβερόν κρῖμα τῆς σιωπῆς, καί ταῦτα ἐν τῇδε τῇ ἐθελοκάκῳ κωφεύσει τῶν αἱρετιζόντων. Ὅπερ ἡ ἁγιωσύνη σου καθά γέγραφεν ἐνεργοῦσα θεοπρεπῶς πολλούς πειρασμούς ὑφίστασθαι φαίη παρά τῶν οὐκ ἐθελόντων λόγον ὅσιον ἐνηχεῖσθαι· ἀλλ' ἠρνημένων τήν θεόγραπτον Χριστοῦ εἰκόνα, τῆς Θεοτόκου, καί οὑτινοσοῦν τῶν θεραπόντων αὐτοῦ.

7. 485. Θεοκτίστῳ ἐρημίτῃ. 712

Ἑρμηνεία.
Βλέπεις λοιπόν ὅτι δεύτερη ἐπιστολή εἶναι αὐτή ἡ εὐτελής. Καί ἄν μέν πράξης τά ἁρμόδια, δηλώνοντας καί ἀπολογούμενος γιά ὅλα ὅσα ἐγκαλεῖσαι θά ἔχης κερδηθῆ διά τόν Κύριον, ἐσύ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἀδελφός μας, καί τό λέγομε αὐτό κυριολεκτώντας καί θά ἔχουμε γιά σένα μεγάλη χαρά ἐμεῖς οἱ ταπεινοί. Ἐάν δέ παραμείνης στήν ἴδια μέχρι τώρα σιωπή καί ἀνυπακοή, πρᾶγμα τό ὁποῖο μακάρι νά μή γίνη, θά σηκώσης ὅλο τό βάρος τῆς κατακρίσεως ἀπό τίς δικές σου πράξεις.

Κείμενο.
᾿Ιδού δευτέρα ἡ ἐπιστολή μου αὕτη ἡ εὐτελής. Καί εἰ μέν δράσεις τά δέοντα, δηλῶν καί ἀπολογούμενος περί πάντων ὧν ἐγκαλῇ, ἐκερδήθης ὁ ἀδελφός ἡμῶν, κυριολέκτως εἰπεῖν, καί χαίρομεν ἐπί σοί μέγα οἱ ταπεινοί· εἰ δέ, ὅπερ ἀπείη, ἐμμείνῃς ἐν τῇ αὐτῇ σιωπῇ καί ἀπειθείᾳ, βαστάσοις τό κρίμα αἰώνιον, ἄπρακτα ἀσκῶν, μᾶλλον δέ ὀλεθρίως σχίζων τόν λαόν τοῦ θεοῦ διά τῆς οἰκείας ἰδιοπραγίας.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΣΙΩΠΗ

Ὁ ὅσιος ἐθεωροῦσε ὅτι κατά τήν περίοδο πού ἡ Ὀρθοδοξία ἐμάχετο μέ τήν αἵρεσι, ἡ σιωπή ἦτο μέγα κακό καί θανάσιμο ἁμάρτημα. Ἔπρεπε ὁ κάθε χριστιανός νά ξεκαθαρίση τή θέσι του καί ἤ νά ὁμολογήση καί νά ταυτισθῆ μέ τήν ἀλήθεια ἤ νά συγκατατεθῆ καί νά συμβιβασθῆ μέ τούς ἰσχυρούς. Στήν περίπτωσι τήν δεύτερη τοῦ συμβιβασμοῦ δέν ἐχρειάζετο ὁπωσδήποτε νά ὁμολογήση κανείς τήν αἵρεσι, ἀλλά ἦτο ἀρκετή καί ἡ σιωπή, διά νά ἀποδείξη ὅτι κάποιος δέν ὡμολογοῦσε τήν ἀλήθεια. Διότι μέ τήν σιωπή τῶν ὀρθοδόξων, ἑδραιώνετο καί ἐπικρατοῦσε ἡ αἵρεσις. Ὁ ὅσιος λοιπόν ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἐταύτιζε τήν ὁμολογία μέ τόν διωγμό κάι τό μαρτύριο τήν σιωπή δέ μέ τήν δειλία καί ἄρνησι.
Στήν ἐπιστολή του λοιπόν πρός τόν Πατριάρχη Νικηφόρο, ἐθεώρησε τήν σιωπή ὡς ἐπικύρωσι τῆς κατηγορίας, ὅτι δηλαδή ἦταν οἱ στουδίτες μοναχοί σχισματικοί. Ἐπί πλέον διορθώνει τόν Πατριάρχη λέγοντας, ὅτι δέν πρέπει αὐτός ὁ ὁποῖος ἀσκεῖ ἐξουσία, νά πείθεται εὔκολα σέ ὅ,τι ἀκούει.
Στήν ἐπιστολή του στόν κατά σάρκα ἀδελφό του Ἰωσήφ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσ/νίκης, ὁ ὅσιος ἐκθέτοντας τά γεγονότα ὡς πρός τήν ἀθώωσι τοῦ μοιχοζεύκτη ἱερέως Ἰωσήφ, λέγει ὅτι ἡ σιωπή εἶναι ἐν μέρει σιωπηλή συγκατάθεσις μέ τό κακό. Αὐτήν τήν πρός στιγμή σιωπή τῶν πατέρων ἐκμεταλλεύτηκαν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν τήν ἀθώωσι τοῦ Ἰωσήφ, καί δέν ἐδέχοντο στήν ἐπανεξέτασι τῆς ὑποθέσεως καμμία συζήτησι. Ἐδῶ φαίνεται τό ἀνυποχώρητο τοῦ ὁσίου, ὄχι ἀπό ἐμπάθεια πρός τόν Ἰωσήφ, ἀλλά διά τήν καταδίκη τῆς μοιχοζευξίας (τοῦ δευτέρου γάμου) καί τήν ἀποκατάστασι τῆς εὐαγγελικοῦ νόμου.
Στόν μοναχό Ἀθανάσιο ὁ ὅσιος λέγει ὅτι αἱρετικός ὀνομάζεται κάποιος, ἐφ' ὅσον δημοσιοποιηθῆ ἡ πλάνη του καί ὑπάρξη ὀρθόδοξος ἔνστασις καί ἀντίστασις. Τότε λέγει, ὅτι ὅσοι τηροῦν σιωπή καί δέν ὁμολογοῦν τήν ἀλήθεια ταυτίζονται μέ τήν αἵρεσι. Τήν κατάκρισι ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς σιωπῆς διά τήν πίστι τήν ὀνομάζει φοβερά. Ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι φοβούμενος αὐτή τήν κατάκρισι μέ ὅλη του τή δύναμι, προφορικῶς καί γραπτῶς κηρύττει τήν ἀλήθεια καί μέ τόν φόβο καί τόν τρόμο καί τήν ἀπειλή τοῦ θανάτου.
Στήν ἐπιστολή του πρός τούς μοναχούς ὁ ὅσιος ξεκαθαρίζει τά πράγματα ὡς πρός τήν θέσι τοῦ καθενός καί λέγει ὅτι καί ὁ πιό ἁπλός χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει κανένα ἀξίωμα, ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστις, ὀφείλει νά ὁμιλῆ πρός κάθε κατεύθυνσι καί μέ ὁποιοδήποτε κόστος. Χρησιμοποιεῖ τήν θαυμάσια ἔκφρασι «ἐλευθεροστομεῖν», τό ὁποῖο θεωροῦμε ὅτι ἐκφράζει ἀπόλυτα τό χωρίον τοῦ Ἀπ. Παύλου «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β' Τιμ. 2, 9), ἐπειδή τό σιωπᾶν ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι κατ' οὐσίαν ἡ δέσμευσις τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας. 
Τό ἐλευθεροστομεῖν λοιπόν σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο ἀπό τό νά ὁμιλῆ κανείς καί νά μή σιωπᾶ, σημαίνει τό νά ὁμιλῆ κανείς ἄφοβα καί μέ παρρησία πρός τούς ὑψηλα ἱσταμένους, ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες, μέ πλήρη ἐπίγνωσι τῶν συνεπειῶν αὐτῆς τῆς ὁμολογίας. Δηλαδή μέ ἕνα λόγο ὅταν κινδυνεύη ἡ πίστις, πρέπει νά ὁμιλοῦμε μέ τρόπο καί στόμα ἀποστολικό. Στήν ἐπιστολή του αὐτή ὁ ὅσιος σημειώνει ὅτι αὐτή ἡ ἐντολή (δηλαδή τοῦ μή σιωπᾶν) δέν εἶναι δική του ἔμπνευσις, ἀλλά εἶναι ἐντολή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Πολύ συχνά ὁ ὅσιος στίς ἐπιστολές του ἀναφέρει λόγια τῆς γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων γιά νά δείξη τήν πλήρη ταύτισι μέ αὐτούς. Ἀναφέρει ἐπίσης ὁ ὅσιος τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐπέβαλον τήν αἵρεσι· μέ τό νά κατορθώσουν δηλαδή νά κλείνουν τό στόμα σέ ὅσους εἶχαν τήν δυνατότητα νά ὁμιλήσουν, καί εἰδικά στούς ἡγουμένους. Τήν σιωπή αὐτή τῶν ἡγουμένων ὁ ὅσιος ἐδῶ τήν ὀνομάζει δεινόν, δηλαδή κάτι φοβερό. Τήν ὑπογραφή των δέ καί ἔγγραφη συγκατάθεσι στήν ἐντολή τοῦ βασιλέως νά μή διδάσκουν, τήν ὀνομάζει προδοσία τῆς ἀληθείας καί ἔκπτωσι ἀπό τήν ἡγουμενική προστασία τῶν μοναχῶν. Πόσο ἀλήθεια στίς ἡμέρες μας ἐπαναλαμβάνονται τά ἴδια γεγονότα, καί κλείνονται τά στόματα τῶν ἡγουμένων τῶν ἐπισκόπων κλπ. μέ ἄλλους ὅμως πιό πολιτισμένους τρόπους.
Στήν ἐπιστολή του πρός τόν Παντολέοντα τόν Λογοθέτη ὁ ὅσιος, κατ' ἀρχάς ἐπαινεῖ τήν παρρησία καί τό θάρρος μέ τό ὁποῖο ἐκήρυττε τά ὀρθόδοξα δόγματα. Ἐδῶ πάλι σχολαστικώτερα, θά λέγαμε, διακηρύττει ὅτι δέν ἐξαιρεῖται κανείς ἀπό τήν ὁμολογία, ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστις, οὔτε ὁ τελευταῖος πτωχός χριστιανός, οὔτε ὁ ζητιάνος. Παρουσιάζει μέ ζωντάνια καί χάρι τήν ἄψυχη φύσι, τρόπον τινά, νά ἐξανίσταται ἀπό τήν βλασφημία τῆς αἱρέσεως καί νά εἶναι ἕτοιμη νά ὁμιλήση δυνατά. Καί τούς χριστιανούς ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά βρίσκουν διάφορες προφάσεις καί δικαιολογίες διά νά τηρήσουν σιωπή.
Ἀναφέρει καί αὐτό τό φοβερό, τό ὁποῖο δέν πρέπει νά διαφύγη τήν προσοχή μας. Ὅτι δέν χρειάζεται νά ἔχει κανείς ἄλλες ἁμαρτίες γιά νά κατακριθῆ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἀρκεῖ αὐτή ἡ σιωπή καί ἡ ἔλλειψις τῆς ὁμολογίας ὅταν ἡ πίστις κινδυνεύει. Ἴσως καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἡ ὁμολογία στά δύσκολα χρόνια πού θά ἔλθουν, μόνη της νά μπορῆ νά ἀποκαταστήση στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ αὐτόν πού θά τήν ἔχη.
Ἐπίσης ὁ ὅσιος ἀναφέρει ὅτι ὅσο μεγαλύτερο ἀξίωμα ἔχει κάποιος τόσο αὐστηρότερα θά κριθῆ στά θέματα τῆς σιωπῆς καί τῆς ὁμολογίας. Τελικά προτρέπει τόν ἀποδέκτη τῆς ἐπιστολῆς λέγοντάς του «Λάλει οὖν κύριέ μου, λάλει...», τό ὁποῖο δείχνει ὅτι δέν ὑπάρχει στόν κίνδυνο τῆς ὀρθοδοξίας περίπτωσι δικαιολογίας διά τήν σιωπή.
Στόν ἐπίσκοπο Ἀντώνιο ὁ ὅσιος ἀναφέρει ἐπιπροσθέτως, ὅτι ὅποιος σιωπᾶ ἐν καιρῷ κινδύνου τῆς πίστεως θεωρεῖται διά τήν ἐκκλησία ὡς νεκρός. Ἐπίσης λέγει ὅτι πρέπει οἱ ὀρθόδοξοι, ὅταν κινδυνεύει ἡ πίστις, νά εἶναι ἑνωμένοι πνευματικά καί νά ἐπικοινωνοῦν καί νά ὁμονοοῦν καί νά συνταυτίζωνται, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἀναφέρει πάλι χαρακτηριστικά ὅτι εἶναι φοβερό τό κρῖμα (κατάκρισι) τῆς σιωπῆς.

Τέλος στόν ἐρημίτη Θεόκτιστο ὁ ὅσιος ἀπαιτεῖ ὁμολογία γραπτή διά τήν πίστι του, πού εἶχε κατηγορηθῆ ὡς μή ὀρθόδοξος, καί λέγει ὅτι ἄν τηρήση σιωπή σ' αὐτή τήν περίπτωσι, θά σηκώση ὅλο τό βάρος τῆς κατακρίσεως καί θά ἀντιμετωπισθῆ ἀπό τούς ὀρθοδόξους ὡς αἱρετικός. Δηλαδή διά τά θέματα τῆς πίστεως ὀφείλει ὁ καθένας δημοσίως νά ξεκαθαρίζη τή θέσι του καί ἀναλόγως νά ἀντιμετωπίζεται ἀπό τούς χριστιανούς. Ἡ σιωπή σημαίνει ταύτισι μέ τήν αἵρεσι.

« τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης...;



« τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;
θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός
ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;
καθώς γέγραπται ὅτι
ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν·
ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς.
ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν
διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.
πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή
οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις
οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα
οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα
δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ
Κυρίῳ ἡμῶν».

(Πρός Ρωμ. 35-39).


http://agiameteora.net/

Ακολουθία εις τους εκ των λατινικών αιρέσεων επιστρέφοντας (1484 μ.Χ.)

Συγκλονιστικό!

Ἀκολουθία, τυπωθεῖσα ὑπ’ αὐτῆς τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου, εἰς τοὺς ἐκ τῶν λατινικῶν αἱρέσεων ἐπιστρέφοντας τῇ ὀρθοδόξῳ τε καὶ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ δὴ καὶ τοῖς τρισὶν ἁγιωτάτοις πατριάρχαις τῆς Ἀνατολῆς, Ἀλεξανδρείας δηλονότι, Ἀντιοχείας, καὶ Ἱεροσολύμων.

Ὁ ἀρχιερεύς, ἢ καὶ ὁ ἱερεύς, προτροπῇ αὐτοῦ, βαλὼν ἐπιτραχήλιον, ποιεῖ εὐλογητὸν ἔμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν τοῦ βήματος. Καὶ εὐθὺς ἀρχόμεθα τό, Δόξα σοι, ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι. Βασιλεῦ οὐράνιε. Τὸ τρισάγιον. Παναγία τριάς. Πάτερ ἡμῶν. Τό, Κύριε ἐλέησον ιβ΄. Δεῦτε προσκυνήσωμεν. Τὸν Ν΄. Καὶ μετὰ τὸ εἰπεῖν ταῦτα, παρίστησι τὸν ἐκ Λατίνων ἐπιστρέφοντα τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει κατέμπροσθεν τῶν ἁγίων θυρῶν τοῦ βήματος, καὶ ἐπερωτᾶ αὐτὸν ἀσκεπῆ ὄντα, λέγων πρὸς αὐτὸν οὕτως·

Ἐρώτησις. Βούλει, ἄνθρωπε, γενέσθαι ὀρθόδοξος, καὶ ἀποτάσσῃ πᾶσι τοῖς αἰσχίστοις καὶ ἀλλοτρίοις δόγμασι τῶν Λατίνων, δηλονότι περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅτι κακῶς φρονοῦσι καὶ δοξάζουσι τὸ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι· ἀλλὰ δὴ τῶν τε ἱερουργουμένων παρ’ αὐτοῖς ἀζύμων, καὶ τῶν λοιπῶν ἐθῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνων, ὅσα οὐ συμφωνεῖ τῇ καθολικῇ καὶ ὀρθοδόξῳ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας;

Ὁ Λατῖνος. Ναί, δέσποτα ἅγιε, ἐξ ὅλης μου τοῦτο ποιῶ τῆς ψυχῆς.

Ἐρώτησις. Ἀσπάζῃ τὸ ἅγιον τῆς πίστεως ἡμῶν σύμβολον, καὶ φυλάττεις αὐτὸ ἀπαραποίητον, καὶ ἄνευ τινὸς προσθήκης λέξεως τυχὸν ἐν τούτῳ, ἢ ἀφαιρέσεως, καθώς, ἐτυπώθη ὑπὸ τῶν ἁγίων καὶ οἰκουμενικῶν μεγάλων συνόδων, τῆς τε ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας συστάσης τὸ πρῶτον, καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συστάσης δευτέρας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, καὶ ὑπὸ πασῶν τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καθεξῆς βεβαιωθὲν τοῦτο καὶ κυρωθέν;

Ἀπόκρισις. Ναί, δέσποτα ἅγιε, τοῦτο στέργω ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς, καὶ φυλάττω αὐτὸ ἀπαραποίητον.

Ἐρώτησις. Καθυποβάλλεις τῷ ἀναθέματι, ὡς καὶ οἱ ἅγιοι καὶ θεῖοι Πατέρες ἡμῶν τοῦτ’ ἐποίησαν, δηλονότι, τοὺς τολμῶντας μετὰ προσθήκης τοῦτο λέγειν τινός, καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ὥσπερ καὶ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεσθαι φλυαροῦντας τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον;

Ἀπόκρισις. Ἐξ ὅλης ὁμολογῶ τῆς ψυχῆς τοῦτο ἀπαραποίητον, καὶ τοὺς μὴ οὕτω στέργοντας αὐτὸ καθυποβάλλω τῷ ἀναθέματι.

Ἐρώτησις. Ἀποβάλλῃ καὶ εἰς οὐδὲν λογίζῃ τὴν ἐν Φλωρεντίᾳ τῆς Ἰταλίας πρασυστᾶσαν σύνοδον, καὶ ὅσα ἔστερξεν ἐκείνη κακῶς ἐναντία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ νόθα;

Ἀπόκρισις. Ἀποβάλλομαι ταύτην τὴν σύνοδον, δέσποτά μου, καὶ ὡς μηδὲ τὸ κατ’ ἀρχὰς συστᾶσαν ἡ γεγονυῖαν ταύτην λογίζομαι εἶναι.

Ἐρώτησις. Ἀποστρέφῃ τελείως καὶ τὰς συνάξεις τῶν Λατίνων ἐν ταῖς αὐτῶν Ἐκκλησίαις, ἢ καὶ αὐτῶν τῶν λατινοφρόνων, καὶ τοὺς τὰ ἄζυμα ἰουδαϊκῶς, ἢ ἀπολλιναριστικῶς ταῦτα ἱερουργοῦντας, ὡς αἱρετικούς;

Ἀπόκρισις. Ναί, δέσποτα, καὶ τοῦτο ποιῶ ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς.

Ἐρώτησις. Ἀπὸ τοῦ νυν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς χάριτι θείᾳ ἐξασφαλίζῃ ἕως τέλους ζωῆς σου διαμένειν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ ταύτῃ πίστει τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγίας Ἐκκλησίας ἀκλόνητος καὶ ἀσάλευτος, κἂν εἴ τί σοι γένηται;

Ἀπόκρισις. Ναί, τίμιε δέσποτα, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντός μοι, τοῦτο ὑπόσχομαι.

Καὶ ὁ ἀρχιερεύς, ἢ ὁ ἱερεύς. Καὶ λοιπὸν ὁμολόγησον ἤδη τὸ ἅγιον τῆς πίστεως ἡμῶν σύμβολον ἄνευ τινὸς προσθήκης.

Καὶ λέγει ὁμολογῶν μεγάλῃ τῇ φωνῇ τό, Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, καὶ λέγει τοῦτο ἕως τέλους. Καὶ μετὰ τὸ εἰπεῖν καὶ ἀπαρτίσαι αὐτὸ τὸ σύμβολον ἅπαν, εὐθὺς χρίεται ὑπὸ τοῦ ἱερέως ὁ τοιοῦτος τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ τῆς Ἐκκλησίας μύρῳ, ἔν τε τῷ μετώπῳ αὐτοῦ ἐγχαράττοντος σταυρὸν τοῦ ἱερέως, ὁμοίως καὶ εἰς τὰ ὦτα, καὶ τῷ πώγωνι αὐτοῦ, καὶ ταῖς χερσίν, ἀλλὰ δὲ καὶ τῷ στήθει, καὶ τοῖς γόνασι, λέγοντος καὶ ἐπιφωνοῦντος τοῦ ἀρχιερέως ἐν μιᾷ ἑκάστῃ αἰσθήσει, ἐν τῷ χρίειν· Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος ἁγίου, ἀμήν. Καὶ μετὰ τὸ ἀπομυρῶσαι τοῦτον, εὔχεται ὁ ἱερεὺς ἄνω τῆς κεφαλῆς τοῦ χρισθέντος τῷ μύρῳ τὴν εὐχὴν ταύτην.

Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ κλίνας οὐρανούς, καὶ τοῖς ἐν γῇ δι’ ἄφατον ἔλεος ἐπιδημήσας, καὶ διδάξας τοὺς ἀνθρώπους ὁμολογεῖν τὴν ἀληθινὴν καὶ ἄμεμπτον ὁμολογίαν, τὴν τῆς ὁμοουσίου καὶ συναϊδίου Τριάδος ἐπίγνωσιν, καὶ τὸ προσκυνητὸν καὶ παντοδύναμον Πνεῦμα, διὰ τοῦ ἀψευδοῦς σου στόματος ὑποφήνας ἐκπορεύεσθαι τοῦτο καὶ ὑφίστασθαι ἐκ τοῦ ἀνάρχου σου Πατρὸς καὶ Θεοῦ, αὐτός, Δέσποτα, τὸν δοῦλόν σου (δεῖνα) τὸν ἐπιστρέφοντα ἐκ τῆς λατινικῆς αἱρέσεως πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου σου καὶ τοῦ ἀψευδοῦς σου στόματος, καὶ τὴν τῶν ἁγίων σου Ἀποστόλων καὶ διδασκάλων τῆς εὐσεβείας ἀκραιφνῆ θεολογίαν, ὁμολογίαν τε αὐτῶν καὶ παράδοσιν, πρόσδεξαι, ὡς ἐλεήμων καὶ συμπαθής, συνάπτων αὐτὸν καὶ ἑνῶν τοῖς ἀληθέσι δόγμασι τῆς ἁγίας σου καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. καταξιῶν τε αὐτὸν τῆς ἀτελευτήτου καὶ ἀϊδίου τῶν οὐρανῶν βασιλείας τῇ ἐπιγνώσει καὶ ἀνακηρύξει τῶν τῆς εὐσεβείας δογμάτων. Πάριδε οὖν, ὡς συμπαθὴς καὶ ἐλεήμων, τὰ ἐν γνώσει τε καὶ ἀγνοίᾳ ἐν τῷ βίῳ πλημμεληθέντα αὐτῷ· στερέωσον αὐτὸν διαμένειν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει, καὶ ὁμολογίᾳ σου· πλάτυνον δὲ αὐτοῦ τὸ στόμα ἐρεύγεσθαι κατὰ τῶν τοῦ ᾅδου πυλῶν αἱρέσεων, καὶ τῶν λοιπῶν ἀσεβειῶν· διάνοιξον αὐτοῦ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς κατανοεῖν σου τὰ θαυμάσια· δίδαξον αὐτόν, ἐπιτελεῖν ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ σου· μὴ μνησθῇς τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ· κάθαρον αὐτοῦ τὴν ψυχὴν αἱρετικῆς ἀχλύος, καὶ πάσης ἄλλης δυσσεβείας· καὶ σύναξον αὐτὸν δι’ ἡμῶν προστρέχοντα τῇ ὀρθοδόξῳ σου ποίμνῃ· ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα, κτλ.

Μετὰ ταῦτα λέγει τὸν ψαλμόν· Ὑψώσω σε ὁ Θεός μου ὁ βασιλεύς μου.

Εἶτα, Δόξα καὶ νῦν. Τὴν τιμιωτέραν. Ὁ Θεὸς οἰκτειρήσαι ἡμᾶς.

Εἶτα ἐκτενής, καὶ ἀπόλυσις.

Λίβελλος, ὅν περ διδοῦσιν ἐγγράφως ἀπαιτούμενοι οἱ ἐκ Λατίνων ἐπιστρέφοντες,

Ἐπειδὴ ἀπαιτήθημεν παρὰ τοῦ παναγιωτάτου ἡμῶν δεσπότου, ἢ ἀρχιερέως (τοῦ δεῖνος), δοῦναι ὁμολογίαν καθαρὰν ἐν τῷ ἱερῷ κώδικι τῆς (ὁδεῖνος) Ἐκκλησίας, ἥν τινα κρατεῖ ἡ καθολικὴ τῶν Γραικῶν Ἐκκλησία, ἤδη κατὰ τὸν θεῖον καὶ προσκυνητὸν ὁρισμὸν αὐτοῦ, τὸν παρόντα ἡμῶν ἔγγραφον λίβελλον ἀποδίδομεν, δι’ οὗ καθομολογοῦμεν καὶ στέργομεν ἅπαντα τὰ παρὰ τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων ἀποφανθέντα καὶ στερχθέντα, τῶν τε ἀποστολικῶν, καὶ τῶν ἁγίων ἑπτὰ οἰκουμενικῶν συνόδων, ἀλλὰ δὴ καὶ τῶν μερικῶν, ὡς ἡ ἁγία τῶν Γραικῶν Ἐκκλησία καθομολογεῖ, ἀποβαλλόμενος πάντα τὰ τῶν Λατίνων ἄτοπα ἔθιμα, καὶ πᾶσαν ἄλλην βέβηλον κενοφωνίαν· ὧν χάριν καὶ ἡ παροῦσα ἡμῶν ἔγγραφος ὁμολογία ἐπεδόθη τῇ καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐν μηνὶ (ὁδεῖνι), ἰνδικτιῶνος (ὁδεῖνος), ἔτος (ὁδεῖνα).

ΠΗΓΗ: Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τ. Ε΄, Ἀθήνησιν 1855, σ. 143-147.

Ο «ψυχοπαθής» κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας

Ποιος είναι ο ψυχοπαθής κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας; Ο κάθε άνθρωπος είναι ψυχοπαθής κατά την Πατερική έννοια. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος σχιζοφρενής για να είναι ψυχοπαθής. Ο ορισμός της ψυχοπάθειας από Πατερικής απόψεως είναι ότι ψυχοπάθεια υπάρχει στον άνθρωπο εκείνον που δεν λειτουργεί σωστά η νοερά ενέργεια μέσα του. Όταν δηλαδή ο νους του ανθρώπου είναι γεμάτος από λογισμούς, όχι μόνο κακούς λογισμούς, αλλά και καλούς λογισμούς.

Όποιος έχει λογισμούς, καλούς η κακούς μέσα στην καρδιά του, αυτός ο άνθρωπος από Πατερικής απόψεως είναι ψυχοπαθής. Ας είναι οι λογισμοί αυτοί ηθικοί, ακόμη και ηθικώτατοι, ανήθικοι η ο,τιδήποτε άλλο. Δηλαδή κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας όποιος δεν έχει περάσει από κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε κατάστασι φωτισμού με την Χάρι του Αγίου Πνεύματος είναι ψυχοπαθής. Όχι όμως με την έννοια της Ψυχιατρικής. Ο ψυχοπαθής για τον ψυχίατρο είναι κάτι άλλο. Είναι εκείνος που πάσχει από ψύχωσι, είναι ο σχιζοφρενής. Για την Ορθοδοξία όμως ένας που δεν έχει περάσει από κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε φωτισμό, είναι νορμάλ η δεν είναι νορμάλ; Αυτό είναι το θέμα.

Ποιος είναι ο νορμάλ Ορθόδοξος Χριστιανός στην Πατερική παράδοσι; Αν θέλετε να το δήτε αυτό ξεκάθαρα, διαβάστε την ακολουθία του Αγίου Βαπτίσματος, διαβάστε την ακολουθία του Αγίου Μύρου, η οποία τελείται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως την Μεγάλη Πέμπτη, διαβάστε την ακολουθία των Εγκαινίων των ιερών ναών. Εκεί θα δήτε τι σημαίνει ναός του Αγίου Πνεύματος, εκεί θα δήτε ποιος είναι ο φωτισμένος. 

Όλες οι ακολουθίες καθώς και η ασκητική παράδοσις της Εκκλησίας αναφέρονται κυρίως σε τρεις πνευματικές καταστάσεις: Στην κάθαρσι από τα πάθη της ψυχής και του σώματος, στον φωτισμό του νού του ανθρώπου από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και στην θέωσι της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου. Κυρίως όμως μιλούν για την κάθαρσι και τον φωτισμό, επειδή οι ακολουθίες της Εκκλησίας είναι εκφράσεις της λογικής λατρείας. Οπότε ο νορμάλ Ορθόδοξος ποιος είναι; Ο βαπτισμένος, αλλά μη κεκαθαρμένος; Ο μη φωτισμένος; Η ο κεκαθαρμένος και φωτισμένος; Ο τελευταίος φυσικά. Αυτός είναι ο νορμάλ Ορθόδοξος.

Άρα σε τι διαφέρουν οι νορμάλ Ορθόδοξοι από τους άλλους Ορθοδόξους; Στο δόγμα; Όχι, βέβαια. Πάρτε τους Ορθοδόξους, γενικά. Μεταξύ τους όλοι έχουν το ίδιο δόγμα, την ίδια παράδοσι και την ίδια κοινή λατρεία. Μέσα σε έναν ιερό ναό μπορεί να υπάρχουν π.χ. τριακόσιοι Ορθόδοξοι. Από αυτούς όμως μόνο οι πέντε να είναι σε κατάστασι φωτισμού, ενώ οι άλλοι να μην είναι. Και μάλιστα οι άλλοι να μην έχουν ιδέα του τι είναι κάθαρσις. Οπότε τίθεται το ερώτημα: Οι νορμάλ Ορθόδοξοι Χριστιανοί μεταξύ αυτών πόσοι είναι; Δυστυχώς μόνο οι πέντε.

Ρωμανίδης Ιωάννης (Πρεσβύτερος(+)

«Του αυτού πνεύματος»

Η ανάγκη του ανθρώπου να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους, στην πραγματικότητα είναι η ανάγκη να ζήσει. Γιατί χωρίς επικοινωνία η καρδιά απομονώνεται, συντρίβεται, φθείρεται. Με την επικοινωνία διευρύνεται, χαίρεται, ζωοποιείται.
Τι είναι όμως η επικοινωνία και πότε γευόμαστε τις ομορφιές της; Σήμερα, περισσότερο από άλλες εποχές, τα μέσα που υπάρχουν ευκολύνουν την επικοινωνία. Όπου και να βρίσκεσαι μπορείς να επικοινωνήσεις με όποιο θέλεις, να τον ακούσεις, να τον δεις. Και όμως η απουσία της επικοινωνίας, περισσότερο από άλλες εποχές, είναι τόσο εμφανής. Η μοναξιά έγινε το γνώρισμα της εποχής μας και ο άνθρωπος πορεύεται μόνος. «Η ερημία των πόλεων», κατά τον μακαριστό Γέροντα Μωυσή Αγιορείτη, σ’ αντιδιαστολή με την «κοινωνία της ερήμου», βρίσκεται, βέβαια, όχι στη σωματική παρουσία δίπλα μας ανθρώπων αλλά στην ουσιαστική επικοινωνία μ’ αυτούς.
Ο όσιος γέροντας Παναής της Λύσης, ο «κοσμικός ερημίτης», μας τόνιζε....... τη σημασία της επικοινωνίας που έχει ως βάση τη συνεννόηση, την κοινή αντίληψη της ζωής, αυτό δηλαδή που ονομάζεται «του αυτού (του ιδίου) πνεύματος».
Δεν είναι δεδομένο ότι το «αυτό πνεύμα» υπάρχει στους «ανθρώπους της Εκκλησίας» ή σε όσους έχουν το ίδιο επάγγελμα ή σε όσους ζουν στον ίδιο χώρο. Το «αυτό πνεύμα» προϋποθέτει εσωτερική θέα του κόσμου μας, της ζωής, του Θεού και των ανθρώπων, ίδιο με τον άλλο. Η θέα αυτή δεν εξαρτάται, ασφαλώς, από το χαρακτήρα. Η διαφορά των χαρακτήρων που ενώνονται δια μέσου του «αυτού πνεύματος» έχει την ομορφιά της ποικιλίας και της «ενότητας εν τη ποικιλομορφία».
Είναι λυπηρό αλλά και πραγματικό το γεγονός ότι με αρκετούς λεγόμενους «ανθρώπους της Εκκλησίας» δεν υπάρχει η ενότητα που πηγάζει από τη βάση της θεώρησης του «αυτού πνεύματος». Πιο λυπηρό ακόμα είναι με ανθρώπους που κάποτε επικοινωνούσαμε βαθειά, και η χαρά ήταν αμοιβαία, τώρα να μην μπορούμε να «πούμε δυο λέξεις».
Η τυπική επικοινωνία που έχουμε με τους περισσότερους ανθρώπους που συναντούμε στην πορεία της ζωής ασφαλώς δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη βαθύτερη ανάγκη για εσωτερική - βαθειά επικοινωνία με ορισμένους ανθρώπους. Αφού δεν είναι δυνατό να είμαστε «του αυτού πνεύματος» με όλους ή τους περισσότερους ανθρώπους, είναι ανάγκη υπαρξιακής επιβίωσης να βρούμε τέτοιους που να μπορούμε να επικοινωνούμε, να μοιραζόμαστε, να συνεννοούμαστε, να κοινωνούμε τα βαθύτερά μας συναισθήματα.
Η υπομονή, η ταπείνωση, η ανεκτικότητα και ο πόθος για σχέση, γίνονται τα μέσα που θα μας οδηγήσουν στην ανακάλυψη ανθρώπων - συνοδοιπόρων που έχουν την ίδια ανάγκη με εμάς, την ίδια αντίληψη της ζωής, το ίδιο πνεύμα.
Τότε, αληθινά, βιώνεται η εντός ημών Βασιλεία. Γιατί ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους βρίσκεται ο Χριστός, ακατάληπτα και αόρατα, που ενώνει, δίνει χαρά και συμπορεύεται.

π. Ανδρέα Αγαθοκλέους

Ένα πολύ σημαντικό ερώτημα έθεσε ο Κύριος προς τους μαθητάς του και ιδιαίτερα σήμερα προς όλους μας: «Πλήν ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γής;» (Λουκ.18,8).

Δεν συγκλονίζεται λοιπόν η Ιεραρχία μας;


Με πόνο και οδύνη γράφονται οι γραμμές, που ακολουθούν. Δεν έχουμε την πρόθεση να ασκήσουμε κριτική και έλεγχο προς τους Ιεράρχες μας στο σύντομο αυτό σχόλιό μας, ποιοί άλλωστε είμαστε εμείς; Μόνο μια έκκληση προς την Ιεραρχία μας ας θεωρηθούν, όσα επακολουθούν, μιά κραυγή πόνου και αγωνίας ενός τελευταίου και αναξίου κληρικού της πολύπαθης πατρίδος μας.
Ένα πολύ σημαντικό ερώτημα έθεσε ο Κύριος προς τους μαθητάς του και ιδιαίτερα σήμερα προς όλους μας: «Πλήν ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γής;» (Λουκ.18,8). Όταν ο Υιός του ανθρώπου έλθει κατά την Δευτέρα του Παρουσία, για να κρίνη τον κόσμο θα εύρη άραγε επί της γής ανθρώπους, που θα κρατούν και θα ομολογούν την Ορθόδοξη πίστη ανόθευτη και απαραχάρακτη από κάθε αίρεση και πλάνη; Και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος σ’ ένα λόγο του στην Δευτέρα Παρουσία, προσθέτει: «Ουαί τοις μιαίνουσι την αγίαν πίστιν ή τοις αιρετικοίς συγκαταβαίνουσιν».[1] Αλλοίμονο σ’ εκείνους που μολύνουν την αγία πίστη με αιρέσεις, ή συγκαταβαίνουν στους αιρετικούς. 
Το παρά πάνω ερώτημα του Κυρίου καθώς και τον λόγο του οσίου Εφραίμ νομίζω, ότι συνεχώς θα πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών εμείς οι κληρικοί, ιδιαιτέρως όμως οι Ιεράρχες μας, που είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την καταπολέμηση και εξουδετέρωση των αιρέσεων. Θα πρέπει να αποτελούν αφορμή αυτοκριτικής, ένα καθρέφτη, μέσα στον οποίον θα καθρεφτίζουμε συνεχώς την πορεία της ποιμαντικής μας διακονίας, εάν και κατά πόσον μιμούμεθα και ακολουθούμε την ζωή και την διαγωγή των αγίων και θεοφόρων Πατέρων μας, στους αγώνες και τις θυσίες που εκείνοι έκαναν, για να καταπολεμήσουν τις αιρέσεις της εποχής των και να διαφυλάξουν ανόθευτη την Ορθόδοξη πίστη. Την πίστη δηλαδή αυτή, την οποία με καύχηση, φορώντας τα επίσημα άμφιά μας μέσα σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα, ομολογήσαμε πριν από λίγες ημέρες την Κυριακή της Ορθοδοξίας: «Οι Προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η Χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρρύσωμεν…». 
Εκείνοι για να διαφυλάξουν αυτή την πίστη θυσίασαν θέσεις και εκκλησιαστικά αξιώματα, μητροπολιτικούς και πατριαρχικούς θρόνους, υπέστησαν εξορίες, διωγμούς, φυλακίσεις, βασανιστήρια, ή ακόμη θυσίασαν και την ίδια την ζωή τους.
Εκείνοι τότε έπραξαν το χρέος τους. Εμείς άραγε σήμερα πράττουμε το χρέος μας; Μιμούμεθα το παράδειγμά τους απέναντι στη σύγχρονη παναίρεση του Οικουμενισμού, την φοβερότερη εκκλησιολογική αίρεση όλων των εποχών, την φοβερή αυτή θύελλα, που έχει σαρώσει τα πάντα, μη υπαρχόντων ικανών αντιστάσεων και απειλεί να κατεδαφίσει τα πάντα; Ή μήπως καθ’ όν χρόνον το σκάφος της Εκκλησίας κλυδωνίζεται επικίνδυνα, καθ’ ον χρόνον η θύελλα μαίνεται, καθ’ όν χρόνον η αίρεση επεκτείνεται καλπάζοντας, εμείς κοιμώμαστε αμέριμνοι, (εκτός βέβαια ελαχίστων εξαιρέσεων), μεριμνούμε και τυρβάζουμε περί πολλά επουσιώδη και δευτερεύοντα και παραθεωρούμε το πρώτο και αναγκαιότερο «ου εστί χρεία», δηλαδή την αποτελεσματική καταπολέμηση και εξουδετέρωση της αιρέσεως με την επίσημη συνοδική καταδίκη της, αλλά και εκείνων που την προωθούν; 
Δεν θα σχολιάσω τα πλείστα όσα αντορθόδοξα και βλάσφημα, σωρηδόν και επί καθημερινής βάσεως λέγονται και πράττονται επισήμως και γυμνή τη κεφαλή από την πλευρά των Οικουμενιστών, για τα οποία θα ήταν αρκετό και ένα μόνον από αυτά να προκαλέση την οργή και την αγανάκτηση των αγίων Πατέρων μας, αν ζούσαν σήμερα στην εποχή μας! Ναί, ας μην αμφιβάλουμε, Σεβασμιώτατοι αρχιερείς, ότι αν ζούσαν σήμερα οι άγιοι Πατέρες μας, προ πολλού θα είχαν συγκροτήσει, όχι μία και δύο, αλλά πολλές Συνόδους, στις οποίες θα είχαν καταδικάσει την παναίρεση αυτή και τα παρακλάδια της, καθώς και εκείνους που την εκφράζουν. Εγώ θα επισημάνω μια άλλη πλευρά του θέματος, εξ’ ίσου σημαντική και αξία, νομίζω, πολλής προσοχής. Το γεγονός δηλαδή, ότι ο πιστός λαός του Θεού και ικανός αριθμός ακαδημαϊκών διδασκάλων της Θεολογίας καθώς και μοναστικών αδελφοτήτων, έχουν ήδη αφυπνισθή και κινητοποιηθή εδώ και δεκαετίες και αγωνίζονται με όλες τις δυνάμεις των κατά της αιρέσεως. Θα παραθέσω ελάχιστα μόνον γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας, γεγονότα ιστορικής σημασίας, τα οποία μαρτυρούν την αγωνία του πιστού λαού του Θεού. Γεγονότα, τα οποία θα έπρεπε να αφυπνίσουν και να κινητοποιήσουν έστω και τώρα, να συγκλονίσουν κυριολεκτικά την Ιεραρχία μας και να την θέσουν πρό των ευθυνών της.
Τον Σεπτέμβριο του 2004 διοργάνωσε το τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και η «Εταιρεία Ορθοδόξων Σπουδών» μεγάλο (πενταήμερο) Διορθόδοξο Επιστημονικό Συνέδριο στην αίθουσα τελετών του Α.Π.Θ. με τίτλο: «Οικουμενισμός, Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις». 
Οι 57 εισηγήσεις των εκλεκτών ομιλητών του Συνεδρίου, μάς έδωσαν μιά πανοραμική εικόνα της αιρέσεως με όλες τις πλευρές και τις πτυχές της και με όλα τα διαδοχικά στάδια εξελίξεώς της, από την γένεσή της μέχρι των ημερών μας. Τα πολύτιμα συμπεράσματα και πορίσματα καθώς και τα Πρακτικά του Συνεδρίου έχουν εκδοθή σε ένα μεγάλο δίτομο έργο (1030 σελίδων) από τις εκδόσεις «Θεοδρομία» το 2008. Ωστόσο το ιστορικό αυτό γεγονός, το οποίο έχει ήδη καταγραφή στην νεότερη εκκλησιαστική μας ιστορία, δυστυχώς δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα στην Ιεραρχία μας. Διότι ενώ θα έπρεπε κυριολεκτικά να συγκλονίση τους Ιεράρχες μας, να τους προβληματίση και να τους πείση να ασχοληθούν επί τέλους συνοδικά και να πάρουν θέση απέναντι στην αίρεση, αυτοί το προσπέρασαν αδιάφοροι. Όπως με λύπη και απογοήτευση σημειώνει ο Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. πρωτ. π. Θεόδωρος Ζήσης στα προλεγόμενα των Πρακτικών: «Λυπούμαστε, γιατί η δυνατή φωνή του Συνεδρίου, που ακούστηκε τον Σεπτέμβριο του 2004 στην Θεσσαλονίκη, ενώ έφθασε στα αυτιά των εκκλησιαστικών ηγετών, δεν επέδρασε θετικά στο νου και στις καρδιές τους, ώστε να αλλάξουν την καταστροφική οικουμενιστική τους πορεία. Εξακολουθούν προκλητικά να συγχρωτίζονται και να συμπροσεύχονται με τους αιρετικούς, να τους εγκωμιάζουν και να τους ευλογούν μέσα σε Ορθόδοξους ναούς, να συνθέτουν ακόμη και εκκλησιαστικούς ύμνους, για να τους τιμήσουν, με θεολογικά δε κείμενα και δηλώσεις, αλλά και με την συγκρητιστική ασεβή συμπεριφορά τους, να αθετούν και να προσβάλλουν τα δόγματα και τους Ιερούς Κανόνες, τους οποίους όμως μετά ζήλου και αυστηρότητος επικαλούνται και εφαρμόζουν, για να στηρίξουν θρόνους και δικαιοδοσίες, ή για να τιμωρήσουν ζηλωτάς και ομολογητάς κληρικούς, μοναχούς και λαϊκους»[2].
Ένα άλλο σημαντικότατο γεγονός, που αποτελεί εξ’ ίσου μεγάλο σταθμό στην ιστορία του αντιαιρετικού αγώνος κατά του Οικουμενισμού, αποτελεί η έκδοση και κυκλοφόρηση του κειμένου «Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού», που συνέταξε η «Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών» το 2009. 
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο», σε διάφορες ιστοσελίδες του διαδικτύου και στην «Θεοδρομία», μεταφράσθηκε στην Αγγλική, Σερβική και Ρουμανική, τυπώθηκε σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και μοιράσθηκε δωρεάν στον ελληνικό λαό, ο οποίος έσπευσε όχι απλώς πρόθυμα, αλλά με ενθουσιασμό και με αισθήματα ανακουφίσεως να προσυπογράψη το περιεχόμενό της. Κυριολεκτικά το Ορθόδοξο πλήρωμα αγκάλιασε το ομολογητικό αυτό κείμενο, όπως αγκάλιασε στο γνωστό θαύμα η Αγία Ευφημία τον τόμο των Ορθοδόξων Πατέρων της Δ´ εν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και πέταξε στα πόδια της τον τόμο των Μονοφυσιτών. «Λίαν ηύφρανε τους Ορθοδόξους και κατήσχυνε τους κακοδόξους». Δεν ευφράνθηκαν όμως οι του Φαναρίου και οι οικουμενιστικοί κύκλοι της ελλαδικής Εκκλησίας από την «Ομολογία», αλλά ενοχλήθηκαν, εστενοχωρήθηκαν, καταισχύνθηκαν. Την «Ομολογία» υπέγραψαν περίπου 25.000 κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, πολλοί ηγούμενοι αγιορειτικών Μονών, πολλοί αρχιμανδρίτες ηγούμενοι Ιερών Μονών, πρωτοπρεσβύτεροι, ιερομόναχοι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μοναχοί, μοναχές, θεολόγοι κ.ά. Δυστυχώς από τους επισκόπους της ελλαδικής Εκκλησίας μόνον τρεις μαχητές και ομολογητές Ιεράρχες, μπροστάρηδες στον αντιαιρετικό αγώνα υπέ- γραψαν, οι Σεβασμιώτατοι Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Αιτωλοακαρνανίας κ. Κοσμάς και Κυθήρων κ. Σεραφείμ. Με την υπογραφή τους οι παρά πάνω Ιεράρχες ταυτόχρονα επεσήμαναν την ανάγκη Συνοδικής καταδίκης του Οικουμενισμού. Δυστυχώς και πάλι η Ιεραρχία μας εκώφευσε στην κραυγή αγωνίας του κλήρου και του πιστού λαού του Θεού. 
Και ενώ τόσος θόρυβος έγινε και συνεχίζει να γίνεται γύρω από την αίρεση, τόσα άρθρα εγράφησαν, ημερίδες διοργανώθηκαν, βιβλία εκδόθηκαν κ.λ.π., η Ιεραρχία μας αρνείται πεισματικά να ασχοληθή Συνοδικά και να καταδικάση την αίρεση. Μόνο ένα σύντομο ανακοινωθέν περιορίσθηκε να εκδώση στην πέμπτη τακτική Συνεδρία της στις 16 Οκτωβρίου 2009, στην οποία συζήτησε το θέμα του Διάλογου με τους Παπικούς (για πρώτη φορά μετά 30 σχεδόν χρόνια Διαλόγου) και την «Ομολογία Πίστεως», πιεζόμενη από τα γεγονότα και ιδίως από επιστολή, που απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ. Ιερώνυμο, στην οποία ο Πατριάρχης μέμφεται με πολύ σοβαρές εκ- φράσεις την προσυπογραφή της Ομολογίας από πολλούς Αρχιερείς, ηγουμένους, κληρικούς και λαϊκούς της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μεταξύ άλλων ο Πατριάρχης «συνοδική διαγνώμη» εκφράζει «τον έντονον προβληματισμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου» και καταγγέλλει την «Ομολογία Πίστεως» ότι «παραπλανά μέρος του πιστού λαού», οδηγεί σε «σχίσμα» όχι μόνο τους πιστούς, αλλά και την ίδια την Ιεραρχία και επιπλέον δημιουργεί προβλήματα στη επικοινωνία της Εκκλησίας της Ελλάδος με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες! Ο Οικουμενικός κατακλύει την επι- στολή του με την πρόσκληση στην Ιεραρχία «το ταχύτερον δυνατόν λάβη επισήμως θέσιν» και να καταδικάσει την «Ομολογία» και τους κληρικούς, που την υπέγραψαν «αναλογιζομένη τον κίνδυνον, τον οποίο εγκυμονεί διά την ενότητα της Εκκλησίας η επιδεικνυμένη ανοχή ή, ως αποδείκνυται, και υπό τινων εκ των επισκόπων αυτής ενθάρρυνσις, τοιούτων διχαστικών ενεργειών». Στην ανακοίνωσή της η Ιεραρχία έσπευσε να καθησυχάση τον λαό, (ουσιαστικά έκλεισε το θέμα), ότι «οι Ιεράρχες είναι φύλακες της Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως ομολόγησαν κατά την εις επί- σκοπον χειροτονία τους» το δε κείμενο «Ομολογία Πίστεως» εχαρακτήρισε «ως εκ περισσού».
Θα κλείσω (παραλείποντας πολλά άλλα για να μην μακρύνω τον λόγο), με ένα τρίτο πολύ θλιβερό και εξ’ ίσου συγκλονιστικό γεγονός. Γεγονός, το οποίο θα έπρεπε τουλάχιστον αυτή τη φορά να αφυπνίση και να προβληματίση επί τέλους την Ιεραρχία μας. Πρόκειται για την αποτείχιση ικανού αριθμού, λαϊκών κυρίως, πι- στών, οι οποίοι με δήλωσή τους εγνωστοποίησαν την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 2011 την αποτείχισή τους «από τους αιρετίζοντες επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εξ’ αιτίας και πάλιν του Οικουμενισμού. Όπως γράφουν στην δήλωσή τους: «Η παναίρεση (κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς) του Οικουμενισμού είναι μια κατάσταση υπαρκτή, που οι επίσκοποί μας αρνούνται να εξετάσουν και να καταδικάσουν συνοδικά. Είναι πρωτοφανές γεγονός στην δισχιλιετή ζωή της Εκκλη- σίας, η Ιεραρχία να σιωπά εν καιρώ αιρέσεως και να συμπορεύεται δεκαετίες με την αίρεση. Ως φυσική συνέπεια έρχεται η ραγδαία επικράτηση του Οικουμενισμού, η οποία αλλοιώνει τα Ορθόδοξα αισθητήρια του λαού, διαγράφοντας από τις συνει- δήσεις των χριστιανών-διά καθημερινών λόγων και πράξεών της-την Ορθόδοξη πα- ράδοση και εισάγοντας «νέα» δήθεν «οδό σωτηρίας», διάφορη από εκείνη των αγίων…Γνωστοποιούμε λοιπόν την απόφασή μας, να αποτειχιστούμε από τους κατά τόπους αιρετίζοντες επισκόπους και να μην έχουμε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, έως ότου καταδικάσουν Συνοδικά με λόγια και με έργα την αίρεση του Οικουμενισμού και τους αιρετικούς, που την υπηρετούν και την προωθούν».[3] Δεν πονά λοιπόν και δεν οδύρεται η Ιεραρχία μας πρό αυτού του τραγικού φαινομένου, δεν σπαράσσεται να βλέπη τα λογικά της πρόβατα να αποσχίζονται και να αποχωρίζονται από την μάνδρα της, σκανδαλιζόμενα από την στάση της; Πως προσπερνά το οδυνηρό και συγκλονιστικό αυτό γεγονός, σφυρίζοντας αδιάφορα; Πως αμελεί να πράξη το καθήκον της, το οποίον ας σημειωθή, προβλέπεται από τους ίδιους τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας; Συγκεκριμένα ο 37ος Αποστολικός Κανών λέγει τα εξής: «Δεύτερον τοῦ ἔτους Σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλη- σιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν…».[4] Δηλαδή δύο φορές τον χρόνο να συγ- κροτείται Σύνοδος σε επίπεδο τοπικών Εκκλησιών, και να γίνεται λεπτομερής ανά- κρισις και εξέτασις μεταξύ των επισκόπων, των δογμάτων της πίστεως, έτσι ώστε να διαλύονται οι μεταξύ αυτών τυχόν παρουσιαζόμενες εκκλησιαστικές αντιλογίες, προκειμένου να διαφυλάσσεται η ειρήνη και η ενότητα της πίστεως. Εάν λοιπόν για απλές εκκλησιαστικές αντιλογίες προβλέπει ο Κανόνας Σύνοδο, σκεφθείτε τι θα προέβλεπαν οι συντάκτες του Κανόνος αυτού προκειμένου περί της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, η οποία χρονίζει εδώ και πολλές δεκαετίες. Η εν ΚΠόλει Σύνο- δος του 1836 επί των αειμνήστων Πατριαρχών ΚΠόλεως Γρηγορίου ΣΤ΄ και Ιερο- σολύμων Αθανασίου με συνοδική της απόφαση ορίζει τα εξής σχετικά με το θέμα αυτό: «Ταύτα εισίν [τα αντιαιρετικά μέτρα], άπερ εντόνως διορίζομεν εις τους αρχιερείς, τους υπό τω καθ’ ημάς αγιωτάτω, πατριαρχικώ, αποστολικώ, και οικουμενικώ θρόνω υποκειμένους, εντελλόμενοι εκκλησιαστικώς, ίνα επιμελώς και αγρύπνως εκτελεσθώσι, θεωρούντες ως έγκλημα καθοσιώσεως πάσαν περί τα τοιαύτα αμέλειαν ή αδιαφορίαν. Πολλώ δή μάλλον ο τοιούτος αρχιερεύς δεν θέλει αποφύγει την οργήν του Θεού και της Εκκλησίας, ως αμελών των ουσιωδεστέρων χρεών της ποιμαντορίας και γινόμενος εκουσίως και αναπολογήτως ένοχος της φθοράς της Ορθοδοξίας και του έθνους και της απωλείας του ποιμνίου του».[5] 
Ο δε Μέγας Αθανάσιος προσθέτει: «…οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. Χρὴ γὰρ πρώτον πάσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι».[6] Δηλαδή εδώ ο άγιος θεωρεί τα θέματα της πίστεως ως θέματα πρώτης προτεραιότητος, των οποίων η εξέτασις και επίλυσις θα πρέπει απαραιτήτως, να προηγείται οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.
Κατόπιν των ανωτέρω αμείλικτο τίθεται το ερώτημα: Ποιά άραγε απολογία θα δώσουμε, Σεβασμιώτατοι αρχιερείς, την ημέρα της κρίσεως προ του φοβερού βήματος του Χριστού για την αμέλειά μας αυτή; Τι έχουμε να φοβηθούμε; Μήπως μας καθαιρέσουν κάποια εκκλησιαστικά ρετιρέ; Τιμή και καύχημά μας, γιατί έτσι αξιωνόμαστε, να μιμηθούμε έστω και στο ελάχιστο τους αγίους Πατέρες μας. Ανά- δειξε Κύριε στους εσχάτους καιρούς, που μας επεφύλαξες να ζήσουμε, αξίους και αγίους και ομολογητές Ιεράρχες προς καταισχύνην της πλάνης και δόξαν της αγίας Σου Εκκλησίας, «ην περιεποιήσω διά του ιδίου Σου αίματος». Αμήν.

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου.
Πρ. Ιερού Ναού Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Πειραιώς

[1] Αγίου Εφραίμ του Σύρου, Λόγος εις την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εν: Οσίου Εφραίμ του Σύρου Έργα, τομ Δ΄, Εκδ. «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1992,σελ.26.
[2] Πρωτ. π. Θεοδώρου Ζήση, Εισαγωγικά προλεγόμενα, εν: «Οικουμενισμός, Γένεση, προσδοκίες διαψεύσεις», Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Εκδ. «Θεοδρομία», τομ΄. Α΄, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 12.
[3] «Η αποτείχιση Ορθοδόξων πιστών από τους αιρετίζοντες επισκόπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δήλωση αποτειχίσεως», Μάρτιος 2011, σελ.5,9.
[4] Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πηδάλιον, Εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.41.
[5] Της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1836 εγκύκλιος κατά των Διαμαρτυρομένων Ιεραποστόλων & 8 εν: Ιω. Ρωμανίδου, «Ορθόδοξος και Βατικάνειος Συμφωνία περί Ουνίας, Balamand, Λίβανος 1993», σελ. 525.
[6] ΕΠΕ 9,284

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ: ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΔΕΝ ΥΠΑΚΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥΣ ΜΑΣ, ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ, ΣΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ… ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΜΕ ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΠΟΤΕ

ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
ΜΕ ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΠΟΤΕ…

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου τοῦ 1963
Τὸ 1438 ἔφυγαν μὲ καράβια ἀπὸ τὴν Πόλι ἑκατό ἀτομα, μεταξύ αὐτῶν ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ καὶ ὁ αὐτοκράτορας, γιὰ νὰ πᾶνε στὴν Ἰταλία. Πῆγαν στὴν Φλωρεντία, τοὺς προσκαλοῦσε ὁ Πάπας γιὰ νὰ κάνουν τὴν ἑνωση τῶν ἐκκλησιῶν! Παλαιό παραμύθι τοῦ διαβόλου αὐτό! Ὑπάρχει ἑνωση τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ τὸν Θεό καὶ ἑνωση τῶν ἐκκλησιῶν μὲ τὸν διάβολο. Ἐμεῖς εἴμεθα ἑνωση τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ τὸν Θεό, μὲ τὴν Ὀρθοδοξία.
Καὶ ὄχι ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν μὲ θυσία τῆς Ὀρθοδοξίας ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ…

Σε ποιες περιπτωσεις δεν υπακουμε στοὺς πνευματικούς μας, 
στοὺς ἐπισκόπους στὸν πατριάρχη

Ἔχουμε πολλά ἄσxημα ἀδέλφια μας. Πετᾶνε ἐπάνω ἀπό τὰ κεφάλια μας ἀεροπλάνα.
Μᾶς ἔρχεται ὁ τάδε ἀρχιεπίσκοπος, ὁ τάδε ἀρχιεπίσκοπος! Δυστυχῶς καὶ ὁ πατριάρχης δὲν ἐβάδισε τὴν ὀδόν τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐμεῖς διαμαρτυρήθημεν ἐνώπιον λαοῦ, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων καὶ ἐδημοσιεύσαμε ἀνοικτή ἐπιστολὴ καὶ ἐπισημάναμε τὸν τεράστιο κίνδυνο ποὺ διατρέχει ἡ Ὀρθοδοξία μας, ὑποχωροῦσα διαρκῶς εἰς τὰς ἀπαιτήσεις προτεσταντῶν καὶ ἄλλων αἰρετικῶν…

Στὴν Φλωρεντία δυὸ χρόνια τοὺς ἐβασάνιζε ὁ Πάπας καὶ ἐπιτέλους εἴτε ἀπὸ τὴν πείνα εἴτε ἀπὸ ταλαιπωρία εἴτε ἀπὸ τὴν βία, εἴτε ἀπὸ ἀνθρωπινη ἀδυναμία ὑπέκυψαν καὶ μιὰ μέρα κατηραμένη, ὑπέγραψαν ὅρον ἑνώσεως μὲ τὸν Πάπα καὶ ὑποχρεώθησαν νὰ φιλήσουν τὴν παντοῦφλα του, τὸ πόδι τοῦ πάπα καὶ μόνον ἕνας εἶπε ὄχι! Καὶ ὁ ἕνας ποὺ ἀντεστάθηκε ἦταν ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ ἐπίσκοπος Ἐφέσου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη εἶναι ἀθάνατος στὴν Ἐκκλησία… Καὶ ὁ ἕνας αὐτὸς ἐκάλεσε τὸν λαό σὲ ἀντίσταση καὶ ἐσάρωσε τοὺς πάντας, γι’ αὐτὸ λέει τὸ τροπάριό του «ὡς ἄλλος ἀτλας κρατᾶς τὴν Ὀρθοδοξία…
Ἀπήντησα, νομίζω, σὲ ποιές περιπτώσεις δὲν πρέπει νὰ ὑπακοῦμε στοὺς πνευματικούς πατέρας.

Συμπέρασμα
Οἱ 5 ἅγιες καλόγριες ποὺ ἐσφάγησαν μὲ τὸ χέρι τοῦ πνευματικοῦ τους, γιατί δὲν προσέφεραν λιβάνι καὶ θυσία στὸ διάβολο· ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, ποὺ ἐπροτίμησε νὰ τοῦ ξεριζώσουν τὴν γλώσσα, καὶ νὰ κόψουν τὰ χέρια του, ἀλλὰ νὰ παραμείνει πιστός στὴν Ὀρθοδοξία, ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ποὺ ἀντεστάθηκε ἐναντίον παρανομούσης σύνοδου καὶ ἐφάνη ἡρωας πραγματικός, ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς ποὺ κράτησε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἄλλα παραδείγματα ἀκόμη, μᾶς διδάσκουν ὅτι πρέπει νὰ προσέχουμε πολύ, νὰ ἔχουν τα μάτια μας 14 καὶ νὰ ἐξετάζομε ἀν τὰ πνεύματα εἶναι ἐκ Θεοῦ.
Ὑπακουή στοὺς πνευματικούς μας, ὑπακοὴ στοὺς ἱεροκήρυκας, ὑπακουὴ στοὺς θεολόγους, ὑπακουὴ στοὺς ἐπισκόπους, ὑπακοή στὴν ἱεραρχία, ἀλλὰ ὅταν ἀντιληφθοῦμε ὅτι δὲν πνέει ἀεράκι δροσερό, δὲν πνέει ὁ ἄνεμος Ὀρθοδοξία εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ ἀντισταθοῦμε ἐναντίον ἀποφάσεων ποὺ παρεκλείνουν ἀπὸ τὴν τροχιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τί εἶπα; Διαβᾶστε Γαλάτας (1,8), λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, -σὰν νὰ τὰ πρόβλεπε ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ γίνονταν στὶς μέρες, καὶ λέει· Ὄχι παπᾶς, ὄχι ἐπισκοπος, ἀλλὰ καὶ ἄγγελος ἀκόμα νὰ κατεβῆ στὴν γῆ καὶ νὰ σᾶς κηρύξη διαφορετικό Εὐαγγέλιο, ἀπὸ αὐτὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἐρμήνευσν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ ὑπακούσετε. Δὲν θὰ ὑπακούσουμε οὔτε καὶ στὸν ἄγγελον, που ὑποδίεται τὸν διάβολον.
Ὅποιος κηρύττει ἄλλο εὐαγγέλιο, τὸ ἀντιευαγγέλιο, διαφορετικό ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κηρύττω ἀνάθεμα. Δὲν τὸ λέω ἐγώ ὁ ἁμαρτωλος ἱερομόναχος, δὲν εἶμαι ἰκανὸς νὰ τὸ πῶ ἐγώ, τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «…ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω». Κἂν ἱερεύς, κἂν ἐπισκοπος, κἂν πατριάρχης κἂν ἄγγελος δὲν θὰ τὸν ὑποκούσομε.
Καὶ στρατιῶται γενναῖοι καὶ ὑψηλοὶ πρέπει νὰ εἴμεθα, διότι δὲν ἀποκλείεται σήμερα -αὔριο νὰ κληθοῦμε ὅλοι μας νὰ δώσουμε τὴν μαρτυρία. Μή γένοιτο Χριστέ, μὴ γένοιτο Παναγία, μὴ γένοιτο ἅγιοι… νὰ ἔρθη τέτοια ἡμέρα, ἀλλὰ ἐὰν ἔρθη, θὰ εἴμαι εὐτυχής, νὰ μποῦμε μπροστὰ ὅλοι μας καὶ ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου καὶ καλόγεροι καὶ πάσα ψυχή καὶ νὰ ποῦμε ἄλτ…, δὲν θὰ προχωρήσετε! Θὰ πέσουμε μέχρι ἑνός, ἀγωνιζόμενοι ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο γλυκήτερο εἰς τὴν γῆ.

ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟ ΑΓΟΡΙ ΠΗΓΕ ΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ !!

Ερευνάτες τας Γραφάς

(Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον Κεφ.5, στ.37-39)

"καὶ ὁ πέμψας με πατήρ, αὐτὸς μεμαρτύρηκε περὶ ἐμοῦ. οὔτε φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε,

"δηλαδή: "και ο Πατέρας, που με έστειλε έχει από πολύ καιρό μαρτυρήσει για μένα μέσα στα βιβλία της Αγίας Γραφής. Αλλά εσείς ούτε την φωνή Αυτού έχετε ποτέ έως τώρα ακούσει ούτε την μορφή Του είδατε"

"καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ οὐκ ἔχετε μένοντα ἐν ὑμῖν, ὅτι ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε."

δηλαδή: "και το Λόγο του Θεού, που περιέχεται στις Γραφές δεν τον έχετε δεχθεί με όλη σας την καρδιά, ώστε να μένει μέσα σας. Και απόδειξη ότι δεν πιστεύετε σε Εκείνον, τον οποίο ο Πατέρας έστειλε στον κόσμο."

"ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ."

δηλαδή: "λοιπόν, εσείς πρέπει να ερευνάτε τις Γραφές και να συλλαμβάνετε τα βαθύτερα αυτών νοήματα, διότι κι εσείς οι ίδιοι πιστεύετε ότι με την έρευνα και την πίστη σε αυτές θα έχετε ζωή αιώνια. Και αυτές ακριβώς οι Γραφές είναι που μαρτυρούν για μένα."

Η ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΩΝ

ΚΟΒΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΛΑΓΑΝΑ.

ΣΕ ΛΙΓΟ ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΧΑΛΒΑΣ !


Θὰ ἔπαιρνε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος τὸ φραγγέλιο ;



Γράφει ὁ π. Διονύσιος Ταμπάκης
ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΑΝΩΤΕΡΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου (μέχρι καὶ Γαλλικὰ εἶχε μάθει στὴν Σμύρνη ὅπου φοίτησε ) ἀλλὰ καὶ τῆς εὐρύχωρης καρδιᾶς καὶ σκέψης του, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη του ἀγκάλιαζε ὅλη τὴν κτίση, μέχρι καὶ αὐτὰ τὰ ταλαιπωρημένα γαϊδουράκια, γιαυτὸ καὶ ποτὲ δὲν ἀνέβηκε σὲ αὐτὰ προτιμώντας νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὶς πεζοπορίες.
Παρὰ λοιπὸν τὰ ἀνωτέρω, ἦταν ἀπόλυτος διώκτης κάθε ξενόφερτου πνεύματος καὶ ἤθους ποὺ ξεστράτιζε τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν λιβανοκαπνισμένη Ὀρθοδοξία.
Στὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἀρσενίου, γράφει ὁ Ἅγιος Παίσιος ὁ Ἁγιορείτης, πὼς κάποτε μία κοπέλα, ἡ Ὁσία Καραμουρατίδου, ὅταν ἦταν νεόνυμφη φοροῦσε μία μαντήλα παρδαλὴ Σμυρνιώτικη. Παρὰ τὶς ἐπανειλημμένες παρατηρήσεις τοῦ Αγ. Ἀρσενίου νὰ μὴν τὴν φοράει ἀλλὰ νὰ…. εἶναι σεμνὴ ἐκείνη δὲν ἄκουγε.
Τότε τῆς λέει αὐστηρά: Φράγκικες ἀρρώστιες στὰ Φάρασα δὲν θέλω. 
Ἐὰν δὲν συμμορφωθεῖς τότε θὰ λειτουργήσουν οἱ πνευματικοὶ νόμοι καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ γεννᾶς ἀφοῦ βαπτίζονται θὰ φεύγουν ἀγγελούδια γιὰ τὸν Οὐρανό.
Πράγμα τὸ ὁποῖο ἔγινε, ἀφοῦ ἔφυγαν ἔτσι δύο της παιδιά.
Τότε πέταξε τὴν παρδαλὴ μαντήλα καὶ ἀφοῦ ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τὸ Ἅγιο γέννησε κατόπιν κατὰ πρόρρηση τοῦ Ὁσίου ἄλλα δύο παιδιά.

(«Ὁ Πατὴρ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης»ἔκδ. Ι. Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, 1975, σέλ. 94-95)

Φανταστεῖτε συνεπῶς ἂν ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ζοῦσε στὴν ἐποχή μας καὶ ἔβλεπε ὅλες αὐτὲς τὶς ἀξιολύπητες Οἰκουμενιστικὲς διαχύσεις: Ὀρθόδοξοι Ἀρχιερεῖς καὶ λοιποὶ Κληρικοὶ νὰ συμπροσεύχονται χέρι-χέρι μὲ περήφανους αἱρετικούς τῶν «ἱστορικῶν Ἐκκλησιῶν», Δεσποτίνες, Παστορίνες καὶ ἄλλους ποὺ πρὶν λίγο τα χέρια τους εὐλόγησαν Γάμους ἀρσενοκοιτῶν καὶ λεσβιῶν ἢ ἀκόμη μὲ ἀλλόθρησκους Μουσουλμάνους, βουδιστὲς κ.α. ἄραγε ποιὰ θὰ ἦταν ἡ ἀντίδρασή του;

Τελικὰ δὲν εἶναι τυχαῖο το πότε καὶ σὲ ποιὰ ἐποχὴ ἔρχεται ὁ κάθε ἄνθρωπος στὸν κόσμο. Ἀφοῦ ἐὰν ζοῦσε σήμερα ὁ Ὅσιος θὰ εἶχε πάρει σίγουρά το φραγγέλιο καὶ δὲν θὰ εἶχε ἀφήσει τίποτα τὸ κάλπικο καὶ πλάνο ὄρθιο.

«Εντολή Κυρίου να μη σιωπούμε κάθε φορά που κινδυνεύει η πίστις». Αλοίμονο σ' αυτούς πού σιωπούν με πρόφαση ότι τάχα δεν είναι αρμόδιοι!



Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη

Ἐπιστολὴ ΠΑ'. Πανταλέοντι Λογοθέτη. (ΦΗ') ΡG 99, 1321 Α.
(Ἀπὸ ἀνέκδοτο ἔργο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ)

Ἑρμηνεία.
Αὐτά λέγει ὁ Κύριος. Ἄνοιξε τό στόμα σου διά νά ὁμιλήσης κι ἐγώ θά τό γεμίσω ἀπό τή χάρι μου. Ἐπειδή ἔκανες ὑπακοή στήν ἐντολή μου. Διότι εἶναι ἐντολή τοῦ Κυρίου νά μή σιωποῦμε κάθε φορά πού κινδυνεύει ἡ πίστις. Ἐπειδή λέγει νά ὁμιλῆς καί νά μή σιωπαίνης. Καί λέγει ἐπίσης ἡ Γραφή·ἐάν ὑποχωρήσης ἀπό φόβο, δέν ἀναπαύεται τό πνεῦμα μου σέ σένα. Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέγει· ἐάν σιωπήσετε ἐσεῖς θά φωνάξουν δυνατά οἱ πέτρες.
Ὥστε ὅταν πρόκειται διά ζητήματα πίστεως δέν ἐπιτρέπεται κάποιος νά πῆ. Ἐγώ ποιός εἶμαι διά νά ὁμιλήσω; Εἶμαι ἱερεύς; φυσικά ὄχι. Μήπως εἶμαι ἀξιωματοῦχος; οὔτε κι αὐτό βέβαια. Στρατιώτης; ἀπό ποῦ; Μήπως εἶμαι γεωργός; οὔτε καί αὐτό τό τελευταῖο. Εἶμαι ἕνας πτωχός πού μέ δυσκολία βγάζω τήν καθημερινή τροφή μου. Ἄρα λοιπόν δέν ὑπάρχει λόγος νά φροντίσω ἐγώ δι' αὐτήν τήν ὑπόθεσι.
Ἀλοίμονο σέ σένα πού σκέπτεσαι ἔτσι. Οἱ πέτρες θά φωνάξουν δυνατά καί σύ μένεις σιωπηλός καί ἀμέριμνος; Ἡ ἀναίσθητος φύσις ὑπάκουσε στόν Θεό καί σύ γίνεσαι φυγάς; Αὐτή ἡ φύσις, ἡ ὁποία δέν ἔχει ζωή, οὔτε θά κριθῆ ἀπό τόν Θεό, σάν νά φοβῆται τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ φωνάζει δυνατά, καί σύ ἄνθρωπε, ὁ ὁποῖος φέρεις εὐθύνη καί θά κριθῆς κατά τήν δευτέρα παρουσία καί δι' ἕνα ἀργό λόγο, ἔστω καί ἄν εἶσαι ζητιάνος λέγεις μέ παραλογισμό. Ποιά φροντίδα πρέπει νά ἔχω ἐγώ δι' αὐτό τό θέμα;
Αὐτά δέσποτά μου, λέγει ὁ Παῦλος, τά μετέφερα στόν ἑαυτό μου καί στόν Ἀπολλώ γιά χάρι σας, ὥστε ἀπό ἐμᾶς νά μάθετε νά μήν ἔχετε φρόνημα διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ἔχει γραφῆ. Ὥστε καί αὐτός ὁ πτωχός θά εἶναι ἀναπολόγητος κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἐάν τώρα δέν ὁμιλεῖ διά τά θέματα τῆς πίστεως, καί μάλιστα θά κατακριθῆ καί μόνο δι' αὐτό. Καί βέβαια δέν θά ξεφύγη ἀπό τήν κρίσι καθένας ἀπό τούς ἀνωτέρους στά ἀξιώματα, μέχρι καί αὐτοῦ τοῦ βασιλέως. Σ' αὐτόν βέβαια θά εἶναι πολύ αὐστηρότερη ἡ κρίσις. Ἐπειδή ἔχει γραφῆ ὅτι οἱ ἄρχοντες θά ἐξετασθοῦν αὐστηρότερα. Καί ἀλλοῦ πάλι. Κρίσις αὐστηρά θά γίνη στούς ἰσχυρούς.
Νά ὁμιλῆς λοιπόν, κύριέ μου, νά ὁμιλῆς. Δι' αὐτόν τόν λόγο καί ἐγώ ὁ ταλαίπωρος ἐπειδή φοβοῦμαι τήν κρίσι ὁμιλῶ. Ὡμίλησε δέ τόσο ὥστε νά σέ ἀκούση καί ὁ βασιλεύς, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀνήκεις σ' αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀξιώματα.

ΚΕΙΜΕΝΟ:
Τάδε λέγει Κύριος· Ἄνοιξον τό στόμα σου, καί πληρώσω αὐτό· ἀνθ' ὧν ὑπήκουσας φωνῆς μου. Ἐντολή γάρ Κυρίου μή σιωπᾷν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως. Λάλει γάρ, φησί, καί μή σιώπα. Καί· Ἐάν ὑποστέλληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ. Καί· Ἐάν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται. Ὥστεὅτε περί πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν, Ἐγώ τίς εἰμί; Ἱερεύς; ἀλλ'οὐδαμοῦ. Ἄρχων; καί οὐδ' οὕτως. Στρατιώτης; καί ποῦ; Γεωργός; καί οὐδ' αὐτό τοῦτο. Πένης, μόνον τήν ἐφήμερον τροφήν ποριζόμενος. Οὐδείς μοι λόγος καί φροντίς περί τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καί σύ σιωπηλός καί ἄφροντις; ἡ ἀναίσθητος φύσις Θεοῦ ἐπακήκοε, καί αὐτός λαιλαπιστής; ὅ μή ἐψύχωται, μηδέ ἐν κριτηρίῳ λελογοθέτηται, δεδοικός οἱονεί τό πρόσταγμα φωνοβολεῖ· καί σύ ὁ μέλλων εὐθύνεσθαι ὑπό Θεοῦ ἐν καιρῷ ἐτάσεως, καί περί ἀργοῦ ῥήματος, κἄν ἐπαίτης εἶ, διδόναι λόγον· λέγεις ἀλογῶν· Τίς μοι ἐν τούτῳ φροντίς; Ταῦτα, ὦ δέσποτα, φησίν ὁ Παῦλος, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτόν· καί Ἀπολλώ δι' ὑμᾶς· ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τό μή ὑπέρ ὅ γέγραπται φρονεῖν. Ὥστε καί αὐτός ὁ πένης πάσης ἀπολογίας ἐστέρηται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, μή τανῦν λαλῶν ὡς κριθησόμενος καί διά τοῦτο μόνον· μή ὅτι γέ τις τῶν ἐφεξῆς καθ'ὑπεροχήν, μέχρις αὐτοῦ τοῦ τό διάδημα περικειμένου· ᾧ καί ἀνυπέρβλητον τό κρῖμα· Δυνατοί γάρ δυνατῶς ἐτασθήσονται, φησί. Καί· Κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι. Λάλει οὖν κύριέ μου, λάλει. Διά τοῦτο κἀγώ ὁ τάλας δεδοικώς τό κριτήριον λαλῶ. Φθέγξαι ἕως τῶν θεοηχῶν ὤτων τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως· ἐπείπερ εἶ τῶν ὑπερεχόντων.

Η ΦΥΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ! ''Έφηβος ακόμη, άφησε την καριέρα του ανώτερου κρατικού υπαλλήλου και αποσύρθηκε το 781 σε μοναστήρι στην Προύσα της Μ. Ασίας, όπου ηγούμενος ήταν ο θείος του Πλάτων...."

 Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: 
Ο ασυμβίβαστος ομολογητής της Εκκλησίας μας


Μια από τις πιο σεβαστές τάξεις των αγίων της Εκκλησίας μας είναι οι ομολογητές. Σε αυτή την τάξη ανήκουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έδωσαν τη μαρτυρία της πίστεώς τους, χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες της ομολογίας τους αυτής. Δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε πως η Εκκλησία μας είναι απόλυτα στηριγμένη στους αγώνες των αγίων ομολογητών Της, στη δισχιλιόχρονη πορεία Της στην ιστορία.
Ένας από τους μεγάλους ομολογητές της Ορθοδοξίας είναι και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο οποίος έδρασε σε μια πολύ ταραγμένη για την Εκκλησία ιστορική περίοδο. Πρόκειται για την φοβερή εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε τη βυζαντινή κοινωνία για περισσότερο από έναν αιώνα, με αφόρητες διώξεις των ορθοδόξων από τους εικονομάχους αυτοκράτορες (726-843). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 759 από ευγενείς και ευσεβείς γονείς, οι οποίοι φρόντισαν να του δώσουν εκτός από την ευσέβεια και κατά κόσμον παιδεία, την οποία ο ίδιος αργότερα την χρησιμοποίησε για την Εκκλησία. Σπούδασε με επιμέλεια την ελληνική φιλοσοφία και τους Πατέρες της Εκκλησίας. 
Από μικρός αγαπούσε το Χριστό και λαχταρούσε να προσφέρει σε Αυτόν τη ζωή του. Έφηβος ακόμη, άφησε την καριέρα του ανώτερου κρατικού υπαλλήλου και αποσύρθηκε το 781 σε μοναστήρι στην Προύσα της Μ. Ασίας, όπου ηγούμενος ήταν ο θείος του Πλάτων. Αυτός τον μύησε στην ορθόδοξη πνευματικότητα και τον ενέπνευσε να αφιερώσει τη ζωή του για την προάσπιση της αλήθεια και της αυθεντικότητας της Εκκλησίας. Το 789 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ταράσιο και το 794 ανέλαβε τη θέση του ηγουμένου της Μονής.
Δεν πρόλαβε να χαρεί την ηγουμενία του, διότι δύο χρόνια μετά ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο ΣΤ΄ (780-797) χώρισε τη σεμνή σύζυγό του Μαρία για χάρη μιας άλλης γυναίκας της Θεοδότης. Αφού έκλεισε σε μοναστήρι τη Μαρία, νυμφεύτηκε το ίδιο βράδυ κρυφά στα ανάκτορα τη Θεοδότη. Το μυστήριο τέλεσε ο ιερέας της Αγίας Σοφίας Ιωσήφ. Την επόμενη ημέρα έγινε η στέψη της ως βασίλισσα!
Η Θεοδότη ήταν εξαδέλφη του αγίου Θεοδώρου. Αυτό δεν τον εμπόδισε να ελέγξει την παρανομία του αυτοκράτορα και τη γελοιοποίηση του ιερού μυστηρίου του γάμου. 
Ζήτησε εξηγήσεις από τον πατριάρχη Ταράσιο γιατί δεν τιμώρησε τον ιερέα Ιωσήφ, και επειδή δεν πήρε επαρκείς εξηγήσεις διέκοψε το μνημόσυνό του
Οι κολακείες του αυτοκρατορικού ζεύγους δεν απέδωσαν και για τούτο άρχισαν οι διώξεις εναντίον του. Εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη ως το 797, όπου ο Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε από τη μητέρα του Ειρήνη την Αθηναία (797-802). Το 798 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε ηγούμενος της περίφημης Μονής του Στουδίου. Ευτύχησε να έχει στην ηγουμενία του περισσότερους από χίλιους μοναχούς. Μετέβαλλε τη Μονή σε κέντρο κοινωνικής ευποιΐας και πνευματικής ακτινοβολίας. Μεταξύ των άλλων στη Μονή γινόταν και αντιγραφή αρχαίων κωδίκων. Τότε αντιγράφηκαν και έφτασαν ως εμάς τα έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Αλλά και πάλι το 808 αναγκάστηκε να έρθει σε σύγκρουση με τον πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος αποκατέστησε τον Ιωσήφ, κατ’ απαίτηση του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (86-815) και διότι θεώρησε την εκλογή του αντικανονική. Εξορίστηκε αυτή τη φορά στη Χάλκη και διαλύθηκε η περίφημη Μονή του Στουδίου και αναστάλθηκε το κολοσσιαίο πνευματικό της έργο.
Το 811 επέστρεψε από την εξορία, αλλά τέσσερα χρόνια μετά, το 815 ανέβηκε στο αυτοκρατορικό θρόνο ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, ο οποίος εγκαινίασε τη δεύτερη εικονομαχική περίοδο. Στις 25 Μαρτίου του 815, Κυριακή των Βαΐων, ο άγιος Θεόδωρος αψηφώντας το διάταγμα για την καθήλωση και καταστροφή των Ιερών Εικόνων, μαζί με ιερείς, μοναχούς και ευσεβείς λαϊκούς, πήραν τις Ιερές Εικόνες και τις περιέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι για μια κόμη φορά ο άγιος Θεόδωρος θα αντιμετωπίσει την αυθαιρεσία της εξουσίας και θα διωχθεί. Αφού τον συνέλαβαν, τον ξυλοκόπησαν άγρια, τον κακοποίησαν και τον έστειλαν για τρίτη φορά εξορία, αυτή τη φορά στη Σμύρνη. Τον φυλάκισαν στα υγρά και σκοτεινά υπόγεια του μητροπολιτικού μεγάρου της πόλεως, όπου τον μαστίγωναν ανηλεώς καθημερινά και του στερούσαν ακόμη και το ψωμί και το νερό! Εκεί κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του.
Το 820 επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Β΄ του Τραυλού (820-829) ανακλήθηκε από την εξορία. Όμως το 824 ήρθε σε σύγκρουση με τον Μιχαήλ για τον παράνομο γάμο και αυτού του αυτοκράτορα. Για μια ακόμη φορά ακολουθούμενος από ορισμένους στουδίτες μοναχούς, αναγκάστηκε να φύγει και πάλι από την αγαπημένη του Μονή, για την οποία τόσο κοπίασε. Βαριά άρρωστος άφησε τα εγκόσμια την 11η Νοεμβρίου του 826, αφού ζήτησε από τους μοναχούς να του διαβάσουν τον 118ο Ψαλμό. Παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο σε ηλικία 67 ετών.
Παρ’ όλες τις διώξεις και τις εξορίες του έγραψε σπουδαιότατα θεολογικά έργα. 
Διακρίθηκε επίσης ως σπουδαίος ποιητής και υμνογράφος, ο οποίος συνέθεσε τους περισσότερους ύμνους του Τριωδίου.
Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα ασυμβίβαστου χριστιανού με τον αμαρτωλό και πτωτικό κόσμο. Εκφράζει με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο το ασυμβίβαστο της Εκκλησίας με την αμαρτία και το αντιχριστιανικό πνεύμα. 
Αν και μοναχός προασπίστηκε τον ιερό θεσμό του γάμου, τον οποίο είχαν καταπατήσει οι ισχυροί της εποχής του. Προασπίσθηκε επίσης την αγία και αμώμητη πίστη της Ορθοδοξίας, η οποία είναι συνώνυμη με τη σωτηρία. Νομίζουμε ότι και η εποχή μας έχει ανάγκη αγίων και ομολογητών, σαν τον άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη για να μπορέσουμε να βγούμε από το φοβερό πνευματικό τέλμα, στο οποίο έχουμε βυθισθεί!

ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ 
Θεολόγου - Καθηγητού

http://aktines.blogspot.gr