.

.

Δός μας,

Τίμιε Πρόδρομε, φωνή συ που υπήρξες η φωνή του Λόγου. Δος μας την αυγή εσύ που είσαι το λυχνάρι του θεϊκού φωτός. Βάλε σήμερα τα λόγια μας σε σωστό δρόμο, εσύ που υπήρξες ο Πρόδρομος του Θεού Λόγου. Δεν θέλουμε να σε εγκωμιάσουμε με τα δικά μας λόγια, επειδή τα λόγια μας δεν έχουν μεγαλοπρέπεια και τιμή. Όσοι θα θελήσουν να σε στεφανώσουν με τα εγκώμιά τους, ασφαλώς θα πετύχουν κάτι πολύ πιό μικρό από την αξία σου. Λοιπόν να σιγήσω και να μη προσπαθήσω να διακηρύξω την ευγνωμοσύνη μου και τον θαυμασμό μου, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να μη πετύχω ένα εγκώμιο, άξιο του προσώπου σου;

Εκείνος όμως που θα σιωπήσει, πηγαίνει με τη μερίδα των αχαρίστων, γιατί δεν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να εγκωμιάσει τον ευεργέτη του. Γι’ αυτό, όλο και πιό πολύ σου ζητάμε να συμμαχήσεις μαζί μας και σε παρακαλούμε να ελευθερώσεις τη γλώσσα μας από την αδυναμία, που την κρατάει δεμένη, όπως και τότε κατάργησες, με τη σύλληψη και γέννησή σου, τη σιωπή του πατέρα σου του Ζαχαρία.

Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολύμων

“Ο Κουρέας, ο Θεός και το κακό στον κόσμο!” Όμορφη διδακτική ιστορία

Μια φορά πήγε ένας τύπος στο κουρείο για το καθιερωμένο κούρεμα και ξύρισμα.
Καθώς ο κουρέας άρχισε να δουλεύει, άρχισε μια καλή συζήτηση.

Μίλησαν για τόσα πολλά πράγματα και πάρα πολλά θέματα…
Όταν τελικά άγγιξαν το θέμα της θρησκείας και του θεού, ο κουρέας αναφώνησε:
“Δεν πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει.”
“Γιατί το λες αυτό;” ρώτησε ο πελάτης. Και ο κουρέας είπε: “Λοιπόν, απλά βγες έξω στο δρόμο για να καταλάβεις γιατί ο Θεός δεν υπάρχει. Πες μου γιατί αν ο Θεός υπάρχει, υπάρχουν τόσοι διεστραμμένοι;
Γιατί τόσα εγκαταλελειμμένα παιδιά;
Αν ο Θεός υπήρχε, δε θα υπήρχε ούτε δυστυχία ούτε πόνος.
Δε μπορώ να φανταστώ ένα Θεό που αγαπάει και συμπονεί να επιτρέπει όλα αυτά που γίνονται.”

Ο πελάτης το σκέφτηκε για μια στιγμή, αλλά δεν απάντησε γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη συζήτηση.
Ο κουρέας τελικά τελείωσε τη δουλειά του και ο πελάτης έφυγε.

Όμως μόλις έφυγε από το κουρείο, είδε ένα άντρα στο δρόμο με μακρυά κατσαρά βρώμικα μαλλιά και γένια. Φαινόταν πολύ βρώμικος και απεριποίητος. Εκείνη τη στιγμή ο πελάτης γύρισε πίσω και ξαναμπήκε στο κουρείο.

Τότε είπε στον κουρέα:
“Ξέρεις τι; Οι κουρείς δεν υπάρχουν!“
“Πως μπορείς να το λες αυτό;” ρώτησε ο έκπληκτος κουρέας.
“Είμαι εδώ και είμαι κουρέας! Μόλις σε κούρεψα, τι είναι αυτά που λες;”
“Όχι!” απάντησε ο πελάτης και εξήγησε: “Οι κουρείς δεν υπάρχουν γιατί αν υπήρχαν, δε θα υπήρχαν αχτένιστοι άνθρωποι και με μακρυά βρώμικα μαλλιά, όπως ο τύπος απ” έξω.“

“Μα… οι κουρείς ΌΝΤΩΣ υπάρχουν! Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν έρχονται σε μένα.”
“Ακριβώς!” απάντησε ο πελάτης. “Αυτό είναι το θέμα! Ο Θεός, επίσης ΥΠΑΡΧΕΙ! Και αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν σε αυτόν και δεν αναζητούν σε αυτόν βοήθεια. Γι” αυτό υπάρχει τόσος πόνος και δυστυχία στον κόσμο.”

http://logia-touaera.blogspot.gr/

ΠΕΙΡΑΜΑ ΑΔΥΝΑΤΙΖΕΙ ΤΗ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ;!!!

Ἂν βρεθοῦν δέκα;

Ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ καταστρέψει τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα μὲ θειάφι καὶ φωτιά. Αἰτία οἱ πολλὲς καὶ μεγάλες ἁμαρτίες ἀσέλγειας τῶν κατοίκων τους ποὺ ἔφθαναν σὰν κραυγὴ ὑπερηφάνειας στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. «Αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα» (Γεν. ιη΄ 20).
Τὴν ἀπόφασή Του ὁ ἅγιος Θεὸς τὴν ἀποκαλύπτει στὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ ἀμέσως μετὰ τὴ φιλοξενία τῶν ἀγγέλων(*) στὴ δρῦ τοῦ Μαμβρῆ. Ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ «συμπροπέμ­πων αὐ­τοὺς» πληροφορεῖται μὲ ὀδύνη ψυ­χῆς τὴν ἐπικείμενη καταστροφὴ τῶν Σοδόμων καὶ τῆς γύρω περιοχῆς κι ἀρχίζει τὶς εὐλαβεῖς ἱκεσίες του. ­­–Κύριε, εἶναι δυνατὸν νὰ καταστρέψεις τὸν δίκαιο μαζὶ μὲ τὸν ἀσεβή; Ἂν βρεθοῦν πενήντα δίκαιοι στὴν πόλη, θὰ τοὺς καταστρέψεις ὅλους; Ποτὲ Σὺ ὁ Θεὸς δὲν θὰ κάνεις αὐτό, νὰ φονεύσεις τὸν δίκαιο μαζὶ μὲ τὸν ἁμαρτωλό. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐξισώσεις τὸν δίκαιο μὲ τὸν ἀσεβὴ καὶ νὰ τοὺς συμπεριφερθεῖς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ δίκαιος Κριτὴς ὅλου τοῦ κόσμου δὲν θὰ ἐφαρμόσεις δικαιοσύνη;

Ὁ Θεὸς ἀποκρίνεται στὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ λέει: –Ἐὰν βρεθοῦν πενήντα δίκαιοι, γιὰ χάρη τῶν λίγων δικαίων δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλη.
Ὁ Ἀβραὰμ ἀντιλαμβάνεται ὅτι δὲν ὑπάρχουν οὔτε πενήντα δίκαιοι στὰ Σόδο­­μα καὶ μὲ ταπείνωση ­ξαναρωτάει: –Κύ­­­ριε, ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη, ἀλ­­­­λὰ παίρ­νω θάρρος ἀπὸ τὴν ἄπειρη ἀγαθότητά Σου. Ἂν βρεθοῦν ­σαράντα πέντε δίκαιοι, θὰ καταστρέψεις τὴν πόλη; Κι ὁ φιλάνθρωπος Κύριος τοῦ ­ἀπαντάει: –Ὄ­­χι, δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλη, «ἐ­­ὰν εὕρω ἐκεῖ τεσσαρακονταπέντε» (Γεν. ιη΄ 28). –Ἂν βρεθοῦν σαράντα; –Οὔτε μὲ σαράντα δικαίους θὰ καταστρέψω τὴν πόλη.
Ὁ Ἀβραὰμ ἀρχίζει νὰ κατεβάζει τὸν ἀριθμὸ ὄχι πιὰ πέντε-πέντε ἀλλὰ δέκα-δέκα. –Κύριε, μήπως θὰ Σὲ ἐξοργίσω, ἂν μιλήσω πάλι; Ἂν βρεθοῦν τριάν­­τα, θὰ καταστρέψεις τὴν πόλη; Κι ὁ Θε­ὸς ἀπαντάει: –Δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πόλη, ἂν βρεθοῦν τριάντα. –Ἂν βρεθοῦν εἴκοσι; –Οὔτε μὲ εἴκοσι δικαίους θὰ καταστρέψω τὴν πόλη.
Ἡ δραματικὴ συνομιλία τους ­φθάνει στὸ ἀποκορύφωμά της. Ὁ δίκαιος Ἀ­­­βραὰμ βλέποντας τὸν πλοῦτο τῆς θείας συγκαταβάσεως μὲ συστολὴ ξαναρωτάει: –Κύριε, θὰ μοῦ ἐπιτρέψεις νὰ κάνω μιὰ τελευταία ἐρώτηση; Ἂν βρεθοῦν δέκα; –«Οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα». Δὲν θὰ καταστρέψω τὴν πό­λη χάριν τῶν δέκα δικαίων, τοῦ ἀποκρί­νεται ὁ ἅγιος Θεός.
Τόσο ἡ τελευταία ἀπόκριση τοῦ Θεοῦ ὅσο καὶ οἱ πέντε προηγούμενες δείχνουν ὅτι ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος δὲν θὰ κατέστρεφε τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα, ἂν κατοικοῦσαν σ’ αὐτὲς τὶς πόλεις ἔστω καὶ δέκα δίκαιοι! Ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ μετὰ τὴν τελευταία ἐρώτηση σιώπησε. Ἐπέστρεψε στὴ σκηνή του καὶ περίμενε νὰ δεῖ τί θὰ ἀπογίνει.
Τελικῶς τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα καταστράφηκαν. Διότι δὲν ­κατοικοῦσαν σ’ αὐτὲς τὶς πόλεις οὔτε δέκα δίκαιοι! Ὅ­­λοι εἶχαν γίνει σάρκες. Σημειώνει ὁ ἱε­­ρὸς Χρυσόστομος ὅτι ἐπειδὴ οἱ Σοδομί­­τες ἀνέτρεψαν τοὺς ­νόμους τῆς φυσι­κῆς τάξεως καὶ ἐπενόησαν νέους καὶ ἄ­­νομους τρόπους σαρκικῆς ἐπαφῆς, ἄ­­­­­­νοιξε ἡ γῆ καὶ τοὺς κατάπιε, γιὰ νὰ ἀ­φή­σει ἐνθύμηση στὶς ­ἐπερχόμενες γενεὲς νὰ μὴ διαπράττουν τὶς ἴδιες ­ἁμαρτίες, γιὰ νὰ μὴν ὑποστοῦν τὴν ἴδια τιμωρία.
Ἡ συγκλονιστικὴ συνομιλία τοῦ πατριάρχη Ἀβραὰμ μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως (ιη΄ 23-33) ἀποδεικνύει περίτρανα ὅτι, ἂν δὲν ἤθελε νὰ καταστραφοῦν τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα ὁ γέρων Πατριάρχης, πολὺ περισσότερο δὲν ἤθελε νὰ καταστραφοῦν ὁ ἅγιος Θεός. Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος δὲν θἐλει τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Εἶναι ἕτοιμος νὰ παρατείνει τὸ ἔλεός Του καὶ νὰ μὴ μᾶς τιμωρήσει παραδειγματικά, ὅπως θὰ ἦταν δίκαιο νὰ τὸ κάνει, ἐφόσον ἐξακολουθητικὰ ἁμαρτάνουμε. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν πέσει σὰν πέλεκυς ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρχουν ἔστω καὶ λίγοι δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι θὰ ὑψώνουν τὰ χέρια τους καὶ θὰ ἱκετεύουν τὸν πανοικτίρμονα Κύριο νὰ γίνει ἵλεως.
Ἄραγε ἀντιλαμβανόμαστε πόσο μεγάλη εὐγνωμοσύνη ὀφείλουμε σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Ἂν δὲν ὑπῆρχαν μεταξύ μας τέτοιες ἅγιες ψυχές, οἱ συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν μας θὰ μᾶς εἶχαν ἀπὸ καιροῦ πνίξει.
Ἰδίως τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ βρισκό­­μαστε σὲ δεινὴ θέση ­ἀναρωτιόμαστε πῶς θὰ σωθεῖ ἡ πολλαπλῶς ταλαιπω­­ρούμενη Πατρίδα μας; Ἕνας ἅγιος ἀ­­­­­­σκη­τὴς εἶπε μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ ὅτι τὴν Πατρίδα μας θὰ τὴν σώσει ὁ ­ἅ­­γιος Θεὸς καὶ ἡ Παναγία μας.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ τόπος μας, ἆραγε θὰ ὑπάρξουν ἔστω καὶ δέκα δίκαιοι ποὺ σὰν ἀλεξικέραυνα θὰ συγκρατήσουν τὴ δίκαιη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; Θέλουμε νὰ πιστεύουμε ὅτι θὰ ὑπάρξουν καὶ περισσότεροι ἀπὸ δέκα. Αὐτοὺς τοὺς ἐκλεκτοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἂς ἀγωνιστοῦμε ὅλοι μας νὰ τοὺς ἀκολουθήσουμε στὸ δρόμο τῆς ἁγιότητος.
–Κύριε, ἄκουσε τὶς ταπεινὲς προσ­ευ­χὲς αὐτῶν τῶν πιστῶν δούλων Σου καὶ σῶσε τὴν Πατρίδα μας. Γιὰ χάρη τῶν λίγων δικαίων σῶσε κι ἐμᾶς τοὺς πολλοὺς ποὺ ἁμαρτάνουμε ἀσύστολα καὶ ὑπερβήκαμε τοὺς ὅρους τῆς μακροθυμίας Σου.
(*) Στὴ φιλοξενία τῶν ἁγίων ἀγγέλων οἱ θεῖοι Πατέρες βλέπουν τὴν προτύπωση τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”
 

“Ο ποντικός και ο καλόγερος”

Κάποτε χριστιανοί μου κάποιος μοναχός, έφυγε από το κοινόβιο και την ευλογημένη υπακοή και πήγε στην έρημο να γίνει ησυχαστής.

Ο λογισμός του απαιτούσε να αφοσιωθεί μέρα νύχτα στη μελέτη και θεωρία του ονόματος του Ιησού Χριστού και μάλιστα στο μυστήριο της Τριαδικότητος του Αγίου Θεού.

Έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα στην ερημιά και στη γαλήνη της ησυχίας να ενωθεί με τον Θεόν χωρίς μέριμνες και χωρίς σκοτούρες.
Ύστερα όμως από δύο τρεις ημέρες, δεν μπορεί κανένας να αντέξει και παραπάνω εδώ που τα λέμε, σε κάποια στιγμή των ιερών του στοχασμών, αισθάνθηκε κοντά του την παρουσία κάποιου;

Τι ήταν; Ένα μικρό ποντίκι.
Είχε ανεβεί στην μπαλωμένη και τρύπια παντούφλα του, και μύριζε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του. Έτσι αποσπάσθηκε η προσοχή του και ήταν αδύνατον να κρατήσει αμετακίνητο το νου του, στην ενθύμηση του Θεού και στην προσευχή του.
Το είδε και είπε μέσα του: «Εγώ άφησα τα πάντα για να επικοινωνώ αμέριμνα και σωστά με τον Θεόν και να έρχεται τώρα να μου την χάλασε ένας ποντικός. Ε, αυτό δα, παρατραβάει το κορδόνι, και λέγει νευριασμένος στο ποντίκι, δυνατά τώρα:
– «Γιατί βρε σιχαμένο μου διακόπτεις την προσευχή μου;»
– «Γιατί πεινάω», απάντησε το ποντίκι.

Και ο ησυχαστής ανταπάντησε με αγανάκτηση, χωρίς να αναρωτηθεί, πως το ποντίκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή,
– «Φύγε από δω βρε μαγαρισμένο, εγώ προσπαθώ με χίλιους κόπους να δω πως θα ενωθώ με τον Θεό, και συ ήρθες να μου ζητήσεις να ασχοληθώ με την κοιλιά σου;» και φραπ, τίναξε το πόδι του και πέταξε τον ποντικό στην απέναντι γωνία της σπηλιάς του.

Και τότε το ποντίκι γυρίζει και με πολύ ηρεμία, αφού τον κοίταξε στα μάτια, του απάντησε, με ανθρώπινη γλώσσα:

– «Μάθε το μία για πάντα, πάτερ, αν δεν μπορέσεις με τους γύρω συνασκητάς σου και με τον γέρο Αββακούμ, που ψήνεται στον πυρετό, και πεθαίνει από την πείνα μέσα σε μία διπλανή σου σπηλιά, αλλά και με τον κάθε Αββακούμ, δηλαδή τον πλησίον σου, που πονάει και υποφέρει, που πεινάει και διψάει και κείται γυμνός και πληγιασμένος, και δεν τον συμπονέσεις, και δεν του σταθείς, στα προβλήματά του, τότε, ποτέ, μα ποτέ δεν θα μπορέσεις να ενωθείς με τον Θεόν της αγάπης και του ελέους».
Και χάθηκε ο ποντικός.

π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος, από το Γεροντικό.

https://skamnipatrokosma.wordpress.com

Λύση ἡ αὐτοκτονία;



Ἔγινε συνήθεια στὸ ἄκουσμά της ἡ λέξη αὐτοκτονία. ­Παλαιότερα σπάνια τὸ ἄκουγες, δύσκολα τὸ πρόφερες, σιωπηλὰ τὸ μετέδιδες ὡς νέο. 
Στὶς μέρες μας ἔγινε καθημερινὸ φαινό­μενο καὶ δὲν μᾶς συγκινεῖ πλέον. Τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἐκπλήσσει εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κάποιος δίνει τέλος στὴ ζωή του καὶ ὄχι τὸ γεγονός. 
Τὰ μέσα ἐνημερώσεως καθημερινὰ πα-ρουσιάζουν τέτοιες εἰδήσεις. Ἔρευνες ἀποδεικνύουν πόσο μεγάλο εἶναι τὸ ποσοστὸ τῶν ἀνθρώπων ποὺ δίνουν τέρμα στὴ ζωή τους μὲ ὅποιο τρό­­πο βρίσκουν. 
Κάποιοι τὸ δικαιολογοῦν: «Ἐδῶ ποὺ φθάσαμε...», «ἔτσι ὅπως μᾶς κατάντησαν... δὲν ὑπάρχει ἄλλη λύση». Ἀπογοητευμένοι οἱ συνάνθρωποί μας ἀπὸ τὴν ἄθλια καὶ ἐλεεινὴ κατάσταση τῆς ἐ­­ποχῆς μας, κυριεύονται ἀπὸ ὀλιγοπιστία καὶ ἀποφασίζουν νὰ δώσουν τέλος στὴν ἐπίγεια ζωή τους ὅπως αὐτοὶ κρίνουν.
Καὶ μὲ τὸ τέλος αὐτὸ δόθηκε λύση στὸ πρόβλημά τους; Τί δυστυχία ἀφήνουν πίσω τους; Πόσο πληγώνουν τοὺς οἰκείους τους; Πόσο ­ἐπιβαρύνουν ψυχολογικὰ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τῆς οἰ­κογένειάς τους;
Ὁ μόνος νικητής, ὁ πονηρὸς διάβολος, ἀφοῦ ἔσπειρε τὶς ἀμφιβολίες, τὴν ἡττοπάθεια, τὴν ἀπογοήτευση, θερίζει τοὺς καρποὺς τῆς αὐτοκτονίας. 
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος αὐστηρὰ τονί­ζει: «Δὲν συμπονοῦμε πολὺ ­ἐκείνους ποὺ βάζουν θηλιὰ στὸ λαιμό τους καὶ ἐ­­­κεί­νους ποὺ πέφτουν μόνοι τους στὸ γκρε­μὸ καὶ ἐκείνους ποὺ αὐτοκτονοῦν μὲ τὸ ξίφος. Ἐκεῖνοι ­καταφεύγουν στὴν παρηγοριὰ τοῦ θανάτου εἴτε ἐξαιτίας συκοφαντιῶν, εἴτε λόγῳ ­ζημιᾶς ­χρηματικῆς, εἴτε ἐξαιτίας ­ἀναμενόμενου κινδύνου, εἴ­­­τε ἐπειδὴ περιμένουν πλήγματα, εἴτε ἐ­­­πειδὴ περιμένουν κάτι ἄλλο φοβερό, θέλοντας μὲ τὴν αὐτοκτονία νὰ ἀποφύγουν χειρότερα κακά» (Περὶ Εἱμαρμένης Λόγος ς΄ 2, ΕΠΕ 34, 620).
Ἡ Ἐκκλησία μὲ τοὺς ἱεροὺς ­κανόνες της στέκεται μὲ αὐστηρότητα ­ἀπέναντι σὲ κάθε τέτοια πράξη. Ἀπαγορεύουν οἱ ἱεροὶ κανόνες τὴν τέλεση τῆς ἐξοδίου Ἀ­­κολουθίας σὲ αὐτόχειρες, ἐκτὸς εἰδικῶν περιπτώσεων, κατὰ τὶς ὁποῖες συντρέχουν λόγοι ψυχικῆς ὑγείας. Στὰ παλιότερα χρόνια οἱ αὐτόχειρες θάπτονταν στὰ κοιμητήρια σὲ ξεχωριστὸ μέρος ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους νεκρούς. 
Διότι ὁ Κύριος ἔδωσε τὸ δῶρο τῆς ζω­­ῆς καὶ δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὴν ἀ­­­­­­φαι­ρεῖ καν­εὶς μόνος του. Τὸ δῶρο αὐ­­τὸ τῆς ζωῆς μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ τὸ διαχειρισθοῦμε κα­λῶς καὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θε­οῦ. Μὲ ποιὰ ­ἐξουσία ὁ ἄνθρωπος ἀ­­­­­ποφασίζει νὰ κόψει μόνος του τὸ νῆμα τῆς ζωῆς του; 
Εἶναι βέβαια ἡ δύσκολη ὥρα. Σκοτίζε­ται ὁ νοῦς, θολώνει τὸ μυαλό. Βρίσκει εὐκαιρία ὁ πονηρός. Τίποτε δὲν συγκινεῖ τὸν αὐτόχειρα. Βλέπει τὴν αὐ­­τοκτονία ὡς μονόδρομο καὶ ὡς τὴ μό­νη λύση στὰ πολλά του προβλήματα.
Πόσο διαφορετικὴ ἀντίληψη, ­σκέψη καὶ θεώρηση μᾶς προσφέρει ἡ Ἐκκλη­σία! Πόσο διαφορετικὰ ἀντιμετω­πίζονται τὰ θέματά μας μέσα στὴν Ἐκ­κλησία, «ἐν Χριστῷ»! Δὲν ἀρνεῖται τὰ προβλήματα, δὲν ὡραιοποιεῖ τὶς ­καταστάσεις. Δίνει ὅ­­­­­­μως τὴν ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμα, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ζητᾶ ν’ ­ἀκουμπήσουμε τὴν ὅποια ­δυσκολία μας στὸ Χριστό μας. Ἐκεῖνος μᾶς χαρί­ζει ­ψυχραιμία, νηφαλιό­τητα, ­εἰρήνη καὶ φωτίζει νὰ δοθοῦν οἱ λύσεις ποὺ χρειάζονται. ­Παρουσιάζει ­ἀν­­θρώπους ἀγάπης ποὺ ­συμπαραστέκονται στὶς δυσκολίες καὶ σὰν ἄλλοι Σίμωνες Κυρ­ηναῖοι σηκώνουν μαζί μας τὸν σταυρὸ τῆς ὁποιασδήποτε δοκιμασίας μας. Φω­τίζει ἄλλους νὰ δώσουν λύσεις καὶ στὶς ὑλικές μας ἀνάγκες.
Ἡ αὐτοκτονία δὲν εἶναι λύση. Ἡ φυγὴ δὲν ἐπιλύει τὸ πρόβλημα. Στὶς ­δύσκολες ὧρες ποὺ θὰ παρουσιασθοῦν στὴ ζωή μας ὀφείλουμε νὰ στεκόμαστε μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα, μὲ γενναιότητα· νὰ ἀναλαμβάνουμε τὶς εὐθύνες μας καὶ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀγωνισθοῦμε μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα. Ἔχουμε χρέος νὰ ἀντιμετωπίσου­με τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς αὐτῆς μὲ διάθεση μετανοίας γιὰ τὰ λά­θη ποὺ ἴσως κάναμε, καὶ μὲ ταπείνωση νὰ ζητήσουμε τὴ βοήθεια καὶ ἄλλων συνανθρώπων μας. 
Ὅλους μας ἡ κάθε αὐτοκτονία ­πρέπει νὰ μᾶς συγκλονίζει ἐσωτερικά. Μὴ μέ­νου­με ἀσυγκίνητοι, ἀμέτοχοι καὶ ­ἀ­διάφοροι. Μιὰ ζωὴ τελείωσε χωρὶς νὰ τὸ πεῖ ὁ Θεός. Μιὰ ψυχὴ παραδόθηκε στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε εὐθύνη νὰ στηρίζουμε τοὺς ­συνανθρώπους μας ὅσο μποροῦμε μὲ σύνεση καὶ διά­κριση. Νὰ προσευχόμαστε μὲ ­θέρμη γιὰ ὅσους ὑποφέρουν καὶ ­ἀπογοητεύ­ονται. Νὰ τοὺς ­μεταδίδουμε πίστη ἀληθι­νὴ καὶ ἐλπίδα στὸν παν­τοδύναμο Θεό.
Ἡ λύση στὰ προβλήματά μας εἶναι ἡ ὑ­­πομονή, ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ μας, ἡ πίστη, ἡ καταφυγὴ στὸν ­Κύριο. Ἂς ἀκούσουμε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴν φωνή Του ποὺ μᾶς καλεῖ: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμέ­νοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Μα­τθ. ια΄ 28).

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Πνευματική ἀσθένεια καί θεῖο ἔλεος



Ἀρχή τῆς θεραπείας και τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς ψυχῆς ἀπό κάθε πνευματική ἀσθένεια εἶναι ἡ μυστηριακή Ἐξομολόγηση. 

Ἡ θεραπεία συνεχίζεται, μετά τήν Ἐξομολόγηση, μέ τόν πνευματικό ἀγώνα. 

Καί πότε ὁλοκληρώνεται; 
Ὅταν τό πάθος γίνει σιχαμερό καί πάψει νά ἑλκύει τήν ψυχή.

Ὅσο ἡ διαδικασία τῆς θεραπείας βρίσκεται σέ ἐξέλιξη, ἡ χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ σκεπάζουν προστατευτικά τόν ἀγωνιστή χριστιανό, μολονότι αὐτός δέχεται τραύματα ἀπό τόν ἐχθρό, πέφτει καί σηκώνεται. Μόνο ὅταν πέσει καί δέν σηκωθεῖ, ὅταν δηλαδή, κυλιστεῖ στήν ἁμαρτία, τότε τό θεῖο ἔλεος ὑποχωρεῖ. 

Πέσατε, λοιπόν, καί σηκωθήκατε καί ξαναπιάσατε τά ὅπλα καί συνεχίσατε τήν ἀντίσταση στόν ἐχθρό; 
Μήν ἀπελπίζεστε! 
Ὁ Κύριος εἶναι κοντά σας.

"ΧΕΙΡΑΓΩΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ" Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Ἡ ματαιοδοξία στήν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν

Στό πρῶτο τμῆμα τῆς πραγματείας του «Περί κενοδοξίας καί ἀνατροφῆς τῶν τέκνων», ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δείχνει ὅτι ἡ ἀγωγὴ τῶν νέων ἐπηρεάζεται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα πράξη ζωῆς, ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ σκέψεως τῶν μελῶν τῆς ὁμάδος, μέσα στήν ὁποίαν ἀναπτύσσεται ὁ νέος. Στό κλῖμα τῆς ζωῆς αὐτῆς τῆς ὁμάδος ἀναπνέει καὶ ἀναπτύσσεται ὁ νέος, καὶ ἀναποτρέπτως ἡ ἠθικὴ του ποιότητα, ἡ πνευματικὴ του ὀντότητα, προσδιορίζονται ἀπ' αὐτὸ τὸ κλῖμα. Τὴν νοσηρότητα τοῦ κλίματος αὐτοῦ ἐντοπίζει ὁ Χρυσόστομος στήν κενοδοξία, στή ματαιοδοξία δηλαδή, στήν ἐσφαλμένη ἀντιλήψη περὶ ἀξιοπρέπειας καὶ στή συνδεδεμένη μὲ αὐτὴ τάση γιά ἐπίδειξη πλούτου, ἐνδυμάτων, σπιτιῶν, ἐπιπλώσεων.
Ἀναφέρεται κατ' ἀρχὴν στή συνήθεια πού εἶχε ἐπικρατήσει μεταξὺ τῶν πλουσίων νά κάμνουν ἐπίδειξη τῶν οἰκονομικῶν τους δυνατοτήτων, χρηματοδοτώντας θεατρικὲς παραστάσεις ἤ ὀργανώνοντας ἀγῶνες ἱπποδρόμου. Κίνητρο γι' αὐτὰ ἦταν τὰ χειροκροτήματα, οἱ ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ, ἡ δόξα. Ὁ ἀνταγωνισμὸς αὐτὸς στήν ἐπίδειξη οἰκονομικῆς δυνάμεως εἶχε φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε μερικοὶ μόνο καὶ μόνο γιά νά μὴ δυσφημισθοῦν, ἔφθαναν στήν πτώχευση καὶ στήν ἀθλιότητα, σκορπώντας τὰ χρήματά τους ἀλόγιστα σ' αὐτές τίς ἐκδηλώσεις, τή στιγμή πού ὑπῆρχε πλῆθος ἀνθρώπων πού πέθαιναν ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Ἡ τάση ὅμως αὐτὴ γιά ἐπίδειξη δέν ἦταν γνώρισμα ὀλίγων πλουσίων μόνον. εἶχε καταλάβει ὅλα τὰ στρώματα τῆς κοινωνίας. Ἀκόμη καὶ...
οἱ φτωχοὶ ἐφρόντιζαν νά ἀγοράζουν τὰ καλύτερα ἐνδύματα, τὰ καλύτερα ἔπιπλα καὶ σκεύη, γιά νά ἐπιδεικνύονται. Ἀκόμη καὶ ὑπηρεσία εἰς τὸ σπίτι προσελάμβαναν, γιατὶ ἐνόμιζαν ὅτι ἡ αὐτοεξυπηρέτηση ἐμείωνε τὴν κοινωνικὴ τοὺς ὑποστάση. 
Πολλοί, ἐνῶ πεινοῦσαν, δέν ἐφρόντιζαν γιά τή διατροφή τους παρὰ γιά τὴν κοινωνικὴ τους ἀξιοπρέπεια, γιά νά δείξουν ὅτι εἶναι κάτι, ὅτι εἶναι καλοστεκούμενοι. Ὁ ἰδανικὸς κοινωνικὸς τύπος, ὁ ἐπιτυχημένος, ὁ ἀξιοθαύμαστος δέν ἦταν ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, ὁ συνετός, ὁ πνευματικὰ καλλιεργημένος, ἀλλὰ ὁ πλούσιος, ὁ βολεμένος οἰκονομικά. 
Ἀγανακτεῖ γιά τὴν καταστάση αὐτή ὁ Χρυσόστομος. ὅλα αὐτά, λέγει, εἶναι ἐξωτερικὰ καὶ δέν ἔχουν καμμία σχέση μὲ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, δέν χαρακτηρίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἰδανικὸς ἄνθρωπος κρίνεται ἀπὸ τὴν ἀρετὴ του. Ἡ ἀρετὴ δίνει ἀξιοπρέπεια, τιμὴ καὶ δόξα. «τοῦτο εὐσχημοσύνη, τοῦτο δόξα, τοῦτο τιμή». Καὶ στο σημεῖο αὐτό, συνδέοντας ἔτσι τὴν κενοδοξία μὲ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν, παρατηρεῖ ὅτι αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ὅτι τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν μέσα στό νοσηρὸ αὐτὸ κλῖμα καὶ ἐπηρεάζονται ἀπ' αὐτό. 
Μόλις γεννηθεῖ τὸ παιδὶ οἱ γονεῖς κάνουν τὸ πᾶν, ὄχι γιά νά βροῦν τὸν κατάλληλο τρόπο τῆς διαπαιδαγώγησής του, ἀλλὰ γιά νά τὸ καλλωπίσουν, νά τὸ ντύσουν, καὶ νά τοῦ ἀγοράσουν χρυσαφικά. Δέν φροντίζουν νά βγάλουν ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ παιδίου αὐτὴ τή μανία, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἰσάγουν τὸν ἔρωτα τῶν χρημάτων καὶ τή φροντίδα γιά ἀνώφελα πράγματα. Καὶ εἶναι ἡ παιδικὴ ἡλικία, ἡ πρώτη ἡλικία, τὸ πιὸ πρόσφορο ἔδαφος γιά νά φυτεύσει κανεὶς εἴτε τὴν ἀρετὴ εἴτε τὴν κακία. Γι' αὐτὸ εἶναι ἀνυπολόγιστη ἡ εὐθύνη τῶν γονέων, ὅταν ἀμελοῦν γιά τὴν ὀρθὴ καὶ ἐγκαίρη διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν τους.


Τοῦ Ἁγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου

Θαύματα Αγίων; Θα ήθελα ένα παράδειγμα



Άπειρα παραδείγματα υπάρχουν βεβαίως. 
Το παρακάτω κείμενο από το:
Ο Άγιος Σπυρίδων. 
Προστάτης των Φτωχών, 
Πατέρας των Ορφανών, 
Δάσκαλος των Αμαρτωλών του 
+ Κόντογλου Φώτη

[…]
Mε την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ’ έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τους πονηρούς ανθρώπους, όπως έκανε με κάποιους μαυραγορίτες που γκρέμνισε τις αποθήκες που φυλάγανε το σιτάρι, ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, και καταπλακωθήκανε μαζί με το σιτάρι. Kαι εζούσε με τόση φτώχεια, που σαν πήγε κάποτε ένας φτωχός να τον βοηθήσει για να πληρώσει κάποιο χρέος του, δεν είχε να του δώσει τίποτα, και με θαύμα έκανε μαλαματένιο ένα φίδι που βρέθηκε σ’ εκείνο το μέρος, και το έδωσε στον φτωχό, κ’ εκείνος το έλιωσε και πλήρωσε το χρέος του. Άλλη φορά πάλι έγινε κατακλυσμός, και τα ποτάμια ξεχειλίσανε και πλημμύρισε η χώρα, κι’ ο άγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε και τραβήξανε τα νερά και στέγνωσε ο νεροπατημένος τόπος. Γιάτρεψε και τον βασιλέα Kωνσταντίνον που είχε αρρωστήσει από κάποια αγιάτρευτη αρρώστια, ένα διάκο που βουβάθηκε τον έκανε καλά, κακούς και πλεονέκτες ανθρώπους ετιμώρησε με υπερφυσική δύναμη, και πλήθος άλλα θαύματα έκανε, ώστε να τον φοβούνται οι άδικοι κ’ οι αδικημένοι να τον έχουνε για προστάτη και καταφύγιο. Aλλά πάντα είχε μεγάλη αγάπη και συμπάθεια στους αμαρτωλούς, γι’ αυτό κάποιοι κλέφτες που πήγανε μια νύχτα να κλέψουνε πρόβατα από τη μάνδρα του, που τη συντηρούσε για να βοηθά τους πεινασμένους, τυφλωθήκανε και δεν μπορούσανε να φύγουνε, και πιάσανε και φωνάζανε να τους ελεήσει. Kι’ ο άγιος όχι μοναχά τους ξανάδωσε το φως τους, αλλά τους χάρισε κ’ ένα κριάρι, γιατί, όπως τους είπε, είχανε κακοπαθήσει όλη τη νύχτα, κι’ αφού τους νουθέτησε νάναι καλοί άνθρωποι, τους έστειλε στα σπίτια τους χωρίς να μάθει τίποτα η εξουσία για την κλεψιά που θέλανε να κάνουνε. Προέλεγε δε και όσα ήτανε να γίνουνε με ακρίβεια, ώστε να τον θαυμάζει ο κόσμος σαν ένα υπεράνθρωπο πρόσωπο, αφού από τσομπάνης αξιώθηκε να ανεβεί σε τέτοιο ύψος. Kαι στην Πρώτη Oικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Nίκαια, ήτανε κι’ ο άγιος Σπυρίδωνας ανάμεσα στους τριακοσίους δέκα οκτώ θεοφόρους πατέρας και, παρ’ όλο που δεν γνώριζε γράμματα, αποστόμωσε τον αιρεσιάρχην Άρειο που ήτανε ο πιο σπουδασμένος στα γράμματα από όλους τους δεσποτάδες.
Όλον τον καιρό που έζησε δεν έπαψε να κάνει θαύματα. Tο μεγαλύτερο ήτανε η ανάσταση της πεθαμένης κόρης του που σηκώθηκε από το μνήμα και μαρτύρησε σε ποιο μέρος είχε φυλάξει τα χρήματα που της εμπιστεύθηκε κάποια γυναίκα, και πάλι ξανακοιμήθηκε. Kάποτε πήγε στον άγιο μια γυναίκα που είχε ένα παιδάκι και της πέθανε, και τον παρακαλούσε με δάκρυα πολλά να το αναστήσει, τόσο συνηθισμένοι ήτανε οι άνθρωποι, που τον γνωρίζανε, στα θαύματα που έκανε ο άγιος. Kαι εκείνος το ανάστησε με την προσευχή του. Mα η μητέρα του σαν το είδε ζωντανό, από την πολλή χαρά της πέθανε η ίδια. Kι’ ο άγιος Σπυρίδωνας ανέστησε και τη γυναίκα.
Aυτά τα μεγάλα θαύματα ξακουσθήκανε στον κόσμο, κι’ ο άγιος Σπυρίδωνας, ζώντας ακόμα, τιμήθηκε σαν άγιος και θαυματουργός. Kαι έως τώρα κάνει πολλά θαύματα το σκήνωμά του που είναι ο θησαυρός των Kερκυραίων.
Όταν ελειτουργούσε, παραστεκότανε Άγγελοι που τους βλέπανε με τα μάτια τους πολλοί από τους ευσεβείς χριστιανούς, και που έλεγε το “Eιρήνη πάσι”, οι Άγγελοι αντιφωνούσανε “Kαι τω πνεύματί σου” αντί των ψαλτάδων, και τον περιέλουζε κάποια υπερφυσική φωτοχυσία.

Ορθόδοξες Απαντήσεις, Δεκέμβριος 2010

Πηγή: http://orthodoxanswers.gr/

Επιμέλεια θέματος: Δέσποινα Σεμερτζίδου

Το κομποσχοίνι μοιάζει με ιμάντα,ο οποίος κινεί τη μηχανή της ψυχής

Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…, η φωνή του Αφυπνιστή, αντήχησε μέσα στην παγωμένη νύχτα του χειμώνα και ταυτόχρονα ένας ρυθμικός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα του κελλιού. Ο μοναχός ξύπνησε. Κοίταξε γύρω του. Σκοτάδι απλώθηκε σ’ όλο το κελλί του. Η αμέλεια ρίχνει τα πρώτα βέλη της, για να λαβώσει τον αγωνιστή.

- «Είναι νωρίς ακόμη», του ψιθυρίζει. «Κοιμήσου λίγο να ξεκουραστείς και αργότερα με όρεξη… θα κάνεις τα πνευματικά σου».Ο μοναχός όμως δε φαίνεται να συμφώνησε με το λογισμό.
- «Αμήν», απαντά αμέσως. Η πρώτη νίκη της νύχτας! Και ταυτόχρονα χαρά μεγάλη στον ουρανό. Οι άγγελοι χειροκρότησαν τον αγωνιστή. Αλλά ο δαίμονας της αμέλειας δεν αποθαρρύνεται.
- «Είναι νύχτα και έχει υγρασία. Πώς θα προσευχηθείς;»
Και είναι αλήθεια πως στον Άθω αυτή την εποχή έχει υγρασία. Το «δι’ ευχών» ακούγεται και πάλι έξω από την πόρτα.
- «Αμήν! Αμήν!», ξαναφώναξε ο Αδελφός. Δεν υπέκυψε στη φωνή του Πονηρού, που προσπαθούσε να τον δελεάσει με την πρόσκαιρη απόλαυση του ύπνου.

- «Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι», ψέλισσε. Ύστερα επικαλέστηκε τον Κύριο: «Βοήθα με, Θεέ μου, να σηκωθώ». Ο φύλακας άγγελος της ψυχής, που αγρύπνησε όλη τη νύχτα στο κελλί του μοναχού, χαρούμενος τού έδωσε το χέρι, για να τον σηκώσει, κι έτσι ο αδελφός πετάχτηκε ολόρθος επάνω. Φόρεσε το μάλλινο χοντρό σκούφο του και ψηλαφώντας με τα ροζιασμένα χέρια του τους κρύους τοίχους, άναψε με δυσκολία το καντήλι.

Έπειτα σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια αργά-αργά κι ατένισε διστακτικά και με φόβο προς το αμόλυντο πρόσωπο του Κυρίου. Ύστερα γύρισε προς την Κυρία του Όρους. Εκεί πήρε η έκφραση του προσώπου του ένα παρακλητικό ύφος. Τέλος στράφηκε και πάλι προς τον Παντοδύναμο με αποφασιστικότητα.
- «Εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…», πρόφερε με τη βραχνή φωνή του και άρχισε την προσευχή του. Αυτό ήταν όλο. Έφυγε ο δαίμων της αμελείας σκυθρωπός και κατησχυμμένος.

Στο εικονοστάσι η εικόνα του Χριστού με το Ευαγγέλιο ανοιχτό. Ο αδελφός δεν μπορεί να διακρίνει τι γράφουν οι σελίδες του, μέσα στο ταπεινό φως του κελλιού του.
- «Θα προχωρήσω κοντά να διακρίνω τι λέει», σκέφτηκε.
«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ἡμᾶς…».

«Αν βάλω εγώ ένα βήμα να πλησιάσω την εικόνα Του, θα βάλει κι Εκείνος άλλα εννέα, για να σώσει την εικόνα Του, την πανάθλια ψυχή μου. Αρκεί να δει την προσπάθειά μου. Αν διώξω την αμέλεια, θα μου δώσει προσευχή. Αν διώξω τον ύπνο, θα μου δώσει τη θεία Χάρη Του.

«Μας καλεί ο Χριστός να τον πλησιάσουμε. Να αφήσουμε τα γήινα, τις αναπαύσεις, τις απολαύσεις, τις υπερβολικές μέριμνες, το άγχος, τα πάθη μας, τις μικρότητές μας, τις ατέλειές μας, την οκνηρία μας, τον πόνο, τις θλίψεις μας και να κάνουμε ένα βήμα προς Αυτόν. Αυτό το λίγο, το ένα βήμα που θα κάνουμε, θα το πολλαπλασιάσει. Θα μας ανακουφίσει από ό,τι μας βαραίνει. Θα μας γεμίσει απ’ ό,τι έχουμε ανάγκη. Θα μας λυτρώσει από όποια θλίψη πιέζει την ψυχή και το σώμα μας».

Αυτά μονολόγησε κι έπειτα έμεινε για λίγο σιωπηλός.

Σε λίγο κοίταξε το εικόνισμα. Σαν να συνήλθε από τους λογισμούς του και άρχισε να γυρίζει το κομποσχοίνι. Το κομποσχοίνι μοιάζει με ιμάντα, ο οποίος κινεί τη μηχανή της ψυχής. Συνδέει το σώμα με την ψυχή. Σε λίγο, ενώ τραβούσε ρυθμικά το κομποσχοίνι, άρχισε να σκέφτεται τα ουράνια, να ανεβαίνει σε θεωρίες υψηλές, να σκέφτεται για τον Θεό, για τους Αγγέλους, για τη Δημιουργία του Σύμπαντος, για την Ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, για την Παγκόσμια Ανάσταση όλων στους εσχάτους χρόνους, για τη Δευτέρα Παρουσία, για την Κόλαση και τον Παράδεισο. Θυμήθηκε θαυμαστά γεγονότα που του συνέβησαν παλαιότερα, όπου η Χάρη του Θεού ήταν εμφανής. Έφερε στο νου του αγίους και εναρέτους άνδρες με τους οποίους συναναστράφηκε στο παρελθόν και συλλογίστηκε τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν την εν Χριστώ ζωή ο καθένας. Όλα όμως αυτά ήταν εισαγωγικά για την προσευχή του.

- «Θα προσπαθήσω», λέει «να τα αφήσω όλα αυτά και να διώξω κάθε λογισμό». Του ήρθε στο νου η φράση του γέροντος απ’ το Γεροντικό «νουν τηρούμεν».


Συγκεντρώνει το νου του στα λόγια της ευχής του Ιησού «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…». Λέει την ευχή αργά, ρυθμικά και με νόημα. Ακόμη όμως δεν αισθάνεται τίποτε το διαφορετικό στην ψυχή του. Τίποτε το θεϊκό. Αν και δεν το ψάχνει με άγχος. Απλά και ήρεμα και ό,τι δώσει ο Θεός. Το μόνο που θέλει είναι να ενώσει το νου του με τον Θεό.

Κάποια στιγμή φαίνεται να επιμένει περισσότερο στην ευχή· αλλά καμιά αλλοίωση στην ψυχική του διάθεση. Κάτι δεν κάνει σωστά, κάτι ξέχασε. Πέρασαν ακόμη λίγα λεπτά, αλλά τίποτε. Τότε θυμήθηκε το γραφικό: «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι Χάριν». Του ήρθε μάλιστα εκείνη τη στιγμή, σαν αστραπή στο νου, το πάθημα του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου, που δεν ταπεινωνόταν στην προσευχή του. «Λοιπόν, πρέπει να βάλω τον εαυτό μου κάτω από όλους τους ανθρώπους, σκέφτηκε, αφού τέτοιος είμαι· ο πιο αμαρτωλός άνθρωπος».

Τι το επέκεινα; Δεν παραβλέπει ο Θεός την προσπάθειά του, κι ενώ εκείνος τραβούσε ρυθμικά το κομποσχοίνι, άκουσε Εκείνος τη δέησή του και θέλησε να τον παρηγορήσει. Αφού ταπεινώθηκε τόσο και αγωνίστηκε τόσο, κάμφθηκε η ευσπλαχνία Του. Και τι συνέβη; Άρχισε να γεμίζει η ψυχή του από τη Χάρη του Θεού. Να αγαλλιάζει. Να ηρεμεί. Να λεπτύνεται ο νους του. Αισθάνθηκε στο νου του διαύγεια.

Του έφυγε η νύστα και η οκνηρία. Του ήρθε όρεξη για περισσότερη προσευχή. Μια χαρά ανεκλάλητος πότισε όλες τις φλέβες του. Του ήρθε μια αγάπη για τον Θεό, μια ανεξήγητη και απρόσμενη συμπάθεια προς τον πλησίον, προς όλους τους ανθρώπους. Πέφτει κάτω στο έδαφος, γονατίζει και χύνει δάκρυα· δάκρυα ασταμάτητα. «Ήμαρτον Θεέ μου», κραυγάζει με λυγμούς, «και ουκ ειμί άξιος ατενίσαι εις το ύψος του ουρανού». Δεν μπορεί να πει άλλα λόγια. Το μόνο που κάνει είναι το ότι προφέρει ακαταπαύστως τη μονολόγιστη ευχή του Ιησού. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, Ιησού μου γλυκύτατε»…


Έχει προχωρήσει η νύχτα. Ξάφνου ακούγεται η καμπάνα που προειδοποιεί πως σε λίγο θα αρχίσει η ακολουθία. Δεν κατάλαβε πότε πέρασαν τόσες ώρες. Εγείρεται, και αρχίζει να ετοιμάζεται για τη νυχτερινή ακολουθία. Σε λίγο ακούγεται ο ρυθμικός χτύπος του ταλάντου.

- «Εξεγερθέντες του ύπνου προσπίπτομέν σοι, Αγαθέ…», κάποιος από τους αδελφούς στην Εκκλησία άρχισε να αναγινώσκει το Μεσονυκτικό. Οι Πατέρες ένας-ένας κατεβαίνουν στο καθολικό. Ανάμεσά τους κι ο αγωνιστής αδελφός. Χαιρετούν τα εικονίσματα. Καταλαμβάνουν τα στασίδια σαν μέλισσες που μπαίνουν στις φωλιές τους. Εκεί θα συνεχίσουν την υπόλοιπη νύχτα πάλι με προσευχή. Το πνευματικό νέκταρ, που απήλαυσαν προ ολίγου στο κελλί τους, αυξάνεται. Αλλάζει χρώμα, γίνεται μέλι, γλυκαίνει το νου και τρέφει την ψυχή. Η ευχή του Ιησού τρέχει συνέχεια στο στόμα τους.

Ο αδελφός όρθιος ατενίζει την εικόνα του Παντοκράτορος στο τέμπλο. Έτσι προσηλωμένος στις θείες θεωρίες, ούτε κατάλαβε πότε έφθασε η ακολουθία στην Απόλυση.
- «Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Ο εφημέριος με το βλέμμα προσηλωμένο κάπου βαθιά στο δάπεδο, στα τρία μέτρα, κάνει την απόλυση κι επισφραγίζει τη νυχτερινή ακολουθία. Ο αδελφός εξέρχεται μεταρσιωμένος, κρατώντας μια πνευματική ανθοδέσμη με άνθη ευωδιαστά. Είναι οι καρποί της χθεσινής νύχτας. 
«Δόξα σοι ο Θεός…», προφέρει το στόμα του και χάνεται μέσα σ’ ένα υπέροχο αγιορείτικο λυκαυγές, που άρχισε να απλώνει στον ορίζοντα τα θαυμάσια χρώματά του…

Ποιος ο σκοπός της νηστείας και της μετανοίας;

Ποίος ο σκοπός της νηστείας και μετανοίας;
Ποίος ο λόγος διά τον οποίον λαμβάνομεν τον κόπον δι᾽ αυτάς;

Σκοπός των είναι η κάθαρσις της ψυχής από των αμαρτιών, η ειρήνη της καρδίας, η ένωσις μετά του Θεού· μας γεμίζουν με υιοθεσίαν και ευλάβειαν, και μας δίδουν παρρησίαν ενώπιον του Θεού.
Υπάρχουν, πράγματι, πολύ σπουδαίοι λόγοι διά την νηστείαν και την εξομολόγησιν εξ όλης μας της καρδίας. Ανεκτίμητος αμοιβή θα μας δοθή δι᾽ εργασίαν και μόχθον ευσυνείδητον.
Έχουν άραγε πολλοί από ημάς το αίσθημα της υιικής αγάπης προς τον Θεόν; Τολμούν άραγε πολλοί από ημάς χωρίς καταδίκην και με παρρησίαν να προσκαλούν τον εν ουρανοίς Πατέρα και να λέγουν: «Πάτερ ημών!»; Η τουναντίον δεν υπάρχει ώστε και να ακουσθή τοιαύτη υιική φωνή εις τας καρδίας μας, αι οποίαι έχουν νεκρωθή από τας ματαιότητας του κόσμου και την προσήλωσιν εις τα πράγματά του και τας απολαύσεις; Η μήπως πολύ μακράν από τας καρδίας μας ευρίσκεται ο Ουράνιος Πατήρ ημών; Καί δεν νομίζομεν άραγε ότι ο Θεός είναι εκδικητής, ημείς οι οποίοι απεμακρύνθημεν από Αυτόν εις χώραν μακρινήν;
Ναί, όλοι ημείς ένεκα των αμαρτιών μας είμεθα άξιοι της δικαίας του οργής και τιμωρίας και είναι θαυμαστόν πόσον μακρόθυμος και υπομονητικός είναι απέναντι ημών, ώστε να μη μας πατάσση όπως την άκαρπον συκήν.
Ας σπεύσωμεν να Τον εξιλεώσωμεν με μετάνοιαν και δάκρυα. Ας εισέλθωμεν εις τον εσωτερικόν μας άνθρωπον, ας εξετάσωμεν τας ακαθάρτους μας καρδίας με πάσαν αυστηρότητα· και όταν ίδωμεν πόσαι ακαθαρσίαι τηρούν αυτάς μακράν από την Θείαν Χάριν, τότε θα αναγνωρίσωμεν ότι είμεθα πνευματικώς νεκροί. Υπόφερε τας οδύνας και τους πόνους της εγχειρήσεως, διά να δυνηθής να επανακτήσης μετά ταύτα την υγείαν σου (τούτο λέγων εννοώ την εξομολόγησιν).
Τούτο σημαίνει ότι κατά την εξομολόγησιν οφείλεις να ομολογής όλας τας πράξεις της αισχύνης εις τον πνευματικόν, χωρίς να αποκρύπτης τι, μολονότι τούτο είναι δυνατόν να είναι οδυνηρόν, επαίσχυντον και ταπεινωτικόν.
Άλλως η πληγή θα μένη αθεράπευτος, θα πονή, θα υποσκάπτη την πνευματικήν υγείαν σου και θα είναι ζύμη διά τας πνευματικάς αδυναμίας σου η τας αμαρτωλάς σου συνηθείας και τα πάθη.
Ο ιερεύς είναι πνευματικός ιατρός. Επιδείκνυε εις αυτόν τας πληγάς σου, χωρίς να εντρέπεσαι, ειλικρινώς, φανερά, με υιικήν πεποίθησιν και εμπιστοσύνην, διότι ο εξομολόγος είναι ο πνευματικός πατήρ σου, ο οποίος θα ώφειλε να σε αγαπά περισσότερον του πατρός και της μητρός σου· διότι η αγάπη του Χριστού είναι υψηλότερα από κάθε σαρκικήν, φυσικήν αγάπην.
Εκείνος θα απαντήση διά σε εις τον Θεόν. Διατί η ζωή μας έγινε τόσον ακάθαρτος, τόσον γεμάτη από πάθη και αμαρτωλάς συν ήθειας; Διότι πολλοί αποκρύπτουν τας πνευματικάς πληγάς και τους πόνους των, ένεκα του οποίου πονούν διαρκώς και ερεθίζονται· και τοιουτοτρόπως δεν είναι δυνατόν να δώση εις αυτούς κανείς κανένα ιατρικόν.
«Αν πέσης, σήκω και θα σωθής»· είσαι αμαρτωλός, διαρκώς πίπτεις, μάθε πως πρέπει να εγείρεσαι· πρόσεξε πολύ να αποκτήσης αυτήν την σοφίαν. Η σοφία συνίσταται εις τούτο: να μάθης εκ στήθους τον Ψαλμόν «Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα ελεός Σου», τον οποίον ενέπνευσεν εις τον βασιλέα και προφήτην Δαβίδ το Α γι ον Πνεύμα, και να λέγης αυτόν με ειλικρινή πίστιν και πεποίθησιν, με καρδίαν ταπεινήν και συντετριμμένην.
Μετά την ειλικρινή μετάνοιάν σου, η οποία εκφράζεται εις τους λόγους του Βασιλέως Δαβίδ, η συγχώρησις των αμαρτιών σου εκ μέρους του Κυρίου αμέσως θέλει λάμψη επί σού, και αι πνευματικαί δυνάμεις σου θα ειρηνεύσουν.
«Τον γαρ μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεού εν αυτώ» (Β´ Κορ. 5, 21), λέγεται περί του Χριστού. Θα αισχυνθής λοιπόν ύστερον από αυτούς τους λόγους να αναγνωρίσης οιανδήποτε αμαρτίαν σου η να αναλάβης την μομφήν δι᾽ αμαρτίαν την οποίαν δεν διέπραξας;
Αν Αυτός ο Υιός του Θεού έγινεν ένοχος αμαρτίας, μολονότι ήτο αναμάρτητος, και συ πρέπει να δεχθής την μομφήν διά κάθε αμαρτίαν με πραότητα και αγάπην (διότι είσαι πράγματι αμαρτωλός), να δεχθής την μομφήν με ταπείνωσιν και υποταγήν, και διά τας αμαρτίας ακόμη διά τας οποίας δεν είσαι ένοχος. Χάρις εις την πίστιν μας μόνον, τα πνευματικά όρη –ήτοι τα ύψη και τα βάρη των αμαρτιών– μετακινούνται. Διά τούτο, όταν οι χριστιανοί απαλλάσσωνται από το βάρος των αμαρτιών των διά της μετανοίας και εξομολογήσεως, ενίοτε λέγουν: «Δόξα τω Θεώ, βουνό ολόκληρο έπεσεν από τους ώμους μου».

Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης
από το βιβλίο: Η εν Χριστώ Ζωή μου
σελ.197-200
εδκ. Το Περιβόλλι της Παναγίας 

Μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, σοφιστείας και σοφίας

Ὁ Τριαδικός Θεός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος, ἐπιθυμεῖ καί βοηθάει ὥστε ὁ κάθε ἄνθρωπος διά τῆς πίστεως νά καταστεῖ βαθειά ἰσορροπημένος, ἅγιος, καί νά μήν καταντᾶ ἀναγκεμένος. 
Ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς μέ τήν ἀγάπη Του, τούς οἰκτιρμούς καί τό ἔλεος Του, προτρέπει ὅλους εἰς μετάνοιαν, ὥστε ὁ πιστός διά τῆς Χάριτος νά μεταποιεῖ τά πάθη σέ ἀρετές μέ τίς Ἐντολές καί νά καθίσταται ὑγιής ψυχῇ τε καί σώματι μέσα στό πνευματικό θεραπευτήριο, τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, διασώζοντας ἔτσι τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τό Πρόσωπο, ἡγιασμένο καί ὑγιές ὅπως ὁ Πλάστης τό δημιούργησε ἐξ ἀρχῆς.
Γι’αὐτόν τόν λόγον ἐνηνθρώπησε,ἐθαυματούργησε, ἐσταυρώθῃ, ἀνεστήθῃ, ἀνελήφθῃ καί ἔπεμψε τόν Παράκλητο στόν κόσμο, μέ προοπτική ὁ κόσμος νά γίνει Ἐκκλησία καί οἱ ἄνθρωποι, ἐάν θελήσουν, κατά Χάριν ἅγιοι, τέλειοι, θεοί. «Ἔξω ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπάρχει ζωή. Πάει, τέλειωσε»(Ἅγιος Πορφύριος). Ἐν τούτοις, ἐάν θέλουμε νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι, στήν ἐποχή αὐτή τῆς μετακίνησης λαῶν καί ἐθνῶν θά παρατηρήσουμε ὅτι στούς ἔχοντας τήν ἀνάγκη μας ἐμπερίστατους προσφέρουμε τήν μισή βοήθεια λέγοντάς τους τήν μισή ἀλήθεια, κρύβοντες ἀπ’αὐτούς τήν ἀξίωση τοῦ Χριστοῦ, πού λέει: «γίνεσθε τέλειοι, γίνεσθε ἅγιοι».
Καί ἐξηγοῦμε: κατά τό καλῶς νοούμενον συμφέρον, ὅσοι σήμερα ἀσχολούμαστε μέ πρόσφυγες ἤ λαθρομετανάστες προσφέροντας κατά τό δυνατόν ἰατροφαρμακευτική περίθαλψη, στέγη, τροφή καί ἔνδυμα, τήν ἴδια ὥρα σιωποῦμε τελείως ἤ προσφέρουμε ἐλάχιστα καί πλημμελῶς τήν θεϊκή τροφή, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Μεσσίου Ἰησοῦ: «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς[1]», ὥστε νά ξαλαφρώσουν πραγματικά οἱ ψυχές ἀπό τόν πόνο καί τήν ἀγωνία τοῦ ξεριζωμοῦ, ἀφήνοντάς τους στήν πλάνη, στόν φανατισμό, στήν ἀλληλοεξόντωση καί στήν ἄγνοια σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν προσωπική τους αἰώνια σωτηρία, τήν χαρά καί ἀνάπαυση, μέ ἀποτέλεσμα ὁρατές τραγικές συνέπειες γιά ὅλους.
Αὐτήν ὅλην τήν ἀδιαφορίαν στά πνευματικά τήν ἑρμηνεύουμε ὡς μή ὤφειλε σάν δῆθεν κτύπημα στό ρατσισμό, σάν δῆθεν ἐνδιαφέρον γι’αὐτούς, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολλοί ἀπό ἐμᾶς εἴτε δέν ἔχουμε γνωρίσει τόν Χριστό ἀληθινά καί δέν ἔχουμε γευθεῖ τήν χρηστότητα τοῦ Κυρίου, εἴτε φοβόμαστε γιά τήν ζωή μας. Ἄν χρειαστεῖ νά πεθάνουμε, τουλάχιστον ὁ θάνατός μας ἄς γίνει εὐεργεσία γιά ὅλους αὐτούς πού ὑποφέρουν. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός καταδικάζει τήν δειλία: «τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος[2]».
Ἑπομένως, στήν προσφορά αὐτή πρός τούς πάσχοντας, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί[3]», ὑστεροῦμε ὄχι τόσο στήν τροφή καί στό ἔνδυμα ὅσο στήν διδασκαλία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ γιά τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ἡ ἐντολή δέν ὁλοκληρώνεται ἐκ μέρους μας μέ πίστη, ὑπομονή καί ἐλπίδα, ὥστε νά θερίσουμε ὅλοι ἀγαθούς καρπούς. Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές ἀντιγράφουμε, ἀπό τό βιβλίο «Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης[4]», πῶς ἐκφράζεται ἡ αὐθεντική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μέσῳ τῶν Ἁγίων Του, καί ἐν προκειμένῳ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, καί ποιό θά ἔπρεπε νά εἶναι τό ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον μας γιά τίς τύχες αὐτῶν τῶν πονεμένων καί ἐμπερίστατων ἀνθρώπων, πού κατά ἑκατοντάδες χιλιάδες ἐσκεμμένα ἐκδιώκονται βιαίως ἀπό τίς πατρίδες τους, μέ ἄτιμο τρόπο, γιά νά θεραπεύσουν στή συνέχεια οἱ ἀσεβεῖς τίς δικές τους ἀτιμίες καί τήν ἀθεράπευτη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς τους τήν φιλαργυρία, ἥτις ἐστιν εἰδωλολατρεία, μέ βάρβαρη ἐκμετάλλευση ψυχῶν καί σωμάτων: 

“Τόν Μάϊο τοῦ 1989 ὁ Πατήρ Παΐσιος ἔκανε μία δεύτερη -μεγαλύτερη αὐτήν τήν φορά- περιοδεία στά Πομακοχώρια τῆς Θράκης...Σέ κάθε σπίτι πού πήγαινε μαζεύονταν καί ὅλοι οἱ γείτονες -ἀλλοῦ τριάντα, ἀλλοῦ πενήντα μουσουλμάνοι-, γιά νά ἀκούσουν κάτι ἀπό τό στόμα του. Τούς ἔλεγε περίπου τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ ὅλους. Καί ἐσεῖς εἶστε παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἕνας Μουσουλμάνος πού θά γίνη Χριστιανός μπορεῖ νά σωθῆ πιό εὔκολα ἀπό ἕναν πού ἦταν Χριστιανός ἀπό μικρός, γιατί ὁ Μουσουλμάνος δέν ξέρει τίποτε καί ἔρχεται στήν Ὀρθοδοξία καί τά μαθαίνει ὅλα ἀπό τήν ἀρχή, καί γίνεται καλύτερος. Ἐσεῖς, ἐάν ὁμολογήσετε τόν Χριστό, θά εἶστε σέ καλύτερη θέση ἀπό ἐμᾶς, γιατί ἐμεῖς τά ξέρουμε ὅλα καί δυστυχῶς δέν τά ἐφαρμόζουμε». Καθώς περπατοῦσε στά δρομάκια τῶν χωριῶν, ὁ κόσμος μαζευόταν γύρω του, κι ἐκεῖνος τούς κοίταζε μέ βλέμμα σπλαγχνικό, μοίραζε καραμέλες στά παιδάκια καί συζητοῦσε μέ ὅλους. Μία Μουσουλμάνα, πού εἶχε ἀποφασίσει νά βαπτισθῆ Χριστιανή, τόν πλησίασε καί τόν ρώτησε: «Ἐγώ δέν ξέρω τίποτα. Τί νά λέω στήν προσευχή μου;». «Τί ξέρεις νά λές;» , τήν ρώτησε. «Ξέρω νά λέω “Κύριε ἐλέησον”», ἀπάντησε ἡ γυναίκα. «Αὐτό νά λές συνέχεια», τήν συμβούλεψε ὁ Ὅσιος. Πῆγαν καί στό σπίτι μιᾶς δαιμονισμένης Μουσουλμάνας πού, μόλις εἶδε τόν Γέροντα, τόν πλησίασε καί μέ ὕφος ὑπεροπτικό τοῦ εἶπε: «Ἔχω δαιμόνια ἐγώ». «Καλά, καλά», τῆς εἶπε ὁ Ὅσιος καί μπῆκε μαζί της στό σπίτι, παίρνοντας καί ἕναν ἀπό τούς Πομάκους συνοδούς του. «Θέλεις νά γίνης καλά;» τήν ρώτησε. «Ναί», ἀπάντησε ἡ γυναίκα. Ἔβγαλε τότε τόν ξύλινο Σταυρό του καί, ψιθυρίζοντας τήν εὐχή, πῆγε νά τόν ἀκουμπήση στό μέτωπό της. Ἐκείνη τινάχθηκε ἀπότομα καί ἔσπρωξε τόν Ὅσιο μέ δύναμη. «Τό ταγκαλάκι εἶναι πολύ δυνατό», εἶπε ἐκεῖνος στόν Πομάκο, «πρέπει νά τήν συγκρατήσουμε».Κατάφεραν νά τήν ἀκινητοποιήσουν, καί ὁ Ὅσιος τήν σταύρωσε δύο φορές στό μέτωπο. Τότε ἡ γυναίκα ἔπεσε κάτω καί ἄρχισε νά φωνάζη: «Φύγετε, δέν σᾶς θέλω!». Ἀπό τό στόμα της ἔβγαιναν ἀφροί καί ἀφόρητη δυσωδία. Ὁ Πομάκος φοβήθηκε, ἀλλά ὁ Ὅσιος τόν καθησύχασε: «Βγαίνει, μή φοβᾶσαι. Πές της νά τόν διώξη». Μόλις ἐκείνη εἶπε: «Φύγε, σατανᾶ!», ὁ Ὅσιος ἀκούμπησε γιά τρίτη φορά τόν Σταυρό στό μέτωπό της. Τότε εἶδαν ἕνα δαιμόνιο νά φεύγη σάν μαῦρος σκύλος καί νά ἀφήνη τήν γυναίκα λιπόθυμη. Μόλις συνῆλθε, τούς εἶπε: «Δέν ἔχω μέσα μου τό βάρος πού εἶχα, ἀλλά καίγομαι. Μιά φωτιά βγῆκε ἀπό μέσα μου καί μέ ἔκαψε». Ἔπειτα ἡ γυναίκα στράφηκε στόν Πομάκο καί τόν ρώτησε στήν γλῶσσα της: «Πόσα χρήματα θά πληρώσω στόν παπᾶ; Πήγαινα σέ μάγους καί χοτζάδες, καί μοῦ ἔπαιρναν πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές. Τώρα πόσα θά δώσω; Ἑκατόν πενήντα χιλιάδες ἔχω. Φθάνουν;». Ὁ Πατήρ Παΐσιος κατάλαβε τί ἔλεγε καί εἶπε: «Πές της νά δώση μία εὐχή στόν καλόγερο, νά τόν δεχθῆ ὁ Θεός σέ μία ἀκρούλα στόν Παράδεισο». «Δέν θέλει χρήματα», εἶπε ὁ Πομάκος στήν γυναίκα. «Μόνον νά τοῦ πῆς νά ἔχη καλόν Παράδεισο». Ὅταν βγῆκαν στήν αὐλή, ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι βλέποντας τήν γυναίκα τόσο ἀλλαγμένη. Τό πρόσωπό της δέν ἦταν πλέον ἀγριεμένο ἀλλά ἤρεμο. Κοίταζε τόν Πατέρα Παΐσιο μέ εὐγνωμοσύνη καί τόν ρωτοῦσε: «Τί νά κάνω τώρα; Τί νά κάνω;». «Νά διαβάζης τό Εὐαγγέλιο», τῆς εἶπε, «καί νά μήν κοιτάζης φλιτζάνια, οὔτε νά λές τήν μοῖρα. Νά προσπαθῆς νά δουλεύης ὅσο περισσότερο μπορεῖς. Μέ τήν ἐργασία θά ξεκόψης ἀπό αὐτά. Ἅμα δέν δουλεύης καί ἀρχίσης πάλι τά ἴδια, θά τό ξαναπάθης». Στούς συνοδούς του ὅμως ὁ Ὅσιος εἶπε: «Ἄν δέν βάλη τόν Σταυρό ἐπάνω της (δηλαδή ἄν δέν βαπτισθῆ), δέν πρόκειται νά γίνη καλά».”
Θά μοῦ πεῖτε, στό τέλος, ὅτι αὐτό εἶναι προσηλυτισμός. Σᾶς ἀπαντᾶ ὁ Ἴδιος ὁ Μεσσίας Χριστός πού ἀπό ἀγάπη γιά τόν κόσμο, παραγγέλλει στούς Ἀποστόλους: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὅπως ἐπίσης ἀποκαλύπτει στόν Νικόδημο τόν κρυφό μαθητή: «...ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»(Ἰωάν.,κεφ.γ’,στ.3), ἐπιπλέον κινεῖται καί στόν ἀπόλυτο σεβασμό τοῦ Προσώπου, στό αὐτεξούσιο ὡς δῶρον τοῦ Κτίστου πρός τό Κτίσμα : «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι»(Μάρκ.,κεφ.η’,στ.34). Ἡ ἀλήθεια, λοιπόν, εἶναι ὅτι ποθοῦμε νά συν-χωροῦμε καί νά συν-κοινωνοῦμε ἐν Χριστῷ μέ κάθε συν-άνθρωπο, καί κατά τήν ἀξίωσιν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού διδάσκει: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»(Γαλ.,κεφ.γ’,στ.28). Ποῦ λοιπόν, ὑπάρχει προσηλυτισμός ἤ ρατσισμός; Οὐδέν ψευδέστερον τούτου. Γι’αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγον, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἀμοιβή τοῦ Χριστοῦ μας πρός τούς θέλοντας νά ὑπακούσουμε στούς λόγους Του, ὅπως καί ἀντίθετα στούς μή θέλοντας ὑβριστάς καί ἀλαζόνας, σάν ὑστερόγραφο, ἄς ἀκούσουμε τί μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής εἰς τήν Θείαν Ἀποκάλυψιν στό 18ο και 19ο κεφάλαιο γιά τήν πόρνην τήν μεγάλην(Νέαν Ἐποχήν) ἥτις διέφθειρε τήν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς: «...καὶ ἐμνημόνευσεν ὁ Θεός τὰ ἀδικήματα αὐτῆς...διὰ τοῦτο ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἥξουσιν αἱ πληγαὶ αὐτῆς, θάνατος καὶ πένθος καὶ λιμός, καὶ ἐν πυρὶ κατακαυθήσεται· ὅτι ἰσχυρὸς Κύριος ὁ Θεὸς ὁ κρίνας αὐτήν. καὶ κλαύσουσιν αὐτὴν καὶ κόψονται ἐπ' αὐτῇ οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς οἱ μετ' αὐτῆς πορνεύσαντες καὶ στρηνιάσαντες, ὅταν βλέπωσι τὸν καπνὸν τῆς πυρώσεως αὐτῆς... καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς κλαίουσι καὶ πενθοῦσιν ἐπ' αὐτῇ, ὅτι τὸν γόμον αὐτῶν οὐδεὶς ἀγοράζει οὐκέτι, γόμον χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθου τιμίου καὶ μαργαρίτου, καὶ βυσσίνου καὶ πορφύρας καὶ σηρικοῦ καὶ κοκκίνου, καὶ πᾶν ξύλον θύϊνον καὶ πᾶν σκεῦος ἐλεφάντινον καὶ πᾶν σκεῦος ἐκ ξύλου τιμιωτάτου καὶ χαλκοῦ καὶ σιδήρου καὶ μαρμάρου, καὶ κινάμωμον καὶ ἄμωμον καὶ θυμιάματα, καὶ μύρον καὶ λίβανον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον καὶ σεμίδαλιν καὶ σῖτον καὶ κτήνη καὶ πρόβατα, καὶ ἵππων καὶ ῥεδῶν καὶ σωμάτων, καὶ ψυχὰς ἀνθρώπων»(Ἀποκ., κεφ.ιη’, στ.5,8-9,11-13). «ὅτι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ· ὅτι ἔκρινε τὴν πόρνην τὴν μεγάλην, ἥτις διέφθειρε τὴν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς, καὶ ἐξεδίκησε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς»(Ἀποκ., κεφ.ιθ’,στ.2). «Καὶ ἤκουσα ὡς φωνὴν ὄχλου πολλοῦ καὶ ὡς φωνὴν ὑδάτων πολλῶν καὶ ὡς φωνὴν βροντῶν ἰσχυρῶν, λεγόντων· Ἀλληλούϊα, ὅτι ἐβασίλευσε Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ. χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ, ὅτι ἦλθεν ὁ γάμος τοῦ ἀρνίου, καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἡτοίμασεν ἑαυτήν. καὶ ἐδόθη αὐτῇ ἵνα περιβάληται βύσσινον λαμπρὸν καθαρόν· τὸ γὰρ βύσσινον τὰ δικαιώματα τῶν ἁγίων ἐστί. Καὶ λέγει μοι· Γράψον, μακάριοι οἱ εἰς τὸ δεῖπνον τοῦ γάμου τοῦ ἀρνίου κεκλημένοι. καὶ λέγει μοι· Οὗτοι οἱ λόγοι ἀληθινοὶ τοῦ Θεοῦ εἰσι»(Ἀποκ.,κεφ.ιθ’,στ.6-9). Ποῖον ἐστί ἐν προκειμένῳ τό ὄφελος, ἐάν βοηθοῦμε τούς ἐμπερίστατους νά κερδίσουν πάσῃ θυσία τά πρός τό ζῆν και τούς ἀρνούμαστε τό εὖ ζῆν, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ Ὁδός ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν αἰώνιον ζωή, στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν; «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;»(Ματθ.,κεφ.ιστ’,στ.26).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Ἀδελφοί μου καί σεῖς σεβαστοί ἄρχοντες τοῦ ἁγιασμένου τούτου τόπου τῆς Ἑλλάδος μας ἀκούσατε, προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε καί μάθετε τί εἶπεν ὁ Κύριος: «οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ.,κεφ.δ’,στ.4). Ἄς πλησιάσουμε, λοιπόν, μέ ἀληθινή ἀγάπη και ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον, προσφέροντας ἀνιδιοτελῶς τόσο τήν ὑλική περισσότερο ὅμως τήν πνευματική βοήθεια, μέ τό ἅγιο παράδειγμά μας, τήν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, τά Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἀλλά μέ διάκριση, ὄχι ὡς ἄσοφοι ἀλλά σοφοί, διότι οἱ μέρες εἶναι πονηρές! Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι μισή ἀλήθεια ἰσοδυναμεῖ μέ ὁλόκληρο ψέμα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι στό σπίτι μας βρισκόμαστε μέ τά παιδιά μας καί μέ κάποιους ἄγνωστους ξένους πού μᾶς ζητοῦν βοήθεια. Ἄν χρειαστεῖ νά λείψουμε οἱ γονεῖς ἀπό τό σπίτι γιά λίγο, σέ ποιούς θά ἀφήσουμε τήν μέριμνα καί τά κλειδιά τοῦ σπιτιοῦ μας, στά παιδιά μας ἤ στούς ἀγνώστους ξένους; Ὁ νοῶν νοείτω. Στῶμεν καλῶς! Ἡ Ἑλλάδα μας εἶναι Ὀρθόδοξη καί σύν Θεῷ θά παραμείνει Ὀρθόδοξη, ὥστε μέσῳ αὐτῆς ἐσαεί νά εὐεργετεῖται ὁ κόσμος μέ τό Φῶς της καί ὁ κάθε ἐμπερίστατος μέ τόν πολιτισμό της. Γένοιτο Κύριε. Ἀμήν.

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

[1] Ματθ.,κεφ.ια΄,στ.28
[2] Ἀποκ., κεφ.κα’, στ.8
[3] Λουκ., κεφ.στ’,στ.35-36
[4]Ἐκδ. Ἱ.Ἡ. «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»Βασιλικά Θεσ/κης, 2015, σελ.440-443.

http://makkavaios.blogspot.gr

Χριστιανοί που δεν γνωρίζουν εις τί συνίσταται ο Χριστιανισμός!

Να βλέπει κανείς και να χύνει δάκρυα πικρά! Χριστιανούς που δεν γνωρίζουν εις τί συνίσταται ο Χριστιανισμός! Και όμως αυτό το θέαμα βλέπει κανείς σήμερα, όπου κι αν στρέψει τα μάτια του. Σπανιώτατα μπορεί κανείς σήμερα μέσα σ’ αυτό το πλήθος των αυτοκαλούμενων Χριστιανών να βρει έναν, που νάναι πράγματι ενσυνείδητος, λόγω και έργω Χριστιανός!….
Θ’ απαντήσω με όσο το δυνατόν λιγώτερες λέξεις σ’ όλες τις ερωτήσεις που υποβάλλετε, μίαν προς μίαν. Γράφετε:

«Γιατί να μην μπορούν να σωθούν οι ειδωλολάτρες, οι μωαμεθανοί, καθώς επίσης και όλοι οι αιρετικοί; Μεταξύ αυτών υπάρχουν εξαιρετικοί άνθρωποι! Το να καταδικάσουμε όλους αυτούς τους καλούς ανθρώπους είναι αντίθετο (δήθεν) προς το έλεος του Θεού(!)… είναι αντίθετο προς την υγειά ανθρώπινη λογική. Οι αιρετικοί είναι και αυτοί χριστιανοί, τέλος πά­ντων!… Το να θεωρεί κανείς τον εαυτό του σεσωσμένο, και τα μέλη των άλλων δογμάτων καταδικασμένα, είναι ταυτόχρονα ανοησία… και άκρα υπερηφάνεια!…».

Χριστιανοί! Επιχειρηματολογείτε πάνω στο ζήτημα της Σωτηρίας, χωρίς να ξέρετε τί είναι Σωτηρία, γιατί οι άνθρωποι έχουν ανάγκην από αυτήν, και τελικά αγνοείτε τον Χριστό, τον μοναδικό αυτοσκοπό και μέσο της σωτηρίας μας. Ακούστε λοιπόν την πραγματική διδασκαλία πάνω στο σημείο αυτό, τη διδασκαλία της αγίας μας Εκκλησίας – της Ορθοδοξίας.

Η Σωτηρία συνίσταται στο να επανεύρουμε την κοινωνία με τον Θεό. Αυτή η κοινωνία εχάθη απ’ ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, όταν οι προπάτορές μας έπεσαν στην αμαρτία. Ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ανήκει λοιπόν σε μια κατηγορία εκπτώτων και καταδικασμένων δημιουργημάτων. Η καταδίκη είναι η κληρονομία του κάθε ανθρώπου είτε εναρέτου είτε κακοποιού. «Εν ανομία συνελήφθημεν και εν αμαρτία εκυήθημεν». «Καταβήσομαι προς τον υιόν μου πενθών εις άδου» (Γένεσις ΛΖ’ 35), λέγει ο Πατριάρχης Ιακώβ για τον εαυτό του και τον άγιο υιόν του, τον πάγκαλο και σώφρονα Ιωσήφ. Δεν είναι μόνον οι αμαρτωλοί που κατεβαίνουν στον Άδη, στο τέλος της επίγειας παροικίας τους, αλλ’ επίσης και οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης!….

Για να αποκατασταθεί λοιπόν η μετά του Θεού Κοινωνία, δηλαδή η Σωτηρία μας, ήταν αναγκαία η Λύτρωση! Και η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους, δεν επραγματοποιήθη από ένα Άγγελο ή Αρχάγγελο ή οποιοδήποτε άλλο ανώτερο -πλην πεπερασμένο, κτιστό δημιούργημα- αλλά επραγματοποιήθηκε από τον Ίδιο, τον Άπειρο Θεό, δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Όπως πολύ όμορφα και χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Ακολουθία της Θείας Λειτουργίας και ειδικά στην Προσκομιδή: «Ούτε γαρ Άγγελος, Αρχάγγελος ή άνθρωπος, αλλ’ Αυτός έσωσας ημάς, Σωτήρ ημών, δόξα σοι».

Ο θάνατος που ήταν η μερίδα του ανθρώπινου γένους αντικαταστάθηκε με τον δικόν του θάνατο! Η έλλειψη της ανθρώπινης αξιομισθίας αναπληρώθηκε με τη δική του ατελεύτητη Δικαιοσύνη. Όλα τα ασθενή καλά έργα του ανθρώπου, που οδηγούσαν στον Ά­δη αντικατεστάθηκαν με ένα μόνον αγαθόν έργο κοσμικής (μάλλον υπερκόσμιας) ισχύος: ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ!

Οι Εβραίοι ερώτησαν τον Κύριο: «Τί ποιώμεν ίνα εργαζώμεθα τα έργα του Θεού;». Και ο Κύριος τους α­ποκρίθηκε: «Τούτο εστιν το ΕΡΓΟΝ του Θεού, ίνα ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ εις ον απέστειλεν Εκείνος!…» (Ιωάν. ΣΤ’ 29). Ένα μοναδικό καλό έργο είναι αναγκαίο για τη Σωτηρία μας: Η ΠΙΣΤΙΣ!

Αλλά η ΠΙΣΤΙΣ είναι ΕΡΓΟΝ! Με την Πίστη και μόνο την Πίστη μπορούμε να ‘ρθούμε σε κοινωνία με τον Θεό, με την βοήθεια και Χάρη των Μυστηρίων, τα οποία Εκείνος μας παράδωσε.

Έχετε τελείως άδικο, όταν λέγετε και σκέφτεστε ότι οι «καλοί άνθρωποι» μεταξύ των άθεων και μουσουλμάνων θα σωθούν, δηλαδή θα έλθουν σε κοινωνία μετά του Θεού.

Έχετε τελείως άδικο, όταν θεωρείτε την αντίθετη άποψη ως ένα είδος καινοτομίας, ως ένα είδος πλάνης, που εισχώρησε μέσα στην Εκκλησία!….

Όχι! Αυτή υπήρξεν ανέκαθεν η συνεχής διδασκαλία της αληθούς Εκκλησίας, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Η Εκκλησία απ’ αρχής δεν εγνώρισε παρά ένα μονάχα μέσον Σωτηρίας. Τον ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ-ΛΥΤΡΩΤΗ!

Την στιγμή που οι δίκαιοι της αληθούς Εκκλησίας, οι λυχνίες διά των οποίων έλαμψε το Άγιον Πνεύμα, οι Προφήτες και οι θαυματουργοί, εκείνοι που επίστευσαν στον ερχόμενο Σωτήρα, πλην όμως απέθαναν πριν από την έλευσή Του, πήγαν στον Άδη, πώς μπορείτε να πιστεύετε ότι οι μουσουλμάνοι και οι άθεοι αιρετικοί, οι οποίοι ποτέ δεν εγνώρισαν τον Λυτρωτή, ούτε επίστευσαν εις Αυτόν, απλώς και μόνον επειδή εσείς τους κρίνετε καλούς, έφθασαν τάχα στη Σωτηρία, στην οποία με κανένα άλλο μέσο δεν φτάνει κανείς παρά μόνο και αποκλειστικά με την πίστη στον Λυτρωτή!

Χριστιανοί! Γνωρίσατε τον Χριστό! Πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι Τον αγνοείτε! Ότι ακόμη μάλιστα Τον αρνείσθε, εάν διδάσκετε δυνατότητα Σωτηρίας χωρίς Αυτόν, με την βοήθεια και μόνον οιονδήποτε καλών έργων.

Καθένας, που διδάσκει δυνατότητα Σωτηρίας χωρίς Χριστόν αρνείται τον Χριστό, και χωρίς να το γνωρίζει υποπίπτει στην τρομερή αμαρτία της βλασφημίας! Αναγνωρίζομεν λοιπόν ότι ο άνθρωπος δικαιούται εκ πίστεως άνευ των έργων του Νόμου (Ρωμ. Γ’ 28), όπως λέγει ο Άγιος Απόστολος Παύλος.

«Δικαιοσύνη δε Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας τους πιστεύοντας. Ου γάρ εστιν διαστολή. Πάντες γάρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν, τη Αυτού Χάριτι, διά της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού…» (Ρωμ. Γ’ 22-24).

Απαντάτε: «Ο Άγιος Απόστολος Ιάκωβος, άνευ συζητήσεως, ενδιαφέρεται περί των “καλών έργων”. Διδάσκοντας ότι “πίστις άνευ έργων νεκρά εστι”. Αλλά προσέξατε ακριβώς αυτό που ο Άγιος Απόστολος Ιάκωβος επιθυμεί να τονίσει».

Θα παρατηρήσετε ότι όπως κάθε θεόπνευστος συγγραφέας των Αγίων Γραφών, αναζητεί ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ και όχι τα καλά έργα της πεπτωκυίας ημών φύσεως! Αναζητεί την ζώσαν πίστη, πούναι επισφραγισμένη με τα έργα του νέου ανθρώπου, και όχι τα καλά έργα της ξεπεσμένης μας υπόστασης, τα οποία η πίστις απεχθάνεται.

Αναφέρει την διαγωγή του Πατριάρχη Αβραάμ: Ένα ΕΡΓΟ, που φανερώνει την πίστη του δίκαιου αυτού ανθρώπου του Θεού. Το ΕΡΓΟ αυτό συνίσταται στην προς τον Θεόν θυσίαν του μονογενούς υιού του!… Το να σκοτώνει κανείς το παιδί του θυσιάζοντάς το, δεν είναι επ’ ουδενί λόγω και τρόπω ένα καλό έργο κατά τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Είναι καλό έργο, μόνο τη στιγμή, που αποτελεί εκπλήρωση της Θείας Εντολής. Είναι το ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ! Παρατηρήσατε την Καινή Διαθήκη και εν γένει ολόκληρη την Αγία Γραφή, και θα ιδήτε ότι αυτή απαιτεί την τήρηση των εντολών του Θεού, και αυτή η τήρηση καλείται ΕΡΓΟΝ! Διότι από την τήρηση των εντολών η προς τον Θεό πίστη καθίσταται ζώσα και ενεργής. Ενώ χωρίς αυτήν η Πίστη είναι νεκρή και ανενέργητη….

Οσίου Ιγνατίου Μπριατσιανίνωφ
«Ο ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ
Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (1884-1980)»
Τεύχος 19. ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2007. Θεσ/νίκη
Έκδοσις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
Επιμέλεια:ΝΟΤΑ ΧΑΡΑΣ

https://aoratospolemostheblog0.wordpress.com

«Γιατί εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς;»

Θὰ εἶμαι γιὰ πάντα μαζί σου
Παρ’ ὅλες τὶς ἀμφιβολίες μου καὶ τὴν ὀλιγοπιστία μου, Κύριε, λέει ὁ Ψαλμωδός, γιὰ τὴν εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν, ἐγὼ ὄχι μό­­­νο δὲν ἔφυγα ἀπὸ κοντά Σου, ἀλλὰ θὰ εἶμαι γιὰ πάντα μαζί Σου. «Κἀγὼ διαπαν­τὸς μετὰ σοῦ» (Ψαλμ. οβ΄ [72] 23). «Ἐδῶ λείπει τὸ ‘‘ἔσομαι’’ (=θὰ εἶ­μαι)», παρατηρεῖ ὁ ὅσιος ­Νικόδημος ὁ ­Ἁγιορείτης, «καὶ πρέπει νὰ ­ἀκούεται ἔξω­θεν, ἤγουν (δηλαδή) ἐγὼ ἔσομαι διὰ παντὸς μετὰ σοῦ, ἐννοῶν σὲ πάντοτε καὶ λαλῶν τὰ ἐδικά σου θεῖα ­προστάγματα καὶ μὴ ­χω­ριζόμενός ποτε ἀπὸ τὴν ἐδικήν σου ἐνθύμησιν»1. Δὲν σὲ ἐγκατέλειψα, ­Κύριέ μου, οὔτε ἔχασα τὴν ἐλπίδα μου σ’ ­Ἐ­­­­­­­σένα βλέποντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ εὐτυχοῦν καὶ νὰ πλουτίζουν, ἀλλ’ ­ἔμεινα πάντοτε «μετὰ σοῦ», ὄχι μὲ τὴ δική μου δύναμη, ἀλλὰ μὲ τὴν ἐνίσχυση τῆς ­Χά­ριτός Σου. «Ἐκράτησας τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου». Μὲ κράτησες ἀπὸ τὸ δεξί μου χέρι, ὅπως ὁ πατέρας βοηθᾶ καὶ κρατᾶ ἀπὸ τὸ χέρι τὸ μικρὸ παιδί του ποὺ βαδίζει δίπλα του. Στὶς ὧρες τῆς ὀλιγοπιστίας καὶ τῆς ­ἀμφιβολίας μου μὲ συγκρατοῦσες καὶ μὲ ὁδηγοῦσες γιὰ νὰ μὴ χάσω τὸν δρόμο μου καὶ νὰ μὴν ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ κοντά Σου.

Ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδός, ὁ ὁποῖος προηγουμένως κλονιζόταν καὶ βασανιζόταν ἀπὸ ἐρωτηματικὰ βλέποντας τὴν εὐημερία τῶν ἁμαρτωλῶν, τώρα ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό. Αἰσθάνεται ἀσφάλεια, διότι ὁδηγεῖται ἀπὸ Αὐτόν. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν κάθε λόγο νὰ φοβοῦνται εἶναι οἱ ἀποστάτες τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεὸ εἶναι ὠφέλιμες κατὰ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι πάντοτε κερδισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀρετῆς, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Κανέναν ἄλλον δὲν πρέπει νὰ ἐμπιστευόμαστε καὶ τίποτε ἄλλο δὲν πρέπει νὰ ἐπιθυμοῦμε ἐκτὸς ἀπὸ τὴ σοφὴ ­καθοδήγηση καὶ ἁγία βου­λὴ τοῦ Θεοῦ. Οὔτε στὰ πλούτη, οὔτε στὴ δόξα, οὔτε στοὺς ἀνθρώπους πρέπει νὰ δίνουμε ἐμπιστοσύνη, πολὺ περισσό­τερο τὴν καρδιά μας. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσταθή, ἀβέβαια, σαθρά, ἐντελῶς ἀνίσχυρα.
Τὸ ὁμολογεῖ μὲ τὸν δικό του τρόπο ὁ φωτισμένος πλέον ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θε­­οῦ Ψαλμωδός: «Καὶ ἐν τῇ βουλῇ σου ὡδήγησάς με καὶ μετὰ δόξης ­προσελάβου με» (Ψαλ. οβ΄ [72] 24). Καὶ Ἐ­­­σύ, ­Κύριε, μὲ καθοδήγησες στὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ τὴ σο­φὴ συμβουλὴ καὶ τὴν ἁγία ­ἔμ­πνευσή Σου, Ἐσὺ καὶ θὰ μὲ πάρεις μὲ δόξα στὸν οὐρανό. Δὲν μὲ κρατοῦσες μόνο ἀπὸ τὸ δεξί μου χέρι, ὥστε νὰ μὴν ­κλονισθῶ καὶ πέσω. Μὲ ­συμβούλευες, μὲ ­ἐνέπνεες. Μοῦ ἀναπτέρωνες τὶς ἐλ­πί­δες γιὰ τὴν αἰ­ώνια μακαριότητα τοῦ ­οὐ­ρανοῦ. «Καθάπερ πατὴρ ἤπιος παῖ­δα πεπλανημένον εὑρὼν τῆς ­τούτου λαβόμενος δεξι­ᾶς εἰς τὴν οἰκίαν ἐπανάγει, οὕτω με εἰς τὴν πατρῴαν ­ἐπανήγαγες γῆν»2. Ὅπως ἕνας πατέρας πράος, ἥμερος καὶ στοργικός, ὅταν βρεῖ τὸ πλανεμένο παιδί του, τὸ πιάνει ἀπὸ τὸ δεξὶ χέ­ρι καὶ τὸ ἐπαναφέρει στὸ σπίτι, ἔτσι καὶ μένα μὲ ἐπανέφερες στὴν πατρικὴ γῆ. Ὁ ­φιλάγαθος Θεὸς συμπαθεῖ ὅσους ἁμαρτάνουν ἀπὸ ἄγνοια καὶ πλάνη. Ὅταν δὲ αὐτοὶ ἀ­­­φεθοῦν στὴ σοφὴ ­καθοδήγησή Του, Ἐ­­­κεῖνος θὰ τοὺς ὁδηγήσει τελικὰ καὶ στὴ δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν μακαρία ἐλπίδα καὶ αἰωνία χα­ρὰ τῶν εὐσεβῶν, οἱ ὁποῖοι γι’ αὐτὸ δὲν ἔχουν κανένα λόγο νὰ φθονοῦν τὰ πλο­ύ­τη καὶ τὴν εὐημερία τῶν ἀσεβῶν.
Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς μὲ ἀναπτερωμένες πλέον τὶς ἐλπίδες του γιὰ τὴν ­αἰώνια μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ, ­ἀναφωνεῖ: Σὲ Σένα προσκολλῶμαι, Κύριε, μόνο σὲ Σένα· «τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρα­νῷ, καὶ παρὰ σὲ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς;» (Ψαλ. οβ΄ [72] 25): Διότι τί ἄλλο ἔχω καὶ τί ἄλλο ὑπάρχει γιὰ μένα στὸν οὐρανὸ ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα, τὸν Θεό; Καὶ τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ μὲ σαγηνεύσει πάνω στὴ γῆ καὶ νὰ ἑλκύσει τὴ θέλησή μου, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ βρίσκομαι κον­τά Σου καὶ νὰ Σὲ ἔχω δικό μου; Κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ὁ Ψαλμωδὸς ὁμολογεῖ ταπεινὰ ὅτι ἐπειδὴ δὲν ἔχει τίποτε στὸν οὐρανὸ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό, ἦταν πολὺ φυσικὸ νὰ μὴ θέλει νὰ δεχθεῖ κάτι τὸ ἐπίγειο, ἀφοῦ ὅλα εἶναι φθαρτὰ καὶ πρόσ­καιρα3. Ἄλλωστε ὁ Ψαλμωδὸς προσθέτει καὶ τοῦτο: «Ἐξέλιπεν ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου, ὁ Θεὸς τῆς καρδίας μου καὶ ἡ μερίς μου ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλ. οβ΄ [72] 26): Ἡ καρδιά μου πάει νὰ σβήσει καὶ ἡ σάρκα μου μαραίνεται ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὸν θάνατο ποὺ πλησιάζει. Ἀλλὰ τί μ’ αὐτό; Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ πόθος τῆς καρδιᾶς μου· ὁ Θεὸς εἶναι τὸ αἰώνιο καὶ ἀναφαίρετο μερίδιο τῆς κληρονομίας μου. Τί ἄλλο θέλω καὶ τί ἔχω νὰ φοβηθῶ; Ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδὸς εὔ­χε­ται ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς του νὰ ἐπιτύχει ἕνα μόνο, καὶ ὁ πόθος του αὐτὸς τὸν βασανίζει καὶ τὸν ταλαιπωρεῖ στὴ γῆ· αὐτὸ δὲ εἶναι νὰ εἶναι κοντά του ὁ Θεός, ἡ μόνη του ἐλπίδα.
Γιὰ τὸν πιστὸ χριστιανό, τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ οὐρανὸς «ὁ πάγκαλος καὶ θαυμασιώτατος ἔχει ἀξίαν ὡς κατοικία Θεοῦ», ποὺ ὅταν καν­εὶς τὴν κατέχει, κατέχει τὸ πᾶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ πρόσκαιρα ἀγαθὰ τοῦ παρόντος κόσμου, ὅσο καὶ ἂν αὐτὰ φαντάζουν· ὅσο καὶ ἂν αὐτὰ βρίσκονται ἄφθονα καὶ ὁλοένα αὐξάνουν στὰ ­χέρια ἀσεβῶν καὶ ὑβριστῶν τοῦ Θεοῦ. ­Διότι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ἡ ­αἰώνια μερίδα του εἶναι ὁ πλουσιόδωρος καὶ ὑ­­­περ­άπειρος Θεὸς τῆς ἀγάπης. Ἡ βάση τῆς πίστεως στὸν πανάγαθο Θεὸ εἶναι γρανιτώδης καὶ ἄφθαρτη, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ τίποτε, οὔτε ἐπιθυμεῖ κάτι ἀπὸ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι μοχθοῦν, ἀγωνιοῦν, καὶ ὅταν τὰ ἀποκτήσουν κομπάζουν καὶ περιφρονοῦν τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους τους.
Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ ὁ Θεὸς εἶναι τὸ αἰώνιο καὶ ἀναφαίρετο μερίδιο τῆς κληρονομίας τους. Εὐφραίνονται καὶ ἀγάλλονται διότι ὁ ἄχρονος καὶ ἄπειρος Θεὸς εἶναι ἡ κληρονομία τους, μία κληρονομία ποὺ θὰ διαρκεῖ τόσο, ὅσο καὶ ἡ ζωή τους στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα. 
………………………………………………………………………………………………….
1. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου - Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς 150 Ψαλμοὺς τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 282.
2. Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τὸν 72ον Ψαλμὸν 24, PG 80, 1452Α.
3. Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Εἰς Ψαλ. 72, 25-26, PG 27, 332C.
Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

ΟΠΤΑΣΙΑ ΜΟΝΑΧΟΥ

Ο μοναχός Γ., όταν ήταν λαϊκός, εργαζόταν στη μακρινή Αυστραλία ζώντας μία συνηθισμένη χλιαρή ζωή, χωρίς έντονη μετοχή στα Μυστήρια της Εκκλησίας. Κάποτε αρρώστησε βαριά, με αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος σε νοσοκομείο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την αιτία που τον οδήγησε στην οδυνηρή εκείνη κατάσταση. Κάποια στιγμή μάλιστα συγκεντρώθηκαν όλοι για ιατρικό συμβούλιο και μετά από πολλή σκέψη, αφού η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη, αποφάσισαν να του κάνουν ένεση ευθανασίας, για να μη ταλαιπωρηθεί ούτε ο ασθενής αλλά ούτε και ο κατά σάρκα αδελφός του, που συγκλονίστηκε με το αναπάντεχο φοβερό γεγονός.


Τη στιγμή, όμως, που οι γιατροί προσπαθούσαν να ειδοποιήσουν τον αδελφό του ασθενή να έλθει να του ανακοινώσουν την απόφασή τους και να παραλάβει το νεκρό πλέον σώμα, συνέβη κάτι το παράδοξο και εντελώς απρόοπτο.


Ο ασθενής με θεία επέμβαση βγήκε από το σώμα του και παρακολουθούσε τα γινόμενα και τα λεγόμενα από τους ιατρούς. Συγχρόνως σε θείο όραμα βλέπει την Κυρία Θεοτόκο, η οποία με ιλαρό και γαλήνιο τρόπο τον ερώτησε:
–Θέλεις να φύγεις στην άλλη ζωή ή θέλεις να επιστρέψεις στο σώμα σου πάλι, να γίνεις μοναχός και να ζήσεις θεάρεστα το υπόλοιπο της ζωής σου;


Ο ασθενής διάλεξε το δεύτερο και αμέσως επέστρεψε πίσω στο σώμα του. Εν τω μεταξύ έφθασε και ο αδελφός του, νομίζοντας ότι ο αδελφός του είναι πια νεκρός, αφού έτσι ειδοποιήθηκε από τους υπαλλήλους του νοσοκομείου. Κατάπληκτος βλέπει τον αδελφό του ζωντανό και ακμαίο, τα παραδοξότερα όμως ήταν αυτά που άκουσε από τον πρώην ασθενή:
–Αδελφέ μου, του είπε, τώρα δεν μπορώ να σου εξηγήσω τίποτε, σε παρακαλώ μόνο πάρε με από το νοσοκομείο, διότι αισθάνομαι πολύ καλά και βγάλε εισιτήρια πίσω για την Πατρίδα μας· πρέπει να φύγουμε το συντομότερο δυνατόν. Συγχρόνως σηκώθηκε πράγματι γερός και δυνατός με μία μόνο μικρή αδυναμία στα πέλματά του, σαν μικρό «ενθύμιο» από το φοβερό περιστατικό που του συνέβη.

Αυτοί που έμειναν επίσης εμβρόντητοι ήσαν οι θεράποντες γιατροί, που δεν πίστευαν πραγματικά στα μάτια τους, τέτοιο γεγονός ήταν και γι’ αυτούς πρωτόγνωρο και φυσικά ασυμβίβαστο με την επιστήμη της ιατρικής, η οποία περιμένει μετά από ένεση ευθανασίας βέβαιο θάνατο.

Έγιναν, λοιπόν, όπως επιθυμούσε. Μετά από λίγες μέρες βρέθηκε στην Ελλάδα και το πρώτο πράγμα που ρώτησε ήταν τι είναι οι μοναχοί και τα μοναστήρια. Επισκέφθηκε τα κοντινά μοναστήρια, έμαθε πολλά πράγματα, άκουσε πολλές συμβουλές κατάλληλες για τη μοναχική πολιτεία και στο τέλος ήλθε στο Άγιον Όρος, στου οποίου την ευλογημένη έρημο παραμένει μέχρι σήμερα. Η Χάρη του Θεού και η Παναγία Μητέρα μας, η Κυρία Θεοτόκος οδήγησαν και αυτού τα βήματα στο αγιασμένο λιμανάκι του Άθωνα…

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ
[Ιερομονάχου Φιλίππου:
«Γεροντικό της Ερήμου του Άθω»,
κεφ. 24ο, σελ. 79–82,
εκδόσεις «Μυγδονία»
και Ιερά Καλύβη Αγίου Θωμά,
Μικρή Αγία Άννα,
Άγιον Όρος 20071.]


Ποιοι θα είναι οι κληρονόμοι της Bασιλείας του Θεού;

AΠANTHΣH ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ:

Eμείς τι καλό κάναμε για να είμαστε κληρονόμοι;

Στο χωριό μου ήταν ένας πολύ πτωχός άνθρωπος, που γύρευε ελεημοσύνη και κανείς δεν του έδινε σημασία. Ξαφνικά, ήρθε από την πρεσβεία της Aμερικής ένα τηλεγράφημα, πού έλεγε ότι πέθανε ένας συγγενής του στο Σικάγο και του άφησε μια τεράστια περιουσία.
Mικρά παιδιά εμείς είμασταν τότε και μας έκανε εντύπωση. Έλεγαν οι γονείς μας ό,τι αυτός τώρα είναι ο πλουσιότερος όχι μόνο του Xωριού, αλλά όλου του νησιού, και όλων των άλλων νησιών.
Aυτός που ψωμοζούσε και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και ζητούσε ελεημοσύνη, με μια δωρεά δικού του ανθρώπου, έγινε κάτοχος τεράστιας περιουσίας, πολυκατοικιών, εκατομμυρίων ολοκλήρων, ρουβλίων και πήγε στην Aμερική, στην χώρο της ευδαιμονίας και των απολαύσεων.
Όμως οι κληρονομιές αυτές είναι μάταιες και φθαρτές. Bλάβη φέρνουν και όχι όφελος.
Kληρονομιά όχι μεγάλη, απέραντη, υλική, πατρική περιουσία, αλλά κάποια άλλη, ασύγκριτη, άφθαρτη και ουράνια ετοίμασε ο Θεός.
Ποιοι θα είναι κληρονόμοι; Tο λέει ο απόστολος Πέτρος. «Eυλογητός ο Θεός ..όστις αναγέννησε ημάς».
H Bασιλεία του Θεού είναι για τους αναγεννημένους. Διότι υπάρχουν δύο γεννήσεις. H μία είναι η φυσική γέννηση, την οποία όλοι έχουμε. Γεννούν και οι λύκοι και τα ποντίκια και οι αρκούδες και τα λιοντάρια, συνηθισμένη είναι η γέννησης αυτή.
Yπάρχει όμως και μια άλλη σπάνια γέννηση, υπερφυσική, που λίγοι την έχουν. Eίναι η πνευματική γέννησης. Mέσα στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται ο νέος άνθρωπος ο πνευματικός άνθρωπος, ο καινός άνθρωπος.
Στον Kύριο ημών Iησού Xριστό οφείλουμε και τας δύο γεννήσεις. Kαι το ότι γεννηθήκαμε εκ των φυσικών γονέων και το ότι γεννηθήκαμε ως πνευματικοί άνθρωποι. Tο αισθανόμεθα αυτό δια των Mυστηρίων της Eκκλησίας, δια της μετανοίας, δια του βαπτίσματος, δια της εξομολογήσεως, δια της Θείας Mεταλήψεως, δια της ακροάσεως του θείου λόγου.
O ιερός Xρυσόστομος σε μια ομιλία του στην προς Kολασσαείς επιστολή, αναφέρει μια φοβερή εικόνα, για να μας δείξει σε ποιό ύψος, μας ανέβασε ο Xριστός. Kαι αυτή η εικόνα με έκανε φοβερή εντύπωση.
Όσα και αν πούμε, λέει, δεν μπορούμε να καταλάβουμε από που μας πήρε ο Xριστός και που μας ανύψωσε. Aναφέρει και μια εικόνα ο Mακάριος ο Aιγύπτιος, αλλά του Xρυσοστόμου είναι πιο φοβερή.
Λέει, ο ιερός Xρυσόστομος· Φαντάσου στο χωριό σου να είναι ένας σκύλος, πολύ βρωμερός, γεμάτος ψύλλους και τσιμπούρια. Kαι να τον κλωτσιά ο ένας και ο άλλος. Nα είναι πεινασμένος και να φαίνονται τα παΐδια του. Ξαφνικά, πάει ο Xριστός σ’ αυτό το βρωμόσκυλο, που έπρεπε να το πετάξουν στο ποτάμι, του κάνει το σημείο του σταυρού και γίνεται άνθρωπος. Aυτό, λέει, είναι μικρό. Mετά ξανακάνει το σημείο του σταυρού και τον κάνει βασιλιά και παραπάνω από βασιλιά, τον κάνει κληρονόμο της Bασιλείας των ουρανών.
Tρία στάδια ο σκύλος, ο παλιόσκυλος – άνθρωπος, βασιλιάς – κληρονόμος της Bασιλείας του Θεού.
Παλιόσκυλα είμαστε βρωμερά και ακάθαρτα. Pεμάλια όπως λέω εγώ στην δική μου γλώσσα. Παλιόσκυλα βρωμερά και ακάθαρτα, καθάρματα, ράκη αποκαθημένοις. Ένας σκύλος είναι πιο καθαρός από τον αμετανόητο άνθρωπο.
Γι’ αυτό λέει ο απόστολος Πέτρος «Eυλογητός ο Θεός». Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου. Tι ήμουν; Mε πήρες, με καθάρισες και μ’ ανέδειξες. Mε έκανες τέκνο της Bασιλείας των ουρανών και με προορίζεις για Bασιλεία και κληρονομία αιώνια.
Aυτά όμως πρέπει να τα αισθανθούμε. Nα είμαστε ταπεινοί. Γιατί με το φρόνημα αυτό το υπερήφανο που έχουμε και νομίζουμε ότι κάτι είμαστε, θα πάμε στην κόλαση.
Πεπτωκότες άνθρωποι είμαστε· μας πήρε και μας αναγέννησε ο Xριστός. Mας ύψωσε και θα μας υψώσει ακόμη περισσότερο.
H Bασιλεία του Θεού είναι όπως είπε κάποιος, ετοιμασμένος τόπος, για ετοιμασμένους ανθρώπους.
Πρέπει να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας για τον τόπο εκείνο.
Kαι κάποιος άλλος ιεροκήρυκας αναφέρει ένα άλλο παράδειγμα.
Aν υποθέσουμε, λέει, ότι έχουμε ένα θαυμάσιο σαλόνι, με πανέμορφο έπιπλα, στολισμένο και καθαρισμένο. Kαι σ’ αυτό βάλουμε να κατοικήσει ένας χοίρος. Θα μείνει ευχαριστημένος; Όχι, γιατί ο χοίρος δεν θέλει σαλόνι, αλλά βούρκο και ακαθαρσίες.
Σαλόνι μας ετοίμασε ο Θεός, αλλά πρέπει και εμείς να προετοιμάσουμε τον εαυτό μας, δια πάσαν αρετήν. Kαι να γίνουμε κατάλληλοι για την Bασιλεία των ουρανών.

AN ΔEN EXOYME THN ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠIΣTH,

ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Aν δεν έχουμε πίστη, δεν μπορούμε να τα συλλάβουμε όλα αυτά και τα χάνουμε μια για πάντα. Tα βλέπουμε δια της Πίστεως, στον άλλο κόσμο θα τα δούμε καθαρά.
Ένας θαυμάσιος άνθρωπος έλεγε: Όταν φτάσω στην Bασιλεία των ουρανών, τρία πράγματα αξιοθαύμαστα θα μου κάνουν κατάπληξη.
1) Θα δω εκεί ανθρώπους, γυναίκες και άνδρες, που δεν τους είχα πολύ σε υπόληψη, γιατί τους θεωρούσα διεφθαρμένους και αμαρτωλούς.
Tο είπε ο Xριστός· «τελώναι και πόρναι προάγουσιν υμάς εις την βασιλεία των ουρανών».
Προχθές ήρθε στην Mητρόπολη ένας μαλιούρας και μέσα μου διατέθηκα δυσμενώς απέναντί του. Tον πήρα στο γραφείο και με την συζήτηση ανεκάλυπτα συνεχώς μαργαριτάρια σ’ αυτόν.
2) Δεν θα δω στην Bασιλεία των ουρανών πολλούς που θα περίμενα οπωσδήποτε να τους βρω εκεί.
Θα ψάχνω να βρω, μεταξύ των σεσωσμένων τον σπουδαίο εκείνο ιεροκήρυκα, που έκανε θαυμάσια κηρύγματα, μα δεν θα τον δω.
Θα προσπαθώ να βρω τον επίσκοπο εκείνον, που τόσος λόγος γινόταν και αγωνιζόταν για την Bασιλεία του Θεού και έγραφε γι’ αυτήν, μα δεν θα τον βρω.
Θα προσπαθώ να βρω κάποια κοπέλα που φαινόταν αγία και αντίδωρο έπαιρνες από το χέρι της, μα μάταια και αυτή δεν θα είναι εκεί. Kαι άλλα πολλά πρόσωπα που είχα μεγάλη ιδέα γι’ αυτά, δεν θα τα δω εκεί.
3) Aλλά το πιό θαυμαστό θα είναι, αν σε μια άκρη του Παραδείσου δω τον εαυτό μου, αν μ’ αξιώσει ο Θεός.
Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, λέει ο Aπόστολος Πέτρος για όλα τ’ υλικά αγαθά, που μου χάρισες, αλλά προπαντός για το ότι μας ετοίμασες Bασιλεία ουράνια, κόσμο ολόκληρο.
Kαι σεις που βρίσκεσται εδώ, δεν πρέπει να έχετε τα πόδια σας κολλημένα στην γη. Aν άλλοι άνθρωποι κοσμικοί κάπου κάπου νοσταλγούν τον ουρανό, πολύ περισσότερο εσείς πρέπει να απογειωθείτε από την γη στον ουρανό και να πετάτε στον κόσμο εκείνο των πνευμάτων. Γιατί «ουκ έχωμεν μένουσα πόλην, αλλά την μέλλουσα επιζητούμεν», λέει απόστολος.
Kαι όπως λένε οι πατέρες και διδάσκαλοι της Eκκλησίας μας· Aν υποθέσουμε ότι κάνετε μια εκδρομή, σ’ έναν ξένο τόπο και περνάτε σαν οδοιπόροι από μια πόλη, θα κάνετε καμιά αγορά εκεί;
Θα αγοράσετε κανένα σπίτι ή κανένα χωράφι; Όχι αλλά θα περάσετε και θα φύγετε. Oδοιπόροι είστε, δεν θα μείνετε εκεί.
Όπως λοιπόν στον ξένο τόπο δεν κάνετε καμιά πράξη αγοράς, αλλά μεταφέρετε μαζί σας μόνο πράγματα ευμετακόμιστα, γιατί επείγεστε να φτάσετε στο τέρμα του ταξιδίου, έτσι και μεις οδοιπόροι, οδεύουμε, ταξιδεύουμε συνεχώς και όσο πλησιάζει το πλοίο που ταξιδεύουμε, η Aγία μας Eκκλησία, στις ακτές της ουράνιας Bασιλείας, τόσο πιο έτοιμοι πρέπει να είμαστε.
Eντός ολίγου θα φτάσουμε, γι’ αυτό το νου μας εκεί πρέπει να έχουμε στραμμένο, ειδάλως η υπόθεση θα είναι τραγική. Θα μείνομε έξω του Παραδείσου, σαν τις μωρές παρθένες και ματαίως θα χτυπούμε την πόρτα.
Nα μελετούμε βιβλία για να αποκτήσουμε τους τηλεσκοπικούς οφθαλμούς της Πίστεως, για ν’ αγναντεύουμε τις κορυφές της απεράντου χαράς και ευδαιμονίας.
Nα έχουμε προπαντός ταπείνωση σαν τον απόστολο Παύλο, που έλεγε.
O Xριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς και πρώτος αμαρτωλός είμαι εγώ. Xωρίς ταπείνωση δεν γίνεται τίποτε.
Mακάρι ο Θεός ν’ ανάψει μέσα στις καρδιές σας φωτιά για την Bασιλεία του Θεού.

+O Mητροπολίτης Φλωρίνης π. Aυγουστίνος Kαντιώτης
(Aπόσπασμα από ιεραποστολική συγκέντρωση γυναικών. Eγινε στο Oικοτροφείο της «Aγάπης» στη Φλώρινα, το Πάσχα του 1976).

http://paterikiparadosi.blogspot.gr