.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ταύτιση θέσεων Οικουμενιστών και των λεγομένων αντι-Οικουμενιστών! Άρθρο του π. Ευθύμιου Τρικαμηνά

«Σήμερα καταργεῖται ἡ πατερική ὁδός τῆς ἀποτειχίσεως 
και εἰσάγεται ἡ ὁδός τῆς συνυπάρξεωςμέ τούς αἱρετικούς»!

Η ΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΦΕΡΡΑΡΑΣ - ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ

Οἱ ἐξελίξεις, ὅπως διὰ πολλῶν κειμένων ἔχουμε παρουσιάσει, ὁδηγοῦν στὴν ἐπιβολὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι οἱ λεγόμενοι «ἀντι-Οἰκουμενιστές», τὴν μόνην ἀντίδραση ποὺ ἔχουν νὰ ἀντιτάξουν εἶναι ἕνας χαρτοπόλεμος δεκαετιῶν. Αὐτὸ οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν, δὲν τοὺς στενοχωρεῖ ἰδιαίτερα, ἀφοῦ εὐκόλως τὸ ὑπερβαίνουν, ἀπαντώντας μὲ ἕνα δικό τους χαρτοπόλεμο, ἀλλὰ κερδίζοντας στὴν τακτικὴ τοῦ πολέμουτους, ἀφοῦ προωθοῦν συνεχῶς τὶς θέσεις τους, προκαλώντας σύγχυση στὶς συνειδήσεις τῶν πιστῶν καὶ ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, καὶ δηλητηριάζοντας μὲ τὸν οἰκουμενιστικὸ ἰὸ περαιτέρω τὶς συνειδήσεις ὄχι μόνο τοῦ εὐρυτέρου κύκλου τῶν ἀδιαφόρων καὶ ἀκατήχητων πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἴδιων τῶν «ἀντι-Οἰκουμενιστῶν»!
Γιὰ τὴν ἐνημέρωση ὅσων πιστῶν ἀγωνιοῦν καὶ πονοῦν γιὰ τὴν δυσοίωνη ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων δημοσιεύουμε ἕνα κείμενο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ, ποὺ πραγματεύεται τὴν στάση τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, κατὰ τὴν Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας καὶ ἀποτελεῖ ἀπάντηση στὶς ἀντιπατερικὲς θέσεις τοῦἈντιαιρετικοῦ Γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς. Εἶναι ἕνα κείμενο πραγματικὰ θεοφώτιστο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποδεικνύεται ὅτι, τελικά, Οἰκουμενιστὲς καὶ «ἀντι-Οἰκουμενιστὲς» χρησιμοποιοῦν τὰ ἴδια περίπου ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ θέμα αὐτό, καὶ οἱ δεύτεροι δικαιώνουν τοὺς αἱρετικούς, διατυπώνοντας παρόμοιους κακόδοξους ἰσχυρισμούς, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ καὶ πρίν, καὶ μετὰ τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης τὰ οἰκουμενιστικὰ παπαγαλάκια χρησιμοποιοῦν.
Ἐλπίζουμε νὰ ἔλθουν κάποτε «εἰς ἑαυτόν».

Ἡ ἀποτείχισις καὶ ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
Τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ

Θά συνεχίσω ἀναφερόμενος εἰς τό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός». Καί στό κεφάλαιο αὐτό, θεωρώντας ὅτι εὑρήκατε σωτήρια λέμβο, ὑπεραμύνεσθε τῆς ἰδίας θέσεως, ὅτι δηλαδή καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Λατινόφρονες πρό τῆς ἑνώσεως τῆς Συνόδου Φλωρεντίας–Φερράρας. Ὁ σκοπός σας, πατέρες, εἶναι καί ἐδῶ προφανῶς ὁ ἴδιος, νά λογισθῆτε κι ἐσεῖς ἀκόλουθοι ὄχι μόνον τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου, ἀλλά καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐπειδή μνημονεύετε καί ἀκολουθεῖτε τούς Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπισκόπους καί Πατριάρχες.

Εἶναι ὄντως παράδοξο καί πρωτοφανές, ἀπό τήν μία πλευρά νά ἀκολουθῆτε, νά ἀναγνωρίζετε, νά μνημονεύετε καί νά ἀποδέχεσθε δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὅλες τίς προδοσίες τῆς πίστεως, τήν θεολογία τῶν Οἰκουμενιστῶν καί τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μετά τῶν αἱρετικῶν καί, ἀπό τήν ἄλλη, νά τοποθετῆτε τούς ἑαυτούς σας στήν θέσι τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Βέκκου Ὁσιομαρτύρων, τοῦ Ἰωσήφ τοῦ Βρυεννίου καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. Πιστεύω, πατέρες, ὅτι καί οἱ Οἰκουμενιστές, κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σκεπτόμενοι, δύνανται νά καυχηθοῦν ὅτι εἶναι συνεχιστές αὐτῶν,διότι συνεχίζουν τούς διαλόγους τούς ὁποίους ἐδέχοντο καί οἱ Πατέρες αὐτοί.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό καί ἐπειδή πιθανόν νά πιστεύετε αὐτά τά ὁποῖα γράφετε στήν κριτική σας μελέτη, ἐγώ ἔχω νά ἀναφέρω ἕνα χωρίο τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τό ὁποῖο νομίζω ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς τήν παροῦσα κατάστασι. Τό χωρίο αὐτό μάλιστα ὁ ὅσιος τό δανείζεται ἀπό τόν ἅγιο (τόν ὁποῖο ὑπερευλαβεῖτο καί ἐθαύμαζε), τόν Μ. Βασίλειο καί λέγει τά ἑξῆς: 
Ἐάν γάρ τις τό κακόν ἐν προσχήματι ἀγαθοῦ ποιῇ, διπλοῦν ἐργάζηται τό ἁμάρτημα, ὅτι αὐτός τε τό οὐκ ἀγαθόν ποιεῖ καί κέχρηται οἱονεί παραπετάσματι τῷ τοῦ ἀγαθοῦ ὀνόματι, φωνή ἐστι τοῦ θείου Βασιλείου. Οὕτω μέν ἐκεῖνοι πρός τῇ οἰκείᾳ πτώσει καί πολλοῖς ἄλλοις ὄλισθος γενόμενοι» (Φατ. 267, 395,20).
Ἐδῶ οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ἡ ἰδική σας εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι διπλασία ἀπό αὐτήν τῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι, ἐνῶ εἶστε σέ ὁδό πλάνης, μέ τό πρόσχημα ὅτι εἶστε ὁμολογητές καί συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, γίνεσθε παγίδα, ὥστε νά αἰχμαλωτισθοῦν καί πολλοί ἄλλοι καί βεβαίως στήν προκειμένη περίπτωσι, γίνεσθε αἰτία νά διαιωνίζεται ἡ αἵρεσις.
Θά προσπαθήσω ἐν συνεχείᾳ, καί στό κεφάλαιο αὐτό τῆς κριτικῆς σας μελέτης, νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι καμμία ἀπολύτως, καμμία σχέσις καί ὁμοιότης δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν τότε Ὀρθοδόξων καί δή τῶν ἁγίων καί μεγάλων Πατέρων τῆς πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως ἐποχῆς. Ὑπάρχει ὅμως ἀπόλυτος ὁμοιότης τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί τῶν μετά τήν ἕνωσι Φλωρεντίας-Φερράρας Λατινοφρόνων, ἐπειδή αὐτοί ἀκριβῶς οἱ Λατινόφρονες ἦσαν ἑνωμένοι μέ αἱρετικούς, ὅπως σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστές μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές. Αὐτοί δέ, οἱ μετά τήν Σύνοδο Φλωρεντίας–Φερράρας Λατινόφρονες, δέν εἶχαν καταδικασθῆ ὑπό Συνόδου, ὅπως σήμερα οἱ Οἰκουμενιστές. Ὁ ἅγιος Μᾶρκος, ὅμως, ὁ Εὐγενικός καί πλῆθος ἄλλων κληρικῶν καί λαϊκῶν, ἀποτειχίστηκανἀπό αὐτούς πρό συνοδικῆς κρίσεως, σύμφωνα μέ τόν ἐν λόγῳ Κανόνα καί τήν μακραίωνη Παράδοσι καί διδασκαλία τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν ἐπί Βέκκου Ἁγιορειτῶν Ὁσιομαρτύρων (καί τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καί τῶν ὑπολοίπων κληρικῶν καί λαϊκῶν) ἔγινε, ὅταν οἱ Λατινόφρονες μέ τήν βοήθεια τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας κατέλαβον τό Πατριαρχεῖο Κων/πόλεως, καί ἀπαιτοῦσαν νά ἀναγνωρίζωνται καί νά μνημονεύωνται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους. Καί ὁ Ἰωάννης ὁ Βέκκος, δηλαδή, καί ὁ Μητροφάνης στίς δύο ἀντίστοιχες περιπτώσεις, μέ τήν στήριξι τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τήν ψήφισί των ἀπό ὁμοίους των Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπό φόβο καί δειλία εἴτε ἀπό τίς πολιτικές καί στρατιωτικές ἀνάγκες τῶν καιρῶν, συμβιβάστηκαν στήν ἀποδοχή τῶν παπικῶν ἀξιώσεων καί ἀνεγνώρισαν τόν Παπισμό ὡς Ἐκκλησία, μέ ὅλες φυσικά τίς πλάνες του.
Αὐτή ἡ ὁμοιότης σέ ἀπόλυτη ἀντιστοιχία ὑπάρχει καί σήμερα. Δηλαδή οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές ἔχουν καταλάβει ὄχι ἕνα, ἀλλά ὅλα τά Πατριαρχεῖα, ψηφίζονται ἀπό ὁμοίους των αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, χωρίς μάλιστα νά ὑπάρχη καμμία ἀνάγκη ὅπως τότε, καί ἀπαιτοῦν τήν ὑποταγή, τήν ἀναγνώρισι καί μνημόνευσι τῶν πάντων, καί φυσικά καί τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν. Διά τῆς μνημονεύσεως δέ καί ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, γίνεται ὄχι μόνον ἀναγνώρισις τῆς αἱρέσεως, ἀλλά καί ταύτησις μέ αὐτή κατά τήν πίστι, ὁπότε καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές σήμερα εἶναι ἐνσωματωμένοι καί συνοδοιπόροι μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς. Ἄρα λοιπόν ταυτίζονται, ὄχι μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν κυρίως κάποιοι πολιτικοί ἄρχοντες καί μερικοί παρατρεχάμενοι κληρικοί, ἀλλά μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταλάβει τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία.
Ἀπό αὐτούς, παρ’ ὅτι δέν εἶχαν καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο, οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἀποτειχίσθηκαν καί, ἄρα, καμμία σχέσι δέν ὑπάρχει μέ τούς σημερινούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὑποτεταγμένοι καί συνοδοιπόροι τῶν αἱρετικῶν.
Πρέπει νά σημειωθῆ, ὅτι οἱ Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μέ ὅλες τίς δυσκολίες της,δέν εἶχαν ἐφεύρει καινούριους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων, ὅταν αὐτοί (οἱ αἱρετικοί) κατεῖχαν τήν ἐκκλησιαστική ἐξουσία, ἐνῶ σήμερα οἱ Ἀντιοικουμενιστέςἔχουν θεωρητικά καί πρακτικά κατ’ οὐσίαν ἀποτειχισθῆ ἀπό τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ἔχουν ἐφεύρει νέους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῶν ἰδίων μέ τότε αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι τρόποι, θεωρητικά στηρίζονται στήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

Ἔτσι κατ’ οὐσίαν καταργεῖται ἡ πατερική ὁδός τῆς ἀποτειχίσεως καίεἰσάγεται ἡ ὁδός τῆς συνυπάρξεως μέ τούς αἱρετικούς.Αὐτό, ἀκριβῶς, ἀποτελεῖ τή βασική θεωρία τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τόν ὁποῖο, πατέρες, ὠνομάσατε «παναίρεσι». Δίδεται δέ ἀκόμη διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς μεθόδου ἡ εὐκαιρία καί ἡ ἐξουσία, νά κατευθύνουν τά ἐκκλησιαστικά πράγματα οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί, πρᾶγμα πρωτάκουστο καί ἀδιανόητο γιά τούς Πατέρες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Ἔτσι λοιπόν, οἱ ἴδιοι οἱ αἱρετικοί ποιμένες εἰσάγουν τήν Ὀρθοδοξία στό Π.Σ.Ε., ὡς ἰσότιμο μάλιστα μέλος, ἀναγνωρίζουν τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, χωρίς φυσικά αὐτοί νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία, γκρεμίζουν τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ διά τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων, διευρύνουν τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας –κατά βούλησι– διά τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας, ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά διά τῶν συμπροσευχῶν καί συνιερουργιῶν μέ αὐτούς κλπ. Ὅλα αὐτά τά πράττουν μέ τήν εὐλογία καί ἀναγνώρισι τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τά ἄλλα θεωροῦν τούς ἑαυτούς των συνεχιστές τῶν μεγάλων Πατέρων, τῶν πρό τῆς πτώσεως τῆς Κων/πόλεως, οἱ ὁποῖοι, ἀντιθέτως, διά τῆς ἀποτειχίσεως ἔσωσαν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν παπική λαίλαπα.
Μετά τά ἀνωτέρω, μέ τά ὁποῖα προσπάθησα, πατέρες, νά σᾶς ἀποδείξω τήν ὁμοιότητα τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς μετά τήν ἕνωσι Λατινόφρονες, θά προσπαθήσω νά σᾶς ἀποδείξω, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, τήν ἀνομοιότητα καί παντελῆ διαφορά τῶν σημερινῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τούς πρό τῆς ἑνώσεως Πατέρες. Δι’ αὐτό θά ἀναφερθῶ εἰς τά γεγονότα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, στηριζόμενος εἰς τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Σιλβέστρου Συρόπουλου, τά ὁποῖα κατά γενική ὁμολογία ἀποτελοῦν τήν ὀρθόδοξη ἐξιστόρησι τῶν γεγονότων καί μᾶς διασώζουν αὐθεντικῶς τήν ἱστορική ἀλήθεια.
Ἐδῶ, κατ’ ἀρχάς, πρέπει νά σᾶς ἐγκαλέσω γιά δολιοφθορά καί ἐξαπάτησι, διότι θέλετε νά ἀποδείξετε ὡς Λατινόφρονες τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς πρό τῆς Συνόδου, ὥστε νά ἀποδειχθῆ ἀβίαστα ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ Λατινόφρονες Ἀρχιερεῖς καί Πατριάρχες καί δέν ἀποτειχίζετο ἀπό αὐτούς. Γράφετε συγκεκριμένα στή σελ. 48 τά ἑξῆς: «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο».
Αὐτό, πατέρες, εἶναι ψευδές καί ἀπορῶ πῶς τό ἰσχυρίζεσθε, ψαλιδίζοντας ἤ μᾶλλον κατακρεουργώντας ὅλο τό κείμενο στό ὁποῖο στηρίζεσθε. Τό πλῆρες κείμενο τοῦ Συρόπουλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ), μαθών ταῦτα ὁ φρά Ἰωάννης καί ζητήσας καί ἰδών τά γράμματα, ἀνέδραμεν εὐθύς εἰς τόν βασιλέα καί εἶπεν, ὅτι∙ Τά τοιαῦτα γράμματα, εἰ φανῶσι ἐν τῇ συνόδῳ, μεγάλως σκανδαλίσουσι τούς ἐκεῖ, καί ἐγώ μετά τοιούτων γραμμάτων οὐκ ἐλεύσομαι εἰς τήν σύνοδον∙ εἰ γάρ εἰμι ἐνταῦθα ὡς ἐκείνων ἐπίτροπος, παρέχω δέ καί τάς ἐξόδους τῶν ἐκεῖσε ἀπελευσομένων, εἶτα οὐ φροντίσω περί τῶν γραμμάτων τῶν φανησομένων ἐκεῖσε, ἵνα ὑπάρχωσι πρός ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῆς συνόδου, τί ἐροῦσιν ἐκεῖνοι πρός ἐμέ; Τί δέ ἀπολογήσομαι ἐγώ πρός ἐκείνους; Οὐ γάρ διά γραμμάτων ὑποτυποῦν χρή τούς τοποτηρητάς, ὅτι, εἰ οὕτω γένηται, ἵνα στέργωσιν, εἰ δ’ ἄλλως, μή στέργωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς οὕτω καί ἐλευθέρως διδόναι αὐτοῖς ἄδειαν στέργειν πᾶν ὅπερ ἄν φανῇ καλόν κοινῶς πάσῃ τῇ συνόδῳ∙ διορθωθήτω δή τό περί τούτου ὡς ἐγώ εἰσηγοῦμαι∙ ἄνευ γάρ τοιαύτης διορθώσεως οὐδέ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου συμβουλευσάμην ἄν ἔγωγε παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ.
»Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ’ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα. Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρό βούλεσθε.
»Μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι. Μετέγραψαν οὖν καί ἐτέλεσαν ταῦτα, ἐνήλλαξαν δέ καί τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν καί διεκόμισεν αὐτά ὁ Ἀντίοχος, καί ἠρκέσθησαν εἰς αὐτά ὁ βασιλεύς τε καί ὁ φρά Ἰωάννης. Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένστωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων» (Σιλβ. Συρόπουλου ἀπομνημονεύματα, τμῆμα Γ, παρ. 5,6, σελ. 166).
Εἰς τό κείμενο αὐτό ὁ Συρόπουλος μᾶς παρέχει τήν πληροφορία ὅτι οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ὁμοφώνως παρήγγειλαν στούς τοποτηρητές των, τότε μόνο νά ὑπογράφουν στή Σύνοδο: «ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῆ ἤ κοινοποιηθῆ».
Τό φρόνημα αὐτό τῶν Πατριαρχῶν πρό τῆς Συνόδου, νομίζω θά συμφωνεῖτε, πατέρες, ὅτι ἦταν ἀκραιφνῶς ὀρθόδοξο. Ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ ἐπείστηκε ἀπό τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα, ἐξαπάτησε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, νά ἀλλάξουν τά συστατικά γράμματά των πρός τούς ἀντιπροσώπους των, ὑποσχόμενος ὅτι θά εἶναι ὑπεύθυνος αὐτός εἰς τό νά διαφυλαχθῆ ἡ ἀπαίτησις τῶν Πατριαρχῶν περί ἐμμονῆς τῶν ἀντιπροσώπων εἰς τήν ὀρθόδοξο πίστι καί Παράδοσι: «Γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ’ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ’ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. Μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἐπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρά βούλεσθε».
Ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων ἔπρεπε νά γίνη γιά τυπικούς καί προσεγγιστικούς λόγους: «Τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ’ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ’ ὑμῶν». Μέ τίς ὑποσχέσεις καί διαβεβαιώσεις τοῦ βασιλέως ἐπείστηκαν οἱ Πατριάρχες καί ἄλλαξαν τά γράμματα: «οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι».
Ἀπό αὐτά τά ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ Συρόπουλου γίνεται ὁλοφάνερο ὅτι αὐτό πού γράφετε, «Ὁ αὐτοκράτωρ ἔπειτα ἀπό ἀπαίτησι τοῦ παπικοῦ ἀντιπροσώπου, ἔπεισε τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς νά μήν ἀπαιτήσουν ἀπό τούς τοποτηρητές τους νά ἀποδεχθοῦν μία ἕνωση σύμφωνη μέ “τάς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας”, ἀλλά ἀντιθέτως ὁποιαδήποτε μορφή ἑνώσεως θά ἀποφασιζόταν κατά τήν ἑνωτική Σύνοδο», εἶναι χονδροειδές ψεῦδος· διότι ὁ αὐτοκράτωρ ὄχι μόνον δέν ἔπεισε τούς Πατριάρχες, ὅπως ἐσεῖς φλυαρεῖτε, ἀλλά τούς ὑποσχέθηκε ὅτι ὅλα θά γίνουν, ὅπως αὐτοί ἐντέλλονται στά πρῶτα καί αὐστηρά γράμματά των καί ὑπεύθυνος δι’ αὐτό θά ἦτο ὁ ἴδιος. Ἁπλῶς ἡ ἀλλαγή τῶν γραμμάτων θά ἐγίνετο γιά λόγους φιλοφροσύνης.
Μία ἐπί πλέον ἀπόδειξις ὅτι εἶναι ψευδεῖς οἱ ἰσχυρισμοί σας, εἶναι τό ὅτι –μετά τήν ἐπιστροφή τῶν ἀντιπροσώπων ἀπό τήν Ἰταλία– οἱ τρεῖς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς συγκρότησαν, ὅπως γράφετε, Σύνοδο καί ἀπεκήρυξαν τήν Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας. Ἄν δηλαδή, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, εἶχαν πεισθῆ πρό τῆς Συνόδου νά ἀποδεχθοῦν συμβιβαστική ἕνωσι, τώρα, μετά τήν Σύνοδο, γιατί τήν ἀπεκήρυξαν;
Ἡ προσπάθειά σας ὅμως, πατέρες, εἶναι νά τούς παρουσιάσετε ὡς Λατινόφρονες πρό τῆς Συνόδου, γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ μή ἀποτείχισις τοῦ ἁγίου Μάρκου ἀπό αὐτούς κι ἐσεῖς, φυσικά, νά παρουσιασθῆτε ὡς διάδοχοι καί ἀκριβεῖς ἀκόλουθοί του. Πρός τόν σκοπό αὐτό χρησιμοποιεῖτε ὅλα τά μέσα, θεμιτά καί ἀθέμιτα, προφανῶς διότι δι’ ἐσᾶς «ὁ σκοπός ἁγιάζει τά μέσα».
Θά σᾶς παρουσιάσω ἐν συνεχείᾳ, τό πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας φρόνημα τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ καί τῶν ὑπολοίπων Ἀρχιερέων καί λοιπῶν κληρικῶν, καθώς καί τῶν πολιτικῶν ἀρχόντων, γιά νά διαπιστωθῆ τό κατά πόσο Λατινόφρονες ἦσαν, ὅπως ἰσχυρίζεσθε, πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας αὐτοί, μέ τούς ὁποίους ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιατικά ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός. Αὐτά τά κείμενα θά τά δανεισθῶ ἀπό μία μικρή μελέτη, ἡ ὁποία ἔγινες σέ παρόμοια ἔνστασι περί Λατινοφρόνων καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τοῦ ἁγίου Μάρκου μέ αὐτούς.
Κατ’ ἀρχάς, ὁ Συρόπουλος μᾶς μεταφέρει τήν στάσι τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ, ὅταν ἄρχισε νά συζητεῖται ὅτι ἡ Σύνοδος θά ἐγίνετο εἰς τήν Ἰταλία: «Ἀλλά καί ὁ πατριάρχης ἔκτοτε λίαν ἡγούμενος ἐπαχθές τό γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τόπῳ καί ἐξουσίᾳ λατινικῇ καί λέγων πολλάκις ὡς εἰ ἐκεῖσε γένηται, οὐκ ἔσται καλόν τό συμπέρασμα τῆς Συνόδου, καί δεικνύων ἑαυτόν μηδόλως βουλόμενον ἐκεῖσε παραγενέσθαι, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καθήμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ μετά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, παρόντων καί δύο ἐκ τοῦ παλατίου ἀρχόντων, εἴρηκεν, ὅτι· Λέγουσι γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τῇ Ἰταλίᾳ καί ἀπελθεῖν τούς ἡμετέρους ἐκεῖσε καί καρτερῆσαι ἐν τῇ συνόδῳ καί ἔχειν τάς ἐξόδους καί τῆς ὁδοῦ καί τῶν σιτηρεσίων παρ’ ἐκείνων. Ἐν γοῦν τῷ ἀπελθεῖν οὕτω καί ἐκδέχεσθαι καί τήν ἡμερησίαν τροφήν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καί μισθωτοί, ἐκεῖνοι δέ κύριοι· καί πᾶς δοῦλος τό θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ ὀφείλει ποιεῖν καί πᾶς μισθωτός τήν ἐργασίαν τοῦ μισθοῦντος αὐτόν ἐργάζεται καί πᾶς ὁ μισθῶν τινα τούτου χάριν τόν μισθόν παρέχει ἵνα ὁ μισθούμενος πληροῖ πᾶν ὅπερ ὁ μισθῶν αὐτόν προστάξει· εἰ δέ μή γε, οὐ παρέχει αὐτῷ τόν μισθόν. Εἰ γοῦν ἐκεῖνοι κρατήσουσι τό σιτηρέσιον, τί ποιήσουσιν οἱ ἡμέτεροι; καί εἰ οὐ θελήσουσιν ὑποστρέψαι τούς ἡμετέρους δι’ ἰδίων ἐξόδων τε καί πλευσίμων, τί ἄρα ἕξουσιν οὗτοι ποιῆσαι; κατά τί οὖν συμφέρει τούτους τούς ὀλίγους, τούς ξένους, τούς πένητας ἀπελθεῖν εἰς τούς πολλούς, τούς πλουσίους, τούς σοφούς, τούς ὑπερηφάνους, τούς ἐντοπίους, καί εἰς αὐτούς δουλωθῆναι;
»Εἶτα καί περί πίστεως καί εὐσεβείας συζητεῖν καί διδάσκειν αὐτούς, οὐκ ἔνι τοῦτο καλόν, οὐκ ἔνι· ἐμοί δοκεῖ ὅτι οὐδόλως συμφέρει ἡμῖν τοῦτο. Δύναται δέ ὁ βασιλεύς ποιῆσαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον, εἰ θελήσει, καί ἄνευ ἐξόδων, ἐπεί οἱ ἐλευσόμενοι ἐκ τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐνταῦθα δι’ ἰδίων ἐξόδων ἐλεύσονται· εἰ δέ καί ἐξόδων δεηθῇ δύναται ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν χιλιάδων συνᾶξαι ὑπέρπυρα. Καί εὐθύς μέν ἀκουσθέν τοῦτο δόξει ἀπίθανον· ἐγώ δέ δείξω πῶς ἔσται τοῦτο καί δυνατόν καί εὔκολον» (Ἀπομνημονεύματα Σιλβέστρου Συρόπουλου, Les Memoires De S. Syropoulos, τμῆμα Β΄, παρ. 19, σελ. 120).
Οἱ βασικές, λοιπόν, θέσεις τοῦ Πατριάρχη Ἰωσήφ ἦταν, ὅτι δέν ἤθελε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, ἀλλά στήν Κων/πολι· ὅτι, ἐάν ἐπήγαιναν ἐκεῖ θά ἐγίνοντο δοῦλοι τῶν Παπικῶν, ἐφ’ ὅσον αὐτοί θά τούς συντηροῦσαν κατά τό ταξίδι καί θά ἀναγκάζοντο ὡς δοῦλοι νά κάνουν τό θέλημά των· ὅτι δέν τούς συνέφερε νά συζητήσουν περί πίστεως στό μέρος τό δικό τους, διότι αὐτοί ἦταν οἱ κατά κόσμον ἰσχυροί, οἱ πλούσιοι καί οἱ ἐγωϊστές καί, βεβαίως, ὑπονοοῦσε ὅτι ἦτο δυνατόν τελικῶς νά μήν τά «βροῦν», κατά τό δή λεγόμενο, μεταξύ των εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ἐνῶ ἀγωνιοῦσε γιά τό ποιός θά τούς ἐπέστρεφε πίσω καί ποιός θά τούς ἔδιδε σιτηρέσιο. Δέν νομίζω, πατέρες, ὅτι θά ἠδύνατο κάποιος Ὀρθόδοξος σέ ἀνάλογες δύσκολες περιστάσεις νά τηρήση ἀκριβέστερη καί ὀρθοδοξότερη γραμμή.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Πάπας, φοβούμενος μήπως οἱ Ὀρθόδοξοι προτιμήσουν νά πᾶνε στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας, ἡ ὁποία ἦταν πολέμιός του, ἐδέχθη νά γίνη ἡ Σύνοδος εἰς τήν Κων/πολι, ἀλλά ἐζήτησε διά τοῦ ἀντιπροσώπου του νά προΐσταται εἰς τήν Σύνοδο ὁ ἰδικός του τοποτηρητής. Οἱ Ὀρθόδοξοι, κατόπιν συσκέψεως μέ τόν Πατριάρχη, ἀπέρριψαν τό αἴτημά του, στηριζόμενοι εἰς τήν παράδοσι, ἡ ὁποία ὑπῆρχε κατά τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους: «Ὕστερον δέ μαθών ὁ πάπας τήν πρός τήν σύνοδον πρεσβείαν τοῦ βασιλέως, καί εἰδώς ὅτι πρός καταστροφήν αὐτοῦ ἔσται, εἰ ἐπιδημήσει καί ἡ τῶν ἀνατολικῶν σύνοδος πρός τούς ἐν τῇ Βασιλείᾳ, εὐθύς στέλλει ἐνταῦθα μετά γραμμάτων τόν Κορώνης Χριστοφόρον καί συντίθεται πρός τό γενέσθαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον. Εὑρέθη οὖν καί ὁ πατριάρχης καί πάντες σχεδόν πρόθυμοι πρός τοῦτο· καί ἐζήτησεν ὁ Χριστοφόρος, ἵνα ὁ ἐλευσόμενος λεγάτος καθίσῃ πρῶτος ἐν τῇ συνόδῳ, ἐπεί ὡς πρόσωπον ἔσται τοῦ πάπα καί τά δίκαια ἐκείνου ἤτοι τά πρωτεῖα ἔχειν ὀφείλει. Ἐγένετο οὖν σκέψις περί τούτου καί βουλή μετά τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἀρχόντων τῆς Ἐκκλησίας ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου, καί εὗρον καί ἀπό τινων συνοδικῶν καί ἔδειξαν ὅπως οὐ δεῖ τοῦτο γενέσθαι· ποῦ γάρ ἐγχωρεῖ καθημένου τοῦ γνησίου πατριάρχου ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἑτέρου τοποτηρητήν ὑπερέχειν αὐτοῦ, ὅπου γε οὐδέ ἐν τῇ πέμπτῃ συνόδῳ γέγονε τοῦτο, παρόντος ἐνταῦθα καί τοῦ Βιγιλλίου πάπα σωματικῶς» (ὅπ. ἀν. ΙΙ, παρ. 24, σελ. 128). Ἐδῶ βλέπομε τήν ἀκρίβεια τῶν Ὀρθοδόξων καί εἰς τά ἐξωτερικά καί τυπικά σημεῖα τῆς μελετωμένης Συνόδου.
Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσης, εἶχον τήν συναίσθησι ὅτι, ἐφ’ ὅσον τελικά ἀποφασίσθηκε νά γίνη ἡ Σύνοδος στήν Ἰταλία, θά ἐπήγαιναν νά ὁμολογήσουν τήν ἀλήθεια εἰς τά τῆς πίστεως. Ἦταν ὅμως δυνατόν νά μήν γίνη ἀποδεκτή ἡ ὁμολογία των καί κατά συνέπεια δέν θά ἐγένετο ἡ ἕνωσις. Ἔπρεπε λοιπόν νά ἐξασφαλισθῆ εἰς τήν περίπτωσι αὐτή ἡ ἐπιστροφή των, καί αὐτό τό ἐζήτησαν γραπτῶς.
Ὁ Συρόπουλος περιγράφει τά γεγονότα ὡς ἑξῆς: «Τῇ δέ ὑστεραίᾳ συνήλθομεν ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Βάσσου, ἐχόντων τῶν συνοδικῶν καί γραμματικόν μεθ’ ἑαυτῶν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ. Εἶπον οὖν ὀλίγους τινάς λόγους, καί εὐθύς ἐνεφάνισεν ὁ Χριστοφόρος ἔγγραφον οἰκειόχειρον διαλαμβάνον ἀρκούντως καί πεπλατυσμένως, ὅπως ἔχει πᾶσαν ἄδειαν καί ἔνδοσιν ἀπό τοῦ πάπα, ἵνα συνεργήσῃ καί αὐτός τοῖς συνοδικοῖς εἰς εἴ τι ἄν ἐθέλωσι, καί στέρξῃ καί αὐτός ὡς ἀπό τοῦ πάπα πᾶν, ὅπερ ἄν ποιήσωσιν. Ἤδη οὖν στέργει αὐτός πάντα τά παρ’ αὐτῶν πραττόμενα, καί στέρξει ταῦτα καί ὁ πάπας ἀναμφιβόλως, ὡς καί αὐτός πληροφορεῖ τοῦτο. Ἔδοξεν οὖν πᾶσινἰσχυρόν τε καί ἀρκετόν τό γράμμα, ὅπερ ὁ Χριστοφόρος ἔδωκεν. Οἱ δέ ἔλαβον μέν καί τοῦτο πλήν οὐκ ἠρκέσθησαν, ἀλλ’ εἶπον τῷ γραμματικῷ, ὅν ἔφερον, καί ἔγραψεν ἅπερ ἐκείνοις ἤρεσεν. Ἐπεί δέ εἴδομεν καί ἡμεῖς συμπεραινόμενα τά τοῦ δεκρέτου, ἐπετέθημεν ἐκείνοις περί τῆς ὑποστροφῆς, ἵνα δηλονότι προστεθῇ τό “Καί εἰ οὐ γένηται ἕνωσις, ἐπανασώσωσι τούς ἡμετέρους ἐνταῦθα μετά τῶν αὐτῶν κατέργων καί ἐξόδων”. Οἱ δέ πάλιν λόγοις μέν ἔλεγον τοῦτο, γράψαι δέ οὐκ ἤθελον, μόλις δέ ποτε εἶπον γράψαι καί δοῦναι ἡμῖν δι’ ἰδίου γράμματος· ἡμεῖς δέ οὐκ ἠθελήσαμεν τοῦτο, ἀλλ’ ἐζητήσαμεν γραφῆναι ἐν τῷ δεκρέτῳ· οἱ δέ οὐκ ἠθέλησαν» (ὅπ. ἀν. παρ. 47, σελ. 154).
Ἐδῶ κατανοοῦμε ὅτι, ἄν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων ἦτο συμβιβαστικό, δέν θά ἔθετον θέμα μή πραγματοποιήσεως τῆς ἑνώσεως καί ὡς ἐκ τούτου τῶν κατά συνέπεια ἐπακολουθησάντων προβλημάτων.
Ἀλλά καί οἱ πολιτικοί ἄρχοντες φαίνεται ὅτι πρό τῆς ἀναχωρήσεως εἰς τήν Ἰταλία εἶχον αὐστηρῶς ὀρθόδοξον φρόνημα. Ὁ Συρόπουλος στήν ἴδια αὐτή σύναξι μέ τούς ἀντιπροσώπους τοῦ Πάπα ἀναφέρει σχετικά μέ τόν Κατακουζηνό τά ἑξῆς: «Καί εὐθύς λέγει ὁ Καντακουζηνός μετά σφοδροῦ τοῦ ζήλου πρός τόν Ἰωάννην· Σύ μέν λέγεις ὅτι ἔνθα ἀπεφήνατο ἡ σύνοδος ὑμῶν, ἥτις ἔνι μερική καί οὐδέ ἀξίωμα ἔχει ὡς πρός τάς οἰκουμενικάς Συνόδους, ὅτι οὐδείς ἔχει ἄδειαν προσθεῖναι μίαν κεραίαν· εἰς δέ τό ἅγιον σύμβολον, ὅπερ ἐβεβαίωσαν ἅπασαι αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι καί εἰς ὅ ἀπεφήναντο μήτε προσθεῖναι μήτε ἀφελεῖν, προσεθήκατε. Λοιπόν λέγω καί ἐγώ· Ἀνάθεμα τοῖς προστεθεικόσιν ἐν τῷ ἁγίῳ συμβόλῳ» (ὅπ. ἀν. παρ. 48, σελ. 156).
Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ βασιλεύς, πρίν μεταβῆ στήν Ἰταλία, ὄχι μόνον ἐδείκνυε ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καί διέταξε νά γίνουν προπαρασκευαστικές συνάξεις διά νά συζητήσουν οἱ Ὀρθόδοξοι τό πῶς θά ἀντιμετωπίσουν μέ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τούς Παπικούς: «Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξεσθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. Ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου. Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· Ἐπεί ἐστείλαμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ’ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ Θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ’ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μοι καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. Ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ.
»Εἶπεν οὖν πρῶτον ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων ὅτι· Ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμέρως καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. Διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους. Εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα» (ὅπ. ἀν. παρ. 8, σελ. 168).
Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, πατέρες, οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων στούς θεολογικούς διαλόγους, οὔτε κατά τό δή λεγόμενο στό «νυχάκι» δέν ὁμοιάζουν μέ τούς τότε ἐμπερίστατους Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τελικῶς, πλήν τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐνικήθηκαν κατά κράτος. Αὐτούς λοιπόν, πού εἶχαν τὸ περιγραφέν φρόνημα, πρίν ἀπό τήν ἀναχώρησι στήν Ἰταλία, τούς ὀνομάζετε Λατινόφρονες. Κι ἂν αὐτοὺς θεωρεῖτε ὡς Λατινόφρονες, τότε τούς σημερινούς ἐκπροσώπους, πῶς θά τούς ὀνομάσετε; Καί πῶς θά ὀνομάσετε τούς Πατριάρχες καί Ἀρχιεπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἐν γνώσει των ἀποστέλλουν στούς διαλόγους τέτοιους ἐκπροσώπους; Καί γιατί τέλος πάντων, ἄν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα οἱ σημερινοί ἐκπρόσωποι, δέν ἀρχίζουν τήν συζήτησι ἀπό τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, πού κατά κοινή ὁμολογία εἶναι τό Filioque; Δηλαδή, αἴρουμε τά ἀναθέματα, τούς ἀναγνωρίζομε τά μυστήρια, τούς θεωροῦμε «ἀδελφή ἐκκλησία», συμπροσευχόμεθα κλπ. μαζί των, χωρίς νά ἀρθῆ τό βασικό αἴτιο τοῦ σχίσματος, καί σεῖς, πατέρες τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τούς μνημονεύετε αὐτούς τούς ἀπατεῶνες, ἐνῶ ὀνομάζετε Λατινόφρονες τούς πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς ἄρχοντες;
Ἐδῶ μᾶλλον πρέπει νά σταματήση ἡ λογική. Πάντως, ἐάν ἔχετε νά παρουσιάσετε στοιχεῖα (ἀπό ὀρθόδοξες βεβαίως πηγές) γιά τήν πίστι τῶν συνεπισκόπων τοῦ ἁγίου Μάρκου, μέ τούς ὁποίους αὐτός εἶχε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία, παρακαλῶ νά τό πράξετε γιά νά μᾶς διαφωτίσετε. Ἐγώ, ἀπό αὐτά πού σᾶς παρέθεσα καί ἄλλα παρόμοια πού παρέλειψα, δέν διακρίνω κάτι τό μεμπτό εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι. Πρέπει, ἐπίσης, νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἐχειροτονήθη Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, λίγο πρίν τήν ἀναχώρησι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τήν Ἰταλία, διότι τότε ἀκριβῶς ἀπεβίωσε ὁ Ἐφέσου Ἰωάσαφ. Δι’ αὐτό καί στό παρατιθέμενο κείμενο ἀναφέρεται ἀπό τόν Συρόπουλο ὡς Ἱερομόναχος.
Δέν πρέπει –προκειμένου νά καταδείξωμε ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι, πρίν τό ταξίδι στήν Ἰταλία, εἶχαν ὀρθόδοξο καί ἀγωνιστικό φρόνημα– νά παραλείψωμε καὶ αὐτήν τήν παρέμβασι τοῦ Σχολαρίου εἰς αὐτήν τήν συζήτησι. Ὁ Σχολάριος ἀπευθυνόμενος στόν αὐτοκράτορα τοῦ λέγει ὅτι, ἄν ἤθελε νά γίνουν ὅλα σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν νά ἀποδείξουν τό ὀρθόδοξο δόγμα. Ἄν ὅμως, ἤθελε νά γίνη μία κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσις (δηλαδή λόγῳ ἀνάγκης στρατιωτικῆς βοηθείας), τότε δέν ἐχρειάζετο νά γίνη ὅλη αὐτή ἡ διαδικασία, ἀλλά ἀρκοῦσαν τρεῖς ἤ τέσσαρες πρέσβεις πρός ἐκπλήρωσι τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ. Συνεφωνήθη τελικά, νά μεταβοῦν στήν Ἰταλία καί νά ἀγωνισθοῦν ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος, πρός τοῦτο δέ ἄρχισαν νά ἑτοιμάζωνται μελετώντας τόν Καβάσιλα καί συγκεντρώνοντας τά ἀπαραίτητα βιβλία:
«Τότε δή καί ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος λόγον ἀνέγνω συμβουλευτικόν, ὅν ἔφθασεν ἤδη ἐκμελετήσας, σοφῶς ἄγαν καί συνετῶς, ὅς καί ἐπῃνέθη παρά πάντων ὡς ἄριστα συγγεγραμμένος καί τά τῆς κρείττονος συμβουλῆς εἰσηγούμενος, ἐν ᾧ μετά τῶν ἄλλων τῶν πολλῶν τῶν σοφῶν τε καί γενναίων καί καλλίστων ἐπιχειρημάτων, διείληπτο καί τοῦτο τεῖνον εἰς τόν βασιλέα, ὡς· Εἰ μέν προϋπετέθη τό ἐξετασθῆναι τήν δόξαν κατά τό ἐγχωροῦν ἀκριβέστατα, καί πᾶν ὅπερ ἄν Θεοῦ διδόντος σαφῶς καί ἀριδήλως διά ρητῶν τῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων ἀποδειχθῇ καί ἀβιάστως ἀποφανθῇ συνοδικῶς, στερχθῇ τοῦτο παρά πάντων ἀνενδοιάστως παρ’ ἐκείνων τε καί παρ’ ἡμῶν, καί μηδεμία τις διαφορά καταλειφθῇ, οὕτω χρή καί τήν σύνοδον καλῶς συνελθεῖν καί πρός τήν Ἰταλίαν ἀφικέσθαι καί ἀγωνιστικῶς ἐξετάσαι καί ἀποδεῖξαι περί ὧν ἄν δεήσοι· εἰ δέ πρόκειται πρός οἰκονομίαν τινά χωρῆσαι ἑνωτικήν, περισσόν ἐστι τό καί τήν ἁγίαν βασιλείαν σου καί τόν ἅγιον τόν πατριάρχην καί τούς λοιπούς κόπους καί κινδύνους ὑποστῆναι καί ἐξόδους πλείστας ὑπέρ τούτου ἀναλωθῆναι μηδέν τι τῇ πατρίδι ἤ τῷ κοινῷ συμβαλούμενας· οἰκονομικήν γάρ ἕνωσιν δυνατόν ἐστι γενέσθαι καί διά πρέσβεων τριῶν ἤ τεσσάρων ἐκεῖσε παραγενομένων, καί τοῦτο ἴσως ἔσται καί τῇ πατρίδι λυσιτελέστερον.
»Ἤρεσεν οὖν πᾶσι σχεδόν καί ἡ τοιαύτη συμβουλή ὡς ἀρίστη. Ὅμως δέ μετά πολλούς λόγους τοιούτους ἔδοξε καλόν, ἵνα ἀναγινώσκηται τό βιβλίον τοῦ ἁγίου τοῦ Καβάσιλα, καί ἐξ ἐκείνου ἐκλέξωνται καί σκέπτωνται ἐν οἷς δεῖ. Ἀνεδέξαντο οὖν τόν τοιοῦτον ἀγῶνα ὁ ἱερομόναχος κῦρ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ δηλωθείς Σχολάριος, καί συνήρχοντο ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μετά καί ὀλίγων τινῶν ἐκ τῶν προειρημένων καί ἐσκέπτοντο καί ἐγύμναζον τά ζητήματα, καί περί συναγωγῆς βιβλίων ἐφρόντιζον, ὧν τά μή εὑρισκόμενα ἐνθάδε ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρεῖν ἤλπιζον. Διό καί ἔστειλαν ἐκεῖσε τόν ἡγούμενον τοῦ Καλέως ἱερομόναχον κῦρ Ἀθανάσιον, ἵνα προσκαλέσηται τούς κρείττονας τῶν ἐκεῖσε, φέρῃ δέ καί βιβλία ὅσα ἐζητοῦντο. Ὁ δέ βιβλίον μέν οὐ διεκόμισεν, ἔφερε δέ μόνον δύο ἱερομονάχους, Μωϋσῆν ἐκ τῆς Λαύρας καί Δωρόθεον ἐκ τοῦ Βατοπεδίου, ὡς δῆθεν τοποτηρητάς πάντων τῶν Ἁγιορειτῶν» (ὅπ. ἀν., σελ. 170).
Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά παραξενευτῆτε, πατέρες, ἄν σᾶς ἀναφέρω ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι κλπ. μέ τούς ὁποίους πρίν τό ταξίδι εἰς τήν Ἰταλία ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά ὁ ἅγιος Μᾶρκος, εἶχαν ὄχι μόνον ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλά καίμαρτυρικό. Διαβᾶστε λοιπόν τί λέγει ὁ Συρόπουλος περί τούτου: «Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, ὡς· Ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. Θαρρῶ δέ ὅτι καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα. Πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι’ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ;
»Εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. Εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μέν οὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι, κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ’ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν Ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ’ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. Διό λέγω ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι. Ἀλλ’ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην πρόθυμος εἰς αὐτό. Νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τοῦ Θεοῦ» (ὅπ. ἀν. παρ. 25, σελ. 186).

Ἀλλά καί εἰς τήν Φερράρα, κατ’ ἀρχάς, τήν ἴδια στάσι κράτησαν. Ἡ ἀρχική, μάλιστα, παρουσία τῆς ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας μέ προεξάρχοντα τόν ἅγιο Μᾶρκο, ἦταν τόσον ὁμόφωνη καί δυναμική, ὥστε, κατά τόν ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Πάριο, οἱ παρευρισκόμενοι ἔγκριτοι Λατῖνοι, ἀλλά καί πολλοί δυτικοί μοναχοί, «"ὅταν ἄκουσαν τούς ὅρους (τῶν Οἰκουμ. Συνόδων) κι αὐτά πού ἔλεγε ὁ Ἐφέσου, ἔλεγαν ὅτι ἐμεῖς οὔτε εἴδαμε, οὔτε ἀκούσαμε ποτέ αὐτά..., καί τώρα βλέπουμε ὅτι οἱ γραικοί τά λένε πιό ὀρθά ἀπό μᾶς κι ὅλοι ἐθαύμαζαν τόν Ἐφέσου". Αὐτά λέει ὁ Συρόπουλος»(Ἁγ. Ἀθανασίου Πάριου, «Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, [Ὁ Ἀντίπαπας], Ἐπιμέλεια Παπαδόπουλος Δημήτριος, ἐκδ. Δ. Π. Νέστωρ, Ἀθήνα, σελ. 79).
Αὐτοί λοιπόν, πατέρες, πού ξεκίνησαν μέ ἀγαθή προαίρεσι, τελικά, λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν καί παθῶν τους, ἔκαναν κατ’ οἰκονομίαν ἕνωσι. Οἱ σημερινοί Ἐπίσκοποι κλπ. πού ξεκινοῦν νά κάνουν μία ἕνωσι πού νά ἐξυπηρετῆ τίς ἀνάγκες τῆς Ν. Ἐποχῆς, ἀσφαλῶς θά κάνουν μία ἕνωσι, ἡ ὁποία θά ἐξυπηρετῆ τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Μετά ἀπό αὐτά τά στοιχεῖα πού σᾶς ἀνέφερα, δέν δύναμαι, πατέρες, νά κατανοήσω, γιατί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἔπρεπε νά ἀποτειχισθῆ πρό τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας, ἐπειδή δῆθεν οἱ Πατριάρχες καί οἱ Ἀρχιερεῖς ἦσαν Λατινόφρονες. Ὄχι μόνον δέν ἦσαν Λατινόφρονες, τουλάχιστον ἐξωτερικά, ἀλλά ἐπεδείκνυον καί αὐστηρῶς ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἀπορῶ λοιπόν, γιά τό πῶς ἐσεῖς τούς ἐβαπτίσατε Λατινόφρονες, ὥστε νά ἀποδείξετε τόν ἅγιο συνοδοιποροῦντα μέ αὐτούς μέχρι τῆς Συνόδου, καί συνεπῶς ἐσεῖς, νά θεωρῆτε τούς ἑαυτούς σας γνησίους ἀκολούθους του.
Ἀλλὰ καὶ τὸ παρακάτω πού γράφετε, πατέρες, εἶναι προφανῶς λάθος: «ὅταν ὁ ἅγιος κατάλαβε ὅτι ὅλοι σχεδόν εἶχαν ἤδη προδώσει τήν πίστη καί ἦταν ἕτοιμοι νά ὑπογράψουν τήν ἐπαίσχυντη ἕνωση, δέν ἀποτειχίστηκε, ὅπως θά ἐνεργοῦσε ὁ π. Εὐθύμιος καί οἱ ὁμόφρονές του, ἀλλά ἐσιώπησε, δηλαδή ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Ἑπομένως εἶναι πέρα γιά πέρα ἐσφαλμένο καί δέν ἔχει κανένα ἔρεισμα τό συμπέρασμα, πού βγάζει, ὅτι δῆθεν “ὁ Ἅγιος ἦτο κατ' οὐσίαν ἀποτειχισμένος ἀπό τήν Φλωρεντία, καθ' ἥν στιγμήν αὐτός ἤθελε νά παραμείνει στά ὅρια τῶν Πατέρων καί οἱ ὑπόλοιποι προτιμοῦσαν τόν συμβιβασμό καί τό βόλεμα”»(σελ. 214). Καὶ εἶναι λάθος, διότι ὁ ἅγιος διεπίστωσε, κατά τήν διάρκεια τῆς Συνόδου, τήν ἀλλαγή τοῦ φρονήματος τῶν Ἀνατολικῶν καί τήν ταύτησί των μέ τόν βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἤθελε πλέον ἀπροκάλυπτα νά ὁδηγήση τούς Ὀρθοδόξους σέ συμβιβαστική ἕνωσι. Ἄρα λοιπόν ἀποστασιοποιήθηκε ἀπό αὐτούς καί παρέμεινε «ἀλγῶν καί σιωπῶν». Πουθενά ἐν συνεχείᾳ δέν ἀναφέρεται ὅτι συλλειτούργησε μαζί των ἤ ἐπετέλεσε κάτι ἱερατικό. Ἁπλῶς παρέμεινε μαζί των, προκειμένου νά ἐπιστρέψη στήν Κων/πολι. Μάλιστα, ὅπως ἀναφέρει ὁ Συρόπουλος, ἐπειδή ὁ αὐτοκράτωρ τόν ἐκτιμοῦσε, τόν προστάτευσε, ὥστε νά μήν κακοποιηθῆ ἀπό τούς Παπικούς. Νομίζω ὅτι μέ τά σημερινά μέσα ἐπικοινωνίας καί συγκοινωνίας θά εἶχε ἀποχωρήσει πολύ πρίν τελειώσει ἡ Σύνοδος.
Ἡ ἀποστασιοποίησίς του ἀποδεικνύεται μέ εὐκρίνεια καί ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν ὑπέγραψε τόν Ὅρο, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ἄν λοιπόν ἐσεῖς, πατέρες, νομίζετε ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των πρέπει νά τήν ἀποδείξετε. Διότι ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία φαίνεται ἀπό κάποια ἐκκλησιαστική πράξι, μυστήριο κλπ. Ἐδῶ δηλαδή, ἰσχύει τό ρητό τοῦ Μ. Ἀθανασίου, τό ὁποῖο ἀναφέρει καί ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος: «ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτοις καί τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» (Ἰωσήφ Βρυέννιου, Τά Εὑρεθέντα, Τόμ. Β΄, σελ. 25 καὶ Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή «Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι»). Δηλαδή ἡ κατά τό φρόνημα ἀποτείχισις ἀποτελεῖ τήν θεωρητική πλευρά της, ἐνῶ ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως μέ τήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι τήν πρακτική.
Ἐν κατακλεῖδι πρέπει νά ἐπαναλάβωμε ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος ἀποτειχίσθηκε πρό συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδή πρίν κριθοῦν καί καταδικασθοῦν οἱ Λατινόφρονες, ὅπως ἀκριβῶς ἐπιβάλλει ὁ ἐν λόγῳ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

“Αλλά η πορεία της ανθρωπότητας δεν πηγαίνει προς το καλύτερο και μάλιστα η χριστιανική ανθρωπότητα πηγαίνει προς το χειρότερο!”



Συλλογή ἀναφορῶν τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου για τήν Ἑλλάδα.

«Μόνο ἡ μετάνοια καταργεῖ ἤ μεταθέτει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἄν προσέχαμε ὅλα αὐτά τά σημάδια πού μᾶς δίνονται, θά ἤμαστε καί προσεκτικότεροι στή ζωή μας. Ἐγώ δέν σᾶς κρύβω ὅτι φοβᾶμαι, τρέμω, ὅτι ὁ λαός μας θά πληρώσει, γιατί ἀποδώσαμε, μέ τήν ἀρχαία ἔννοια τῆς λέξεως, τήν ὕβριν στόν Ἰησοῦ Χριστό. Ναί, θά πληρώσουμε καί πολύ ἀκριβά. Δέν ξέρομε πότε. Σᾶς εἶπα, ἡ κιβωτός 120 χρόνια κατασκευαζόταν, γιατί περίμενε ὁ Θεός τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων. Δέν ξέρω, ὁ Θεός πάντως νά μᾶς ἐλεήσει, ὅσο ἐγκαίρως, νά μετανοήσουμε καί νά ἐπιστρέψομε στήν καθαρά πίστη, στόν Ἰησοῦ Χριστό».

«Ἄν μέ ρωτήσετε ποιά εἶναι ἡ ὑψηλότερη φιλοπατρία πού θά μποροῦσε ἕνας πολίτης νά διαθέτει ὑπέρ τῆς πατρίδας του, θά σᾶς ἔλεγα εἶναι αὐτή: «Τό νά μήν ἁμαρτάνει ὁ ἴδιος καί νά βοηθᾶ μέ κάθε τρόπο τήν πατρίδα του νά ἀνεβαίνει πνευματικά.». Δέν ὑπερηφανεύομαι, ἀλλά δοξάζω τό Θεό, ὁ Θεός μέ βοήθησε, αὐτή τή θέση πού σᾶς λέω αὐτή τή στιγμή τήν εἶχα ὅταν ἤμουν στρατιώτης, τήν ἴδια θέση. Οὔτε ἀφαίρεσα, οὔτε πρόσθεσα σέ αὐτά πού σᾶς λέω. Καί τότε τό ἔλεγα σέ συναδέλφους ὅτι ὁ καλύτερος, ὁ ὑψηλότερος, ἔχων τήν φιλοπατρία μέσα του εἶναι ὁ Χριστιανός. Αὐτός πού ζεῖ ἀληθινή χριστιανική ζωή».

«Ἐγώ ἔχω πεῖ τό ἑξῆς: Νά μή ζῶ, ἄν ὁ Θεός ἐπιτρέψει καί ἔρθει στήν Ἑλλάδα ἡ δυτική πνευματικότητα, νά μή ζῶ, νά μή τό δῶ! Ἐάν ζῶ καί ἔλθει, σᾶς βεβαιώνω, δέν ξέρω πῶς θά αἰσθανθῶ, εἶναι φοβερή ἡ δυτική πνευματικότητα σέ σχέση μέ τήν ἀνατολική πνευματικότητα. Ἀπορρέει ἀπό τίς δογματικές τοποθετήσεις».

«Ἄν μέ ρωτήσετε, χωρίς βέβαια νά διεκδικῶ προφητικό χάρισμα, ἀλλά εἶναι κάτι πού κάθε πιστός μπορεῖ νά τό δεῖ, ἄν θά ἔπρεπε νά μέ ρωτήσετε: «Πῶς τά βλέπετε τά πράγματα στή σύγχρονη ζωή μας ἐδῶ στήν Ἑλλάδα [ἡ ὁμιλία ἔγινε στίς 17-1-1982] καί σέ μία παγκόσμια κλίμακα;», θά σᾶς ἔλεγα: «Πολύ ἄσχημα!». Ἐγώ ξημερώνομαι καί βραδιάζομαι πάντοτε σάν κάτι νά περιμένω. Εἶναι τά τελευταῖα χρόνια αὐτό, σάν κάτι περιμένω. Τί περιμένω; Τί νά σᾶς πῶ πιό πολύ, κάτι περιμένω. Γιατί δέν πᾶμε καλά ὡς λαός. Ἔχομε τόσο ξεφρενιάσει, ἔχομε βγάλει στή δημοσιότητα πιά τό βρώμικο ὑποσυνείδητό μας καί κινούμεθα μέ τέτοιο βαθμό καλπάζοντα ἀποστασίας, ὥστε δέ μένει παρά νά ἐξαντληθεῖ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καί νά ἔρθει τιμωρία. Ἔτσι τό αἰσθάνομαι».

«Ὅπως παρατηροῦμε, ὁδεύουμε πρός τά ἔσχατα, δέν θά καλυτερεύει ἡ ἀνθρωπότητα. Κάποτε τό πίστευα, ξέρετε, αὐτό, τουλάχιστον γιά τήν πατρίδα μας, ὅτι θά πηγαίναμε στό καλύτερο. Μάλιστα, μετά τήν κατοχή, τό ’45, θυμᾶμαι τί κίνηση εἶχε γίνει μέ τά Κατηχητικά Σχολεῖα, μέ κάτι ἐξάρσεις, ἐκδηλώσεις, γιά μία Ἑλλάδα νέα, γιά μία καινούργια Ἑλλάδα κτλ., κτλ. Ποῦ εἶναι αὐτά, ποῦ εἶναι; Φιλότιμος ἡ περίπτωση καί φιλότιμος ὁ πόθος, δέν ὑπάρχει οὔτε μία ἀντίρρηση γι’ αὐτό. Ἀλλά ἡ πορεία τῆς ἀνθρωπότητας δέν πηγαίνει πρός τό καλύτερο καί μάλιστα ἡ χριστιανική ἀνθρωπότητα πηγαίνει πρός τό χειρότερο!».


Κανείς δεν ξέφυγε

Πολλοί προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους πειρασμούς με διάφορα πνευματικά μέσα· αλλά χωρίς την προσευχή και την πράξη της μετανοίας, κανείς δεν ξέφυγε τα δεινά των πειρασμών, που σύμφωνα με την δικαιοσύνη του Θεού παραχωρούνται προς σωφρονισμό και κάθαρση.

Άγιος Μάρκος ο Ασκητής

Διακοπή Μνημοσύνου - Αποτείχιση

Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΦΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ 


(ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΩΣΤΕ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΟΣΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΠΙΣΤΟΙ, ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΕ ΠΟΛΛΕΣ ΣΥΣΚΕΥΕΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ 
ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ)

Τό έχουμε γράψει πολλάκις, ότι οι θεολόγοι μας, δυστυχώς, δεν διαφέρουν του Ιερατείου και του Μοναχισμού, σε ό,τι άφορα την άγνοιαν και αδιαφορία τους για ζωτικά θέματα ορθοδόξου πίστεως και ομολογίας

Και ενώ μερικοί εξ αυτών έχουν οπωσδήποτε την δυνατότητα να ασχοληθούν με Κανονικά θέματα, προκειμένου να επισημάνουν το μέγεθος της συντελουμένης αποστασίας των επισκόπων τους, αυτοί αδιαφορούν σκανδαλωδώς, ασχολούμενοι με ότι άλλο δύναται να φαντασθή κανείς.

Αγνοούν λοιπόν και αποφεύγουν να γνωρίσουν επισταμένως το ιερόν Πηδάλιον που θα τους πρόσφερε τον κατάλληλον οπλισμόν διά την αντιμετώπισιν της αποστασίας των ημερών μας. Μήπως αυτό είναι κάτι το αδιάφορον ή δευτερεύον; Εάν εις όλα τα λοιπά αριστεύσουν και αδιαφορήσουν για το κεφαλαιώδες θέμα της πίστεως, αυτό και μόνον είναι ικανόν να τους καταστήση ενόχους και «εκτός νύσσης» τρέχοντας…

Διαβάζουν πολλά περιοδικά και γνωρίζουν διάφορα άσχετα προς την αποστολήν τους κείμενα, αλλά το ιερόν Πηδάλιον, όπου διασώζει ολόκληρον σχεδόν την ιεράν Παράδοσιν της Ορθοδοξίας μας, γι' αυτούς είναι κάτι το σχεδόν άγνωστον ή αδιάφορον! 
Τα ανωτέρω τα έχομε διαπιστώσει πολλάκις στας μετ' αυτών συζητήσεις μας και το ζούμε καθημερινώς διαβάζοντας τα διάφορα θρησκευτικά φυλλάδια που εκδίδουν. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί ασήμαντον λεπτομέρειαν εκφράζει την πτωχείαν και μονομέρειαν της δραστηριότητος των, την απουσίαν της καθολικότητος εκ της διδαχής των. 
Και τούτο, διότι το περιεχόμενο του ιερού Πηδαλίου πρέπει ν' αποτελή πυξίδα και γνώμονα διά την όλην δράσιν των. 
Επειδή δεν γίνεται αυτό, έχομε τα σημερινά θλιβερά αποτελέσματα: την αδιαφορίαν ενώπιον της παναιρέσεως της εποχής μας· την χλιαράν και αλλοιωμένην προσφοράν του Ευαγγελικού μηνύματος· το θαυμάζειν δήθεν αγίας προσωπικότητας της Δύσεως... Αντιθέτως η έμπρακτος σπουδή του Πηδαλίου αναδεικνύει τους ομολογητάς της Εκκλησίας, αναδεικνύει τους πιστούς οικονόμους της ιεράς παρακαταθήκης. Αυτό έπραξαν και οι προ ημών αγιάσαντες, ώστε ο βίος και τα έργα των να γίνουν προσθήκαι περιφανείς εις το ζωντανό βιβλίο της Παραδόσεως. 

Το φρόνημα των απετέλει έκφρασιν και μετάφρασιν των θείων λογίων. Η σκέψις και η δράσις των εξέφραζον το «πατερικόν φρόνημα», κάτι που εσήμαινε ζωντανή συμμετοχή στις άγιες ρίζες του παρελθόντος. «Η πιστότητα προς την Παράδοση δεν είναι μία αφοσίωσις προς την αρχαιότητα, αλλά μάλλον η ζωντανή σχέσις με το πλήρωμα της χριστιανικής ζωής. Η έκκλησις προς την Παράδοσιν δεν είναι τόσο πολύ μία έκκλησις προς αρχαιότερα πρότυπα, όσον είναι μία έκκλησις στην καθολική εμπειρία της Εκκλησίας, στο πλήρωμα της γνώσεως της» («Άγιοι Κολλυβάδες», Μάρτ. '97).

Η συμμετοχή στο πλήρωμα αυτό θα παρουσίαση εν συνεχεία τους αγλαούς καρπούς της, την αγιότητα του βίου και την πιστήν διακονίαν της αγίας κληρονομιάς. Δεν πρόκειται για νεκρή επανάληψιν της παραδοθείσης πίστεως και πράξεως, αλλά για «δημιουργικήν επέκτασιν της αρχαίας Παραδόσεως με αφετηρίαν την εν Χριστώ ζωήν» (Γ. Φλωρόφσκυ).

Δυστυχώς στις ήμερες μας, στους θεολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους παρατηρείται ένας φοβερός διχασμός· η υπερτόνησις των αγαθών έργων εις βάρος της καθαρής πίστεως. Και όταν λέμε καθαράν πίστιν εννοούμε αυτήν που μας παρεδόθη υπό των αγίων Πατέρων και όχι αυτήν που κηρύσσουν και ζουν οι σύγχρονοι οικουμενισταί θεολόγοι και κληρικοί. Διότι από που παρέλαβον την συνιερουργίαν μετά του πάπα και την συμπροσευχήν με τους Βουδδιστάς, Μουσουλμάνους και πυρολάτρας, όπως έγινε στην Ασσίζη, Βανκούβερ και Καμπέρα; 
Από που παρέλαβον το κήρυγμα και την διδαχήν, ώστε να τολμούν να το διακηρύττουν και διά πατριαρχικής Εγκυκλίου, ότι οι αιρετικοί είναι συγκληρονόμοι της Χάριτος και κοινωνοί των Μυστηρίων του Θεού; 
Να συμπροσεύχωνται με τους πάσης φύσεως αιρετικούς, αλλόθρησκους, μάγους, παπαδίνες, παστόρισσες; 
Να συνιερουργούν γάμους, βαπτίσεις, κηδείες με τους αιρετικούς; 
Να φθείρουν την ακολουθίαν του αγίου Βαπτίσματος; 
Να θεωρούν τον παπισμόν «αδελφήν εκκλησίαν» και να απαγορεύουν τον αναβαπτισμόν τους; 
Να διώκουν και δυσφημούν, όσους τολμούν να τους παρατηρήσουν και ελέγξουν, αποκαλούντες αυτούς σχισματικούς και αιρετικούς;

Και όλα αυτά διότι έχουν πάρει διαζύγιον από την Παράδοσιν, διότι υβρίζουν το ιερόν Πηδάλιον αποκαλούντες «τείχη αίσχους» τους ιερούς Κανόνας!!. 
Και το ακόμη χειρότερον είναι, ότι ενώ μερικοί κληρικοί και λαϊκοί αντιλαμβάνονται την προδοσίαν και την ελέγχουν —έστω γραπτώς— συνεχίζουν εν τούτοις να θεωρούν τους πεπτωκότας επισκόπους των ως «ορθοτομούντας τον λόγον της αληθείας»! 

Και μόνον αυτό; Τρέμουν κυριολεκτικώς μήπως διά τον έλεγχον τους τιμωρήσουν ή αφορίσουν! Ποίοι; Αυτοί που δυνάμει είναι προ πολλού αφωρισμένοι και καθηρημένοι υπό των Ιερών Κανόνων διά τα αντορθόδοξα έργα των! 
Όντως σχιζοφρενική θεολογία μη έχουσα τίποτα το κοινόν με το ένδοξον παρελθόν των αγίων Πατέρων μας.

Ιδιαιτέρως βεβαίως υπεύθυνοι εν προκειμένω είναι οι Μοναχοί και Μοναχαί, οι Κανονικοί λεγόμενοι, αφού ο βίος των πρέπει να ρυθμίζεται υπό των ιερών Κανόνων. 
Ποίαν απολογίαν θα δώσουν στον Θεόν διά την αδικαιολόγητον σιγήν των; 
Πώς θα αντικρύσουν τους συναδέλφους των ομολογητάς την ημέραν της Κρίσεως, όταν εκείνοι διά πολύ μικρότερα εξωρίσθησαν και ποικίλως εβασανίσθησαν, αυτοί δε ακολουθούν τους συμμαχήσαντας με την αίρεσιν επισκόπους των;

Βεβαίως δικαιολογούνται, ότι διατηρούν τα ιερά καθιδρύματα και ποικίλως ανακαινίζουν, αλλ' η καύχησις αυτή είναι ματαία και ανυπόστατος, αφού γίνονται αιτία να διατηρήται και μεγαλύνεται η αίρεσις. Παρομοίως εκαυχώντο διάφοροι ηγούμενοι έπί εικονομαχίας, κοινωνούντες με τους αιρετικούς εικονομάχους, προφάσει διατηρήσεως των Μονών και διασώσεως των Μοναχών, προς τους οποίους γράφει τα εξής φοβερά ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης:

«Ώ της πωρώσεως!, ώ της θεομαχίας! Χριστός ήρνητο... επίσκοποι περιορίζοντο... μοναχοί και μονάζουσαι, λαϊκοί, λαΐζουσαι· οι μεν τυπτόμενοι, οι δε φρουρούμενοι· άλλοι λιμοκτονούμενοι, έτεροι ξεόμενοι·... έτεροι θανατούμενοι... και συ, ώ τρισάθλιε, αιχμαλωτισθείς στην ψυχοφθόρον κοινωνίαν της αιρέσεως και διαμένων εις το ολετήριον, ως πρέπει να λεχθή και όχι Μοναστήριον, κομπάζεις ότι είσαι καλά! … 
Ποίον ναόν διετήρησας, αφού εμίανας τον ναόν του Θεού που είσαι συ ο ίδιος; 
Ποίους δε αδελφούς διέσωσας, αφού κατεστράφησαν διά της ολεθρίας σου κοινωνίας μετά της αιρέσεως;» (Ρ.G. 99, 1337C).

Καιρός να ανανήψουν Γέροντες και Γερόντισσες, και, ή να ομολογήσουν, ή να παραιτηθούν, διότι, αν δεν μετανοήσουν, ως τονίζει ο ανωτέρω φωστήρ, «ου χριστιανούς ηγητέον»!

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (+2007)
(«Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ», Ιούλιος-Αύγουστος 1997)

http://agiooros.org

«Παντοδύναμε Κύριε...

 ...και Ιδρυτή της Εκκλησίας μας. Μας παρουσιάστηκαν ως απεσταλμένοι Σου, μας ΞΕΓΕΛΑΣΑΝ και εμείς φωνάξαμε … «Άξιος».!!!! 
ΕΣΥ Όμως που γνωρίζεις τις καρδιές όλων και ξέρεις ποιός είναι πραγματικά ο Άξιος, ΚΑΘΑΡΙΣΕ την Εκκλησία Σου και ΑΠΑΛΛΑΞΕ μας από όλους τους ΠΡΟΔΟΤΕΣ και τους ΑΝΑΞΙΟΥΣ και στείλε ΕΣΥ στην Ορθόδοξη Ελλάδα μας, ΕΥΣΕΒΕΙΣ πολιτικούς Κυβερνήτες και ΑΞΙΟΥΣ Αποστόλους Σου, για να «ποιμάνουν» και να οδηγήσουν εν αληθεία Σου, τον ευσεβή λαό Σου». 
ΑΜΗΝ.

Ιωάννης Λαμπρόπουλος
συγγραφέας-ερευνητής

Δείτε τι έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την κρίση της εποχής του



«Επιτρέπει ο Θεός να τραντάζεται η γη, αλλά δεν την καταστρέφει, σείει δυνατά τα πάντα με το σεισμό, αλλά δεν τα κατεδαφίζει, για να μας οδηγήσει στην μετάνοια. Τόσο μεγάλο είναι το πέλαγος της ευσπλαχνίας Του.

Γιατί είδε να παραβαίνουμε τις εντολές Του και να Τον πικραίνουμε υπερβολικά. Είδε την επιθυμία μας να αρπάζουμε την ξένη περιουσία, είδε ότι χτίζαμε το ένα σπίτι κοντά στο άλλο και ότι επλησιάζαμε το ένα χωράφι κοντά στο άλλο, με σκοπό να κλέψουμε το διπλανό μας. Είδε ότι δεν ελεούσαμε τα ορφανά και αδιαφορούσαμε για τις χήρες. Είδε τους δασκάλους να κάνουν τα αντίθετα από εκείνα που εδίδασκαν. Είδε μαθητές να προσβάλουν τις σεμνές τελετές της Εκκλησίας με αταξίες που αρμόζουν σε θέατρα. Είδε να ζούμε μέσα στην κακία και να κινούμαστε από φθόνο. Είδε να προσθέτουμε στο φθόνο και την πονηρία. Είδε τις καταιγίδες της υποκρισίας να βυθίζουν σαν βάρκες τους απονήρευτους. Είδε να φονεύουμε σκόπιμα. Είδε ότι αδικούσαμε όσο μπορούσαμε περισσότερο. Είδε να ναυαγεί η αγάπη και να προκόβει η απάτη στο πέλαγος της ζωής. Είδε να αποσκιρτούμε από την αλήθεια και να καταφεύγουμε πρόθυμα στο ψέμα. Και για συνοψίσουμε, είδε να υπηρετούμε τον πλούτο και όχι τον Κύριο» (Εις άγιον Βάσσον, 1, MG 50, 721).

Είναι περιγραφή και της εποχής μας ή όχι;

«Αλίμονο σε κείνους που λένε το κακό καλό και το καλό κακό. Σε κείνου που παρουσιάζουν το φως ως σκοτάδι και το σκοτάδι ως φως. Σε κείνους που προβάλλουν το γλυκό ως πικρό και το πικρό ως γλυκό. Θα αφαιρέσω λοιπόν, λέει ο Θεός, για την ανομία σας από ανάμεσά σας κάθε ισχυρό άνδρα και δυνατή γυναίκα και κάθε άνθρωπο πολεμιστή και δικαστή και κάθε προφήτη και άνθρωπο συνετό. Δεν είναι δε μικρό είδος οργής να στερηθούν και τις προφητείες. Μαζί δε με τον προφήτη, λέγει, θα αφαιρέσει και κάθε στοχαστή. Εδώ μου φαίνεται στοχαστή ονομάζει εκείνον που από τη μεγάλη του σύνεση και από την ίδια την πείρα των πραγμάτων, δίνει σοφές συμβουλές για τα μέλλοντα. Και θα αφαιρέσω ακόμη και κάθε έμπειρο πρεσβύτερο και πεντηκόνταρχο. Πρεσβύτερο δεν ονομάζει απλά αυτόν που έχει γεράσει, αλλά αυτόν που μαζί με τα άσπρα μαλλιά του διατηρεί και την πρέπουσα σύνεση. Και όταν λέει πεντηκόνταρχο εννοεί όλους τους άρχοντες. Και άρχοντας είναι αυτός που είναι εμπειρογνώμων και γνώστης πολλών και που γνωρίζει να διευθετεί με σύνεση όλες τις υποθέσεις της πόλεως. Και μαζί μ’ αυτούς θα αφαιρέσει και κάθε συνετό ακροατή.

Γιατί αν αυτό απουσιάζει, ακόμη κι αν υπάρχουν όλα τα άλλα , τίποτε πλέον δεν υπάρχει στις πόλεις, κι αν κόμη υπάρχουν προφήτες, σύμβουλοι, άρχοντες, αν δεν υπάρχει κανένας που να μπορεί να ακούσει, όλα είναι άσκοπα και μάταια. Εγώ νομίζω ότι εδώ το ‘θα αφαιρέσω’ που λέει ο Θεός , το λέγει με τη σημασία του θα εγκαταλείψω και θα αφήσω , όπως ακριβώς λέει ο Απόστολος Παύλος: ‘τους εγκατέλειψε ο Θεός, ώστε να παραδοθούν σε νου ανίκανο να διακρίνει το ορθό’, όχι για να δείξει αυτό, ότι δηλαδή τους έριξε σε παράνοια, αλλά τους εγκατέλειψε και τους άφησε να είναι ανόητοι. Και θα τοποθετήσω σ’ αυτούς νεαρούς άρχοντες, λέει ο Θεός. Αυτό είναι χειρότερο και φοβερότερο από την αναρχία. Γιατί εκείνος που δεν έχει άρχοντα, έχει στερηθεί εκείνον που θα τον οδηγήσει, ενώ εκείνος που έχει κακό άρχοντα, έχει εκείνον που τον σπρώχνει στους γκρεμούς. Και θα επιτρέψω σε απατεώνες να τους εξουσιάσουν, λέει ο Θεός. Απατεώνες ονομάζει τους είρωνες, τους κόλακες, εκείνους που με τα γλυκά τους λόγια παραδίδουν τους ανθρώπους στο κακό και τον διάβολο. Και θα συμπλακεί ο λαός και ο ένας άνθρωπος θα ορμήσει εναντίον του άλλου και ο άλλος θα ορμήσει εναντίον του πλησίον του, λέει ο Θεός.

Όπως ακριβώς δηλαδή αν τα ξύλα που συγκρατούν τις οικοδομές σαπίσουν ή αφαιρεθούν, κατ’ ανάγκην οι τοίχοι γκρεμίζονται, αφού τίποτε δεν υπάρχει που να τους συγκρατεί, έτσι και αυτοί για τους οποίους προηγουμένως μιλήσαμε, αφού αφαιρέθηκαν άρχοντες, σύμβουλοι, δικαστές και προφήτες, δεν υπήρχε τίποτε που να εμπόδιζε το λαό να διασπασθεί και να δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση. Θα αυθαδιάσει το παιδί προς το γέροντα και ο ανέντιμος προς τον έντιμο, λέει και πάλι ο Θεός. Γιατί όταν περιφρονούνται τα γηρατειά από τους νέους, οι δε ανάξιοι και αποδοκιμασμένοι περιφρονούν εκείνους, που προηγουμένως ήταν αξιοσέβαστοι, η πόλη αυτή δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται σε καθόλου καλύτερη κατάσταση από εκείνη που καταφεύγει σε μάντεις» (Εις Ησαΐαν, κεφ. Γ’, 1,2,3,4, ΕΠΕ 8, 304-306-308-310-314-316-MG 56, 40-44).

Ίσως τελικά δεν είναι τυχαίο το ότι έχουμε στερηθεί ηγέτες σε όλους τους χώρους και πρέπει να ξαναδούμε τις πνευματικές ρίζες της κρίσης. Ο άγιος πάντως μας προτρέπει σε μετάνοια και υπέρβαση της ανομίας μας. Ας τον ακούσουμε.

π. Θ. Μ.

Γρηγορείτε

(Κατά Ματθαίον Εὐαγγέλιον Κεφ.4, στ.17 και Κεφ.24, στ.42-44)

"…μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν"

δηλαδή: "…μετανοείτε, διότι έχει πλησιάσει πλέον η Βασιλεία των Ουρανών"

"γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται"

δηλαδή: "να είστε λοιπόν άγρυπνοι και προσεκτικοί και πάντοτε έτοιμοι, διότι δεν γνωρίζετε την ώρα κατά την οποία ο Κύριος έρχεται"

"Ἐκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται"

δηλαδή: "Γνωρίζετε δε από την πείρα σας και τούτο, ότι δηλαδή, εάν ήξερε ο οικοδεσπότης, ποιά ώρα έρχεται ο κλέφτης, θα αγρυπνούσε και δεν θα άφηνε να διαρρήξουν το σπίτι του. Για τούτο και σεις πρέπει να γίνεστε πάντοτε έτοιμοι, διότι σε ώρα που δεν φαντάζεστε έρχεται ο Υιός του Ανθρώπου."


(Κατά Μάρκον Εὐαγγέλιον Κεφ.14, στ.38)

"γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής"

δηλαδή: "αγρυπνείτε, προσέχετε και προσεύχεστε, για να μη πέσετε σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο να υποτάσσεται στο Θείο θέλημα, αλλά η σάρκα, η ανθρώπινη φύση, είναι ασθενής"


(Κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον Κεφ.12, στ.37)

"μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας"

δηλαδή: "μακάριοι είναι οι δούλοι εκείνοι, τους οποίους, όταν έλθει ο Κύριος, θα τους βρει να αγρυπνούν"

Η επιχειρηματολογια του αγίου Γρηγορίου Νύσσης κατά των Οικουμενιστών!

Ὅλες οἱ αἱρέσεις ἀκολουθοῦν παρόμοιες πρακτικὲς γιὰ νὰ παραπλανήσουν τοὺς πιστούς. Παρουσιάζουμε τὴν ἀκριβῆ μετάφραση ἑνὸς μικροῦ ἀποσπάσματος, ἀπὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Νύσσης ποὺ ἀναφέρεται στὴν αἵρεση τοῦ Εὐνομίου, διατηρώντας τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Ἁγίου καὶ τοποθετώντας στὴν θέση τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Εὐνομίου, τὶς θέσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές, ἐπειδή, ὅταν οἱ κακοδοξίες τους λέγονται ἔτσι, χωρὶς τὸ ντύμα τῶν συλλογισμῶν, προκαλοῦν κάποιο ἐρεθισμό, καὶ πάντοτε ὀργή, καὶ κάνουν ὅποιον τ’ ἀκούει νὰ νιώθει φρίκη ἀπὸ τὰ παράδοξα λόγια, γι’ αὐτὸ μὲ κάποιες πιθανοφανεῖς παραπλανήσεις καὶ ἀπάτες, ἀφοῦ σκέπασαν τὴν ὕπουλη αὐτὴ παγίδα τοῦ λόγου μὲ ἀγαπολογικὰ καὶ οἰκουμενικὰ ἐπινοήματα παρασύρουν τοὺς ἀνοήτους ἀπὸ τοὺς ἀκροατές. Ἀφοῦ ἔπλασαν καὶ κατασκεύασαν παραπλανητικὰ θεολογήματα, ἐκεῖνα δηλ. μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι δυνατὸν νὰ παρασυρθεῖ στὰ ζητήματα αὐτὰ ἡ σκέψη τῶν ἀκροατῶν, τοὺς ἀφήνουν νὰ βυθιστοῦν στὴν ἀπώλεια.
Ὅταν δηλαδή, λέγουν ὅτι εἶναι Ἐκκλησία καὶ ὁ Παπισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, ἐπειδὴ κι οἱ δυὸ πιστεύουν στὸν ἴδιο Χριστὸ κι ὅτι ἔχουν πολλὰ κοινὰ σημεῖα, καὶ στὸ συμπέρασμα αὐτό, βέβαια, καταλήγουν μὲ σοφιστικὸ τρόπο μὴ διακρίνοντας τὴν ἀλήθεια ποὺ διακρατεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ἀναλήθεια καὶ τὸ περὶ τὴν ἐκκλησιολογία ψεύδη μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι ἑνωμένος ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκεῖνο ποὺ πετυχαίνουν (μὲ αὐτὸ τὸ σόφισμα) δίχως νὰ τὸ δηλώνουν μὲ λόγια, εἶναι ὅτι κραταιώνεται ἡ ἀσέβεια τῆς αἱρέσεως, ἀφοῦ στὸ μυαλὸ τῶν ἀκροατῶν σμικρύνεται καὶ ἐξαφανίζεται ἡ διάκριση μεταξὺ τῆς Μίας Ἐκκλησίας ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο, ἐπειδὴ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν κεφαλή της τὸν Χριστό, καὶ τῆς «νέας Ἐκκλησίας» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ δὲν σώζει, ἀφοῦ ἀρνεῖται τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἀλήθεια, ὅπως ἔχει διατυπωθεῖ στὸ Σύμβολο τῆς Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι δηλαδή, μία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ἕνας εἶναι ὁ Σωτήρας Χριστός· καὶ οὐκ ἔστι ἐν οὐδεμιᾷ ἄλλῃ «ἐκκλησίᾳ» ἡ σωτηρία.

Καὶ συμβαίνει τοῦτο· ὅπως ὁ δηλητηριαστὴς κάνει τὸ δηλητήριο εὐκολόπιοτο, γλυκαίνοντας μὲ τὸ μέλι τὸν ὄλεθρο αὐτοῦ ποὺ ἐπιβουλεύεται, κι αὐτὸς μόνο τὸ δίνει, ἐνῶ ἐκεῖνο διαχύνεται μέσα στὰ σπλάχνα αὐτοῦ ποὺ τὸ λαμβάνει, καὶ χωρὶς καμιὰ πλέον ἐπέμβαση τοῦ δηλητηριαστῆ προκαλεῖ τὸ θάνατο, κάτι παρόμοιο γίνεται καὶ μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές. 
Γιατὶ τὴν ἀποδοχὴ ὅτι οἱ αἱρετικοὶ εἶναι Ἐκκλησία ποὺ ἔχει μυστήρια, τὴν ἀκολουθεῖ ἡ παραδοχὴ ὅτι καὶ ἡ αἵρεση σώζει, καὶ ὅτι ἡ αὐστηρότητα τῶν Ἁγίων Πατέρων ἦταν ὑπερβολική. Κι ἔτσι σχετικοποιοῦνται καὶ ὑποβιβάζονται στὴν διάνοια καὶ τὴν ψυχὴ τῶν πιστῶν οἱ δογματικὲς ἀλήθειες ποὺ οἱ Ἅγιοι μᾶς διδάσκουν, ἀλλὰ καὶ ἡ ποιμαντικὴ ἕως τώρα στάση τῆς Ἐκκλησίας, σχετικοποιεῖται ἐπίσης καὶ ἡ σαφὴς διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος μὲ ἀπόλυτο τρόπο διδάσκει ὅτι εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε σχέση τοῦ φωτὸς τοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ σκότους τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἀναμείξεως τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ ψεύδους τοῦ Βελίαρ-Σατανᾶ. Αὐτὰ δηλαδή, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀναμείξουν οἱ παναιρετικοὶ Οἰκουμενιστές.

Γιά όσους ΘΕΛΟΥΝ να καταλάβουν

Οἱ ἄλλοι -ὅ,τι κι ἂν διαβάσουν- δὲν μετακινοῦνται 
ἀπὸ τὴν θέση τους!



Ὁ Νόμος καὶ οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στοὺς ἀσεβεῖς αἱρετικούς:


 «Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε∙ ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς»(B΄ Ιωάνν. 10-11).

«Εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ …καί τῇ κατ’ εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ τετύφωται, …ἀφίστασο ἀπό τῶν τοιούτων» (24. Α΄ Τιμόθ. 6, 3-5).

«Ἀπόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθετε ἐκεῖθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε…» (Ἡσαΐας 52, 10-12).

«Μή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί» (Ματθ. 7,6).

«Οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν» (Ἡσαΐας 48,22)

«Μή δῶτετό ἅγιον τοῖς κυσί» (Ματθ. 7,6).


Ἀναλυτικότερα:

Ὁ Μ. Φώτιος ἑρμηνεύει: «Κύνες καί τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀπίστων, ὅσοι πολλάκις τόν τῆς εὐσεβείας κατηχηθέντες λόγον, οὐ μόνον οὐδέν ἄμεινον διετέθησαν, ἀλλά καί τήν λύσσαν αὐτῶν …ἐμμανέστερον κυνῶν ὑλακτούντων ἐπεδείξαντο» (P.G. 101, 940C. –Ε.Π.Ε. 3, 232, 30).

«Ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω (Γαλάτ. 1, 8-9.

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος, ὅμως αἱρετικός κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν ἤ ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος» (Φατ. 34, 99, 138).

«Τό Πνεῦμα τό ἅγιον διά τοῦ Ἀποστόλου καί ἀγγέλους ἀναθεματίζει παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντας». Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λοιπόν ἀναθεματίζει τόν οἱονδήποτε ἀποδεχθῆ καί κηρύξη κάποια αἵρεσι. Καί αἵρεσις εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, ὄχι μόνο ἡ ἀθέτησις κάποιου δόγματος (π.χ. τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῶν δύο ἐπί Χριστοῦ φύσεων καί θελήσεων κ.λπ.), ἀλλά «παρά τό κήρυγμά τι νομοθετοῦντα», δηλαδή ἡ ἀλλοίωσις καί διαστροφή κάθε εὐαγγελικῆς ἐντολῆς (π.χ. σέ ἐντολές πού ἀναφέρονται στήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς) [ἐδῶ].

Ὁ Μ. Φώτιος: «“Κἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐαγγελιζόμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω”. Παῦλος ἡ ἀσίγητος τῆς Ἐκκλησίας σάλπιγξ ὁ τοσοῦτος καί τηλικοῦτος τούς παρά τό Εὐαγγέλιον ἕτερόν τι τολμῶντας φρόνημα λαβεῖν καί παρεισάγειν τῷ ἀναθέματι παραπέμπει» (Ε.Π.Ε. 4, 396, 28).

Ὁ ἱ. Χρυσόστομος:«Καί οὐκ εἶπεν, ἐάν ἐναντία καταγγέλλωσιν, ἤ ἀνατρέπωσι τό πᾶν, ἀλλά, κἄν μικρόν τι εὐαγγελίζωνται παρ’ ὅ εὐαγγελισάμεθα, κἄν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ἀνάθεμα ἔστωσαν» (Ε.Π.Ε. 20, 200, 1).

«Παραγγέλομεν δε ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς (νὰ ἀπομακρύνεσθε) ἀπό παντός ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά παράδοσιν ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν (Β΄ Θεσσ. 3,6). 
Καί· «Εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούη τῷ λόγῳ ἡμῶν διά τῆς ἐπιστολῆς τοῦτον σημειοῦσθε καί μή συναναμίγνυσθε αὐτῷ ἵνα ἐντραπῇ» (Β΄ Θεσσ. 3,14).

«Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπτε ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος». Τίτον 3,10:

«Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσειςἀπωλείας…· καὶ πολλοὶ ἐξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι᾿ οὓς ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται» (Β΄ Πέτρου 2, 1-3).

«Εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει, μή λαμβάνετε αὐτόν εἰς οἰκίαν, καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε∙ ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς»(B΄ Ιωάνν. 10-11).

«Aὐστηροτάτη εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ γιά τούς αἱρετικούς, ἡ ὁποία στό χωρίο αὐτό μεταφέρεται διά τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης. Ἀπαγορεύει ὁ Θεός οἱαδήποτε σχέσι σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν τήν Ὀρθόδοξο καί Ἀποστολική πίστι. Ἡ ἀπαγόρευσις αὐτή φθάνει εἰς τό σημεῖο τοῦ ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ, διότι καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό τῶν αἱρετικῶν γινόμεθα κοινωνοί τῆς πίστεως αὐτῶν. Ἡ κοινωνία αὐτή εἶναι αὐτός ἀκριβῶς ὁ μολυσμός, τόν ὁποῖον ἀναφέρουν οἱ Πατέρες. Δηλαδή καί μέ τόν ἁπλό χαιρετισμό γινόμεθα κοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί ἄρα μολυνόμεθα ὡς πρός τήν πίστι» (ἐδῶ).
 
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Ἀλλ’ οὐδέ νά τούς προσφωνῆτε καί νά λέγετε εἰς αὐτούς τό συνειθισμένον χαῖρε, ἤτοι νά μή τούς χαιρετᾶτε. Διατί ὅποιος εὑρεθῇ καί εἰπῇ τοῦτον μόνον τόν ψιλόν λόγον τοῦ χαιρετισμοῦ εἰς αὐτούς, αὐτός εὑρίσκεται ἐνταυτῷ καί τῶν ἀσεβῶν δογμάτων καί τῶν πονηρῶν αὐτῶν ἔργων συγκοινωνός καί συμμέτοχος. 
Ταύτην δέ τήν παραγγελίαν ἐρανίσθη ὁ Θεολόγος ἀπό τόν προφήτην Ἡσαΐαν, ὅστις λέγει ταῦτα∙ “οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν” (Ἡσ. 48,22).

Διδασκόμεθα λοιπόν ἀπό ὅλα τά λόγια ταῦτα, ὅτι πρέπει νά ἀποστρεφώμεθα τούς κακοδόξους καί αἱρετικούς καί καμμίαν κοινωνίαν καί ἕνωσιν νά μήν ἔχωμεν μέ αὐτούς, οὐδέ τό χαῖρε νά προσφωνοῦμεν εἰς αὐτούς, ἀλλά νά τούς ἔχωμεν μισητούς και σιχαμερούς» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 655).

«Εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς θείας κοινωνίας ἀφεκτέον… εἰ ἐσθίει τις μετά τοῦ μοιχοζεύκτου, ἤ μεθ' ἑτέρου αἱρετικοῦἀδιαφόρως, φυλακτέον μή συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις, κἄν ὑποκρίνωνται ὀρθοδοξεῖν∙ οὐ γάρ φυλάσσουσι τό πρόσταγμα τοῦ ἀποστόλου, τοῖς τοιούτοις, λέγοντος, μηδέ συνεσθίειν» (Ἁγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐπιστολὴ Ναυκρατίῳ τέκνῳ).
Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος αὐτός μνημονεύει ἀπό φόβο τόν αἱρετικό Μητροπολίτη, πέραν τούτου ὅμως δέν ἔχει καμμία ἄλλη ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ὅταν ὅμως ὁ ἱερεύς μνημονεύει αἱρετικόν Ἐπίσκοπο ἤ ὁ Ἐπίσκοπος αἱρετικόν Μητροπολίτη, ἀπό αὐτούς δέν κοινωνοῦμε, ἔστω καί ἄν παρουσιάζωνται μέ τά λόγια καί τίς ὁμολογίες ὡς Ὀρθόδοξοι: «εἰ δέ αἱρετικόν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἄν μακαρίζῃ, κἄν ὀρθοδοξῇ, τῆς θείας κοινωνίας ἀφεκτέον» (ἐδῶ).

Προετοιμασία του πιστού λαού από τον Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου, και διακοπή μνημοσύνου του πατριάρχου, που δεν ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας 2. Ομιλία του π. Θεοδώρου Ζήση, για την διακοπή του Μνημοσύνου

Προετοιμασία του λαού και διακοπή μνημοσύνου του πατριάρχου
Ὁ Μητροπολίτης Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης παρακολουθεῖ τὶς ἐπικίνδυνες αἰρετικὲς κινήσεις τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα καὶ τῶν οἰκουμενιστῶν. Τὸ ὑλικὸ ποὺ βγαίνει στὴν δημοσιότητα εἶνε ἑλάχιστο καὶ ἐλεγχόμενο. Γι’ αὐτό, μὲ ἀνοικτές ἐπιστολές ποὺ δημοσιεύει κατὰ καιρούς, ἐνημερώνει τὸν πιστὸ λαό καὶ ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πατριάρχη νὰ ἐπιβεβαιώσῃ ἢ νὰ διαψεύση τὶς φῆμες, Συγχρόνως, προετοίμαζε τὸ ποίμνιό του καὶ ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς, για την διακοπή τοῦ μνημοσύνου.
Ἡ διακοπή ἀπὸ τὸν Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστῖνο ἔγινε τον Μάρτιο του 1970, λίγες ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Ἀμβρόσιο καὶ ἀκολούθησε ὁ Παραμυθίας Παῦλος. Στὴ «Σπίθα», φυλ. 322, Ἰανουαριος 1969, μὲ θέμα «οἱ αἰρέσεις» (ἀπόσπασμα):
Τι είναι αίρεση
Αἴρεσις εἶνε ἡ δηλητήριώδις τροφή τῆς ψυχῆς· εἶνε ἡ νοθεία τῶν σωτηρίων φαρμάκων· εἶνε ἡ ὑποκλοπὴ τῆς ἱερᾶς παρακαταθήκης· εἶνε ἡ παραχάραξις τῶν νομισμάτων τῆς ἀληθείας· εἶνε ἡ παραποίησις τοῦ τελείου· εἶνε ἡ παρέκκλισις ἐκ τῆς ὀρθῆς γραμμῆς τὴν ὁποίαν χαράσσει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αἴρεσις εἶνε ἡ παραδοχὴ ξένων θρησκευτικῶν ἰδεῶν, τὰς ὁποίας καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ἰδρυσεν ὡς στύλον καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας.Ἀλλὰ ὁ κόσμος σήμερα δὲν δίδει σημασία εἰς τὴν σοβαρότητα τοῦ ἐκ τῆς αἰρέσεως κινδύνου.Ὦ κόσμε! Προσέχεις τὰ μικρὰ. Προσέχεις τὸ γάλα σου νὰ εἶνε γνήσιο, ἡ τροφή σου νὰ εἶνε καθαρά καὶ βιταμινοῦχος, τὰ φάρμακά σου νὰ μὴν εἶνε νοθευμένα, τὰ ἀρχαιολογικά σου καὶ τὰ χαρτονομίσματά σου νὰ μὴ εἶνε κίβδηλα, τὰ ἀρχαιολογικά σου μνημεῖα νὰ μὴ ὑποστοῦν τὴν παραμικρὴ φθορά, τὰ μέσα συγκοινωνίας, μὲ τὰ ὁποία κάμνεις τὰ ταξείδιά σου, νὰ μὴ παρεκλίνουν ἀπὸ τὰς γραμμάς των. Ὅλα τὰ προσέχεις. Ἐκτὸς ἑνός. Τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, Αὐτὴ δὲν σὲ ἐνδιαφέρει. Ἀλλοίμονο, κόσμε, μὲ τὰς ἀντιλήψεις ποὺ ἔχεις καὶ μὲ τὴν ἀδιαφορία σου. Ἔτσι ἀδιαφορῶντας γιὰ τὰ μέγιστα καὶ ὕψιστα θὰ καταπέσῃς εἰς τὰ βάραθρα τοῦ Ὀρθολογισμοῦ, τοῦ Ὑλισμοῦ τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς ἀθεΐας και τότε θὰ καταλάβῃς τί εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία, τὴν ὁποία περιφρόνησες.Σεῖς δέ, πισταὶ ψυχαί, ὅσοι ὑπελείφθητε εἰς τὸν αἰῶνά μας, μὴ παρασύρεσθε ἀπὸ τὰ μοντέρνα ρεύματα τοῦ κόσμου, μὴ πτοεῖσθε ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἐχθρῶν, τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων, ἀλλὰ μείνατε σταθεροί τῇ ΑΠΑΞ παραδοθείσα τοῖς ἁγίοις πίστει καὶ ἔστε ἕτοιμοι ν᾽ ἀγωνισθῆτε τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν. Ἡ Ὀρθοδοξία ζῇ καὶ ὁ τελικὸς θρίαμβος ἀνήκει εἰς αὐτήν.
«Σπίθα Ἰανουάριος 1969, φυλ. 322)
Καὶ μιὰ ὑποσημείωση στὸ τέλος
Ἡ Σπίθα ὄργανο μαχητικὸ τῆς στρατευομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παρ᾽᾽ὅλας τὰς δυσκολίας καὶ τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἔργου τοῦ συντάκτου αὐτῆς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ παραμένει ἡ ἴδια, ‘Υπεράσπισις τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς ἔναντι τῶν ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν. Ἀνένδοτος ὁ ἀγών. Ἀλλ᾽᾽ὁ τρόπος τῆς διεξαγωγῆς τοῦ ἀγῶνος ποικίλλει ἀναλόγως κρισιμότητος τῶν καιρῶν, κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Συμβιβασμοί, μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ , οὔτε ἔγιναν οὔτε θὰ γίνουν.

Ἡ Διακοπη του Μνημοσυνου Επισκοπων
-ΙΕ΄ Κανων Πρωτοδευτερας Συνοδου



(Εἰσαγωγή)
Ἀπομαγνητοφωνήσαμε τὴν ὁμιλία τοῦ π. Θεοδώρου, γιατὶ πρόκειται γιὰ ἕνα σημαντικὸ κείμενο ποὺ ἀσφαλῶς θὰ προβληματίσει καὶ ἐκείνους ποὺ στέκονται μὲ δισταγμὸ στὸ πρόβλημα τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον σᾶς διένειμα αὐτὲς τὶς φωτοτυπίες ἀπὸ Κανόνες (ἀπὸ τὸ Πηδάλιον εἶναι), εἶναι διότι οἱ κανόνες αὐτοὶ ἔχουν σχέση μὲ τὸ θέμα τὸ ὁποῖο μᾶς ἀπασχολεῖ ὅλους τελευταῖα, μὲ τὸ θέμα τῆς διακοπῆς τοῦ Μνημοσύνου τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων. Εἶναι ἕνα πολὺ σημαντικὸ θέμα καὶ πολὺ σοβαρὸ θέμα τὸ ὁποῖο μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια. Καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὴν Διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τῶν Ἐπισκόπων· τί σημαίνει; Σημαίνει ὅτι μέσα στὴν Θ. Λειτουργία πολλὲς φορὲς καὶ στὰ Εἰρηνικά, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Θ. Λειτουργία μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Θ. Λειτουργία “ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν Ἀνθίμου”, αὐτὸ λέγεται τὸ Μνημόσυνο τοῦ Ἐπισκόπου· μνημονεύουμε τὸν Ἐπίσκοπο κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἱ. ἀκολουθιῶν. Καὶ γιατί γίνεται ὁ λόγος γιὰ τὴν διακοπὴ αὐτὴ τοῦ μνημοσύνου, δηλαδὴ νὰ μὴ μνημονεύουμε τὸν Ἐπίσκοπο μέσα στὴν Θ. Λειτουργία; —Παρακαλῶ, τὰ πράγματα εἶναι σοβαρά, δὲν εἶναι ἀστεῖα. Δὲν σηκώνουν συζητήσεις καί… Εἶναι πολὺ σοβαρὰ τὰ πράγματα. Ἔχουν σχέση μὲ τὴν σωτηρία μας τὰ θέματα αὐτὰ καὶ μὲ τὴν αἵρεση—. Ὁ λόγος, λοιπόν, γιὰ τὸν ὁποῖον συζητοῦμε γιὰ τὴν διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τῶν Ἐπισκόπων εἶναι διότι ὑπάρχει ἕνας Κανόνας, ὁ ὁποῖος μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τὴν προηγουμένη τῆς Ἐκκλησίας μας, λέει ὅτι ὅταν ὁ Πατριάρχης, ὁ Μητροπολίτης ἢ ὁ Ἐπίσκοπος κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὴν αἵρεση, κι ὁ Κανόνας αὐτὸς εἶναι ὁ 15ος, ἂν γυρίστε τὴν σελίδα στὴν φωτοτυπία, λέει τῆς Α΄ καὶ Β΄ λεγομένης Συνόδο, τῆς Πρωτοδευτέρας… -δὲν θὰ τὸν ἀναλύσουμε, κάνουμε εἰσαγωγὴ στὸ μάθημα σήμερα-, αὐτὴ λοιπόν, ἡ Α΄ καὶ Β΄ Σύνοδος δηλ. ἡ Πρωτοδευτέρα Σύνοδος, ποὺ δὲν ἔχει σχέση οὔτε μὲ τὴν Α΄ Οἰκουμενική, οὔτε μὲ τὴν Β΄ Οἰκουμενική· ὀνομάστηκε αὐτὴ Πρωτοδευτέρα, διότι συνῆλθε τὸ 861, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Φωτίου, συνῆλθε σὲ δύο περιόδους. Αὐτὴ ἡ Σύνοδος ἐξέδωσε 17 Κανόνες κι ἀνάμεσα στοὺς 17 Κανόνες εἶναι κι αὐτὸς ὁ περίφημος, ὁ διαβόητος -ἔχει γίνει διαβόητος αὐτὸς ὁ Κανόνας τὸν τελευταῖο καιρὸ μὲ πολλὴ βιβλιογραφία. Ὅλοι γράφουν γιὰ τὸν Κανόνα αὐτό, ὁ καθένας τὸν ἑρμηνεύει, ὅπως τὸν καταλαβαίνει καὶ νὰ δοῦμε ποιά ἑρμηνεία εἶναι σωστή. Ἔχουν γραφτεῖ βιβλία ὁλόκληρα γι’ αὐτὸν τὸν Κανόνα τῆς ΑΒ Συνόδου καὶ τὸ κύριο θέμα στὸ ὁποῖο ἐρίζουν οἱ ἑρμηνευτὲς αὐτοῦ τοῦ Κανόνος (σᾶς τὸ λέω εἰσαγωγικὰ τώρα -θὰ τὸ δοῦμε- γιὰ νὰ σᾶς κινήσω τὸ ἐνδιαφέρον σας) εἶναι, ἂν αὐτὸ ποὺ λέει αὐτὸς ὁ Κανόνας, δηλ. ἡ Διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τοῦ κηρύσσοντος αἵρεση Ἐπισκόπου (ὁ Κανόνας αὐτὸς λέει πώς, ἂν κάποιος Πατριάρχης, Μητροπολίτης ἢ Ἐπίσκοπος κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» -δηλ. παρρησία, φανερά, ξεδιάντροπα, ἀπὸ ἄμβωνος- κηρύσσει «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» τὴν αἵρεση, αὐτοῦ τοῦ Πατριάρχου, Μητροπολίτου, Ἐπισκόπου μποροῦμε νὰ διακόψουμε τὸ Μνημόσυνο. Δέστε, λοιπόν, νὰ πάρετε μία ἰδέα, αὐτὸν τὸν Κανόνα, τὸν 15ο. Λέει:]
Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, [αὐτὰ εἶναι στοὺς προηγουμένους Κανόνας] πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον
πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, [Μᾶς λέει λοιπόν ἐδῶ, στὴν ἀρχή, στὸ πρῶτο μέρος τοῦ Κανόνος, ὅτι ὅποιος πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσει νὰ μὴ ἔχει κοινωνία, νὰ πάρει ἀποστάσεις ἀπὸ τὸν Πατριάρχη του καὶ δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομά του στὴ Θ. Λειτουργία, πρὶν ἐπισήμως νὰ καταδικαστεῖ, τότε αὐτὸς ὁ πρεσβύτερος, ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ μητροπολίτης, ποὺ δὲν μνημονεύει, δὲν ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Πατριάρχου, πρὶν ὁ Πατριάρχης καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, αὐτὸς εἶναι σχισματικός, αὐτὸς κάνει σχίσμα.
Ἑπομένως, δέστε ἐδῶ, στὸ πρῶτο μέρος τοῦ Κανόνος ἔχουμε κάτι πολὺ φοβερό· δηλ. λέμε περὶ Διακοπῆς Μνημοσύνου, ἀλλὰ μπορεῖ αὐτὴ ἡ Διακοπὴ Μνημοσύνου νὰ σημαίνει σχίσμα. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο μέρος τοῦ Κανόνος ποὺ δὲν μᾶς ἀφορᾶ. Θὰ τὰ δοῦμε λεπτομερῶς στὰ μαθήματά μας.
Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνα δεύτερο μέρος τὸ ὁποῖον μᾶς ἀφορᾶ. Τί λέει τὸ δεύτερο μέρος;] τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. [Αὐτὸν λοιπόν, ποὺ δὲν μνημονεύει τὸν Πατριάρχη κ.τ.λπ., αὐτὸν ἡ Ἁγία Σύνοδος –αὐτὴ ἡ ΑΒ- ὥρισε νὰ εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἱερωσύνη, δηλ. καθαιρεῖται· πρέπει γι’ αὐτὸ νὰ ἐλεγχθεῖ, νὰ τὸν καλέσουν σὲ δίκη καὶ νὰ τὸν ἐλέγξουν· μὴν τὸν καθαιρέσουν χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσουν. Πρέπει νὰ γίνει ἔλεγχος, πρέπει νὰ γίνει ἀνάκρισις, νὰ τὸν καλέσει ἡ Σύνοδος νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ νὰ ἐλεγχεῖ. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο μέρος.
Τὸ δεύτερο μέρος ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει κυρίως ἐμᾶς]. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. [Αὐτά, ὅμως, τὰ ὁρίζουμε, ὅτι δηλ. εἶναι σχισματικοὶ καὶ καθαιροῦνται, γι’ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι μὲ πρόφαση κάποια ἁμαρτήματα τῶν Ἐπισκόπων δημιουργοῦν σχίσμα. Δηλ. ἂν νομίσουμε ὅτι ὁ Δεσπότης εἶναι κλέφτης, ἢ πόρνος, ἢ μοιχός, ἢ ἄδικος, γιὰ τέτοια ἁμαρτήματα ἠθικά, ἂν κάποιος δὲν μνημονεύει τὸν Πατριάρχη πρὶν νὰ καταδικαστεῖ, αὐτὸς κάνει σχίσμα. Καὶ λέει στὴν συνέχεια]. Οἱ γὰρ [τώρα κάνει τὴν ἐξαίρεση· ὑπάρχει κι ἄλλη περίπτωση γιὰ Διακοπὴ Μνημοσύνου· ποιά;] δι᾿ αἵρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, [αὐτὸ μᾶς ἐνδιαφέρει] τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, [νά, καὶ ἡ λέξη ἀποτείχιση ποὺ τὴν λένε συχνά, ἀπὸ ἐδῶ τὴν παίρνουν] ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. [Τὸ πρῶτο, λοπόν, μέρος τοῦ Κανόνος τοῦ 15ου λέει, ὅσοι διακόπτουν τὸ ὄνομα, τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου…, γιὰ κάποια ἐγκλήματα, ἁμαρτίες, αὐτοὶ κάνουν σχίσμα καὶ καθαιροῦνται. Δὲν ἰσχύει ὅμως αὐτὸ καὶ γιὰ κείνους ποὺ γιὰ κάποια αἵρεση, ποὺ εἶναι καταδικασμένη ἀπὸ Συνόδους ἢ ἀπὸ Ἁγίους Πατέρες, αὐτοὶ δηλ. ποὺ δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸν Ἐπίσκοπο, ὅταν αὐτὸς ὁ Πρόεδρος κηρύσσει, γράφει δημόσια γιὰ τὴν αἵρεση καὶ τὴν διδάσκει μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ παρρησία, αὐτοὶ δὲν ὑπάγονται στὸν προηγούμενο Κανόνα ποὺ καθαιροῦνται.
Δηλ. ἐδῶ δὲν περιμένουμε νὰ ἔρθει Σύνοδος καὶ νὰ καταδικάσει τὸν Ἐπίσκοπο γιὰ τὴν αἵρεση, ἀλλὰ ἂν διαπιστώσουμε ὅτι ἔχει αἵρεση ὁ Ἐπίσκοπος καὶ πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως, πρὶν ἡ Σύνοδος τὸν καταδικάσει, μποροῦμε νὰ διακόψουμε τὸ μνημόσυνό του. Καὶ αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν τιμωροῦνται καὶ δὲν καθαιροῦνται ὡς σχισματικοί, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτοὶ πρέπει νὰ τιμοῦνται, αὐτοὶ ποὺ κάνουν Διακοπὴ Μνημοσύνου. Καὶ δικαιολογεῖ γιατί πρέπει νὰ τιμοῦνται καὶ νὰ μὴν τιμωροῦνται]. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι. [Γιατὶ δὲν κατεδίκασαν Ἐπισκόπους ἀληθινούς -αὐτὸς ποὺ κηρύττει αἵρεση δὲν εἶναι Ἐπίσκοπος, ἀλλ’ εἶναι ψευδεπίσκοπος καὶ ψευτοδιδάσκαλος, ἑπομένως καλὰ κάνουν καὶ διακόπτουν τὸ Μνημόσυνο. Αὐτοὶ δὲν ἔκαναν σχίσμα μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ φρόντισαν νὰ γλυτώσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ σχίσματα, τὰ ὁποῖα προκαλοῦν αὐτοὶ ποὺ κηρύσσουν αἵρεση. Αὐτὸς ποὺ κηρύσσει αἵρεση, αὐτὸς κάνει σχίσμα στὴν Ἐκκλησία. Ἑπομένως αὐτὸς ποὺ διακόπτει τὸ μνημόσυνο τοῦ κηρύσσοντος αἵρεση, ὄχι μόνον δὲν κάνει σχίσμα, ἀλλὰ ἀντίθετα γλυτώνει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίματα.
Αὐτὸς εἶναι ὁ περίφημος 15ος Κανών. Ἔγινε μία πρώτη του ἀνάγνωση. Θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ μερικὰ μαθήματα μὲ τὸν Κανόνα αὐτόν, γιατὶ γίνεται χαμός. Καὶ νὰ σᾶς πῶ, ἐπειδὴ γίνεται χαμός, ὁ καθένας λέει ὅ,τι θέλει. Πρὶν ἀπὸ τρία χρόνια –και νιώθω ἔνοχος– μὲ παρεκάλεσε ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ὁ Ἁγιορείτης –ποὺ τάχουν χάσει ὅλοι, ἄλλος λέει αὐτό, ἄλλος λέει ἐκεῖνο– πάτερ Θεόδωρε, σᾶς παρακαλῶ δέστε τὸν Κανόνα, πάρτε τί λέει ὁ ἕνας καὶ τί λέει ὁ ἄλλος καὶ κάντε μας μιὰ μελέτη, γράψτε, τελικῶς τί ἰσχύει γύρω ἀπὸ τὸν Κανόνα αὐτό. Ποιός ἔχει δίκιο; Ἔχει δίκιο ὁ Γέροντας Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ ὁποῖος δίνει μιὰ κάποια ἑρμηνεία στὸν Κανόνα αὐτόν; Ἔχει δίκιο ὁ Ἱερομόναχος Θεοδώρητος, λόγιος μοναχὸς τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου, ὁ ὁποῖος ἀντέκρουσε τὶς θέσεις τοῦ π. Ἐπιφανίου; Ἔχει δίκιο ὁ π. Τρικαμηνᾶς ὁ Εὐθύμιος, ὁ ὁποῖος ἔχει γράψει κι αὐτὸς ἕνα βιβλίο; Ἔχει δίκιο ἕνας Ἱερομόναχος Βασίλειος Παπαδάκης ποὺ ἔχει γράψει κι αὐτὸς ἕνα τεράστιο βιβλίο; Κι ἔχουν γράψει τοῦ κόσμου οἱ ἄνθρωποι ἑρμηνεύοντας τὸν Κανόνα αὐτόν. Καθῆστε π. Θεόδωρε, καὶ κάντε μας μία μελέτη νὰ δοῦμε τελικῶς τί ἰσχύει, τί πρέπει νὰ κάνουμε; Ἔχουμε προβλήματα μέσα στὴν Ἐκκλησία, νὰ μὴν κάνουμε κανένα λάθος.
Ἀλλὰ ἐγώ, λόγῳ τοῦ ὅτι ἰδιαίτερα τὰ τελευταῖα ἑνάμισι μὲ δύο χρόνια ἦταν πολὺ φορτωμένα μὲ τὴ Σύνοδο, δὲν μοῦ ἔμενε καιρὸς νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τὸ θέμα αὐτό, κι ἀκόμα κι ἐγώ, ἔβλεπα ἐδῶ, ἔβλεπα ἐκεῖ κι ἀποφάσισα τώρα μὲ τὴν εὐκαιρία ποὺ θὰ κάνουμε τὰ μαθήματα αὐτά, νὰ ξαναδῶ κι ἐγὼ ὅλη τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία καὶ νὰ ξαναδῶ τὰ κείμενα. Θὰ τὰ δοῦμε τὰ κείμενα ἐδῶ μαζί, καὶ θὰ δοῦμε τὶς βασικὲς θέσεις κι αὐτῶν τῶν πατέρων· τοῦ γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, μακαριστοῦ πλέον, ἑνὸς πολὺ λογίου καὶ ἐναρέτου κληρικοῦ, τοῦ γέροντος Θεοδωρήτου Ἱερομονάχου, ἁγιορείτης ζηλωτὴς μοναχός, ὁ ὁποῖος προσεχώρησε στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, λογιώτατος μοναχὸς καὶ πολὺ καλὸς γνώστης τῶν Ἱερῶν Κανόνων, καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς δικούς μας σήμερα· ἔγιναν καὶ συνέδρια γιὰ τὸ θέμα αὐτό, οἱ ὁποῖοι γράφουν γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό.
Γιὰ νὰ καταλάβετε τώρα πόσο σημαντικὰ εἶναι τὰ θέματα αὐτά, ἔχω φέρει σήμερα μαζί μου ἐδῶ νὰ σᾶς διαβάσω δύο κείμενα, δύο Μητροπολιτῶν γνωστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν Διακοπὴ Μνημοσύνου παλαιότερα τοῦ Ἀθηναγόρα τὸ 1970. Νὰ δεῖτε πὼς τὸ τοποθετοῦν. Τώρα ἔχετε ἀκούσει τὸν Κανόνα, τὸν ἐπικαλοῦνται κι αὐτοὶ τὸν Κανόνα. Ἀκοῦστε λοιπὸν τί λένε. Πρόκειται περὶ τῶν Μητροπολιτῶν, μακαριστῶν, Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, ὁ ὁποῖος πρῶτος ἔκοψε τὸ Μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα μὲ βάση τὸν Κανόνα αὐτόν, καὶ τοῦ Μητροπολίτη, ἐπίσης, Αὐγουστίνου Καντιώτη, ὁ ὁποῖος ἀκολουθώντας τὸν Ἐλευθερουπόλεως ἔκοψε κι αὐτὸς τὸ Μνημόσυνο, καὶ στὴν συνέχεια ἀκολούθησε (μακαριστὸς καὶ αὐτός) ὁ Παραμυθίας Παῦλος καὶ σχεδὸν ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὄρος. 1969 μὲ 1972-73 ὁλόκληρο τὸ Ἅγιον Ὄρος μαζί καὶ ὁ ἅγιος Παΐσιος ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα.
Δὲν εἶναι τὰ πράγματα ἁπλά. Καὶ τώρα ἀναλογικά, ἔπρεπε νὰ τὸ εἴχαμε κόψει χίλιες φορές, διότι αὐτὰ ποὺ κάνει ὁ Βαρθολομαῖος τώρα καὶ οἱ ἄλλοι εἶναι πολὺ χειρότερα ἀπ’ ἐκεῖνα ποὺ ἔκανε τότε ὁ Ἀθηναγόρας καὶ πιὸ τολμηρά. Ἀλλὰ ποιός ξέρει; Ποιός ἐνημερώνεται γιὰ ὅλα αὐτά; Καὶ πῶς ἐμεῖς σήμερα ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἔχουμε τὴν εὐαισθησία ποὺ εἶχαν αὐτοί, οἱ Ἁγιορεῖτες τότε (καὶ λυπᾶται καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς Ἁγιορεῖτες) οἱ ὁποῖοι ἔκοψαν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα μὲ μικρότερα ἐκκλησιαστικὰ ἀνοίγματα καὶ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα.
Ἀκοῦστε λοιπόν, τί γράφει τὸ ἱστορικὸ τηλεγράφημα τοῦ Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου γιὰ τὴν Διακοπὴ τοῦ Μνημοσύνου τοῦ Ἀθηναγόρα. Γράφει λοιπόν πρὸς τὴν Σύνοδο, ἡ ὁποία Σύνοδος δὲν τόλμησε νὰ τοὺς τιμωρήσει. Γιατί τώρα μᾶς φοβίζουν ὅλους πὼς ἂν διακόψετε τὸ μνημόσυνο θὰ σᾶς καθαιρέσουν, εἶστε σχισματικοί, θὰ σᾶς διώξουνε! Γιατί δὲν καθαιρέσανε τότε κι αὐτούς; Γιατί δὲν ὑπάρχει Κανονικὸ ἔρεισμα, δὲν ὑπάρχει Κανονικὴ βάσις, καὶ πρέπει νὰ βροῦνε κατηγορίες ἄλλες ἀσύστατες γιὰ νὰ καθαιρέσουν. Ἀπειλοῦν καὶ τώρα τὸν Ἀρχιμανδρίτη τὸν Παΐσιο Παπαδόπουλο, ποὺ διέκοψε τὸ Μνημόσυνο (τοῦ Φλωρίνης Θεόκλητου), τὸν ἀπειλοῦν μὲ καθαίρεση. Γιατί δὲν τοὺς καθαίρεσαν τότε; Καὶ τοὺς Ἁγιορεῖτες ὅλους οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τὸ Μνημόσυνο; Καὶ φωνάζουν σχισματικοὶ εἶστε κ.τ.λπ. Ἀκοῦστε λοιπὸν τὸ τηλεγράφημα τοῦ Ἀμβροσίου.
Πρὸς τὴν Σύνοδο.
«Μετὰ πικρίας ἀνέγνωμεν βλασφήμους δηλώσεις Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα καταχωρησθείσας εἰς ἀπογευματινὴν ἐφημερίδα Ἀθηνῶν δι ὧν ἐδονήθησαν θεμέλια Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως. [Ἔνιωσε ὁ Ἐπίσκοπος πὼς δονοῦνται τὰ θεμέλια. Τώρα, σεισμὸς γίνεται, χαμπάρι δὲν παίρνουμε!]. Ἡ κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπίθεσις καὶ δὴ ἀκριβῶς μίαν ἑβδομάδα πρὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς νηστειῶν, καθ’ ἣν τὰ πλήθη τῶν Ὀρθοδόξων ἑορτάζουν τὸν θρίαμβον τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων, ὑπῆρξε καθ’ ὅλας τὰς ἐνδείξεις προμελετημένη καὶ ἐπίβουλος.
Τὸ Φανάριον, ὅπερ μέχρι καὶ τῆς προχθὲς [τὄχω πεῖ αὐτὸ χιλιάδες φορὲς αὐτὸ καὶ τὄχω ἀποδείξει] ἀπετέλει ἔνδοξον ἔπαλξιν τῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀτρύτων ἀγώνων, οἱ ἡγέται τοῦ ὁποίου σθεναρῶς ἠγωνίσθησαν καὶ ἐθυσιάσθησαν ὑπὲρ τῆς πανσέπτου Ὀρθοδοξίας, [μέχρι καὶ τοῦ 19ου αἰῶνος] σήμερον μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ τίνας εὐαρίθμους ὁμόφρονας αὐτῷ κληρικούς, ἐξεστράτευσε διὰ νὰ τὴν πλήξη θανασίμως. [Τὸ Φανάρι πλήττει θανασίμως τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ἐπὶ Ἀθηναγόρα· τώρα χειρότερα].
Ἐφ’ ᾧ καὶ ἐπεστρατεύθη ἡ πρώτου μεγέθους, κατὰ τὴν πατριαρχικὴν ἔκφρασιν φυσιογνωμία, ὁ μητροπολίτης δηλονότι Χαλκηδόνος κ. Μελίτων, ἡ φωνὴ τοῦ Φαναρίου -κατὰ τὸν πατριάρχην- ὅμοιον τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει πολλοὺς τὸ Φανάριον καὶ τὸν ὁποῖον ἀσφαλῶς θὰ ἀπεθαύμαζε τὴν Κυριακήν της Τυροφάγου, [ὁ Πατριάρχης] ὅταν ἡδέως ἤκουεν αὐτοῦ, ἐξ Ἀθηνῶν ὁμιλοῦντος περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων, περὶ μεταμορφώσεως τῆς Ἐκκλησίας, περὶ καρναβάλου, ἀλλὰ (ἄκουσον-ἄκουσον) καὶ περὶ ὑποκρισίας. [Τὴν Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου, αὐτὸς ὁ Μητροπολίτης, ὁ Χαλκηδόνος Μελίτων, ἔκανε μέσα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Ἀθηνῶν ἕνα κήρυγμα, τὸ ὁποῖο τοὺς κοσμικοὺς τοὺς ξετρέλανε, καὶ μιλοῦσαν ὅλοι γιὰ τὸ ὡραῖο κήρυγμα. Ἀλλὰ ἦταν ἕνα κήρυγμα φοβερό. Ἀντορθόδοξο].
Μὲ ποῖον ὅμως κύρος ὁ κ. Μελίτων ἐτόλμησε νὰ στηλιτεύση ὑποκριτὰς καὶ ὑποκρισίαν, ὅταν ὁ ἴδιος καὶ δὴ ἐν ὥρᾳ θείας λατρείας μυρίους ὑποκριτικοὺς φωνητικοὺς ἀττικισμοὺς μετελθῶν καὶ διὰ χειρονομιῶν καὶ ποικίλων του σώματος κινήσεων, ἥκιστα σοβαρῶν καὶ σεμνῶν, κατὰ τὰς μαρτυρίας ἀκηκοότων καὶ ἑωρακότων, οὐχὶ εἰς λειτουργοὺς τοῦ Ὑψίστου ἀλλ΄ εἰς ἠθοποιοὺς καὶ μίμους προσιδιαζουσῶν, [ἔχουμε καὶ τώρα κάποιους ἠθοποιούς, καὶ μάλιστα ἱερεῖς καὶ Ἀρχιερεῖς· ἕνα δέ, δὲν τὸν ἀντέχω νὰ τὸν βλέπω, εἶναι σκέτος ἠθοποιός, φαντάζεστε ποιόν] ἐπέτυχε νὰ πείση τοὺς πάντας ὅτι ὄντως διαθέτει ἀξιόλογον τάλαντον ὑποκριτικῆς ἱκανότητος καὶ τέχνης.
[Διὰ ταῦτα].
Κατόπιν, λοιπόν, τῶν δημοσιευθεισῶν δηλώσεων τοῦ Πατριάρχου δι ὧν οὗτος φέρεται προσχωρῶν ἀνεπιφυλάκτως εἰς αἵρεσιν, ἐξαντληθείσης τῆς ὑπομονῆς μου καὶ μὴ ὑπάρχοντος περαιτέρω περιθωρίου ἀναμονῆς, ἔπαυσα ἀπὸ σήμερον ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΟΥΤΟΥ, [Μέχρι πότε; Ἔκανα ὑπομονή, ὁ Ἀθηναγόρας εἶπε ἐτοῦτο, εἶπε ἐκεῖνο, τὴν χρονιὰ ἐκείνη εἶπε κάτι γιὰ τὸ Πρωτεῖο καὶ τὸ Ἀλάθητο ἀπαράδεκτα, καὶ λέει, δὲν τὸν ἀντέχω ἄλλο. Στὶς Νέες Χῶρες, στὴν Ἐλευθερούπολη, ὑποχρεωμένος νὰ λέει, τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Ἀθηναγόρου καὶ τῆς Ἱ. Ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Μέχει πότε;] κατ’ ἐφαρμογὴν ΙΕ΄ Κανόνος Πρωτοδευτέρας Συνόδου. [Ἐφαρμόζοντας λοιπὸν τὸν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Συνόδου, αὐτὸν ποὺ σᾶς διάβασα, διακόπτω ἀπὸ σήμερα τὸ Μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου].
Τοῦ λοιποῦ θὰ μνημονεύωμεν ἁγίας καὶ ἱερᾶς ἡμῶν συνόδου, [διότι τῶν Νέων Χωρῶν κάνουν διπλὸ Μνημόσυνο· μνημονεύουν καὶ τὸν Πατριάρχη καὶ τὴν Ἱ. Σύνοδο. Λέει, ἐγὼ σταματῶ νὰ μνημονεύω τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη καὶ μνημονεύω μόνο τὴν Ἱ. Σύνοδο] ἐπιφυλασσόμενος ἐπαναλάβω μνημόσυνον αὐτοῦ, εὐθὺς ὡς οὗτος ἀποδοκιμάση ἢ διαψεύση ἀντορθοδόξους δηλώσεις του, καθ’ ἃς αἱ ἐκθεμελιωτικαὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ σατανικῆς ἐμπνεύσεως αἱρέσεις Πρωτείου καὶ Ἀλαθήτου ἀποτελοῦν ἁπλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔθιμα καὶ ἀσημάντους διαφοράς. [Εἶπε λοιπόν, ὁ Ἀθηναγόρας, ὅτι τὸ Ἀλάθητο καὶ τὸ Πρωτεῖο εἶναι ἀσήμαντες διαφορές].
Σήμερον σύμπασα ἡ Ὀρθοδοξία γεραίρει τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, [1970] προχθὲς ἑώρτασεν τὴν ἱερὰν μνήμην τοῦ μεγάλου Φωτίου, [6 Φεβρουαρίου] ἐπανηγύρισεν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ. [19 Ἰανουαρίου].
Ἐὰν συνταχθῶμεν τοῖς ἀντορθοδόξοις φρονήμασι τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, θὰ πρέπει ἀμέσως [ἐγὼ τἄχω πεῖ πρὶν τὰ διαβάσω αὐτά] νὰ διαγραφοῦν ἀπὸ τὸ ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οὐ μόνον τὰ ὀνόματα τῶν διαληφθέντων ἁγίων ἀλλὰ καὶ ἁπάντων τῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀγωνισθέντων καὶ ἀναιρεθέντων μαρτύρων. [Αὐτοὶ ἀγωνίστηκαν ἐναντίον τοῦ Παπισμοῦ, ἐναντίον τοῦ Πρωτείου, ἐναντίον τοῦ Ἀλαθήτου, κι ἔρχεται τώρα ὁ Ἀθηναγόρας καὶ λέει νὰ τοὺς βγάλουμε αὐτοὺς ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες].
Λυποῦμαι βαθύτατα διὰ τὴν ἣν ἔλαβον αὐστηρὰν θέσιν, ἔναντι ἀνακύψαντος σοβαροτάτου ζητήματος,
Ἡ ἀρχιερατική μου συνείδησις μὲ ὑποχρεοῖ, ἵνα μὴ σιωπήσω περαιτέρω. Καιρὸς ὅπως ὑψωθοῦν φραγμοὶ ἰσχυροὶ καὶ ἀνυπέρβατοι κατὰ παπικοῦ δεσποτισμοῦ καὶ ἐπεκτατικῶν αὐτοῦ σχεδίων, ταπεινὸς ὑπηρέτης τῶν ὁποίων ἀνεδείχθη -ἀτυχῶς- ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἀσθενεῖς τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει Οἰκουμενισταί.
Πιστεύομεν ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας οὐ μόνον θὰ κατανοήση ἀπόφασίν μου, εἰς ἣν μὲ ὁδηγεῖ ἐπιταγὴ συνειδήσεώς μου, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐφαρμόση ἔναντι δογματικῶς ἐκτροχιασθέντος Πατριάρχου, ὅ,τι οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ὑποδεικνύουν καὶ ἐπιτάσσουν».
[Σὰν νὰ τοὺς λέει, ὄχι μόνον δὲν μπορεῖτε νὰ μὲ τιμωρήσετε, ἀλλὰ πρέπει κι ἐσεῖς νὰ διακόψετε τὸ Μνημόσυνο, αὐτὸ ἐπιτάσσει ὁ ἱερὸς Κανών.
Αὐτὰ λοιπόν ὁ Ἀμβρόσιος τότε.
Τὸν τελευταῖο καιρὸ δημοσιεύτηκαν στὸ διαδίκτυο κάποια ἀποσπάσματα ἀπὸ σχετικὲς δηλώσεις τοῦ μητροπολίτου Αὐγουστίνου Καντιώτη, ὁ ὁποῖος ἀκολούθησε μετὰ τὸν Ἀμβρόσιο καὶ τὸ λέει. Εἶναι ἀπὸ διάφορα βιβλία τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη καὶ θὰ σᾶς διαβάσω καὶ αὐτὰ γιὰ νὰ δεῖτε πὼς δὲν εἶναι ἁπλὸ τὸ θέμα, διότι κάποια φορὰ ποὺ σᾶς ἄφηνα ἐνδεχομένως ἐδῶ τὴν ἐντύπωση ὅτι μπορεῖ κι ἐγὼ νὰ διακόψω τὸ μνημόσυνο -δὲν ἔχετε συνειδητοποιήσει τὴ σοβαρότητα τοῦ θέματος- καὶ λέγατε, ὄχι πάτερ, ὄχι πάτερ, ὄχι πάτερ, τί θὰ κάνουμε ἐμεῖς; Ὅλοι εἴμεθα ὑπεύθυνοι.
Ἡ συνείδησή μου, μοῦ τὸ ἐπιβάλλει, καὶ οἱ Κανόνες.
Λέει λοιπὸν ἐδῶ ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἀπὸ διάφορα δημοσιεύματά του, ὑπάρχουν παραπομπές].
Μόλις ἔγινα ἐπίσκοπος [στὴ Φλώρινα, τὸ ’70] ὡρισμένοι παλαιοημερολογῖται μὲ κατηγοροῦσαν, ὅτι δὲν ἔπαυσα τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα, ποὺ δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, καὶ δὲν τὸν ἀπεκήρυξα ὡς αἱρετικό. Τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου στὴν θ. λειτουργία, τὸ «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, … ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου ἐκκλησίαις ἐν εἰρήνῃ, σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, δὲν ἔχει τὴν ἔννοια βεβαιώσεως ὅλων αὐτῶν· ἐκφράζει εὐχή, ὁ Κύριος νὰ χαρίζῃ στὸν ἐπίσκοπο ἢ στὸν πατριάρχη ψυχικὴ εἰρήνη, σωματικὴ ὑγεία, ἀγαθὴ φήμη, καὶ διδασκαλία κατὰ πάντα ὀρθόδοξη. [Μία ἔνστασις. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐναντίον τῆς Διακοπῆς τοῦ Μνημοσύνου, κι αὐτὴ τὴν ἔνσταση παρουσιάζει ἐδῶ κι ὁ Αὐγουστῖνος, σὲ πρώτη φάση, εἶναι· καλά, ὅταν λέμε στὴν Θ. Λειτουργία «Ἐν πρώτοις μνήσθητι, Κύριε, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἢ τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Ἀνθίμου ἢ Ἂθηναγόρα, …ὃν χάρισαι ταῖς ἁγίαις σου ἐκκλησίαις… σῷον, ἔντιμον, ὑγιᾶ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», ἐκεῖνο τὸ «χάρισαι» εἶναι εὐκτική, μὲ -αι· δὲν λέμε ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ λέμε ὅτι παρακαλοῦμε, Θεέ μου, νὰ ὀρθοτομεῖ· εὐχόμαστε νὰ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ἑπομένως δὲν τὸν παρουσιάζουμε ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, λέει. Αὐτὸ εἶναι σωστό. Ἀλλὰ σὲ ἄλλες δύο περιπτώσεις τοὺς παρουσιάζουμε ὡς ὀρθοτομοῦντας· ὅταν στὴν Μεγάλη Εἴσοδο βγαίνει ὁ Ἐπίσκοπος καὶ λέει «τοῦ Πατριάρχου ἡμῶν Ἀθηναγόρου, Βαρθολομαίου καὶ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Ἐκεῖ λέμε ὅτι ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ἐκεῖνο πρέπει νὰ κοπεῖ σίγουρα σὲ περίπτωση τέτοια. Παρακάτω.]
Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας [συνεχίζει ὁ Αὐγουστῖνος] χωρὶς ἀμφιβολία εἶχε προβῆ σὲ ἐνέργειες, ποὺ τὸν ἔφεραν μακριὰ ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα· μοῦ ζητοῦσαν λοιπὸν νὰ τὸν κηρύξω γι᾿ αὐτὲς αἱρετικό, νὰ τὸν διαγράψω ἀπὸ τὰ δίπτυχα καὶ νὰ παύσω τὸ μνημόσυνό του. [Μόλις ἔγινε Ἐπίσκοπος]. Τοὺς ἀπήντησα, ὅτι ὡρισμένες ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου ἦταν παραβάσεις Ἱ. Κανόνων πού, ἂν ἀποδειχθοῦν ἀληθινές, συνεπάγονται καθαίρεσι. Ἀλλὰ ποιός θὰ τοῦ ἐπιβάλῃ τὴν καθαίρεσι; Τὸ ἁρμόδιο ὄργανο γιὰ κληρικοὺς εἶναι ἡ Σύνοδος, καὶ γιὰ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη ἡ Ἱεραρχία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. [κι ἐδῶ ἔχει λάθος ὁ μακαριστός, ὄχι ἡ Ἱεραρχία, ἀλλ’ ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου]. Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν κατέστη ὑπόδικος ἐνώπιον αὐτῆς, καὶ ἔτσι παρέμενε στὸ θρόνο. [Δὲν δίκασε Σύνοδος τὸν Πατριάρχη. Δὲν εἶχε διαβάσει καλὰ τὸν Κανόνα ποὺ λέγει καὶ «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως. Δὲν εἶχε διαβάσει καλὰ τὸν Κανόνα, παρακάτω, μετά, τὸν διάβασε κι ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ Ἀμβρόσιος, ποὺ ἤξερε τοὺς Κανόνες].
Ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῶν παλαιοημερολογιτῶν, ἡ καθαίρεσι καὶ ὁ ἀφορισμὸς διακρίνονται σὲ «δυνάμει» καὶ σὲ «ἐνεργείᾳ». [Εἶναι κάποιος «δυνάμει» καθηρημένος, ὅταν εἶναι αἱρετικός, ἀλλὰ καθίσταται «ἐνεργείᾳ» καθηρημένος, ὅταν τὸν καταδικάσει ἡ Σύνοδος]. Κληρικὸς ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, μέχρις ὅτου κριθῇ ἀπὸ Σύνοδο, μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ δυνάμει καθῃρημένος· ἐνεργείᾳ καθῃρημένος καθίσταται μόνο μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίσι. [Καὶ τὸ λέει αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης]. Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὶς ἀντικανονικὲς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου. Γιὰ παραβάσεις δηλαδὴ ἱ. κανόνων ἐθεωρεῖτο «δυνάμει» καθῃρημένος, δὲν ἦταν ὅμως καὶ «ἐνεργείᾳ». Ἀλλ᾿ ὑπῆρχαν καὶ ἐνέργειές του ποὺ ἔθιγαν δόγματα. [Ἀλλάζει τώρα]. Καὶ στὴν περίπτωσι αὐτή, ἀφοῦ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» κηρύττει διδασκαλίες ἀντορθόδοξες, [ὁ Ἀθηναγόρας, ὁ Βαρθολομαῖος δέκα φορὲς περσσότερο] δὲν ἀπαιτεῖται προηγουμένως ἀπόφασι καθαιρέσεως ἀπὸ ἁρμόδιο συνοδικὸ δικαστήριο· ἡ καθαίρεσις ἐπέρχεται αὐτομάτως κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, [ἑπομένως, ὅποιος κηρύσσει αἵρεση, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως, πρέπει νὰ μὴν ἔχουμε κοινωνία μαζί του. Ἐδῶ τὸ λέει πολὺ σκληρὰ ὁ Καντιώτης, «ἡ καθαίρεση ἐπέρχεται αὐτομάτως», δὲν χρειάζεται νὰ τὸν καθαιρέσει Σύνοδος, εἶναι καθηρημένος, ὅταν κηρύσσει αἵρεση κατὰ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Καὶ λέει,] τὸν ὁποῖο καὶ ἐγὼ ὡς ἱεροκῆρυξ εἶχα μνημονεύσει [τὸν 15ο Κανόνα] καὶ εἶχα ζητήσει [ὡς ἱεροκῆρυξ, πρὶν γίνει Ἐπίσκοπος] ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Β. Ἑλλάδος νὰ τὸν ἐφαρμόσουν καὶ νὰ διακόψουν τὴν κοινωνία μὲ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη. [Φανταστεῖτε τώρα τὸν Καντιώτη, ὡς Ἱεροκήρυκα στὴν Ἀθήνα καὶ Ἀρχιμανδρίτη νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ἀρχιερεῖς τῶν Νέων Χωρῶν καὶ νὰ λέει, γιατί δὲν διακόπτετε τὸ Μνημόσυνο τοῦ Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ εἶναι αἱρετικός; Ἔ, ὅταν ἔρχεται κι αὐτὸς στὶς Νέες Χῶρες, ἐδῶ, Ἐπίσκοπος, τοῦ λένε οἱ ἄλλοι, μὰ ἐσὺ ἔλεγες αὐτά, στὴ Β. Ἑλλάδα εἶσαι κι ἐσύ, τώρα ἐσὺ γιατί δὲν τὸ κάνεις; Γιατί δὲν διακόπτεις τὸ Μνημόσυνο;]. Γιατί τώρα, μὲ ρωτοῦσαν, ποὺ γίνατε ἐπίσκοπος τῆς Βορείου Ἑλλάδος, δὲν ἐφαρμόζετε ὁ ἴδιος τὸν κανόνα καὶ δὲν διακόπτετε τὴν πνευματικὴ σχέσι μὲ τὸν πατριάρχη;
Ἀπάντησις. Ἐξακολουθῶ νὰ πιστεύω ὅ,τι πίστευα καὶ τότε. Δὲν ἐφαρμόζω ὅμως ἀκόμη τὸν κανόνα αὐτόν, ὄχι διότι φοβοῦμαι· διεκινδύνευσα ἤδη τὸ θρόνο κατ᾿ ἐπανάληψιν γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ Ἱ. Κανόνων. [Πράγματι πόσες φορὲς πῆγαν ἐκεῖ νὰ τὸν βγάλουν τρελλό, νὰ τὸν ἐκθρονίσουν, μὲ τὴ Χοῦντα τότε]. Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἔχω τὴν ἀπόφασι νὰ τὸν ἐφαρμόσω, [ἐνῶ λέω μέσα μου, πρέπει νὰ τὸν ἐφαρμόσω] τρέμω [πόσο σοβαρὸ θέμα εἶναι] καὶ ἰλιγγιῶ ἐμπρὸς στὴν εὐθύνη ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ μία ἐνέργεια ποὺ θὰ ἔχῃ χαρακτῆρα δονήσεως μέσα στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. [Κανονικὰ πρέπει νὰ τὴν ἐφαρμόσω, ἀλλὰ τρέμω καὶ δειλιῶ, γιατὶ ἂν κόψω τὸ Μνημόσυνο, αὐτὸ εἶναι ἕνας σεισμὸς μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία]. Ἐρευνῶ λοιπὸν καὶ βασανίζω τὸ πρᾶγμα βαθύτερα, [ὅ,τι κάνουμε κι ἐμεῖς] καὶ περιμένω πληροφορία τῆς συνειδήσεώς μου, ἡ ὁποία ἰσχυρῶς νὰ μὲ πείθῃ ὅτι ἤγγικεν ἡ ὥρα. Παρακολουθῶ μὲ προσοχὴ καὶ ἀγωνία τὴν ἐξέλιξι τῆς καταστάσεως. Βλέπω, ὅτι καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνησυχοῦν καὶ διερωτῶνται· ποῦ πᾶμε; Κάτι φοβερὸ ἐγκυμονοῦν οἱ καιροί μας. [Τότε τὸ ’70. Τώρα; Φοβερό, φρίκη]. Συνεχῶς προετοιμάζω τὴν ψυχή μου, τὸ ποίμνιό μου, καθὼς καὶ τὶς ψυχὲς τῶν φίλων ἀναγνωστῶν, [τῆς «Σπίθας» κ.ἄ.]. γιὰ τὴν κρίσιμη ὥρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἴθε ὁ Κύριος ἀποτρέψῃ ἀπὸ μᾶς τὸ πικρὸ ποτήριο. Εἴθε νὰ μὴ διασπασθῇ ἡ ἑνότης διὰ τῆς πραγματοποιήσεως ἐνδομύχων πόθων ὡρισμένων οἰκουμενιστῶν ταγῶν τῆς Ἐκκλησίας. [Καταλάβαινε ὅτι αὐτὸ τὸ θέλουν κι οἱ Οἰκουμενιστές]. Ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει τὸ πότε καὶ πῶς θὰ ἐφαρμόσω τὸν ἀνωτέρω κανόνα, δὲν θὰ μοῦ τὸ ὑποδείξουν ἀνεύθυνα πρόσωπα, [ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ κάποιοι φανατικοὶ Παλαιοημερολογῖτες] ἀλλὰ ἡ συνείδησί μου, ἀκούγοντας καὶ τὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἐκείνου ποὺ ἀγωνίσθηκε μαζί μου σὲ ἡμέρες σκληρᾶς δοκιμασίας. [Τελικῶς ὅμως, ἔκαμε τὴν παύση λίγο ἀργότερα, μερικοὺς μῆνες μετὰ ἀπὸ αὐτά].
Ἐπικροτῶ [Μάρτιος τοῦ ΄70] τὴν πρᾶξι τοῦ μητροπολίτου Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβροσίου, ποὺ ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἐξ αἰτίας τῶν νεωτέρων δηλώσεών του περὶ κοινοῦ ποτηρίου, πρωτείου, ἀλαθήτου καὶ φιλιόκβε. [Ὁ Ἀθηναγόρας εἶπε, δὲν εἶναι τίποτε αὐτά, οὔτε τὸ φιλιόκβε, οὔτε τὸ Πρωτεῖο, οὔτε θὰ πᾶμε στὸ κοινὸ ποτήριο]. Ἡ παῦσις ὁπωσδήποτε θὰ ἐπεκταθῇ. Καὶ ἄλλοι ἱεράρχαι ἑτοιμάζονται νὰ διαμαρτυρηθοῦν. Ἡ κατάστασι ἐκτραχύνεται. Τὸ σκάνδαλο παίρνει διαστάσεις. Τὸ γόητρο τοῦ Πατριαρχείου πέφτει. Πλησιάζει κάποια τρομακτικὴ διάσπασις τῆς ἑνότητος τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου· θὰ ἐπακολουθήσῃ πνευματικὸς ὄλεθρος.
Νά, τ᾿ ἀποτελέσματα τοῦ διαλόγου ποὺ ἄρχισαν πάπας καὶ πατριάρχης. Ὁ διάλογος εἶναι πονηρὴ παγίδα τοῦ παπισμοῦ γιὰ νὰ διαλύσῃ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ Διαρκὴς Ἱ. Σύνοδος, ὅπως παρετήρησαν καὶ ἄλλοι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ τὴν κατάστασι. Εἶναι ἀνάγκη νὰ συγκληθῇ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία στὸ κεφαλαιῶδες τοῦτο ζήτημα εἶμαι βέβαιος ὅτι μὲ θαυμαστὴ ἑνότητα θὰ στηλιτεύσῃ τὶς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ θ᾿ ἀπευθύνῃ διάγγελμα πρὸς ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, ποὺ εἶναι ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς ἀντικανονικὲς καὶ ἀντορθόδοξες ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἴσως ὁ πατριάρχης, πρὸ τοῦ κινδύνου καταδίκης του ἀπὸ ὅλη τὴν Ἱεραρχία, ν᾿ ἀνανήψῃ. [Ποτὲ δὲν ἤρθη αὐτὴ ἡ καταδίκη].
Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, ἀμέσως μετὰ τὴ δημοσίευσι τῶν φρικωδῶν δηλώσεων τοῦ πατριάρχου περὶ πρωτείου, ἀλαθήτου τοῦ πάπα καὶ φιλιόκβε, θὰ ἔπρεπε νὰ συγκληθῇ σὲ ἔκτακτη συνεδρίασι, ν᾿ ἀπευθύνῃ ἐρώτημα στὸν πατριάρχη ἂν εἶναι ἀκριβεῖς ἢ ὄχι οἱ δηλώσεις, καὶ νὰ καθησυχάσῃ τὸν ὀρθοδόξου λαοῦ. Ἱεράρχαι ποὺ διαμαρτυρήθηκαν ἢ καὶ ἔπαυσαν τὸ μνημόσυνο, [Δέστε, «οἱ Ἱεράρχαι ποὺ διαμαρτυρήθηκαν ἢ καὶ ἔπαυσαν τὸ μνημόσυνο»] ὄχι μόνο ἀπαλλάσσονται ἀπὸ εὐθύνη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἄξιοι ἐπαίνου, διότι ἑρμήνευσαν ὀρθὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Δημιουργήθηκε σοβαρὸ ζήτημα πίστεως καὶ κρίσεως τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως, τὸ ὁποῖο μόνο ἡ Ἱεραρχία μπορεῖ ν᾿ ἀντιμετωπίσῃ. Τὶς τυχὸν ἐναντίον διαμαρτυρομένων ἱεραρχῶν φωνὲς ἀπίστων, ἀθέων, πνευματιστῶν, μασόνων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ψυχροὶ καὶ ἀδιάφοροι καὶ ληξιαρχικῶς μόνο ἀνήκουν στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρέπει νὰ περιφρονήσουμε σὰν γαυγίσματα μικρῶν σκύλων, ὅπως διδάσκουν ἀείμνηστοι πρόμαχοι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἂς ἀκούσουμε τὰ πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὰ ὁποῖα ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς Ἑλλάδος στρέφουν ἐναγωνίως τὰ βλέμματά τους πρὸς τοὺς ποιμένας, ζητώντας ῥωμαλέα ὑπεράσπισι τῆς πατροπαραδότου εὐσεβείας.
Μετὰ ἀπὸ τὴν διακοπή [τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1973 τὰ λέει αὐτά]. Μᾶς κατηγοροῦν, ὅτι δὲν σεβόμεθα τὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὅλως αὐθαιρέτως διεκόψαμε τὸ μνημόσυνο τοῦ ὀνόματος τοῦ πατριάρχου. Ὄχι, ἀδικοῦν τὴν ἀλήθεια ὅταν λένε «ὅλως αὐθαιρέτως». Τὸ ἀληθὲς εἶναι τὸ τελείως ἀντίθετο. Ἐὰν ἀνοίξετε τὸ Πηδάλιο καὶ μελετήσετε τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τότε θὰ δῆτε ὅτι ὄχι «ὅλως αὐθαιρέτως» ἀλλὰ «ὅλως κανονικῶς» διεκόψαμε τὴ μνημόνευσι τοῦ πατριάρχου. Τὴν διεκόψαμε μετὰ ἀπὸ φρικώδεις δηλώσεις του περὶ πρωτείου καὶ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, περὶ φιλιόκβε κ.λπ., «Γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διεκηρύσσοντο, σὲ παγκόσμιο κλίμακα, ἀντορθόδοξες διδασκαλίες, ποὺ ἔχουν καταδικασθῆ ἀπὸ πλῆθος Συνόδους. Οἱ δὲ τρεῖς μητροπολῖται τῆς Βορείου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι μὲ πόνο ψυχῆς προχωρήσαμε στὴν διακοπὴ τοῦ πατριαρχικοῦ μνημοσύνου, [Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος καὶ Παῦλος Παραμυθίας] μὲ ἔγγραφο πρὸς τὴν Ἱ. Σύνοδο δηλώσαμε ὅτι, ἐὰν ὁ πατριάρχης διέψευδε τὶς σχετικὲς δηλώσεις, ἐμεῖς θὰ ἐπαναλαμβάναμε τὸ μνημόσυνο. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἐκεῖνος ἐπέμεινε στὶς πεπλανημένες ἀντιλήψεις του. [Ἀκοῦστε τώρα]. Τὸ δὲ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἱ. Σύνοδος, παρ᾿ ὅλες τὶς πιέσεις ποὺ δέχθηκε, δὲν προχώρησε νὰ ἐπιβάλῃ κυρώσεις ἐναντίον μας, δείχνει ὅτι κατὰ βάθος ἀνεγνώριζε τὴν ὀρθότητα τῆς ἐνεργείας μας. [Τώρα μᾶς ἀπειλοῦν. Ἤδη τὸ καλοκαίρι ἐμένα μὲ καθήρεσαν κάποιοι, μὲ τὸ μυαλό τους. Μᾶς ἀπειλοῦν τώρα]. Προσέφερε δὲ ἡ ἐνέργειά μας αὐτὴ ὑψίστη ὑπηρεσία στὸ Πατριαρχεῖο, διότι ὑπῆρξε ἕνα φρένο στὸν πατριάρχη, ποὺ ἔσπευδε πυραυλοκινήτως πρὸς ἄκαιρον ἕνωσιν μὲ τοὺς παπικούς († ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος).

Αναρτήθηκε από Πατερική Παράδοση στις 11/11/2016

ΕΣΧΑΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ! ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΜΝΗΜΟΝΙΟΥ ΣΕ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ !

Περί Υπομονής

(Κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον Κεφ.21, στ.19)

"...ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν"

δηλαδή: "με την υπομονή σας θα κερδίσετε (θα σώσετε) τις ψυχές σας (για την αιώνια ζωή)."


(Κατά Λουκάν Εὐαγγέλιον Κεφ.8, στ.15)

Η παραβολή του Σπορέως"...τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ."

δηλαδή: "Το δε μέρος του σπόρου, που σπάρθηκε στην εύφορο γη, συμβολίζει τους καλοπροαίρετους ανθρώπους, οι οποίοι με καλή και αγαθή καρδιά, αφού άκουσαν το Λόγο του Θεού, τον κρατούν με προσοχή και ευλάβεια μέσα τους και έχουν ως καρπούς τα έργα της αρετής μαζί με την υπομονή, την οποία θα δείχνουν σε διάφορες θλίψεις και περιπέτειες."

Έναν μόνον Κύριον

(Κατά Ματθαίον Εὐαγγέλιον Κεφ.6, στ.24) 

"Οὐδεὶς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ."

δηλαδή: "Κανείς δεν μπορεί να υπηρετεί συγχρόνως δύο κυρίους, διότι ή θα μισήσει τον ένα και θα αγαπήσει τον άλλον ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα καταφρονήσει τον άλλο. Και σεις δεν είναι δυνατόν να υπηρετείτε το Θεό και τον πλούτο"