.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

“Χωρίς δυστυχίες μπορείς να εισέλθεις στην Βασιλεία των Ουρανών, αλλά χωρίς ελεημοσύνη ποτέ!”



Πόσο πολύ σήμερα ὁ κόσμος ἀγωνίζεται νά πλουτίζη σέ ἔργα ἀηδιαστικά καί ἐφήμερα!

Γι᾿ αὐτό εἶναι μεγάλη ἀνάγκη τά παιδιά τοῦ Θεοῦ νά πλουτίζωνται, ὅσο γίνεται περισσότερο, μέ αἰσθήματα καί ἔργα ἐλεημοσύνης. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἠμπορεῖ νά κάνη τό καλό καί δέν τό κάνει, εἶναι μία ἐλεεινή ὕπαρξις. Ἐάν δέν δίνουμε στόν πτωχό ἀπ᾿ αὐτά πού ἀπομένουν ἀπό τίς ἀνάγκες μας, αὐτό σημαίνει σάν νά ἁρπάζουμε τά καλά τοῦ ἄλλου.

Ὁ Θεός παραχωρεῖ νά ὑπάρχουν πολλές δυστυχίες καί συμφορές στόν κόσμο γιά νά σωθοῦν οἱ παθόντες διά τῆς ὑπομονῆς, ἐνῶ ἐσύ διά τῆς ἐλεημοσύνης.

Οἱ πλούσιοι παρέχουν στούς πτωχούς τά μέσα διατροφῆς τους, ἐνῶ οἱ πτωχοί μεσολαβοῦν στόν Θεό γιά τήν σωτηρία τῶν πλουσίων.

Χωρίς δυστυχίες ἠμπορεῖς νά εἰσέλθης στήν Βασιλεία τῶν Οὐρα­νῶν, ἀλλά χωρίς ἐλεημοσύνη ποτέ! Εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατο νά φθάσης, ἔστω καί στήν πόρτα τοῦ οὐρανοῦ, χωρίς τήν ἐλεημοσύνη.

Χωρίς ἐλεημοσύνη, ἡ ἴδια ἡ προσευχή εἶναι χωρίς καρπό. Μέ τί ἐλπίδα θά προσευχηθῆς στόν Θεό, ὅταν σύ ὁ ἴδιος δέν ἀκούεις τίς προσευχές τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅμοιοι μέ σένα; Πῶς θά ζητήσης μαζί μέ τούς ἄλλους χριστιανούς τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν Χριστό λέγοντας: «Δός μου, Κύριε…», ὅταν ἐσύ ὁ ἴδιος δέν βοηθεῖς τούς πτωχούς, ἐνῶ μπορεῖς νά τούς δώσης; Μέ τί στόμα θά εἰπῆς: «εἰσάκουσόν μου, Κύριε»!, ὅταν ἐσύ δέν ἀκούεις τόν πτωχό, ἤ πιό σωστά νά εἴπω τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος κράζει πρός ἐσένα διά τοῦ πτωχοῦ;

Ἔτσι ὅπως συμπεριφερόμεθα ἐμεῖς πρός τόν πλησίον μας, ἔτσι ἀκριβῶς συμπεριφέρεται καί ὁ Θεός πρός ἐμᾶς. Περιφρόνησες τόν πτωχό καί τόν περιέπαιξες, χωρίς νά τόν προστατεύσης; Καί ὁ Θεός θά περιφρονήση καί σένα. Δέν ἄνοιξες σ᾿ αὐτόν ποῦ σοῦ κτυπᾶ τήν πόρτα; Δέν θά ἀνοιχθοῦν οὔτε καί σέ σένα οἱ πόρτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Δέν ἄκουσες τόν στεναγμό αὐτοῦ πού ὑποφέρει; Οὔτε ὁ Θεός θ᾿ ἀκούση τόν στεναγμό σου στήν ὥρα τῆς προσευχῆς σου.

Τά δάκρυα εὐγνωμοσύνης τῶν πτωχῶν πού ἔχυσαν γιά τίς βοή­θειές σου σ᾿ αὐτούς θά εἶναι γιά σένα ἀστραφτερά μαργαριτάρια στήν πέραν τοῦ τάφου ζωή σου.

Ὅσα δάκρυα θά χύση ὁ πτωχός ἐξ αἰτίας τῆς ψυχρότητος καί ἀδιαφορίας σου, θά πέσουν στήν ψυχή σου σάν μία φλόγα φωτιᾶς μπροστά στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.

Ζήτησε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ διά τῆς ἐλεημοσύνης πρός τούς πτωχούς!

Θά σοῦ δώση ὁ Θεός! Λέγουν μερικοί στόν πτωχό καί δέν θέλουν οὔτε νά τόν κυττάξουν.

Ἀλλά πῶς ἐσύ συμπεριφέρεσαι ἔτσι στόν ἀδελφό σου, ἐνῶ αὐτός εἶναι στήν δυστυχία του; Ὁ Θεός στέλλει τόν Θεό σέ σένα καί σύ τόν στέλλεις πάλι στόν Θεό;

Ὁ Θεός θά τοῦ δώση ὁπωσδήποτε, μέσῳ ἄλλου ἀνθρώπου, ἀλλά τόν στέλλει σέ σένα νά τοῦ δώσης ἐσύ. Αὐτός θά δώση στούς πτωχούς γιά νά δώση καί σέ σένα τό ἔλεός Του, διότι ἐσύ ἔχεις ἀπείρως μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παρά ὁ πτωχός ἀπό τήν ἐλεημοσύνη σου.

Ὁ Θεός δέν ἐγκαταλείπει κανέναν, ἀλλά ἐσύ, στέλλοντας ὁ Θεός τόν πτωχό σέ σένα, ἀπογοητεύθηκες γιά τήν τιμή πού σοῦ ἔκανε ὁ Θεός καί ἀπεμάκρυνες τό δῶρο Του πού ἦλθε νά σοῦ δώση μέσῳ τοῦ πτωχοῦ.

Ἀγάπα τούς πτωχούς, διότι δι᾿ αὐτῶν καί ἐσύ θά εὕρης τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία σου. Πρόσφερε μέ ἁπλωχεριά στούς πτωχούς καί αὐτοί θά κάνουν τόν Θεό ἐλεήμονα γιά σένα στήν Δικαία Κρίσι Του.

από το βιβλίο: “ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ” – ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΠΟΚΑ
ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ (1910-1989)

ΝΑΙ! ΟΜΟΛΟΓΙΑΚΟ! ΕΤΣΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ!

Στὸ τηλέφωνο προχθὲς ἡ μάνα μου: «Παιδί μου, ἂν ἔκανα κάτι καὶ σὲ στενοχώρησα, θέλω νὰ μὲ συγχωρήσεις». Δὲν εἶχα κοιτάξει τὸ ἡμερολόγιο, γιὰ νὰ θυμηθῶ ὅτι αὐτὴν τὴν ἐποχὴ οἱ γονεῖς μου ἀνοίγουν τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στὴ γειτονιά μας, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὸ τάμα τῆς ἐτήσιας λειτουργίας ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ αἰφνιδιάστηκα: «Τί νὰ σὲ συγχωρήσω, ρὲ μάνα, δεσπότης εἶμαι;» Μοῦ θύμισε ὅτι τὴν ἑπομένη εἶχαν τὴν καθιερωμένη λειτουργία γιὰ τὴν οἰκογένειά μας καὶ πρόσθεσε: «Μά, θὰ μεταλάβω!» Τί νὰ κάνω, τῆς ἔδωσα… συγχώρεση μὲ ἕνα «ἐντάξει» καὶ κλείσαμε.

Τὴν ἑπομένη τὸ μεσημέρι στὸ τηλέφωνο, ὁ πατέρας μου γιὰ ἐνημέρωση: «Ὅλα καλά, παιδί μου, καὶ τοῦ χρόνου! Εἶχε πολὺ κόσμο. Εὐχαριστήθηκαν ὅλοι. Τὸν ἄρτο τὸν πλήρωσε ἡ γιαγιά σου, τὰ πρόσφορα ἐμεῖς, τοὺς καφέδες ἡ μάνα τοῦ δημάρχου. Ὅλα ἐντάξει!» Ἄκουγα τὴν ἱκανοποίηση στὶς φωνές τους καὶ σιγὰ σιγὰ σχηματοποιοῦσα τὴ σκέψη μου γύρω ἀπὸ τὴ θρησκεία μας, τὴν Ὀρθοδοξία. Ἀπὸ τὴ χροιά τους εἶχα τὴν ἐντύπωση ὅτι ἄκουγα τοὺς πιὸ πλούσιους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ἕνας συνταξιοῦχος τοῦ ΙΚΑ καὶ μία ἁπλὴ νοικοκυρά μοῦ μιλοῦσαν γιὰ μία λειτουργία σὲ ἕνα ἐκκλησάκι λὲς καὶ ἐπρόκειτο γιὰ τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τοῦ κόσμου. Καί, μάλιστα, μὲ ἕναν τόνο χαρᾶς, ἀγαλλίασης, ἀνακούφισης.

Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ κατέβηκα στὴν Αἴγινα, ἡ μάνα μου μοῦ χάρισε ἕνα βιβλίο μὲ κηρύγματα τοῦ προστάτη μας ἁγίου Νεκταρίου «Περὶ ἐπιμελείας τῆς ψυχῆς» μαζὶ μὲ τὴν διαπίστωση ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νικήσει δυσκολία καμία, ὅταν μελετᾶ τὴ σκέψη του. Ὁ δὲ πατέρας μου, ὅταν ἦρθε γιὰ τὶς ἐξετάσεις στὸν Εὐαγγελισμὸ καὶ ρωτήθηκε ἀπὸ τὸν κομμουνιστὴ γιατρό του πῶς ἀνέκαμψε γρήγορα ἡ καρδιά του, εἶπε: «Μὰ ἐμεῖς ἔχουμε τὸν ἅγιο, εἶναι ὁ καλύτερος ἰατρός!»

Σᾶς ἐκμυστηρεύομαι πράγματα πολὺ προσωπικὰ σήμερα, γιατί ὁ Νίκος Φίλης μὲ ἀναγκάζει. Βλέπετε, ἡ λειτουργία στὸ νησὶ -ἔθιμο ποὺ τηροῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Αἴγινας γιὰ νὰ ἀνοίγουν τὰ δεκάδες ἐκκλησάκια, ποὺ εἶναι διάσπαρτα στὸ νησὶ- συνέπεσε μὲ τὶς δηλώσεις γιὰ τὰ Θρησκευτικά, τὰ ὁποῖα βρίσκει πολὺ ὁμολογιακά. Ἔψαχνα ἀπάντηση καὶ τὴν… ὁμολόγησαν οἱ γονεῖς μου.

Ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς κάνει πιὸ πλούσιους. Ἔχει τὴν ἔννοια τῆς συγχώρεσης μέσα της. Ὁ κόσμος μας θὰ ἦταν πολὺ χειρότερος, ἂν δὲν πιστεύαμε σὲ μία ἀνώτερη ἠθικὴ δύναμη, τὸν Θεό. Καὶ βεβαίως, οὔτε λόγος γιὰ καλοσύνη, ἀνοχή, ἀλληλεγγύη χωρὶς Αὐτόν. Ναί, λοιπόν, ὁμολογιακό! Ἔτσι θὰ ἔπρεπε, ὑπουργέ.

Ἡ ἀξία τῆς Ὀρθοδοξίας
καὶ οἱ δηλώσεις τοῦ Φίλη γιὰ τὰ Θρησκευτικὰ
Μανώλης Κοττάκης
ἐφημ. «Δημοκρατία», 24.09.16


Η ΨΕΥΤΟΕΙΡΗΝΗ ΤΗΣ ΠΑΝΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΖΗ

Ἐλλειψις ποιμένων εγκατάλειψις Κυρίου!



«Τάδε λέγει Κύριος Κύριος· 
ἰδοὺ ἐγὼ ἐπί τοὺς ποιμένας 
καὶ ἐκζητήσω τὰ πρόβατά μου 
ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν …» 
 (Ἰεζεκιήλ κεφ. λδ΄, 2-10)

Ἡ ἱερωσύνη εἶναι μέγα μυστήριο. Ὁ ἄνθρωπος, παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητα του, γίνεται ὁ λειτουργὸς τῶν μυστηρίων, ὁ οἰκονόμος τῆς Θείας χάριτος, ὁ ποιμὴν ἀθανάτων ψυχῶν "αἵματι Χριστοῦ ἐξηγορασμένων" (Μ. Βασιλείου. Ὅροι κατ' ἐπιτομήν ΡΠΔ´, ΒΕΠΕΣ 53, 305).Η ἱερωσύνη εἶναι ἔργον ὁμολογίας καὶ "ἔργον διακονίας" (Εφ. 4,12), ποὺ σημαίνουν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ὑπεράσπιση τῆς Ἑκκλησίας καὶ ταπεινὴ ὑπηρεσία και θυσιαστικὴ προσφορὰ πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀδελφούς -ὄχι τοὺς ὑπηκόους-, τοὺς ὁποίους οἱ κληρικοὶ ἐτάχθησαν νὰ διακονήσουν.
Πρότυπo τῆς ἱερωσύνης εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς "Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι", εἶπε ὁ ἴδιος, "ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν" (Μαρκ. 10,45). Ἡ ἱερωσύνη εἶναι, γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, "ἀρετῆς τύπος" καὶ ὄχι "ἀφορμὴ βίου", "λειτουργία ὑπεύθυνος" καὶ ὄχι "ἀρχὴ ἀνεξέταστος" (Ἀπολογ. 8, ΒΕΠΕΣ 58, 248-249). Αὐτὸ δείχνουν ὁ βίος καὶ ἡ στάση τῶν Ἀποστόλων. Ὑπηρέτησαν τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου "ἐν ὑπομονῇ πολλῆ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις ..." (Β´ Κορ. 6, 4-5).
Μά, θα ἀναρωτηθεῖ κανείς, βιώνουμε σήμερα, στὸν καιρὸ τῆς ἀλλοίωσης τῶν πάντων, τῆς καθίδρυσης τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὸν καιρὸ τοῦ διωγμοῦ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, στὸν καιρὸ τῆς ἀπέραντης συγχύσεως, αὐτὴν τὴν ἀγωνιζόμενη καὶ ποιμένουσα ἱερωσύνη; Δυστυχῶς ὄχι. Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας μείναμε δυστυχῶς χωρὶς ποιμένες, ἐκτὸς λαμπρῶν ἐξαιρέσεων, ποὺ ὅμως καὶ αὐτοὶ διώκονται. Ὁ Θεὸς θέλοντας ἴσως νὰ μᾶς ταπεινώσει –διότι ποιὸς γνωρίζει, τί βούλεται ὁ Θεός– καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, θέλοντας ἴσως νὰ μᾶς τιμωρήσει γιὰ τὴν χλιαρότητα μας καὶ τὴν ἀνομία μας, μᾶς ἐγκατέλειψε καὶ ἐπέτρεψε αὐτὴν τὴν κατάσταση. Καὶ γιὰ μὴν ὅμως ἀρχίσουν τὰ σχόλια περὶ βλασφημίας καὶ ἀσέβειας ἐκ μέρους μου, ἂς διαβάσουμε τί ἔγραφε ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἀπὸ τὸν 5ο κιόλας αἰῶνα γιὰ τοὺς Ποιμένες:
«Τὸ πάλαι ὑπὲρ τῶν προβάτων ἀπέθνησκον οἱ Ποιμένες, νῦν δὲ μᾶλλον ἀναιροῦσι αὐτοί τὰ πρόβατα· τότε νηστείαις τὸ σῶμα ἐσωφρόνιζον, νῦν δὲ τρυφαῖς παρασκευάζουσι σκιρτᾶν. Τότε τὰ ἑαυτῶν τοῖς δεομένοις διένειμον, νῦν δὲ τὰ τῶν πενήτων σφετερίζονται· τότε τὴν ἀρετῆν ἤσκουν, νῦν δὲ τοὺς τὴν ἀρετὴν ἀσκοῦντας ἐξοστρακίζουσι. Τότε οἱ φιλάρετοι πρὸς τὴν ἱερωσύνην ὑπήγοντο, νῦν δὲ οἱ φιλάργυροι· τότε οἱ τὸ πρᾶγμα φεύγοντες διὰ τὸ μέγεθος τῆς ἀρχής, νῦν δὲ οἱ τὸ πρᾶγμα ἐπιτρέχοντες μεθ’ἡδονῆς. Τότε οἱ ἀκτημοσύνη ἐναβρυνόμενοι, νῦν δὲ οἱ πλεονεξίᾳ ἐκουσίως χρηματιζόμενοι. Τότε οἱ πρὸ ὀφθαλμοῦ ἔχοντες τὸ θεῖον δικαστήριον, νῦν δὲ οἱ μηδὲ εἰς ἔννοιαν τοῦτο λαμβάνοντες. Τότε οἱ τύπτεσθαι νῦν δὲ οἱ τύπτειν ἔτοιμοι. Καὶ τότε μὲν τὴν ἀγνείαν ἐξεθείαζον, νῦν δέ, ἀλλ’ οὐδέν βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν...». (Αγ. Ισιδώρου Πηλουσιώτου PG 78, 905).
Βλάσφημος καὶ ὁ Ἅγιος; Οὐ μὴ γένοιτο. Ἀναρωτιέται πραγματικὰ κανείς, ὅπως καὶ αὐτός, γιὰ τὸ ἱερατεῖο τοῦ Χριστοῦ, ἂν βλέπει τί γίνεται καὶ τί συμβαίνει, ἂν βλέπουν, ποιοὶ μᾶς κυβερνοῦν καὶ μᾶς καθοδηγοῦν, ἂν βλέπουν ὅτι τὰ πάντα, δόγματα, ἐντολές, νόμοι, ἀξίες ἀναιροῦνται, γι’ αὐτὸ καὶ φτάσαμε ἐδῶ ποὺ φτάσαμε, ἂν βλέπουν, ὅτι τὸ ποίμνιο εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀκατήχητο, ἀποπροσανατολισμένο, συγχυσμένο, ἐγκαταλελειμένο στὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων;
Τὸ βλέπουν ἀλλὰ δυστυχῶς «δεκάρα δὲν δίνουν». Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει καὶ δὲν νοιάζονται, γιατὶ ἀγάπησαν τὴν δόξα τοῦ κόσμου καὶ ὄχι τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐάν κάποιοι διαφωνήσουν, ἂς μὲ διαψεύσουν καὶ ἂς ἀναφέρουν ἔστω καὶ μὶα μοναδικὴ περίπτωση, ποὺ νὰ ἔπραξαν, ὄχι μὲ ἀνούσιες ἀνακοινώσεις ἀλλὰ ὅπως θὰ ἔπρεπε τὸ καθῆκον τους, ἢ νὰ ἔκαναν ἁπλά καὶ μόνον κάτι, τὸ ὁποῖο νὰ δείχνει τὴν κατεύθυνση, ποὺ πρέπει να ἀκολουθήσει τὸ ποίμνιο καὶ νὰ πολεμήσει γιὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια. Πότε καὶ ποῦ καὶ γιὰ ποιὸ θέμα, οἱ Ποιμένες μας, ἐκτὸς τῶν γνωστῶν λαμπρῶν ἐξαιρέσεων (ὄχι πάντως «οἱ φιλόλογοι» τῆς Γατζέας), ποὺ σήμερα ὅμως καὶ αὐτοὶ διώκονται, ὕψωσαν ἀψηφώντας τὸ κόστος τὸ «ἀνάστημά» τους στοὺς «μεγάλους» καὶ «ἰσχυροὺς» τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ προστατεύσουν τὸ Δόγμα, τὴν Πίστη, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ποίμνιόν Της, τό δίκαιο τοῦ φτωχοῦ, τοὺς ἀδικουμένους καὶ κατατρεγμένους, ἐν ὁλίγοις "τὸν ἀγρὸν τῆς χήρας" ὅπως ἔκαναν ὅλοι οἱ πραγματικοί, ἀληθινοί καὶ γνήσιοι Ποιμένες τοῦ Κυρίου μας, Χρυσόστομοι, Βασίλειοι, Γρηγόριοι, Ἀθανάσιοι, Μάξιμοι, Θεόδωροι καὶ τόσοι ἄλλοι. 
Ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας φωνάζει: «Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων».(Ιωα. ι΄, 11) οἱ σημερινοὶ Ποιμένες, τιθέασιν οὐδέν, οὔτε κὰν ἕνα κείμενο για τα πρόβατα τοῦ Χριστοῦ˙ φιλολογοῦν, χωρίς νὰ ἀναφέρονται καὶ χωρὶς νὰ δείχνουν κατανόηση πουθενὰ γιὰ τὴν ἀγωνία τοῦ Πιστοῦ, τὸν φόβο του γιὰ τὴν ψυχή του, γιὰ τὸ τί μέλλει γενέσθαι, γιὰ τὸ τί πρέπει νά πράξει σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀπίστευτους καιρούς. Ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι ἐξ αἰτίας τῆς ὁμολογίας τους καὶ τῶν ἀγώνων τους γιὰ τὸ ποίμνιο τους βασανίσθηκαν, χλευάσθησαν, ταλαιπωρήθησαν, ὑβρίσθησαν,ἐκδιώχθησαν, ξέρουμε ἐμεῖς κάποιον, ἐκτὸς τῶν ὀλίγων σήμερα ὁμολογητῶν ἁγιορειτῶν πατέρων καὶ τὼν μετρημένων στὰ δάκτυλα ἐκλεκτῶν ἱερέων, ποὺ νὰ θυσίασε καὶ νὰ ἔχασε τὴν θέση του, τὴν ἐξουσία του, τὸν μισθόν του, ἢ ὅ,τι δήποτε ἄλλο; Ἢ σιωποῦν ἢ ἀναλώνονται σὲ γραπτὲς τάχα διαμαρτυρίες ἄνευ ἀντικτύπου, τύπου Γατζέας, διότι λόγια δίχως ἔργα μηδέν ἐστι.
Οἱ ποιμένες σήμερα πιστεύουν ὅτι, ὅλα αὐτά ἀφοροῦν μόνον ὅλους τοὺς ἄλλους, τοὺς κοινοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ «λύνουν» καὶ νὰ «δένουν», ὅποιον θέλουν, να συναναστρέφονται μὲ ἀνήθικους καὶ προδότες τῆς πίστεως καὶ νὰ διώκουν τοὺς ἠθικούς καὶ τοὺς ὁμολογητές, νὰ χειροτονοῦν ὅποιον φαίνεται νὰ τοὺς χρησιμεύει καὶ ὅποιον τοὺς ἀρέσεικαὶ νὰ καθαιροῦνὅποιον τοὺς ἐλέγχει, νὰ καταργοῦν καὶ νὰ καταπατοῦν Ἱερούς Κανόνες, καὶ ὅποτε τοὺς συμφέρει να τοὺς ἐπικαλοῦνται ἢ νὰ τοὺς παρερμηνεύουν, νὰ συμπεριφέρονται ὅπως θέλουν καὶ νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν, χωρίς μάλιστα ποτέ νὰ δίνουν λόγο ἢ νὰ ἀπολογοῦνται σὲ κανέναν, νὰ αὐτοανακηρύττονται σὲ αὐθεντίες καταργώντας τὶς πραγματικὲς αὐθεντίες τουτέστιν τοὺς Ἅγιους Πατέρες, νὰ μιλοῦν μὲ εὐκολία γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ ἀπαγορεύοντας ὅμως αὐστηρὰ κάθε ὑπόδειξη γιὰ τὸν κίνδυνο ἀπώλειας τῆς δικῆς τους ψυχῆς, ξεχνώντας, ὅτι τὰ «ΟΥΑΙ» τοῦ Κυρίου μας πρωτίστως σὲ ποιμένες ἀναφέρονται. Οἱ προφῆτες μᾶς προειδοποίησαν γιὰ αὐτοὺς τοὺς καιρούς:
«Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελώνα μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου τὴν ἐπιθυμητήν...» (Ιερεμίας ιβ΄, 10)
«Οὐαὶ οἱ λέγοντες τὸ πονηρὸν καλὸν καὶ τὸ καλὸν πονηρόν, οἱ τιθέντες τὸ σκότος φῶς καὶ τὸ φῶς σκότος, οἱ τιθέντες τὸ πικρὸν γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ πικρόν.Οὐαὶ οἱ συνετοὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐνώπιον αὐτῶν ἐπιστήμονες. Οὐαὶ οἱ ἰσχύοντες ὑμῶν, οἱ πίνοντες τὸν οἶνον καὶ οἱ δυνάσται οἱ κεραννύντες τὰ σίκερα,οἱ δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων καὶ τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου αἴροντες. Διὰ τοῦτο ὃν τρόπον καυθήσεται καλάμη ὑπὸ ἄνθρακος πυρὸς καὶ συγκαυθήσεται ὑπὸ φλογὸς ἀνειμένης, ἡ ῥίζα αὐτῶν ὡς χνοῦς ἔσται καὶ τὸ ἄνθος αὐτῶν ὡς κονιορτὸς ἀναβήσεται· οὐ γὰρ ἠθέλησαν τὸν νόμον Κυρίου Σαβαώθ, ἀλλὰ τὸ λόγιον τοῦ ἁγίου Ἰσραὴλ παρώξυναν...»(Ησ.ε’, 20-24)
«Ὦ ποιμένες Ἰσραήλ, μὴ βόσκουσι ποιμένες ἑαυτούς; Οὐ τὰ πρόβατα βόσκουσιν οἱ ποιμένες; ἰδού τὸ γάλα κατέσθετε καὶ τὰ ἔρια περιβάλλεσθε καὶ τὸ παχύ σφάζετε καὶ τὰ πρόβατά μου οὺ βόσκετε. Τὸ ἠσθενηκός οὐκ ἐνισχύσατε καὶ τὸ κακῶς ἔχον οὐκ ἐσωματοποιήσατε καὶ τὸ συντετριμμένον οὐ κατεδήσατε καὶ τὸ πλανώμενον οὐκ ἐπεστρέψατε καὶ τὸ ἀπολωλός οὐκ ἐζητήσατε καὶ τὸ ἰσχυρόν κατηργάσασθε μόχθῳ. Καὶ διεσπάρη τὰ πρόβατά μου διὰ τὸ μὴ εἶναι ποιμένας καὶ ὲγενήθη εἰς κατάβρωμα πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ... διὰ τοῦτο, τάδε λέγει Κύριος Κύριος·ἰδοὺ ἐγὼ ἐπί τοὺς ποιμένας καὶ ἐκζητήσω τὰ πρόβατά μου ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν ....». (Ιεζεκιήλ λδ’, 2-10).

Εἶναι πιὰ γιὰ ὅλους μας ἡ ὥρα τῆς εὐθύνης καὶ τῶν γονάτων, τῆς πάλης μὲ τὸν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου καὶ τῆς μετάνοιας, τῆς θυσίας γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ τῆς καταδίκης τοῦ ψεύδους, τῆς ὑπακοῆς στοὺς λίγους ἄξιους ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἁγίας "ἀνυπακοῆς" στοὺς πολλοὺς ἀνάξιους. Ποιός ξέρει; Ὁ Θεὸς ποὺ θέλει τὴν σωτηρία τοὺ ἁμαρτωλοῦ, ποιμένος και ποιμενομένου, καὶ ὄχι τὴν ἀπωλειά του, ἴσως μᾶς λυπηθεῖ σὰν τοὺς Νινευίτες. 

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
Κλασσικὸς φιλόλογος, Ἱστορικός


Πατήρ Ἰωάννης Ῥωμανίδης: «Ἡ σύνοδος δὲν φτιάχνει Πατέρες, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ Πατέρες. Ἂν δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ θεοπνεύστους, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνει θεόπνευστος

Οἱ Πατέρες ἦταν θεόπνευστοι ὄχι μόνον κατὰ τὴν διάρκεια κάποιας συνόδου, ἀλλὰ καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπ΄ αὐτή. Ἡ σύνοδος δὲν φτιάχνει Πατέρες, ἀλλὰ ἀποτελεῖται ἀπὸ Πατέρες. Γιὰ τοῦτο εἶναι θεόπνευστος. Σύνοδος, ποὺ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ θεοπνεύστους, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γίνει θεόπνευστος. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ μὴ Ὀρθοδόξων συνόδων.
Κλειδὶ σωστῆς κατανόησης τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ὡς καὶ τῆς θεοπνευστίας τῶν Πατέρων εἶναι οἱ καταστάσεις φωτισμοῦ καὶ θέωσης, τῶν ὁποίων προϋπόθεση εἶναι ἡ εὐχὴ καὶ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν καρδιά. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς διαμάχης μεταξὺ Παλαμᾶ καὶ...
Βαρλαὰμ στὰ κείμενα…

Τὰ διάφορα εἴδη νοερᾶς εὐχῆς στὴν καρδιὰ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων. Μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ναὸς τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ φθάνει στὸ φωτισμὸ καὶ βαδίζει στὴ θέωση.
1) Ἡ θέωση εἶναι ἡ θεοπτία ἐκείνων ποὺ βλέπουν ἐν τῇ ἀκτίστῳ δόξῃ τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸν ἀναστάντα Χριστὸ (π.χ. 1 Κορ. 15, 5-8). Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θέωσης παύει σ΄ αὐτοὺς ἡ εὐχὴ ἡ ἀδιάλειπτος καὶ ἐπανέρχεται μὲ τὴν λήξη τῆς θεοπτίας. Δηλαδὴ στὴ ζωὴ αὐτὴ ἡ θέωση δὲν εἶναι μόνιμος κατάσταση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν ἔχει κατὰ φύση.

2) Τὰ διάφορα στάδια τοῦ φωτισμοῦ ἀρχίζουν ἀπὸ τὰ «γένη γλωσσῶν» (1 Κορ. 12, 28), καὶ ἀνέρχονται μέχρι τὸ στάδιο τοῦ διδασκάλου (αὐτόθι). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίδει τὴν πληρεστέρα περιγραφὴ τῶν εἰδῶν, ἀδιαλείπτου νοερᾶς εὐχῆς (Ἔφ. 5, 18-20). Διακρίνει τὶς προσευχὲς καὶ τοὺς ψαλμοὺς ποὺ γίνονται μὲ τὸ Πνεῦμα ἀπ΄ αὐτά, ποὺ γίνονται μὲ τὸν νοῦ (1 Κορ. 14, 15). Στὴ διάκριση αὐτὴ ὀδείλεται ἡ διαφορὰ μεταξὺ λατρείας ποὺ γίνεται στὴν καρδιὰ καὶ αὐτῆς, ποὺ γίνεται μὲ τὴν λογική.

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἐννοεῖται ἡ ἀπαρίθμηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τάξη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Μάλιστα τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς θέτει τὸν καθένα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀρχίζει μὲ τοὺς ἀποστόλους, προφήτας, ποὺ φθάσανε στὴ θέωση, καὶ τελειώνει μὲ τὰ «γένη γλωσσῶν» (1 Κορ. 12, 28). Αὐτὰ τὰ στάδια εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ βαπτίσματος τοῦ Πνεύματος ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος, ὡς φαίνεται, μέχρι σήμερα ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ χρίσματος. Οἱ εὐρισκόμενοι στὴν ἀπαρίθμηση αὐτὴ ἀποτελοῦν τὸν βασίλειο ἱεράτευμα. Οἱ ἰδιῶτες (1 Κορ. 14, 16), ποὺ εἶναι οἱ λαϊκοὶ καὶ δὲν ἔχουν τὸ βάπτισμα τοῦ Πνεύματος δὲν ἀπαριθμοῦνται ἀκόμα ἀπὸ τὸν Παῦλο μεταξὺ τῶν μελῶν, ποὺ ἔθεσε ὁ Θεὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Ἐπικράτησε νὰ λέγεται ὁ προεστῶς προφήτης τῆς ἐνορίας ἐπίσκοπος καὶ οἱ ὑπόλοιποι πρεσβύτεροι, ἐνῶ στὴν ἀρχὴ συνηθίζετο νὰ λέγονται ὅλοι πρεσβύτεροι. Σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου εἶχε τουλάχιστο πέντε προφῆτες (1 Κορ. 14, 29). Δὲν ἀπασχολοῦν τὸν Παῦλο τόσο τὰ ὀνόματα ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἀφοῦ, ὡς προφῆτες, τοὺς θεωρεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους, θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας (Ἔφ. 2, 20). Ἡ χειροτονία τους, ὅπως στὴν περίπτωση τῶν ἀποστόλων, ἦτο κατ΄ εὐθείαν ἀπ΄ τὸν Χριστὸ μέσῳ τῆς θέωσης (Ἔφ. 3, 5) καὶ ἐν συνεχείᾳ μέσῳ τῆς ἀναγνώρισης τῆς θέωσης αὐτῆς ἀπὸ τοὺς συνθεουμένους.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ πατρὸς Ἰωάννου Ῥωμανίδου, 
ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας» Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τόμος 1

ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΟΓΙΣΜΟΥΣ



Όταν ήμουν αρχάριος, άρχισαν να δουλεύουν μέσα μου οι λογισμοί φυγής. Ένας λογισμός μού θύμιζε το σπίτι μου, άλλος τον πνευματικό στον κόσμο που ήθελε να κάνουμε μοναστήρι, άλλος λογισμός μού έλεγε να γυρίσω πίσω. Πω! Πω! Πω! Ασταμάτητη ροή! Εγώ αγωνιζόμουν και αντιστεκόμουν εναντίον των λογισμών.
Μου έλεγε ο πολύπειρος Γέροντάς μου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897–1959):
–Εντάξει, όλα καλά. Μην αφήνεις τα καθήκοντά σου, την αγρυπνία σου, τον κανόνα σου, την προσευχή σου και τότε δεν θα επικρατήσει ποτέ ο διάβολος της φυγής.
Κράτησα τα καθήκοντά μου επιμελώς και, πράγματι, όπως το είπε ο Γέροντας, ήλθε μια στιγμή που όλοι οι λογισμοί έφυγαν και, ξαφνικά, έγινε τόσο όμορφη και αγαπητή η έρημος, αυτή που πρώτα μου φαινόταν μαύρη και σκοτεινή, γιατί πήγαινε το μυαλό μου προς τα έξω. Με τις ευχές του πατρός μου, με βοήθησε η Χάρις του Θεού και απαλλάχτηκα από τον πόλεμο των δαιμόνων και άλλαξαν τα πάντα μέσα μου.

Επίσης, όταν οι λογισμοί της υπερηφάνειας και της αμέλειας μάς πολεμούσαν, ο Γέροντας μάς δίδασκε να τους αντιμετωπίζουμε με τέλεια περιφρόνηση και αδιαφορία:
–Κρατάτε την Ευχή! Φουρτούνα είναι, θα περάσει. Θα υποχωρήσει. Όταν αντιστέκεστε και κρατάτε το μέτωπο γερά και δεν χάνετε το θάρρος σας, τα πάντα υποχωρούν! Ούτως ή άλλως, αυτή είναι η τακτική του διαβόλου: να επιτίθεται για να σπάσει το μέτωπο, να ρίξει το τείχος και να γκρεμίσει ό,τι όρθιο υπάρχει. Να κρατάτε το τείχος γερά και αυτός θα υποχωρήσει. Και, πράγματι, οι λογισμοί υποχωρούσαν.


Στον Γέροντα φανέρωνα τα πάντα με την ειλικρινή και καθαρή εξομολόγηση όλων των λογισμών μου. Δεν άφηνα απωθημένα μέσα μου, γιατί ήξερα ότι αυτά είναι σάπια πράγματα. Και κάθε τι σάπιο έχει τη δυσοσμία του, έχει τη βρώμα του, με αποτέλεσμα να μη νοιώθω όμορφα, αφού θα βρώμιζαν τη ψυχή μου. Γνώριζα πως ένα λογισμό να δεχόμουν ή να απέκρυπτα, η ψυχή μου θα γινόταν άνω–κάτω. Και το καταλάβαινα από την πίεση που μου δημιουργούσαν για να τους δεχτώ.
Λοιπόν, αγώνας! Μάχη στήθος με στήθος. Έλεγα γι’ αυτό μου τον πόλεμο στον Γέροντα και αυτός, ως πολυέμπειρος πολεμιστής του πνεύματος, μου απαντούσε:
–Δεν είναι τίποτε αυτά. Μη φοβάσαι. Είναι σαν εκείνον τον αδελφό στα Πατερικά βιβλία που πελάγωσε και λέει: «Γέροντα, τόσοι λογισμοί–τόσα πάθη! Πώς θα μπορέσω εγώ να τα ξεριζώσω; Για τ’ όνομα του Θεού, Γέροντα! Πελάγωσα!». Και του λέει ο έμπειρος Αββάς: «Παιδί μου, οι λογισμοί δεν ξεπηδούν όλοι μαζί μαζεμένοι. Δεν ξεσηκώνονται όλα τα πάθη μονομιάς να σε πνίξουν». Τώρα θα ξεπηδήσει ο σαρκικός λογισμός. Χτύπα τον, κόψε τη φαντασία. Το πρόσωπο που σε σκανδαλίζει διώξ’ το, σβήσ’ το, όπως σβήνεις έναν διάβολο από τη φαντασία σου, όπως σβήνουμε κάτι μ’ ένα σφουγγάρι. Σβήσε την εικόνα και κράτα την Ευχή. Τελείωσε η υπόθεση. Τον στραγγάλισες τον λογισμό. Θα ξαναρθεί; Στραγγάλισέ τον ξανά. Λοιπόν, έρχεται λογισμός αμέλειας και σου λέει: «Κοιμήσου»; – «Όχι, γιατί να κοιμηθώ;». Έρχεται λογισμός κατακρίσεως και σου ψιθυρίζει: «Πες αυτό το λόγο!» – «Όχι, δεν θα τον πω!». Έτσι, γίνεται ο πόλεμος!


Ήμουν ήδη σ’ αυτή τη συνοδεία ως δόκιμος εννιά μήνες κι είχα γνωρίσει πλέον καλά τη ζωή και την τάξη της, καθώς και την καθημερινή παιδεία από τον σοφό Γέροντά μας. Με τις ευχές του, ακολουθούσα το τυπικό κανονικά. Φυσικά, σ’ αυτό το διάστημα, οι πόλεμοι των λογισμών δεν έλειπαν. Ο διάβολος προσπαθούσε μετά μανίας να μου κλονίσει την πίστη προς τον Γέροντά μου και την εμπιστοσύνη μου στη διάκρισή του, για να με βγάλει έξω από την υπακοή. «Όχι», αντέλεγα στον λογισμό, «αυτό δεν θα γίνει ποτέ!». Αυτός συνέχιζε τις προσβολές. «Εδώ, θα παλέψουμε. Δεν θα υποχωρήσω· προτιμώ να πεθάνω!».
Ο Γέροντας, βλέποντας τους λογισμούς μου και τον αγώνα μου και θέλοντας να με δοκιμάσει, σαν έμπειρος στρατηγός, μου λέει:
–Πώς θα τα βγάλεις πέρα, εσύ, μια σταλιά άνθρωπος και τιποτένιος; Είσαι φουσκωμένος από λογισμούς. Κοίταξε τί πολέμους που έχεις! Δεν πιστεύω να τα βγάλεις πέρα!
Εγώ σήκωσα τ’ ανάστημά μου και του λέω:
–Γέροντα! Ένα κι ένα κάνουν δύο: Υποχώρηση, καθόλου! Με την ευχή σας, θα ρίξω τον εαυτό μου στη φωτιά κι όπου βγω. Πίσω και ήττα στους λογισμούς, όχι!
–Καλά!... Καλά θα δούμε…
Αυτό, ήταν. Αυτό που ήθελε ν’ ακούσει, τ’ άκουσε. Βλέποντας έναν άνθρωπο – μια σπιθαμή να μιλάει έτσι, σκέφτηκε: «Ε, κάτι θα μπορεί να κάνει κι αυτός!». Και φαίνεται, μ’ αυτό το τεστ που μου έκανε, ζύγισε τι πρέπει να κάνει. Διότι, για να νικήσει κανείς, πρέπει να είναι αποφασισμένος από μέσα του να πεθάνει. Αυτός που θα έμενε κοντά στον Γέροντα Ιωσήφ, έπρεπε πρώτα να έχει υπογράψει τον θάνατό του.
Μετά από λίγο μου λέει:
–Ετοιμάσου να σε κάνω μεγαλόσχημο. Πριν όμως, θα υπογράψεις τον θάνατό σου. Είτε πονέσεις είτε αρρωστήσεις, ένα θα έχεις στη σκέψη σου: ότι ο θάνατος μόνο θα σε χωρίσει από ’δω. Μη ζητήσεις παράκληση, μη ζητήσεις θεραπείες. Είσαι αποφασισμένος για τον θάνατο; Κάτσε! Αν όχι, φύγε!
Και με την ολόψυχη συγκατάθεσή μου: «Νά ’ναι ευλογημένο, Γέροντα! Θάνατος, θάνατος!», προχώρησε και μ’ έκανε μοναχό μεγαλόσχημο, με εφημέριο τον παπα–Εφραίμ από τα Κατουνάκια (1912–1998), στις 13 του μηνός Ιουλίου, με το παλαιό, το 1948, ημέρα Πέμπτη.
Η κανονική τάξη, βέβαια, είναι να περάσει ο δόκιμος μοναχός πολύ περισσότερο χρόνο δοκιμασίας. Η απόφαση όμως ρυθμίζεται ανάλογα με την εποχή και τους ανθρώπους. Και ο Γέροντας, με την εμπειρία του, διέκρινε πως έτσι έπρεπε να γίνει. Μόλις έγινα μεγαλόσχημος, κάναμε λουκουμάδες. Το είχαμε σαν τυπικό.


Καμιά φορά ο Γέροντας είχε ένα φυσικό λόξυγκα. Το εκμεταλλεύτηκε αυτό ο διάβολος κι άρχισε να μου λέει με τον λογισμό: «Ααα! Αυτό που κάνει τώρα ο Γέροντας φανερώνει ότι έχει δαιμόνιο μέσα του. Το δαιμόνιο είναι που κάνει αυτό τον λόξυγκα». Πω! Πω! Τι πικρία, τι φαρμάκι, που ήρθε μέσα στη ψυχή μου! «Ακούς εκεί, να μου λέγει έτσι ο λογισμός!». Εγώ δεν είχα τέτοιους λογισμούς. Μόλις μου ήρθαν, αναστατώθηκα. Μπαα! Αδύνατον να παραδεχθώ για τον Γέροντά μου αυτόν τον λογισμό! «Θα σε σφάξω!», είπα μέσα μου κι έκανα αγώνα εναντίον του με την αντίρρηση. Όταν το είπα αυτό στον Γέροντα, που ήταν ασκητής πεπειραμένος και θαυμάσιος, χαμογελούσε:
–Μη στεναχωριέσαι, παιδί μου! Άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει αυτός. Καμιά σημασία. Λέγε την Ευχούλα. Θα σου πει κι άλλα. Από το ’να αυτί να μπαίνουν κι απ’ τ’ άλλο να βγαίνουν. Το ξέρασμα του άδου είναι ατελείωτο. Με τον διάβολο, δεν τα βγάζει κανείς πέρα τόσο εύκολα. Μην κάνεις αντιρρητικό λόγο, διότι είσαι μικρός και άπειρος. Μόνο να περιφρονείς τον λογισμό, να λέγεις την Ευχή συνεχώς και θα φύγει από μόνος του. “Μπαινάκιας και Βγαινάκιας”! Μόνο περιφρόνα τον λογισμό, λέγε την Ευχή και θα φύγει μόνος του.
Δεν ήξερα όμως πως η καταφρόνηση των λογισμών είναι η καλύτερη λύση και απάντησα:
–Όχι, Γέροντα! Με τον δικό μου λογισμό θα δώσω μάχη. Δεν θα τον αφήσω να μου πει εμένα για σας, τον Γέροντά μου!
–Χμ!... έκανε εκείνος και χαμογελούσε. Θα έλεγε μέσα του: «Τούτος ο μικρός δεν ξέρει τί του γίνεται!...». Και μ’ άφησε ν’ αγωνιστώ με την αντίρρηση.


Έκανα σκληρό αγώνα, αλλά ο διάβολος ήταν τεχνίτης. Ήταν μάστορας. Και, τί μου έκανε; Μόλις σηκωνόμουν ν’ αγρυπνήσω, με το που άνοιγα τα μάτια μου, –τσάκ!–, ερχόταν αμέσως η προσβολή: «Να, ο Γέροντας τί είναι». Και με τέχνη, ο διάβολος, έριχνε τον λογισμό σαν δηλητήριο μέσ’ την καρδιά μου, για να μου δηλητηριάζει την αγρυπνία. Έτσι, με τέτοιες σκέψεις, μου έκοβε όλες τις δυνάμεις μου. Ερχόταν μια αίσθηση δαιμονική: «Να, ο Γέροντας, δεν είναι αυτός εσύ που νομίζεις· έχει δαιμόνιο!». Αλλά κι εγώ, από την άλλη πλευρά, δεν υποχωρούσα σε καμιά περίπτωση· αμέσως στραγγάλιζα τον λογισμό με αντιρρητικό λόγο: «Όχι! Ο Γέροντας είναι στρατηγός!», έλεγα. «Άνθρωπος που με οδηγεί στη σωτηρία μου, δεν μπορεί να έχει δαιμόνιο. Είναι άγιος. Είναι άγγελος του Θεού». «Όχι, δεν είναι άγγελος, διότι ξέρεις, εκείνο, το άλλο, το παράλλο…». «Όχι!...», αντέλεγα εγώ.
Και για ώρες ολόκληρες έκανα αντιρρητικό πόλεμο, αν και δεν είχα καμιά εμπειρία πάνω σ’ αυτόν. Απλώς με χαρακτήριζε μια φυσική τόλμη κι έκανα αυτή τη μάχη, παρ’ ότι ήμουν μικρός στη γνώση και στην πείρα. Πήγαινα να κάνω αντίρρηση, που είναι για φτασμένους αγωνιστές, ενώ εγώ έπρεπε να ξεφεύγω με την περιφρόνηση, για να γλυτώνω πιο γρήγορα.
Αυτή η μάχη κράτησε μέρες! Ο πονηρός με σφυροκοπούσε και μου έκλεβε ώρες από την αγρυπνία, για να μάχομαι μαζί του. Όποιος όμως υποχωρεί, γεμίζει σιγά–σιγά σαβούρα η ψυχή του και βρωμάει. Ο κάθε κακός λογισμός γίνεται απόστημα μέσα στη ψυχή, που αν δεν το πετάξεις με βία, πληγιάζει, σαπίζει και βρωμάει.

Μια Πεντηκοστή, μας είχε φέρει ο πατήρ Αθανάσιος παξιμάδια, ντομάτες και σταφύλια.
Γυρίζει και μας λέει ο Γέροντας:
–Τους ντορβάδες στην πλάτη και δρόμο! Θα μας τα φάνε τα ποντίκια.
Τότε οι λογισμοί μού ήρθαν σαν τα μυρμήγκια: «Τέτοια μέρα στους δρόμους! Που έπρεπε να ησυχάσεις, να διαβάσεις, να κάνεις κομποσχοίνι!». Εγώ, του απαντούσα του λογισμού: «Στενή και θλιμμένη η οδός. Η υπακοή πάνω απ’ όλα. “Δεν ήρθα για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του πατέρα μου” (πρβλ. Ιωάν. 6, 38)». Το φορτίο των λογισμών όμως ήταν βαρύτερο από το φορτίο στην πλάτη! Μου έλεγε και του έλεγα: «Μόλις πάμε στον Γέροντα, θα σε καταγγείλω!».
Μόλις μπήκα στην πόρτα της καλύβας του, πάνε οι λογισμοί! Πού να τολμήσουν οι δαίμονες ν’ αντικρίσουν τον μάστορά τους!!

Επειδή όμως δεν είχα την ευκαιρία εκείνη τη στιγμή να δω τον Γέροντα κατ’ ιδίαν, γιατί μας είπε να φύγουμε για ν’ αλλάξουμε τα ρούχα μας και να ξεκουραστούμε, είπα μέσα μου: «Πειρασμέ, τώρα θα σε κανονίσω!». Μάζεψα, λοιπόν, ένα τσουβάλι πέτρες και του είπα: «Τώρα θα σου βάλω κανόνα, που δεν ήθελες να κουβαλήσεις φορτίο τέτοια μέρα, και θα κοιμηθείς πάνω στις πέτρες! Ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, είχε πολύ μεγαλύτερο μαρτύριο!». Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν είχε αξία· όμως για τούτη την προαίρεσή μου ο Θεός μού έδωσε έναν μικρό μισθό…
Όταν κοιμήθηκα, είδα ότι βρέθηκα σε μια πεδιάδα. Δεξιά μου ήταν ο πατήρ Ιωσήφ, ο νεώτερος (1921–2009), κι αριστερά μου ο πατήρ Αρσένιος (1886–1983). Και στ’ αριστερά πάλι, στην κορυφή ενός ωραίου κατάφυτου πράσινου λόφου, βρισκόταν ο Γέροντας Ιωσήφ και γυρίζει και μας λέει: «Θα περάσει ο Μέγας Κωνσταντίνος. Να πέσετε να πάρετε την ευχή του».
Του έκανα με νεύμα: «Νά ’ναι ευλογημένο!». Όταν ήρθε, χωρίς καν να τον κοιτάξω, έβαλα μετάνοια. Δεν ξέρω ο άλλος αδελφός τί έκανε. Καθώς σηκωνόμουν, αντί να δω τον Μέγα Κωνσταντίνο, είδα τον Χριστό σαν μικρό παιδάκι. Αυτό έσκυψε, μου χαμογέλασε, με ασπάσθηκε κι έφυγε. Μα, τί χαρά μού ήρθε!
Μόλις ξύπνησα, είχα χαρά στη ψυχή μου. Πήγα στον Γέροντα και του είπα ότι είδα αυτό κι αυτό. Με ρώτησε τί λογισμούς είχα την ημέρα. Του είπα τους λογισμούς που είχα, πώς τους αντέκρουσα και ποιο ήταν το αποτέλεσμα.
–Ο Θεός τους δούλους Του, έτσι τους παρηγορεί, όταν κάνουν κάποιον αγώνα. Αλλά εσύ στο εξής να μη βάζεις πέτρες.


Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει νά ’χεις έναν έμπειρο οδηγό, να διακρίνει με ασφάλεια την αλήθεια από το ψεύδος. Διότι ο απόστολος Παύλος μάς διδάσκει ότι ο διάβολος μεταμορφώνεται και σε άγγελο φωτός προκειμένου να παραπλανήσει τον άνθρωπο. Οι δε άγιοι Πατέρες μάς λένε: «Το κρασί και το ξύδι μοιάζουν· εκείνος όμως που γεύθηκε το κρασί, εκείνος είναι που ξέρει τη διαφορά». Και ο Γέροντάς μου, ο Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, ήταν από τους λίγους εκείνους Αγιορείτες Πατέρες, που είχαν άφθονα γευθεί τη νηφάλια μέθη της θείας Χάριτος και που μπορούσαν, άμεσα και με ασφάλεια, να γνωρίζουν αν μια κατάσταση ήταν από τον Θεό ή από τους δαίμονες ή από τη δική μας φύση.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΦΡΑΙΜ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΚΤΗΤΟΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΑΡΙΖΟΝΑ – ΗΠΑ

[Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο Γέροντας μου
Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,
μέρος 2ο, κεφ. ι΄, σελ. 310–314,
Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου
Αριζόνας ΗΠΑ, 20081.
Επιμέλεια ανάρτησης,
επιλογή θέματος και φωτογραφίας,
πληκτρολόγηση κειμένου:
π. Δαμιανός.]

Τα Θαυμάσια του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου


Ιωάννης ο Βαπτιστής, τοιχογραφία σε σερβική εκκλησία.

Άγιε μου Ιωάννη Πρόδρομε γονατίζω, 
ασπάζομαι την Εικόνα σου και Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!

Τα Θαυμάσια του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου

Σοφία Ντρέκου

1. Εισαγωγικά2. Διηγήσεις Θαυμασίων Τιμίου Προδρόμου
3. Ανέλπιστο θαύμα της Αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου
4. «Όπως τον βλέπεις στην Εικόνα: με την προβιά!
Άνδρας πελώριος, γίγαντας, με τα μαλλιά ξέπλεκα!»

1. Εισαγωγικά

Άγιε μου Ιωάννη...
Εσύ που υπήρξες τόσο μεγάλος νηστευτής, πρότυπο εγκράτειας,
εσύ που είχες βρει το δρόμο για να τρέφεις το πνεύμα σου,
για να εξυψώνεσαι σε ουράνια μήκη και πλάτη (διαθέσιμα για όλους μας),
βοήθησέ με να κόβω έστω και μια μπουκίτσα από τα πλούσια εδέσματά μου 
-δείγμα τού λιμού της ψυχής μου! (ανωνύμου)

«Προστάτης θερμός, καὶ μέγα καταφύγιον, καὶ σκέπη στεῤῥά, καὶ ἀρωγὸς καὶ ἔφορος, ὑπάρχων ἡμῶν Πρόδρομε, ἐξελοῦ ἀπὸ πάσης κακώσεως, καὶ μανίας ἐχθροῦ ἀπηνοῦς, τοὺς ἐπιβοωμένους σου τὸ ὄνομα». [Κάθισμα Παρακλητικοῦ Κανόνος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου (†1991), «Ἑβδομαδάριον», σελ. 83].

Η βιοτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ήταν μια διαρκής υπόμνηση της αλήθειας σε όλα της τα επίπεδα της ζωής. Στην εποχή μας αυτό που λείπει από τη ζωή μας είναι η ζωντανή βίωσή της αλήθειας γιατί η αλήθεια είναι ο Χριστός.

Είμαστε αληθινοί στις σκέψεις μας, στα συναισθήματά μας, στους λόγους μας, στα «θέλω» μας, στη ζωή μας; Κάθε προσωπική παραχώρηση σε ζητήματα αλήθειας ακυρώνει την πρόνοια και την ευλογία του Θεού από την ζωή μας. Αυτό είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τον προσωπικό μας αγώνα γιατί οριοθετεί τις γραμμές μεταξύ πίστης ή εμπιστοσύνης! Άλλωστε, ο Θεός σπεύδει διαρκώς σε εμάς όπως λέει και το όνομά του [θεω=τρέχω, κινούμαι] δεν είναι στατικός και απρόσιτος! Ας τον εμπιστευτούμε και ας τον βάλουμε στην ζωή μας ολοκληρωτικά όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος! 

2. Διηγήσεις Θαυμασίων Τιμίου Προδρόμου
«Γλυκαίνομαι να εγκωμιάζω τις αρετές σου, Πρόδρομε»

«Θα σας διηγηθώ τώρα ένα αληθινό γεγονός που έγινε σ' έναν νεόκουρο μοναχό, ο οποίος, παίρνοντας θάρρος σε μένα, μου το εκμυστηρεύθηκε, πολύ εμπιστευτικά:

–Τον Τίμιο Πρόδρομο, που εικονίζεται με αυστηρή μορφή στο προσκυνητάριο που βρίσκεται εντός του Καθολικού της Μονής Διονυσίου, μπροστά στον δεξιό κίονα, προφανώς και τον γνωρίζεις! Όσες φορές του μιλάω και τον ατενίζω στο πρόσωπο, μου φαίνεται σαν να είναι ζωντανός. Μέσα μου, αισθάνομαι σαν ένα παιδί που μιλάει προς τον πατέρα του.

Όταν, για πρώτη φορά, την Δευτέρα το βράδυ, διάβαζα στο Απόδειπνο τους Χαιρετισμούς του Αγίου, καθώς ήμουν νεόκουρος μοναχός και στεκόμουν μπροστά σ' αυτήν την Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου, με πολλή ευλάβεια και αγάπη, όταν έφτασα στον λόγο των Χαιρετισμών: «εὐφημῶν γὰρ ἥδομαι τὰ σά, ἀπορῶν δὲ λόγου, δειλιῶν Πρόδρομε, αὐτὸς δὲ ἐνισχύων με...» (=«Γλυκαίνομαι να εγκωμιάζω τις αρετές σου, Πρόδρομε!

Διστάζω όμως, μια και δεν μου βρίσκεται σε μένα ο λόγος. Εσύ, όμως, δωσ' μου δύναμη γι' αυτό!»), —ω, των θαυμασίων σου, προστάτη μου, Τίμιε Πρόδρομε!–, αισθάνθηκα μία υπερφυσική χάρη μες στην καρδιά μου και μου φάνηκε σαν να σήκωσε, ο Τίμιος Πρόδρομος, ολόκληρο το σώμα μου, ψηλά πάνω από την γη, γεμίζοντάς με ολόκληρον με άρρητη χαρά και αγαλλίαση!...». 

Κάποτε παρακαλούσα για χρόνια τον Τίμιο Πρόδρομο για ένα ζήτημα πνευματικής φύσεως και δε λάμβανα καμία πληροφορία γι’ αυτό. Οπότε, μια μέρα όταν ασπάσθηκα την αγία του εικόνα, τον παρακάλεσα με περισσότερη έμφαση, έχοντας μέσα μου λύπη και διαμαρτυρόμενος για τη σιωπή του. Αναχωρώντας από αυτή την αγία εικόνα, άκουσα μια νοερή φωνή στη διάνοιά μου, που με πληροφορούσε και με παρηγορούσε επαρκώς για το ζήτημα που τον παρακαλούσα. Ευχαρίστησα θερμά τον Προστάτη μου και στο εξής ειρήνευσα μέσα μου».

Το Δεξί χέρι του Τιμίου Προδρόμου. Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους

3. Ανέλπιστο θαύμα της Αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου

«Στην Εορτή του Αγίου Πνεύματος, του έτους 1961, μετά την Θεία Λειτουργία, ο εφημέριος ιερομόναχος Παύλος, ήρθε και μου διηγήθηκε την θαυματουργία της Αγίας Δεξιάς του Τιμίου Προδρόμου που έγινε σ' αυτόν, ως εξής: 

—Κατάλαβες τί μου συνέβη, σήμερα στην Λειτουργία, πάτερ Λάζαρε;

—Τί; Για εξήγησέ μου καλύτερα, σε παρακαλώ! 

–Βεβαίως, με άκουγες στον Όρθρο, πόσο δυσκολευόμουνα στις Εκφωνήσεις, πώς είχε φράξει ο λαιμός μου από την φαρυγγίτιδα που με τυραννάει κατά καιρούς. 

—Ναι, το κατάλαβα. Κι έλεγα μέσα μου: «άραγε, πώς θα τα καταφέρει στην Λειτουργία ο παπάς;!». 

—Άκου, λοιπόν: όταν συναχθήκαμε οι ιερείς στην Εκκλησία για να πάρουμε «καιρό», βλέπω τον εαυτό μου να είναι σε κακή κατάσταση. Πριν βάλει «Ευλογητός» ο Ηγούμενος, πήγα και τον παρακάλεσα να βγάλει την Αγία Δεξιά του Τιμίου Προδρόμου να την ασπασθώ και να με σταυρώσει με αυτήν. Δέχθηκε αμέσως ο Ηγούμενος, σταύρωσε το κεφάλι μου με την Αγία Προδρομική Δεξιά, λέγοντας και την συνήθη ειδική ευχή που υπάρχει γι' αυτές τις περιπτώσεις. Την ασπάσθηκα κι εγώ με πολλή ευλάβεια και αγάπη, παρακαλώντας συγχρόνως τον Τίμιο Πρόδρομο να με λυπηθεί και να με γιατρεύσει από αυτήν την ασθένεια που με τυραννούσε. Για να μπορέσω, —εις δόξαν Θεού–, να κάνω τις Εκφωνήσεις με ευχέρεια φωνής. Τέλος, για να μπορέσω να πω και το Ευαγγέλιο με ευκολία και ευρυφωνία, όπως το λέμε συνήθως εμείς, σε τέτοιες Δεσποτικές Εορτές. 

Αυτά, περίπου, είπα προς τον Τίμιο Πρόδρομο, όταν ασπαζόμουν την Αγία του Δεξιά. Και, —ω, της θαυμασίας και ταχείας σου αντιλήψεως, Τίμιε του Χριστού Πρόδρομε!–, αμέσως ένιωσα την ενέργεια της Θείας Χάριτος, μαλάκωσε ο λάρυγγάς μου κι άνοιξε η φωνή μου! Γέμισα από θείο ζήλο κι έκανα τις Εκφωνήσεις με πολλή ευλάβεια και αγάπη. Είπα και το Ευαγγέλιο με όλη μου την άνεση και την ευκολία, μέσ' από το βάθος της ψυχής και της καρδιάς μου. Με όλη μου την ευλάβεια και την ευγνωμοσύνη, ευχαρίστησα τον πανάγαθο προστάτη μας, τον πανένδοξο Βαπτιστή και Πρόδρομο του Κυρίου, με τις πρεσβείες του οποίου, είθε να έχουμε, όλοι μας, αγαθό τέλος και να μπούμε στην Βασιλεία των Ουρανών. Αμήν, γένοιτο!...».

[(1) Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου (†24/12/1974): «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», σελ. 14—15 και 30—31, έκδ. (1η;) Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988.


(2) Ο Τίμιος Πρόδρομος: εξαίσια σύγχρονη φορητή εικόνα, που βρίσκεται στον χώρο υποδοχής του Αρχονταρικιού της Ιεράς Γυναικείας Μονής «Κοιμήσεως της Θεοτόκου», Πανοράματος Θεσ/νίκης. Έχω την, σχετικά βέβαιη, πληροφορία, ότι, μάλλον πρόκειται για έργο που ιστόρησε η ίδια η μακαριστή Γερόντισσα Φεβρωνία (†22/5/2008), —πραγματικά, μία οσιακή και, εξαιτίας της απερίγραπτης υπομονής που επέδειξε στην επάρατο ασθένεια, μία μαρτυρική μορφή. Την εκτιμούσε εν Κυρίω πολύ, γι' αυτό και την επισκεπτόταν συχνά, ο μακαριστός Γέροντάς μας, π. Ευσέβιος Βίττης (†4/11/2009).]

4. «Όπως τον βλέπεις στην Εικόνα: με την προβιά!
Άνδρας πελώριος, γίγαντας, με τα μαλλιά ξέπλεκα!»

Ο μακαριστός μοναχός Λάζαρος Διονυσιάτης, είναι πολύ γνωστός στον κόσμο των διψαλέων αναγνωστών του Ορθόδοξου βιβλίου, για τις κατανυκτικές και πάντερπνες «Διονυσιάτικες Διηγήσεις» που μας άφησε, σαν γραπτές και, τω όντι, πολύτιμες αναμνήσεις οσίων Διονυσιατών Πατέρων και πολλών άλλων θαυμαστών θείων γεγονότων από την ασκητική βιοτή τους.

Ανάμεσα, λοιπόν, σε αυτές τις «διηγήσεις» του, περιλαμβάνει και δύο τουλάχιστον, –πραγματικά, φοβερές!–, διηγήσεις που απέσπασε από τον συμμοναστή του, τον (προ πολλού, μακαριστό και αυτόν), π. Βησσαρίωνα. 

Ο ευλογημένος αυτός αδελφός της Μονής Διονυσίου, ο π. Βησσαρίων, καταγόταν από την Χαλκίδα της Εύβοιας. Εκοιμήθη εν Κυρίω το 1952, σε ηλικία 76 ετών. Πριν την κοίμησή του, ήταν Οικονόμος σ’ ένα Μετόχιο της Μονής Διονυσίου στην Συκιά Χαλκιδικής, το λεγόμενο «Καλαμίτσι». Προαισθάνθηκε τον θάνατό του, και αφού αποχαιρέτησε τους γνωστούς και τους φίλους του, τους είπε πολύ απλά, ότι, «πηγαίνει στο Μοναστήρι για να πεθάνει»!

Μόλις αποβιβάσθηκε στην αποβάθρα της Μονής Διονυσίου, έκλινε τα γόνατα της ψυχής και της καρδιάς του κι’ ευχαριστούσε ολόψυχα τον Τίμιο Πρόδρομο που τον αξίωσε να έλθει πίσω στην Μονή της «μετανοίας» του, για να αποδώσει το «κοινόφλητο χρέος» της εν Κυρίω αποδημίας του. Αυτή, πραγματοποιήθηκε μετά από δύο μέρες, αφού πρώτα αποχαιρέτησε όλους τους αδελφούς του και συγχωρέθηκε μαζί τους. Αυτός, ο τρισμακάριστος μοναχός, είχε σαν «σύνοικο», θησαυρισμένη μέσα στην καρδιά του, πολλή και ζέουσα, την αγία ταπείνωση και την πίστη…

Κάποτε, βρήκε την ευκαιρία ο π.Λάζαρος και τον ρώτησε:
–«Άκουσα, π.Βησσαρίων, όταν το Μοναστήρι μας σε είχε διορίσει Οικονόμο στο Μετόχι της, στα Μεριανά της Χαλκιδικής, ότι είδες τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον Οποίον και συνομίλησες κιόλας. Αν το θυμάσαι κι’ αν θέλεις, πες μου το και σ’ εμένα αυτό το γεγονός, όπως συνέβη, να το σημειώσω για να μαθαίνουν κι’ οι νεώτεροι. Πώς είδες τον Τίμιο Πρόδρομο ζωντανό και μίλησες μαζί Του;...».

Ο Γερο–Βησσαρίων, μειδίασε για λίγο και, με την συνηθισμένη του απλότητα, άρχισε να λέει:

–«Αδελφάκι μου, καθώς ξέρεις, το Μοναστήρι μας με διόρισε Οικονόμο στα 1916 κι’ όσο μπορούσα, φρόντιζα για τις δουλειές του Μετοχίου. Εσύ, μυλωνάς έκανες και ξέρεις ότι πολλές φορές μαζεύονται πολλοί νοματαίοι στον μύλο. Μια μέρα, δύο χωριάτες ήρθαν στα παζάρια και, ο ένας απ’ αυτούς, αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, πήγε μέσα στην Εκκλησία και προσκύνησε. Άφησε μάλιστα μπροστά στην Εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε ν’ ανάψω κι’ ένα κερί. Εγώ, άναψα τα καντήλια και βλέπω, μετ’ από λίγο, να λείπουν τα χρήματα. Μα, δεν ξέρεις πόση στεναχώρια μού ’ρθε! Με σκλήρυνε κι’ εμένα ο πειρασμός και, όπως κουβεντιάζουμε τώρα μαζί, πήγα μπροστά στην Εικόνα του Αγίου και του λέω:

–«Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ;! Γιατί αφήνεις να σου παίρνουν τα χρήματα μπροστά από την Εικόνα σου;! Αα!..., δεν σου ανάβω το καντήλι!...».

Έτσι, λοιπόν, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι κι’ έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου, η καρδιά μου, χτυπούσε λιγάκι. Πήγα στον μήλο, ανέβηκα πάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά, συγχυσμένος! Θυμόμουνα ότι το καντήλι του Αγίου το είχα αφήσει επίτηδες σβηστό, αλλά ο «κοτσουνούρης» (σημ.: ο διάβολος, ο πονηρός), δεν μ’ άφηνε! Πολύ, με σκλήρυνε! Μάλιστα δε, έλεγα μέσα μου:

–«Άϊ, να δούμε τί θα γίνει!... Το καντήλι, δεν το ανάβω εγώ απόψε!...».

Κοιμήθηκα, λοιπόν, με την σύγχυση που είχα μέσα μου, όπως επέμενα στην γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, τότε. Το φεγγάρι, ήταν σαν ήλιος. Κι’ από το παράθυρο του κελλιού μου, έμπαινε μέσα το φως. Καθώς, λοιπόν, κοιμόμουν μόνος μου, –καθότι τότε δεν είχα άλλον αδελφό μαζί μου για συνοδία–, κατά τα μεσάνυχτα, αισθάνομαι μια γερή σκουντιά!…

Ξυπνώ, και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου, άρχισα να τρέμω και μόλις που μπόρεσα να του πω:

–«Πώς ήρθες εδώ;!...».
Για απάντηση, μού λέει με ύφος σοβαρό:

–«Το πώς ήρθα, να μη ρωτάς! Αλλά, για πες μου: Γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;!».
Αμέσως, με πολύ φόβο, με φωνή που έτρεμε και με δάκρυα στα μάτια, τού λέω:
–«Να με συγχωρέσεις, Άγιε!... Έσφαλλα!...

Κλαίγοντας, τού έβαλα τότε τρεις μετάνοιες στα πόδια του και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει!... Τότε, ακούω τον Τίμιο Πρόδρομο, με γλυκειά και με ήρεμη φωνή, να μου λέει:

–«Παιδί μου, Βησσαρίων, λες ότι «δεν είμαι ’δω»! Κι’ αν εγώ δεν είμαι ’δω, τότε, ποιός σε φυλάει εσένα εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτήν την ερημιά που είσαι, από τους ληστές και από τ’ άλλα τα κακοποιά στοιχεία;!».

–«Άγιέ μου!», του λέω, «σε παρακαλώ, να με συγχωρέσεις!... Δεν θα το ξανακάνω!...».

–«Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην Εικόνα μου, και να το κηρύττεις και να το λες και σ’ άλλους, ότι, κάνουν θαύματα οι Εικόνες. Γιατί πολλοί άρχισαν να λένε ότι οι Εικόνες δεν θαυματουργούν!». 

Αυτά, μου είπε ο Άγιος, κι’ έγινε άφαντος. Εγώ, κατευθείαν εκείνη την ώρα πήγα στην Εκκλησία και, –ω, του θαύματος!–, βλέπω όλα τα απολεσθέντα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήταν και πριν, μπροστά στην Εικόνα του Αγίου! Ποιός ξέρει τί λαχτάρα να τράβηξε εκείνος ο κλέφτης κι’ έφερε πίσω τα χρήματα στην Εικόνα, αυτήν την ίδια κιόλας νύχτα!

Σαν άκουσα την διήγηση του π. Βησσαρίωνος, τον ρώτησα:

–«Τί ενδύματα φορούσε ο Τίμιος Πρόδρομος;». Και μου απάντησε:
–«Να! Όπως τον βλέπεις στην Εικόνα: με την προβιά! Αλλά, τέτοιον ψηλό άνθρωπο, δεν είδα άλλον στην ζωή μου! Μα, τι να σου πω! Άνδρας, πελώριος! Γίγαντας!».

–«Σε πιστεύω!», του λέω, «Γιατί και ο Χριστός μάς λέει στο Ευαγγέλιο (Ματθ. ια' 11), ότι, «Οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν, μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ» (δηλαδή: «Δεν έχει φανεί μεταξύ των γεννημένων από γυναίκες άνθρωπος άλλος που να είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη το Βαπτιστή»), αν και ο λόγος αυτός υπονοεί το πλήθος των αρετών και την μεγάλη αγιότητα του Τιμίου Προδρόμου. 


Όμως, ισχύει αυτό επίσης και για την σωματική του διάπλαση, γιατί τα λόγια του Κυρίου και τα δύο περιλαμβάνουν». Κατά την απόλυτη και παντέλεια ακρίβεια που έχει η αιώνια Αλήθεια του αψευδούς Λόγου του Θεανθρώπου Σωτήρος Χριστού, ο Οποίος είναι η Αυτοαλήθεια και η Αυτοζωή...

[Λαζάρου Μοναχού Διονυσιάτου: «Διονυσιάτικαι Διηγήσεις», §44–§46, σελ. 117, 119, 123–125, Έκδοσις (1η;) Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος 1988.]

Γιόγκα: φοράς Σταυρό; να τον βγάλεις αμέσως, άκουσες;



Αγαπητοί μου, θα μοιραστώ δύο περιστατικά μαζί σας σε σχολές Yoga, με την άδεια των δύο πνευματικών μου παιδιών που μου τα διηγήθηκαν χωρίς να σχολιάσω κάτι περαιτέρω.

1ο περιστατικό στην Αθήνα

Ο εκπαιδευτής κατευθύνεται αγριεμένος προς το πνευματικό μου παιδί και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:

- Φοράς Σταυρό; 

Σοκαρισμένο το κορίτσι απαντά: 

-Πώς το ξέρετε; (τον φορούσε απο μέσα)

-Είπα, φοράς Σταυρό;

-Ναί, φοράω! 

- Να τον βγάλεις αμέσως, δε μπορώ να συγκεντρωθώ, άκουσες;

Το κορίτσι σοκαρισμένο και στενοχωρημένο αποχώρησε απο τη σχολή...


2ο περιστατικό στη Θεσσαλονίκη

Η εκπαιδεύτρια κατευθύνεται προς το μαθητή και με απόλυτο τρόπο...
του βγάζει με το ζόρι κομποσκοίνι που φόραγε στο χέρι, λέγοντάς του οτι δε μπορεί να συγκεντρωθεί και οτι δε μπορεί να φοράει τέτοια πράγματα στο μάθημα...

Πρωτ. Γεώργιος Χριστοδούλου

ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ!



Από την αρχαιότητα ήδη συνήθιζαν οι Βασιλιάδες όταν επέστρεφαν νικηφόροι από τις μάχες να φέρουν εν πομπή από πίσω τους τα διάφορα ακριβά λάφυρά από τις μάχες προς βεβαίωση της νίκης επί των εχθρών τους.
Από αυτά τα λάφυρα και σκύλα (από το σκυλεύω) τα πιο πολυτιμότερα ήταν οι ίδιοι οι νικημένοι Βασιλιάδες και οι αξιωματούχοι τους που τους έσερναν επιδεικτικά οπίσω τους για να τους ευτελίζουν και ρεζιλεύουν.


Κατά παρόμοιο τρόπο όλοι είδαμε πριν λίγες ημέρες τον κατσικοπόδαρο Πάπα να γυρνάει σαν νιόπαντρος (το ποτήρι με το κρασί του έλειπε) με την σειρά σε όλη την παράταξη, την σάρα και την μάρα των εκπροσώπων όλων των θρησκειών του κόσμου. Τους χαιρετούσε έναν-έναν και επιδεικτικά οπίσω του τραβούσε , σαν σκυλάκι, τον ηττημένο Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο για να αποδείξει περίτρανα την νίκη του επί της Ορθοδοξίας και την καθυπόταξη της Εκκλησίας μας κάτω από την παντόφλα του.


(Ο αιρετικός Πάπας χαιρετώντας τους εξίσου αιρετικούς συνοδεία του Οικ. Πατριάρχου και του γορίλα του Ταρζάν σωματοφύλακά του με το άσπρο σκουφί)

Και δεν έφτανε μονάχα αυτό αλλά και κατά την επίσημη ομιλία του Βαρθολομαίου στην Ασίζη ο Πάπας δίπλα ακριβώς κοιμόταν βαθέως εις τας αγκάλας του Μορφέως περιφρονώντας με θράσος για άλλη μία ακόμη φορά τον Πατριάρχη και την εκπροσωπουμένη δι΄αυτού Ορθόδοξη Εκκλησία.
Όσα φθινοπωρινά όνειρα όμως και αν βλέπει στα ζωντανά ή στον ύπνο του ο Πάπας για την υποταγή των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών σε εκείνον και τον Αντίχριστο τον οποίο εκπροσωπεί, θα φθίνουν μονίμως διότι η ψυχή μας δεν δαμάζεται ούτε υποτάσσεται σε κανέναν άνθρωπο ή διάολο παρά μονάχα τον Χριστόν λατρεύει και Αυτόν μόνον προσκυνά.

Κύριον τὸν θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις (Ματθ. δ΄- 10)


ΟΜΑΔΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΩΝ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ
Π.Κ.

ΕΥΛΟΓΙΑ ΠΙΤΤΩΝ ἢ ΠΙΣΤΩΝ

Κάποτε χτιζόταν ἕνας μεγάλος Ναός. Οἱ πρῶτοι κτήτορές του ἦσαν εὐσεβεῖς. Καὶ εἶχαν μοναδικὸ σκοπὸ νὰ γίνη ὁ Ναός, γιὰ νὰ καλυφθοῦν οἱ λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς περιοχῆς, πού ὅλο καὶ μεγάλωνε, ὅπως ἄλλωστε ὅλες οἱ συνοικίες γύρω ἀπό τὴν Ἀθήνα καὶ τὸν Πειραιᾶ. Ὁ προεστώς, λειτουργὸς σεμνὸς καὶ ἀφιλοκερδής, πρόσεχε νὰ γίνη μὲν ὁ Ναὸς εὐρύχωρος, ἀνάλογος μὲ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐνορίας, ἀλλ’ ἀπαλλαγμένος ἀπό περίτεχνα καὶ πολυτελῆ ἀντικείμενα, πού ὄχι μόνο εἶναι περιττά, ἀλλά καὶ σκανδαλίζουν τὸ λαό.

Πέρασαν τὰ χρόνια. Ἄλλαξαν τὰ πρόσωπα. Ἦλθαν ἄλλοι. Ἀνάμεσά τους τοποθετήθηκαν καὶ ἐφημέριοι, πού εἶχαν τὸ μόνιμο παράπονο: «Δεν βγάζουμε πολλὰ τυχερά. Ἄλλοι βγάζουν πολὺ περισσότερα. Κάτι πρέπει νὰ κάνουμε…»!
Ἕνας ἀπό τούς ἐφημερίους, ὁ νεώτερος, ἔρριξε μιὰ ἰδέα:
-Δέν προσθέτουμε ἕνα παρεκκλήσι ἐφαπτόμενο τοῦ Ναοῦ καὶ συνδεόμενο μαζί του; Ἔτσι θὰ ἔχουμε περισσότερες εὐκαιρίες… Θὰ ἔρχεται ὁ κόσμος. Κάτι θὰ μαζεύουμε κι ἐμεῖς…
—Ὡραία ἡ ἰδέα σου – τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι, ὄχι τόσο… παραδόπιστοι σὰν αὐτόν. Καὶ στὸ ὄνομα ποιοῦ ἁγίου θὰ τιμᾶται τὸ παρεκκλήσι; Ἐγώ προσωπικὰ – εἶπε ὁ μεγαλύτερος καὶ λογιώτερος – προτείνω τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἄς τιμηθῆ ὁ μεγάλος ἀπόστολος, ὁ κήρυκας τῆς οἰκουμένης. Ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει ἐκκλησία ἢ παρεκκλήσι στὸ ὄνομά του στὴν περιοχή μας. Καὶ ἔπειτα πῶς θὰ φανερώνουμε ὅτι ὄντως εἴμαστε ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία;

Ὁ πρωτοστατήσας στὴν ἰδέα ἀνεγέρσεως παρεκκλησίου φυσικὰ δὲν συνεφώνησε! Μὲ εἰδικὸ νεῦμα θέλησε νὰ ἐπηρεάση τούς ἄλλους δυὸ ἐφημέριους, πού μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα ἄκουγαν ἀμίλητοι:
-Ὄχι, πατέρες, δὲν θὰ γίνη τὸ παρεκκλήσιο στὸ ὄνομα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ποιὸς ξέρει τὸν Παῦλο; Καὶ ποιὸς θὰ ἔρχεται στὸ παρεκκλήσι του; Τὸ πολὺ-πολὺ νὰ γίνεται μιὰ λειτουργία στὴ μνήμη του, πού λόγω καὶ τῆς ζέστης τῆς ἐποχῆς ἐλάχιστοι θὰ ἔρχωνται! Ἄντε νὰ γίνη καὶ μιὰ ἀρτοκλασία. Τί νὰ βγάλης μὲ μιὰ ἀρτοκλασία;…

Εἶναι ἀλήθεια, πώς ἡ ὠμότητα τοῦ μαμωνολάτρη ἐφημερίου, ξένισε ὄχι μόνο τὸν εὐλαβῆ προϊστάμενο, ἀλλά καὶ τοὺς ἄλλους δυό, πού φαίνονταν μέχρι στιγμῆς ἀδιάφοροι. Δὲν ἦσαν ὅμως. Ἄνοιξαν τὸ στόμα τοὺς προτείνοντας:
-Ἐγὼ λέω νὰ ἀφιερώσουμε τὸ παρεκκλήσι στὸν ἅγιο Νεκτάριο. Εἶναι λαοφιλὴς ἅγιος. Θὰ μαζεύη κόσμο. Θὰ κάνουμε καὶ εἰδικὲς παρακλήσεις καὶ θὰ αὐξηθοῦν καὶ τὰ ἔσοδά μας…

Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ τέταρτος, ἐπενέβη:
-Ὄχι στὸν ἅγιο Νεκτάριο! Τρεῖς κοντινὲς ἐκκλησίες ἔχουν παρεκκλήσι καὶ «θαυματουργὲς» εἰκόνες καὶ «λείψανα» τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Κορέστηκε ἡ ὑπόθεσις. Πέρασε ἡ… μόδα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου! Ἡ δεκαετία τοῦ 1960 ἦταν γιὰ τὴ χάρι του. Τώρα ἄλλοι εἶναι οἱ ἅγιοι, πού… τραβᾶνε, ὅπως ὁ ἅγιος Ραφαήλ, ὁ ἅγιος Ἐφραίμ… Βέβαια ἐγώ οὔτε αὐτοὺς προτείνω. Ἡ πρότασίς μου ἀφορᾶ σὲ κάποιον ἅγιο, πού ἔχει σχέσι μέ τα… μάγια! Ὅλος ὁ κόσμος ἔχει πιστέψει, πώς τοὺς ἔχουν κάνει μάγια καὶ τρομοκρατημένος τρέχει σ’ αὐτὸ τὸν ἅγιο. Κόσμο νὰ δοῦν τὰ μάτια σας. Καὶ βέβαια ὁ κόσμος αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν πόνο τοῦ ἀποθέτει καὶ τὸν ὄβολό του, πού συνοδεύει τὸ χαρτάκι μὲ τὰ ὀνόματά τους…
—Ὄχι, ὄχι! διαμαρτυρήθηκε ἐγειρόμενος ἀπὸ τὴ θέσι του ὁ εὐλαβὴς προϊστάμενος. Αὐτὸ εἶναι ἀπαράδεκτο. Ὁ ἅγιος Κυπριανὸς εἶναι μεγάλος πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ μάγια καὶ μὲ ξόρκια. Εἶναι ντροπή μας νὰ διαδίδουμε πλάνες καὶ τρομοκρατικὲς ἀντιλήψεις «χρημάτων ἕνεκεν». Γιατί τὸ θέλουμε τὸ παρεκκλήσι; Γιὰ νὰ βγάζουμε ἐμεῖς λεφτά, ἢ γιὰ νὰ τιμήσουμε σπουδαῖο ἅγιο καὶ νὰ ὠφελούμεθα ἀπό τὴ ζωή του καὶ ἀπό τά κείμενά του καὶ νὰ ἐπικαλούμεθα τή χάρι του;…

Διακόπηκε ἐκεῖ ἡ συζήτησις τῶν τεσσάρων ἐφημερίων. Οἱ τρεῖς ὅμως δὲν τὄβαλαν κάτω. Μετὰ ἀπό καιρὸ πλεύρισαν στὴν ἀρχὴ τὸν ἀρχιερατικό, μετὰ τὸν πρωτοσύγκελλο καὶ τελικὰ τὸν μητροπολίτη, καὶ ἐλήφθη ἡ ἀπόφασις γιὰ τὸ σχεδιαζόμενο παρεκκλήσι.

Ἅγιος Φανούριος! Ἔτσι θὰ ὀνομασθῆ τό παρεκκλήσι. Ἄλλωστε ἤδη ὁ ἀντιδρών προϊστάμενος μετετέθη. Δὲν ἔχετε πλέον ἐμπόδιο! Καὶ τὸ νοῦ σας! «Ὁ νοῶν νοεῖτω!»·ἦταν ἡ ἄγραφη ἔγκρισις «ἄνωθεν»…

Γρήγορα προσαρτήθηκε τὸ νέο παρεκκλήσι στὸν κεντρικὸ ναό. Δειλὰ-δειλὰ ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζωνται οἱ πρῶτες φανουρόπιττες! Μέχρι πού ἔφτασε ὁ καιρός τῆς… οὐρᾶς! Στὴν οὐρὰ τώρα περιμένουν οἱ γυναῖκες, γιὰ νὰ διαβαστοῦν οἱ φανουρόπιττές τους, δίνοντας στὸ χέρι τοῦ παπᾶ τὸ χαρτὶ μὲ τὰ ὀνόματα καὶ τὰ νομίσματα. Γιὰ νὰ μὴ ξεχνιώμαστε: Δὲν πιάνει διάβασμα χαρτιοῦ χωρίς…λεφτά!!! Εἶναι καθωρισμένο ἀπό τά ἀφιλότιμα «φιλότιμα», τὰ παντὸς εἴδους τυχερὰ γιὰ τὰ ὁποιουδήποτε εἴδους διαβάσματα!

Μὴ ρωτᾶτε τί καὶ πῶς «προφητεύουν» (!) διάφορα πράγματα μὲ τὶς φανουρόπιττες! Ὁ ἴδιος πάντως ὁ ἅγιος Φανούριος, ἂν ἤθελαν οἱ φανουροπιττόπληκτοι, θὰ τοὺς παρέπεμπε στὸ λόγο τῆς Γραφῆς καὶ ἐκεῖ θὰ ἔβλεπαν πώς «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκὶ» (Α’ Τιμ. γ’ 16), πώς ὁ Χριστὸς «ἐφανέρωσε τό ὄνομα τοῦ Πατρὸς τοῖς ἀνθρώποις» (Ἰωαν. ιζ´ 6), πώς «ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις», πώς «δεῖ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (Β´ Κορ. ε´ 10).

Μὴ ρωτᾶτε πῶς μπῆκε στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τὸ γλυκὸ κέικ, πού τὸ ὠνόμασαν φανουρόπιττα! Τὸ θέμα εἶναι, ὅτι τὸ ὑποκατάστατο τῆς ἁγίας Γραφῆς λέγεται φανουρόπιττα! Τὸ ὑποκατάστατο τῆς μετανοίας λέγεται φανουρόπιττα! Τὸ ὑποκατάστατο τοῦ Ἄρτου τῆς Ζωῆς λέγεται φανουρόπιττα!

Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθοῦμε ὑπερβολικοί, ἀντιγράφουμε ἀπό πρόγραμμα τοῦ ἑορτασμοῦ παρεκκλησίου τοῦ ἁγίου Φανουρίου:

. Παραμονή: 5-7 μ.μ. Θὰ εὐλογοῦνται διαρκῶς πίττες τοῦ Ἁγίου.
. 7μ.μ. Ἑσπερινὸς καὶ εὐλόγηση πιττῶν. Μέρα ἑορτῆς: 7π.μ. Ὄρθρος, Θ. Λειτουργία καὶ εὐλόγηση πιττῶν τοῦ Ἁγίου.
. 5-7 μ.μ. Θὰ εὐλογοῦνται διαρκῶς πίττες τοῦ Ἁγίου.
. 7μ.μ. Ἑσπερινός, Παράκληση καὶ εὐλόγηση πιττῶν τοῦ Ἁγίου.
. Εἶναι καιρὸς μετ᾽ ὀργῆς καὶ ἀγανακτήσεως (Μάρκ. γ´ 5) νὰ δῆ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὴν κατάστασι: Τελικὰ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία: Εὐλογία πιττῶν ἢ εὐλογία πιστῶν; Τελικὰ θὰ ἐπικρατήσουν στὴ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας τὰ ὑποκατάστατα; Τελικά τό «Λάβετε φάγετε» τοῦ Εὐχαριστιακοῦ Δείπνου, θὰ γίνη: «Ἐλᾶτε νὰ φᾶτε φανουρόπιττες»;

Ἀρχιμ. Δαν. Ἀεράκης

Όλοι οι Χριστιανοί πρέπει να προσεύχονται ακατάπαυστα



Ας μη νομίσει κανείς, αδελφοί μου Χριστιανοί, πώς μόνο οι ιερωμένοι και οι μοναχοί έχουν χρέος να προσεύχονται ακατάπαυστα και παντοτινά και όχι οι κοσμικοί. Όχι, όχι. Όλοι γενικά οι Χριστιανοί έχουμε χρέος πάντοτε να βρισκόμαστε σε προσευχή. Ο αγιότατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος γράφει σχετικά τα εξής στο Βίο του αγίου Γρηγορίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (του Παλαμα).
Ο θειος Γρηγόριος είχε ένα φίλο αγαπημένο ονομαζόμενο Ιώβ, άνθρωπο απλούστατο και πολύ ενάρετο, με τον οποίο συνομιλώντας μία φορά του είπε και περί προσευχής και πώς κάθε Χριστιανός γενικά πρέπει να αγωνίζεται πάντοτε στην προσευχή και να προσεύχεται ακατάπαυστα, καθώς παραγγέλλει ο Απόστολος Παύλος σε όλους τούς Χριστιανούς: « Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», και καθώς λέει και ο προφήτης Δαβίδ, με όλο πού ήταν βασιλιάς κι είχε όλες τις φροντίδες του βασιλείου του: «Βλέπω πάντοτε τον Κύριο μπροστά μου» (μέσω της προσευχής)· και καθώς διδάσκει ο Θεολόγος Γρηγόριος όλους τούς Χριστιανούς λέγοντας ότι πρέπει να μνημονεύομε με την προσευχή το όνομα του Θεού περισσότερο από όσο αναπνέομε.
Και λέγοντας αυτά ο Άγιος στον φίλο του Ιώβ κι άλλα περισσότερα, του έλεγε ακόμη πώς πρέπει κι εμείς να κάνομε υπακοή στις παραγγελίες των Αγίων, και όχι μόνο να προσευχόμαστε εμείς παντοτινά, αλλά να διδάσκομε κι όλους τούς άλλους, μοναχούς και λαϊκούς, σοφούς και αμόρφωτους, άνδρες και γυναίκες και παιδιά, και να τούς παρακινούμε να προσεύχονται ακατάπαυστα. Ακούγοντας αυτά ο γέροντας εκείνος Ιώβ, τα θεώρησε καινοτομία κι άρχισε να αντιλέγει του Αγίου πώς η αδιάλειπτη προσευχή είναι μονάχα για τούς ασκητές και τούς μοναχούς πού είναι έξω από τον κόσμο και από τούς περισπασμούς, κι όχι για τούς κοσμικούς πού έχουν τόσες μέριμνες και δουλειές. 
Και ο Άγιος πάλι του έλεγε κι άλλες μαρτυρίες και αναντίρρητες αποδείξεις, όμως ο γέρων Ιώβ δεν επείθετο, και ο θειος Γρηγόριος αποφεύγοντας την πολυλογία και τη φιλονικία σώπασε και πήγε ο καθένας στο κελί του.
Κι ύστερα πού ο Ιώβ προσευχόταν καταμόνας στο κελί του, φαίνεται μπροστά του Άγγελος Κυρίου... σταλμένος από το Θεό πού θέλει όλων των ανθρώπων τη σωτηρία, κι αφού τον έλεγξε αυστηρά πού φιλονικούσε με τον άγιο Γρηγόριο κι αντιστεκόταν σε πράγματα φανερά, από τα όποια προξενείτε η σωτηρία των Χριστιανών, του παρήγγειλε εκ μέρους του Αγίου Θεού να προσέχει καλά στο εξής και να φυλαχθει πλέον να μην πει τίποτε ενάντιο σε αυτό το ψυχωφελέστατο έργο, γιατί αντιστέκεται στο θέλημα του Θεού· αλλά μήτε με το νου του πλέον να τολμήσει να δεχτεί ενάντιο λογισμό και να φρονεί διαφορετικά από ό,τι του είπε ο θειος Γρηγόριος. Τότε ο απλούστατος εκείνος γέρων Ιώβ πήγε αμέσως στον Άγιο κι έπεσε στα πόδια του, ζητώντας συγχώρηση για την αντίσταση και φιλονικία και του φανέρωσε και όσα του είπε ο Άγγελος του Κυρίου.
Βλέπετε, αδελφοί μου, πώς όλοι οι Χριστιανοί, από τον μικρό ως τον μεγάλο, οφείλουν να προσεύχονται παντοτινά με τη νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»; Και πάντοτε να το συνηθίσει να το λέει ο νους τους και η καρδιά τους; 
Και στοχαστείτε, πόσο ευαρεστείται ο Θεός με αυτό και πόση ωφέλεια προέρχεται από αυτό, ώστε από την άκρα Του φιλανθρωπία έστειλε και ουράνιο Άγγελο για να μας το αποκαλύψει, έτσι πού να μην έχουμε πλέον καμία αμφιβολία γι΄ αυτό. 
Μα τι λένε οι κοσμικοί; «Εμείς είμαστε μέσα σε τόσες υποθέσεις και φροντίδες του κόσμου· πως είναι δυνατό να προσευχόμαστε ακατάπαυστα;» Κι εγώ τούς αποκρίνομαι, ότι ο Θεός δεν παρήγγειλε σ΄ εμάς κάτι το αδύνατο, παρά μας παρήγγειλε όλα εκείνα πού μπορούμε να κάνομε. Επομένως και αυτό είναι δυνατό να το κατορθώσει κανένας πού ζητά επιμόνως τη σωτηρία της ψυχής του. Γιατί αν ήταν αδύνατο, θα ήταν για όλους γενικά τούς κοσμικούς και δε θα είχαν βρεθεί τόσοι και τόσοι μέσα στον κόσμο να το κατορθώσουν· από τούς οποίους ας είναι ως παράδειγμα ο πατέρας του αγίου Παλαμα, ο θαυμάσιος εκείνος Κωνσταντίνος, για τον οποίο κάνει λόγο ο πατριάρχης Φιλόθεος στο Βίο του αγίου Γρηγορίου, του γιου του.
Αυτός λοιπόν, με όλο πού ήταν μέσα στα ανάκτορα και ονομαζόταν πατέρας και διδάσκαλος του βασιλιά Ανδρονίκου και καταγινόταν καθημερινά με τις βασιλικές υποθέσεις, χώρια πού είχε και τις υποθέσεις του σπιτιού του, γιατί ήταν πολύ πλούσιος κι είχε πολλά κτήματα και υπηρέτες και παιδιά και γυναίκα, μ΄ όλα ταύτα τόσο ήταν αχώριστος από το Θεό και τόσο ήταν δοσμένος στη νοερά και ακατάπαυστη προσευχή, πού τις περισσότερες φορές λησμονούσε εκείνα πού συζητούσαν μαζί του ο βασιλιάς και οι άρχοντες του παλατιού για υποθέσεις βασιλικές κι ερωτούσε γι΄ αυτές μία και δύο φορές. 
Γι΄ αυτό πολλές φορές οι άλλοι άρχοντες, μην ξέροντας την αιτία, συγχύζονταν και τον ονείδιζαν πού λησμονεί έτσι γρήγορα και ενοχλεί με τις δεύτερες ερωτήσεις του το βασιλιά· αλλά ο βασιλιάς, πού ήξερε την αιτία, τον υπερασπιζόταν λέγοντας: « Ο Κωνσταντίνος έχει δικές του έγνοιες ο μακάριος κι εκείνες δεν τον αφήνουν να προσέχει στα λόγια τα δικά μας πού είναι για υποθέσεις προσωρινές και μάταιες· ο νους του ευλογημένου είναι προσηλωμένος στα αληθινά και ουράνια και για τούτο λησμονεί τα επίγεια, επειδή όλη του η προσοχή είναι στην προσευχή και στο Θεό». Γι΄ αυτό και ο Κωνσταντίνος ήταν σεβάσμιος και αξιαγάπητος και στο βασιλιά και σε όλους τούς μεγιστάνες και άρχοντες της βασιλείας, καθώς ήταν αγαπημένος και από το Θεό και αξιώθηκε ο αοίδιμος να κάνει και θαύματα.
Μια φορά δηλαδή, μπήκε σ΄ ένα πλοιάριο με όλη του την οικογένεια για να πάει επάνω από το Γαλατά σ΄ ένα αναχωρητή, πού ησύχαζε εκεί, και να πάρει την ευχή και την ευλογία του. Καθώς πήγαιναν, ρώτησε τούς υπηρέτες του αν πήραν κανένα προσφάγι να πάνε στον Αββά εκείνο για να τούς φιλέψει. Εκείνοι του είπαν πώς λησμόνησαν από τη βία και δεν πήραν τίποτε. Λυπήθηκε λίγο ο ευλογημένος, πλην δεν είπε τίποτε, μόνο πηγαίνοντας εμπρός στο καΐκι, έβαλε το χέρι του μέσα στη θάλασσα και με σιωπηλή και νοερά προσευχή παρακαλούσε το Θεό, τον Κύριο της θάλασσας, να του δώσει κανένα κυνήγι· κι ύστερα από λίγη ώρα -τι θαυμαστά είναι τα έργα, Χριστέ Βασιλεύ, με τα όποια δοξάζεις παράδοξα τούς δούλους Σου!- βγάζει το χέρι του από τη θάλασσα κρατώντας ένα πολύ μεγάλο λαβράκι, το οποίο έριξε μέσα στο πλοιάριο μπροστά στους υπηρέτες του και είπε: «Να πού ο Θεός νοιάστηκε και για τον Αββά τον δούλο Του και του έστειλε προσφάγι».
Βλέπετε, αδελφοί μου, πως δοξάζει ο Ιησούς Χριστός τούς δούλους Του εκείνους πού είναι πάντοτε μαζί Του και επικαλούνται συνεχώς το πανάγιο και γλυκύτατο όνομά Του;
Ακόμη και ο δίκαιος εκείνος και άγιος Ευδόκιμος, δεν ήταν κι αυτός μέσα στην Κωνσταντινούπολη και μέσα στα ανάκτορα και τις βασιλικές υποθέσεις; 
Δε συναναστρεφόταν με το βασιλιά και τούς άρχοντες του παλατιού, με τόσες φροντίδες και περισπασμούς; Μ΄ όλα ταύτα είχε πάντοτε αχώριστη τη νοερά προσευχή, καθώς διηγείται στο Βίο του ο Συμεών ο Μεταφραστής, γι΄ αυτό κι ευρισκόμενος μέσα στον κόσμο και στα κοσμικά ο τρισμακάριος, έζησε αληθινά μία ζωή αγγελική και υπερκόσμια και αξιώθηκε από τον μισθαποδότη Θεό να λάβει και τέλος μακαριστό και θειο. Και άλλοι πολλοί και αναρίθμητοι πού ήταν μέσα στον κόσμο, ήταν ολωσδιόλου δοσμένοι στη νοερά και σωτήρια αυτή προσευχή, καθώς αναφέρονται σε διάφορες ιστορίες.
Λοιπόν, αδελφοί μου Χριστιανοί, σας παρακαλώ κι εγώ μαζί με τον θειο Χρυσόστομο, για τη σωτηρία της ψυχής σας, μην αμελήσετε αυτό το έργο της προσευχής. Μιμηθείτε αυτούς πού είπαμε και όσο το δυνατόν ακολουθήστε τους. Κι αν σας φαίνεται δύσκολο το πράγμα στις αρχές, ας είστε βέβαιοι και πληροφορημένοι, ως εκ προσώπου του παντοκράτορα Θεού, ότι αυτό το ίδιο το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, επικαλούμενο καθημερινά και ακατάπαυστα από μας, θα ευκολύνει όλες τις δυσκολίες. Και με την πολυκαιρία, αφού το συνηθίσομε και γλυκαθούμε μ΄ αυτό, θα γνωρίσομε με τη δοκιμή πώς δεν είναι αδύνατο ούτε δύσκολο, αλλά δυνατό και εύκολο. Γι΄ αυτό και ο θειος Παύλος, πού ήξερε καλύτερα από μας τη μεγάλη ωφέλεια της προσευχής, μας παρήγγειλε να προσευχόμαστε ακατάπαυστα. Δε θα μας συμβούλευε βέβαια ποτέ κάτι το δύσκολο και αδύνατο, γιατί δε θα μπορούσαμε να το κάνομε και ακολούθως θα γινόμασταν αναγκαστικά παρήκοοι και παραβάτες της παραγγελίας του και για τούτο άξιοι καταδίκης· αλλά όταν είπε να προσευχόμαστε αδιάλειπτα, ο σκοπός του ήταν να προσευχόμαστε με το νου μας, πού είναι δυνατό να το κάνομε πάντοτε. Γιατί και όταν κάνομε εργόχειρο κι όταν περπατούμε κι όταν καθόμαστε κι όταν τρώμε κι όταν πίνομε, πάντοτε μπορούμε να προσευχόμαστε με το νου μας και να κάνομε νοερά προσευχή ευάρεστη στο Θεό και αληθινή· με το σώμα να δουλεύομε και με την ψυχή να προσευχόμαστε· ο έξω άνθρωπος να κάνει κάθε υπηρεσία σωματική και ο εσω άνθρωπος να είναι ολότελα αφιερωμένος στη λατρεία του Θεού και να μη λείπει ποτέ από αυτό το πνευματικό έργο της νοεράς προσευχής.
Αυτό μας παραγγέλλει και ο θεάνθρωπος Ιησούς στο ιερό ευαγγέλιο, λέγοντας: «Συ δε, όταν προσεύχεσαι, πήγαινε μέσα στο «ταμείον» σου, κλείσε τη θύρα σου και προσευχήσου κρυφά στον Πατέρα σου». Ταμείο της ψυχής είναι το σώμα και θύρες του εαυτού μας οι πέντε αισθήσεις. Η ψυχή μπαίνει μέσα στο ταμείο της, όταν δεν περιφέρεται ο νους εδώ κι εκεί στα πράγματα του κόσμου, αλλά βρίσκεται μέσα στην καρδιά μας· κι οι αισθήσεις μας κλείνουν και μένουν σφαλισμένες, όταν δεν τις αφήνομε να προσηλώνονται στα αισθητά και ορώμενα πράγματα. Και με τούτο τον τρόπο μένει ο νους μας ελεύθερος από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα κοσμικά και με την κρυφή και νοερά προσευχή ενώνεσαι με το Θεό και Πατέρα σου· και τότε, λέει, ο Πατέρας σου πού βλέπει τα κρυφά θα σου αποδώσει στα φανερά. Βλέπει ο κρυφιογνώστης Θεός τη νοερά προσευχή σου και την ανταμείβει με φανερά και μεγάλα χαρίσματα· επειδή αυτή είναι η αληθινή και τέλεια προσευχή κι αυτή γεμίζει την ψυχή από τη θεία χάρη και τα πνευματικά χαρίσματα.
Όπως το μύρο, όσο περισσότερο το κλείνεις μέσα στο αγγείο, τόσο περισσότερο ευωδιάζει το αγγείο, έτσι και η προσευχή, όσο περισσότερο την κλείνεις μέσα στην καρδιά σου, τόσο περισσότερο τη γεμίζει από τη θεία χάρη. Μακάριοι και καλότυχοι είναι εκείνοι πού θα συνηθίσουν σε τούτο το ουράνιο έργο, γιατί με αυτό νικούν κάθε πειρασμό των πονηρών δαιμόνων, όπως ο Δαβίδ νίκησε τον υπερήφανο Γολιάθ· με αυτό σβήνουν τις άτακτες επιθυμίες της σάρκας, όπως οι τρεις Παίδες έσβησαν τη φλόγα της καμίνου· με αυτό το έργο της νοεράς προσευχής καταπραΰνουν τα πάθη, όπως ο Δανιήλ ημέρωσε τα άγρια λιοντάρια· με αυτό κατεβάζουν τη δρόσο του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά τους, όπως ο Ηλίας κατέβασε τη βροχή στο Καρμήλιο. Αυτή η νοερά προσευχή είναι πού ανεβαίνει ως το θρόνο του Θεού και φυλάγεται μέσα στις χρυσές φιάλες για να θυμιάζεται με αυτήν ο Κύριος, καθώς λέει ο Θεολόγος Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Και οι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν ενώπιον του Αρνίου, έχοντας όλοι κιθάρες και φιάλες χρυσές γεμάτες θυμιάματα, τα όποια είναι οι προσευχές των Αγίων».
Αυτή η νοερά προσευχή είναι ένα φως πού φωτίζει πάντοτε την ψυχή του ανθρώπου και πυρώνει την καρδιά του με τις φλόγες της αγάπης του Θεού· αυτή είναι μία αλυσίδα πού κρατεί ενωμένο το Θεό με τον άνθρωπο. Ω, η ασύγκριτη χάρη της νοεράς προσευχής! Αυτή κάνει τον άνθρωπο να συνομιλεί πάντοτε με το Θεό. Ω πράγμα αληθινά θαυμάσιο και εξαίρετο! Να είσαι μαζί με τούς ανθρώπους σωματικά και να βρίσκεσαι μαζί με το Θεό νοερά! Οι Άγγελοι δεν έχουν φωνή υλική, αλλά με το νου τους προσφέρουν στο Θεό ακατάπαυστη δοξολογία· αυτό είναι το έργο τους, σ΄ αυτό είναι αφιερωμένη όλη τους η ζωή. Λοιπόν και συ, αδελφέ, όταν εισέρχεσαι στο ¨ταμείον΄΄ σου και κλείνεις τη θύρα, όταν δηλαδή ο νους σου δε σκορπά εδώ κι εκεί, αλλά μπαίνει μέσα στην καρδιά σου κι οι αισθήσεις σου είναι σφαλισμένες και δεν είναι προσηλωμένες στα πράγματα του κόσμου τούτου κι έτσι προσεύχεσαι πάντοτε με το νου σου, τότε γίνεσαι παρόμοιος με τούς αγίους Αγγέλους και ο Πατέρας σου, πού βλέπει τη μυστική σου προσευχή πού του προσφέρεις κρυφά στην καρδιά σου, θα σου ανταποδώσει μεγάλα πνευματικά χαρίσματα στα φανερά. Μα και τι άλλο μεγαλύτερο και περισσότερο θέλεις από το να βρίσκεσαι πάντοτε, όπως είπαμε, μαζί με το Θεό νοερά και να συνομιλείς ακατάπαυστα με Αυτόν; Χωρίς Αυτόν δεν μπορεί ποτέ κανένας άνθρωπος να είναι μακάριος μήτε εδώ μήτε στην άλλη ζωή.
Λοιπόν, αδελφέ, όποιος κι αν είσαι, όταν πάρεις στα χέρια σου το παρόν βιβλίο και διαβάζοντάς το δοκιμάσεις ωφέλεια στην ψυχή σου, παρακαλώ θερμά, θυμήσου να κάνεις και μία παράκληση στο Θεό, με ένα «Κύριε ελέησον», για την αμαρτωλή ψυχή εκείνου πού κοπίασε σε τούτο το βιβλίο κι εκείνου πού ξόδεψε να το τυπώσει· οι οποίοι έχουν μεγάλη ανάγκη της προσευχής σου, για να βρουν έλεος Θεού στις ψυχές τους και συ στη δική σου.

Πηγή: paterikakeimena.blogspot.gr

“…η προσευχή μου ως θυμίαμα”



Ἡ προσευχή μου σὰν ἱερὸ καὶ εὐωδιαστὸ θυμίαμα 
ἂς ἀνεβεῖ κατʼ εὐ­θεῖαν ἐνώπιόν Σου.

Λόγια τοῦ ἱεροῦ Ψαλμωδοῦ ποὺ ἀκοῦμε κάθε φορὰ στὴν ἀρχὴ τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὅταν ψάλλουμε: «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου» (Ψαλ. ρμ΄ [140] 2).
Ὅπως τὸ θυμίαμα ἀνεβαίνει ψηλά, ἔτ­σι καὶ ἡ προσευχή μας νὰ φθάσει ψηλὰ στὸν οὐρανό. Γιατί ἄραγε μιὰ τέτοια παρομοίωση νὰ γίνεται ἀπὸ τὸν Ψαλμωδό;
Στὴν εἰκόνα αὐτὴ τοῦ θυμιάματος φαί­νονται δύο στοιχεῖα τῆς προσευχῆς: ἡ θερμότητα καὶ ἡ εὐωδία.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει: «Τὸ θυμίαμα καὶ ἀπὸ μόνο του εἶναι καλὸ καὶ εὐωδιαστό, τότε ὅμως ἰδιαίτερα φαίνεται ἡ εὐωδία του, ὅταν ἔλθει σʼ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά. Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ προσευχή. Εἶναι καλὴ μὲν καὶ ἀπὸ μόνη της, γίνεται ὅμως καλύτερη καὶ πιὸ εὐωδιαστή, ὅταν προσφέρεται ἀπὸ ψυχὴ θερμὴ καὶ φλογερή, ὅταν ἡ ψυχὴ γίνει θυσιαστήριο καὶ ἀνάψει δυνατὴ φωτιά».
Θερμὴ εἶναι ἡ προσευχή μας, ὅταν τὴ διακρίνει ὁ ζῆλος, ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη. Ζῆλος ποὺ νικᾶ τὰ ἐμπόδια, ξεπερνᾶ τὶς δικαιολογίες καὶ δίνει χρόνο στὴν προσ­ευχὴ μέσα στὸ δύσκολο, κουραστικὸ πρόγραμμα τῆς καθημερινότητάς μας. Πίστη ζωντανή, χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμό, χωρὶς τὴν ἐλάχιστη ἀμφιβολία ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀκούει. Ὅτι εἶναι παρὼν μπροστά μας, δίπλα μας. Πίστη πὼς ἡ φωνή μας ἀνεβαίνει στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐλπίδα μας εἶναι Ἐκεῖνος καὶ μόνο. Καὶ ὅ,τι γιὰ μᾶς εἶναι δύσκολο καὶ ἀκατόρθωτο, γιὰ τὸν παντοδύναμο Θεὸ εἶναι εὔκολο, κατορθωτό.
Ἀλλὰ ἡ θερμότητα προϋποθέτει καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Ἀγάπη «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας» (βλ. Μάρκ. ιβ΄ [12] 30). Στεκόμαστε στὴν προσευχὴ μπροστὰ σʼ Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀγάπησε καὶ γιὰ χάρη μας ὑ­πέμεινε θάνατο μέχρι Σταυροῦ.
Ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ σημαίνει συγχρόνως καὶ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας. Καμία σκέψη μίσους, ἀντιπάθειας πρὸς τοὺς ἄλλους. Καμία ψυχρότητα. Ἡ ἀγάπη ὅλα τὰ νικάει, καὶ ἡ προσευχὴ διὰ τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἀ­νεβαίνει στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὸ τὸ πύρωμα τῆς καρδιᾶς, ἡ θέρμη τῆς ψυχῆς, ἡ προσευχή μας εἶναι μόνο λόγια καὶ συναισθήματα ἐπιπόλαια, δὲν μᾶς ἀναπαύει καὶ φεύγουμε κουρασμένοι καὶ ἀνειρήνευτοι.
Τὸ ἄλλο χαρακτηριστικὸ τοῦ θυμιάματος εἶναι ἡ εὐωδία. Ὅπως τὸ θυμίαμα καίγεται καὶ ἀφήνει γύρω του ἕνα λεπτὸ ἄρωμα εὐωδίας, τέτοια πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται ἀπὸ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται γιὰ καθαρὴ ζωή.
Μπροστὰ στὸ Θεὸ ὀφείλουμε νὰ στεκόμαστε χωρὶς νὰ μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδησή μας. Τότε ἔχουμε θάρρος, παρρησία καὶ μποροῦμε νὰ ἀτενίζουμε τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου στὴν εἰκόνα Του καὶ νὰ μιλᾶμε μαζί Του. Τί ὡραῖο νὰ αἰσθανόμαστε ζωντανὴ τὴν παρουσία τοῦ Θε­οῦ στὴ ζωή μας! Νὰ ζοῦμε μὲ τὴ συν­είδηση καθαρὴ καὶ μὲ τὴ σκέψη πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἕτοιμος νὰ ἱκανοποιήσει κάθε δίκαιο καὶ λογικὸ αἴτημά μας, διότι βλέ­πει τὸν καθημερινὸ ἀγώνα στὴ ζωή μας!
Πόσο, ἀντίθετα, διαφορετικὰ εἶναι τὰ πράγματα, ὅταν ἡ ζωή μας δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ! Πῶς ὁ Θεὸς νὰ μᾶς προσέξει; Ἡ προσευχὴ γιὰ νὰ ἔ­χει δύναμη, χρειάζεται καθαρὴ ζωή.
Ὅποιος ἀγωνίζεται νὰ νεκρώνει τὰ ἁ­μαρτωλὰ θελήματά του, ὅποιος πρόθυ­μα ὑπακούει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐ­τὸς εἰσακούεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεό. «Ἐ­κέκραξαν οἱ δίκαιοι, καὶ ὁ Κύριος εἰσήκουσεν αὐτῶν», λέει ὁ ἱερὸς Ψαλμωδός (Ψαλ. λγ΄ [33] 18).
Τὸ καταλαβαίνουμε ὅλοι αὐτό, γιʼ αὐ­τὸ καὶ καταφεύγουμε σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν μαρτυρημένη ἁγιότητα βίου, καὶ ζητοῦμε τὴν προσευχή τους. Διότι, ὅπως λέει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος: «Πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. ε΄ 16).
Ἡ προσφορὰ τοῦ θυμιάματος εἶναι πρά­ξη θυσίας, ποὺ καὶ αὐτὴ συμβολίζει τὴν προσφορὰ τῆς ὑπάρξεώς μας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τὸ θυμίαμα εἶναι προσφορά, θυσία στὸν Κύριο, ἔτσι καὶ τὸ καθετὶ στὸν ἀγώνα μας νὰ εἶ­ναι θυσία γιὰ τὸν Χριστό.
Θυμιατήρια προσευχῆς ζωντανά! Τὸ ζητᾶ ἡ ψυχή μας, τὸ περιμένουν οἱ ἀ­δελφοί μας, ἔτσι δοξάζεται ὁ Θεός.Ἂς προσπαθοῦμε μιὰ τέτοια ζωντανὴ κοινωνία καὶ ἕνωση νὰ ἔχουμε μὲ τὸν ζων­τανὸ Κύριο καὶ Θεό μας, καὶ αὐτὴ νὰ εἶ­ναι ἡ δική μας ἐπιδίωξη σʼ ὅλη μας τὴ ζωή.

Για την προσευχή

Επιστολή στη δασκάλα Γ. Ζ. σχετικά με την συμπεριφορά του συζύγου της

Ο άντρας σου είναι άπιστος και εξ αιτίας αυτού η ζωή σου είναι δηλητηριασμένη. Λόγω της απιστίας του είναι γεμάτος με όλα τα πάθη: κυκλοθυμικός, ανήθικος, οξύθυμος, ανελέητος, μοχθηρός. Αηδιαστικός και αξιοθρήνητος. Ούτε άνθρωπος, ούτε ζώο. Σκιά από άνθρωπο και σκιά από ζώο, που την φτιάχνει κάποιο μυστηριώδες κακό πνεύμα. Πάσχει από το σύνδρομο του «κουλτουριάρη» και του «πνευματικού ανθρώπου», διότι από το σχολείο ακόμα είχε το εξής ιδανικό: κουλτούρα αντί Θεού!...

Δεν σου μένει τίποτα άλλο αδελφή μου, παρά να προσευχηθείς σ’ Αυτόν που είναι και ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει. Δεν θα βοηθήσει σε τίποτα ακόμα και αν συγκαλέσεις συμβούλιο όλων των Ευρωπαίων γιατρών ή αν καλέσεις σε βοήθεια τη βουλή και την Ακαδημία επιστημών ή τη συνέλευση του λαού ή ολόκληρη τη στρατιωτική δύναμη όλων των χωρών, τίποτε δεν θα κάνουν. Ο τρελός θα παραμείνει τρελός, ο μανιακός μανιακός και η σκιά σκιά. Μόνο ο Δημιουργός του μπορεί να τον βοηθήσει. Μόνο Αυτός μπορεί να τον σώσει, αν Τον εξευμενίσεις με τις προσευχές και τις θυσίες σου.

Ρώτησα μία συγγενή από το Βελιγράδι: «Τί γιορτάζετε;». «Γιορτάζουμε τον άγιο Γεώργιο και τον άγιο Λουκά». «Και γιατί δύο γιορτές;». «Τον άγιο Γεώργιο τον γιορτάζουμε επειδή είναι η σλάβα μας από τους προγόνους μας. Τον άγιο Λουκά τον γιορτάζουμε επειδή έσωσε τον άνδρα μου από τη δουλεία. Κατά την περίοδο της Αυστριακής κατοχής, οδήγησαν τον άνδρα μου στη φυλακή και μετά σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έπεσα στη γη κλαίγοντας και επί ώρες προσευχόμουν στον άγιο Λουκά υποσχόμενη ότι θα τον τιμώ στη σλάβα μου μαζί με τον άγιο Γεώργιο, αν ελευθερώσει τον άνδρα μου. και ενώ εγώ ακόμα συνέχιζα τις μετάνοιες στην προσευχή, στο τρίωρο περίπου επάνω, ο άντρας μου επέστρεψε σπίτι ελεύθερος».
Βλέπεις πώς ο ζωντανός Θεός μας βοηθά εκείνους που προσεύχονται σ’ Αυτόν; Προσπάθησε και εσύ με πίστη και ελπίδα.

(Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Δεν φτάνει μόνον η πίστη…». Ιεραποστολικές επιστολές Β’, Εκδόσεις «Εν πλω», Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη)

Πηγή: orp.gr