.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης και περί της Νοεράς Προσευχής

Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης κατέχει από της λαμπρότερες θέσεις του ησυχαστικού και ασκητικού βίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έμαθε και τελειοποίησε την μέθοδο της ησυχαστικής προσευχής όπου αυτή μεταφέρθηκε σε άλλους ασκητές και έγινε ο τρόπος ζωής όλων των μοναχών.

Τι ακριβώς είναι ο «Ησυχασμός»; Ο Ησυχασμός είναι ο τρόπος που οι 
μοναχοί, μέσω της ησυχίας και της αδιάλειπτης προσευχής, λέγοντας την ευχή«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.»[1]φτάνουν στην θέωση όπου όταν και αν το επιτρέψει ο Θεός, να δουν το Άκτιστο Φώς. Το ευαγγέλιο δίνει την πρώτη μαρτυρία για τον ησυχαστικό τρόπο προσευχής με τον έκτο μακαρισμό «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται.»[2]. Αλλά και πολλοί Πατέρες μίλησαν περί του ησυχαστικού τρόπου ζωής όπως οι Καππαδόκες, Αγ. Μάξιμος Ομολογητής, Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Αγ. Γρηγόρος ο Σιναίτης κ.α. Αυτό που άλλαξε από την εποχή των Καππαδοκών μέχρι και την εποχή του Αγ. Γρηγορίου του Σιναίτου είναι ο τρόπος προσευχής που σκοπό είχε την θεοπτία, παρόμοια όπως αυτή που είδαν οι μαθητές στο όρος Θαβώρ «και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φώς.»[3].

Ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης υπήρξε από τα λαμπρότερα παραδείγματα του ησυχαστικού τρόπου ζωής. Γεννήθηκε στο Κούκουλο των Κλαζομενών της Μικράς Ασίας.[4]
Έμαθε τα ιερά γράμματα από τους ευσεβείς γονείς και από τους διδασκάλους του.

Κατά τη βασιλεία του Ανδρονίκου Παλαιολόγου του Β’, τα μέρη των Κλαζομενών λεηλατήθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν οι κάτοικοι αυτής της περιοχής, μαζί με αυτούς και ο Αγ. Γρηγόριος ο Σιναίτης. Ως αιχμάλωτοι, είχε λάβει άδεια από τους Τούρκους να μπορεί να πηγαίνει στην εκκλησία όπου προσευχόταν και έψελνε. Εκεί ο κόσμος θαύμασε την πραότητα και ωραιότητα της ψαλμωδίας του όπου πήγαν μερικοί χριστιανοί και πλήρωσαν πολλά χρήματα στους Τούρκους για την ελευθερία του, όπως και έγινε.[5]

Μετά από αυτό, πήγε στη Κύπρο όπου εκπλήρωσε τον πόθο του για τον μοναχισμό και έγινε δόκιμος κοντά σε έναν ενάρετο ασκητή. Από τη Κύπρο πήγε στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά όπου εκάρη μοναχός και έμαθε την μέθοδο του ησυχαστικού βίου. Εδώ, ασκήτευε με αυστηρή νηστεία, αγρυπνία, ψαλμωδία και προσευχή. Αυτό το έβλεπαν οι περισσότεροι μοναχοί και τον θαύμαζαν για την ασκητική του ζωή. Δυστυχώς όμως, μερικοί τον φθόνησαν και μη θέλοντας να στενοχωρήσει κανέναν, έφυγε με τον μαθητή του Γεράσιμο. Πήγαν στο Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο. Από εκεί πήγαν στην Κρήτη και συγκεκριμένα στους «Καλούς Λιμένες» όπου γνώρισε τον ασκητή Αρσένιο και τελειοποίησε την ησυχαστική μέθοδο προσευχής. Του έμαθε ο μοναχός Αρσένιος τη θεωρία του ησυχασμού που είναι η θεωρία και άσκηση της νοεράς προσευχής. Τα βασικά στοιχεία ήταν η φύλαξη του νού, η νήψη (καθαρισμού) της καρδιάς και η νοερά προσευχή που θα συνοδευόταν με άσκηση. Ο μοναχός Αρσένιος θεωρούσε πολύ σημαντικό να υπάρχει τελείωση στο πρακτικά αλλά και θεωρητικό βίο.

Με αυτές τις αρχές που έμαθε από την Μονή της Αγ. Αικατερίνης Σινά και από τον μοναχό Αρσένιο, πήγε στο Άγιον Όρος όπου μετέφερε αυτόν τον τρόπο ζωής και προσευχής στους αγιορείτες μοναχούς. Εκεί δέχτηκαν αυτόν τον τρόπο με πολύ ενθουσιασμό και έτσι εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλο το Αγ. Όρος, μεγάλα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και στους Σλαβικούς λαούς.

Ο Γρηγόριος Σιναίτης έφυγε από το Αγ. Όρος και πήγε Κωνσταντινούπολη μετά για μικρό χρονικό διάστημα ασκήτεψε στο όρος Κατακεκρυωμένου στην περιοχή Μεσομίλιον και γύρισε πάλι στο Αγ. Όρος για να συνεχίσει την διδασκαλία στους αγιορείτες μοναχούς. Ξαναέφυγε για τα Παρόρια όπου συνέχισε την άσκηση. Εκεί πήγαν πολλοί ασκητές και ιδρύθηκαν μοναστήρια που ακολούθησαν την τακτική του Ησυχασμού.

Μεταξύ των μαθητών του που ήταν Βούλγαροι, Σέρβοι και άλλοι, σημαντικότεροι από τους Σλάβους ήταν οι βούλγαροι μοναχοί Θεοδόσιος και Ευθύμιος.[6]
Ο Θεοδόσιος (+1363) ίδρυσε μοναστήρι στο όρος Κελιφάρεβο κοντά του Τυρνόβου και εισήγαγε τον Ησυχασμό στην Βουλγαρία. Ο Ευθύμιος ήξερε καλά Ελληνικά και μετέφρασε πολλά θεολογικά έργα και έγραψε εγκωμιαστικούς λόγους για μερικούς αγίους. Στη Ρωσία, μεταφέρθηκε από τον Κυπριανό Τσάμπλακ, μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ρωσίας. Μαθητής σημαντικός ήταν και ο Κάλλιστος Α’ (1350-1354, 1355-1363) που έγραψε και το βίο του Αγ. Γρηγορίου του Σιναίτου αλλά και τον υποστήριξε έναντι των αντιησυχαστών και ιδιαιτέρως κατά του Γρηγορίου Ακινδύνου.[7]

Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης, έχοντας φθάσει σε μεγάλη ηλικία, μετά από λίγες μέρες ασθένειας, παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.

Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης εργάστηκε πάνω στη θεωρία και πράξη της Νοεράς προσευχής όπου είδε το Άκτιστο Φώς. Αναφέρει συγκεκριμένα στο «Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής»[8]ότι υπάρχουν δύο τρόποι ή είσοδοι που ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη θέωση. Οι τρόποι είναι η νοερά προσευχή και η διαφύλαξη του νου, «εκατέρωθεν της νοεράς προσευχής, της δια του Πνεύματος εν καρδία ενεργουμένης, δι’ων ο νούς η προλαμβάνει αυτήν εκείσε τω Κυρίω κολλώμενος κατά την Γραφήν, η κινουμένης της ενεργείας κατά πρόοδον εν πυρί ευφροσύνης έλκει τον νούν, ή δεσμεύει αυτόν προς την του Κυρίου Ιησού επίκλησιν τε και ένωσιν.»[9]
Με την επίκληση του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος βοηθά τον ασκούμενο να μειωθούν τα πάθη και να φτάσει στη θέωση. Με την πράξη (άσκηση) καθαρίζεται από τα πάθη ο άνθρωπος και με τη θεωρία βλέπει το Άκτιστο Φώς, εφόσον το επιτρέψει και ο Θεός για να το δει.

Η πρακτική τακτική που συμβουλεύει ο Γρηγόριος ο Σιναίτης για το πώς μπορεί ο άνθρωπος να φτασει στη θέωση είναι «Και από μεν πρωίας καθεζόμενος εν σπιθαμιαία καθέδρα, άγξον τν νούν εκ του ηγεμονικού εν καρδία και κράττει αυτόν εν αυτή. Κύπτων δε εμπόνως, και τα στέρνα, ώμους τε και τον τράχηλον σφοδρώς περαλγών, επιμόνως κράζε νοερώς ή ψυχικώς το, ‘Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με’.»[10]
Αυτή τη ευχή θα πρέπει ο ασκητής να λέει συνέχεια για να νικήσει τα πάθη του. Ο άγιος δίνει και και μια άλλη ευχή που θα μπορεί να λέει ο ασκητής αν κουραστεί. Αναφέρει «Είτα, δια το στενόν και επίπονον, ίσως και αηδώς δια το συνεχές έχων όπερ ουκ εστί δια το εν βρώμα του τριωνύμου συνεχώς εσθιόμενον, ‘οι γαρ εσθίοντες με’, φησίν, ‘έτι πεινάσουσι’ μεταλλάτων τον νούν εις το έτερον ήμισυ, λέγε ‘Υιέ του Θεού, ελέησον με.’ Και πολλαχώς λέγων το ήμισυ, συνεχώς ουκ οφείλεις εκ ραθυμίας μεταλλάττειν αυτά, ου ριζούνται γαρ τα φυτά συνεχώς μεταφυτευόμενα.»[11]
Και έναν τρόπο που δίνει ο Γρηγόριος για να μην ατονίσει ο νούς του ασκητή, είναι «ίσως δε εστίν ότε τη νοερά και συνεχεί βοή και τη εμμόνω πήξει ο νούς αθυμών, μικράς αναπαύσεως μεταλαμβάνει εν τω απολύσαι αυτόν εις το πλάτος της ψαλμωδίας από του απεστενωμένου της ησυχίας.»[12]
Με αυτόν τον τρόπο, δεν βαριέται ο άνθρωπος συνέχεια λέγοντας τη νοερά προσευχή αλλά αναπαύεται με το ψάλσιμο. Αυτή η πρακτική είναι «τάξις αρίστη και διδαχή σοφωτάτων ανδρων»[13].

Με αυτόν τον πρακτικό τρόπο, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, θα μπορέσει ο ασκητής να φτάσει στο στάδιο της θεώσεως. Αλλά προειδοποιεί τον νέο ασκητή για τους κινδύνους που μπορεί να εμφανιστούν στον δρόμο προς την θέωση. Αναφέρει «Εάν δε ιδής τας ακαθαρσίας των πονηρών πνευμάτων, ήτοι λογισμών, αναδιδόμενας ή μεταμορφουμένας εν τω νοί σου, μη θαμβηθής, καν αγαθά νοήματα πραγμάτων αναφαίνωνταί σοι, μη πρόσχης αυτοίς, αλλά κρατών την εκπνοήν, ως δυνατόν, και τον κατακαίεις και συστέλλεις αυτά, μαστίζων αυτούς αοράτως δια του θείου ονόματος.»[14]
Αλλού αναφέρει, «Πρόσεχε ουν ακριβώς, Θεού εραστά, εν γνώσει επάν εργαζόμενος το έργον, ίδης φώς ή πύρ έξωθεν ή έσωθεν, ή σχήμα δήθεν Χριστού ή αγγέλου ή ετέρου τινός, μη παραδέξη αυτό, ίνα μη βλάβην υποστής μηδε συ αφ’εαυτού, εικονικώς προσέχων, εάσης τον νούν εκτυπούν τοιαύτα. Πάντα γαρ ταύτα έξωθεν ακαίρως μετασχηματιζόμενα, προς το πλανήσαι την ψυχήν γίνονται.»[15]
Είναι επικίνδυνο να αφεθεί ο νούς σε αυτές τις «ελάμψεις» γιατί μπορεί να προέρχονται από τον διάβολο και μπορούν να σε οδηγήσουν σε πλάνη και απομάκρυνση από τον Θεό. Ακολουθεί ο Γρηγόριος Σιναίτης να δώσει την απάντηση στον ασκούμενο, οπώς να καταλάβει αν είναι κάτι από τον Θεό ή από τον Διάβολο. Λέει, «Η γαρ αρχή της προσευχής η αληθινή, η καρδιακή θερμή εστίν, η φλογίζουσα τα πάθη και ιλαρότητα η χαράν τη ψυχή εμποιούσα, αδιστάκτω πόθω και ανενδοσιάστω πληροφορία την καρδίαν βεβαιούσα. Παν γαρ το ερχόμενον εις την ψυχήν, φασίν οι Πατέρες, καν αισθητόν, καν νοερόν, και διστάζει εν τούτω η καρδία, μη παραδεχομένη αυτό, ουκ έστιν εκ του Θεού, αλλ’εκ του εναντίου επέφθη.»[16]
Για αυτό είναι βασικό, ο ασκούμενος να συνεχίζει την επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού και να μην αποσπάται μέχρι να φτάσει στη πραγματική (εκ Θεού) φανέρωση του Ακτίστου Φωτός. Επίσης για τη προσοχή του νέου στην άσκηση, λέει «Ησυχία γαρ εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του Πνεύματος θειοτέρων, εως καιρού, ίνα μη, προσέχων τούτοις ως καλοίς, το μείζον απολέσης.»[17]
Εάν με μεγάλη προσοχή ασκήσει τον Ησυχαστικό βίο, θα μπορέσει να φτάσει στο επίπεδο της θεώσεως.

Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης υπήρξε και υπάρχει από τα λαμπρότερα παραδείγματα ασκητικού, ενάρετου και ησυχαστικού βίου. Αυτός έμαθε και τελειοποίησε τον ησυχαστικό τρόπο προσευχής, με τη νοερά (καρδιακή) προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με.»[18]που θα βοηθούσε τους ασκητές να φτάσουν στην θεωρία, στο να μπορέσουν να δούνε το Άκτιστο Φώς.

Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε από το βίο και έργο «Περί Ησυχίας και Περί των Δύο Τρόπων της Προσευχής»[19], συγκεκριμένα περί της «Νοεράς Προσευχής» είναι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιτύχει την θέωση και σωτηρία του από μόνος του. Ο Γρηγόριος ο Σιναίτης μιλά για τον ασκητικό βίο και τον τρόπο που θα πρέπει να ζούνε και να προσεύχονται οι ασκητές. Αλλά δεν είναι κάτι που περιορίζεται μόνο στους ασκητές. Ο Ησυχασμός είναι η μέθοδος προσευχής που όλοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να φτάσουν στην θέωση. Από τη διδασκαλία του Γρηγορίου του Σιναίτου, παραλαμβάνουμε τη θεωρία και πράξη, τους δύο τρόπους που μας οδηγούν στον τελικό σκοπό μας, τη καθ’ομοίωσιν με το Θεό.

Νικόλαος Γεωργαντώνης
θεολόγος

[1] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG50, 1316 ABC
[2] Ματθ. 5,8
[3] Ματθ. 14, 2
[4] Φειδάς, Βλ, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, σελ. 486
[5] Μον. Βίκτωρος Ματθαίου, Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μην Απρίλιος σελ. 116
[6] Φειδάς, Βλ, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, σελ. 489
[7] Φειδάς, Βλ, Εκκλησιαστική Ιστορία Β’, σελ. 490
[8] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1313 Α – 1324 Β
[9] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1313 A
[10] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 A
[11] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 AB
[12] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1320 D
[13] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1320 D
[14] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 BC
[15] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG50, 1324 A
[16] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1324 B
[17] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1324 A
[18] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1316 A
[19] Γρηγορίου Σιναίτου, Περί ησυχίας και περί των δύο τρόπων της προσευχής,PG150, 1313 A– 1324 B


http://themata-orthodoxias.blogspot.gr

Πώς παρέδωσαν οι θείοι Πατέρες να λέμε την προσευχή



Πώς παρέδωσαν οι θείοι Πατέρες να λέμε την προσευχή με διαφόρους τρόπους, και ποια είναι η προσευχή.

Οι θείοι Πατέρες δεν παρέδωσαν όλοι πάντοτε ολόκληρη την προσευχή, αλλά άλλος ολόκληρη, άλλος τη μισή, άλλος ένα μέρος και άλλος διαφορετικά, ανάλογα ίσως με τη δύναμη και την κατάσταση του προσευχομένου.

Ο θείος Χρυσόστομος την παραδίδει ολόκληρη λέγοντας: «Σάς παρακαλώ, αδελφοί, ποτέ να μην καταπατήσετε ή να καταφρονήσετε τον κανόνα της προσευχής· γιατί άκουσα κάποιους πατέρες να λένε κάποτε: “Ποιος είναι ο μοναχός, αν καταπατήσει ή καταφρονήσει τον κανόνα του;”.

Μάλλον οφείλει, είτε τρώει είτε πίνει είτε κάθεται είτε εκτελεί διακόνημα είτε περπατά είτε κάτι άλλο κάνει, να κράζει αδιάλειπτα το “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”, ώστε η μνήμη αυτή του ονόματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να ερεθίσει σε πόλεμο τον εχθρό.

Γιατί η ψυχή που βιάζει τον εαυτό της θα τα βρει όλα, είτε πονηρά είτε αγαθά, με τη μνήμη. Πρώτα θα δει μέσα στην καρδιά του το κακό, και τότε θα βρει τα αγαθά. Γιατί η μνήμη είναι που θα ξεσηκώσει τον δράκοντα και η μνήμη θα τον ταπεινώσει· η μνήμη θα ελέγξει την αμαρτία που κατοικεί μέσα μας (Ρωμ. 7, 17) και η μνήμη θα τον αφανίσει και θα κινήσει όλη τη δύναμη του εχθρού μέσα στην καρδιά· και η μνήμη θα τη νικήσει και θα την ξεριζώσει σιγά-σιγά.

Έτσι το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού κατεβαίνοντας στο βάθος της καρδιάς, θα ταπεινώσει τον δράκοντα που εξουσιάζει τα μέρη της καρδιάς και θα σώσει και θα ζωοποιήσει την ψυχή. Κράτησε λοιπόν αδιάλειπτα το όνομα του Κυρίου Ιησού, για να καταπιεί η καρδιά τον Κύριο και ο Κύριος την καρδιά και να γίνουν τα δύο ένα. Το έργο όμως αυτό δεν είναι ζήτημα μιας ημέρας ή δύο, αλλά πολλού χρόνου και καιρού.

Γιατί χρειάζεται πολύς αγώνας και χρόνος για να εξοριστεί ο εχθρός και να κατοικήσει μέσα ο Χριστός. Και πάλι λέει: «Πρέπει να ασφαλίζομε και να ηνιοχούμε και να χαλιναγωγούμε το νου και να αναχαιτίζομε κάθε λογισμό και κάθε ενέργεια του πονηρού με την επίκληση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Και όπου στέκεται το σώμα, εκεί να είναι και ο νους, για να μη βρίσκεται τίποτε μεταξύ του Θεού και της καρδιάς σαν μεσότοιχος ή φραγμός που να σκοτίζει την καρδιά και να χωρίζει το νου από το Θεό.

Κι αν καμιά φορά αρπάξει κάτι το νου, δεν πρέπει αυτός να χρονοτριβεί στους λογισμούς, για να μη του καταλογιστεί η συγκατάθεση στους λογισμούς σαν πράξη την ημέρα της κρίσεως ενώπιον του Κυρίου όταν θα κρίνει ο Θεός τα μυστικά των ανθρώπων(Ρωμ. 2, 16). Απαλλαγείτε λοιπόν για πάντα από τους περισπασμούς και μείνετε κοντά στον Κύριο το Θεό μας μέχρις ότου μας σπλαχνιστεί (Ψαλμ. 122, 2)· και μη ζητάτε τίποτε άλλο παρά μόνο το έλεος από τον ένδοξο Κύριο.

Ζητώντας όμως το έλεος, να το ζητάτε με ταπεινή και αξιολύπητη καρδιά· και φωνάζετε από το πρωί μέχρι το βράδυ, κι αν είναι δυνατό και όλη τη νύχτα, το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Και βιάσετε το νου σας σ’ αυτό το έργο μέχρι θανάτου. Γιατί αυτό το έργο χρειάζεται μεγάλη βία, επειδή είναι στενή η πύλη και όλο δυσκολίες ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή(Ματθ. 7, 14) και μπαίνουν σ’ αυτή όσοι βιάζουν τον εαυτό τους, αφού “η βασιλεία των ουρανών κερδίζεται απ’ όσους βιάζουν τον εαυτό τους”(Ματθ. 11, 12).

Σας παρακαλώ, λοιπόν, μη χωρίζετε τις καρδιές σας από το Θεό, αλλά να μένετε κοντά Του και να τις φυλάγετε μαζί με τη μνήμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού πάντοτε, έως ότου φυτευτεί το όνομα του Κυρίου μέσα στην καρδιά σας κι αυτή πια να μη σκέφτεται τίποτε άλλο, για να δοξαστεί ο Χριστός μέσα σας.

Πριν από το Χρυσόστομο βέβαια, ο μέγας Παύλος αναφέρει το τμήμα «Κύριε Ιησού», γράφοντας: «Αν ομολογήσεις με το στόμα σου Κύριο τον Ιησού και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθείς. Γιατί όποιος πιστεύει με την καρδιά του οδηγείται στη δικαίωση, κι όποιος ομολογεί με το στόμα του οδηγείται στη σωτηρία»(Ρωμ. 10, 9-10). Και πάλι: «Κανείς δεν μπορεί να πει “Κύριε Ιησού” παρά μόνο με Άγιο Πνεύμα»(Α΄ Κορ. 12, 3).

Προσθέτει το “με Άγιο Πνεύμα” εννοώντας “όταν η καρδιά δεχτεί την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος” με την οποία και προσεύχεται. Τούτο είναι γνώρισμα εκείνων που πρόκοψαν και αξιώθηκαν να δεχτούν με αίσθηση το Χριστό να κατοικεί μέσα τους. Σύμφωνα με αυτά λέει και ο άγιος Διάδοχος: «Απαιτεί οπωσδήποτε από εμάς ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, να του αναθέσομε κάποιο έργο που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε για πλήρη εργασία το “Κύριε Ιησού”. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει “Κύριε Ιησού” παρά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.

Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, για να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα αυτό το ένδοξο και πολυπόθητο όνομα στο βάθος της καρδιάς τους, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν το όνομα αυτό κρατείται από τη διάνοια με πολλή φροντίδα, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· κι αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Εβρ. 12, 29).

Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί τη ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του. Γιατί όταν πολυκαιρίζει μέσα μας το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου, μας φέρνει τη συνήθεια με τη θέρμη της καρδιάς να αγαπούμε την αγαθότητά Του, αφού δεν υπάρχει πλέον κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί ν’ αποκτήσει κανείς αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και να έχει ανέκφραστη χαρά που το βρήκε».

Ο άγιος Ησύχιος πάλι, συνιστώντας το “Χριστέ Ιησού”, γράφει: «Η ψυχή που θα πετάξει ψηλά στον αέρα διά του θανάτου, στις πύλες του ουρανού, έχοντας μαζί της ως υπερασπιστή τον Ιησού, ούτε εκεί θα ντραπεί τους εχθρούς της, αλλά με παρρησία, όπως τώρα, θα μιλήσει μπροστά στις ουράνιες πύλες προς αυτούς· μόνο να μην αποκάμει μέχρι την ώρα του θανάτου να φωνάζει προς τον Χριστόν Ιησού μέρα και νύχτα.

Και Αυτός θα της αποδώσει γρήγορα το δίκαιό της, σύμφωνα με την αληθινή και θεία υπόσχεση που έδωσε μιλώντας για τον άδικο δικαστή (Λουκ. 18, 1-8). Σας βεβαιώνω, θα της αποδώσει το δίκαιό της και στην παρούσα ζωή και μετά την έξοδό της από το σώμα». Ο Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει μόνο το “Ιησού”, λέγοντας: «Με το όνομα του Ιησού μαστίγωνε τους εχθρούς· γιατί δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και στη γη» —και δεν προσθέτει καμιά άλλη λέξη. Και πάλι λέει: «Ας προσκολληθεί η αναπνοή σου στη μνήμη του Ιησού και τότε θα αντιληφθείς την ωφέλεια της ησυχίας».

(Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, τ. Ε΄. Εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, σ. 73-75)

Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή και ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι



Και ξαφνικά ανοίγει ένα παραθυράκι στο νού.
Έρχεται ένα φώς.Τοτε εχεις μια αλλη αίσθηση.Τοτε το κατανοείς καλά.Όχι πρός το ετυμολογικό.Μα με μια κατάνυξη και συναίσθηση και θεία θαλπωρή.

Και λές:
"Τι αλλο να λέω;" Παρά μόνο πάλιν και πολλάκις και συνεχώς: " Κύριε ελέησον!"
Δίχως να βαριέσαι.Δίχως να κουράζεσαι.Αυτό τα λέει όλα.Δεν θέλει αλλα και πολλά.Μόνο ποιητικά μπορεί κανείς μερικές φορές να εκφραστεί.Η προσευχή είναι ποίηση.Όλες οι προσευχές είναι ποιήματα.

Οι ποιητές νιώθουν τους συναθρώπους τους και τους παρηγορούν, οπως οι άγιοι.Είναι μεγάλη ευλογία να συναντάς ένα ποιητή κι ένα άγιο.Οι άγιοι δεν θέλουν να αφήσουν πίσω τους ίχνη.Οι άνθρωποι μόνο αφήνουν πάνω τους τ' αχνάρια της κακίας τους.Κύριε ελέησε τους, δεν ξέρουν τι χάνουν και τι κάνουν.
Λυπάμαι οταν δεν μπορώ να προσευχηθώ.Και τούτο προσευχή είναι, μου'πε ένας διακριτικός γέροντας.Οπως χαίρομαι οταν με τόση ικετευτική στάση μου ζητούν να προσεύχομαι στον Κύριο.

Πιστεύω πως για την ταπείνωση τους θα τους ελεήσει ο Κύριος.Προτιμώ, έλεγε ενας αλλος γέροντας, την προσευχή απο τα κούφια λόγια, τις ψευτοευγένειες και τις θολές καλοσύνες.Η μεγαλύτερη φιλανθρωπία είναι η προσευχή και ας μη το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.Είναι η μεγαλύτερη ιεραποστολή κι ευεργεσία του κόσμου.Τα πολλα λόγια δεν αναπάυουν.
Η προσευχή για τους αλλους επηρεάζει θερμότερα.Η αγάπη είναι αβίαστη και πάντα μια θυσία.

Η αληθινή προσευχή δεν είναι ηδονική ανάπαυλα, μα ορθοστασία, μα περπάτημα στις μύτες σε τεντωμένο σχοινί.
Στην αληθινή προσευχή δεν δίνουμε περίσσευμα του χρόνου, μα τις πιο καλές κι αποδοτικές ώρες μας, τις κύριες ώρες της ημέρας, της ζωής μας.

Κύριε, συγχώρεσε με για όσα είπα κι έγραψα, που δεν τα ζούσα και τα πίστευα ακόμη, που απέφυγα να μιλήσω για τις ήττες και τις αποτυχίες μου κι ήθελα να μιλώ μόνο για νίκες. Δειλιαζα γιατί δεν ειχα μετανοήσει.
Κύριε, ελέησαν"

+Μωυσής μοναχός Αγιορείτης

Ἡ πλημμύρα τῆς θείας ἀγάπης γεμίζει τήν ψυχή ἀπό χαρά κι ἀγαλλίαση



Ν' ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Τότε ἀπό μέσα μας θά βγαίνει μέ λαχτάρα, μέ θέρμη, μέ θεῖο ἔρωτα τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, θά φωνάζουμε τό ὄνομά Του μυστικά, ἀλάλητα. Νά στεκόμαστε ἀπέναντι στόν Θεό μέ λατρεία, ταπεινά, πάνω στά χνάρια τοῦ Χριστοῦ. Νά μᾶς ἐλευθερώσει ὁ Χριστός ἀπό κάθε πτυχή τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου. Νά παρακαλοῦμε νά μᾶς ἔλθουν δάκρυα πρίν τήν προσευχή...

Ἀλλά προσοχή! «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Νά προσεύχεσθε μέ συντριβή: «Εἶμαι ἄξιος νά μοῦ δώσεις τέτοια χάρι, Χριστέ μου;». Καί τότε τά δάκρυα αὐτά γίνονται δάκρυα εὐγνωμοσύνης. Συγκινοῦμαι· δέν ἔκανα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ζητῶ τό ἔλεός Του. Νά προσεύχεσθε στόν Θεό μέ λαχτάρα κι ἀγάπη, μέσα σέ ἠρεμία, μέ πραότητα, μαλακά, χωρίς ἐκβιασμό. Κι ὅταν λέτε τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», νά τή λέτε ἀργά, ταπεινά, ἁπαλά, μέ θεῖο ἔρωτα. Μέ γλυκύτητα νά λέτε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νά λέτε μία μία τίς λέξεις, «Κύριε... Ἰησοῦ... Χριστέ... ἐλέησόν με», ἀπαλά, τρυφερά, ἀγαπητικά, σιωπηλά, μυστικά, νοερά, ἀλλά καί μέ ἔξαρση· μέ λαχτάρα, μέ ἔρωτα, δίχως ἔνταση, βία ἤ ἀπρεπή ἔμφαση, χωρίς σφιξίματα καί σπρωξίματα. Πῶς ἐκφράζεται ἡ μάνα, πού ἀγαπάει τό παιδί της; «Παιδάκι μου!... κορούλα μου!... Παναγιωτάκη μου!... Χρηστάκη μου!». Μέ λαχτάρα. Λαχτάρα! Αὐτό εἶναι ὅλο τό μυστικό. Ἐδῶ μιλάει ἡ καρδιά. «Παιδάκι μου, ψυχή μου!». «Κύριέ μου, Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου!...». Αὐτό πού ἔχεις στήν καρδιά σου, στό νοῦ σου, αὐτό ἐκφράζεις «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου». Κάποιες φορές καλό εἶναι νά λέτε δυνατά τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», γιά νά τ' ἀκοῦνε καί οἱ αἰσθήσεις, ν' ἀκούει καί τ' αὐτί! Εἴμαστε ψυχή καί σῶμα καί ὑπάρχει ἀλληλεπίδραση.

Αγίου Πορφυρίου, 
(Βίος καί λόγοι, σελ. 274-275)

Γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο



Ὁ Ἰησοῦς βραβεύει σωτηρία εἰς ὅλους ἐκείνους, πού ὑμνοῦν εὐσεβῶς καί ὁλοκαρδίως τήν Μητέρα Του. Διότι οἱ ὕμνοι πρός τήν Μητέρα Του πρός Αὐτόν διαβαίνουν. Ὁ τιμῶν τήν Μητέρα καί τόν Υἱόν τιμᾶ.

Γι' αὐτό καί στούς τιμῶντας τήν Μητέρα διά τῶν ὕμνων, χαρίζει τήν αἰώνια σωτηρία ὁ Μονογενής καί γλυκύτατος αὐτῆς Υἱός.

Ὅσοι μεγαλύνουν τήν Θεοτόκο μετά πόθου καί πίστεως, ὁ Χριστός θέλει νά τούς δοξάσει· ἐπειδή ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου εἶναι συγχρόνως καί ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ τιμή τῆς Μητρός εἶναι καί ἡ τιμή τοῦ Υἱοῦ. 

Ὅσο περισσότερο χαίρεται κανείς καί ἀγαλλιάται δοξάζοντας τήν Θεοτόκο, τόσο περισσότερο λαμβάνει καί τίς δωρεές ἀπό τόν Θεό, καί ὅσο περισσότερο ἀγάπη ἔχει πρός τήν Θεοτόκο, τόσο περισσότερο μετέχει τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Δέν μπορεῖ κανείς νά καταβάλει τούς ἀοράτους ἐχθρούς ἄν δέν ἔχει ἀμετακίνητη ἐλπίδα στήν βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ καί τῆς ἁγιοτάτης Μητρός Του.

Κάθε ὕμνος πού προσφέρεται στό ὄνομα τῆς Θεοτόκου, αὐτός, γιά νά γίνει εὐπρόσδεκτος ἀπό Αὐτήν, εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι σύμφωνος μέ τό οὐράνιο καί γλυκύτατο καί χαριέστατο Χαῖρε.

Χρεωστεῖς νά μεγαλύνεις τό θεομητορικό καί πανσέβαστο τῆς Θεοτίκου πρόσωπο μέ λογισμούς θείους καί μεγαλοπρεπεῖς, μέ λόγια μεγάλα καί ἐγκώμια θεομητροπρεπῆ καί μέ ἔργα ἀρεστά στήν Θεομητορική Της μεγαλειότητα· διότι ἔτσι μεγαλύνεται ἠ Θεομεγάλυνοτς Μήτηρ τοῦ Θεοῦ.

Ἄν μεγαλύνεις τήν Θεοτόκο, θέλει Αὐτήν μεγαλύνει σέ στήν παροῦσα ζωή καί στή μέλλουσα.

Ἡ Παναγία τούς καταγινομένους στούς θείους Της ὕμνοῦς εὐεργετεῖ μέ δῶρα καί χαρίσματα Θεομητροπρεπῆ καί οὐράνια.


Ζήτησε μέ εὐλάβεια καί πίστη ἀπό τήν Παναγία καί θέλεις λάβεις, δι' Αὐτῆς, τά πρός σωτηρία αἰτήματά σου ἀπό τόν Θεό.

Ἄν μεγαλύνεις καί δοξάζεις τήν Θεοτόκο, καί Αὐτή ἀδιαλείπτως θέλει πρεσβεύει γιά τήν σωτηρία σου.

Μέ τό ἄκουσμα καί τήν ἐνθύμηση τῆς Θεοτόκου δέχεται ἡ ψυχή ὄχι μόνον πνευματική εὐφροσύνη καί ἄρρητη ἀγαλλίαση, ἀλλά καί ἁγιασμό καί μία εἰδική ἀγάπη καί εὐλάβεια στό Θεῖο Της Ὑποκείμενος, ἀπό τήν ὁποία μπορεῖ νά χαριτωθεῖ ἡ ψυχή, γιά νά φυλάττει τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου μέ μεγάλη εὐκολία, βοηθούμενη ἀπό αὐτήν τήν ἕτοιμο βοηθό καί προστασία τοῦ κόσμου.

Ὑπερδοξασμένη καί ἀπείρως ἀπειράκις ὑπερευλογημένη, Ὑπεραγία Θεοτόκε, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐλπίζων εἰς σέ δέν ἀποτυγχάνει ποτέ. 


ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Ο πλούτος και η φτώχεια



Αν δεις κάποιον να γίνεται πλούσιος χωρίς να το αξίζει, μην τον καλοτυχίσεις, μην τον ζηλέψεις, μην τα βάλεις με τη θεία πρόνοια, μη νομίσεις ότι γίνεται τίποτα στον κόσμο τούτο τυχαία και άσκοπα. Θυμήσου την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. O πλούσιος είχε φτάσει στην κο­ρύφωση του πλούτου και των απολαύσεων, ενώ συ­νάμα ήταν σκληρός και απάνθρωπος, πιο άγριος κι από τα σκυλιά. Τα σκυλιά σπλαχνίζονταν το Λάζαρο κι έγλειφαν τις πληγές, που σκέπαζαν το σώμα του, ενώ ο πλούσιος ούτε τα ψίχουλα του τραπεζιού του δεν έδινε στον φτωχό. Ο πλούσιος είχε περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονταν. Ο Λάζαρος δεν είχε ούτε τα απόλυτα αναγκαία, ούτε την απαραίτητη καθημε­ρινή του τροφή. Και μολονότι πάλευε συνέχεια με την πείνα και την αρρώστια, δεν αγανάκτησε, δεν βλα­στήμησε το Θεό, δεν παραπονέθηκε ενάντια στη θεία πρόνοια...

Δεν είναι, λοιπόν, αδικαιολόγητο, ενώ είσαι απαλ­λαγμένος από τέτοιες συμφορές, να βλαστημάς το Θεό, όταν άλλοι άνθρωποι, που δοκιμάζονται σκληρά από διάφορα βάσανα, δοξάζουν τον Κύριο ακατάπαυστα; Στο κάτω-κάτω, όποιος υποφέρει, κι αν ξεστομίσει καμιά βαρειά κουβέντα πάνω στον πόνο του, είναι άξιος κάποιας συγγνώμης. Όποιος, όμως, χωρίς να υποφέρει, βλαστημάει το Θεό και χάνει την ψυχή του, ποιάς συγγνώμης είναι άξιος;

Για ποιό λόγο, άνθρωπέ μου, ο πλούτος σου φαίνε­ται σπουδαίο πράγμα;Αναμφίβολα γιατί σου αρέ­σουν οι σπάταλες απολαύσεις, γιατί ευχαριστιέσαι όταν σε θαυμάζουν ή σε ζηλεύουν οι άλλοι, γιατί μπο­ρείς με τα χρήματά σου να κάνεις κακό στους εχθρούς σου και, τέλος, γιατί όλοι σε φοβούνται για τη δύναμη που σου δίνει ο πλούτος. Ναι, γι' αυτές τις τέσσερις αιτίες κυνηγάς τα λεφτά, για την ηδονή, την κολα­κεία, την εκδίκηση και το φόβο. Αλλη αιτία δεν υπάρχει. Γιατί, συνήθως, ο πλούτος ούτε πιο σοφό κά­νει τον άνθρωπο ούτε πιο συνετό ούτε πιο καλό ούτε πιο φιλάνθρωπο. Καμιάν αρετή δεν μπορεί να φυτέψει μέσα στην ψυχή μας ο πλούτος. Απεναντίας μάλιστα, αν βρει μερικές αρετές, τις ξεριζώνει, για να φυτέψει μέσα μας τις αντίστοιχες κακίες.

Σου φαίνεται, λοιπόν, ποθητός ο πλούτος και αξιο­ζήλευτος, επειδή καλλιεργεί τα χειρότερα ελαττώμα­τα στην ψυχή μας, επειδή μεταβάλλει το θυμό σε πρά­ξη, επειδή φουσκώνει τις σαπουνόφουσκες της δοξομανίας, επειδή ξεσηκώνει μέσα μας την αλαζονεία; Ακριβώς γι' αυτά πρέπει να τον αποφεύγεις, μη γυρίζοντας καν το κεφάλι για να τον κοιτάξεις. Αλλιώς, θα εγκαταστήσει στην καρδιά σου μερικά άγρια και φοβερά θηρία, που θα γίνουν αιτία να χάσεις κάθε τι­μή. Παρουσιάζοντας, μάλιστα, την ατιμία σαν τιμή, κατορθώνει να σε εξαπατήσει, όπως οι άσχημες πόρνες, που με τα καλλυντικά και τα βαψίματα ομορφαίνουν τα πρόσωπά τους και ξεγελούν τους άντρες.

Εσύ, λοιπόν, ο πλούσιος, μην ξεγελιέσαι από τις κολακείες και τα χαμόγελα και τις περιποιήσεις των άλλων. Όλα αυτά σου τα κάνουν είτε από φόβο είτε από ιδιοτέλεια. Αν μπορούσες να εξετάσεις τα βάθη των καρδιών εκείνων που σε κολακεύουν, θα έβλεπες ότι από μέσα τους σε κατηγορούν, σε βρίζουν, σε μι­σούν περισσότερο κι από τους χειρότερους εχθρούς σου. Και αν κάποτε η κατάσταση μεταβληθεί, αν χά­σεις τον πλούτο σου, τότε τα προσωπεία θα πέσουν. Τότε θα γίνει ό,τι και με τις πόρνες, όταν ξεβάφονται. Τότε θα δεις καθαρά τα αληθινά πρόσωπα εκείνων που πρωτύτερα σε καλόπιαναν. Τότε θα καταλάβεις ότι ένιωθαν για σένα όχι εκτίμηση αλλά περιφρόνηση, όχι θαυμασμό αλλά φθόνο, όχι αγάπη αλλά μίσος.

Όπως ο άνθρωπος είναι μηδαμινός, λιγόχρονος και θνητός, έτσι είναι και ο πλούτος. Ή μάλλον ο πλούτος είναι περισσότερο μηδαμινός. Γιατί πολύ συ­χνά δεν πεθαίνει μαζί με τον άνθρωπο, αλλά χάνεται πριν απ’ αυτόν. Ο καθένας σας γνωρίζει τόσα και τό­σα παραδείγματα πλουσίων που κατάντησαν φτωχοί. Αυτοί εξακολουθούν να ζουν, μα η περιουσία τους χάθηκε. Και μακάρι να χανόταν μόνο η περιουσία, γιατί συνήθως παρασύρει στην απώλεια και τον κά­τοχό της. Δεν θα είχε, λοιπόν, άδικο κανείς, αν απο­καλούσε τον πλούτο υπηρέτη αχάριστο, υπηρέτη δο­λοφόνο, που θανατώνει τον κύριό του.

Αυτά τα λέω και δεν θα πάψω να τα λέω, κι ας με κατηγορούν πολλοί. "Όλο με τους πλουσίους τα βά­ζεις", διαμαρτύρονται. Πράγματι, όχι όμως με όλους, αλλά μόνο μ' εκείνους που κάνουν κακή χρήση του πλούτου τους. Δεν χτυπάω τον πλούσιο, αλλά τον άρπαγα. Αλλο πλούσιος, άλλο άρπαγας. Να ξεχωρί­ζουμε τα πράγματα, για να μη δημιουργείται σύγχυ­ση ή παρανόηση. Είσαι πλούσιος; Δεν σε εμποδίζω. Αρπάζεις; Σε αποδοκιμάζω. Έχεις τα κτήματά σου; Να τα χαίρεσαι. Παίρνεις τα ξένα; Δεν μπορώ να σω­πάσω. Θέλεις να με πετροβολήσεις; Είμαι έτοιμος και το αίμα μου να χύσω, φτάνει να σε σταματήσω από την αμαρτία. Δεν νοιάζομαι για το μίσος, δεν τρομά­ζω από την πολεμική. Για ένα πράγμα μόνο νοιάζο­μαι, για την προκοπή εκείνων που με ακούνε.
Και οι φτωχοί και οι πλούσιοι παιδιά μου είναι. Όποιος θέλει, ας με πετροβολήσει. Όποιος θέλει, ας με μισεί. Όποιος θέλει, ας σχεδιάζει τη θανάτωσή μου. Οι επιβουλές εναντίον της ζωής μου είναι για μέ­να υποθήκες στεφανιών, οι πληγές είναι για μένα βραβεία. Δεν φοβάμαι την επιβουλή. Ένα πράγμα μόνο φοβάμαι: την αμαρτία. Ας μη βρεθεί κανείς να με ελέγξει για κάποιο αμάρτημα, κι ας με πολεμάει ο κό­σμος όλος.

Προδότης, λοιπόν, είναι ο πλούτος, προδότης και δραπέτης και φονιάς. Εκεί που δεν το περιμένεις, σου φεύγει και σε εγκαταλείπει και σε καταστρέφει. Θέ­λεις να τον κρατήσεις πραγματικά; Μην τον κρύψεις, αλλά μοίρασέ τον στους φτωχούς.Θηρίο είναι ό πλούτος. Αν κρατιέται, φεύγει. Αν σκορπίζεται, μέ­νει. Σκόρπισέ τον, για να μείνει. Μην τον κρύψεις, για να μη σου φύγει.

"Πού είναι ο πλούτος σας;", θα ρωτούσα εκείνους που τον είχαν και τον έχασαν. Και θα τους ρωτούσα, όχι για να τους χλευάσω -ποτέ τέτοιο πράγμα!- ούτε για να ξύσω πληγές, αλλά για να κάνω λιμάνι της σω­τηρίας σας το δικό τους ναυάγιο. Για να αντιληφθείτε, ότι αυτός που σήμερα είναι πλούσιος, αύριο κατα­ντάει φτωχός. Γι' αυτό πολλές φορές γέλασα, όταν διάβασα διαθήκες, που έγραφαν: «Ο τάδε να έχει την κυριότητα των αγρών ή του σπιτιού, τη χρήση όμως να την έχει άλλος». Μα όλοι τη χρήση έχουμε, κανείς δεν έχει την κυριότητα. Ακόμα κι αν μείνουμε πλού­σιοι σ' ολόκληρη τη ζωή μας, όταν πεθάνουμε, θέλου­με δεν θέλουμε, θα παραχωρήσουμε τον πλούτο μας σε άλλους. Γυμνοί φεύγουμε για την άλλη ζωή, αφού για μερικά χρόνια ήμασταν μόνο χρήστες, όχι και κύριοι του πλούτου.
Ξέρετε ποιοί έχουν στην πραγματικότητα την κυ­ριότητα του πλούτου; Όσοι περιφρονούν τη χρήση του και περιγελούν τις απολαύσεις. Όσοι σκορπάνε τα λεφτά τους και τα μοιράζουν στους φτωχούς, κά­νουν καλή χρήση τους και φεύγουν απ’ αυτόν τον κόσμο αληθινά πλούσιοι, πλούσιοι σε καλά έργα και αγάπη και χάρη Θεού.
Μα γιατί, τέλος πάντων, θεωρείς τον πλούτο αξιο­ζήλευτο; Γιατί καλοτυχίζεις όσους έχουν πολλά χρή­ματα; Ποιά είναι η διαφορά του πλούσιου από τον φτωχό; Ανθρωποι δεν είναι και οι δύο; Θα σου απο­δείξω, μάλιστα, ότι ο ένας έχει την ανάγκη του άλλου, έτσι ώστε ούτε ο πλούσιος μπορεί να ζήσει δίχως τον φτωχό ούτε ο φτωχός δίχως τον πλούσιο. Ο Θεός οικονόμησε σοφά αυτή την αλληλεξάρτηση, για να υπάρχει αμοιβαία αγάπη και συμπαράσταση, κοινω­νική συνοχή και ευταξία. Πρέπει, μάλιστα, να τονί­σω, ότι οι πλούσιοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη των φτωχών παρά οι φτωχοί των πλουσίων. Και για να το καταλάβεις, σου λέω ένα παράδειγμα: Ας υποθέσου­με ότι χτίζονται δύο πόλεις, και με νόμο ορίζεται ότι στη μία θα κατοικούν μόνο πλούσιοι, ενώ στην άλλη μόνο φτωχοί. Αν στην πόλη των πλουσίων δεν υπάρ­χει ούτε ένας φτωχός και στην πόλη των φτωχών ούτε ένας πλούσιος, ας δούμε ποια θα μπορέσει να ικανο­ποιήσει καλύτερα τις ανάγκες της.
Στη πόλη, λοιπόν, των πλουσίων δεν θα υπάρχει τεχνίτης, ούτε χτίστης ούτε μαραγκός ούτε τσαγκά­ρης ούτε φούρναρης ούτε γεωργός ούτε σιδεράς ούτε άλλος κανένας. Γιατί ποιός πλούσιος θα καταδεχόταν να ασκήσει κάποιο απ' αυτά τα επαγγέλματα, τη στιγ­μή που και όσοι τα ασκούν, όταν πλουτίσουν, τα εγκα­ταλείπουν; Έτσι, όμως, πώς θα μπορέσει να συντη­ρηθεί η πόλη; Δεν υπάρχει άλλη λύση, παρά να κα­ταργηθεί ο νόμος, που θέσαμε στην αρχή, και να κληθούν τεχνίτες, για ν' αντιμετωπίσουν τις πρακτικές ανάγκες.
Ας δούμε τώρα και την πόλη των φτωχών. Αν, όπως ορίσαμε, δεν έχει κανένα πλούσιο κάτοικο αλλά και κανένα πλούτο, ούτε χρυσάφι ούτε ασήμι ούτε πο­λύτιμα πετράδια ούτε πορφυρά και χρυσοΰφαντα ενδύματα, ποιά γνώμη έχεις; Κάτω από τέτοιες συν­θήκες, θα είναι δύσκολη η ζωή της πόλης; Καθόλου. Γιατί, αν χρειαστεί να χτίσουν σπίτια ή να κατεργαστούν το σίδερο ή να υφάνουν ρούχα, δεν χρειάζο­νται χρυσάφι και ασήμι και μαργαριτάρια, αλλά τέχνη και χέρια. Και αν πρέπει να σκάψουμε και να καλ­λιεργήσουμε τη γη, πλούσιοι ή φτωχοί μας χρειάζο­νται; Οπωσδήποτε φτωχοί. Πού θα χρειαστούμε, λοιπόν, τους πλουσίους, εκτός κι αν αποφασίσουμε να κατεδαφίσουμε την πόλη;

Αχρηστοι είναι οι πλούσιοι, ναι, άχρηστοι, εκτός κι αν είναι ελεήμονες και φιλάνθρωποι. Μα, δυ­στυχώς, λίγοι πλούσιοι, πολύ λίγοι ξεχωρίζουν για τη φιλανθρωπία τους. Οι περισσότεροι είναι βουτηγμέ­νοι στη φιλαυτία, την ασπλαχνία, την αμαρτία. Γι' αυτό μην τους ζηλεύεις. Εσύ να σκέφτεσαι τον Πέ­τρο και τον Παύλο, να σκέφτεσαι τον Ιωάννη και τον Ηλία, να σκέφτεσαι τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι Του. Μιμήσου τη φτώχεια Εκείνου και των αγίων Του, που ήταν στερημένοι από τα υλικά αγαθά, είχαν όμως αμύθητα πνευματικά πλούτη. Να θυμάσαι πάντα και τη διακήρυξη του Κυ­ρίου, που βεβαίωσε πως είναι πολύ δύσκολο να σωθεί πλούσιος: «Όσοι έχουν χρήματα, πολύ δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού. Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα μέσ' από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού» (Λουκ. 18:24-25). Δίπλα σ' αυτή τη θεϊκή διακήρυξη βάλε, αν θέλεις, όλο το χρυσάφι της γης, και θα δεις ότι δεν αντισταθ­μίζει τη ζημιά, που θα σου προξενήσει η κατοχή του. Ακόμα, δηλαδή, κι αν είχες δικές σου την ξηρά και τη θάλασσα, τις χώρες και τις πολιτείες της οικουμένης, αν δούλευε για σένα η ανθρωπότητα, αν έδιναν για χάρη σου οι πηγές χρυσάφι αντί για νερό, και τότε θα έλεγα πως δεν αξίζεις ούτε τρεις δεκάρες, αφού θα έχανες τη βασιλεία των ουρανών.

Πες μου, αν ο βασιλιάς σε καλούσε στα ανάκτορα και σ' έβαζε να καθήσεις δίπλα στο θρόνο του και σου μιλούσε τιμητικά μπροστά σε όλους τους αυλικούς και σε κρατούσε στο τραπέζι του, για να γευθείς τα βασιλικά φαγητά, δεν θα θεωρούσες τον εαυτό σου ως τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο; Τώρα, λοιπόν, που πρόκειται ν' ανέβεις στον ουρανό και να σταθείς κο­ντά στο Βασιλιά του σύμπαντος και να λάμπεις όπως οι άγγελοι και να συμμετέχεις στην απρόσιτη θεία δό­ξα, διστάζεις να περιφρονήσεις τα χρήματα, ενώ θα έπρεπε να πετάς από χαρά, ακόμα κι αν χρειαζόταν να θυσιάσεις τη ζωή σου για το σκοπό αυτό; Για ν' αναρ­ριχηθείς σε κάποιο πρόσκαιρο δημόσιο αξίωμα, που θα σου δώσει την ευκαιρία να κλέψεις, χρησιμοποιείς κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο. Και τώρα, που μπρο­στά σου βρίσκεται η αιώνια βασιλεία των ουρανών, που τίποτα δεν πρόκειται να την καταργήσει, αδιαφορείς και κάθεσαι μ' ανοιχτό το στόμα μπροστά στα χρήματα;
Αλίμονο, πόση είναι η αναισθησία μας! Τέτοια αγαθά προσδοκάμε, και στα πράγματα της γης είμα­στε κολλημένοι! Δεν αντιλαμβανόμαστε την πανουρ­γία του διαβόλου, που μας δίνει τα μικρά και μας παίρνει τα μεγάλα. Μας προσφέρει λάσπη και μας αρπάζει τον ουρανό. Μας παρασύρει στη σκιά και μας απομακρύνει από το φως. Μας τραβάει στην απά­τη και μας στερεί την αλήθεια. Μας ξεγελάει με όνει­ρα -γιατί όνειρο είναι ο πλούτος του κόσμου τούτου- και μας καταντάει, όταν έρχεται η ώρα του θανάτου μας, φτωχότερους κι από τους πιο φτωχούς. Γιατί τό­τε δεν παίρνει μαζί του ο άνθρωπος τίποτ' άλλο πέρα από την αρετή του και τα καλά του έργα.

Ας μη νομίζουμε, λοιπόν, ότι ο πλούτος είναι με­γάλο αγαθό. Μεγάλο αγαθό δεν είναι το ν' αποκτήσει κανείς χρήματα, αλλά φόβο Θεού. Ένας δίκαιος άνθρωπος, που για την αρετή του έχει πολλή παρρη­σία ενώπιον του Θεού, ακόμα κι αν είναι ο φτωχότε­ρος απ’ όλους, μπορεί ν' αντιμετωπίσει κάθε συμφορά. Στις περιπτώσεις που τα χρήματα είναι άχρηστα, ένας άγιος κατορθώνει τα ακατόρθωτα, φτάνει μόνο να υψώσει τα χέρια του στον ουρανό και να ζητήσει την επέμβαση του Θεού. Σας θυμίζω ένα χαρακτηριστικό σχετικό περιστατικό από τις Πράξεις των Αποστό­λων:

Οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης ανέβαιναν μια μέρα μαζί στο ναό. Ήταν τρεις το απόγευμα, ώρα προσευχής. Μπροστά στην πύλη του ναού, που λεγό­ταν ωραία, έφερναν έναν άνθρωπο εκ γενετής χωλό και τον έβαζαν εκεί κάθε μέρα για να ζητάει ελεημο­σύνη. Μόλις, λοιπόν, είδε τον Πέτρο και τον Ιωάννη έτοιμους να μπουν στο ναό, τους ζήτησε ελεημοσύνη. Ο Πέτρος του είπε: «Κοίταξέ μας». Ο χωλός τους κοί­ταξε με προσοχή, περιμένοντας κάτι να πάρει απ’ αυτούς. Μα ο Πέτρος είπε: «Χρήματα ασημένια και χρυσά δεν έχω. Ό,τι όμως έχω, αυτό σου δίνω: Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω και περπάτα!». Και πιάνοντάς τον από το δεξί χέρι, τον σήκωσε. Εκείνος τότε, μ' ένα πήδημα, στάθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει. Ύστερα μπήκε μαζί με τους αποστόλους στο ναό, δοξάζοντας το Θεό (Πράξ. 3:1-8). «Χρήματα ασημένια και χρυσά δεν έχω», είπε ο Πέ­τρος. Ποιά λόγια είναι σεμνότερα απ’ αυτά; Τί μακα­ριότητα και τί πλούτο κρύβουν μέσα τους! Αλλοι κα­μαρώνουν για τα αντίθετα, λέγοντας με καυχησιά: "Έχω τόσα και τόσα χρυσά τάλαντα, τόσα στρέμματα γης, τόσα σπίτια, τόσα ζώα". Ο Πέτρος, μην έχοντας απολύτως τίποτα, όχι μόνο δεν πνίγεται από τη φτώ­χεια του, αλλά και στολίζεται μ' αυτήν. Έτσι, λοιπόν, μπορείς, χωρίς να έχεις τίποτα, να τα έχεις όλα δικά σου΄ και έχοντας τα πάντα, να μην έχεις τίποτα.Γιατί όποιος θεωρεί την περιουσία του κοινή, όχι μόνο δική του, και τη μοιράζεται με τους άλλους, έχει και την ξένη περιουσία δική του, γιατί απ’ όλους θα πάρει ό,τι χρειάζεται. Ενώ εκείνος που θεωρεί τον εαυτό του κύριο των πραγμάτων του και δεν δίνει σε κανένα τίποτα, όχι μόνο δεν θα πάρει το παραμικρό από τους άλλους, μα ούτε και τα δικά του δεν κατέχει, αφού ανήκουν τελικά όχι τόσο σ' αυτόν, όσο στους κλέφτες και τους δανειστές και τους κληρονόμους.

Ξόδεψε, λοιπόν, τα χρήματά σου, για να έχεις τα πάντα δικά σου. Όπως εκείνος που ελέγχεται από τη συνείδησή του για τη διάπραξη παρανομιών, είναι ταλαίπωρος, έτσι κι εκείνος που έχει καθαρή τη συ­νείδησή του, ακόμα κι αν φοράει κουρέλια ή παλεύει με την πείνα, είναι πιο εύθυμος απ’ αυτούς που ξεφα­ντώνουν.

Τα χρήματα τα έχεις για ν' ανακουφίζεις από τη φτώχεια, όχι για να διαπραγματεύεσαι με τη φτώχεια. Εσύ, όμως, δανείζοντας χρήματα με τόκο στον φτωχό συνάνθρωπό σου, του ετοιμάζεις μεγαλύτερη συμφο­ρά. Κάνε αυτή τη συναλλαγή, δεν σε εμποδίζω, αλλά για τη βασιλεία των ουρανών. Ως αντάλλαγμα της βοήθειας, που προσφέρεις, μην πάρεις τόκο, αλλά την αιώνια ζωή. Γιατί γίνεσαι μικρολόγος και χάνεις κά­τι τόσο μεγάλο για λίγα χρήματα, που χάνονται; Για­τί αφήνεις το Θεό και επιδιώκεις το κέρδος; Γιατί παραβλέπεις τον πλούσιο Κύριο και κυνηγάς τον φτωχό άνθρωπο; Ο Κύριος θα σου ανταποδώσει κάθε ευερ­γεσία που κάνεις, ενώ ο άνθρωπος στενοχωριέται, όταν επιστρέφει ό,τι του δάνεισες. Αυτός δύσκολα σου δίνει και το ένα εκατοστό από τα δανεικά, ενώ Εκείνος εκατονταπλάσια σου ανταποδίδει και την αθανασία σου χαρίζει. Αυτός σου δίνει τα δανεικά με βαρυγγώμια και βρισιές, ενώ Εκείνος σου ανταποδί­δει τις αγαθοεργίες με επαίνους και εγκώμια. Αυτός νιώθει για σένα μίσος, ενώ Εκείνος σου ετοιμάζει με αγάπη στεφάνια δόξας. Αυτός απρόθυμα σου δίνει σ' αυτή τη ζωή ό,τι σου χρωστάει, ενώ Εκείνος πρόθυμα σου δίνει και σ' αυτή τη ζωή και στην άλλη όσα δεν σου χρωστάει.

Τί πιο ανόητο, λοιπόν, από το να μη γνωρίζεις πως θ' αποκτήσεις το μεγαλύτερο κέρδος; Γιατί τα χρήμα­τα πρέπει να τ' αποκτάει κανείς σαν πραγματικός κύ­ριος και όχι σαν δούλος τους. Κανείς δεν είναι πιο άμυαλος από το δούλο των χρημάτων. Νομίζει ότι τα εξουσιάζει, ενώ εκείνα τον εξουσιάζουν. Ενώ στην πραγματικότητα έχει σκλαβώσει τον εαυτό του, ικα­νοποιείται σαν να είναι αφέντης. Ενώ βλέπει έναν λυσσασμένο σκύλο να ορμάει εναντίον της ψυχής του, αντί να τον δέσει και να τον λιώσει από την πείνα, του δίνει όλο και περισσότερη τροφή, για να γίνει πιο φοβερός και να του επιτεθεί με μεγαλύτερη ορμή.

Μη νομίζεις ότι, με το ν' αποκτήσεις πολλά, απο­κτάς και αληθινή ηδονή. Ηδονή και ευχαρίστηση και ηρεμία έχεις με το να μη θέλεις να πλουτίζεις. Αν κυ­νηγάς τον πλούτο, ποτέ δεν θα πάψεις να βασανίζε­σαι. Γιατί η επιθυμία του πλούτου είναι έρωτας ανικανοποίητος. Όσο μακρύτερο δρόμο διανύσεις, τό­σο περισσότερο απομακρύνεσαι από τον τελικό σκοπό σου. Όσο περισσότερα χρήματα επιθυμείς, τόσο με­γαλύτερη γίνεται η αγωνία σου.
Ο φτωχός δεν λαχταράει τόσο τα αναγκαία, όσο ο πλούσιος τα περιττά. Ο φτωχός δεν έχει τόση ικανό­τητα στην τίμια δουλειά, όση ο πλούσιος στην απάτη και το παράνομο κέρδος. Αφού, λοιπόν, και θέλει και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, είναι φανερό ότι θα ζητά­ει όλο και περισσότερα.
Ο Θεός σ' έκανε πλούσιο για να βοηθάς όσους έχουν ανάγκη, για να βρεις τη συγχώρηση των αμαρ­τημάτων σου με τη φιλανθρωπία. Δεν σου έδωσε χρή­ματα για να τα φυλάς και να καταστραφείς, αλλά για να τα μοιράζεις και να σωθείς. Γι' αυτό το λόγο έκα­νε και τον πλούτο αβέβαιο, πρόσκαιρο, ασταθή, για να ελαττώσει τη μανία σου για χρήματα. Αν, λοιπόν, τώ­ρα, που η διατήρηση του πλούτου είναι αβέβαιη, αλλά και γεμάτη κινδύνους, επιβουλές και φόβους, τόσο λυσσασμένα τον λαχταράς, πόσα και πόσα εγκλήματα δεν θα έκανες αδίσταχτα, αν είχες τη βεβαιότητα ότι θα τον διατηρούσες!

Πες μου, ποιός ήταν φτωχότερος από τον προφήτη Ηλία; Και όμως, μέσα σε τέτοια φτώχεια, ήταν ανώ­τερος και μακαριότερος απ’ όλους τους πλουσίους. Γιατί η πλούσια καρδιά του θεωρούσε πως όλου του κόσμου τα χρήματα δεν αξίζουν τίποτα, αν συγκρι­θούν με τη ζωή κοντά στο Θεό. Αν θεωρούσε σπου­δαία τα πράγματα του κόσμου τούτου, δεν θα είχε μό­νο μια μηλωτή. Τόσο περιφρονούσε, όμως, καθετί υλι­κό, σαν μάταιο, ώστε και το χρυσάφι το έβλεπε σαν λάσπη. Και να, ο πλούσιος βασιλιάς Αχαάβ άκουγε με ανοιχτό το στόμα τα θεία λόγια του φτωχού προφήτη. Τόσο ανώτερη, τόσο λαμπρότερη, τόσο πολυτιμότερη από τη βασιλική πορφύρα ήταν η μηλωτή και από τα ανάκτορα η σπηλιά, όπου έμενε ο δίκαιος Ηλίας. Γι' αυτόν το λόγο, όταν ανέβαινε με το πύρινο άρμα στον ουρανό, τίποτ' άλλο δεν άφησε στο μαθητή του Ελισαίο παρά μόνο αυτή τη μηλωτή. "Μ' αυτήν", του είπε, "πάλεψα ενάντια στο διάβολο. Πάρε την κι εσύ, λοιπόν, και κάνε το ίδιο. Γιατί η ακτημοσύνη είναι όπλο ισχυρό, ακαταγώνιστο". Και ο Ελισαίος δέχτη­κε τη μηλωτή σαν την πιο μεγάλη κληρονομιά. Πράγ­ματι, άξιζε περισσότερο απ’ όλο το χρυσάφι της γης. Μ' εκείνη τη μηλωτή έγινε διπλός Ηλίας, προφήτης και θαυματουργός.
Γνωρίζω πως καλοτυχίζετε τον δίκαιο Ελισαίο. Ο καθένας σας θα ήθελε να είναι στη θέση του. Τί θα κάνετε, όμως, όταν σας αποδείξω πως όλοι πήραμε κάτι άλλο, ασύγκριτα πολυτιμότερο απ’ αυτό που πήρε εκείνος; Ο Ηλίας, δηλαδή, ανεβαίνοντας στον ουρανό, άφησε στο μαθητή του τη μηλωτή του. Και ο Υιός του Θεού, ανεβαίνοντας στον ουρανό, άφησε σ' εμάς τη Σάρκα Του.

Όταν, λοιπόν, χάνουμε περιουσίες και χρήματα, να μην ταραζόμαστε, αλλά να λέμε: "Ας είναι δοξα­σμένος ο Θεός, και θα βρούμε πλούτο πολύ μεγαλύτε­ρο". Όσο θα ωφεληθούμε μ' αυτόν μόνο το λόγο, δεν θα ωφεληθούμε ούτε αν ξοδεύουμε ό,τι έχουμε σε αγα­θοεργίες, ούτε αν γυρίζουμε παντού αναζητώντας φτωχούς, για να τους βοηθήσουμε, ούτε αν σκορπάμε τα λεφτά μας για να προσφέρουμε φαγητό στους πεινασμένους. Γι' αυτόν το λόγο δεν θαυμάζω τόσο τον Ιώβ, επειδή είχε το σπίτι του ανοιχτό σ' εκείνους που χρειάζονταν βοήθεια, όσο γιατί με ευχαριστία και δο­ξολογία του Θεού σήκωσε την απώλεια των αγαθών του. Όποιος μπορέσει, όταν δοκιμάσει συμφορά, να πει ειλικρινά και αγόγγυστα ό,τι είπε ο Ιώβ, «Ο Κύ­ριος μου έδωσε όσα είχα, ο Κύριος μου τα πήρε» (Ιώβ 1:21), μόνο για το λόγο τούτο θα ανακηρυχθεί δίκαι­ος μαζί με τον Ιώβ και θα σταθεί ένδοξος κοντά στον Αβραάμ. Όταν ο διάβολος αρπάζει τον πλούτο σου μ' οποιονδήποτε τρόπο κι εσύ δοξολογείς τον Κύριο, πληγώνεις διπλά τον εχθρό, αφενός γιατί δεν λυπή­θηκες για όσα έχασες, και αφετέρου γιατί δέχεσαι ακόμα και τη δυστυχία ευχαριστώντας το Θεό. Ο διά­βολος, αν δει ότι στενοχωριέσαι για την απώλεια των χρημάτων και τα βάζεις με το Θεό, ποτέ δεν θα πάψει να σου προξενεί παρόμοιους πειρασμούς. Αν, όμως, σε δει να αντιμετωπίζεις και τη μεγαλύτερη ακόμα καταστροφή με ιώβεια υπομονή και μακροθυμία, θα σταματήσει να σε πολεμάει, για να μη σου εξασφαλί­σει, χωρίς να το θέλει, λαμπρότερα στεφάνια. Και ο μεν Ιώβ, χάρη στη θεάρεστη στάση του, πήρε πίσω διπλά εκείνα που είχε χάσει. Εσύ, όμως, όχι μόνο δι­πλά και τριπλά, μα εκατονταπλάσια θα τα πάρεις όλα, αν υπομείνεις με πνευματική γενναιότητα τις συμφο­ρές, και, το σπουδαιότερο, θα κληρονομήσεις την αιώ­νια ζωή, την οποία εύχομαι ν' απολαύσουμε όλοι μας, με τη χάρη του Κυρίου.


(Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Θέματα ζωής». Κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου. 
Η επεξεργασία και μετάφραση των κειμένων καθώς και η έκδοση των βιβλίων έχουν γίνει από τους πατέρες της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού, Τόμος Α’, σελ. 182-195)

Φοβερό κακό & επικίνδυνη αρρώστια της· η αμαρτία



Φοβερό κακό και επικίνδυνη αρρώστια της ψυχής είναι η αμαρτία. Την απονευρώνει με δολιότητα και την παραδίνει παράλυτη στην αιώνια κόλαση. Είναι όμως κακό που εξαρτάται από τη δική μας θέληση. Είναι καρπός της δικής μας προαιρέσεως.
Φοβερό κακό είναι η αμαρτία, αλλά όχι και αθεράπευτο. Το θεραπεύει εύκολα η μετάνοια. Όση ώρα κρατάει κανείς στο χέρι του τη φωτιά, οπωσδήποτε καίγεται. Μόλις όμως την τινάξει, παύει να καίγεται. Το ίδιο συμβαίνει και με την αμαρτία· γιατί είναι κι αυτή μια φωτιά που κατακαίει τον άνθρωπο. Για όσους μάλιστα δεν αισθάνονται αυτό το κάψιμο, λέει η Γραφή: «μπορεί κανείς να βάλει φωτιά μέσα στον κόρφο του, δίχως τα ρούχα του να κάψει;» (Παροιμ. 6:27)...
Η αμαρτία δεν είναι κανένας εχθρός που σε πολεμάει απ’ έξω, αλλά κακό που φυτρώνει και αναπτύσσεται μέσα σου. «Βλέπε με σωφροσύνη» (Παρ. 4:25), και δεν θα νιώσεις αισχρή επιθυμία. Να θυμάσαι τη μέλλουσα κρίση, και ούτε πορνεία ούτε μοιχεία ούτε φόνος ούτε άλλη παρανομία θα σε κυριέψει ποτέ. Όταν όμως ξεχάσεις τον Θεό, τότε θ’ αρχίσεις να σκέφτεσαι πονηρά και να ενεργείς παράνομα.
Στην αμαρτία σε σπρώχνει ο παγκάκιστος διάβολος. Σε σπρώχνει, μα δεν μπορεί να σε αναγκάσει ν’ αμαρτήσεις, αν εσύ αντιδράσεις. Δεν μπορεί να σε βλάψει, ακόμα κι αν χρόνια σε σκανδαλίζει, αν εσύ έχεις την καρδιά σου κλειστή. Αν όμως χωρίς αντίδραση δεχθείς κάποια κακή επιθυμία, που σου σπέρνει, θα σε αιχμαλωτίσει και θα σε ρίξει σε βάραθρο αμαρτιών.
Ίσως όμως να πεις: Είμαι δυνατός στην πίστη και δεν θα με κυριέψει η αισχρή επιθυμία, όσο συχνά κι αν τη δεχθώ. Αγνοείς, φαίνεται, ότι και την πέτρα ακόμα την κομματιάζει πολλές φορές μια ρίζα που είναι μέσα στη γη. Μη δέχεσαι λοιπόν το σπόρο της αμαρτίας, γιατί θα σου διαλύσει την πίστη. Ξερίζωσε το κακό πριν ανθήσει, μήπως, δείχνοντας στην αρχή ραθυμία, αργότερα τιμωρηθείς και δοκιμάσεις το τσεκούρι και τη φωτιά. Φρόντισε να γιατρευτείς έγκαιρα, όταν βρίσκεται στην αρχή η βλάβη τού ματιού, για να μη γυρεύεις άσκοπα γιατρούς, όταν θα έχεις πια τυφλωθεί.
Ο διάβολος, που αμάρτησε πρώτος, δημιουργεί όλα τα κακά. Αυτό δεν το λέω εγώ, αλλά ο Κύριος: «Ο διάβολος αμαρτάνει εξαρχής» (Α’ Ιωάνν. 3:8). Κανείς δεν είχε αμαρτήσει πριν απ’ αυτόν. Αμάρτησε ο διάβολος χωρίς τίποτα να τον αναγκάσει, γιατί τότε υπεύθυνος για την αμαρτία θα ήταν ο Θεός. Απ’ Αυτόν πλάστηκε αγαθός. Αμάρτησε όμως με τη δική του προαίρεση, και, από το έργο του, ονομάστηκε διάβολος. Γιατί, ενώ πρώτα ήταν αρχάγγελος, κατάντησε ύστερα να διαβάλει, δηλαδή να συκοφαντήσει τον Θεό στους πρωτοπλάστους. Επίσης, ενώ στην αρχή ήταν πιστός υπηρέτης τού Θεού, έπειτα έγινε σατανάς, δηλαδή εχθρός και αντίπαλος Του. Γιατί η λέξη σατανάς ερμηνεύεται αντικείμενος, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά, ο αντίπαλος.
Ο διάβολος, μετά την πτώση του, οδήγησε πολλούς στην αποστασία. Αυτός σπέρνει τις αμαρτωλές επιθυμίες σε όσους τον ακολουθούν. Απ’ αυτόν προέρχονται η μοιχεία, η πορνεία και κάθε άλλο κακό. Αυτός οδήγησε τον προπάτορα στην παρακοή και στην εξορία. Εξαιτίας του ο Αδάμ, αντί για τον παράδεισο, που καρποφορούσε θεσπέσιους καρπούς, κληρονόμησε τη γη, που έβγαζε αγκάθια.
Τι θα γίνει τώρα;
Απατηθήκαμε και χάσαμε τον παράδεισο. Δεν υπάρχει άραγε σωτηρία;
Τυφλωθήκαμε. Δεν θα ξαναδούμε άραγε το φως;
Γίναμε ανάπηροι. Δεν θα ξανασταθούμε άραγε στα πόδια μας;
Με μια λέξη, πεθάναμε. Άραγε δεν θ’ αναστηθούμε;
Αδελφέ μου, Αυτός που ανέστησε από τον τάφο τον δίκαιο Λάζαρο, δεν έχει τη δύναμη ν’ αναστήσει πολύ ευκολότερα εσένα, που είσαι ακόμα ζωντανός; Αυτός που έχυσε το αίμα Του για μας, δεν θα μας σώσει από την αμαρτία; Ας μην απελπιστούμε. Ας μη βυθιστούμε στην απόγνωση. Είναι φοβερό να χάσουμε την ελπίδα της συγχωρήσεως. Οποίος δεν προσδοκά τη σωτηρία, αμαρτάνει ασυλλόγιστα. Όποιος όμως ελπίζει σ’ αυτήν, σπεύδει να μετανοήσει.
Το φίδι εγκαταλείπει το παλιό του δέρμα. Εμείς δεν θα εγκαταλείψουμε την αμαρτία; Η άκαρπη γη, αν καλλιεργηθεί με επιμέλεια, μεταβάλλεται σε καρποφόρα. Εμείς δεν μπορούμε να διορθωθούμε;
Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, απέραντα φιλάνθρωπος. Γι’ αυτό μη λες: Πόρνευσα, μοίχευσα, αμάρτησα. Και μάλιστα όχι μια φορά, αλλά πολλές. Άραγε θα με συγχωρήσει; Άραγε θα με απαλλάξει από την καταδίκη; Άκουσε τι λέει ο ψαλμωδός: «Πόσο μεγάλη, Κύριε, είναι η αγαθότητα σου!» (Ψαλμ. 30:20).
Τα αμαρτήματά σου ποτέ δεν νικούν το μέγεθος της ευσπλαχνίας τού Θεού. Τα τραύματά σου ποτέ δεν ξεπερνούν τη θεραπευτική Του δύναμη. Μόνο παραδόσου σ’ Αυτόν με πίστη. Εξομολογήσου το πάθος σου. Πες κι εσύ μαζί με τον Προφήτη Δαβίδ: «Θα εξομολογηθώ με ειλικρίνεια την ανομία μου στον Κύριο». Θ’ ακολουθήσει τότε αυτό που αναφέρει στη συνέχεια ο ίδιος στίχος: «Κι εσύ, Κύριε, συγχώρεσες την ασέβεια της καρδιάς μου» (Ψαλμ. 31:5).
Θέλεις να γνωρίσεις τη φιλανθρωπία τού Θεού και το μέγεθος της μακροθυμίας Του; Άκουσε τι έγινε με τον Αδάμ: Έκανε παρακοή ο πρωτόπλαστος. Δεν μπορούσε ο Θεός να τον παραδώσει αμέσως στο θάνατο; Και βέβαια μπορούσε. Τι κάνει όμως ο Φιλάνθρωπος; Τον εξορίζει από τον παράδεισο, αφού ήταν ανάξιος να παραμένει πια εκεί, αλλά τον βάζει να κατοικήσει απέναντι, για να βλέπει από που ξέπεσε και τι έχασε και που κατάντησε, ώστε να μετανοήσει και να σωθεί.
Ο Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε, έγινε αδελφοκτόνος, εφευρέτης κακών, πρόδρομος όλων των φθονερών και των φονιάδων. Ενώ όμως σκότωσε τον αδελφό του, σε τι καταδικάστηκε; «Θα ζεις πλέον στενάζοντας και τρέμοντας» (Γεν. 4:12). Φοβερό το έγκλημα. Μικρή όμως η καταδίκη.
Πραγματικά, μεγάλη είναι η φιλανθρωπία που έδειξε ο Θεός στον Κάιν. Μεγαλύτερη όμως είναι τούτη: Θυμήσου την εποχή τού Νώε. Αμάρτησαν οι γίγαντες και απλώθηκε στη γη υπερβολική παρανομία. Τιμωρία της θα ήταν ο κατακλυσμός. Μ’ αυτόν απειλεί ο Θεός. Τον εξαπολύει όμως ύστερ’ από εκατόν είκοσι ολόκληρα χρόνια (Γεν. 6:3)!
Βλέπεις το μέγεθος της φιλανθρωπίας τού Θεού; Αυτό που πραγματοποίησε ύστερ’ από εκατόν είκοσι χρόνια, δεν μπορούσε να το πραγματοποιήσει αμέσως; Παράτεινε όμως τόσο πολύ τον καιρό της τιμωρίας, για να δώσει χρόνο μετάνοιας. Αν μετανοούσαν οι αμαρτωλοί, ο Θεός δεν θα έστελνε την τρομερή και δίκαιη τιμωρία.
Ας έρθουμε τώρα και σε παραδείγματα αμαρτωλών που σώθηκαν με τη μετάνοια.
Ίσως κάποια από τις γυναίκες να πει: Μόλυνα την ψυχή και το σώμα μου με κάθε είδους ακολασίες. Άραγε μπορώ να σωθώ;. Θυμήσου, γυναίκα, τη Ραάβ την πόρνη, και προσδόκησε κι εσύ τη σωτηρία. Γιατί αν εκείνη, που αμάρτανε φανερά και μπροστά σε όλους, σώθηκε με τη μετάνοια, δεν θα σωθείς κι εσύ με τον ίδιο τρόπο;
Ζήτησε να μάθεις πώς σώθηκε εκείνη. Αυτό μόνο είπε: «Ο Θεός σας είναι ο μόνος αληθινός Θεός στον ουρανό και στη γη» (Ιησ. Ναυή 2:11). Από τη βαθειά συναίσθηση της ακολασίας της, δεν τόλμησε να πει, ο Θεός μου, αλλά ο Θεός σας. Ολοφάνερη έχει τη μαρτυρία της σωτηρίας της στο στίχο των Ψαλμών: «Θα θυμηθώ τη Ραάβ και τη Βαβυλώνα και θα τις συγκαταλέξω ανάμεσα σ’ εκείνους που μ’ αναγνωρίζουν» (Ψαλμ. 86:4).
Πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία τού Θεού! Μνημονεύει και την πόρνη μέσα στην Αγία Γραφή. Και μάλιστα δεν λέει απλά, «Θα θυμηθώ τη Ραάβ και τη Βαβυλώνα», αλλά προσθέτει «που μ’ αναγνωρίζουν», οι οποίες δηλαδή με γνωρίζουν και με λατρεύουν.
Υπάρχει λοιπόν σωτηρία και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Σωτηρία, την οποία προκαλεί η μετάνοια.
Αλλά κι αν ακόμα ένας ολόκληρος λαός αμαρτήσει, η αμαρτωλότητά του δεν ξεπερνάει τη φιλανθρωπία τού Θεού. Ο Ισραηλιτικός λαός στην έρημο τού Σινά λάτρεψε το χρυσό μοσχάρι. Ο Θεός όμως δεν έπαψε τις εκδηλώσεις της φιλανθρωπίας Του. Οι άνθρωποι Τον αρνήθηκαν. Ο Ίδιος όμως δεν αρνήθηκε τον εαυτό Του. Μολονότι λάτρεψαν το είδωλο, δεν σταμάτησε να τους ευεργετεί.
Και τότε δεν αμάρτησε μόνο ο λαός. Αμάρτησε μαζί του και ο Ααρών, ο αρχιερέας! Αναφέρει ο προφήτης Μωυσής: «Ήταν πάρα πολύ οργισμένος ο Κύριος και εναντίον τού Ααρών τόσο, που ήθελε να τον εξοντώσει. Τότε, στη δύσκολη αυτή ώρα, προσευχήθηκα και για τον Ααρών, και ο Θεός τον συγχώρησε» (παράβαλλε Δευτ. 9:20).
Έσφαλε ο Δαβίδ. Καθώς σηκώθηκε το δειλινό από το κρεβάτι και βημάτιζε στο δωμάτιο, κοίταζε απρόσεκτα κι έπεσε σύντομα στο διπλό αμάρτημα της μοιχείας και του φόνου. Δεν νεκρώθηκε όμως η καλή του διάθεση ν’ αναγνωρίσει το σφάλμα του.
Ήρθε ο προφήτης Νάθαν, για να τον ελέγξει και να γιατρέψει το τραύμα του. Ο υπήκοος είπε στο βασιλιά πώς αμάρτησε βαριά και πώς ο Θεός ήταν οργισμένος μαζί του. Ο πορφυροφόρος Δαβίδ δεν αγανάκτησε. Δεν στάθηκε στο πρόσωπο του Προφήτη, αλλά ύψωσε τη σκέψη σ’ Αυτόν που τον έστειλε. Δεν τον σκλήρυνε ο εγωισμός της εξουσίας πάνω σε τόσο πλήθος στρατιωτών, που είχε γύρω του, γιατί έφερε στο νου του τον αγγελικό στρατό τού Κυρίου. Δοκίμασε αγωνία, νιώθοντας σαν ορατό τον Αόρατο. Και απάντησε στον Προφήτη, ή μάλλον στον ίδιο τον Θεό, που τον έστειλε: «Αμάρτησα στον Κύριο!» (Β’ Βασ. 12:13).
Βλέπεις την ταπεινοφροσύνη του βασιλιά; Βλέπεις την εξομολόγηση του; Μήπως είχε ποτέ πριν ελεγχθεί από κανένα; Μήπως είχαν μάθει την αμαρτία του πολλοί; Αμάρτησε, κι αμέσως ο προφήτης παρουσιάστηκε. Μόλις τού απήγγειλε την κατηγορία, ο φταίχτης ομολόγησε το σφάλμα του. Και επειδή το ομολόγησε με ειλικρινή μετάνοια, γρήγορα εκδηλώθηκε και η θεραπεία, η συγχώρηση.
Ο προφήτης Νάθαν παρηγόρησε τον Δαβίδ με την αναγγελία της συγχωρήσεως τού Θεού. Εκείνος όμως δεν εγκατέλειψε τη μετάνοια. Αντί για βασιλική πορφύρα, ντύθηκε πένθιμο δουλικό σάκκο. Αντί σε χρυσοστόλιστο θρόνο, κάθησε πάνω σε χώμα και στάχτη. Και δεν κάθησε μόνο πάνω σε στάχτη, αλλά και έφαγε στάχτη, καθώς ο ίδιος λέει: «Τρώω στάχτη αντί για ψωμί και το νερό που πίνω το ανακατεύω με τα δάκρυα μου» (Ψαλμ. 101:10).
Έλιωσε απ’ τα δάκρυα τα μάτια του, που έγιναν αφορμή να συλλάβει την αισχρή επιθυμία: «Κάθε νύχτα λούζω το κρεβάτι μου και βρέχω το στρώμα μου με δάκρυα» (Ψαλμ. 6:7).
Οι άρχοντες τον παρακαλούσαν να διακόψει τη νηστεία. Αυτός όμως δεν υποχωρούσε. Ολόκληρη εβδομάδα νήστεψε από κάθε τροφή. Αν λοιπόν ένας βασιλιάς με τέτοιο τρόπο εκδήλωνε τη μετάνοια του, εσύ, ο ΑΠΛΌΣάνθρωπος, δεν θα εξομολογηθείς;
Αργότερα πάλι, όταν επαναστάτησε ο Αβεσσαλώμ, ενώ υπήρχαν πολλοί άλλοι δρόμοι διαφυγής, ο Δαβίδ προτίμησε να γλυτώσει φεύγοντας προς το όρος των Ελαιών. Σαν να προσευχόταν έτσι στο Λυτρωτή, που έμελλε από κει να αναληφθεί στους ουρανούς. Στη δύσκολη μάλιστα εκείνη περίσταση, ο Σεμεί άρχισε να βρίζει και να καταριέται το βασιλιά. Ο Δαβίδ όμως τον αντιμετώπιζε με ταπείνωση και μακροθυμία, λέγοντας: «Αφήστε τον! Ο Κύριος τού είπε να με καταριέται» (Β’ Βασ. 16:10). Γιατί ήξερε πώς συγχωρούνται οι αμαρτίες εκείνου που συγχωρεί τους άλλους.
Βλέπεις την ωφέλεια της εξομολογήσεως; Βλέπεις ότι σώζονται όσοι μετανοούν;
Ο Αχαάβ, ο βασιλιάς της Σαμάρειας, υπήρξε υπερβολικά παράνομος, ειδωλολάτρης, προφητοκτόνος, άσεβης και άδικος. Όταν όμως με τη Βασίλισσα Ιεζάβελ σκότωσε τον Ναβουθαί και ήρθε ο προφήτης Ηλίας και τον απείλησε, αμέσως έδειξε μετάνοια. Ξέσκισε τη βασιλική ενδυμασία και φόρεσε τον πένθιμο σάκκο. Τι είπε τότε ο φιλάνθρωπος Θεός στον Ηλία; «Βλέπεις τη μετάνοια τού Αχαάβ; δεν θα τον τιμωρήσω!» (παράβαλλε Γ΄ Βασ. 20:29).
Συγχωρεί ο φιλάνθρωπος Θεός τον Αχαάβ, μολονότι έμελλε εκείνος να συνεχίσει τις αμαρτίες του. Ο Κύριος, βέβαια, δεν αγνοούσε το μέλλον του, αλλά τώρα, στον καιρό της μετάνοιας, του χαρίζει την ανάλογη συγχώρηση. Είναι χαρακτηριστικό τού δίκαιου δικαστή να ανταποκρίνεται κατάλληλα σε κάθε περίσταση που παρουσιάζεται.
Ο βασιλιάς Ιεροβοάμ τελούσε θυσίες στο βωμό των ειδώλων. Επειδή πρόσταξε να συλλάβουν τον Προφήτη, που τον κατέκρινε για την ειδωλολατρία, το χέρι του έμεινε ξερό. Μόλις δοκίμασε την τιμωρία τού Θεού, παρακάλεσε τον Προφήτη: «Προσευχήσου στον Κύριο για μένα» (Γ’ Βασ. 13:6). Αποτέλεσμα της μετάνοιας ήταν να γιατρευτεί το χέρι του. Αν ο προφήτης γιάτρεψε τον Ιεροβοάμ, ο Χριστός δεν μπορεί να σώσει εσένα, συγχωρώντας τις αμαρτίες σου;
Υπερβολικά αμαρτωλός υπήρξε και ο Μανασσής. Πρόσταξε και πριόνισαν τον Ησαΐα. Μολύνθηκε με την ειδωλολατρία. Πλημμύρισε την Ιερουσαλήμ με αίματα αθώων. Όταν όμως οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα και δοκίμασε την τιμωρία, έσπευσε να θεραπευθεί με τη μετάνοια. Λέει η Γραφή: «Ταπεινώθηκε βαθιά ο Μανασσής ενώπιον τού Θεού των πατέρων του και ζήτησε το έλεος Του. Ο Κύριος άκουσε τη θερμή του προσευχή, τον επανέφερε στην Ιερουσαλήμ και τού ξαναχάρισε το θρόνο του» (Β’ Παραλ. 33:12-13). Αν σώθηκε με τη μετάνοια αυτός που πριόνισε τον Προφήτη, εσύ, που ασφαλώς δεν αμάρτησες τόσο φρικτά, δεν θα σωθείς; Πρόσεξε, να μην αμφιβάλλεις για τη δύναμη της μετάνοιας.
Η εξομολόγηση μπορεί και τη φωτιά να σβήσει και τα θηρία να ημερέψει. Αν αμφιβάλλεις, θυμήσου τι έγινε με τον Ανανία, τον Αζαρία και τον Μισαήλ μέσα στο καμίνι της Βαβυλώνας. Πόσες βρύσες θα μπορούσαν να σβήσουν τη φλόγα που ανέβαινε σε ύψος σαράντα εννέα πήχεων; Όπου όμως υψωνόταν η τεράστια φλόγα, εκεί σαν ποτάμι ξεχύθηκε η πίστη των τριών νέων και εκεί ακούστηκε η προσευχή της μετάνοιας: «Δίκαιος είσαι, Κύριε, για όλα όσα επέτρεψες να πάθουμε, γιατί αμαρτήσαμε και ανομήσαμε» (Δαν., Προσ. Άζαρ. : 3, 5).
Η μετάνοια διέλυσε τη φλόγα! Βεβαιώσου απ’ αυτό για τη δύναμη της να σβήνει και τη φλόγα της κολάσεως.
ίσως όμως να πει κάποιος προσεκτικός αναγνώστης: Ο Θεός έσωσε τους τρεις νέους όχι για τη μετάνοια τους, αλλά για την πίστη τους. Επειδή υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο, θα σας παρουσιάσω και μιαν άλλη περίπτωση.
Τι γνώμη έχετε για τον Ναβουχοδονόσορ; δεν μάθατε από την Αγία Γραφή ότι ήταν άγριος, αιμοβόρος, σκληρόκαρδος; δεν ακούσατε ότι κατέστρεψε τάφους και ξέθαψε λείψανα βασιλιάδων; δεν ακούσατε ότι ολόκληρο λαό έσυρε στην αιχμαλωσία; δεν ακούσατε ότι τύφλωσε το βασιλιά, αφού πρώτα τον υποχρέωσε να δει τη σφαγή των παιδιών του; δεν ακούσατε ότι συνέτριψε τα Χερουβείμ; (δεν εννοώ, βέβαια, τους αγγέλους μη σκεφτεί κανείς τίποτα τέτοιο. Εννοώ τα γλυπτά, που κάλυπταν την Κιβωτό της Διαθήκης, απ’ όπου ακουγόταν η φωνή τού Θεού). Ο Ναβουχοδονόσορ βεβήλωσε ακόμα και το καταπέτασμα του Ναού. Πήρε το άγιο θυμιατήρι και το έστειλε σε ειδώλειο. Άρπαξε όλες τις ιερές προσφορές. Έβαλε φωτιά κι έκαψε το Ναό από τα θεμέλια (Β’ Παραλ. 36:11-21).
Με πόσες τιμωρίες άξιζε να τιμωρηθεί αυτός που σκότωσε βασιλιάδες, που έκαψε ιερά, που αιχμαλώτισε το λαό, που τοποθέτησε άγια σκευή τού Ναού ανάμεσα στα είδωλα; δεν θα ήταν άξιος να θανατωθεί χίλιες φορές;
Γνωρίσατε ως εδώ το πλήθος των εγκλημάτων τού Ναβουχοδονόσορ. Ελάτε τώρα να μάθετε και τού Θεού τη φιλανθρωπία.
Τιμωρήθηκε ο θηριώδης βασιλιάς να ζει σαν άγριο θηρίο μέσα στην έρημο. Τιμωρήθηκε όμως μ’ αυτόν τον τρόπο για να σωθεί. Έβγαλε νύχια και τρίχες σαν αυτά που έχει το λιοντάρι, γιατί πριν σαν λιοντάρι άρπαζε τα άγια και ούρλιαζε. Έτρωγε χόρτα σαν το βόδι, γιατί πριν σαν βόδι ζούσε, αγνοώντας τον αληθινό Θεό, που τού είχε χαρίσει το βασιλικό αξίωμα. Όταν όμως με τις παιδαγωγικές αυτές τιμωρίες αναγνώρισε τον ύψιστον Θεό και προσευχήθηκε και μετανόησε, τότε Εκείνος τού χάρισε πάλι το αξίωμά του (Δαν. 4:26-34).
Στον Ναβουχοδονόσορ, που αμάρτησε τόσο φοβερά και μετανόησε, χάρισε ο Θεός τη συγχώρηση και τη βασιλεία. Αν λοιπόν κι εσύ μετανοήσεις και ζήσεις χριστιανικά, δεν θα σου χαρίσει την άφεση των αμαρτιών και τη βασιλεία των ουρανών;
Φιλάνθρωπος είναι ο Κύριος. Γρήγορος στη συγχώρηση. Αργός στην τιμωρία. Κανείς λοιπόν ας μην απελπίζεται για τη σωτηρία του.
Ο Πέτρος, ο κορυφαίος των Αποστόλων, φοβήθηκε μια δούλη κι αρνήθηκε τρεις φορές το Χριστό. Μεταμελήθηκε όμως κι έκλαψε πικρά (Ματθαίος 26:69-75). Το κλάμα φανέρωνε την ολόψυχη του μετάνοια. Γι’ αυτό δεν έλαβε μόνο τη συγχώρηση για την άρνηση, αλλά και την αποκατάσταση στο αποστολικό αξίωμα. Έχοντας λοιπόν, αδελφοί, τόσα παραδείγματα ανθρώπων που αμάρτησαν και μετανόησαν και σώθηκαν, πρόθυμα κι εσείς να μετανοείτε και να εξομολογείσθε. Έτσι θα λάβετε τη συγχώρηση των αμαρτιών σας και θ’ αξιωθείτε να κληρονομήσετε τη βασιλεία των ουρανών μαζί με όλους τους αγίους.

 Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων

«Δῶστε στὰ παιδιὰ σας χριστιανικὴ μόρφωση»!



Ὅπως δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ δικαιολογηθοῦμε γιὰ τὰ προσωπικὰ μας ἁμαρτήματα, τὸ ἴδιο καὶ γι' αὐτὰ τῶν παιδιῶν μας. Καὶ εἶναι λογικό. Γιατί ἂν ἡ κακία ἦταν ἔμφυτη, θὰ ὑπῆρχε δικαιολογία. Εἶναι γνωστό, ὅμως, ὅτι μὲ τὴ θέλησή μας ἀκολουθοῦμε εἴτε τὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας εἴτε τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Πῶς θὰ δικαιολογηθεῖ ἑπομένως ὁ γονιός, ποῦ ἄφησε τὸ πιὸ ἀγαπημένο του πλάσμα, τὸ παιδί του, νὰ παραστρατίσει;
Ἂν τὰ παιδιὰ ἀνατραφοῦν μὲ καλὲς συνήθειες, δύσκολα ἀλλάζουν συμπεριφορὰ ὅταν μεγαλώσουν. Γιατί ἡ παιδικὴ ψυχὴ εἶναι σὰν τὸ κάτασπρο, τὸ ὁλοκάθαρο πανί, πού, ἂν τὸ βάψουμε μὲ κάποιο χρῶμα, βάφεται τόσο καλά, ὥστε, ὅσες φορὲς κι ἂν θελήσουμε νὰ τὸ ξαναβάψουμε, πάντα φαίνεται ἡ ἀρχικὴ βαφή. Ἔτσι, λοιπόν, εἶναι καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Ὅταν συνηθίσουν στὸ καλό, δύσκολα ἀλλάζουν...
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει μία παροιμία, ποὺ τὴν ἔχει δανειστεῖ ἀπὸ τὸν ποιητὴ Μένανδρο: «Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί». Δηλαδή: Οἱ κακὲς συναναστροφὲς χαλᾶνε τὸν καλὸ χαρακτήρα (Α' Κόρ. 15:33). Ἂς μὴν ἀποροῦμε, πῶς μερικοὶ γίνονται κλέφτες ἢ ἀκόλαστοι ἢ βλάσφημοι. Τὰ παιδιὰ ἀπὸ μικρὰ στεροῦνται τὴ χριστιανικὴ ἀγωγή, συνηθίζουν στὸ κακὸ καὶ μὲ τὴν πρώτη ἀφορμὴ ξεστρατίζουν. Γι' αὐτὸ ὁ ἀπόστολος συμβουλεύει: «Παιδιά, νὰ ὑπακοῦτε στοὺς γονεῖς σας, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου· αὐτὸ ἄλλωστε εἶναι τὸ σωστό. Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου (αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἐντολὴ ποὺ περιέχει ὑπόσχεση), γιὰ νὰ εὐτυχήσεις καὶ νὰ ζήσεις πολλὰ χρόνια πάνω στὴ γή. Κι ἐσεῖς, πατέρες, μὴ φέρνεστε στὰ παιδιά σας ἔτσι ποὺ νὰ τὰ ἐξοργίζετε, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀνατρέφετε δίνοντάς τους ἀγωγὴ καὶ συμβουλὲς ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τὴν πίστη στὸν Κύριο» (Ἔφ. 6:1-4). Καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν λέει: «Τὸ παιδί, ποὺ ἔχει παιδαγωγηθεῖ, θὰ εἶναι σοφὸ» (Παροιμ. 10:4α). Καὶ «ὁ γονιὸς ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖ τὸ ξύλο γιὰ νὰ παιδαγωγήσει τὸ γιό του, εἶναι σὰν νὰ τὸν μισεῖ· ὁποῖος ὅμως τὸν ἀγαπάει, τὸν ἀνατρέφει μὲ ἐπιμέλεια (:μὲ στοργὴ ἀλλὰ καὶ αὐστηρότητα)» (Παροιμ. 13:24).
Μὲ ἀρετή, λοιπόν, νὰ πλουτίζετε τὰ παιδιά σας καὶ ὄχι μὲ ἀγαθὰ πρόσκαιρα.
Μὴν τοὺς ἀφήνετε, λοιπόν, πλούτη, ἀλλὰ παίδευση καὶ ἀρετή. Ἔτσι δὲν θὰ στηρίζονται στὴν κληρονομιὰ ὑλικῶν ἀγαθῶν, καὶ θὰ ἐπιδοθοῦν στὴ μόρφωση τοῦ νοῦ καὶ στὴν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς φτώχειας καὶ ὅλων τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς. Καὶ ἂν ὁ καθένας μας φροντίσει νὰ καλλιεργήσει ἔτσι τὰ παιδιά του, τελικὰ ὅλοι, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, θὰ βρεθοῦμε ἕτοιμοι κατὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ ἀμειφθοῦμε ἀπὸ τὸν δίκαιο Κύριό μας. Ἔτσι εἶναι. Ἂν ἀναθρέψεις καλὰ τὸ παιδί σου καὶ τὸ κάνεις νὰ ἔχει εὐσέβεια καὶ ἀγάπη, ἂν κι ἐκεῖνο κάνει τὸ ἴδιο στὰ δικά του παιδιὰ κ.ο.κ, θὰ σχηματιστεῖ μία ἁλυσίδα εὐλογημένη χάρη σ' ἐσένα, ποὺ ἔγινες ἡ ρίζα ὅλου τοῦ καλοῦ.
Οἱ γονεῖς ποὺ παραμελοῦν τὴν καλὴ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν τους, εἶναι χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς παιδοκτόνους· γιατί οἱ πρῶτοι θανατώνουν τὴν ἀθάνατη ψυχή, ἐνῶ οἱ δεύτεροι μόνο τὸ θνητὸ σῶμα.
Γονιὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἁπλὰ γέννησε ἕνα παιδί, μὰ ἐκεῖνος ποὺ καὶ μετὰ τὴ γέννησή του τὸ ἀγαπάει. Κι ἂν ἡ ἀγάπη εἶναι ἀναγκαία ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀπὸ τὴ φύση, πολὺ περισσότερο χρειάζεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει χάρη Θεοῦ. Ἂν δηλαδὴ πρέπει ν' ἀγαπάει κανεὶς τὰ φυσικά του παιδιὰ γιὰ νὰ λέγεται σωστὸς γονιός, πόσο μᾶλλον τὰ χαρισματικὰ παιδιά, τὰ πνευματικά, τὰ βαπτισμένα, φροντίζοντας νὰ μὴν κολαστοῦν.
Ἀλλὰ κι ἐσύ, παιδί μου, νὰ ὑπακοῦς τοὺς γονεῖς ποὺ σὲ γέννησαν. Γιὰ ὅσα σοῦ πρόσφεραν, τίποτα δὲν μπορεῖς νὰ τοὺς ἀνταποδώσεις, οὔτε νὰ τοὺς γεννήσεις οὔτε νὰ μοχθήσεις γι' αὐτούς, ὅσο ἐκεῖνοι γιὰ σένα. Καὶ ὅταν ὁ πατέρας σου μαλώνει κάποιο ἀπὸ τ' ἀδέλφια σου, πρέπει νὰ συμμερίζεσαι τὸ γονιό σου. Γιατί ἂν παίρνεις τὸ μέρος τοῦ ἀδελφοῦ σου, μολονότι ἔσφαλε, θὰ γίνει χειρότερος. Ἔτσι βάζεις σὲ κίνδυνο καὶ τὴν ψυχική σου σωτηρία, ἀφοῦ ὅποιος δὲν ἀφήνει νὰ γιατρευτεῖ μία πληγή, ἔχει μεγαλύτερη εὐθύνη ἀπὸ κεῖνον ποὺ τὴν προκάλεσε, γι' αὐτὸ καὶ τιμωρεῖται. Ἕνας τραυματισμός, βλέπεις, ἴσως νὰ μὴν εἶναι ἄμεσα θανατηφόρος, ἐνῶ ἡ παρεμπόδιση τῆς θεραπείας μπορεῖ νὰ προκαλέσει τὸ θάνατο.
Ὁ προφήτης Δαβὶδ λέει: «Ἀποκτῆστε τὴν παιδεία (τοῦ Θεοῦ), γιὰ νὰ μὴν ὀργιστεῖ ἐναντίον σας ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 2:12). Δῶστε στὰ παιδιὰ σας χριστιανικὴ μόρφωση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποχρέωσή σας. Ἂν ἀδιαφορήσετε, θὰ κολαστεῖτε, ἔστω κι ἂν ἔχετε ἄλλες ἀρετές. Νὰ τοὺς μάθετε τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τὴ δικαιοσύνη, τὴ σωφροσύνη, τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς. Νὰ τὰ βοηθήσετε νὰ γνωρίσουν τὸν ἑαυτό τους, γιατί μέσ' ἀπὸ τὴν αὐτογνωσία θὰ ὁδηγηθοῦν καὶ στὴ θεογνωσία. Ἂν δὲν γνωρίσουν τὸ Θεό, τί θὰ τοὺς ὠφελήσουν ὅλα τ' ἄλλα; Δὲν ἀκοῦτε τὸν Κύριο, ποῦ λέει στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, πώς, ἂν ὁ ἄνθρωπος κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του, δὲν ὠφελεῖται σὲ τίποτα;
Καλλιεργῆστε, λοιπόν, πνευματικὰ τὰ παιδιά σας. Καλλιεργῆστε καὶ τὸν ἑαυτό σας. Ἔτσι θὰ σωθεῖτε καὶ θὰ μπεῖτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ μας.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Θέματα Ζωῆς τόμος Α', Κεφάλαιο: 
Ἡ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου


ΠΕΡΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ



Όσοι πιστεύουμε στον Χριστό και τον δεχόμαστε ως Πατέρα και Θεό μας, έχουμε εμπιστοσύνη σε όλα όσα μας παρέδωσε και αποδεχόμαστε με την καρδιά μας όλα τα μυστήρια που θέσπισε για την σωτηρία της ψυχής, όπως είναι η Βάπτιση, η Εξομολόγηση και η Θεία Κοινωνία.
Όσοι αγαπούμε ειλικρινά το Χριστό, εξετάζουμε από ειλικρινή διάθεση αξιοπρέπεια και σεβασμό, να ερευνήσουμε, μάθουμε και να δούμε ποια είναι η διδασκαλία του Χριστού σχετικά με την συγχώρεση και με ποιον ακριβώς τρόπο την λαμβάνουμε. Δεν είναι πράγμα τίμιο να αμφισβητούμε τον τρόπο που διάλεξε να μας παράσχει την άφεση, την συγχώρεση των αμαρτιών μας. Δεν είναι φιλότιμο να απορρίπτουμε όσα δυσκολευόμαστε εμείς οι ίδιοι να κατανοήσουμε και να εφαρμόσουμε. Δεν διαλέγουμε τα Μυστήρια του Χριστού, κατά προτίμηση και διπλωματική αρέσκεια δική μας.
Έχοντας απόλυτη συναίσθηση της αμαρτωλότητός μας, φέρνουμε κατά νου τον Λόγο του Θεού που λέγει: «Ουδείς αναμάρτητος», και «πας άνθρωπος ψεύτης» (Ψαλμ. 115, 2). Όποιος λέγει λοιπόν ότι δεν έχει αμαρτίες, ψεύδεται ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι έχουμε ανάγκη καθαρμού και συγχωρήσεως. Το θέμα είναι πως λαμβάνουμε την συγχώρηση… Εφ’ όσον αυτή παρέχεται από το Θεό, τότε ο Ίδιος ο Θεός μας παρέχει και τον τρόπο το δικό Του που θέλει ο Ίδιος και επιθυμεί, να μας συγχωρεί.
Δεν θα καθίσουμε να φτιάξουμε δικό μας «ευαγγέλιο» και να εφεύρουμε δικό μας τρόπο αφέσεως και συγχωρήσεως. Ούτε στην εικόνα μπορώ να πάω, ούτε μέσα μου κρυφά μπορώ να πω ένα απλό, μηχανικό και ασυναίσθητο «ήμαρτον». Γιατί δεν μπορώ; Γιατί δεν το θέλει έτσι ο Θεός! Δεν το δέχεται και είναι υποκριτικό, φαρισαϊκο και ανώδυνο. Δεν εμπεριέχει το ιεροπρεπές στοιχείο της ντροπής που τσακίζει τον εγωϊσμό, ταπεινώνει την έπαρση και διενεργεί την μεταμέλεια, το προστάδιο της μετανοίας.
Ο Θεός, έχει τους λόγους Του, που διάλεξε ανθρώπους να μας βαπτίζουν, ανθρώπους να μας εξομολογούν, ανθρώπους να μας κοινωνούν και ανθρώπους να μας παντρεύουν και… να μας κηδεύουν. Όπως δηλαδή δεν μπορώ να βαπτίσω το παιδί μου μπροστά σε μια εικόνα, μέσα σε μια λεκάνη, ούτε μπορώ να κοινωνήσω στο σπίτι μου, μπροστά σε μια εικόνα με ψωμί και κρασί, διότι θα παραμείνει απλό και φυσιολογικό ψωμί και κρασί και ΔΕΝ θα είναι πραγματικό «Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον»… Θα μπορούσε να διαλέξει και να διατάξει αγγέλους να μας εξομολογούν, μα δεν το έκανε. Διάλεξε ανθρώπους, εμπίστους, εμπείρους, φωτισμένους και αγιασμένους να μας εξομολογούν.
Η εξομολόγηση είναι από το Θεό και ΟΧΙ εφεύρεση των ιερέων, όπως λένε οι άπιστοι. Ο Χριστός, όπως παρήγγειλε στους Αποστόλους να πάνε σε όλα τα Έθνη να κηρύξουν το Λόγο Του και την Αλήθειά Του, επίσης τους παρήγγειλε να μας εξομολογούν. Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, Κεφ 20, Στιχ, 20-23 διαβάζουμε:
«Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται!»
Παρατηρούμε πρώτον πως η εξομολόγηση είναι βασική, κύρια, συγκεκριμένη Αποστολή. Και μάλιστα την παρομοιάζει με την Αποστολή τη δική Του από τον Πατέρα Του. «Σας στέλνω, όπως με έστειλε Εμένα ο Πατέρας.» Και αυτή η αποστολή, δεν είναι γενική κι αφηρημένη για το κηρυκτικό τους έργο, αλλά συγκεκριμένη, για την εξομολόγηση, για αυτό και λέγει αμέσως μετά: «και τούτο ειπών». Αυτό είναι το συνδετικό, για να δείξει ότι συνδέει αυτή την αποστολή και ειδική εξουσία, την οποία θα τους δώσει αμέσως μετά, με το να εξομολογούν τους πιστούς και να συγχωρούν αμαρτίες. Φοβερό πράγμα αυτό.
Και συνεχίζει ο Χριστός: «Ενεφύσησε και λέγει αυτοίς, λάβετε Πνεύμα Άγιον». Αυτό το εμφύσημα αποτελεί προσωπική επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, έκτακτη εξουσία να εξομολογούν. Ενώ η Αγία Πεντηκοστή θα λάμβανε χώρα πολύ αργότερα, όμως τώρα, τους χαρίζει έκτακτη δύναμη και εξουσία του Αγίου Πνεύματος, τους φυσάει κατά πρόσωπο ενώ θέτει τας χείρας Αυτού επί της κεφαλής αυτών και λέγει:«ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.» Όσοι θα έρχονται σε σας και θα εξομολογούνται, εδώ εννοείται ειλικρινώς και όχι εμπαικτικώς και υποκριτικώς, τότε θα είναι συγχωρημένοι, όσοι όμως ΔΕΝ έρχονται, είτε από ντροπή, είτε από άγνοια και περιφρόνηση της εντολής του Θεού και άρνηση Θεού, τότε αυτοί ΔΕΝ συγχωρούνται! Και δεν είναι μικρό πράγμα να κολαστούμε από άρνηση Θεού! Και δεν το κάνει με απειλή, για να μας φοβίσει αλλά για να μας δείξει πόσο σοβαρό και αναγκαίο είναι για τη σωτηρία μας, πόσο σημαντικό και ωφέλιμο για την ψυχή μας. «Τα καλά και ωφέλιμα ταις ψυχαίς ημών» παρακαλούμε στη Θεία Λειτουργία.
Κι ενώ οι περισσότεροι κάνουμε τα πάντα για τα καλά και ωφέλιμα των σωμάτων ημών, δεν φροντίζουμε όμως με τον ίδιο ζήλο και την ίδια ένταση για την ψυχή μας. Η ψυχή μας είναι αθάνατη και αυτήν μόνο θα πάρουμε μαζί μας. Δεν θέλουμε να είμαστε από αυτούς που έντρομοι και σοκαρισμένοι θα ακούσουν με αυστηρότητα και οργή από το Θεό να τους λέγει «φύγετε από Μένα οι κατηραμένοι στο πυρ το εξώτερον, ουκ οίδα υμάς» δεν σας γνωρίζω, αφού δεν κάνατε το θέλημά Μου, κι ας λέγατε χίλια-δυό «Κύριε, Κύριε», δεν σώζεστε, «ου (όχι) πας ο λέγων Μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός Μου!» (Ματθ. 7, 21).
Αγαπητοί μου, η εξομολόγηση είναι θέλημα Θεού Πατρός και πρέπει πάση θυσία να βρούμε τη δύναμη και την πίστη να εξομολογηθούμε. Να παρακαλέσουμε το Θεό να μας φωτίσει και να μας ενισχύσει. Να ζητήσουμε και τη βοήθεια κάποιου καλού, σοφού και εμπείρου πνευματικού, ώστε να ξεκαθαρίσει μέσα μας όποιες αμφιβολίες.
Ένα φρικτό και ανατριχιαστικό Αγιογραφικό χωρίο, το οποίο δείχνει πόσο σοβαρό παράπτωμα και τι μεγάλη αμαρτία είναι να κοινωνάει κανείς χωρίς να έχει εξομολογηθεί, είναι αυτό το οποίο παραθέτω παρακάτω με πολύ προσοχή και διάκριση. Πάνω από όλα σας το μεταφέρω με Αλήθεια Χριστού, διότι αυτήν ακριβώς την Αλήθεια, -ο Χριστός είναι η Αλήθεια-, και αυτήν την Αλήθεια πρέπει να επιζητούμε και όχι να αναγκάζουμε τους ιερείς και τους θεολόγους να την κρύβουν για να μην φοβηθούμε και πανικοβληθούμε εμείς οι βολεμένοι και τάχα «ανήξεροι…»…
Σκοπός του Χριστού δεν είναι να μας πανικοβάλει αλλά να μας διδάξει, να μας προετοιμάσει και να μας ενημερώσει καταλλήλως ώστε να είμαστε υπεύθυνοι και υπόλογοι των πράξεών μας, για να μη γυρίσει εκ των εστέρων κάποιος να πει «δεν ήξερα, δεν ευθύνομαι και γιατί να τιμωρούμαι…»
Το κρισιμότατο, ζωτικότατο αλλά και θλιβερότατο χωρίο είναι στην Α’ Προς Κορινθίους Επιστολή, Κεφάλαιο 11, Στίχους 17 έως 34. Εκεί ο Απόστολος Παύλος αναλύει το Μυστήριο και την επιτακτική αναγκαιότητα της διακρίσεως ότι αυτό που λαμβάνουμε είναι πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού και έτσι δεν πρέπει να προσερχόμαστε αναξίως, ανέτοιμοι, ανεξομολόγητοι, με έχοντας διακρίνει, κρίνει και κατακρίνει τον εαυτό μας για ενοχές των αμαρτιών μας. Συγκεκριμένα, οι Στίχοι 27 έως 30, λέγουν:
«Ός ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Κυρίου. δοκιμαζέτω δὲ (ας εξετάζει καλά) ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί!»
Για αυτό ακριβώς, μας λέγει ο Λόγος του Θεού, υπάρχουν πολλοί βαριά ασθενείς ανάμεσά σας και «ικανοί» αρκετοί μάλιστα πεθαίνουν, διότι δεν διακρίνουν, δεν πιστεύουν, δεν ομολογούν πως αυτό – τούτο εστί ΑΛΗΘΩΣ και όχι «συμβολικώς» το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, και προσέρχονται ΑΝΑΞΙΩΣ χωρίς να σέβονται και να υπακούουν στη διαταγή του Χριστού να συγχωρεί μόνο όσους προσέρχονται στους ιερείς για εξομολόγηση! Ας προσέξουμε πάρα πολύ αυτό το φρικτό – θανατικό και κολάσιμο αμάρτημα και ας μην παίζουμε με τα «εν ου παικτοίς!»
Είναι πολύ καλύτερα να μην κοινωνήσουμε καθόλου παρά να κοινωνούμε ανεξομολόγητοι, ανέτοιμοι, ανάξιοι, “για το καλό του χρόνου” και για καλή τύχη από καλή τάχα συνήθεια «σα καλοί χριστιανοί της λαμπαδούρας!»
Σας παραθέτω μερικά χωρία, λίγα και επιλεκτικά, από Αγίους Πατέρες και αλλά και Γέροντες της Εκκλησίας μας για να στηρίξουμε περισσότερο αυτή την μεγίστη ανάγκη αυτού Μεγίστου Μυστηρίου. Η Διδαχή 4, 14 των Αγίων Αποστόλων, μας προτρέπει:
«Στην Εκκλησία να εξομολογείσαι τα παραπτώματά σου, και όχι μέσα σου πονηρά, στη συνείδησή σου, διότι η εξομολόγηση είναι η οδός της ζωής!»
Ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, Αποστολικός Πατέρας, ομολογεί:
«Όλους όσοι μετανοούν τους συγχωρεί ο Κύριος, εάν μετανοήσουν εις ενότητα Θεού και εις συνέδριον επισκόπου», δηλαδή στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως που ευλογούν οι επίσκοποι διά μέσου πνευματικών».
Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει πως «είναι ανάγκη να εξομολογούμεθα τα αμαρτήματα εις τους εμπεπιστευμένoυς την οικονομίαν των μυστηρίων του Θεού» (Α’ Κορ. δ’ 1), επειδή και οι πρώτοι Χριστιανoί «εξομολογούντο εις τους απoστόλoυς, οι οποίοι και εβάπτιζον άπαντες» (Μ. Βασιλ, Όροι Κατ’ Επιτ. 288).
Ο Αγιος Ιωάννης ο Xρυσόστoμoς αναφέρει για τους ιερείς:
«Ενώ κατοικούν και περιφέρονται ακόμη εις την γην, ανέλαβον την διεύθυνσιν ουρανίων υποθέσεων με εξουσίαν που δεν έδωσεν ο Θεός ούτε εις τους αγγέλους, ούτε εις τους αρχαγγέλους. Είπεν εις τους ιερείς: όποιων τας αμαρτίας κρατήσετε, θα είναι κρατημέναι» (Χρυσ., Περί Ιερωσ. Λόγος γ’ 5). Και προσθέτει ο Πάγχρυσος στη γλώσσα: “Μετά τον θάνατο δεν υπάρχει πλέον καιρός μετανοίας, και στον άδη η ψυχή η οποία νεκρώθηκε εξαιτίας των αμαρτιών, δεν μπορεί πλέον να επανέλθει στην ζωήν την κατά Θεόν.”
Επίσης ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός:
“Στην ζωή την οποία βρισκόμαστε, είμαστε ικανοί και να πράξουμε και να ενεργήσουμε, στην δε μέλλουσα και αιώνια ζωή, δεσμεύονται όλες οι πρακτικές δυνάμεις της ψυχής και δεν υπάρχει ευκαιρία να πράξουμε κάτι το αγαθό, για την άφεση των αμαρτιών.”
Ο Μέγας Ισαπόστολος, Προφήτης και Ευεργέτης του Έθνους μας, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, λέγει ένα πολύ φρικτό μα αληθινό λόγο:
“Χριστιανός που δεν έχει Βαπτισθεί και δεν έχει Εξομολογηθεί, δεν μπορεί να σωθεί!”
Ο Νέος Άγιος Γέροντας Πορφύριος είπε:
«Πρέπει να εξομολογούμαστε τακτικά και καλά, γιατί και Πατριάρχης να είναι κάποιος, αν δεν εξομολογείται δεν μπορεί να σωθεί!»
Ο Νέος Άγιος Γέροντας Παϊσιος είπε:
«Ο Θεός παρακολουθεί την καρδιά μας και ελέγχει το περιεχόμενό της. Να εξετάζουμε συνεχώς τον εαυτό μας, να μετανοούμε για το παρελθόν και να φοβόμαστε τις αδυναμίες μας. Να μην χάνουμε όμως την ελπίδα της σωτηρίας μας».
Και ο Άγιος Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης έλεγε:
«Δεν σε κατηγορώ ότι έκανες αμαρτίες πολλές και σοβαρές, όχι, άνθρωπος είσαι. Σε κατηγορώ, γιατί δεν εξομολογείσαι. Γι’ αυτό σε κατηγορώ. Έπεσες; Στον πνευματικό! Ξαναέπεσες; Στον πνευματικό, όλα στον πνευματικό! Και η οσία Μαρία, πρώτα εξομολογήθηκε!»
Και όπως είπε ένας μεγάλος θεολόγος του αιώνα μας, ο Δημήτριος Παναγόπουλος:
«Έχουμε πολλούς μετανοημένους μα ουδέποτε εξομολογημένους. Εχουμε πολλούς εξομολογημένους μα ουδέποτε μετανοημένους. Δυστυχώς έχουμε πολύ λίγους μετανοημένους και εξομολογημένους!»
Ας φροντίσουμε να ανήκουμε στην τελευταία μερίδα, στους μετανοημένους και εξομολογημένους, αμήν, γένοιτο Κύριε!

 του θεολόγου Ν. Πανταζή

Μετάνοια...

Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀνήκει στούς ταπεινούς πού τό ἐκζητοῦν ἀπ' τόν Θεό.

Οἱ ἁμαρτωλοί (καί ποιός δέν εἶναι;...), οἱ ὁποῖοι δέν ζητοῦν, οὔτε παρακαλοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τήν ἐξομολόγηση καί τή μετάνοια, κολάζονται. 

Ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων μας ἀπό τόν Θεό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δική μας διάθεση νά συγχωρήσουμε τούς ἐχθρούς μας. Ἄν δέν συγχωρήσουμε δέν θά συγχωρηθοῦμε ἀπό τόν Θεό.




Κανείς νά μήν ἀπελπίζεται γιά τή σωτηρία του. Ἄπειρο εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε. 

Ἡ μετάνοια συντελεῖται μέ τήν αὐτομεμψία, τήν ἐξομολόγηση καί τήν ἀποχή ἀπό τήν ἁμαρτία. 

Νά χύσουμε ἕνα δάκρυ, νά χτυπήσουμε τά στήθη καί νά ποῦμε: Θεέ μου ἁμάρτησα! Δέν θά μᾶς δικάσει ὁ Θεός γιατί ἁμαρτήσαμε, ἀλλά γιατί ἁμαρτάνοντες δέν μετανοήσαμε.

Ἡ κατά Θεόν λύπη εἶναι τρόπος μετανοίας, διότι λυπεῖται κανείς γιά τίς ἁμαρτίες του. Ὁ Κύριος εἶπε: "Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται". Πένθησε τήν ἁμαρτία, γιά νά μή θρηνήσεις τήν τιμωρία.

Εἶπες τήν ἁμαρτία σου; Δικαιώθηκες. Μετανόησες; Ἐλεήθηκες.

Μία εἰλικρινής ὁμολογία καί τοῦ πιό μεγάλου ἁμαρτήματος, ἐξασφαλίζει τήν ἀθώωση· διαγράφει τήν ἁμαρτία. 

Δέν ἐπιθυμεῖ τόσο ἕνας μανιακός ἐραστής τήν ἐρωμένη του, ὅσο ἀγαπᾶ ὁΘεός τήν ψυχή πού θέλει νά μετανοήσει.

Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία ἀσυγχώρητη, ἐκτός τήν ἀμετανόητη, δηλαδή τήν ἀνεξομολόγητη.

Τρεῖς εἶναι οἱ βαθμοί πού ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια:
ἡ ὀκνηρία,
ἡ ἀμέλεια γιά τή σωτηρία,
καί ἡ καταφρόνηση τῶν μικρῶν ἁμαρτημάτων.
Κανένα ἁμάρτημα καί πάθος δέν εἶναι ἀθεράπευτο γιά τόν Θεό, ἀρκεῖ νά ὐπάρχει ἀληθινή διάθεση μετανοίας ἀπό πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου.

Μόνο ὁ Χριστός ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν ἁμαρτία, οὐδείς ἄλλος. 


Ἐκδόσεις: "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"

Ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν προσευχή

Ἡ προσευχὴ ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ὑπάρξει ἡ σωστὴ προετοιμασία πρὶν ἀπὸ αὐτὴν - ὅπως λέει καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Προετοιμάσου πρὶν προσευχηθεῖς καὶ μὴν γίνεσαι σὰν ἕνας ποὺ πειράζει τὸν Κύριο».

«Ὅταν θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸν βασιλέα καὶ Θεό μας γιὰ νὰ συζητήσουμε μαζί Του», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, «ἂς μὴν βιαστοῦμε νὰ τὸ κάνουμε χωρὶς προετοιμασία μήπως καὶ μᾶς δεῖ ἀπὸ μακρυὰ νὰ μὴν ἔχουμε τὰ ὅπλα καὶ τὴν στολὴ ποὺ ἁρμόζουν γιὰ τὴν παρουσίαση ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως καὶ διατάξει τοὺς ὑπηρέτες καὶ δούλους Του νὰ μᾶς δέσουν καὶ νὰ μᾶς ἐξορίσουν μακρυὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπό Του καὶ τὶς δεήσεις μας νὰ τὶς σχίσουν καὶ νὰ τὶς πετάξουν στὸ πρόσωπό μας».

Ἡ πρώτη προετοιμασία συνίσταται στὸ νὰ ἐκδιωχθεῖ ἡ πικρία καὶ ἡ κατάκριση γιὰ τὸν πλησίον. Αὐτὴ ἡ προετοιμασία διατάσσεται ἀπὸ τὸν Κύριόν μας. «Καὶ ὅταν στήκητε προσευχόμενοι ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατὰ τινὸς ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ἀφῇ ὑμῶν τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Εἰ δε ὑμεῖς οὐκ ἀφίετε, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν».

Ἡ περαιτέρω προετοιμασία περιλαμβάνει τὴν ἐκδίωξη τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν μὲ τὴν δύναμη τῆς πίστης στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν δύναμη τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς παράδοσης στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης μὲ τὴν ἀναγνώριση τῆς προσωπικῆς ἁμαρτωλότητος ποὺ ἔχει σὰν ἐπακόλουθο τὴν συντριβὴ καὶ ταπείνωση τοῦ πνεύματος. «Ἂν ἐπιθυμοῦσες θυσίες θὰ σοῦ τὶς πρόσφερα» λέει ὁ προφήτης Δαυὶδ στὸν Θεὸ ἐκ μέρους ὁποιουδήποτε ποὺ ἔπεσε καὶ παραμένει στὴν πτώση. Ὄχι μόνο μιὰ μερικὴ θυσία τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ πλήρη «...ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει».

Ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἐπαναλαμβάνει τὸ ἀπόφθεγμα ἑνὸς ἄλλου ἁγίου: « Ἐὰν ἕνας δὲν ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του ὡς ἁμαρτωλὸ ἡ προσευχή του δὲν εἶναι δεκτὴ στὸν Θεό».

Θὰ πρέπει νὰ στέκεται ἕνας μπροστὰ στὸν ἀόρατο Θεὸ σὰν νὰ Τὸν βλέπει καὶ μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι τὸν βλέπει καὶ τὸν ἀκούει προσεκτικά. Θὰ πρέπει νὰ στέκεται ἕνας μπροστὰ στὸν ἀόρατο Θεό, ἀκριβῶς ὅπως ἕνας ἔνοχος ἐγκληματίας ποὺ εἶναι καταδικασμένος γιὰ ἀναρίθμητα ἐγκλήματα σὲ θάνατο στέκεται μπροστὰ σ’ ἕνα αὐστηρὸ καὶ ἀμερόληπτο δικαστή. Ἀκριβῶς! Στέκεται μπροστὰ στὸν Κυρίαρχο Δεσπότη καὶ Κριτή του, μπροστὰ στὸν Δικαστὴ στὸ βλέμμα τοῦ Ὁποίου καμμιὰ ἀνθρώπινη ψυχὴ δὲν θὰ δικαιωθεῖ• ὁ Ὁποῖος πάντα δικαιώνεται στὶς κρίσεις Του• ὁ Ὁποῖος, δὲν καταδικάζει παρὰ μόνον ὅταν μέσα στὴν ἀνέκφραστη ἀγάπη Του συγχωρεῖ κάποιου τὶς ἁμαρτίες του καὶ δὲν εἰσέρχεται εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου Του.

Νοιώθοντας τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ αἰσθανόμενος ἀπ’ αὐτὸν τὸν φόβο τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἕνας προσεύχεται θὰ δεῖ -χωρὶς νὰ βλέπει - μὲ μιὰ πνευματικὴ αἴσθηση, Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀόρατος, θὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ νὰ στέκεται μὲ συναίσθηση ὅτι βρίσκεται μπροστὰ στὴν φοβερὴ κρίση τοῦ Θεοῦ.

Στάσου στὴν προσευχὴ μὲ τὸ κεφάλι σκυφτὸ καὶ τὰ πόδια ἀλύγιστα καὶ ἀκίνητα• βοήθησε τὴν προσευχή σου μὲ συντριβὴ τῆς καρδίας μὲ ἀναστεναγμοὺς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ ἄφθονα δάκρυα. Μία εὐλαβικὴ ἐξωτερικὴ στάση στὴν προσευχὴ εἶναι πολὺ βοηθητικὴ γιὰ ὅλους ποὺ παλεύουν στὴν κονίστρα τῆς προσευχῆς, ἰδίως στοὺς ἀρχαρίους στοὺς ὁποίους ἡ διάθεση τῆς ψυχῆς συμμορφώνεται σὲ μεγάλο βαθμὸ μὲ τὴ στάση τοῦ σώματος.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει εὐχαριστίες ὅταν προσευχόμαστε: «Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε, γρηγοροῦντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ.» Ὁ Ἀπόστολος λέει ἀκόμη ὅτι τὴν εὐχαριστία τὴν προστάζει ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε• ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε• τοῦτο γὰρ θέλημα Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς ὑμᾶς».

Ποιὰ εἶναι ἡ σημασία τῆς εὐχαριστίας; Εἶναι ὅτι δίνει εὐχαριστίες στὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἄπειρές Του εὐλογίες ποὺ ξεχύνονται σὲ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ στὸν καθένα. Μὲ μία τέτοια εὐχαριστία ἡ ψυχὴ γεμίζει μὲ μιὰ θαυμάσια εἰρήνη• καὶ γεμίζει μὲ εἰρήνη παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι λύπες τὴν περιζώνουν ἀπ’ ὅλες τὶς πλευρές. Μὲ τὴν εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ μία ζωντανὴ πίστη ἔτσι ὥστε νὰ ἀπορρίπτει κάθε ἀνησυχία γιὰ τὸν ἑαυτό του, καταπατᾶ τὸν φόβο τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν δαιμόνων καὶ παραδίδεται ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Μιὰ τέτοια διάθεση τῆς ψυχῆς εἶναι μιὰ θαυμάσια προδιάθεση καὶ προετοιμασία γιὰ προσευχή. Λέγει ὁ Ἀπόστολος: «Ὡς οὖν παρελάβετε τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν τὸν Κύριον, ἐν αὐτῷ περιπατεῖτε, ἐρριζωμένοι ἐν αὐτῷ καὶ βεβαιούμενοι ἐν τῇ πίστει καθὼς ἐδιδάχθητε, περισσεύοντες ἐν αὐτῇ ἐν εὐχαριστίᾳ» - δηλαδὴ μέσω τῆς εὐχαριστίας λαμβάνεται μία πληρότης πίστεως. «Χαίρετε ἐν Κυρίω πάντοτε• πάλιν ἐρῶ, χαίρετε... ὁ Κύριος ἐγγύς• μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῆ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν».

Ἡ σημασία τῆς πνευματικῆς προσπάθειας τῆς εὐχαριστίας ἐξηγεῖται μὲ ἰδιαίτερη πληρότητα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες Βαρσανούφιο καὶ Ἰωάννη στὸ ἔργο τους «Καθοδήγηση στὴν πνευματικὴ ζωή».

 Ἅγιος Ιγνάτιος Brianchaninov