.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων»



«ΕΜΙΣΗΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΠΟΝΗΡΕΥΟΜΕΝΩΝ...»

Ὁ πιστός ἄνθρωπος, ὁ Ὀρθόδοξος πιστός Χριστιανός, σέ στιγμές πνευματικῆς περισυλλογῆς καί ἰδίως κατά τίς ὧρες τῆς προσευχῆς, πού ἡ ψυχή ἀνοίγεται στήν ἐπικοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό, ἐκτός τῶν ἄλλων, ποιεῖ καρδιακή ἀναφορά καί γιά τήν ὅλη του συμπεριφορά. Ἀπό θετικῆς ἀπόψεως βλέπει τήν προσπάθεια τήν ὁποία ἔχει εἰς τό νά βαδίζῃ τήν ὁδόν τῆς Εὐαγγελικῆς ἀρετῆς, ἀπό τό «κατ᾽ εἰκόνα» δηλαδή εἰς τό «καθ᾽ ὁμοίωσιν» μέ ὅλες τίς παραμέτρους τοῦ θέματος, καί ἀπό ἀρνητικῆς ἀπόψεως παρακολουθεῖ τόν ἀκατάπαυστο ἀγῶνα πού διεξάγει εἰς τό νά μή συναναμιγνύεται μέ τούς ἀσεβεῖς. Μέ ἐκείνους τούς ἀνθρώπους δηλαδή πού ἀρνοῦνται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀποστρέφονται τήν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης πού ὁδηγεῖ εἰς τήν ἁγιότητα.
Ὁμιλοῦμε βεβαίως γιά τούς συνειδητούς πιστούς καί τούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, πού, παρά τίς μικρότερες ἤ μεγαλύτερες ἀδυναμίες τίς ὁποῖες γνωρίζουν ὅτι ἔχουν, ἐπιθυμοῦν νά τίς κατανικήσουν καί νά τίς μεταβάλλουν ἀπό κακίες καί πάθη σέ ἀρετές. Καί τό τονίζομε αὐτό, διότι ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὅλως ἀνοήτως, φρονοῦν ὅτι μποροῦν δῆθεν νά συνδυάσουν τήν ζωήν τῆς δικαιοσύνης μέ τήν ζωήν τῆς ἀδικίας καί τῆς ἁμαρτίας. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ρίπτουν στάχτην εἰς τούς ὀφθαλμούς τῆς καρδίας των μέ ἀποτέλεσμα νά ἀμβλύνεται ἡ συνείδησίς των καί νά φθάνῃ ἕως καί τῆς πωρώσεως. Τελικῶς δέ, νά φθάνουν εἰς τό κατάντημα νά τούς ἐγκαταλείπῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού σημαίνει ἑκουσία θεοεγκατάλειψι, δηλαδή αὐτοθεοεγκατάλειψι, ἀφοῦ ὁ Θεός οὐδέποτε ἀρνῆται τό πλάσμα Του.
Ἔτσι, γίνονται ἐν πολλοῖς ὑποκριταί, ἀλλά καί οἱ πράξεις των καθίστανται μισητές. Ἐμᾶς ὅμως ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει θέσει ὅριον καί μέτρον ἄριστον εἰς τίς πράξεις καί ἐνέργειές του καί αἰσθανόμενος τήν ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἔχει τήν παρρησία νά ἀπευθύνεται πρός τόν Κύριον τῆς Δόξης. Ἐκεῖνο δηλαδή πού ἐφήρμοζαν κυρίως οἱ Ἅγιοι καί ἐκεῖνο πού βίωναν οἱ Δίκαιοι καί οἱ Προφῆτες εἰς τόν χῶρον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Μέσα σέ ἕνα τέτοιο πνεῦμα κατανυκτικῆς προσευχῆς καί δεήσεως καί μέσα σέ μία ἀτμόσφαιρα ἐξομολογητικῆς διαθέσεως, ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ, ἔχοντας ἀπολύτως ἤρεμη τήν συνείδησί του, καί ζητῶντας τήν Θεία προστασία ἐναντίον τῶν συκοφαντῶν του, βέβαιος ὅτι ὁ Κύριος καί Θεός θά τόν προστατεύση, ἐκφράζει μέ ἕναν εἰλικρινῆ καί συγκινητικό τρόπο τήν ἀποστροφή του ἐναντίον ὅλων ἐκείνων πού σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ἔργα πονηρά.
Ἀλλά, ἄς πάρωμε εἰς τά χέρια μας τό ἱερό κείμενο τοῦ Ψαλτηρίου καί θά αἰσθανθοῦμε τήν ἰδιαιτέρα εὐλογία ἀλλά καί τήν ἀγανάκτησι τοῦ Δαυΐδ. Τήν ἀγανάκτησι καί τήν ἀποστροφή πού ἔνοιωθε ἐναντίον τῶν πονηρῶν ἔργων, ἕνεκεν τῆς πλουσίας Χάριτος πού ἐνοικοῦσε εἰς τήν ὕπαρξί του. Τό ἱερό κείμενο συγκλονίζει καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο πώς οἱ Ο´ (ἑβδομήκοντα) μεταφρασταί μέ τήν «θεόθεν οἰκονομηθεῖσαν» μετάφρασίν των, χρησιμοποιοῦν τίς συγκεκριμένες λέξεις πού θά ἀναλύσωμε.

Ψαλμός ΚΕ´, 5: «Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καί μετά ἀσεβῶν οὐ μή καθίσω».

Δηλαδή, ἐμίσησα μέ ὅλην μου τήν καρδία κάθε σύναξι καί συναγωγή ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι σχεδιάζουν καί μηχανεύονται ἔργα πονηρά. Καί δέν θά καθίσω ποτέ μέ ἀσεβεῖς ἀνθρώπους. Δέν θά συναναστραφῶ καί δέν θά συνεργασθῶ μέ ἀνθρώπους αὐτοῦ τοῦ συναφιοῦ. Δέν θά γίνω μέλος τῆς «κλίκας» εἰς τήν ὁποίαν ἐπιπολάζει ἡ ἁμαρτία.
Αὐτά λοιπόν λέγει εἰς τήν καρδιακή του προσευχή καί αὐτήν τήν ἁγία ἀγανάκτησι ἐκφράζει μέ τήν κινύρα του ὁ κατ᾽ ἄνθρωπον πρόγονος τοῦ Χριστοῦ μας!
Καί ἄς μήν εὑρεθῇ κανείς νά ὑποστηρίξῃ ὅτι αὐτές οἱ ἐκφράσεις ἐδικαιολογοῦντο μόνο τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἰς τήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ, πρό τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐνῶ σήμερα κρίνονται ὡς ἀπαράδεκτες, ἀκραῖες καί φανατικές. Ὅποιος ὑποστηρίξει τήν θέσι αὐτή, τό μόνο πού θά ἀποδείξη θά εἶναι ὅτι μέσα εἰς τήν ψυχή του δέν καλλιεργεῖται, οὔτε ἴχνος, οὔτε μόριο, οὔτε «ἠλεκτρόνιο» ἐνθέου ζήλου καί αὐθεντικῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς.
Φυσικά, ἐάν κανείς θέλῃ νά ἔχῃ τό «χρῖσμα» τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀνομίας σέ ὅλα τους τά ἐπίπεδα καί σέ ὅλες τίς σφαῖρες τῆς κοσμικῆς τους ἐπιρροῆς, θά ψάξη καί θά βρῆ πολλές ἀδικαιολόγητες δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες δέν θά εἶναι παρά «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» (Ψαλμ. ΡΜ´, 4). Ὅσοι δέ ἔχουν χλιαρή πίστι, ἀντί νά εἶναι «τῷ πνεύματι ζέοντες» (Ρωμ. ΙΒ´, 11), θά ἀποδέχωνται τήν «ἐκκλησίαν τῶν πονηρευομένων» καί θά ἄγωνται καί θά φέρωνται ἀπό αὐτήν.
Ὁ Δαυΐδ λοιπόν ἐμίσησε τήν πονηρευομένην ἐκκλησίαν, δηλαδή τήν σύναξι καί συναγωγή τῶν ἀνθρώπων πού σχεδιάζουν, δρομολογοῦν καί ἐνεργοῦν ἄκρως ἀντίθετα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐμεῖς, λαμβάνοντες τήν φρᾶσι αὐτή «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», μεταφέρομε τήν ἀγανάκτησι, τήν πικρία καί τόν πόνο μας γιά ὅσα ἀντιχριστιανικά, παράλογα καί ἐγκληματικά συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς πολιτείας, ἀλλά καί ὅσα, τό ὀλιγώτερον ἀπαράδεκτα, συμβαίνουν ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ὅσα ἄστοχα καί ἀντίθετα πρός τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον καί τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσί μας ἐνεργοῦνται, ὄχι μόνον ἀπό κάποιους ποιμένες πού κατέχουν ὑψηλές θέσεις, ἀλλά καί ἀπό ὡρισμένους κληρικούς οὐ μήν ἀλλά καί μοναχούς, μά καί ἀπό ἄλλους, πού ἀνήκουν εἰς τόν λαό.
Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά σταθῇ εἰς τό ὕψος Της, ὡς Νύμφη τοῦ Ἐσταυρωμένου, μακρόθεν κακοδοξιῶν καί αἱρέσεων καί ἐπίσης νά μή καταντᾶ θεραπαινίς τοῦ κράτους.
«Ἐμίσησα» λοιπόν ἐκκλησίαν πονηρευομένων.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού συνεργάζεται καί συνδειπνεῖ μέ τόν Καίσαρα καί παρουσιάζεται εἰς τόν κόσμον ὡς ἰχθύος ἀφωνοτέρα καί βατράχου ἀπραγοτέρα.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ρίπτει ὕδωρ εἰς τόν οἶνον της μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκχυδαΐζονται τά ὅσια καί τά ἱερά.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν Παπίζουσαν, θεολογίαν Λατινίζουσαν καί ποιμαντικήν Βατικανίζουσαν.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία δέν ἀποκηρύσσει, πατερικῷ τῷ τρόπῳ, τόν ἐπάρατο Οἰκουμενισμό καί εὐκαίρως-ἀκαίρως κηρύσσει δῆθεν «Οἰκολογικήν Θεολογίαν».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού τούς λύκους ὁρᾶ, ἀλλά δέν προφυλάσσει τό ποίμνιό της ἀπό «στρατεύματα κατοχῆς», τήν ἐθνοκτονία, τόν ἀφελληνισμό, τήν ἀποδόμησι τῆς παιδείας, τῶν παραδόσεων, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσης, ἀπό τήν οἰκογενειοκτονία, τήν κοινωνική ἐξαθλίωσι, νόμους ἀντιρατσιστικούς, πού σχεδιάζονται ἕνεκεν δῆθεν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐξαιρουμένων ὅμως τῶν ἑλληνορθοδόξων δικαιωμάτων (γιατί ἄραγε;)…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν ἀντιδρᾶ στήν ἀνέγερσι τζαμιῶν καί ἀνέχεται ἀδιαμαρτύρητα νά διδάσκεται τό ἀντίχριστο Ἰσλάμ μέσα εἰς τά Ὀρθόδοξα θεολογικά σπουδαστήρια, ἐκεῖ ὅπου δεσπόζουν οἱ Τρεῖς Μέγιστοι Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος, δηλαδή οἱ Προστάτες τῶν Ἑλληνορθοδόξων γραμμάτων.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν διακηρύσσει ξεκάθαρα πώς τά «πάθη τῆς ἀτιμίας» (Ρωμ. Α´, 26) καί τά πονηρά ἔργα τῆς σαρκός, ἡ ὁμοφυλοφιλία, ἡ συμβίωσις τῶν ὁμοφύλων καί τά ἐπακόλουθα αὐτῶν εἶναι οἱ πλέον ἀηδιαστικές διαστροφές καί οἱ ἐπαχθέστερες τῶν ἁμαρτιῶν πού ἐπιφέρουν τήν «ὀργή τοῦ Θεοῦ ἐπί τούς υἱούς τῆς ἀπειθείας» (Κολάσσ. Γ´, 6).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού, ἐνῶ σέ θέματα πίστεως καταντᾶ τήν Οἰκονομία παρανομία μέ τό νά καταργῇ πρακτικά ἐντελῶς τούς Κανόνες (π.χ. ἀμνηστεύοντας τά κωλύματα ἱερωσύνης, κλπ.), σέ θέματα ὅμως ἐξουσίας, δικαιοδοσίας, κλπ.ψάχνει καί τήν τελευταία ὑποπαράγραφο τοῦ τελευταίου ὑποκανόνα γιά νά ὑπερασπισθῇ τά «δικαιώματά» της, (διάφορες διεκδικήσεις, ἀπαγόρευσι Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, κλπ.).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού κάνει περικοπές, ἀλλαγές, ἀλλοιώσεις… εἰς τίς καθιερωμένες ἐκκλησιαστικές διατάξεις, εἰς τίς ἀκολουθίες, εἰς τά Τυπικά, κλπ., (μεταφράσεις τῶν Λειτουργικῶν κειμένων…) θέλοντας δῆθεν νά βοηθήσῃ καί νά οἰκονομήσῃ τούς πιστούς. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι, ἀντί νά βοηθᾶ καί νά ἐκκλησιαστικοποιῇ τούς πιστούς, νά τούς ἀποκόπτῃ ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική Ἀκρίβεια, πρᾶγμα ἀνεπίτρεπτο καί ἀπαράδεκτο.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἀμνηστεύει ἁμαρτίες, ὅπως σέ θέματα ἀποφυγῆς τεκνογονίας, προγαμιαίων σχέσεων, παραβιάσεων τῶν διατεταγμένων νηστειῶν, κλπ.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού οἱ ποιμένες της εἶναι μόνον «θρόνων διάδοχοι» καί ὄχι ταυτοχρόνως καί «τρόπων μέτοχοι».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν ὡρισμένων κληρικῶν, τῶν ὁποίων ἡ συμπεριφορά εἶναι παγιωμένη σέ «δύο μέτρα καί δύο σταθμά» καί οἱ ὁποῖοι προσκολλῶνται μέν στό «γράμμα τοῦ νόμου», ὅταν δέ αὐτό ἀντιβαίνῃ στά «καλά καί συμφέροντα», ἀνακαλύπτουν μέ συγκίνησι τό «πνεῦμα τοῦ νόμου». Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ποιμένες, στούς ὁποίους δέν μπορεῖς νά ἔχῃς ἐμπιστοσύνη ἀφοῦ καί οἱ ἴδιοι οὐδέποτε παρουσιάζουν σταθερή καί ἀπρόσκοπτη πνευματική πορεία. Τό «ναί-ναί» καί τό «οὐ-οὐ» ἔχει ἀντικατασταθῆ ἀπό τό Ο.Φ.Α. (ὅπου φυσάει ὁ ἄνεμος).
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει νά καλλιεργῆται τό ἀγκάθι τοῦ «ἀρρωστημένου Γεροντισμοῦ» καί νά αὐξάνῃ τό τριβόλι τῆς πνευματικῆς ἐξαρτήσεως ἀπό ὡρισμένους «αὐτοτιτλοφορούμενους διορατικούς» «Γεροντάδες», «Γερόντισσες», ἀλλά τελευταίως καί λαϊκούς «Γεροντάδες». Εἶναι περιπτώσεις ἰδιορρύθμων προσώπων πού στραγγαλίζουν τήν ἐλευθερία «…οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β´ Κορ. Γ´, 17), δημιουργοῦν ὀπαδούς-ὁμάδες, ἀνοίγουν δικά τους «πηγαδάκια», καλλιεργοῦν τήν προσωπολατρία… καί τελικά μεταβάλλονται σέ φρέατα τῆς ἀβύσσου. Ἐδῶ πλέον δέν βασιλεύει στούς τυφλούς ὁ μονόφθαλμος, ἀλλά ἰσχύει ἡ λαϊκή ρῆσις «βαδίζουν ὡς οἱ στραβοί εἰς τόν ᾅδη».
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου μερίδα, δυστυχῶς, τοῦ ἀγγελικοῦ τάγματος τῶνμοναχῶν μετετράπη εἰς νεοεποχήτικο ὄχημα καί δούρειο ἵππο τῆς Ε.Ο.Κ. καί ἄλλων «εὐεργετῶν». Εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεταλλάξει τίς μοναχικές ὑποσχέσεις σέ σχέσεις διεθνοῦς καί ἐγχωρίου μάρκετινγκ... Μάλιστα, καθ᾽ ἥν στιγμήν ἐν ψυχρῷ θίγεται καί προσβάλλεται τό Ὀρθόδοξο Δόγμα, ἀποδομεῖται ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, προωθεῖται ἡ ἐκκοσμίκευσις τῆς Ἐκκλησίας, κλπ., αὐτή ἡ μερίδα τῶν μοναχῶν, ἀντί νά στηλιτεύουν μέ σθένος καί ἀνυποχώρητο καί ἀδιαπραγμάτευτο λόγο τά κακῶς κείμενα, ἐβουβάθησαν, διότι ἀπέκτησαν τήν «νοεράν ἔνοχον σιωπήν»…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου μονάζουσες τινές καί μοναχοί τινές λοξοδρομοῦν ἀπό τήν εὐλογημένη ὁδό τῆς γνησίας, ὑγιοῦς καί αὐθεντικῆς ὑποταγῆς καί ὑπακοῆς. Αὐτοί, ἐκτός τῶν ἄλλων, δέν ἔχουν Πατερικό φρόνημα καί δέν ἐφαρμόζουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό θέλημα τῶν ἀνθρώπων. Ἐπίσης, καλλιεργοῦν ἕνα πνεῦμα αὐταρκείας, ἐνδιαφέρονται μόνο γιά τά ἡμέτερα, τηροῦν δέ σιγήν ἰχθύος καί ἀδιαφοροῦν γιά τό ὅτι βάλλεται ἔσωθεν καί ἔξωθεν ἡ Ἐκκλησία…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, ὅπου ἀπαραδέκτως οἰκειοποιοῦνται Γεροντάδες καί Ἁγίους καί ἀντί νά ἀσπασθοῦν τό φρόνημά τους, ὑψώνουν ἕως οὐρανοῦ τίς ἰδικές τους «προσωπικότητες» καί τίς ἰδικές τους «μάνδρες», λές καί οἱ Γεροντάδες καί οἱ Ἅγιοι ἀνήκουν εἰς τόν προσωπικό - ἰδιωτικό τους τομέα καί ὄχι εἰς τό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς ὅλον τόν κόσμο.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν μερίδος λαϊκῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκχριστιανίζονται μόνον τίς Κυριακές, ἐνῶ τόν ὑπόλοιπο χρόνο ἀποκαλύπτεται ὅτι εἶναι «βαπτισμένοι εἰδωλολάτρες», πρόσωπα τά ὁποῖα ἔχουν ὁμάδα αἵματος «Α⁺ Φαρισαϊσμοῦ» καί φαινομενικῆς συμπεριφορᾶς στήν Ἐκκλησία «Καλοῦ Σαμαρείτου»… Τελῶνες ἔσωθεν εἰς τίς Λειτουργικές συνάξεις καί Φαρισαῖοι ἔξωθεν εἰς τούς κοσμικούς κύκλους. Κατά τά ἄλλα, ἄκουσον, ἄκουσον, διαλαλοῦν δημόσια, ὅτι δῆθεν τούς «ἐνοχλεῖ» ἡ σιωπή τῆς Ἐκκλησίας γιά τά τεκταινόμενα…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐπιτρέπει τήν προσβολή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καθώς καί τά ἐγκλήματα μέσῳ τῶν ἀμβλώσεων, τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποιήσεως, τῆς εὐθανασίας, τοῦ πειραματισμοῦ μέ ἐμβρυϊκά βλαστοκύτταρα, κλπ. μέ τό ἐπικάλυμμα καί τήν «βοήθεια» τῆς κατευθυνομένης Βιοηθικῆς ἐπιστήμης, ἡ ὁποία καθορίζει τά πλαίσια τῶν ἐφαρμογῶν τῆς Ἰατρικῆς.
Ναί, «ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού ἀποδέχεται, ἐν ὀνόματι δῆθεν τῆς «ζωῆς», τόν λεγόμενον «ἐγκεφαλικόν θάνατον» ὡς ἰσόκυρον τοῦ βιολογικοῦ θανάτου καί τήν πρακτική τῶν μεταμοσχεύσεων ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς», δηλαδή ἀπό ζῶντες.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ἐν ὀνόματι δῆθεν τοῦ «αὐτεξουσίου» ἀνέχεται τόν πολιτικό γάμο καί σιωπᾶ εἰς τήν ἀθεολόγητη ἀποτέφρωσι τῶν νεκρῶν…
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού ὡρισμένοι, ἀκόμη καί θεολόγοι, προβάλλουν δική τους αἱρετική ἀνθρωπολογία (Ἐξελικτική Δημιουργία) πού θεωρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπό τόν πίθηκο, καί μάλιστα κάποιοι θέλουν νά τή κατοχυρώσουν παρερμηνεύοντας καί διαστρέφοντας τούς Πατέρες.
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού ὑποτροπιάζει σέ κάθε ὑπάρχουσα κοινωνική ἀσθένεια καί μολύνεται ἀπό κάθε ἰό τῆς «Νέας Ἐποχῆς».
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού, εἴτε γενικῶς, εἴτε εἰδικῶς ἀντιτίθεται, περικόπτει, προσθέτει, ἀλλοιώνει… τούς Ἱερούς Κανόνες, τίς Ἐκκλησιαστικές Διατάξεις, κλπ.
«Ἐμίσησα» μέ ὅλην τήν φλόγαν τοῦ πόνου καί τήν ὀδυνηράν ἀποστροφήν, τήν «ἐκκλησίαν πονηρευομένων», πού δέν ἀγωνίζεται νά κηρύσσῃ Χριστόν καί τοῦτον Ἐσταυρωμένον καί Ἀναστάντα.
«Ἐμίσησα» ἐκκλησίαν, πού δέν κηρύσσει εὐθαρσῶς, ἔργῳ καί λόγῳ, «ὅτι ἀληθῶς Κύριος ὁ Θεός, αὐτός ὁ Θεός» (Βασιλ. Γ´, 39), ἐκκλησίαν πού αἰσχύνεται καί φοβεῖται νά διακηρύξῃ: «Τίς Θεός Μέγας, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν».
«Ἐμίσησα», «ἐμίσησα», «ἐμίσησα»… Οὐαί, οὐαί, οὐαί τοῖς πονηρευομένοις…
Ἄς μή φανῇ ὑπερβολικός ὁ λόγος μας. Σέ κάθε ἐποχή, ἀλλά κυρίως στίς ἡμέρες μας, κριτήρια γνησιότητος καί αὐθεντικό δεῖγμα καρδίας ἀγαπώσης τόν Ἰησοῦν καί τήν Ἐκκλησίαν Του, μεταξύ τῶν ἄλλων, βεβαίως εἶναι τό «ἄμισον μῖσος», τό ὁποῖον εἶναιὑπέρτερον πάσης «ἀγάπης», ὁ πόνος καί ἡ ἀποστροφή πού θά πρέπη νά αἰσθάνεται ὁ κάθε Ὀρθόδοξος πιστός πρός τήν ποικίλη ἁμαρτία, πλάνη καί αἵρεσι.
Δεῖγμα ὑγιοῦς Πατερικοῦ ζήλου καί Ἀποστολικῆς συνεπείας γιά τόν κάθε ποιμένα, γιά τόν κάθε μοναχό, ἀλλά καί λαϊκό, εἶναι τό νά ἀποχωρίζεται καί νά ἀπομακρύνεται, ὡς ἄλλος θεόπνευστος Δαυΐδ, ἀπό τῆς κοινωνίας καί τῆς συνεργασίας μετά τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων καί τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν. 
Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, ὅτι ὅλοι οἱ πονηρευόμενοι «Ὀρθόδοξοι» οἰκουμενισταί, οἱ συμβιβασμένοι καί «σεσημασμένοι» κακοποιοί «Ὀρθόδοξοι», συμβιβάζονται καί συναγελάζονται μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ καί γι᾽ αὐτό τελικῶς σιωποῦν καί οὐδέποτε ἀντιδροῦν σέ προσβολές κατά τῆς Πίστεως... Ἄς ἀφήσουν δέ κατά μέρος τήν δικαιολογία, ὅτι δῆθεν ἐνεργοῦν μέ «ποιμαντική σύνεσι» γιά νά ἐπιφέρουν δῆθεν κάποιο καλό. Ὅσο ὅμως θετικό ψηφιδωτό προφίλ καί ἄν ἐπιχειροῦν νά παρουσιάζουν στήν κοινωνία γενικώτερα, καί ὅσες μωσαϊκές ἐνέργειες κοινωνικῆς προσφορᾶς καί ἄν συνθέτουν μέ ἀπώτερο σκοπό τήν παραπλάνησι τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν εἰδικώτερα, αὐτές οἱ δικαιολογίες οὐδένα πλέον δύνανται νά ξεγελάσουν. Διότι οὐδείς ἐκ τῶν πιστῶν ἀποδέχεται αὐτά τά καμουφλάζ τῶν οἰκουμενιστῶν, πού εἶναι ἀπόρροια τῶν ἐνόχων φόβων των καί προπετάσματα καπνοῦ τῆς δειλίας των, διά τῶν ὁποίων ἐπιδιώκουν νά καλύψουν τά πονηρά ἔργα τους.
Κακά τά ψέμματα. Ἄς τό παραδεχθοῦμε ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Ψυχή πού δέν ἀγανακτεῖ, ψυχή πού δέν κοχλάζει ἀπό τίς ἀδικίες, ψυχή πού δέν μισεῖ, ναί, δέν μισεῖ τά ἔργα τοῦ Διαβόλου, ἀπ᾽ ὅπου κι ἄν αὐτά ὡς μανιτάρια ξεφυτρώνουν, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἔχει μολυνθῆ, ἴσως καί ἀνεπανορθώτως. Ὁ ἔσω ἄνθρωπος αὐτῆς τῆς ψυχῆς ἔχει καταντήσει μία πληγή χαίνουσα καί δυσώδης. «Ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ ὁλοκληρία» (Ἡσαΐου Α´, 6). Καί, ὅπως ἕνας ὑγιής ἄνθρωπος ἔχει ἀκμαῖον καί ὑγιές τό νευρικό του σύστημα, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, ὄχι μόνο παραμένει ἀσυμβίβαστη καί ἀδιάφθορη ἀπό τήν «ἐκκλησία τῶν πονηρευομένων», ἀλλά ταυτοχρόνως ἀντιδρᾶ μέ ἱερό παλμό καί μέ ἅγιο μῖσος ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ «Συνασπισμοῦ» τῶν ἀνόμων καί ἀναξίων καί οὐδεμίαν κοινωνίαν μαζί τους ἐπισυνάπτει.
Ἡ ἀγάπη τοῦ καλοῦ, ὁ ζῆλος τῆς ἀρετῆς καί ἡ ἕλξις τῆς ἁγιότητος γίνονται συνάμα μῖσος ἄσπονδον ἀπέναντι τοῦ αἰσχροῦ, τοῦ φαύλου, τῆς διαστροφῆς, τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως, τοὐτέστιν τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.
Σέ ἕναν μάλιστα ἀπό τούς τελευταίους ψαλμούς, εἰς τόν ΡΛΗ´ (στίχ. 21-22), ὅπου ὁ ψαλμωδός ἀντιπαραθέτει τήν ἰδική του ἀθωότητα πρός τήν κακία τῶν ἀσεβῶν γιά νά ζητήσῃ ἀπό τόν Θεό νά τόν ὁδηγήσῃ «ἐν ὁδῷ αἰωνίᾳ», ἀναφέρει, ὑπό τύπον ἐρωτήσεως, μέ τήν θεόπνευστη παρρησία πού τόν χαρακτηρίζει: «Οὐχί τούς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καί ἐπί τούς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην;» (ΡΛΗ´, 21) Δηλαδή, δέν ἐμίσησα Κύριε αὐτούς οἱ ὁποῖοι σέ μισοῦν καί ἐκ τοῦ ζήλου μου δέν ἔλειωσα ὅπως τό κερί λόγῳ τῆς ἀποστροφῆς μου πρός τούς ἐχθρούς σου; Καί προσθέτει μέ καρδίαν πάλλουσαν ἀπό ἱεράν ἀγανάκτησιν, ἀλλά καί ἀπό ἠφαιστιώδη ἀγάπη: «Τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθρούς ἐγένοντό μοι» (ΡΛΗ´, 22 ).
Ὄχι, δέν κηρύσσομε μῖσος πρός τά πρόσωπα, ἀλλά μισοῦμε τήν ἁμαρτία, μισοῦμε τήν Πλάνη καί τήν Αἵρεσι, ὅπως καί ὁ ἰατρός πού ἀγαπᾶ τόν ἀσθενῆ, ἀλλά ἐκδιώκει καί ἀφανίζει τήν ἀσθένεια. Ἀκριβῶς δέ, ἐπειδή τόν ἀγαπᾶ, ὅταν κρίνῃ ὅτι χρειάζεται νά ἐπέμβῃ, τόν ἀπομονώνει, τοῦ καυτηριάζει τήν πληγή, τόν ἐγχειρίζει καί τοῦ ἀποκόπτει τά σεσηπότα μέλη γιά νά σώσῃ τόν ἴδιον τόν ἄνθρωπον.
Ἀλλά, τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων, ὅταν γι᾽ αὐτούς τούς θεοφόρους Πατέρας μας, τούς θεηγόρους Ὁπλίτας παρατάξεως Κυρίου, πού ἔφθασαν ἕως τίς ἀπρόσιτες κορυφές, τόσον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅσον καί τῶν ἀνθρώπων, καί μάλιστα καί αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν των, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, γιά νά ἐξάρῃ τήν ποιμαντική τους διακονία καί τό χάρισμα τῆς διακρίσεως, πανηγυρικῷ τῷ τρόπῳ ψάλλει εἰς τήν ἱεράν των μνήμην: «Ὅλην συλλεξάμενοι, ποιμαντικήν ἐπιστήμην καί θυμόν κινήσαντες, νῦν τόν δικαιώτατον ἐνδικώτατα...»;
Αὐτοί λοιπόν οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι, αὐτοί οἱ Ἅγιοι, αὐτοί οἱ Μάρτυρες καί Ὅσιοι κατήρτιζαν μίαν καρδίαν πού ἐφλογίζετο ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ταυτοχρόνως ἀντιδροῦσαν μέ ὅλες τους τίς δυνάμεις ἐναντίον τῆς κακίας, ἐναντίον τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν καί ὅλων ὅσων μισοῦσαν τήν ἀλήθεια καί λοιδοροῦσαν τήν Ἁγίαν μας Ὀρθοδοξία, τοὐτέστιν τήν «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν».
Καί, ὁπωσδήποτε, εἶναι τουλάχιστον ἀνόητο καί σίγουρα προδοτικό τό νά ἰσχυρίζωνται κάποιοι ὅτι διαθέτουν περισσότερο σύνεσι, ἀγάπη, διάκρισι καί ποιμαντική ἐπιστήμη ἀπό τούς Πατέρας καί διά τῶν ἔργων των νά ἀποδέχωνται, νά συνεργάζωνται καί να ἀποτελοῦν μέλη «ἐκκλησίας πονηρευομένων».
Ἐάν ὅμως ἐπιμένουν, ἐάν συνεχίζουν νά παραμένουν, εἴτε ὡς ἁπλοί παρατηρητές, εἴτε ὡς ἐνεργά μέλη εἰς τά «Καϊαφικά Συνέδρια», δέν θά ἀργήσουν νά ἀπολαύσουν τούς καρπούς τῆς ἐπιλογῆς των.
Ἐμεῖς δέ, ἄς πορευώμεθα μετά ζήλου ἱεροῦ καί ἁγίας διακρίσεως, τήν ὁδόν τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων. Τῶν λαμπρῶν αὐτῶν προσωπικοτήτων, πού πορεύονταν ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν, ἀναμέλποντας τόν παιᾶνα τῆς πρός Χριστόν ἀγάπης. Αὐτῆς τῆς ἀγάπης γιά τήν ὁποίαν «ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. Ἀπ. ΙΖ´, 28).
«Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων» καί ἠγάπησα τήν Ἀλήθειαν, τοὐτέστιν τήν «Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»!

ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ

«Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ καθημερινοῦ ἁγίου μαρτυρίου»



Μὲ δάκρυα πικρὰ καὶ μετάνοια οἱ Πρωτόπλαστοι ἀντιμετώπισαν τὸν πόνο καὶ τὴ λύπη ἐξαιτίας τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἐκπτώσεως ἐκ τοῦ Παραδείσου κρατώντας τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπαγγελίας, δηλαδὴ τῆς ἐπικείμενης συντριβῆς τοῦ ἀρχεκάκου δαίμονος ποὺ τοὺς ξεγέλασε καὶ τῆς ἐν καιρῷ ἀναγεννήσεως τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς Πατριάρχης Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σάρρα ἡ γυναίκα του ἐδέχθησαν μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς καλοῦσε νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἐκ τῆς συγγενείας των καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν μετανάστες σὲ ξένη γῆ, τὴν ὁποία τοὺς ὑπέδειξε ὁ Τριαδικὸς Θεός, τὸν ὁποῖον Θεὸν ἀξιώθηκαν νὰ φιλοξενήσουν ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς. Ἐκεῖ ἄκουσεὁ Ἀβραὰμ ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματός του καὶ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ ἐνευλογηθήσονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς[1] καὶ ἔλαβε πολύτιμο δῶρο τὸν Ἰσαάκ. Ἐπίσης, γνωρίζουμε, ὅτι δάκρυα ἔρρεαν ἡμέραν καὶ νύκτα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ, καὶ τοιουτοτρόπως ἀντιμετώπιζε τὸν πόνο καὶ τὴ λύπη ποὺ εἶχαν καταλάβει τὴν ψυχή του, ἐξαιτίας τῆς διπλῆς ἁμαρτίας στὴν ὁποία εἶχε ὑποπέσει: «Ἐκοπίασα ἐν τῷ στεναγμῷ μου, λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω.» (Ψαλμ. στ΄). Μεγάλη ἡ μετάνοια!!! Ὁ Δαυΐδ ἔλαβε τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ὀνομάζεται ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση Υἱὸς Δαυΐδ.[2]

Ἀλλὰ τί νὰ συνεχίσω; Δὲν θὰ ἔφθανε ὁ χρόνος, τὸ χαρτὶ καὶ τὸ μολύβι νὰ διηγηθοῦμε ὅσα πλεῖστα παραδείγματα μετανοίας ἀναφέρονται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἀφοροῦν ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνίστηκαν ἀπὸ τὸν πρῶτο Ἀδὰμ ἕως τὸν Τίμιο Πρόδρομο, οἱ ὁποῖοι στὸν πόνο, στὶς θλίψεις καὶ στὶς ἀνάγκες τῆς μεταπτωτικῆς καρδίας καὶ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου (παλιανθρώπου) διαχρονικὰ ἀναφωνοῦσαν: «Θλίψεις καὶ ἀνάγκαι εὕροσάν με, αἱ ἐντολαί σου μελέτη μου.[3]», «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου[4]», «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην...[5]», «διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου ὑπὲρ χρυσίον καὶ τοπάζιον[6]», «ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με[7]», καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια. 
Καὶ βέβαια, τί ἔτι χρεία ἔχομεν περαιτέρω μαρτύρων! Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ποὺ στὸ Θεανδρικὸ πρόσωπό Του ἐκπληρώθηκαν ὅλες οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπεκάλυψε τὴν ἐν Χριστῷ ὑπομονὴ ἕως τέλους· «...ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται[8]»· ὄχι μόνο μὲ λόγια «...ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον[9]» ἀλλὰ καὶ μὲ πράξεις· μὲ τὴν ἀπόλυτη δηλαδὴ ὑπακοή Του στὸν Πατέρα, φθάνοντας ὡς τὸν σταυρικὸ θάνατο.«...Πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ’ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου.[10]», δηλ. «Πάτερ μου, ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ ποτήριον αὐτὸ νὰ παρέλθῃ ἀπὸ ἐμέ, καὶ δὲν μπορῇ νὰ γίνῃ διαφορετικὰ παρὰ νὰ πίω τὸ ποτήριον, ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου.» (Μετάφρασις Παν. Τρεμπέλα).
Ἔτσι, ἡ ἀπάντησή Του στὴν παράκληση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ποὺ πονοῦσε, ἦταν: «...ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται...[11]».
Ἐπιπλέον, στὰ μαρτύρια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ἀλλὰ καὶ στὰ φοβερὰ ἀσκητικὰ γυμνάσματα Ἀσκητῶν Ὀρθοδόξων Πατέρων μας, Αὐτοπροσώπως, ἐπαρουσιάζετο ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς ἐνεθάρρυνε νὰ ὑπομείνουν εἰς τέλος τὰ μαρτύρια καὶ τὶς θλίψεις γιὰ νὰ ἀπολαύσουν ἐν δικαιοσύνῃ τὸν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον (π.χ. Ἅγιος Πολύκαρπος Ἐπίσκοπος Σμύρνης, Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος). Στὸ πνεῦμα αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἀκολουθοῦντες κατὰ πόδας τὸν Κύριο, μᾶς τονίζουν: «καὶ αὐτὸ τοῦτο δὲ σπουδὴν πᾶσαν παρεισενέγκαντες ἐπιχορηγήσατε ἐν τῇ πίστει ὑμῶν τὴν ἀρετήν, ἐν δὲ τῇ ἀρετῇ τὴν γνῶσιν, ἐν δὲ τῇ γνώσει τὴν ἐγκράτειαν, ἐν δὲ τῇ ἐγκρατείᾳ τὴν ὑπομονήν, ἐν δὲ τῇ ὑπομονῇ τὴν εὐσέβειαν, ἐν δὲ τῇ εὐσεβείᾳ τὴν φιλαδελφίαν, ἐν δὲ τῇ φιλαδελφίᾳ τὴν ἀγάπην. ταῦτα γὰρ ὑμῖν ὑπάρχοντα καὶ πλεονάζοντα οὐκ ἀργοὺς οὐδὲ ἀκάρπους καθίστησιν εἰς τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπίγνωσιν· ᾧ γὰρ μὴ πάρεστι ταῦτα, τυφλός ἐστι, μυωπάζων, λήθην λαβὼν τοῦ καθαρισμοῦ τῶν πάλαι αὐτοῦ ἁμαρτιῶν.» (Β΄Πέτρ.α΄,5-9). «Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν· ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι.»
(Ἰακ.α,2-4). 
Ὑπάρχει, λοιπόν, αἰώνια ἡ μαρτυρία ὅτι μόνον μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μὲ φιλότιμο, διεξάγεται ὁ πνευματικὸς ἀγώνας εἰς τέλος, μὲ πολλὲς πτώσεις καὶ ἀνατάσεις. Δέν ἀπομακρυνόμαστε ποτὲ ὅμως ἔξω καὶ πέρα τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων στὸν ἀγώνα μας ἑναντίον τοῦ σατανᾶ καὶ τῶν τεχνασμάτων του, τὰ ὁποῖα πολλάκις προξενοῦν πόνο, θλίψη, σκοτάδι καὶ ἀγωνία στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀρχέκακος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προσπαθεῖ νὰ ἀποθαρρύνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ πρακτική. Τὰ ὅπλα καὶ τὰ πνευματικὰ φάρμακα ποὺ συστήνουν οἱ Ἅγιοι, βγαλμένα ἀπὸ τὴν δική τους βιωτή, εἶναι ἡ μυστηριακὴ ζωή, ὁ ἁγιασμός, ἡ εἰλικρινὴς καὶ ἐκ βάθους ἐξομολόγηση σὲ Ὀρθόδοξο πνευματικό, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων, ἡ ἐντρύφηση στοὺς ὀρθόδοξους κανόνες τῶν λειτουργικῶν βιβλίων καὶ σὲ ὅλα τὰ ἀποφθέγματα τῶν Ἁγίων Πατέρων, καθὼς καὶ ἡ μὲ ταπείνωση νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ ποὺ ἀποτελοῦν οὐράνια χαρίσματα. Μὲ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ φάρμακα καὶ τὴ συνεχὴ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ φώτισόν μου τὸ σκότος» καὶ πάντοτε διὰ τῆς Ἀκτίστου Χάριτος, σταδιακὰ ἀνεβαὶνουμε τὴν κλίμακα τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θέωσης καθ’ὅσον λίγο ὡς πολὺ κατανοοῦμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας ὅτι  «ἐν τῇ οἰκίᾳ-Βασιλείᾳ- τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν[12]». Τότε ἡ ψυχή μας καὶ ἡ καρδιά μας, χαίρονται, ἀγαλλιοῦν καὶ ἀναπαύονται.
Καὶ σήμερα;!!! Τί ἀκοῦμε, σήμερα; Θεέ μου!!! Τί ἄλλο θὰ δοῦμε; Μᾶς συστήνουν μὲ ὅλα τὰ μέσα ψυχολόγους καὶ ψυχοθεραπευτές, βελονιστὲς καί ὁμοιοπαθητικούς, ρεφλεξολόγους καί οὐροθεραπευτὲς καθὼς καὶ ἄλλα παρεμφερῆ τεχνάσματα, ξένα πρὸς τὴν κλασσικὴ ἰατρική, μὲ σκευάσματα δῆθεν θεραπευτικά, τὰ ὁποῖα ἑτοιμάζονται μὲ ἐπίκληση δαιμόνων καὶ εἰδωλολατρικῶν τελετῶν, ἀντίθετα βέβαια τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Προπαγανδίζοντας, προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι δῆθεν θὰ ἐπιτύχουμε τὴν εἰρήνητῆς ψυχῆς μας, τὴν ἠρεμία τῆς καρδιᾶς μας, ἀξιοπρεπὴ διαβίωση χωρὶς πόνο καὶ ἄγχος, φθάνουν ἀκόμη νὰ ὁμιλοῦν καὶ γιὰ δῆθεν ἀξιοπρεπῆ θάνατο. Μὲ κάθε τρόπο καὶ κάθε μέσο βουτηγμένοι στὴν πλάνη τους συστήνουν τὴ φυγοπονία, τὸν ὠχαδελφισμὸ καὶ τὴ χαλαρότητα, καθὼς καὶ ἄλλα τοιαῦτα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων. Τελικὸς στόχος τους εἶναι «νὰ περνᾶμε καλά», «χαλαρὰ» καὶ ἡ μία σαρκικὴ ἁμαρτία νὰ διαδέχεται τὴν ἄλλη στὸν κατήφορο χωρὶς τέλος. Δηλαδή, παίρνουν θέση καὶ στάση καθ’ὅλα ἀντίθετη πρὸς τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας ποὺ διαχρονικὰ ὑπερτονίζουν οἱ Ἅγιοί μας μὲ τὴ ζωή τους καὶ τὸ λόγο τους μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Δυστυχῶς πρὸς στιγμήν, οἱ Νεοεποχῖτες ἔχουν καταφέρει νὰ μυήσουν στὴν πλάνη τους ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς πολλοὺς λαϊκούς, καὶ Ὀρθόδοξους κληρικούς, ποὺ προβάλλουν τὴν ψυχολογία, τὴν παιδοψυχολογία καὶ τὴν ψυχοθεραπευτικὴ ὡς δῆθεν βοηθητικὰ καὶ θεραπευτικὰ φάρμακα τῆς ψυχῆς καὶ μὲ πλάγιο τρόπο ἁλωνίζουν τὰ Ὀρθόδοξα σχολεῖα τῆς πατρίδος μας, τὶς Ὀρθόδοξες οἰκογένειες, τὴν Ὀρθόδοξη νεότητα, τὸ γῆρας, ὥστε ἔχουνε φθάσει στὸ φοβερὸ σημεῖο πίσω ἀπὸ κάθε ἀτύχημα καὶ δυστύχημα, ὅταν συμβαίνει, νὰ τρὲχουν πρῶτοι γιὰ νὰ στηρίξουν δῆθεν κάθε πονεμένο, ἀποκλείοντας ἔτσι ἔντεχνα καὶ σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις τὴν βοήθεια τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν ποὺ παραμένουν πιστοὶ στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ πρακτικὴ βοηθείας τῶν πονεμένων διὰ τῶν ἀχράντων Μυστηρίων.
Θὰ λέγαμε, λοιπόν, μετὰ βεβαιότητος ὅτι ἡ Νέα ἐποχή, αὐτὸ τὸ ἀπαίσιο πολυκέφαλο τέρας, μὲ τὴν ψυχολογία καὶ τὴν παραψυχολογία ἔχει σὰν τελικὸ σκοπὸ καὶ στόχο νὰ ἰσοπεδώσει κάθε τι αὐθεντικὸ καὶ Ὀρθόδοξο, νὰ ξεγελάσει κάθε ἄνθρωπο εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Ἔτσι ὥστε μὲ τὰ ψυχοφάρμακα, τὴ φυγοπονία καὶ φυγομαχία, τὴν δειλία καὶ τὴν ἀπελπισία, νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα εἰς τὴν ἀποτυχία τῆς ὑπαρξιακῆς της προοπτικῆς ποὺ εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία. Σημαία τους εἶναι τὸ σύνθημα: «Προσπαθῆστε νὰ ἀδιαφορεῖτε ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, μάθετε νὰ αὐτοθεραπεύεσθε καὶ νὰ αὐτοσυγχωρεῖστε, καλλιεργῆστε ὅλα τὰ σαρκικά σας πάθη καὶ ὅσο μπορεῖτε θεραπεύετε ὁ ἕνας τὰ πάθη τοῦ ἄλλου». Σοφιστεῖες, δηλαδή, καὶ τεχνάσματα, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἀπαλλάσσουν τὸν ἄνθρωπο ποὺ τυχὸν θὰ τοὺς πιστέψει, ἀλλὰ τοὐναντίον τόν βυθίζουν ἔτι περαιτέρω στὴν ἀπελπισία, στὸ ἄγχος, στὴν ἀγωνία, σὲ ἕνα φαῦλο κύκλο, ποὺ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, τὴν ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ τὴν ἀλαζονεία τοῦ βίου, ἕως τὴν τελικὴ πτώση καὶ αὐτοκαταστροφή.
Σὲ ἀντίθεση πάντοτε, ὅπως προαναφέραμε, μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ποὺ εἶναι ἡ ὑπομονή, ἡ ἀνδρεία, τὸ ἀνδρικὸ φρόνημα, ἡ παράκλησις, τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ἡ δοξολογία καὶ ἡ ψαλμωδία, ἡ καθαρὰ ἐξομολόγησις. Τὰ ἀριστουργηματικὰ θεόπνευστα τροπάρια ποὺ καὶ ὁ πιὸ ἀδαὴς συνειδητοποιεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, ἀποτελοῦν τὴν ἄμεση βοήθεια στὴν πεπτωκυΐα φύση μας, τὴν ὁποία ἡ ἁμαρτία κατέστησε θνητή. Εἶναι τὰ πνευματικὰ φάρμακα ποὺ δίνουν τὴν δυνατότητα, αὐτὴ ἡ θνητή μας φύση νὰ ἐπανέλθει ἀναστημένη στὴν προπτωτικὴ παραδείσια κατάστασή της, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος. Τί νὰ προσθέσει καὶ τί νὰ ἀφαιρέσει κανεὶς ἀπὸ τὰ παρακάτω ἐνδεικτικὰ τροπάρια;
«Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλος ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι· ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν.»(Κοντάκιον Μεγάλου Κανόνος).
«Δέξαι μου τὰς πηγάς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει...» (Τροπάριον τῆς Κασσιανῆς). 
Ἀψευδεῖς μάρτυρες τῶν εὐεργεσιῶν ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὶς θλίψεις ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει καὶ παραχωρεῖ, κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη θεώρηση, εἶναι καὶ οἱ σύγχρονοί μας Ἅγιοι, Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης καὶ Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, τῶν ὁποίων τὰ κείμενα, γιὰ τὶς περιπτώσεις αὐτὲς τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων καὶ τὴν εἰς βάθος κατανόησή τους, εἶναι ἀπαράμιλλα καὶ ταυτίζονται ἀπόλυτα μὲ τὰ προλεγόμενα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ ξεκάθαρα εἶναι ἀντίθετα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ψυχοσαβούρα τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου: «Αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι καλὰ πνευματικά, εἶναι μερικοὶ Ἱερωμένοι ποὺ σπουδάζουν ψυχολογία, γιὰ νὰ βοηθήσουν τὶς ψυχὲς (μὲ ἀνθρώπινες τέχνες). Καὶ τὸ παράξενο εἶναι ποὺ οἱ δάσκαλοί τους οἱ ψυχολόγοι δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ καὶ δὲν παραδέχονται οὔτε ψυχὴ ἢ τὴν παραδέχονται μὲ ἕνα δικό τους τρόπο (σχεδὸν ὅλοι). Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πράξη τους οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ φανερώνουν ὅτι πνευματικὰ εἶναι ἄρρωστοι καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ Ἁγιοπατερικὲς ἐξετάσεις, καί, ἀφοῦ θεραπευθοῦν, τότε θὰ διακρίνουν καὶ μόνοι τους τὸ ἄρρωστο αὐτὸ πνεῦμα καὶ θὰ γνωρίσουν παράλληλα καὶ τὴ θεία Χάρη, γιὰ νὰ χρησιμοποιοῦν στὸ ἑξῆς γιά τὶς ψυχὲς ποὺ πάσχουν τὴν θεία ἐνέργεια καὶ ὄχι τὶς ἀνθρώπινες τέχνες... 
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βοηθηθεῖ νὰ πιστέψει στὸ Θεὸκαὶ στὴ μέλλουσα ζωή, τὴν αἰώνιο – συλλάβει δηλαδὴ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς – καὶ μετανοήσει, ἀλλάξει ζωή, ἔρχεται ἀμέσως ἡ θεία παρηγοριὰ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀλλοιώνει τὸν ἄνθρωπο, διώχνοντας καὶ ὅλα τὰ κληρονομικά του. Ἔτσι ἔγινε σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους πού μετανόησαν, ἀγωνίστηκαν μὲ φιλότιμο ταπεινά, χαριτώθηκαν, ἔγιναν καὶ Ἅγιοι καὶ τοὺς προσκυνᾶμε τώρα μὲ εὐλάβεια καὶ ζητᾶμε καὶ τὶς πρεσβεῖες τους, ἐνῶ πρὶν εἶχαν πολλὰ πάθη καὶ κληρονομικά.Ἐπὶ παραδείγματι, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς ὁ Αἰθίωψ, ἐνῶ πρὶν ἦταν ὁ πιὸ αἱμοβόρος ληστής, μὲ κληρονομικὴ κακία, μόλις πίστεψε στὸν Θεό, μετανόησε, ἀσκήθηκε, ἔφυγαν ὅλα τὰ πάθη, τὸν ἐπισκέφθηκε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἀξιώθηκε νὰ λάβει ἀκόμα καὶ τὸ προφητικὸ χάρισμα. Πέρασε δὲ στὴν εὐαισθησία ἀκόμα καὶ τὸ Μέγα Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπὸ τὴ μεγαλύτερη ἀρχοντικὴ οἰκογένεια τῆς Ρώμης, μὲ κληρονομικὲς ἀρετὲς καὶ ἐπιστημονικὴ μεγάλη μόρφωση.
Ἑπομένως, τὸ πᾶν εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Τὴν ψυχὴ μπορεῖ νὰ τὴν βοηθήσει μόνο ἕνας χαριτωμένος Πνευματικός, μὲ πίστη, ποὺ ἀγαπάει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν πονάει, γιατί γνωρίζει τὴ μεγάλη της ἀξία. Τὴν βοηθᾶ στὴ μετάνοια, τὴν ξαλαφρώνει μὲ τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸ ἄγχος καὶ τὴν ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισο ἢ πετάει τὸ λογισμὸ μὲ τὸν ὁποῖο βασανίζει τὴν εὐαίσθητη ψυχὴ ὁ πονηρός, καὶ θεραπεύεται.Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀρρώστια στὸν κόσμο ἀπὸ τὸ λογισμό, ὅταν δηλαδὴ πείσει ὁ διάβολος τὸν ἄνθρωπο μὲ λογισμοὺς ὅτι δὲν εἶναι καλά. Ὅπως δὲν ὑπάρχει καὶ ἀνώτερος γιατρὸς σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἀπὸ τὸν ἔμπειρο Πνευματικό, ποὺ ἐμπνέει ἐμπιστοσύνη μὲ τὴν ἁγιότητά του καὶ πετάει αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὰ εὐαίσθητα πλάσματα τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύει ψυχὲς καὶ σώματα δίχως φάρμακα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ τὶς ἐξασφαλίζει καὶ τὸν Παράδεισο».(Γέροντος Παϊσίου, «Ἐπιστολές», α΄ ἔκδοση, 1994, σελ. 102-103. Πρόκειται γιὰ κείμενα ποὺ ὁἴδιος ὁ γέροντας ἔγραψε μὲ τὸ χέρι του). 
Ἐν συνεχείᾳ, παραθέτουμε λόγους τοῦ Ἁγίου Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου: «Ξέρεις, καθὼς σκεπτόμουν μία φορὰ μοῦ γεννήθηκε ἡ ἀπορία. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν ψυχίατροι, ποὺ δὲν πιστεύουν στὴν ψυχή; Ἔτσι σηκώθηκα καὶ πῆγα μερικὲς φορὲς στὸ Πανεπιστήμιο καὶ παρακολούθησα μαθήματα ψυχιατρικῆς. Ἔ, κάτι προσπαθοῦν νὰ κάνουν, ὰλλὰ τί νὰ κάνουν; Οἱ ψυχίατροι καὶ οἱ ψυχολόγοι μοιάζουν μὲ τὸν τυφλό, ποὺ μὲ τὴν ἁφὴ προσπαθεῖ νὰ καταλάβη τὰ πράγματα, ποὺ βρίσκονται γύρω του. Ἡ ψυχὴ εἶναι πολὺ βαθιὰ καὶ μόνο ὁ Θεὸς τὴνγνωρίζει… Τὴν ψυχιατρικὴ δὲν τὴ θέλω, ὅμως τοὺς ψυχίατρους τοὺς ἀγαπῶ» (Κ. Γιαννιτσιώτη. Κοντὰ στὸν Γέροντα Πορφύριο σελ. 198).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μας Ἰησοῦ εἶναι ἀψευδὴς καὶ αἰώνιος. Λέγει: «...μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ Εὐαγγελίῳ» (Μάρκ. α΄,15). Τὸ τονίζει αὐτὸ ὁ Κύριος, ἐπειδὴ μόνο ὁ λόγος Του ὡς Θεϊκὸς καὶ Πνευματοφόρος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τελικὰ λυτρώνει ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἀμετάκλητα ἀπὸ ὁποιονδήποτε πόνο, στεναγμό, λύπη καὶ σκότος τὸν πιστὸ καὶ ὑπάκουο στὶς ἐντολές Του καὶ τὸ θέλημά Του. Ἔτσι, διὰ τοῦ Μεσσίου καὶ Βασιλέως Ἰησοῦ, ἀποδυναμώνεται κάθε τέχνασμα τῆς νεοεποχίτικης ψυχολογίας καὶ ψυχοθεραπευτικῆς, διότι μόνο μέσα ἀπὸ τὴν Σταύρωση περνᾶμε στὴν Ἀνάσταση. 
Χριστὸς ἀνέστη, χαρά μου! Σ’Αὐτόν, τὸν Κύριον, ἀνήκουν ἡ Δόξα καὶ τὸ Κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ


[1]«Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἄβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου... καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς.» (Γεν.ιβ΄,1-3)
[2]«Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν..., ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου»(Τιμ.Β΄,β΄,8)
[3](Μεσονυκτικὸν τὸ καθ’ἡμέραν)
[4](Μεσονυκτικὸν τὸ καθ’ἡμέραν)
[5](Ψαλμ.οστ΄,4)
[6](Μεσονυκτικὸν τὸ καθ’ἡμέραν)
[7](Ψαλμ.δ΄,2)
[8](Ματθ.κδ΄,13-14)
[9](Ἰωάν.ιστ΄,33)
[10](Ματθ.κστ΄,42)
[11](Β΄ Κορ.ιβ΄,9).
[12](Ίωάν.,ιδ΄,2)


Πίσω από την πόρτα του ναού



Ήταν ο άνθρωπος της παρέας. Πειράγματα, αισχρόλογα, αστεϊσμοί και άλλα πολλά ήταν στον ημερήσιο κατάλογο των κατορθωμάτων του. Τα χρόνια περνούσαν και ποτέ του δεν συνδέθηκε με κάποιους ανθρώπους…ποτέ του δεν εμπιστεύτηκε κανέναν. Όλοι τον θέλανε για την παρέα αλλά μέχρις εκεί. Αλλά και ο ίδιος κανέναν δεν έπαιρνε στα σοβαρά, κανέναν δεν αισθανόταν δικό του άνθρωπο, φίλο του, οικείο του.
Κάπου στα 30 του, γνώρισε μία κοπέλα. Την γνώρισε μέσα από μια τυχαία παρέα, διαμέσου γνωστών αγνώστων. Η κοπέλα αυτή είχε κάτι το διαφορετικό, κάτι το «περίεργο». Του κίνησε το ενδιαφέρον. Όταν τύχαινε στην παρέα να βρίσκεται και εκείνη (σπάνια), αυτός σταματούσε τις ανοησίες, σταματούσε τις αισχρότητες τις οποίες οι υπόλοιποι τον ωθούσαν να πράξει για χάριν της παρέας και του κεφιού.

Μετά από μερικούς μήνες πήρε το θάρρος και την ζήτησε να βγούνε έξω. Εκείνη δέχτηκε, προσφέροντάς του μία ευχάριστη έκπληξη. 
Από το πρώτο ραντεβού κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μία κοπέλα που πίστευε βαθιά στον Θεό. Απ΄την άλλη αυτός στο στόμα του έπιανε κάτι το "εκκλησιαστικό" μόνο για να το κοροϊδέψει και να το κατακρίνει.
Τα λόγια της κοπέλας είχαν μία γλυκύτητα. Μιλούσε και νόμιζες ότι σε μιλούσε μια μελωδία. Τα ραντεβού έφευγαν το ένα μετά το άλλο…η κοπέλα πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη, εκείνος ανήσυχος και προβληματισμένος. Του μιλούσε για τον Θεό, του μιλούσε για την ζωή μέσα στην Εκκλησία, του μιλούσε για την γνήσια και ανιδιοτελή αγάπη. Εκείνος αναπαυόταν μόνο στην σιγουριά των ματιών της.
Ποτέ δεν άγγιξε εκείνη την κοπέλα, μέχρις ότου στο τελευταίο τους ραντεβού του είπε: «Θα ήθελα να προσευχηθείς για εμένα…την άλλη εβδομάδα θα κάνω μία πολύ σοβαρή εγχείρηση στην καρδιά…». Τα λόγια της πάγωσαν το βλέμμα του. Ασυναίσθητα έπιασε τα χέρια της. Του ήταν αδιανόητο ότι μπορεί να την έχανε. «Ναι, θα προσευχηθώ….», είπε με τρεμάμενη φωνή.
Η κοπέλα σηκώθηκε τον ασπάσθηκε και έφυγε λέγοντας «Θα σε πάρω τηλέφωνο…». Εκείνος δεν είπε τίποτα.
Η ημέρα της εγχείρησης ήρθε. Σηκώθηκε το πρωί ενθυμούμενος ότι θα «πρέπει» να προσευχηθεί. Της το υποσχέθηκε. Δεν ήξερε πως. Δεν γνώριζε απ΄αυτά τα πράγματα...
Θυμήθηκε την μαυροφορεμένη γιαγιά του που τον πήγαινε μικρό σε ένα μικρό μοναστηράκι δίπλα στο χωριό του. Ήταν το μοναδικό ίσως μέρος που θεωρούσε άσπιλο, γνήσιο και αγνό. Κίνησε προς τα εκεί.
Ήταν πλέον μεσημέρι, σχεδόν εκείνη η ώρα που η κοπέλα θα έκανε την εγχείρηση. Έσβησε τη μηχανή του αυτοκινήτου και μαζί της έκλεισε και το ραδιόφωνο που τόσο ώρα έπαιζε στους κσσμικούς του ρυθμούς. Σιωπή. Έκανε να βγεί από το αυτοκίνητο προσεκτικά και ακόμα πιο ευλαβικά έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου. Αυτή η ησυχία είχε κάτι το ιερό, σαν να έκρυβε κάτι το πολύτιμο...
Πρώτη φορά στη ζωή του βίωνε κάτι τέτοιο. Ησυχία, μέσα στην ανησυχία του.
Προχώρησε προς το ναό. Μερικά κεράκια τρεμόπαιζαν στο μανουάλι του εξωνάρθηκα. 
Στάθηκε μπροστά στην πόρτα του ναού, η οποία του έφερε μπορστά του, το ιλαρό πρόσωπο της γιαγιάς του. Μικρό παιδί το έπαιρνε από το χέρι και ερχόταν εδώ να ανάψουν τα καντήλια. Τόσα χρόνια όλες αυτές οι ιερές μνήμες είχαν πέσει στο σκοτάδι της λήθης...σαν να μην τα είχε ζήσει.
Έκανε τον σταυρό του και έπιασε το χερούλι της πόρτα για να μπει στα ενδότερα. 
Η πόρτα άνοιξε και μαζί της άνοιξε η πόρτα της καρδιάς του. Η πόρτα του ναού άνοιξε και μαζί της άνοιξαν και οι βρύσες των ματιών του. Έκλαιγε μέσα στην πρωτόγνωρη αυτή σιωπή. Έκλαιγε βουβά καθώς τα χείλη του ασπαζόταν την εικόνα της Παναγιάς. Ήταν μόνος του στον ναό. Για αρκετή ώρα τα δακρυσμένα μάτια του περιεργαζόταν τις αγιογραφίες, τα προσκυνητάρια, το τέμπλο, τους πολυέλεους, τα στασίδια.
Πήγε και κάθισε στο πρώτο σκαλοπάτι που οδηγούσε προς το πατάρι. Μπροστά του απλωνόταν μυστικά μια απόκοσμη και συνάμα γνώριμη οικειότητα. Ένιωθε σπίτι του. Ένιωθε μέσα στον ναό, σαν την αγκαλιά της συγχωρεμένης του μητέρας...
«Θεέ μου, κάνε καλά αυτή την κοπέλα που τόσο πολύ σε αγαπά…βοήθησέ την…βοήθησε και εμένα…». Τα λεπτά περνούσαν. Δεν έλεγε να φύγει από εκείνο το σκαλοπάτι. Καθόταν εκεί γεμάτος αγωνιά για την ηρεμία που ένιωθε…
Κάτι του έλεγε ότι όλα θα πάνε καλά. Μετά από αρκετή ώρα σηκώθηκε, ασπάσθηκε τις εικόνες στα προσκυνητάρια και έφυγε. Μετά από δύο ημέρες κάποιος συγγενείς της κοπέλας τον πήρε τηλέφωνο. «Όλα καλά πήγανε… μην ανησυχείς».
Ύστερα από δύο ημέρες πήγε την είδε στο νοσοκομείο. «Φαίνεσαι διαφορετικός…» του είπε μόλις τον είδε η κοπέλα. «Σ’ευχαριστώ…εσύ μου έδειξες τον δρόμο προς τα εκεί…».
Ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Την φίλησε για πρώτη και μοναδική φορά στο μέτωπο, της χαμογέλασε και έφυγε.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Και να που ήρθε η ώρα να φύγει από την ζωή, σε βαθιά γεράματα, εκείνος ο νέος.
Εκοιμήθη καθισμένος στο σκαλοπάτι του ναού που τότε είχε δακρύσει... Εκοιμήθη μετά από χρόνια μέσα στο μοναχικό ράσο, λέγοντας την ευχή.
Όλα άρχισαν μέσα από μία κοσμική παρέα. Μεταμορφώθηκαν μέσα από την ουράνια παρέα της Χάρης του Θεού. Και όλα ξαναρχίζουν μέσα σε Φως, μέσα σε Αγάπη, μέσα στην Αιωνιότητα…πίσω από την πόρτα του ναού.
Ξύλινη, κλειστή και σιωπηλή σου μιλούσε για όλα εκείνα που είχε δει και ακούσει. Κι εκείνος, ο μοναχός, πλέον ακίνητος, σου έγνεφε για τα λάθη που έκανε, για την μετάνοια που έζησε, για την Αγάπη που έδωσε και έλαβε, για τις ημέρες της σιωπής που βίωσε σαν σε πανηγύρι…  

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Στα βάθη της ψυχής



Πέντε είναι οι πραγματικοί εχθροί του πιστού ανθρώπου. 
Είναι ο ίδιος του ο κακός εαυτός, η αμαρτία, το σύστημα του κόσμου αυτού, ο διάβολος, και ο θάνατος που καταργείται τελευταίος. Μεγαλύτερος από όλους αυτούς, είναι ο ίδιος ο εαυτός του ανθρώπου, καθώς μόνο από εμάς τους ίδιους εξαρτούνται πολλά πράγματα. Και ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις εχθροί θέτουν τα εμπόδια και τις δυσκολίες, από μας τους ίδιους εξαρτάται αν θα τελειώσουμε τον δρόμο. Ο Θεός από το μέρος του έχει κάνει τα πάντα (κάνει τα πάντα), ώστε να σωθεί ο κάθε άνθρωπος. Δεν θα σωθούν όμως όλοι, επειδή δεν θέλουν όλοι να σωθούν (όσο παράξενο και αν ηχεί αυτό στα αφτιά μας). Παρακάτω, ακολουθεί απόσπασμα από έναν μεγάλο άγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, από τον διδάσκαλο της νοερής προσευχής και εκπρόσωπο του Ησυχασμού, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, σχετικά με το ότι δεν πρέπει να φοβηθούμε να σκύψουμε και να καταβυθιστούμε στα βάθη της ψυχής μας, και να δούμε τον πραγματικό μας εαυτό χωρίς μάσκες και καλλωπίσματα, όχι όπως θα θέλαμε να ήταν, αλλάόπως πραγματικά είναι με τα πάθη του, τις ατέλειές του, και τις πνευματικές ακαθαρσίες του. Σκοπός, δεν είναι η απογοήτευσή μας, αλλά η αυτογνωσία, που σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος την αναφέρει ως την μεγαλύτερη των επιστημών. Σκοπός είναι η βίωση του μακάριου και σωτήριου πένθους, του πένθους αυτού που δεν έχει καμία σχέση με το πένθος του κόσμου αυτού, διότι εκείνο είναι αρχή και πρόξενος της αληθινής μακαριότητας και όχι της απόγνωσης. Λόγια «παράξενα», που πολλές φορές έρχονται σε αντίθεση με τον σκοτισμένο «νου του Αδάμ» που κληρονομήσαμε. Όμως, βασίζονται στην εμπειρία και το βίωμα των αγίων, που χαριτώθηκαν από το Άγιο Πνεύμα, και στην διδασκαλία του Χριστού. Εκεί λοιπόν, στα βάθη της ψυχής μας, μας συνοδεύει το Πνεύμα του Θεού, προκειμένου να μας παρέχει τον Θείο φωτισμό του.

«Τι είναι λοιπόν εκείνο το ανωφελές και απαρηγόρητο και ατελείωτο πένθος; Διότι σε όσους αμάρτησαν στον Θεό κινείται πένθος από την επίγνωση των πταισμάτων. Αφού λοιπόν ελεγχθούν εκεί και αναιρεθεί η καλή ελπίς και έλθει η απογοήτευσις για τη σωτηρία , τότε ο ακούσιος έλεγχος της συνειδήσεως πολλαπλασιάζει στον καθένα την επικείμενη οδύνη με το πένθος· κι’ αυτό το πένθος γίνεται πάλι και πάντοτε αφορμή άλλου πένθους, διότι δεν θα παύσει ποτέ πλέον, και άλλο σκότος δεινό και καύσων αψυχαγώγητος και βυθός αθυμίας ανυπόφορος. Εδώ λοιπόν το πένθος αυτό είναι ωφελιμότατο. Διότι, όντας ο Θεός εύσπλαχνος, επακούει, ο οποίος κατέβηκε έως εμάς για να μας επισκεφτεί και σε εκείνους που πενθούν μ’ αυτόν τον τρόπο επαγγέλθηκε παρηγορία, που είναι αυτός ο ίδιος, αφού λέγεται και είναι Παράκλητος. Είδες και το πένθος που γεννάται από την ταπεινωμένη ψυχή και την επιγινόμενη παράκληση;

Αλλά και η αυτομεμψία μόνη καθ’ εαυτή, εγκαθιστάμενη μόνιμα στο λογιστικό της ψυχής σαν ένα νοητό βάρος, συνθλίβει και πιέζει και εκθλίβει τον οίνο τον σωτήριο που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου, δηλαδή τον εσωτερικό μας άνθρωπο. Και τέτοιος οίνος είναι κατάνυξις. Διότι αυτή μαζί με το πένθος εκθλίβει και τα πάθη και γεμίζει την ψυχή με μακαριστή χαρά, αφού την απαλλάξει από το δεινό βάρος τους. Γι’ αυτό «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Από την ακτημοσύνη όμως, δηλαδή από την πτωχεία στην περιουσία και στα γύρω μας υπάρχοντα συνδεδεμένη όμως με την πτωχεία του πνεύματος, όπως είπαμε (διότι όλα αυτά τελούμενα το ένα μαζί με το άλλο είναι τέλεια και ευάρεστα στον Θεό)· από την τέτοια λοιπόν πτωχεία, πως προκαλείται σ’ εμάς το πένθος και η παράκλησις που υπάρχει μέσα σε αυτό, θα το μάθεις ακούγοντας με σύνεση.

Διότι, όταν ο άνθρωπος, αφού εγκαταλείψει τα πάντα, απαρνηθεί τόσο τα χρήματα και τα κτήματα, ρίπτοντας αυτά ή σκορπίζοντάς τα σύμφωνα με την εντολή, και αφού απομακρύνει την ψυχή από τη μέριμνα γι’ αυτά, ποθεί να επιστρέψει προς την φροντίδα αυτής, όντας αυτή ελεύθερη από τα αίτια που την περισπούν πραγματικά απ’ έξω.

Όταν λοιπόν ο νους απομακρυνθεί από κάθε αισθητό και ανασηκωθεί από τον κατακλυσμό της σχετικής με αυτά τύρβης και κατοπτεύσει τον εσωτερικό άνθρωπο,πρώτα βλέπει το απαίσιο προσωπείο που του διαμορφώθηκε από την κάτω περιπλάνηση και σπεύδει να το ξεπλύνει με το πένθος· έπειτα, όταν αφαιρέσει το δύσμορφο αυτό κάλυμμα, τότε, αφού η ψυχή δεν διασπάται αγεννώς από την ποικιλία των σχέσεών της, προχωρεί ατάραχα μέσα στα αληθινά ταμεία και προσεύχεται στον Πατέρα «εν τω κρυπτώ». Αυτός στην αρχή του χορηγεί και το χωρητικό δώρο των χαρισμάτων, την ειρήνη των λογισμών, με την οποία τελειοποιεί την ταπείνωση που είναι γεννητική και συνεκτική κάθε αρετής· όχι την ταπείνωση που διαμορφώνεται με ευχέρεια από τον βουλόμενο με κατορθωτά λόγια και σχήματα, αλλά εκείνη που επιβεβαιώνεται από το αγαθό κι θείο Πνεύμα, την οποία κτίζει το ίδιο το Πνεύμα εγκαινιζόμενο στα έγκατα.

Μέσα λοιπόν σ’ αυτές τις αρετές, σαν ασφαλές περιτείχισμα του νοητού παραδείσου, φυτρώνουν τα παντός είδους δέντρα της αληθινής αρετής· στη μέση αυτών αναγείρονται τα ιερά βασίλεια της αγάπης, και στα πρόθυρα αυτών ανθεί το προοίμιο του μέλλοντος αιώνος, η ανέκφραστη δηλαδή και αναφαίρετη χαρά».

Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς

(ΕΠΕ 8, «Προς μοναχή Ξένη, περί παθών και αρετής», σελ. 409- 413)
ΠΗΓΗ: ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ

http://fdathanasiou.wordpress.com

Αγάπα τον Θεό με μια αγάπη που δεν μετριέται όχι έναν Θεό στα μέτρα σου!



Διαστάσεις απόλυτες που δεν επιδέχονται τροποποιήσεων.
Αλλαγών, υποχωρήσεων ή έστω συμβιβασμών…
Έχει συμβεί σε όλους μας, είναι σχεδόν βέβαιο.
Να συζητάμε με κάποιον καλό μας φίλο ή συγγενή μας που έχει ενστάσεις για την αυστηρή μας τοποθέτηση πάνω σε ορισμένα ζητήματα…
-Λίγο νερό στο κρασί σου βρε αδερφέ…
-Λίγο λάσκα τα λουριά…
-Λίγο να ακολουθείς το σήμερα …την εποχή μας…
-Προχώρησε ο κόσμος άλλαξαν οι καιροί…
Προχώρησε ο κόσμος;
Και πού έφτασε λίγο-λίγο;
Μήπως στο χείλος του γκρεμού;
Μήπως στο απόλυτα φθοροποιό σκοτάδι;
Η μόνιμη επωδός, αυτό που συνήθως ακολουθεί όλα τα περισσεύματα αγάπης και πίστης.
Που ανακαλούνται μέσα απ τα βάθη της ψυχής για να "παλέψουν".
Με αυτήν την Θεομίσητη χλιαρή αντιμετώπιση , είναι η εξής χιλιοακουσμένη φράση:
-Λέει στο Ευαγγέλιο κάτι τέτοιο;
-Που είπε ο Χριστός να μην ντύνονται τα παιδάκια στις Απόκριες;
-Που είπε να νηστεύουμε Τετάρτη και Παρασκευή;
-Που να εκκλησιαζόμαστε κάθε Κυριακή;
-Και εγώ πιστεύω στον Χριστό και το κεράκι μου πάντα το ανάβω στις Γιορτές...
-Και νηστεύω και όλη την Μεγάλη Εβδομάδα, και πάω και στην Εκκλησία
Αλλά δεν κάνω και έτσι …λες και είμαι καλόγερος...
Τι να απαντήσεις...
Τι να πεις;
Κάποιοι σιωπούν προσευχητικά...
Μα για να σκεφτούμε...
Αν υπήρχε αυτή η ρητή αναφορά μέσα στις Ευαγγελικές λαλιές, εμείς θα τις τηρούσαμε κατά γράμμα;
Αν εφαρμόζαμε όσα Ιερά γράφτηκαν.
Αν τηρούσαμε αταλάντευτα χωρίς την παραμικρή απόκλιση όσα είπε ο Χριστός μας κατά την επίγειο διδασκαλία του.
Πόσο διαφορετικός θα΄ ταν ο κόσμος μας...
Τήρησε αδερφέ μου – εαυτέ μου το "Αγαπάτε αλλήλους" και τους εχθρούς σας ακόμα
Χωρίς να ξεχωρίζεις κανέναν...
Το μην κρίνετε...
Το να μην κάνετε όσα δεν θέλετε να σας κάνουν οι άλλοι και τόσα ακόμα Θεοδίδακτα...
Του Χριστού μας τις Θείες και σωτήριες προτροπές...
Κάνε αδερφέ μου – εαυτέ μου όλα αυτά που είπε Εκείνος και έπειτα ντύσε το παιδί σου μασκαρά.
Γιατί πουθενά δεν το απαγορεύει το Ευαγγέλιο!
Τήρησε τις παραινέσεις του Ευεργέτη σου και έπειτα φάε κρέας την Παρασκευή
Επειδή πουθενά δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο στον Θεϊκό Λόγο!
Αδερφέ μου – Άθλιε εαυτέ μου παραδέξου το!
Θες έναν Θεό στα μέτρα σου!
Κατά το δοκούν!
Κατά την βόλεψή σου, κατά το κέφι σου και την διάθεσή σου!
Να Τον βγάζεις έξω από την πόρτα όποτε σε ενοχλεί και σε ελέγχει η συνείδησή σου...
Να Τον καλείς όποτε Τον έχεις ανάγκη, στα δύσκολα, στα απροσπέλαστα με τις δικές σου δυνάμεις.
Ένας Θεός στα μέτρα μου...
Στις προδιαγραφές μου...
Στα δικά μου θέλω...
Κάτι σαν συνεργάτης, σαν υπάλληλος που προσλαμβάνεις, χρησιμοποιείς
και απολύεις δίχως ενοχές, χωρίς αποζημίωση.
Το αυτεξούσιο που Εκείνος σου χάρισε αντί να σε γεμίζει με ζωή, σε πλημμυρίζει με θάνατο.
Μα Αυτός σε περιμένει.
Βρίσκεται ακριβώς έξω από την σφαλισμένη πόρτα της ψυχής σου και σε καρτερά
όπως ο Πατέρας το άσωτο σπλάχνο Του .
Αδελφέ μου –ταλαίπωρε εαυτέ μου να ζεις αληθινά μέσα στον κόσμο μα να μην συμπορεύεσαι τους πολλούς.
Να νοιώθεις μακάριος όταν εκείνοι σε δείχνουν με το δάκτυλο
Του ορθολογιστή άφρονος "σύγχρονου" ανθρώπου.
Με φρόνημα ουράνιο και όχι κοσμικό να έχεις τα μάτια τα μέσα σου στραμμένα στα υπέροχα άνω.
Γιατί όπως λέγεται και ταιριαστό θαρρώ είναι.
Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που θα κοιτάς!
Με ζεστή καρδιά και όχι την χλιαρή που θα αποστραφεί ο Χριστός εν εκείνη την ημέρα.
Να φλέγεται από την αγάπη Του...
Θείος έρωτας...
Ζέουσα αγάπη...
Όχι βολική...
Όχι περιστασιακή...
Όχι του συμφέροντος....
Μα αγάπη ξέχειλη που να μην τελειώνει...
Να μην εξαντλείται...
Να μην εξαρτάται....
Να μην υποχωρεί...
Αγάπα τον Θεό με μια αγάπη που δεν μετριέται όχι έναν Θεό στα μέτρα σου!
Κοίτα τον Σταυρό και νιώσε πως η αγκαλιά Του μας χωρά όλους...
Ακόμα και όλους εμάς τους αμέτρητους ....μετρημένους....

Του Nώντα Σκοπετέα
Απόσπασμα από ομότιτλη εκπομπή του "Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως"


Πρέπει να βλέπουμε και να ελέγχουμε τον εαυτό μας



Τι ωραίο πράγμα είναι
Να μην κάνει ο άνθρωπος κανένα παράπονο!
Μόνο για τον εαυτό του να κάνει παράπονο
Και ποτέ για τον άλλο.
Η επιτυχία εκεί βρίσκεται.
Να στέκεται, να βλέπει και να ελέγχει τον εαυτό του.
Να παρατηρεί και να αηδιάζει τον εαυτό του.
Εκεί είναι ο Θεός.
Εκεί είναι ο Χριστός, η ειρήνη, η γαλήνη, τα πάντα.
Γι`αυτό, ''στώμεν καλώς''.
Να βάλουμε φράγμα, δυνατό φράγμα.
Διότι νοθεύει ο λογισμός ολόκληρο τον εαυτό μας
Νοθεύει τη ζωή μας.
Τη νοθεύει και την αχρηστεύει.
Συμφέρει;
Δεν συμφέρει .

Γέρων Ευσέβιος Γιαννακάκης

http://lllazaros.blogspot.gr

Τα στάδια προς την εν Χριστώ τελείωση

Πνευματική ζωή εἶναι ὅλα ὅσα κάνουμε, συνεργαζόμενοι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά πετύχουμε τόν σκοπό τῆς ὕπαρξής μας πού εἶναι ἡθέωση. 
Η πνευματική ζωή είναι μια δυναμική πορεία. Αρχίζει με το βάπτισμα, που είναι κάθαρση του κατ’ εικόνα, και συνεχίζεται με την ασκητική ζωή για να φθάση ο άνθρωπος στο καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή στην κοινωνία με τον Θεό. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η πνευματικότητα δεν είναι κάτι το αφηρημένο, ούτε κάτι που συνδέεται με την λογική, το συναίσθημα, την αισθητική, αλλά η ενότητα του Χριστιανού με τον Χριστό και η κοινωνία του με το Άγιον Πνεύμα. Οπότε, η ορθόδοξη πνευματικότητα είναι συνώνυμη με την ορθόδοξη εκκλησιαστική πνευματική ζωή. Η πνευματικότητα δεν είναι κάτι που παρεμβάλλεται μεταξύ του Χριστιανού και του Θεού, αλλά είναι έκφραση της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό, δεν είναι κάτι που γίνεται έξω από την Εκκλησία, αλλά η ζωή μέσα στην Εκκλησία.
Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του κάνει λόγο για πνευματικό, ψυχικό και σαρκικό άνθρωπο. Πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που έχει κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ Ιησού, δια του Αγίου Πνεύματος, ψυχικός είναι εκείνος που στηρίζεται απλώς στις ψυχικές του δυνάμεις και σαρκικός είναι εκείνος που δεν έχει το Άγιον Πνεύμα. Πολλές φορές ο ψυχικός άνθρωπος ταυτίζεται με τον σαρκικό.
Η πνευματική ζωή δέν εἶναι ἡ ζωή τῆς κουλτούρας καί τοῦ πολιτισμοῦ ἀλλά ἡ ζωή τοῦ πολιτισμοῦτῆς ψυχῆς, ἡἁγιοπνευματική, ἡ ζωή «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι» καί ὁπωσδήποτε ἡ ζωή «ἐν τῷ Πατρί καί ἐν τῷΥἱῷ»,ἀφοῦἡ Ἁγία Τριάς εἶναι ἀχώριστη.

Η πνευματική ζωή του αγωνιζομένου χριστιανού εμπερικλείει τις ακόλουθες φάσεις:
α) την μετάνοια - αναγνώριση της πνευματικής τύφλωσης που προκαλεί η αμαρτία (γενικώς).
β) την επιθυμία απαλλαγής από την τύφλωση αυτή.
γ) το πλησίασμα του Θεού, που επιτυγχάνεται με την ταπείνωση. Ο Θεός «ταπεινοίς δίδωσι χάριν».
δ) τη σωτηρία του ανθρώπου από τα πάθη και τις αμαρτίες μέσω του βαπτίσματος και της ενσυνείδητης εξομολόγησης που είναι ανανέωση του βαπτίσματος.
ε) τον πόλεμο των δαιμόνων κατά του αγωνιζομένου χριστιανού.
στ) τη σταθερότητα του αγωνιζομένου στην πνευματική ζωή, άσχετα με το κόστος που τυχόν θα έχει αυτή η στάση.
ζ) την αποκάλυψη, τέλος, του Θεού στον άνθρωπο. Την τέλεια γνώση του Θεού, η οποία δίνεται ως δώρο στους αγαθούς δούλους του Θεού. 
η) την απόκτηση της αγάπης, η οποία πλυμμηρίζει την ύπαρξη του ασκητή-χριστιανού λόγο της ύπαρξης της Χάριτος στην ζωή του. 
Το αποτέλεσμα είναι ο άνθρωπος να προοδεύει προς την κατα χάριν θεανθρωπία χωρίς ο ίδιος να συναισθάνεται την "αξιότητά" του (λόγο της ταπείνωσης που έχει) και δι' αυτού του τρόπου να επιτυχάνει τον σκοπό της δημιουργίας του, ο οποίος είναι η εν Χριστώ τελείωσίς του.

ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ, ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ



Πρέπει, όποιος κάνει τον εσωτερικό αγών, αν έχει κάθε στιγμή τα παρακάτω τέσσερα πράματα μέσα του:ταπείνωση, απόλυτη προσοχή, αντίρρηση και προσευχή.

Ταπείνωση, για να έχει, επειδή πρέπει να παλέψει με αντιπάλους τους περήφανους δαίμονες, πρόχειρη τη βοήθεια του Χριστού. Ο Κύριος μισεί τους περήφανους (Παροιμ. Γ’ 34). 

Προσοχή, για να έχει την καρδιά του ελεύθερη από κάθε λογισμό κι αν ακόμα φαίνεται τάχα αγαθός.

Αντίρρηση, για να προβάλλει μόλις ίδη να έρχεται ο πονηρός αμέσως αντιρρήσεις με οργή. «Και αποκριθήσομαι, λέει ο Ψαλμωδός, τοις ονειδίζουσί μου κακά, ουχί τω Θεώ υποταγήσεται η ψυχή μου;» (θα αποκριθώ σ’ αυτούς που με κατηγορούν και μου αποδίδουν κακά, δεν πρέπει να υποταχθή στον Θεό η ψυχή μου; – Ψαλμ. Ξα’ 2).

Προσευχή, για να κράξη η ψυχή στον Χριστό με αλάλητους στεναγμούς αμέσως μετά την αντίρρηση. Και τότε ο ίδιος ο αγωνιστής θα ιδή να διαλύεται ο εχθρός ή να διώχνεται μαζί με όλες τις φαντασίες του με τη δύναμη του προσκυνητού ονόματος όπως χάνεται το λεπτό χώμα ή ο καπνός στο φύσημα του ανέμου.

Ησυχίου πρεσβυτέρου
«Μικρή Φιλοκαλία» 

www.agioritikovima.gr

Να συνειδητοποιήσουμε την αμαρτωλότητά μας!

«Ότι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστιν διὰ παντὸς»
(Ψαλμ. 50,5 )


Πριν από κάθε θεραπεία είναι απαραίτητη η διάγνωση. Χωρίς διάγνωση , κάθε θεραπευτική αγωγή ριψοκινδυνεύει τη ζωή μας. Αλλά η διάγνωση του γιατρού στηρίζεται κυρίως στην εξιστόρηση των συμπτωμάτων της αρρώστιας εκ μέρους του ασθενούς. Και είναι απαραίτητο, προκειμένου να υποβληθεί κανείς στον κόπο της θεραπείας, να γνωρίζει πρώτο μεν ότι είναι άρρωστος κι έχει ανάγκη γιατρού και δεύτερο να είναι σε θέση να πει ποιό μέλος του σώματός του πάσχει, πού αισθάνεται ενοχλήσεις, ποίο είναι το μέγεθος και ο βαθμός των ενοχλήσεων , καθώς και κάθε σύμπτωμα της αρρώστιας του. Αυτό αφ’ ενός μεν διευκολύνει τον γιατρό, αφ’ ετέρου δε οδηγεί στην κατάλληλη θεραπεία και γιατρεύει εύκολα και γρήγορα.
Αλλά και όταν οδηγούμεθα στο ιατρείο και το θεραπευτήριο της ψυχής, την ιερά δηλαδή Εξομολόγηση, πρέπει απαραίτητα να έχουμε κι εμείς γνώση των ψυχικών μας ασθενειών. Είναι ανάγκη να γνωρίζουμε λεπτομερώς την πνευματική μας κατάσταση. Να ξέρουμε σε ποια αμαρτήματα είμαστε ένοχοι, τι ελαττώματα και αδυναμίες έχουμε. 
Πού και πώς έχουμε παραβεί τις εντολές του Θεού. 
Ποια είναι η έκταση της αμαρτίας στην ψυχή μας. Δηλαδή να γνωρίζουμε ακριβώς την ηθική μας κατάσταση. Αν προσέλθουμε στο Μυστήριο χωρίς τις γνώσεις αυτές, μοιάζουμε με τον κουτοπόνηρο εκείνο χωρικό, ο οποίος ενώ επισκέφθηκε τον γιατρό για να ανακουφιστεί από τους πόνους, δεν του έλεγε πού ακριβώς πονάει, για να δοκιμάσει, όπως πίστευε ,την πείρα και τις γνώσεις του γιατρού. Οι σχετικές ερωτήσεις του τον έκαναν να αμφιβάλλει για την ικανότητα του γιατρού να κάνει μόνος του, αμέσως και χωρίς τη βοήθεια του χωρικού, τη διάγνωση!
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην ιερά Εξομολόγηση. Είναι λυπηρό αυτό που αρκετές φορές γίνεται στη διάρκειά της: Αδιαφώτιστοι ,συνήθως, χριστιανοί πηγαίνουν, από συνήθεια ίσως, στον πνευματικό και μάλιστα κατά τις παραμονές των μεγάλων εορτών και δεν του λένε σε τί φταίνε, αλλά περιμένουν να τους κάνει ερωτήσεις ο Εξομολόγος. Όχι σπάνια, μάλιστα, φτάνουν στο σημείο να εξαναγκάζουν τον Ιερέα, να τους βγάζει με το «τσιγκέλι» την ομολογία ενοχής.
Αυτό όμως δεν είναι Εξομολόγηση, είναι μάλλον ανάκριση. Βέβαια δεν υποστηρίζουμε ότι πρέπει να καταργηθούν οι ερωτήσεις του εξομολόγου. Όχι. Θα χρειαστεί κάποτε ο Πνευματικός να κάνει ερωτήσεις για να βοηθήσει τον εξομολογούμενο και μάλιστα όταν αυτός είναι αδιαφώτιστος ή δυσκολεύεται να ομολογήσει όλες τις αμαρτίες του. Αλλά το τέλειο είναι να ομολογεί μόνος του ο εξομολογούμενος τα αμαρτήματά του, με ειλικρίνεια και τόλμη. Αυτό, και συναίσθηση αποδεικνύει και τον εξομολόγο διευκολύνει και τον Μυστήριο τιμά.
Πώς όμως θα ομολογήσει κανείς τα πταίσματα και τις αμαρτίες του, αν προηγουμένως δε τις γνωρίζει; Πώς θα νιώσει συντριβή για κάτι που αγνοεί; Πώς θα ζητήσει το έλεος του Θεού , αφού δεν πιστεύει ότι Τον παρόργισε; Και πώς θα πάρει την απόφαση να μην επαναλάβει το σφάλμα που δεν γνωρίζει ότι διέπραξε; Ναι, ας μην τρέχουμε αυταπάτες: Εξομολόγηση χωρίς πλήρη γνώση της εσωτερικής μας κατάστασης, είναι νόθος, όχι γνήσια, όχι θεάρεστη. 

Διότι , όπως τονίσαμε και στα προηγούμενα κεφάλαια, δεν νοείται Εξομολόγηση χωρίς μετάνοια. Μετάνοια δε χωρίς γνώση της αμαρτωλότητάς μας είναι αδιανόητα.
Αλλά πώς θα αποκτήσει ο χριστιανός αυτή τη γνώση; Να ένα σημείο στο οποίο πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα. Είναι ζήτημα σοβαρό κι απ’ αυτό εξαρτάται και η επιτυχία μας στο Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως. Και το μέσο για απόκτηση της αυτογνωσίας μας είναι ένα: Το να εξετάζει κανείς τον εαυτό του με το φως του Ευαγγελίου, να καθρεπτίσει τη συνείδησή του και να ελέγξει το εσωτερικό του. Με την αντικειμενική και προσεκτική αυτοεξέταση θα μπορέσει ο χριστιανός να γνωρίσει το εγώ του, να λάβει γνώση των αμαρτιών του και των άλλων αδύνατων σημείων του χαρακτήρα του.
Αυτή ,όμως, η αυτοεξέταση και αυτοανάκριση δεν είναι κάτι το εύκολο. Έχει τις δυσκολίες της. Και τα αποτελέσματά της εξαρτώνται από τον βαθμό γνώσης του θελήματος του Θεού που έχουμε. Ένας που αγνοεί το νόμο του Θεού, που είναι θρησκευτικώς ακαλλιέργητος , που η ψυχή του είναι χέρσα γη και δεν έχει ποτισθεί από τη βροχή της θείας Χάριτος,κι επομένως δεν γνωρίζει τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά του, δεν θα μπορέσει ποτέ να λάβει σαφή και ολοκληρωμένη γνώση των σφαλμάτων του. Πολλές πράξεις του κι ενέργειες που προσκρούουν στο θέλημα του Θεού θα τις βλέπει καλές και θεάρεστες . Θα θεωρεί τον εαυτό του αθώο, αφού δεν θα έχει ιδέα από τις εντολές του Κυρίου. Ανάλογα με τη θρησκευτική μας καλλιέργεια και γνώση και πρόοδο , είναι και τα αποτελέσματα της αυτοκριτικής μας.
Πολύ συχνά συναντούμε στη ζωή μας τέτοιους ανθρώπους. Έχουν ελαφριά , όπως λένε, τη συνείδηση, διότι ούτε σκότωσαν , ούτε έκλεψαν, ούτε ψέματα είπαν στα δικαστήρια, ούτε όρκους καταπάτησαν, ούτε έβλαψαν κανέναν. Λες και ο ηθικός νόμος περιορίζεται μόνο σ’ αυτά , τα κάπως χονδρικά αμαρτήματα. Αυτοί πιστεύουν ότι στις εντολές του Θεού περιλαμβάνονται μόνο ορισμένες απαγορεύσεις. Και αγνοούν ότι ο νόμος του Θεού είναι νόμος ηθικής τελείωσης του ανθρώπου. Ότι είναι κανόνας ζωής και πυξίδα που οφείλει να οδηγεί, ακόμη και στις λεπτομέρειές του, το σκάφος της ζωής μας. Και από λεπτομέρειες είναι γεμάτη η ζωή του καθενός μας. Μήπως άλλωστε πολλές μαζί λεπτομέρειες δεν συνιστούν τα σπουδαιότερα από τα σφάλματά μας;…
… Αλλά πώς θα διαγνώσει όλα αυτά τα σφάλματα, πώς θα αντιληφθεί τα συμπτώματά τους, όταν αγνοεί το νόμο του Θεού; Πώς θα διαφωτισθεί όταν δεν γνωρίζει το φως του Ευαγγελίου; Μέγιστο δυστυχώς μειονέκτημα των Ελλήνων είναι η άγνοια του Ευαγγελίου. Τόσα άλλα πράγματα καθημερινώς διαβάζουμε: εφημερίδες, περιοδικά, μυθιστορήματα, βιβλία διάφορα. Το Ευαγγέλιο, το βιβλίο των βιβλίων, το έχουμε περιφρονημένο ή στο ..εικονοστάσι. Έτσι παρουσιάζουμε το θλιβερό φαινόμενο να ζουν πολλοί στα τυφλά, χωρίς φως, χωρίς οδηγό. Να ζουν χαμηλή και άσκοπη ζωή. Χωρίς ευγενικές και άγιες επιδιώξεις. Χωρίς πτήσεις πνευματικές και άγιες επιδιώξεις. Ξένοι προς την «βίωσιν του αγίου» , που είναι ο σκοπός της παρουσίας μας πάνω στη γη. Μόνη καθημερινή φροντίδα το φαγητό, το επάγγελμα, το χρήμα, η διασκέδαση. Τίποτε το ανώτερο, το μεταφυσικό, το πνευματικό. Μόνον ό,τι ικανοποιεί τη σάρκα, την ύλη , τη ματαιότητα. Κι όμως! Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε μόνο για τη γη, για τα φθαρτά, τα προσωρινά και τα μάταια. Πλάστηκε για τον ουρανό, την αιώνια πατρίδα του, για το μέλλον το παντοτινό. Κι όμως, τόσοι πολλοί στους καιρούς μας, γι’ αυτά τα παροδικά και γήινα μόνο ζουν, γι’ αυτά και μόνο αναπνέουν.
Πώς ,λοιπόν, άνθρωποι μ’ αυτή τη νοοτροπία , την αρρωστημένη, την ξένη προς κάθε σκίρτημα ιερό, είναι δυνατόν να έχουν ακριβή γνώση των ασχημιών της ψυχής τους, των παρεκτροπών της ζωής; Κι αν ακόμη θελήσουν να ερευνήσουν κάπως τον εαυτό τους, πάλι αθώο θα τον βρουν, αφού λείπει από μέσα τους το ζωηφόρο φως του Ευαγγελίου, που φωτίζει και τις πλέον ελάχιστες πτυχές και τις πλέον απρόσιτες γωνίες του μυστηριώδους είναι μας…

Από το βιβλίο: «ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ»
Μητροπολίτου πρ. Πειραιώς ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΣΟΥ
ΑΘΗΝΑ 2012
Εκδόσεις: “ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ


Η ζωή στο σπίτι την Μεγάλη Τεσσαρακοστή

Στις Σαρακοστές καλό είναι να γνωρίζεις μόνο εκκλησία και σπίτι, τίποτ’ άλλο. Φτάνεις, λοιπόν, στο σπίτι. Τί θα κάνεις εκεί; Θα αγωνιστείς μ’ όλη σου τη δύναμη να διατηρήσεις την προσήλωση του νου και της καρδιάς στον Κύριο. Αμέσως μετά την εκκλησία, τρέξε στο δωμάτιό σου και κάνε αρκετές μετάνοιες, ζητώντας ευλαβικά από τον Θεό να σε βοηθήσει, ώστε να αξιοποιήσεις το χρόνο της παραμονής σου στο σπίτι με τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή σου.

Ύστερα κάθισε και ξεκουράσου για λίγο. Αλλά και τότε μην αφήνεις τους λογισμούς σου να ξεστρατίζουν. Διώχνοντας κάθε σκέψη, επαναλάμβανε νοερά την ευχή : “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!”. Αφού ξεκουραστείς πρέπει ν’ ασχοληθείς με κάτι, είτε προσευχή είτε εργόχειρο. Τί εργόχειρο θα κάνεις δεν έχει σημασία∙ ξέρεις ήδη τί σου αρέσει.

Είναι, βλέπεις, αδύνατο να ασχολείσαι όλη την ώρα με πνευματικά πράγματα∙ χρειάζεται να έχει και κάποιο ευχάριστο εργόχειρο. Μ’ αυτό θα καταπιάνεσαι, όταν η ψυχή σου είναι κουρασμένη, όταν δεν έχεις τη δύναμη να διαβάσεις ή να προσευχηθείς. Αν, βέβαια, οι πνευματικές σου ενασχολήσεις πηγαίνουν καλά, το εργόχειρο δεν είναι απαραίτητο. Εκπληρώνει μόνο την ανάγκη αξιοποιήσεως του χρόνου, που αλλιώς θα σπαταλιόταν σε απραξία. Και η απραξία είναι πάντα ολέθρια, πολύ περισσότερο όμως στον καιρό της νηστείας.

Πώς πρέπει να προσεύχεται κανείς στο σπίτι; Σωστά σκέφθηκες ότι τη Σαρακοστή οφείλουμε να προσθέτουμε κάτι στον συνηθισμένο κανόνα προσευχής. Νομίζω, ωστόσο, πως αντί να διαβάζεις περισσότερες προσευχές από το Προσευχητάρι, είναι καλύτερο ν’ αυξήσεις τη διάρκεια της άμεσης επικοινωνίας σου με τον Κύριο. Κάθε μέρα, πριν αρχίσεις και αφού τελειώσεις την ορθρινή και βραδυνή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Κύριο, την Υπεραγία Θεοτόκο και τον φύλακα άγγελό σου, ευχαριστώντας τους για την προστασία τους και παρακαλώντας τους για την ικανοποίηση των πνευματικών σου αναγκών.

Ζήτα τους να σε βοηθήσουν, ώστε, πρώτα απ’ όλα να γνωρίσεις τον εαυτό σου, να αποκτήσεις αυτογνωσία και, όταν την αποκτήσεις, να σου χαρίσουν ζήλο και δύναμη, ώστε να θεραπεύσεις τις πληγές της ψυχής σου. Ζήτα τους, ακόμα, να γεμίσουν την καρδιά σου με το αίσθημα της ταπεινώσεως και της συντριβής. Η ταπείνωση είναι η πιο ευάρεστη στον Θεό θυσία. Έτσι να προσεύχεσαι. Μην επιβάλεις, όμως, στον εαυτό σου έναν προσευχητικό κανόνα μακρύ και βαρύ, έναν κανόνα που θα υπερβαίνει τα μέτρα των ψυχοσωματικών σου δυνάμεων και θα σε καταβάλλει. Καλύτερα είναι να προσεύχεσαι συχνότερα στη διάρκεια της ημέρας και, όταν ασχολείσαι μ’ οποιαδήποτε άλλη εργασία, να έχεις το νου σου στο Θεό.

Μετά την προσευχή, διάβαζε για λίγο με αυτοσυγκέντρωση. Η μελέτη δεν αποσκοπεί στο φόρτωμα του μυαλού σου με διάφορες πληροφορίες και γνώσεις, αλλά στην ψυχική σου ωφέλεια και εποικοδομή. Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να διαβάζεις πολλά. Διάβαζε όμως με προσοχή μεγάλη και με καρδιακή συμμετοχή.

“Τί να διαβάζω;”, θα με ρωτήσεις. Μόνο πνευματικά βιβλία, φυσικά. Η προσεκτική ανάγνωση τέτοιων βιβλίων εμπνέει την ψυχή περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Αν πάντως, στη διάρκεια της μελέτης γεννιέται ο πόθος της προσευχής, ν’ αφήνεις το βιβλίο και να προσεύχεσαι.

Θα διαβάζεις, λοιπόν, θα προσεύχεσαι, θα κάνεις μετάνοιες. Και μ’ όλα αυτά, ωστόσο, δεν θα μπορέσεις να κρατήσεις το νου και την καρδιά σου σε κατάσταση συνεχούς και έντονου αγώνα. Είναι αναπόφευκτο να κουράζεσαι. Τότε, όπως σου είπα, θα ασχολείσαι με κάποια πρακτική εργασία.

Σκέφτεσαι, καθώς μου γράφεις, να μειώσεις την ποσότητα του καθημερινού σου φαγητού. Σωστή κι ωφέλιμη η σκέψη σου∙ σωστή, γιατί το σώμα, που με τις παρεκτροπές του σε αναγκάζει να μετανοείς, οφείλει να καταβάλει στη διάρκεια της Σαρακοστής τους μόχθους που του αναλογούν∙ και ωφέλιμη, γιατί με τη νηστεία το σώμα δουλαγωγείται, ο νους καθαρίζεται, η καρδιά μαλακώνει, τα πάθη νεκρώνονται. Μόνο μην το παρακάνεις. Ήδη τρως τόσο λίγο. Πρέπει να έχεις δυνάμεις για να στέκεσαι στην εκκλησία και για ν’ αγωνίζεσαι στο σπίτι. Κοίτα να τρως τόσο, όσο χρειάζεται για να μην εξασθενήσεις.

Καλό θα ήταν επίσης, να μείωνες λίγο το χρόνο του ύπνου και της αναπαύσεώς σου. Είναι μία θυσία για σένα, αλλά κάθε λογής θυσία ταιριάζει σ’ αυτή την περίοδο.

Και με τις συζητήσεις τί θα γίνει; Τη Σαρακοστή τουλάχιστον, οι συζητήσεις με τους άλλους ας περιοριστούν σε πνευματικά θέματα. Ακόμα καλύτερες είναι οι κοινές πνευματικές αναγνώσεις, που δίνουν αφορμές για την ανταλλαγή εποικοδομητικών σκέψεων και για την εξαγωγή ωφέλιμων συμπερασμάτων. Κατάλληλοι γι’ αυτό τον σκοπό είναι οι Βίοι των Αγίων. Αρκετά έγραψα. Θα προσθέσω ό,τι άλλο χρειάζεται αργότερα.

Από το βιβλίο: ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο Δρόμος της Ζωής, Γράμματα σε μια Ψυχή
ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000