.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ομιλία εκφωνηθείσα εις περίοδον πείνης και ξηρασίας (Μέγας Βασίλειος)

«Στην παρούσα εξαιρετική ομιλία του Μ. Βασιλείου, ο αναγνώστης μπορεί να εντοπίσει πλήθος ομοιοτήτων με την σημερινή κατάσταση κρίσης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι σημερινές αιτίες των οικονομικών προβλημάτων δεν φαίνονται να είναι τόσο άμεσες με την ανομβρία και την έλλειψη αγαθών από την μη καρποφορία της γης»...

«Όταν o λέων βρυχηθή, ποιός δεν θα φοβηθή; Όταν Κύριος ο Θεός ομιλή, ποιός δεν θα προφητεύση;». Ας αρχίσωμεν τον λόγον μας με τα προφητικά λόγια και ας πάρωμεν συνεργόν εις την ανάγκην των προκειμένων, δηλαδή τώρα που εκθέτομεν και την σκέψιν και την γνώμην διά αυτά που είναι συμφέροντα, τον θεοφόρον Αμώς, ο οποίος εθεράπευσε συμφοράς, όμοιας με τα κακά που υπερβολικά ενοχλούν ημάς. Διότι και ο προφήτης αυτός, κατά την διαδρομήν των παλαιοτέρων χρόνων, όταν ο λαός είχεν εγκαταλείψει την πατρικήν ευσέβειαν και είχε καταπατήσει την ακρίβειαν των νόμων και είχε ξεγλυστρίσει εις την λατρείαν των ειδώλων, εκήρυξε την μετάνοιαν, με το να συμβουλεύη την επιστροφήν και με το να εξαγγέλλη την απειλήν των τιμωριών. Εγώ δε μακάρι να επωφεληθώ μέχρι ενός σημείου από τον ζήλον τής παλαιάς ιστορίας, όχι όμως και το να ιδώ επί πλέον να ακολουθή η έκβασις των τότε γεγονότων. Αφού δηλαδή ο λαός απείθησε και ωσάν άγριον και δυσυπότακτον πουλάρι εδάγκασε τα χαλινάρια, δεν ωδηγήθη προς το συμφέρον· αλλά αφού εξέφυγεν από τον ίσιον δρόμον, έτρεξε τόσον πολύ άτακτα και εξηγριώθη εναντίον τού καβαλλάρη μέχρι του σημείου να πέση εις τα βάραθρα και τους κρημνούς και να υποστή πανωλεθρίαν, άξιαν προς την ανυπακοήν του. Αυτό μακάρι να μη συμβή τώρα εις ημάς, παιδιά μου, «που σας εγέννησα διά του Ευαγγελίου» και σας εσπαργάνωσα δια της ευλογίας των χεριών μου. Αλλ’ ας υπάρχη αγαθή ακοή, ψυχή πρόθυμος, που να δέχεται απαλά τας συμβουλάς, να υποχωρή εις τον ομιλητήν, όπως το κηρί εις τον σφραγιστήν, διά να λάβω και εγώ με μίαν τέτοιαν επι­μέλειαν, γλυκύν καρπόν από τους κόπους και εσείς να επαινέ­σετε την συμβουλήν που γίνεται, όταν θα έχωμεν απαλλαγή από τας συμφοράς. Ποίον λοιπόν είναι αυτό που επισημαίνει μεν ο λόγος, αλλά κρατεί ακόμη εις αβεβαιότητα τας ψυχάς, με την ελπίδα να το ακούσουν, διότι βραδύνει να ανακοινώση το αναμενόμενον;

Βλέπομεν, αδελφοί, τον ουρανόν ερμητικά κλειστόν, γυμνόν και ανέφελον, να κάμνη μισητήν αυτήν την αιθρία και να προκαλή λύπην με την καθαρότητα, την οποίαν πάρα πολύ επεθυμούσαμεν προηγουμένως, όταν κάποτε, αφού εσκεπάσθη διά πολύν καιρόν με τα σύννεφα, μας έκαμε σκοτεινούς και ανήλιους. Και η γη αφού κατηξηράνθη εις το έπακρον εί­ναι δυσάρεστος εις το να την ιδή κανείς· είναι στείρα δε και άγο­νος διά την γεωργίαν· έχει κομματιασθή εις σχίσματα και δέχεται κατάβαθα την ακτίνα να την φωτίζη. Και αι πλούσιαι και α­στείρευτοι πηγαί μάς έλειψαν και τα νερά τών μεγάλων ποτα­μών εστείρευσαν, μικρότατα δε παιδιά τα διαβαίνουν πεζά και αι γυναίκες τα περνούν φορτωμέναι. Πολλούς από ημάς, μας έλειψεν ακόμη και το πόσιμον νερόν και κινδυνεύομεν διά τούτο να πεθάνωμεν. Ως νέοι Ισραηλίται, που αναζητούν νέον Μωυσήν και θαυματουργικόν ραβδί, διά να ικανοποιή­σουν, αφού και πάλιν κτυπηθούν αι πέτραι, την ανάγκην τού λαού που διψά· σύννεφα δε παράδοξα να καταβρέξουν εις τους ανθρώπους τροφήν ασυνήθη, όπως το μάννα. Ας προσέξωμεν να μη γίνωμεν εις τους μεταγενεστέρους θλιβερόν διή­γημα πείνης και τιμωρίας.

Αντίκρυσα τα χωράφια και έκλαψα πολύ διά την ακαρ­πίαν των, και εσκόρπισα τον θρήνον, επειδή εις ημάς δεν έπεσε βροχή. Αλλά μεν από τα σπέρματα έχουν ξηρανθή προτού φυτρώσουν, διότι παρέμειναν μέσα εις τους σβώλους, όπως τα εσκέπασε το αλέτρι. Αλλά, δε μόλις εφύτρωσαν ολίγον και εβλάστησαν, τα κατεμάρανεν αξιολύπητα ο καύσων, έτσι ώστε τώρα ευκαίρως να αντιστρέψη κάνεις τον ευαγγελικόν λόγον και να ειπή· οι μεν εργάται πολλοί, ο δε θερισμός ού­τε ολίγος. Και οι γεωργοί, καθήμενοι εις τα χωράφια και πιάνοντες τα γόνατά τους με τα χέρια των (διότι αυτός εί­ναι ο τρόπος αυτών που πενθούν), κλαίουν διά τους χαμέ­νους κόπους των. Αντικρύζουν τα μικρά παιδιά και οδύρον­ται, ατενίζουν τας γυναίκας και θρηνούν, χαϊδεύουν και ψηλαφίζουν τα ξηρά χορτάρια τών γεννημάτων και κραυγάζουν δυνατά, ωσάν οι πατέρες που έχουν χάσει τα παιδιά των επά­νω εις το άνθος τής ηλικίας των. Ας λεχθή λοιπόν και προς ημάς από τον ίδιον προφήτην, που ολίγον προηγουμένως εις το προοίμιον ανεφέραμεν «εγώ επίσης, λέγει, κατεκράτησα από σας την βροχήν τρεις μήνας προ του θερισμού και έβρεξα εις μίαν πόλιν και εις άλλην πόλιν δεν έβρεξα. Το ένα χωράφι εποτίσθη και το άλλο, εις το οποίον δεν έβρεξα, εξηράνθη. Και συνηθροίζοντο δύο ή τρεις πόλεις εις μίαν διά να πίουν νερόν, χωρίς να ημπορούν να κατασβέσουν την δίψαν των· και αυτά διότι σεις δεν επιστρέψατε εις εμέ, λέγει, ο Κύριος». Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μάς δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν. Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πατέρες και αυτοί που φροντίζουν διά τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον τών νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κακοποιήσουν, αλλά διά να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν. Κυττάτε λοιπόν πως η πληθώρα των ιδικών μας αμαρτημάτων έβγαλε και τας εποχάς από την ιδίαν των την φύσιν και ήλλαξε τα είδη τών καιρών εις αλλόκοτα ανακατώματα. Ο χειμών δεν είχε την συνήθη υγρασίαν μαζί με την ξηρασίαν, αλλά όλην την υγρασίαν την έκαμε παγωνιάν και την απεξήρανε και επέρασε χωρίς χιόνια και βροχάς. Η άνοιξις πάλιν έδειξε μεν το ένα μέρος από τα χαρακτηριστικά της, εννοώ την θερμότητα, δεν είχεν όμως την βροχεράν περίοδον. Ζέστη δε και παγωνιά παραδόξως υπερέβησαν τα φυσικά όρια και αδίκως συνεφώνησαν εις το να μας βλάψουν και εξαποστέλλουν από τον βίον και την ζωήν τούς ανθρώπους. Ποία λοιπόν είναι η αιτία τής αταξίας και της συγχύσεως; Από πού προέρχεται αυτός ο νεωτερισμός των καιρών; Ως άνθρωποι μυαλωμένοι ας ερευνήσωμεν ως λογικοί ας συλλογισθούμεν. Μήπως ο κυβερνήτης τού σύμπαντος δεν υπάρχει; Μήπως ο αριστοτέχνης Θεός εξέχασε την πρόνοιάν του; Μήπως έχασε την εξου­σίαν και την δύναμιν; Ή κατέχει μεν την ίδιαν δύναμιν και δεν απώλεσε την εξουσίαν, παρεφέρθη δε εις σκληρότητα και μετέβαλεν εις μισανθρωπίαν την υπερβολικήν αγαθότητα και την κηδεμονίαν του προς ημάς; Σώφρων άνθρωπος δεν θα ημπορούσε να το ειπή.Αλλ’ είναι ολοφάνερα τα αίτια λόγω των οποίων δεν κυβερνώμεθα. Ενώ ημείς λαμβάνομεν, δεν δίδομεν εις άλλους. Ενώ επαινούμεν την ευεργεσίαν, την αποστερούμεν από εκείνους που την χρειάζονται. Ενώ είμεθα δού­λοι και ελευθερωνόμεθα, δεν ευσπλαγχνιζόμεθα τους συνδούλους μας. Ενώ πεινώμεν και τρεφόμεθα, περιφρονούμεν τον ενδεή. Ενώ έχομεν Θεόν, ανενδεή χορηγόν και ταμίαν, έχομεν γίνει σφιχτοχέρηδες και αμέτοχοι εις τας ανάγκας τών πτωχών. Τα πρόβατά μας είναι γόνιμα και όμως οι γυμνοί είναι περισ­σότεροι από τα πρόβατα. Αι αποθήκαι από το πλήθος των αποθηκευμένων αγαθών στενοχωρούνται και ημείς δεν ελεούμεν αυτόν που στενάζει. Διά τούτο η δικαία κρίσις μάς απειλεί. Διά τούτο και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι του, διότι ημείς απεκλείσαμεν την φιλαδελφίαν. Διά τούτο τα χωράφια είναι ξηρά, διότι η αγάπη επάγωσεν.

Η φωνή αυτών που κάμνουν λιτανείαν εις τα χαμένα βοά και διασκορπίζεται εις τον αέρα. Διότι ούτε ημείς ηκούσαμεν αυτούς που εζητούσαν από ημάς. Οποία δε η προσευχή μας και η δέησις; Οι άνδρες, πλην ολίγων, ασχολείσθε με το εμπόριον και αι γυναίκες τούς υπηρετείτε εις την εργασίαν του μαμωνά.Ολίγοι είναι μαζί μου και με την προσευχήν, και αυτοί αισθάνονται ζάλην, χασμωριούνται, συνεχώς γυ­ρίζουν και παρακολουθούν πότε θα τελειώση ο ψάλτης τους στίχους, πότε θα απολυθούν από την εκκλησίαν, ωσάν από φυλακήν και από την ανάγκην τής προσευχής. Και μάλιστα τα παιδιά, οι μικροί αυτοί που άφησαν τα βιβλία των εις τα σχολεία και συμπροσεύχονται μαζί μας, περιτριγυρίζουν το πράγμα μάλλον ωσάν ευκολίαν και διασκέδασιν και μεταβάλλουν την λύπην μας εις εορτήν, διότι απαλλάσσονται δι’ ολίγον από την φορτικότητα του διδασκάλου και την φρον­τίδα τών μαθημάτων. Το πλήθος όμως των ώριμων ανδρών και ο λαός που είναι περιπεπλεγμένος εις τας αμαρτίας, αχαλίνωτος και ελεύθερος και χαρούμενος βολτάρει εις την πόλιν. Αυτός περιφέρει την αιτίαν τών κακών εις τας ψυχάς, αυτός υπεκίνησε και απειργάσθη την συμφοράν. Βρέφη δε που δεν νοιώθουν και είναι ακατηγόρητα σπεύδουν και συνωθούνται προς την εξομολόγησιν, χωρίς να έχουν ούτε την αιτίαν αυτών που προξενούν την λύπην ούτε την γνώσιν ή την δύναμιν της συνήθειας να προσευχηθούν. Εσύ, παρακαλώ, προχώρησε εις το μέσον, εσύ που είσαι ανακατωμένος με τας αμαρτίας. Εσύ γονάτισε και κλάψε και στέναξε. Αφησε το βρέφος να κάμνη αυτά που αρμόζουν εις την ηλικίαν. Διατί, ενώ κατηγορείσαι, κρύβεσαι και οδηγείς εις εξομολόγησιν το ανεύθυνον; Μή­πως δηλαδή ξεγελιέται ο κριτής, ώστε να αντικαταστήσης κρυφά τον εαυτόν σου με άλλο πρόσωπον; Έπρεπε βέβαια και εκείνο να παρίσταται εξάπαντος μαζί σου, όχι μόνον. Βλέπεις πως και οι Νινευίται, όταν με την μετάνοιαν παρακαλούσαν τον Θεόν και επενθούσαν διά τα αμαρτήματά των, αυτά που μετά την θάλασσαν και το κήτος ανεβόησεν ο Ιωνάς, δεν ωδήγησαν μόνον τα βρέφη εις την μετάνοιαν αλλά και τους μεγάλους. Οι ίδιοι δεν εζούσαν την ζωήν των με τρυφήν και ευωχίας, αλλ’ η νηστεία καθυπέταξε πρώτα τους πατέρας, αυτούς που είχαν αμαρτήσει. Και η τιμωρία εβασάνιζε τους πατέρας και κατά ένα λόγον παραπάνω εξ ανάγκης εθρηνούσαν και τα βρέφη, διά να κυριαρχήση εις κάθε ηλικίαν η σκυθρωπότης, και εις αυτήν που νοιώθει την αμαρτίαν και εις αυτήν που δεν την νοιώθει, και εις την μεν μίαν προαιρετικώς εις δε την άλλην κατ' ανάγκην. Και έτσι αφού ο Θεός τους είδε να ταπεινώνωνται, διότι κατεδίκασαν τους εαυτούς των εις πάνδημον κακουχίαν, εξαιρετικά υπερβολικήν, και ευσπλαγχνίσθη διά την συμφοράν και την τιμω­ρίαν επήρεν οπίσω και την χαράν εχάρισεν εις αυτούς που με συναίσθησιν επένθησαν. Ω πόσον φροντισμένη μετάνοια! Ω πόσον σοφή και συμπυκνωμένη θλίψις! Ούτε τα ζώα τα άφη­σαν έξω από την τιμωρίαν, αλλά και δι’ αυτά επενόησαν, ώστε κατ' ανάγκην να φωνάζουν. Πράγματι το μοσχάρι το εχώρισαν από την αγελάδα και το αρνί το απεμάκρυναν από το μητρικόν μαστάρι και το βρέφος που εβύζανε δεν εκρατείτο εις τας αγκάλας τής μητρός του. Εις ξεχωριστάς μάνδρας ήταν αι μητέρες και εις ξαχωριστάς τα τέκνα. Φωναί δε θλιβεραί από όλα που αντιβοούσαν και αντηχούσαν η μία προς την άλλην. Τα τέκνα που επεινούσαν, εζητούσαν τας πηγάς τού γάλακτος και αι μητέρες, που εσπάρασαν από το φυσικόν πάθος, με συμπαθείς φωνάς εκαλούσαν τα τέκνα τους. Τα βρέφη που καθ’ όμοιον τρόπον επεινούσαν, εξεσπούσαν εις δυνατόν κλάμα και εσπαρταρούσαν και αι μητέρες εκεντρίζοντο εις τα σπλάγχνα από τους πόνους τής συγγένειας. Και διά τούτο ο θεόπνευστος λόγος διετήρησε γραπτώς την μετάνοιαν εκείνων διά να γίνη κοινή διδασκαλία τής ζωής. Ο γέρων εθρηνούσε δι’ εκείνα· εμαδούσε τα λευκά μαλλιά του και τα ξερίζωνεν. Ο νέος και ο ώριμος δυνατώτερα έκλαιγαν. Ο πτωχός εστέναζε και ο πλού­σιος, λησμονών την καλοπέρασιν, εζούσε την κακουχίαν ως καλήν. Ο βασιλεύς αυτών είχε μεταβάλει την λαμπρότητα και την δόξαν εις εντροπήν. Έβγαλε το στέμμα και εσκόνισε την κεφαλήν του. Έβγαλε το βασιλικόν ένδυμα και εφόρεσε τον σάκκον τού πένθους. Αφησε τον υψηλόν και μετάρσιον θρόνον και θλιμμένος εκυλίετο εις την γην. Αφησε την αξιοπρέπειαν που προσιδιάζει εις το βασιλικόν αξίωμα και εθρηνούσε μαζί με τον λαόν. Έγινεν ένας από τους πολλούς και αυτός, όταν είδε τον κοινόν Δεσπότην των όλων να οργίζεται.

Αυτό είναι το φρόνημα των ευαισθήτων δούλων. Τέ­τοια είναι η μετάνοια αυτών που ενέχονται εις αμαρτίας. Η­μείς διαπράττομεν προθύμως μεν την αμαρτίαν, αλλά με ολιγω­ρίαν και οκνηρίαν αναλαμβάνομεν την μετάνοιαν. Ποιός προσευχόμενος χύνει δάκρυα, διά να λάβη βροχήν και σταγόνας εις τον κατάλληλον καιρόν; Ποιός, που καθαρίζει αμαρτίας, έ­βρεξε το κρεββάτι του με δάκρυα κατά το παράδειγμα του Δαβίδ; Ποιός έπλυνε τα πόδια τών ξένων και εκαθάρισε την σκόνην από την οδοιπορίαν, διά να εξευμενίση τον Θεόν κατά τον καιρόν που ζητά την λύσιν τής ξηρασίας; Ποιός έθρεψε το ορφανόν από πατέρα παιδί, διά να θρέψη τώρα ο Θεός τα σιτηρά προς χάριν μας, που σαν ορφανά πλήττονται από την κακήν σύγκρασιν των ανέμων; Ποιός περιέθαλψε χήραν που βασανίζεται από τας δυσκολίας τής ζωής, διά να του αποδοθή τώρα η αναγκαία τροφή; Ξέσχισε το άδικον γραμμάτιον, διά να λυθή έτσι η αμαρτία. Εξαφάνισε την ομολογίαν τών βαρυτάτων τόκων διά να γεννήση η γη τα συνηθισμέ­να προϊόντα. Διότι όταν ο χαλκός και ο χρυσός και τα άγο­να παρά φύσιν γεννούν, τότε γίνεται στείρα αυτή που εκ φύσεως γεννά και καταδικάζεται εις ακαρπίαν προς τιμωρίαν τών κατοίκων της. Ας αποδείξουν λοιπόν αυτοί που τιμούν την πλεονεξίαν, αυτοί που συνάγουν υπερβολικά τον πλού­τον, ποία είναι η δύναμις των αποθηκευθέντων, η ποιόν το όφελος, αν ο Θεός που έχει οργισθή επιτείνει περισσότερον την τιμωρίαν. Ίσως αυτοί γίνουν πιο κίτρινοι από τον χρυσόν που επισωρεύουν, εάν δεν αποκτήσουν το ψωμί, που μέχρι χθες και προχθές επεριφρονείτο, λόγω της ευκόλου προμηθειάς του. Ας υποθέσωμεν ότι δεν υπάρχει ο πωλητής, ούτε υπάρχει σιτάρι εις τας αποθήκας· ποία είναι τότε η χρησιμότης τών βαρυτάτων πορτοφολίων; Πες μου; Δεν θα ενταφιασθής μαζί μ’ αυτά; Δεν είναι χώμα ο χρυσός; Δεν θα κήται ως άχρηστος πηλός δίπλα εις το χωμάτινον σώμα; Όλα τα απέκτησες και όμως δεν κατέχεις ένα αναγκαίον πράγμα· την δύναμιν να τρέφης τον εαυτόν σου. Ένα σύννεφον εδημιούργησεν ολό­κληρον τον πλούτον. Επινόησε τον πόρον ολίγων σταγονι­δίων, εξανάγκασε την γην να καρποφορήση. Εξαφάνισε την συμφοράν με τον υπερήφανον και κρυμμένον πλούτον. Πιθανόν να παρακαλέσης κάποιον από τους ευλαβείς, διά να σου χαρίση με τας προσευχάς του, όπως ο Θεσβίτης Ηλίας, την απαλλαγήν από τα δεινά, δηλαδή άνθρωπον ακτήμονα, ωχρόν, ξυπόλυτον, άστεγον, ανέστιον, άπορον, που φορεί ένα χιτώνα, όπως ο Ηλίας την μηλωτήν, και που έχει σύντροφον την προσ­ευχήν και τρέφεται με την εγκράτειαν. Και αν επιτύχης με την παράκλησίν σου την βοήθειάν του, δεν θα περιφρονήσης πολύ τα κτήματα που έχουν πολλάς φροντίδας; Δεν θα περιφρονήσης τον χρυσόν; Δεν θα διασκορπίσης, ωσάν κοπριάν, τον άργυρον, που, ενώ προηγουμένως τον αποκαλούσες παντοδύναμον και πολύ αγαπητόν, τώρα τον εγνώρισες οκνηρόν βοηθόν εις την ανάγκην; Διά σε έκρινεν αξίαν και την συμφοράν αυτήν. Διότι ενώ είχες δεν έδιδες, διότι παρέβλεπες τους πεινώντας, διότι δεν εγύριζες να κυττάξης αυτούς που ωδύροντο, διότι δεν έδιδες, ενώ σε επροσκυνούσαν. Τα κακά και εξ αιτίας των ολίγων ξεσπούν εις τον λαόν και ο λαός συνήθως τιμωρείται διά την μοχθηρίαν κάποιου. Ο Αχαρ διέπραξε ιεροσυλίαν, αλλ’ ολόκληρον το στρατόπεδον ετιμωρείτο. Ο Ζαμβρί επίσης επόρνευσεν εις τας γυναίκας τών Μαδιανιτών, αλλ’ ο Ισραήλ ετιμωρείτο.

Όλοι λοιπόν και ατομικώς και δημοσίως να εξετάσωμεν τον τρόπον τής ζωής μας. Να θεωρήσωμεν την ξηρασίαν ω­σάν παιδαγωγόν, που υπενθυμίζει εις τον καθένα μας την ιδίαν αμαρτίαν. Να ειπωμεν και μάλιστα με συναίσθησιν τον λόγον τού γενναίου Ιώβ· «το χέρι τού Θεού είναι που με ήγγισε». Και μάλιστα μεν να καταλογίσωμεν την συμφοράν μας πρωταρχικώς εις τα αμαρτήματα. Εάν δε πρέπη να προσθέσωμεν και κάτι άλλο, ενίοτε αι κακοτυχίαι αυταί συμβαί­νουν εις τους ανθρώπους και ως δοκιμασίαι εις τας ψυχάς, διά να αποδειχθούν οι δόκιμοι, είτε πτωχοί είτε πλούσιοι είναι αυ­τοί, επάνω εις τας δυσκολίας. Διότι και οι μεν και οι δε δοκι­μάζονται ακριβώς διά της υπομονής. Και προ παντός κατά την περίοδον αυτήν αποδεικνύεται, εάν ο μεν είναι κοινωνικός και φιλάδελφος, εάν ο δε ευγνώμων και όχι αντιθέτως βλάσφη­μος, που αλλάσσει την διάθεσιν ταχέως μαζί με τας συμφοράς τής ζωής. Εγώ γνωρίζω πολλούς (και αυτό δεν το έμαθα εξ ακοής, αλλά εκ πείρας εγνώρισα τους ανθρώπους), οι οποίοι μέχρις ότου μεν ο βίος δι’ αυτούς προχωρεί ευνοϊκά, κατά την παροιμίαν, αναγνωρίζουν εμμέσως λοιπόν, αν και όχι τελείως, την χάριν εις τον ευεργέτην. Εάν δε κάποτε τα πράγματα τραπούν προς την αντίθετον κατάστασιν και γίνη ο μεν πλού­σιος πτωχός, η υγεία τού σώματος ασθένεια, η δόξα και η περιφάνεια εντροπή και ατίμωσις, γίνονται αχάριστοι, ξεστο­μίζουν βλασφημίας, τεμπελιάζουν εις την προσευχήν.Δυσανα­σχετούν εναντίον τού Θεού, ως να είναι χρεώστης που καθυστερεί την οφειλήν και δεν συμπεριφέρονται ως προς Κύριον που αγανακτεί. Αλλά διώξε από τους λογισμούς την σκέψιν αυτήν. Όταν δε ιδής τον Θεόν να μη χαρίζη τα απαραίτητα, έτσι να συλλογίζεσαι μέσα σου· μήπως ο Θεός αδυνατεί να χορηγήση την τροφήν; Και πώς είναι δυνατόν; Αυτός που είναι Κύριος του ουρανού και ολοκλήρου της δημιουργίας, σοφός ρυθμιστής τών εποχών και των καιρών, κυβερνήτης των όλων, που ώρισεν ωσάν κάποιον εύτακτον χορόν, τας εποχάς και τας τροπάς τού ηλίου να διαδέχωνται η μία την άλλην, διά να επαρκούν με την ποικιλίαν των εις τας διαφόρους ανάγκας μας· και άλλοτε μεν να πίπτη βροχή εις τον κατάλληλον καιρόν, άλλοτε δε πάλιν η ζέστη και το κρύον να εναλλάσσωνται κατά την διάρκειαν του έτους, και να μη λείπη η ξηρα­σία. Ο Θεός λοιπόν είναι δυνατός. Αφού δε έχει και την δύναμιν και τούτο γίνεται παραδεκτόν, μήπως άραγε λείπει η αγαθότης; Και αυτός ο λόγος είναι ανύπαρκτος. Διότι ποία ανάγκη θα έπειθεν αυτόν που δεν είναι αγαθός να δημιουργήση κατ’ αρχήν τον άνθρωπον; Ποιός δε θα εξηνάγκαζε τον κτίστην να πάρη χώμα και μάλιστα χωρίς να το θέλη, και από την λά­σπην να μορφοποιήση τέτοιο κάλλος; Ποιός είναι αυτός που κατ’ ανάγκην έπεισε να δωρήση τον λόγον εις τον άνθρωπον σύμφωνα προς την ιδικήν του εικόνα, διά να δεχθή, αφού απ’ εκεί ξεκινήση, την μάθησιν των τεχνών, και διά να μάθη να φιλοσοφή διά τα ουράνια, τα οποία δεν εγγίζει με τας αισθή­σεις; Και εάν έτσι συλλογίζεσαι, θα εύρης να συνυπάρχη εις τον Θεόν η αγαθότης και μέχρι ακόμη και τώρα να μη απουσιάζη. Διότι τί θα ημπόδιζε, πες μου, να μη είναι ξηρασία αυτό που βλέπομεν, αλλά τελεία πυρπόλησις; Και ο ήλιος να παρεξέκλινεν ολίγον από την κανονικήν πορείαν και να επλησίαζε τα περίγεια σώματα και αυτομάτως να κατέκαιε κάθε τι που βλέπομεν; Ή να βρέξη φωτιάν από τον ουρανόν, καθ’ όμοιον τρόπον, που ετιμώρησεν ήδη τους αμαρτωλούς; Αυτοκυριαρχήσου και έλα εις τα σύγκαλά σου, άνθρωπε· μη κάμης αυτά που κάμνουν τα ανόητα παιδιά που, επειδή τα εμάλωσεν ο διδάσκαλος, ξεσχίζουν τα βιβλία τους· ξεσχίζουν δε το ένδυ­μα του πατρός των, που διά την ωφέλειάν των αναβάλλει την τροφήν, ή με τα νύχια τους καταγρατζουνίζουν το πρόσωπον της μητέρας. Διότι τον μεν κυβερνήτην δοκιμάζει και σκληρα­γωγεί η τρικυμία, τον αθλητήν το στάδιον, τον στρατηγόν το στρατόπεδον, τον γενναιόκαρδον η συμφορά, τον δε Χρι­στιανόν η δοκιμασία. Και αι λύπαι δοκιμάζουν την ψυχήν, όπως η φωτιά δοκιμάζει τον χρυσόν. Είσαι πτωχός; Μη καταλαμβάνεσαι από αθυμίαν. Διότι η υπερβολική κατήφεια γίνεται αιτία τής αμαρτίας. Η μεν λύπη καταβαραθρώνει την διάνοιαν και η αμηχανία εμβάλλει ζάλην, η δε έλλειψις των λογισμών γεννά την αχαριστίαν. Αλλά να ελπίζης εις τον Θεόν. Μήπως δηλαδή δεν παρατηρή την στενοχώριαν; Κρατά την τροφήν εις τα χέρια του και καθυστερεί την χορήγησιν, διά να δοκιμάση την σταθερότητά σου, διά να πληροφορηθή την διάθεσίν σου, εάν δεν είναι ομοία με αυτήν των ακολάστων και των αχαρίστων. Διότι και αυτοί, μέχρις ότου μεν συμβαίνει να έχουν την τροφήν εις το στόμα τους, ευφημούν, κολακεύουν, υπερθαυμάζουν, όταν δε επ’ ολίγον αναβληθή το τραπέζι, ωσάν λίθους αφήνουν τας βλασφημίας προς αυτούς που πριν ολίγου λόγω της τέρψεως επροσκυνούσαν ωσάν θεόν. Διάβα­σε την Παλαιάν Διαθήκην και την Καινήν και θα εύρης εκεί, εις την κάθε μίαν, πολλούς να έχουν τραφή κατά διάφορον τρόπον. Ο Κάρμηλος, βουνόν υψηλόν και ακατοίκητον, έρημον αυτό, εφιλοξενούσεν έρημον τον Ηλίαν. Διά τον δίκαιον η ψυχή του ήταν η όλη περιουσία και εφόδιον της ζωής η ελπίδα προς τον Θεόν. Με το να ζη έτσι, δεν απέθανεν από την πείναν, αλλά τα αρπακτικώτατα και τα πλέον λαίμαργα από τα όρνεα, αυτά έφεραν τα τρόφιμα και υπηρετούσαν τον δίκαιον εις την τροφήν. Αυ­τά που από την φύσιν των αρπάζουν τας ξένας τροφάς, με το πρόσταγμα του Δεσπότου ήλλαξαν την φύσιν και έγιναν πιστοί φύλακες των άρτων και των κρεάτων. Εμάθαμεν δε λοι­πόν από την ιεράν ιστορίαν ότι τα κοράκια έφεραν τας τροφάς εις τον άνδρα. Επίσης και ο λάκκος τής Βαβυλώνος εκρατούσε τον νεαρόν Ισραηλίτην αιχμάλωτον μεν κατά την συμφοράν, ελεύθερον όμως εις την ψυχήν και το φρόνημα. Μήπως όμως έπαθε κάποιο κακόν από τα λεοντάρια; Όχι! Τα λεοντάρια μεν, παρά την φύσιν των, ενήστευαν, ο δε τροφεύς αυτού Αββακούμ ήρχετο διά μέσου του αέρος· ο άγγελος εκόμιζε μαζί με τα τρόφιμα και τον άνθρωπον. Και διά να μη δεινοπαθήση από την πείναν ο δίκαιος, ο προφήτης εις ελάχιστον χρόνον επέταξεν επάνω από τόσην ξηράν και θάλασσαν, όση εκτείνεται από την Ιουδαίαν μέχρι της Βαβυλώνος.

Επίσης τί έκαμνεν ο λαός τής ερήμου, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μωυσής; Πώς οικονόμησε την ζωήν του επί σαράντα ολόκληρα χρόνια; Δεν υπήρχεν εκεί άνδρας που να σπέρνη, ούτε βόδι που να σύρη το αλέτρι, ούτε αλώνι, ούτε πατητήρι, ούτε αποθήκη, και όμως είχαν την τροφήν χωρίς σποράν και όργωμα, και ο βράχος εχορηγούσε τας πηγάς, που πρώτα δεν υπήρχαν, αλλ’ εξετινάχθησαν εις την ανάγκην. Παραλείπω να απαριθμήσω τα επί μέρους τής προνοίας τού Θεού, που πολλάς φοράς κατά τρόπον πατρικόν ενεφάνισεν εις τους ανθρώπους. Εσύ δε να υπομείνης ολίγον την συμφοράν, ό­πως ο γενναίος Ιώβ, και να μη λυγίσης από την τρικυμίαν, μή­τε να αποβάλης τα εμπορεύματα της αρετής. Σαν πολύτιμον διαθήκην να διαφυλάξης εις την ψυχήν σου την ευχαριστίαν και θα λάβης και εσύ διά την ευγνωμοσύνην διπλάσιαν απόλαυσιν. Να ενθυμήσαι τον αποστολικόν λόγον «δι’ όλα να ευχαριστήτε». Είσαι πτωχός; έχεις εξάπαντος άλλον πτωχότερον από εσέ. Έχεις διά δέκα ημέρας τρόφιμα εσύ; εκείνος έχει διά μίαν. Σαν καλός και ευγνώμων να εξισώσης το περίσσευμά σου με τον ενδεή. Μη διστάσης να δώσης από το ολίγον. Μη προτιμήσης το συμφέρον σου εμπρός εις την κοινήν συμφοράν. Και αν ο άρτος σου περισσεύη κατά ένα ψωμί και σου κτυπήση την πόρταν ο ζητιάνος, πάρε από την αποθήκην το ένα ψωμί και αφού το βάλης εις τα χέρια του ύψωσε το βλέμ­μα σου εις τον ουρανόν και ειπέ λόγον θλιβερόν μαζί και ευγνώμονα· ένα ψωμί, όπως βλέπεις, Κύριε, και ο κίνδυνος είναι ολοφάνερος. Αλλ’ εγώ θέτω την εντολήν σου επάνω από εμέ και από το ολίγον δίδω εις τον αδελφόν μου που λιμοκτονεί. Δώσε λοιπόν και συ εις τον δούλον σου, που κινδυνεύει. Γνω­ρίζω καλά την αγαθότητά σου και ελπίζω εις την δύναμίν σου. Δεν αναβάλλεις επί πολύ τας δωρεάς, αλλά τας σκορπάς, όταν θέλης. Και αν έτσι ομιλήσης και ενεργήσης, τον άρτον που δί­δεις εις καιρόν δυσκολίας, γίνεται σπόρος γεωργικός, αποφέρει πλούσιον τον καρπόν, είναι προκαταβολή τής τροφής, γίνεται πρόξενος ελέους. Πες και συ εις παρομοίας περιστάσεις τον λό­γον τής χήρας τής Σιδωνίας. Θυμήσου επικαίρως την ιστορίαν. «Ζη Κύριος, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνον μία χούφταν αλεύρου διά την διατροφήν εμού και των παιδιών μου». Και εάν δώσης από το υστέρημα, θα έχης και συ το λαδοδοχείον κατάμεστον από δωρεάν και την αλευραποθήκην ακένωτον. Διότι διά τους πιστούς φιλοτίμως η χάρις τού Θεού με το να εισάγη το διπλάσιον μιμείται τα πηγάδια, τα οποία πάν­τοτε αδειάζουν αλλά δεν εξαντλούνται. Δάνεισε συ ο άπορος, εις τον πλούσιον Θεόν. Δώσε εμπιστοσύνην εις αυτόν που πάντοτε θεωρεί προσωπικά τον εαυτόν του υπόχρεον, δι’ αυτά που δίδεις εις αυτόν που θλίβεται και ανταποδίδει την ευεργεσίαν από τα ιδικά του αγαθά. Είναι αξιόπιστος εγγυητής, διότι έχει απλωμένους τους θησαυρούς του εις όλα τα μέρη τής γης και της θαλάσσης.Και εάν, ενώ πλέεις, απαιτήσης το δά­νειον, θα λάβης το κεφάλαιον μαζί με τους τόκους εις το μέσον τού πελάγους. Διότι φιλοδοξεί να δίδη περισσότερα.

Η πείνα είναι η αρρώστια αυτού, ο οποίος πεινά. Αυτή είναι φοβερά ασθένεια.Η πείνα είναι η πιο μεγάλη από τας συμφοράς των ανθρώπων και ο φοβερώτερος θάνατος από όλους τους θανάτους. Διότι εις τους άλλους κινδύνους ή η κό­ψη τού ξίφους ταχέως επιφέρει τον θάνατον ή η ορμή τής φω­τιάς αποτόμως σβήνει την ζωήν ή τα θηρία με τα δόντια αφού κατασπαράξουν τα ζωτικώτερα από τα μέλη, δεν επιτρέπουν την τιμωρίαν με την διάρκειαν της οδύνης. Η πείνα όμως επιβραδύνει το κακόν. Παρατείνει τον πόνον με το να ενεδρεύη και να λουφάζη η αρρώστια και με το να κάμνη ώστε πάντοτε ο θάνατος να είναι παρών και πάντοτε να βραδύνη. Διότι δαπανά το υγρόν που υπάρχει εις τον οργανισμόν, καταστέλλει την θερμότητα, περιορίζει το βάρος, μαραζώνει ολίγον κατ’ ολί­γον την δύναμιν. Η σάρκα κολλά ωσάν αράχνη εις τα κόκκαλα. Το χρώμα δεν είναι ανθηρόν. Διότι το κόκκινον υποχωρεί με την φθοράν τού αίματος και η λευκότης δεν υπάρχει, αφού η επιδερμίδα μελανιάζει από την ισχνότητα. Μαυροκιτρινίζει το σώμα, διότι από την νόσον ανακατώνεται οικτρώς η ωχρότης με το μαύρον. Τα γόνατα δεν αντέχουν, αλλά λυγίζουν από την ανάγκην. Η φωνή είναι λεπτή και αδύνατη. Τα μάτια ασθενικά εις τας κόγχας, παραμένουν ανώφελα εις τας κόγχας των, όπως εκείνοι από τους καρπούς που αποξηραίνονται εις τα κελύφη των. Η κοιλία αδειανή και ζαρωμένη, άμορφος, χωρίς βάρος, δεν έχει τον φυσικόν τόνον των σπλάγχνων και είναι κολλημένη εις τα κόκκαλα του οπισθίου μέρους. Αυτός λοιπόν που περιφρονεί ένα τέτοιο σώμα πόσας κολάσεις αξίζει; Ποίαν δε υπερβολήν σκληρότητος δεν θα ξεπεράση; Πώς δεν αξίζει να συγκαταριθμηθή εις τα ανήμερα από τα θηρία και να θεωρήται μολυσμένος και ανθρωποκτόνος; Διότι αυτός, που εις το χέρι του είναι να θεραπεύση το κακόν και που με την θέλησίν του αναβάλλει εξ αιτίας τής πλεονεξίας, ευλόγως θα ημπορούσε να καταδικάζεται εξ ίσου με αυτούς που ιδιοχείρως διαπράττουν τον φόνον. Το κακόν τής πείνης εξηνάγκασε πολλάς φοράς πολλούς να παραβιάσουν και τους φυσικούς νόμους. Να φάγη δηλαδή άνθρωπος τα σώματα των συγγενών, η μητέρα δε το παιδί της που από την κοιλίαν της εγέννησε να το δεχθή αδίκως και πάλιν εις την κοιλίαν της. Και τοο δράμα αυτό το δι­εκτραγώδησε η ιουδαϊκή ιστορία, που συνέταξεν ο σπουδαίος κατά την γνώμην μου Ιώσηπος, τότε που τα φοβερά πάθη κατέλαβαν τους κατοίκους τής Ιερουσαλήμ, που επλήρωναν έτσι τας δικαίας τιμωρίας διά την ασέβειάν των εις τον Θεόν. Βλέ­πεις ότι και ο ίδιος ο ιδικός μας Θεός τα μεν άλλα από τα πα­θήματα παραβλέπει, τους πεινώντας όμως με συμπάθειαν ευσπλαγχνίζεται. «Σπλαγχνίζομαι, λέγει, τον λαόν». Διά τού­το και εις την τελικήν κρίσιν, εκεί όπου προσκαλεί τους δικαίους ο Κύριος, την πρώτην θέσιν κατέχει αυτός που δίδει. Αυτός που τρέφει είναι πρώτος εις τους τιμωμένους. Αυτός που εχορήγησε τον άρτον προσκαλείται πρώτα απ’ όλους. Ο αγαθός και μεταδοτικός μεταβαίνει εις την ζωήν πρώτος από τους άλλους δικαίους. Αυτός που δεν κοινωνεί εις τας ανάγκας του πλησίον και ο τσιγκούνης παραδίδεται εις την φωτιάν πρώτος από όλους τους αμαρτωλούς. Ο καιρός σε καλεί εις την μητέρα τών εντολών. Και να φροντίσης πάρα πολύ διά να μη χάσης τον καιρόν τής πανηγύρεως και των εμπορικών συναλλαγών. Διότι ο χρόνος τρέχει και δεν περιμένει αυτόν που αργοπορεί. Αι ημέραι φεύγουν και προσπερνούν τον οκνηρόν. Και όπως δεν ημπορεί κανείς να σταματήση το ρεύ­μα του ποταμού, εκτός εάν κάποιος χρησιμοποιήση όπως πρέ­πει το νερόν, αφού το ανακόψη, κατά την πρώτην συνάντησιν και ορμήν, έτσι ούτε τον χρόνον, που τρέχει σύμφω­να με την αναγκαστικήν πορείαν, ημπορεί να συγκρατήση, ούτε αφού περάση να τον ανακαλέση εις τα οπίσω, εκτός εάν κάποιος τον προλάβη, όταν έρχεται. Και διά τούτο κράτησε την εντολήν ωσάν να φεύγη και εφάρμοσέ την και αφού την συλλάβης από παντού άρπαξέ την εις τας αγκάλας σου. Δώσε ολίγα και απόκτησε πολλά. Εξαφάνισε την πρωταρχικήν αμαρτίαν διά της μεταδόσεως της τροφής. Διότι, όπως ο Αδάμ που παρανόμως έφαγε, μετέδωσε την αμαρτίαν, έτσι ημείς εξαλείφομεν την πονηράν βρώσιν, εάν θεραπεύσωμεν την ανάγ­κην και την πείναν τού αδελφού.

Λαοί, ακούστε! Χριστιανοί, ακούστε προσεκτικά! Αυ­τά λέγει ο Κύριος. Δεν ομιλεί εις τον λαόν με την φωνήν του, αλλά με τα στόματα των δούλων του, ωσάν με όργανά του, σαλπίζει. Ας μη φανούμεν ημείς οι λογικοί σκληρότεροι από τα άλογα ζώα. Διότι εκείνα από κοινού χρησιμοποιούν αυτά που βλαστάνει εκ φύσεως η γη. Και τα κοπάδια τών προβάτων βοσκούν εις ένα και το ίδιον βουνόν. Πάμπολλα άλογα μίαν και την ιδίαν πεδιάδα καταλαμβάνουν ως βοσκότοπον. Και όλα τα είδη τών ζώων έτσι μεταξύ των το ένα προς το άλλο παραχωρούν την αναγκαίαν απόλαυσιν των τροφών. Ημείς όμως οικειοποιούμεθα τα κοινά και κατέχομεν μόνοι αυτά που ανήκουν εις τους πολλούς. Ας εντρεπώμεθα τα φιλάνθρωπα διηγήματα των ειδωλολατρών. Εις μερικούς εξ αυτών νόμος φιλάνθρωπος απειργάζετο μίαν τράπεζαν και κοινά τρόφιμα, και σχεδόν μίαν οικογένειαν τον πολυάνθρωπον λαόν. Ας αφήσωμεν τους εθνικούς και ας έλθωμεν εις το παράδειγμα των τριών χιλιάδων. Ας ζηλέψωμεν την πρώτην εκκλησίαν τών Χριστιανών, όπου τα πάντα ήταν κοινά εις αυτούς, δηλαδή η ζωή, η ψυχή, η συμφωνία, η κοινή τράπεζα, η αδιαίρετος αδελφότης, η ανυπόκριτος αγάπη, που ήνωνεν εις ενα τα πολλά σώματα, και συνήρμοζε τας διαφόρους ψυχάς εις μίαν ομόνοιαν. Από την Παλαιάν και την Νέαν Διαθήκην έχεις πολλά παραδεί­γματα φιλαδελφίας. Εάν αντικρύσης γέροντα που πεινά να τον καλέσης και να τον θρέψης, όπως ο Ιωσήφ τον Ιακώβ. Εάν εύρης εχθρόν που ευρίσκεται εις δυσκολίαν μη προσθέσης εις την οργήν που σε κατέχει την εκδίκησιν, αλλά να τον θρέ­ψης όπως εκείνος έθρεψε τους αδελφούς, που τον επώλησαν. Εάν συναντήσης νεώτερον που καταπονείται, να κλαύσης έτσι, όπως εκείνος τον Βενιαμίν, το παιδί τών γερατειών. Ίσως να πειράζη και σε η πλεονεξία, όπως η κυρία τον Ιω­σήφ· σε τραβά από τα ενδύματα, διά να παραβής την εν­τολήν και να αγαπήσης περισσότερον εκείνην που αγαπά τα χρυσαφικά και τα στολίδια, παρά την προσταγήν του Δεσπότου. Όταν λοιπόν έλθη λογισμός που καταπολεμεί την εντολήν αυτήν και προσελκύει τον εγκρατή νουν εις την φιλαργυρίαν, και σε εξαναγκάζει να αδιαφορήσης διά την φιλαδελφίαν και σε κρατά πλησίον της, ρίξε και συ κάτω τα ενδύματα, και ωργισμένος φύγε. Να διατηρήσης την πίστιν εις τον Κύριον, όπως εκείνος εις τον Πετεφρήν. Να μεριμνήσης δι’ έν ετος, όπως εκείνος εμερίμνησε δι’ επτά έτη. Μη δίδης τα πάντα εις την ηδονήν, δώσε και κάτι εις την ψυχήν. Και να πιστέψης πως έχεις δύο θυγατέρας· την καλοπέρασιν εδώ και την ουράνιον ζωήν. Εάν δεν θελήσης να τα δώσης όλα εις την ανωτέραν, μοίρασέ τα λοιπόν εξ ίσου και εις την ακόλαστον κόρην και εις την αγαθήν. Να μη παρουσιάσης την εδώ διαγωγήν σου βαθύπλουτον και την άλλην γυμνήν και ενδεδυμένην με εμβαλώματα, αλλ’ όταν χρειασθή να παραστής εις τον Χριστόν και αντιμετωπίσης τον κριτήν, η κατ’ αρετήν ζωή να έχη νυμφικόν ένδυμα και πρόσκλησιν. Μη λοιπόν παρουσιάσης εις τον νυμφίον την νύμ­φην δύσμορφον και αστόλιστον, διά να μη την ιδή και γυρίση το πρόσωπόν του και αφού την ιδή την μισήση και αρνηθή τον γάμον. Αλλά αφού την αρματώσης με τον στολισμόν που αρμόζει, να την διαφυλάξης όμορφην ως την προθεσμίαν τών γάμων. Διά να ανάψη και αυτή μαζί με τας φρονίμους παρθέ­νους την λαμπάδα, να διατηρήση άσβεστον την φλόγα τής γνώσεως και να μη της λείψη το λάδι τών καλών έργων. Διά να επαληθευθή έτσι εμπράκτως η θεία προφητεία και εύρη εφαρμογήν εις την ψυχήν σου ο λόγος· «στέκεται εις τα δεξιά σου η βασίλισσα ενδεδυμένη και στολισμένη με ενδυμασίαν χρυσοκέντητον. Ακουσε κόρη, και ιδές και κλίνε το αυτί σου, ο βασιλεύς θα επιθυμήση την ομορφιάν σου». Αυτά βεβαίως γενικά προανήγγειλεν ο ψαλμωδός, προφητεύων την ωραιότητα ολοκλήρου του σώματος. Κατά κύριον λόγον δε θα εύρη εφαρμογήν και εις την ψυχήν του καθενός, αφού βέβαια η Εκ­κλησία αποτελείται από τα επί μέρους άτομα.

Σκέψου, παρακαλώ, λογικά το παρόν και το μέλλον, το οποίον μη προδίδης λόγω αισχροκερδίας. Το σώμα που είναι το χαρακτηριστικόν σου εις την ζωήν θα σε αφήση. Εις την εμφάνισιν του κριτού που αναμένεται και που αναμφιβόλως θα έλθη, θα αποκλείσης μεν διά τον εαυτόν σου την απονομήν τών τιμών και την επουράνιον δόξαν και θα ανοίξης την άσβεστον φωτιάν, την γέενναν, τα κολαστήρια και τους πικρούς από τας οδύνας αιώνας, αντί της αιωνίου και μακαρίας ζωής. Μη με πάρης, ωσάν κάποιαν μητέρα ή τροφόν, πως σου επισείω ψεύτικα μορμολύκεια, όπως εκείναι συνηθίζουν να κάμνουν εις τα μικρά παιδιά, όταν θρηνούν άτακτα και συν­εχώς τα καθησυχάζουν με φανταστικά διηγήματα. Αυτά δεν είναι παραμύθι, αλλά λόγος που έχει κηρυχθή προ πολλού από αδιάψευστον φωνήν. Και γνώριζε επακριβώς ότι σύμφωνα με την ευαγγελικήν προφητείαν «ένα γιώτα ή ένα γράμμα δεν θα καταργηθή από τον νόμον μέχρις ότου γίνουν όλα». Αλλά και το σώμα που έχει εξαφανισθή εις τους τάφους θα αναστηθή και η ιδία η ψυχή που με τον θάνατον έχει αποχωρισθή, πάλιν θα κατοικήση εις το σώμα. Και θα γίνη ακριβής έλεγχος των πράξεων της ζωής κατά τον οποίον δεν θα μαρτυ­ρήσουν άλλοι, αλλ’ η ιδία η συνείδησις θα καταθέση ως μάρτυς. Εις τον καθένα δε θα αποδοθή από τον δίκαιον δικαστήν το κατ’ αξίαν. Εις αυτόν πρέπει η δόξα, η δύναμις και η προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Χότζας έγινε Χριστιανός

Δυο ακόμη συνταρακτικά γεγονότα συγκλονίζουν
τους απανταχού Ορθοδόξους Χριστιανούς.

Οι πιστοί κάνουν λόγο για μεγάλα θαύματα ενώ Αγιορείτες μοναχοί δεν διστάζουν να μιλήσουν για σημάδια του Θεού.
Σύμφωνα με καλά ενημερωμένες πηγές γνωστός Χότζας της Αιγύπτου μαζί με την οικογένεια του, εγκατέλειψαν τον μουσουλμανισμό και βαπτίσθηκαν Χριστιανοί. Ορθόδοξος Χριστιανός ακόμη βαπτίσθηκε Αμερικανός συνταγματάρχης, που υπηρετεί στην αμερικανική βάση της Σούδας. Υπενθυμίζουμε ότι των μεγάλων αυτών θαυμάτων είχε προηγηθεί και η ανάσταση του Σαουδάραβα μεγιστάνα στη Συρία (βλ. τεύχος Σ.Ο. υπ’ αριθμ. 59).
Ποιο όμως συνταρακτικό γεγονός έκανε τον γνωστό Χότζα, τα στοιχεία του οποίου για ευνόητους λόγους δεν δημοσιεύουμε να γίνει χριστιανός; Όπως εξιστορεί ο ίδιος η μεταστροφή του οφείλεται σε θαύμα. Ο πρώην Χότζας και νυν νεοφώτιστος Χριστιανός ανέφερε ότι η μικρή κόρη του έπασχε από ανίατη ασθένεια. Γύρισε όλα τα νοσοκομεία και επισκέφθηκε αρκετούς γιατρούς στην Αίγυπτο, όπου μέχρι πρότινος ζούσε αλλά και στο εξωτερικό. Όλοι οι γιατροί σχεδόν συνέκλιναν στην ίδια άποψη. Συνιστούσαν θεραπευτική αγωγή, η οποία ωστόσο, όπως τόνιζαν δεν θα βοηθούσε για την αποφυγή του μοιραίου. Μάλιστα συνέστησαν στον απελπισμένο πατέρα να πάρει την κόρη του στο σπίτι, αφού πίστευαν ότι δεν υπάρχει πλέον θεραπεία. Ο απελπισμένος πατέρας, καλλίφωνος Χότζας προσευχόταν καθημερινά στον Αλλάχ για βοήθεια.
Βλέποντας τη θλίψη του κάποιος κοντινός φίλος του πρότεινε να βάλει πάνω από το προσκεφάλι της κόρης του, ένα σταυρό. Στο άκουσμα της πρότασης ο πρώην Χότζας αντέδρασε… «Δεν είναι δυνατόν να κάνω εγώ κάτι τέτοιο, δεν θα πουλήσω την πίστη μου…», είπε. Η ιδέα, ωστόσο, της τοποθέτησης του σταυρού άρχισε να τον απασχολεί. Χωρίς να αναφέρει σε κανένα τίποτε, αγόρασε ένα σταυρό και το έβαζε όταν ήταν μόνος στο δωμάτιο της κόρης του πάνω από το προσκεφάλι της. Οι ημέρες περνούσαν και η κόρη του εισήλθε σε κωματώδη κατάσταση, χάνοντας κάθε επικοινωνία με το περιβάλλον. Όλοι στην οικογένεια αλλά και στην περιοχή που υπηρετούσε ο πρώην Χότζας περίμεναν το μοιραίο. Ο απελπισμένος πατέρας μέρα-νύκτα καθόταν δίπλα της, κλαίγοντας. Μέσα του, όπως ομολογεί τώρα, υπήρχε μια ελπίδα πως κάτι θα συμβεί.
Ένα βράδυ καθώς ο θλιμμένος πατέρας κρατούσε το χέρι της κόρης του, είδε πως από το σταυρό που είχε στο προσκεφάλι της να εκπέμπεται ένα εκτυφλωτικό φως, το οποίο απλώθηκε σ’ όλο το κρεβάτι. Αρχικά νόμιζε πως ονειρεύεται ή ότι κάτι συμβαίνει με τη σκέψη του εξ αιτίας της στεναχώριας. Ωστόσο, το φως το έβλεπε φανερά. Ξαφνικά βλέπει την κόρη του να σηκώνεται από το κρεβάτι της και να λέει: «Μπαμπά πεινάω, φέρε μου κάτι να φάω»! Ο δυστυχής Χότζας δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Πήγε στην κουζίνα περιχαρής. Οι φωνές του ξεσήκωσαν τη σύζυγό του αλλά και τη γειτονιά. Σε λίγο στο σπίτι του ήταν το αδιαχώρητο. Ο ίδιος έλεγε και ξανα-έλεγε τις ακριβώς συνέβη. Μιλούσε για το θαύμα του σταυρού. Τηλεφώνησε μάλιστα στο φίλο του που του είχε προτείνει να βάλει το σταυρό στο προσκεφάλι της μικρής κόρης του και τον ευχαρίστησε.
Οι γείτονες και οι φίλοι του προσπάθησαν να αποδώσουν το θαύμα στον Άγιο Γεώργιο, τον οποίο αποδέχονται οι μουσουλμάνοι. Εκείνος όμως ήξερε για την δύναμη του σταυρού. Βίωσε το θαύμα. Η κόρη του πλέον δεν παρουσίαζε τίποτε και οι θεράποντες γιατροί που γνώριζαν την κατάσταση δεν πίστευαν στα μάτια τους, όταν είδαν πως οι νέες εξετάσεις δεν έδειχναν απολύτως τίποτε. Λίγες ημέρες μετά το θαύμα ο πρώην Χότζας είχε λάβει την απόφασή του. Είπε στη σύζυγο του πως θα γίνει Χριστιανός. Εκείνη αρχικά αντέδρασε και σκέφθηκε τους διωγμούς που θα ακολουθήσουν για τον ίδιο και για όλη την οικογένεια από τους μουσουλμάνους. «Θα μας σκοτώσουν» έλεγε. Εκείνος όμως είχε πλέον πάρει το δρόμο του. Της ανακοίνωσε πως θα φύγουν οριστικά από την Αίγυπτο. «Θα βαπτισθούμε χριστιανοί και θα ζήσουμε πλέον σε άλλη χώρα». Έτσι και έπραξε.
Ωστόσο, η είδηση της εισόδου του στην Εκκλησία του Χριστού κυκλοφόρησε ευρέως τόσο στην πόλη που υπηρετούσε, όσο και στο μουσουλμανικό ιερατείο. Σήμερα ο πρώην Χότζας και νυν νεοφώτιστος Χριστιανός σπουδάζει θεολογία. Για τους μουσουλμάνους σήμερα ο ίδιος και η οικογένεια του είναι επικηρυγμένοι. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορούμε να δημοσιεύσουμε περισσότερα στοιχεία.

Βαπτίσθηκε Ορθόδοξος και ένας Αμερικανός συνταγματάρχης 

Σε κλίμα κατάνυξης τελέσθηκε το μυστήριο του Βαπτίσματος στην Ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας για τον νεοεισερχόμενο στην Ορθόδοξη Εκκλησία Αμερικανό συνταγματάρχη, που υπηρετεί στην αμερικανική βάση της Σούδας. Μοναχός της Μονής Μεγίστης Λαύρας, που υπηρετούσε σε μετόχι της Μονής στην Κρήτη κατήχησε τον νεοβαπτιζόμενο, ο οποίος κατά μαρτυρίες παρόντων μοναχών στο μυστήριο ήταν πολύ συγκινημένος. Δάκρυα χαράς έτρεχαν ασταμάτητα καθ’ όλη τη διάρκεια του μυστηρίου, στοιχείο που φανερώνει την παρουσία της θείας Χάρης. Τώρα όπως υποσχέθηκε ο ίδιος στους μοναχούς, θα αναλάβει να κατηχήσει και άλλους Αμερικανούς στρατιώτες που υπηρετούν στη Σούδα.



Έχεις όσα λένε οι μακαρισμοί του Χριστού;



Ο Χριστός και Θεός μας φωνάζει καθημερινά ολοκάθαρα διά του ευαγγελίου του, «μακάριοι είναι οι πτωχοί στο φρόνημα, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών».
Ακούγοντας λοιπόν εμείς αυτό οφείλουμε να προσέχουμε και να εξετάζουμε με ακρίβεια τους εαυτούς μας, αν είμαστε πραγματικά τέτοιοι πτωχοί, ώστε να είναι και δική μας η βασιλεία των ουρανών τόσο, ώστε να έχουμε με συναίσθηση της ψυχής σίγουρη την κτήση αυτής και τόσο να κατέχουμε τον πλούτο της, ώστε να αισθανόμαστε αδίστακτα ότι υπάρχουμε μέσα σ’ αυτήν και να ευφραινόμαστε εντρυφώντας με τα εκεί καλά. Διότι ο Κύριος είπε ότι αυτή βρίσκεται μέσα μας. 
Σημεία και απόδειξη ότι αυτή βρίσκεται μέσα σε κάποιον, είναι ότι αυτός δεν επιθυμεί κανένα από τα ορώμενα και φθειρόμενα, εννοώ δηλαδή τα πράγματα και τα τερπνά του κόσμου αυτού, ούτε πλούτο, ούτε δόξα, ούτε τρυφή, ούτε άλλη βιωτική ή σωματική απόλαυση, αλλά τόσο απέχει από όλα αυτά και με τόση αηδία διάκειται προς αυτά κατά τη ψυχή και προαίρεση, με όση διάκεινται εκείνοι που διαπρέπουν στην εξουσία και τη βασιλική τιμή προς εκείνους που ζουν επάνω σε πορνική σκηνή, και όσο αποστρέφονται τη δυσωδία και το βόρβορο όσοι φορούν καθαρά ρούχα και είναι αλειμμένοι με ευωδιαστό μύρο. Διότι εκείνος που περιστρέφεται γύρω από ένα πράγμα αυτών των ορωμένων ούτε είδε τη βασιλεία εκείνη των ουρανών ούτε οσφράνθηκε ούτε γεύθηκε την ευφροσύνη και γλυκύτητά της.
Και πάλι λέγει· «μακάριοι είναι εκείνοι που πενθούν, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν». Ας δούμε λοιπόν πάλι και ας εξετάσουμε τους εαυτούς μας, αν έχουμε μέσα μας το πένθος, και τι εννοεί με την παρηγορία που ακολουθεί το πένθος. Πρώτα είπε ότι οι πτωχοί στο πνεύμα είναι μακάριοι, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών.
Οι πτωχοί όμως στο πνεύμα, όπως είπαμε, δεν έχουν καμμιά συμπάθεια προς τα παρόντα ούτε προσκολλούν προς αυτά με εμπάθεια τον λογισμό, έστω και γι’ απλή ευχαρίστηση. Πώς λοιπόν θα πενθήσει και γιατί αυτός που σιχάθηκε όλον τον κόσμο κι’ απομακρύνθηκε από αυτόν ως προς τη διάθεση του λογισμού περισσότερο, από όσο τον προσεγγίζει κατά το σώμα;
Αυτός που δεν έχει την επιθυμία σε κάτι από τα ορώμενα για ποιό πράγμα άραγε θα λυπηθεί ή θα χαρεί, και πώς θα πενθήσει εκείνος που έχει την βασιλεία των ουρανών και ευφραίνεται μέσα σ’ αυτήν καθημερινά; Διότι είπε ότι εκείνοι που πενθούν δέχονται την παράκληση. Αλλά προσέχετε, παρακαλώ, τα λεγόμενα και θα αντιληφθείτε το νόημα και τον σκοπό του λεγομένου.
Ο πιστός άνθρωπος, που προσέχει πάντοτε με ακρίβεια τις εντολές του Θεού, όταν εκτελέσει όλα τα οριζόμενα από τις θείες εντολές και ανεβάσει τη διάνοιά του προς το ύψος αυτών, δηλαδή προς την άψογη διαγωγή και καθαρότητα, τότε εξετάζοντας τα μέτρα του, θα βρει ότι είναι ασθενής και ανίκανος να φθάσει στο ύψος εκείνο των εντολών, θα βρει ότι είναι πολύ πτωχός, δηλαδή ανάξιος να υποδεχθεί τον Θεό, να του αποδώσει ευχαριστία και να τον δοξολογήσει, διότι δεν απέκτησε ακόμη κανένα δικό του αγαθό.
Αυτός που με συναίσθηση ψυχής σκέπτεται αυτά για τον εαυτό του θα πενθήσει οπωσδήποτε με το μακαριότατο πραγματικά πένθος, το οποίο και την παρηγορία δέχεται και πραεία καθιστά τη ψυχή.
Η προκαλούμενη δηλαδή από το πένθος παρηγοριά είναι αρραβώνας της βασιλείας των ουρανών. Διότι η πίστη, κατά τον απόστολο, είναι υπόσταση ελπιζομένων πραγμάτων, παρηγορία είναι η γινομένη από την έλλαμψη του Πνεύματος επιδημία του Θεού στις ψυχές που πενθούν, που τις βραβεύει για την ταπεινοφροσύνη τους, η οποία ονομάζεται και σπόρος και τάλαντο.
Αυτή, αυξανόμενη και πολλαπλασιαζόμενη στις ψυχές των αγωνιστών καρποφορεί για τον Θεό κατά τριάντα και εξήντα και εκατό, καρπό άγιο των χαρισμάτων του Πνεύματος. Διότι, όπου υπάρχει αληθινή ταπείνωση, εκεί υπάρχει και βυθός ταπεινοφροσύνης· και όπου υπάρχει ταπεινοφροσύνη, εκεί υπάρχουν και ελλάμψεις του Πνεύματος.
Και όπου υπάρχουν οι ελλάμψεις του Πνεύματος, εκεί υπάρχει φωτοχυσία Θεού και Θεός με σοφία και γνώση των μυστηρίων του. Όπου πάλι υπάρχουν αυτά, εκεί υπάρχει βασιλεία ουρανών και επίγνωση βασιλείας και οι κρυμμένοι θησαυροί της γνώσεως του Θεού, μεταξύ των οποίων είναι η φανέρωση της πνευματικής πτωχείας.
Όπου τέλος υπάρχει αίσθηση πνευματικής πτωχείας, εκεί υπάρχει και το χαρμόσυνο πένθος, εκεί και τα αδιάκοπα χυνόμενα δάκρυα, που καθαρίζουν τη ψυχή που τ’ αγαπά και την καθιστούν τελείως φωτεινότατη.
Μ’ αυτά λοιπόν ανυψούμενη η ψυχή και αναγνωρίζοντας τον Δεσπότη της, αρχίζει να καρποφορεί με ζήλο τις άλλες αρετές για τον εαυτό της και τον Χριστό. Και εύλογα. Διότι, ποτιζόμενη πάντοτε και λιπαινόμενη με τα δάκρυα και σβήνοντας τελείως το θυμοειδές της γίνεται ολόκληρη πραεία και ακίνητη εντελώς προς την οργή, και επιθυμεί και ορέγεται, καθώς πεινά και διψά συγχρόνως, να μάθει τα δικαιώματα του Θεού.
Έτσι γίνεται και ελεήμων και συμπαθής, ώστε με όλα αυτά να καθίσταται καθαρή η καρδιά της, και αυτή να φθάνει σε οπτασία του Θεού και να βλέπει καθαρά τη δόξα του σύμφωνα με την υπόσχεση.
Αυτοί λοιπόν που έχουν τέτοιες τις ψυχές τους είναι πραγματικά ειρηνοποιοί και ονομάζονται υιοί του Υψίστου, οι οποίοι και γνωρίζουν καθαρά τον Πατέρα και Δεσπότη τους, και τον αγαπούν με όλη τη ψυχή τους, υπομένοντας γι’ αυτόν κάθε πόνο και κάθε θλίψη, υβριζόμενοι, περιπαιζόμενοι, στενοχωρούμενοι για χάρη της δικαίας εντολής του, την οποία μας παρήγγειλε να φυλάσσουμε, και ονειδιζόμενοι και διωκόμενοι, υπομένουν με χαρά κάθε πονηρό λόγο εκφερόμενο εναντίον τους ψευδώς χάριν του ονόματός του, νοιώθοντας αγαλλίαση διότι γενικά αξιώθηκαν ν’ ατιμασθούν από ανθρώπους για την αγάπη του.
Μάθετε καλά, αδελφοί, το αληθινό εκτύπωμα της σφραγίδας του Χριστού. Αναγνωρίστε, οι πιστοί, τις ιδιότητες του χαρακτήρα της. Μια πραγματική σφραγίδα υπάρχει, η έλλαμψη του Πνεύματος, αν και πολλές είναι οι όψεις των ενεργειών της και πολλά τα γνωρίσματα των αρετών της, των οποίων πρώτο και αναγκαιότερο είναι η ταπείνωση ως αρχή και θεμέλιο, διότι, λέγει, «προς ποίον θα ρίψω τα μάτια μου, παρά προς εκείνον που είναι πράος και ήσυχος και τρέμει τους λόγους μου;»· δεύτερο είναι το πένθος και η πηγή των δακρύων, για τα οποία θέλω να πω πολλά, αλλά στερούμαι τα λόγια με τα οποία επιθυμώ να εκφράσω τα σχετικά με αυτά.
Πράγματι είναι θαύμα ανεκλάλητο, διότι τα δάκρυα που τρέχουν διά μέσου των αισθητών οφθαλμών εκπλύνουν νοερά την ψυχή από το βόρβορο των αμαρτημάτων και πέφτοντας στη γη φλέγουν και συντρίβουν τους δαίμονες και ελευθερώνουν τη ψυχή από τα αόρατα δεσμά της αμαρτίας.
Ω δάκρυα, τα οποία αναβλύζετε από την θεία έλλαμψη και διανοίγετε τον ίδιο τον ουρανό και μου προξενείτε θεία παρηγοριά. Διότι πάλι και πάλι, κυριευμένος από ηδονή και πόθο, λέγω τα ίδια. Όπου υπάρχει πλήθος δακρύων, αδελφοί, συνοδευόμενο από γνώση αληθινή, εκεί υπάρχει και απαύγασμα θείου φωτός.
Και όπου υπάρχει απαύγασμα φωτός, εκεί υπάρχει χορηγία όλων των καλών και η σφραγίδα του αγίου Πνεύματος φυτευμένη στην καρδιά, από το οποίο προέρχονται όλοι οι καρποί της ζωής· από εδώ καρποφορείτε για τον Χριστό πραότητα, ειρήνη, ελεημοσύνη, συμπάθεια, χρηστότητα, αγαθωσύνη, πίστη, εγκράτεια, από εδώ προέρχεται το ν’ αγαπά κανείς τους εχθρούς, και να εύχεται γι’ αυτούς, να χαίρεται κατά τους πειρασμούς και να υπερηφανεύεται στις θλίψεις, να θεωρεί δικά του τα ξένα πταίσματα και να κλαίει γι’ αυτά, το να προσφέρει τη ζωή του πρόθυμα σε θάνατο για τους αδελφούς του.
Ας προσέξουμε λοιπόν, αδελφοί, και ας εξετάσουμε με ακρίβεια τους εαυτούς μας και ας γνωρίσουμε τις ψυχές μας, αν υπάρχει μέσα μας αυτή η σφραγίδα. Ας γνωρίσουμε από τα αναφερθέντα σημεία, αν είναι μέσα μας ο Χριστός.
Ακούσατε, παρακαλώ, Χριστιανοί αδελφοί, και ανανήψατε και εξετάσατε αν έλαμψε στις καρδιές σας το φως, αν θεωρήσατε το μεγάλο φως της επιγνώσεως, αν σας επισκέφθηκε η ανατολή από ψηλά φωτίζοντας εκείνους που κάθονται στο σκότος και στη σκιά θανάτου και ας απευθύνουμε διαρκώς δοξολογία και ευχαριστία στον αγαθό Δεσπότη που μας τη δώρισε και ας αγωνισθούμε να θρέψουμε αφθονότερα το διά της εργασίας των εντολών μέσα μας θείο πυρ, διά του οποίου συνήθως το θείο φως φέγγει περισσότερο και λαμπρότερα.
Αν όμως δεν λάβαμε ακόμη τον Χριστό ή τη σφραγίδα του και δεν διακρίνουμε τα προαναφερθέντα σημεία μέσα μας, αλλά αντίθετα μάλλον ζει μέσα μας ο δόλιος κόσμος και εμείς ζούμε δυστυχώς σ’ αυτόν, νομίζοντας ότι τα πρόσκαιρα είναι κάτι σπουδαίο, και υποκύπτουμε στις θλίψεις και στενοχωρούμαστε για τις ζημίες και ευφραινόμαστε, αλλοίμονο πόση ζημία, αλλοίμονο ποιά άγνοια και σκότιση, αλλοίμονο πόση ταλαιπωρία και αναισθησία, από τα οποία κυριαρχούμαστε και από τα οποία αποσπόμαστε προς τα γήινα.
Είμαστε πραγματικά ελεεινοί και πανάθλιοι και ξένοι προς την αιώνια ζωή και τη βασιλεία των ουρανών, μη έχοντας αποκτήσει μέσα μας τον Χριστό, αλλ’ έχοντας μέσα μας τον κόσμο ζωντανό, αφού μέσα σ’ αυτόν ζούμε και τα γήινα σκεπτόμαστε.
Αυτός όμως που βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση είναι πραγματικός εχθρός του Θεού· διότι το πάθος για τον κόσμο αποτελεί έχθρα για τον Θεό, όπως λέγει ο θείος απόστολος· «μην αγαπάτε τον κόσμο ούτε τα του κόσμου», διότι κανείς δεν μπορεί να δουλεύει στον Θεό και να ζει κατά τον κοσμικό άνθρωπο, επειδή όλα τα εγκόσμια είναι εμπόδια της αγάπης και ευαρεστήσεως προς τον Θεό.
Πραγματικά ποιος, που αγαπά τη δόξα και την τιμή από ανθρώπους, θα θεωρήσει ποτέ τον εαυτό του τελευταίο και ευτελέστερο όλων, και θα γίνει ταπεινός πνευματικά ή συντριμμένος στην καρδιά ή θα μπορέσει γενικά ποτέ να πενθήσει; Ποιος, που αγαπά τον πλούτο και είναι κυριαρχημένος από φιλαργυρία και φιλοκτημοσυνη, θα γίνει ελεήμων και συμπαθής, και δεν θα είναι αγριότερος και σκληρότερος από κάθε θηρίο;
Ποιος που κυριαρχείται από κενοδοξία και κατέχεται από αλαζονεία, θ’ απαλλαγεί ποτέ από φθόνο και ζήλεια; Αυτός πάλι που κάμπτεται και από τα πάθη της σάρκας και κυλιέται στο βόρβορο των ηδονών, πότε θα γίνει καθαρός στην καρδιά ή πότε και πώς θα δει τον Θεό που τον δημιούργησε;
Πώς επίσης θα είναι ειρηνοποιός όποιος αποξένωσε τον εαυτό του από τον Θεό και δεν ακούει εκείνον που λέει, «πρεσβεύουμε υπέρ του Χριστού, αφού ο Θεός συμβουλεύει μέσω ημών συμφιλιωθείτε με τον Θεό»;
Διότι ο καθένας που με την παράβαση των εντολών ανθίσταται και πολεμά τον Θεό, αυτός, ακόμη και αν κάνει όλους να ειρηνεύουν μεταξύ τους, είναι εχθρός του Θεού, επειδή και αυτό που κάνει, συμφιλιώνοντας αυτούς μεταξύ τους, δεν το κάνει όπως αρέσει στον Θεό.
Διότι, αφού είναι αυτός πρώτος εχθρός του εαυτού του και του Θεού, γίνονται εχθροί του Θεού και όσοι ειρηνεύουν μέσω τέτοιων ανθρώπων.
Οπωσδήποτε δηλαδή ο εχθρικά διακείμενος προς κάποιον δεν γνωρίζει να συμβουλεύει σωστά άλλους τα πιστευτά και αρεστά στον εχθρό και να τους διδάσκει να εκτελούν τα θελήματα εκείνου, επειδή το γεγονός και μόνο ότι ζει αποχωρισμένος από αυτόν του γίνεται αιτία άγνοιας των επιθυμιών εκείνου, και όχι μόνο αυτό, αλλά επειδή διάκειται προς αυτόν με εμπάθεια και απέχθεια και έχει διαρκώς το μέλημα να βαδίζει ενάντια προς τα θελήματα εκείνου, δημιουργεί κάποια συνήθεια, ώστε, και αν κάποτε θελήσει αυτός να διδάξει άλλους τα τελούμενα προς λατρεία εκείνου, να μη μπορεί εύκολα.

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙ ΜΕ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΑ

Οταν ο Μεγας Αντωνιος ησκητευεν εις την ερημον, να και ερχεται ο Δαιμων τα μεσανυκτα, και του εκτυπησε την πορτα δια να του ανοιξη.

Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος, καὶ ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα του, βλέπει ἔξαφνα ἄνθρωπον ἀλλόκοτον καὶ ἔστεκεν ἔξω.
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ κτυπᾶς τὰ μεσάνυκτα τὴν πόρταν, καὶ τὶ θέλεις»;
Λέγει του ὁ μιαρὸς Δαίμων «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Δαίμων».
Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἅγιος «Πῶς ἦλθες, παγκάκιστε ἐδῶ»;
Καὶ λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Δαίμων «Ἦλθα νὰ σοῦ εἰπῶ πῶς μάχονται οἱ καλόγηροι καὶ λοιποὶ Χριστιανοί, ὑβριζόμενοι κατὰ πᾶσαν ὥραν, καὶ πῶς τοὺς κοσμικοὺς γυρίζω εὔκολα εἰς τὸ θέλημά μου».
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Παγκάκιστε, διατὶ κάμνεις αὐτό»;
Λέγει του ὁ Δαίμων «Ἐγὼ φθονῶ τοὺς καλογήρους, διότι ὁ αὐθέντης μου ὁ Ἑωσφόρος ἔχει πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, ἐπειδὴ μέλλει ὁ Θεὸς ν΄ἀποκαταστήσῃ τὸ Τάγμα τῶν Ἀγγέλων ὁποῦ ἐξέπεσεν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ κάμῃ Ἀγγέλους ἀπὸ τοὺς καλοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς ταπεινοὺς Μοναχούς, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τόσον φθόνον εἰς αὐτούς».
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἐπειδὴ ἦλθες ἐδῶ, ὦ Δαίμων, ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ παντὸς τὸν κτίσαντα τὰ πάντα, νὰ σταθῇς αὐτοῦ ἕως οὗ νὰ ὁμολογήσῃς ὅλα ὅσα πράττεις».
Λέγει του ὁ Δαίμων «Διατὶ μὲ ἔδεσες Ἀντώνιε, ἐγὼ ἤλθα νὰ σοῦ πῶ τὸ καύχημά μου μόνον τό πῶς μάχονται οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ χριστιανοί, καὶ σὺ μὲ ἔδεσες»;
Λέγει ὁ Ἅγιος «Εἶπέ μοι τὰ ἔργα τῶν Δαιμόνων, τὶ κάμνωσιν εἰς τοὺς Μοναχοὺς καὶ λοιποὺς χριστιανούς».
Λέγει του ὁ Δαίμων «Ἄκουσον Ἀντώνιε ἡμεῖς εἴμεθα πρῶτα ἄγγελοι καὶ ὁ Ἑωσφόρος, ὁ πρῶτος μας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν ἐξέπεσε, διότι ἠθέλησε νὰ στήσῃ τὸν θρόνον του ἐπάνωθεν τοῦ Θεοῦ, συλλογιζόμενος δὶς τὸν ἑαυτόν του νὰ γίνη ὅμοιος μὲ τὸν Θεόν. «Καὶ ἔσομαι ὁμοίως τῷ Ὑψίστῳ». Καὶ μόλις τὸ ἐσυλλογίσθη, παρευθὺς ἔπεσε κάτω εἰς τὰ καταχθόνια τοῦ ᾅδου, ἀκολουθοῦντες αὐτὸν καὶ ἡμεῖς, καὶ ἐξ αἰτίας τούτου, ἀπὸ ἄγγελοι ἐγείναμεν δαίμονες, καὶ διὰ τοῦτο ἔχομεν τὸν φθόνον εἰς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς, καὶ τοὺς πειράζομεν. Ἀλλὰ ἄλλο δὲν μᾶς θανατώνει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσευχήν, τὴν νηστείαν καὶ τὴν ταπείνωσιν ὁποῦ κάμνουν οἱ μοναχοὶ καὶ λοιποὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί- διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς πασχίζομεν κατὰ πολλὰ διὰ νὰ τοὺς κάμωμεν οὔτε νὰ προσεύχωνται οὔτε νὰ νηστεύωσιν, ἀλλὰ νὰ ἀμελῶσι καὶ νὰ ὑπερηφανεύωνται, καὶ ἄλλοι νὰ λέγωσιν ὅτι εἶναι εὔμορφοι, ἐνῶ εἶναι ἄσχημοι, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι προκομμένοι καὶ δὲν γνωρίζουν οὔτε τὰ ἄλφα, καὶ βάνωμεν πολλὴν ἔχθραν ἀνάμεσον τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου διὰ νὰ μαλώνουν, καὶ ἐξ΄αἰτίας τούτου πηγαίνωμεν ἀπὸ τόπον εἰς τόπον, καὶ ἄλλους κάμνωμεν νὰ ἀρνῶνται τὸν Χριστόν, καὶ ἄλλους νὰ ἀφίνουν τὴν μοναχικὴν ζωὴν καὶ νὰ γίνωνται κοσμικοί, καὶ μ΄αὐτὸν τὸν τρόπον τοὺς πέρνομεν μαζὺ εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν. Ἀλλ’ ἄκουσε καὶ τοῦτο, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Ὅτι ἄλλο δὲν μᾶς πειράζει οὔτε ἡ προσευχή, οὔτε ἡ νηστεία, ὅσον ἡ ταπείνωσις. Καὶ αὐτὴν τὴν βλέπομεν εἰς πολλοὺς μοναχοὺς καὶ εἰς ὀλίγους κοσμικούς, ἀλλὰ αὐτοὺς τόσον πολὺ σπουδάζωμεν νὰ τοὺς σείρωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, ὅσον τὸ σκουλίκι ὁποῦ βόσκει εἰς τὶ δένδρον καὶ πασχίζει νὰ τὸ ξηράνη καὶ νὰ τὸ καταντήσῃ ἄχρηστον εἰς τὸ νὰ κάμῃ καρπὸν ὥστε νὰ βαλθῇ εἰς τὴν φωτιάν. Τέτοιας λογῆς λοιπὸν πασχίζομεν καὶ ἡμεῖς ὥστε νὰ ξηράνωμεν τὴν καρδία αὐτῶν ὁποῦ πράττουσι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ὕστερον νὰ τοὺς ῥίξωμεν εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν.
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἀμὴ τοὺς κοσμικοὺς διατὶ τοὺς πειράζετε»;
Λέγει του ὁ Δαίμων – ἐπειδὴ καὶ ὁ Χριστὸς διὰ τὸν Ἀδὰμ ἔῤῥιψε τὸν πρῶτον μας, καὶ ἔχομεν πολὺν φθόνον εἰς αὐτούς, βλέπεις δὲ καὶ ἐτοῦτα τὰ μαχαίρια ὁποῦ ἔχω εἰς τὴν ζῶσιν μου. Ὅλα δι’ αὐτοὺς τὰ ἔχω, καὶ ὅταν μεθύσωσιν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοὺς βάνω εἰς μάχην πολλὴν καὶ ἀπὸ λόγον εἰς λόγον πιάνονται, καὶ ἐγὼ ἀναμαζώνω τους καὶ σφάζονται, καὶ ὄχι ἐγὼ μοναχός μου, ἀλλὰ καὶ οἱ λοιποί μου ἀδελφοί.
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Καὶ ποῦ εἶναι οἱ ἀδελφοί σου»;
Λέγει του ὁ Δαίμων «Εἰς κάποιον τόπον γίνεται πανήγυρις καὶ πηγαίνουν ἐκεῖ διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα».
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Καὶ πῶς λέγουν τὰ ὀνόματά των»;
Λέγει του ὁ Δαίμων «Τὸν ἕναν τὸν λέγουν Κενόδοξον, ἤγουν τῆς κενοδοξίας, καὶ τὸν ἄλλον Θυμώδη, ἐπειδὴ θυμώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ δέρνονται, κάμνοντας καὶ ἀλλὰ πολλότατα κακά, δηλαδὴ νὰ πηγαίνωσιν εἰς τὰ κριτήρια, νὰ ἐξοδεύωσι τὸν βίον τους, ἔχοντες καὶ ἡμεῖς ἀπὸ αὐτοὺς πολὺ διάφορον τουτέστι μερδικόν, μόνον ἐκείνους ἔχομεν ἐχθροὺς ὁποῦ δὲν ἀφίνουν τοὺς ἄλλους νὰ πηγαίνουν εἰς τοὺς Κριτάς, διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς ἐκείνους ὁποῦ δὲν κάμνουν τὸ θέλημα μας πολλὰ τοὺς πολεμοῦμεν, ἀλλὰ δὲν κάμνωμεν τίποτε, καὶ ὅταν ὑπάγωμεν εἰς τὸν πρῶτον μας πολὺ μᾶς μαλώνει καὶ ὑβρίζει. Διὰ τοῦτο παρακαλῶ σε, νὰ μὲ ἀφήσῃς νὰ ὑπάγω, ὅτι πολὺν καιρὸν ἔκαμα ἐδῶ, καὶ ἄργησα, καὶ πλέον μὴ μὲ ἐρωτᾷς, διότι πολὺ θέλει μὲ παιδεύσει ὁ αὐθέντης μου.
Λέγει του ὁ Ἅγιος, τόσους χρόνους ἔχετε, παγκάκιστοι ἐχθροί, ὁποῦ πειράζετε τὸν κόσμον καὶ ἀκόμη δὲν ἐχορτάσατε; Ἀμὴ πάλιν ὁρκίζω σε, εἰς τὸν Παντοδύναμον Θεὸν νὰ μοῦ εἰπῇς τὴν ἀλήθειαν εἰς ὅ,τι σὲ ἐρωτήσω.
Τότε λέγει του ὁ Δαίμων: «Ἀντώνιε, διατὶ μὲ ἔδεσες περισσότερον, ὁποῦ ἐγὼ βιάζομαι; πηγαίνω διατὶ πολὺν καιρὸν ἄργησα ἐδῶ ὁποῦ ἕως τώρα ἤθελα γυρίσει εἰς τὸ θέλημά μου πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ σὺ δὲν μὲ ἀφίνεις, καὶ ὅταν ὑπάγω μὲ μαλώνει ὁ αὐθέντης μου, ἐρῶτα με λοιπὸν ὀγρήγορα, διότι ὅλοι μου οἱ ἀδελφοὶ ὑπάγουν μὲ κανίσκια εἰς τὸν αὐθέντην μας τὸν πρῶτον, καὶ δὲν ἔχω μὲ τὶ νὰ ὑπάγω κ΄ἐγώ, ἐπειδὴ μὲ κατέστησες ἄμοιρον τῆς χάριτός μου, καὶ μὲ μαλώνουν οἱ ἀδελφοί μου ὁποῦ πηγαίνουν εἰς τὰ πανηγύρια.
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ποῖον εἶναι τὸ μεγαλήτερον σκάνδαλον ὁποῦ δίδετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες εἰς τοὺς ἀνθρώπους;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Κενοδοξίαν καὶ εἰς τοῦτο ἐγὼ πιάνω καὶ τοὺς δαιμονίζω, διὰ νὰ πιασθοῦν ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, ἔπειτα φθάνει καὶ ὁ θυμώδης ὁ μεγαλύτερός μου ἀδελφὸς καὶ τοὺς δίδει διπλὴν τὴν κενοδοξίαν καὶ τότε πιάνωμεν καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν πολλά, καὶ οὕτω κάμνουν τὸ θέλημα μας καὶ τότε ὑπάγωμεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ αὐτὸς πολὺ μᾶς χαίρεται, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν».
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἀμὴ πῶς δὲν φοβεῖσθε τὸν Θεόν, ἀλλὰ τολμᾶτε καὶ κάμνετε σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς;»
Λέγει του ὁ Δαίμων: «Ἀντώνιε, ἡμεῖς ἔχομεν ἀπὸ τὸν Θεὸν θέλημα, καὶ ὅ,τι θελήσωμεν κάμνωμεν, ἀφίνοντὰς μας καὶ οἱ Ἄγγελοί του νὰ πράξωμεν ὅ,τι θέλωμεν καὶ ἡ παραχώρησις αὕτη δίδεται εἰς ἡμᾶς, διὰ νὰ δοκιμάζωνται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους• διατὶ ὅσοι ἔχουν πίστιν σταθερὰν δὲν κάμνουν τὰ θελήματα μας, διὰ τοῦτο πηγαίνουμεν καὶ εἰς τὰ τραπέζια ὁποῦ ἔχουν παιγνίδια, καὶ κανένας δὲν μᾶς ἐμποδίζει, καὶ χαιρόμεθα καὶ ἡμεῖς μαζὺ μὲ αὐτούς, καὶ γίνονται ἰδικοί μας ὑπηρέται, καὶ ἀφίνοντες τὸν Θεὸν λατρεύουν ἡμᾶς καὶ πολλαὶς φοραῖς μᾶς ὑβρίζουν, ἀλλ´ ὅταν πίνουν τὸ κρασὶ μὲ τὰ παιγνίδια, πάλιν κάμνουν τὸ θέλημά μας».
Λέγει του ὁ Ἅγιος ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὲ εἰπῇς καὶ τοῦτο «Δηλ. τὴν Κυριακὴν τὶ κάμνετε εἰς τοὺς χριστιανούς;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Ἡμεῖς καθόλου δὲν ἀναπαυόμεθα ὅλον τὸν καιρόν, οὔτε παύομεν τὰ σκάνδαλα, μόνον εἰς αὐτὰ εὑρισκόμεθα παντοτεινά, καὶ τὴν Κυριακὴν κάμνομεν πολλὰ εἰς τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἄλλους κάμνομεν νὰ ῥάπτουν, ἄλλους νὰ πραγματεύωνται, ἄλλους νὰ γελοῦν, ἄλλους νὰ τραγωδῶσι, καὶ εἰς τὰς γυναίκας, ἄλλας νὰ τὶς κάμνωμεν νὰ κεντῶσιν, ἄλλας νὰ πραγματεύονται τὴν Κυριακήν, κάμνομεν τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναίκας νὰ πολυκοιμῶνται καὶ νὰ μὴ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τοὺς δίδομεν πόνον εἰς τὴν κεφαλὴν ἢ εἰς ἄλλο μέρος τοῦ κορμίου, διὰ νὰ εὐρίσκουν πρότασιν, νὰ λέγωσι πῶς δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τὸν χειμῶνα τοὺς δίδομεν ζέσταν, καὶ τὸ καλοκαίριον γλυκύτητα εἰς τὸν ὕπνον καὶ βάρος εἰς τὴν κεφαλὴν διὰ νὰ μὴ σηκωθοῦν νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ οὕτω κάμνουν καὶ αὐτοὶ τὰ θέλημά μας. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν, φεύγωμεν ἀπ΄αὐτοὺς καὶ πηγαίνομεν εἰς ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὸ θέλημά μας, νὰ ἔχουν καὶ νὰ κρατοῦν τὸν βίον τους, σιμά των ὡς νὰ δουλεύουν τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς ἑορτὰς νὰ μὴν τιμοῦν. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁποῦ τιμοῦν τοὺς ἁγίους, παρακαλοῦν καὶ οἱ Ἅγιοι δι` αὐτοὺς τὸν Θεόν, καὶ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ξαναφεύγουν ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς θρηνοῦμεν πῶς τοὺς ἐχάσαμεν, διατὶ δὲν κάμνουν πλέον τὸ θέλημά μας, καὶ διὰ τοῦτο ὁ πρῶτος μας, πολλὰ συγχίζεται καὶ θλίβεται δι’ αὐτούς, τότε δὲ, κάμνει σύναξιν μεγάλην εἰς ὅλους τοὺς Δαίμονας καὶ πολλὰ πολλὰ τοὺς μαλώνει καὶ τοὺς ὑβρίζει, πῶς δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν σκάνδαλα εἰς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ἐορτάζοντας τὰς Κυριακάς, διὰ τοῦτο μαλώνει ἡμᾶς καὶ τότε πηγαίνομεν καὶ ἡμεῖς καὶ τοὺς ἀνακατώνομεν καὶ οὕτω κάμνουν πάλιν τὸ θέλημα μας, καὶ ἐπιστρέφομεν εἰς τὸν αὐθέντην μας, καὶ μᾶς χαίρεται κατὰ πολλάς, καὶ μᾶς ἀξιώνει εἰς περισσοτέραν τιμήν, καὶ πάλιν στέλλει καθ’ ἕναν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς διαφόρους ὑπηρεσίας, δηλαδὴ ἄλλους εἰς τὴν θάλασσαν νὰ παρακινοῦν τοὺς ναύτας νὰ πνίγουν τοὺς ἐπιβάτας διὰ νὰ πάρουν τὸν βίον τους ἂν ἔχουν, ἄλλους εἰς τὰ ποτάμια, καὶ πάλιν στέλλει τὸν ἔξαρχον μὲ ἑκατὸν πεντήκοντα Δαίμονας νὰ ταράσσουν τὴν θάλασσαν διὰ νὰ κινδυνεύουν τὰ καράβια, καὶ νὰ ἀγανακτοῦν οἱ ναῦται καὶ νὰ ὑβρίζουν τὴν πίστιν τους, καὶ νὰ λέγουν πολλὰς ἄλλας βλασφημίας, ἄλλους διὰ νὰ φονεύουν τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἄλλους εἰς τὰ παιγνίδια διὰ νὰ κάμουν σκάνδαλα νὰ μαλώνουν καὶ νὰ ὑβρίζωνται ἕνας τὸν ἄλλον ἄνθρωπον, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ ὁλίγον εἰς ὁλίγον πιάνονται καὶ δέρνονται καὶ ἔτζι κάμνουν τὸ θέλημά μας, δίδοντες εἰς αὐτοὺς πολὺν θυμὸν διὰ νὰ χάνουν τὸν μισθόν τους ἀπὸ τὸν Ἅγιον ὁποῦ ἐορτάζουν, καὶ ἄλλοι πάλιν δαίμονες εἰσχωροῦν εἰς ἀνδρόγυνα καὶ κάμνουν πολλὴν μάχην, καὶ ἄλλοι εἰς ἐκείνους ὁποῦ ἔχουν περισσὸν βίον, διὰ νὰ σκληρύνουν, τὰς καρδίας των καὶ νὰ μὴ λυπῶνται τοὺς πτωχοὺς διόλου, ἀλλὰ μόνον νὰ παίρνουν τῶν πτωχῶν τὸ ἀμπέλι, ἢ τὸ χωράφι, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν πολὺ νὰ μὴ λυπῶνται οἱ πλούσιοι, τοὺς πτωχούς».
Τότε λέγει του ὁ Ἅγιος «Ὁρκίζω σε εἰς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, νὰ μοῦ εἰπῇς καὶ τοῦτο τὶ ἔχετε ἐσεῖς οἱ δαίμονες μὲ τοὺς πτωχούς;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Ἡμεῖς ἀπὸ τοὺς πτωχοὺς διάφορον δὲν ἔχομεν, παρὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ κλέπτουν, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας δοῦλοι, ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ φυλάττουν τὴν πίστιν τους, διάφορον δὲν ἔχομεν.»
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ δίδουν τὰ ἀργύρια τους μὲ τὸ διάφορον πῶς τοὺς ἔχετε;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Αὐτοὶ εἶναι ἰδικοί μας φίλοι.»
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ μαντεύουν πῶς τοὺς ἔχετε;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Αὐτοὶ εἶναι ὡσὰν μανάδες μας, ἐπειδὴ πλανοῦν τὸν κόσμον, καὶ ἔρχεται πρὸς ἡμᾶς καὶ ἔχομεν πολὺ διάφορον ἀπὸ αὐτούς, διατὶ ἀφίνουν τὸν Θεόν, καὶ κάμνουσι τὸ ἰδικόν μας θέλημα, ἐπειδὴ κάμνουν τὸν ἑαυτόν τους διὰ Θεὸν καὶ προσκαλοῦν ἡμᾶς διὰ νὰ δώσωμεν εἰς τὸν ἄρρωστον τὴν ὑγείαν του, καὶ τότε ὁ μαντατοφόρος Δαίμων στέλλει δώδεκα ὑπηρέτας νὰ κάμουν φαντασίαν, πῶς ἀπὸ τὴν μαντείαν ἐσηκώθη ὁ ἄρρωστος, καὶ εὐθύς, ὁ μαντατοφόρος Δαίμων γράφει εἰς τὸ κατάστιχόν του ἐκείνους ὁποῦ κάμνουν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸ θέλημά του, διὰ τοῦτο καὶ ὁ αὐθέντης μας, πολλὰ τοὺς χαίρεται, καὶ τοὺς ἀξιώνει εἰς μεγαλητέραν τιμήν.
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἐκείνους ὁποῦ δὲν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακὴν πῶς τοὺς ἔχετε;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Ὡσὰν οἱ γονεῖς τὰ παιδία των – διατὶ ἡμέραν Κυριακὴν μᾶς ἅρπαξεν ὁ Χριστός, ὅσους εἴχαμεν εἰς τὴν κόλασιν.»
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Διατὶ ἐβάλλατε τοὺς Ἑβραίους καὶ τὸν ἐσταύρωσαν;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Δὲν τὸ ἠξεύραμεν ὅτι ἦτον ὁ Θεός, ἀμὴ ἐνομίζαμεν αὐτὸν διὰ Προφήτην καὶ ἠπατήθημεν. Διότι τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ κανεὶς δὲν τὰς ἠξεύρει. Λοιπὸν παρακαλῶ σε Ἀντώνιε, ἄφησέ με νὰ ὑπάγω, διότι πολὺ ἄργησα, καὶ πλέον μὲ τοὺς ἀδελφούς μου δὲν θὰ ἔχω ἀνάπαυσιν.»
Λέγει του ὁ Ἅγιος, «Ζῇ Κύριος ὁ Θεός μου, δὲν σὲ ἀφίνω ἂν δὲν μοῦ εἰπῇς ἀκόμη τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων.»
Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Δαίμων λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον «Πολὺ κακὸν ἔκαμες εἰς ἐμέ, Ἀντώνιε, καὶ μὲ ἀργοπορεῖς κάθοντάς με ἐδῶ ἀδιαφόρευτον. Καὶ κατὰ πολλὰ ζημιώνομαι, χάνοντας καὶ τὴν ὑπόληψίν μου ἀπὸ τὸν αὐθέντην μου.»
Λέγει του ὁ Ἅγιος εἶπέ μοι καὶ τοῦτο «Αὐτοὺς ὁποῦ δὲν ἀγαποῦν ἕνας τὸν ἄλλον, πῶς τοὺς ἔχετε»;
Λέγει ὁ Δαίμων «Ἐδικοί μας κουμπάροι εἶναι, διότι καὶ ἡμεῖς ἀγάπην ἀναμεταξύ μας δὲν ἔχομεν, καὶ ἐκεῖ ὁποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀγάπη δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἐμβῶμεν εἰς αὐτοὺς διὰ νὰ ἐνεργήσωμεν ὅλα ἐκεῖνα, ὁποῦ θέλομεν καὶ ἀρέσουν τοῦ αὐθέντος μας, διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιθυμεῖ περισσότερον ἄλλο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, εἰμὴ τὴν ἀγάπην, διὰ τοῦτο καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἔχουν τὴν ἀγάπην πρὸς τοὺς γειτόνους των, στεκόμεθα μακρὰν ἀπὸ αὐτούς.
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἀμὴ αὐτοὺς ὁποῦ δίδουν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς πῶς τοὺς ἔχετε»;
Λέγει του ὁ Δαίμων «Πολλαῖς μαχαιριαῖς ἐμπήγουν εἰς τὴν καρδίαν μας ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ λυποῦνται τοὺς πτωχούς, διότι εὐσπλαγχνίζεται καὶ αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ ἅμα δώσουν τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχοὺς σβύνονται ἀπὸ τὸ κατάστιχον τῶν γραμμάτων μας αἱ ἁμαρτίαι των, καὶ ἡμεῖς χάνομεν τὸν κόπον μας, καὶ δὲν ἔχομεν ἀπὸ αὐτοὺς ποσῶς διάφορον.»
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἀμὴ ἐκείνους ὁποῦ κρατοῦν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, πῶς τοὺς ἔχετε;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Αὐτοὶ εἶνε τραπεζῖται ἐδικοί μας, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος πέρνουν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸ ἁρπάζομεν ἡμεῖς, καὶ διὰ τοῦτο ποτέ τους δὲν χορταίνουν, καὶ εἰς αὐτὸ χαιρόμεθα πολύ• ἀλλὰ δὲν ἤξευρα πῶς ἔχεις νὰ μὲ κρατήσῃς ἐδῶ τόσον καιρόν, ἀλλὰ ἤθελα νὰ φύγω μακρὰν ἀπὸ ἐσένα ὥσπερ δαίμων».
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Καὶ ἐγὼ θαυμάζω πῶς ἐσεῖς οἱ δαίμονες κάμνετε τόσον κακὸν εἰς τὸν κόσμον»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Διὰ τοῦτο μᾶς ἐκαταράσθη ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴν ἔχωμεν κανένα καλόν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καλωσύνην ν΄ἀπέχωμεν πάντοτε καὶ διὰ τοῦτο ἐργαζόμεθα κάθε λογῆς κακὸν εἰς τὸν κόσμον, ὡς καὶ εἰς τοὺς βασιλεῖς, καὶ εἰς τοὺς πατριάρχας, καὶ εἰς τοὺς μητροπολίτας καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ μοναχοὺς καὶ ὁσίους καὶ εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ πλουσίους, καὶ εἰς ὅλους δίδομεν σχεδὸν τὴν φιλαργυρίαν, τὴν μάχην, τὴν ζηλίαν, τὸν φθόνον καὶ ὅλα τὰ ἐπίλοιπα κακά, καὶ ὡς ἐκ τούτου γίνονται φίλοι μας. Καὶ τὶ νὰ σὲ εἰπῶ, Ἀντώνιε, αἱ τέχναι μας εἶναι ἀμέτρηται.»
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἀμὴ εἰς τὰ παιδία τὶ κάμνετε ἐκεῖ ὁποῦ παίζουν;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Ἐκεῖ ἔχομεν ἡμεῖς τὴν χάριν μας καὶ κάμνομεν πολλὰς τέχνας διὰ νὰ σφαγοῦν ἢ νὰ ἐβγάλουν τὰ ὀμμάτια τους, ἢ νὰ τσακίσουν τὰ χέρια τοὺς καὶ τὰ ποδάρια τους, καὶ ἀλλὰ πολλὰ κακὰ ἐργαζόμεθα διὰ νὰ θυμώνεται τὸ ἕνα κατὰ τοῦ ἄλλου, καὶ νὰ πηγαίνουν οἱ γονεῖς των εἰς τὰ κριτήρια καὶ εἰς τοὺς αὐθεντάδες νὰ ἐξοδιάζουν τὸ βίον τους καὶ νὰ χαλοῦν τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ νὰ τὰ φθείρουν τοῦ κακοῦ, ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι διάφορον ἐδικόν μας ὁποῦ ἔχωμεν καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη.»
Λέγει του ὁ Ἅγιος «Ἀμὴ εἰς τὸν διδάσκαλον, ὁποῦ μανθάνει τὰ παιδία ἱερὰ γράμματα, ὑπάγετε καὶ ἐκεῖ νὰ κάμνετε σκάνδαλα;»
Λέγει του ὁ Δαίμων «Εἰς αὐτὰ ὑπάγομεν, ἀμὴ στεκόμεθα ἀπὸ μακράν, διότι κρατοῦν τὰ βιβλία καὶ διαβάζουν τὰ γράμματα, μὲ τὰ ὁποῖα πολλά μᾶς κατακρίνουν καὶ μᾶς κατηγοροῦν, διὰ τοῦτο δὲν ὑπάγωμεν σιμά των, παρ΄ὅταν παύσουν καὶ δὲν διαβάζουν, τότε ὑπάγωμεν κοντά των καὶ βάνωμεν εἰς αὐτὰ πολλοὺς λογισμοὺς διὰ νὰ μισοῦν τὸ γράμματα, διὰ νὰ μὴ διαβάζουν, ὥστε νὰ μισοῦν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας, διατὶ διαβάζοντας πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ παιδία γυρίζουν εἰς θεογνωσίαν καὶ ἔχουμεν πολλὴν ἀδικίαν ἀπὸ αὐτά, καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζομεν νὰ κάμνουν τὸ θέλημά μας βάνοντας εἰς αὐτά, μεγάλας παιδεύσεις καὶ τιμωρίας, καὶ τότε τὰ γράφομεν εἰς τὸ κατάστιχόν μας, συντρίβοντες ἀπὸ αὐτὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ ὅσοι ἀναγινώσκουν τὰ γράμματα πολλὰ μᾶς ὑβρίζουν, καὶ διὰ τοῦτο κάμνομεν τὰ παιδία νὰ μισοῦν τὰ γράμματα, καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ τὰ ἰδοῦν, κάμνοντες καὶ τοὺς γονεῖς των νὰ γίνωνται ἀμελεῖς καὶ νὰ μὴν τὰ παιδεύουν εἰς τὰ γράμματα» ἐπειδὴ διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων δοξάζεται ὁ Θεὸς διὰ τὴν πολλὴν χάριν ὁποῦ ἔχουν.
Ταῦτα ἄκουσας ὁ Ἅγιος παρὰ τοῦ Δαίμονος, εἶπεν εἰς αὐτόν «Ἐπιτιμήσει σε, Κύριος ὁ Θεός, διάβολε, εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῆς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Καὶ παρευθὺς ἔγεινεν ἄφαντος ὁ Δαίμων ἀπ´ αὐτόν. Καὶ μείνας ὁ Ἅγιος ἐκστατικὸς ἐκείνην τὴν ὥραν, εἶπε «Θεὲ Παντοκράτωρ καὶ Κύριε τοῦ ἐλέους, ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, αὐτὸς δεσπότα φιλάνθρωπε, ἐλευθέρωσόν με ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ παμπόνηρου διαβόλου» καὶ ποιήσας προσευχὴν ὁ Ἅγιος ὕπνωσεν ὁλίγον. Προσελθὼν λοιπὸν Ἄγγελος Κυρίου εἶπε πρὸς αὐτόν «Ἀντώνιε, εἶδες τὸν πονηρὸν δαίμονα;» Ναί, εἶδα αὐτὸν ἀπεκρίθη ὁ Ἅγιος -ἀμὴ ποῖος εἶσαι ὁποῦ μοῦ συντυχαίνεις; Λέγει του, ὁ Ἄγγελος «Ἐγὼ εἶμι ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ καὶ ἤλθα νὰ σοῦ εἰπῶ νὰ γράψεις τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων καὶ νὰ τὰς φανέρωσῃς εἰς τὸν Κόσμον». Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ ὅσιος, ἐνεθυμήθη τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου, καὶ εὐχαριστήσας τὸν Θεόν, εἶπεν «Εὐχαριστῶ σοι Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, ὁποῦ ἔστειλας τὸν Ἄγγελόν σου λέγοντάς μου νὰ γράψω τὰς πανουργίας τῶν δαιμόνων, πῶς αὐτοὶ κάμνουσι φθόνους, φόνους, μάχας καὶ ζηλοφθονίας μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐνεργοῦν εἰς αὐτοὺς νὰ ἐχθρεύωνται ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ μὴν τιμοῦν τὴν ἁγίαν Κυριακήν, ὁποῦ ἔγεινεν ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»
Διὰ τοῦτο τέκνα μου ἀγαπητά ἐν Χριστῷ, παρακαλῶ νὰ ἀκούσητε ταύτην μου τὴν νουθεσίαν, καὶ νὰ ἀπέχητε ἀπὸ κάθε λογῆς παιγνίδια καὶ ἀτοπήματα, ἐπειδὴ αὐτὰ χαίρονται νὰ βλέπουν οἱ πονηροὶ δαίμονες, ὁποῦ προξενοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀμέτρητα σκάνδαλα, καὶ νὰ παρακαλῆτε τὸν Θεὸν νὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ ὅλα τὰ κακὰ καὶ τὰς ἐνέδρας τοῦ μιαροῦ ἐχθροῦ μας, δαίμονος, καὶ νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν βοηθόν μας, οὗ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

«Εάν ανομίας παρατηρήσης Κύριε, Κύριε, τις υποστήσεται;»



«Αν Κύριε, εξετάσης τις ανομίες μας, ποιος θα μπορέση να σταθή μπροστά σου;». Για να μη λέγη λοιπόν κάποιος ότι, επειδή είμαι αμαρτωλός και γεμάτος από αμέτρητα κακά, δεν μπορώ να προσέλθω και να προσευχηθώ και να παρακαλώ τον Θεό, αφαιρώντας την δικαιολογία αυτή λέγει: «Αν εξετάσης τις ανομίες μας Κύριε, Κύριε, ποιος θα μπορέση να 
σταθή μπροστά σου;»; Το «ποιος», εδώ σημαίνει κανένας. Διότι δεν είναι δυνατό, δεν μπορεί κανένας ποτέ να επιτύχη την ευσπλαχνία και φιλανθρωπία του Θεού, αν εξετασθούν με λεπτομέρεια οι ευθύνες των πράξεών του.
Και αυτά τα λέγω όχι για να οδηγήσω τις ψυχές σας σε αδιαφορία, αλλά για να παρηγορήσω εκείνους που πέφτουν σε απόγνωσι. Διότι ποιος θα μπορέση να καυχηθή ότι έχει αγνή καρδιά; ή ποιος θα έχη το θάρρος να πη ότι είναι καθαρός από αμαρτίες; 
Και γιατί αναφέρω τους άλλους; Διότι και αν ακόμη παρουσιάσω στη μέση τον Παύλο και θελήσω να κάνω ακριβή εξέτασι των πράξεών του, δεν θα μπορέση να σταθή απέναντί Του. Πράγματι, τι θα μπορούσε να πη; Μελέτησε προφήτες με πολύ ζήλο˙ υπήρξε ζηλωτής των 
πατρώων παραδόσεων, είδε να γίνωνται θαύματα, και όμως εξακολουθούσε να καταδιώκη την Εκκλησία˙ και δεν μεταστράφηκε παρά μόνον όταν είδε εκείνο το παράξενο όραμα 
και άκουσε εκείνη τη φρικτή φωνή˙ πριν από αυτό όμως όλα τα ανακάτωνε και τα συνέχεε. Αλλ’ όμως παραβλέποντας ο Θεός όλα εκείνα, και τον προσκάλεσε και τον έκανε άξιο 
μεγάλης χάριτος. 
Τι συνέβη πάλι με τον κορυφαίο εκείνον, τον Πέτρο; δεν τον έλεγξε, όταν μετά από αμέτρητα σημεία και θαύματα και τόσο μεγάλη παραίνεσι και συμβουλή, έπεσε στο φοβερό 
εκείνο παράπτωμα; Αλλ’ όμως και εκείνο το παρέβλεψε και τον κατέστησε πρώτο ανάμεσα στους αποστόλους. Γι’ αυτό και έλεγε: «Σίμων, Σίμων, ο σατανάς θέλησε να σας κοσκινήση σαν το σιτάρι, εγώ όμως προσευχήθηκα για σένα, ώστε να μη σε εγκαταλείψη η πίστις σου» ( Λουκ. 22, 31-33 ). Και μετά από αυτά, αν δεν έλθη να κρίνη τους ανθρώπους με ευσπλαχνία και φιλανθρωπία, αλλά κρίνη με ακρίβεια και λεπτομέρεια, οπωσδήποτε όλους θα μας βρη υπεύθυνους. Γι’ αυτό και ο Παύλος έλεγε: «Δεν αισθάνομαι καμμία ενοχή εναντίον του εαυτού μου, αλλά αυτό δεν με κάνει να θεωρώ τον εαυτού μου δικαιωμένο» (Α΄ Κορ. 4,4)

“Η ελπίδα στον Θεό μεταβάλλει τα πάντα…”

“Η ελπίδα τότε προπαντός υπάρχει, όταν, ενώ τα φαινόμενα μας οδηγούν σε απόγνωση, αυτή μας ετοιμάζει να έχουμε θάρρος για το μέλλον…

Η ελπίδα στον Θεό μεταβάλλει τα πάντα…

Είναι δυνατόν στον Θεό και από το αδιέξοδο να βρει διέξοδο. Όταν τα πράγματα φτάσουν σε αδιέξοδο, τότε προ πάντων να ελπίζεις. Γιατί, τότε κυρίως ο Θεός δείχνει την δύναμή Του, όχι από την αρχή, αλλά όταν οι ανθρώπινες ελπίδες διαψευσθούν. Γιατί αυτός είναι ο κατάλληλος καιρός για την επέμβαση του Θεού…

Για την σωτηρία μας τίποτε δεν είναι ισάξιο με το να εμπιστεύεται κανείς τον Θεό πάντοτε και να εξαρτάται εξ ολοκλήρου από εκείνη την ελπίδα, κι αν ακόμη συμβαίνει να είναι αμέτρητα αυτά, που εμβάλλουν σε απόγνωση…

Είναι μεγάλη η δύναμη της ελπίδας στον Θεό, είναι φρούριο απόρθητο, τείχος ακαταμάχητο, συμμαχία ακατανίκητη, λιμάνι γαλήνιο, πύργος ανίκητος, όπλο αήττητο, δύναμη ακατάβλητη, που βρίσκει διέξοδο ακόμη κι εκεί, που δεν υπάρχει πέρασμα…

Το άξιον θαυμασμού είναι τούτο, ότι δηλαδή και οι αμαρτωλοί, όταν στηρίζονται σε αυτήν την άγκυρα της ελπίδος, γίνονται ακατανίκητοι από όλους. Γιατί αυτό προ πάντων είναι γνώρισμα της διαθέσεως προς τον Θεό, όταν δηλαδή εμπιστευθείς στην φιλανθρωπία του Θεού, μολονότι βαρύνεσαι με τόσα πολλά κακά”.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
από το βιβλίο: “Τα τρία όπλα της σωτηρίας” – Π.Μ. Σωτήρχος (Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη).

Συλλέκτης Κυριακών ...


Δεν έμοιαζε με κανέναν κλασσικό συλλέκτη… Από αυτούς που δαπανούν περιουσίες ολάκερες προκειμένου να αποκτήσουν το σπάνιο ,το δυσεύρετο, το μοναδικό …και έπειτα να το βάλουν σε περίοπτη θέση , να το φωτίσουν καλά και να το δείχνουν με καμάρι σε όλους τους επισκέπτες τους , συνοδεία πολλών θαυμαστικών και τυμπανοκρουσιών …πίνακες μεγάλων ζωγράφων, έργα τέχνης ανεκτίμητα φωτογραφίζονται και διαφημίζονται , πωλούνται και αγοράζονται …
Κυριακή πρωί μετά την Εκκλησία επιστρέφαμε μαζί στην κατηφόρα της Παναγίτσας …
Κόπιασε στο φτωχικό μου να σε κεράσω καφεδάκι και λουκούμι …πάμε πάνω να δεις το αρχονταρίκι μου !! 
Μικρό διαμέρισμα πολυκατοικίας ευωδιαστό από θυμίαμα λιβανιού με ελάχιστα έπιπλα ,πολλά βιβλία και εικονοστάσια σχεδόν σε όλους τους τοίχους …Τον απήλαυσα εκείνον τον καφέ με το λουκούμι , πάνε χρόνια από τότε …
Κάμποσες ώρες συζητούσαμε με τον φτωχό στα υλικά μα ζάμπλουτο στα ουράνια τα του Θεού, αδερφό μου …Το μάτι μου έπιασε σ ένα από τα αμέτρητα ράφια του σπιτιού μια στοίβα από κιτρινισμένα φύλλα …Τι είναι αυτά ; τον ρώτησα ..
Αυτή είναι η συλλογή μου ! μου είπε κοιτάζοντας χαμηλά …κατάλαβα ότι από ταπείνωση δεν ήθελε να πει πολλά μα εγώ επέμεινα τραβώντας ένα από τα κίτρινα χαρτιά …
Συλλέγεις την Φωνή του Κυρίου ;
Ναι είμαι συλλέκτης Κυριακών !! Τα τελευταία είκοσι χρόνια …
-Για να υπολογίσω ..χίλιες Κυριακές!!! Θεέ μου πόσες !!!Και δεν έλειψες ούτε μια από την Εκκλησία ;; -Έδωσε ο Θεός και δεν έλειψα καμιά …
Τα κιτρινισμένα φύλλα κλείνουν μέσα τους κεχριμπαρένια λόγια που υπογράφουν από το 1952 άνθρωποι μόνο με τα αρχικά τους …δείγμα και αυτό μεγάλης ταπείνωσης. Θυμάμαι τον αδερφό μας να μου λέει πως μόνο με την Αγία Γραφή και την Φωνή του Κυρίου μπορεί κάποιος να οικοδομηθεί πνευματικά …
Το έχω διαπιστώσει αμέτρητες φορές …μιας και από εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό έγινα και εγώ συλλέκτης Κυριακών ..
Και κάθε εβδομάδα στην ημέρα του Κυρίου την γεμάτη αγαλλίαση και ευφροσύνη , την κρατάω με λαχτάρα πάντα και διαβάζω πρώτα το έτος και τον συνολικό αριθμό των φύλλων …τα τελευταία που αντίκρυσα ήταν :έτος 59ον ,αριθ.φυλ . 3044 …
Άραγε να υπάρχει κανείς με τόσες Κυριακές στην συλλογή του ;
Υγ: Ξημερώνει ημέρα του Κυρίου ...Ούτε του Ηλίου ...ούτε κανενός αχρείου ...Μόνο δική Του !

Νώντα Σκοπετέα

Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ

.

image

ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, στα μέσα Μαΐου του 2010, λίγο μετά το τέλος της ακαδημαϊκής μας χρονιάς, η Έμιλι κι εγώ γυρίσαμε στην Κύπρο για νέες συζητήσεις με τον πατέρα Μάξιμο. Θεωρούσα ότι η δουλειά μου είχε ολοκληρωθεί ουσιαστικά, επομένως δεν χρειαζόμουν άλλο υλικό για το βιβλίο.
Όμως, η Έμιλι επέμενε να γνωρίσω έναν Κύπριο επιχειρηματία τον οποίο δεν γνώριζε η ίδια, αλλά που, σύμφωνα με μια στενή φίλη της, τη Θέκλα, είχε μια εκπληκτική ιστορία την οποία έπρεπε να ακούσω. Έχοντας ακούσει πολλές θαυμαστές και παραφυσικές ιστορίες, ήμουν απρόθυμος να επενδύσω κι άλλο χρόνο σε νέες γνωριμίες. Όμως, όπως συνήθως, η διαίσθηση της Έμιλι αποδείχθηκε απόλυτα εύστοχη. Τελικά, πείσθηκα να γνωρίσω τον Γιάννη, τον άγνωστο με την ασυνήθιστη εμπειρία.
Ο Γιάννης στην αρχή αντιμετώπισε με καχυποψία τις προθέσεις της Έμιλι, όταν έλαβε το τηλεφώνημά της. «Πώς βρήκατε τον αριθμό μου;» ήταν η πρώτη του αντίδραση.
Μια Δευτέρα πρωί, δύο μέρες μετά το τηλεφώνημα την., Έμιλι, ο Γιάννης έφτασε στο διαμέρισμά μας μαζί με ένα φίλο του, τον Σωτήρη, συνταξιούχο κρατικό υπάλληλο. Στην αρχή έδειχνε ανήσυχος, αλλά όταν αρχίσαμε να μιλάμε, ξεπέρασε την επιφυλακτικότητά του. Το γεγονός ότι ο φίλος του ήταν πνευματικός μαθητής του πατρός Μαξίμου μας βοήθησε να δημιουργήσουμε μια φιλική επαφή από την αρχή. Ύστερα από μερικά λεπτά προεισαγωγικών εξηγήσεων, ο Γιάννης άρχισε να αφηγείται την ιστορία του λεπτομερειακά.
Ήταν ένας πενηντάχρονος επιχειρηματίας, παντρεμένος, με δύο παιδιά, δύο κόρες εφηβικής ηλικίας. Σε ένα επιχειρηματικό ταξίδι σε μια πρώην σοβιετική δημοκρατία, τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν φυλακή με πλαστές κατηγορίες σωματεμπορίας. Μας εξήγησε ότι οι δεσμοφύλακες στην πραγματικότητα ανήκαν σε ένα κύκλωμα τύπου μαφίας και η σύλληψή του έγινε με σκοπό να του αποσπάσουν λύτρα. Απαίτησαν τριάντα χιλιάδες ευρώ. Σύμφωνα με τον Γιάννη, η τοπική μαφία συνεργαζόταν με διεφθαρμένους πολιτικούς που είχαν διασυνδέσεις με το δικαστικό σύστημα της χώρας. «Κόντευα να τρελαθώ», μας είπε. «Δεν είχα ιδέα τι θα μου συνέβαινε και οι συνθήκες ζωής στη φυλακή ήταν άθλιες. Κρύωνα και πεινούσα».
Αφού δεν ήξερε την τοπική γλώσσα και δεν είχε κανέναν για να τον υπερασπιστεί, ο Γιάννης βρέθηκε σε έναν καφκικό εφιάλτη. Η οικογένειά του στην Κύπρο αγωνιούσε. Η γυναίκα του κατάφερε να προσλάβει ένα δικηγόρο, ο οποίος ήρθε σε επαφή μαζί του. Μέσω του δικηγόρου, η θρήσκα μητέρα του του έστειλε την Αγία Γραφή και ένα βιβλίο με τους βίους των αγίων. «Δεν ήμουν θρήσκος άνθρωπος», εξήγησε ο Γιάννης. «Δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ την Αγία Γραφή ούτε και κανένα άλλο θρησκευτικό βιβλίο. Όμως, μέσα σε εκείνη την ολοκληρωτική απόγνωση και απομόνωση, άρχισα να διαβάζω αυτά τα δύο βιβλία όταν δεν με έβλεπαν οι φύλακες, καθώς το διάβασμα απαγορευόταν».
Ένα βράδυ, καθώς ο Γιάννης ήταν ξαπλωμένος στην κουκέτα του τρέμοντας και νιώθοντας απαίσια, εμφανίστηκε στο κελί του ένας ηλικιωμένος μοναχός και του είπε ότι ήταν ο γέροντας Παΐσιος από το Άγιο Όρος. Ο Γιάννης έσπευσε να μας διαβεβαιώσει ότι δεν είχε ξανακούσει ποτέ για τον Παΐσιο και δεν ήξερε ποιος ήταν. Το βιβλίο με τους βίους των αγίων που του είχε στείλει η μητέρα του δεν έγραφε τίποτα για τον συγκεκριμένο γέροντα.
«Ό γέροντας Παΐσιος σε εκείνο το όραμα μου είπε: “Τέκνον μου, μη φοβάσαι. Έχε πίστη και θα σε βοηθήσω να φύγεις από αυτό το μέρος. Αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς πως όταν γυρίσεις στην Κύπρο, θα αναζητήσεις το γέροντα Σεραφείμ και θα τον έχεις ως πνευματικό και εξομολογητή σου”. 
Δεν είχα ξανακούσει ποτέ ούτε για το γέροντα Σεραφείμ», είπε ο Γιάννης. Μας είπε ότι είδε αρκετά ακόμα οράματα με το γέροντα Παΐσιο στο κελί του και ότι ο γέροντας του έδινε κουράγιο όσο κράτησε η εξάμηνη δοκιμασία του. Ο Γιάννης δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν παραληρούσε και δεν έβλεπε πράγματα που δεν υπήρχαν. Επιπλέον, τα οράματά του ήταν θεραπευτικά. Απαλλάχθηκε από το φόβο του και άρχισε να ελπίζει ότι τα δεινά του θα λάμβαναν τέλος σύντομα.
Αν ήταν εκεί παρόντες συμβατικοί ψυχολόγοι ή ψυχίατροι για να ακούσουν την αφήγηση του Γιάννη, είμαι σίγουρος ότι θα ερμήνευαν τα οράματά του ως παραισθήσεις, αποκυήματα ενός εγκεφάλου υπό ακραία πίεση. Δεν θα μπορούσαν να βγάλουν άλλο συμπέρασμα, αφού η συμβατική επιστήμη, λειτουργώντας στο πλαίσιο της αναγωγιστικής κοσμοθεωρίας της νεωτερικότητας, δεν προσφέρει άλλες εξηγήσεις. Ήμουν σίγουρος, όμως, ότι η εμπειρία του Γιάννη δεν μπορούσε να εξηγηθεί με τέτοιο συμβατικό τρόπο. Έχω γνωρίσει προσωπικά ανθρώπους που είναι απόλυτα σώφρονες και φυσιολογικοί, αλλά έχουν βιώσει τέτοιες εμπειρίες και, έτσι, ήμουν ανοιχτός στο ενδεχόμενο αυτή η εμπειρία να ήταν αυθεντική.
Ο Γιάννης τόνισε ότι δεν είχε καμία αμφιβολία πως τα οράματά του ήταν πραγματικά. Με τη βοήθεια του δικηγόρου του, αποφυλακίστηκε προσωρινά μέχρι την εμφάνισή του στην παρωδία δίκης που θα γινόταν, όπως το έθεσε. Ο δικηγόρος του, όμως, τον συμβούλευσε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία και να το σκάσει, γιατί, όπως τον προειδοποίησε, «δεν θα βρεις δικαιοσύνη εδώ και δεν θα μπορέσεις να φύγεις από τη χώρα ζωντανός».
Ο Γιάννης κατάφερε να το σκάσει από τη χώρα. Ανησυχούσε ακόμη μήπως το κύκλωμα της μαφίας τον καταδίωκε μέχρι την Κύπρο και γι’ αυτόν το λόγο αντέδρασε καχύποπτα όταν έλαβε το τηλεφώνημα της’Εμιλι.
Με την επιστροφή του στην Κύπρο, ο Γιάννης ανακάλυψε ότι ο γέροντας Σεραφείμ ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο, ένας γερο-ερημίτης που συνδεόταν με ένα από τα αρχαία ορεινά μοναστήρια του νησιού. 
Εκπληρώνοντας το αίτημα του γέροντα Παΐσιου, επικοινώνησε με το γέροντα Σεραφείμ για εξομολόγηση και πνευματική καθοδήγηση. Αυτός, με τη σειρά του, δέχθηκε τον Γιάννη ως μαθητή του. Έτσι, ο Γιάννης από αγνωστικιστής έγινε βαθιά θρήσκος.
«Βλέποντας τα πράγματα εκ των υστέρων», μας είπε, «μπορώ να πω ότι η δοκιμασία μου ήταν το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη στη ζωή μου. Μέσα από αυτήν ανακάλυψα τον Θεό».
Μία εβδομάδα αργότερα, η 'Εμιλι κι εγώ, μαζί με τον Γιάννη και το φίλο του τον Σωτήρη, ταξιδέψαμε σε μια δασώδη απομακρυσμένη περιοχή στους πρόποδες του Σταυροβουνίου για να συναντήσουμε τον πατέρα Σεραφείμ. Φτάσαμε στο ερημητήριό του στις επτά το βράδυ, αλλά ήταν μέσα Ιουνίου και είχε ακόμη αρκετό φως.
Ο γέροντας Σεραφείμ ήταν μια πραγματική έκπληξη. Για ενενηντάχρονο μοναχό, ήταν απίστευτα ακμαίος και γεμάτος φωτεινή ενέργεια. Πραγματικά, έδειχνε τουλάχιστον τριάντα χρόνια μικρότερος από την πραγματική του ηλικία. Λεπτός και με μέτριο ύψος, μου θύμισε έναν από εκείνους τους σπάνιους εντυπωσιακούς ενενηντάρηδες αθλητές που τρέχουν ακόμη σε μαραθώνιους. Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ο γέροντας εξέφραζε όλους τους καρπούς του Πνεύματος που είχε συζητήσει μαζί μας ο πατήρ Μάξιμος και για τους οποίους είχε γράψει ο Απόστολος Παύλος. 
Πραγματικά, ο πατήρ Σεραφείμ μου θύμισε το γέροντα Παΐσιο, τον οποίο είχα γνωρίσει το 1991, δύο χρόνια πριν αναπαυθεί. Όπως και Παΐσιος, ακτινοβολούσε μια άπλετη αφοπλιστική αγάπη και μια πηγαία χαρά που σε ηλέκτριζε. Η εύθυμη διάθεσή του, που θύμιζε επίσης το γέροντα Παίσιο, έκανε εγκάρδια τη συζήτηση και δημιουργούσε μια άμεση σύνδεση καρδιάς. Από προσωπική άποψη, χάρηκα όταν ανέφερε οι είχε διαβάσει αρκετές φορές τις ελληνικές μεταφράσεις τον Όρους της Σιωπής και των Δώρων της Ερήμου και εξέφρασα μεγάλο θαυμασμό για τον πατέρα Μάξιμο.
Αφού ανάψαμε τα κεριά μας στο μικρό του παρεκκλήσι όπου έκανε τις ολονυκτίες και τις προσευχές του, ο γέροντας Σεραφείμ μας έδειξε το πλούσιο και περιποιημένα περιβόλι του, το οποίο φρόντιζε ο ίδιος. Αυτός και η 'Εμιλι αντάλλαξαν πληροφορίες για διάφορα φυτά και τα μυστικά τους. Μετά, καθίσαμε και οι πέντε σε παγκάκια κάτω από μια κληματαριά, ενώ ο γέροντας Σεραφείμ μας μίλησε για τη ζωή του. Στο μεταξύ, ο Γιάννης, δείχνοντας την εξοικείωσή του με το ερημητήριο, μας ετοίμαζε αναψυκτικά.
Μέχρι τα εβδομήντα του, ο γέροντας Σεραφείμ ήταν άθεος και ένα από τα πρώτα μέλη μεγάλου κόμματος του νησιού. 
«Μπήκα στο κόμμα στα δεκαπέντε μου», μας είπε, «επειδή από πολύ νωρίς στη ζωή μου είχα ένα τρομερό πάθος με τη δικαιοσύνη. Κοίταζα γύρω μου και το μόνο που έβλεπα ήταν η εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλούσιους. Οι μοναδικοί που πάλευαν για εντιμότητα και δικαιοσύνη ήταν οι συνδικαλιστές, οι οποίοι εκείνη την εποχή ήταν όλοι μέλη του κόμματος. Έτσι μπήκα στο κόμμα. Πίστευα ότι το κόμμα είχε τις απαντήσεις σε όλα τα προβλήματά μας. Η θρησκεία δεν ήταν για εμένα. Ήταν το όπιο του λαού».
Ο γέροντας Σεραφείμ παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά, δύο γιους και μία κόρη. «Αντίθετα από εμένα», μας είπε, «η γυναίκα μου ήταν πολύ θρήσκα και πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή. Τη συνόδευα μέχρι εκεί και μετά πήγαινα σε ένα κοντινό καφενείο κι έπαιζα χαρτιά ή τάβλι μέχρι να τελειώσει η λειτουργία. Μετά, γύριζα μαζί της σπίτι. Φανταστείτε, δεν είχα μπει ποτέ μου σε εκκλησία από 
τα δεκαπέντε μου μέχρι τα εβδομήντα. Ήμουν άθεος επί πενήντα πέντε χρόνια!» Ο γέροντας Σεραφείμ γέλασε τρανταχτά. Μετά, συνέχισε λέγοντας ότι οι άνθρωποι που είχε γνωρίσει στο κόμμα δεν ήταν κακοί άνθρωποι. Είχαν καλές προθέσεις και ενδιαφέρονταν ειλικρινά για το κοινό καλό. Αυτοί ήταν που, στο διάστημα της βρετανικής κυριαρχίας, δούλεψαν ενεργά για να θεσπιστεί νομοθετικά η οκτάωρη εργασία και άλλοι νόμοι που προστάτευαν τα δικαιώματα των εργατών.
Σε ένα σημείο της ζωής του, λόγω οικονομικών δυσκολιών, ο πατήρ Σεραφείμ μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Λονδίνο, όπου έγινε επιτυχημένος επιχειρηματίας ανοίγοντας εστιατόρια που σέρβιραν ένα από τα τυπικά φαγητά των Άγγλων, ψάρι με τηγανητές πατάτες. Όλο αυτό το διάστημα παρέμεινε αφοσιωμένος στην ιδεολογία του. «Μου άρεσαν, επίσης, τα τυχερά παιχνίδια», πρόσθεσε γελώντας. «Ήταν ένα από τα πολλά μου βίτσια. Βλέπετε, δεν πίστευα σε τίποτα άλλο πέρα από την ύλη».
Ύστερα από αρκετά χρόνια στην Αγγλία, ο πατήρ Σεραφείμ επέστρεψε στην Κύπρο και επένδυσε τις οικονομίες του σε ένα ξενοδοχείο στη Λεμεσό. Τα παιδιά του έκαναν δικές τους οικογένειες κι αυτός επέστρεψε στις πολιτικές του δραστηριότητες.
Μια προσωπική κρίση, για την οποία δεν μας έδωσε λεπτομέρειες, άλλαξε ριζικά την κοσμοθεωρία του. «Σε μια στιγμή απελπισίας», συνέχισε, «έπεσα στα γόνατα και φώναξα: “Θεέ μου, αν υπάρχεις, δείξε μου ένα σημάδι της ύπαρξής σου και βοήθησέ με, με τα προβλήματά μου!”»
Αυτό ήταν ένα σημείο καμπής στη ζωή του πατρός Σεραφείμ, που, πριν γίνει μοναχός, λεγόταν Ανδρέας. Βίωσε μια πνευματική εμπειρία, μια κλασική αποκάλυψη σαν τουΠαύλου στο δρόμο προς τη Δαμασκό, στην οποία, όπως είπε ο ίδιος, «εντελώς ξαφνικά οι ουρανοί άνοιξαν και είδα την εκθαμβωτική δόξα του Θεού». 
Κούνησε το κεφάλι και είπε ότι, δυστυχώς, δεν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις για να εξηγήσει τι του είχε συμβεί. Ένα πράγμα ήταν βέβαιο σε ηλικία εβδομήντα ετών, η συνειδητότητα του πατρός Σεραφείμ άλλαξε ριζικά. Ενώ ήταν άθεος, μεταμορφώθηκε σε έναν βαθιά ευλαβικό πιστό, σε τέτοιο σημείο ώστε, με τη συναίνεση της γυναίκας του, αποφάσισε να γίνει μοναχός και να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε συνεχή προσευχή και περισυλλογή. Μάλιστα, η γυναίκα του αποφάσισε να γίνει κι αυτή μοναχή και, μαζί με τον άντρα της, να αφιερώσει τα υπόλοιπα χρόνια της στην επιδίωξη της ένωσης με τον Θεό. Δυστυχώς, πέθανε τρεις μήνες μετά την απόφασή της να πάει σε μοναστήρι.
Ο πατήρ Σεραφείμ επισκέφθηκε μερικά μοναστήρια ζητώντας να γίνει δόκιμος μοναχός, αλλά τον απέρριπταν για τί ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία για να μονάσει. Σε μια από τις μονές, ένας μοναχός του είπε ότι «τα μοναστήρια δεν είναι οίκοι ευγηρίας. Άλλωστε, δεν δεχόμαστε παντρεμένους εδώ».
Ο πατήρ Σεραφείμ (ή Ανδρέας εκείνη την εποχή) πήγε στο Άγιο Όρος και συμβουλεύτηκε έναν σεβαστό ερημίτη. Αυτός του είπε να επιστρέφει στην Κύπρο και τον διαβεβαίωσε ότι θα τον δέχονταν στην τελευταία μονή που τον είχε απορρίψει. Με την επιστροφή του στο νησί, πήγε πάλι σε αυτό το μοναστήρι και δήλωσε: «Ήρθα εδώ για να μείνω και δεν έχω σκοπό να φύγω». Ο γέροντας της μονής, ένας φημισμένος άγιος άνθρωπος που ήταν προικισμένος με διόραση (και ο οποίος έπαιξε επίσης ένα ρόλο στην αρχή της πνευματικής ζωής του πατρός Μαξίμου), έκανε μια μεγάλη συζήτηση μαζί του. Συνειδητοποίησε ότι η εμπειρία του πατρός Σεραφείμ ήταν μια γνήσια εκδήλωση του Αγίου Πνεύματος και του έδωσε άδεια να παραμείνει στη μονή. Έτσι, ο πατήρ Σεραφείμ μεταβίβασε την περιουσία του στα παιδιά του και έγινε μοναχός.
«Επί δύο χρόνια», μας είπε ο πατήρ Σεραφείμ, «προσπάθησα να είμαι υποδειγματικός δόκιμος, δείχνοντας ολοκληρωτική υπακοή στον μοναστικό τρόπο ζωής και στο γέροντα. Ταυτόχρονα, επειδή είχα πολλές πρακτικές ικανότητες από τις εμπειρίες μου στον κόσμο, ήμουν πολύ χρήσιμος στη μονή. Δεν τους έγινα βάρος όπως φοβήθηκαν στην αρχή και κατέληξαν να εκτιμήσουν τη διαμονή μου εκεί».
Όμως, ο πατήρ Σεραφείμ βρήκε τη ζωή στη μονή πολύ εύκολη και λαχταρούσε μεγαλύτερες πνευματικές προκλήσεις. Βιαζόταν να προχωρήσει. Το πάθος του ήταν να ενωθεί με τον Δημιουργό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πριν φύγει από αυτή τη ζωή. Η πνευματική εμπειρία του τον έκανε να νιώθει ανυπομονησία με οτιδήποτε λιγότερο. Ο γέροντας της μονής, που ήταν ο ίδιος τέσσερα χρόνια νεότερος από τον πατέρα Σεραφείμ, αναγνωρίζοντας τα ειδικά του χαρίσματα και την ασυνήθιστη πνευματική του κατάσταση, τον έκειρε «μεγαλόσχημο», που είναι το ανώτατο επίσημο αξίωμα για έναν μοναχό, το αντίστοιχο ενός διδακτορικού. Επιπλέον, του έδωσε την ευλογία του για να γίνει ερημίτης και να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του σε ένα πιο αυστηρό πρόγραμμα προσευχής.
Ο πατήρ Σεραφείμ πήρε άδεια να χρησιμοποιήσει ένα ερημητήριο που ήταν ιδιοκτησία μιας άλλης μονής, σε μικρή απόσταση στο πευκόφυτο βουνό. 
Εκεί, ζούσε με ακατάπαυστη προσευχή σχεδόν είκοσι χρόνια. Έτρωγε μόνο μία φορά τη μέρα, νήστευε τις περισσότερες μέρες του έτους και δούλευε μερικές ώρες κάθε μέρα στον κήπο του 
για να έχει να τρώει. Επιπλέον, κάθε μέρα από τις εννιά μέχρι τις έντεκα το πρωί καλωσόριζε προσκυνητές που ζητούσαν πνευματική καθοδήγηση. Την περισσότερη ώρα, όμως, την περνούσε με προσευχή, ενώ κοιμόταν ελάχιστα. Κάθε βράδυ, ο πατήρ Σεραφείμ είχε ολονυκτία. Προσευχόταν για το καλό των άλλων και του κόσμου και για τη δική του σωτηρία.
«Δεν ήμουν ποτέ πιο ευτυχισμένος σε όλη μου τη ζωή», μας είπε με συγκίνηση στη φωνή του. Ο πατήρ Σεραφείμ ήταν ζωντανό παράδειγμα χαρούμενου ανθρώπου. Βασισμένοι στο χρόνο που περάσαμε μαζί του, δεν είχαμε καμιά αμφιβολία ότι αυτά που μας είπε ήταν αλήθεια. «Η αγάπη και η ευσπλαχνία του Θεού για κάθε άνθρωπο είναι ανείπωτη, πιστέψτε με!» μας είπε επανειλημμένα. Ήταν το ίδιο μήνυμα που είχα ακούσει να επαναλαμβάνει ο γέροντας Παΐσιος όταν τον γνώρισα με τον Αντώνη και τον πατέρα Μάξιμο το 1991. Ήταν επίσης το μήνυμα που είχαμε ακούσει από έναν άλλον σεβαστό ερημίτη στο πρόσφατο ταξίδι μας στο Αγιο Όρος. Πραγματικά, εκείνος ο ερημίτης δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του καθώς μας μιλούσε για τη δύναμη της αγάπης του Χριστού για όλους τους ανθρώπους. Όπως και ο πατήρ Σεραφείμ, μιλούσε με τη βεβαιότητα του ανθρώπου που είχε άμεση εμπειρία της αγάπης του Θεού για τα πλάσματά Του.
Ο πατήρ Σεραφείμ μας παρακίνησε να τον επισκεφθούμε πάλι στο ερημητήριό του και συμφώνησε ευχαρίστως όταν η Έμιλι του ζήτησε στην επόμενη επίσκεψή μας να φέρουμε μαζί μας το φίλο μας τον Βλαδίμηρο. Αφού ήταν και οι δύο πρώην μέλη του ίδιου κόμματος, θα είχαν πολλά πράγματα να συζητήσουν. Όμως, ο απώτερος σκοπός της Έμιλι ήταν να βοηθήσει ο πατήρ Σεραφείμ τον Βλαδίμηρο να ξεπεράσει την κατάθλιψη και το φόβο του για τα γηρατειά και το θάνατο.
Την επόμενη εβδομάδα πήγαμε τους φίλους μας από τη Λεμεσό στο ερημητήριο του πατρός Σεραφείμ και ο γέροντας υποδέχθηκε εγκάρδια τον Βλαδίμηρο και τη γυναίκα του, την' Ελενα, με την προσφώνηση «αγαπημένοι μου φίλοι». Μιλώντας μαζί τους, τους αφηγήθηκε πολλές ιστορίες σχετικές με την προσωπική του μεταμόρφωση που τον έστρεψε από το κόμμα στην αποκλειστική αναζήτηση του Θεού. Όμως, ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης ανάμεσα στον πατέρα Σεραφείμ και τον Βλαδίμηρο αφορούσε ανθρώπους και γεγονότα από τα πολλά χρόνια που είχαν περάσει και οι δύο στο ίδιο κόμμα. Αυτό από μόνο του αναζωογόνησε τον Βλαδίμηρο και τον έκανε να νιώσει άνετα με τον πατέρα Σεραφείμ. Όμως, δεν ήταν σαφές εκείνη τη στιγμή αν αυτή η συνάντηση επηρέασε καθόλου την κοσμοθεωρία του Βλαδίμηρου.
Στο ταξίδι της επιστροφής στη Λεμεσό, συζήτησα με την Έμιλι και τους φίλους μας μερικές σκέψεις μου για το πώς μπορεί κανείς να κατανοήσει τη ριζική μεταμόρφωση του πρώην άθεου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΜΕΣΑ ΠΟΤΑΜΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ.