.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

«πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται»



Τι είναι η προσευχή

Η προσευχή είναι επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Είναι μια συνομιλία του ανθρώπου με τον Θεό, στην οποία ο μεν άνθρωπος μιλάει με λόγια, ο δε Θεός ανταποκρίνεται σ’αυτόν με τα πράγματα. Δηλαδή παρέχοντας άφθονα και πλούσια πνευματικά και υλικά αγαθά που έχει ανάγκη ο άνθρωπος.
Η προσευχή είναι το μέσο, με το οποίο δοξολογούμε την άπειρη δύναμη, αγαθότητα, σοφία και αγιότητα του Θεού. Μέσο, με το οποίο Τον ευχαριστούμε για τις αναρίθμητες ευεργεσίες, με τις οποίες μας ευεργετεί αδιάκοπα. Και μέσο, με το οποίο Τον παρακαλούμε, ζητώντας την άφεση των αμαρτιών μας και κάθε υλικό και πνευματικό αγαθό.
Και γι’αυτό τρία είναι τα είδη της προσευχής, δοξολογία, ευχαριστία και αίτηση.

Η αναγκαιότητα της προσευχής
Από όσα αναφέραμε προηγουμένως, ο καθένας μπορεί να καταλάβει, ότι η προσευχή είναι έργο των λογικών και ελεύθερων δημιουργημάτων. Γι’αυτό και όλη γενικά η Αγία Γραφή τη συνιστά. Και καθώς μας βεβαιώνει, οι άγγελοι στον ουρανό έχουν κύριο έργο τους να δοξολογούν και να υμνούν χωρίς διακοπή το άπειρο μεγαλείο και τη δόξα του Θεού.
Η προσευχή λοιπόν είναι αναγκαιότατη για κάθε άνθρωπο, διότι με αυτήν επικοινωνούμε με τον Θεό και Τον δοξάζουμε, Τον ευχαριστούμε για το άπειρο μεγαλείο και την αγαθότητά Του. Ακόμη η προσευχή είναι αναγκαιότατη, διότι με αυτή παίρνουμε την άφεση των αμαρτιών μας, τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, με την οποία αγιαζόμαστε, φωτιζόμαστε, ενισχυόμαστε για ν’αποφύγουμε κάθε αμαρτία, κάθε κακό, να αποκτήσουμε κάθε αρετή, κάθε αγαθό, για να προοδεύσουμε και να τελειοποιηθούμε στην κατά Θεόν ζωή και πολιτεία.
Καταλαβαίνει ο καθένας την αναγκαιότητα, δύναμη και αξία της προσευχής, αν λάβει υπόψη του ότι και οι άγιοι άνδρες εργάσθηκαν την αρετή και κατόρθωσαν τα μεγάλα έργα και θαύματα με την προσευχή. Γι’αυτό την είχαν ως κύριο έργο τους και θεωρούσαν μεγάλη ζημιά να την παραλείψουν ποτέ.
Σαν απόδειξη αυτού, μεταξύ των πολλών άλλων, έχουμε και τους δύο μεγάλους προφήτες, Δαβίδ και Δανιήλ.
Και ο μεν Δαβίδ, αν και ήταν βασιλιάς, παρ’όλες τις πολλές και ποικίλες μέριμνες και ασχολίες του, δεν παρέλειπε ποτέ την προσευχή, αλλά την είχε σαν κύριο έργο, προσευχόμενος πολλές φορές την ημέρα. Σηκωνόταν δε και κατά τη νύχτα ακόμη για να υμνήσει τον Θεό, όπως το έκαναν και όλοι οι άγιοι και εκλεκτοί άνθρωποι του Θεού. Μας άφησε δε και τους θείους του ψαλμούς, που είναι δείγματα της τέλειας πίστεως, αφοσιώσεως, αγάπης και ελπίδα τους προς τον Θεό. Και αυτούς τους ψαλμούς η αγία μας Εκκλησία τους έχει καθιερώσει σαν παντοτινή προσευχή στις ακολουθίες της.
Ο δε προφήτης Δανιήλ προτίμησε να ριφθεί στο λάκκο των λεόντων, παρά να παραλείψει για λίγο διάστημα το ιερό καθήκον της προσευχής.

Ο Χριστός είναι το τέλειο παράδειγμα της προσευχής, παραγγέλλει δε και σε μας να προσευχόμαστε
Το τέλειο όμως παράδειγμα με το οποίο διδασκόμαστε την σπουδαιότητα και αναγκαιότητα της προσευχής, μας το έδωσε ο Ίδιος ο Χριστός. Καθώς διαβάζουμε στα ιερά Ευαγγέλια, την προσευχή είχε πρωταρχικό και κύριο έργο Του.
Προσευχόταν ο Χριστός μόνο Του. Πολλές φορές μάλιστα διανυκτέρευε στην προσευχή. Και όχι σπάνια αναχωρούσε πολύ πρωί σε έρημους τόπους, για να προσευχηθεί. Προσευχόταν μαζί με τους μαθητές Του. Προσευχόταν και στο Ναό μαζί με τους άλλους.
Παραγγέλλει δε και σε μας να προσευχόμαστε: “Βλέπετε(=προσέχετε),ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε” (Μαρκ. ιγ’ 33). Και “Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν. πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται” (Ματθ. ζ΄ 7-8). Και πάλι “γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν” (Ματθ. κστ΄ 42)
Άλλοτε δε πάλι μας λένε οι ιεροί Ευαγγελιστές, “Ἔλεγε δὲ καὶ παραβολὴν αὐτοῖς πρὸς τὸ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι αὐτοὺς καὶ μὴ ἐκκακεῖν”(=να μην αποκάμνουν προσευχόμενοι) (Λουκ. ιη΄1).
Και όχι μόνο μας παραγγέλλει ο Χριστός να προσευχόμαστε, αλλά και μας έδωσε τύπο προσευχής, σύμφωνα με το πνεύμα του οποίου έχουμε καθήκον να προσευχόμαστε. Ο τύπος δε αυτός είναι η προσευχή του “Πάτερ ἡμῶν”, η οποία επειδή μας δόθηκε από τον Κύριο, ονομάζεται Κυριακή προσευχή.

Από το Βιβλίο “Ο προορισμός του ανθρώπου”
του Αρχιμανδρίτη Ευσέβιου Ματθόπουλου

http://www.xfd.gr/

«Τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται, κόσμου οὐσι τοῦ ματαίου ἐκτός»

(Δεύτερος αναβαθμός του Α΄Ήχου)

… Προχωρώντας στην ανάλυση του εν λόγω αναβαθμού ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης κάνει μια στροφή προς όλους εμάς, τους χριστιανούς που ζούμε μέσα στον κόσμο και αγωνιζόμαστε το κατά δύναμιν, και μας λέγει ότι πρέπει όλοι μας να βρίσκουμε χρόνο και τόπο. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της νύκτας, ώστε μέσα στο «ταμείον» μας, σαν να είναι έρημος τόπος και μικρό ησυχαστήριο, να επικοινωνούμε με θέρμη και αγάπη προς τον Κύριό μας και Σωτήρα Χριστό «εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω».

Και συνεχίζει ο Άγιος: Οι οικογενειακές μέριμνες, οι επαγγελματικές φουρτούνες, η κακία του κόσμου και ο πόλεμος του διαβόλου πρέπει να μεγαλώνουν την προθυμία μας για νυκτερινό πνευματικό αγώνα, ώστε η αγάπη μας για τον Θεό διαρκώς ν’ αυξάνη.
Κι αν κάθε μέρα στο κρυφό αυτό ταμείο της προσευχής μας προσθέτουμε:
• πόθο στον πόθο,
• αγώνα στον αγώνα,
• αγάπη στην αγάπη,
• υπομονή στην υπομονή,
• βία στη βία, γρήγορα θα πυρποληθούμε «κατά το μέτρον της δωρεάς του Χριστού» από θεϊκό έρωτα, ανάλογα με την πίστι και την προσπάθειά μας.

Για να έχουμε όμως δροσοσταλίδες από ουράνιες θεϊκές απολαύσεις στις νυκτερινές μας μικρές προσευχές και αγρυπνίες, είναι απαραίτητο, κατά τον άγιο Νικόδημο, να τηρούμε πέντε πράγματα.
• Πρώτο: να μελετάμε τον νόμο του Θεού και να τηρούμε τις ευαγγελικές Του εντολές.
• Δεύτερο: Να κάνουμε σκληρό αγώνα εναντίον των παθών, για να καλυτερεύσουμε και εξευγενίσουμε τον χαρακτήρα μας.
• Τρίτο: Να καλλιεργούμε το ταπεινό φρόνημα, δια μέσου του οποίου θα εξουδετερώνουμε τις καθημερινές καλοστημένες παγίδες των πονηρών πνευμάτων.
• Τέταρτο: Να αγαπάμε, να μακροθυμούμε, να συγχωρούμε, να ειρηνεύουμε, να υπομένουμε, να μην κατακρίνουμε κανέναν άνθρωπο και για τίποτα, και να εξασκούμε την φιλανθρωπία.
• Και πέμπτο: Να συμμετέχουμε στα δύο βασικά μυστήρια της σωτηρίας μας, που είναι η ιερά Εξομολόγησις και η Θεία Ευχαριστία.


Από το βιβλίο: «Οι Αναβαθμοί στην εν Χριστώ πορεία»
πρωτ.Στεφάνου Αναγνωστοπούλου


Πειραιάς 2011 Εκδόσεις Ιερού Ησυχαστηρίου
«ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ»
ΣΕΡΓΟΥΛΑ ΔΩΡΙΔΟΣ 2011.

Ἰησοῦ μου…



Ιησού μου, Ιησού μου δώσε να σε γνωρίσω, να σε αγαπήσω, με την καρδιά μου όμως! …
Η ζωή κοντά στο Χριστό είναι ωραία. Πότε θα το νοιώσω βαθειά;
Κύριέ μου, σήμερα ήθελα να Σου πω πως θέλω να ανήκω σε Σένα. Σου το ΄πα κι άλλες φορές. Το ξέχασα όμως αρκετές φορές από τότε. Σήμερα με βοηθείς να Σου το ξαναζητήσω. Σ΄ ευχαριστώ και Σε παρακαλώ, αυτό το δώρο χάρισέ το στο παιδί Σου. Βοήθησέ με, μέχρι το βράδυ αυτό να σκέπτομαι. Κύριε, Σύ ξέρεις τις πληγές μου. Ξέρεις όμως και την προσπάθειά μου. Το όνομά Σου στα χείλη μου το έχω συχνά. Και η επίκληση αυτή κάνει θαύματα. Γλυκύτατε Ιησού, βοήθησέ με να Σου κουβεντιάζω πιο συχνά. Όταν μου έρχεται το κύμα του κακού τότε να Σου κουβεντιάζω πιο πολύ για να περνά η μπόρα. Κι αν τα κύματα με βρέξουν, και με βρέχουν συχνά, Σύ μην αφήσεις τη βάρκα μου να τσακιστεί.
Σοί μόνω αμαρτάνω καί Σοί μόνω προσπίπτω.
Ιησού μου, σε ικετεύω: έλα και κάνε ένα περίπατο μέσα στην ταραγμένη θάλσσα της καρδιάς μου.
Πές και πάλι ένα “πεφίμωσο”. Αμήν.

Κύριε, εν θλίψει εμνήσθημέν Σου…
Η βροχή γονιμοποιεί τα σπέρματα των καρπών στη γη και το δάκρυ τα σπέρματα των αρετών σην ψυχή.
Κύριε, δός μου το χάρισμα των δακρύων, γιατί Σύ μόνος ξέρεις πόση λάσπη κρύβω μέσα μου. Ναί, ακούω τη φωνή Σου να λέει: “Λούσου στα δάκρυά σου για να καθαρισθείς”.
Κύριε, πάρε την ελευθερία μου και οδήγησέ την όπου θέλεις.
Πάρε την μνήμη μου και σβήσε και χάραξε ό,τι θέλεις.
Πάρε τη βούλησή μου και εκπαίδευσέ την στις άγιες εντολές Σου.
Πάρε το πνεύμα και χαρίτωσέ το με το λόγο Σου.
Μίλησε Σύ, Κύριε, στη ζωή μου, την αδύνατη, την αμαρτωλή! …
Δείξον μοι, Κύριε.
Η καρδιά μου σφίγγεται τόσο δυνατά.
Τα μάτια μου γίνονται τόσο θαμπά.
Ο αναστεναγμός μου πιο βαθύς.
Κύριε, στις δύσκολες αυτές στιγμές μη μ΄ αφήνεις. Παρουσιάσου.
Μίλησέ μου μυστικά, όπως Σύ γνωρίζεις.
Σε θέλω, Ιησού μου, πολύ κοντά μου.
Κύριε, πρόφθασε Σύ τα σφάλματά μου…
Το έλεος Σου ας με καταδιώξει.
Ιησού! λένε τα χείλη -μου- και τα μάτια γεμίζουν δάκρυα, η καρδιά ηδύνεται, η ψυχή κατανύσσεται.
Μόνο το όνομα Ι η σ ο ύ ς απόψε μου γλύκανε την βραδιά. Τα χείλη χόρτασαν που τo είπαν τόσες φορές. Τα αυτιά ξεκουράστηκαν. Το πνεύμα ηυφράνθη που Τον σκέφτηκε. Τα μάτια έλαμψαν μέσα από τα υγρά που έρρευσαν τόσο αβίαστα. Ιησού, Ιησού, Ιησού… Το γλυκύτατον τέκνον του ουρανίου Πατρός. Ιησού, Ιησού, Ιησού. Η γλυκυτάτη μου προστασία. Ιησού, Ιησού, Ιησού… Με το όνομά Σου ας σταματήσουν τα χείλη μου να μιλούν, τα αυτιά μου να ακούνε, ο νους μου να σκέπτεται, τα μάτια μου να βλέπουν. Αμήν.
“Ου μη σε ανώ” μου λες, Κύριε. Πόσο παρήγορα είναι τα λόγια Σου. Ψυχή μου, μήν τα ξεχάσεις. Μην πεις: που εστι ο Θεός ημών; Ιδού ο Κύριος πάρεστι και φωνεί σε: “Ου μη σε ανώ”. Σ΄ ευχαριστώ, Κύριε, Αγία Τριάς ο Θεός. Δόξα Σοι!
Γλυκύτατε Ιησού μου, σκέπτομαι πόσο με αγάπησες. Κάτι με τραβούσε κοντά Σου.
Πόσες φορές, το γνωρίζεις, το είδες, Σε άφησα. Με τη ζωή μου την αμαρτωλή Σου έλεγα: δεν σε αγαπώ. Και όμως Συ, Κύριε, “επέτασας χείρας” σ΄ ένα παιδί άτακτο και δύστροπο. Έφτασα μέχρι τοχείλος της αβύσσου. Την τελευταία στιγμή με έπιανες και με τραβούσες από την καταστροφή. Πολλές φορές έφυγα από κοντά Σου, κι άλλες τόσες φορές, Φίλε μου Καλέ, Γλυκέ, Σύντροφε της ζωής μου, Παρηγοριά της ψυχής, πεφιλημένε μου και αγαπητικέ της καρδιάς μου, με δάκρυα και λυγμούς Σου έλεγα: “Σοί μόνω αμαρτάνω και Σοί μόνω προσπίπτω”. Ελέησόν με. Και με ελεούσες. Δεν μπορούσα όμως ποτέ, Κύριέ μου, να φαντασθώ πώς τόσο πολύ θα μ΄ αγαπούσες. Τι να πω; Εσύ ξέρεις πιο πολλά απ΄ όλους μας. Οι αναστεναγμοί μου Σου τα λένε.
Κύριε, Κύριε, θα απαντήσω πως από αγάπη και πόθο κινούμενος ζητώ το μοναχικό και αγγελικό σχήμα. Ναί, Κύριε, Σ΄ αγαπώ, παρ΄ όλα τα ανθρώπινα στοιχεία μου. Πιστεύω ότι θα πορεύεσαι Σύ την πορεία μου.
“Γίνου φιλόθεος ότι αληθώς φιλάνθρωπος ο σός Θεός εστί” (Μ. Βασίλειος εις μοναχόν).
Πόσο πλούσια είναι η ζωή κοντά στο Χριστό, μέσα στη θεωρία του Θεού…
Ο Χριστός να είναι η υπόθεσις της ζωής μου…
Η ζωή μας είναι ανάγκη να συνδυάζει τη χαρά με την λύπη. Πρέπει να εξοικειωθούμε με τον πόνο – δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Αυτό θα πει στενή πύλη. Κι εγώ, Κύριέ μου, θέλω τις περισσότερες φορές έναν Χριστιανισμό ήσυχο, μια ιεραποστολή ανώδυνη. Συγχώρα με…
Να είσαι ευκολοπλησίαστος, άνθρωπος κανονικός, γλυκύς και συγχρόνως μακριά από τον κόσμο. Διπλό και δύσκολο το άθλημα. Κύριος βοηθός μου όμως και έχει ο Θεός.
Το εγώ μας τρώει. Το ΕΓΩ! με κεφαλαία γράμαμτα. Αυτό που κλείνει τον Παράδεισο, ενώ μπαίνουν μέσα οι αμαρτωλοί και αι πόρναι. Αυτό το ε γ ώ είναι ο κακός δαίμων. Κύριε, βγάλε αυτό το δαιμόνιο. Αμήν.
Κύριε, με πολεμά ο διάβολος. Μάθε με, βοήθησέ με να γνωρίσω τον εαυτό μου. Την αυτογνωσία. Αμήν.
Πρόσθες ημίν πίστιν, Κύριε.
Τι θα γίνει με το μέλλον; Η ανθρώπινη απάντησις είναι: Αβεβαιότης.
Η Χριστιανική: Ο Θεός κυβερνά τη ζωή μας.
Παντού κλείνουν οι πόρτες, οι γέφυρες σπάζουν. Ποια θα μείνει για μένα, Πατέρα;
Πρόσθες μοι πίστιν, Ιησού γλυκύτατε.
Αισθάνομαι ότι είμαι στα χέρια του Θεού. Απελπισία είναι οι άνθρωποι. Αστάθεια όλα τα ανθρώπινα. Εκείνο που μένει είναι μια ψυχή κι ένας Χριστός.
Πρέπει να ετοιμάζεται κανείς για πίκρες.
Θέλω τον Κύριόν μου, έστω αν Τον πίκρανα πάλιν και πολλάκις. Τι ανακούφιση που μας δίνει η σκέψη ότι μας αγαπά ο Κύριος, ότι για μας έχει ετοιμάσει τόπον…
Μου μίλησε πάλι ο Θεός διά των πραγμάτων. Πόσο μεγάλη είναι η αγάπη Σου, Πατέρα, για μένα το παιδί Σου! Πόσο αισθητή η παρουσία Σου! Μου μιλάς με τα γεγονότα. Ας μεγαλώνει η υπομονή μου. Περίμενε ανυπόμονη ψυχή μου. Κύριε, ας σου δώσω την ψυχή μου. Πάρε την ύπαρξή μου. Ας μην αντιστέκομαι πια στο θέλημά Σου. Δόξα σε Σέ, Θεέ! …
Ήσυχος Χριστιανός δεν μπορείς να είσαι. Ο διάβολος βάλλει. Θα ματώσω, μα δεν θα παραδοθώ. Να μαρτυρείς απ΄ όλες τις μεριές και προπάντων με τον εαυτό σου που θέλει όλο να ξεφύγει. Μη μ΄ αφήσεις ποτέ μόνο στο βοριά, μείνε, μείνε Χριστέ πάντα στην καρδιά.
Τον βίο εύκολα τον βλέπει κανείς στον διπλανό του, μα στην πολιτεία του ποιος μπορεί να εισδύσει; Ό,τι γίνεται στα βάθη της καρδιάς, τους αναστεναγμούς, τα δάκρυα, τον εσωτερικό αγώνα, ποιος τον παρατηρεί; Μόνο ο Δίκαιος Κριτής!
Χθες Τον ικέτευα θερμά, εκοιμήθηκα στο πάτωμα και Του είπα: Νά, Κύριε, κοίταξε το παιδί Σου. Από Σένα περιμένει τη λύση των προβλημάτων του. Το κάνω αυτό όχι για να εκβιάσω μια λύση δική μου, αλλά για να Σου πω, Κύριέ μου, πώς μόνο σε Σένα ελπίζει το παιδί Σου, γι΄ αυτό μην αποστρέψεις το πρόσωπό Σου. Και ήλθε τόσο γρήγορα η παρηγοριά του Πνεύματός Του. Ας έχει δόξα!
Πρέπει να περάσεις ένα βαθύ πόνο, μια τραγική αγωνία, να κραυγάσεις, να παλαίψεις, για να σου μιλήσει ο Θεός. Διαφορετικά δεν γίνεται τίποτα. Το δοκίμασα, το δοκιμάζω, αυτή είναι η κατάθεσίς μου.
Τίποτε ωραιότερο από την ηρεμία της ψυχής, τις στιγμές της γαλήνης, την κατά Θεόν μόνωση. Αγωνίζομαι σκληρά με τον εαυτό μου. Κάθε μέρα είναι δυνατόν να κάνω τα τρομερώτερα πράγματα. Κι όμως ο Θεός κάνει κάθε μέρα, κάθε στιγμή ένα θαύμα στη ζώη μου.
Πόσα Σου χρωστώ, Κύριε! Μα όλα Σου τα χρωστώ.



Αποσπάσματα από το βιβλίο “Ξεσπάσματα της καρδιάς μου”
+ Μητροπολίτου Χαλκίδος Νικολάου Σελέντη

http://anemonpnoi-magdalini.blogspot.gr

Μήν ἀρνεῖσαι νά προσεύχεσαι



Μην αρνείσαι να προσεύχεσαι για κάποια ψυχή
(που σου το ζήτησε), έστω και αν δεν διαθέτης καρποφόρα προσευχή.
Διότι η πίστης εκείνου που ζήτησε την προσευχή, έσωσε πολλές φορές και εκείνον που προσευχήθηκε και μάλιστα με συντριβή καρδίας.
Μην υπερηφανεύεσαι, εάν προσεύχεσαι για άλλους και εισακούεσαι, διότι η πίστης αυτών ενήργησε, ώστε να εισακουστεί η προσευχή σου.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με».




Περὶ μελέτης τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ.«Τί οὖν μακαριώτερον; τί εὐδαιμονέστερον; ἢ τί γλυκύτερον ἄλλο εἶναι ἢ τὸ νὰ μελετᾷ τις πάντοτε τὸ ἔνδοξον, τὸ τερπνὸν καὶ πολυπόθητον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ὅ,τι καὶ ἂν ζητήσῃ τις ἀπὸ τοῦ Πατρὸς καὶ ἀπ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, ἐξάπαντος τὸ λαμβάνει;...
»Ποία δέ ἔννοια καὶ ἐνθύμησις εἶναι χαριεστέρα καὶ θειοτέρα ἀπὸ τῆς ἐννοίας καὶ ἐνθυμήσεως τοῦ σωτηρίου καὶ θεοπρεποῦς καὶ φοβεροῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ὀνόματος, εἰς τό ὁποῖον κάμπτουσιν, ἀλλὰ καὶ κάμψουσι τὸ γόνυ τὰ ἐπουράνια, τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ καταχθόνια;...».

(Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης)

Ἡ καρδιακὴ προσευχήΜέσα στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας «Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ» ἢ «καρδιακὴ προσευχὴ» ὀνομάστηκε ἡ συνεχὴς καὶ σιωπηλὴ ἐπίκληση τοῦ θείου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ γίνεται μὲ θέρμη ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ «Προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ» εἶναι γιὰ τοὺς πιστοὺς μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ προσφιλεῖς προσευχές, γιατὶ περιέχει ὅλη τὴ χάρη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο κατάνυξη καὶ μετάνοια, γεμίζει τὴν καρδιά του μέ ἀγάπη, χαρὰ καὶ εἰρήνη, καὶ τὸν ἐνισχύει στὸν ἀγώνα του κατὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐπιθέσεων τοῦ διαβόλου. Ἐπειδὴ εἶναι ἁπλὴ καὶ περιεκτικὴ μπορεῖ νὰ τὴν χρησιμοποιεῖ ὁ καθένας καὶ σὲ κάθε στιγμὴ καὶ περίσταση τῆς ζωῆς του. Ἰδιαίτερα ὅμως προσφέρεται σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἡ ὀργάνωση καὶ ὁ ρυθμὸς τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς ὄχι μόνο δὲν τοὺς ἀφήνει πολὺ χρόνο γιὰ προσευχή, ἀλλὰ τείνει νὰ κρύψει ὁλότελα ἀπὸ τὴν ψυχή τους τὴ θέα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ἡ συχνὴ καὶ ἐγκάρδια ἐπίκληση τοῦ ἁγίου ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἐνσαρκώνει ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν καθημερινὴ ἀναζήτηση καὶ εὕρεση τῆς βαθύτερης πραγματικότητας τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ δίνει ἀληθινὸ νόημα στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ ἀνάγκη τῆς προσευχῆς«Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχομεν ἀνάγκην τῆς προσευχῆς περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι τὰ δένδρα ἔχουν ἀνάγκην τῶν ὑδάτων. Διότι οὔτε τὰ δένδρα δύνανται νὰ παράγουν τοὺς καρπούς, ἐὰν δὲν πίνουν ὕδωρ διὰ τῶν ριζῶν, οὔτε ἡμεῖς θὰ δυνηθῶμεν νὰ παραγάγωμεν τοὺς πολυτίμους καρποὺς τῆς εὐσεβείας, ἐὰν δὲν ποτιζώμεθα διὰ τῶν προσευχῶν. Διὰ τοῦτο πρέπει καὶ ὅταν ἐξεγειρώμεθα ἐκ τῆς κλίνης, νὰ προφθάνωμεν πάντοτε τὸν ἥλιον μὲ τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅταν καθήμεθα εἰς τὴν τράπεζαν διὰ νὰ φάγωμεν καὶ ὅταν πρόκειται νὰ κοιμηθῶμεν. Μᾶλλον δὲ καθ᾿ ἑκάστην ὥραν καὶ μίαν προσευχὴν νὰ προσφέρωμεν εἰς τὸν Θεόν, διατρέχοντες τοιουτοτρόπως διὰ τῆς προσευχῆς ἕνα δρόμον ἴσον πρὸς τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας».

(Ἱερὸς Χρυσόστομος)


http://users.uoa.gr

Ἀπάντηση στά “γιατί” σέ νοσοκομεῖο τῆς Αὐστραλίας



Εἶναι γεγονός ὅτι μερικοί χριστιανοί, ἀκόμα καί καλλιεργημένοι, ὅταν καλέσει ὁ Θεός κοντά Του κάποιο ἀγαπημένο τους πρόσωπο, θρηνοῦν ἄμετρα καί ξεστομίζουν τά “γιατί” τῆς ὀλιγοπιστίας.

Ἔτσι καί μιά Ἑλληνίδα ξενητεμένη στήν Αὐστραλία, εὐσεβής, παρ᾿ ὅλο πού δέν γνώριζε πολλά πράγματα γιά τή ζωή τῆς πίστεως, βρέθηκε στή δύσκολη θέση τῆς μητέρας πού πεθαίνει τό παιδί της (ἀγοράκι τεσσάρων ἐτῶν).

Τό εἶχαν μεταφέρει στό μεγάλο νοσοκομεῖο τῆς Αὐστραλίας “Βασίλισσα Βικτωρία” κι ἐκεῖ τό ξενυχτοῦσαν μέ βαρδιές πότε ἐκείνη καί πότε ὁ σύζυγός της.
Μία νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, καθώς ξαγρυπνοῦσε κοντά στό ἄρρωστο ἀγοράκι, ἔκλαιγε καί συνεχῶς ἔλεγε:

Γιατί, Θεέ μου, δέν παίρνεις ἐμένα καί παίρνεις τό παιδάκι μου;

Γιά μιά στιγμή ἄκουσε ἕνα θόρυβο δίπλα στό κρεβάτι τοῦ παιδιοῦ. Ἀνησύχησε καί γύρισε νά κοιτάξει μήπως κι ἔπεσε τό παιδί. Τότε ἀντίκρυσε κατάπληκτη ἕναν Ἅγιο φωτεινό, γλυκύτατο, ὁ ὁποῖος τήν κοιτοῦσε μέ συμπάθεια καί τῆςεἶπε:
Εἶμαι ὁ Αὐγουστίνος. Στόν Θεό δέν λέμε “γιατί”, ἀλλά “γενηθήτω τό θέλημά Σου”!
Αὐτό εἶπε καί ἔγινε ἄφαντος!
Μετά ἀπ᾿ αὐτό μιά ἀνεξήγητη χαρά πλημμύρισε τήν ψυχή της. Δέν εἶπε ὅμως στίς νοσοκόμες τίποτα, γιατί αὐτές ἦταν ἑτερόδοξες καί δέν θά πίστευαν. Ὅταν τό πρωί ἦρθε ὁ σύζυγός της, τήν προέτρεψε νά πάει νά κοιμηθεῖ. Ἐκείνη ἀρνήθηκε καί τόν ρώτησε ἄν εἶχαν ἀνοίξει τά ἑλληνικά μαγαζιά καί μάλιστα τό Ὀρθόδοξο θρησκευτικό βιβλιοπωλεῖο. Ἐκεῖνος ἀπόρησε καί τήν ρώτησε τί συνέβαινε. Τόν ἐνημέρωσε καί σέ λίγο βρισκόταν στό βιβλίοπωλεῖο, ὅπου ρώτησε ἄν ὑπάρχει ἅγιος Αὐγουστίνος.

- Καί βέβαια ὑπάρχει, τῆς εἶπε ὁ Ἕλληνας βιβλιοπώλης καί τῆς ἔδωσε ἕνα βιβλίο μέ τή βιογραφία του.

(Τό ἐρώτημα εἶναι γιατί ὁ Θεός ἔστειλε τόν ἅγιο Αὐγουστίνο νά συμβουλεύσει τή χριστιανή αὐτή μητέρα νά μή λέει τό ὀλιγόπιστο “γιατί”;
Ἄν διαβάσει κανείς τή ζωή του, θά δεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος ἦταν ὁ Ἅγιος πού πρίν νά πιστέψει στόν Χριστό, βασανίστηκε πολύ ἀπό τά διάφορα “γιατί”, πού τοῦ ὑπέβαλε ἡ ἀνθρώπινη λογική του.
Μέχρι πού εἶδε σέ μιά ἀκρογιαλιά ἕνα μικρό παιδάκι νά προσπαθεῖ νά μεταφέρει μέ τό κουβαδάκι του ὁλόκληρη τήν θάλασσα σ᾿ ἕνα μικρό λακουβάκι πού εἶχε σκάψει στήν ἄμμο.
Ὁ Ἅγιος χαμογέλασε ὅταν τό εἶδε καί τοῦ εἶπε:

Ἔ, τί κάνεις ἐκεῖ, μικρέ;
Θέλω νά βάλω τή θάλασσα στό λακουβάκι μου, τοῦ ἀπάντησε.
Μά πῶς εἶναι δυνατόν, μικρέ μου, νά βάλεις ὅλη τήν ἀπέραντη θάλασσα σ᾿ αὐτό τό λακουβάκι;

Τότε τοῦ ἀπάντησε ὁ φαινομενικά “μικρός”:

Καί σύ δέν κάνεις τό ἴδιο; Θέλεις τήν ἄπειρη σοφία τοῦ Θεοῦ νά τήν βάλεις στό μικρό ἀνθρώπινο μυαλουδάκι σου;
Μετά ἀπ᾿ αὐτό ἐξαφανίστηκε. Ἦταν ἄγγελος Κυρίου, ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Κύριό μας ἐξ αἰτίας τῶν θερμῶν προσευχῶν τῆς μητέρας του.
Τότε ὁ Ἅγιος συνῆλθε καί βάζοντας στήν ἄκρη τήν στενή ἀνθρώπινη λογική, πίστεψε στόν Θεό καί ἔπραξε μέ τόση συνέπεια τό ἅγιο θελημά Του, ὥστε ἔφθασε νά γίνει ἕνας ἅγιος ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.)

Μετά τό γεγονός αὐτό ἡ χριστιανή αὐτή μητέρα ἔδειξε θαυμαστή πίστη καί ὑπομονή ὅταν ἔφυγε τό παιδάκι της καί τήν ἀξίωσε ὁ Θεός νά γίνει καί πρεσβυτέρα, ὅταν ἀργότερα ὁ σύζυγός της χειροτονήθηκε ἱερέας.

Στόν Θεό ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!


Ἀπό το βιβλίο: “Νεώτερα θαύματα τῆς Παναγίας στη Βαρνάκοβα
και Ἱστορίες γιά την Αἰωνιότητα”

Ἐκδόσις Ἱ.Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας
Δορίδα 2007

Μόνον ὅσοι δέν πολεμοῦν, δέν τραυματίζονται!



Έπεσες; Να ξανασηκωθείς!
Δεν είναι φοβερό ο παλαιστής να πέσει. Φοβερό είναι να μείνει στην πτώση του.
Ούτε είναι δύσκολο ο πολεμιστής να τραυματισθεί. Το κακό είναι μετά τον τραυματισμό να απογοητευθεί και να παραμελήσει το τραύμα…
Πόσοι αθλητές ύστερα από πολλές αποτυχίες αναδείχθηκαν νικητές!…
Μόνον όσοι δεν πολεμούν, δεν τραυματίζονται.
Όσοι όμως με καρδιά ρίχνονται στη φωτιά της μάχης είναι φυσικό και να χτυπηθούν και να πέσουν.

Αυτό ακριβώς που έγινε τώρα και με σένα. Επιχείρησες να εξοντώσεις το φίδι της αμαρτίας και στην προσπάθειά σου αυτή δέχθηκες το δάγκωμα του.
Έχε όμως θάρρος. Εκείνο που σου χρειάζεται τώρα είναι να επαγρυπνείς και θα δεις ότι σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε ίχνος από το τραύμα σου.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά με τη χάρη του Θεού θα συντρίψεις και αυτή την κεφαλή του πονηρού…

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

xristianos.gr

Πώς "μετριέται" ο Θεός!




Ἄλλοι μετρᾶνε χρήματα στά πορτοφόλια καί στούς λογαριασμούς τους,
ἄλλοι μετρᾶνε ροῦχα, παπούτσια καί κοσμήματα στίς ντουλάπες καί στά συρτάρια τους,
ἄλλοι μετρᾶνε πτυχία,
ἄλλοι μετρᾶνε τρόπους καί χρόνο διασκέδασης,
ἄλλοι μετρᾶνε ἀκίνητα, κότερα, ἀμάξια,
ἄλλοι μετρᾶνε χιλιόμετρα καί τόπους σέ ταξίδια,
ἄλλοι μετρᾶνε φίλους,
ἄλλοι μετρᾶνε σχέσεις,
Μετρᾶνε, μετρᾶνε, μετρᾶνε,...κάθε λογῆς κοσμικές «ἐπιτυχίες» καί "συμφέροντα", μέ ἡμερομηνία λήξης στήν καλύτερη περίπτωση καί ἐπιζήμιες καί ψυχολέθριες στήν χειρότερη!

Κι ὅλα αὐτά γιατί; Στήν αἰωνιότητα, τίποτε ἀπό αὐτά δέν θά ὐπάρχει!

Ἄδικα τόσο μέτρημα! Ματαιότης, ματαιοτήτων...

-Τότε, τί συμφέρει κι ἀξίζει πραγματικά νά μετρήσουμε; ρωτᾶς...

-Μέτρησε τόν Θεό, γιατί μονάχα Αύτός εἶναι αἰώνιος! Ποτέ δέν θά τελειώσει, ὅπως ὅλα τά ὑπόλοιπα!

-Καί πῶς νά τόν μετρήσεις; πάλι ρωτᾶς... (εἶναι καί Ἄπειρος θά πεῖς μέ ἀπορία...)!

-Κι ὅμως μετριέται!!!...
Ἄν θέλεις,
Τόν ἔχεις μέσα στά χέρια σου,
Τόν ἔχεις μέσα στό νοῦ σου,
Τόν ἔχεις μέσα στήν καρδιά σου!
Σέ ἕνα κομποσχοίνι
καί σέ κάθε σκέψη,
σέ κάθε χτύπο τῆς καρδιᾶς,
σέ κάθε ἀνάσα,
πού κι αὐτά μπορεῖς νά τά κάνεις
κόμπους ἑνός νοεροῦ κομποσχοινιοῦ!

Ὁ Θεός μετριέται μέ εὐχές καί προσευχές!
Γιά σένα, γιά τούς ἄλλους καί γιά ὅλον τόν κόσμο...ὅποτε θέλεις, ὄπου θέλεις, ὅσες φορές θέλεις!
Τοῦ δίνεις τίς δεήσεις σου
καί σοῦ δίνει αἰωνιότητα!

Βάλε τόν Θεό στήν ζωή σου,
βάλε τόν Θεό καί στό νοῦ σου
καί στήν σκέψη σου
καί στήν καρδιά σου...παντοῦ καί πάντοτε!

Καί λᾶβε αἰωνιότητα, μἐ αὐτά μόνο τά λίγα πού θά δώσεις σέ μιά τόση δά μικρή καί πρόσκαιρη ζωή! Δέν ἀξίζει αὐτό πραγματικά;

Μ.Σ. ἐκπ/κός

Ἁμαρτίες σάν πέτρες καί χαλικάκια...



Κάποτε, επισκέφτηκαν τον Άγιο Αλέξιο (έναν Ρώσο δια Χριστόν σαλό της επαρχίας Βορονέζ) δύο γυναίκες. 
Η πρώτη βασανιζόταν από την συνείδησή της, καθώς είχε διαπράξει ένα φοβερό αμάρτημα, ενώ η άλλη δεν έκανε τίποτα άλλο απ' το να κλαψουρίζει:
"Είμαι αμαρτωλή, όπως όλος ο κόσμος. Όπως ξέρετε πάτερ μου, είναι αδύνατον να ζει κανείς χωρίς ν' αμαρτάνει".
Έδειξε με συγκεκριμένο τρόπο και στις δύο τι σήμαιναν τα λεγόμενά τους, και τις έστειλε σ' ένα χωράφι. 
Σ' εκείνη που είχε διαπράξει το μοναδικό αμάρτημα που τη συνέτριβε, ζήτησε να πάει να ψάξει την πιο βαριά πέτρα που μπορούσε να σηκώσει και να του τη φέρει. Στην άλλη έδωσε την εντολή να μαζέψει στην ποδιά της όσα περισσότερα χαλίκια μπορούσε. 
Όταν οι δύο γυναίκες γύρισαν πίσω, τους ζήτησε να ξαναπάνε και να αφήσουν τις πέτρες στο ίδιο ακριβώς μέρος απ' όπου τις είχαν πάρει. 
Η πρώτη πήγε κατευθείαν στο χώρο που είχε μαζέψει την πέτρα, της οποίας το αποτύπωμα ήταν ακόμα ορατό στο έδαφος, και την ξανάβαλε στη θέση της. 
Η δεύτερη όμως, περιπλανιόταν χωρίς να μπορεί θυμηθεί που είχε βρει όλα εκείνα τα χαλικάκια... 
Μ΄αυτόν τον τρόπο, απέδειξε εκείνος ο δια Χριστόν σαλός ότι δεν πρέπει να μεταχειριζόμαστε με περιφρόνηση και υπεροψία κάτι που μοιάζει ασήμαντο, αλλά από το οποίο καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να μας απαλλάξει! 
Οφείλουμε να στοχαστούμε πάνω σ' αυτά: Αν πραγματικά δεν δίνουμε σημασία στις μικρές αμαρτίες, δεν μπορούμε να τις καθαρίσουμε ή και αν η συνήθεια αγκιστρωθεί στην αδιαφορία για τα μικρά σφάλματα, τότε η αμέλεια γίνεται η δεύτερη φύση μας και αρχίζουμε ν' αμαρτάνουμε ολοένα και περισσότερο, αρχίζουμε δηλαδή σταδιακά να παραμορφωνόμαστε και να καταστρέφουμε, ν' αφανίζουμε, να βεβηλώνουμε την εικόνα του Θεού μέσα μας. 

Από το βιβλίο "Το μυστήριο της ίασης" του Μητροπολίτη Άντονι Μπλουμ

http://tokandylaki.blogspot.gr

Περί μετανοίας



"Κλίμαξ"
ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ, Περί μετανοίας 
(Διά την πραγματικήν και γνησίαν μετάνοια 
και διά τους αγίους καταδίκους και διά την Φυλακήν)

1. Ο Ιωάννης κάποτε, (την ημέρα της Αναστάσεως), έτρεξε πρίν από τον Πέτρο (στον τάφο του Κυρίου). Και εμείς ετοποθετήσαμε τον λόγο της υπακοής πρίν από τον λόγο της μετανοίας. Διότι ο Ιωάννης έγινε τύπος υπακοής, ενώ ο Πέτρος μετανοίας.

2. Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως, αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για την σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη.
Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις με τον Κύριον, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων. Μετανοών σημαίνει επινοητής τιμωριών του εαυτού του. Μετάνοια σημαίνει υπερβολική ταλαιπωρία της κοιλίας (με νηστεία) και κτύπημα της ψυχής με υπερβολική συναίσθησι.

3. Τρέξατε και ελάτε. Ελάτε όλοι όσοι παρωργίσατε τον Θεόν, για να ακούσετε αυτά που έχω να σας διηγηθώ. Συγκεντρωθήτε για να ιδήτε αυτά πού μου έδειξε ο Θεός προς οικοδομήν. Ας τοποθετήσωμε πρώτη και ας προτιμήσωμε μια διήγησι πού αναφέρεται σε τιμημένους εργάτες της αρετής πού ζούσαν χωρίς τιμή.

4. Όσοι ανέλπιστα επέσαμε σε κάποια αμαρτία, ας τα ακούσωμε αυτά και ας τα κρατήσωμε και ας τα μιμηθούμε. Σηκωθήτε και καθήσατε (να ακούσετε) εσείς πού είσθε πεσμένοι από τις αμαρτίες. Δώστε προσοχή στον λόγο μου, αδελφοί μου. Ανοίξατε τα αυτιά σας όλοι εσείς πού θέλετε με πραγματική επιστροφή να συμφιλιωθήτε πάλι με τον Θεόν.

5. Όταν άκουσα εγώ ο μικρός και αδύνατος ότι ήταν σπουδαίος και θαυμαστός ο τρόπος της ζωής και η ταπείνωσις αυτών πού έμεναν στην απομονωμένη Μονή, την λεγόμενη Φυλακή, η οποία υπαγόταν στον εξαίρετο εκείνο φωστήρα πού προαναφέραμε, παρεκάλεσα τον όσιο να την επισκεφθώ. Και πράγματι υπεχώρησε στην παράκλησί μου ο μέγας Ποιμήν, μη θέλοντας ποτέ να λυπήση άνθρωπο.
Μόλις έφθασα λοιπόν στη Μονή αυτών πού μετανοούσαν, και στον τόπο αυτών πού αληθινά πενθούσαν, αντίκρυσα πραγματικά, αν μπορούμε να το ειπούμε, πράγματα πού οφθαλμός αμελούς ανθρώπου δεν είδε και αυτί ραθύμου δεν άκουσε και νους ανθρώπου οκνηρού δεν εφαντάσθηκε (πρβλ. Α΄ Κορ. β΄ 9). Είδα και άκουσα πράγματα και λόγια πού έχουν την δύναμι να εκβιάσουν το έλεος του Θεού, τρόπους και μορφές ασκήσεως πού μπορούσαν να κάμψουν σύντομα την φιλανθρωπία Του.
Άλλους από τους ενόχους αυτούς και όχι πλέον ενόχους, τους είδα να ίστανται όλη την νύκτα μέχρι το πρωί στην ύπαιθρο. Να έχουν τα πόδια ακίνητα. Από την πίεσι του ύπνου και την βία πού εξασκούσαν επάνω στην φύσι τους να πηγαίνουν πέρα-δώθε κατά τρόπο αξιολύπητο. Να μη προσφέρουν στον εαυτό τους καμμία ανάπαυσι. Αντίθετα δε να τον επιπλήττουν, να τον ξυπνούν και να του επιτίθενται με «ατιμίες» και ύβρεις. Άλλους τους είδα να ατενίζουν τον ουρανό με ύφος αξιολύπητο, και με οδυρμούς και κραυγές να επικαλούνται από εκεί την βοήθεια.
Άλλους να ίστανται στην προσευχή δένοντας τά χέρια πίσω σαν τους καταδίκους, σκύβοντας το σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας και καταδικάζοντας τον εαυτό τους ανάξιο να ατενίση προς τον ουρανό. Να μην έχουν να ειπούν ή να προσφέρουν κάτι στον Θεόν, από την αμηχανία πού τους προκαλούσε η σκέψις και η συναίσθησις της αμαρτωλότητός των. Να μην ευρίσκουν πώς ή από πού να αρχίσουν την ικεσία. Να παρουσιάζουν μόνο στον Θεό μία ψυχή αμίλητη και έναν νου άφωνο γεμάτο από σκοτισμό και από κάποια απελπισία.
Άλλοι πάλι να κάθωνται στο έδαφος σε σάκκο και σποδό, να έχουν το πρόσωπο χωμένο στα γόνατα και να κτυπούν το μέτωπο στη γη. Άλλοι να κτυπούν συνεχώς το στήθος τους, να καταδικάζουν και να ανακαλούν την αμαρτωλή τους ψυχή και ζωή. Μερικοί από αυτούς έβρεχαν το έδαφος με τα δάκρυά τους. Και μερικοί πού δεν είχαν δάκρυα επλήγωναν το σώμα τους με δυνατά κτυπήματα. Άλλοι, πού δεν μπορούσαν να υποφέρουν την πίεση της καρδιάς, ωλόλυζαν για την ψυχή τους ωσάν για νεκρό. Και άλλοι εβογγούσαν εσωτερικά και εμπόδιζαν να εξέλθη από το στόμα το βογγητό. Μερικές όμως φορές, μη μπορώντας να συγκρατηθούν, αναστέναζαν απότομα.
Είδα εκεί μερικούς που έδειχναν σαν παράφρονες, τόσο με τα φερσίματά τους, όσο και με το κλείσιμο στον εαυτό τους. Έδειχναν σαν αποσβολωμένοι από την πολλή αδημονία, γεμάτοι σκοτισμό και σχεδόν αναίσθητοι για κάθε πράγμα της παρούσης ζωής. Είχαν πλέον βυθίσει τον νους τους στην άβυσσο της ταπεινώσεως, και με το πύρ της θλίψεως είχαν τηγανίσει και καταξηράνει τά δάκρυα των οφθαλμών τους. Άλλους να κάθωνται με σύννοια, να σκύβουν στην γη, να κινούν αδιάκοπα το κεφάλι τους, να αναστενάζουν και να μουγκρίζουν ωσάν λεόντες μέσα από τα βάθη της καρδιάς των, μέσα από τα δόντια τους.
Μερικοί από αυτούς προσεύχονταν γεμάτοι ελπίδα και επιζητούσαν τελεία άφεσι. Άλλοι από ανέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν και έκριναν τον εαυτό τους ανάξιο συγχωρήσες, και έκραζαν πώς δεν μπορούν να απολογηθούν στον Θεόν. Μερικοί εκλιπαρούσαν να τιμωρηθούν εδώ, για να ελεηθούν εκεί. Άλλοι πού ήταν συντετριμμένοι από το βάρος της συνειδήσεως, έλεγαν με ειλικρινή πόθο: «Είμαστε ευχαριστημένοι, εάν ούτε κολασθούμε ούτε αξιωθούμε της επουρανίου βασιλείας».
Είδα εκεί μέσα ψυχές ταπεινές και συντετριμμένες πού ελύγιζαν από το βάρος του φορτίου των αμαρτιών και με τις κραυγές τους προς τον Θεόν μπορούσαν να κάνουν και τις αναίσθητες πέτρες να ραγίσουν. Σκυμμένοι προς την γή εκραύγαζαν: «Το γνωρίζομε. Το γνωρίζομε. Μας αξίζει κάθε τιμωρία και κάθε κόλασις. Και δικαίως. Και αν ακόμη συναθροίζαμε όλη την οικουμένη να πενθή για εμάς, δεν θα ήταν αρκετό να μας δικαιώση για τα τόσα μας χρέη. Ένα όμως μόνο παρακαλούμε, ένα δυσωπούμε, ένα ικετεύουμε: «Μη τώ θυμώ σου ελέγξης ημάς, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης ημάς» (Ψαλμ. στ΄ 2). 
Μήτε να μας τιμωρήσης με την δικαία κρίσι σου. Αλλά να μας αντιμετωπίσης με την επιείκειά σου και αρκεί αυτή να μας απαλλάξη ολίγο από την βαρειά απειλή σου και από τις κρυφές και άγνωστες τιμωρίες της κολάσεως. Δεν τολμούμε να ζητήσουμε τελεία άφεσι, διότι πώς να το κάνουμε αυτό; 
Άνθρωποι, πού δεν εφυλάξαμε καθαρό το μοναχικό μας επάγγελμα, αλλά το εμολύναμε και μάλιστα μετά από την φιλανθρωπία και συγχώρησι πού προηγήθηκε, (την συγχώρησι των μετά το βάπτισμα και πρό της κουράς αμαρτιών).
Μπορούσε εκεί, αγαπητοί μου, μπορούσε εκεί να ιδή κανείς να πραγματοποιούνται πλήρως τα λόγια του Δαβίδ. Μπορούμε να ιδή «ανθρώπους πού ήταν ταλαιπωρημένοι και κυρτωμένοι συνεχώς μέχρι το τέλος της ζωής τους, πού όλη την ημέρα περπατούσαν σκυθρωποί, που ανέδιδαν δυσοσμία από τις σαπισμένες πληγές του σώματός τους, ανθρώπους πού δεν εφρόντιζαν τον εαυτόν τους, πού ξεχνούσαν να φάγουν τον άρτο τους, πού έπιναν το ύδωρ αναμεμειγμένο με δάκρυα, και έτρωγαν χώμα και στάχτη μαζί με τον άρτο, πού είχαν τα οστά κολλημένα στο δέρμα και ωμοίαζαν με ξηρό χορτάρι» (Ψαλμ. λζ΄ 7, 6, ρα΄ 5, 10, 6, 12). 
Τίποτε άλλο δεν μπορούσες να ακούσης από αυτούς, παρά μόνο τούτα τα λόγια: 
ουαί – ουαί, αλλοίμονο – αλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Άλλοι έλεγαν: ελέησέ μας – ελέησέ μας. Και άλλοι ακόμη πιο λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, εάν είναι δυνατόν.
Μπορούσες να ιδής εκεί φλογισμένες γλώσσες πού εκρέμονταν έξω από το στόμα όπως των σκύλων. Άλλοι ετιμωρούσαν τον εαυτό τους στον καύσωνα, και άλλοι τον εβασάνιζαν στο ψύχος. Μερικοί εδοκίμαζαν από το ύδωρ τόσο, όσο μόνο για να μην αποθάνουν από την δίψα. Και μερικοί αφού έτρωγαν ολίγο από τον άρτο, τον υπόλοιπο τον επετούσαν με το χέρι μακρυά, λέγοντας πώς είναι ανάξιοι να γευθούν την τροφή των λογικών ανθρώπων, αφού διέπραξαν τα έργα των άλογων ζώων.
Πού να εμφανισθή ανάμεσα σ΄αυτούς γέλιο; Πού αργολογία; Πού θυμός; Πού οργή; Αυτοί δεν εγνώριζαν αν υπάρχη ακόμη οργή μεταξύ των ανθρώπων, διότι το πένθος είχε σβήσει τελείως τον θυμό μέσα τους. Πού να συναντήσεις την αντιλογία; Πού εορτή; Πού παρρησία; Πού ευχαρίστησι και περιποίησι του σώματος; Πού ίχνος κενοδοξίας; Πού ελπίδα τρυφής; Πού ενθύμησις οίνου; Πού γεύσι φρούτων; Πού παρηγορία χύτρας; Πού γλύκισμα για τον λάρυγγα; Όλων τούτων η ελπίδα είχε σβήσει γι΄αυτούς. Πού να συναντήσης σ΄αυτούς μέριμνα για επίγεια πράγματα; Πού κατάκρισι κάποιου ανθρώπου; Πουθενά!
Όσα έλεγαν και εκραύγαζαν αυτοί προς τον Κύριον ήταν τα εξής: Μερικοί, ωσάν να ίσταντο εμπρός στην πύλη του ουρανού, εκτυπούσαν δυνατά το στήθος και έλεγαν προς τον Θεόν: «Άνοιξέ μας, άνοιξε, ώ δικαστά, άνοιξέ μας, αφού εμείς με τις αμαρτίες μας εκλείσαμε για τον εαυτό μας την πύλη». Άλλοι έλεγαν: 
«Επίφανον το πρόσωπόν σου μόνον, και σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ΄ 4). 
Ένας έλεγε: «Επίφανον τοίς έν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις ταπεινοίς» (Ησ. θ΄ 2). Άλλος πάλι: «Ας μας προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οι οικτιρμοί σου, διότι εχαθήκαμε, διότι απελπισθήκαμε, διότι εσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη΄ 8).
Μερικοί από αυτούς έλεγαν: «Θα φανερωθή άραγε πλέον σ΄εμάς ο Κύριος»; 
Και άλλοι: «Εξώφλησε άραγε η ψυχή μας το χρέος το ανυπέρβλητο»; 
Άλλος: «Θα καταπραϋνθή άραγε τώρα πλέον από εμάς ο Κύριος; Θα τον ακούσωμε άραγε να λέγη σ΄εμάς τους δεμένους μ΄άλυτα δεσμά, «εξέλθετε»; 
Και σ΄εμάς πού ευρισκόμαστε στον άδη της μετανοίας, «είσθε συγχωρημένοι»; Έφθασε άραγε η κραυγή μας στα αυτιά του Κυρίου»;
Όλοι επερνούσαν τον καιρό τους έχοντας συνεχώς εμπρός στους οφθαλμούς των τον θάνατο και λέγοντας:
«Άραγε ποια θα είναι η κατάληξις; 
Άραγε ποια θα είναι η απόφασις; 
Άραγε ποιο θα είναι το τέλος μας; 
Άραγε υπάρχει επαναφορά; 
Άραγε υπάρχει συγχώρησις σ΄εμάς τους σκοτεινούς, τους ταπεινούς, τους καταδίκους; Άραγε μπόρεσε η δέησίς μας να φθάση ενώπιον του Κυρίου ή εγύρισε πίσω ταπεινωμένη και ντροπιασμένη; 
Άραγε, αν έφθασε, τι κατώρθωσε; 
πόσο Τον εξευμένισε; πόσο ωφέλησε; 
πόσο ενήργησε; 
διότι εβγήκε από ακάθαρτα στόματα και σώματα και δεν έχει πολλή δύναμι. 
Άραγε μας συμφιλίωσε τελείως με τον Κριτή; 
Άραγε έν μέρει; 
Άραγε για τα μισά τραύματά μας; 
επειδή είναι πράγματι μεγάλα και χρειάζονται πολλούς ιδρώτες και μόχθους. 
Άραγε μας επλησίασαν καθόλου οι φύλακές μας (άγγελοι) ή ίστανται ακόμη μακρυά; 
Εάν εκείνοι δεν μας πλησιάσουν, όλοι μας οι κόποι είναι μάταιοι και ανωφελείς, διότι η προσευχή μας, εάν δεν την πάρουν οι προστάτες μας άγγελοι, ερχόμενοι πλησίον μας, και την προσφέρουν στον Κύριον, δεν έχει δύναμη παρρησίας ούτε φτερά καθαρότητος για να φθάση σ΄Αυτόν».
Γι΄αυτά πολλές φορές και μεταξύ τους απορούσαν και έλεγαν: 
«Άραγε, αδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; 
Άραγε επιτυγχάνωμε αυτό πού ζητούμε; 
Άραγε μας δέχεται πάλι ο Θεός; Άραγε μας ανοίγει την θύρα»;
Και οι άλλοι απαντούσαν:
«Ποιος ξέρει -όπως το είπαν οι αδελφοί μας οι Νινευίτες- μήπως μεταμεληθή ο Κύριος και μας λυτρώση από την μεγάλη έστω τιμωρία; (Ιωνά γ΄ 9). 
Εμείς όμως ας πράξωμε ό,τι εξαρτάται από εμάς. Και αν μέν μας ανοίξη, πολύ καλά, ειδεμή «ευλογητός Κύριος ο Θεός», ο οποίος δίκαια μας έκλεισε έξω. Πλήν όμως ας επιμείνωμε κτυπώντας μέχρι το τέλος της ζωής μας, και ίσως, βλέποντας την πολλή μας αναίδεια και επιμονή, μας ανοίξη ο Αγαθός».
Γι΄αυτό και έλεγαν παρακινώντας τους εαυτούς των:
« Δράμωμεν, αδελφοί, δράμωμεν. Έχομεν ανάγκη δρόμου και μάλιστα δρόμου σκληρού, διότι έχομε μείνει πίσω από την καλή μας συνοδία. Ας τρέξωμε χωρίς να λογαριάζωμε την ακάθαρτη και ταλαίπωρη σάρκα μας. Αν την φονεύσωμε και εμείς, όπως μας εφόνευσε και αυτή».
Έτσι και έκαναν οι μακάριοι εκείνοι υπόδικοι.
Έβλεπες σ΄αυτούς γόνατα αποσκληρυμένα από τις πολλές μετάνοιες. Οφθαλμούς λυωμένους και βυθισμένους στο βάθος των κόγχων. Απογυμνωμένοι από τρίχες, με μάγουλα πληγωμένα και φλογισμένα από την φλόγα των θερμών δακρύων.
Έβλεπες πρόσωπα ωχρά και καταμαραμένα πού δεν ξεχώριζαν καθόλου από πρόσωπα νεκρών. Στήθη που επονούσαν από τα κτυπήματα και αιματηρά πτύελα που προέρχονταν από τα γρονθοκοπήματα του στήθους.
Πού να ευρεθή εκεί στρώμα; 
Πού καθαρό ή στερεό ένδυμα; 
Όλα ήταν σχισμένα, ακάθαρτα και σκεπασμένα με ψείρες. Πού να συγκριθή με την ιδική τους ταλαιπωρία η ταλαιπωρία των δαιμονισμένων; 
Πού εκείνων που θρηνούν τους νεκρούς; 
Πού εκείνων πού ζούν εξόριστοι; 
Πού η τιμωρία των καταδικασμένων για φόνο; 
Ούτε συγκρίνεται η αθέλητη παίδευσις και τιμωρία αυτών με την ιδική τους την θεληματική.
Και σας παρακαλώ, αδελφοί, να μη τα θεωρήσετε σαν μύθους όσα σας είπα. Ικέτευαν οι άνθρωποι αυτοί πολλές φορές τον μεγάλο εκείνο δικαστή -τον Ποιμένα τους εννοώ, τον άγγελο πού ζούσε μεταξύ των ανθρώπων- να περισφίγξη τα χέρια και τον τράχηλό τους με σιδερένια δεσμά, και να δέση τα πόδια τους στο τιμωρητικό ξύλο, και να μη λυθούν από αυτά πρίν τους δεχθή το μνήμα. Ακόμη δε ούτε και σε μνήμα να τους βάλουν!
Δεν θα κρύψω καθόλου ούτε την ελεημένη ταπείνωσι αυτών των πραγματικά μακαρίων ούτε την συντετριμμένη προς τον Θεόν αγάπη και μετάνοιά τους.
Καθ΄όν χρόνον οι καλοί αυτοί κάτοικοι της χώρας της μετανοίας επρόκειτο να αναχωρήσουν προς τον Κύριον και να παρασταθούν εμπρός στο αδέκαστο βήμα, βλέποντας ότι τελειώνει πλέον η ζωή τους, μέσω του προϊσταμένου τους εκλιπαρούσαν με όρκους τον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή), να μην αξιωθούν ανθρωπίνης ταφής, αλλά να πεταχθούν σαν άλογα ζώα ή στο ρεύμα του ποταμού ή στα θηρία του αγρού.
Και πολλές φορές υπήκουσε και το έκανε ο λύχνος εκείνος της διακρίσεως, δίδοντας εντολή να τους κηδεύσουν χωρίς καμμία τιμή και ψαλμωδία.
Πόσο δε φοβερό και οικτρό ήταν το θέαμα της τελευταίας ώρας τους! Όταν δηλαδή οι συγκατάδικοι αντελαμβάνονταν πώς κάποιος πρίν από αυτούς επρόκειτο να αποθάνη, ενώ ακόμη είχε τις αισθήσεις του, τον περικύκλωναν. Και με δίψα, με πένθος, με επιθυμία, με αξιολύπητο ύφος και λυπητερά λόγια, κουνώντας το κεφάλι, υπέβαλλαν ερωτήσεις σ΄αυτόν πού έφευγε και με θερμή συμπάθεια του έλεγαν:
«Τι γίνεται αδελφέ και συγκατάδικε; 
Πώς βλέπεις τα πράγματα; 
Τι λέγεις; 
Τι ελπίζεις; 
Τι καταλαβαίνεις; 
Επέτυχες με τους κόπους σου αυτό πού εζητούσες ή δεν το κατόρθωσες; 
Άνοιξες ή ακόμη αισθάνεσαι ως ένοχος; 
Έφθασες ή απέτυχες; 
Έλαβες κάποια πληροφορία ή έχεις αβεβαία ελπίδα; 
Έλαβες άνεσι και ελευθερία ή ταλαντεύεται και αμφιβάλλει ακόμη ο λογισμός σου; Αισθάνθηκες μέσα στην καρδιά σου κάποιο φωτισμό ή βλέπεις ότι παραμένει ακόμη στο σκότος και στην ατιμία; 
Άκουσες μέσα σου καμμία φωνή να σου λέγη: «Ίδε υγιής γέγονας»; (Ιωάν. ε΄ 14) 
ή «αφέωνταί σοι αί αμαρτίαι»; (Λουκ. ζ΄ 48) 
ή «η πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ΄ 50). 
Ή μήπως αισθάνεσαι πώς ακούεις ακόμη την φωνή: «Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί είς τον άδην» (Ψαλμ. θ΄ 18) και «δήσαντες αυτού (=αφού του δέσετε) χείρας και πόδας εμβάλετε είς το σκότος» (Ματθ. κβ΄ 13) και «αρθήτω (=ας εκδιωχθή) ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»; (Ησ. κστ΄ 10). 
Τι λέγεις, αλήθεια, αδελφέ; 
Πές μας, σε ικετεύουμε, για να μάθωμε κι εμείς τι πρόκειται να συναντήσωμε. Για σένα πλέον έκλεισε η προθεσμία και δεν θα σου δοθή άλλη είς τον αιώνα».
Σ΄αυτά τα ερωτήματα άλλοι από τους ετοιμοθανάτους απαντούσαν: «Ευλογητός Κύριος, ός ούκ απέστησε (= απεμάκρυνε) την προσευχήν ημών, και το έλεος αυτού άφ΄ ημών» (Ψαλμ. ξε΄ 20). 
Άλλοι πάλι έλεγαν «Ευλογητός ο Κύριος πού δεν μας παρέδωσε στα δόντια τους να μας φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ΄ 6). Άλλοι γεμάτοι οδύνη έλεγαν: «Άραγε θα κατορθώση η ψυχή μας να περάση το αδιαπέραστο ύδωρ, δηλαδή το πλήθος των πονηρών πνευμάτων του αέρος»; (πρβλ. Ψαλ. ρκγ΄ 5). 
Δεν ετολμούσαν ακόμη να ξεθαρρέψουν, αλλά εσκέπτονταν συνεχώς τί γίνεται σ΄εκείνο το κριτήριο.
Και άλλοι από αυτούς απαντούσαν με άλλα πιο οδυνηρά λόγια: «Αλλοίμονο στην ψυχή πού δεν εφύλαξε το μοναχικό επάγγελμα άσπιλο. Αυτή και μόνο την ώρα θα καταλάβη τι την περιμένει».
Εγώ δε πού είδα σ΄ αυτούς και άκουσα τούτα, παρ΄ ολίγο θα απελπιζόμουν βλέποντας και συγκρίνοντας την αδιαφορία μου με την ιδική τους κακοπάθεια.
Αλλά και η διαμονή και η διαρρύθμισις του τόπου αυτού ποια ήταν! Ήταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, εντελώς ρυπαρά και ξηρά. Γι΄αυτό και πολύ σωστά ωνομάσθηκε Φυλακή και καταδίκη. Έτσι και μόνη η θέας της τοποθεσίας έφθανε για να διδάσκη την πλήρη μετάνοια και το πένθος.
Αυτά όμως πού για τους άλλους είναι δύσκολα, απαράδεκτα και ανεπιθύμητα, σε αυτούς που εξέπεσαν από την αρετή και τον πνευματικό πλούτο γίνονται ευχάριστα και ευπρόσδεκτα. Διότι η ψυχή πού εστερήθηκε την προηγουμένη παρρησία προς τον Θεόν, πού έχασε την ελπίδα της απαθείας, πού διέρρηξε την σφραγίδα της αγνότητος, πού της έκλεψαν τον πλούτο των χαρισμάτων, πού αποξενώθηκε από την θεία παρηγορία, πού αθέτησε το συμβόλαιό της με τον Κύριον, πού έσβησε μέσα της το χαριτωμένο πύρ των δακρύων, και πού πληγώνεται αναπολώντας αυτά και κεντάται οδυνηρά… όχι μόνο τους προηγουμένους κόπους τους δέχεται ολοπρόθυμα, αλλά, πολύ περισσότερο, επινοεί με ευσεβείς ασκήσεις να οδηγηθή στον θάνατον –εάν βέβαια απέμεινε μέσα της κάποιος σπινθήρ αγάπης ή φόβου του Κυρίου, όπως ακριβώς συνέβαινε σ΄αυτούς τους μακαρίους.
Έχοντας στον νου τους αυτά και αναλογιζόμενοι το ύψος από το οποίο εξέπεσαν, έλεγαν: «Εμνήσθημεν ημερών αρχαίων (Ψαλμ. ρμβ΄ 5), την πρώτη δηλαδή φλόγα του ζήλου μας». Άλλοι εφώναζαν προς τον Θεόν: «Πού είσι τα ελέη σου τα αρχαία Κύριε, ά έδειξας τη ψυχή ημών έν τη αληθεία σου; Μνήσθητι του ονειδισμού και του μόχθου των δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 50-51).
Άλλος: «Ποιος να με εγύριζε στον παρελθόντα καιρό, στις ημέρες πού με επροστάτευε ο Θεός, τότε πού ο φωτεινός λύχνος Του έφεγγε επάνω από την κεφαλή μου, την κεφαλή της καρδιάς μου»; (Ιώβ κθ΄ 2-3).
Με πόση νοσταλγία ενθυμούντο τα προηγούμενα κατορθώματά τους, και κλαίοντας γι΄ αυτά σαν μικρά παιδιά, έλεγαν:
«Πού είναι η καθαρότης της προσευχής; 
Πού το θάρρος και η παρρησία της; 
Πού το γλυκύ δάκρυ αντί του τωρινού πικρού; 
Πού η ελπίς της τελείας αγνότητος και καθάρσεως; 
Πού η προσδοκία της μακαρίας απάθειας; 
Πού η πίστις προς τον Γέροντα; 
Πού η ενέργεια της προσευχής του σ΄εμάς; 
Εχάθηκαν όλα αυτά, εξέλιπαν σαν να μην υπήρξαν καθόλου, εξαφανίσθηκαν σαν ανύπαρκτα και διελύθησαν».
Ενώ έλεγαν αυτά και εθρηνούσαν, μερικοί προσεύχονταν να καταληφθούν από δαιμόνιο. Άλλοι ικέτευαν τον Κύριον να αποκτήσουν λέπρα. Άλλοι, να χάσουν την όρασί τους, και να γίνουν σ΄ όλους αξιολύπητο θέαμα. Άλλοι, να πέσουν παράλυτοι στο κρεββάτι, αρκεί μόνο να μη δοκιμάσου τά (μελλοντικά) εκείνα κολαστήρια.
Εγώ τότε, αγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εισήλθα ολόκληρος μέσα στο πένθος τους, και ο νούς μου αιχμαλωτίσθηκε εντελώς, χωρίς να μπορώ να τον επαναφέρω. Ας επιστρέψωμε όμως πάλι στην σειρά του λόγου.
Αφού παρέμεινα τριάντα ημέρες σ΄αυτήν την φυλακή, επιστρέφω ο ανυπομόνητος στο μεγάλο Κοινόβιο, στον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή). Αυτός δε ο πάνσοφος βλέποντάς με σαν να είμαι άλλος άνθρωπος και σαν να τα έχω χαμένα, κατάλαβε την αιτία και μου λέγει: «Τι συμβαίνει, πάτερ Ιωάννη; 
Είδες τους άθλους των αγωνιζομένων»;
Και εγώ του απήντησα: «Τους είδα, πάτερ μου, και τους εθαύμασα και εμακάρισα αυτούς πού έπεσαν και πενθούν, περισσότερο από εκείνους πού δεν έπεσαν και δεν πενθούν για τον εαυτό τους, διότι με την πτώσι τους εσηκώθηκαν και εστάθηκαν σε μία κατάστασι πού δεν κινδυνεύουν πλέον». Εκείνος δε μου είπε: «Πραγματικά, έτσι είναι».
Και έν συνεχεία με την αψευδή του γλώσσα μου διηγήθηκε: «Πρό δεκαετίας είχα εδώ έναν αδελφό με υπερβολικό ζήλο, αγωνιστή, και τόσο σπουδαίο, ώστε, καθώς τον έβλεπα να καίη μέσα του τέτοια φλόγα, έτρεμα και εφοβόμουν υπερβολικά τον φθόνο του διαβόλου, μήπως με την μεγάλη ταχύτητα που έτρεχε σκοντάψη σε κάποια πέτρα το πόδι του, πράγμα που συμβαίνει συνήθως σ΄αυτούς πού προχωρούν με ταχύτητα. Και αυτό (δυστυχώς) έγινε.
» Και αμέσως μετά την πτώσι του, αργά το βράδυ, έρχεται σε μένα, μου αποκαλύπτει γυμνό το τραύμα του, ζητεί έμπλαστρο, παρακαλείνα το καυτηριάσω, ανησυχεί υπερβολικά. Βλέποντας όμως τον ιατρό να μη θέλη να του φερθή απότομα -εφ΄ όσον άλλωστε άξιζε να τον συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στο έδαφος, αγκαλιάζει τα πόδια μου, τα λούζει με άφθονα δάκρυα και ζητεί να καταδικασθή στην φυλακή αυτή που είδες.
«Είναι αδύνατο, εφώναζε, να μην πάω εκεί».
» Έτσι αναγκάζει να μεταβληθή η ευσπλαγχνία του ιατρού σε σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξύ των αρρώστων και εντελώς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα και παίρνει θέσι ανάμεσα στους μετανοούντας, συμμερίζεται το πένθος τους και συμμετέχει σ΄αυτό πρόθυμα. Πληγώθηκε δε στην καρδιά από την λύπη για την αγάπη του Θεού σαν με ξίφος, με αποτέλεσμα να αποδημήση σε οκτώ ημέρες προς τον Κύριον, αφού προηγουμένως εζήτησε να μην αξιωθή ενταφιασμού. Εγώ όμως αντιθέτως, ως άξιο, και εδώ στο Κοινόβιο τον έφερα, και τον έθαψα μαζί με τους άλλους πατέρας. Έτσι μετά την εβδόμη ημέρα της σκλαβιάς, την ογδόη ημέρα ελύθηκε από τα δεσμά και ελευθερώθηκε [1].
Υπάρχει δε κάποιος [2] που αντελήφθηκε πολύ καλά, πώς ο προηγούμενος μοναχός δεν σηκώθηκε από τα ταπεινά πόδια μου, πρίν εξευμενίση τον Θεόν. Και δεν είναι άξιον απορίας. Διότι μέσα στην καρδιά του έβαλε την πίστι της πόρνης εκείνης του Ευαγγελίου, και με μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε και αυτός με τα δάκρυά του τα δικά μου αχρεία πόδια. Όπως δε είπε ο Κύριος, «πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄ 23).
6. Είδα ψυχές πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον. Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού. Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48) δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ» και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον.
7. Δεν το αγνοώ, θαυμαστοί μου φίλοι, ότι σε μερικούς τα κατορθώματα των μακαρίων αυτών ανθρώπων πού σας διηγήθηκα θα φανούν απίστευτα, σε άλλους δύσπιστα και σε άλλους ότι δημιουργούν απόγνωσι. Ο γενναίος όμως άνδρας μάλλον θα ωφεληθή. Θα πάρη από αυτά ένα κεντρί και ένα πυρωμένο βέλος και θα φύγη με φλογερό ζήλο στην καρδιά του. Αλλά και αυτός πού έχει ολιγώτερη προθυμία, θα καταλάβη την αδυναμία του, θα αποκτήση εύκολα ταπεινοφροσύνη με την αυτομεμψία και θα τρέξη πίσω από τον προηγούμενο. Δεν γνωρίζω μάλιστα μήπως και τον προφθάση. Αντίθετα ο αμελής άνδρας δεν πρέπει ούτε να πλησιάση (και να ακούση) αυτά που διηγήθηκα, μη τυχόν πέση σε τελεία απόγνωσι και σκορπίση και αυτό (το ολίγο) πού μέχρι τώρα κατορθώνει, και εφαρμοσθή έτσι σ΄ αυτόν ο λόγος της Γραφής: «Από αυτόν πού δεν έχει -προθυμία- και αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθή» (Ματθ. κε΄ 29).
8. Δεν είναι δυνατόν σ΄εμάς πού επέσαμε στον λάκκο των ανομιών, να ανελκυσθούμε από εκεί, εάν δεν καταδυθούμε στην άβυσσο της ταπεινώσεως των μετανοούντων.
9. Διαφορετική είναι η θλιμμένη ταπείνωσις των πενθούντων και διαφορετικός ο έλεγχος και η καταδίκη της συνειδήσεως αυτών πού ακόμη περιπίπτουν σε αμαρτίες. Διαφορετική επίσης είναι «η μακαρία πλουτοταπείνωσις» που αποκτούν με την ενέργεια της θείας χάριτος οι τέλειοι. Ας μη βιασθούμε να γνωρίσωμε την τρίτη κατάστασι με λόγια, διότι αδίκως θα τρέξωμε. Της δευτέρας καταστάσεως γνώρισμα είναι η πλήρης υποδοχή και υπομονή κάθε ατιμίας. Εκείνον δε (πού ανήκει στην πρώτη περίπτωσι), τον άνθρωπο δηλαδή που πενθεί, τον τυραννούν πολλές φορές οι αμαρτωλές συνήθειες και αναμνήσεις του παρελθόντος. Και αυτό βέβαια δεν είναι κάτι το παράδοξο.
10. Ο λόγος για τις ένοχες πράξεις και για τις πτώσεις είναι σκοτεινός και ακατανόητος για κάθε ψυχή. Είναι δύσκολο να γνωρίζωμε ποιες πτώσεις μας προέρχονται από αμέλεια, ποιες από σκόπιμη εγκατάλειψι του Θεού και ποιές από αποστροφή του Θεού. Το μόνο πού κάποιος μου εξήγησε είναι, ότι όσες μας συμβαίνουν από σκόπιμη παραχώρησι του Θεού έχουν σύντομη επανόρθωσι, διότι ο Θεός πού μας παρέδωσε δεν μας αφίνει επί πολύ αιχμαλώτους σε αυτές.
11. Όσοι επέσαμε, ας πολεμήσωμε πρό πάντων τον δαίμονα της λύπης. Διότι αυτός έρχεται δίπλα μας την ώρα της προσευχής, μας ενθυμίζει την προηγουμένη μας παρρησία και προσπαθεί να αχρηστεύση την προσευχή μας.
12. Μη τρομάξης όταν πέφτης κάθε ημέρα, και μη εγκαταλείψης τον αγώνα. Αντιθέτως να ίστασαι ανδρείως και οπωσδήποτε να ευλαβηθή την υπομονή σου ο φύλαξ άγγελός σου. Όσο είναι ακόμη πρόσφατο και ζεστό το τραύμα, τόσο και ευκολώτερα θεραπεύεται. Ενώ τα τραύματα πού εχρόνισαν, σαν παραμελημένα και αποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται, και χρειάζονται για να ιατρευθούν πολύ κόπο και νυστέρι και ξυράφι και το εδώ πύρ των καυτηριασμών, (δηλαδή το πύρ των εδώ θλίψεων, έν αντιθέσει με το μελλοντικό πύρ της κολάσεως).
13. Πολλά ψυχικά τραύματα πού εχρόνισαν είναι ανίατα. Στον Θεόν όμως όλα είναι δυνατά.
Πρίν από την πτώσι οι δαίμονες αποκαλούν τον Θεόν φιλάνθρωπο. Μετά όμως από την πτώσι τον αποκαλούν σκληρό.
14. Εάν μετά από την μεγάλη σου πτώσι πέσης και σε κάποιο μικρό αμάρτημα και σου ειπή ο λογισμός, «είθε να μην έπεφτες σ΄εκείνο το μεγάλο, τούτο το μικρό δεν είναι τίποτε το σπουδαίο», μην τον παραδεχθής αυτόν τον λογισμό. (Και τα μικρά πράγματα έχουν την σημασία τους). Πολλές φορές μάλιστα μερικά μικρά δώρα κατεπράϋναν τον μεγάλο θυμό του δικαστού.
15. Όποιος πραγματικά εξοφλεί αμαρτίες, την ημέρα πού δεν επένθησε την θεωρεί χαμένη, έστω και αν έπραξε κατ΄αυτήν μερικά άλλα καλά έργα.
16. Κανείς από τους πενθούντας άς μη περιμένη την πληροφορία της συγχωρήσεως την στιγμή του θανάτου. Διότι κάτι πού είναι άγνωστο είναι και αβέβαιο. Γι΄αυτό και κάποιος έλεγε: «Άφησέ με να αισθανθώ αναψυχή με την πληροφορία της συγχωρήσεως, πρίν αποθάνω και πρίν απέλθω από την ζωή αυτή απληροφόρητος» (πρβλ. Ψαλμ. λη΄ 14).
17. Όπου εμφανισθή το Πνεύμα του Κυρίου, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όπου εμφανισθή απέραντη ταπείνωσις, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όσοι τυχόν (έφυγαν από την ζωή) χωρίς αυτά τα δύο, άς μη πλανώνται. Είναι δεμένοι.
18. Μόνο αυτοί που ζούν στον κόσμο, μένουν ξένοι προς τις πληροφορίες πού ανέφερα, και μάλιστα στην πρώτη, (στην εμφάνισι της χάριτος του Αγίου Πνεύματος). Μερικοί από τους κοσμικούς αγωνίζονται με την ελεημοσύνη, και καταλαβαίνουν την ωφέλειά της την ώρα του θανάτου των.
19. Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο ή την πτώσι ή την επίπληξι του άλλου.
20. Ο σκύλος που εδαγκώθηκε από κάποιο θηρίο, εξαγριώνεται περισσότερο προς αυτό και από τον πόνο της πληγής μαίνεται σφοδρότερα εναντίον του. (Παρόμοια συμπεριφέρεται προς τους δαίμονες ο μοναχός που επληγώθηκε από αυτούς).
21. Όταν η συνείδησις παύση να μας ελέγχη για αμαρτίες, ας προσέξωμε μήπως αυτό δεν οφείλεται στην καθαρότητα, αλλά στην κόπωσι και άμβλυνσι αυτής, της συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.
22. Απόδειξις ότι έσβησε το χρέος των αμαρτιών μας είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας.
23. Τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από τους οικτιρμούς του Θεού. Γι΄αυτό όποιος απελπίζεται σφάζη ο ίδιος τον εαυτό του.
24. Σημείο της πραγματικής και επιμελούς μετανοίας είναι το να θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για όλες τις θλίψεις πού μας συμβαίνουν -τις ορατές (που προέρχονται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους) και τις αόρατες (πού προέρχονται από τους δαίμονας) - και για πολύ περισσότερες.
25. Ο Μωϋσής αφού αξιώθηκε να ιδή τον Θεόν στην βάτο, επέστρεψε πάλι στην Αίγυπτο, η οποία υποδηλοί το πνευματικό σκότος, και ίσως υποχρεώθηκε να κατασκευάζη πλίνθους στον Φαραώ, ο οποίος υποδηλοί τον διάβολο. Πλήν όμως πάλι ανέβηκε στην βάτο, και όχι μόνο σ΄αυτήν, αλλά και στο όρος Σινά, (το οποίο υποδηλοί τα ύψη των αρετών). Όποιος εννόησε το παράδειγμα, ποτέ δεν θα απελπισθή για την σωτηρία του. Επτώχευσε και ο μέγας Ιώβ, αλλ΄ έπειτα απέκτησε διπλάσιο πλούτο.
26. Στους ραθύμους οι πτώσεις μετά την μοναχική τους κλήσι είναι πολύ σοβαρές. Διότι πλήττουν την ελπίδα (της πνευματικής προόδου και κατακτήσεως) της απαθείας. Και διότι τους δημιουργούν την ιδέα ότι θα θεωρούνται ευτυχείς, εάν έστω κατορθώσουν και σηκωθούν από τον λάκκο (της αμαρτίας).
27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψωμε από τον ίδιο δρόμο πού επλανηθήκαμε, αλλά από άλλον συντομώτερο, (από τον δρόμο δηλαδή της ταπεινώσεως).
28. Είδα δύο πού εβάδιζαν (πρόν τον Θεόν) καθ΄ όμοιο τρόπο και είς τον ίδιο καιρό. Ο ένας ήταν ηλικιωμένος και με περισσότερους ασκητικούς κόπους. Ο άλλος ήταν ένας νεαρός μαθητής, και «προέδραμε τάχιον» (= έτρεξε γρηγορότερα) από τον ηλικιωμένο, και «ήλθε πρώτος είς το μνημείον» (Ιωάν. κ΄ 4) της ταπεινώσεως.
29. Ας προσέξωμε όλοι, και ιδιαίτερα όσοι εγνωρίσαμε πτώσεις, να μη προσβληθή η καρδιά μας από την νόσο του ασεβούς Ωριγένους[3]. Διότι η βδελυκτή αυτή νόσος, προβάλλοντας την φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται ευπρόσδεκτη στους φιληδόνους.
«Με την μελέτη μου και την περισυλλογή μου θα ανάψη μέσα μου πυρ» (Ψαλμ. λη΄ 4). Μάλλον με την μετάνοιά μου θα ανάψη μέσα μου το πύρ της προσευχής, και αυτό θα κάψη κάθε αμαρτία [4].
30. Όρος για σένα και τύπος και υπογραμμός και παράδειγμα μετανοίας ας είναι οι προηγούμενοι άγιοι κατάδικοι, και δεν θα σου χρειασθή σε όλη την ζωή κανένα άλλο βιβλιο, έως ότου λάμψη εμπρός σου ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και Θεός, κατά την ημέρα της αναστάσεως - εννοώ της πνευματικής αναστάσεως πού θα σου φέρη η πραγματική και επιμελής μετάνοια.
Εσύ πού μετανόησες, ανέβηκες στην Πέμπτη βαθμίδα.
Εκαθάρισες με την μετάνοια τις πέντε αισθήσεις και με την εκουσία τιμωρία και κόλασι εγλύτωσες την ακουσία.

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου

από το βιβλίο "Κλίμαξ"
Ι.Μ.Παρακλήτου


[1] Η εβδόμη ημέρα, αντίστοιχη προς το «νομικόν» Σάββατο, συμβολίζει την παρούσα ζωή των πειρασμών και θλίψεων. Η δε ογδόη υπερέχει του Σαββάτου και εικονίζει την μέλλουσα μακαριότητα και αιωνιότητα, εφ΄ όσον ευρίσκεται έξω από τον χρόνο πού ανακυκλείται με τις ημέρες της εβδομάδος και εφ΄ όσον είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου.
[2] Κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα είναι ο ίδιος ο Ηγούμενος και το αποκρύπτει από ταπεινοφροσύνη, για να μη φανή ως διορατικός.
[3] Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) υπήρξε σπανία προσωπικότης. Φλογερός στην πίστι, μεγαλοφυής στην διάνοια, βαθύς και συναρπαστικός στην ερμηνεία της Γραφής, πολυμαθέστατος, πολυγραφώτατος και πατήρ της θεολογικής επιστήμης. Οι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες πολύ τον εκτιμούσαν. Δυστυχώς όμως περιέπεσε σε ωρισμένες πλάνες (αιωνιότης κόσμου, προΰπαρξις ψυχών, μη αιωνιότης κολάσεως κ.λ.π.) Τον έκτο μ.Χ. αιώνα, στους χρόνους δηλαδή της Κλίμακος, ετάρασσε την Εκκλησία και ιδιαίτερα τον μοναχισμό η λεγομένη Τρίτη φάσις των ωριγενιστικών ερίδων, οπότε η Ε΄Οικουμενική Σύνοδος (553 μ.Χ.) κατεδίκασε επισήμως τις κακοδοξίες του. Έτσι μέσα σ΄ αυτό το δυσμενές κλίμα δικαιολογείται η βαρειά αυτή έκφρασις της Κλίμακος για τον Ωριγένη.
[4] Η έννοια του χωρίου είναι, ότι θα εξαλειφθούν οι αμαρτίες μόνο κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με το πύρ της έν μετανοία προσευχής και όχι στην μέλλουσα ζωή με το πύρ της δικαιοκρισίας του Θεού, όπως εσφαλμένα υπεστήριζε ο Ωριγένης ομιλώντας περί μη αιωνιότητος της κολάσεως και περί αποκαταστάσεως των πάντων.

http://imverias.blogspot.gr

Ακτινογραφία της ψυχής ~ Εμπειρία ενός Πνευματικού




Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων πού πάνε να εξομολογηθούν!
Ή πρώτη κατηγορία, περιλαμβάνει αυτούς πού πάνε για πρώτη και τελευταία φορά, χωρίς απόφαση μετανοίας και βρίσκονται στο εξομολογητήριο από περιέργεια.

Μετά οί περισσότεροι χάνονται. Σπάνια μπορεί κάποιοι απ' αυτούς, καλοπροαίρετοι, να προστρέξουν ξανά στο ευλογημένο Μυστήριο. Εδώ σ' αυτές τις ψυχές δεν υπάρχει μετάνοια, αλλά διακρίνεις περιέργεια, αμφιβολίες πολλές και αινιγματικά χαμόγελα.

Πολλές φορές αυτοί με ερωτήσεις αδιάκριτες, προσπαθούν να εξομολογήσουν τον Πνευματικό και όλα τα κρίνουν με τον ορθολογισμό...
Αν θελήσει να τους βοηθήσει λίγο ο Πνευματικός με καμιά ερώτηση, διακριτικά βέβαια, για να βγουν τα φίδια (αμαρτίες) από την ψυχή τους, οι περισσότεροι δεν απαντούν με ειλικρίνεια και συνήθως μετέπειτα τον κατηγορούν, ότι δήθεν τους σκανδάλισε με κάποιες ερωτήσεις πού τους έκανε. «Προφάσεις εν αμαρτίαις».

Σημειώνουμε ότι ό Πνευματικός ρωτάει όταν υπάρχει διστακτικότητα και δεν μιλάν οι εξομολογούμενοι και το κάνει αυτό από αγάπη και πόνο στις ψυχές...

Ή τέτοιου είδους εξομολόγηση είναι για τον Πνευματικό πολύ επίπονη και κουραστική. Ρωτάμε: Μπορούν αυτές οι ψυχές να ελευθερωθούν και να σωθούν με τέτοια πίστη και με τέτοια στάση έναντι του Θεού, του Μυστηρίου και του Πνευματικού τους Πατέρα; 


Ή δεύτερη κατηγορία ανθρώπων. Αυτοί οί αδελφοί πάνε και εξομολογούνται πιο συχνά, έχουν μεγαλύτερη συναίσθηση του Μυστηρίου από τους εξομολογουμένους της πρώτης κατηγορίας. Όμως, αυτοί το κάνουν για να περνούν καλά εδώ σ' αυτή τη γη και να μην έχουν πειρασμούς. Ή πίστη τους κλονίζεται εύκολα και δεν έχουν συνειδητοποιήσει τί γίνεται στον Ουρανό. Τι έλεγε όμως ό Αββάς; «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ό σωζόμενος».

Αυτοί συνήθως δουλεύουν σε δυο κυρίους, λίγο στο Χριστό και πιο πολύ στον κοσμοκράτορα σατάν. Αν και ευεργετήθηκαν από την εξομολόγηση και το Χριστό πάρα πολύ, τρέχουν στο Μυστήριο ιδίως, όταν τους πάνε, όπως λένε, «όλα ανάποδα». Συνήθως στις εξομολογήσεις τους λένε για τους άλλους και τί τους έκαναν οί άλλοι και πολύ λίγο για τον εαυτό τους. Αν τους πει κάτι ό Πνευματικός πού δεν είναι της αρεσκείας τους και δεν θα ήθελαν να το ακούσουν, αντιδρούν και σκυθρωπούν, σε σημείο να κρατούν και κακία ή να σκέφτονται να φύγουν.

Θέλουν το λόγο να τον έχουν αυτοί, να επιβάλλουν την άποψη τους και τότε ηρεμούν.

Τι έλεγε όμως ό Αββάς; «άκουε μονάς Πατρός σου νουθεσίας ποιου προς αυτόν ταπεινάς αποκρίσεις και λέγε τους λογισμούς σου ώς τω Θεώ». Ας είναι ευλογημένοι οι υπάκουοι.

Επιθυμία τους είναι να αναπαύουν πάντα τον εαυτό τους, χωρίς να έχουν διάθεση θυσίας. Συνήθως είναι θυμώδεις, φιλάργυροι και ανελεήμονες προς τους άλλους. Αρέσκονται να προστρέχουν σε διάφορα προσκυνήματα - καλό είναι βέβαια, αλλά συνήθως δεν υπάρχει και σ' αυτό καθαρότητα και καλή προαίρεση. Έχουν περιέργεια, είναι σπάταλοι για την οικογένεια και τον εαυτό τους, δεν είναι ολιγαρκείς, κάνουν κακούς λογισμούς και τους καλλιεργούν, τρέχουν ν' ακούσουν και να δουν διαφόρους Γεροντάδες και το χειρότερο δεν τρέφουν Ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση στον Πνευματικό τους.

Πολλές φορές του καταλογίζουν και πολλές παραξενιές και αν τους δοθεί ευκαιρία, μπορεί εύκολα να τον αλλάξουν, επειδή δήθεν είναι αυστηρός, χωρίς άλλη αιτία. Τους αρέσει να εμμένουν στα πάθη τους.

Λένε πολλά λόγια και έχουν λίγες καλές πράξεις. Με επιμέλεια προσέχουν μην τυχόν και χάσουν χρόνο και χρήμα για τον συνάνθρωπο τους και θιγεί το «εγώ» τους. Όπως βλέπουμε και σ' αυτή την περίπτωση των εξομολογουμένων δεν υπάρχει Μετάνοια, αλλά αχαριστία, φιλαυτία, εγωισμός, κενοδοξία, υποκρισία, Φαρισαϊσμός και ανυπακοή.

Ρωτούν τον Πνευματικό για κάποιες υποθέσεις τους «χάριν υπακοής», αλλά πάντα κάνουν το δικό τους, για το όποιο έχουν ήδη προαποφασίσει. Αν κάποιοι κοσμικοί άνθρωποι, πού είναι άγευστοι της πνευματικής ζωής τους πούνε να πάνε για το «καλό» δήθεν σε μέντιουμ, χαρτορίχτρες, καφετζούδες και αγύρτες, είναι έτοιμοι κι' αυτό να το κάνουν. Η θρησκοληψία είναι αρρώστια.

Δρουν και κινούνται πάντα στο θέλημά τους και δεν υποτάσσονται στο θέλημα του Θεού. Ρωτούμε: Έτσι μπορεί να κάνη Καρπούς του Αγίου Πνεύματος ή ψυχή;

Ό Χριστός μας τονίζει με έμφαση:

«Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει, ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά». (Ματθαίον ΣΤ', 24). Ό Θεός να μας φυλάγει απ' αυτήν την κατάσταση.

Ή τρίτη κατηγορία και ή πιο ευλογημένη. Όσοι πιστοί ανήκουν στην κατηγορία αυτή, αντελήφθησαν τί γίνεται με την αιωνιότητα και πήραν για καλά το δρόμο της Σωτηρίας. 

Εξομολογούνται με ειλικρινή μετάνοια, συντριβή και πολύ καθαρά, κάνουν φιλότιμη υπακοή, υπέταξαν το θέλημα τους, στο θέλημα του Θεού δια μέσω του Πνευματικού. 

Βάζουν κάθε μέρα αρχή μετανοίας, σπεύδουν συχνά στο Μυστήριο και επικοινωνούν με τον Πνευματικό για σοβαρά θέματα. Προσπαθούν να μην τον κουράζουν άσκοπα, αντίθετα τον συμπαραστέκονται ποικιλότροπα στο έργο της δύσκολης ποιμαντικής του διακονίας. Δεν είναι αδιάφοροι, προσεύχονται γι' αυτόν και για όλο τον κόσμο.

Πολεμούν, τους κακούς λογισμούς με την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησαν με». 

Δεν κατηγορούν τους συνανθρώπους τους, αλλά πολύ περισσότερο δεν κατηγορούν και δεν συκοφαντούν τον εξομολόγο τους, ό οποίος γίνεται γέφυρα για τη Σωτηρία τους. Καταλαβαίνουν ότι αναλώνει το χρόνο και τη ζωή του γι' αυτούς χωρίς να έχει προσωπικό κέρδος και συμφέρον. Ακόμη δεν αφήνουν ούτε ένα λογισμό κακό να πέραση από την διάνοια τους για τον Πνευματικό τους Πατέρα και Οδηγό. 

Μισούν την αμαρτία.

Δεν παρεξηγούνται με ότι και αν τους πει, με ότι και αν τους ρωτήσει, έστω και να τους μαλώσει προς διόρθωση, γιατί νοιώθουν ότι το κάνη από αγάπη για τη λύτρωση τους. Γνωρίζουν οι ψυχές αυτές, με τη φώτιση πού τους έχει δώσει το Άγιο Πνεύμα, λόγω της ταπεινώσεως και της υπακοής πού έχουν, ότι ό Πνευματικός έχει εμπειρία από τις παγίδες πού στήνει στους ανθρώπους ό διάβολος και ό κόσμος. Έτσι μ' αυτό τον τρόπο προφυλάγει τις ψυχές τους από τις αμαρτίες και τον αιώνιο θάνατο. Τους οδηγεί σε Αγγελική πολιτεία.

Είναι ελεήμονες, δεν υπολογίζουν χρήμα, χρόνο, κόπο και μόχθο, γιατί πιστεύουν ότι ό Θεός τους ενισχύει και τους ελεεί και ότι από Αυτόν προέρχεται «παν δώρημα τέλειον».

Αυτοί οι άνθρωποι φτωχοί να είναι, λίγα να έχουν, θα κάνουν και ελεημοσύνες. Τέλος έχουν μνήμη θανάτου, ζουν στη γη και πολιτεύονται στον Ουρανό.

...είναι έτοιμοι ακόμη και για μαρτύριο, προς χάριν της Αγίας Πίστεώς μας και της αγάπης προς τον Χριστό, να πάνε. 

Πώς λοιπόν να μην αναπαύεται ή Αγία Τριάδα αλλά και ό Πνευματικός εξομολόγος μ' αυτές τις ψυχές; Γι' αυτό βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους να ανεβαίνουν πνευματικά την Ουρανοδρόμα κλίμακα των αρετών με διάκριση και ταπείνωση. «Δεύτε και αναβώμεν εις το όρος του Θεού ημών».

Ας προσευχηθούμε και ας αγωνισθούμε αδελφοί μου να ενταχθούμε στην τρίτη κατηγορία.
Γιατί μόνον έτσι θα αξιωθούμε να δούμε Πρόσωπον Θεού και να περάσουμε «εν ειρήνη» και αθόρυβα απ' αυτήν την γη, την πρόσκαιρη πατρίδα μας, αλλά κυρίως να μας συμπεριλάβει ό Πανάγαθος Κύριος μας στους σεσωσμένους της Ουρανίου ζωής μεταξύ των Αγίων Του, «ένθα ουκ εστί πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος».

Ό Χριστός μας υπενθυμίζει:
«Γίνου πιστός άχρι θανάτου και δώσω σοι το στέφανον της ζωής»

Δώρησέ μου μετάνοια, Κύριε...



Νύν έτι και σήμερον κατησχυμένω προσώπω και εις γήν νεύοντι, τολμώ λαλήσαι προς σέ τον Δεσπότην και Δημιουργόν τών απάντων. Εγώ δέ είμι γη και σποδός, όνειδος ανθρώπων, σκώληξ τω όντι και ούκ άνθρωπος, όλως κατεγνωσμένος και κατώδυνος. 
Πώς ατενίσω σοι, Δέσποτα; Εν ποία καρδία; Εν ποίω συνειδότι; Εν ποία γλώσση λαλήσω σοι; Πώς δέ τήν αρχήν ποιήσω της εμής εξομολογήσεως; Ποίων αμαρτιών άφεσιν ο τάλας αιτήσω πρότερον; Τών έν γνώσει ασυγγνώστως και τών έν παραβάσει αγίων Σου εντολών, ή τών έν καταθέσει πονηρών λογισμών;
Άλλ' ώ Δέσποτα, ώς έχων της μακροθυμίας τό πέλαγος έμφυτον και της ευσπλαγχνίας τήν άβυσσον, μή παραχώρησης κοπήναι με τον αχάριστον ώς τήν συκήν τήν άκαρπον μηδέ αρπάσης με ανέτοιμον, μηδέ παραστήσης τήν ψυχήν μου στηλίτευμα ελεεινών τω φοβερώ και αδεκάστω σου βήματι. Άλλ' ώς αγαθός Θεός και φιλάνθρωπος, ελέησόν με τόν αχάριστον, τόν πεπωρωμένον, τόν αναπολόγητον, τόν καταδεδικασμένον, τόν άξιον πάσης κολάσεως και τιμωρίας.
Πώς επικαλέσομαί σε, Δέσποτα τών απάντων, τάς εντολάς σου μή φυλάξας; Μετά γάρ τό λαβείν με τήν επίγνωσιν της αληθείας, γέγονα θυμώδης, ανελεήμων, μάλιστα δέ έν ρυπαροίς λογισμοίς, και έτι έν γαστριμαργία, έν αδηφαγία, έν υπερηφανία, έν καταλαλιά, έν υποκρίσει; Ψευδόμενος γάρ εγώ επί τους ψεύτας άχθομαι• κρίνω τους πταίοντας ό πλήρης πταισμάτων• εάν υβρισθώ, αμύνομαι εάν μή τιμηθώ, βδελύττομαι, και τους τάληθή μοι λέγοντας ώς εχθρούς λογίζομαι• μή κολακευόμενος αηδιάζω• ανάξιος ών τιμάς απαιτώ.
Εάν μή τις λειτουργή μοι, κακολογώ αυτόν ώς υπερήφανον ασθενούντα αδελφόν αγνοώ, εγώ δέ ασθενών, φιλείσθαι και υπηρετείσθαι θέλω. Μειζόνων περιφρονώ και ελάττονας υπερορώ• εάν κρατήσω βραχύ τι εμαυτόν από της αλόγου επιθυμίας, κενοδοξώ• έάν κατορθώσω αγρυπνίαν, τη αντιλογία παγιδεύομαι. Εάν εγκρατεύσω εμαυτόν από βρωμάτων, τω τύφω καταποντίζομαι• εάν εις αρετήν προκόψω τι, κατά των αδελφών μου επαίρομαι. Έξωθεν ταπεινοφρονώ και τη ψυχή υψηλοφρονώ...

Κύριε, διά τους απείρους σου οικτιρμούς δώρησαί μοι μετάνοιαν.

Άγιοι Πάντες, πρεσβεύσατε υπέρ εμού του αμαρτωλού, εκχέατε τήν δέησιν υμών προς τόν οικτίρμονα Θεόν, ίνα επιστρέψη τήν ψυχήν μου, τω άδη προσκολληθείσαν υπό τών ατίμων παθών. Πρεσβεύσατε, Άγιοι, υπέρ εμού, ίνα διά τών αγίων υμών ευχών άξιος μετανοίας γένωμαι. Έργον γάρ έστιν υμών, Άγιοι, πρεσβεύειν υπέρ αμαρτωλών, Θεού δέ τό τους απεγνωσμένους ελεείν. Όσιοι και Δίκαιοι, οί καλώς τόν αγώνα τελέσαντες, συνέλθετε επί εμοί τω δυστήνω, και ή ώς νεκρόν με θρηνήσατε, ή ώς ημιθανή οικτειρήσατε• επεί εγώ ούκ έχω προς Θεόν παρρησίαν διά τάς πολλάς μου αμαρτίας. Εκχέατε έλεος έπ' εμοί, Άγιοι, ώς είς αιχμάλωτον καί τραυματίαν. Οίδα γάρ ότι, εάν υμείς του Θεού δεηθήτε, πάντα μου τά πλημμελήματα συγχωρηθήσονται τη αφάτω αυτού ευσπλαγχνία ώσπερ γάρ αυτός φιλάνθρωπος έστιν, ούτω και υμείς.
Μόνον μή υπερίδητέ με. Πρόσδεξαι, Κύριε, τήν ταπεινήν μου δέησιν ταύτην και ελέησόν με διά πρεσβειών τής πανάχραντου σου Μητρός και πάντων σου των Αγίων, ίνα κάγώ μετά πάντων τών σωθέντων τω άφάτω σου ελέει προσκυνώ σε τόν έν Πατρί και Πνεύματι δοξαζόμενον Θεόν Λόγον. Αμήν.

Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

«Όπου επισκιάζει η χάρις σου Αρχάγγελε, από εκεί διώκεται η δύναμη του διαβόλου. 
Διότι δεν μπορεί να μείνει κοντά στο Φώς σου ο εωσφόρος που έπεσε στο σκοτάδι και παραμένει σ’ αυτό.
Γι' αυτό Μιχαήλ Αρχάγγελε, σε παρακαλούμε να σβήνεις τα βέλη του που είναι γεμάτα πυρ
και κινούνται εναντίον μας»

«Μίλα όταν έχεις κάτι καλύτερο από την σιωπή».
Επιλογή προσευχής - xristianos.gr

http://xristianos.gr