.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο μαρτυρικός θάνατος του Ιωάννου του Προδρόμου.


Ἕνα ἀπό τά αἰσχρά ἐγκλήματα πού στιγματίζουν τήν ἱστορία τοῦ κόσμου μας εἶναι ἡ ἀποτομή τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου (29 Αὐγούστου). Τόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος χαρακτήρισε ὡς «μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Μθ 11,11 πρβλ. Λκ 7,28) τόν ἀποκεφάλισε τό καπρίτσιο μιᾶς διεφθαρμένης γυναίκας, πού κατόρθωσε νά ξεμυαλίσει ἕναν ἀσύνετο βασιλιά. Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ λιτότητα μέ τήν ὁποία ἀποδίδουν τό γεγονός τά ἱερά Εὐαγγέλια (Μθ 14,3-12· Μρ 6,16-29· Λκ 3,19-20· 9,7-9), σέ ἀντίθεση πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τό προσεγγίζει ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀξίζει νά παραθέσουμε ἕνα δεῖγμα: Πῶς ἀποδίδει ἡ ἐκκλησιαστική μας ποίηση τά ἱστορούμενα στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (14,3-4).
Ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἡρώδη νά συζευχθεῖ τή γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, ἐνῶ ἀκόμη ἐκεῖνος ζοῦσε, ἦταν παράνομη (πρβλ. Λε 18,16· 20,21). Μέ ἐκφραστικά ἐπίθετα καί ἀρνητικά φορτισμένες λέξεις οἱ ὑμνογράφοι διατυπώνουν πληθωρικά τόν ἀποτροπιασμό τους γι᾿ αὐτή τήν παρανομία.
Τήν ὀνομάζουν γενικά «ἄνομον πρᾶξιν» ἤ «παρανομίαν» καί εἰδικότερα «συζυγίαν τήν ἄσεμνον» ἤ «παράνομον μῖξιν», τονίζοντας τήν ἠθική ἀπαξία καί τήν πνευματική ἐκτροπή μέ τίς ἐκφράσεις «παρανόμου μοιχείας τήν πρᾶξιν» καί «θεοστυγῆ μῖξιν».
Ἀλλά δέν ἀρκεῖται ἡ ὑμνογραφία μόνο στό χαρακτηρισμό τῆς πράξεως. Χαρακτηρίζει ἐπίσης -καί μάλιστα μέ σκληρούς χαρακτηρισμούς- τά πρόσωπα, πράγμα πού ἀποφεύγει ἡ εὐαγγελική διήγηση. Ὁ Ἡρώδης, «ὁ τοῦ νόμου ταῖς ποιναῖς ὑπεύθυνος», συλλαμβάνεται «παρανομῶν» καί «πράττων ἀσέμνως τά ἀσελγῆ». Χαρακτηρίζεται ὡς «δεινός», «δείλαιος», «ἄνομος», «δυσσεβής», «ἀσελγής», «ἄφρων» ἀλλά καί «παρά-φρων», ὅπως σημειώνει τό Συναξάρι. «Ἔχθιστος», «ἄδικος», «ψεύδους ἔκγονος», «ἔκφρων οστρῳ» ἤ «μαινόμενος οστρῳ» πάσχει ἀπό «ψυχοβλαβῆ μέθην καί οἶστρον ἀκόλαστον». «Θελγόμενος ἀκολασίᾳ γυναικείᾳ» καί «κεντούμενος ἀσεβεῖ θηλυμανίᾳ ἀπέ-τεμε κεφαλήν προδρομικήν». 
Ἡ Ἡρωδιάς χαρακτηρίζεται ἐπίσης μέ ἀντίστοιχα πρός τήν πράξη της ἐπίθετα: «μοιχαλίς», «ἀνοσιουργότροπος», «κακοδαίμων», «ὠμή λέαινα», πού γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σατανικοῦ της σχεδίου χρησιμοποίησε καί τή θυγατέρα της «φονοτρόπῳ συμβουλῇ». 
Μέ ἔντονη συναισθηματική φόρτιση οἱ ὑμνογράφοι, καθώς ἐκφράζουν τήν ὀργή καί τόν ἀποτροπιασμό τους γιά τά πρόσωπα τῶν ἐνόχων (Ἡρώδη καί Ἡρωδιάδας), ἀφήνουν νά φανεῖ μέσα στίς συνθέσεις τους ὅλη ἡ ἐπιδοκιμασία καί ὁ θαυμασμός τους γιά τόν Ἰωάννη. Στήν περίπτωση τῆς ἀντίθεσής του πρός τόν Ἡρώδη ὁ Ἰωάννης εἶναι ὄχι μόνο γνώστης τοῦ νόμου, μέ τόν ὁποῖο ἔχει ἐκτραφεῖ, ἀλλά καί «νόμου σφραγίς». Γι᾿ αὐτό, ὅπως σημειώνει ὁ μοναχός Ἰωάννης «προκινδυνεύει τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου». Αὐτό τό φρόνημα, τοῦ ὑπερασπιστοῦ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τοῦ δίνει τό δικαίωμα νά ἐλέγχει «παρρησίᾳ ἀμέμπτῳ». 
Μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους οἱ ὑμνογράφοι ἐξυμνοῦν τήν παρρησία καί τό θάρρος τοῦ Ἰωάννη, νά στηλιτεύσει μέ δύναμη τήν παρανομία τοῦ Ἡρώδη «οὐκ ἔξεστι λέγων μοιχεύειν τοῦ ἀδελφοῦ σου Φιλίππου τήν γυναῖκα». Μάλιστα, κατά τό δεύτερο τροπάριο τῆς στ΄ ὠδῆς τοῦ πρώτου κανόνα στή μνήμη τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου, ὁ ἔλεγχος τοῦ παρανόμου βασιλιᾶ συνεχίζεται καί «μετά τό τέλος», μετά τό θάνατο, τοῦ προφήτη. Ὁ «τῆς παρανομίας κατήγορος» ἐξακολουθεῖ νά διασύρει, καί θά διαπομπεύει τούς ὑπευθύνους στούς αἰῶνες. Καί πρό τῆς ἐκτομῆς καί μετά ἀπ᾿ αὐτήν ἐλέγχει καί καταισχύνει «τῆς ἁμαρτίας τήν φάλαγγα». Καί μέ τόν ἔλεγχο αὐτό «τρανώνει τόν νόμον τοῦ Θεοῦ», δηλαδή κάνει μία πιστή μετάφραση, ἑρμηνεία καί ἀνάπτυξη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους. 

Σ. Καρακασίδου – Περιοδικό “Απολύτρωσις”

ΓIA THN AΛΗΘΕΙΑ!

«Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας…» (ἀπολυτίκιον)


ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ, ἀγαπητοί μου, μεγάλη ἑορτή. Σήμερα, 29 Αὐγούστου, εἶνε ἡ ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ τιμίου Προδρόμου. Γιὰ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν ἑορτή, πρέπει νοερῶς νὰ ζήσουμε τὸ γεγονός. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ μεταφερθοῦμε στὴν ἐποχὴ ἐκείνη.

Κοντὰ στὰ Ἰεροσόλυμα, στὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου, ὑπῆρχε στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἕνα φρούριο. Ἦταν οἱ φυλακὲς τῆς Μαχαιροῦντος, φυλακὲς καταδίκων. Σῴζονται μέχρι σήμερα κάποια ἐρείπια.
Μπαίνοντας μέσα βλέπουμε ἕναν ἄνθρωπο πολὺ συμπαθῆ. Εἶνε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. ―Στὴ φυλακὴ ὁ Ἰωάννης; τί ἔκανε;… Ἔγκλημα! ―Τί εἶν᾿ αὐτὰ ποὺ λές; Ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι τὸ ἐγκώμιό του ἔπλεξε ὁ διος ὁ Χριστός. «Μνήμη δικαίου μετ᾿ ἐγκωμίων, σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία Κυρίου, Πρόδρομε…». Ὁ Κύριος βεβαιώνει ὅτι, μεταξὺ τῶν μυριάδων ποὺ γέννησαν οἱ γυναῖκες τῆς παλαιᾶς διαθήκης, δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν βαπτιστή (βλ. Ματθ. 11,11). 
Γνωρίζουμε ἀκόμη ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, ὅτι ἀπὸ μικρὸς ἀφιερώθηκε στὸ Θεό. Πῆγε στὴν ἔρημο, κ᾿ ἐκεῖ ἡ τροφή του ἦταν «ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον» (ἔ.ἀ. 3,4). Ἔτσι πέρασε τὴ ζωή του. Ἦταν ἅγιος. Πῶς ἐσὺ λές, ὅτι ἔκανε ἔγκλημα;… Καὶ ὅμως ἐπιμένω, ἔκανε ἔγκλημα ὁ Ἰωάννης, τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα. Τὸ δὲ μεγαλύτερο ἔγκλημα εἶνε, ὅτι εἶπε τὴν ἀλήθεια.
Σὲ ἐποχὲς διαφθορᾶς καὶ ἐκφυλισμοῦ, τὸ νὰ πῇ κάποιος τὴν ἀλήθεια εἶνε ἔγκλημα. Ὁ Σωκράτης τὸ πλήρωσε μὲ τὸ κόνιο καὶ ὁ Χριστός μας μὲ τὸ σταυρό. Ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης «μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. 5,33), γι᾿ αὐτὸ ψάλλουμε «…ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας…» (ἀπολυτ.). Στὴ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ εἶνε ἱερὸ καθῆκον νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια· ἀλλὰ στὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου αὐτὸ εἶνε ἔγκλημα.
Ὁ Ἰωάννης εἶπε τὴν ἀλήθεια σὲ ὅλους. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὸν Ἰορδάνη, κ᾿ ἐκεῖ ἤρχοντο τὰ πλήθη. Ἦρθαν πολιτικοὶ ἄρχοντες. Τί τοὺς εἶπε· 
―Μὴν ἐκμεταλλεύεστε τὸ φτωχὸ λαό. Ἦρθαν στρατιωτικοί, καὶ τοὺς εἶπε· 
―Μὴ χρησιμοποιεῖτε τὸ ξίφος σας, τὴ βία· μὴ πιέζετε τὸ λαό. Ἦρθαν πλούσιοι· 
―Δῶστε ἀπὸ τὰ πλούτη σας· ὅποιος ἔχει δυὸ πουκάμισα νὰ δώσῃ τὸ ἕνα, κι ὅποιος ἔχει δυὸ ψωμιὰ νὰ δώσῃ τὸ ἕνα. Ἦρθαν κατόπιν οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι, ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὴν ἁγιότητά τους, καὶ τί τοὺς εἶπε· 
―Εἶστε δέντρα ἄκαρπα, φωτιὰ καὶ τσεκούρι σᾶς περιμένει (βλ. Ματθ. 3,10)· εἶστε «γεννήματα ἐχιδνῶν», πῶς θὰ ἐκφύγετε «ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» τοῦ Κυρίου; (ἔ.ἀ. 3,7). Τέτοιος ἤτανε. Αὐτή εἶνε ἡ ἀλήθεια, ποὺ δὲ᾿ γνωρίζει ψιμύθια.
Τέλος ὁ ἔλεγχος ἔφτασε στὸ ἀποκορύφωμα ὅταν ἐξερράγη ἕνα σκάνδαλο στὴν κορυφὴ πλέον τῆς κοινωνικῆς πυραμίδος. Ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης Ἀντύπας, ὁ τετράρχης, διέπραξε ἕνα ἀνοσιούργημα. Ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του καὶ ζοῦσε παρανόμως μὲ τὴν Ἡρῳδιάδα, μοιχαλίδα συγγενῆ του, σύζυγο τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου. Ὅλα μαζὶ τὰ κακά· καὶ ἐγκατάλειψις – ἄρνησις συζύγου, καὶ μοιχεία, καὶ αἱμομειξία.
Ἔγκλημα αὐτό. Τὸ ἤλεγξε ἆραγε κανένας; Τσιμουδιά! Ποῦ οἱ φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς; ποῦ οἱ ἱερεῖς; Τίποτα! Μόνο «πολυχρόνια» ξέρανε νὰ ψάλλουν, οἱ κόλακες. Ἕνας μόνο βρέθηκε καὶ εἶπε τὴν ἀλήθεια· ὁ Ἰωάννης! Δὲν ἀνεχόταν ἡ συνείδησί του τέτοια παρανομία. Ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ εἶπε στὸν Ἡρῴδη· «Οὐκ ἔξεστί σοι», βασιλεῦ, «ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18). Κεραυνὸς νά ᾿πεφτε στὰ ἀνάκτορα δὲν θὰ ἐσείοντο τόσο ὅσο μὲ τὴ φωνὴ αὐτή. Τὸ ἀποτέλεσμα; Συνελήφθη ἀμέσως καὶ τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακές.
Νά τὸ «ἔγκλημά» του· εἶπε τὴν ἀλήθεια!
Καὶ μετά; Τὸν εἶχε κρατούμενο ὁ Ἡρῴδης, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐκτελοῦσε. Τὸν εὐλαβεῖτο. Ἤξερε, ὅτι λέει ἀλήθεια. Συνέβη ὅμως τὸ ἑξῆς. Ἑώρταζε τὰ γενέθλιά του ὁ Ἡρῴδης καὶ ἔκανε συμπόσιο. Μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ἀξιωματοῦχοι. Φαγητὰ καὶ ποτὰ ἐκλεκτά, μουσικὴ καὶ χορός. Τέλος νά καὶ παρουσιάζεται ἡ Σαλώμη, ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος, καὶ χόρεψε ἕναν ἀπὸ τοὺς διεφθαρμένους χορούς. Ὅλοι εἶχαν μεθύσει ἀπ᾿ τὸ κρασὶ καὶ χαυνωθῆ ἀπ᾿ τὴν ἀκολασία. Τότε ὁ βασιλιᾶς εἶπε στὴν κόρη· Μοῦ ἄρεσες πολύ, γι᾿ αὐτὸ σοῦ δίνω ὅ,τι μοῦ ζητήσῃς, μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου. Πολλὰ μποροῦσε νὰ ζητήσῃ ἡ Σαλώμη, χρυσάφι κτήματα περιουσίες. Δὲ᾿ ζήτησε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Ὤ κακία γυναικός! ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Πῆγε ἡ πονηρὴ καὶ συμβουλεύτηκε τὴ μάνα της. Κ᾿ ἐκείνη τῆς εἶπε· Νὰ ζητήσῃς τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου! Δὲν τὸ περίμενε ὁ βασιλεύς· καὶ δὲν κατώρθωσε νὰ ξεφύγῃ. Παρ᾿ ὅλο ποὺ πολὺ λυπήθηκε, διέταξε τὸν σπεκουλάτορα, τὸ φρούραρχο ἀξιωματικό, αὐτὸς πῆγε στὴ φυλακὴ καὶ μὲ μιὰ σπαθιὰ ἀποκεφάλισε τὸν τίμιο Πρόδρομο.

Τὸ δρᾶμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου συνεχίζεται, ἀγαπητοί μου. Διότι καὶ σήμερα, στὴ διεφθαρμένη γενεά μας, τὸ νὰ πῇς τὴν ἀλήθεια θεωρεῖται ἔγκλημα καὶ θέλει ἡρωϊσμό.
Ζοῦμε μέσ᾿ στὸ ψέμα. Ἡ γυναίκα μπορεῖ πρὸ ὀλίγου νὰ ἦταν μὲ τὸν ἐρωμένο της, καὶ μετὰ γλυκομιλάει στὸν ἄντρα της σὰ᾿ νὰ μὴ συνέβη τίποτε. Ὁ ἄντρας γυρίζει ὅλη νύχτα, κι ὅταν ἐπιστρέφει στὸ σπίτι παριστάνει τὴν ἀθῴα περιστερά. Ψέμα ἡ γυναίκα, ψέμα ὁ ἄντρας, ψέμα τὰ παιδιά. Ψέμα οἱ δάσκαλοι, ποὺ διδάσκουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸν πίθηκο. Παντοῦ ψέμα. Τὸ ψέμα ἔγινε ποταμός, πλημμύρισε ὁ κόσμος. Στὰ δικαστήρια εἶνε ζήτημα μέσ᾿ στοὺς ἑκατὸ μάρτυρες ἕνας νὰ λέῃ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι ἀθῷοι πᾶνε στὴ φυλακή, καὶ ἔνοχοι περπατοῦν ἐλεύθεροι ἔξω. Στὴν ἐκκλησία ἄλλοτε ὑπῆρχαν θαρραλέοι κήρυκες ποὺ ἀσκοῦσαν ἔλεγχο. Τώρα; Γιατί ἔγινε ἡ κομμουνιστικὴ ἐπανάστασι στὴ Ῥωσία τὸ 1917 καὶ χύθηκε τόσο αἷμα; Διότι οἱ τσάροι ὠργίαζαν στὰ ἀνάκτορα, καὶ ἕνας Ρασπούτιν τοὺς κολάκευε. Κανείς δὲ᾿ μιλοῦσε! Ἔτσι ἐξερράγη ἡ ἐπανάστασις, καὶ ἔγιναν ἄλλα τεράστια ἐγκλήματα. Ἕναν ἔσφαξε ὁ τσάρος, ἑκατὸ σφάξανε αὐτοί· καὶ γέμισαν οἱ φυλακές. 
Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἱερεῖς πάλι σιωπή. Ἕνας μόνο βρέθηκε σὰν τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ὁ Σολτζενίτσιν. Εἶδε τὸ χάος, τὰ συρματοπλέγματα, τοὺς φυλακισμένους, τοὺς νεκρούς, τὰ ἔζησε ὅλα αὐτά, καὶ ἔγραψε ἕνα βιβλίο ποὺ ἔσεισε τὸν κόσμο. Τελικῶς δὲ᾿ μπόρεσε νὰ ζήσῃ ἐκεῖ· μόλις γλύτωσε, καὶ πῆγε στὴν Ἀμερική. Τώρα, μετὰ τόσα χρόνια, ἀναγνωρίζουν ὅτι εἶχε δίκιο. Πολὺ ψέμα ἐπίσης καὶ στὴ διπλωματία. Ἐπιστήμη ψεύδους. Οἱ διπλωμάτες μιλοῦν περὶ εἰρήνης, καὶ μέσα τους ἑτοιμάζουν πόλεμο.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος μᾶς διδάσκει νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια πρὸς ὅλους. Διδάσκει ὅμως καὶ πόσο κοστίζει ἡ ἀλήθεια. Τόλμησε νὰ πῇς τὴν ἀλήθεια. Ἂν εἶσαι ὑπάλληλος, πὲς στὸν προϊστάμενό σου τὴν ἀλήθεια· σὲ ἀπέλυσε. Ἂν εἶσαι ἐργάτης, τόλμησε στὸ ἐργοστάσιο νὰ ὑποδείξῃς τὰ πρέποντα· σὲ ἀπέλυσαν. Ἕνας πιστὸς γυμνασιάρχης δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἐνῷ ἕνας νεαρὸς καθηγητὴς δίδασκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀπὸ τὸν πίθηκο· ὁ μὲν ἐπαύθη ἀπὸ γυμνασιάρχης, καὶ γυμνασιάρχης ἔγινε ὁ ἄλλος ποὺ ἔλεγε τὸ ψέμα.
Ὁ ὑποφαινόμενος χρόνια δουλεύω στὸ ἔθνος μου καὶ ―ἐπιτρέψατέ μου νὰ τὸ πῶ― ἐκήρυξα τὴν ἀλήθεια. Ἤλεγξα ὅλες τὶς καταστάσεις· καὶ βασιλεῖς, καὶ πρωθυπουργούς, καὶ ἄλλους ἄρχοντας. Κατὰ κάποιο τρόπο, ἐγὼ ὁ ἀτελὴς καὶ ἁμαρτωλός, μιμήθηκα τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Καὶ διώχθηκα γι᾿ αὐτό. Ἐνῷ ἄλλοι ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ ―δὲν μισῶ κανένα― δὲν τόλμησαν νὰ ποῦν τὸ «Οὐκ ἔξεστί σοι»· εἶχαν ἀγαστὲς σχέσεις μὲ τοὺς σκανδαλοποιούς.
Ἡ ἀλήθεια εἶνε τοῦ Θεοῦ, τὸ ψέμα εἶνε τοῦ διαβόλου. Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἀλήθεια! Κάνει θαύματα. Κάποιος ἦρθε ἀπὸ τὴν Αὐστραλία καὶ ζητοῦσε διαζύγιο. Εἶχαν διαφωνία καὶ κατηγοροῦσε τὴ γυναῖκα του, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε. Κάποια στιγμὴ συνῆλθε. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κάθισμα, γονάτισε καὶ τί εἶπε· «Πάτερ μου, ἐξομολογοῦμαι ἐνώπιόν σας· ἁμάρτησα, πῆγα μὲ ξένες γυναῖκες, ἀλλὰ τώρα ἀποφάσισα νὰ κόψω». Ἔκλαψε, καὶ ἡ γυναίκα τὸν συγχώρησε.
Νὰ δώσῃ ὁ Θεός, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια παντοῦ· στὸ δημόσιο βίο, στὶς προσωπικὲς σχέσεις, στὴν οἰκογενειακὴ ζωὴ ἄντρες καὶ γυναῖκες, γονεῖς καὶ παιδιά. Ἀλήθεια καὶ μόνο ἀλήθεια νὰ λαλοῦμε. Στὶς φλέβες μας τρέχει αἷμα μαρτύρων καὶ ἡρώων, ποὺ ἀγωνίστησαν καὶ πέθαναν γιὰ τὴν ἀλήθεια. Χάριν τῆς ἀληθείας νὰ εμεθα ἕτοιμοι γιὰ θυσίες. Τότε θὰ πᾶμε μπροστὰ καὶ θὰ δοῦμε καλύτερες μέρες, καὶ ἡ γλῶσσα μας θὰ ὑμνῇ τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(Ομιλία του Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ του Ἁγίου Ἰωάννου Πτολεμαΐδος 29-8-1989)

Τό «κεράκι» πρίν ἀπό τό Εὐαγγέλιο.



Στις 29 Αυγούστου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της αποτομής της κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, που χαρακτηρίστηκε στην Καινή Διαθήκη ως «λύχνος καιόμενος και φαίνων» (Ιω. 6,18), και ως Πρόδρομος του Κυρίου και ως «μείζων εν γεννητοίς γυναικών» (Ματ. 11, 11). Για να γίνουν δε πιο κατανοητά τα όσα αναφέρονται στη μνήμη αυτή, θα κάνουμε λόγο πρώτα για τα όσα αναφέρονται στο γεγονός της φυλάκισης, κατόπιν για τη γιορτή των Γενεθλίων του Ηρώδη και τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη και τελικά για τα όσα ακολούθησαν το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου, που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως «Πρώτος πριν από τον Ένα». Ένα μονάχα θα έλεγα ακόμη προλογικό, ότι δηλαδή

«Μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων, σοι δε αρκέσει η μαρτυρία του Κυρίου Πρόδρομε.
Ανεδείχθης γαρ όντως των Προφητών σεβασμιώτερος, ότι και εν ρείθρον βαπτίσας κατηξιώθης τον κηρυττόμενον, ότι της αληθείας υπεραθλήσας, χαίρων ευαγγελίσω και τοις εν Άδη, Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος».


α) Ο έλεγχος του Ηρώδη από τον Άγιο και η φυλάκιση του Ιωάννη

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης, ο Ηρώδης Αντύπας, που ήταν τετράρχης της Γαλιλαίας, είχε έλθει σε αθέμιτες σχέσεις με την Ηρωδιάδα, που ήταν γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, του τετράρχου της Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος, διώχνοντας άδικα από κοντά του τη νόμιμη σύζυγό του, που ήταν κόρη τού Βασιλιά της Αραβίας, Αρέτα. Το γεγονός δε αυτό και οι προκλητικότατες εμφανίσεις της Ηρωδιάδας, που συναγωνιζόταν σε αδιαντροπιά με την κόρη της Σαλώμη, προκάλεσαν, όπως ήταν επόμενο, μέγα σκάνδαλο στο λαό και κακό παράδειγμα για όλους τους Ιουδαίους. Για το λόγο αυτό ο Άγιος Ιωάννης, όταν πληροφορήθηκε, διαμαρτυρήθηκε εντονότατα, υψώνοντας «εν ισχύι τη φωνή του και λέγοντας προς τον ακόλαστο εκείνο βασιλιά ότι ουκ εξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου» (Μάρ. 6,18). Από το μήνυμα όμως αυτό ο Ηρώδης δεν συνετίστηκε, ώστε να απομακρύνει παρευθείς την Ηρωδιάδα από το παλάτι και να διορθώσει τα κακώς κείμενα, αλλά εξακολούθησε να συζεί με αυτήν παράνομα και αθεόφοβα. Παρόλα όμως αυτά, δεν θέλησε να εκδικηθεί τον Άγιο γιατί ένιωθε εσωτερικά κάποιο είδος ενοχής και ταυτόχρονα ένα δέος προς το πρόσωπο του Ιωάννη, ενώ ταυτόχρονα αισθανόταν και κάποιο φόβο για μια πιθανή εξέγερση του λαού, που έτρεχε προς τον Ιωάννη θεωρώντας αυτόν άγιο. «Ενείχεν αυτώ, λέγει η Αγία Γραφή, και ήθελεν αυτόν αποκτείναι και ουκ ηδύνατο» (Μάρ. 6, 19).
Η Ηρωδιάδα όμως , κατά το Μ. Γαλανό, «είχεν ιδικήν της ψυχολογίαν». (Οι βίοι των Αγίων, τ.Η., Αθήναι 1988, 92). Έχοντας δηλαδή πωρωμένη τη συνείδησή της, μίσησε τον Άγιο από τα βάθη της ψυχής της τόσο, ώστε να ζητεί από τον Ηρώδη επίμονα τη θανάτωσή του. Για το λόγο δε αυτό ο Ηρώδης πρόσταξε τη σύλληψη και φυλάκιση του Ιωάννη στα υπόγεια των ανακτόρων του, που είχε στο φρούριο της Μαχαιρούντας, ενώ η Ηρωδιάδα ζητούσε μια ευκαιρία κατάλληλη για να βγάλει από τη ζωή τον Άγιο, γιατί ούτε το Θεό φοβόταν, ούτε τους ανθρώπους λογάριαζε.
Ενώ, δηλαδή, ο Ηρώδης κατέβαινε κάθε τόσο στα υπόγεια του παλατιού του, όπου άκουγε «ηδέως» τον Άγιο και αυτός τα όσα άκουγε «πολλά εποίει» (Μάρ. 6, 20), το μίσος της Ηρωδιάδας αυξανόταν καθημερινά όλο και περισσότερο, ώστε να καταστεί, κατά την εικόνα της κλίμακας, σαν μια οχιά φαρμακερή «τον ιόν της κακίας περιφέρουσα» και σαν τρίβυλος απανταχόθεν κεντούσαν».
Αντίθετα εντελώς προς την Ηρωδιάδα ο Ιωάννης την ίδια εποχή έλεγε για τον Κύριον ότι «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. 3, 30), διδάσκοντας λόγω και έργω την ταπείνωση.

β) Η γιορτή του Ηρώδη και η άδικη θανάτωση του Αγίου

Ενώ όμως τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα, κατά τα πιο πάνω, στη γιορτή των Γενεθλίων του Ηρώδη διοργανώθηκε στο παλάτι της Μαχαιρούντας ένα συμπόσιο φανταχτερό, στο οποίο έλαβαν μέρος όλοι οι άρχοντες της Γαλιλαίας, δηλαδή οι μεγιστάνες, οι χιλίαρχοι και γενικότερα οι ανώτεροι αξιωματικοί και οι σημαίνοντες. Κατά τη γιορτή δε αυτή η κόρη της Ηρωδιάδας, Σαλώμη, άρχισε να χορεύει έναν προκλητικότατο και λάγνο χορό, εξάπτοντας τα σαρκικά πάθη όλων των θεατών της, καθώς και του ίδιου του γερο-κολασμένου και μεθυσμένου Ηρώδη, που τόσο πολύ ενθουσιάστηκε επάνω στην παραζάλη του, ώστε να της τάξει με όρκο ότι θα της έδινε ό,τι του ζητούσε, έστω και αν αυτό ήταν το μισό του βασίλειο. Η ματαιόδοξη Σαλώμη έτρεξε τότε παρευθύς να συμβουλευτεί τη μητέρα της Ηρωδιάδα, λέγοντας με αγωνία: - «Τι αιτήσομαι;». Τι να ζητήσω; Αυθόρμητα τότε η κυριευμένη από λυσσαλέα οργή εναντίον του Αγίου Ηρωδιάδα αποκρίθηκε: - «Την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού» (Μάρκ. 6, 24). Και η Σαλώμη, άγνωστο γιατί, πειθάρχησε. Έτρεξε δηλαδή παρευθύς στον Ηρώδη και είπε: - «Θέλω, ίνα μοι δως εξ αυτή επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού» (Μάρκ. 6, 25). Θέλω δηλαδή να μου δώσεις αυτή την ώρα και χωρίς χρονοτριβή την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστή σε μια πιατέλα.
Στο άκουσμα του αιτήματος αυτού ο Ηρώδης τα έχασε γιατί ήταν κάτι που ποτέ δεν το περίμενε. Για τούτο τη στιγμή εκείνη δεν ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Επειδή όμως όλοι οι συνδαιτημόνες είχαν ακούσει τους όρκους του και περίμεναν να ιδούν εάν θα τους εφήρμοζε, υποχώρησε για άλλη μια φορά στις αξιώσεις της Ηρωδιάδας, παρότι του ζητούσε το πιο μεγάλο και άδικο έγκλημα. Για το σκοπό αυτό έστειλε παρευθύς ένα σπεκουλάτορα (=δήμιο) στο υπόγειο του παλατιού του, προστάζοντας αυτόν να του φέρει την κεφαλήν του Αγίου. Και αυτό έγινε. Ο δήμιος, δηλαδή, αποκεφάλισε τότε τον αγιότερο των ανθρώπων όλων των εποχών και έφερε αμέσως την κεφαλή στον Ηρώδη, που την παρέδωσε στη Σαλώμη κι εκείνη με τη σειρά της στην Ηρωδιάδα, που ένιωσε, κατά τον Μ. Γαλανό, «ηδονή θαίνης» (Οι βίοι των Αγίων τ.Η, Αθήναι 1988, 93), δηλαδή την πιο άγρια και σατανική χαρά. Τόσο μεγάλο μάλιστα ήταν το μένος της Ηρωδιάδας τη στιγμή εκείνη, ώστε, κατά την παράδοση, να φτύνει για ώρες την τίμια εκείνη κεφαλή, περιλούζοντας ταυτόχρονα και με ακατανόμαστες ύβρεις. Όταν δε κουράστηκε, έθαψε την κεφαλή του Αγίου σε κάποιο μέρος της αυλής, όπου κάθε μέρα μετέβαινε για να εκσπάσει τους κρουνούς της λυσσώδους οργής της, βρίζοντας χυδαία και καταπατώντας το χώμα που σκέπαζε το ιερότατο εκείνο λείψανο.
«Μα πάλι ανάπαυση δεν έβρισκε, γράφει χαρακτηριστικά ο ποιητής Βερίτης, στης αμαρτίας της το μεθύσι: νεκρή σου η κεφαλή κι’ εφώναζεν ουκ έξεστί σοι!

γ) Τα μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου

Ενώ όμως στο παλάτι του Ηρώδη, που χαρακτηρίστηκε από τον Κύριο ως «αλώπηξ» (Λουκ. 13, 32), ακόμη γλεντούσαν, κάποιοι από τους μαθητές του Αγίου ήρθαν το βράδυ και παρέλαβαν το νεκρό σώμα του, που είχε ριχτεί κάπου έξω από το παλάτι, και το έθαψαν ευλαβικά. Η ψυχή του όμως είχε πετάξει ήδη κατάλευκη στους ουρανούς. «Ο μεν ουν Ιωάννης, σημειώνει για τούτο ο Νικηφόρος Καλλιστος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του, τω υπέρ Χριστού μαρτυρίου τιμηθείς, τους ουρανούς, ων ην άξιος, είληχε κατοικίαν» (Μ. 145, 692 β’). Οι απάνθρωποι όμως αίτιοι της θανάτωσής του βρήκαν κατά τα έργα τους.
Η Ηρώδης Αντύπας, δηλαδή, που για κάποιες πρόσκαιρες ηδονές είχε πουλήσει την ψυχή του στο σατανά, στα λίγα χρόνια που έζησε κατόπιν είχε συνεχώς εφιάλτες από τους οποίους καταδιωκόταν παντού σαν τον πρώτο φονιά της ιστορίας, τον Κάιν. «Έναν κρυφό σαράκι, γράφει ο Ι. Καρατζάς, τον έτρωγε τον Ηρώδη, που αντί να εξαφανισθή μετά τον αποκεφαλισμό, αντίθετα μεγάλωνε και θέριευε» (Ιωάννης ο Πρόδρομος, Αθήναι 1977, ι. 159). Δεν πέρασαν πολλά χρόνια άλλωστε και ο βασιλιάς της Αραβίας Αρέτας, που θεώρησε μεγάλη προσβολή την αποπομπή της κόρης του από τον Ηρώδη, στράφηκε με όλες τις δυνάμεις του εναντίον των δυνάμεων του τετράρχη, τον οποίο κατανίκησε ολοσχερώς. Ύστερα δε από την πανωλεθρία αυτή ο Ηρώδης θέλησε κάποια στιγμή το 37 μ.Χ. να μεταβεί στη Ρώμη για να δικαιολογήσει την κατάσταση. Μη μπορώντας όμως να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, εξορίστηκε από τον αυτοκράτορα Καλλιγούλα στη Βιέννη, την «προς το βάθος της Εσπερίας κειμένην» (Μ. 145, 693), στην οποία έζησε κάποιο καιρό συντροφευμένος από την Ηρωδιάδα και τις τύψεις του, μέχρις ότου τον βρήκε ο πιο άδοξος θάνατος.
Πολύ χειρότερα, όμως, ήταν ο θάνατος της Σαλώμης, που, κατά τις διηγήσεις του ιστορικού Νικηφόρου Καλλίστου, δεν μπορούσε να ησυχάσει από τα αισθήματα ενοχής που την έπνιγαν και για το λόγο αυτό επιδόθηκε σε ταξίδια μακρινά. Σε ένα δε από τα ταξίδια αυτά, που έκανε σε καιρό χειμώνα, θέλησε να διαβεί ένα παγωμένο ποτάμι «πεζεύουσα». Κατά τη διάβαση δε αυτή ο πάγος έσπασε κάτω από τα πόδια της και το σώμα της βυθίστηκε στα παγωμένα νερά, ενώ το κεφάλι της σκάλωσε στον πάγο εκείνο. Καθώς δε «υπωρχείτο σπαργώσα» στο υγρό στοιχείο, η μιαρή κεφαλή της κόπηκε κατ’ «υπόψιν έκειτο πάσιν», οδηγούνταν αυτόματα «εις υπόμνησιν ων έδρασε τους θεωμένους (Μ. 145, 693). Όλοι δηλαδή οι θεατές θυμήθηκαν τότε την κεφαλή του Ιωάννου, που είχε ζητήσει «επί πίνακι» και κατάλαβαν το γιατί πέθανε και η ίδια κατά τον τρόπο αυτό, βρίσκοντας κατά τα έργα της. Για το λόγο αυτό άλλωστε είναι γραμμένο στην Ιερή Αποκάλυψη ότι «τα έργα αυτών ακολουθεί μετ’ αυτών» (14, 13), ενώ και από τον Απόστολο Παύλο σημειώθηκε θεόπνευστα ότι ο Θεός «αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού» (Ρωμ. 2, 6).
Τελείως αντίθετη όμως προς την Ηροστράτειο δόξα αυτών των πιο πάνω ήταν η δόξα του μεγάλου προφήτη, που ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε ως των γεννητών τον πιο μεγάλο. «Ουκ εγήγερται, έλεγε, εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού» (Ματ. 11, 11). Για τούτο και ο ποιητής Βερίκης έγραψε τα εξής:
«Ω της ερήμου εσύ μονάκριβε, σαν ποιο τραγούδι να σου ψάλλω, το στόμα της αλήθειας σ’ έκραξε των γεννητών τον πιο μεγάλο».
Κλείνοντας το όλο θέμα θα έλεγα, μαζί με το Νικηφόρο Κάλλιστο, ότι ο Ιωάννης ήταν «άνθρωπος το φαινόμενον, θεοειδής δε τις και υπερκόσμιος το νοούμενον» (βλ. Μ. 145, 685 C). Για τούτο δίκαια η Εκκλησία χαρακτήρισε με το στόμα των υμνογράφων της τον Άγιο ως «των προφητών σεβασμιώτερον», γιατί «υπεράθλησε της αληθείας» και ευαγγελίσθηκε «και τοις εν Άδη, Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου και παρέχοντα ημίν το μέγα έλεος».
Αυτόν δε ακριβώς τον Άγιο, τον πιο μεγάλο, κατά τους λόγους του Κυρίου, «εν γεννητοίς γυναικών, πρέπει σαν χριστιανοί να τιμούμε «επαξίως». Βλέποντας δε το κεράκι που προηγείται του ιερού Ευαγγελίου σε κάθε θεία λειτουργία, ας ενθυμούμεθα τον Τίμιο Πρόδρομο, τον οποίο συμβολίζει, και ας διδασκόμεθα από την αφιέρωση και την ασκητική ζωή, από το κήρυγμα της μετανοίας , από την κατάδειξη του Σωτήρος στους Μαθητές και προπάντων από την παραδειγματική του ταπείνωση απέναντι του Κυρίου και το μαρτυρικό θάνατο. Να έχουμε δε και μεις ως σύνθημα της ζωής το «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Ιω. 3,30), που είχε και ο Ιωάννης, ώστε να είμαστε και μεις, όπως και εκείνος, φίλοι του Κυρίου και κληρονόμοι της βασιλείας Του.

Του κ. Αχιλλέα Πιτσίλκα, διδάκτορα Θεολογίας
Εφημερίδα «Ελευθερία» 29/08/2009


aktines.blogspot.com

Ἐννέα Σωτήριες Ἱκεσίες εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο





«Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου. 
Ευλογημένη Συ εν γυναιξί, και Ευλογημένος ο Καρπός της κοιλίας Σου, 
ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών»

Πρόλογος
Άγχος, απελπισία, κατάθλιψη, σύγχυση, έννοιες οικίες στον σημερινό άνθρωπο που διαισθάνεται ότι ίσως και να μην έχει αύριο στη ζωή του.
Πράγματι υπάρχει πολύς πόνος, ταραχή, ανασφάλεια και οδύνη γύρω μας, αλλά και σε μας τους ίδιους ακόμη. Όλοι μας νιώθουμε ότι στην καθημερινότητά μας βιώνουμε ένα κλίμα γενικής αβεβαιότητας. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες δείχνουν να τελματώνουν, οι συνειδήσεις φαίνονται παγερές, τα λόγια των ανθρώπων ακούγονται ψεύτικα.

Χάσαμε απ’ ότι φαίνεται στη ζωή μας τις ουσιαστικές χαρές και αρκούμαστε να συνηθίζουμε ευκαιριακές ικανοποιήσεις.

Ο σημερινός άνθρωπος δείχνει ανήμπορος να αντιμετωπίσει με ειλικρίνεια γύρω του τα πράγματα και καταφεύγει από πονηρία σε πονηρία και από ψεύδος σε ψεύδος. Πλεονέκτης, εγωιστής, απαιτητικός, νευρωτικός, υποκρίνεται σκυθρωπός στις σχέσεις του, στις κοινωνικές εκδηλώσεις, στην εργασία του και δυστυχώς και στην οικογένειά του.
Παλεύει με τα δικά του πάθη και τα πάθη των άλλων. Ο νους του θολωμένος περισπάται στα μάταια πολλάκις και σε μεταφυσικές πλάνες, προκειμένου να επουλώσει τα υπαρξιακά κενά του, βασανιζόμενος και καταδυναστεύοντας τη φύση της ψυχής του. Δεν ξέρει αληθινά τι του φταίει. Δυστυχώς πολλά μπορεί κανείς να περιγράψει για τη σημερινή κατάσταση στην οποία περιήλθε ο άνθρωπος και η κοινωνία. Το θέμα είναι ΕΝΑ όμως:

Ο άνθρωπος έχασε το δρόμο του. Δεν σκέφτεται τον Θεό. Το λυπηρό είναι ότι τον θυμάται όταν θέλει μονάχα να γογγύσει και να βρίσει. Όπως συμπεριφέρεται προς τον συνάνθρωπό του, έτσι πολλές φορές με αναίδεια συμπεριφέρεται και προς τους Αγίους, την Παναγία, τον Χριστό, αγνοώντας ότι μόνο σ’ αυτούς θα βρει πάντοτε τη γαλήνη, την αλήθεια, την ζεστασιά, τη σιγουριά, που τόσο ανάγκη έχει από όλα αυτά.

Συσσωρεύει πάνω του με άγνοια πολλάκις, αλλά με ευσυνείδητη δυστυχώς αδιαφορία τις αρνητικές ενέργειες και συνήθειες του διαβόλου και μάλιστα τις τρέφει ποικιλοτρόπως, νομίζοντας ότι έτσι κατακτάει ή κατευθύνει τις ανθρώπινες δυνάμεις του.

Τι κρίμα. Οι ψυχές μας υποφέρουν και ενώ το γνωρίζουμε, το νιώθουμε, δεν κάνουμε τίποτα απολύτως, τουναντίον επιθυμούμε να καταπιανόμαστε με τα αντίθετα, με ό,τι φέρνει δυσφορία στο τέλος μέσα μας. Και όλα αυτά διότι «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος».

Κι όμως ολόκληρη αυτή η ομίχλη εξαφανίζεται όταν ο άνθρωπος γνωρίσει το μυαλό του, την ψυχή του, τις πράξεις του προς τον Θεό. Μόλις Τον αναζητήσει, μόλις Του εξομολογηθεί τις αδυναμίες του, τα πάθη του, τις στενοχώριες του, τις αμαρτίες του, τους πόθους του, τις αγωνίες του, τότε ο άνθρωπος πραγματικά μέσα του ειρηνεύει, παίρνει θάρρος, χαίρεται. Θέλει να ζήσει τα πάντα μέσα στη Σοφία του Θεού, ελπίζει, έχουν νόημα οι πεποιθήσεις του, γιατρεύεται, αποκτάει δύναμη για ζωή, απολαμβάνει την ύπαρξή του και ό,τι έχει γύρω του, ό,τι βλέπει, ό,τι ακουμπάει, ό,τι νιώθει.

Όλα αλλάζουν, ο εσωτερικός του κόσμος μεταστοιχειώνεται. Τρέφεται και χαίρεται πλέον μόνο από καλούς λογισμούς που τον πλουτίζουν από μια ΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ, που μεταλλάσει μέρα με τη μέρα τη ζωή του και τις αξίες της. Τότε αρχίζει και βλέπει, πάνω του και γύρω του συνέχεια θαύματα της Χάριτος του Θεού προς τον άνθρωπο και ευφραίνεται. Δίνει ΑΓΑΠΗ και εισπράττει ΑΓΑΠΗ και από ανθρώπους και από τον Ίδιο τον Θεό και αέναα ΧΑΙΡΕΤΑΙ.

Τότε, θέλει να ζει κοντά σε ανθρώπους που αγαπούν τον Θεό. Θέλει να γνωρίσει και να μοιάσει στους Αγίους, να κοιτάξει κατάματα την Μεγαλόχαρη Παναγία, ν’ απλώσει το χέρι του να ακουμπήσει τον Ίδιο τον Χριστό, να Τον αγκαλιάσει.

Τότε ως εκ θαύματος, του αποκαλύπτεται στην ψυχή η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ που είναι ο Ίδιος ο Χριστός. Κάθε μέρα το νιώθει όλο και περισσότερο. Τα αδιέξοδα το ένα μετά το άλλο γκρεμίζονται.

Ο άνθρωπος ξαναγεννιέται. Εύχεται και προσεύχεται. Διαβαίνει το δρόμο προς τον Παράδεισο. Έτσι απλά ο άνθρωπος απαλλάσσεται από τα σκοτάδια της δυστυχίας που τον εξουθενώνουν μακριά από τον Θεό.

Αυτό το μικρό αλλά σπουδαίο ποίημα που ακολουθεί, είναι ένα θαύμα δωρεάς από την ΙΔΙΑ την Παναγία και τη Χάρη Της, συνάνθρωπέ μου.

Η Δέσποινα του κόσμου, η Παναγία μας, δώρησε με τη Χάρη των Αγίων Ονομάτων Της να επιζητούμε τη λύση, τη δύναμη, την παρουσία Της, το θαύμα Της, σε ό,τι μας απασχολεί στη ζωή μας.

Εντρύφησε στη μελέτη των ικεσιών αυτών και στην παρακλητική τους δύναμη και θα δεις κάθε μέρα όλα να ΑΛΛΑΖΟΥΝ στην ψυχή σου, στο μυαλό σου, στη ζωή σου.

Η Χάρη Της θα σε γεμίζει συνέχεια με τα άρρητα της Αγάπης Της. Την Αγάπη που γεύεται και ο Ουράνιος κόσμος, αλλά και ολόκληρη η Οικουμένη.

«Άξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν 
Σε την Θεοτόκον, 
την αειμακάριστον 
και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών. 
Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ, 
και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, 
την αδιαφθόρως, 
Θεόν Λόγον τεκούσαν,
 την όντως Θεοτόκον, 
Σε μεγαλύνομεν»



ΠΡΩΤΗ ΕΥΧΗ

Παναγία Θεοτόκε Παρθένε βασιλεύουσα, Κάλλος Ουράνιο, την πίστη ημών ευφραίνουσα, η Υψηλοτέρα των Ουρανών, το ύδωρ της ζωής, η Δυναστεία των αγαθών, Ζωοδότειρα, Ηγεμονίς, Άνθος εύοσμον, του Δημιουργού των πάντων Θεού εικόνα έμψυχη, χαράς πηγή συμβάντων, Δόξα των Αγγέλων, η αείρρυτος η υμνωδία.

Η Ασύγκριτος, Θεού οσμή και ευωδία, βοήθησον τον/την δούλον/ην σου (τάδε).

Ζωηφόρε, της Τριάδος της Αγίας Ευλογία, Δύναμις Θεία, νόσων ιατρός, Γιάτρισσα Αγία. Ο λόγος και το έλεος της άπειρης Αγάπης του Θεού, Πεσόντων ανάκληση, Όπλο σωτηρίας κάθε αμαρτωλού, η φοβερή κατάπτωση του εχθρού, Δύναμις Αγία. Λυτήριον λύπης, Διάδωσμα πιστών και Θεραπεία.

Η Δόξα πάσα, η Αρχαγγελιώτισσα, το Άξιον Εστί. Η Γνώση της Σοφίας, Μήτηρ του Ιησού, Παραδείσου η Αρχή.


ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΧΗ

Ουρανών Υψηλοτέρα, Άγιον Ρόδον το Αμάραντον, Δεομένη Μήτηρ των πιστών, Άνθος χαράς ακράδαντον, Άρμα λαμπρόν βασιλικόν της Τρισηλίου Αρχής.

Ανακαίνιση του Κόσμου, στολή ουσίας κτιστής. Η Δέσποινα πάντων ημών, η παρισταμένη τω Θεώ, Όμμα αθέατων θεωριών, το παλάτιο το αγαθό, Ίαση ωκεία, Γοργοϋπήκοε, φοβερή βροντή Θεία, Πορταΐτισσα, και Δύναμις ασθενούντων, η παραμυθία, βοήθησον τον/την δούλον/ην σου (τάδε).

Η λυχνία η φωτοφόρος, Μυριώνυμη Ουρανών. Η λύτηρα των νόσων, σωτηρία των Χριστιανών. Βρύση ιαμάτων, Φως θαυμάτων, αθώωση ενόχων. Πρεσβεία θερμή, Θεόνυμφε, Ευλογημένη Κόρη. Άρτος ζωής, Ξίφος δίστομο, Ελπίδα μόνη.

Η Δόξα πάσα, η Αρχαγγελιώτισσα, το Άξιον Εστί. Η Γνώση της Σοφίας, Μήτηρ του Ιησού, Παραδείσου η Αρχή.


ΤΡΙΤΗ ΕΥΧΗ

Θεοτόκε κραυγάζομέν Σε, γενού τροφός ζωής εις πάντας τους επικαλουμένους Σε, Σιών στοργής, Ψυχοσώστρια, Αγαθή χειμερία των δεινών, Ελευθερώτρια, Απαλλαγή πειρασμών και συμφορών.

Κυοφορία Αγνή χαράς, το καθάρσιον λυτήριον. Καταργήσασα φθορέα φρενών, δαιμόνων αμυντήριον, Άρμα Ουράνιον, Θεού φόβος καταχθονίων, Φαρμακολύτρια, τέλος κατάρας, ζωής ταμείον, βοήθησον τον/την δούλον/ην σου (τάδε).

Η Ρύτειρα των δόλων, Στήριγμα των αθλοφόρων. Το Τείχος το Ακαταμάχητον, η εξάλειψη δαιμόνων, Κραταιή πασών των δαιμόνων ράβδος φοβερή, Πλύση μιαρών, και πάσης ασθενείας συντριβή, Ζώσα Υπέρλαμπρη χαρά, Υπερτέρα ουρανών. Αρχή θαυματουργίας, επίσκεψις των ασθενών.

Η Δόξα πάσα, η Αρχαγγελιώτισσα, το Άξιον Εστί. Η Γνώση της Σοφίας, Μήτηρ του Ιησού, Παραδείσου η Αρχή.


ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΥΧΗ

Ελεούσα, Παναγία, νοερών Χάρις, πορφυρή, Στάχυ ολόχρυσο Θεϊκό, καρποφορία Θεϊκή.

Η καθάρια καθέδρα, Κόρη η πολυώνυμη, Κυρία Θεόστεφτη, Θεοχωρία, μετάνοια φωτόνυμη, Αγαθή, νουθεσία αόρατος, θυμίαμα σωφροσύνης, Εφτάφωτη λυχνία, βασιλεία εύοσμη αγιοσύνης, Λαμπρό οχύρωμα, αδιάσειστο Όρος Θείον, Κατοικητήριον του Χριστού, Αγνότητα Αγίων, βοήθησον τον/την δούλον/ην σου (τάδε).

Άφθαρτη χαρά της οικουμένης, Σοφία μυστική, Πύρινη στήλη ουρανού, πέλαγος στοργής, άχραντη τιμή, Ουράνια Θεοφιλία, σάλπισμα Αγγέλων κραταιόν, Τιμιωτέρα ανωτέρων στρατευμάτων φοβερών, Άθλος των δικαίων, Άρρητος περιουσία αγαθών, Άνθος Ευαγγελίου, Γη επαγγελίας, Επιστασία Θείων Βουλών.

Η Δόξα πάσα, η Αρχαγγελιώτισσα, το Άξιον Εστί. Η Γνώση της Σοφίας, Μήτηρ του Ιησού, Παραδείσου η Αρχή.


ΠΕΜΠΤΗ ΕΥΧΗ

Θεομήτωρ, Θεοκυήτωρ, Δέσποινα Μαρία, Θεοτόκε, δροσοσταλιά Θεού η Αγία, Άρωμα παρθενίας της Θείας Δημιουργίας.

Ευλογία Αρετής, Φως της Αληθείας. Αμβροσία Ουράνια, Χρυσαφένια, αστέρων ποίημα, Εάρ παντοδυναμίας, Αγάπης κυρίαρχον κύημα, η γλυκιά φωνή, Μεσιτεία η Αγαθή, φρόνημα ευσεβείας, Χορηγία εύλαλη αληθινή, βοήθησον τον/την δούλον/ην σου (τάδε).

Ο ποθητός λιμήν, κάθε πόνου η γαλήνη, αρρώστων η πνοή, παρηγοριάς γλυκιά σαγήνη, μυστική Ουράνια ευτυχία, ψυχών αθανασία, Χάρις Αγία του Θεού, Παραδείσου μαρτυρία, Ασύλληπτος Θεουργία, Ειρήνης και Αγάπης η λατρεία, Υπεράγαθη, του Κόσμου Κάλλος, Μητέρα Παναγία.

Η Δόξα πάσα, η Αρχαγγελιώτισσα, το Άξιον Εστί. Η Γνώση της Σοφίας, Μήτηρ του Ιησού, Παραδείσου η Αρχή.


ΕΚΤΗ ΕΥΧΗ

Παναγία Μήτηρ του Ιησού, Ηλίου η αχτίδα, Πόθος και αγωνία του Κόσμου η ελπίδα, Μυστική βοήθεια σε κάθε δύσκολη πορεία, Λυτρωτικό ξεκίνημα ζωής, Υπερκόσμια θεωρία, Ακοίμητη κανδήλα, Λυχνία Εκκλησιών το Φως, Πολιτεία απαθείας, εξίλασμα πάντων, δικαίων ο ναός, Σοφία Ακήρατη, Ακένωτη πηγή, χώρα Θεού, Αρχή και τέλος, Νύμφη Ανύμφευτη Ιησού Χριστού, βοήθησον τον/την δούλον/ην σου (τάδε).

Άσπιλον δάκρυ ανάπαυσης ανθρώπων πονεμένων, Παράκληση αφανής, Δώρον θαυμάτων αγιασμένων, Επίγνωση Αληθείας, Αποστόλων ο φωτεινός ο φάρος, Ανείπωτη ωραιότης, Αγίασμα ομορφιά και κάλλος, η νίκη της ζωής, το φτερούγισμα Αγγέλων, Ανάπλαση πιστών, Ανάπαυση πόνων φέρουσα.

Η Δόξα πάσα, η Αρχαγγελιώτισσα, το Άξιον Εστί. Η Γνώση της Σοφίας, Μήτηρ του Ιησού, Παραδείσου η Αρχή.


ΕΒΔΟΜΗ ΕΥΧΗ

Πάνσεμνη, Κεχαριτωμένη, Θεόν φέρουσα η Ευλογημένη, ενδιαίτημα Αγίου Πνεύματος, η Λευκοφορεμένη, Θαύμα δείξασα αρρήτως, χαρίτων θάλασσα, Ζωής ύδωρ, Δυναστεία αγαθών, Ηγεμονίς και Γιάτρισσα, Μύρον εύοσμον του Δημιουργού των πάντων, Θεού εικόνα έμψυχη χαράς, πηγή συμβάντων, Κρουνός διάλυσης οδύνων, κολυμβήθρα της ζωής, Θεοτόκε, κιβωτός των πιστών, Υπέρμαχος η Αρραγής, βοήθησον τον/την δούλον/ην σου (τάδε).

Ανόρθωση των ανθρώπων, αμυντήριο των εχθρών, Αστραπή καταλάμπουσα, προσαγωγή παντοίων αγαθών. Δυνάμενη πάντα, δαιμόνων θρήνος και οδυρμός, Τείχος Απροσμάχητον, θάλψοις

βασάνοις, Νικοποιός, Θεοτίμητη, Δόξα Αγίων, οχύρωμα συνεκτικόν, Παντοκρατόρισσα, προστασία φοβερή, σωρός καλών.

Η Δόξα πάσα, η Αρχαγγελιώτισσα, το Άξιον Εστί. Η Γνώση της Σοφίας, Μήτηρ του Ιησού, Παραδείσου η Αρχή.


ΟΓΔΟΗ ΕΥΧΗ

Ευαγγελίστρια, η Παναμώμητος, άβυσσος της ευσπλαχνίας, η Διαζώσουσα, η Δαιμονοκαθαιρέτης, πλούτος ευεργεσίας, Πανυπερούσιον φως, κεραυνός δαιμόνων, και ευφροσύνη, Βάτε φλογοφόρε, σκήπτρο εξουσίας, Ζωήρητη μυρσίνη, Μεσίτρια ευλογημένη, Θείο εγκαλλώπισμα αϊδίου Φωτός, Εγγυήτρια ανέλαβε της ψυχής μας ελπίς και ιατρός, επάκουσε την δέηση ημών της Εκκλησίας Δομήτωρ, θεραπεία των αμαρτωλών, Παναγία Συ η Αντιλήπτωρ, βοήθησον τον/την δούλον/ην σου (τάδε).

Δοχείον Θείον, Ηλιόμορφη, Κηδεμών και βοηθός, Ισχύς και συντριμμός, Κρίνο εύοσμο, κόσμου αρωγός, Αΐδια ωδή των ευσεβών, Αμαρτωλών η σωτηρία, Αγγέλων η Κυρία, Τράπεζα Θεϊκή, Πορφύρα Αγία, Παρρησία προς Θεόν, θέωση θνητών, καταφύγιον Ιερόν, θέαμα φλογερόν, αφάνισις πονηρίας, βέλος το πικρόν.

Η Δόξα πάσα, η Αρχαγγελιώτισσα, το Άξιον Εστί. Η Γνώση της Σοφίας, Μήτηρ του Ιησού, Παραδείσου η Αρχή.


ΕΝΑΤΗ ΕΥΧΗ

Θεόνυμφη λαμπάδα, τον Ήλιον φέρουσα Χριστόν, Όχημα του Λόγου, Άστρον άδυτον, εγκαλλώπισμα πιστών, Ουράνεια κλεις, Ίαμα και Ίλεως, Δέηση ζωής, Λυτήριον λύπης, φόβον καταργήσασα, χρυσοφαής, Αγνότης Μακαρία, Γέφυρα αιώνιας σωτηρίας, Ύμνος Ασωμάτων, γεγεννημένη νήψις γαλουχίας, Μυριώνυμη, και Μυριώχαρη, άϋλη, Μυροβλύτισσα, Οδηγήτρια, Γρηγορούσα, κόρη Μεσοπαντίτισσα, βοήθησον τον/την δούλον/ην σου (τάδε).

Κυριώνυμη Παναγία, Ναέ Θεού, ακατάλυτος, Ουρανώσασα τον χουν, Όμβρος ζωοδότης άλυτος, Όνομα πολυπόθητον, Σκήνωμα οχυρώσασα απόρθητον, Στήριγμα ευσεβών, σκεύος Ιερόν αλώβητον, Αγίας Τριάδος δώρημα το τέλειον παρρησίας, η Χάρις νοερών, παρισταμένη τω Θεώ, φλοξ αθανασίας.

Η Δόξα πάσα, η Αρχαγγελιώτισσα, το Άξιον Εστί. Η Γνώση της Σοφίας, Μήτηρ του Ιησού, Παραδείσου η Αρχή.


Μοναχού Κυπριανού Αγιορείτου 

Παναγία ἡ προστάτις



Η Παναγία υπήρξε διαχρονικά η προστάτις των Ρωμηών. Η βασιλεύουσα των πόλεων θεωρούσε ότι δεν την έσωζαν τα ισχυρά της τείχη από τις αλλεπάλληλες εναντίον της επιδρομές, αλλά η σκέπη της. «Τη υπερμάχω στρατηγώ» είναι ύμνος, που οι κάτοικοί της προσέφεραν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης μετά από σωτηριώδη επέμβασή της. ΚΙ όταν η σκέπη της απομακρύνθηκε από την Πόλη εξ αιτίας των κριμάτων αρχόντων και λαού, ο λαός μας ένοιωσε την Παναγία να πονά περισσότερο από τον ίδιο και της αφιέρωσε το τραγούδι της παρηγοριάς «Σώπασε κυρά Δέσποινα και μη πολυδακρύζεις». Και μέσα στη φοβερή σκλαβιά σ’ αυτήν κατέφευγε να παρηγορηθεί, να πάρει δύναμη, να αντέξει. Την εμπιστευόταν, γιατί κι εκείνη ως μητέρα είχε πολύ πονέσει και κατανοούσε τον ανθρώπινο πόνο. Γι’ αυτό ήταν γοργοεπήκουος, ώστε να μεταφέρει την παράκληση του πονεμένου ανθρώπου στον γυιό της, Κύριό της και Κύριό μας. Άλλωστε μας το υποσχέθηκε κατά τη μετάστασή της και το τήρησε, ώστε να το ομολογούμε:
«Ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη εκ θανάτου τας ψυχάς ημών». Τις ψυχές μας και τις ζωές μας, όπως τις ζωές των στρατιωτών που «ημύνοντο του πατρίου εδάφους», το οποίο επιβουλευόταν πρόσφατα ιταμός επίδοξος κατακτητής. 
Τα ονόματα που έδωσε ο λαός στην Παναγία μας ανέρχονται σε δύο εκατοντάδες περίπου. Η κοίμησή της γιορτάζεται πανηγυρικά σε ναούς και εξωκκλήσια. Είναι το πιο λαμπρό πανηγύρι, του θέρους, το Πάσχα του καλοκαιριού. Με σεβασμό στη μνήμη της η Εκκλησία ετοιμάζει το κλίμα με τη νηστεία που επέβαλε. Η τέλεση της ακολουθίας των παρακλητικών κανόνων κάθε απόγευμα συμβάλλουν στην καλύτερη ετοιμασία. Όμως εμείς εννοούμε πλέον διαφορετικά τον εορτασμό. Με τη νηστεία δεν έχουμε αγαθές σχέσεις και τις παρακλήσεις τις βρίσκουμε βαρετές. Όσο για τη γιορτή της κοίμησής της την έχουμε μετατοπίσει στην παραμονή της ημέρας που η Εκκλησία μας όρισε. Τότε στήνουμε το γλέντι έχοντας μάλιστα ατράνταχτο επιχείρημα: Τότε μόνο μπορεί να παραταθεί αυτό ως τις πρωινές ώρες, αφού η αργία της επομένης προσφέρεται για ανάπαυση λόγω της αργίας. Για εκκλησιασμό δεν γίνεται λόγος, καθώς αυτός έχει αποσυνδεθεί από τον βίο μας. Και σπεύδουν κάποιοι να διαδώσουν την ανησυχία τους από τον διαφαινόμενο κίνδυνο χωρισμού της Εκκλησίας από την Πολιτεία. Μήπως όμως αυτός ο χωρισμός, πέρα από τις οδυνηρές συνέπειες για το Γένος και όχι για την Εκκλησία, θα έχει και καλά; Θα θέσει τέρμα στην υποκρισία του εορτασμού των εκκλησιαστικών εορτών με άκρως αντιεκκλησιαστικό πνεύμα. Βέβαια ο κόσμος έχει εφεύρει από καιρό υποκατάστατα των εορτών της Εκκλησίας. Είναι οι ποικίλες εορτές τοπικών προϊόντων φυτικών και εναλίων. Αγνοούν οι πρωτοστατούντες για λόγους εμπορικούς στην οργάνωση αυτών ότι η Εκκλησία έχει ειδική ευχή για τους καρπούς της γης. Όρισε μάλιστα κατά την 6η Αυγούστου, ημέρα της Μεταμορφώσεως να ευλογεί τα γεννήματα της αμπέλου. Ο κόσμος όμως θέλει να πορεύεται ερήμην της Εκκλησίας. Και οι την Εκκλησία διοικούντες παρασύρονται από το πνεύμα του κόσμου και τη γλώσσα του. Έτσι αντί του προσκυνήματος χρησιμοποιείται ολοένα και ευρύτερα κατά τα τελευταία έτη ο όρος θρησκευτικός τουρισμός.
Στην εποχή μας απαξιούμε την Παναγία. Αδιαφορούμε, λοιδωρούμε ή και βλασφημούμε ακόμη το όνομά της, εμείς οι ανεπτυγμένοι, οι καλλιεργημένοι, οι πολιτισμένοι, που δεν ακουμπούμε πλέον σε μάταιες ελπίδες, για να τακτοποιήσουμε τα του βίου μας. Εμείς έχουμε βεβαιότητες που απορρέουν από την επιστημονική μας γνώση και την οικονομική μας ευμάρεια. Μόνο σαν η επιστήμη, δια των εκπροσώπων της, «σηκώσει ψηλά τα χέρια» και όταν μας ζώσει η οικονομική ανέχεια θυμούμαστε αυτήν που τόσες φορές επικαλούνταν καθημερινά οι πρόγονοί μας και σταυροκοπιούνταν μπροστά στο εικονοστάσι, όπου άσβεστο παρέμεινε το καντηλάκι υπό συνθήκες πολύ ασφυκτικότερης ανέχειας. Τότε στερούσαν το λαδάκι από το οικογενειακό φαγητό, όχι όμως και από το καντήλι! Ο «ορθολογισμός» υπαγορεύει ειρωνικά μειδιάματα για τις «φαιδρές» αυτές καταστάσεις του παρελθόντος. ΚΙ όμως στο βάθος έχουμε την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά. Ότι έχουμε αποκλίνει από της σωστή πορεία και γευόμαστε τους πικρούς καρπούς της αποστασίας.
Ο «ορθολογισμός», της αλαζονείας γέννημα, υποτάσσεται μόνο στην ανάγκη. Ο Βίκτωρ Ουγκώ στην εισαγωγή του σπουδαίου έργου του «Η Παναγία των Παρισίων» (στο οποίο όμως δυστυχώς η ίδια η Παναγία είναι απούσα από τον ναό της) γράφει: Ο άνθρωπος προσεύχεται από ανάγκη. Είναι στατιστικά αληθές αυτό, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων καταφεύγει στην προσευχή μόνο εξ ανάγκης. Αγνοείται όμως κατά τρόπο θλιβερό η μειοψηφία εκείνη που καθημερινά και ευχαριστεί, μη ούσα αγνώμων, αλλά και δοξολογεί τον Θεό και την Παναγία μητέρα του. Εκεί στο αγιώνυμο όρος, το «Περιβόλι της Παναγιάς» ακατάπαυστα προσεύχονται υπέρ του κόσμου (όλου του κόσμου) ταπεινοί μοναχοί, που δέχονται πλούσια τη χάρη της, όπως έχουμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε, όσοι καταφεύγουμε εκεί για προσκύνημα και όχι για θρησκευτικό τουρισμό!
Θα κλείσω με απόσπασμα από το έργο του αγράμματου Μακρυγιάννη «Οράματα και θάματα: «Τι τζιβαϊρικόν πολυτίμητον έχομεν οι ορθόδοξοι χριστιανοί και δεν το γνωρίζομεν, οι ταλαίπωροι, και μας τυφλώνει η κακία μας και η παραλυσία μας και η διοτέλειά μας, και χανόμαστε αδίκως εδώ και εις την άλλη ζωή, και φεύγομεν από την δικαιοσύνη του θεού και της βασιλείας του και εργαζόμαστε έργα του διαβόλου. Μη στοχάζεστε, αδελφοί αναγνώστες, ότι θέλω να σας απατήσω και να σας παρακινήσω στανικώς. Εκείνο οπού θέλει ο καθένας, είναι νοικοκύρης να το κάμει ό, τι αγαπάγει, και ο ίδιος ο πλάστης τον έχει ευταξούσιον τον άνθρωπον κάμει και ανεξάρτητον και τόδειξε και ποιος είναι ο ίσιος δρόμος και ποιος ο στραβός».
Ως πότε θα φερόμαστε από τον «ορθολογισμό» μας στον δρόμο τον στραβό;
Ως πότε θα παραμένουμε αμετανόητοι για τις αμαρτίες μας;
Ως πότε θα στηρίζουμε τις ελπίδες στους δημαγωγούς και λαοπλάνους, που δεν διστάζουν να ξεπουλήσουν ακόμη και την πατρίδα τους, καθώς έπαψαν να πιστεύουν σ’ αυτήν, αφού προηγουμένως αρνήθηκαν τον Θεό;

Ας καταφύγουμε και πάλι ταπεινά στην αγκαλιά της Εκκλησίας και άς συμψάλλουμε: «Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου».

 (Ἀπόστολος Παπαδημητρίου)

«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»
http://www.alopsis.gr

Κοίμησις, Ταφή, Ανάστασις, Ανάληψις της Θεοτόκου.

Απομαγνωτοφωνημένη ομιλία του αρχιμ Αθανασίου Μυτιληναίου 
η οποία εκφωνήθη 
στις 14/08/1980 
σε αγρυπνία της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Η απομαγνωτοφώνηση έγινε από εμένα, επομένως για το οποιοδήποτε λάθος έχω την αποκλειστική ευθύνη.



Η θέσις, αγαπητοί μου, της Υπεραγίας Θεοτόκου, μέσα εις την ιστορία της σωτηρίας μας, είναι σημαντικοτάτη. Και τούτο διότι εστάθη το όργανον της σωτηρίας μας. Είναι εκείνη η οποία έδωσε τον εαυτόν της, να γίνει κλίμακα για να κατέλθει ο Θεός στη γη, και ταυτοχρόνως γίνεται κλίμακα για να ανέλθει ολόκληρη η ανθρωπότητα στον ουρανό.

Έτσι ο Θεός δια της Θεοτόκου, γίνεται άνθρωπος και οι άνθρωποι δια της Θεοτόκου γίνονται θεοί. Να λοιπόν ότι η θέσις της υπεραγίας Θεοτόκου, είναι σημαντικοτάτη εις την ιστορία της σωτηρίας. Εις εκείνο το θαυμαστό όραμα του Ιακώβ με την κλίμακα που εστηρίζετο ο Θεός εις την κορυφήν, η κλίμακα αυτή δεν προϋποθέτει μόνον, την κάθοδον του Θεού, αλλά και την άνοδο του Ιακώβ, δηλαδή την άνοδο των ανθρώπων.

Έτσι αγαπητοί μου, η Θεοτόκος κατέχει κεντρικοτάτη θέση μέσα στην σωτηρίαν μας και συνεπως και στην λατρεία μας. Ολόκληρος ο Άυγουστος είναι αφιερωμένος εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Σημειώσατε ότι δεν έχουμε λίγες Θεομητορικές εορτές μέσα εις τον λειτουργικόν χρόνον.

Αλλά την κορυφή των Θεομητορικών εορτών την κατέχει εορτή της Κοίμησις της Θεοτόκου, αυτή που εορτάζουμε στις 15 Αυγούστου. Είναι μια εορτή κατά την οποία εορτάζουμε την Κοίμηση, την ταφή, την Ανάσταση και την Μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά στοιχεία. Όταν ρίξουμε μια ματιά στην ορθόδοξο εικονογραφία μας, θα δούμε κατά έναν θαυμαστό τρόπο να ιστορούνται αυτά τα τέσσερα χαρακτηριστικά. Βεβαίως αφότου άρχισαν οι αιρέσεις, πότε να στρέφονται εναντίον του προσώπου του Κυρίου μας Ιησού, πότε εναντίον της Θεοτόκου, η Εκκλησίας μας επαγίωσε πλέον μέσα στις εικόνες, που μας προσφέρει για να διδαχθούμε το δόγμα όσο και για να τιμήσουμε τα πρόσωπα αυτά, τον Κύριον Ιησούν και την Υπεραγία Θεοτόκο, οι εικόνες εφεξής έχουν πλέον όχι μόνον ιστορικόν χαρακτήρα, ιστορική διάσταση αλλά και δογματική διάσταση.

Έτσι βλέποντας την εικόνα της Κοιμήσεως, βλέπουμε τα εξής: Την Υπεραγίαν Θεοτόκον νεκράν επάνω εις ένα κρεβάτι. Γύρω της είναι οι Απόστολοι. Σε μια θεία δόξα που δεν ανήκει στον παρόντα κόσμο, γι’ αυτό και οι αγιογράφοι, αγιογραφούν αυτό το σημείον κατά έναν τρόπο που να δίδεται η εντύπωσις ότι πρόκειται για κάτι το εξωκοσμικόν, βρίσκεται ο Ιησούς Χριστός. Κρατάει στα χέρια του την ψυχή της μητέρας Του, της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία οι αγιογράφοι πάρουσιάζουν ως ένα νήπιο.

Με αυτό το νήπιο θέλουν να δείξουν την ψυχή της Παναγίας. Άγγελοι δορυφορούν τον Χριστόν μέσα στην θεία Του δόξα, που κρατά στα χέρια του την ψυχή της μητέρας Του. Αυτό αποτελεί τον ουρανόν.

Κάτω εις την γην οι Απόστολοι, κλαίουν, αλλά το κλάμα τους είναι συγκρατημένο. Είναι ένα κλάμα λύπης, γιατί έχασαν την μητέρα του Κυρίου τους, αλλά και χαράς διότι είναι ο πρώτος άνθρωπος, αληθινά άνθρωπος, όχι θεάνθρωπος ο οποίος ανέρχεται δεδοξασμένος στον ουρανό.

Αυτά βλέπουμε αγαπητοί μου την εικονογραφία της Κοιμήσεως. Αλλά πώς έχουν τα πράγματα έτσι, και πως βρέθηκαν οι Απόστολοι στα Ιεροσόλυμα, αφού κατά την παράδοση η Θεοτόκος εκεί εκοιμήθη.

Έλαβε ειδοποίησιν από τον Υιόν της, ότι θα απέλθει μέσα εις τρεις ημέρες. Σημειώσατε ότι αυτά που σας λέγω, δεν τα αναφέρει η Αγία Γραφή, αλλά τα αναφέρουν Πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο άγιος Μόδεστος Ιεροσολύμων, ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο άγιος Γερμανός αρχιεπίσκοπος Κων/πολεως, και άλλοι οι οποίοι όχι απλώς τα σημείωνουν αλλά πλέκουν και το εγκώμιον εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον.

Εγκώμια αγαπητοί, τα οποία είναι με βάθος μεγάλο θεολογικό. Εκοιμήθη η Θεοτόκος την τρίτη ημέραν και τότε το Πνεύμα του Θεού ήρπασε τους Αποστόλους, που ευρίσκοντο στα διάφορα σημεία της οικουμένης κηρύσσοντες τον λόγο του Θεού και ευρέθησαν όλοι εις τα Ιεροσόλυμα.

Μέσα εις την παράκλησιν τι λέμε; Ειδικά εις εκείνο το εξαποστειλάριο το οποίο ψάλλουμε ειδικά τον δεκαπενταύγουστο: «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε», δηλαδή, ω! Απόστολοι που ήρθατε από τα πέρατα της οικουμένης και ήρθατε εδώ εις τα Ιεροσόλυμα, «κηδεύσατέ μου το σώμα, εν χωρίω Γεθσημανή», δηλαδή, εις τον τόπον της Γεθσημανής, κηδεύσατέ μου το σώμα. Πλην του Θωμά.

Ο Θεός οικονομησε ο Θωμάς να μην είναι παρών, ο οποίος έφτασε τρεις ημέρες μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου. Αλλά όταν ο Θωμάς έφτασε, ελυπήθη πάρα πολύ, διότι δεν ήταν παρών δια να ίδει δια τελευταία φορά την μητέρα του Κυρίου Του και διδασκάλου Του. Γι’ αυτό επήγαν εις τον τάφον, να τον ανοίξουν και να Την προσκυνήσει.

Αλλά τότε παρατηρήθη το εξής: ο μεν τάφος δεν είχε το σώμα αλλά είχε μόνο τα άμφια, τον ιματισμόν δηλαδή της Θεοτόκου και επίσης ήταν γεμάτος από ευωδία καταπληκτική. Τότε κατενόησαν οι απόστολοι ότι η Υπεραγία Θεοτόκος ανεστήθη και ανελήφθη εις τον ουρανόν.

Πράγματι έχουμε την Κοίμησιν, την Ταφήν, την Ανάστασιν και την Μετάστασιν δηλ. την Ανάληψιν εις τους ουρανούς. Αυτό έχει πάρα πολύ σημασία και θεολογική αξία διότι η Υπεραγία Θεοτόκος είναι ο πρώτος άνθρωπος, όπως λέγει σε ένα εγκώμιό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος μετά του σώματος θεούται και ανέρχεται στην βασιλεία του Θεού, προ της τελικής κρίσεως.

Διότι ουδείς έχει εισέλθει ακόμη εις την βασιλεία του Θεού παρά μόνο ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού. Κανένας άνθρωπος δεν υπάρχει εις την βασιλεία του Θεού. Ούτε ο ληστής. Ο ληστής βρίσκεται στον παράδεισον. Και ο παράδεισος είναι ο τόπος των ψυχών που αναμένουν την ανάστασιν των νεκρών.

Δεν είναι λοιπόν ούτε ο ληστής, δεν είναι ούτε ο απόστολος Πέτρος, ούτε ο απόστολος Παύλος, ούτε ο προφήτης Ηλίας, ο οποίος δεν εδοκίμασε θάνατον και θα επανέλθει εις την γην. Κανείς δεν έχει εισέλθει εις την βασιλείαν του Θεού, πλην της Θεοτόκου. Και εισήλθε με το σώμα της, όπως ακριβώς εισήλθε και ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός της.

Ήταν δυνατό ποτέ η Μητέρα της Ζωής να ίδει φθοράν, να ίδει διαφθοράν; Όπως ο Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού απέθανεν και ετάφη αλλά δεν είδε διαφθοράν, δηλ. δεν έλιωσε μέσα εις τον τάφον, αλλά ανεστήθη, έτσι έδωσε και την ανάσταση εις την μητέρα Του, από την οποία εδανείσθη την ανθρωπίνη φύση, όλη την ανθρωπίνη φύση, και το σώμα και την ψυχήν, και αυτά τα εθέωσε και τα ανέβασε εις αυτήν την Βασιλεία του Θεού. Αυτό για μας λέει πολλά πράγματα.

Η Θεοτόκος είναι ο πρώτος άνθρωπος που ανέρχεται εις την βασιλεία του Θεού και συνεπώς αποτελεί το πιο χαρούμενο γεγονός μετά από το Πάσχα. Και γι’ αυτό θεωρείται δεύτερο Πάσχα,κατά το οποίος εορτάζουμε, όχι απλώς την Κοίμηση, όπως θα εορτάζαμε την επέτειο του θανάτου ενός προσώπου, αφαλώς όχι με χαρά, αλλά το προβάδισμα ενός ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού.

Και γι’ αυτό, για μας είναι ένα Πάσχα, όχι κενόν περιεχομένου, αλλά ένα Πάσχα που έρχεται να μας δώσει την εγγύησιν, ότι πέρασε ένας άνθρωπος εκείνον τον χώρον που δεν θα μπορούσε ποτέ ανθρωπίνη φύσις να τον περάσει.

Γιατί Πάσχα σημαίνει διάβασις, κι όταν οι Εβραίοι πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα, γιόρταζαν τυπικώς το αληθές Πάσχα, το οποίο είναι εκ του θανάτου εις την ζωήν, εκ του φθαρτού κόσμου εις την αφθαρσίαν και εκ του κτιστού κόσμου εις την βασιλείαν του Θεού. Ποιος θα μπορούσε να περάσει;

Βεβαίως ο Χριστός. Αλλά από πίσω του έρχεται ο πρώτος άνθρωπος. Έτσι, δεν είναι υπερβολή να πούμε, ό,τι θα λέγαμε για τον Ιησούν Χριστόν το ίδιο θα λέγαμε και για την Υπεραγίαν Θεοτόκον.
Αγαπητοί μου για μας είναι μεγάλη ελπίδα η Υπεραγία Θεοτόκος. Είναι πολύ μεγάλη ελπίδα. Γι’ αυτό ο λαός μας την αγαπά πολύ. Βλέπετε ότι δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει την εικόνα της Παναγίας.

Δεν υπάρχει χωριό, πόλη που να μην έχει έστω ένα εκκλησάκι ή παρεκκλησι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο. Αν θα ‘πρεπε να καταγράψομε πόσες εκκλησιές της Παναγίας υπάρχουν σ’ όλη την Ελλάδα, για να μιλήσουμε μόνο για τον ελληνικόν χώρον και όχι για όλον τον ορθόδοξον χώρον, θα βλέπαμε ότι οι εκκλησίες που υπάρχουν προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου είναι πάρα πολλές.
Σε μια ανάγκη μας, την Παναγία φωνάζουμε. Είναι δε τόσο ζυμωμένο αυτό με την ύπαρξή μας, με το κύτταρο μας, έτσι ώστε όπως λέμε «μάνα μου» σ’ έναν κίνδυνο, έτσι φωνάζουμε αυθορμήτως, χωρίς να δουλέψει το μυαλό μας, θα έλεγα από μέσα από τα έγκατά μας, φωνάζουμε «Παναγιά μου». Μέσα μας, μέσα στα βιώματά μας, υπάρχει το πρόσωπό της.

Κι αυτό δείχνει ότι ο ορθόδοξος κόσμος αγαπά και τιμά, την Υπεραγία Θεοτόκο. Την θεωρούμε ότι είναι το εργαστήριο της σωτηρίας μας. Την θεωρούμε ότι είναι η πόλις του μεγάλου βασιλέως. Δεν είναι απλώς η επίγειος Ιερουσαλήμ αλλά είναι η αιωνία Ιερουσαλήμ.

Είναι η δωδεκάτειχος πόλις που έχει τα δώδεκα τείχη, που είναι οι Απόστολοι, και αυτή είναι η πόλις που έχει κάτοικό της τον Υιόν της, τον Ιησούν Χριστόν. Ο πρώτος πολίτης, αλλά και εμείς αγαπητοί, καλούμεθα να γίνουμε πολίτες αυτής της πόλης.

Αλλά κατοικώ την πόλιν, κατοικώ την Θεοτόκον. Μπαίνω μέσα εις την ζωήν της Θεοτόκου και αυτό μέσα εις ένα εγκώμιόν του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει τα εξής: Ελάτε όλοι νοερά να συνεκδημήσουμε μ’ εκείνη η οποία έχει συνεκδημήσει. Ελάτε όλοι να φύγουμε μαζί μ’ εκείνη η οποία έφυγε από τον κόσμον αυτόν.

Όπως λέμε εις τους Χαιρετισμούς: «Ξένον τόκον ιδόντες ξενωθώμεν του κόσμου», δηλαδή, αφού είδαμε έναν παράξενον τόκον, τον Ιησούν Χριστόν, που Τον εγέννησε η Θεοτόκος, ότι δηλαδή είναι ο Εμμανουήλ, ο «μαζί μας ο Θεός», ας αποξενωθούμε από τον κόσμο, από τον αμαρτωλόν κόσμον, από την αμαρτίαν. Για να μπορέσουμε να βρεθούμε με τον τόκον της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Ήρθε, υπηρέτησε το έργο του Θεού, το μέγα σχέδιο του Θεού, υπηρέτησε το «σεσιγημένον μυστήριον χρόνοις αιωνίοις» κατά έναν θαυμαστόν τρόπον, και έγινεν η Κυρία των Ουρανών. Μαζί της λοιπόν, ας ανέβουμε νοερά. Ακόμα η ώρα μας δεν έχει έλθει να φύγουμε. Θα φύγωμε όμως.

Επειδή όταν θα φύγουμε θα ζητούν οι δαίμονες την ψυχήν μας, γι’ αυτός ας φύγωμε από τώρα, νοερώς. Κι εκείνος ο οποίος θα φύγει νοερώς μαζί της, όταν θα έρθει η ώρα της οριστικής αναχωρήσεως, τότε η Υπεραγία Θεοτόκος θα τον αναμένει στον ουρανόν και θα ίδει το πρόσωπό της.

Εκείνο το πρόσωπο το οποίο ευλαβούνται τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και υποκλίνονται μπροστά στης. Είναι εκείνη η οποία φοράει τον ήλιο, οπως μας αποκαλύπτει το βιβλίο της Αποκαλύψεως, και έχει κάτω από τα πόδια της την Σελήνη.

Που σημαίνει ότι φοράει την μονιμότητα, γιατί ο δίσκος του ηλίου είναι πάντοτε στρογγυλός, και έχει κάτω από τα πόδια της την διαρκώς αλλοιουμένη με τις φάσεις της σελήνη, σύμβολο του κόσμου που περνά, που ρέει, του κόσμου του μεταβαλλομένου.

Έτσι κι εμείς αγαπητοί, ας βάλουμε κάτω από τα πόδια μας την σελήνη του κόσμου τούτου, τον μεταβαλλόμενον κόσμον και ας μένουμε μέσα εις την μονιμότητα του θείου φωτός, της θείας δόξης, μέσα εις την οποία εισήλθε η Υπεραγία Θεοτόκος και μας αναμένει.

Εἰς τήν Κοίμησιν...



«Ἥταν ἀνάγκη ἡ ψυχή τῆς Παναγίας νά χωρισθεῖ
ἀπό τό ὑπεράγιο σῶμα Της.
Μέ τήν κοίμησή Της χωρίσθηκε καί ἑνώθηκε μέ
τήν ψυχή τοῦ Υἱοῦ της.
Ἀλλά καί τό σῶμα Της, ἀφοῦ ἔμεινε γιά λίγο στή γῆ,
ἀναχώρησε κι αὐτό μαζί μέ τήν ψυχή.
Διότι ἔπρεπε νά περάσει ἀπό ὅλους τούς δρόμους,
ἀπό τούς ὁποίους πέρασε ὁ Σωτήρας.
Νά λάμψει καί στούς ζωντανούς, διά μέσου ὅλων,
τήν ἀνθρώπινη φύση».

( Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα,
Εἰς τήν Κοίμησιν, Ἡ Θεομήτωρ, σ. 215)

Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου...



«Κάποτε, μέσῳ τῆς προμήτορος Εὔας ὁ θάνατος εἰσῆλθε καί κυρίευσε τόν κόσμο. Τώρα ὅμως συναντώντας τήν μακαρία θυγατέρα ἐκείνης, τήν Παναγία, ἀποκρούστηκε καί κατανικήθηκε. 

Ἄς χαρεῖ λοιπόν τό γυναικῖο φῦλο, πού ἀντί ντροπῆς ἀποκομίζει δόξα. 

Ἄς χαρεῖ καί ἡ Εὔα, διότι δέν εἵναι πιά καταραμένη, ἀλλά ἔχει νά ἐπιδείξει ἀπόγονό της εὐλογημένο, τήν Μαρία. 

Ἄςσκιρτήσει ἡ κτίση ὁλόκληρη, καθῶς ἀντλεῖ μυστικά τά νάματα τῆς ἀφθαρσίας ἀπό τήν παρθενική πηγή καί ἀπαλλάσσεται ἔτσι ἀπό τήν θανατηφόρα δίψα».

Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου(Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου,
Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, 
Περ. Ἁγιορείτικη Μαρτυρία τ. 4).


Στην Κοίμηση της Θεοτόκου.

Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο τὸ μέγα, ποὺ συντελεῖται γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου, ἱερὴ Μητέρα καὶ Παρθένε; «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸςτῆςκοιλίας σου». Ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι θὰ σὲ μακαρίζουν, γιατί μονάχα Σὺ εἶσαι ἄξια γιὰ μακαρισμό!
Καὶ νὰ ποὺ ὅλες οἱ γενιὲς Σὲ μακαρίζουν. Ἐσένα εἶδαν οἱ θυγατέρες τῆςἹερουσαλήμ, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ σὲ μακάρισαν οἱ βασίλισσες, δηλαδὴ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων, καὶ θὰ σὲ ὑμνοῦν αἰώνια. Γιατί Σὺ εἶσαι ὁ θρόνος ὁ βασιλικός, στὸν ὁποῖον παραστέκονται Ἄγγελοι κοιτάζοντας τὸν Βασιλέα καὶ Δημιουργὸ νὰ κάθεται ἐπάνω του.
Σὺ ἔγινες Ἐδὲμ νοητή, πιὸ ἱερὴ καὶ πιὸ θεϊκὴ ἀπὸ τὴν παλιά. Γιατί σὲ ἐκείνη τὴν Ἐδὲμ ἔμεινε ὁ Ἀδὰμ ὁ γήινος, ἐνῶ σ’ Ἐσένα ὁ Κύριος τοῦ οὐρανοῦ.
Ἐσένα προεικόνισε ἡ κιβωτός, γιατί Σὺ γέννησες τὸν Χριστό, τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ποὺ καταπόντισε τὴν ἁμαρτία καὶ κατασίγησε τὰ κύματά της.
Ἐσένα προεικόνισε ἡ βάτος, Ἐσένα εἶχαν ἐπιγράψει προφητικῶς οἱ θεοχάρακτες πλάκες, Ἐσένα προζωγράφισε ἡ κιβωτὸς τοῦ νόμου καὶ Σένα εἶχαν φανερὰ προτυπώσει ἡ στάμνα ἡ χρυσὴ καὶ ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών ποὺ ‘χε βλαστήσει.
Ἀπὸ Σένα προῆλθε ἡ φλόγα τῆς θεότητος, τὸ μέτρο καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατρός, τὸ γλυκύτατο καὶ οὐράνιο μάννα, τὸ ὄνομα τὸ ἀπερίγραπτο καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ὀνόματα, τὸ φῶς τὸ αἰώνιο καὶ ἀπρόσιτο, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς ὁ οὐράνιος, ὁ καρπὸς ποὺ δὲν γεωργήθηκε, ἀλλὰ βλάστησε ἀπὸ Σένα μὲ σῶμα ἀνθρώπινο.
Ἐσένα δὲν προμηνοῦσε τὸ καμίνι ποὺ ἔβγαζε φωτιὰ καὶ ταυτόχρονα δρόσιζε ἀλλὰ καὶ ἔκαιγε κι ἦταν ἀντίτυπο τῆς θείας φωτιᾶς πού μέσα Σου κατοίκησε;
Παρὰ λίγο ὅμως θὰ ξεχνοῦσα τὴ σκάλα τοῦ Ἰακώβ. Τί δηλαδή; Δὲν εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι Ἐσένα προεικόνιζε κι ἦταν προτύπωσή Σου; Ὅπως ὁ Ἰακὼβ εἶχε δεῖ τὶς ἄκρες της σκάλας νὰ ἑνώνουν τὸν οὐρανὸ μὲ τὴ γῆ καὶ νὰ ἀνεβοκατεβαίνουν σ’ αὐτὴν Ἄγγελοι, ἔτσι κι ἐσὺ ἕνωσες αὐτὰ ποὺ ἤσαν πρὶν χωρισμένα, ἀφοῦ μπῆκες στὴ μέση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων κι ἔγινες σκάλα, γιὰ νὰ κατεβεῖ σὲ μᾶς ὁΘεός, ποὺ πῆρε τὸ ἀδύναμο προζύμι μας καὶ τὸ ἔνωσε μὲ τὸν ἑαυτό Του κι ἔκανε τὸν ἀνθρώπινο νοῦ ποὺ βλέπει τὸν Θεό.
Ποῦ θὰ ἀποδώσουμε ἀκόμη τὰ κηρύγματα τῶν Προφητῶν; Σ’ Ἐσένα, ἂν θέλουμε νὰ δείξουμε ὅτι εἶναι ἀληθινά! Γιατί, ποιὸ εἶναι τὸ Δαβιτικὸ μαλλὶ τοῦ προβάτου πού πάνω του ἔπεσε σὰν βροχὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι συνάναρχος μὲ τὸν Πατέρα; Δὲν εἶσαι Σὺ ὁλοφάνερα;
Ποιὰ εἶναι ἐπίσης ἡ Παρθένος, ποὺ ὁ Ἠσαΐας προορατικῶς προφήτευσε ὅτι θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει Υἱὸν τὸν Θεό, πού εἶναι μαζί μας;
Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ βουνὸ τοῦ Δανιήλ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κόπηκε πέτρα, ἀγκωνάρι, ὁ Χριστός, χωρὶς νὰ ὑποκύψει σὲ ἀνθρώπινο ἐργαλεῖο;
Ἂς ἔρθει ὁ Ἰεζεκιὴλ ὁ θεϊκότατος κι ἂς δείξει πύλη ποὺ ἔχει κλειστεῖ καὶ ποὺ πέρασε ἀπὸ μέσα της μόνο ὁ Κύριος καὶ παραμένει κλειστή.
Ἐσένα, λοιπόν, κηρύττουν οἱ Προφῆτες. Ἐσένα διακονοῦν οἱ Ἄγγελοι καὶ ὑπηρετοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Ἐσένα σήμερα, καθὼς ἀναχωροῦσες πρὸς τὸν Υἱό Σου, περιτριγύριζαν ψυχὲς Δικαίων καὶ Πατριαρχῶν καὶ τὸ ἄπειρο πλῆθος τῶν θεοφόρων Πατέρων, ποὺ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς, σὰν μέσα σὲ σύννεφο, ψάλλοντας ὕμνους ἱεροὺς σ’ Ἐσένα, τὴν πηγὴ τοῦ ζωαρχικοῦ σώματος τοῦ Κυρίου, πλημμυρισμένοι ἀπὸ τὰ θεία συναισθήματα.
Ώ, πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται πρὸς τὴν ζωὴν διὰ μέσου τοῦ θανάτου! Πῶς νὰ ὀνομάσουμε τὸ μυστήριο τοῦ το πού σχετίζεται μὲ Σένα; Θάνατο; Μά, ἂν καὶ ἡ πανίερη καὶ μακαρία ψυχή Σου χωρίζεται ἀπὸ τὸ ἀμίαντο σῶμα Σου καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα Σου παραδίδεται στὴν ταφή, ὅμως δὲν παραμένει στὸ θάνατο κι οὔτε διαλύεται ἀπὸ τὴ φθορά. Ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ὁλόλαμπρος καὶ πάντα φωτεινός, ὅταν σκεπαστεῖ γιὰ λίγο ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς σελήνης, φαίνεται σὰν νὰ χάνεται καὶ τὸ σκοτάδι νὰ παίρνει τὴ θέση τῆς λάμψης του, μὰ αὐτὸς δὲν χάνει τὸ φῶς του, ἀλλὰ ἔχει μέσα του τὴν πηγὴ τοῦ φωτός. Ἔτσι κι Ἐσύ, ἂν καὶ καλύπτεσαι σωματικὰ ἀπὸ τὸν θάνατο γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα, ἐντούτοις ἀναβλύζεις πλούσια, καθαρὰ κι ἀτέλειωτα τὰ νάματα τοῦ θείου φωτὸς καὶ τῆς ἀθάνατης ζωῆς, ποταμοὺς χάριτος καὶ πηγὲς ἰαμάτων.
Ἐσὺ ἄνθισες σὰν δένδρο γλυκύτατο κι εἶναι ὁ καρπός Σου εὐλογία στὸ στόμα τῶν πιστῶν! Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ ὀνομάσω θάνατο τὴν ἱερὴ μετάστασή Σου, ἀλλὰ κοίμηση ἢ ἀποδημία ἢ ἐνδημία, γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ καλύτερα, ἀφοῦ, φεύγοντας ἀπὸ τὴν κατοικία τοῦ σώματος, πηγαίνεις νὰ κατοικήσεις στὰ καλύτερα, στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τοῦΥἱοῦ Σου.
Ἄγγελοι μαζὶ μὲ Ἀρχαγγέλους Σὲ μεταφέρουν ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς. Καθὼς περνᾶς εὐλογεῖται ὁ ἀέρας καὶ ὁ αἰθέρας καθαγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανὸς τὴν ψυχή Σου. Σὲ προϋπαντοῦν οἱ οὐράνιες δυνάμεις μὲ ὕμνους ἱεροὺς καὶ τελετὴ χαρμόσυνη: «τὶς αὐτὴ ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐγκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος;». Εἶσαι ὡραία, λένε οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὰν τὸφεγγάρι κι ὅλα τὰ Χερουβὶμ ἐκπλήσσονται καὶ τὰ Σεραφεὶμ Σὲ δοξάζουν, Ἐσένα ποὺ δὲν ἀνέβηκες μονάχα ὡς τὸν οὐρανό, σὰν τὸν Προφήτη Ἠλία, οὔτε μονάχα μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό, σὰν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλὰ ἔφτασες μέχρις αὐτὸν τὸν θρόνο τοῦ Υἱοῦ Σου καὶ στέκεις κοντά Του μὲ πολλὴ κι ἀνείπωτη παρρησία.
Ἔγινες, λοιπόν, εὐλογία γιὰ ὅλον τὸν κόσμο, ἁγιασμὸς γιὰ τὸ σύμπαν, ἄνεση γιὰ τοὺς κουρασμένους, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς πενθοῦντες, θεραπεία γιὰ τοὺς ἀρρώστους, λιμάνι γιὰ τούς θαλασσοδαρμένους, συγχώρηση γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, παρηγοριὰ γιὰ τοὺς λυπημένους, πρόθυμη βοήθεια γιὰ ὅλους ποὺ σὲ ἐπικαλοῦνται, ἀρχὴ καὶ μέση καὶ τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν ποὺ ξεπερνοῦν τὸν νοῦ μας.
Πῶς ὑποδέχθηκε ὁ οὐρανὸς αὐτὴν πού ἔγινε πλατύτερη ἀπ’ αὐτόν; Καὶ πῶς ὁ τάφος δέχθηκε Αὐτὴν πού δέχθηκε μέσα Της τὸν Θεόν; Ὢ μνῆμα ἱερὸ καὶ θαυμαστὸ καὶ σεβάσμιο καὶ προσκυνητό, ποὺ καὶ τώρα τὸ περιποιοῦνται Ἄγγελοι, παρευρισκόμενοι μὲ πολὺν σεβασμὸ καὶ φόβο, καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται σ’ αὐτὸ μὲ πίστη, τιμώντας το, προσκυνώντας το, φιλώντας το μὲ μάτια καὶ χείλια καὶ μὲ πόθο ψυχῆς ἀντλώντας πλοῦτο ἀγαθῶν.
Ἐμπρός, λοιπόν, ἂς ταξιδέψουμε νοερὰ μακριὰ ἀπ’ τὴ ζωὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν Παναγία, ποὺ φεύγει ἀπ’ τὴ γῆ αὐτή.
Ἐλᾶτε ὅλοι μὲ πόθο καρδιακό, ἂς κατεβοῦμε στὸν τάφο μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο ποὺ κατέρχεται σ’ αὐτόν. Ἂς παρασταθοῦμε ὁλόγυρα στὸ ἱερότατο κρεβάτι της.
Ἂς ψάλλουμε ὕμνους ἱερούς, τέτοια περίπου λέγοντας μελωδικὰ ἄσματα: «Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ». Χαῖρε ἀμνὰς ποὺ γέννησες τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ. Χαῖρε σὺ ποὺ εἶσαι πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Χαῖρε ἡ δούλη καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἀμὴν.

Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού
         
http://www.alopsis.gr

Οἱ τελευταῖες στιγμές τῆς Παναγίας.



Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ λοιπόν ἔδειξε στούς Ἀποστόλους, πού ἤδη τό γνώριζαν, τό σύμβολο τῆς ἀναχωρήσεώς της, τό φοίνικα, τούς μετέδωσε ἐπίσης εὐλογία καί ἀνάλογη παρηγοριά καί ἀφοῦ τούς μίλησε γιά τήν ἔξοδό της καί τούς προθυμοποίησε γιά τό κήρυγμα, τούς εἶπε μέ λίγα λόγια ὁλόκληρη τήν οἰκονομία τῆς ἀποστολῆς τους. Ἔπειτα ἀσπάσθηκε τόν Πέτρο καί τούς ἄλλους Ἀποστόλους, “χαίρετε”, λέγοντας, “τέκνα καί φίλοι καί μαθηταί τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ μου καί νά αἰσθάνεστε εὐτυχεῖς, πού ἀξιωθήκατε τέτοιο δάσκαλο καί Δεσπότη καί νά ὑπηρετεῖτε τέτοια μυστήρια καί νά μετέχετε τῶν διωγμῶν καί τῶν παθημάτων του, γιά νά γίνετε κοινωνοί τῆς δόξας καί τῆς Βασιλείας Του”.
Ἀφοῦ τούς μίλησε γιά τά τελευταία γεγονότα, τούς ζήτησε νά ψάλλουν τούς ἐπιτάφιους ὕμνους, ἐνῶ Ἐκείνη ἄρχισε τίς πρός τόν Θεό εὐχαριστίες της.


Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Σέ εὐλογῶ”, ἔλεγε, “Δέσποτα καί Θεέ καί Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ προανάρχου σου Πατρός καί δικέ μου υἱέ, τῆς δούλης σου, γιά τήν φιλανθρωπία σου. Σέ εὐλογῶ, πού μᾶς λύτρωσες ἀπό τήν κατάρα καί μᾶς ἔδωσες τήν εὐλογία. Σέ εὐλογῶ τόν αἴτιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν μας, τῆς ζωῆς, τοῦ φωτός, τῆς εἰρήνης, τῆς δυνατότητας νά γνωρίσουμε τόν Πατέρα σου καί τό συνάναρχό σου καί ζωοποιό Πνεῦμα. Σέ εὐλογῶ Λόγε, πού εὐλόγησες τήν κοιλιά μου κατοικώντας σ’ αὐτὴ μέ ἀνέκφραστο τρόπο. Σέ εὐλογῶ, πού μέ τέτοιο τρόπο μᾶς ἀγάπησες ὥστε καί γιά μᾶς νά σταυρωθεῖς καί νά πεθάνεις. Σέ εὐλογῶ, πού κατέστησες μακαρία τήν κοιλιά μου καί πιστεύω ὅτι θά ἐκπληρωθοῦν καί ὅλα τά ἄλλα, γιά τά ὁποῖα μοῦ ἔχεις μιλήσει».

Η ΠΑΡΑΔΟΞΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Μετά ἀπό αὐτά τά λόγια ἀκολούθησε ἀμέσως ἡ παράδοξη κάθοδος τοῦ Υἱοῦ της πού συνοδευόταν ἀπό τούς Προφῆτες, τούς Πατριάρχες καί ὅλους τοὺς Δικαίους. Μπροστά πήγαιναν οἱ Ἄγγελοι καί Ἀρχάγγελοι καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες Ἀγγελικές δυνάμεις. Τότε ὁ ἀέρας καί ὁλόκληρο τό σπίτι γέμισε. Ὅλα ἐκεῖνα πού ἡ Παρθένος προγνώριζε, τότε τά ἔβλεπε μπροστά της, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἔβλεπαν μέρος ἀπό αὐτά τά θαυμάσια, ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν ἁγιότητά του. Ἔτσι ἡ δεύτερη κατάβαση ἔγινε ἐνδοξότερη καί φρικωδέστερη τῆς πρώτης, καί προφανεστέρα γιά ὅσους εἶχαν ὅραση πνευματική. Δέν ἦσαν μόνον παρόντα τά κατώτερα ἀγγελικά τάγματα καί δυνάμεις, ἀλλά καί αὐτά ἀκόμη τά Σεραφείμ καί τά Χερουβείμ καί οἱ Θρόνοι παρευρίσκονταν μέ φόβο, ἱεραρχικά σύμφωνα μέ τήν τάξη τους. Ἔβλεπαν μέ φόβο ὄχι μικρότερο (ἴσως μεγαλύτερο θά ἔλεγα, ἄν ἐπιτρεπόταν), γεμάτοι ἔκπληξη γιά τήν δεύτερη κένωση καί συγκατάβασή του. Ὅ,τι ἔγινε ἄλλοτε γιά χάρη ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τώρα γιά μιὰ μόνο ψυχή, γιά μιὰ μόνον γυναίκα γινόταν ἕνα τέτοιο θαῦμα.

Ἡ συνοδεία ἦταν λαμπρή καί πολυάριθμη, ὅπως ἅρμοζε γιά τήν ἄφιξη τοῦ Δεσπότη καί τήν ἀναχώρηση τῆς Δέσποινας, ἀλλά ἡ θέαση αὐτῶν πού γίνονταν, ὅπως ἤδη εἶπα, γινόταν μόνον ἀπό τούς καθαρούς, ἄν καί ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη ἦταν ἀκατανόητη καί σ’ αὐτούς τούς Μαθητές καί Ἀποστόλους πού ἦσαν γεμάτοι ἀπό τή δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού κατοικοῦσε μέσα τους. Παρευρισκόταν ἐκεῖ ὁ Χριστός μέ σῶμα καί μορφή πλήρως θεωμένη, λαμπρότερη τῆς ἀστραπῆς καί τῆς λάμψεώς της, ἀπό ὅ,τι στό Θαβώρ, ἀλλά μικρότερη τῆς φυσικῆς της λαμπρότητας ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν σάν νεκροί. Ὁ Κύριος ἀμέσως τούς λέγει, “εἰρήνη ὑμῖν”, ὅπως ἄλλοτε ὅταν «εἰσῆλθε τῶν θυρῶν κεκλεισμένων», στό ἴδιο σπίτι πού μαζεύτηκαν καί τότε καί τώρα, τό σπίτι τοῦ Ἰωάννη. Τότε συγκεντρώθηκαν γιά τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων. Σήμερα τούς συγκέντρωσε αὐτή πού γέννησε τόν Κύριο, ἡ ὁποία καί κατοικοῦσε σ’ αὐτό μέ τόν ἀγαπημένο καί παρθένο μαθητή του, τό δεύτερο καί θετό υἱό της.

Ἀκούοντας οἱ Μαθητές αὐτήν τή γλυκειά, τήν ἤρεμη καί γνώριμη φωνή, πῆραν θάρρος στό σῶμα καί στή ψυχή καί, ὅσο τούς ἦταν δυνατό, ὕψωσαν τά μάτια τους πρός τόν ἥλιο, τήν ὥρα πού Ἐκεῖνος χαμήλωνε λίγο τή λαμπρότητα τῆς ἀνατολῆς του καί τούς περιέλαμπε μέ μικρότερο φωτισμό.

Ἀλλά ἄς σταθοῦμε λίγο στά ἐπιθανάτια τῆς Παρθένου. Ἡ ψυχή της βρίσκεται σέ μία μεγάλη συγκίνηση καί σχεδόν σκιρτᾶ καί προφθάνει ἀσυγκράτητη καί τρέχει νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό σῶμα ὥστε τό γρηγορότερο νά βρεθεῖ μέ τόν Υἱό της καί νά προσπέσει στά χέρια του καί νά ἀναχώρησει μαζί του. Πῶς ἦταν δυνατό νά ὑπομείνει αὐτή τή χαρά, ὅπως τή λύπη τόν καιρό τοῦ Πάθους, καί πῶς ἐμεῖς νά μήν ἐπιθυμοῦμε νά ποῦμε πώς αὐτή δέν πέθανε, ἄν καί δέν τό λέμε αὐτό, γιά νά μήν ποῦμε πρωτάκουστα διδάγματα.

Δάκρυσε, καί πάλι ἔγινε ἀνώτερη τῶν δακρύων ἀπό τή μεγάλη εὐτυχία καί τό παράδοξο θέαμα, ὅταν εἶδε μέ σῶμα ἐκεῖνον, πού λίγο παλιότερα τόν εἶδε νά σύρεται, νά καθυβρίζεται καί νά κτυπιέται, ἐνῶ περιβαλλόταν ἀπό τόσες μυριάδες Ἀγγέλων, ἀπό τόση λαμπρότητα καί τόση δόξα. Ἔβλεπε τό πρόσωπο καί τή μορφή ἐκείνου, πού ἄλλοτε τόν κορόιδευαν καί τόν ἔφτυναν, πού ἦταν ντυμένος τήν κόκκινη χλαίνα τῆς ντροπῆς, νά περιβάλλεται τώρα μέ τόση ἀξία καί λαμπρότητα. Αὐτόν πού δέν εἶχε οὔτε εἶδος οὔτε ὀμορφιά, τώρα νά ἀστράφτει ἀπό τήν ὀμορφιά τῆς θεότητάς του. Ἔβλεπε τόν ἄλλοτε νεκρό πού καταδικάστηκε σάν ἀντίθεος, Θεό καί Βασιλέα καί Κριτή τῶν πάντων, ἀθάνατο καί ἀνίκητο. Ὤ, πῶς ζοῦσε καί πάλι μέσα στίς ἀντιθέσεις, ὅπως τόν καιρό τῆς Σταυρώσεως. Τό ὅραμα τή γέμιζε εὐφροσύνη, χαιρόταν ὑπερβολικά ἡ ψυχή της, ἀλλά συστελλόταν ἐπειδή ἀναχωροῦσε πρός ἐκείνη τή δόξα καί λαμπρότητα.

Τώρα πλέον δοξολογοῦσε περισσότερο ἀπό πρίν ἐκεῖνον πού τήν δόξασε. Προσευχόταν γιά τούς Ἀποστόλους καί γιά ὅλους τοὺς παρόντες, ἱκέτευε γιά τούς πιστούς ὅλης τῆς γῆς ἤ μᾶλλον γιά ὅλο τόν κόσμο καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν ἐχθρῶν καί τῶν σταυρωτῶν. Ζητοῦσε νά λάβει ἀπό τό Δεσπότη κάποιο λόγο ἤ κάποιο σημεῖο ὡς ἐγγύηση τῆς σωτηρίας τους, ἁπλώνοντας ἱκετευτικά τά χέρια ἐκεῖνα μέ τά ὁποῖα τόν ἀγκαλίαζε, κινώντας τή γλώσσα καί τά χείλη μέ τά ὁποῖα τόν ἀσπαζόταν, θυμίζοντας τόν θηλασμό του, καί κλαίοντας ἀπό εὐτυχία, ἔκαμε τό πᾶν, λέγοντας ἀποχαιρετιστήριους λόγους καί προσευχές. Τότε ἀρχίζουν τήν ὑμνωδία οἱ Ἄγγελοι καί ὅλοι μένουν ἀκίνητοι καί ἐκστατικοί, ὄχι ἀπό φόβο ἀλλά ἀπό χαρά. Οἱ Ἀπόστολοι ἀντιφωνοῦν μέ τή δική τους ψαλμωδία, καί ἔτσι, περνώντας ἀπό τό πανάγιο στόμα ἡ ὑπεραγία ψυχή της, σάν σέ ὕπνο, παραδίδεται στόν Υἱόν της, ξεφεύγοντας τούς πόνους τοῦ θανάτου, ὅπως τούς διέφυγε καί κατά τήν γέννηση ἤ μᾶλλον μέ τήν ἴδια καί μεγαλύτερη χαρά καί ὅπως τότε, ὅταν ἀνέκφραστα γεννιόταν ἀπ’ αὐτή ὁ Υἱός καί Θεός της, καί τώρα πού αὐτή πήγαινε πρός τόν Θεό, ὁ ὁποῖος βρισκόταν μπροστά της ὄχι μόνο νοερά ἀλλά καί αἰσθητά.

Ἀμέσως ὅλοι οἱ Ἄγγελοι ἄρχισαν νά ψάλλουν, καί μετά τοῦ πνεύματος μέν ἔβγαινε κάποια ἄφθονη καί ἀνεξήγητη εὐωδία, ἐνῶ τό σῶμα περιβαλλόταν ἀπό πλούσιο καί ἀπλησίαστο φῶς, ὥστε καί ὁ ἀέρας γέμισε ἀπό ἤχους καί ἄσματα, περισσότερο ὅμως ἀπό τήν εὐχάριστη εὐωδία, τό δέ σῶμα ἀκτινοβολοῦσε ἀπό παντοῦ, ὥστε νά γίνεται κάπως ἀθέατο. Ἔτσι λοιπόν διαμοιράζονται τήν Παρθένο, οἱ μαθητές καί ὁ Διδάσκαλος, τά ἐπίγεια καί τά οὐράνια, ὅπως καί μετά ἀπό λίγο ὁ οὐρανός καί ὁ παράδεισος. Ὁ Κύριος καί τά γύρω ἀπό αὐτόν λειτουργικά πνεύματα πῆραν τή ψυχή, ἐνῶ οἱ μαθητές τό σῶμα.

Ιωάννης ὁ Γεωμέτρης

πηγή: απόσπασμα από το βιβλίο «Ο βίος της Παναγίας», έκδοσις Ι.Μ. Χρυσοποδαριτίσσης Πατρών
πηγή ηλεκτρονικού κειμένου: Αγία ζώνη

Μία εικόνα, εκατομμύρια σκέψεις...(!)


Απολυτίκιον της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.


ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




(ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΗ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ )

Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε ἐκείνη ποὺ ὑμνοῦν γενεαὶ γενεῶν. Εἶνε ἐκείνη ποὺ ἐγκωμίασε ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ὑμνητὰς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε ὁ χρυσὸς κρίκος τῆς κτίσεως τῆς ὁρατῆς μὲ τὴν ἀόρατον. Εἶνε ἡ γέφυρα ἡ ὁποία ἑνώνει τὴν γῆν μὲ τὰ οὐράνια. Εἶνε ὁ «ἡλιοστάλακτος θρόνος», εἶνε ἡ «καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν». Εἶνε ἐκείνη διὰ τῆς ὁποίας «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. 1,14). Μόνον ἀγγελικαὶ γλῶσσαι μποροῦν νὰ ὑμνήσουν τὸ μεγαλεῖον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Ἡ Ἐκκλησία μας ἡ Ὀρθόδοξος διαφέρει ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι οὐδεμίαν ἀξίαν ἀποδίδουν εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀλλὰ θεωροῦν αὐτὴν ὡς μίαν γυναῖκα ἐκ τῶν πολλῶν. Ἡ ἁγία, λέγω, ἡμῶν Ἐκκλησία μὲ ὕμνους, παρακλήσεις, μὲ ἑορτὰς τὰς ὁποίας ἐθέσπισε πρὸς τιμήν της, τὴν γεραίρει καὶ τὴν τιμᾷ. Πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου ἔχει θεσπίσει τὰς θεομητορικὰς ἑορτάς. Καὶ πρώτη ἑορτή, ἀρχὴ τῶν ἑορτῶν, εἶνε τὸ Γενέσιον (δηλαδὴ τὰ γενέθλια) τῆς Θεοτόκου, τὰ ὁποῖα ὡς γνωστὸν ἑορτάζομεν εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου. Μετὰ τὰ γενέθλια ἔχομε μίαν ἄλλην ἑορτὴν εἰς τὰς 21 Νοεμβρίου, τὰ Εἰσόδια τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ μετὰ ἔρχεται μιὰ ἄλλη ἑορτή, ἡ ὁποία συγκινεῖ βαθύτατα τὸ πανελλήνιον, διότι εἶνε συνυφασμένη μὲ τὴν ἐθνικήν μας ἑορτήν· εἶνε ἡ 25η Μαρτίου, ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου. Καὶ μετὰ ἔρχεται τὸ τέλος. Διότι ὅλα ἔχουν τέλος ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ. Ἔρχεται τὸ τετέλεσται, ἔρχεται ἡ κοίμησις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Πρὸς τιμὴν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τελεῖται καὶ ἀγρυπνία εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τοῦτον.

Θὰ ἐξετάσωμεν, ποῖα διδάγματα δυνάμεθα ἡμεῖς ν᾿ ἀποκομίσωμεν ἀπὸ τὴν ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Διότι νομίζω δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς νὰ ἐρχώμεθα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία ν᾿ ἀσπαζώμεθα τὴν ἁγίαν αὐτῆς εἰκόνα, δὲν ἀρκεῖ ἁπλῶς ν᾿ ἀνάπτωμεν τὰς κανδήλας καὶ τὰ κηριά, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἐμβαθύνωμεν εἰς τὰ μυστήρια τῆς ἑορτῆς καὶ ν᾿ ἀντλήσωμεν διδάγματα ὠφέλιμα διὰ τὸν ἑαυτόν μας, ὠφέλιμα διὰ τὰ σπίτια μας, ὠφέλιμα διὰ τὴν κοινωνίαν μας. Θέλω νὰ ἐλπίζω ὅτι θὰ ἔχω πρόθυμον τὴν ἀκοὴν ὑμῶν εἰς ὁμιλίαν ταύτην.

Ἀγαπητοί. Ἐκ τῶν εὐαγγελίων γνωρίζομεν, ὅτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἦτο παροῦσα κατὰ τὴν σταύρωσιν τοῦ Χριστοῦ. Ἦτο ἐπίσης παροῦσα κατὰ τὴν ἀνάστασιν καὶ ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, καὶ κατ᾿ αὐτὴν ἀκόμη τὴν Πεντηκοστήν. Ἐπίσης δὲ παροῦσα τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ὅμιλος τῶν μαθητῶν, ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἐξέλεξε τὸν Ματθίαν εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ προδότου Ἰούδα. Ἔκτοτε τὰ Εὐαγγέλια καὶ αἱ Πράξεις καὶ τὰ ἄλλα ἀρχαῖα κείμενα τῆς ἐκκλησίας τῆς καινῆς διαθήκης σιωποῦν. Ὅσα θὰ σᾶς είπω παρακάτω, δὲν τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διήγησι, δὲν τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ τὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ μιὰν ἄλλην πηγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας, τὴν ἱερὰν παράδοσιν. Διότι καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρομεν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· αὐτοὶ μόνον τὸ Εὐαγγέλιον ἔχουν, ἡμεῖς δὲ ἐκτὸς τοῦ Εὐαγγελίου ἔχομεν καὶ τὴν ἱερὰν παράδοσιν. Ἡ ἱερὰ ἡμῶν παράδοσις, στὴν ὁποία ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι πιστεύομεν ἀκραδάντως, συμπληρώνει τὰ κενὰ τὰ ὁποῖα ἄφηκεν ἡ εὐαγγελικὴ διήγησις. Τί μᾶς λέγει λοιπὸν ἡ ἱερὰ παράδοσις ὅσον ἀφορᾷ τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου; Μᾶς λέγει τοῦτο. Ὅτι μετὰ τὴν ἀνάληψιν τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεοτόκος εἶχε μιὰν ὡραίαν συνήθειαν. Ποιά συνήθεια εἶχε.

Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, στὰ παλαιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ὅπως τώρα ξεχύνονται σὰν ποτάμι τῆς κολάσεως στὶς πλατεῖες, στὰ μεγάλα κέντρα, νὰ κάνουν τοὺς περιπάτους τους, οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων ξέρετε ποῦ κάνανε τὸν περίπατό τους κι ἀναπνέανε καθαρὸν ἀέρα; Ἐκάνανε τὸν περίπατό τους στὰ νεκροταφεῖα, στοὺς τάφους, ἰδίως δὲ τὰς Κυριακὰς καὶ μεγάλας ἑορτάς. Ὅπως τώρα τρέχουν στὸ ποδόσφαιρο καὶ στὶς θάλασσες, ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων εχανε ὡς θελκτικώτατον τόπον, ὡς τόπον μεγάλων σκέψεων καὶ ἡρωϊκῶν ἀποφάσεων, ὡς τόπον πραγματικῆς φιλοσοφίας καὶ μεταρσιώσεως πρὸς τὰ ἄνω, εχανε τὰ νεκροταφεῖα, τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν.

Ἡ ὑπεραγία λοιπὸν Θεοτόκος ἔκανε αὐτὸ τὸ ἔθιμο. Διότι μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ, μέσα εἰς τὴν καρδίαν της ὑπῆρχε ἕνα καὶ μόνο πρόσωπο. Ὑπῆρχε τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο ποὺ ἐγαλούχησε ἐκ βρέφους. Ὑπῆρχε τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὑπηρέτησε καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Ὑπῆρχε μέσα εἰς τὴν καρδίαν της ὁ ἀγαπητὸς τῶν ἀγαπητῶν, ὑπῆρχε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἐὰν κάθε μάνα ἀγαπάῃ τὸ παιδί της, ποὺ ἔχει τόσα ἐλαττώματα, καὶ παρ᾿ ὅλα τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔχει ἡ καρδιὰ τῆς μάνας ἀγαπάει τὰ παιδιά της, φαντασθῆτε ποιά ἀγάπη, σὲ ποῖο ὕψος καὶ σὲ ποῖο μῆκος καὶ ἔντασιν αἰσθημάτων ἱερῶν, ἦταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἀγάπην της πρὸς τὸν Υἱόν της τὸν μονογενῆ. Ὁ Υἱός της ὁ μονογενής, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ βασιλεὺς τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων, ὁ τιμιώτατος Λόγος, ὁ ὑπέρθεος Λόγος, ὁ Κύριος, ἧταν ὁ ἄξων, ὁ μυστικὸς ἄξων, πέριξ τοῦ ὁποίου περιεστρέφετο ὁλόκληρος ὁ συναισθηματικὸς κόσμος, ὁ πλούσιος συναισθηματικὸς κόσμος, τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ Κύριος ἧταν τὸ ἄλφα καὶ ὠμέγα τῆς ζωῆς της. Ὁ Κύριος, ὅπως ψάλλει ὁ Ἐπιτάφιος θρῆνος, ἧταν τὸ «γλυκὺ ἔαρ», ἡ γλυκεῖα ἄνοιξις τῆς ζωῆς της.

Ἐζοῦσε ἡ Θεοτόκος μετὰ τὴν ἀνάληψιν μὲ τὰς ἀναμνήσεις τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ της. Ἐζοῦσε μὲ τὴν διδασκαλίαν του καὶ μὲ τὸ ὅλον ἄρωμα τὸ ὁποῖον ἐξέπεμπε ἡ ὑπερκόσμιος φυσιογνωμία του. Γι᾿ αὐτὸ εἶχε συνήθεια νὰ φέρῃ τὰ βήματά της καὶ νὰ ἐπισκέπτεται τὸν τόπον ἐκεῖνον τὸν ἱερόν, τὸν τόπον εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἐπροσευχήθη ἐν ἀγωνίᾳ, τὸν τόπον ἐκεῖνον εἰς τὸν ὁποῖον ἔχυσε δάκρυα, τὸν τόπον τὸν ὁποῖον ἐπότισε μὲ τὸν ἱδρῶτα του, ποὺ ἔπιπτε ὡς θρόμβοι αἵματος. Ἐπεσκέπτετο τὴν Γεθσημανῆ.

Πολλάκις μετέβαινε στὴν Γεθσημανῆ. Ἀλλὰ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπεσκέφθη γιὰ τελευταίαν φορὰν τὴν Γεθσημανῆ, συνέβη ἐκεῖ κάτι, ἔκτακτον καὶ μοναδικὸν γεγονός. Ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι. Ἡμεῖς πιστεύομεν εἰς τὴν ἱερὰν παράδοσιν, πιστεύομεν εἰς ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ πατέρες, πιστεύομεν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν μας. Ἡ δὲ Ὀρθοδοξία μας λέγει ὅτι, ὅταν γιὰ τελευταίαν φορὰν ἐπεσκέφθη ἡ Θεοτόκος τὴν Γεθσημανῆ, συνέβη κάτι τὸ ἔκτακτον καὶ μοναδικόν· τὰ δένδρα, οἱ κορυφὲς τῶν δένδρων, στὸ πέρασμα τῆς Θεοτόκου, μάλιστα ὅταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἐγονάτισε καὶ ὕψωσε τὰς χεῖρας της εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ προσηυχήθη μετὰ δακρύων πρὸς τὸν Κύριον, τὸν Υἱὸν καὶ Θεόν της, ὅταν λέγω ἐγονάτισε, τότε καὶ τὰ δένδρα ἀκόμη, σὰν νὰ πῆραν ψυχή, ἔγειραν τὶς κορυφές των, ἐλύγισαν τὶς κορυφές των πρὸς τὰ κάτω. Σὰν νὰ ἔκαναν μετάνοια, σὰν νὰ ἤθελαν νὰ προσκυνήσουν τὴν Παντάνασσα τοῦ κόσμου, τὴν Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ.

Βλέπετε, ἀγαπητοί μου, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή; Ποῦ εἶνε τέτοια γυναίκα, ποὺ γονατίζει καὶ τὴν ὥρα ποὺ προσεύχεται μὲ πίστι κάνει αὐτὴ ἡ γυναίκα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ νὰ σείωνται! Δὲν εἶνε μικρὸ παράδειγμα ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία ἐπήγαινε στὴ Γεθσημανῆ καὶ προσηύχετο ἐκεῖ ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας καὶ λυτρώσεως.

Προσευχήθη λοιπόν. Κι ὅταν πλέον τὰ δένδρα εἶχαν λυγίσει, λέγει ἡ παράδοσις, τότε παρουσιάσθη πάλιν ὁ Γαβριήλ. Παρουσιάσθη πάλιν ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος, ὁ ἀρχάγγελος ὁ ὁποῖος τῆς μετέδωκε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῶν αἰώνων, τὴν χαρμόσυνον εδησιν, ὅτι θὰ γεννήσῃ τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ τὴν πρώτην φορὰν ποὺ παρουσιάσθη ὁ ἀρχάγγελος, κατὰ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ὅπως ζωγραφίζεται εἰς τὰς τιμίας εἰκόνας, ὁ ἀρχάγγελος κρατοῦσε κρίνον, κρίνον τοῦ οὐρανοῦ, κρίνον πνευματικόν, κρίνον τὸ ὁποῖον συνεβόλιζε τὴν παρθενίαν της, τὴν ἄφθαρτον, τὴν ἀμόλυντον παρθενίαν της. Τὴν δευτέραν φορὰν ποὺ παρουσιάσθη ἐνώπιον της δὲν κρατοῦσε πλέον κρίνον, ἀλλὰ κρατοῦσε φοίνικα, κλάδον φοίνικος· καὶ τοῦτο, διότι ὁ φοῖνιξ εἶνε σύμβολον τῆς νίκης, σύμβολον τοῦ θριάμβου ἐναντίον τῆς θλίψεως καὶ ἐναντίον τοῦ θανάτου. Καὶ ἐχαιρέτισε ἐκ νέου, ὅπως λέγουν οἱ πατέρες, τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ εἰδοποίησεν αὐτήν, ὅτι ἐντὸς ὀλίγου ἐκ γῆς πρὸς οὐρανὸν θὰ μεταβῇ πρὸς συνάντησιν τοῦ μονογενοῦς αὐτῆς Υἱοῦ.

Γεμάτη συγκίνησιν ἱερὰ ἡ Θεοτόκος κατέβηκε ἀπὸ τὸ λόφο τῆς Γεθσημανῆ καὶ μετέβη στὸ πτωχό της σπίτι. Δὲν ἦταν κανένα μέγαρο, δὲν ἦταν κανένα ἀπὸ τὰ σπίτια τὰ σημερινά, ὅπου ὅλα λάμπουν καὶ ἀστράπτουν. Ἦταν ἕνα φτωχὸ σπιτάκι κάτω ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Γεθσημανῆ, καὶ ἐκεῖ ἔμενε μὲ τὰς ἀναμνήσεις τοῦ Κυρίου. Μπῆκε στὸ σπίτι ἡ Θεοτόκος. Δὲν εἶχε ὑπηρέτριες, ὅπως ἔχουν οἱ κυρίες τῆς ἀριστοκρατίας καὶ τὶς ὁποῖες τὶς κακομεταχειρίζονται καὶ κατὰ ποικίλους τρόπους τὶς ἀδικοῦν. Δὲν εἶχε, λέγω, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ ὁποία διηκονεῖτο ἀπὸ τάγματα ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, δὲν εἶχε ὑπηρέτριες. Δὲν ἦταν καμμιὰ κυρία ὑπερήφανη καὶ ἐγωΐστρια, ἡ ὁποία μόλις παντρευτῇ ἔχει ἀξίωσι ἀπὸ τὸν ἄνδρα της νὰ προσλάβῃ ὁ φτωχὸς ὑπάλληλος ὑπηρέτρια καὶ νὰ ἐπιβαρύνεται, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐπιδεικνύεται αὐτὴ καὶ νὰ καυχᾶται. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, μόλις ἐπέστρεψε στὸ φτωχικό της σπίτι καὶ ἐγνώριζε ὅτι ἔφθασε τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς της, ἐπῆρε, λέγει ἡ παράδοσις, στὰ χέρια της τὴ σκούπα ―ποὺ ντρέπονται σήμερα νὰ πιάσουν οἱ μοντέρνες κυρίες, ἐκεῖνες ποὺ δὲν θέλουν νὰ κάνουν καμμία οἰκιακὴ ἐργασία―, ἐπῆρε τὴ σκούπα καὶ σκούπισε ἐπιμελῶς ὁλόκληρο τὸν οἶκο της. Εὐτρέπισε ὁλόκληρο τὸ σπίτι της, ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθῇ τὸν Κύριον, ποὺ ἤρχετο νὰ παραλάβῃ τὸ ἁγνόν της πνεῦμα. Καὶ ἀφοῦ ἐσκούπισε καὶ εὐτρέπισε μὲ τὰ δικά της χέρια τὸν οἰκίσκον, ἀμέσως ἐκάλεσε δύο γειτόνισσες, οἱ ὁποῖες ἦταν χῆρες καὶ εἶχαν ὀρφανά, τὶς ἐκάλεσε αὐτὲς καὶ τοὺς ἐμοίρασε τὸν φτωχικό της ἱματισμό. Καὶ μετὰ ἀνήγγειλε στὸ περιβάλλον τὸ φιλικό, ποὺ πάντοτε περιεκύκλωναν τὴν ὑπεραγία Θεοτόκον, ὅτι ἐντὸς τριῶν ἡμερῶν θὰ ἀπέλθῃ πλέον ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν. Καὶ κατόπιν ἐξάπλωσε ἐπὶ τῆς κλίνης της, ἐσταύρωσε τὰς ἁγίας της χεῖρας, καὶ ἀπὸ τὴν ὥραν πλέον ἐκείνην ἐβυθίσθη εἰς σκέψιν βαθεῖαν καὶ συναισθηματικότητα, γιατὶ μετ᾿ ὀλίγον θὰ ἀπήρχετο ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.

Ἀδελφοί! Ἂς σταματήσωμεν μέχρις ἐδῶ. Αὐτὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος προετοιμάσθη διὰ τὸν θάνατόν της· αὐτὸ τὸ γεγονός, ὅτι εἰδοποιήθη, τρόπον τινὰ διὰ τοῦ ἀσυρμάτου τοῦ οὐρανοῦ, πὼς θὰ μετέβαινε ἐκ γῆς πρὸς τὰ οὐράνια· αὐτὸ τὸ γεγονὸς πῶς μᾶς διδάσκει!

Ἀδελφοί! Εἶνε χάρις Χριστοῦ καὶ εὐλογία τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ νὰ εἰδοποιῆται ὁ ἄνθρωπος, νὰ προαισθάνεται ὁ ἄνθρωπος, τὸν θάνατόν του. Τὰ παλαιὰ εὐλογημένα χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μὲ ἁγνότητα μὲ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωσιν εἰς τὸν Θεόν, προῃσθάνοντο οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατόν των καὶ ἔλεγαν στὰ παιδιά των· ―Παιδί μου, θ᾿ ἀποθάνω. ―Μά, πατέρα, τί ἔχεις; μάνα, τί ἔχεις; ―Θ᾿ ἀποθάνω, παιδί μου· ἦρθε τὸ τέλος μου… Καταλάβαινε. Προητοιμάζετο. Μιὰ φωνὴ ἐσωτερική, κάποιος μυστικὸς καὶ ἀόρατος σύνδεσμος μὲ τὴν αἰωνιότητα, κάποιος φτερωτὸς καὶ ἀνώνυμος ἄγγελος εἰδοποιοῦσε τὴν ψυχὴν καὶ ἔλεγε· Θ᾿ ἀποθάνῃς! Ἡγούμενοι ἅγιοι, ὅσιοι ἀσκηταὶ ποὺ ἔζησαν στὶς σπηλιές, ἀλλὰ καὶ ἅγιες προσωπικότητες ποὺ ἔζησαν μέσα εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἔγγαμον βίον, τιμίως διάγοντες ἄνδρες καὶ γυναῖκες, προῃσθάνοντο τὸν θάνατόν τους καὶ προετοιμάζοντο διὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι. Καὶ ὅπως αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ταξιδεύσῃ δὲν περιμένει τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ προετοιμάσῃ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ ἀπὸ ἡμέρες ἑτοιμάζεται διὰ τὸ ταξίδιόν του, ἔτσι καὶ οἱ εὐλαβεῖς αὐτὲς ψυχὲς προετοιμάζοντο διὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι.

Εἶνε σημεῖον τῶν καιρῶν, εἶνε κατάρα ὁ αἰφνίδιος θάνατος. Ἀκούσατε τί λέγει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀρτοκλασία; Νὰ μᾶς φυλάξῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ πολλὰ δεινά. Ποιά δεινά; «Ἀπὸ λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ…» καί… «καὶ αἰφνιδίου θανάτου». Τὸν θεωρεῖ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν αἰφνίδιο θάνατο ὅπως τὸ λοιμό, τὸ σεισμό… Καὶ εἶνε σημεῖον κακὸν ὅτι οἱ αἰφνίδιοι θάνατοι μέσα στὴν γενεά μας αὐξάνονται συνεχῶς. Ὁ αἰφνίδιος θάνατος εἶνε κακό, διότι δὲν δίδει στὸν ἄνθρωπο οὔτε λεπτό. Ὁμοιάζει μὲ τὸ γεράκι… Κάθονται οἱ κόττες στὸ γρασίδι καὶ βοσκοῦν, καὶ νομίζουν ὅτι θὰ ἐπιστρέψουν στὸ κοττέτσι. Δὲν θὰ ἐπιστρέψουν ὅμως στὸ κοττέτσι τους. Ἀπὸ πάνω, ξαφνικά, τὸ γεράκι πέφτει μὲ ὁρμὴ καὶ ἁρπάζει τὴν ὄρνιθα, καὶ μὲ τὶς φτεροῦγες του τὴν μεταφέρει στὴν φωλεά του. Ὅπως τὸ γεράκι ὁρμᾷ ἀπότομα καὶ ἁρπάζει μέσα ἀπὸ τὸ χορτάρι τὴν κόττα καὶ τὴν παίρνει ἐπάνω, ἔτσι σὰν γεράκι ὁ θάνατος ὁρμητικὸς φτερουγίζει καὶ πέφτει· στὸ δρόμο, στὸ πεζοδρόμιο, στὸ ἀεροπλάνο, στὸ γραφεῖο…, ὅπου νά ᾿νε. Ἁρπάζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τοῦ λέγει, Ἔλα ᾿δῶ!… Δὲν τοῦ δίδει οὔτε ἕνα λεπτὸ διορία νὰ πῇ τὸ «Μνήσθητί μου…». Εἶνε ὁ αἰφνίδιος θάνατος πολὺ κακὸ πρᾶγμα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία εὔχεται ὑπὲρ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αἰφνιδίου θανάτου. Ὦ Θεέ μου ὦ Θεέ μου!… Διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου εὔχομαι, κανείς ἀπ᾿ ὅσους εμεθα ἐδῶ μέσα νὰ μὴν ἀποθάνῃ ἀπὸ αἰφνίδιον θάνατον, ἀλλὰ σὲ ὅλους μας νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς σημάδι ὅτι φεύγομεν ἀπὸ τὸν μάταιον αὐτὸν κόσμον, καὶ νὰ προετοιμασθῶμεν διὰ τὴν αἰωνιότητα, τὸ ταξίδι τοῦ οὐρανοῦ.

Ἀλλὰ προσέξατε καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμη. Πρέπει ὁ Χριστιανός, προαισθάνομενος τὸν θάνατόν του ―ἐὰν εἶσαι πατέρας, μητέρα, πρόσεξέ με καὶ ἄκουσέ με―, νὰ κάνῃ τοῦτο. Μὴν ἀφήνεις ἔτσι τὰ πράγματα. Βλέπεις, ὅτι πλέον μεγάλωσες, τὰ χιόνια ἔπεσαν πάνω στὸ κεφάλι σου. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός (ἕνας ἅγιος ποὺ ἀγαπῶ καὶ ποὺ θὰ ἑορτάσῃ στὶς 24 Αὐγούστου στὰ ξακουσμένα Γιάννενα), ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔλεγε, ὅτι· Τὰ σπαρτά, ἅμα ἀσπρίζουνε, τί περιμένουν; Τὸ δρεπάνι περιμένουν. Κι ὅταν ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, τί περιμένομεν, ἀδέλφια; Τὸ δρεπάνι τοῦ ἀρχαγγέλου. Προτοῦ λοιπὸν φτάσῃ τὸ δρεπάνι τοῦ ἀρχαγγέλου, οἱ γυναῖκες καὶ οἱ ἄνδρες, οἱ μητέρες καὶ οἱ πατέρες ποὺ ἔχουν παιδιὰ καὶ βλέπουν τὰ χιόνια νὰ πέφτουν πάνω στὴν κεφαλή τους, ὅσοι εἶνε πατέρες καὶ μητέρες νὰ τακτοποιήσουν τὰ τοῦ σπιτιοῦ των. Νὰ τακτοποιήσουν ὅ,τι ἔχουν. Νὰ τὰ μοιράσουν μὲ δικαιοσύνη στὰ παιδιά τους. Νὰ μὴ ἀφήσουν ἐκκρεμότητες. Μὴ ἀφήσετε, μὴ ἀφήσετε ἐκκρεμότητες. Ἂν ἀγαπᾶτε τὰ σπίτια σας, νὰ μιμηθῆτε τὸ παράδειγμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ζωντανὴ μοίρασε ὅ,τι εἶχε στὴ γειτονιά της. Ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς μὴ ἀφήσετε ἐκκρεμότητες μέσα στὸ σπίτι, ἀλλὰ προετοιμάσετε καὶ μοιράσετε. Διότι μετὰ τὸ θάνατό σας, ἐὰν ἀφήσετε ἐκκρεμότητες, τὰ παιδιά σας θὰ τρέχουν στὰ δικαστήρια. Γνωρίζω οἰκογένεια, ποὺ 15 χρόνια πολεμάει καὶ ἔφθασε μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο, καὶ τὰ παιδιὰ μισηθήκανε μεταξύ τους, γιατὶ οἱ γονεῖς των δὲν προετοίμασαν καὶ δὲν ἐτακτοποίησαν τὰς ἐκκρεμότητας τοῦ σπιτιοῦ των.

Ἀλλὰ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος μᾶς διδάσκει ἀκόμη καὶ κάτι ἄλλο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Τὴν ἐλεημοσύνη μὴν τὴν κάνετε μετὰ τὸν θάνατον. Ὅταν ζῆτε, ὅταν τὰ χέρια αὐτὰ μποροῦν καὶ κινοῦνται καὶ μπαίνουν στὸ πορτοφόλι σας, ὅταν ζῆτε, τότε ἡ ἐλεημοσύνη ἔχει μεγάλη ἀξία. Διότι μετὰ θάνατον δὲν λέγεται πλέον ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ εἶνε χρήματα ποὺ δὲν ὀφείλονται σ᾿ ἐσᾶς. Ἐγώ, ἂν εἶχα δικαίωμα, θὰ πήγαινα σ᾿ αὐτὰ τὰ μεγάλα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, ποὺ λέγουν ὅτι κτισθήκανε ἀπὸ διαθῆκες, καὶ θὰ ἔσβηνα αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ λένε ἐπάνω ὅτι «τὸ ἔκτισε ὁ τάδε». Ἂν τὸ ἔκτισε ζωντανός, κάνω μιὰ μετάνοια καὶ τὸν προσκυνῶ. Ἂν τὸ ἔκτισε μετὰ θάνατον, ἐγὼ ἀμφισβητῶ τὴν ἐλεημοσύνη μετὰ θάνατον. Δὲν τὴν ἀμφισβητῶ ἐγώ, τὴν ἀμφισβητοῦν καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες. Ἀκοῦς λοιπόν, ὅτι ἕνα φιλανθρωπικὸ κατάστημα τὸ ἔκτισαν μετὰ θάνατον. Τὰ ἀπήλαυσαν δηλαδὴ τὰ χρήματά τους ἐν ζωῇ, τὰ γλεντήσανε ὅσο ζοῦσαν, καὶ μετὰ τὸν θάνατο πλέον κάνουν τὴν ἐλεημοσύνην. Ἐγώ, ἂν θά ᾿χα δικαίωμα, θὰ ἔγραφα ἀπ᾿ ἔξω· «Τῷ θανάτῳ τῷ εὐεργέτῃ τὸ κατάστημα τοῦτο». Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος προαισθάνεται τὸ θάνατο, νὰ κάνῃ τὴν ἐλεημοσύνη, ὅπως τὴν ἔκανε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.

Ἀλλὰ προχωροῦμε. Ἦλθε καὶ γιὰ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ ὁ θάνατος. Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε τώρα νεκρά, νεκρὰ πλέον ἐπὶ τῆς κλίνης της. Νεκρὰ ἐκείνη, ἥτις ἐγέννησε τὸν ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς. Ποιοί τώρα θὰ τὴν κηδεύσουν; Ποῦ εἶνε τὰ παιδιά της; Τὰ παιδιὰ κηδεύουν τοὺς γονεῖς. Ἀλλ᾿ ἐκείνη εἶχε παιδιά; Εἶχε. Τί παιδιά; Πνευματικὰ παιδιά, ποὺ τὴν ἀγαπούσανε περισσότερο ἀπὸ τὰ ὑλικὰ παιδιά. Ποιά ἦταν; Γονεῖς, σεῖς ποὺ εἶσθε ἄκληροι καὶ δὲν ἔχετε παιδιά, μὴ λυπεῖσθε. Μπορεῖς ν᾿ ἀποκτήσῃς παιδιά, ποὺ νὰ σ᾿ ἀγαποῦν περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι τὰ σαρκικὰ παιδιά. Εἶχε παιδιὰ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, πνευματικὰ παιδιά. Κατὰ σάρκα ἕνα καὶ μόνο Υἱὸν εἶχε, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ δὲν παραδεχόμεθα τὴν βέβηλον καὶ ἀνίερον σκέψιν τῶν αἱρετικῶν ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον εἶχε κι ἄλλα τέκνα. Ἀλλ᾿ ἐνῷ δὲν εἶχε κατὰ σάρκα τέκνα, εἶχε πνευματικοὺς υἱοὺς ποὺ τὴν ἀγαποῦσαν περισσότερο. Καὶ πνευματικά της παιδιὰ ἦταν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι.

Ποῦ ἦταν ὅμως κατὰ τὴν κοίμησί της οἱ ἀπόστολοι; Ἔλειπαν μακριά. Ὁ Πέτρος στὴ Ῥώμη, ὁ Παῦλος πρὸς τὴν Μακεδονία, ὁ Ἀνδρέας στὴν Πάτρα, ὁ Θωμᾶς στὰς Ἰνδίας, ὁ Ἰωάννης στὴν Ἔφεσο, ὁ Τίτος στὴν Κρήτη, ὁ Τιμόθεος στὴν Ἔφεσο… Ἔλειπαν ὅλοι στὴν διασπορά. Πῶς νὰ τοὺς εἰδοποιήσουν; Πῶς νὰ τοὺς εἰδοποιήσουν, αὐτὸ ἀπορεῖτε; Πιστεύετε. Καὶ ἐὰν πιστεύετε, τότε θὰ πιστεύσετε καὶ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴν κοίμησι τῆς Θεοτόκου. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὸ μυαλὸ ποὺ τοῦ ᾿δωσε ὁ Θεός, κατώρθωσε νὰ βρῇ μέσο (ἀσύρματο, τηλέγραφο κ.τ.λ.) καὶ νὰ εἰδοποιῇ αὐτὸν ποὺ εἶνε στὸ Σικάγο, αὐτὸν ποὺ εἶνε στὸ Λονδῖνο καὶ στὴν κάθε γωνία τοῦ κόσμου· ἐὰν τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα, ποὺ εἶνε μιὰ ἀκτὶς τοῦ ἀπεράντου πνεύματος τοῦ Δημιουργοῦ, κατώρθωσε νὰ βρῇ μέσο καὶ νὰ εἰδοποιῇ αὐτοστιγμεὶ τοὺς ἄλλους, πολὺ περισσότερο ὁ Κύριος εἶχε μέσο, οὐράνιο ἀσύρματο… Πώ πώ πώ! πετᾶνε πετᾶνε τὰ τάγματα τῶν ἁγίων ἀγγέλων «εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα» (Ἑβρ.1,14). Φτερωτοὶ λοιπὸν ἄγγελοι πέταξαν σ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑδρογείου σφαίρας καὶ ἔσπευσαν νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς ἀποστόλους.

Καὶ νά, νά… Ἐπάνω στὸν οὐρανὸ σὰν τὰ περιστέρια, σὲ φωτεινὲς νεφέλες ὡς ἐπὶ ἵππων, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Πέτρος, νὰ καὶ ἔρχεται ὁ Παῦλος, ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι. Καὶ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους, καθυστερημένος ὅπως πάντοτε, ἔρχεται ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς. Ἦρθαν κοντά της. Καὶ πάνω στὴν παράδοσι αὐτὴ στηρίζεται τὸ ὡραιότατον καὶ γλυκύτατον ἐκεῖνο ᾆσμα ποὺ ἀκοῦμε, «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων…», ποὺ εἶνε ἀπὸ τὰ ὡραιότερα καὶ γλυκύτερα ᾄσματα ποὺ ἔχει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.

Ναί, μαζεύτηκαν οἱ ἀπόστολοι. Καὶ τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὅτι ὅταν πεθαίνῃ κάποιος γνωστός μας, πρέπει νὰ διακόπτωμεν κάθε ἐργασίαν. Τὸ πρῶτο καθῆκον εἶνε νὰ πᾶμε στὸ νεκρό. Νὰ πᾶμε στὸ νεκρό, γιὰ νὰ ἐκπληρώσωμεν ἕνα χρέος ἱερόν. Πρῶτον μὲν πρὸς τὸν νεκρόν, ποὺ φεύγει ἐκ τῆς ματαίας γῆς καὶ μεταβαίνει εἰς τὰ οὐράνια, εἰς τὸν κόσμον τῶν ἀύλων πνευμάτων. Ἔπειτα πρὸς τοὺς συγγενεῖς, οἱ ὁποῖοι παρηγοροῦνται διὰ τῆς παρουσίας μας. Ἀλλὰ νὰ ἐκπληρώσωμεν πρὸ παντὸς κάποιο ἄλλο χρέος ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ποῖον χρέος; Νὰ ὑπενθυμίσωμεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας τὴν αἰωνιότητα. Ἐὰν σᾶς ἐρωτήσω, ποῖος εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ μέσα στὴν Ἀθήνα, καθένας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ πῇ. Ἀλλ᾿ ἐὰν σᾶς ἐρωτήσω, ποῖος εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ὁ μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ εἶνε ὁ νεκρός. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἱεροκῆρυξ. Ὅταν τὸν βλέπῃς αὐτὸν ποὺ μέχρι χθὲς ἦταν μαζί σου, ποὺ κουβεντιάζατε καὶ λέγατε ὁ,τιδήποτε, ὅταν τὸν βλέπῃς αὐτὸν νεκρὸν κατακείμενον, τότε αὐτὸς φωνάζει· «Ματαιότης!…» (Ἐκκλ. 1,2). Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἔλεγε· Ὅταν πεθαίνῃ ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴ τὸν θάπτετε ἀμέσως, ὄχι· νὰ τὸν κρατᾶτε 24 ὧρες, καὶ νὰ μαζεύεστε γύρω του, καὶ νὰ μὴ μιλᾶτε ἀλλὰ νὰ προσεύχεσθε· γιατὶ καλύτερος ἱεροκῆρυξ ἀπὸ τὸ νεκρὸ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο… Κάθε νεκρός, ετε φτωχὸς ετε πλούσιος, ετε στρατηγὸς ετε στρατιώτης, ετε βασιλιᾶς ετε πολίτης ἢ κ᾿ ἕνας ἀλήτης τοῦ δρόμου, διδάσκει. Καὶ ἐὰν κάθε νεκρὸς μᾶς ὑπενθυμίζῃ τὴν αἰωνιότητα, τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ Χριστό, ἐὰν κάθε νεκρὸς εἶνε πηγὴ διδασκαλίας διὰ τὸν ἄνθρωπον, φαντασθῆτε ὁποίαν διδασκαλίαν προσέφερε τὸ σκήνωμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου!

Μαζευτήκανε, λοιπόν, οἱ ἀπόστολοι καὶ κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς τὸ φέρετρο καὶ τὸ μετέφεραν ἐκτὸς τῆς πόλεως. Ἐκείνη ὅμως τὴ στιγμὴ κάτι συνέβη. Τί συνέβη; Ἐνῷ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ τὰ κλαδιὰ λυγίζανε, ἐνῷ καὶ οἱ δαίμονες ἔτρεμαν, ἐνῷ τὰ πάντα ἀνέπεμπαν τὰ ἐξόδιον ὕμνον, μιὰ ὀχιά, ἕνας Ἑβραῖος, τί ἔκανε; Ἅπλωσε τὸ βρωμερό του χέρι στὸ φέρετρο. Καὶ ἀμέσως, ἀστραπιαίως, κόπηκε τὸ χέρι του καὶ ἔμεινε κρεμασμένο, ὅπως φαίνεται στὶς εἰκόνες. Αὐτὴ τὴ βεβήλωσι καὶ ἁμαρτία ἔκανε ὁ Ἑβραῖος τὴν ὥρα κατὰ τὴν ὁποία τὸ σκήνωμα τὸ ἱερόν, φερόμενον ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἀποστόλων, ὡδηγεῖτο πρὸς τὰ ἔξω.

Ἀδελφοί, τελειώνω. Δὲν προχωρῶ περισσότερο. Αὐτὸ εἶνε μὲ ὀλίγες λέξεις τὸ ἱστορικὸν πλαίσιον τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Στὸ τέλος τώρα τῆς ὁμιλίας, ποὺ εὑρισκόμεθα, μᾶς φωνάζει ἡ φωνὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ μᾶς λέγει·

Ἐσεῖς μανάδες, ἐλᾶτε κοντὰ στὸ Πρότυπο τῶν μητέρων, νὰ μάθετε πῶς πρέπει νὰ ἀγαπᾶτε τὰ παιδιά σας. Ὅσοι εἶσθε παιδιὰ καὶ πρὸ παντὸς τὰ ὀρφανά, ἐλᾶτε κοντὰ στὴ γλυκειὰ Μάνα τοῦ κόσμου, νὰ βρῆτε καταφύγιο. Ὅσοι εἶσθε παρθένοι ἀμόλυντοι καὶ ἁγνοί, ἐλᾶτε κοντὰ στὴν Παρθένο, καὶ φυλάξτε τὸ κρίνον αὐτὸ τῆς ἁγνότητος, «τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας». Ὅσοι εἶσθε ἀγράμματοι, ἐλᾶτε στὴν Παναγία γιὰ νὰ μάθετε τὴν μεγαλύτερη φιλοσοφία τοῦ κόσμου. Ὅσοι εἶσθε σοφοί, ἐλᾶτε στὴν Παναγία γιὰ νὰ μάθετε, ὅτι ἡ σοφία ἦτο ἡ ταπείνωσις ἡ βαθειά της. Ὅσοι εμεθα ἁμαρτωλοί, ἂς ἔλθουμε στὴν Θεοτόκο, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ κοντὰ στὸ Χριστό. Νομίζω, ὅτι ἡ αὐριανὴ ἡμέρα αὐτὸ τὸ μάθημα μᾶς δίδει.

Ἐκτὸς ὅμως τῶν εἰδικῶν μαθημάτων, τὰ ὁποῖα ἐξάγομεν ἐκ τῶν διαφόρων πτυχῶν τῆς ἱστορίας τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὸ σπουδαιότερο μάθημα ποὺ προσφέρει εἰς ὅλους ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος εἶνε, ὅτι ὁ θάνατος ἄλλαξε ὄνομα. Ὁ θάνατος, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐσταυρώθη ὁ Χριστός, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ κατέβηκε κάτω στὸν ᾅδη καὶ ἔσπασε τὰς χαλκίνας πύλας καὶ ἐθριάμβευσε, ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην δὲν εἶνε τι τὸ φοβερὸν καὶ ἀποτρόπαιον, τὸ ὁποῖον ἐνέπνεε τὸν τρόμον καὶ τὸν φόβον στὸν προχριστιανικὸν κόσμον. Ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ὁ Χριστὸς ἀνῆλθε νικητὴς ἐκ τῶν κευθμώνων τοῦ ᾅδου, ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ θάνατος ἄλλαξε πλέον τὸ φοβερόν του καὶ ἀποτρόπαιον πρόσωπο. Εἰς τὸ ἑξῆς δὲν λέμε ὅπως πρὸ Χριστοῦ, ὁ θάνατος τοῦ Σωκράτους, τοῦ Ἀριστοτέλους, τοῦ Πλάτωνος. Ἀλλὰ τί λέμε; Εἰς τὸ ἑξῆς, ἂν πιστεύῃς, ὁ θάνατος σον κοίμησις. Γι᾿ αὐτὸ δὲν λέμε, ὁ θάνατος τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ λέμε, ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου. Δὲν ἀποθνῄσκει ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὸ ποὺ μένει ἐδῶ στὴ γῆ, αὐτὸ ποὺ πάει στὸ τάφο, δὲν εἶνε ὁ ἄνθρωπος. Ὁ κυρίως ἄνθρωπος εἶνε ἡ ψυχή. Ὁ ἄνθρωπος ζῇ καὶ βασιλεύει μέσα στὸν κόσμο τῶν ἀύλων πνευμάτων καὶ μέσα στὴν αἰωνιότητα. Δὲν ὑπάρχει θάνατος. Γιὰ τὸν Χριστιανό, ὁ ὁποῖος πιστεύει στὸ Χριστὸ ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 11,25), ὁ θάνατος εἶνε κοίμησις.

Μόλις βραδιάσῃ, ἡ μάνα παίρνει τὸ παιδὶ καὶ τὸ βάζει στὴν κούνια νὰ τὸ κοιμήσῃ. Ὑπάρχει μάνα, ποὺ ἅμα βάλῃ τὸ παιδί της στὴν κούνια κλαίει; Εδατε ποτέ; Καμμιά μάνα. Γιατὶ ἀκούει τὴν ἀνάσα τοῦ παιδιοῦ καὶ λέει· Κοιμήσου, παιδί μου, κοιμήσου. Ξέρει, ὅτι θά ᾿ρθῃ τὸ πρωΐ, καὶ τὸ παιδὶ θὰ ξυπνήσῃ ζωηρό, σὰν τὸ λουλούδι ποὺ βγαίνει δροσᾶτο. Ὅπως λοιπὸν ἡ μάνα δέν κλαίει, ὅταν κοιμίζει στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί, γιατὶ ξέρει ὅτι θὰ ξαναξυπνήση, ἔτσι καὶ οἱ Χριστιανοι δὲν κλαῖνε τοὺς νεκρούς, κατὰ τὴν συμβουλὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου «μὴ λυπῆσθε» (Α΄ Θεσ. 4,13).

Δὲν εἶνε ψέμα ―εἶνε ἀλήθεια ἡ θρησκεία μας―, εἶνε γεγονός, ὅτι ἐπάνω ἀπὸ τὰ μνήματα, ἐπάνω ἀπὸ τοὺς τάφους, θά ᾿ρθῃ ἡμέρα ποὺ θὰ ἠχήσῃ σάλπιγξ. Ὅσο βέβαιον εἶνε ὅτι αὔριο τὸ πρωῒ ξημερώνει Δευτέρα (ἄρα ἡ ἑορτὴ ἦτο ἡμέρα Δευτέρα), τόσο νὰ εἶσθε βέβαιοι ὅτι θά ᾿ρθῃ ἡμέρα, ἡμέρα μεγάλη, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπάνω ἀπὸ τοὺς τάφους θ᾿ ἀκουσθῇ σάλπιγξ οὐράνια καὶ οἱ νεκροὶ θὰ ἀναστηθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ στὶς δεήσεις δὲν λέγομεν «ὑπὲρ τῶν νεκρῶν», ἀλλὰ «ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων» ἡμῶν. Καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, τότε ποὺ πίστευαν οἱ ἄνθρωποι, ἐξεφράζοντο μὲ πίστι. Τί νὰ τὰ κάνω σήμερα τὰ γράμματα, τί νὰ τὰ κάνω τὰ πανεπιστήμια καὶ τὰ διπλώματα, ὅταν δὲν ὑπάρχῃ πίστις; Δός μου ἕνα γραμμάριο πίστι, νὰ σοῦ δώσω τὰ διπλώματα τοῦ κόσμου. Ἡ πίστις εἶνε παραπάνω ἀπ᾿ ὅλα. Λοιπὸν τὰ παλαιὰ χρόνια, ποὺ ὑπῆρχε πίστις, τὰ μέρη ποὺ θάβονται οἱ νεκροὶ δὲν λεγότανε νεκροταφεῖα, ὄχι, ἀλλὰ κοιμητήρια. Κ᾿ ἐπάνω στοὺς σταυροὺς δὲν γράφανε «ἀπέθανε» ἀλλὰ «ἐκοιμήθη».

Αὐτὸ τὸ δίδαγμα μᾶς δίνει σήμερα ἡ ἑορτή. Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα· νὰ προετοιμάσωμε τὸν ἑαυτό μας.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

(παλαιὰ ὁμιλία, πρὸ τοῦ 1967, ἐκφωνηθεῖσα ἐν Ἀθήναις εἰς ἀγρυπνίαν τὴν παραμονὴν τῆς ἑορτῆς ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ)