.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Μετά τή Θεία Λειτουργία… Εὐχαριστία




ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΤΗ ΖΗΣΟΥΜΕ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:

ΠΩΣ ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΓΝΗΣΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ

ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ:

ΙΙΙ. ΜΕΤΑ ΤΉ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

Ἡ εὐχαριστία γιά τή Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε, διαφυλάττει τή Θεία Χάρη, πού δεχθήκαμε κατά τή διάρκειά Της.
«Ἐκεῖνο πού φέρνει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο», λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «εἶναι ἡ καρδιά πού κινεῖται πάντοτε σέ ἀκατάπαυστη εὐχαριστία»1.
Καί πάλι:«... ἐκεῖνος πού πῆρε ἀπό τόν Θεό δῶρο καί παραμένει ἀχάριστος, ἑτοιμάζει τήν στέρηση τοῦ δώρου. (Αὐτό συμβαίνει) Διότι ἔκανε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἡ εὐχαριστία (εἶναι αὐτή πού) παρακαλεῖ τό Θεό γιά ἐμᾶς»2. Ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά φυλάξουμε τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι τό νά τίς θυμόμαστε καί νά εὐχαριστοῦμε συνεχῶς τόν Κύριο γι' αὐτές. «Καλά συνέβησαν; Εὐλόγησε τόν Θεό καί μένει τά καλά. Κακά συνέβησαν; Εὐλόγησε τόν Θεό καί λύονται τά κακά. Διότι καί ὁ Ἰώβ ὅταν ἦταν πλούσιος εὐχαριστοῦσε καί ὅταν ἔγινε φτωχός δοξολογοῦσε. Οὔτε τότε ἅρπαξε, οὔτε τότε ἐβλασφήμησε»3.
Ἡ εὐχαριστία μετά τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία μᾶς ταπεινώνει, μᾶς χαρίζει συντριβή καρδίας, ντροπή γιάτήν ἁμαρτωλή ἐμπαθῆ κατάστασή μας· μᾶς παρακινεῖ σέ ἐντονώτερο ἀγῶνα γιά τήν σωτηρία.
Ὁ εὐγνώμων πιστός ἀναφωνεῖ: 
«Ὤ! ὕψιστε βασιλεῦ τοῦ οὐρανοῦ, Θεέ μου, πῶς ἦλθες μέσα μου; τί σέ ἔφερε στήν καρδιά μου; Σέ μένα πού εἶμαι ἄθλιος, πτωχός, τυφλός καί γυμνός; 
Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ : «Ἡ ἀγάπη».
Τότε ὁ πιστός συνεχίζει : Ὤ! ἀγάπη ἄκτιστος, Ὤ! ἀγάπη γλυκειά! Τί θέλεις σύ ἀπό ἐμένα;» -«Δέν θέλω ἄλλο παρά ἀγάπη! Δέν θέλω νά ἀνάψει ἄλλο πῦρ στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς σου παρά τό πῦρ τῆς ἀγάπης μου. Διά νά κατακαύσει αὐτό τό πῦρ κάθε ἄλλη ἀγάπη καί κάθε ἴδιόν σου θέλημα καί νά μοῦ τό δώσει εἰς ὀσμήν εὐωδίας. Τοῦτο ἐζήτησα καί ζητῶ πάντοτε ἀπό λόγου σου, διότι ἐπιθυμῶ νά εἶμαι ὅλος ἰδικός σου καί σύ ὅλος ἰδικός μου. Πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν θέλει γίνει ποτέ ἐάν δέν ὑποτάξεις τόν ἑαυτό σου, ἀλλά μένεις προσκολλημένος εἰς τήν ἀγάπην τοῦ ἑαυτοῦ σου, εἰς τήν ἰδίαν σου γνώμην καί εἰς κάθε ὄρεξιν καί φιλοτιμίαν σου. Σοῦ ζητῶ τό μίσος τοῦ ἑαυτοῦ σου διά νά σοῦ δώσω τήν ἀγάπην μου. Ζητῶ τήν καρδιάν σου διά νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἰδικήν μου, ἥτις διά τοῦτο μοῦ ἠνοίχθη μέ τήν λόγχην ἐπάνω εἰς τόν σταυρόν. Ζητῶ ὅλον σέ διά νά εἶμαι καί ἐγώ ὅλος ἰδικός σου. Σύ βλέπεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀσυγκρίτου τιμῆς καί ὅμως γίνομαι τόσης τιμῆς ὅσης εἶσαι ἐσύ. Ἀγόρασέ με λοιπόν. Ὤ! ψυχή μου ἀγαπημένη μέ τό νά δοθεῖς εἰς ἐμέ. Ἐγώ θέλω γλυκύτατόν μου τέκνον νά μήν θέλεις τίποτε, νά μήν ἀκούεις τίποτε, νά μήν βλέπεις τίποτε ἐκτός ἀπό ἐμέ καί ἀπό τό θέλημά μου. Διά νά θέλω καί ἐγώ κάθε πρᾶγμα εἰς σέ, νά ἀκούω εἰς σέ καί νά βλέπω εἰς σέ, εἰς τρόπον ὥστε τό ἰδικόν σου μηδέν περιερχόμενον εἰς τήν ἄβυσσον τῆς ἀπειρίας μου νά μεταβάλλεται εἰς ἐκείνην. Καί ἔτσι σύ θέλεις εἶσθαι εἰς ἐμέ ὅλος πληρέστατος εὐτυχέστατος καί μακάριος. Καί ἐγώ εἰς σέ ὅλος θεραπευμένος καί εὐχαριστημένος»4.
Αὐτήν τήν προσευχή καλό εἶναι νά τήν λέμε μετά ἀπό κάθε Θεία Κοινωνία, σάν εὐχαριστία στόν Κύριο.
« Ὅταν ἀναλογιστεῖ ἡ ψυχή», παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής, «τίς εὐεργεσίες τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀπό τήν ὥρα τῆς γεννήσεώς της, ἤ ἀπό πόσους κινδύνους πολλές φορές τήν ἐγλύτωσε ἤ σέ πόσα κακά ὑπέπεσε καί σέ βαρύτερα ἁμαρτήματα (πλημμελήμα­τα) πολλές φορές μέ τή θέλησή της ξεγλύστρησε, καί παρά ταῦτα δέν παραδόθηκε, ὅπως θά ἦταν δίκαιο, στά πονηρά πνεύματα πού τήν ἐξαπάτησαν, σέ ἀπώλεια καί θάνατο, ἀλλά τήν διαφύλαξε μέ μακροθυμία ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, παραβλέποντας τά βαρειά ἁμαρτήματα καί περιμένοντας τήν ἐπιστροφή της· κι ἐνῶ ἔγινε θεληματικά δοῦλος μέ τά πάθη στούς ἐχθρούς καί τά πονηρά πνεύματα, Αὐτός τήν διέτρεφε προστατεύοντάς την καί φροντίζοντάς την μέ ποικίλους τρόπους· καί τέλος μέ ἕνα ἀγαθό νεῦμα τήν ὁδήγησε στό δρόμο τῆς σωτηρίας... Ποιός τώρα πού ἔχει εὐσυνείδητη γνώμη καί σκέφτεται αὐτά, δέ θά βρίσκεται πάντοτε σέ συντριβή καρδιᾶς; Ἔχοντας τόσες πολλές εὐεργεσίες πού πῆρε ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἐνέχυρα, χωρίς αὐτός νά ἔχει κάνει προηγουμένως κανένα καλό, δέ θά ἔχει πάντοτε βέβαιη ἐλπίδα;Ἀφοῦ σκεφτεῖ αὐτό, ὅτι ἄν καί ἐγώ δέν ἔκανα κανένα καλό, ἀντίθετα, ἁμάρτησα πολλά ἐνώπιόν Του, καί στριφογύρισα σέ ἀκαθαρσίες καί ἄλλες πολλές κακίες, Αὐτός δέν ἔκανε σέ μένα ἀνάλογα μέ τίς ἁμαρτίες μου, οὔτε μοῦ ἀνταπόδωσε σύμφωνα μέ τίς παρανομίες μου (Ψαλμ., 102, 10). Ἀντίθετα τόσες πολλές δωρεές καί χάρες (εὐεργεσίες θεϊκές) οἰκονόμησε γιά μένα. Ἄν ὁλοκληρωτικά ἀπό ἐδῶ καί πέρα δώσω τόν ἑαυτό μου νά δουλεύει σ' Αὐτόν (νά ἐργάζεται χωρίς ἀντίρρηση στό θέλημά Του, ὅπως ὁ δοῦλος δέν φέρνει ἀντίρρηση στόν κύριό του), νά δουλεύει μέ κάθε ἁγνή συμπεριφορά καί κατορθώνοντας τίς ἀρετές, πόσα ἀγαθά πνευματικά χαρίσματα θά μέ καταξιώσει, δυναμώνοντάς με καί κατευθύνοντάς καί κατευοδώνοντας σέ κάθε ἔργο ἀγαθό;
Γι' αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει πάντοτε τέτοιες σκέψεις καί δέν ξεχνάει τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, βλέπει (ὅτι τά πράγματα εἶναι) δύσκολα (μέ) τόν ἑαυτό του (ντρέπεται νά βλέπει τήν κακή του κατάσταση) καί τόν βάζει στόν ἴσιο δρόμο καί τόν ὁδηγεῖ ἐπειγόντως πρός κάθε καλή ἄσκηση ἀρετῆςκαί πρός κάθε ἐργασία, πού ἀφορᾶ στήν ἐνάρετη ζωή, καί εἶναι πάντοτε ἕτοιμος στό νά ἐκτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ»5. Τότε, μετά τήν Θεία Κοινωνία, τήν Θεία Λειτουργία, ἡ ψυχή ἐνθυμούμενη ὅλα αὐτά συντρίβεται, κατανύτεται καί ἀγαπάει περισσότερο τόν Δεσπότη (τέτοιον φιλανθρωπότατο Δεσπότη).
«Ἡ εὐχαριστία τοῦ λαμβάνοντος», σημειώνει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ἐρεθίζει τόν διδόντα τοῦ δοῦναι δωρήματα μεγαλύτερα τῶν προηγουμένων»6· καί ἄν αὐτό συμβαίνει μέ τούς ἀνθρώπους πολύ περισσότερο συμβαίνει μέ τόν Θεό πού εἶναι ἀγάπη. «Ἐκκαλεῖται (προκαλεῖ καί προσκαλεῖ) τήν φιλοτιμία τοῦ Δεσπότη ἡ εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα ἔχουν δοθεῖ»7.
«Τέτοιος εἶναι ὁ δικός μας Δεσπότης», λέγει θριαμβευτικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Καί συνεχίζει: «Ὅταν ἰδῆ ὅτι εἴμαστε εὐγνώμονες γιά ὅσα ἔχουν ἤδη συμβεῖ, δίνει ἐπί πλέον δωρεές καί ποτέ δέ σταματᾶ τήν εὐεργεσία, ἀμείβοντας τήν εὐγνωμοσύνη αὐτῶν πού ὑπακούουν»8.
Πρέπει νά εὐχαριστοῦμε ἀληθινά γιά τήν Θεία Κοινωνία. Ἡ ἀληθινή εὐχαριστία, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «διά μέσου τῶν ἔργων ἐκπληρώνεται ἀπό ἐμᾶς»9.
Τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, εὐχαρι­στοῦμε πραγματικά τόν Θεό γιά τή Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε. «Ἄς εὐχαριστοῦμε διότι εἴμαστε ἀπό τούς σωζομένους, συμβουλεύει ὁ Χρυσορρήμων, «καί ἐνῶ δέν μπορέσαμε νά σωθοῦμε ἀπό τά ἔργα μας, σωθήκαμε δωρεάν ἀπό τό Θεό. Τήν εὐχαριστία δέ νά μήν τήν κάνουμε μόνο μέ λόγια ἀλλά καί μέ ἔργα καί μέ πράξεις.Διότι αὐτή ἡ εὐχαριστία εἶναι ἀκριβής, ὅταν κάνουμε αὐτά διά μέσου τῶν ὁποίων πρόκειται νά δοξάζεται ὁ Θεός. Διότι καί ἄν ( παρ΄ ὅλο πού) ὑβρίσαμε τόν βασιλέα ἀντί νά δικαστοῦμε τιμηθήκαμε, ἔπειτα (ἐν τούτοις) πάλι ὑβρίσαμε, καί πιαστήκαμε ἔτσι σέ ἔσχατη μορφή ἀχαριστίας, θά ἔπρεπε δίκαια νά τιμωρούμαστε μέ τήν βαρύτερη καταδίκη καί πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν προηγούμενη. Διότι δέν μᾶς ἀπέδειξε τόσο ἀχάριστους ἡ προηγούμενη ὕβρις, ὅπως αὐτή πού ἔγινε μετά τήν τιμή καί πολλή περιποίηση. Ἄς ἀποφύγουμε λοιπόν ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἀπαλλαχτήκαμε, καί ἄς εὐχαριστοῦμε ὄχι μόνο μέ τό στόμα... Διότι πῶς δέν εἶναι ἄτοπο, ὅταν οἱ μέν οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ἐσύ δέ, διά τόν ὁποῖον ἔγιναν οἱ οὐρανοί, πού δοξάζουν κάνεις τέτοια πράγματα ὥστε νά βλασφημεῖται ἐξαιτίας σου ὁ Θεός πού σέ ἔπλασε»10.

Προδημοσίευση στό διαδίκτυο Γ΄ἔκδοσης (ἐπηυξημένης) τοῦ βιβλίου: (Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου)-Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία καί πῶς θά τη ζήσουμε

Σχῆμα μικρό, Σελίδες: 162, Τιμή: 5€, Παραγγελίες στό τηλέφωνο  6944577885  ἤ στό
 e- mail: hristospanagia@yahoo.gr


1 Καλλίστου καί Ἰγνατίου Ξανθοπούλων, Φιλοκαλία, τόμ.Δ, σελ. 216-217, η.
2 Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Φιλοκαλία, τόμ. Γ, σελ. 94,10-29.
3 Ἁγ.Ἰωάν. Χρυσσστόμου, Ὅτε ἦλθεν ἀπό τῆς ἐξορίας, ΕΠΕ 33,412.
4 Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου: Ἀόρατος Πόλεμος, ἐκδόσεις Φῶς, Ἀθήνα 1957, σελ. 203-204.
5 Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1957, σελ. 128 -129.
6 Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά, σελ. 126.
7 Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, ΕΠΕ 36,88.
8 Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Εἰς τήν Γένεσιν, ΜΑ, ΕΠΕ 3, 678-680.
9 Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Εἰς τήν Γένεσιν, ΚΣΤ', ΕΠΕ 3, 128-130.
10 Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Ad In epistulam ad Romanos Μ 60, 579.40

Προσευχή του Αγίου Νεκταρίου προς την Παναγία




Δέσποινα παντευλόγητε, Υπέραγνε Παρθένε,
Παράδεισε πανθαύμαστε, κήπε καλλωπισμένε,
Σε δυσωπώ, Πανάχραντε, χαρίτωσον τον νουν μου,
κατεύθυνον τας σκέψεις μου, φώτισον την ψυχήν μου.

Κόρη με ποίησον αγνόν, πράον, σεμνόν, ανδρείον,
ησύχιον και κόσμιον, ευθύν, όσιον, θείον,
επιεική, μακρόθυμον, των αρετών δοχείον,
άμεμπτον, ανεπίληπτον, των αγαθών ταμείον.

Δος μοι σοφίαν, σύνεσιν και μετριοφροσύνην,
φρόνησιν και απλότητα και ταπεινοφροσύνην.
Δος μοι νηφαλιότητα, όμμα πεφωτισμένον,
διάνοιαν ολόφωτον, πνεύμα εξηγνισμένον.

Απέλασον την οίησιν, την υπερηφανίαν,
τον τύφον, την φυσίωσιν, και την αλαζονείαν,
την ύβριν, το αγέρωχον, την υψηλοφροσύνην,
γλώσσα μεγαλορρήμονα, ισχυρογνωμοσύνην.

Την αστασία την φρικτήν, την περιττολογίαν,
την πονηρία την πολλήν, και την αισχρολογίαν.
Χάρισαί μοι, Πανάχραντε, την ηθικήν ανδρείαν,
το θάρρος, την ευστάθειαν, δος μοι την καρτερίαν.

Δος μοι την αυταπάρνησιν, την αφιλαργυρίαν,
ζήλον μετ’επιγνώσεως και αμνησικακίαν.
Δος μοι ακεραιότητα, ευγένειαν καρδίας,
πνεύμα ευθές, ειρηνικόν, και πνεύμα αληθείας.

Φυγάδευσον, Πανάχραντε, τα πάθη της καρδίας,
τα πολυώνυμα, Αγνή, της ηθικής δειλίας.
Την αναδρίαν την αισχράν, το θράσος, την δειλίαν,
την ατολμίαν την δεινήν και την απελπισίαν.

Άρον μοι, Κόρη, τον θυμόν και πάσαν ραθυμίαν,
την αθυμία, την οργήν, ως και την οκνηρίαν.

Τον φθόνον, την εμπάθειαν, το μίσος, την κακίαν,
την μήνιν, την εκδίκησιν και την μνησικακίαν.

Την έριδα την ευτελή και την πολυλογίαν,
την γλωσσαλγίαν την δεινήν και την βωμολοχίαν.

Δος μοι, Παρθένε, αίσθησιν, δος μοι ευαισθησίαν.

Δος μοι συναίσθησιν πολλήν και ευσυνειδησίαν.

Δος μοι, Παρθένε, την χαράν Πνεύματος του Αγίου.

Δος μοι ειρήνην τη ψυχή, ειρήνην του Κυρίου.

Δος μοι αγάπην, έρωτα θείον, εξηγηγνισμένον,
πολύν, θερμόν και καθαρόν και εξηγιασμένον.

Δος πίστιν ζώσαν, ενεργόν, θερμήν, αγνήν, αγίαν,
ελπίδα αδιάσειστον, βεβαίαν και οσίαν.

Άρον απ’εμού, Παρθένε, τον κλοιόν της αμαρτίας,
την αμέλειαν, την μέθην, την ανελεημοσύνην,
τα κακάς επιθυμίας, την δεινήν ακολασίαν,
γέλωτας της ασελγείας και την πάσαν κακουργίαν.

Σωφροσύνην δος μοι, Κόρη, δος εγκράτειαν, νηστείαν,
προσοχήν και αγρυπνίαν και υπακοήν τελείαν.

Δος μοι προσοχήν εν πάσι και διάκρισιν οξείαν,
σιωπήν και ευκοσμίαν, και υπομονήν οσίαν.

Επιμέλειαν παράσχου, Δέσποινα, προς εργασίαν,
προς τελείωσιν και ζήλον αρετών προς γυμνασίαν.

Την ψυχήν μου, την καρδίαν και τον νουν μου, Παναγία,
τήρει εν αγιωσύνη, φύλαττε εν παρθενία. 


Agioritikovima

Στόν πατέρα πού ἔψαχνε παντοῦ τό φάρμακο γιά τόν γιό του



Παντού έψαχνες φάρμακο και τίποτα. Οπουδήποτε άκουγες για κάποια μάντισσα , πήγαινες. Πήγες στη Βοσνία, στους χότζες για τα γραπτά. Και όταν όλα αυτά δεν βοήθησαν , κάλεσες τελικά και τον ιερέα. Αλλά ούτε η προσευχή του ιερέα βοήθησε. Ο γιος ασθενούσε και πέθανε. Τώρα η ζωή σου κατάντησε χωρίς στόχο και δίχως νόημα. Σκέπτεσαι την αυτοκτονία. Προμηθεύτηκες δηλητήριο, το έβαλες κάτω από το μαξιλάρι σου, και ολόκληρες νύχτες αποφασίζεις , εάν θα το πιείς ή όχι. Ρωτάς, γιατί σε βασανίζει ο Θεός;
Και εγώ θα ρωτήσω κάτι εσένα. Γιατί εσύ βασανίζεις τον Θεό; Γιατί βασανίζεις τον βασανισμένο για σένα στον σταυρό, τον Ιησού Χριστό; Αυτός υπέφερε βαρείς πόνους για να σώσει τους ανθρώπους από τους ψεύτικους θεούς , από τους ψευδείς σωτήρες και απ’ όλες τις σκοτεινές δυνάμεις που ενεργούν μέσω αυτών. Και όμως εσύ παράκαμψες Αυτόν, τον μόνο Αληθινό , και πήγες πρώτα να ζητήσεις βοήθεια από τους εχθρούς Του, μάντισσες και μάγισσες. Ο απόστολος του Χριστού συμβουλεύει ως εξής: «ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦΚυρίου· καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος» ( Ιακ. 5,14 -15 ) . Εσύ, όντως, κάλεσες ιερέα, τον πρεσβύτερο της εκκλησίας , για να διαβάσει την προσευχή στον άρρωστο, αλλά πότε; Όταν απευθύνθηκες πρώτα σ’ όλες τις μάγισσες και τους καταραμένους! Θυμώνοντας πρώτα Εκείνον, ο οποίος είναι ο μόνος που δίνει ζωή και υγεία, τότε άρχισες να τον παρακαλάς. Και ποιός ξέρει με τι καρδιά και τι πίστη! Οπωσδήποτε με μοιρασμένη την καρδιά και με λίγη πίστη. Ο Θεός μας είναι αρωγός σ’ εκείνους , οι οποίοι με ολόκληρη την καρδιά και πλήρη πίστη ανήκουν αποκλειστικά σ’ Αυτόν.
Εάν κάποιος προσεύχεται στον Θεό και στο δαιμόνιο, παραμένει αβοήθητος ,αφού ο Θεός δεν θέλει και ο δαίμονας δεν μπορεί, να τον βοηθήσει. Ο άγιος προφήτης Ηλίας έλεγε στον αλό με τη μοιρασμένη καρδιά: «ἕως πότε ὑμεῖς χωλανεῖτε ἐπ᾿ ἀμφοτέραις ταῖς ἰγνύαις; εἰ ἔστι Κύριος ὁΘεός, πορεύεσθε ὀπίσω αὐτοῦ∙εἰ δὲ ὁ Βάαλ, ( δηλαδή το σατανικό είδωλο) πορεύεσθε ὀπίσω αὐτοῦ.» ( Γ ΄Βασ. 18, 21 ) . Και όταν αρρώστησε ο βασιλιάς Οζοχίας , δεν ζήτησε βοήθεια από τον ζώντα Θεό αλλά έστειλε τους υπηρέτες στο Ακκαρόν στον Βάαλ για να ρωτήσουν , εάν θα γιάνει. Ο άγιος Ηλίας ακούγοντας αυτό πήγε στον βασιλιά και είπε: «τάδε λέγει Κύριος· τίὅτι ἀπέστειλαςἀγγέλους ἐκζητῆσαι ἐν τῷΒάαλ μυῖαν θεὸν ᾿Ακκαρών; οὐχ οὕτως· ἡκλίνη, ἐφ᾿ἧς ἀνέβης ἐκεῖ, οὐκαταβήσῃἀπ᾿αὐτῆς, ὅτι θανάτῳἀποθανῇ» ( Δ΄ Βασ. 1, 16 ) .
Έτσι και εσύ βασάνισες τον Θεό και Τον «θύμωσες». Ο Θεός να σε συγχωρήσει. Όμως ευχαρίστησέ Τον που και τον γιο σου πήρε και εσένα έσωσε από την αυτοκτονία και την ψυχοκτονία. Και επειδή σου άφησε χρόνο για μετάνοια. Να παραδοθείς από τώρα ολόκληρος σ’ Αυτόν μόνο, με όλη σου την καρδιά. Και η αγάπη Του θα ισχυροποιήσει τη ζωή σου, θα φωτίσει τους δρόμους σου, και στον γιο σου θα χαρίσει το Βασίλειο των Ουρανών.
Ειρήνη σε σένα από τον αναστηθέντα Χριστό.


Πηγή: «ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Α΄»
Εκδόσεις «εν πλώ»Σελ. 302-304

http://eisdoxantheou-gk.blogspot.gr

Αγχος! Να θυμάσαι να αφήνεις το ποτήρι κάτω



Μία ψυχολόγος περπατούσε ανάμεσα στο κοινό της όση ώρα τους μιλούσε για την διαχείριση του άγχους. Την στιγμή που ύψωσε ένα ποτήρι με νερό, όλοι σκέφτηκαν ότι θα έκανε την κλασική ερώτηση "είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο;".
Αντί για αυτό όμως, εκείνη, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της, έκανε την ερώτηση: "Πόσο βαρύ είναι ένα ποτήρι με νερό;"
Διάφορες απαντήσεις ακούστηκαν με διακύμανση από 100 ως 300 γραμμάρια .
Εκείνη απάντησε: "Το απόλυτο βάρος του δεν έχει σημασία. Εξαρτάται από το πόση ώρα το κρατάμε. Αν το κρατήσω για ένα λεπτό, δεν είναι πρόβλημα. Αν το κρατήσω για μία ώρα, θα μου πονέσει ο ώμος. Αν το κρατήσω για μία ημέρα, θα μουδιάσει ο ώμος μου και θα παραλύσω.
Σε κάθε περίπτωση, το βάρος του ποτηριού δεν αλλάζει, αλλά όσο περισσότερο το κρατήσω τόσο πιο βαρύ θα γίνεται."
Και συνέχισε: "Τα άγχη και οι ανησυχίες στη ζωή είναι ακριβώς όπως αυτό το ποτήρι νερό. Αν τα σκέφτεστε λίγο δεν θα συμβεί τίποτε. Αν τα σκέφτεστε κάπως παραπάνω, θα αρχίζουν να σας ενοχλούν. Και αν τα σκέφτεστε συνεχώς, θα αισθανθείτε παράλυτοι - ανίκανοι να κάνετε οτιδήποτε".

Να θυμάσαι να αφήνεις το ποτήρι κάτω.

ΥΓ
Εμείς θα λέγαμε να αφήσεις το ποτήρι κάτω και να πιάσεις το κομποσκοίνι, να αφήσεις τη ζωή σου στα χέρια του Θεού!

Η καλύτερη συσκευή...


Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημασία



Αν η γλώσσα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε.Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με μεγαλύτερη υπομονή και εντατικότερη προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω-κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ’ Αυτόν, το να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό καλό είναι; Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ’ έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλήθεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε;

Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι’ άλλη μια φορά: Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα. Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου. Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για τη σωτηρία σου.

Aν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισσότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισσότερο από τους γονείς μας μας αγαπά και καλύτερα απ’ όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας. Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι. Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημασία; Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία. Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει.

Είπα όμως προηγουμένως, ότι κι όταν ακόμα δεν σε ακούει, η ωφέλειά σου από την προσευχή είναι μεγάλη. Γιατί είναι αδύνατο ν’ αμαρτήσει ένας άνθρωπος που προσεύχεται πρόθυμα και αδιάλειπτα, ένας άνθρωπος που συντρίβει την καρδιά του, ανεβάζει το νου του στον ουρανό και ομολογεί ταπεινά στον Κύριο τα αμαρτήματά του. Γιατί, ύστερ’ από μία τέτοια προσευχή, πετάει μακριά κάθε φροντίδα για τα γήινα, αποκτάει φτερά, γίνεται ανώτερος από τ’ ανθρώπινα πάθη. Τα δροσερά νερά δεν δίνουν στα φυτά τόση θολερότητα, όση δίνουν τα δάκρυα στο δέντρο της προσευχής, κάνοντάς το ν’ ανεβαίνει ψηλά, ως το θρόνο του Θεού. Έτσι, μάλιστα, Εκείνος εισακούει την προσευχή μας. Και πώς να μην εισακούσει την προσευχή μιας ψυχής, που στέκεται μπροστά Του με αυτοσυγκέντρωση, με κατάνυξη, με ταπείνωση; Μιας ψυχής που έχει μεταφερθεί νοερά από τη γη στον ουρανό; Μιας ψυχής που έχει διώξει κάθε ανθρώπινο λογισμό, κάθε βιοτική μέριμνα, κάθε εμπαθή προσκόλληση, κι έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μυστική και πανευφρόσυνη κοινωνία με τον Κύριό της;

Ναι, έτσι πρέπει να προσεύχεται ο χριστιανός. Αφού συγκεντρώσει και εντείνει όλη του τη σκέψη, τότε να ικετεύει το Θεό έμπονα. Δεν χρειάζεται να λέει ατέλειωτα λόγια, φτάνουν τα λίγα και απλά.

Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου

Άγιοι αμαρτωλοί



Εάν δεν ζεις μέσα στο φως της αγάπης, αν πέσεις στην παγίδα να θεωρείς σημαντικά τα ασήμαντα, τότε γεύεσαι από τώρα τον χρόνο, σαν τον δυνάστη που σε οδηγεί σε ένα άχαρο τέλος.
Η χριστιανική ζωή, είναι μία ζωή χαράς και ελπίδος. Είναι μία ζωή θεμελιωμένη στην αγάπη. Διότι χωρίς αγάπη, δεν νοείται χριστιανική ζωή. Μόνο η αγάπη κατατρώει την φθορά του χρόνου και μας εισάγει στον κήπο της αφθαρσίας.
Αυτοί που χάθηκαν μέσα στην ησυχία της θυσίας, αυτοί που ναυάγησαν εκούσια σε λιμάνια επίγειας επιτυχίας, αυτοί που ένιωσαν το άγγιγμα της ελπίδος, έζησαν. Έζησαν και ζουν ακόμα, κι ας πέθαναν. Έζησαν μέσα σε νύχτες μετανοίας, μέσα από τροφές άυλες και απόκοσμες, μέσα σε δωμάτια πόνου και προσευχής, μέσα στα μάτια των συνανθρώπων τους.
Ο κόσμος δύσκολα αντιλαμβάνεται την Αλήθεια. Διότι η Αλήθεια σου αποκαλύπτεται την στιγμή που κενώνεσαι από τον εγωισμό σου. Και αν συμβεί αυτό, και πάλι μπορεί να την χάσεις καθώς σκοντάφτεις απρόσεκτα στην χλιαρότητα της καθημερινότητάς σου.
Η κοινωνία της μόδας και της τεχνολογίας έχει αποτύχει να μεταδώσει στον άνθρωπο την ευτυχία και την ειρήνη. Έχει αποτύχει να δει την Αλήθεια κατάματα και να την αναγνωρίσει, διότι είναι ανάπηρη πνευματικά, είναι τυφλή, κουφή, ανόητη, ανυποψίαστη για την απλότητα της ζωής.
Ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Και όμως, για τον χριστιανό η μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής. Ο κόσμος αποφεύγει να ομιλεί για τον θάνατο, γιατί δεν βλέπει κάτι μετά απ’αυτόν ή εάν βλέπει, τρομάζει μ’ αυτό που αντικρίζει.
Ο θάνατος είναι ζωή για τον άνθρωπο που βαπτίζεται καθημερινώς στην ταπείνωση και στην προσευχή. Ο θάνατος παραμένει εχθρός, όμως όχι αιώνιος, όχι ανίκητος, όχι φοβερός και τρομακτικός.
Κάθομαι και παρατηρώ τους ανθρώπους. Οικογενειάρχες, επαγγελματίες, φοιτητές, μαθητές, συνταξιούχοι, επιτυχημένοι οικονομικά ή όχι, καταξιωμένοι κοινωνικά ή περιθωριακοί τύποι-αποτυχημένοι…σε όλους αυτόματα προσδίδω μία ιδιότητα, μία ιδιότητα σύμφωνα με την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση, σύμφωνα με τον τραπεζικό τους λογαριασμό, με το αυτοκίνητο που οδηγούν, με το κύρος που εκπέμπουν και όχι σύμφωνα με την πνευματική τους εγρήγορση, όχι σύμφωνα με τις πνευματικές τους αναζητήσεις.
Γιατί γίνεται αυτό; Διότι δυστυχώς και για εμένα αυτά είναι τα κριτήρια ζωής. Το πόσο σπουδαγμένος είσαι, τι δουλειά έχεις, πόσα χρήματα παίρνεις, ποια είναι η θέση σου στην κοινωνία. Με αυτά τα κριτήρια τιμούμε ή όχι του ανθρώπους.
Αυτά όμως δεν είναι τα κριτήρια του Θεού.
Και περνά η ζωή μας, και τα πτυχία και τα χρήματα και οι ανθρώπινοι έρωτες και ερχόμαστε αντιμέτωποι με την στιγμή του επιγείου τέλους μας. Στιγμή που μας αιφνιδιάζει, διότι ποτέ ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος γι’αυτήν, όσο κι αν έχει ετοιμαστεί, όσο κι αν την περιμένει. Στιγμή που όλα παίρνουν ένα νόημα βαθύ, μία στιγμή που συνειδητοποιείς την ουσία-τον σκοπό της ζωής…όμως δεν προλαβαίνεις να κάνεις τίποτα άλλο, μένεις εκεί που σε βρήκε εκείνη η τελευταία στιγμή.
Θέλεις να προλάβεις να ζήσεις λίγο ακόμη, να ζητήσεις συγχώρηση από τον άγνωστο που μόλις έβρισες, από τον ξενιτεμένο που προσπέρασες, από το παιδί σου που αδίκησες, από τον συνεργάτη σου που έκλεψες, από την σύζυγο που απάτησες…όμως δεν μπορείς. Σου δόθηκε χρόνος, αλλά εσύ τότε δεν ήθελες να αλλάξεις. Σου δόθηκε χρόνος αλλά εσύ επέμενες στα ίδια και στα ίδια. Τώρα όμως… θέλεις να προφτάσεις την τελευταία σου ανάσα με ένα δάκρυ μετανοίας…με την ελπίδα της συγχωρήσεως, με την ελπίδα ότι ο Φιλάνθρωπος θα σε δεχθεί έστω και την «ενδεκάτη».
Πριν έρθει λοιπόν αυτή η στιγμή, καλό θα ήταν όλοι μας να ζήσουμε την Αλήθεια για να ελπίζουμε με τόλμη. Τώρα είναι η στιγμή που όλα μπορούν να πάρουν το πραγματικό νόημα στη ζωή μας. Τώρα είναι η στιγμή που θα θανατώσουμε το τέλος και θα καλωσορίσουμε την αρχή. Διότι τώρα ζούμε στην περίοδο της Χάριτος. Διότι τώρα ζούμε την στιγμή μιας ανεπάντεχης ευκαιρίας λύτρωσης. Διότι τώρα είναι η στιγμή που μας δόθηκε προσωπικά στον καθένα να κάνει την προσμονή, βεβαιότητα. Το παρόν, αιωνιότητα. Το πάθος του, αρετή. Την πνιγερή ατμόσφαιρα της φθοράς, σε αείζωο οξυγόνο Χάριτος.
Όχι, δεν είναι θεωρίες, δεν είναι λόγια του αέρα. Κάποιοι τα έζησαν, κάποιοι τα ζουν, κάποιοι υπάρχουν για να μας μεταδίδουν την ηρεμία του Ουρανού και να μας αποδεικνύουν ότι όλα αυτά μπορούν να επιτευχθούν.
Ο κόσμος τρέχει να προλάβει το αύριο, τρέχει να προλάβει τις κακές επιλογές που έχει προγραμματίσει να πράξει. Ποιο το νόημα όλων αυτών; Ποιο το νόημα ενός σπίρτου μέσα στο ψύχος μιας ερήμου; Καθώς πνίγεσαι και φωνάζεις βοήθεια, ο κόσμος σου πετά μία ράβδο «χρυσών» υποσχέσεων, και εσύ αναπαύεσαι και χαίρεσαι χωρίς να συνειδητοποιείς ότι η ράβδος αυτή, αντί να σε σώσει, θα σε βυθίσει πιο γρήγορα στην άβυσσο της λήθης.
Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, αλλά κάποιοι απ’ αυτούς είναι και άγιοι. Όλοι αμαρτάνουμε. Είναι δύσκολο να αποφύγεις την αμαρτία, όμως όχι ακατόρθωτο. Είναι όμως ανόητο, ενώ έχεις αμαρτήσεις, να μην μετανοήσεις. Ο αμετανόητος άνθρωπος αδικεί τον εαυτό του κρατώντας τον στην πτώση. Κρατώντας τον μακριά από την ελπίδα που φέρνει η Ανάσταση.
Όλοι είμαστε αμαρτωλοί, όμως κάποιοι είναι και άγιοι. Άγιοι αμαρτωλοί, άνθρωποι που πέσανε και σηκώθηκαν, που αστόχησαν αλλά δεν απελπίστηκαν, που χάθηκαν αλλά βρέθηκαν, που λερώθηκαν αλλά και καθαρίστηκαν.
Είμαι πολύ λίγος για να μιλήσω γι’ αυτούς. Γι’ αυτό, σταματώ εδώ. Σταματώ να πληκτρολογώ με ένα αίσθημα χαρμολύπης, μιας και τα δάκτυλά μου κτυπούν λέξεις γεμάτες βιώματα τα οποία δεν έχω ζήσει.
Σταματώ εδώ, ελπίζοντας να αρχίσω να ζήσω και εγώ εν Χριστώ, ελπίζοντας να με αγγίξει λίγη απ’την Αγάπη Του, λίγη απ’ την παρουσία Του.
Εγώ σταματώ εδώ… Σ’ Αυτόν. Με την ελπίδα να ελευθερωθώ, απ’ τον δυνάστη εαυτό.
Εγώ σταματώ εδώ… σ’ αυτήν την στιγμή που το φως μου αγωνιά απ’ την θαμπάδα της νοσταλγίας, σ’ αυτήν την στιγμή που ο ήλιος και η βροχή γίνονται μία αιώνια ανεμελιά…

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Σταθεροί και αποφασιστικοί



ΠΟΛΛΟΙ χριστιανοί διαπιστώνουν ὅτι παρά τίς καλές τους προθέσεις καί τόν ἀγώνα τους δέν ἔχουν πνευματική πρόοδο στή ζωή τους. Μένουν πάντα ἴδιοι καί ἀμετάβλητοι. Δέν ἐγκαταλείπουν τίς «ἀθῶες» συνήθειες καί δέν ἀποκτοῦν ἀρετές. Κατά τά ἄλλα εἶναι οἱ τακτικοί καί σταθεροί ἄνθρωποι, πού δέν παραλείπουν τόν ἐκκλησιασμό τους, πού ἀρέσκονται νά ἀκοῦν κηρύγματα καί ὁμιλίες καί θέλουν νά ἐπικοινωνοῦν μέ ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν χριστιανικά ἐνδιαφέροντα καί εἶναι «δικοί τους». Ἐνδεχομένως νά ἔχουν καί τόν ἴδιο πνευματικό. Γιατί ὅμως δέν ἔχουν πρόοδο; Γιατί δέν ἀλλάζει τίποτε στή ζωή τους;
Δέν εἶναι εὔκολη ἡ ἀπάντηση, οὔτε καί μπορεῖ νά εἶναι γιά ὅλους ἡ ἴδια. Ὁ καθένας ἔχει τίς δικές του προτιμήσεις καί ἐπιλογές καί φυσικά τίς δικές τους μικρές ἤ μεγάλες ἁμαρτίες. Ἐξωτερικά φαίνονται ἴδιοι, ἀλλά ἐσωτερικά ὑπάρχουν διαφορές. Ὑπάρχει ὡστόσο ἡ κοινή ἀδυναμία τους: δέν εἶναι ἀποφασιστικοί σέ θέματα, πού ἔχουν σχέση μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα δέν ἀπαρνοῦνται τό κοσμικό φρόνημα, τή φιλοχρηματία, τήν καλοπέραση, τήν τάση πρός τήν ἀριστοκρατία καί ἄλλα «ἀθῶα».

Ὅταν ἡ σκέψη τους εἶναι κοσμική, ὅταν οἱ ἐπιθυμίες τους εἶναι ἐπίσης κοσμικές, δέν εἶναι δυνατό νά δεχτοῦμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι συνειδητοί χριστιανοί, μέ ἐγρήγορση, ἱερό ζῆλο καί ταπείνωση. Ἁπλά βρίσκουν στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας τό κατάλληλο περιβάλλον, ὅπου μποροῦν νά προστατευθοῦν ἀπό διάφορους κινδύνους, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους εἶναι φανταστικοί.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί χρειάζονται οὐσιαστικότερη πνευματική καθοδήγηση, γιά νά καταπολεμήσουν τή ραθυμία καί τό συμβιβασμό μέ τόν κόσμο καί νά ἀνοιχτοῦν σέ νέο τρόπο ζωῆς, φωτεινότερο, πνευματικότερο καί ριζοσπαστικότερο. Μόνο τότε θά γευθοῦν εὐώδεις καρπούς καί θά διαπιστώσουν ὅτι ἡ γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή γλυκόπικρη ἐμπειρία τῆς συμβιβασμένης τους ζωῆς.
Ὁ ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς ἔλεγε γιά τό θέμα τῆς μή προόδου πολλῶν χριστιανῶν, τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα: «Ἐάν τήν ἡμέρα ὑφαίνεις, ἐνῶ τή νύχτα ξηλώνεις, ποτέ δέν θά τελειώσεις τήν ὕφανση. Ἐάν τήν ἡμέρα χτίζεις, ἐνῶ τή νύχτα γκρεμίζεις, ποτέ δέν θά τελειώσεις τό χτίσιμο. Ἐάν, λοιπόν, προσεύχεσαι στόν Θεό, ἐνῶ πράττεις ἐκεῖνο πού εἶναι κακό ἀπέναντι στόν Θεό, πο- τέ δέν θά μπορέσει ἡ ψυχή σου νά τελειώσει οὔτε τήν ὕφανση οὔτε τό χτίσιμο».
Στή χριστιανική ζωή δέν πρέπει νά εἴμαστε χαλαροί καί νά ἐπιδιώκουμε καί τά πνευματικά καί τά σαρκικά. Τά δεύτερα πρέπει νά τά ἀπαρνηθοῦμε, κάνοντας σκληρό ἀγώνα. Δέν εἶναι κάτι τό εὔκολο. Οἱ πτώσεις θά εἶναι στήν ἀρχή πολλές. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ μετάνοια ἀνορθώνει καί ἰσχυροποιεῖ τόν ἄνθρω- πο. Δηλαδή δέν ὑπάρχει ἀνυπέρβλητη ἀδυναμία. Ἡ ἀποφασιστικότητα λείπει.

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

Ορθόδοξος Τύπος, 1/11/2013

ΠΡΟΣΕΥΧΗ




Ἰησοῦ Χριστέ, τὸ καλὸ ὄνομα, ὁ γλυκασμός μου, ἡ ἐπιθυμία μου καὶ ἡ ἐλπίδα μου, σὺ ποὺ ἔγινες ἄνθρωπος γιὰ μᾶς καὶ τακτοποίησες τὰ πάντα μὲ σοφία γιὰ τὴ σωτηρία μας! Σὲ δοξάζω, Κύριε Θεέ μου, μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου. Γονατίζω μπροστά Σου μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μου καὶ ἐξομολογοῦμαι τὶς ἁμαρτίες μου. Σκῦψε καὶ σὺ καὶ ἄκουσε τὴ δέησή μου καὶ συγχώρησε τὴν ἀσέβειά μου.
Ἁμάρτησα, ἀνόμησα, ἐπλημμέλησα, παρώξυνα καὶ παραπίκρανα Ἐσένα τὸν ἀγαθό μου Κύριο καὶ τροφέα καὶ προστάτη. Δὲν ὑπάρχει εἶδος κακίας ποὺ δὲν ἔκανα μὲ ἔργο καὶ μὲ λόγο, ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀγνοίᾳ καὶ μὲ ἐνθυμήσεις καὶ σκέψεις πονηρὲς πολὺ ἁμάρτησα. Καὶ ὅσες φορὲς ὑποσχέθηκα νὰ μετανοήσω ἄλλες τόσες ξανάκανα τὰ ἴδια. Εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ μετρηθοῦν οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς παρὰ οἱ ἁμαρτίες μου. Ἔφτασαν καὶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου ἀκόμα! Γιατὶ ἀπὸ τὰ νιάτα μου καὶ μέχρι σήμερα ἄνοιξα τὶς πόρτες τῆς ψυχῆς μου στὶς ἄτοπες ἐπιθυμίες, δούλεψα στὶς ἄτακτες καὶ ἀχαλίνωτες ὁρμές, λέρωσα τὸν λευκὸ χιτῶνα τοῦ βαπτίσματος, μόλυνα τὸν ναὸ τοῦ σώματός μου, καὶ βρώμισα τὴν ψυχή μου μὲ τὰ πάθη τῆς ἀτιμίας ποὺ διέπραξα.
Σὺ τὰ ξέρεις ὅλα – τί νὰ τὰ λέω;
Ἡ καρδιά μου συντρίβεται καὶ ἡ ψυχή μου βουλιάζει μέσα στὴν ἀπορία, γιατὶ ἂν καὶ τόσα ἁμαρτήματα ἔκανα, οὔτε ἕνα μικρὸ ἔργο μετάνοιας δὲν παρουσίασα… Γιὰ αὐτὸ εἶναι ταραγμένη ἡ ψυχή μου, γεμάτη ὀδύνη καὶ κατήφεια...
Παρὰ ταῦτα δὲν μπορῶ παρὰ νὰ ἐλπίζω στὴ σωτηρία μου… ἐλπίζοντας στὴν ἀγάπη σου.
Ἐλέησέ με, Θεέ μου, μὲ τὸ μέγα ἔλεός σου, γιατὶ σὲ Σένα πιστεύω… Συγχώρησέ με τὸν ἀχρεῖο καὶ ταπεινό. Ἄκουσε τὴν προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ δούλου σου … Σὰν ἄνθρωπος ἁμάρτησα. Ὡς Θεὸς συγχώρεσέ με… γιὰ τὴν πολλή σου ἀγαθότητα καὶ τὴν ἀνέκφραστη εὐσπλαχνία καὶ φιλανθρωπία, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς πανενδόξου, πανυμνήτου, ὑπερευλογημένης καὶ κεχαριτωμένης, ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας… Ἀμήν.

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Τον Χριστό πότε θα υποδεχθούμε;



Δεν με έστειλε ο Θεός να βαπτίζω. Με έστειλε να ευαγγελίζομαι! Λέει ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. α΄17). Έλεγε δε αυτό για τρεις λόγους:

· Πρώτον, γιατί μερικοί καυχόνταν για τις πολλές τελετουργίες.
· Δεύτερον, γιατί η τέλεση βαπτίσεως είναι εύκολη. Το δύσκολο είναι να οδηγήσεις ψυχές στη πίστη και στο συνειδητό βάπτισμα. Αυτό το δύσκολο είναι το κήρυγμα, ο ευαγγελισμόςτης ψυχής. Και αυτό το δύσκολο, ιερουργό είχε τον Παύλο και τους λοιπούς Αποστόλους.
· Τρίτον, γιατί το βάπτισμα χωρίς κατήχηση καταντά μαγική πράξη.
Να συγκρίνουμε το βάπτισμα, τη μετάνοια, τη θεία Κοινωνία με προσκυνηματικές πράξεις; Αφέλεια θα ήταν, να ισχυριστούμε, ότι η απλή προσκύνηση εικόνας ή λειψανοθήκης, ή η προσκυνηματική εκδρομή αντέχουν σε σύγκριση με τα σωτηριώδη μυστήρια της Εκκλησίας.
Αν, λοιπόν, ο Παύλος, έλεγε, «Δεν με έστειλε ο Θεός να βαπτίζω, αλλά να ευαγγελίζομαι», πολύ περισσότερο σε όσους τον καλούσαν σε υποδοχή εικόνων ή λειψάνων, θα έλεγε: «Δεν με έστειλε ο Θεός να περιφέρω στους δρόμους άγιες εικόνες ή ιερά λείψανα. Με έστειλε να κηρύττω Ιησούν, και τούτον Εσταυρωμένον».
Για τον Παύλο ανάγκη επείγουσα είναι ο λόγος του Θεού, η μεταφορά όχι λειψανοθήκης, αλλ’ η μεταφορά του λυτρωτικού μηνύματος. «Οὐαί, μοί ἐστιν, ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι» (Α΄ Κορ. θ΄10).
Του Παύλου μιμητές είναι οι λειτουργοί της Εκκλησίας. Λόγο ζωής, ζητεί ο λαός. Όταν ο πεινασμένος τρέχει σε φούρνο, ο φούρναρης δεν του κρύβει το ψωμί, δείχνοντας του μια χρυσοθήκη με μικρό τεμάχιο λειψάνου! Ψωμί του δίνει. Ύστερα; Ας ασπασθεί και το λείψανο.
Τώρα δείχνουμε μόνο εικόνες και λείψανα (κάποτε χωρίς αυθεντικότητα!). Δεν φταίνε οι άγιοι, που εικονίζονται, ούτε τα αίματα των μαρτύρων. Ποιος φταίει; Η κατάχρηση, η κακή ιεράρχηση, η φτηνή θρησκευτικότητα, η ποικίλη εκμετάλλευση. Ρωτάνε μερικοί: Κάνουν κακό οι εικόνες και τα λείψανα; Άπαγε της βλασφημίας! Το κακό έγκειται στα εξής:
Πρώτον: Πώς μερικοί επίσκοποι και πρεσβύτεροι ανακαλύπτουν καθημερινά νέα λείψανα και γιατίαποκλειστικάκαι μόνο ασχολούνται με υποδοχές λειψάνων και εικόνων; Τον Χριστό πότε θα Τον υποδεχτεί ο λαός μας; Ως άλλοι Γαδαρηνοί συνεχώς Τον διώχνουμε.
Δεύτερον: Η λειψανομανία και η εικονομανία όχι μόνο δεν έχουν σχέση με τη λατρευτική προσκύνηση της εικόνας του Θεού ενανθρωπήσαντος και την τιμητική των εικόνων των αγίων λειψάνων, αλλά και κρύπτουν δύο κινδύνους:
Ο ένας λέγεται αποπροσανατολισμός. Η προσοχή πρέπει να είναι καθηλωμένη στο Πρόσωπο του Χριστού. Θρησκευτικά πράγματα, όταν κρύβουν το Πρόσωπό Του, μεριάζονται. Αλλοίμονο αν ο άρρωστος δεν προσέχει τον περίφημο γιατρό και προσέχει κομματάκι από τη στολή κάποιου καλού γιατρού προηγούμενων χρόνων!
Ο άλλος λέγεται ψευδαίσθηση. Δημιουργείται η εντύπωση, ότι αγιάζεται ο χριστιανός που προσκυνεί εικόνα ή λειψανοθήκη. Ο χριστιανός έχει ανάγκη αγιασμού, που χαρίζεται με τημετάνοια.
Τρίτον. Η Σύνοδος της Εκκλησίας ξέρει, ότι αγύρτες πάντοτε υπήρχαν. Παντός αγίου λείψανο κατέχουν! Κάποιοι μέχρι χτες είχαν του αγίου τους, σήμερα βρήκαν και της μητέρας του, αύριο γιατί να μην βρουν και της… θείας του! Ανεξέλεγκτη θα μείνει η κατάσταση; Ή θα δεχόμαστε ανεξέλεγκτα όσα οι Παπικοί από τα υπόγειά τους μας δίνουν;
Ο λαός θέλει σωτηρία εν Χριστώ Ιησού. Θέλει την Παρθένο Μαρία, ως όργανο της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Δεν θέλει ένα ρομαντικό πρόσωπο. Ένας είναι ο Χριστός. Μία είναι η Παναγία. Ένα το Ευαγγέλιο. Μία η Εκκλησία.

Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, ιεροκήρυκος

Δεν φτάνει να λες: "Κύριε σώσε με..."



Δεν φτάνει να λες "Κύριε σώσε με"...πρέπει να κάνεις την υπέρβαση και να πεις: 
"Κύριε σώσε με, με κάθε κόστος, όσο κι αν μου στοιχίσει".

Να είσαι έτοιμος να χάσεις, να πονέσεις, να ζήσεις στο περιθώριο, να αναπνεύεις αφάνεια και εξευτιλισμούς, και όμως εσύ να αναπαύεσαι...όχι γιατί είσαι τρελός, αλλά γιατί είσαι θεό-τρελος.

Είσαι τρελαμένος, ερωτευμένος, με τον Θεό, με την Αγάπη Του, με την Θυσία Του, με την Απουσία και Παρουσία Του.
Ζεις γι' Αυτόν, δι' Αυτού μέσα στον κόσμο, για τον κόσμο όχι όμως με τον κόσμο.

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Ἐχθρικές προσβολές



Ὅσες φορές σᾶς προσβάλλει ὁ ἐχθρὸς (διάβολος) εἴτε μὲ κάποιο πάθος εἴτε μὲ μελαγχολία, μὲ τὴν ἀμέλεια, τὴν ἀπελπισία, ἁρπάξτε ἀμέσως τὸ ὅπλο τῆς προσευχῆς, καὶ θὰ δεῖτε πόσο γρήγορα ἐξαφανίζεται καὶ δὲ μένει οὔτε ἴχνος τῆς παρουσίας του. Ὅταν σᾶς πολεμάει ὁ ἐχθρὸς νὰ ζητᾶτε τὴ βοήθεια τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ φύλακα Ἄγγελου τῆς ψυχῆς σας καὶ ὅλων τῶν Ἀγγέλων καὶ τῶν Ἁγίων. 
Μαζὶ μὲ τὴν προσευχή σας νὰ λέτε τὴ δυσκολία σας σὲ πνευματικὸ Ἱερέα, ἀλλὰ νὰ ζητᾶτε καὶ τὶς προσευχὲς καὶ συμβουλὲς τῶν ἄλλων ἀδελφῶν σας, διότι ἕνας ἀδελφὸς ποὺ βοηθιέται ἀπὸ ἄλλον ἀδελφό, γίνεται δυνατὸς σὰν τὴν ὀχυρωμένη πόλη. Γιὰ ὅλα αὐτὰ χρειάζεται νὰ ἀσκεῖται βὶα στὸν ἑαυτό σας, νὰ ἐνεργεῖτε γρήγορα καὶ μὲ γεναιότητα. 

Νὰ μεταχειρισθεῖς τέσσερα ὅπλα, ἀκαταμάχητα, κατὰ τῶν πειρασμῶν

Ὁ σατανᾶς εἶναι ὁ μισόκαλος ἐχθρός, ὁ παμπόνηρος καὶ παγκάκιστος, ποὺ μέρα καὶ νύχτα, κάθε ὥρα καὶ στιγμή, μᾶς πολεμάει, μᾶς στεναχωρεῖ καί μᾶς πειράζει. Καὶ ἄλλοτε σὰν πνευματικός σου πατέρας σὲ εἶχα συμβουλέψει πὼς νὰ ἀποφεύγεις τὶς πολύπλοκες παγίδες του καὶ νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ τὰ πυρωμένα βέλη του. 

Τώρα σὲ συμβουλεύω νὰ μεταχειρισθεῖς τέσσερα ὅπλα ἀκαταμάχητα. Μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, ἂν βέβαια τὰ χρησιμοποιήσεις μὲ μεγάλη προσοχή, δεξιοτεχνία, προθυμία καὶ ἀνδρεία, ὄχι μόνο θὰ μείνεις ἄτρωτος καὶ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὰ βέλη καὶ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ θὰ τὸν νικήσεις καὶ θὰ τὸν ἀφανίσεις.

Πρῶτο ὅπλο κατὰ τοῦ ἐχθροῦ εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. «Τὸν Κύριο ἔβλεπα συνέχεια μπροστά μου, γιὰ νὰ μὴ μὲ σαλέψει ὁ πειρασμὸς» (Ψάλμ. 15, 8· Πράξ. 2, 25). Ἐκεῖνος ποὺ σκέφτεται καὶ στοχάζεται καλὰ πὼς ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, καὶ πάντοτε εἶναι μπροστά του, μέρα καὶ νύχτα σὲ κάθε περίσταση, δὲν μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσει. Διότι, ἀφοῦ φοβᾶται νὰ ἁμαρτήσει μπροστὰ σὲ ἕνα τιποτένιο ἄντρα ἢ γυναίκα, ἀκόμη καὶ μπροστὰ σὲ ἕνα μικρὸ παιδί, πὼς θὰ τολμήσει νὰ ἁμαρτήσει μπροστὰ στὸν Παντοδύναμο Θεό, ποὺ Τὸν τρέμουν τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ὅλα τὰ κτίσματα ποὺ ἀναπνέουν, καὶ ποὺ μὲ ἕνα νεῦμα Τοῦ σαλεύει ὅλη ἡ γῆ;

Δεύτερο ὅπλο εἶναι νὰ συνηθίσεις νὰ λὲς ἀκατάπαυστα τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ». Αὐτὴ τὴν εὐχὴ νὰ ἀρχίζεις νὰ τὴ λές, μόλις σηκωθεῖς τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι σου. 
Νὰ τὴ λὲς καὶ ὅταν περπατᾶς στὸ δρόμο καὶ ὅταν μπαίνεις στὸ αὐτοκίνητο, στὸ τρένο, στὸ πλοῖο, στὸ ἀεροπλάνο· καὶ ἐνῶ ἐργάζεσαι, τρῶς, πίνεις, καὶ σὲ κάθε ὥρα καί περίσταση. Ἀλλὰ νὰ τὴ λὲς μὲ τὴν καρδιά σου, μὲ πίστη εὐλάβεια, ἀγάπη, πόθο καὶ βία. Ὄχι τὸ στόμα νὰ λέει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καὶ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ νὰ λένε ἄλλα, καὶ μάλιστα πονηρὰ καὶ ἀντίθετα.

Τρίτο ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ ταπείνωση δηλ. νὰ μὴν ὑψηλοφρονεῖς, ἀλλὰ τὸ φρόνημά σου νὰ εἶναι ταπεινό. Νὰ ἔχεις τὴν αἴσθηση πὼς ὅ,τι ἔχεις δὲν εἶναι δικό σου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Δηλ. τὸ σῶμα σου καὶ ἡ ψυχή, ἡ ὑγεία καὶ ἡ δύναμη, ἡ σοφία, ὁ πλοῦτος καὶ ὅτι ἄλλο ἔχεις, ἀκόμη καὶ οἱ ἀρετές, οἱ ἀγαθοεργίες, οἱ προσευχές, οἱ νηστεῖες, οἱ ἐλεημοσύνες, ὅλα, ὅλα εἶναι χαρίσματα τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε κανένα καλό. 
Ὅταν λοιπὸν ἔχεις ταπεινὸ φρόνημα, θὰ σὲ σκεπάζει καὶ θὰ σὲ φυλάει ὁ Θεός. Γιατί ὁ Θεὸς συγκινεῖται μὲ τὸν ταπεινὸ καὶ τὸν προσέχει, ὅπως λέει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Ὅταν στὶς καρδιὲς τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων ἀναπαύεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ πλησιάσει ὁ διάβολος;

Τέλος, τέταρτο ὅπλο κατὰ τῶν παγίδων καὶ τῶν πειρασμῶν τοῦ διαβόλου, εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ καθαρή, ἡ ἀληθινή, ἡ ὁλόψυχη. Ὅποιος ἔχει αὐτὴ τὴν ἀγάπη ἔχει μαζί του τὸ Θεό, ποὺ εἶναι ἀγάπη: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰω. 4, 16). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μαζί του τὸ Θεὸ προστάτη καὶ βοηθό, τότε ποιὸν θὰ φοβηθεῖ; Ὅπου φῶς, φεύγει τὸ σκοτάδι· ὅπου ἀλήθεια, φυγαδεύεται τὸ ψεῦδος· ὅπου ὁ Θεός, φεύγει σὰν ἀστραπὴ ὁ διάβολος.
Αὐτὰ τὰ τέσσερα ὅπλα λοιπὸν νὰ μεταχειρίζεσαι καὶ νὰ παρακαλᾶς τὸ Θεὸ νὰ σὲ βοηθάει καὶ νὰ σὲ στηρίζει. Καί, ἂν σὰν ἄνθρωπος τραυματιστεῖς ἀπὸ τὸ διάβολο, νὰ τρέχεις ἀμέσως στὸ γιατρό, στὸν πνευματικό, στὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Νὰ ζητήσεις θεραπεία καὶ θὰ τὴν ἔχεις.

Ἡ τέλεια ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση κατακαίει τὸ σαρκικὸ πειρασμὸ

Ἡ ὄραση μολύνεται, ὅταν βλέπει σώματα γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν - περισσότερο γυναικῶν - ποὺ ντύνονται ἄσεμνα. Γι’ αὐτὸ καλὰ κάνεις ποὺ συμμαζεύεις τὰ μάτια σου καὶ τὸ νοῦ σου, ὥστε νὰ μὴ δεῖς ματαιότητες καὶ βρομερότητες ἀναίσχυντων γυναικῶν καὶ ἀκάθαρτων, ποὺ κατευθύνονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Ὅμως πιὸ ἀσφαλὲς καὶ σίγουρο ἀπό ὅλα εἶναι νὰ ἀποκτήσεις τὴν τέλεια ἀγάπη, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ φόβο καὶ ποὺ ποτὲ δὲν ξεπέφτει.
Γιατί ἡ τέλεια ἀγάπη σὰν φλόγα δυνατὴ κατακαίει κάθε αἰσχρὴ καὶ κακὴ ἐπιθυμία. Νὰ ἀποκτήσεις ἀκόμη καὶ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, ποὺ ὁ σατανάς φοβᾶται καὶ δὲν πλησιάζει. Γι’ αὐτὸ ἂς ζητοῦμε πάντοτε, μὲ θερμὴ πίστη καὶ δάκρυα, νὰ μᾶς δώσει ὁ Κύριος ταπείνωση καὶ ἀγάπη, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὶς παγίδες τοῦ παγκάκιστου ἐχθροῦ καὶ νὰ φθάσουμε μὲ ἀσφάλεια στὸ ἀκύμαντο καὶ γαλήνιο λιμάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς καὶ ἀνάπαυσης.

πατρός Φιλόθεου Ζερβάκου
Ἀπό τό βιβλίο :
ΔΙΔΑΧΕC ΠΑΤΡΙΚΕC ΚΑΙ ΘΑΥΜΑCΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
(CΕ ΘΕΜΑΤΙΚΕC ΕΝΟΤΗΤΕC) »,
Ἰανουάριος 2006.
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη.


agiostherapon.blogspot.gr

Πέλαγος η ψυχή του ταπεινού


Η ψυχή του ταπεινού μοιάζει με πέλαγος. 
Ρίξε μια πέτρα στο πέλαγος. 
Θα ταράξει για λίγο την επιφάνεια και
 μετά καταδύεται αμέσως στα βάθη. 
Έτσι καταβυθίζονται στην καρδιά του ταπεινού οι θλίψεις, 
γιατί η δύναμη του Κυρίου είναι μαζί του.


ΟΣΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ

Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς...απαίτηση!



Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό. Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σάς σώσει. Αντί να στέκεσθε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον.

Έρχεται από δώ το κακό; Δοθείτε μά τρόπο απαλό από εκεί. Δηλαδή έρχεται να σάς προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξέρει εκείνος πως να σάς ελεήσει, με τι τρόπο.

Κι όταν γεμίζετε απ' το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί. Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται! Σάς πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σάς απαλλάξει ο Ίδιος. Να μη διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για τη διόρθωσή σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα.

Δημιουργούν αντίδραση. Έχω κι εγώ μία μικρή πείρα σ' αυτά. Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε και να σφίγγεσθε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας.

γέροντας Πορφύριος

Το τσάι,το καρότο και το αυγό




«Σου έχω πει την ιστορία την παλιά με το τσάι, το καρότο και τ’ αυγό;»
Η Έλλη γνέφει «όχι».
«Άκου, λοιπόν!» αρχίζει ο παππούς. 

«Κάποτε παραπονιόταν ένας άνθρωπος πως είχε βάσανα πολλά. Τον κάλεσε, που λες, στο σπίτι της κάποια σοφή γερόντισσα, έβαλε ένα τσουκάλι με νερό να βράσει κι έριξε μέσα ένα καρότο κι ένα αυγό. Όταν έβρασαν καλά, έφτιαξε λίγο τσάι του βουνού και ρώτησε τον άνθρωπο τι βλέπει. 
“Ένα καρότο που έχει μαλακώσει από το βράσιμο κι ένα σφιχτό αυγό”, της είπε κείνος. 
“Και τι μυρίζει;” ρώτησε η γερόντισσα. 
“Μοσχοβολάει τσάι του βουνού!” της απαντάει.
“Ε, λοιπόν, οι λύπες και οι στενοχώριες μοιάζουνε με νερό που βράζει” λέει η γερόντισσα. 
“Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν δυνατοί, μα σαν τους βρουν αναποδιές, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το καρότο, που μαλακώνει και διόλου δύναμη δεν έχει πια.
Άλλοι πάλι μοιάζουνε με το αυγό. Μέσα τους είναι αδύναμοι και μόνο ένα τσόφλι έχουν απ’ έξω να τους προστατεύει. Όταν έρθουν δύσκολοι καιροί, θαρρείς και πέφτουν στο βραστό νερό σαν το αυγό και, σαν αυτό, γίνονται κι από μέσα τους σκληροί. 
Μα είναι κι άλλοι που θυμίζουνε το τσάι. Όταν τους βρίσκουν βάσανα, είναι κι εκείνοι σαν να πέφτουν σε βραστό νερό, μα ούτε σκληραίνουν, ούτε μαλακώνουν. Μεταλλάζουν μόνο το νερό σε τσάι του βουνού που ευωδιάζει. Κι ευφραίνονται με τη μοσχοβολιά του όσοι βρίσκονται κοντά. Τις λύπες και τις στενοχώριες, πάει να πει, τις κάνουν γνώση, καλοσύνη και χαρά. Πήγαινε στο καλό λοιπόν” του λέει η γερόντισσα “και φρόντισε να είσαι σαν το τσάι.”»

Απόσπασμα από το βιβλίο «Στη σκιά της πράσινης βασίλισσας»