.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

Ο Οικουμενιστές προχωρούν, επειδή οι αντιδράσεις μας είναι χλιαρές ή ανύπαρκτες!

Τοῦ ἀειμνήστου Ἰωάννου Κορναράκη

Νά, τί ἔγγραφαν πρὶν ἀπὸ μιὰ δεκαπενταετία, οἱ Ποιμένες ποὺ δυστυχῶς ἀκόμα κοινωνοῦν μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές:
«Το μόνο, που θα ευφράνει τους Ορθοδόξους και θα καταισχύνει τους κακόδοξους, είναι η διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρχου και των απανταχού συμφωνούντων ή σιωπούντων επισκόπων»!

Πως εννοούν άραγε την Εκκλησία οι κ.κ. Ηγούμενοι;
Και αιρετική και Εκκλησία;
Ποιος πρέπει να αποκοπεί από ποιόν;

Ο εναγκαλισμός του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου με την παπική αίρεση, στο Φανάρι, γεγονός απρόσμενο, στις διαδικασίες στις οποίες εκδηλώθηκε, ως πτώση της κεφαλής της Ορθοδοξίας στα χέρια του Ρωμαίου Ποντίφικα, προκάλεσε ορισμένες αντιδράσεις όπως ήταν φυσικό στο αγιώνυμο όρος της παλαίφατης ορθόδοξης μοναχικής πολιτείας, αλλά διχασμένες, ως προς το πρακτέο! Δύο αγιορείτικα κείμενα, τα οποία είδαν, μέχρι σήμερα, το φως της δημοσιότητος, χρωματίζουν με διαμετρικά αντίθετες τάσεις, το μοναχικό δυναμικό της πολιτείας αυτής, σε σχέση με τη στάση των μοναχών απέναντι στον Πατριάρχη!
Το κείμενο που προηγήθηκε χρονικώς αντανακλά το αγωνιστικό μοναχικό πνεύμα, που κυριαρχεί σε μία μεγάλη μερίδα του Όρους, ιερομόναχων και μοναχών, στις φλέβες των οποίων φαίνεται να ρέει ο αγιοπνευματικός δυναμισμός της μαρτυρίας! Ιερομόναχοι και μοναχοί, οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονται, με ειλικρινή ταπείνωση ως «αμαθείς και ταλαίπωροι αμαρτωλοί» απευθύνονται στους είκοσι ηγουμένους της Ι. Μ. του Αγίου Όρους, «σοφότερους και λογιότερους» από αυτούς και τους ζητούν, μάλλον τους εκλιπαρούν, να ενεργοποιηθούν δυναμικά κατά των γεγονότων, που συνέβησαν στο Πατριαρχείο, κατά την επίσκεψη του Πάπα, και με ορθόδοξο ήθος να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην προάσπιση της αλήθειας της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας!
«Δεν είναι πλέον καιρός λόγων αλλά έργων», επισημαίνουν, οι εν λόγω αγιορείτες. «Αναλάβετε τον καλόν αγώνα της πίστεως», προτρέπουν τους ταγούς του Όρους και συμπληρώνουν, ότι «Εκτιμούμε με πολύ μεγαλύτερη λύπη, ότι η πνευματική ηγεσία του Αγίου Όρους τα τελευταία έτη δεν αντιμετωπίζει με σθένος και γενναιότητα ομολογητική τα φαινόμενα της αποστασίας όπως έπραττον παλαιότερα οι Αγιορείτες πατέρες. 
Ο Πατριάρχης έχειμετρήσει τις αντιδράσεις μας και επειδή είναι χλιαρές και πολλές φορές ανύπαρκτες, προχωρεί χωρίς εμπόδια στην ένωσημε τον αμετανόητο και παραμένοντα στις αιρέσεις του, πάπα. Μας εμέτρησε και χάρηκε σφόδρα και κατά την τελευταία επίσκεψή του στο Άγιο Όρος, στο οποίο λες και ήλθε, για να πάρει την συγκατάθεση και ευλογία των Αγιορειτών για όσα είχε σχεδιάσει να πράξει με τον πάπα λίγες ημέρες αργότερα»!
Και πιο κάτω «Εμείς οι ταπεινοί ιερομόναχοι και μοναχοί, εξομολογητικά σας αποκαλύπτουμε ότι έχουμε σκανδαλισθεί με την σιωπή και απραξία της πνευματικής ηγεσίας στο Άγιο Όρος, και μαζί με μας και το απανταχού της Ελλάδος και της Οικουμένης ορθόδοξο και φιλομόναχο πλήρωμα. Περιμένουν όλοι να ακούσουν την φωνή του Αγίου Όρους… πιστεύουμε… το μόνο, που θα ευφράνει τους Ορθοδόξους και θα καταισχύνει τους κακόδοξους, είναι η διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρχου και των απανταχού συμφωνούντων ή σιωπούντων επισκόπων»!
Γενικώς, το πρώτο αυτό κείμενο είναι μακροσκελές και πλήρες με θαρραλέες αλήθειες της πίστεως και της παραδόσεως της Εκκλησίας! Υπογράφεται δε από πενήντα και πλέον ιερομόναχους και μοναχούς, αλλά σε αυτούς θα προστεθούν και πολλοί άλλοι, εφόσον η συλλογή υπογραφών στο Όρος, όπως λέγεται συνεχίζεται! 
Το δεύτερο κείμενο, το οποίο υπογράφουν «άπαντες οι εν τη κοινή Συνάξει Αντιπρόσωποι και Προϊστάμενοι των είκοσιν Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, Άθω», είναι γραμμένο με διαφορετικό σκεπτικό, από το πρώτο. Αναφέρεται σε γνωστά γεγονότα, χωρίς καμία νευρώδη αντίδραση, ανάλογη του ύψους του εγκλήματος της παραδόσεως του Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στην αγκαλιά και στην προστασία του Πάπα! Φαίνεται μάλλον σαν ένα καθησυχαστικό, σε πιθανές ανησυχίες του Πατριάρχου, για δυναμικές αντιδράσεις από το Άγιο Όρος, κείμενο! Μάλλον δηλώνει, και μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα του Φαναρίου, υπακοή και σεβασμό στο πρόσωπο του κ. Βαρθολομαίου! Το περιεχόμενο δηλαδή του εν λόγω κειμένου δικαιώνει τη θέση των Ιερομόναχων και μοναχών του πρώτου κειμένου, περί της σκανδαλώδους σιωπής και απραξίας και επιδείξεως χλιαρότητος της ηγεσίας του Αγίου Όρους σε θέματα παραβιάσεως και αθετήσεως των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Ισχυρίζεται βέβαια το επίμαχο κείμενο, δηλ. οι συγγράψαντες αυτό, ότι «Περιφρουρούμε ως κόρην οφθαλμού την δογματικήν μας συνείδηση, την οποία οικοδομεί η εντρύφησις στους φιλόθεους αγώνες και τα κατά των ποικιλώνυμων αιρέσεων κατορθώματα των αγίων ομολογητών πατέρων…».
Πως αισθάνεται, όμως, άνετα, δηλ. χλιαρά η δογματική συνείδηση των ηγουμένων των είκοσι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους και δεν εξεγείρεται δυναμικά, όπως η συνείδηση των «αμαθών και ταλαιπώρων και αμαρτωλών» αδελφών τους, του πρώτου κειμένου; Πρόκειται άραγε για απλό πρόβλημα εκκλησιαστικής ευταξίας σε λεπτομέρειες ασήμαντες της ζωής της Εκκλησίας, το γεγονός της παραδόσεως του Πατριάρχου στην Παπική αίρεση; 
Δεν συγκλονίστηκε η δογματική συνείδηση της πνευματικής ηγεσίας του Όρους, απ’ όσα, καταλυτικά της Ορθοδόξου πίστεως και διδασκαλίας, συντελέστηκαν και συνέβησαν στο κέντρο της Ορθοδοξίας, χάριν του οικουμενικού κύρους του κ. Βαρθολομαίου;
Πάντως οι ηγούμενοι των είκοσι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, παρηγορούν τον Πατριάρχη και τον καθησυχάζουν «Οι Αγιορείτες Μοναχοί σεβόμεθα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπό την κανονικήν δικαιοδοσίαν του οποίου υπαγόμεθα. Τιμώμεν και ευλαβούμεθα τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν μας Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον και χαιρόμεθα για τα όσα θεοφιλώς και με πολλούς κόπους εργάζεται υπέρ της Εκκλησίας».
Αντιθέτως, εντούτοις, ο μοναχικός σύλλογος των «αμαθών» και «ασόφων», γνωρίζει αυτά, τα οποία και οι σοφοί ηγούμενοι γνωρίζουν αλλά τα αποσιωπούν, δηλ. την εμπλοκή του Πατριάρχου στην παναίρεση του οικουμενισμού και τις παραχωρήσεις στους αιρετικούς, οι οποίες ακυρώνουν την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας. Γράφουν λοιπόν στους ηγουμένους:
«Γνωρίζετε, σεβαστοί Πατέρες, καλύτερα από εμάς τις αντορθόδοξες και βλάσφημες ενέργειες, δηλώσεις και αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου και άλλων προκαθημένων και επισκόπων, που συνιστούν κραυγαλέα και εμφανή -γυμνή τη κεφαλή- αποδοχή και διδαχή της παναιρέσεως του Οικουμενισμού,της μεγαλύτερης εκκλησιολογικής αιρέσεως όλων των εποχών,που αθετεί την μοναδικότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και την ταυτίζει με τις αιρέσεις, των οποίων δέχεται τα μυστήρια ως έχοντα και μεταδίδοντα αγιαστική και σώζουσα Χάρη. Εκτός της αναγνωρίσεως του Βαπτίσματος των Παπικών και Λουθηριανών έχουμε και μετοχή στο κοινό ποτήριο με τους Μονοφυσίτες, και σε πολλές περιπτώσεις με τους Παπικούς στις Κυκλάδες και στη Διασπορά.
Τέλος, οι αγιορείτες ηγούμενοι προβλέπουν ενδεχόμενη δημιουργία σχισμάτων στην Εκκλησία, «…. Οι φιλόφρονες εκδηλώσεις, όπως αυτές των επισκέψεων του Πάπα στο Φανάρι και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών στο Βατικανό, χωρίς την προϋπόθεση της ενότητος στην πίστη επιτυγχάνουν αφ’ ενός…. και αφ’ ετέρου να αμβλύνουν το δογματικό αισθητήριο πολλών Ορθοδόξων, επί πλέον δε να εξωθήσουν μερικούς από τους πιστούς και ευλαβείς Ορθοδόξους, που ανησυχούν για όσα ακαίρως και παρά τους Ιερούς Κανόνες γίνονται, σε αποκοπή τους από το σώμα της Εκκλησίας και τη δημιουργία νέων σχισμάτων»!
Το ερώτημα, όμως, που προκύπτει από το τελευταίο αυτό μέρος του κειμένου των ηγουμένων είναι:

-- Ποιος φωτισμός, τους πληροφορεί ότι «οι μερικοί (έστω) πιστοί και ευλαβείς Ορθόδοξοι», υπερασπιστές των Ιερών Κανόνων και της Πατερικής Παραδόσεως, στην περίπτωση, που ο μη γένοιτο, δημιουργηθεί σχίσμα, αυτοί θα πρέπει να αποκοπούν από το σώμα της Εκκλησίας;
Γιατί θέλουμε κάποιους και ευλαβείς και Ορθοδόξους, αλλά έξω από το σώμα της Εκκλησίας;
Αν η Διοικούσα Εκκλησία εμμένει στις αιρέσεις, που καταδικάζουν οι Πατέρες και οι Ιεροί Κανόνες, και άρα, στην περίπτωση αυτή, δεν είναι πλέον Εκκλησία αλλά «εκκλησία», δεν θα πρέπει να αποκοπεί η αίρεση από την Εκκλησία;
Πως εννοούν άραγε την Εκκλησία οι κ.κ. Ηγούμενοι; Και αιρετική και Εκκλησία; 
Ποιος πρέπει να αποκοπεί από ποιόν;

Η μετάνοια τους μου Καταστρέφει όλη τη δουλειά



Η δύναμη της συγνώμης 

Δύο αδέλφια πήγαν μαζί στην έρημο και ασκήτευαν στην ίδια καλύβη. Ο διάβολος, φθονώντας την αγάπη τους, βάλθηκε να τους χωρίσει. 

Ένα βράδυ ο νεώτερος πήγε ν’ ανάψει το λυχνοστάτη, τον αναποδογύρισε και χύθηκε το λάδι. Ο μεγαλύτερος θύμωσε και του έδωσε ένα μπάτσο. 

Τότε ο πιο μικρός, χωρίς να ταραχτεί, έσκυψε, του έβαλε μετάνοια και είπε ταπεινά: 

– Συγχώρησε την απροσεξία μου, Αδελφέ. Τώρα αμέσως θα ετοιμάσω άλλο. 

Την ίδια νύχτα ένας ειδωλολάτρης ιερεύς, που έτυχε να βρίσκεται μέσα στο ειδώλειο, άκουσε τα δαιμόνια να κάνουν δικαστήριο μεταξύ τους. Ένα απ’ αυτά ομολόγησε ντροπιασμένο στον αρχηγό του: «Πηγαίνω και κάνω άνω κάτω τους Μοναχούς. Μα τι φταίω, όταν κάποιος απʼ αυτούς γυρίζει και βάζει στον άλλο μετάνοια και μου καταστρέφει όλη τη δουλειά;» 

Ακούγοντας αυτά ο ειδωλολάτρης, έγινε ευθύς χριστιανός κι’ αποτραβήχτηκε στην έρημο. Σʼ όλη του τη ζωή κράτησε στην καρδιά του την ταπείνωση και στο στόμα του είχε διαρκώς πρόχειρο το «συγχώρησόν με». 

Γεροντικό

Ένα βαθύ ποτάμι....



Πόσες αμαρτίες, λάθη, πάθη και καημούς είχε ξεπλύνει αυτό το ποτάμι. Καθαρμός το νερό του. Λύτρωση ο βυθός του, που όλο και βάραινε από τα δάκρυα των επισκεπτών του. Και τι δεν είχαν συμπαρασύρει αυτά τα νερά στο πέρασμα τους. Ιστορίες ανθρώπων, αστοχίες, λάθη, καταστροφικές επιλογές, αναπάντητα ερωτήματα, «γιατί» τρεμάμενα, σώματα που «κολάστηκαν» για να λυτρωθούν από τον θνητό τους κέλυφος. Όλα ξεπλυμένα εκεί στα νερά του Ιορδάνη. Από έναν αλλόκοτο ασκητή, ρακένδυτο, ραγισμένο μέσα στην σιωπή που τσακίζει κάθε τι ψεύτικο πάνω μας, τον Πρόδρομο και βαπτιστή Ιωάννη. Εκείνον που στο όνομα του Θεού ξέπλενε τους ανθρώπους από τα κρίματα τους, για να υποδεχθούν τον Μεσσία. Σε αυτό το βαθύ και λερωμένο ποτάμι της ανθρώπινης τραγωδίας, ούτε ντράπηκε, ούτε σιχάθηκε να εισέλθει ότι πιο καθαρό, αγνό και ιερό, γνώρισε ποτέ αυτός ο κόσμος. Η αγάπη του Θεού σαρκωμένη. Ο Χριστός. Μπήκε γυμνός από ευσεβισμούς και ηθικισμούς, μέσα στα βρώμικα νερά, για να σώσει από βέβαιο πνιγμό ότι αγάπησε πιο πολύ, τον αναγκεμένο άνθρωπο, που ταραγμένος βυθίζεται στην ορμή του χειμάρρου….

Ὅταν δεν μποροῦμε να ἀποφύγουμε την ἁμαρτία, οὔτε να μετανοήσουμε ἀληθινά...




''Ὅταν δεν μποροῦμε οὔτε την ἁμαρτία να ἀποφύγουμε, 
οὔτε να μετανοήσουμε ἀληθινά...''

Πολύ συχνά, θέτουμε στόν ἑαυτό μας καί μεταξύ μας ἕνα πολύ βασανιστικό ἐρώτημα. Πῶς μπορῶ νά ἀντιμετωπίσω τήν ἁμαρτωλή μου κατάσταση; Τί μπορῶ νά κάνω; 

Δὲν μπορῶ νὰ ἀποφύγω τὴν διάπραξη ἁμαρτημάτων, μόνο ὁ Χριστὸς ἄλλωστε ἦταν ἀναμάρτητος. 

Καὶ δὲν μπορῶ καὶ ἐξακολουθῶ νὰ διαπράττω ἁμαρτήματα, ἐξαιτίας τῆς ἔλλειψης ἀποφασιστικότητας, θάρρους, ἱκανότητας γιὰ ἀληθινὴ μετάνοια ἤ ἐξαιτίας τῆς γενικότερης ἁμαρτωλῆς κατάστασης ἡ ὁποία κυριαρχεῖ στὸν ἐσωτερικό μου κόσμο.

Τὶ ὰπομένει λοιπὸν σὲ μένα; Βασανίζομαι, παλεύω ἀπεγνωσμένα ὅπως ἕνας ἄνθρωπος τὴν ὥρα ποὺ πνίγεται καὶ δὲν βλέπω λύση...

Κάποτε γι αὐτὸ τὸ θέμα ἕνας Ρῶσος στάρετς, ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταἰους γέροντες τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα, εἶπε, σ’ ἕναν ἐπισκέπτη του:

''Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρίς νὰ ἁμαρτήσει καὶ ἐλάχιστοι γνωρίζουν πώς νὰ μετανοοῦν κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ λευκανθοῦν οἱ ἁμαρτίες τους.

Ὑπάρχει ὅμως ἕνα πράγμα τὸ ὁποίο ὅλοι μποροῦμε νὰ κάνουμε:

Ὅταν δὲν μποροῦμε οὔτε τὴν ἁμαρτία νὰ ἀποφύγουμε, οὔτε νὰ μετανοήσουμε ἀληθινά, μποροῦμε τότε νὰ βαστάζουμε τὸ φορτίο της, νὰ τὸ ὑποφέρουμε ὑπομονετικά, μὲ πόνο, χωρίς νὰ κάνουμε ὁτιδήποτε γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὸν πόνο καὶ τὴν ἀγωνία ποὺ προξενεῖ, νὰ τὴν ὑποφέρουμε ὅπως κάποιος θὰ ὑπέφερε τὸ βάρος ἑνὸς σταυροῦ...'' 


Ὄχι βέβαια τὸ σταυρό τοῦ Κυρίου, οὔτε τὸ σταυρὸ τῶν ἀληθινῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ τὸ σταυρὸ τοῦ ληστῆ ποὺ εἶχε σταυρωθεῖ δίπλα Του .

Δὲν εἶπε ὁ ληστὴς αὐτὸς στὸν ἄλλο ληστὴ ποὺ βλασφημοῦσε τὸν Κύριο: Ἐμεῖς ὑποφέρουμε ἐπειδή ἔχουμε διαπράξει ἐγκλήματα. Αὐτὸς ὑποφέρει παρόλο ποὺ εἶναι ἀναμάρτητος. Καὶ σὲ αὐτὸν ὁ Χριστὸς εἶπε: «Σήμερα θὰ εἶσαι στὸν παράδεισο μαζί Μου…», ἐπειδὴ εἶχε ἀποδεχτεῖ τὴν τιμωρία, τὸν πόνο, τὴν ἀγωνία καὶ τὶς συνέπειες πραγματικὰ τοῦ κακοῦ ποὺ εἶχε διαπράξει μὲ τὸ νὰ ἦταν αὐτὸς ποὺ ἦταν... 

Θυμᾶμαι ἐπίσης ἀπὸ τὴ ζωὴ ἑνὸς ἱερέα, τὴν ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ εἶχε ἔρθει σ’ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ του μέχρι τότε ἦταν ἁμαρτωλή, ἀκάθαρτη καὶ ἀνάξια τόσο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ ἐνώπιον τοῦ ἴδιου.

Καί κατόπιν εἶχε μετανοήσει, εἶχε ἀπορρίψει καί ἀποστραφεῖ ὅλο τό κακό πού εἶχε κάνει, ἐν τούτοις ὅμως, βρισκόταν ἀκόμη κάτω ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν ἴδιων ἁμαρτημάτων...

Καὶ ὁ ἱερέας τοῦ εἶπε: «Ὑπῆρχε μιὰ περίοδος τῆς ζωῆς σου ποὺ ἔτρωγες σκυμμένος πάνω στὶς λάσπες ὅλες αὐτές τὶς ἀκαθαρσίες μὲ μεγάλη ἱκανοποίηση. Τώρα κατανόησες ότι πρόκειται γιὰ ἀκαθαρσίες καὶ νοιώθεις τρόμο, ἀηδία καὶ ὅτι πνίγεσαι μὲ αὐτές. Θεώρησε λοιπὸν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἀνταμοιβή σου γιὰ τὸ κακὸ σου παρελθόν, καὶ ὑπέμεινε . . .». 

Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ὅλοι μας μποροῦμε νὰ κάνουμε. Νὰ ὑπομένουμε τὶς συνέπειες, τὴν ὑποδούλωση ποὺ εἶναι δική μας, ὑπομονετικά, ταπεινά, μὲ συντετριμμένη τὴν καρδιά καὶ ὄχι μὲ ἀδιαφορία… οὔτε καὶ μὲ τὴν λογικὴ ὅτι ἐφόσον εἴμαστε ἐγκαταλελειμμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τότε γιατί νὰ μὴν ἁμαρτάνουμε; 

Ἀλλά ἐκλαμβάνοντας τήν κατάσταση στήν ὁποία βρισκόμαστε ὡς θεραπευτική ἐπίγνωση τοῦ τί εἶναι ἁμαρτία, τί μᾶς προξενεῖ, καθώς ἐπίσης καί τή φρίκη πού αὐτή περικλείει...

Καί ἐάν ἀντέξουμε ὑπομονετικά, θά ἔρθει μιά μέρα πού ἡ ἐσωτερική μας ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτία θά φέρει καρπούς, καί θά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπ’ αὐτή. 

Ἔτσι, ἄν μποροῦμε, μὲ κάθε τρόπο, ἄς ἀποφύγουμε τὴν ἁμαρτία σὲ ὅλες της τὶς μορφές, ἀκόμη κι ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ φαίνονται τόσο ἀσήμαντα, γιατὶ μὴν ξεχνοῦμε ὅτι σ’ ἕνα φράγμα νεροῦ ἡ παραμικρὴ ρωγμὴ του ἀργά ἤ γρήγορα θὰ ὁδηγήσει στὴν ἔκρηξη καὶ διάλυσή του.

Ἐὰν μποροῦμε, ἄς μετανοήσουμε ἀληθινὰ, ἄς ἀποστραφοῦμε τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθὸν μας μ’ ἕναν ἠρωϊκὸ καὶ ἀποφασιστικὸ τρόπο. Ἀλλὰ ἐὰν δὲν μποροῦμε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο, τότε ἄς σηκώσουμε ὑπομονετικὰ καὶ μὲ ταπεινοφροσύνη ὅλο τὸν πόνο καὶ ὅλες τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας.

Καὶ αὐτὴ ἡ στάση μας μιὰ μέρα θὰ ληφθεῖ ὑπόψη ἀπό τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος σὲ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν Ἀγγέλων του γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Μωϋσῆ, «Γιὰ πόσο διάστημα ἀκόμη θὰ ἀνέχεσαι τὶς ἁμαρτίες τους», ἀπάντησε: 
«Θά τούς ἀρνηθῶ ὅταν τό μέτρο τῶν ἁμαρτιῶν τούς ὑπερβεῖ τό μέγεθος τῶν βασάνων τους». 

Ὡς ἐκ τούτου, ἄς ἀποδεχθοῦμε τὸν πόνο σὰν ἕνα πόνο λυτρωτικό, ἀκόμα κι ἄν δὲν μποροῦμε νὰ τὸν προσφέρουμε σὰν ἕνα καθαρό, ἀκηλίδωτο πόνο. Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν. 


Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh 1914- 2003) 

Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: www.agiazoni.gr

Κανένας δεν μας αγαπά όπως ο Θεός



Μία ἀπὸ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γράφει: «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Ἰω. 4,16). Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ζητοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὰ ὑλικὰ πράγματα. Ἄν μᾶς δίνει τὴν ὑγεία μας, ἄν προστατεύει τὴ ζωή μας, τὰ παιδιά μας, ἄν μᾶς δίνει ἄφθονα ὑλικὰ ἀγαθά, τότε λέμε ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ. Κάνουμε λάθος.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φαίνεται ἀπὸ κάτι πολύ μεγαλύτερο. Φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Θεός ἀπὸ ἄπειρη ἀγάπη θυσίασε τὸν Υἱόν Του πάνω στὸ Σταυρὸ γιὰ μᾶς. Ὁ ἀπ. Παῦλος γράφει: «Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Κορ. 15,3). Ὁ Χριστός δὲν πέθανε ἐπειδὴ Τὸν φθόνησαν οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι, οὕτε ἐπειδὴ Τὸν πρόδωσε ὁ Ἰούδας ἤ Τὸν καταδίκασε ὁ Πιλᾶτος. Ὁ Χριστὸς πέθανε θεληματικά. Ὁ ἴδιος εἶπε: Κανεὶς δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μοῦ ἀφαιρέσει τὴ ζωή. Ἀλλά ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου καὶ μὲ τὴ θέληση μου θυσιάζω αὐτήν. Ἔχω ἐξουσία νὰ δώσω τὴν ζωή μου, καὶ ἔχω ἐξουσία νὰ τὴν πάρω πάλι. (Ἰω. 10,18)

Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μένα, πέθανε γιὰ σένα: «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 3,16) Μὴν ξεχνοῦμε πώς ὅλοι μας εἴμαστε χρεώστες, δοῦλοι ἀπέναντι στό Θεό, ἄλλος περισσότερο καὶ ἄλλος λιγότερο. Ὅλοι μας ἔχουμε παραβεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας δὲν ἐξοφλεῖται μὲ τίποτε, ἀλλά χαρίζεται μὲ τὴ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς ζήσαμε χωρίς Θεό, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀδιαφορήσαμε στὴ φωνὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ζήσαμε σύμφωνα μὲ τὰ θελήματα τῆς σαρκός καὶ τοῦ κόσμου, χωρὶς χαρά, χωρὶς εἰρήνη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γευθοῦμε τὸ πικρό ποτήρι τῆς ἁμαρτίας.

Ὅσο κι' ἄν ἁμαρτήσαμε ὅμως, ὅσο μεγάλο καὶ ἄν εἶναι τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας ὁ Κύριος τὸ πλήρωσε, τὸ ἐξόφλησε πάνω στὸ Σταυρό. Ὁ ἀπ. Ἰωάννης γράφει: «τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Ἰω. Α' 1,7).

Δύο παράγοντες συντελοῦν στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου: ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ Σταυρό καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ ἄπλωμα τοῦ χεριοῦ γιὰ νὰ δεχθοῦμε τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Πολλοὶ χριστιανοί νομίζουν πὼς δὲν ἔχουν ἀνάγκη μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι καλοὶ ἄνθρωποι, καλοὶ οἰκογενειάρχες, ἔντιμοι πολίτες. Ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νά εἶναι σωστά, ἀλλὰ αὐτὰ δὲν τοὺς σώζουν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν σώζεται γιατὶ εἶναι καλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ γιατὶ μετανόησε καὶ ἐξομολογήθηκε ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ του. Οὕτε πάλι καταδικάζεται ὁ ἄνθρωπος γιατὶ εἶναι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ γιατὶ δὲν μετανόησε, γιατὶ δὲν ἄλλαξε ζωή. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ περιμένει τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου.

Π.Π. - Ἀπολύτρωσις - Ὀρθόδοξα Μηνύματα

Ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἄγρυπνος Ἐπίσκοπος, κατά τῶν αἱρέσεων

Ὁ Μέγας Βασίλειος δέν εἶναι μονάχα ὁ Ἅγιος Ἱεράρχης τῆς ἀγάπης, τῶν θεοφώτιστων διδαχῶν, τῶν γραμμάτων καί τῶν ἐπιστημῶν, τῆς ἄσκησης καί τῆς ἀρετῆς. 
Εἶναι ταυτόχρονα καί ὁ τολμηρός ὁμολογητής τῆς Πίστεως, ὁ αὐστηρότατος διώκτης τῶν αἱρέσεων, ὁ ἄγρυπνος Ἐπίσκοπος, ὁ ὅντως ποιμήν.

Στά χρόνια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἠ Ἐκκλησία ταλανιζόταν ἀπό τήν διάδοση δύο κυρίως αἱρέσεων: Τοῦ Ἀρείου καί τοῦ Σαβελλίου. Ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου εἶχε καταδικασθεῖ ἤδη ἀπό τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο (325).Ἐντούτοις, κατά τά χρόνια τοῦ ἁγίου Μεγάλου Βασιλείου (330-379), οἱ ὁπαδοί τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Ἀρείου εἶχαν τόσο πληθυνθεῖ, ὥστε κατάφεραν καί πῆραν στά χέρια τους τό σύνολο σχεδόν τῶν Ἱερῶν Ναῶν. 
Τό γεγονός αὐτό ἀποκαλύπτεται σέ μιά ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται ‘’τοῖς Δυτικοῖς Ἐπισκόποις’’. Στήν ἐπιστολή του αὐτή ὁ Μέγας Βασίλειος περιγράφει λεπτομερῶς ὅλα τά βάσσανα, πού ὑπέστησαν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἐξ αἰτίας τῆς ἄρνησής τους νά ἀποδεχθούν τίς κακοδοξίες τοῦ Ἀρείου. Τά λόγια του εἶναι τόσο ἐπίκαιρα! Θαρεῖς καί γράφτηκαν γιά νά περιγράψουν ἐπακριβῶς τίς διώξεις καί τήν κατασυκοφάντηση τῶν ὁμολογητῶν τῆς Πίστεως τῶν ἡμερῶν μας. Ἐκείνων, δηλαδή, τῶν Πιστῶν, πού ἀγωνίζονται σήμερα μέ φιλότιμο ἐναντίον τοῦ οἰκουμενισμοῦ, διακόπτοντας κάθε κοινωνία μέ τούς φορεῖς αὐτῆς τῆς δαιμονικῆς παναιρέσεως. Γράφει ὁ Ἅγιος: Τά πλήθη, ἀφοῦ ἐγκατέλειψαν τούς οἴκους τῆς προσευχῆς, συναθροίζονται στίς ἐρημιές. Τό θέαμα εἶναι ἐλεεινό: Γυναῖκες καί παιδιά καί γέροντες καί ἄλλοι ἀσθενεῖς, κάτω ἀπό ραγδαῖες βροχές καί χιονοπτώσεις καί ἀνέμους καί χειμωνιάτικους παγετούς, ἀλλ’ ἐπίσης καί τό καλοκαίρι κάτω ἀπό τόν φλογερό ἥλιο, ταλαιπωροῦνται στό ὕπαιθρο. ‘’Καί ταῦτα πάσχουσι διά τό τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μή καταδέχεσθαι’’. Καί τά ὑποφέρουν ὅλα αὐτά, διότι δέν δέχτηκαν τήν πονηρή ζύμη (τήν αἵρεση) τοῦ Ἀρείου. 
Σέ ἄλλη ἐπιστολή του ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀπευθυνόμενος ‘’τοῖς ὑφ’ ἑαυτόν ἀσκηταῖς’’, δίνει γραμμή στά πνευματικά του παιδιά καί διδάσκει μέ σαφήνεια ποιά ἀκριβῶς πρέπει νά εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι στούς αἱρετικούς. Γράφει ὁ Ἄγιος: ‘’Ἡμεῖς γάρ ὁμοίως καί τούς τά Σαβελλίου νοσοῦντας καί τούς τά Ἀρείου δόγματα ἐκδικοῦντας ὡς ἀσεβεῖς ἀποφεύγομεν καί ἀναθεματίζομεν’’. 
Ἐμεῖς ἀποφεύγουμε ἐξίσου ὡς ἀσεβεῖς καί ἀναθεματίζουμε τόσο ἐκείνους πού πάσχουν ἀπό τή νόσο (τήν αἵρεση) τοῦ Σαβελλίου, ὅσο καί ἐκείνους πού ὑποστηρίζουν τά δόγματα τοῦ Ἀρείου.
Ἡ πονηρία καί ἡ δολιότητα τῶν αἱρετικῶν (χαρακτηριστικά ὅλων τῶν αἱρετικῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν) εἶναι στοιχεῖα, πού δέν διαφεύγουν τῆς προσοχῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. 
Σέ ἐπιστολή του, πού ἀπευθύνεται ‘’τοῖς Ἀλεξανδρεῦσιν’’, μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει σχετικά: Ἐπειδή ὁ διάβολος εἶδε ὅτι μέ τούς διωγμούς ἡ Ἐκκλησία πληθύνεται καί ἀκμάζει περισσότερο, ἄλλαξε την γνώμη του καί δέν πολεμάει πλέον φανερά. Τί κάνει; Τοποθετεῖ γιά τούς πιστούς κρυφά καρτέρια, σκεπάζοντας τήν δολιότητα τῶν αἵρετικῶν μέ τό ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ πού περιφέρουν. ‘’Κεκρυμμένα ἡμῖν τά ἔνεδρα τίθησι καλύπτων αὐτῶν τήν ἐπιβουλήν διά τοῦ ὁνόματος ὅ περιφέρουσι... Τό Χριστιανῶν ὄνομα ἔχει καί τούς διώκοντας’’. Ἐφόσον καί οἱ διῶκτες μας λένε ὅτι εἶναι τάχα Χριστιανοί, ἐνῷ θά πάθουμε τά ἴδια μέ τούς πατέρες μας, ἐντούτοις δέν θά φαίνεται ὅτι πάσχουμε γιά τόν Χριστό. 
Ἡ συμμετοχή μας στό λεγόμενο παγκόσμιο συμβούλιο ἐκκλησιῶν (στήν κουρελοῦ τοῦ διαβόλου, ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος γέροντάς μας Παΐσιος), ὅπως ἐπίσης καί οἱ περιβόητοι ‘’διαχριστιανικοί διάλογοι’’ δέν μένουν στό ἀπυρόβλητο ἀπό τόν πανεπίκαιρο Μέγα Ἱεράρχη Βασίλειο. Γιά τούς ἀφελεῖς τῶν Ὀρθοδόξων πού, μέσῳ αὐτῶν τῶν πρακτικῶν, προσδοκοῦν μετάνοια καί ἐπιστροφή τῶν κακοδόξων αἱρετικῶν, γράφει ὁ Ἅγιος ( Ἐπιστολή πρός Θεόσδοτον, Ἐπίσκοπον Νικοπόλεως): ‘’Οὕτε ὁ Αἰθίοψ ἀλλάξει ποτέ τό δέρμα αὐτοῦ, οὔτε ὁ ἐν διαστρόφοις δόγμασι συντραφείς ἀποτρίψασθαι δύναται τό κακόν τῆς αἱρέσεως’’. Οὕτε ὁ Αἰθίοπας θά ἀλλάξει ποτέ τό δέρμα του, οὔτε ἐκεῖνος, πού ἀνατράφηκε μέ διεστραμμένα δόγματα, θά ἀποτινάξει τό κακό τῆς αἱρέσεως.
Καί συμπληρώνει ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή, πού τήν ἀπευθύνει πρός τόν Ἐπίσκοπο Σαμοσάτων Εὐσέβιον: ‘’Ἐάν μέν οὖν πεισθῶσι σοι, ταῦτα ἄριστα. Εἰ δέ μή, γνωρίσατε τούς πολεμοποιούς καί παύσασθε ἡμῖν τοῦ λοιποῦ περί διαλόγων ἐπιστέλλοντες’’
Ἄν, λοιπόν, σᾶς ἀκούσουν οἱ αἱρετικοί καί πεισθοῦν, αὐτό εἶναι τό ἄριστο. Ἄν, ὅμως, δέν πεισθοῦν, μάθετε ποιοί εἶναι οἱ αἴτιοι τοῦ πολέμου καί πάψτε στό ἑξῆς νά μοῦ γράφετε γιά συμφιλίωση.
Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ ἰδιόμελο στιχηρό, γράφει γιά τόν Ἄγιο Ἱεράρχη Μέγα Βασίλειο: ‘’Τῶς θεοστυγῶν αἱρέσεων τάς βλασφημίας κατέτρωσας’’. Τίς βλασφημίες, τίς συκοφαντίες τῶν θεομίσητων αἱρέσεων τίς κατατρόπωσες, τίς διέλυσες.

Γράφει ὁ Φώτης Μιχαήλ, ἰατρός
1/1/2018

ΠΗΓΗ: ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, τοῦ Βασιλείου Χαρώνη.

Το νόημα της Πρωτοχρονιάς

Μᾶς ἀξίωσε, ἀδελφοί, ὁ οὐράνιος Πατέρας μας, νά εἰσέλθουμε καί πάλι στό νέο ἔτος… καί κατά τήν πρώτη αὐτή ἡμέρα κάθε λογικός σκέπτεται, πῶς θά διέλθει αὐτό, ἄν ὁ Θεός τόν ἀφήσει στήν ζωή αὐτή. Καθένας, γιά τό καινούργιο ἔτος διανοεῖται νέες ἐπιχειρήσεις, φαντάζεται νέες ἐπικερδεῖς ἐργασίες, πλάθει νέα σχέδια πρός πλήρωση τῶν πόθων καί ἐπιθυμιῶν του…
Ἀλλ’ ὅταν ἄνθρωπε, κατά τό ἔτος τοῦτο ἐπιτύχεις ὅτι ἐπιθυμεῖς, θά εἶσαι ἄραγε εὐτυχής; Ἄν ἀποκτήσεις πλούτη, δόξα, τιμές καί εὐζωϊα, θά ἔχεις καί τήν εὐδαιμονία; 
Ὦ! Πόσο τόν ἑαυτό σου πλανᾶς, πόσο ἐξαπατᾶσαι! Τίποτα ἀπό τήν γῆ δέν μπορεῖ νά σέ κάνει εὐτυχῆ… Τί ἄν ἐντός τοῦ ἔτους τούτου ἐπιτύχεις τούς πόθους καί τίς δίκαιες ἐπιθυμίες σου καί σέ καταλάβει ὁ θάνατος;…
Ὡς Χριστιανοί, ἄς σκεφτοῦμε ὡριμότερα περί τῆς ἀληθοῦς εὐτυχίας μας, ἀφοῦ οὔτε ὁ χρυσός οὔτε ἡ κοσμική δόξα, οὔτε τά ἄλλα ἐπίγεια ἀγαθά φέρνουν εὐδαιμονία, ἀλλά ΜΟΝΟΣ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Μόνος ἐκεῖνος πού διατελεῖ στενή σχέση πρός τόν Χριστό, πού τίς Ἐντολές Αὐτοῦ ἐκτελεῖ, πού ἐργάζεται τήν ἀρετή, μόνος αὐτός πάντοτε χαίρει καί σ’ αὐτή τή γῆ, μόνος αὐτός καί στόν κόσμο αὐτόν εὐτυχεῖ. Μήν εἰσερχόμαστε στό νέο ἔτος μέ κουφότητες καί ἀπερισκεψίες, ἀδελφοί. Ἐπετράπη σέ μᾶς ὅτι ἀπαγορεύθηκε σέ μυριάδες πολλές (ἀνθρώπων), ἐπετράπη νά εἰσέλθουμε στὀ νέο ἔτος ζῶντες καί ἐμεῖς. Πρῶτα ἄς εὐχαριστήσουμε ἀπό καρδίας τόν Ὕψιστο πού δώρησε σ’ ἐμᾶς τό μέγα δῶρο τῆς ζωῆς πρός ἐπιστροφή. Ὕστερα ἄς λάβουμε ἀπόφαση, ὅπως ἀπό τήν ἀρχή τοῦ ἔτους τούτου ἐπιστρέψουμε στόν Σωτῆρα μας, ἀφοῦ μόνο σ’ Αὐτόν θά βροῦμε τήν εὐτυχία μας. 
Ἄν τοῦτο μόνο ἀποφασίσουμε, τό πᾶν ἐπιτύχαμε, διότι εἶναι πρόθυμος ὁ οὐράνιος Πατέρας μας μέ ἀνοιχτές ἀγκάλες νά μᾶς δεχθεῖ καί τίς ἁμαρτίες μας νά ἐξαλείψει καί ἀντί παλαιῶν νέους νά μᾶς ἀναδείξει κατά τό νέο ἔτος διά τῆς χάριτός Του… Μόνη ἡ ἀρετή καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο εὐτυχῆ καί ἐπί γὴς… Μόνη αὐτή καί στόν θάνατο και στόν τάφο δέν ἐγκαταλείπει αὐτόν ἄνευ ἐλπίδων παρηγορίας καί φαιδροτάτων προσδοκιῶν. Πέραν τοῦ τάφου, στήν ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ, τόν στεφανώνει μέ πλήρη, τέλεια, ἄρρητη καί ἄληκτη εὐδαιμονία. 
Γιά τοῦτο ἡ ἀρετή ἰσχύει καί τολμᾶ ἀπό τῶρα ν’ ἀτενίζει μέ χαρά στήν ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ… Ὁ χρόνος καί τά ἔτη καί οἱ αἰῶνες, κόκκος ἄμμου σέ σχέση μέ τήν ἄπειρο ἰδέα της, τήν ὁποία ἀδυνατεῖ νά ἐννοήσει τό ἀνθρώπινο πνεῦμα! Καί ὅμως ἀδελφοί, γι’ αὐτήν τήν αἰωνιότητα εἴμαστε προορισμένοι. Δέν ἤρθαμε γιά νά ἀπέλθουμε καί νά μήν ὑπάρξουμε πιά. Γεννηθήκαμε, ὄχι γιά νά διαλυθοῦμε στό χῶμα, οὔτε γιά νά μεταβοῦμε ἀπό τήν ὕπαρξη στήν ἀνυπαρξία. 
Ὄχι! Πλασθήκαμε γιά τήν ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ. Πέραν τοῦ τάφου, ἡ ἀπέραντη τῆς αἰωνιότητας πεδιάδα μᾶς ἀναμένει…
Γι’ αὐτό, ἀπό σήμερα, ἀδελφοί, γνωρίζοντας τοῦ βίου καί τοῦ χρόνου τόν σκοπό, ἄς χρησιμοποιήσουμε τό καινούργιο ἔτος καλῶς… 
ΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΟΛΟΨΥΧΩΣ ΑΣ ΑΓΑΠΗΣΟΥΜΕ ΑΥΤΟΝ.
…Βεβαίως δέν πρέπει νά προσδοκᾶμε πάντοτε τά τερπνά στήν γῆ, δέν πρέπει νά ἐλπίζουμε ὅτι τά πάντα θά βαίνουν κατ’ εὐχήν, ὅτι τά πιό ἀπίθανα θά μᾶς συμβοῦν γιά νά εὐωδωθοῦν οἱ ὑποθέσεις μας, διότι τοῦτο κατά τό παρόν δέν εἶναι δυνατόν. Πιθανόν νά μᾶς συμβοῦν κατά τό ἔτος αὐτό καί δυσάρεστα, εἴτε πρός δοκιμασία, εἴτε πρός σωφρονισμό καί τιμωρία, καί γι’ αὐτά ὀφείλουμε νά μετανοήσουμε καί νά μήν ἀδιαφοροῦμε καί εἴμαστε ἀναίσθητοι… Ἄς ἐμπιστευόμαστε τό μέλλον μας στόν Θεό, ὁ ὁποῖος πρός τό συμφέρον μας θ’ ἀποστείλει εὐτυχία ἤ δυστυχία, πλοῦτο ἤ πτωχεία, τά ὁποῖα ὁφείλουμε ν’ ἀποδεχόμαστε εὐχαρίστως, ὡς τά μόνα συμφέροντά μας. Φοβοῦνται βεβαίως οἱ ἄνθρωποι τοῦ βίου τά δεινά, ἀλλ’ ὅταν ἔχουμε ἀγάπη καί πίστη στόν Σωτῆρα θερμή καί στερεά καί ἐκτελοῦμε τίς σωτήριές Του Ἐντολές, τότε τί μπορεῖ νά μᾶς φοβίσει; Φοβούμαστε μήν περιπέσουμε σέ πείνα; Ἀλλ’ Αὐτός μᾶς ἀποδιώκει τόν φόβο τοῦτο λέγων: «Ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ… καί ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά. Οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν» (Ματθ. στ΄26). Φρίττουμε, μήν μᾶς καταλάβει δυστυχία; Αὐτός μᾶς ἐνισχύει. «Μή φοβοῦ…» λέγει, (Δευτ. λα΄6) «…οὐδ’ οὐ μή σέ ἐγκαταλείπω». (Ἐβρ. Ιγ΄5). Ἀλλά καί ὅταν δειλιάζουμε, Αὐτός καί τότε μᾶς ἐνθαρρύνει λέγων: «Ἡ δύναμή μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται» (Β΄Κορ. Ιβ΄9). Καί ὅταν ἀκόμα τρέμουμε αἰσθανόμενοι τόν θάνατο, αὐτός μᾶς χαροποιεῖ λέγων: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνη, ζήσεται» (Ἰω. ια΄26). Γι’ αὐτό ἄς ἀποφασίσουμε ἀπό τήν πρώτη αὐτή ἡμέρα τοῦ νέου ἔτους ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ.

Ἀπό ὁμιλία τοῦ Θεοδώρου Ζωγράφου

Για μια καλή χρονιά



Καλή Χρόνια με υγεία, ειρήνη & ευτυχία

Θα σου πάει καλά όλη η χρονιά, όχι αν μεθάς την πρώτη του μηνός, αλλά αν και την πρώτη του μηνός και κάθε μέρα κάνεις αυτά που αρέσουν στον Θεό. Διότι η ημέρα γίνεται κακή ή καλή όχι από τη δική της φύση, αφού δεν διαφέρει η μια μέρα από την άλλη, αλλά από τη δική μας επιμέλεια ή ραθυμία.

Αν κάνεις την αρετή, σου έγινε καλή η μέρα. Αν κάνεις την αμαρτία, έγινε κακή και γεμάτη κόλαση. Αν εμβαθύνεις σ’ αυτά κι έχεις αυτές τις διαθέσεις, θα ‘χεις καλή όλη τη χρονιά κάνοντας κάθε μέρα προσευχές, ελεημοσύνες. Αν όμως αμελείς την προσωπική σου αρετή κι εμπιστεύεσαι την ευφροσύνη της ψυχής σου στις αρχές των μηνών και στους αριθμούς των ημερών, θα ερημωθείς απ’ όλα τα αγαθά σου.

Αυτό, λοιπόν, επειδή το αντιλήφθηκε ο διάβολος κι επειδή φροντίζει να καταλύσει τους κόπους μας για την αρετή και να σβήσει την προθυμία της ψυχής, μας έμαθε να βάζουμε στις μέρες την ετικέτα της ευτυχίας ή της δυστυχίας. Ένας που έπεισε τον εαυτό του ότι η ημέρα είναι κακή ή καλή, ούτε στην κακή θα φροντίσει για καλά έργα, διότι τάχα άδικα τα κάνει όλα και χωρίς σε τίποτα να ωφελήσει, εξαιτίας της κακορρίζικης ημέρας· ούτε στην καλή πάλι θα το κάνει αυτό, διότι τάχα σε τίποτα δεν τον εμποδίζει η προσωπική του ραθυμία, εξαιτίας της καλορρίζικης ημέρας, κι έτσι και από τις δύο πλευρές θα προδώσει τη σωτηρία του. Κι άλλοτε μεν διότι δήθεν ανώφελα κοπιάζει, άλλοτε διότι δήθεν περιττά, θα ζήσει μέσα στην αργία και την πονηριά. Γνωρίζοντας, λοιπόν, αυτό πρέπει να αποφεύγουμε τις μεθοδείες του διαβόλου και να βγάλουμε από το νου μας αυτήν την ιδέα και να μη προσέχουμε τις μέρες ούτε να μισούμε τη μια και ν’ αγαπούμε την άλλη…

Ο χριστιανός δεν πρέπει να γιορτάζει μόνο μήνες ούτε πρωτομηνιές ούτε Κυριακές, αλλά σ’ όλη του τη ζωή να έχει τη γιορτή που του πρέπει. Και ποιά γιορτή του πρέπει; Ας ακούσουμε τον Παύλο που λέει· «Ώστε εορτάζωμεν μη εν ζύμη παλαιά, μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλ’ εν αζύμοις ειλικρινείας και αληθείας» (Α’ Κο. 5, 8).

Όταν λοιπόν έχεις καθαρή τη συνείδηση, έχεις πάντα γιορτή· τρέφεσαι με καλές ελπίδες και εντρυφάς στην προσδοκία των μελλόντων αγαθών· όπως, όταν δεν έχεις παρρησία κι έχεις πέσει σε πολλά αμαρτήματα, ακόμη κι αν είναι μύριες γιορτές και πανηγύρια δεν θα ‘σαι σε καθόλου καλύτερη θέση από εκείνους που πενθούν. Διότι, τί όφελος έχω εγώ από τη λαμπρή μέρα, όταν την ψυχή μου τη σκοτίζει η συνείδηση;

Αν λοιπόν θέλεις να ‘χεις και κάποιο κέρδος από την πρωτομηνιά, κάνε το εξής. Όταν βλέπεις ότι συμπληρώθηκε ο χρόνος, ευχαρίστησε τον Κύριο, διότι σε έβαλε σ’ αυτήν την περίοδο των ετών. Δημιούργησε κατάνυξη στην καρδιά σου, ξαναλογάριασε τον χρόνο της ζωής σου, πες στον εαυτό σου· Οι μέρες τρέχουν και περνούν, τα χρόνια συμπληρώνονται, πολύ μέρος του δρόμου προχωρήσαμε. Άραγε τι καλό κάναμε; Μήπως άραγε φύγουμε από δω άδειοι κι απογυμνωμένοι από κάθε αρετή; Το δικαστήριο είναι κοντά, η ζωή μας τρέχει προς το γήρας.

(Ιω. Χρυσοστόμου, Λόγος εν ταις Καλάνδαις, PG 48, 955-956)

Φίδι που μαστίζει την κοινωνία τις ήμερες αυτές και ιδίως τη νύχτα της πρωτοχρονιάς, είναι η χαρτοπαιξία. Αν θέλετε με το νέο έτος να έχετε την ευλογία του Θεού, χαρτιά μη πιάσετε στα χέρια σας. ΕΙΝΑΙ ΟΛΕΘΡΙΑ Τ᾽ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑΣ

Τελευταία Κυριακὴ τοῦ ἔτους
Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὺγουστίνου Καντιώτου
ΤΑ ΟΛΕΘΡΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΑΡΤΟΠΑΙΞΙΑΣ


ΥΠΑΡΧΕΙ, ἀγαπητοί μου, μιὰ κοινωνικὴ πληγή, ποὺ μοιάζει μὲ φοβερὸ φίδι. Τὸ φίδι αὐτὸ ὅλο τὸ χρόνο λουφάζει. Τώρα στὶς ἑορτὲς βγαίνει. Ποιό εἶνε τὸ φίδι; Ἂς γελᾷς ἐσὺ ποὺ μ᾿ ἀκοῦς, ὅποιος καὶ νά ᾿σαι. Ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ τὴν ἀλήθεια, καὶ ἀδιαφορῶ τί θὰ πῇς ἐσύ. Τὸ φίδι, λοιπόν, ποὺ μαστίζει τὴν κοινωνία τὶς ἡμέρες αὐτὲς καὶ ἰδίως τὴ νύχτα τῆς πρωτοχρονιᾶς, εἶνε ἡ χαρτοπαιξία. Μεγάλο φίδι…
―Δὲ᾿ μ᾿ ἀφήνεις ἥσυχο νὰ παίξω γιὰ τὸ καλὸ τοῦ χρόνου; σοῦ λέει ὁ ἄλλος.
«Γιὰ τὸ καλὸ τοῦ χρόνου»; Μὰ δὲ᾿ φέρνει κανένα καλὸ ἡ χαρτοπαιξία. Δὲν εἶνε ἀθῷο παιχνιδάκι. Εἶνε παιχνίδι δαιμονικό. Εἶνε σατανᾶς ὁλόκληρος μὲ ἑκατὸν πενήντα κέρατα.

1. Παίζεις χαρτιά; Πρῶτα – πρῶτα χάνεις τὸ χρόνο σου. Ἤξερα ἕνα παιδὶ ποὺ ἦρθε πρῶτος στὸ πανεπιστήμιο στὴν Ἀθήνα. Τὸν πρῶτο χρόνο πήγαινε καλά, ἔπαιρνε καὶ ὑποτροφία. Τὸ δεύτερο χρόνο ἔμπλεξε μὲ παρέες καὶ τὸν μάθανε νὰ χαρτοπαίζῃ. Ἔ, μέχρι σήμερα δίπλωμα δὲν πῆρε. Ἀντὶ νὰ ξενυχτᾷ στὰ γράμματα, ξενυχτοῦσε στὸ χαρτοπαίγνιο. Ἔτσι καταστράφηκε. Οἱ χαρτοπαῖκτες χάνουν τὸ χρόνο τους. Νὰ χτυπήσῃ ἡ Ἐκκλησία τὴν καμπάνα καὶ νὰ καλέσῃ σὲ ἀγρυπνία, δὲν ἔρχονται. Ὅταν ὅμως ὁ σατανᾶς καλῇ γιὰ χαρτοπαίγνιο, κάθονται ἐκεῖ μέχρι τὶς πρωϊνὲς ὧρες χάνοντας τὸ χρόνο τους.
2. Παίζεις χαρτιά; Χάνεις κάτι ἀκόμα ἀνώτερο· χάνεις τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς σου. Γιατί; Γιατὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ πιάσῃς τὸ χαρτὶ στὰ χέρια, ἔρχεται ἕνας σκορπιὸς καὶ σὲ τσιμπάει· ―Ἂχ θὰ κερδίσω;… Καὶ ὁ ἄνθρωπος μπαίνει σὲ μιὰ διαρκῆ ἀγωνία. Κι ὅπως λένε οἱ γιατροί, οἱ χαρτοπαῖκτες εἶνε νευρικοί, καὶ οἱ περισσότεροι πεθαίνουν καρδιακοί.
3. Παίζεις χαρτιά; Παραβαίνεις ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Ποιά ἐντολή; Τὸ «Οὐ κλέψεις» (Ἔξ. 20,14), δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κλέψῃς. ―Μπᾶ;
θὰ πῇς. Μάλιστα. Δὲν εἶνε κλέφτες καὶ λῃσταὶ μόνο αὐτοὶ ποὺ γυρίζουν στὰ βουνὰ ἢ μ᾿ ἕνα πιστόλι μπαίνουν στὶς τράπεζες καὶ γδύνουν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ταμεῖα. Γκάγκστερ καὶ λῃσταὶ εἶνε καὶ οἱ χαρτοπαῖκτες. «Ἔλα ἀπόψε νὰ περάσουμε μιὰ ὡραία βραδιά· θὰ ἔχουμε ζεστασιά, γλυκά, πιοτό, τὸ ἕνα τὸ ἄλλο…». Αὐτὰ εἶνε τὰ δολώματα. Ὅπως τὸ ποντικάκι μὲ τὸ τυρὶ μπαίνει στὴ φάκα, ἔτσι κ᾿ ἐδῶ. Ὁ πιὸ καπάτσος, μὲ μαεστρία, κλέβει ἢ ἀλλάζει τὰ χαρτιά, καὶ στὸ τέλος μαδᾶνε τὸν ἀφελῆ, σὰν κοττόπουλο ποὺ τοῦ βγάζουν ὅλα τὰ φτερά. Βγαίνει πιὰ τὶς πρωϊνὲς ὧρες ζαλισμένος, στενοχωρημένος, χωρὶς λεπτὰ καὶ σπίτι. Οἱ ἐπιτήδειοι στὰ τυχερὰ παιχνίδια εἶνε κλέφτες καὶ λῃσταί. Δὲν τὸ λέω ἐγώ· τὸ λέει ὁ μεγάλος φιλόσοφος Ἀριστοτέλης. Τώρα ἐσὺ τί λές, ὅτι τὸ χαρτοπαίγνιο εἶνε ἀθῷο;
4. Παίζεις χαρτιά; Καταστρέφεις τὸ σπίτι σου. Ὅταν ἤμουν στὰ Γιάννενα, μιὰ μέρα μοῦ λένε· «Ἔλα, πάτερ μου, νὰ δῇς τὰ χάλια μας». Πάω σ᾿ ἕνα σπίτι ἐκεῖ κοντὰ στὴ λίμνη. Μπῆκα μέσα, τί νὰ δῶ; Ρημαγμένο τὸ σπίτι. Δὲν εἶχαν καρέκλα νὰ καθήσουν. Γυμνὴ ἡ γυναίκα, τὰ παιδιὰ πεινασμένα, ἐλεεινά. Οὔτε κάρβουνο γιὰ τὴ φωτιά, οὔτε τίποτα. Ποῦ εἶνε ὁ ἄντρας; ρωτῶ, δουλεύει; «Ἄχ, πάτερ μου, μόλις βασιλέψῃ ὁ ἥλιος καὶ μέχρι τὶς πρωϊνὲς ὧρες πάει στὰ χαρτιά. Κι ὅ,τι κερδίζει τὰ παίζει, καὶ μᾶς ἀφήνει νηστικοὺς καὶ γδυτούς…».
5. Ἀλλὰ κ᾿ ἕνα ἄλλο κακό. Παίζεις χαρτιά; Μυστήριο πρᾶγμα· αὐτὸς ποὺ χαρτοπαίζει εἶνε γεμᾶτος προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες. Μοῦ ᾿λεγε ἕνας καλὸς παπᾶς· Δὲν ξέρω πῶς μπῆκα σ᾿ ἕνα σπίτι καὶ εἶδα νὰ στρώνουνε τὴν πράσινη τσόχα. Στάθηκα νὰ δῶ τί κάνουνε. Μόλις ὅμως βρέθηκα πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι ἑνός, μ᾿ ἔδιωξε· «Φῦγε ἀπὸ μένα, παπᾶ!». Διώχνανε τὸν παπᾶ, γιατὶ θεωροῦσαν ὅτι θὰ τοὺς φέρῃ γρουσουζιά. Ἀντιθέτως, γιὰ νά ᾿χουν γούρι ὅπως λένε, παίρνουν κοντά τους διεφθαρμένα γύναια. Αὐτὸ εἶνε πρόληψις. Ὁ παπᾶς θὰ τοὺς κάνῃ κακό· ἂν βροῦν καμμιὰ πόρνη, τὴν παίρνουν κοντά τους, νά ᾿νε πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τους… Ἂς εἶνε ἐπιστήμονες μὲ διπλώματα, ἂς κάνουν τὸν ἔξυπνο. Τοὺς ἔχει πιάσει γιὰ καλὰ ὁ διάβολος καὶ τοὺς ξευτελίζει.
6. Ὁ χαρτοπαίκτης ὅμως ἐκτὸς ἀπὸ δεισιδαίμων γίνεται καὶ ἀλκοολικός. Γιατὶ τόσες ὧρες ἐκεῖ, τὰ νεῦρα κουράζονται καὶ θέλουν ἐνίσχυσι. Γι᾿ αὐτὸ κατεβάζουν συνεχῶς οἰνοπνευματώδη ποτά. Ἔτσι οἱ περισσότεροι χαρτοπαῖκτες γίνονται ἀλκοολικοί.
7. Ὁ χαρτοπαίκτης ἀκόμα, κοντὰ στὰ ἄλλα, γίνεται βλάστημος.Ὦ Θεέ μου, ἄλλο κι αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα! Ὅταν χάνῃ, ἀντὶ νὰ χτυπᾷ τὸ κεφάλι του, τί κάνει; Βλαστημᾷ τὸ Θεό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους, τὰ πάντα. Οἱ μεγαλύτερες βλαστήμιες ἀκούγονται στὰ χαρτοπαίγνια.
8. Καὶ τὸ τέλος ποιό εἶνε; Ἐμένα ρωτᾶτε; Οἱ χαρτοπαῖκτες συνήθως δὲν κερδίζουν τὰ χρήματα δουλεύοντας μὲ τὸ φτυάρι καὶ τὸν κασμᾶ· στὴν πλάτη τοὺς τὰ κολλᾶνε. Στὸ τέλος ὅμως πεθαίνουν πολλὲς φορές, ἀφοῦ τὰ ξεράσουν ὅλα. Ἔτσι κάνει ὁ διάβολος· στὰ δίνει στὴν ἀρχή, καὶ μετὰ στὸ τέλος τὰ παίρνει ὅλα. Ἂν ἐξετάσετε, θὰ δῆτε, ὅτι διάσημοι παῖκτες τῶν καζίνων δὲν εἶχαν καλὸ τέλος. Τὸ τέλος τους ποιό ἦταν; Ἡ ἀγχόνη· αὐτοκτόνησαν. Ἑκατὸ μεγάλοι χαρτοπαῖκται ἔχουν αὐτοκτονήσει. Ἐκεῖ καταλήγει τὸ κακὸ αὐτό.

Ἂς προσθέσουμε σ᾿ αὐτά, ὅτι καὶ ἱστορικῶς ἀποδεικνύεται ὁ ὄλεθρος τῆς χαρτοπαιξίας. Θά ᾿χετε ἀκούσει γιὰ τὴ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Οἱ στρατιῶτες τῆς Ῥώμης ξαπλώσανε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ κατέκτησαν ὅλα τὰ βασίλεια. Στὴν ἀρχὴ οἱ Ῥωμαῖοι ἦταν πειθαρχημένοι καὶ δίκαιοι. Στὸ τέλος ὅμως, ὅταν μαζέψανε λεπτά, γύρισαν στὴ Ῥώμη, κ᾿ ἐκεῖ τὸ ῥίξανε ἔξω· διασκεδάσεις, πιοτό, γυναῖκες, καὶ χαρτοπαίγνιο. Ὅλη ἡ Ῥώμη χαρτόπαιζε! Πρῶτα χαρτιὰ καὶ ζάρια δὲν ξέρανε. Μετὰ ξέρετε ποῦ φθάσανε; Βάζανε στὴν πλάτη τὰ χρηματοκιβώτια, καὶ πηγαίνανε στὰ χαρτοπαικτικὰ κέντρα, καὶ παίζανε ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι δύσεως τοῦ ἡλίου. Παίζανε λεπτὰ καὶ περιουσίες, παίζανε τὰ ἀξιώματά τους, παίζανε ―ποῦ καταντᾷ ὁ ἄνθρωπος!― ἀκόμα καὶ τὰ ροῦχα τους. Παίζανε τὰ πάντα, καὶ τελευταῖα τί παίζανε; Τὴν τιμή τους! Παίζανε ἀκόμα καὶ τὴ γυναῖκα τους! Τέτοια διαφθορά, ὅπως βεβαιώνει ὁ ἱστορικὸς Τάκιτος.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Δάντης, μεγάλος ποιητής, σ᾿ ἕνα ποίημα γιὰ τὴν κόλασι, ἐκεῖ σὲ κάποιο κύκλο τῆς κολάσεως ἔβαλε καὶ τοὺς χαρτοπαῖκτες. Βλέπεις, λέει, τὰ σπίτια αὐτὰ ποὺ γίνεται τὸ χαρτοπαίγνιο; (σήμερα θὰ ἔλεγε τὶς λέσχες καὶ τὰ καζῖνο)· ἔχουν δυὸ πόρτες· μία εἰσόδου καὶ μία ἐξόδου. Στὴν είσοδο γράφει ἐλπίδα, καὶ στὴν ἔξοδο ὄλεθρος, καταστροφή.
Καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ κακοῦ. Ποῦ βλέπουμε τοὺς χαρτοπαῖκτες; Στὸ Γολγοθᾶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή! Ὁ Χριστὸς ἀγωνιοῦσε πάνω στὸ σταυρό, σταγόνα – σταγόνα ἔπεφτε τὸ αἷμα του, καὶ κάτω οἱ Ῥωμαῖοι στρατιῶτες ῥίχνανε τὰ ζάρια καὶ παίζανε. «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον» (Ψαλμ. 21,19· Ἰωάν. 19, 24). Τέτοιο κακὸ εἶνε τὰ τυχερὰ παιχνίδια.
Ὅποιος δὲν πείθεται ἀπὸ αὐτά, ἂς διαβάσῃ καὶ τὸ Πηδάλιο. Τί θὰ πῇ Πηδάλιο; Εἶνε οἱ κανόνες τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Τί λένε οἱ κανόνες; Ὁ 42 (ΜΒ΄) καὶ ὁ 43 (ΜΓ΄) ἀποστολικὸς κανόνας καὶ ὁ 50 (Ν΄) τῆς Ἕκτης (ΣΤ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου λένε, ὅτι ὅποιος δεσπότης ἢ παπᾶς ἢ διᾶκος παίζει ζάρια (καί, κοντὰ στὰ ζάρια, χαρτιά), αὐτός, λέει, ἢ θὰ σταματήσῃ τὰ παιχνίδια αὐτὰ ἢ θὰ καθαιρεθῇ· καὶ ὅποιος ἀναγνώστης ἢ ψάλτης ἢ λαϊκός, ἄντρας ἢ γυναίκα, κάνει τὸ ιδιο, ἢ θὰ σταματήσῃ ἢ θὰ ἀφορισθῇ. Αὐτὰ λένε οἱ ἱεροὶ κανόνες.

Ἐπιστημονικῶς, ψυχολογικῶς, ἱστορικῶς σᾶς ἀνέπτυξα τί εἶνε τὸ χαρτοπαίγνιο.
Γι᾿ αὐτό, ἀγαπητοί μου, προτρέπω ὅλο τὸν εὐσεβῆ λαό. Ἂν θέλετε μὲ τὸ νέο ἔτος νὰ ἔχετε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, χαρτιὰ μὴν πιάσετε! Πηγαῖντε στὰ σπίτια σας, βάλτε φωτιὰ καὶ κάψτε τὰ χαρτιά. Μὴν πιάσετε χαρτιὰ οὔτε σεῖς οὔτε οἱ δικοί σας, κανείς ἀπολύτως. Κηρύξτε πόλεμο ἐναντίον τῆς χαρτοπαιξίας.

Καὶ κανείς μὴν ἐμπαίξῃ τὰ λόγια αὐτά. Ὅπως ἀκούσατε, οἱ καταπατηταὶ τῶν ἱερῶν κανόνων ὑπόκεινται σὲ ἀφορισμό. Δὲν ἐπιτρέπεται χαρτοπαίκτης νὰ κοινωνῇ τὰ ἄχραντα μυστήρια! Σᾶς παρακαλῶ ὅλους, ἄντρες-γυναῖκες, νὰ διαφωτίσετε τοὺς γνωστούς σας.
Ἂς μᾶς κυβερνήσῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο. Βοηθῆστε κ᾿ ἐσεῖς, ὥστε οἱ γιορτὲς νὰ περάσουν χωρὶς χαρτιά, γιὰ νά ᾿χουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ μ᾿ ἀκούσετε σᾶς εὐλογῶ ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ὲσπερινή ομιλία στον ι. ναό του Aγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, μεταδοθείσα και από τον κρατικόν ραδιοφωνικόν σταθμόν, στις 23-12-1967)

Είσαι φτωχός ή πλούσιος;



Ένας φτωχός ρώτησε τον σοφό:

«Γιατί είμαι τόσο φτωχός;»

Ο σοφός του απάντησε:

«Γιατί δεν έχεις μάθει να δίνεις.»

Ο φτωχός είπε:

«Αφού δεν έχω τίποτα να δώσω.»

Ο σοφός απάντησε:

«Και όμως έχεις κάτι να δώσεις ……..

-το πρόσωπο, μπορείς να δώσεις στους άλλους ένα χαμόγελο.

-το στόμα, μπορείς να επαινέσεις ή να παρηγορήσεις τους άλλους.

-την καρδιά, μπορείς να «ανοίξεις» την καρδιά σου στους άλλους.

-τα μάτια, μπορείς να κοιτάξεις με τα μάτια της καλοσύνης.

-το σώμα, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για να βοηθήσεις τους άλλους.

Επομένως, στην πραγματικότητα δεν είσαι φτωχός, η «φτώχεια» του πνεύματος είναι η πραγματική φτώχεια.»

Ἡ εὐθύνη τῶν ἱερέων γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση στὴν Ἐκκλησία

Εἶναι γνωστὸν πᾶσι τοῖς παροικοῦσι τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅτι τὸ ποίμνιο, ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκατήχητος καὶ στερεῖται πραγματικοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος. Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐλλείψεως κατήχησης εἶναι ἡ ἀπώλεια τοῦ ὑγιοῦς ὀρθοδόξου φρονήματος καὶ τῆς κατανοήσεως τῆς πίστεως ὡς ὑπερτάτου ἀγαθοῦ. Ἡ διαπίστωση αὐτὴ χρησιμοποιεῖται τόσο ἀπὸ τοὺς παναιρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς γιὰ νὰ δικαιολογήσουν καὶ νὰ ἐφαρμόσουν τὶς αἱρετικές τους πρακτικές, ὅσο κι ἀπὸ τοὺς ἀντιοικουμενιστὲς γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἄρνησή τους νὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἀπολύτως ἀναγκαία ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως. Τὸ ποίμνιο φέρει φυσικὰ τὴν δική του μεγάλη εὐθύνη γι’ αὐτήν του τὴν κατάσταση. Ἀλλ’ ὅμως, ταυτόχρονα, εἶναι πασιφανὴς ἡ τεράστια εὐθύνη τῶν ἱερέων κάθε βαθμοῦ —ἀλλὰ καὶ κάθε ρασοφόρου ποὺ ἀπολαμβάνει τιμές— γιὰ τὴν σημερινὴ τραγικὴ κατάσταση στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τὴν σχεδὸν παντελὴ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως καὶ τὴν κατακερματισμένη ἑνότητα τῶν ἀντιμαχούντων αὐτήν. 

Διότι ὅπως ὀρθότατα ἁρμόζει κάθε τιμὴ καὶ σεβασμὸς σὲ κάθε βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης, ὡς ὑπέρτατο ἀξίωμα καὶ διακόνημα, ἀνώτερο καὶ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως κατὰ τοὺς Ἁγίους, ἔτσι πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ καὶ ἡ ἀνάλογη εὐθύνη στοὺς ἱερεῖς ποὺ κατέχουν αὐτὸ τὸ ὑπέρτατο ἀξίωμα —ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ρασοφόρο— καὶ ἀπολαμβάνουν αὐτὴν τὴν τιμὴ καὶ τὸν σεβασμό, εὐθύνη ποὺ δὲν ἀπαιτεῖται τόσο ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὅσο ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὸν ἴδιο. Ὡς ἀπόδειξη τῶν λεγομένων αὐτῶν θὰ χρησιμοποιηθοῦν στὸ κείμενο αὐτὸ ὡς πηγὴ δύο Ἅγιοι, ποὺ μὲ τοὺς λόγους τους ἀνέδειξαν καὶ κατοχύρωσαν τὸ ἀληθὲς τῶν παραπάνω: Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ Ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης. 

Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ στὴν ἀκόλουθη ἀναφορὰ νὰ μὴν ἀσχοληθῶ μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές. Διότι εἶναι ἡλίου φαεινότερον, ὅτι αὐτοί, ὡς ὑποστηρικτὲς καὶ ἀκόλουθοι τῆς αἱρέσεως, ξέχασαν (ἢ δὲν θέλουν νὰ θυμοῦνται) ποιές ἀρετὲς καὶ ποιά στάση ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἕναν ὀρθόδοξο ἱερέα. Αὐτοὶ δὲν ἀσχολοῦνται, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι, μὲ τίποτα ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὸν ἑκάστοτε αἱρετικὸ ἐπίσκοπο καὶ μὲ τὰ ἀνάλογα προνόμια καὶ ὀφέλη, ποὺ αὐτὴ ἐπιφέρει. Αὐτοὶ ἀντὶ νὰ βοηθήσουν τὸν ἐναγωνίως ἀναζητοῦντα τὴν σωτηρία σύγχρονον καὶ ἀπελπισμένο ἄνθρωπο, προσφέροντας του τὴν σωτήρια λύση τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν βυθίζουν πιὸ πολὺ στὸν ὑπαρξιακὸ καὶ πνευματικὸ βοῦρκο του, γιατὶ ἔτσι ἀναδεικνύονται οἱ ἴδιοι.

Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ ἀσχοληθῶ μὲ τοὺς ἱερεῖς κάθε βαθμοῦ καὶ τοὺς ρασοφόρους πού, ἐξακολουθώντας νὰ ἀπολαμβάνουν τὶς ἀναλογούμενες τιμές, ὑποτίθεται ὅτι ἐναντιώνονται στὴν αἵρεση χαρτοπολεμώντας καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀκόμα καὶ τώρα ποὺ τὸ ἔρεβος τῆς κακοδοξίας καὶ τῆς πλάνης καὶ ἡ φοβέρα καταπλάκωσε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ἐλπίζουν ἢ πείθονται πεισματωδῶς ἐπ’ ἄρχοντας καὶ ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, ἀντὶ ἐπὶ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ τονίσω ὄχι τὶς αὐτονόητες ἀρετὲς ποὺ ἀπαιτοῦνται κατὰ τοὺς παραπάνω Ἁγίους ἀπὸ ἕναν ἱερέα ἀνεξαρτήτως βαθμοῦ καὶ ρασοφόρου ποὺ ἀπολαμβάνει τιμές, ἀλλὰ αὐτὲς ποὺ προστατεύουν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ —ὄχι τὸν δικό τους— ἀπὸ τὴν αἵρεση.

Λέγει ὁ χρυσορρήμων ἅγ. Ἰωάννης ὡς πρώτη καὶ μεγίστη ἐντολὴ γιὰ τοὺς ἱερεῖς: «Καίτοι δέ, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ (σσ. ὁ Κύριος) πρὸς αὐτόν (σσ. τὸν Πέτρο), ἂν μὲ ἀγαπᾶς, νήστευσε, κοιμήσου χάμω στὴ γῆ, κάνε συχνὲς ἀγρυπνίες, ὑπεράσπιζε τοὺς ἀδικουμένους, γίνε πατέρας τῶν ὀρφανῶν παιδιῶν καὶ σύζυγος τῆς μητέρας αὐτῶν, ὅμως, ἀντὶ αὐτῶν τί λέγει; “Ποίμανε τα πρόβατά μου“… Πράγματι, ὁ ποιμένας ὁ ὁποῖος ἔχει χάσει πρόβατα, ἢ ἀπὸ διαρπαγὴ λύκων ἢ ἀπὸ κλοπὴ ληστῶν, ἢ ἀπὸ κάποια ἀσθένεια, ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη τυχαία αἰτία, μπορεῖ νὰ τύχει τῆς συγγνώμης τοῦ κυρίου τῆς ποίμνης, σὲ περίπτωση δὲ ποὺ ἤγετο σὲ δίκη, ἡ σοβαρότερη ζημία ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστεῖ θὰ ἦταν ἡ καταβολή χρηματικοῦ προστίμου. Ἀντίθετα, ὁ ἐμπιστευμένος τὴ φύλαξη ἀνθρωπίνων ψυχῶν, τὸ λογικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, κατ᾿ ἀρχὴν μὲν ἀποπληρώνει τὴν ἀπώλεια τῶν προβάτων ὄχι μὲ χρηματικὸ ἀντίτιμο, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια τὴν ψυχή του, ὅπως καὶ ὁ ἀγώνας του εἶναι μεγαλύτερος καὶ δυσμενέστερος, ἀφοῦ ἡ μάχη του δὲν διεξάγεται ἐναντίον λύκων, οὔτε κατὰ ληστῶν, οὔτε φροντίζει γιὰ τὴν ἐξάλειψη κάποιας ἀσθενείας ἀπὸ τὴν ποίμνη του. Πρὸς ποίους ὅμως γίνεται ὁ πόλεμος καὶ μὲ ποίους διεξάγεται ἡ πάλη; Ἄκου τὸν μακάριο Παῦλο, ὁ ὁποῖος λέγει: “Ἡ πάλη μας δὲν εἶναι κατὰ τοῦ αἵματος καὶ τῆς σάρκας, ἀλλὰ κατὰ τῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ἐξουσιῶν, κατὰ τῶν κοσμοκρατόρων τοῦ σκότους τῆς ἐποχῆς μας, κατὰ τῶν πονηρῶν πνευμάτων τοῦ οὐρανοῦ“ (Λόγος δεύτερος περὶ ἱερωσύνης).

Ὁ δὲ ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ἡ κατὰ τὸν Μ. Φώτιο «μοῦσα τῆς Ἐκκλησίας», προσθέτει στὰ παραπάνω μιλώντας γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο Εὐσέβιο: «Ἂν ἀγνοώντας ὁ Εὐσέβιος τοὺς χειροτόνησε, θὰ ἔχει μέτρια ἀπολογία "ἐν ἀγνοίᾳ". Ἂν ὅμως, ὅπως λές, γνωρίζοντάς το πάρα πολὺ καλά, παρέδωσε τὸ ποίμνιο (γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Χριστός ἔχυσε τὸ αἷμα του) σὲ λύκους (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ τὰ ἁρπάξουν, σὲ σκυλιά (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ ἀσελγήσουν καὶ σὲ ἀλεποῦδες (σσ. κακόδοξους ρασοφόρους καὶ αἱρετικούς) γιὰ νὰ τὰ ἀφανίσουν μὲ δόλο, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει τί νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὶς τόσες ἁμαρτίες. Κι αὐτὰ τὰ λέω, ὄχι γιατὶ θὰ εἶναι ἀνεύθυνοι ἐκεῖνοι καὶ δὲν θὰ κριθοῦν, ἀλλὰ γιατὶ αὐτὸς ποὺ παρέχει τὰ σπέρματα τῶν ἁμαρτημάτων θὰ τιμωρηθεῖ πολὺ περισσότερο... Τότε τὸ ποίμνιο δὲν θὰ θεωρήσει αξιόπιστο τὸν διδάσκαλο αὐτὸν ποὺ δὲν πράττει τὰ δέοντα. Πρέπει λοιπὸν ὁ ποιμένας νὰ ἀστράφτει καὶ στὰ λόγια καὶ στὰ ἔργα. Γιατὶ λέει ὁ Χριστὸς "Ὅποιος πράττει καὶ διδάσκει, αὐτὸς θὰ ὀνομαστεῖ μέγας στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐὰν τὸ πράττειν σημαίνει μόνο τὴν διδαχή, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι δὲν θὰ εἶχε προστεθεῖ τὸ δεύτερο (P.G. 78, 672-673).

Μὲ τὰ παραπάνω λόγια ἀποδεικνύουν οἱ Ἅγιοι πασιφανέστατα, ὅτι πρώτιστο καθῆκον τοῦ ἱερέα, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο μέχρι τὸν διάκονο, καὶ φυσικὰ τοῦ κάθε ρασοφόρου ποὺ ἐπιτελεῖ πνευματικὸ ἔργο —καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀπολαμβάνει τὶς ἀνάλογες τιμές— εἶναι ἡ ποίμανση καὶ προστασία τοῦ ποιμνίου ἀπὸ οἱονδήποτε κίνδυνο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ, πρωτίστως τὴν αἵρεση. Στὴν ἐπισήμανση τους οἱ Ἅγιοι δὲν χρησιμοποιοῦν ὅρους, ὅπως «ἄχρι καιροῦ» κλπ, ποὺ χρησιμοποιοῦνται συλλήβδην σήμερα. Ἀντιθέτως ὑπενθυμίζουν σὲ ὅλους, ὅτι, ἂν οἱ λαϊκοὶ φέρουν εὐθύνη καὶ θὰ δώσουν λόγο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, οἱ ἱερεῖς φέρουν μέγιστη εὐθύνη καὶ θὰ πρέπει νὰ τρέμουν μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ γιὰ κάθε ψυχὴ ποὺ χάθηκε, ἐπειδὴ αὐτοὶ ὀλιγώρησαν.

Καὶ ξανὰ ὁ χρυσορρήμων ἅγ. Ἰωάννης: «Διότι ἂν ἕνα καὶ μόνο πιστὸ σκανδαλίσει ὁ ἐπίσκοπος, τὸν πιὸ ἀσήμαντο ὅλων, συμφέρει σ᾿ αὐτὸν νὰ τοῦ δεθεῖ μυλόπετρα στὸν τράχηλό του καὶ νὰ καταποντισθεῖ στὴ θάλασσα· καὶ ἂν ἐπίσης ὅσοι προσβάλλουν τὴ συνείδηση τῶν ἀδελφῶν διαπράττουν ἁμάρτημα κατὰ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, τότε τί πρόκειται νὰ πάθουν καὶ ποιά καταδίκη θὰ λάβουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι στάθηκαν αἴτιοι ἀπωλείας ὄχι μόνο ἑνὸς καὶ δύο καὶ τριῶν πιστῶν, ἀλλὰ τόσου πλήθους; Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικαλεσθεῖ τὴν ἀπειρία, οὔτε τὴν ἄγνοια, οὔτε νὰ προβάλει ὡς δικαιολογία κάποια μεγάλη ἀνάγκη ἢ ἐνδεχόμενη βία. Ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω μᾶλλον κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀρχομένους (σσ. τοὺς πιστούς), ἂν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει, θὰ κατέφευγε σὲ τέτοιες δικαιολογίες γιὰ τὶς προσωπικές του ἁμαρτίες, παρά οἱ προεστῶτες γιὰ τὶς εὐθύνες ποὺ ἔχουν ἔναντι τῶν ἄλλων. Γιατὶ συμβαίνει αὐτό; Ὁ ἀναλαβὼν τὴν εὐθύνη νὰ ἐπανορθώνει τὰ λάθη ποὺ κάνουν οἱ ἄλλοι ἕνεκα ἀγνοίας καὶ νὰ προμηνύει τὸν ἐπερχόμενο πόλεμο τοῦ διαβόλου, δὲν θὰ μπορέσει νὰ προβάλει τὴν ἄγνοια, οὔτε νὰ προφασισθεῖ, "Δὲν ἄκουσα τὴ σάλπιγγα, δὲν προέβλεψα τὸν πόλεμο". Ἀλλὰ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κάθισε, ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἰεζεκιήλ, γιὰ νὰ σαλπίζει στοὺς ἄλλους καὶ νὰ προμηνύει τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν. Γι᾿ αὐτὸ ἐξ ἄλλου εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τιμωρία, ἔστω καὶ ἂν ἕνας εἶναι ὁ ἀπολωλώς. Ἂν ἐνῶ ἡ ρομφαία προελαύνει καὶ δὲν σαλπίσει στὸν λαό, οὔτε σημάνει, λέγει, τὸν συναγερμὸ ὁ σκοπὸς καὶ ἔλθει ἡ ρομφαία καὶ λάβει τὴν ψυχή, αὐτὴ θὰ ἔχει ληφθεῖ γιὰ τὶς ἄνομες πράξεις της, ὅμως τὸ αἷμα της θὰ τὸ ζητήσω ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ σκοποῦ» (Λόγος ἕκτος περὶ ἱερωσύνης).

Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν δικαιολογία γιὰ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τοὺς δόθηκε τέτοια ἐξουσία. Δὲν ἰσχύει ἡ ἄγνοια, ἡ φοβία, ὁ δισταγμός. Ὅπως ἡ ἐξουσία ἔτσι καὶ ἡ εὐθύνη. Ὅποιος δὲν βροντήξει τὴν σάλπιγγα θὰ δώσει λόγο. Ἂς ἀναλογιστοῦμε ἐμεῖς οἱ πιστοί, ποιά σάλπιγγα ἀκούσαμε ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ἐκτὸς λίγων —μετρημένων στὰ δάκτυλα— ἐξαιρέσεων, ποιός συναγερμὸς σήμανε ἐκτὸς ἀπὸ κάποιες συνάξεις καὶ κάποια συνέδρια ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ γιὰ πόλεμο πίστεως μᾶς προετοίμασαν καὶ σιγὰ σιγὰ ἔχουν καταντήσει γραφικὰ καὶ τραγελαφικά. Καὶ ἂν γιὰ τὸν ἕνα ἀπολωλότα ὑπάρχει τέτοια τρομερὴ εὐθύνη καὶ τιμωρία, ποιά θὰ εἶναι γιὰ τὰ ἑκατομμύρια πιστῶν ποὺ χάνονται στὴν αἵρεση;

Ὁ Ἅγ. Ἰσίδωρος ποὺ πῆρε τὴν πνευματικὴ σκυτάλη ἀπὸ τὸν Ἁγ. Ἰωάννη, τὸν ὁποῖο τιμοῦσε καὶ γι’ αὐτὸ τὸν μιμήθηκε, προχωρεῖ περισσότερο στηλιτεύοντας ἀκόμα πιὸ πολλὰ σημεῖα ποὺ δυσκολεύουν τὸν ἀγῶνα ἐνάντια στὴν αἵρεση καὶ διασποῦν τὴν ἑνότητα: «Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ὁμόνοια ἀποτελοῦν τὸ μεγαλύτερο διακύβευμα ὅλων τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν πρέπει νὰ δίνουμε σὲ κανένα ἀφορμὴ πολέμου καὶ μάχης (P.G. 78, 401). Πρέπει νὰ ἐκστρατεύουμε ὅλοι μαζὶ ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ κι ὄχι νὰ ὁπλιζόμαστε μὲ αὐτὸν ἐναντίον ἀλλήλων γιατὶ τότε θὰ χαθοῦν καὶ τὰ δύο μέρη (P.G. 78, 1261). Ἐπειδὴ ἔγραψες γιατὶ δὲν εἶπε ὁ Παῦλος "νὰ εἰρηνεύετε μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους" ἀλλὰ ἂν εἶναι δυνατόν (σσ. νὰ εἰρηνεύετε), ἀπαντῶ: Ἐπειδὴ ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νὰ μὴν εἶναι δυνατόν, ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα εὐσεβείας, σωφροσύνης καὶ γενικὰ γιὰ ὅλες τὶς ἀρετές. Διότι πῶς θὰ εἰρηνεύσει ὁ εὐσεβὴς μὲ τὸν ἀσεβή, ὁ δίκαιος μὲ τὸν ἄδικο, ὁ σώφρων μὲ τὸν λάγνο, ποὺ δὲν διαφθείρει μόνο τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους;» (P.G. 78, 1469).

Ὁ ἱερέας λοιπὸν πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴν ἀλήθεια καὶ μόνον αὐτήν, χωρὶς νὰ εἶναι ὑποταγμένος στὴν κολακεία καὶ στὸν φόβο. Ὁ χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη μὲ ὅποιον βλάπτει ἢ παραχαράσσει τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως καὶ ὁδηγεῖ στὸν γκρεμὸ τῆς ἀπωλείας ἀδελφούς του χριστιανούς. Ἡ ἀληθινὴ ὁμόνοια ἐπιτυγχάνεται ὅταν οἱ ὁμονονοῦντες συμφωνοῦν λόγοις καὶ ἔργοις στὰ θέματα τῆς Πίστεως. Ἀντιθέτως οἱ Ἅγιοι μᾶς συμβουλεύουν νὰ μὴν ζητοῦμε μία ὁμόνοια, ποὺ δὲν τηρεῖ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις. Τὴν εὐθύνη γιὰ ὅλα αὐτὰ ἔχουν κατὰ κύριο λόγο οἱ ἱερεῖς (πάντα κατὰ τοὺς Ἁγίους).

«΄Εγγυητὲς καὶ μάρτυρες εἶναι οἱ Ἅγιοι Πάντες, τοὺς ὁποίους κατατόξευσαν τόσες πολλὲς νιφάδες πειρασμῶν (P.G. 78, 1469). Γιατί καταφεύγεις σὲ πολλοὺς ἐκτὸς στὸν Ἕνα; Γιατί κολακεύεις πολλούς, ἐνῶ ἀντιμάχεσαι τὸν Ἕνα; Γιατί καλεῖς σὲ συμμαχία τοὺς ἀσθενεῖς ἐνῶ πρέπει νὰ καταφεύγεις στὴν ἀήττητη δεξιὰ τοῦ Ἑνὸς καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τοὺς πειρασμούς;» (P.G. 78, 1469). Εἶναι καλὸ μὲν πρὶν ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ ζωστοῦμε τὴν ζώνη καὶ νὰ διακονοῦμε τὸν Θεό, καὶ νὰ χτυποῦμε τὶς ἐχθρικὲς φάλαγγες μὲ τὴν πίστη, ἀλλὰ νὰ μὴν ραθυμοῦμε καὶ νὰ ὑποκύπτουμε στοὺς ἐχθρούς μας» (P.G. 78, 325). Διότι ἀληθινὴ νίκη δὲν σημαίνει νὰ νικήσεις ἀμέσως ἀλλὰ νὰ μὴν ξεφύγεις καὶ πέσεις ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια» (P.G. 78, 1549). «Τἰ εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἰεζεκιήλ; ”Ἐὰν ὅμως σὺ διαμαρτυρηθεῖς καὶ ἐντόνως προτρέψεις τὸν ἄνομον αὐτόν, νὰ παύσει πλέον νὰ ἁμαρτάνει, αὐτὸς ὅμως δὲν ἀλλάξει, τότε αὐτὸς θὰ πεθάνει στὴν ἀνομία του ἐσὺ ὅμως θα γλυτώσης την ψυχή σου”. Διότι ἐὰν σιωπᾶς καὶ δὲν διαμαρτυρηθεῖς ἔντονα, τότε κοινωνεῖς μὲ ἐκεῖνον στὴν ἁμαρτία (P.G. 78, 1504).

Ἀποτελεῖ ἀπαύγασμα πνευματικῆς νουθεσίας καὶ ρητορικῆς, πῶς ὁ Ἅγιος κονιορτοποιεῖ τὶς ἀντιπατερικὲς γνῶμες αὐτῶν ποὺ γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦν ἐνάντια στὴν αἵρεση χρειάζονται πλήθη, ἀναζητοῦν συμμαχίες, ἀνεξαρτήτου ἤθους ἢ στάσεως ἢ γρήγορες νίκες: Ὅποιος ἔχει τὸν Θεὸ δίπλα του δὲν χρειάζεται ἄλλους συναγωνιστὲς καὶ μάλιστα ἀσθενεῖς. Νίκη δὲν εἶναι ἡ ἧττα τῶν αἱρετικῶν, διότι αὐτὴ μπορεῖ νὰ μὴν τὴν βιώσουμε. Νίκη εἶναι, ὅτι ἐμεῖς δὲν ξεφύγαμε ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς εὐσέβειας, τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ εἶναι σημαντικὸ στὰ παραπάνω εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ Ἁγίου τοῦ Κανόνος «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ...». Ὅποιος κοινωνεῖ μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἐμμένουν στὴν ἁμαρτία τῆς κακοδοξίας καὶ αἱρέσεως (διότι ἂν μιλοῦσε γιὰ τὴν φυσική μας ἁμαρτία, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ κοινωνοῦμε μεταξύ μας) καταδικάζεται κι αὐτὸς ὡς ἁμαρτωλός. Ἡ μαχητικότητα καὶ ἡ ἀγωνιστικὴ παρρησία πιστοποιοῦν λοιπὸν τὸν ἀληθινὸ ποιμένα. Μία μαχητικότητα ποὺ ἔχοντας πρότυπο τὸν Ἕνα Ποιμένα, πρέπει νὰ φτάνει στὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν αὐτοθυσία, γιὰ χάρη τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ποιμνίου Του.

Πόσο ἄφοβος ἦταν ὁ Ἅγιος; Ἂς τὸν ἀκούσουμε καὶ ἂς παραδειγματιστοῦμε: «Πολλοί, ὦ ἄθλιε Ζώσιμε (σσ. ὁ Ἅγιος εἶχε πολλὲς φορὲς προσπαθήσει νὰ τὸν συνετίσει, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἄλλαξε), ἔγιναν πρὶν ἀπὸ σένα ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοί, μήτε τον Θεὸν φοβούμενοι, μήτε βίου χρηστοῦ ἐπιμελούμενοι, ἀλλὰ ἐσὺ τοὺς ξεπέρασες ὅλους, ἔγινες ἡ κορυφή, ἄπιστο καὶ ἀμίμητο παράδειγμα. Διότι ἐκεῖνοι εἶχαν καὶ κάποιες ἀρετές, ἐσὺ ὅμως δόθηκες στὴν κακία καὶ στὶς ἡδονές καὶ ξανακήρυξες πόλεμο στὴν ἀρετή. Κατήντησες γιὰ ὅλους κωμωδία, γιὰ γέλια καὶ σκάνδαλο. Βλέποντάς σε (σσ. τὸ ποίμνιο) νὰ πιάνεις μὲ τὰ μιαρά σου χέρια τὰ ἱερὰ Μυστήρια ἀποπηδοῦν προτιμώντας νὰ μείνουν ἀμύητοι παρὰ νὰ δεχθοῦν ἀπὸ τὰ βρώμικά σου χέρια τὰ ἄχραντα Μυστήρια...» (P.G. 78, 1644). «Ἐγὼ θεωρῶ ἐχθρὸ τῆς ἀρετῆς αὐτὸν ποὺ συμπράττει μὲ τὸν διάβολο, ποὺ σπέρνει ζιζάνια κατὰ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸν βλέπω ἀκόμα καὶ ἂν μὲ ἀπειλήσει μὲ χίλιους θανάτους» (P.G. 78, 1640). «Ἐγὼ καταφρονῶ κάθε κίνδυνο ὑπὲρ τοῦ πολέμου ἐναντίον τοῦ Ἀρείου καὶ θὰ μποροῦσα νὰ σταματήσω ὅλα τ’ ἄλλα μόνο γιὰ νὰ τὸν πολεμῶ καὶ νὰ τὸν χτυπῶ» (P.G. 78, 401).

Τὸ ποίμνιο λέει ὁ Ἅγιος, βλέποντάς σε νὰ πιάνεις μὲ τὰ μιαρά σου χέρια τὰ ἱερὰ Μυστήρια ἀποπηδοῦν προτιμώντας νὰ μείνουν ἀμύητοι παρὰ νὰ δεχθοῦν ἀπὸ τὰ βρώμικά σου χέρια τὰ ἄχραντα Μυστήρια... Ἂν ζοῦσε σήμερα ὁ Ἅγιος, τί πιστεύουμε, θὰ μιλοῦσε ἀλλιῶς; Αὐτὸς ποὺ δὲν φοβήθηκε αὐτοκράτορες καὶ αἱρετικοὺς θὰ φοβόταν νὰ συμβούλευε τὸ ποίμνιο νὰ μὴν ἀποπηδήσει; Δὲν τὸ συμβούλεψε ὅμως καὶ δὲν τὸ συμβουλεύει, διότι αὐτὴ ἡ ἀποπήδηση ἀπὸ τὸν ψευδοποιμένα (ὡς ἀπὸ ὄφεως λέει ὁ Μ. Φώτιος) εἶναι ἡ μόνη λύση σωτηρίας γιὰ τὸ ποίμνιο. Σὰν ἀληθινὸς ποιμένας ποὺ ἦταν ὁ Ἅγιος τὸ γνώριζε καὶ δὲν ἔκανε κανέναν συμβιβασμὸ σὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Ὅλα θὰ τὰ σταματοῦσε γιὰ νὰ πολεμήσει τὴν αἵρεση.

Λέμε συνέχεια, ὅτι τιμὴ Ἁγίων, μίμησις Ἁγίων. Ποιός σύγχρονος ἱερέας, ἐπίσκοπος, πρωτοπρεσβύτερος, πρεσβύτερος, διάκονος, ἡγούμενος, ἱερομόναχος, μοναχός, ἐκτὸς κάποιων ἐλαχίστων λαμπρῶν ἐξαιρέσεων, μίλησε ποτὲ καὶ ἔπραξε καὶ θυσίαστηκε, ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, ὅπως οἱ δύο παραπάνω Ἅγιοι; Ποιὸς προέβαλε τὸ κορμί του γιὰ αὐτὸν τὸν ναί πλανεμένο, ναί ἀκατήχητο, ναὶ δειλό ἀλλὰ καὶ πονεμένο, ἐγκαταλελειμμένο, προδομένο λαὸ τοῦ Θεοῦ; Οἰκογένειες χωρίζουν γιὰ θέματα πίστεως, συγγένειες διαλύονται γιὰ θέματα πίστεως, φιλίες ἀκυρώνονται γιὰ θέματα πίστεως, ἄνθρωποι ὑβρίζονται καὶ σπιλώνονται ἐπειδὴ λένε καὶ ζητοῦν τὰ αὐτονόητα γιὰ θέματα πίστεως καὶ οἱ ὑποτιθέμενοι ἀντιοικουμενιστὲς ἢ οἱ νεωτεριστικὰ ἀπαράδεκτα ὀνομαζόμενοι «παραδοσιακοί» ἱερεῖς, βγάζουν λόγους γεμάτους τέχνη καὶ γνώσεις ἀλλὰ χωρὶς πρακτικὸ ἀντίκρυσμα. Εὐσεβολογοῦν καὶ παράλληλα ἀσεβοῦν, μιλοῦν γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν ἄλλων καὶ ξεχνοῦν τὰ δικά τους τρομερὰ καθήκοντα, πολεμοῦν καὶ παράλληλα συμμαχοῦν, καταδεικνύουν καὶ παράλληλα κοινωνοῦν, ἐπιζητοῦν μαρτύριο καὶ παράλληλα τιμές, μιλοῦν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ περιορίζονται στὴν ἀσφάλεια τῆς ἑκάστοτε ἐνορίας, χαρτοπολεμοῦν καὶ παράλληλα πάλι χαρτοπολεμοῦν.

Δὲν εἶναι κακία, οὔτε εὐφυολογήματα αὐτὰ ποὺ γράφω. Εἶναι κραυγὴ ἀγωνίας καὶ ἀνάγκης, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς πιστοὺς λαϊκοὺς καὶ τὴν κοινὴ ἐμπειρία, διότι ἀναζητοῦμε καὶ χρειαζόμαστε ποιμένες, ἀλλὰ ἀληθινοὺς ποιμένες. Χρειαζόμαστε ὁμόνοια ἀλλὰ ἀληθινὴ ὁμόνοια ἐν τῇ πίστει καὶ τῷ φρόνημᾳ. Χρειαζόμαστε μαχητὲς τῆς πίστεως κι ἂν ποτὲ στρατηγούς, ἀλλὰ τέτοιους ποὺ ὡς ἄλλοι Ἀλέξανδροι, στὴν πρώτη γραμμή, δὲν θὰ πιοῦν στὴν κάψα τῆς ἐρήμου τὸ λιγοστὸ νερὸ μέσα στὸ κράνος, διότι τὸ στράτευμα διψάει κι αὐτὸ καὶ τὸ νερὸ δὲν φθάνει. Χρειαζόμαστε ποιμένες ποὺ νὰ ἀναλαμβάνουν τὶς εὐθύνες τους, μιᾶς καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς τὶς ἄφησαν στὸ δρόμο.

Καλὴ κι εὐλογημένη χρονιά γιὰ ὅλους!

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

ΔΕΝ ΣΥΜΒΙΒΑΖΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΤΟΑ, ΑΛΗΘΕΙΑ ΜΕ ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΣΑΤΑΝΑ. Ο πιστος λαος μισειται, υβριζεται και προπηλακιζεται ως μικρόνους, καθυστερημενος και μισαλλοδοξος απο ολους τους φανατικους οπαδους του οικουμενισμού» και ο πατριαρχης επιδιωκει ανευ πίστεως την ένωση παπισμού και ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΑΣ, 
ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΣ

Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, συμβιβασμὸς μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ στοᾶς, χριστιανισμοῦ καὶ μασονίας, Χριστοῦ καὶ Βελίαρ. Εἶνε δὲ ἄξιον ἰδιαιτέρως παρατηρήσεως, ὅτι ὁ κόσμος, ὁ ἐπηρεαζόμενος ἀπὸ ψευδῆ μασονικὰ συνθήματα περὶ ἑνότητος καὶ συμφιλιώσεως, ὁ ἄπιστος καὶ ἄθεος κόσμος, ὁ ὁποῖος οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει μὲ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ ζωήν, ἐκδηλώνει τὴν χαράν του διὰ τὴν ἄνευ πίστεως ἐπιδιωκομένην ἕνωσιν παπισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας. Κῆρυξ δὲ μεγαλόστομος αὐτῆς τῆς ἑνώσεως ὑπῆρξεν ὁ Ἀθηναγόρας, τὸν ὁποῖον ὅλαι σχεδὸν αἱ ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικὰ τοῦ κόσμου, κρίνοντα μὲ κοσμικὰ κριτήρια, ἐνεκωμίασαν καὶ ἐπαρουσίασαν ὡς μέγαν ἄνδρα! Τοιοῦτος εἶνε ὁ κόσμος· ἀγαπᾷ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν τὴν γλῶσσαν ὄχι τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ τοῦ κόσμου τούτου.

Ἀκόμη δὲ πρὸς τιμὴν τοῦ μεγάλου «εἰρηνοποιοῦ» πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἐξεδόθη ὁλόκληρος τόμος μὲ τὸν τίτλον «Οἱ εἰρηνοποιοὶ», εἰς τὸν ὁποῖον περιγράφονται ὅλαι αἱ συναντήσεις καὶ περιπτώσεις πατριάρχου καὶ πάπα. Καὶ ἐνῷ ὁ κόσμος ἐκδηλώνει χαρὰν διὰ τὴν τοιαύτην ἀπόπειραν ψευδο-ενώσεως, ἀντιθέτως ὁ πιστὸς λαὸς μισεῖται, ὑβρίζεται καὶ προπηλακίζεται ὡς μικρόνους, καθυστερημένος καὶ μισαλλόδοξος ἀπὸ ὅλους τοὺς φανατικοὺς ὀπαδοὺς τοῦ οἰκουμενισμοῦ».

Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, «Ζητήματα πίστεως–ὁ διάλογος καὶ τὰ ἀποτελέσματά του», περιοδ. «Χριστιανικὴ Σπίθα», ἀρ. φύλ. 450/Ἰανουάριος–Φεβρουάριος 1987

Η Ορθόδοξη Εκκλησία εμπόδιο στον αντίχριστο



Εμπόδιο στο ψυχοκτόνο έργο του διαβόλου και στην παρουσία του Αντιχρίστου στέκεται η Ορθόδοξος Εκκλησία, που καταγγέλει τις μεθοδείες του σατανά και καταδικάζει τις αιρέσεις.

Χωρίς την Ορθοδοξία, θα ήταν εύκολο στα όργανα του Αντιχρίστου να προετοιμάσουν τον δρόμο του.
Μα η Ορθοδοξία, αν και λυσσωδώς πολεμάται με μεθόδους σατανικές, στέκεται απόρθητο φρούριο και φάρος, που κατευθύνει προς την αλήθεια και την σωτηρία.
Οι πολυώνυμοι εχθροί της, υπηρετώντας τον διάβολο και τι δεν κάνουν για να πετύχουν, όπως μάταια ελπίζουν, τον αφανισμό της.
Αιρέσεις, Σιωνισμός με όλα τα παρακλάδια του και τα όργανά του: Μασωνία, Χιλιασμός, Οικουμενισμός, Ρόταρυ, Λάιονς, ψεύδη, απάτες, δολοπλοκίες, άνθρωποι όργανα του διαβόλου από θέσεις κλειδιά, ένας ολόκληρος σατανικός μηχανισμός σκοτεινών δυνάμεων, είναι επιστρατευμένος κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Η πίστη των Χριστιανών στον Χριστό και την Εκκλησία εμποδίζει τους ανθρώπους από τον μεγάλο ξεπεσμό, από την αποστασία και την αμετανοησία. 
Αφού η Εκκλησία συναρπάζει τις ψυχές με την αλήθεια το φως και την σωτηρία, οι αντίχριστοι δυσανασχετούν.
Πλημμυρίζουν από μίσος και κακία οι Ιουδαίοι και ο Σιωνισμός συγκεκριμένα, διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι μόνο αποδεικνύει τους Ιουδαίους αντίχριστους, μα και καταγγέλλει την αθεΐα τους, την άρνησή τους να δεχθούν τον Χριστό και συγχρόνως αποκαλύπτει, ότι αυτοί είναι έτοιμοι, στ’ όνομα του Χριστού, να δεχθούν τον άνομο, τον Αντίχριστο.
Επειδή, λοιπόν, η Ορθοδοξία στέκεται οχυρό, εμπόδιο στους αντίχριστους, εκείνοι με επικεφαλής τον Σιωνισμό κάνουν τα πάντα να σείσουν τα θεμέλια της Ορθοδοξίας.
Θέλουν να συντρίψουν το Δόγμα και την Παράδοση, ν’ αφανίσουν αποφάσεις των Αγίων Πατέρων, που πάρθηκαν κατά τις Οικουμενικές Συνόδους. Θέλουν να σκοτίσουν την αλήθεια, που τηρεί ανόθευτη η Εκκλησία μας, να πετάξουν τους Ιερούς Κανόνες, να προκαλέσουν συσκότιση, λήθη και σύγχυση.
Γι’ αυτό το σκοπό εργάζονται στις μέρες μας όλα τα κατασκευάσματα του Σιωνισμού.
Γι’ αυτό το σκοπό του ξεθεμελιώματος και αφανισμού της Εκκλησίας έχουν επιστρατευθεί οι Εβραιοκίνητοι αντίχριστοι Ιεχωβάδες, οι Μασώνοι και σωρεία άλλων σαθρών οργάνων του παγκοσμίου Σιωνισμού.
Και ο διωγμός αυτός, κατά της Εκκλησίας, που άρχισε από τους Ιουδαίους και τους αντίχριστους Ρωμαίους αυτοκράτορες και συνεχίστηκε από τους Γότθους, τους Ούνους, τους Πέρσες, τους Άραβες, τους Σλάβους, τους Τούρκους, τους Παπικούς, τους Προτεστάντες, (προσθήκη ιστολογίου: τους Ναζί, τους Άθεους Κομμουνιστές), το έργο του διαβόλου υπηρετούσε.
Η Ορθοδοξία γνώρισε και θα γνωρίσει μεγάλους διωγμούς. Τους αντιμετώπισε όλους τους εχθρούς με πίστη, καρτερία και ανδρεία. Χιλιάδες είναι οι νεομάρτυρες, που έδωσαν το αίμα τους, σαν σφραγίδα, για την αγάπη τους, για τον Χριστό και την Εκκλησία.
Αλλά και οι πιο επικίνδυνοι διώκτες της είναι οι σημερινοί.
Ύπουλοι, υποκριτές και κρυφοδαγκανιάρηδες. Είναι οι Οικουμενιστές, που θέλουν να μας μαντρώσουν στην αδιαφορία της Πίστεως, στην άρνηση του Χριστού και τέλος στη λατρεία του Σατανά.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία όμως, ο πιστός του Θεού λαός, ξέρουν και καταγγέλλουν ποιοι παίζουν το παιχνίδι του Αντιχρίστου. Ξέρουν ποιοι κινούν τα νήματα αυτού του σχεδίου. Έντονη είναι η αντίδραση και η Εκκλησία περιμένει πιο φοβερές και χαλεπές ημέρες. Γι’ αυτό προειδοποιεί τους πιστούς να προετοιμάζονται γι’ αγώνες και θυσίες.

«Ο Αντίχριστος», Αρχ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» (σελ. 125-127)

Αμαρτία και Σωτηρία

Η κατάργηση των παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο:

Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία.

Με τον θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείται η πορνεία.

Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείται ηφιλαργυρία.

Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους καταργείται η οργή.

Με την πνευματική χαρά καταργείται η κοσμική λύπη.

Με την υπομονή, την καρτερία και την ευχαριστία προς τον Θεό καταργείται η ακηδία.

Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία.

Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο και με το να μην τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά με το να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.

Έτσι λοιπόν αφού ελευθερωθεί ο νους από τα παραπάνω πάθη και ανυψωθεί στο Θεό, ζει από εδώ τη μακάρια ζωή και δέχεται τον Aρραβώνα του Αγίου Πνεύματος. Και όταν φύγει από εδώ, έχοντας απάθεια και αληθινή γνώση, στέκεται μπροστά στο Φως της Αγίας Τριάδος και καταφωτίζεται μαζί με τους αγίους αγγέλους στους απέραντους αιώνες.
Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού

Παράδειγμα δεν είναι η "τελειότητα".....



Η γλώσσα των χριστιανών είναι το παράδειγμα. Όσα κηρύγματα κι αν κάνουμε δεν έχουμε τίποτα να πούμε εάν ο τρόπος που ζούμε είναι ψεύτικος. Δηλαδή ξενιτεμένος απο το βίωμα μας. Όμως ας προσέξουμε,γιατί εδώ είναι που εισέρχεται ο ευσεβισμός και ηθικισμός της τελειομανίας και ενοχοποίησης. Το οτι διδάσκουμε με το παράδειγμα μας, δεν σημαίνει οτι διδάσκουμε με την τελειότητα μας. Παράδειγμα σημαίνει είμαι αληθινός σε οτι κάνω. Και στην αρετή και στην αμαρτία μου, και στην νίκη και στην ήττα μου. Παράδειγμα δεν ειναι μόνο τα κατορθώματα μας, αλλα και η συντριβή μας, η ταπείνωση και παραδοχή, η ελπίδα, η αναγνώριση της ρακένδυτης φύσης μας. Δεν διδάσκει μόνο η "αρετή" αλλά και η συντριβή. Τα παιδιά μας, οι συνάνθρωποι μας, δεν θα μας κατηγορήσουν επειδή είμασταν αδύναμοι και ειλικρινείς στα λάθη μας, αλλά γιατί υποδυόμαστε τον ρόλο του «τέλειου» και «άψογου», επικριτή των πάντων, ενώ στην πραγματικότητα είχαμε τα μαύρα μας τα χάλια. Γιατί παράδειγμα δεν είναι η τελειότητα, αλλά η αληθινότητα μας….